Τακτικά δικαστήρια — Εισαγωγή
Αστική δικαιοδοσία
Τα ειρηνοδικεία (Amtsgerichte) είναι αρμόδια ως πρωτοβάθμια δικαστήρια για αστικές υποθέσεις — κυρίως υποθέσεις στις οποίες η αξία της διαφοράς δεν υπερβαίνει τα 5.000 ευρώ. Ωστόσο, για ορισμένες υποθέσεις είναι αρμόδια ανεξάρτητα από την αξία της διαφοράς, για παράδειγμα για τις μισθωτικές διαφορές και τις υποθέσεις οικογενειακού δικαίου και διατροφής.
Τα ειρηνοδικεία δικάζουν ως μονομελή δικαστήρια.
Τα πρωτοδικεία (Landgerichte) είναι αρμόδια ως πρωτοβάθμια δικαστήρια για τις αστικές υποθέσεις που δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων. Πρόκειται, κατά κανόνα, για υποθέσεις στις οποίες η αξία της διαφοράς υπερβαίνει τα 5.000 EUR.
Οι περισσότερες υποθέσεις στα πρωτοδικεία επίσης δικάζονται από μονομελή σύνθεση. Ωστόσο, οι δύσκολες υποθέσεις και οι υποθέσεις θεμελιώδους σημασίας ανατίθενται σε τμήμα απαρτιζόμενο από τρεις επαγγελματίες δικαστές.
Τα πρωτοδικεία είναι αρμόδια ως δευτεροβάθμια δικαστήρια για την εκδίκαση των εφέσεων κατά αποφάσεων των ειρηνοδικείων. Οι εφέσεις εκδικάζονται από τμήμα, απαρτιζόμενο συνήθως από τρεις δικαστές.
Περαιτέρω, στα πρωτοδικεία είναι δυνατόν να συγκροτηθούν επίσης τμήματα εμπορικών διαφορών. Αυτά είναι αρμόδια για την εκδίκαση σε πρώτο και δεύτερο βαθμό εμπορικών διαφορών. Τα εν λόγω τμήματα απαρτίζονται από έναν επαγγελματία δικαστή και δύο εμπόρους ως λαϊκούς δικαστές.
Τα εφετεία (Oberlandesgerichte) δικάζουν κατά κανόνα σε δεύτερο βαθμό. Στις αστικές υποθέσεις, δικάζουν τις εφέσεις κατά αποφάσεων των πρωτοδικείων και τις εφέσεις κατά αποφάσεων των ειρηνοδικείων σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου.
Τα τμήματα των εφετείων απαρτίζονται συνήθως από τρεις επαγγελματίες δικαστές. Οι αστικές υποθέσεις που δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολες ή θεμελιώδους σημασίας μπορούν επίσης να παραπεμφθούν προς εκδίκαση από μονομελή σύνθεση.
Το ανώτατο τακτικό δικαστήριο είναι το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο (Bundesgerichtshof). Αποτελεί το δικαστήριο τελευταίου βαθμού και είναι αποκλειστικά αρμόδιο για την εκδίκαση των αναιρέσεων. Τα τμήματα του Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου απαρτίζονται από πέντε επαγγελματίες δικαστές.
Ποινική δικαιοδοσία
Πρωτοβάθμια δικαστήρια
Ο νόμος περί του οργανισμού των δικαστηρίων (Gerichtsverfassungsgesetz — GVG) καθορίζει τη δικαιοδοσία των ποινικών δικαστηρίων. Στις ποινικές υποθέσεις, αρμόδιο πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι το ειρηνοδικείο (Amtsgericht), εκτός αν η αρμοδιότητα απονέμεται στο πρωτοδικείο (Landgericht) ή στο εφετείο (Oberlandesgericht) (άρθρο 24 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο σημεία 1 έως 3 του GVG). Δικάζει ως μονομελές δικαστήριο τα πλημμελήματα (άρθρο 25 του GVG), αν η πράξη
- διώκεται κατόπιν έγκλησης
- ή αν δεν αναμένεται να επιβληθεί ποινή υψηλότερη από ποινή φυλάκισης δύο ετών.
Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις συγκροτείται μεικτό ορκωτό δικαστήριο (άρθρο 28 του GVG). Απαρτίζεται από έναν επαγγελματία δικαστή και δύο ενόρκους.
Τα μεικτά ορκωτά δικαστήρια δικάζουν ποινικές υποθέσεις μέτριας βαρύτητας για τις οποίες αρμόδιο είναι το ειρηνοδικείο (άρθρο 24 παράγραφος 1 του GVG), εκτός αν η αρμοδιότητα απονέμεται στο ειρηνοδικείο υπό μονομελή σύνθεση (άρθρο 25 του GVG). Πρόκειται για τις υποθέσεις στις οποίες αναμένεται ποινή φυλάκισης μεταξύ δύο και τεσσάρων ετών. Κατόπιν αίτησης της εισαγγελίας (άρθρο 29 παράγραφος 2 του GVG), μπορεί να συγκροτηθεί το λεγόμενο διευρυμένο μεικτό ορκωτό δικαστήριο, αν η εισαγγελία και το δικαστήριο θεωρούν αναγκαία τη συμμετοχή και δεύτερου δικαστή λόγω της έκτασης της υπόθεσης.
Η αρμοδιότητα του πρωτοδικείου ρυθμίζεται από το άρθρο 74 παράγραφος 1 του GVG. Βάσει της διάταξης αυτής, το πρωτοδικείο είναι αρμόδιο για όλα τα κακουργήματα που δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου ή του εφετείου, δηλαδή για όλα τα αδικήματα για τα οποία αναμένεται ποινή φυλάκισης μεγαλύτερης διάρκειας.
Ο γερμανικός ποινικός κώδικας διακρίνει μεταξύ πλημμελημάτων και κακουργημάτων. Κακουργήματα αποτελούν τα αδικήματα για τα οποία απειλείται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους. Δηλαδή, τα κακουργήματα αποτελούν βαρύτερα αδικήματα από τα πλημμελήματα.
Το πρωτοδικείο είναι αρμόδιο για όλα τα αδικήματα για τα οποία αναμένεται ποινή βαρύτερη από ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών (άρθρο 74 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο περίπτωση 1 του GVG). Είναι επίσης αρμόδιο για τις υποθέσεις στις οποίες η εισαγγελία κινεί τη δίωξη ενώπιον του πρωτοδικείου, λόγω της ιδιαίτερης σημασίας της υπόθεσης, παρά το γεγονός ότι η αρμοδιότητα ανήκει κανονικά στο ειρηνοδικείο.
Στο πρωτοδικείο, οι ποινικές υποθέσεις εκδικάζονται σε πρώτο βαθμό από το ποινικό τμήμα μείζονος σύνθεσης (Große Strafkammer). Αυτό απαρτίζεται κατά κανόνα από τρεις δικαστές και δύο ενόρκους. Σύμφωνα με το άρθρο 76 παράγραφος 2 του GVG, το ποινικό τμήμα μείζονος σύνθεσης μπορεί να αποφασίσει, κατά την έναρξη της κύριας διαδικασίας ή κατά τον καθορισμό της ημερομηνίας διεξαγωγής της κύριας διαδικασίας, ότι θα διεξαγάγει την κύρια διαδικασία με σύνθεση μόνο δύο δικαστών και δύο ενόρκων.
Το εφετείο είναι σε πρώτο βαθμό αρμόδιο για τα αδικήματα που απαριθμούνται στο άρθρο 120 παράγραφοι 1 και 2 του GVG. Τα περισσότερα από τα απαριθμούμενα αδικήματα είναι αδικήματα κατά της ασφάλειας και/ή της υπόστασης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Το ποινικό τμήμα του Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου (Bundesgerichtshof) μπορεί να συντίθεται από πέντε δικαστές, συμπεριλαμβανομένου του προεδρεύοντος δικαστή. Ωστόσο, κατά την έναρξη της κύριας διαδικασίας, το ποινικό τμήμα μπορεί να αποφασίσει ότι θα διεξαγάγει την κύρια διαδικασία με σύνθεση τριών δικαστών, συμπεριλαμβανομένου του προεδρεύοντος, εφόσον η έκταση ή η δυσκολία της υπόθεσης δεν καθιστούν απαραίτητη τη συμμετοχή των δύο άλλων δικαστών (άρθρο 122 παράγραφος 2 πρώτη και δεύτερη περίοδος του GVG).
Ένδικα μέσα
Για τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του ειρηνοδικείου [άρθρο 312 του κώδικα ποινικής δικονομίας — Strafprozessordnung (StPO)] αρμόδιο είναι το πρωτοδικείο. Οι εν λόγω εφέσεις εκδικάζονται από το λεγόμενο ποινικό τμήμα ελάσσονος σύνθεσης (Kleine Strafkammer) (άρθρο 76 παράγραφος 1 του GVG). Αυτό απαρτίζεται από έναν επαγγελματία δικαστή και δύο ενόρκους. Στην περίπτωση των εφέσεων κατά αποφάσεων του διευρυμένου μεικτού ορκωτού δικαστηρίου, στη σύνθεση συμμετέχει και δεύτερος επαγγελματίας δικαστής (άρθρο 76 παράγραφος 6 του GVG). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 335 του κώδικα ποινικής δικονομίας, υπάρχει η δυνατότητα απόφαση που υπόκειται σε έφεση να προσβληθεί, αντί με έφεση, με αναίρεση (αναίρεση κατά παρέκβαση του δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας — «Sprungrevision»).
Σε αναίρεση υπόκεινται όλες οι πρωτοβάθμιες αποφάσεις των πρωτοδικείων και των εφετείων (άρθρο 333 του κώδικα ποινικής δικονομίας). Το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο είναι αρμόδιο για τις αναιρέσεις κατά των αποφάσεων των εφετείων και των ποινικών τμημάτων μείζονος σύνθεσης των πρωτοδικείων (άρθρο 135 παράγραφος 1 του GVG). Τα τμήματα του Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου που δικάζουν τις αναιρέσεις απαρτίζονται από πέντε δικαστές, συμπεριλαμβανομένου του προεδρεύοντος. Για τις αναιρέσεις κατά των (λοιπών) αποφάσεων του πρωτοδικείου αρμόδιο είναι το εφετείο.
Σχετικοί σύνδεσμοι
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται το εκάστοτε κράτος μέλος. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη όσον αφορά τις πληροφορίες ή τα στοιχεία που περιλαμβάνονται ή για τα οποία γίνεται λόγος στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.