

Βρείτε πληροφορίες ανά περιφέρεια
Στη Δημοκρατία της Κροατίας, οι προθεσμίες που εφαρμόζονται στις αστικές διαδικασίες διέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 111-114 του νόμου περί πολιτικής δικονομίας (Zakon o parničnom postupku — στο εξής: «ZPP») [Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Δημοκρατίας της Κροατίας (Narodne Novine), αριθ. 53/91, 91/92, 112/99, 129/00, 88/01, 117/03, 88/05, 2/07, 84/08, 96/08, 123/08, 57/11, 25/13, 89/14 και 70/19].
Ως προθεσμία νοείται ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο πρέπει να διενεργηθεί μια δικονομική πράξη ή το οποίο πρέπει να παρέλθει προκειμένου να μπορεί να διενεργηθεί μια δικονομική πράξη.
Το κροατικό δικονομικό δίκαιο γνωρίζει διάφορα είδη προθεσμιών:
Στη Δημοκρατία της Κροατίας, ο κατάλογος των αργιών καθορίζεται από τον νόμο για τις επίσημες αργίες, τις ημέρες μνήμης και τις μη εργάσιμες ημέρες στη Δημοκρατία της Κροατίας (Zakon o blagdanima, spomendanima i neradnim danima u Republici Hrvatskoj) (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Δημοκρατίας της Κροατίας, αριθ. 110/19).
Οι επίσημες αργίες στη Δημοκρατία της Κροατίας είναι οι εξής:
Στη Δημοκρατία της Κροατίας, οι επίσημες αργίες αποτελούν μη εργάσιμες ημέρες.
Οι προθεσμίες υπολογίζονται σε ημέρες, μήνες και έτη.
Οι κανόνες για τον υπολογισμό των προθεσμιών εφαρμόζονται για όλες τις προθεσμίες. Οι προθεσμίες υπολογίζονται σε πλήρεις ημέρες, από τα μεσάνυχτα έως τα επόμενα μεσάνυχτα (computatio civilis, a die ad diem), και όχι από χρονική στιγμή σε χρονική στιγμή, με υπολογισμό των ωρών και των λεπτών (computatio naturalis, a momento ad momentum). Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τους γενικούς κανόνες, βλ. την απάντηση στο σημείο 1.
Η ημερομηνία έναρξης της προθεσμίας είναι η ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας ή η ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα το γεγονός (π.χ. η επίδοση, η αναγγελία) που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας. Η ημερομηνία έναρξης δεν περιλαμβάνεται στις προθεσμίες που προσδιορίζονται σε ημέρες. Η προθεσμία αρχίζει την επόμενη ημέρα.
Σύμφωνα με τον γενικό κανόνα, οι επιδόσεις ή κοινοποιήσεις πρέπει να πραγματοποιούνται σε εργάσιμη ημέρα, από τις επτά το πρωί έως τις οκτώ το βράδυ, στην κατοικία ή στον χώρο εργασίας του προσώπου προς το οποίο απευθύνονται ή στο δικαστήριο, αν το εν λόγω πρόσωπο βρίσκεται εκεί. Η εξαίρεση από τον ως άνω κανόνα ότι οι επιδόσεις ή κοινοποιήσεις πρέπει να πραγματοποιούνται σε εργάσιμη ημέρα και από τις επτά το πρωί έως τις οκτώ το βράδυ δεν εφαρμόζεται ως προς τις επιδόσεις ή κοινοποιήσεις μέσω ταχυδρομείου ή συμβολαιογράφου.
Επίδοση ή κοινοποίηση μπορεί να πραγματοποιηθεί σε άλλο τόπο και χρόνο με τη συγκατάθεση του προσώπου προς το οποίο πρόκειται να πραγματοποιηθεί.
Το δικαστήριο, αν το κρίνει απαραίτητο, μπορεί να διατάξει την πραγματοποίηση επίδοσης ή κοινοποίησης σε οποιονδήποτε άλλο τόπο ή σε οποιονδήποτε άλλο χρόνο. Σε περίπτωση τέτοιας επίδοσης ή κοινοποίησης, πρέπει να κοινοποιείται στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται η επίδοση ή κοινοποίηση αντίγραφο της δικαστικής απόφασης με την οποία διατάχθηκε η επίδοση ή κοινοποίηση. Η εν λόγω απόφαση δεν χρειάζεται να περιλαμβάνει αιτιολογία.
Όταν μια προθεσμία έχει προσδιοριστεί σε ημέρες, η ημέρα κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η επίδοση ή κοινοποίηση ή η ημέρα κατά την οποία έλαβε χώρα το γεγονός που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας δεν συμπεριλαμβάνεται στην εν λόγω προθεσμία. Αντιθέτως, η προθεσμία αρχίζει την επόμενη ημέρα.
Για παράδειγμα, σε περίπτωση που το γεγονός που αποτελεί την αφετηρία προθεσμίας 15 ημερών έλαβε χώρα στις 5 Φεβρουαρίου, η προθεσμία των 15 ημερών λήγει τα μεσάνυχτα της 20ής Φεβρουαρίου.
Δηλαδή, ο υπολογισμός της προθεσμίας δεν αρχίζει την ημέρα που έλαβε χώρα το κρίσιμο γεγονός (dies a quo), αλλά την επόμενη ημέρα.
Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται σε ημέρες, ο προσδιοριζόμενος αριθμός ημερών αναφέρεται σε ημερολογιακές ημέρες. Ωστόσο, αν η τελευταία ημέρα της προθεσμίας συμπίπτει με αργία, Κυριακή ή άλλη ημέρα κατά την οποία το δικαστήριο δεν λειτουργεί, η προθεσμία λήγει με την πάροδο της πρώτης εργάσιμης ημέρας που ακολουθεί.
Οι προθεσμίες που προσδιορίζονται σε μήνες ή έτη λήγουν με την πάροδο της ημέρας του τελευταίου μήνα ή έτους που αντιστοιχεί στην ημέρα έναρξης της προθεσμίας.
Αν δεν υπάρχει αντίστοιχη ημέρα στον τελευταίο μήνα, η προθεσμία λήγει την τελευταία ημέρα του εν λόγω μήνα.
Βλέπε σημείο 8.
Ναι.
Προθεσμία που έχει οριστεί από δικαστήριο μπορεί να παραταθεί μόνο μία φορά, κατόπιν αίτησης του ενδιαφερομένου και εφόσον υπάρχει εύλογη αιτία.
Η σχετική αίτηση πρέπει να υποβληθεί πριν από την εκπνοή της προθεσμίας της οποίας ζητείται παράταση.
Η απόφαση σχετικά με την παράταση προθεσμίας δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα.
Το διάστημα της παράτασης της προθεσμίας αρχίζει την ημέρα που ακολουθεί την εκπνοή της προθεσμίας της οποίας ζητήθηκε η παράταση.
Οι διάδικοι μπορούν να ασκήσουν έφεση κατά πρωτοβάθμιας απόφασης εντός δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία τους επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε αντίγραφο της απόφασης, εκτός αν ο νόμος προβλέπει άλλη προθεσμία. Στις διαφορές από επιταγή ή συναλλαγματική η προθεσμία αυτή είναι οκτώ ημερών.
Οι εν λόγω προθεσμίες για την άσκηση έφεσης αναστέλλονται κατά το διάστημα από την 1η έως τη 15η Αυγούστου.
Προθεσμία που έχει οριστεί από δικαστήριο μπορεί να παραταθεί μόνο μία φορά, κατόπιν αίτησης του ενδιαφερομένου και εφόσον υπάρχει εύλογη αιτία.
Το κροατικό δικονομικό δίκαιο δεν προβλέπει παράταση της προθεσμίας σε συνάρτηση με τον τόπο διαμονής των διαδίκων.
Οι συνέπειες εξαρτώνται από τη νομική φύση της εκάστοτε προθεσμίας. Στην περίπτωση των νόμιμων προθεσμιών, οι οποίες δεν δύνανται να παραταθούν, αν ο διάδικος δεν προβεί στην οικεία δικονομική πράξη εντός της τασσόμενης προθεσμίας, η μη τήρηση της προθεσμίας συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος μεταγενέστερης διενέργειας της εν λόγω δικονομικής πράξης.
Αντιθέτως, υπάρχουν προθεσμίες των οποίων η μη τήρηση δεν συνεπάγεται απώλεια του δικαιώματος μεταγενέστερης διενέργειας της σχετικής πράξης, οι δε προθεσμίες αυτές καλούνται «ενδεικτικές».
Αν διάδικος ερημοδικήσει ή δεν τηρήσει προθεσμία για τη διενέργεια δικονομικής πράξης και, για τον λόγο αυτόν, απολέσει το δικαίωμα διενέργειας της εν λόγω πράξης, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει στον εν λόγω διάδικο, κατόπιν αίτησής του, να προβεί στην οικεία πράξη σε μεταγενέστερο χρόνο (επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση), αν κρίνει ότι υπάρχει εύλογη αιτία για την παράλειψη του διαδίκου.
Η αίτηση πρέπει να υποβληθεί εντός προθεσμίας οκτώ ημερών από την ημέρα κατά την οποία έπαψε να υφίσταται ο λόγος στον οποίο οφειλόταν η παράλειψη. Αν ο διάδικος έλαβε γνώση της παράλειψης σε μεταγενέστερο χρόνο, η ανωτέρω προθεσμία αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία αυτός έλαβε γνώση της παράλειψης. Μετά την παρέλευση δύο μηνών από την ημερομηνία της παράλειψης, δεν μπορεί πλέον να υποβληθεί αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.