

A) Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των υποκειμενικών ουσιαστικών δικαιωμάτων υπόκειται στις προθεσμίες παραγραφής και τις αποσβεστικές προθεσμίες που καθορίζει ο νόμος (ημερολογιακές χρονικές προθεσμίες).
Προθεσμία παραγραφής είναι το διάστημα που, εάν περάσει άπρακτο, συνεπάγεται απώλεια της δυνατότητας του δικαιούχου υποκειμενικού δικαιώματος να ζητήσει την έννομη προστασία του. Η παρέλευση του εν λόγω διαστήματος συνεπάγεται την απώλεια όχι του ίδιου του ουσιαστικού δικαιώματος, αλλά του συνδεδεμένου δικαιώματος προσφυγής και του δικαιώματος αναγκαστικής εκτέλεσης, με αποτέλεσμα η σχετική ενοχή να καθίσταται φυσική ενοχή (η αξίωση δεν είναι πλέον δικαστικά επιδιώξιμη). Η παραγραφή δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά μόνο μετά από ένσταση του οφειλέτη ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου ή δικαστικού επιμελητή.
Οι κανόνες που διέπουν τη διάρκεια, τη διακοπή και την αναστολή των προθεσμιών παραγραφής καθορίζονται στον νόμο περί ενοχών και συμβάσεων («ΝΕΣ»). Σε γενική πενταετή προθεσμία παραγραφής υπόκεινται όλες οι αξιώσεις για τις οποίες δεν προβλέπεται ειδική προθεσμία (άρθρο 110 του ΝΕΣ).
Σε τριετή προθεσμία παραγραφής υπόκεινται τρεις κατηγορίες αξιώσεων (άρθρο 111 του ΝΕΣ):
Τριετής προθεσμία παραγραφής προβλέπεται επίσης για το δικαίωμα επιδίωξης της δικαστικής ακύρωσης σύμβασης που έχει συναφθεί λόγω πλάνης απάτης ή απειλής, καθώς και σύμβασης που έχει συναφθεί από πρόσωπο χωρίς δικαιοπρακτική ικανότητα ή από τον αντιπρόσωπό του χωρίς να πληρούνται οι σχετικοί όροι.
Ετήσια προθεσμία παραγραφής προβλέπεται για το δικαίωμα επιδίωξης της δικαστικής ακύρωσης σύμβασης που έχει συναφθεί λόγω πιεστικής ανάγκης ή που περιέχει προδήλως καταπλεονεκτικούς όρους (άρθρο 33 του ΝΕΣ).
Εξάμηνη προθεσμία παραγραφής προβλέπεται για τις αξιώσεις που αφορούν ελάττωμα πωληθέντος κινητού ή ελαττωματική κατασκευή στο πλαίσιο σύμβασης έργου, εκτός από τις αξιώσεις που αφορούν κατασκευαστικά έργα, οι οποίες υπόκεινται στη συνήθη πενταετή προθεσμία παραγραφής (άρθρο 265του ΝΕΣ).
Διετής προθεσμία παραγραφής προβλέπεται στη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης. Αν, στο πλαίσιο εναρχθείσας διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, ο πιστωτής δεν ζητήσει την εκτέλεση πράξεων εκτέλεσης για διάστημα δύο ετών, η διαδικασία εκτέλεσης τερματίζεται αυτοδικαίως βάσει του άρθρου 433 παράγραφος 1 σημείο 8 κώδικα πολιτικής δικονομίας και αρχίζει να τρέχει νέα προθεσμία παραγραφής με ημερομηνία έναρξης την ημερομηνία διενέργειας της πλέον πρόσφατης πράξης εκτέλεσης.
Η προθεσμία παραγραφής ξεκινά από τον χρόνο κατά τον οποίο γεννάται η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, ο οποίος εξαρτάται από τη φύση του οικείου ουσιαστικού δικαιώματος. Ο εν λόγω χρόνος μπορεί να είναι ο χρόνος κατά τον οποίο μια συμβατική ενοχή κατέστη ληξιπρόθεσμη, ο χρόνος τέλεσης μιας παράνομης πράξης ή ο χρόνος ταυτοποίησης του τελέσαντος μια αδικοπραξία, ο χρόνος παράδοσης του πράγματος στην περίπτωση αξίωσης λόγω ελαττωμάτων κ.ο.κ.
Η προθεσμία παραγραφής δεν μπορεί να συντμηθεί ή να παραταθεί με συμφωνία των διαδίκων.
Ωστόσο, η προθεσμία παραγραφής μπορεί να διακοπεί και να ανασταλεί.
Η προθεσμία παραγραφής αναστέλλεται στις περιπτώσεις που απαριθμούνται περιοριστικά στο άρθρο 115 του ΝΕΣ:
Στις εν λόγω περιπτώσεις, ο διάδικος στερείται προσωρινά και εκ του νόμου τη δυνατότητα να προσφύγει δικαστικά. Το διάστημα της προθεσμίας παραγραφής που έτρεξε έως την αναστολή λαμβάνεται υπόψη και η προθεσμία παραγραφής συνεχίζει να τρέχει μετά την άρση της περίστασης που επέφερε την αναστολή.
Η προθεσμία παραγραφής διακόπτεται στις εξής περιπτώσεις:
Στις εν λόγω περιπτώσεις, η παρέλευση του διαστήματος από τον χρόνο γέννησης του δικαιώματος προσφυγής έως την αναστολή της παραγραφής δεν παράγει έννομες συνέπειες και αρχίζει να τρέχει νέα προθεσμία παραγραφής. Όταν η διακοπή επέρχεται λόγω αγωγής ή ένστασης, ο νόμος καθορίζει και μια άλλη σημαντική συνέπεια: η νέα προθεσμία παραγραφής που ξεκινά μετά τη διακοπή είναι πάντοτε πενταετής.
Αποσβεστικές προθεσμίες είναι αυτές με την παρέλευση των οποίων αποσβένονται τα ίδια τα ουσιαστικά δικαιώματα. Οι εν λόγω προθεσμίες αρχίζουν να τρέχουν από τον χρόνο γέννησης του ουσιαστικού δικαιώματος και όχι του δικαιώματος προσφυγής.
Οι αποσβεστικές προθεσμίες δεν διακόπτονται ούτε αναστέλλονται όπως οι προθεσμίες παραγραφής.
Εφαρμόζονται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ή τον δικαστικό επιμελητή, ακόμη και χωρίς να προβάλει ένσταση ο οφειλέτης. Η παρέλευση αποσβεστικής προθεσμίας καθιστά την εκπρόθεσμη αγωγή απαράδεκτη, ενώ η παρέλευση προθεσμίας παραγραφής (εφόσον έχει προβληθεί η σχετική ένσταση) καθιστά την αγωγή αβάσιμη.
Αποσβεστικές προθεσμίες αποτελούν: η τρίμηνη προθεσμία εντός της οποίας μπορεί ο ενεχυρούχος ή ο ενυπόθηκος δανειστής να προβάλει αντιρρήσεις αν η πληρωμή της ασφαλιστικής αποζημίωσης έγινε προς τον κύριο του πράγματος η δίμηνη προθεσμία εντός της οποίας μπορεί ο συγκύριος να ασκήσει αγωγή για την αγορά του κοινού πράγματος αν ο άλλος συγκύριος έχει πωλήσει το μερίδιό του σε τρίτο η ετήσια προθεσμία για την άσκηση αγωγής ακύρωσης δωρεάς κ.ο.κ.
B) Οι προθεσμίες για τη διενέργεια συγκεκριμένων διαδικαστικών πράξεων από τους διαδίκους και το δικαστήριο κατά τη διάρκεια της δίκης και στη διαδικασία εκτέλεσης καθορίζονται από τον κώδικα πολιτικής δικονομίας (ΚΠολΔ). Οι προθεσμίες για τη διενέργεια των διαδικαστικών πράξεων στη διαδικασία φερεγγυότητας καθορίζονται στον εμπορικό νόμο (ΕΝ), στον νόμο περί τραπεζικής αφερεγγυότητας αν πρόκειται για υπόθεση αφερεγγυότητας τράπεζας και σε άλλους ειδικούς νόμους.
Όσον αφορά τους διαδίκους, η μη τήρηση της προθεσμίας οδηγεί στην απώλεια του δικαιώματος διενέργειας της οικείας διαδικαστικής πράξης. Η μη τήρηση της προθεσμίας από το δικαστήριο δεν παρεμποδίζει τη μεταγενέστερη διενέργεια της διαδικαστικής πράξης, διότι υφίσταται πάντοτε η υποχρέωση διενέργειάς της. Οι προθεσμίες που καθορίζονται για το δικαστήριο έχουν ενδεικτικό απλώς χαρακτήρα.
Οι προθεσμίες διενέργειας διαδικαστικών πράξεων από τους διαδίκους προβλέπονται από τον νόμο ή τάσσονται από το δικαστήριο.
Στις προθεσμίες που προβλέπονται από τον νόμο (νόμιμες προθεσμίες) περιλαμβάνονται:
Στις προθεσμίες που τάσσονται δικαστικά περιλαμβάνονται:
Οι προθεσμίες διακρίνονται επίσης σε δύο κατηγορίες ανάλογα με το αν το δικαστήριο έχει το δικαίωμα να τις παρατείνει ή όχι. Όλες οι προθεσμίες που τάσσονται από το δικαστήριο μπορούν να παραταθούν. Οι προθεσμίες για την άσκηση έφεσης και για την κατάθεση αίτησης ακύρωσης απόφασης που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου δεν μπορούν να παραταθούν – άρθρο 63 παράγραφος 3 του ΚΠολΔ.
Στις δημόσιες αργίες περιλαμβάνονται:
1 Ιανουαρίου – πρώτη του έτους
3 Μαρτίου – Ημέρα Απελευθέρωσης – εθνική εορτή
1 Μαΐου – Εργατική Πρωτομαγιά
6 Μαΐου – Εορτή Αγίου Γεωργίου, Ημέρα ανδρείας και βουλγαρικού στρατού
24 Μαΐου – Ημέρα βουλγαρικής παιδείας και πολιτισμού και σλαβονικής λογοτεχνίας
6 Σεπτεμβρίου – Ημέρα Ενοποίησης
22 Σεπτεμβρίου – Ημέρα Ανεξαρτησίας
1 Νοεμβρίου– Ημέρα εθνικής συνείδησης (αργία για όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, αλλά εργάσιμη ημέρα για τους υπόλοιπους φορείς)
24 Δεκεμβρίου – Παραμονή Χριστουγέννων, 25 και 26 Δεκεμβρίου – Χριστούγεννα
Μεγάλη Παρασκευή, Μεγάλο Σάββατο και Κυριακή του Πάσχα – δύο ημέρες (Κυριακή και Δευτέρα), που ορίζονται προς εορτασμό το εκάστοτε έτος.
Το υπουργικό συμβούλιο μπορεί να ορίσει για το εκάστοτε έτος επιπλέον ημέρες δημόσιων αργιών ή ημέρες εορτασμού συγκεκριμένων επαγγελμάτων, καθώς και να μεταθέσει αργίες εντός του έτους.
Οι γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες διενέργειας διαδικαστικών πράξεων από τους διαδίκους και το δικαστήριο κατά τη διάρκεια της δίκης και στη διαδικασία εκτέλεσης ορίζονται από τον κώδικα πολιτικής δικονομίας (ΚΠολΔ). Ορισμένοι ειδικοί νόμοι επίσης ορίζουν αποσβεστικές προθεσμίες για την άσκηση διαδικαστικών δικαιωμάτων, π.χ. το άρθρο 74 του ΕΝ, τα άρθρα 19 και 25 του νόμου για το εμπορικό μητρώο και το μητρώο νομικών προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα κ.λπ. Γενικές πληροφορίες για τους γενικούς κανόνες του κεφαλαίου επτά του κώδικα πολιτικής δικονομίας, με τίτλο «Προθεσμίες και επαναφορά προθεσμιών», παρέχονται στις απαντήσεις των ερωτήσεων 4, 5 και 6.
Οι γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες παραγραφής ορίζονται στα άρθρα 110 και επόμενα του νόμου περί ενοχών και συμβάσεων. Βλ. την απάντηση της ερώτησης 1.
Οι γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που απορρέουν από ενοχικές σχέσεις ορίζονται στα άρθρα 69-72 του νόμου περί ενοχών και συμβάσεων.
Υπό ορισμένες προϋποθέσεις που καθορίζονται στο δικονομικό δίκαιο ( άρθρο 61, άρθρο 229, άρθρο 432 του ΚΠολΔ ), οι τασσόμενες δικονομικές προθεσμίες αναστέλλονται, αρχής γενομένης από το γεγονός που επέφερε την αναστολή της διαδικασίας. Οι διαδικασίες αναστέλλονται όταν επέλθει κώλυμα που εμποδίζει την πρόοδό τους και, έως την άρση του, η διενέργεια διαδικαστικών πράξεων είναι απαράδεκτη, με την εξαίρεση της εξασφάλισης της αγωγής. Μετά την άρση του κωλύματος (π.χ. θάνατος διαδίκου, ανάγκη ορισμού επιτρόπου, διεξαγωγή αποδεικτικής διαδικασίας κ.λπ.), η διαδικασία μπορεί να κινηθεί εκ νέου και όλες οι ενέργειες που διεξήχθησαν πριν από την αναστολή διατηρούν την ισχύ τους.
Ειδικοί νόμοι ορίζουν άλλες προθεσμίες που είναι συντομότερες από τη συνήθη προθεσμία παραγραφής.
Το σημείο έναρξης της προθεσμίας διενέργειας μιας διαδικαστικής πράξης είναι συνήθως η ημερομηνία κατά την οποία ο διάδικος ενημερώνεται ότι πρέπει να διενεργήσει την εν λόγω πράξη ή, αντίστοιχα, κατά την οποία ενημερώνεται για πράξη του δικαστηρίου κατά της οποίας μπορεί να προσφύγει.
Υπάρχουν επίσης προθεσμίες οι οποίες αρχίζουν να τρέχουν από την έναρξη της δίκης, διότι ο νόμος ορίζει μόνο τον τελικό χρόνο λήξης τους.
Για παράδειγμα:
Η προθεσμία αρχίζει να τρέχει από την κοινοποίηση στον διάδικο. Ο χρόνος κατά τον οποίο η κοινοποίηση στον διάδικο θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε προσηκόντως καθορίζεται διαφορετικά, ανάλογα με τον τρόπο της κοινοποίησης. Το κεφάλαιο VI, με τίτλο «Κοινοποιήσεις και κλήσεις», του κώδικα πολιτικής δικονομίας καθορίζει τους κανόνες επίδοσης κοινοποιήσεων και κλήσεων στους διαδίκους, καθώς και τον χρόνο κατά τον οποίο αυτές θεωρούνται ότι έχουν επιδοθεί προσηκόντως.
Όταν η κοινοποίηση επιδίδεται προσωπικά στον αποδέκτη της ή τον εκπρόσωπό του ή σε άλλο πρόσωπο αντίστοιχα που διαμένει ή εργάζεται στην οικεία διεύθυνση, πρέπει να περιλαμβάνει μνεία της ημερομηνίας κατά την οποία παραλήφθηκε από το οικείο πρόσωπο, είτε επιδόθηκε από δικαστικό επιμελητή είτε επιδόθηκε από ταχυδρομικό υπάλληλο. Από την ημερομηνία αυτή αρχίζουν να τρέχουν οι προθεσμίες διενέργειας της σχετικής διαδικαστικής πράξης.
Οι κοινοποιήσεις μπορούν επίσης να επιδίδονται σε διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που έχει ορίσει ο διάδικος. Θεωρούνται ότι έχουν επιδοθεί από την καταχώρισή τους στο συγκεκριμένο πληροφοριακό σύστημα.
Αν πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις (για παράδειγμα, αν ο διάδικος έχει μεταβάλει τη διεύθυνση που είχε δηλώσει για την υπόθεση χωρίς να ενημερώσει το δικαστήριο), το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την πραγματοποίηση της επίδοσης με επισύναψη της κοινοποίησης στον φάκελο της υπόθεσης, οπότε η προθεσμία αρχίζει να τρέχει από την ημέρα της επισύναψης. Πρόκειται για υποκατάσταση επίδοση, η οποία είναι δυνατή στην περίπτωση μη εκπλήρωσης επιβαλλόμενης δικονομικής υποχρέωσης.
Αν ο εναγόμενος δεν μπορεί να βρεθεί στον τόπο της κατοικίας του και κανείς δεν βρίσκεται εκεί για να παραλάβει την κοινοποίηση, ο επιδίδων πρέπει να θυροκολλήσει σχετική ειδοποίηση ή να επιθέσει τέτοια στο γραμματοκιβώτιο, αναγράφοντας σε αυτή ότι τα έγγραφα βρίσκονται στη γραμματεία του δικαστηρίου και μπορούν να παραληφθούν εντός δύο εβδομάδων από την ημερομηνία της θυροκόλλησης της ειδοποίησης. Στην περίπτωση αυτή, εάν ο εναγόμενος δεν προσέλθει για να τα παραλάβει, η κοινοποίηση και τα συναφή έγγραφα θεωρούνται ότι έχουν επιδοθεί με την παρέλευση της προθεσμίας παραλαβής τους.
Η υποκατάστατη επίδοση στην περίπτωση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι το φυσικό πρόσωπο δεν εκπλήρωσε τη διοικητική υποχρέωσή του να δηλώσει μόνιμη και τρέχουσα διεύθυνση στην οποία μπορεί να εξευρεθεί.
Στην περίπτωση των εμπόρων και των νομικών προσώπων που είναι εγγεγραμμένα σε μητρώο, οι επιδόσεις πραγματοποιούνται στην τελευταία δηλωμένη στο μητρώο διεύθυνση. Αν στη διεύθυνση αυτή δεν υπάρχει γραφείο και δεν βρεθούν σημεία της επιχείρησης, δηλαδή από τα στοιχεία προκύπτει ότι το πρόσωπο έχει αλλάξει διεύθυνση, όλες οι κοινοποιήσεις καταχωρίζονται στον φάκελο της υπόθεσης και θεωρείται ότι έχουν επιδοθεί νομίμως – άρθρο 50 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ .
Αν ο έμπορος βρίσκεται στη διεύθυνση που είναι καταχωρισμένη στο μητρώο αλλά ο επιδίδων δεν έχει πρόσβαση στο γραφείο ή δεν βρίσκει πρόσωπο πρόθυμο να παραλάβει την κοινοποίηση, ο επιδίδων θυροκολλεί σχετική ειδοποίηση και, αν τα έγγραφα δεν παραληφθούν εντός δύο εβδομάδων από τη θυροκόλληση, θεωρείται ότι έχουν επιδοθεί (υποκατάσταση επίδοση).
Η προθεσμία υπολογίζεται κατά έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες. Προθεσμία που μετράται σε ημέρες υπολογίζεται από την επόμενη ημέρα της έναρξης της προθεσμίας και λήγει στο τέλος της τελευταίας ημέρας. Για παράδειγμα, αν υποδειχθεί στον διάδικο να άρει τα ελαττώματα μιας πράξης εντός επτά ημερών και η σχετική κοινοποίηση επιδοθεί την 1η Ιουνίου, αυτή είναι η ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να τρέχει η προθεσμία, ωστόσο ο υπολογισμός ξεκινά την επόμενη ημερολογιακή ημέρα, 2 Ιουνίου, και η προθεσμία θα λήξει στις 8 Ιουνίου.
Οι προθεσμίες προσδιορίζονται σε ημερολογιακές ημέρες. Αν, ωστόσο, η προθεσμία λήγει σε μη εργάσιμη ημέρα (σαββατοκύριακο ή αργία), θεωρείται ότι λήγει την πρώτη εργάσιμη ημέρα που ακολουθεί.
Προθεσμία που προσδιορίζεται σε εβδομάδες λήγει την αντίστοιχη ημέρα της τελευταίας εβδομάδας. Για παράδειγμα, αν υποδειχθεί στον διάδικο να άρει τα ελαττώματα της αγωγής εντός μιας εβδομάδας και η σχετική κοινοποίηση επιδοθεί ημέρα Παρασκευή, η προθεσμία θα λήξει την Παρασκευή της επόμενης εβδομάδας.
Προθεσμία που προσδιορίζεται σε μήνες λήγει την αντίστοιχη ημέρα του τελευταίου μήνα, ενώ αν ο τελευταίος μήνας δεν έχει τέτοια ημερομηνία, η προθεσμία θα λήξει την τελευταία ημέρα του μήνα.
Προθεσμία που προσδιορίζεται σε έτη λήγει την αντίστοιχη ημερομηνία του τελευταίου έτους, ενώ αν ο σχετικός μήνας του τελευταίου έτους δεν έχει τέτοια ημερομηνία, η προθεσμία θα λήξει την τελευταία ημέρα του εν λόγω μήνα.
Βλέπε την απάντηση στην ερώτηση 8.
Αν η τελευταία ημέρα της προθεσμίας δεν είναι εργάσιμη ημέρα, η προθεσμία λήγει πάντοτε την αμέσως επόμενη εργάσιμη ημέρα.
Οι μόνες προθεσμίες που δεν μπορούν να παραταθούν δικαστικά είναι οι προθεσμίες άσκησης έφεσης κατά αποφάσεων και διαταγών, άσκησης αίτησης ακύρωσης απόφασης που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου και άσκησης ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής.
Όλες οι άλλες νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες μπορούν να παραταθούν δικαστικά, κατόπιν αίτησης του οικείου διαδίκου που υποβάλλεται πριν από τη λήξη της προθεσμίας και εφόσον υπάρχουν εύλογοι λόγοι (άρθρο 63 του ΚΠολΔ). Η νέα προθεσμία δεν μπορεί να είναι συντομότερη από την αρχική. Η παραταθείσα προθεσμία τρέχει από τη λήξη της αρχικής προθεσμίας. Η απόφαση με την οποία παρατείνεται η προθεσμία (όπως και η απόφαση με την οποία απορρίπτεται σχετικό αίτημα) δεν κοινοποιείται στον διάδικο, ο οποίος, συνεπώς, θα πρέπει να παρακολουθεί ενεργά τις αποφάσεις που εκδίδει το δικαστήριο.
Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας ορίζει τους γενικούς κανόνες άσκησης έφεσης κατά αποφάσεων και διαταγών σε όλες τις αστικές και εμπορικές υποθέσεις τάσσοντας:
Οι εξαιρέσεις των εν λόγω γενικών κανόνων ορίζονται περιοριστικά στον νόμο και βασίζονται στα ειδικά χαρακτηριστικά της οικείας διαδικασίας. Τέτοιες εξαιρέσεις ορίζονται για:
Δεν προβλέπεται δυνατότητα του δικαστηρίου να συντμήσει τις προθεσμίες που καθορίζει το ίδιο ή ο νόμος, παρά μόνο δυνατότητά του να παρατείνει προθεσμίες έπειτα από αίτημα των διαδίκων. Οι μόνες προθεσμίες που δεν μπορούν να παραταθούν δικαστικά είναι οι προθεσμίες άσκησης έφεσης κατά αποφάσεων και διαταγών, άσκησης αίτησης ακύρωσης απόφασης που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου και άσκησης ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής.
Ωστόσο, το δικαστήριο δεν εμποδίζεται να μεταβάλει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήματος ενός από τους διαδίκους, την ημερομηνία συζήτησης, προγραμματίζοντάς την νωρίτερα ή αργότερα, εφόσον το επιτάσσουν σημαντικές συγκυρίες. Στις εν λόγω περιπτώσεις, ωστόσο, το δικαστήριο πρέπει να γνωστοποιήσει στους διαδίκους τη νέα ημερομηνία και η σχετική ειδοποίηση πρέπει να επιδοθεί το αργότερο μία εβδομάδα πριν από την ημερομηνία της συζήτησης.
Οι δικονομικοί κανόνες του κώδικα πολιτικής δικονομίας, περιλαμβανομένων όσων αφορούν την παράταση της προθεσμίας, ισχύουν για όλους τους μετέχοντες στη διαδικασία, ανεξάρτητα από τον τόπο κατοικίας τους.
Γενικός κανόνας είναι ότι οι διαδικαστικές πράξεις που διενεργούνται μετά τη λήξη της προθεσμίας δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο. Πέραν του εν λόγω κανόνα, ο ΚΠολΔ ρητά ορίζει ότι αν τα ελαττώματα της αγωγής δεν θεραπευθούν εγκαίρως, η αγωγή επιστρέφεται αν έφεση, αίτηση ακύρωσης ή ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής κατατεθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας, επιστρέφεται ως εκπρόθεσμη αν διάδικος δεν καταθέσει εγκαίρως τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του, αυτά δεν θα γίνουν δεκτά στη δίκη, εκτός αν η παράλειψη οφείλεται σε ειδικές απρόβλεπτες περιστάσεις. Η μη τήρηση δικονομικής προθεσμίας επιφέρει απώλεια του δικαιώματος το οποίο αφορά η εν λόγω δικονομική προθεσμία.
Ο διάδικος που δεν έχει τηρήσει τη νόμιμη ή δικαστική προθεσμία μπορεί να ζητήσει την επαναφορά της αν αποδείξει ότι η μη τήρηση της προθεσμίας οφειλόταν σε ειδικές, απρόβλεπτες περιστάσεις τις οποίες δεν ήταν σε θέση να υπερκεράσει. Επαναφορά δεν επιτρέπεται αν μπορούσε να παραταθεί η προθεσμία για τη διενέργεια της διαδικαστικής πράξης.
Η αίτηση επαναφοράς της προθεσμίας πρέπει να κατατεθεί εντός μίας εβδομάδας από την κοινοποίηση της μη τήρησης της προθεσμίας και να περιλαμβάνει αναφορά όλων των περιστάσεων που τη δικαιολογούν, καθώς και όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν τη βασιμότητά της. Η αίτηση πρέπει να κατατεθεί ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο έπρεπε να έχει διενεργηθεί η οικεία διαδικαστική πράξη. Μαζί με την αίτηση επαναφοράς της προθεσμίας κατατίθενται τα έγγραφα για τα οποία ζητείται η επαναφορά της προθεσμίας και, αν η προθεσμία αφορά την πληρωμή εξόδων, το δικαστήριο τάσσει νέα προθεσμία πληρωμής τους.
Η αίτηση εξετάζεται υποχρεωτικά σε δημόσια συνεδρίαση. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, τα απολεσθέντα δικαιώματα αποκαθίστανται.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.