

Βρείτε πληροφορίες ανά περιφέρεια
Προθεσμίες είναι τα χρονικά διαστήματα μέσα στα οποία πρέπει να επιχειρηθεί μια πράξη, ή το οποίο πρέπει να παρέλθει προκειμένου να λάβει χώρα συζήτηση της υποθέσεως ή να επιχειρηθεί μια πράξη. Με την θέσπιση προθεσμιών επιδιώκεται η ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης και η διασφάλιση του δικαιώματος ακροάσεως. Δικονομικές προθεσμίες είναι αυτές που με την τήρηση ή παραμέλησή τους συνδέονται δικονομικές συνέπειες. Διακρίνονται σε δύο κύριες κατηγορίες: 1) προθεσμίες ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ είναι αυτές εντός των οποίων πρέπει να ενεργηθεί η διαδικαστική πράξη, όπως για παράδειγμα η προθεσμία που τάσσει ο νόμος για την άσκηση της έφεσης (βλ. άρθρο 318 § 1 του ΚΠολΔ) και 2) προθεσμίες ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΕΣ είναι αυτές που η διαδικαστική πράξη πρέπει να ενεργηθεί μετά την πάροδό τους. Οι προθεσμίες αυτές είναι συνήθως προς όφελος του αμυνόμενου διάδικου, καθόσον του παρέχεται χρόνος προκειμένου να προετοιμασθεί, όπως για παράδειγμα η προθεσμία κλητεύσεως του εναγόμενου (βλ. άρθρο 228 του ΚΠολΔ). Η διάκριση αυτή έχει σημασία διότι οι μεν προθεσμίες ενέργειας μπορούν να παραταθούν με συμφωνία των διαδίκων ενώ οι προπαρασκευαστικές δεν παρατείνονται. Οι προθεσμίες ενέργειας λήγουν την επόμενη εργάσιμη ημέρα, αν η ημέρα λήξης τους συμπίπτει με εξαιρετέα κατά τον νόμο ημέρα, ενώ οι προπαρασκευαστικές λήγουν την ημέρα λήξης τους, ανεξάρτητα από το αν η ημέρα αυτή είναι αργία ή εξαιρετέα. Ενδεικτικά, σημαντικές δικονομικές προθεσμίες στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ) είναι οι ακόλουθες:
Δικονομικές προθεσμίες ορίζονται ειδικότερα από τον ΚΠολΔ και σε άλλες διαδικασίες, όπως για παράδειγμα αυτές που αφορούν τις γαμικές διαφορές (διαζύγιο, ακύρωση γάμου, κλπ), έκδοση διαταγής πληρωμής και ανακοπής κατά αυτής (βλ. άρθρο 632 ΚΠολΔ), μισθωτικές διαφορές, εργατικές διαφορές, ασφαλιστικά μέτρα, αναγκαστική εκτέλεση και ανακοπής κατά αυτής.
Οι αργίες στην Ελλάδα καθορίζονται από τον Ν. 1157/1981, χωρίς η απαρίθμησή τους να είναι εξαντλητική. Κριτήριο για την ύπαρξη αργίας είναι η μη διεξαγωγή συναλλαγών εν γένει, επομένως αργίες για συγκεκριμένα επαγγέλματα ή υπηρεσίες είναι αδιάφορες. Μπορεί να είναι εθνικού, θρησκευτικού ή άλλου περιεχομένου, ακόμα και τοπικού ή μη μόνιμου χαρακτήρα. Εξαιρετέες ημέρες είναι οι αργίες των δημοσίων υπηρεσιών. Ως ημέρες αργίας θεωρούνται οι: 25η Μαρτίου (εθνική εορτή), 28η Οκτωβρίου (εθνική εορτή), η πρώτη του έτους, τα Θεοφάνια (6 Ιανουαρίου), η Μεγάλη Παρασκευή, το Μεγάλο Σάββατο, η 1η Μαΐου, η 15η Αυγούστου, η πρώτη και η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων, η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων, η Δευτέρα της Πεντηκοστής, η Καθαρά Δευτέρα, η Δευτέρα του Πάσχα και όλες οι Κυριακές.
Τα άρθρα 144- 151 του ΚΠολΔ αναφέρονται στις δικονομικές προθεσμίες. Με κριτήριο την πηγή που καθορίζει την διάρκειά τους, οι προθεσμίες διακρίνονται σε νόμιμες (αυτές που προσδιορίζονται από τον νόμο, όπως για παράδειγμα οι προθεσμίες άσκησης των ένδικων μέσων), δικαστικές (εκείνες που προσδιορίζονται από το δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση, όπως για παράδειγμα η προθεσμία για την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων –βλ. άρθρο 245 του ΚΠολΔ), αναβλητικές (εκείνες που επιφέρουν την αναβολή της συζήτησης ως κύρωση για την μη τήρησή τους) και ανατρεπτικές (εκείνες που επιφέρουν έκπτωση από το δικαίωμα ως κύρωση για την μη τήρησή τους). Για την έναρξη και την λήξη των προθεσμιών θα γίνει λόγος κατωτέρω. Οι προθεσμίες διακόπτονται εάν κατά την διάρκεια μιας προθεσμίας, κάποιος διάδικος αποβιώσει. Αν η προθεσμία που διακόπηκε έχει αρχίσει από την επίδοση εγγράφου, η νέα προθεσμία αρχίζει με την νέα επίδοση σε αυτούς που κατά τον νόμο διαδέχθηκαν εκείνον που πέθανε. Αν έχει αρχίσει από κάποιο άλλο γεγονός, η νέα προθεσμία αρχίζει με την επίδοση σχετικής δήλωσης στα παραπάνω πρόσωπα. Η διακοπή της δίκης που επέρχεται κατά την διάρκεια κάποιας προθεσμίας, διακόπτει την προθεσμία και η νέα προθεσμία αρχίζει με την επανάληψη της δίκης. Το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου, δεν υπολογίζεται για τις προθεσμίες ενέργειας που αναφέρονται στο άρθρο 147 § 7 του ΚΠολΔ. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται οι προθεσμίες των ένδικων μέσων και των ανακοπών.
Ο νόμος επιτρέπει την παράταση προθεσμίας, όχι όμως μόνο με συμφωνία των διαδίκων, αλλά και με συναίνεση του δικαστή. Σε παράταση υπόκεινται τόσο οι νόμιμες, όσο και οι δικαστικές προθεσμίες, με τον περιορισμό όμως ότι δεν θίγονται δικαιώματα τρίτων. Ο δικαστής δεν δεσμεύεται από το περιεχόμενο της αιτήσεως για παράταση της συμφωνίας και έχει την δυνατότητα να την κάνει εν μέρει δεκτή, ή να την απορρίψει, σταθμίζοντας κάθε φορά τις περιστάσεις. Πρέπει δηλαδή οι διάδικοι να επικαλούνται και να προβάλλουν λόγους που δικαιολογούν την παράταση. Τέλος, επιτρέπεται σύντμηση προθεσμίας με δικαστική απόφαση, κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων. Σε σύντμηση υπόκεινται όλες οι νόμιμες προθεσμίες, με εξαίρεση αυτές των ενδίκων μέσων.
Η προθεσμία αρχίζει την επόμενη ημέρα εκείνης κατά την οποία συνέβη το γεγονός που αποτελεί την αφετηρία της (a momento ad momentum).
Στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας δεν προβλέπεται παράταση ή σύντμηση της προθεσμίας σε περίπτωση μεταδόσεως ή αποστολής εγγράφων μέσω ταχυδρομείου, ή άλλου τύπου μεταφορικής υπηρεσίας.
Συναρίθμηση της ημέρας κατά την οποία λαμβάνει χώρα το αφετήριο γεγονός επιτρέπεται μόνο όταν προβλέπεται ρητά στον νόμο, την δικαστική απόφαση ή την σύμβαση. Τέτοια περίπτωση δεν αποτελεί η πρόβλεψη ότι ορισμένη προθεσμία αρχίζει με την επίδοση. Έτσι οι σημαντικές προθεσμίες ασκήσεως των ενδίκων μέσων της έφεσης, αναίρεσης ή της ανακοπής αρχίζουν από την επόμενη ημέρα της επιδόσεως ή της δημοσιεύσεως της αποφάσεως. Πάντως, όταν ορίζεται ότι η προθεσμία αρχίζει από ορισμένη ημέρα, αυτή συνυπολογίζεται. Όταν εναρκτήριο γεγονός αποτελεί η επίδοση, τυχόν γνώση του περιεχομένου του προς επίδοση εγγράφου με άλλον τρόπο είναι αδιάφορη για τον υπολογισμό της προθεσμίας.
Δεν έχει σημασία η παρεμβολή ημερών αργίας. Εργάσιμες ημέρες συνυπολογίζονται μόνο αν προβλέπεται ρητά κάτι τέτοιο (όπως στην προθεσμία για ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής).
Ομοίως, σε περίπτωση που η χρονική προθεσμία προσδιορίζεται σε μήνες ή έτη, δεν έχει σημασία η παρεμβολή ημερών αργίας, παρά μόνον αν ορίζεται ρητά στο νόμο ότι η προθεσμία αφορά εργάσιμες ημέρες.
Αν η προθεσμία προσδιορίζεται σε έτη λήγει μόλις παρέλθει η αντίστοιχη ημερομηνία του τελευταίου έτους. Σημειώνεται ότι δεν έχει σημασία για τον υπολογισμό αν παρεμβάλλεται δίσεκτο έτος.
Αν η προθεσμία προσδιορίζεται σε μήνες λήγει μόλις παρέλθει η ημέρα του τελευταίου μήνα που αντιστοιχεί στην ημέρα έναρξης. Αν δεν υπάρχει τέτοια αντιστοιχία, υπολογίζεται η τελευταία ημέρα του μήνα. Σημειώνεται ότι δεν έχει σημασία ο αριθμός των ημερών που έχει κάθε μήνας.
Η προθεσμία μισού έτους ισχύει ως προθεσμία έξι (6) μηνών και η προθεσμία μισού μήνα ισχύει ως προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών.
Αν η προθεσμία προσδιορίζεται σε εβδομάδες λήγει μόλις παρέλθει η αντίστοιχη ημέρα της εβδομάδας που αντιστοιχεί στην ημέρα έναρξης δηλ αν το γεγονός έλαβε χώρα την Δευτέρα , η προθεσμία της εβδομάδας λήγει την επόμενη Δευτέρα.
Εάν η προθεσμία λήγει σε Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα αργίας ή μη εργάσιμη , μετατίθεται η λήξη της στην επόμενη μη εξαιρετέα ημέρα.
Ο νόμος επιτρέπει την παράταση προθεσμίας, όχι όμως μόνο με συμφωνία των διαδίκων, αλλά και με συναίνεση του δικαστή. Σε παράταση υπόκεινται τόσο οι νόμιμες, όσο και οι δικαστικές προθεσμίες, με τον περιορισμό όμως ότι δεν θίγονται δικαιώματα τρίτων. Ο δικαστής δεν δεσμεύεται από το περιεχόμενο της αιτήσεως για παράταση της συμφωνίας και έχει την δυνατότητα να την κάνει εν μέρει δεκτή, ή να την απορρίψει, σταθμίζοντας κάθε φορά τις περιστάσεις.
Στην ελληνική έννομη τάξη γίνεται δεκτό ότι η αξίωση για ένδικη προστασία περιλαμβάνει, ανεξάρτητα από την φύση της διαφοράς, τόσο την οριστική, όσο και την προσωρινή δικαστική προστασία. Με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (κατά τα άρθρα 682-738 του ΚΠολΔ) ρυθμίζονται οι περιπτώσεις στις οποίες λόγω του κατεπείγοντος, ή για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου, τα δικαστήρια μπορούν να διατάζουν μέτρα για την εξασφάλιση ή διατήρηση ενός δικαιώματος ή τη ρύθμιση μιας κατάστασης και να τα μεταρρυθμίζουν ή να τα ανακαλούν. Λόγω του επείγοντος χαρακτήρα τους, αρμόδιος να ορίσει τον τόπο και τον χρόνο συζητήσεως της αιτήσεως για την λήψη ασφαλιστικών μέτρων είναι ο δικαστής, ο οποίος ενεργεί με γνώμονα την ταχύτητα, λαμβάνοντας όμως υπ’ όψη και το δικαίωμα ακροάσεως των διαδίκων. Έτσι έχει ευχέρεια να επιλέξει τον τρόπο κλητεύσεως και την προθεσμία κλητεύσεως, ακόμα και για πρόσωπα που διαμένουν στο εξωτερικό, ή είναι άγνωστης διαμονής. Η συζήτηση μπορεί να ορισθεί και Κυριακή ή εορτή. Εκτός από τα ασφαλιστικά μέτρα, στις υπόλοιπες αστικές διαδικασίες εφαρμόζονται οι προθεσμίες που αναφέρθηκαν ανωτέρω, χωρίς να προβλέπεται η επιμήκυνσή τους.
Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο στην ελληνική έννομη τάξη.
Η μη τήρηση προθεσμιών που αφορούν δικαστική ενέργεια δεν επάγεται δικονομικές συνέπειες. Η παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας ενέργειας για πράξεις των διαδίκων επιφέρει έκπτωση από το δικαίωμα, ενώ στις προπαρασκευαστικές προθεσμίες επέρχονται άλλου είδους αποτελέσματα, όπως για παράδειγμα απαράδεκτο της συζήτησης (βλ. άρθρο 271 § 1 του ΚΠολΔ).
Η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση είναι ένα ένδικο βοήθημα που προβλέπεται από το Σύνταγμα, με το οποίο εάν ο διάδικος εξ αιτίας ανωτέρας βίας του, ή δόλου του αντιδίκου του δεν μπόρεσε να τηρήσει κάποια προθεσμία, έχει το δικαίωμα να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην πριν από την πάροδο της προθεσμίας κατάσταση.
Εξαιρετικά όμως, τέτοια αίτηση δεν μπορεί να υποβληθεί εάν στηρίζεται α) σε πταίσμα του πληρεξούσιου δικηγόρου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του αιτούντος διαδίκου, β) σε περιστατικά που ο δικαστής κατά την εξέταση της αίτησης για παράταση προθεσμίας ή για αναβολή έκρινε προκειμένου να χορηγήσει την σχετική παράταση ή αναβολή. Η αίτηση πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν τηρήθηκε η προθεσμία, τα αποδεικτικά μέσα για εξακρίβωση της αλήθειας και την πράξη που παραλήφθηκε, ή να αναφέρει ότι έχει ήδη ενεργηθεί. Η αίτηση για επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, πρέπει να συζητηθεί σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την ημέρα της άρσης του εμποδίου που συνιστά την ανωτέρα βία, ή της γνώσης του δόλου, χωρίς να επιτρέπεται η άσκηση νέας, αν για οποιονδήποτε λόγο χαθεί η παραπάνω προθεσμία (βλ. άρθρα 152-158 του ΚΠολΔ).
Εξαιρετικά όμως, τέτοια αίτηση δεν μπορεί να υποβληθεί εάν στηρίζεται α) σε πταίσμα του πληρεξούσιου δικηγόρου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του αιτούντος διαδίκου, β) σε περιστατικά που ο δικαστής κατά την εξέταση της αίτησης για παράταση προθεσμίας ή για αναβολή έκρινε προκειμένου να χορηγήσει την σχετική παράταση ή αναβολή. Η αίτηση πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν τηρήθηκε η προθεσμία, τα αποδεικτικά μέσα για εξακρίβωση της αλήθειας και την πράξη που παραλήφθηκε, ή να αναφέρει ότι έχει ήδη ενεργηθεί. Η αίτηση για επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, πρέπει να συζητηθεί σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την ημέρα της άρσης του εμποδίου που συνιστά την ανωτέρα βία, ή της γνώσης του δόλου, χωρίς να επιτρέπεται η άσκηση νέας, αν για οποιονδήποτε λόγο χαθεί η παραπάνω προθεσμία (βλ. άρθρα 152-158 του ΚΠολΔ).
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.