Προθεσμίες των διαδικασιών

Λεττονία
Περιεχόμενο που παρέχεται από
European Judicial Network
Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο (για αστικές και εμπορικές υποθέσεις)

1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται στις αστικές διαδικασίες;

Δικονομικές προθεσμίες είναι τα χρονικά διαστήματα εντός των οποίων πρέπει να εκτελείται κάποια διαδικαστική πράξη.

Οι προθεσμίες ταξινομούνται σε κατηγορίες ανάλογα με το ποιον δεσμεύουν:

Οι προθεσμίες με τις οποίες πρέπει να συμμορφώνονται τα δικαστήρια, οι δικαστές ή οι δικαστικοί επιμελητές ορίζονται από τον νόμο και είναι συνήθως σύντομες. Στις αστικές διαδικασίες, οι εν λόγω προθεσμίες κυμαίνονται από 1 έως 30 ημέρες [για παράδειγμα, άρθρο 102 παράγραφος 2 του νόμου περί πολιτικής δικονομίας (Civilprocesa likums), 15 ημέρες άρθρο 140 παράγραφος 9, 30 ημέρες άρθρο 341.6 παράγραφος 2, 15 ημέρες]. Ο δικαστής πρέπει να αποφασίσει αν θα κάνει δεκτή την αίτηση εντός 7 ημερών από την παραλαβή αυτής. Εντούτοις, όταν αντικείμενο της αίτησης είναι η επιστροφή ενός παιδιού στη Λετονία και αυτή θα πρέπει να υποβληθεί σε αλλοδαπή χώρα, πρέπει να εκδοθεί δικαστική απόφαση εντός 15 ημερών από την έναρξη της διαδικασίας. Απόφαση εξασφάλισης μιας απαίτησης πρέπει να λαμβάνεται το αργότερο την επομένη της έναρξης της διαδικασίας. Εκδίκαση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων κατά πράξεων βίας πρέπει να πραγματοποιείται το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την παραλαβή της αίτησης, εφόσον δεν απαιτούνται πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία ή εφόσον τυχόν καθυστέρηση θα επηρέαζε ενδεχομένως σημαντικά τα δικαιώματα του αιτούντος σε άλλες περιπτώσεις απόφαση πρέπει να λαμβάνεται εντός 20 ημερών από την παραλαβή της αίτησης. Για ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων ορίζεται προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να ξεκινά η εξέταση ή ο έλεγχος της υπόθεσης και να εκδίδεται απόφαση. Αντίγραφο της απόφασης πρέπει να αποστέλλεται το αργότερο τρεις ημέρες μετά την έκδοσή της, ή, σε περίπτωση έκδοσης συνοπτικής απόφασης, εντός τριών ημερών από τη σύνταξη της πλήρους απόφασης. Ο νόμος προβλέπει και άλλες προθεσμίες. Ενίοτε το δικαστήριο ή ο δικαστικός επιμελητής πρέπει να εκτελούν ορισμένες πράξεις άμεσα. Σε ορισμένες περιπτώσεις που προβλέπονται από τον νόμο υφίστανται γενικές προθεσμίες τις οποίες τα δικαστήρια ή οι δικαστές μπορούν να καταστήσουν συγκεκριμένες, ορίζοντας με τον τρόπο αυτό αφ’ εαυτών τον χρόνο εντός του οποίου πρέπει να εκτελεσθεί μια πράξη. Σε περίπλοκες υποθέσεις το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει συνοπτική απόφαση, η οποία αποτελείται μόνο από το προοίμιο και το διατακτικό. Συντάσσει εν συνεχεία πλήρη απόφαση εντός 14 ημερών και προσδιορίζει την ημερομηνία κατά την οποία θα είναι έτοιμη η πλήρης απόφαση. Ο νόμος περί πολιτικής δικονομίας δεν προσδιορίζει προθεσμίες εντός των οποίων το δικαστήριο υποχρεούται να προετοιμάσει και να κρίνει μια αστική υπόθεση. Εντούτοις, το άρθρο 28 του νόμου περί δικαστικής εξουσίας ορίζει ότι, προκειμένου να διασφαλισθεί η προάσπιση των παραβιαζόμενων δικαιωμάτων ενός προσώπου, ένα δικαστήριο πρέπει να εξετάζει τη σχετική υπόθεση «σε εύθετο χρόνο» (savlaicīgi), δηλαδή η υπόθεση πρέπει να κρίνεται όσο το δυνατόν συντομότερα. Συγχρόνως, κατ’ εξαίρεση σε σχέση με τη συνήθη δικαστική διαδικασία, ο νόμος περί πολιτικής δικονομίας προβλέπει συγκεκριμένες προθεσμίες για την εξέταση αιτήσεων για ορισμένες κατηγορίες αστικών υποθέσεων που υπόκεινται σε ειδικές διαδικασίες: για παράδειγμα, ο δικαστής πρέπει να αποφαίνεται επί αίτησης εκούσιας εκτέλεσης υποχρεώσεων (saistību bezstrīdus piespiedu izpildīšana) εντός 7 ημερών από την παραλαβή της. Επιπλέον, υφίστανται ειδικές νομοθετικές διατάξεις οι οποίες προσδιορίζουν ποιες υποθέσεις πρέπει να εκδικάζονται στο πλαίσιο έκτακτης διαδικασίας (παραδείγματος χάρη, πρέπει να δίδεται προτεραιότητα σε αιτήσεις που σχετίζονται με την προστασία των δικαιωμάτων και συμφερόντων των παιδιών, κατά τα οριζόμενα στον νόμο για την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού).

Ο νόμος περί πολιτικής δικονομίας προβλέπει επίσης προθεσμίες για διαδικαστικές πράξεις στις οποίες πρέπει να προβαίνουν οι διάδικοι: 14 ημέρες προ της επ’ ακροατηρίω συζήτησης για την προσκόμιση αποδείξεων, εκτός αν ο δικαστής έχει ορίσει διαφορετική προθεσμία 10 ημέρες για την άσκηση επικουρικής ένστασης (blakus sūdzība) 20 ημέρες για την άσκηση έφεσης (apelācija) κ.λπ. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ωστόσο, οι εφαρμοστέες προθεσμίες για τους διαδίκους και οποιονδήποτε άλλον ενδιαφερόμενο καθορίζονται από το δικαστήριο, τον δικαστή ή τον δικαστικό επιμελητή, οι οποίοι ορίζουν συγκεκριμένη ημερομηνία για προθεσμία την οποία η νομοθεσία προβλέπει γενικά, ή ορίζουν ημερομηνία ανεξαρτήτως, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη το είδος της διαδικαστικής πράξης, την απόσταση από τον τόπο διαμονής ή την τοποθεσία ενός προσώπου, καθώς και άλλες περιστάσεις.

Οι εφαρμοστέες προθεσμίες για μη διαδίκους ορίζονται μόνο από δικαστήριο ή δικαστή.

Τα κύρια είδη προθεσμίας είναι τα εξής:

  • Προθεσμία για την προσκόμιση αποδείξεων: εάν ο δικαστής δεν ορίσει διαφορετικά, οι αποδείξεις πρέπει να προσκομίζονται το αργότερο 14 ημέρες πριν από την επ’ ακροατηρίω συζήτηση. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης επιτρέπεται η προσκόμιση αποδείξεων κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος οποιουδήποτε διαδίκου ή τρίτου, εφόσον αυτό δεν επιφέρει καθυστερήσεις στην κρίση της υπόθεσης ή εφόσον το δικαστήριο θεωρεί ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για τους οποίους δεν προσκομίστηκαν οι αποδείξεις εμπρόθεσμα ή ότι οι αποδείξεις αφορούν πραγματικά περιστατικά τα οποία ήλθαν στο φως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Η απόφαση του δικαστηρίου να αρνηθεί να δεχθεί αποδείξεις δεν υπόκειται σε ένδικο μέσο, αλλά μπορούν να διατυπωθούν αντιρρήσεις κατά της απόφασης στο πλαίσιο άσκησης έφεσης (apelācija) ή αναίρεσης(kasācija).
  • Προθεσμία υποβολής παρατηρήσεων από τον καθ’ ου: κατόπιν της έναρξης της διαδικασίας, το δικόγραφο και αντίγραφα των συνοδευτικών εγγράφων πρέπει να αποστέλλονται αμέσως στον καθ’ ου με συστημένη ταχυδρομική επιστολή, τάσσοντας προθεσμία για την κατάθεση έγγραφων παρατηρήσεων 15 έως 30 ημερών από την ημερομηνία αποστολής του δικογράφου.
  • Προθεσμία διόρθωσης ελλείψεων σε αίτηση επανάληψης της διαδικασίας και εκ νέου κρίσης της υπόθεσης: σε περίπτωση απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην, ο καθ’ ου έχει στη διάθεσή του 20 ημέρες από την ημερομηνία αποστολής της απόφασης για να υποβάλει στο δικαστήριο αίτηση επανάληψης της διαδικασίας και εκ νέου κρίσης της υπόθεσης.

Προθεσμία αναστολής της διαδικασίας:

  • σε περίπτωση θανάτου φυσικού προσώπου ή παύσης ύπαρξης νομικού προσώπου, το οποίο είναι διάδικος ή τρίτος με ανεξάρτητη αξίωση, και εφόσον η υπό εξέταση έννομη σχέση επιτρέπει τη μεταβίβαση δικαιωμάτων, η σχετική περίοδος είναι το χρονικό διάστημα έως τον καθορισμό διαδόχου ή τον διορισμό νόμιμου εκπροσώπου
  • σε περίπτωση που το δικαστήριο κρίνει ότι διάδικος ή τρίτος έχει χάσει τη δικαιοπρακτική του ικανότητα και ως εκ τούτου δεν μπορεί να ασκήσει ανεξάρτητα τα δικονομικά δικαιώματα και να εκπληρώσει τις δικονομικές υποχρεώσεις του, η σχετική περίοδος είναι το χρονικό διάστημα έως τον διορισμό νόμιμου εκπροσώπου
  • σε περίπτωση αδυναμίας συμμετοχής στη διαδικασία διαδίκου ή τρίτου λόγω σοβαρής ασθένειας, ηλικίας ή αναπηρίας, η σχετική περίοδος είναι το χρονικό διάστημα έως την προθεσμία που ορίζει το δικαστήριο για τον διορισμό εκπροσώπου
  • σε περίπτωση που το δικαστήριο αποφασίσει την υποβολή αίτησης στο Συνταγματικό Δικαστήριο, ή το Συνταγματικό Δικαστήριο έχει κινήσει διαδικασία επί συνταγματικής αξίωσης του ενάγοντος ή αιτούντος, ή το δικαστήριο αποφασίσει την παραπομπή της υπόθεσης στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την έκδοση προδικαστικής απόφασης, ή η κρίση μιας υπόθεσης δεν είναι δυνατή προτού εκδοθεί απόφαση επί άλλης αστικής, ποινικής ή διοικητικής διαδικασίας, τότε, η σχετική περίοδος είναι το χρονικό διάστημα έως ότου η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου ή του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του πολιτικού, ποινικού ή διοικητικού δικαστηρίου αποκτήσει νομική ισχύ
  • σε περίπτωση που διάδικος ή τρίτος με ανεξάρτητη αξίωση βρίσκεται εκτός των συνόρων της Λετονίας σε μακροχρόνια αποστολή ή επίσημη εργασία, ή έχει εκδοθεί ένταλμα αναζήτησης του καθ’ ου, ή διάδικος ή τρίτος με ανεξάρτητη αξίωση δεν είναι σε θέση να συμμετάσχει στη διαδικασία λόγω ασθένειας, ή το δικαστήριο διατάξει πραγματογνωμοσύνη, η σχετική περίοδος είναι το χρονικό διάστημα έως ότου παύσουν να ισχύουν οι ανωτέρω περιστάσεις
  • σε περίπτωση που οι διάδικοι συμφωνήσουν να ανασταλεί η διαδικασία και κανένας τρίτος με ανεξάρτητη αξίωση δεν προβάλει αντίρρηση, η σχετική περίοδος είναι το χρονικό διάστημα έως την προθεσμία που ορίζεται στην απόφαση του δικαστηρίου
  • σε περίπτωση που έχει κινηθεί διαδικασία αφερεγγυότητας κατά του νομικού ή φυσικού προσώπου που είναι ο καθ’ ου οι απαιτήσεις οικονομικής φύσης, η σχετική περίοδος είναι το χρονικό διάστημα έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Προθεσμία άσκησης έφεσης (apelācija): έφεση κατά απόφασης πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μπορεί να ασκηθεί εντός 20 ημερών από την έκδοση της απόφασης. Σε περίπτωση έκδοσης συνοπτικής απόφασης, η προθεσμία άσκησης έφεσης ξεκινά από την ημερομηνία που ορίζει το δικαστήριο για τη σύνταξη της πλήρους απόφασης. Σε περίπτωση σύνταξης της πλήρους απόφασης κατόπιν της ορισθείσας ημερομηνίας, η προθεσμία άσκησης έφεσης ξεκινά από την ημερομηνία σύνταξής της. Έφεση η οποία ασκείται μετά την παρέλευση της προθεσμίας δεν είναι παραδεκτή και επιστρέφεται στον εκκαλούντα.

Προθεσμία άσκησης επικουρικής ένστασης (blakus sūdzība): επικουρική ένσταση μπορεί να ασκηθεί εντός 10 ημερών από την ημέρα έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης από το δικαστήριο, εκτός εάν ο νόμος περί πολιτικής δικονομίας ορίζει διαφορετικά. Επικουρική ένσταση η οποία ασκείται μετά την παρέλευση της προθεσμίας δεν είναι παραδεκτή και επιστρέφεται στον αιτούντα.

Προθεσμία υποβολής αίτησης εξέτασης νέων πραγματικών περιστατικών: η προθεσμία υποβολής τέτοιας αίτησης ξεκινά:

  • όσον αφορά περιστάσεις ουσιώδεις για την υπόθεση, οι οποίες υφίσταντο κατά τον χρόνο της συζήτησης αλλά δεν ήταν και δεν μπορούσαν να είναι γνωστές στον αιτούντα: από την ημερομηνία κατά την οποία τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά καθίστανται γνωστά
  • όσον αφορά εκ προθέσεως ψευδείς μαρτυρικές καταθέσεις, πραγματογνωμοσύνες ή μεταφράσεις, ή πλαστές έγγραφες ή υλικές αποδείξεις που καθίστανται γνωστές σε σχέση με δικαστική απόφαση η οποία έχει αποκτήσει νομική ισχύ σε μια ποινική υπόθεση, βάσει των οποίων εκδόθηκε η δικαστική απόφαση, ή, όσον αφορά εγκληματικές δραστηριότητες οι οποίες καθίστανται γνωστές σε σχέση με μια δικαστική απόφαση που έχει αποκτήσει νομική ισχύ σε μια ποινική υπόθεση, βάσει των οποίων εκδόθηκε ή ελήφθη παράνομη ή αβάσιμη δικαστική ή άλλη απόφαση: από την ημερομηνία κατά την οποία αποκτά νομική ισχύ η απόφαση επί της ποινικής υπόθεσης
  • όσον αφορά την ακύρωση απόφασης δικαστηρίου ή άλλου θεσμικού οργάνου που αποτέλεσε τη βάση για την απόφαση επί της υπόθεσης: από την ημερομηνία που αποκτά ισχύ η δικαστική απόφαση με την οποία ακυρώνεται η απόφαση επί της αστικής ή ποινικής υπόθεσης, ή από την ημερομηνία ακύρωσης της απόφασης του άλλου θεσμικού οργάνου η οποία αποτέλεσε τη βάση για την απόφαση της οποίας ζητείται η ακύρωση ενόψει νέων πραγματικών περιστατικών
  • σε περίπτωση που αναγνωρισθεί ότι κανόνας δικαίου που εφαρμόσθηκε κατά την εξέταση της υπόθεσης δεν συνάδει με κανόνα δικαίου μεγαλύτερης νομικής ισχύος: από την ημερομηνία που αποκτά νομική ισχύ η απόφαση με την οποία ο εφαρμοστέος κανόνας καθίσταται ανίσχυρος επειδή δεν είναι σύμφωνος με τον κανόνα δικαίου μεγαλύτερης νομικής ισχύος.

Προθεσμία υποβολής εγγράφων εκτέλεσης: έγγραφο εκτέλεσης μπορεί να υποβληθεί προς εκτέλεση εντός 10 ετών από την ημέρα που η απόφαση δικαστηρίου ή δικαστή αποκτά νομική ισχύ, εκτός αν ο νόμος ορίζει άλλες περιόδους παραγραφής.

Σε περίπτωση που δικαστική απόφαση διατάσσει την είσπραξη οφειλής μέσω περιοδικών πληρωμών, το έγγραφο εκτέλεσης παραμένει σε ισχύ καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία πρόκειται να πραγματοποιηθούν οι πληρωμές ωστόσο, η προαναφερόμενη προθεσμία των δέκα ετών ξεκινά από τη δήλη ημερομηνία κάθε πληρωμής.

2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.

Σύμφωνα με τον νόμο για τις δημόσιες αργίες, τις ημέρες μνήμης και τις εορτές, οι ακόλουθες ημερομηνίες έχουν καθοριστεί ως αργίες:

  • 1η Ιανουαρίου: Πρωτοχρονιά
  • Μεγάλη Παρασκευή, Κυριακή και Δευτέρα του Πάσχα
  • 1η Μαΐου: εργατική Πρωτομαγιά, εορτασμός της σύγκλησης της Συντακτικής Συνέλευσης της Δημοκρατίας της Λετονίας
  • 4 Μαΐου: εορτασμός της Διακήρυξης για την αποκατάσταση της ανεξαρτησίας της Δημοκρατίας της Λετονίας
  • δεύτερη Κυριακή του Μαΐου: Ημέρα της μητέρας
  • Κυριακή της Πεντηκοστής
  • 23 Ιουνίου: παραμονή Αγίου Ιωάννη
  • 24 Ιουνίου: Αγίου Ιωάννη, θερινό ηλιοστάσιο
  • τελευταία ημέρα του εθνικού μουσικοχορευτικού φεστιβάλ της Λετονίας
  • 18 Νοεμβρίου: εορτασμός της ανακήρυξης της Δημοκρατίας της Λετονίας.
  • 24, 25 και 26 Δεκεμβρίου: Χριστούγεννα (χειμερινό ηλιοστάσιο)
  • 31 Δεκεμβρίου: Παραμονή Πρωτοχρονιάς.

Οι ορθόδοξοι και οι παλαιόπιστοι, καθώς και οι πιστοί άλλων θρησκευτικών δογμάτων γιορτάζουν το Πάσχα, την Κυριακή της Πεντηκοστής και τα Χριστούγεννα τις ημέρες που καθορίζονται από τα εν λόγω δόγματα.

Εάν η 4η Μαΐου, η τελευταία ημέρα του εθνικού μουσικοχορευτικού φεστιβάλ της Λετονίας ή η 18η Νοεμβρίου πέσει Σάββατο ή Κυριακή, η επόμενη εργάσιμη ημέρα είναι αργία.

3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;

Οι διαδικαστικές πράξεις υπόκεινται στις προβλεπόμενες από τον νόμο προθεσμίες. Εάν ο νόμος δεν προβλέπει προθεσμία, αυτή καθορίζεται από το δικαστήριο ή τον δικαστή. Η προθεσμία που τάσσεται από δικαστήριο ή δικαστή πρέπει να επαρκεί για την εκτέλεση της διαδικαστικής πράξης.

Η προθεσμία μπορεί να είναι συγκεκριμένη ημερομηνία, ή περίοδος που να λήγει σε ορισμένη ημερομηνία, ή περίοδος εκπεφρασμένη σε έτη, μήνες, ημέρες ή ώρες. Εάν η διαδικαστική πράξη δεν απαιτείται να εκτελεσθεί σε συγκεκριμένη ημερομηνία, είναι δυνατόν να εκτελεσθεί οποτεδήποτε εντός της καθορισμένης προθεσμίας. Η προθεσμία μπορεί επίσης να καθορισθεί σε σχέση με την επέλευση ενός υποχρεωτικού γεγονότος.

4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;

Δικονομική προθεσμία που υπολογίζεται σε έτη, μήνες ή ημέρες ξεκινά την επόμενη ημέρα της ημερομηνίας ή του γεγονότος που σηματοδοτεί την έναρξή της.

Δικονομική προθεσμία που υπολογίζεται σε ώρες ξεκινά την επόμενη ώρα από το γεγονός που σηματοδοτεί την έναρξή της.

5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Τα δικόγραφα παραδίδονται σε φυσικό πρόσωπο στον δηλωθέντα τόπο κατοικίας του ή, σε περίπτωση που έχει δηλώσει πρόσθετη διεύθυνση, στη διεύθυνση αυτή, ή σε διεύθυνση που έχει υποδείξει για την αλληλογραφία με το δικαστήριο. Το φυσικό πρόσωπο υποχρεούται να είναι προσιτό στη διεύθυνση του δηλωθέντος τόπου κατοικίας ή στη δηλωθείσα πρόσθετη διεύθυνση ή στη διεύθυνση που έχει υποδείξει για την αλληλογραφία με το δικαστήριο. Σε περίπτωση που ο καθ’ ου δεν διαθέτει δηλωθέντα τόπο κατοικίας και δεν έχει υποδείξει κάποια διεύθυνση για την αλληλογραφία με το δικαστήριο, τα δικόγραφα θα αποστέλλονται στη διεύθυνση που έχει υποδείξει για τον διάδικο ο αιτών, ή την οποία έχει αποκτήσει το δικαστήριο ως αποδεικτικό στοιχείο της πραγματικής διεύθυνσης του διαδίκου. Τα δικόγραφα μπορούν επίσης να παραδίδονται και στον χώρο εργασίας ενός προσώπου.

Τα δικόγραφα διαβιβάζονται με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, εάν ο διάδικος έχει γνωστοποιήσει στο δικαστήριο ότι συμφωνεί στη χρήση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για την αλληλογραφία με το δικαστήριο. Σ’ αυτήν την περίπτωση, τα δικόγραφα αποστέλλονται στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που υποδεικνύει ο διάδικος στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εάν το δικαστήριο διαπιστώσει τεχνικά εμπόδια για την παράδοση δικογράφων μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αυτά παραδίδονται με άλλη μέθοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 της παρούσας ενότητας.

Εάν ο διάδικος έχει γνωστοποιήσει στο δικαστήριο ότι συμφωνεί στη χρήση ηλεκτρονικής αλληλογραφίας για την επικοινωνία με το δικαστήριο, καθώς και στην καταχώρισή του στο ηλεκτρονικό σύστημα, τα δικόγραφα κοινοποιούνται μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος. Εάν το δικαστήριο διαπιστώσει τεχνικά εμπόδια για την κοινοποίηση δικογράφων μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος, τα δικόγραφα παραδίδονται με άλλον τρόπο που αναφέρεται στη δεύτερη παράγραφο του παρόντος τμήματος, αλλά η κλήση αποστέλλεται στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που έχει υποδείξει ο διάδικος.

Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι το κατά πόσον θεωρείται ότι τα δικόγραφα έχουν κοινοποιηθεί δεν καθορίζεται εξ ορισμού από το αν έχουν παραδοθεί στον δηλωθέντα τόπο κατοικίας φυσικού προσώπου, σε πρόσθετη διεύθυνση που αναγράφεται στη δήλωση κατοικίας, στη διεύθυνση που υποδεικνύεται από φυσικό πρόσωπο για την επικοινωνία με το δικαστήριο, ή στην καταχωρισμένη διεύθυνση νομικού προσώπου, ούτε από το αν λαμβάνεται δήλωση από το ταχυδρομείο με την οποία γνωστοποιείται ότι η παραλαβή έχει γίνει ή τα έγγραφα έχουν επιστραφεί. Αντιθέτως, τεκμαίρεται ότι η επίδοση ή κοινοποίηση των εγγράφων πραγματοποιήθηκε την έβδομη ημέρα μετά την ημερομηνία αποστολής, αν αυτά εστάλησαν ταχυδρομικώς, ή την τρίτη ημέρα μετά την ημερομηνία αποστολής, εάν τα έγγραφα εστάλησαν με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή με κοινοποίηση μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος: ο παραλήπτης μπορεί να ανατρέψει το τεκμήριο αποδεικνύοντας ότι υπήρχαν αντικειμενικές περιστάσεις εκτός του ελέγχου του οι οποίες εμπόδισαν την παραλαβή των εγγράφων στη δηλωθείσα διεύθυνση.

Ωστόσο, εάν τα δικαστικά έγγραφα επιδίδονται στον παραλήπτη αυτοπροσώπως από αγγελιοφόρο έναντι υπογραφής, η εάν ένας διάδικος τα έχει επιδώσει στον παραλήπτη αυτοπροσώπως έναντι υπογραφής, ή εάν, κατά την αυτοπρόσωπη επίδοση των δικαστικών εγγράφων, το πρόσωπο που τα επιδίδει δεν συναντά τον παραλήπτη στον τόπο κατοικίας του και επιδίδει τα έγγραφα σε οποιοδήποτε ενήλικο μέλος της οικογένειας που κατοικεί με τον παραλήπτη, τα δικόγραφα θεωρείται ότι έχουν επιδοθεί την ημερομηνία παραλαβής τους από τον παραλήπτη ή άλλο πρόσωπο.

Εάν ο παραλήπτης αρνηθεί να παραλάβει τα δικόγραφα, τα έγγραφα θεωρείται ότι έχουν επιδοθεί την ημερομηνία κατά την οποία ο παραλήπτης αρνήθηκε να τα παραλάβει.

Εάν τα έγγραφα αποστέλλονται ταχυδρομικώς, θεωρείται ότι έχουν επιδοθεί την έβδομη ημέρα από την ταχυδρόμησή τους.

Εάν τα έγγραφα αποστέλλονται με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, θεωρείται ότι έχουν επιδοθεί την τρίτη ημέρα από την αποστολή τους.

6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;

Όχι. Εάν η περίοδος ξεκινά με την έλευση ενός συγκεκριμένου συμβάντος, ο χρόνος αρχίζει να τρέχει από την επομένη της έλευσης του συμβάντος που σηματοδοτεί την έναρξή της.

7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;

Εάν μια περίοδος εκφράζεται σε ημέρες, ο αριθμός ημερών περιλαμβάνει όλες τις ημερολογιακές ημέρες.

8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Οι περίοδοι που εκφράζονται σε έτη, μήνες ή ημέρες περιλαμβάνουν τις ημερολογιακές ημέρες.

9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;

Προθεσμία που υπολογίζεται σε έτη λήγει τον αντίστοιχο μήνα και την αντίστοιχη ημερομηνία του τελευταίου έτους της περιόδου.

Περίοδος που υπολογίζεται σε μήνες λήγει την αντίστοιχη ημερομηνία του τελευταίου μήνα της περιόδου. Εάν περίοδος που υπολογίζεται σε μήνες λήγει σε μήνα που δεν έχει την αντίστοιχη ημερομηνία, τότε λήγει την τελευταία ημέρα του εν λόγω μήνα.

Περίοδος που εκτείνεται έως μια συγκεκριμένη ημερομηνία λήγει την εν λόγω ημερομηνία.

  • Διαδικαστική πράξη της οποίας η προθεσμία λήγει, είναι δυνατόν να εκτελεσθεί έως τα μεσάνυχτα της τελευταίας ημέρας της προθεσμίας.
  • Για διαδικαστική πράξη που πρόκειται να εκτελεσθεί στο δικαστήριο, η προθεσμία λήγει κατά τον χρόνο λήξης του εργάσιμου ωραρίου του δικαστηρίου εκείνη την ημέρα. Εφόσον μια αγωγή, έφεση ή άλλο δικόγραφο παραδοθεί σε φορέα επικοινωνιών έως τα μεσάνυχτα της ημέρας λήξης της σχετικής προθεσμίας, θεωρείται ότι έχει υποβληθεί εμπρόθεσμα.

10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;

Εάν η προθεσμία λήγει Σάββατο ή Κυριακή ή εθνική αργία, η τελευταία ημέρα της προθεσμίας μεταφέρεται στην επόμενη εργάσιμη ημέρα.

11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;

Μόνο οι προθεσμίες που ορίζει δικαστήριο ή δικαστής μπορούν να παραταθούν κατόπιν αιτήματος διαδίκου. Οι προθεσμίες που ορίζει ο νόμος μπορούν, εντούτοις, να ανανεωθούν από δικαστήριο κατόπιν αιτήματος διαδίκου. Αίτηση παράτασης ή ανανέωσης προθεσμίας που έληξε πρέπει να υποβάλλεται στο δικαστήριο ενώπιον του οποίου έπρεπε να έχει εκτελεσθεί η καθυστερημένη πράξη το δικαστήριο αποφαίνεται με γραπτή διαδικασία. Οι διάδικοι ενημερώνονται εγγράφως για την εξέταση της αίτησης μέσω της αποστολής της τελευταίας σ’ αυτούς, με ταυτόχρονη αποστολή σ’ αυτούς της αίτησης για την παράταση της προθεσμίας ή την ανανέωση προθεσμίας που έληξε. Αίτηση ανανέωσης δικονομικής προθεσμίας πρέπει να συνοδεύεται από τα απαιτούμενα έγγραφα για την εκτέλεση της διαδικαστικής πράξης και τους λόγους ανανέωσης της προθεσμίας.

Προθεσμία που έχει τάξει δικαστής δύναται να παραταθεί από μονομελές δικαστήριο. Κατά της άρνησης δικαστηρίου ή δικαστή να παρατείνει ή να ανανεώσει μια προθεσμία μπορεί να ασκηθεί επικουρική ένσταση.

12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;

Προθεσμία άσκησης επικουρικής ένστασης (blakus sūdzība): Η επικουρική ένσταση πρέπει να ασκείται εντός 10 ημερών από την ημέρα έκδοσης, από το δικαστήριο, της προσβαλλόμενης απόφασης.

Εάν η απόφαση εκδίδεται με γραπτή διαδικασία, η προθεσμία άσκησης επικουρικής ένστασης αρχίζει από την ημέρα επίδοσης της απόφασης.

Εάν η απόφαση εκδίδεται ερήμην ενός διαδίκου (για παράδειγμα, απόφαση που διατάσσει διεξαγωγή αποδείξεων ή ασφαλιστικά μέτρα), η προθεσμία άσκησης επικουρικής ένστασης αρχίζει από την ημέρα επίδοσης ή αποστολής της απόφασης.

Αν δικαστική απόφαση αποσταλεί, σύμφωνα με τη νομοθεσία της ΕΕ ή τις διεθνείς συμφωνίες που έχει υπογράψει η Λετονία, σε πρόσωπο του οποίου ο τόπος κατοικίας ή διαμονής ή η καταστατική έδρα δεν βρίσκεται στη Λετονία αλλά του οποίου η διεύθυνση είναι γνωστή, το εν λόγω πρόσωπο μπορεί να ασκήσει επικουρική ένσταση εντός 15 ημερών από την ημέρα επίδοσης του αντιγράφου της απόφασης ή, εάν το δικαστήριο έχει εκδώσει συνοπτική απόφαση, από την ημέρα επίδοσης αντιγράφου της πλήρους απόφασης.

Η έφεση (apelācija) πρέπει να ασκείται εντός 20 ημερών από την ημέρα έκδοσης της απόφασης ή, εάν έχει εκδοθεί συνοπτική απόφαση, από την ημερομηνία που όρισε το δικαστήριο για τη σύνταξη πλήρους απόφασης. Σε περίπτωση σύνταξης της πλήρους απόφασης κατόπιν της ορισθείσας ημερομηνίας, η προθεσμία άσκησης έφεσης ξεκινά από την ημερομηνία σύνταξής της.

Αν αντίγραφο δικαστικής απόφασης αποσταλεί, σύμφωνα με τη νομοθεσία της ΕΕ ή τις διεθνείς συμφωνίες που έχει υπογράψει η Λετονία, σε πρόσωπο του οποίου ο τόπος κατοικίας ή διαμονής ή η καταστατική έδρα δεν βρίσκεται στη Λετονία αλλά του οποίου η διεύθυνση είναι γνωστή, το εν λόγω πρόσωπο μπορεί να ασκήσει έφεση εντός 20 ημερών από την ημέρα επίδοσης του αντιγράφου της απόφασης.

Η αίτηση αναίρεσης (kasācija) πρέπει να ασκηθεί εντός 30 ημερών από την ημέρα έκδοσης της απόφασης, αλλά εάν έχει εκδοθεί συνοπτική απόφαση, από την ημερομηνία που όρισε το δικαστήριο για τη σύνταξη πλήρους απόφασης. Σε περίπτωση σύνταξης της πλήρους απόφασης κατόπιν της ορισθείσας ημερομηνίας, η προθεσμία άσκησης έφεσης ξεκινά από την ημερομηνία σύνταξής της.

Αν αντίγραφο δικαστικής απόφασης αποσταλεί, σύμφωνα με τη νομοθεσία της ΕΕ ή τις διεθνείς συμφωνίες που έχει υπογράψει η Λετονία, σε πρόσωπο του οποίου ο τόπος κατοικίας ή διαμονής ή η καταστατική έδρα δεν βρίσκεται στη Λετονία αλλά του οποίου η διεύθυνση είναι γνωστή, το πρόσωπο μπορεί να ασκήσει αναίρεση εντός 30 ημερών από την ημέρα επίδοσης του αντιγράφου της απόφασης.

Είτε ασκείται έφεση είτε αίτηση αναίρεσης, σε περίπτωση που ασκηθεί μετά την παρέλευση της προθεσμίας, είναι απαράδεκτη και επιστρέφεται στον αιτούντα. Επικουρική ένσταση μπορεί να ασκηθεί κατά απορριπτικής δικαστικής απόφασης επί έφεσης ή αίτησης αναίρεσης εντός 10 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης από το δικαστήριο.

Για ορισμένες κατηγορίες διαφορών, παραδείγματος χάρη όσον αφορά την αναγνώριση απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου, μπορούν να προβλέπονται συγκεκριμένες προθεσμίες για την άσκηση ενδίκων μέσων, οι οποίες ορίζονται ανά υπόθεση στο πλαίσιο των κανόνων που διέπουν την πολιτική δικονομία.

13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;

Το δικαστήριο πρέπει να αναβάλει την εξέταση μιας υπόθεσης και να ορίσει άλλη ημερομηνία για την επ’ ακροατηρίω συζήτηση, εάν:

  • οποιοσδήποτε διάδικος απουσιάζει από τη συζήτηση και δεν έχει ειδοποιηθεί για τον χρόνο και τόπο της συζήτησης
  • οποιοσδήποτε διάδικος, ο οποίος έχει ενημερωθεί για τον χρόνο και τόπο της συζήτησης, απουσιάζει εντούτοις από τη συζήτηση για λόγους που το δικαστήριο κρίνει βάσιμους
  • δεν έχει επιδοθεί αντίγραφο του δικογράφου στον καθ’ ου και για τον λόγο αυτό ο καθ’ ου ζητεί να αναβληθεί η εκδίκαση της υπόθεσης
  • είναι απαραίτητο να κληθεί ως διάδικος πρόσωπο του οποίου τα δικαιώματα ή νόμιμα συμφέροντα ενδέχεται να θιγούν από την απόφαση του δικαστηρίου
  • η αναβολή μπορεί να βοηθήσει στην αποκατάσταση της συμβίωσης των συζύγων ή στην προώθηση φιλικού διακανονισμού, οπότε το δικαστήριο μπορεί να αναβάλει τη συζήτηση αυτεπαγγέλτως. Κατόπιν αιτήματος ενός εκ των διαδίκων, η εξέταση της υπόθεσης γι’ αυτόν τον σκοπό μπορεί επίσης να αναβληθεί κατ’ επανάληψη
  • ο τόπος κατοικίας ή διαμονής του καθ’ ου δεν βρίσκεται στη Λετονία και εστάλη σ’ αυτόν κοινοποίηση σχετικά με τον χρόνο και τόπο της συζήτησης και έχει ληφθεί επιβεβαίωση της επίδοσης των εγγράφων αλλά ο καθ’ ου δεν τα έλαβε εγκαίρως και δεν παρέστη στη συζήτηση
  • ο τόπος κατοικίας ή παραμονής του καθ’ ου δεν βρίσκεται στη Λετονία και εστάλη σε αυτόν κοινοποίηση σχετικά με τον χρόνο και τόπο της συζήτησης, ή εστάλη αντίγραφο της αίτησης, αλλά δεν ελήφθη επιβεβαίωση και ο καθ’ ου δεν παρέστη στη συζήτηση.
  • ληφθεί η συγκατάθεση των διαδίκων για διαμεσολάβηση.

Το δικαστήριο μπορεί να αναβάλει την εξέταση της υπόθεσης και σε άλλες περιστάσεις.

Το δικαστήριο μπορεί να αναβάλει την εξέταση της υπόθεσης στις παρακάτω περιπτώσεις:

  • αν ενάγων που ειδοποιήθηκε για τον χρόνο και τον τόπο διεξαγωγής της συζήτησης δεν παραστεί για άγνωστους λόγους
  • αν καθ’ ου που ειδοποιήθηκε για τον χρόνο και τον τόπο διεξαγωγής της συζήτησης δεν παραστεί για άγνωστους λόγους
  • αν το δικαστήριο κρίνει αδύνατο να αποφανθεί επί της υπόθεσης λόγω της απουσίας διαδίκου του οποίου η παρουσία είναι υποχρεωτική σύμφωνα με τον νόμο, ή λόγω της απουσίας μάρτυρα, πραγματογνώμονα ή διερμηνέα τον οποίο διορίζει το δικαστήριο
  • κατόπιν αιτήματος διαδίκου ο οποίος ζητεί να του επιτραπεί να προσκομίσει επιπλέον αποδείξεις
  • αν ένα πρόσωπο δεν είναι σε θέση να συμμετάσχει στη συζήτηση μέσω βιντεοδιάσκεψης, για τεχνικούς ή άλλους λόγους πέραν του ελέγχου του δικαστηρίου
  • αν διερμηνέας απουσιάζει από τη συζήτηση για λόγους που το δικαστήριο κρίνει θεμιτούς.

14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Όχι. Σύμφωνα με τους κανόνες της πολιτικής δικονομίας, η παράδοση και επίδοση δικαστικών εγγράφων σε πρόσωπο του οποίου ο τόπος κατοικίας ή παραμονής βρίσκεται εκτός της Λετονίας υπόκειται σε διαφορετικό μηχανισμό, και οι δικονομικές προθεσμίες που αρχίζουν από τη στιγμή παραλαβής των δικαστικών εγγράφων υπολογίζονται διαφορετικά.

Για παράδειγμα, κατά γενικό κανόνα, έφεση κατά πρωτόδικης απόφασης μπορεί να ασκηθεί εντός 20 ημερών από την ημέρα έκδοσης της απόφασης. Αν η απόφαση αποστέλλεται σε πρόσωπο του οποίου ο τόπος κατοικίας ή παραμονής βρίσκεται εκτός της Λετονίας, το εν λόγω πρόσωπο μπορεί να ασκήσει έφεση εντός 20 ημερών από την ημέρα επίδοσης του αντιγράφου της δικαστικής απόφασης. Σε περίπτωση που για τους διάφορους διαδίκους ορίζονται διαφορετικές προθεσμίες για την άσκηση έφεσης κατά πρωτόδικης απόφασης, η απόφαση αποκτά νομική ισχύ εφόσον δεν ασκηθεί έφεση εντός της επιτρεπόμενης περιόδου για άσκηση έφεσης, η οποία υπολογίζεται από την ημέρα επίδοσης του τελευταίου αντιγράφου της απόφασης, εκτός αν υποβληθεί έφεση.

15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Το δικαίωμα κίνησης διαδικαστικής ενέργειας παύει κατά τη λήξη της προθεσμίας που ορίζει ο νόμος ή το δικαστήριο. Προσφυγές και έγγραφα που υποβάλλονται μετά τη λήξη της προθεσμίας δεν γίνονται δεκτά.

16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Κατόπιν αιτήματος διαδίκου το δικαστήριο δύναται να ανανεώσει προθεσμία η οποία δεν τηρήθηκε, εφόσον κρίνει ότι υφίστατο βάσιμος λόγος για την καθυστέρηση.

Το δικαστήριο δύναται να ανανεώσει:

  • προθεσμίες που δεν τηρήθηκαν
  • προθεσμίες που προβλέπονται από τον νόμο
  • προθεσμίες που τάσσονται στους διαδίκους για την άσκηση των δικονομικών δικαιωμάτων τους.

Οι αμιγώς δικονομικές προθεσμίες που σχετίζονται με γενικές προθεσμίες παραγραφής δεν ανανεώνονται παραδείγματος χάρη, δεν είναι δυνατή η ανανέωση προθεσμίας για την υποβολή εγγράφου εκτέλεσης κατόπιν της λήξης δεκαετούς προθεσμίας παραγραφής, η οποία άρχισε από την ημερομηνία που απέκτησε νομική ισχύ η σχετική απόφαση δικαστηρίου ή δικαστή.

Όταν ανανεώνει μη τηρηθείσα προθεσμία, το δικαστήριο επιτρέπει συγχρόνως την εκτέλεση της καθυστερημένης διαδικαστικής πράξης.

Δικονομικές προθεσμίες που ορίζει δικαστήριο, δικαστής ή δικαστικός επιμελητής μπορούν να παραταθούν πριν τη λήξη τους με αίτημα ενός διαδίκου. Προθεσμίες που ορίζει ο νόμος δεν μπορούν να παραταθούν. Σε περίπτωση μη τήρησης προθεσμίας που ορίζει δικαστήριο, δικαστής ή δικαστικός επιμελητής, το πρόσωπο που δεσμεύεται από την προθεσμία μπορεί να ζητήσει να οριστεί νέα προθεσμία για την εκτέλεση της διαδικαστικής πράξης.

Αίτηση παράτασης ή ανανέωσης προθεσμίας που έληξε πρέπει να υποβάλλεται στο δικαστήριο ενώπιον του οποίου έπρεπε να έχει εκτελεσθεί η καθυστερημένη πράξη Η αίτηση εξετάζεται σε συζήτηση και οι διάδικοι ειδοποιούνται εκ των προτέρων για τον χρόνο και τόπο της συζήτησης. Η μη παράσταση διαδίκου δεν αποτελεί κώλυμα για την έκδοση απόφασης επί της αίτησης.

Αίτηση ανανέωσης δικονομικής προθεσμίας πρέπει να συνοδεύεται από τα απαιτούμενα έγγραφα για την εκτέλεση της διαδικαστικής πράξης και τους λόγους ανανέωσης της προθεσμίας.

Προθεσμία που έχει τάξει δικαστής δύναται να παραταθεί από μονομελές δικαστήριο.

Κατά της άρνησης δικαστηρίου ή δικαστή να παρατείνει ή να ανανεώσει μια προθεσμία μπορεί να ασκηθεί επικουρική ένσταση.

Τελευταία επικαιροποίηση: 24/03/2022

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.