Προθεσμίες των διαδικασιών

Ιρλανδία
Περιεχόμενο που παρέχεται από
European Judicial Network
Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο (για αστικές και εμπορικές υποθέσεις)

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται στις αστικές διαδικασίες;

Τα κυριότερα είδη προθεσμιών είναι τα εξής:

Προθεσμία απάντησης σε αγωγή: Μετά την επίδοση αγωγής που έχει κατατεθεί ενώπιον του Ανώτερου Δικαστηρίου (High Court), ο εναγόμενος πρέπει εντός 8 ημερών να καταθέσει δήλωση αναγνώρισης της επίδοσης, που καλείται «δήλωση παράστασης» (appearance). Ωστόσο, η προθεσμία των 8 ημερών δεν ισχύει για τις «ειδικές κλήσεις» (special summons) σύμφωνα με τον κανονισμό των ανώτερων δικαστηρίων (Rules of the Superior Courts), διάταξη 12 κανόνας 2, που επιτρέπει την κατάθεση δήλωσης παράστασης οποτεδήποτε.

Η γενική προθεσμία των 8 ημερών δεν περιλαμβάνει την ημέρα της επίδοσης, παρά μόνο αν το δικαστήριο ορίσει διαφορετικά. Περαιτέρω, ο εναγόμενος έχει στη διάθεσή του προθεσμία 28 ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης του δικογράφου της αγωγής ή από την προθεσμία δήλωσης παράστασης, ανάλογα με το ποια από τις δύο προθεσμίες λήγει σε μεταγενέστερη ημερομηνία, για την υποβολή υπομνήματος υπεράσπισης (defence) [κανονισμός ανώτερων δικαστηρίων, διάταξη 21 κανόνας 1].

Στις διαδικασίες που αφορούν αστικές υποθέσεις ενώπιον του Κομητειακού Δικαστηρίου (Circuit Court), ο εναγόμενος πρέπει να κοινοποιήσει το υπόμνημα υπεράσπισής του στον ενάγοντα εντός 10 ημερών από την κατάθεση δήλωσης παράστασης [κανονισμός του Κομητειακού Δικαστηρίου του 2001 (Circuit Court Rules 2001), διάταξη 15 κανόνας 4]. Στο Περιφερειακό Δικαστήριο (District Court), η δήλωση παράστασης και το υπόμνημα υπεράσπισης πρέπει να κατατεθούν το αργότερο εντός 28 ημερών από την επίδοση της ειδοποίησης αγωγής (Claim Notice) [κανονισμός του Περιφερειακού Δικαστηρίου (District Court Rules) , διάταξη 42].

Προθεσμία για εκτέλεση απόφασης: Στο Ανώτερο Δικαστήριο διαδικασία για την εκτέλεση απόφασης μπορεί να κινηθεί εντός έξι ετών από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση κατέστη εκτελεστή [κανονισμός των ανώτερων δικαστηρίων, διάταξη 42 κανόνας 23]. Όταν παρέλθει η προθεσμία των έξι ετών ή όταν έχουν επέλθει αλλαγές στο πρόσωπο των διαδίκων, είτε λόγω θανάτου είτε για άλλους λόγους, απαιτείται να κατατεθεί αίτηση στο δικαστήριο για την έκδοση απόφασης που θα επιτρέπει την κίνηση διαδικασίας εκτέλεσης. Αν έχουν παρέλθει 12 έτη από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση κατέστη εκτελεστή, κάθε ενέργεια που αφορά την απόφαση αυτή έχει υποπέσει σε παραγραφή [νόμος περί παραγραφής του 1957 (Statute of Limitations 1957), άρθρο 11].

Προθεσμίες παραγραφής: Στις υποθέσεις που αφορούν συμβάσεις, η προθεσμία άσκησης αγωγής από τους συμβαλλόμενους είναι 6 έτη από την ημερομηνία κατά την οποία θεμελιώθηκε η ιστορική βάση της αγωγής. Στις υποθέσεις που αφορούν αδικοπραξίες, οι σχετικές αγωγές ασκούνται γενικά εντός προθεσμίας 6 ετών, ωστόσο στις υποθέσεις σωματικής βλάβης και δυσφήμισης ισχύουν ειδικοί κανόνες.

Στις υποθέσεις σωματικής βλάβης, η προθεσμία για την άσκηση αγωγής είναι 2 έτη από την ημερομηνία κατά την οποία επήλθε η βλάβη ή από την ημερομηνία κατά την οποία ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της βλάβης, αν αυτό συνέβη αργότερα [νόμος του 2004 για την αστική ευθύνη και τα δικαστήρια (Civil Liability and Courts Act 2004), άρθρο 7].

Στις υποθέσεις δυσφήμισης ισχύει προθεσμία 1 έτους για την άσκηση αγωγής, η οποία προθεσμία μπορεί να επεκταθεί σε 2 έτη σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

Οι αγωγές που στρέφονται κατά της περιουσίας θανόντος πρέπει να ασκηθούν εντός δύο ετών από τον θάνατο ή εντός της κανονικής προθεσμίας παραγραφής, ανάλογα με το ποια προθεσμία είναι συντομότερη [νόμος του 1961 για την αστική ευθύνη (Civil Liability Act 1961), άρθρο 9 παράγραφος 2].

Η προθεσμία για την κίνηση διαδικασίας από τους συμβιούντες συντρόφους σύμφωνα με το τμήμα 15 του νόμου του 2010 για το σύμφωνο συμβίωσης και ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις των συμβιούντων συντρόφων (Civil Partnership and Certain Rights and Obligations of Cohabitants Act 2010), είναι 2 έτη από τη λύση της σχέσης.

Για τις υποθέσεις που αφορούν την ανάκτηση εκτάσεων γης, η προθεσμία παραγραφής είναι 12 έτη.

Για την είσπραξη καθυστερούμενων συμβατικών μισθωμάτων, η προθεσμία παραγραφής είναι 6 έτη. Για την αποπληρωμή υποθήκης, η προθεσμία παραγραφής είναι 12 έτη. Για τις απαιτήσεις που προκύπτουν από διάσωση, ισχύει προθεσμία παραγραφής 2 ετών. Για τις απαιτήσεις αποζημίωσης που απορρέουν από την έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας που αφορά ελαττωματικό μηχανοκίνητο όχημα, η προθεσμία για την άσκηση αγωγής είναι 2 έτη [νόμος του 1980 για την πώληση αγαθών και την παροχή υπηρεσιών (Sale of Goods and Supply of Services Act 1980), άρθρο 13 παράγραφος 8]. Για τις απαιτήσεις αποζημίωσης που αφορούν ελαττωματικό προϊόν, η αγωγή πρέπει να ασκηθεί εντός 3 ετών [νόμος του 1991 για την ευθύνη από ελαττωματικά προϊόντα (Liability for Defective Products Act 1991), άρθρο 7 παράγραφος 1].

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

Οι κανόνες που αφορούν τις συνεδριάσεις των δικαστηρίων και τις δικαστικές διακοπές διατίθενται στον σύνδεσμο που παρέχεται στο τέλος του παρόντος εγγράφου.

Πέρα από το Σάββατο και την Κυριακή, οι ακόλουθες ημέρες αποτελούν αργίες στην Ιρλανδία:

  • η Πρωτοχρονιά (1η Ιανουαρίου)·
  • η εορτή του Αγίου Πατρικίου (17η Μαρτίου)·
  • η Δευτέρα του Πάσχα·
  • η ημέρα των Χριστουγέννων (25η Δεκεμβρίου)·
  • η εορτή του Αγίου Στεφάνου (26η Δεκεμβρίου)·
  • η πρώτη Δευτέρα των μηνών Μαΐου, Ιουνίου και Αυγούστου·
  • η τελευταία Δευτέρα του Οκτωβρίου.

Όταν τα Χριστούγεννα, η εορτή του Αγίου Στεφάνου ή η Πρωτοχρονιά συμπίπτει με σαββατοκύριακο, η επόμενη εργάσιμη ημέρα καθίσταται επίσημη αργία. Επισημαίνεται ότι κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών πραγματοποιείται περιορισμένος αριθμός συνεδριάσεων, π.χ. «συνεδριάσεις διακοπών» και συνεδριάσεις για την εξέταση αιτημάτων με επείγοντα χαρακτήρα. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια των εκτεταμένων δικαστικών διακοπών τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο, πραγματοποιείται περιορισμένος αριθμός συνεδριάσεων στα ανώτερα δικαστήρια και στο Κομητειακό Δικαστήριο.

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Ο νόμος περί παραγραφής του 1957 (Statute of Limitations 1957), όπως έχει τροποποιηθεί, καθορίζει προθεσμίες εντός των οποίων πρέπει να διενεργούνται οι νομικές διαδικασίες. Αγωγή που ασκείται μετά την παρέλευση της προθεσμίας παραγραφής κρίνεται απαράδεκτη ή απορρίπτεται μόνο αν ο εναγόμενος επικαλεστεί τον νόμο περί παραγραφής προς υπεράσπισή του. Συνεπώς, ο νόμος περί παραγραφής δεν θίγει το δικαίωμα του ενάγοντος να ασκήσει αγωγή, αλλά ενδέχεται να επηρεάσει την ευδοκίμηση της άσκησης του δικαιώματος αυτού. Ενδιαφέρον είναι επίσης το γεγονός ότι, ακόμη και αν η αγωγή ασκηθεί εντός της σχετικής προθεσμίας, το Ανώτερο Δικαστήριο εξακολουθεί να διαθέτει αυτεπάγγελτη δικαιοδοσία να απορρίψει την αγωγή προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, αν το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία θεμελιώθηκε η ιστορική βάση της αγωγής και της ημερομηνίας της διαδικασίας ή της άσκησης της αγωγής είναι τόσο μεγάλο που η αποδοχή της θα συνεπαγόταν άδικη μεταχείριση του εναγομένου. Βλ. επίσης την απάντηση στην ερώτηση 1 ανωτέρω.

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Η προθεσμία άρχεται από την ημερομηνία του σχετικού γεγονότος ή την «ημερομηνία που έγινε γνωστό το σχετικό γεγονός» (π.χ. μια σωματική βλάβη). Για παράδειγμα, αν το δικαστήριο έχει ορίσει προθεσμία μίας εβδομάδας για τη διενέργεια κάποιας πράξης, η πράξη αυτή πρέπει να διενεργηθεί ή το σχετικό έγγραφο πρέπει να κατατεθεί εντός μίας εβδομάδας από την έκδοση της διαταγής που επιβάλλει τη διενέργεια της πράξης. Ομοίως, αν ο διάδικος έχει στη διάθεσή του προθεσμία 6 ετών για την εκτέλεση απόφασης, αυτό σημαίνει 6 έτη από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση κατέστη εκτελεστή.

Γενικά, και εκτός των περιπτώσεων όπου προκύπτει αντίθετη πρόθεση του νομοθέτη σε κανόνα δικαίου, όταν ως έναρξη προθεσμίας ορίζεται ορισμένη ημέρα, η ημέρα αυτή συμπεριλαμβάνεται στην προθεσμία [ερμηνευτικός νόμος του 2005 (Interpretation Act 2005), άρθρο 18 στοιχείο h)]. Ωστόσο, η διάταξη 122 κανόνας 10 του κανονισμού των ανώτερων δικαστηρίων προβλέπει ότι όταν στον κανονισμό αυτόν καθορίζεται συγκεκριμένος αριθμός ημερών (πλην «πλήρων» ημερών), η πρώτη ημέρα δεν προσμετράται κατά τον υπολογισμό της προθεσμίας.

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Αν πρέπει να επιδοθεί στον αντίδικο της αγωγής κάποιο έγγραφο μέχρι ορισμένη ημερομηνία ή εντός ορισμένου αριθμού ημερών, κατά κανόνα διατάσσεται η επίδοσή του είτε με απλή επιστολή με προπληρωμένο τέλος είτε με συστημένη επιστολή. Αν το έγγραφο πρέπει να επιδοθεί με απλή επιστολή με προπληρωμένο τέλος, θεωρείται ότι έχει επιδοθεί στον αντίδικο κατά τον χρόνο που ο φάκελος που περιέχει το έγγραφο θα παραδιδόταν κατά τη συνήθη ταχυδρομική πρακτική, συνήθως την επόμενη ημέρα από την αποστολή του. [Για τους κανόνες που διέπουν την επίδοση αστικής κλήσης (civil bill) ενώπιον του Κομητειακού Δικαστηρίου, βλ. τον κανονισμό του Κομητειακού Δικαστηρίου (Circuit Court Rules) του 2001, διάταξη 11 κανόνας 10 και διάταξη 14 κανόνας 3 σημείο vi)· για τους κανόνες που διέπουν την επίδοση ειδοποίησης αγωγής (Claim Notice) ενώπιον του Περιφερειακού Δικαστηρίου, βλ. τον κανονισμό του Περιφερειακού Δικαστηρίου (Rules of the District Court), διάταξη 41· για τους κανόνες που διέπουν την επίδοση κλήσης (summons) ενώπιον του Ανώτερου Δικαστηρίου, βλ. τον κανονισμό των ανώτερων δικαστηρίων, διάταξη 9].

Η διάταξη 122 του κανονισμού των ανώτερων δικαστηρίων διέπει τους γενικούς κανόνες που αφορούν τις προθεσμίες, συμπεριλαμβανόμενου του χρονικού σημείου κατά το οποίο τεκμαίρεται ότι πραγματοποιήθηκε η επίδοση [κανονισμός των ανώτερων δικαστηρίων, διάταξη 122 κανόνας 9].

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Όταν ως έναρξη προθεσμίας ορίζεται ορισμένη ημέρα ή η προθεσμία υπολογίζεται από ορισμένη ημέρα, π.χ. αν έγγραφο πρέπει να επιδοθεί σε αντίδικο «εντός 7 ημερών», η πρώτη ημέρα (π.χ. η ημέρα έκδοσης της σχετικής διαταγής), με την επιφύλαξη των διατάξεων του νόμου ή του κανονισμού του δικαστηρίου, θεωρείται ότι συμπεριλαμβάνεται στην προθεσμία. Ωστόσο, η διάταξη 122 κανόνας 10 του κανονισμού των ανώτερων δικαστηρίων προβλέπει ότι όταν στον κανονισμό αυτόν καθορίζεται συγκεκριμένος αριθμός ημερών (πλην «πλήρων» ημερών), η πρώτη ημέρα δεν συμπεριλαμβάνεται. Όταν ως λήξη προθεσμίας ορίζεται ορισμένη ημέρα ή η προθεσμία υπολογίζεται έως ορισμένη ημέρα, η ημέρα αυτή θεωρείται ότι συμπεριλαμβάνεται στην προθεσμία. Όταν προβλέπεται προθεσμία μικρότερη των έξι ημερών για την επίδοση εγγράφου ή την κίνηση διαδικασίας, τα Σάββατα, οι Κυριακές, η ημέρα των Χριστουγέννων και η Μεγάλη Παρασκευή δεν προσμετρώνται κατά τον υπολογισμό της προθεσμίας [κανονισμός των ανώτερων δικαστηρίων, διάταξη 122].

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Ημερολογιακές ημέρες, αν δεν ορίζεται διαφορετικά.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Όταν η προθεσμία για τη διενέργεια οποιαδήποτε πράξης ή την κίνηση οποιασδήποτε διαδικασίας ορίζεται σε μήνες ή έτη, η προθεσμία αυτή υπολογίζεται σε ημερολογιακούς μήνες, αν δεν ορίζεται διαφορετικά.

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Γενικά, και εκτός των περιπτώσεων όπου προκύπτει αντίθετη πρόθεση του νομοθέτη σε κανόνα δικαίου, όταν ως έναρξη προθεσμίας ορίζεται ορισμένη ημέρα ή η προθεσμία υπολογίζεται από ορισμένη ημέρα, η ημέρα αυτή συμπεριλαμβάνεται στην προθεσμία και όταν ως λήξη της προθεσμίας ορίζεται ορισμένη ημέρα ή η προθεσμία υπολογίζεται έως ορισμένη ημέρα, η ημέρα αυτή συμπεριλαμβάνεται στην προθεσμία [ερμηνευτικός νόμος του 2005 (Interpretation Act 2005), άρθρο 18 στοιχείο h)]. Ωστόσο, η διάταξη 122 κανόνας 10 του κανονισμού των ανώτερων δικαστηρίων προβλέπει ότι όταν στον κανονισμό αυτόν καθορίζεται συγκεκριμένος αριθμός ημερών (πλην «πλήρων» ημερών), η πρώτη ημέρα δεν προσμετράται κατά τον υπολογισμό της προθεσμίας.

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Όταν ο κανονισμός το δικαστηρίου προβλέπει προθεσμία για τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης ή την κίνηση οποιασδήποτε διαδικασίας η οποία προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή άλλη ημέρα αργίας των δικαστηρίων, και αν δεν είναι δυνατή η διενέργεια της πράξης για τον λόγο αυτό, η προθεσμία λήγει την επόμενη ημέρα λειτουργίας των δικαστηρίων.

Ωστόσο, όταν ο κανονισμός προβλέπει προθεσμία για τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης ή την κίνηση οποιασδήποτε διαδικασίας η οποία προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή άλλη ημέρα αργίας των δικαστηρίων, δεν υπάρχει συγκεκριμένος κανόνας. Τυχόν τεκμήριο για παράταση της προθεσμίας έως την πρώτη εργάσιμη ημέρα που ακολουθεί, μπορεί να ανατραπεί βάσει του περιεχομένου ή του σκοπού του σχετικού νόμου.

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Όταν η προθεσμία παραγραφής ορίζεται με νόμο, τα δικαστήρια δεν μπορούν να παρατείνουν την προθεσμία αυτή. Εντούτοις, παρέχεται διακριτική ευχέρεια στα δικαστήρια να παρατείνουν ή να συντμήσουν τις προθεσμίες που ορίζονται στους κανονισμούς των δικαστηρίων ή σε διαταγές δικαστηρίων σε ορισμένες περιπτώσεις. Αν ο ενάγων θεωρεί ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να εξετάσει την αγωγή του αμέσως χωρίς να χρειαστεί να επιδώσει έγγραφα στον εναγόμενο. Η αγωγή αυτή είναι γνωστή ως ex parte ή «χωρίς κοινοποίηση». Αν εκδοθεί απόφαση ex parte, ο αντίδικος ειδοποιείται για την έκδοση της εν λόγω απόφασης και του παρέχεται η δυνατότητα να προσέλθει στο δικαστήριο και να ζητήσει την τροποποίηση ή ακύρωσή της. Γενικά, η προθεσμία κατάθεσης δικογράφων μπορεί να παρατεθεί με αμοιβαία συναίνεση των διαδίκων. Όταν ένας διάδικος σε αγωγή επιδιώκει την παράταση της προθεσμίας ένδικου μέσου, πρέπει να αποδείξει ότι αποφάσισε την άσκηση του ένδικου μέσου εντός της προθεσμίας, αλλά δεν το κατέθεσε έγκαιρα λόγω σφάλματος και ότι το ένδικο μέσο έχει πιθανότητες ευδοκίμησης. Αν η παρέλευση της προθεσμίας έχει προκαλέσει ζημία στον αντίδικο, το γεγονός αυτό μπορεί να είναι κρίσιμο και το δικαστήριο μπορεί, υπό τις περιστάσεις αυτές, να απορρίψει το αίτημα παράτασης της προθεσμίας, ασκώντας τη σχετική διακριτική του ευχέρεια.

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Τα ένδικα μέσα κατά των αποφάσεων του Ανώτερου Δικαστηρίου πρέπει να ασκούνται εντός 28 ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης κατά της οποίας στρέφονται.

Το πρόσωπο που επιθυμεί να ασκήσει έφεση κατά απόφασης του Κομητειακού Δικαστηρίου οφείλει να το πράξει εντός 10 ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης κατά της οποίας στρέφεται η έφεση [κανονισμός των ανώτερων δικαστηρίων, διάταξη 61 κανόνας 3].

Το πρόσωπο που επιθυμεί να ασκήσει έφεση κατά απόφασης του Περιφερειακού Δικαστηρίου οφείλει να το πράξει εντός 14 ημερών από την απόφαση του Περιφερειακού Δικαστηρίου [διάταξη 101 κανόνας 1 του κανονισμού του Περιφερειακού Δικαστηρίου].

Για τη δικαστική αναθεώρηση απόφασης δικαστή ή διοικητικού φορέα πρέπει να κατατεθεί αίτηση αμελλητί και σε κάθε περίπτωση εντός 3 μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία προέκυψαν οι λόγοι της αίτησης αναθεώρησης, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για παράταση της προθεσμίας [κανονισμός των ανώτερων δικαστηρίων, διάταξη 84 κανόνας 21 παράγραφος 1]

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Όταν η προθεσμία παραγραφής ορίζεται με νόμο, τα δικαστήρια δεν μπορούν να παρατείνουν ή να συντμήσουν την προθεσμία αυτή. Ωστόσο, με την επιφύλαξη τυχόν σχετικών νομοθετικών διατάξεων, το δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να παρατείνει ή να συντμήσει την προθεσμία για τη διενέργεια ορισμένων πράξεων. Τόσο ο κανονισμός των ανώτερων δικαστηρίων όσο και ο κανονισμός του Κομητειακού Δικαστηρίου προβλέπουν ότι το δικαστήριο μπορεί να επιμηκύνει ή να συντμήσει τις προθεσμίες που ορίζονται στους κανονισμούς αυτούς ή που έχουν οριστεί από οποιοδήποτε δικαστήριο.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Όχι, ο διάδικος δεν χάνει το ευεργέτημα της παράτασης της προθεσμίας.

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Όποιος διάδικος δεν τηρήσει τις προθεσμίες που επιβάλλονται από το δικαστήριο ή ορίζονται στους κανονισμούς του δικαστηρίου ή στη νομοθεσία φέρει τον κίνδυνο απόρριψης της υπόθεσής του. Για παράδειγμα, αν ο εναγόμενος δεν καταθέσει δήλωση παράστασης σε συζήτηση που αφορά αγωγή στρεφόμενη εναντίον του ή δεν προσκομίσει υπόμνημα υπεράσπισης, ο ενάγων μπορεί να υποβάλει αίτηση για έκδοση απόφασης ερήμην.

Αν εκδοθεί απόφαση κατά εναγομένου υπό αυτές τις περιστάσεις, ο εναγόμενος μπορεί να υποβάλει αίτηση ανακοπής κατά της απόφασης ή να ασκήσει έφεση ενώπιον δικαστηρίου ανώτερης βαθμίδας. Αν ο ενάγων δεν υποβάλει εμπρόθεσμα τα στοιχεία για το ιστορικό της αγωγής του, ο εναγόμενος μπορεί να αιτηθεί την απόρριψη της αγωγής λόγω παρέλευσης της προθεσμίας. Ο ενάγων μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον δικαστηρίου ανώτερης βαθμίδας. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια αναφορικά με τα έξοδα της υπόθεσης με τέτοιο τρόπο ώστε να τιμωρήσει τον διάδικο που ευθύνεται για μη εύλογες καθυστερήσεις ή για τη μη τήρηση των σχετικών προθεσμιών.

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Ο ερημοδικασθείς διάδικος μπορεί να αιτηθεί την έκδοση διαταγής από το δικαστήριο για παράταση της προθεσμίας. Αν η λήξη της προθεσμίας είχε ως συνέπεια την έκδοση απόφασης ερήμην, ο ερημοδικασθείς διάδικος μπορεί να υποβάλει αίτηση ανακοπής κατά της απόφασης ή, σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης ανακοπής, να ασκήσει έφεση ενώπιον δικαστηρίου ανώτερης βαθμίδας.

Τελευταία επικαιροποίηση: 27/06/2024

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.