

Βρείτε πληροφορίες ανά περιφέρεια
Τα κυριότερα είδη προθεσμιών είναι τα εξής:
Προθεσμία απάντησης σε αγωγή – Από τη στιγμή που ο εναγόμενος παραλάβει το δικόγραφο της αγωγής ή τα συνοδευτικά του έγγραφα, αν επιδοθούν ξεχωριστά, έχει στη διάθεσή του 14 ημέρες είτε για να απαντήσει στην αγωγή είτε για να καταθέσει αποδεικτικό επίδοσης. Από τη στιγμή που ο εναγόμενος καταθέσει αποδεικτικό επίδοσης, έχει στη διάθεσή του επιπλέον 14 ημέρες για να προετοιμάσει την αντίκρουσή του. Αυτό σημαίνει ότι ο εναγόμενος μπορεί να έχει στη διάθεσή του έως 28 ημέρες για να απαντήσει στην αγωγή, αλλά αν καταθέσει το αποδεικτικό επίδοσης την επομένη της παραλαβής των συνοδευτικών εγγράφων της αγωγής, ο εναγόμενος έχει μόνο 15 ημέρες στη διάθεσή του για να υποβάλει την αντίκρουσή του.
Προθεσμία εκτέλεσης απόφασης – Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 4 του νόμου περί παραγραφής του 1960 (Limitation Act 1960), αξίωση που απορρέει από δικαστική απόφαση παραγράφεται δώδεκα έτη μετά την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση κατέστη εκτελεστή.
Προθεσμίες παραγραφής – Η συνήθης προθεσμία παραγραφής είναι εξαετής, στην κατηγορία δε αυτή ανήκουν:
Οι προθεσμίες παραγραφής ποικίλλουν για άλλα είδη υποθέσεων. Για παράδειγμα:
Τα σημεία 2.8 έως 2.10 των κανόνων πολιτικής δικονομίας (Civil Procedure Rules) αφορούν την εφαρμογή και την ερμηνεία των κανόνων όσον αφορά τον υπολογισμό των προθεσμιών.
Στο Γιβραλτάρ πέραν του Σαββάτου και της Κυριακής, επίσημες αργίες αποτελούν και οι εξής ημέρες:
Όταν τα Χριστούγεννα, η επομένη των Χριστουγέννων, η Πρωτοχρονιά ή η εθνική εορτή πέφτουν σαββατοκύριακο, η επόμενη εργάσιμη ημέρα καθίσταται επίσημη αργία. Για παράδειγμα, αν η 25η και η 26η Δεκεμβρίου πέσουν Σάββατο και Κυριακή αντίστοιχα, η επόμενη Δευτέρα και η επόμενη Τρίτη θα είναι αργίες. Επιπλέον, τα δικαστήρια μπορούν επίσης να παραμένουν κλειστά την περίοδο μεταξύ των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.
Ο νόμος περί παραγραφής του 1960 (Limitation Act 1960) – Προβλέπει διάφορες προθεσμίες για την έναρξη της διαδικασίας και ορίζει άλλες προθεσμίες εντός των οποίων, π.χ., πρέπει να εκτελεστεί μια απόφαση ή να πραγματοποιηθούν άλλες ενέργειες από τους διαδίκους. Περισσότερες πληροφορίες παρέχονται στην απάντηση της παραπάνω ερώτησης 1.
Οι κανόνες πολιτικής δικονομίας (Civil Procedure Rules) – Πρόκειται για τους δικονομικούς κανόνες που εφαρμόζουν τα πολιτικά δικαστήρια στην Αγγλία και στην Ουαλία (οι οποίοι εφαρμόζονται και στο Γιβραλτάρ) και οι οποίοι προβλέπουν προθεσμίες για διάφορες αξιώσεις.
Η εναρκτήρια ημερομηνία από την οποία αρχίζει να υπολογίζεται η προθεσμία είναι συνήθως η ημερομηνία του οικείου συμβάντος. Για παράδειγμα, ημέρα έναρξης της 14ήμερης προθεσμίας για την αντίκρουση αγωγής είναι η ημέρα παραλαβής του δικογράφου της αγωγής ή των συνοδευτικών του εγγράφων, αν επιδόθηκαν ξεχωριστά (με την επιφύλαξη των κανόνων περί τεκμαιρόμενης επίδοσης – βλ. παρακάτω). Επιπλέον, ημέρα έναρξης της 12ετούς προθεσμίας για την εκτέλεση απόφασης είναι η ημέρα κατά την οποία η απόφαση κατέστη εκτελεστή.
Η συνήθης μέθοδος επίδοσης που χρησιμοποιείται στο Γιβραλτάρ για τη διαβίβαση εγγράφων είναι η προσωπική επίδοση. Για τις περιπτώσεις που η επίδοση πραγματοποιείται ταχυδρομικώς, το άρθρο 8 του νόμου περί ερμηνείας και γενικών ρητρών (Interpretation and General Clauses Act) ορίζει ότι η επίδοση τεκμαίρεται ότι έχει πραγματοποιηθεί «κατά τον χρόνο κατά τον οποίο συνήθως παραδίδονται οι επιστολές μέσω του ταχυδρομείου.»
Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις ημερομηνίες τεκμαιρόμενης επίδοσης για άλλες μορφές μη προσωπικής επίδοσης, π.χ. ανταλλαγής εγγράφων, παράδοσης του εγγράφου ή απόθεσής του στην αποδεκτή διεύθυνση, φαξ ή άλλα ηλεκτρονικά μέσα, περιλαμβάνονται στο μέρος 6 των κανόνων πολιτικής δικονομίας (Part 6 of the Civil Procedure Rules).
Όταν έγγραφο επιδίδεται προσωπικά, θεωρείται ότι επιδόθηκε την επόμενη εργάσιμη ημέρα αν επιδόθηκε μετά τις 17:00 σε εργάσιμη ημέρα ή αν επιδόθηκε οποιαδήποτε ώρα Σάββατο, Κυριακή ή σε επίσημη αργία.
Όταν η προθεσμία εκφράζεται ως αριθμός ημερών, αυτές λογίζονται ως ολόκληρες ημέρες. Στον υπολογισμό των «ολόκληρων ημερών» δεν συνυπολογίζονται η ημέρα έναρξης της προθεσμίας και, αν η λήξη της προθεσμίας προσδιορίζεται με βάση ορισμένο γεγονός, η ημέρα κατά την οποία επέρχεται το γεγονός. Παραδείγματα σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού των εν λόγω ημερών περιλαμβάνονται στο μέρος 2 των κανόνων πολιτικής δικονομίας (Part 2 of the Civil Procedure Rules).
Όταν το δικαστήριο εκδίδει απόφαση, διάταξη ή εντολή που τάσσει προθεσμία για την εκτέλεση μιας πράξης, η τελευταία ημερομηνία συμμόρφωσης πρέπει, όποτε είναι εφικτό, να εκφράζεται ως ημερολογιακή ημέρα και να περιλαμβάνει την ώρα κατά την οποία θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί η πράξη. Όταν η ημερομηνία κατά την οποία θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί η πράξη αναγράφεται σε έγγραφο, η ημερομηνία αυτή πρέπει, όποτε είναι εφικτό, να εκφράζεται ως ημερολογιακή ημέρα.
Για παράδειγμα, αν σε ένα πρόσωπο επιδοθεί κάποιο έγγραφο στις 4 Απριλίου και το εν λόγω πρόσωπο καλείται να απαντήσει εντός 14 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης του εγγράφου, θα πρέπει να απαντήσει πριν από τις 18 Απριλίου.
Ωστόσο, αν η τασσόμενη προθεσμία είναι μικρότερη από 5 ημέρες, τα Σάββατα, οι Κυριακές και οι επίσημες αργίες δεν υπολογίζονται.
Όταν σε δικαστική απόφαση, διάταξη, εντολή ή οποιοδήποτε άλλο έγγραφο γίνεται αναφορά σε «μήνα», νοείται ημερολογιακός μήνας.
Όταν προθεσμία εκφράζεται σε έτη, αν και δεν υπάρχει ρητός σχετικός κανόνας, πρέπει να εφαρμόζεται αναλογικά το μέρος 2.10 των κανόνων πολιτικής δικονομίας. Ως εκ τούτου, αν σε δικαστική απόφαση, διάταξη, εντολή ή άλλο έγγραφο γίνεται αναφορά σε «έτος», νοείται ημερολογιακό έτος.
Αν η λήξη της προθεσμίας προσδιορίζεται με βάση ορισμένο γεγονός, δεν συμπεριλαμβάνεται η ημέρα κατά την οποία επέρχεται αυτό το γεγονός. Βλ. επίσης την απάντηση στην ερώτηση 6 παραπάνω.
Όταν προθεσμία που καθορίζεται από τους κανόνες πολιτικής δικονομίας, από πρακτικές οδηγίες, από δικαστική απόφαση ή από δικαστική διάταξη για την εκτέλεση πράξης στη γραμματεία του δικαστηρίου λήγει σε ημέρα κατά την οποία η εν λόγω γραμματεία είναι κλειστή, η πράξη θεωρείται ότι εκτελέστηκε εμπρόθεσμα αν εκτελεστεί την επόμενη ημέρα κατά την οποία η γραμματεία είναι ανοικτή. Αυτός ο κανόνας εφαρμόζεται κάθε φορά που προβλέπεται χρόνος λήξης της προθεσμίας.
Όταν το δικόγραφο της αγωγής επιδίδεται εκτός των ορίων δικαιοδοσίας, εφαρμόζονται ειδικοί κανόνες. Για παράδειγμα, αν η επίδοση γίνεται σε κράτος μέλος της ΕΕ ή σε συμβαλλόμενο κράτος της σύμβασης της Χάγης του 1965 σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδικαστικών πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, η προθεσμία για την κατάθεση αποδεικτικού επίδοσης είναι 21 ημέρες μετά την ημερομηνία επίδοσης του δικογράφου της αγωγής ή των συνοδευτικών του εγγράφων. Η προθεσμία κατάθεσης αντίκρουσης της αγωγής είναι 21 ημέρες μετά την ημερομηνία επίδοσης των συνοδευτικών εγγράφων της αγωγής ή, αν ο εναγόμενος καταθέσει αποδεικτικό επίδοσης, 35 ημέρες μετά την επίδοση των συνοδευτικών εγγράφων της αγωγής. Αν η επίδοση πραγματοποιείται σε οποιοδήποτε άλλο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους της σύμβασης της Χάγης του 1965, η προθεσμία για την κατάθεση αποδεικτικού επίδοσης είναι 31 ημέρες μετά την ημερομηνία επίδοσης του δικογράφου της αγωγής ή των συνοδευτικών του εγγράφων. Η προθεσμία κατάθεσης αντίκρουσης της αγωγής είναι 31 ημέρες μετά την ημερομηνία επίδοσης των συνοδευτικών εγγράφων της αγωγής ή, αν ο εναγόμενος καταθέσει αποδεικτικό επίδοσης, 45 ημέρες μετά την επίδοση των συνοδευτικών εγγράφων της αγωγής. Περισσότερες λεπτομέρειες περιλαμβάνονται στο μέρος 6 των κανόνων πολιτικής δικονομίας (Part 6 of the Civil Procedure Rules).
Όταν η επίδοση πραγματοποιείται σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, η προθεσμία κατάθεσης του αποδεικτικού επίδοσης ή η προθεσμία κατάθεσης αντίκρουσης της αγωγής είναι ο αριθμός ημερών που αναγράφεται στον πίνακα που περιλαμβάνεται στις πρακτικές οδηγίες (Practice Direction) 6Β των κανόνων πολιτικής δικονομίας μετά την επίδοση των συνοδευτικών εγγράφων της αγωγής ή, σε περίπτωση που ο εναγόμενος έχει καταθέσει αποδεικτικό επίδοσης, ο αριθμός ημερών που αναγράφεται στον εν λόγω πίνακα συν επιπλέον 14 ημέρες μετά την επίδοση των συνοδευτικών εγγράφων της αγωγής.
Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης κατά απόφασης είναι 14 ημέρες. Η προθεσμία για την κατάθεση αίτησης για την επανεξέταση από δικαστή της απόφασης οργάνου, εφόσον ο νόμος προβλέπει δικαίωμα για την κατάθεση τέτοιας αίτησης, είναι τρεις μήνες, εκτός αν ο οικείος νόμος ορίζει διαφορετικά (αν και οι εν λόγω αιτήσεις δικαστικής επανεξέτασης πρέπει σε κάθε περίπτωση να κατατίθενται αμελλητί).
Αν ο ενάγων θεωρεί ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, δύναται να ζητήσει από το δικαστήριο να εξετάσει μια αίτηση επειγόντως και χωρίς να επιδοθεί κανένα έγγραφο στον εναγόμενο, δηλ. «ex parte» ή «χωρίς κοινοποίηση». Αν ο δικαστής εκδώσει διαταγή «ex parte» ή «χωρίς κοινοποίηση», ο ενάγων θα λάβει νέα ημερομηνία κατά την οποία πρέπει να εμφανιστεί εκ νέου στο δικαστήριο. Ο εναγόμενος θα έχει το δικαίωμα να είναι παρών κατά την εν λόγω νέα ημερομηνία, ώστε ο δικαστής να μπορέσει να ακούσει αμφότερους τους διαδίκους προτού αποφασίσει την τυχόν έκδοση νέας διαταγής.
Περαιτέρω δυνατότητες παράτασης προθεσμιών προβλέπονται στον νόμο περί παραγραφής του 1960. Για παράδειγμα, μπορεί να παραταθεί η προθεσμία παραγραφής αν ο ενάγων είναι ανίκανος (άρθρο 28 του νόμου περί παραγραφής).
Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στους κανόνες πολιτικής δικονομίας ή σε πρακτικές οδηγίες και εφόσον το δικαστήριο δεν ορίσει διαφορετικά, η προθεσμία που ορίζεται από τους κανόνες ή το δικαστήριο για την εκτέλεση κάποιας πράξης μπορεί να τροποποιηθεί με έγγραφη συμφωνία των διαδίκων. Επιπροσθέτως, οι δικαστές έχουν εκτεταμένες εξουσίες διαχείρισης των υποθέσεων ώστε να τροποποιούν τις προθεσμίες.
Όχι. Διάδικος δεν έχανε αυτό το ευεργέτημα.
Αν ο εναγόμενος δεν αντικρούσει ή αποδεχθεί την αγωγή εντός της τασσόμενης προθεσμίας, ο ενάγων μπορεί να υποβάλει αίτημα ή αίτηση για την έκδοση απόφασης ερήμην. Ωστόσο, ο εναγόμενος μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο αίτηση εξαφάνισης της απόφασης.
Επιπλέον, μπορούν να επιβληθούν άλλες κυρώσεις στο πλαίσιο της διαχείρισης της υπόθεσης. Για παράδειγμα, όταν διάδικος καλείται να υποβάλει κάτι, π.χ. μια έκθεση πραγματογνωμοσύνης, εντός συγκεκριμένης προθεσμίας και δεν το πράξει, το δικαστήριο δύναται να κηρύξει την έκθεση απαράδεκτη.
Το δικαστήριο μπορεί επίσης να επιβάλει κυρώσεις, π.χ. για απείθεια προς το δικαστήριο.
Οι διάδικοι που δεν τήρησαν τις προθεσμίες μπορούν να απευθυνθούν στο δικαστήριο και να του ζητήσουν παράταση των προθεσμιών. Αν η λήξη της προθεσμίας είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση ερήμην απόφασης, μπορούν να ασκήσουν έφεση ή να ζητήσουν την εξαφάνιση της απόφασης.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.