- 1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται στις αστικές διαδικασίες;
- 2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.
- 3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;
- 4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;
- 5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);
- 6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;
- 7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;
- 8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;
- 9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;
- 10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;
- 11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;
- 12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;
- 13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;
- 14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;
- 15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;
- 16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;
Βρείτε πληροφορίες ανά περιφέρεια
- Βέλγιοbe
- Βουλγαρίαbg
- Τσεχίαcz
- Δανίαdk
- Γερµανίαde
- Εσθονίαee
- Ιρλανδίαie
- Ελλάδα el
- Ισπανίαes
- Γαλλίαfr
- Κροατίαhr
- Ιταλίαit
- Κύπροςcy
- Λεττονίαlv
- Λιθουανίαlt
- Λουξεµβούργοlu
- Ουγγαρίαhu
- Μάλταmt
- Κάτω Χώρεςnl
- Αυστρίαat
- Πολωνίαpl
- Πορτογαλίαpt
- Ρουμανίαro
- Σλοβενίαsi
- Σλοβακίαsk
- Φινλανδίαfi
- Σουηδίαse
- Ηνωµένο Βασίλειοuk
1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται στις αστικές διαδικασίες;
Η πολωνική πολιτική δικονομία κάνει διάκριση μεταξύ των ακόλουθων ειδών προθεσμιών:
- όσον αφορά τις διαδικαστικές πράξεις που διενεργούνται από τους διαδίκους: νόμιμες, δικαστικές και συμβατικές προθεσμίες·
- όσον αφορά τις διαδικαστικές πράξεις που διενεργούνται από το δικαστήριο: ενδεικτικές προθεσμίες.
Δεν επιτρέπεται η υπέρβαση των (καταληκτικών) νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών.
Οι νόμιμες προθεσμίες, οι οποίες ορίζονται ως αποσβεστικές προθεσμίες (γεγονός που σημαίνει ότι η μη τήρησή τους καθιστά άκυρη την εκάστοτε εκπρόθεσμη διαδικαστική πράξη), καθορίζονται σε τυπικούς νόμους. Οι εν λόγω προθεσμίες δεν μπορούν να παραταθούν ή να συντμηθούν. Οι νόμιμες προθεσμίες ξεκινούν να τρέχουν κατά τον χρόνο που ορίζει ο τυπικός νόμος. Δύο είναι τα είδη των νόμιμων προθεσμιών: οι προθεσμίες πριν από την παρέλευση των οποίων πρέπει να εκτελεστεί μια πράξη και οι προθεσμίες μετά τις οποίες μπορεί να εκτελεστεί μια πράξη. Οι νόμιμες προθεσμίες περιλαμβάνουν τις προθεσμίες άσκησης ένδικων μέσων, λ.χ. τις προθεσμίες κατάθεσης έφεσης ή προσφυγής.
Οι δικαστικές προθεσμίες ορίζονται ομοίως ως αποσβεστικές προθεσμίες, αλλά τάσσονται από το δικαστήριο ή από δικαστή. Οι δικαστικές προθεσμίες μπορούν να παραταθούν ή να συντμηθούν, μόνο όμως για σπουδαίο λόγο και έπειτα από αίτηση που κατατέθηκε πριν από τη λήξη της προθεσμίας, ακόμη και χωρίς την ακρόαση του αντιδίκου. Οι εν λόγω προθεσμίες ξεκινούν να τρέχουν από την έκδοση της σχετικής απόφασης ή διαταγής όταν ο κώδικας πολιτικής δικονομίας ορίζει αυτεπάγγελτη επίδοση ή κοινοποίηση, η προθεσμία ξεκινά να τρέχει με την επίδοση ή κοινοποίηση της απόφασης ή της διαταγής.
Στις δικαστικές προθεσμίες περιλαμβάνονται ιδίως οι προθεσμίες για τη θεραπεία προβλημάτων που αφορούν την ικανότητα διαδίκου ή την ικανότητα δικαστικής παράστασης και οι προθεσμίες για την αποκατάσταση τυπικών ελαττωμάτων έφεσης ή προσφυγής.
Οι συμβατικές προθεσμίες, όπως υποδηλώνει ο όρος, ορίζονται με συμφωνία των διαδίκων. Τυπικό παράδειγμα συνιστά η αναστολή της διαδικασίας έπειτα από κοινό αίτημα των διαδίκων. Εάν οι διάδικοι καταθέσουν τέτοιο αίτημα, το δικαστήριο μπορεί (αλλά δεν είναι υποχρεωμένο) να αναστείλει τη διαδικασία. Η εφαρμογή των προθεσμιών αυτού του είδους εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση των διαδίκων.
Οι ενδεικτικές προθεσμίες κατά κανόνα απευθύνονται στις δικαστικές αρχές (δικαστήρια), όχι στους διαδίκους. Η μη τήρησή τους δεν συνεπάγεται δυσμενείς δικονομικές συνέπειες. Βασικός τους σκοπός είναι η εφαρμογή της αρχής της ταχύτητας της διαδικασίας. Παράδειγμα τέτοιας προθεσμίας είναι η προθεσμία που τάσσεται στο δικαστήριο για να συντάξει το σκεπτικό απόφασης.
2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.
Δυνάμει του νόμου της 18ης Ιανουαρίου 1951 για τις εξαιρετέες ημέρες, ισχύουν οι εξής εκ του νόμου εξαιρετέες ημέρες:
1. όλες οι Κυριακές (τα Σάββατα δεν αποτελούν εκ του νόμου εξαιρετέες ημέρες),
2. οι ακόλουθες ημέρες:
α) 1η Ιανουαρίου — Πρωτοχρονιά,
β) 6 Ιανουαρίου — Άγια Θεοφάνια,
γ) Κυριακή του Πάσχα,
δ) Δευτέρα του Πάσχα,
ε) 1η Μαΐου — επίσημη αργία,
στ) 3 Μαΐου — εθνική εορτή της τρίτης Μαΐου,
ζ) Κυριακή της Πεντηκοστής,
η) της Αγίας Δωρεάς,
θ) 15 Αυγούστου — Κοίμηση της Θεοτόκου
ι) 1η Νοεμβρίου — Ημέρα των Αγίων Πάντων
ια) 11 Νοεμβρίου — εθνική εορτή — ημέρα ανεξαρτησίας
ιβ) 25 Δεκεμβρίου — Χριστούγεννα
ιγ) 26 Δεκεμβρίου — Επομένη των Χριστουγέννων.
Το 2024 η Κυριακή του Πάσχα είναι η 31η Μαρτίου, η Δευτέρα του Πάσχα είναι η 1η Απριλίου, η Κυριακή της Πεντηκοστής είναι η 19η Μαΐου και η εορτή της Αγίας Δωρεάς είναι η 30ή Μαΐου.
3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;
Στο αστικό δίκαιο, ο όρος «προθεσμία» χρησιμοποιείται με δύο έννοιες.
Μπορεί να αναφέρεται σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο (λ.χ., 5 Απριλίου 2017) ή σε συγκεκριμένο διάστημα με αρχή και τέλος (λ.χ., 14 ημέρες).
Όταν ορίζεται καταληκτική προθεσμία (ημερομηνία έως την οποία πρέπει να λάβει χώρα κάποια ενέργεια), το κρίσιμο στοιχείο είναι ο ακριβής χρόνος λήξης της. Οι προθεσμίες δεν είναι υποχρεωτικό να προσδιορίζονται κατά ημέρες, ωστόσο πρέπει να προσδιορίζονται βάσει της επέλευσης ορισμένου γεγονότος το οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη προβλέπουν ότι θα επέλθει σε μια συγκεκριμένη περίσταση.
Οι δικονομικές προθεσμίες προσδιορίζονται με τη χρήση μονάδων χρόνου, όπως η ημέρα, η εβδομάδα, ο μήνας ή το έτος. Βάσει του άρθρου 165 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, στις περιπτώσεις που τυπικός νόμος, δικαστική απόφαση, απόφαση άλλης κρατικής αρχής ή άλλη νομική πράξη τάσσει προθεσμία χωρίς να προσδιορίζει τον τρόπο υπολογισμού της, η μέθοδος υπολογισμού των προθεσμιών στις αστικές δίκες ρυθμίζεται από τις διατάξεις του αστικού κώδικα σχετικά με τις προθεσμίες (άρθρο 110 του αστικού κώδικα). Η αποστολή εγγράφου μέσω των ταχυδρομείων του εθνικού παρόχου ταχυδρομικών υπηρεσιών της Πολωνίας στο έδαφος της δημοκρατίας της Πολωνίας ή μέσω ταχυδρομείων εθνικού παρόχου ταχυδρομικών υπηρεσιών σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ισοδυναμεί με κατάθεση του εν λόγω εγγράφου στο δικαστήριο. Το ίδιο ισχύει για την κατάθεση εγγράφου από στρατιώτη στα κεντρικά γραφεία της μονάδας του, για την κατάθεση εγγράφου από πρόσωπο που στερείται την ελευθερία του στη διοίκηση του σωφρονιστικού καταστήματος στο οποίο κρατείται και για την κατάθεση εγγράφου από μέλος του πληρώματος πολωνικού ποντοπόρου πλοίου στον καπετάνιο του εν λόγω πλοίου.
Η ημέρα έχει 24 ώρες, και αρχίζει και λήγει στις 00:00.
Προθεσμία που προσδιορίζεται σε ημέρες εκπνέει στο τέλος της τελευταίας ημέρας. Προθεσμία που προσδιορίζεται σε εβδομάδες, μήνες ή έτη εκπνέει στο τέλος της αντίστοιχης ημέρας, κατ’ όνομα ή αριθμό, με την πρώτη ημέρα της προθεσμίας ή, εάν ο τελευταίος μήνας δεν έχει τέτοια ημέρα, την τελευταία ημέρα του εν λόγω μήνα. Εάν προθεσμία προσδιορίζεται με βάση την έναρξη, το μέσο ή το τέλος ενός μήνα, νοούνται η πρώτη, η δέκατη πέμπτη ή η τελευταία ημέρα του μήνα, ενώ ο μισός μήνας αντιστοιχεί σε 15 ημέρες. Εάν προθεσμία προσδιορίζεται σε μήνες ή έτη και δεν απαιτείται να είναι συναπτά, ο μήνας θεωρείται ότι έχει 30 ημέρες και το έτος 365 ημέρες. Εάν το τέλος της προθεσμίας εκτέλεσης μιας πράξης συμπίπτει με εκ του νόμου εξαιρετέα ημέρα ή Σάββατο, η προθεσμία λήγει την επόμενη εργάσιμη ημέρα που δεν είναι εξαιρετέα ημέρα ή Σάββατο.
4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;
Εάν η έναρξη προθεσμίας που προσδιορίζεται σε ημέρες εξαρτάται από συγκεκριμένο γεγονός, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος δεν συνυπολογίζεται στην προθεσμία. Για παράδειγμα, εάν το δικαστήριο προέβη σε κοινοποίηση στον διάδικο με την οποία τον κάλεσε, στις 11 Ιανουαρίου 2017, να εκτελέσει μια συγκεκριμένη πράξη εντός προθεσμίας επτά ημερών, η εν λόγω προθεσμία έληξε τα μεσάνυχτα (00.00) της 18ης Ιανουαρίου 2017.
5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);
Το δικαστήριο μπορεί να πραγματοποιήσει επίδοση ή κοινοποίηση με διάφορους τρόπους: μέσω ταχυδρομείου, με δικαστικό επιμελητή, με κλητήρα ή μέσω της υπηρεσίας επιδόσεων του δικαστηρίου. Η επίδοση ή κοινοποίηση στο πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται μπορεί επίσης να πραγματοποιηθεί με την παράδοση του εγγράφου για τον παραλήπτη στη γραμματεία του δικαστηρίου. Στο μέτρο που η επίδοση ή κοινοποίηση έχει πραγματοποιηθεί νόμιμα, όλες οι εν λόγω μέθοδοι είναι εξίσου έγκυρες, ενώ η μέθοδος που επιλέγεται δεν επηρεάζει την πορεία των προθεσμιών.
Από τις 8 Σεπτεμβρίου 2016, η νομοθεσία παρέχει στο δικαστήριο τη δυνατότητα να προβαίνει σε επίδοση ή κοινοποίηση μέσω ενός συστήματος διαβίβασης δεδομένων, εφόσον ο παραλήπτης έχει καταθέσει έγγραφα μέσω του εν λόγω συστήματος ή έχει επιλέξει την εν λόγω μέθοδο. Παραλήπτης που έχει επιλέξει να καταθέτει έγγραφα μέσω συστήματος διαβίβασης δεδομένων μπορεί να αυτοεξαιρεθεί από την ηλεκτρονική επίδοση.
Έγγραφο που επιδίδεται με ηλεκτρονικά μέσα θεωρείται ότι έχει επιδοθεί την ημερομηνία που προσδιορίζεται στην ηλεκτρονική πιστοποίηση της παραλαβής της αλληλογραφίας, ακόμη κι αν η εν λόγω ημερομηνία είναι εκ του νόμου εξαιρετέα ημέρα. Η παραλαβή της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας σε νυκτερινή ώρα δεν θίγει το κύρος της επίδοσης. Ελλείψει ηλεκτρονικής πιστοποίησης της παραλαβής της αλληλογραφίας, η επίδοση θεωρείται ότι αναπτύσσει τα έννομα αποτελέσματά της 14 ημέρες μετά την ημερομηνία ανάρτησης του εγγράφου στο σύστημα διαβίβασης δεδομένων. Οι ανωτέρω κανόνες επιβάλλουν στους διαδίκους να ελέγχουν τον ηλεκτρονικό τους λογαριασμό τουλάχιστον κάθε 14 ημέρες.
6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;
Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη προθεσμίας που προσδιορίζεται σε ημέρες, η ημέρα επέλευσής του δεν συνυπολογίζεται στην προθεσμία.
7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;
Οι προθεσμίες που προσδιορίζονται σε ημέρες προσδιορίζονται σε ημερολογιακές ημέρες. Εάν το τέλος της προθεσμίας εκτέλεσης μιας πράξης συμπίπτει με εκ του νόμου εξαιρετέα ημέρα ή Σάββατο, η προθεσμία λήγει την επόμενη εργάσιμη ημέρα που δεν είναι εξαιρετέα ημέρα ή Σάββατο.
8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;
Προθεσμία που προσδιορίζεται σε εβδομάδες, μήνες ή έτη εκπνέει στο τέλος της αντίστοιχης ημέρας, κατ’ όνομα ή αριθμό, με την πρώτη ημέρα της προθεσμίας ή, εάν ο τελευταίος μήνας δεν έχει τέτοια ημέρα, την τελευταία ημέρα του εν λόγω μήνα.
Εάν προθεσμία προσδιορίζεται με βάση την έναρξη, το μέσο ή το τέλος ενός μήνα, εννοούνται η πρώτη, η δέκατη πέμπτη ή η τελευταία ημέρα του μήνα. Ο μισός μήνας αντιστοιχεί σε 15 ημέρες.
Εάν προθεσμία προσδιορίζεται σε μήνες ή έτη και δεν απαιτείται να είναι συναπτά, ο μήνας θεωρείται ότι έχει 30 ημέρες και το έτος 365 ημέρες.
9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;
Προθεσμία που προσδιορίζεται σε εβδομάδες, μήνες ή έτη εκπνέει στο τέλος της αντίστοιχης ημέρας, κατ’ όνομα ή αριθμό, με την πρώτη ημέρα της προθεσμίας ή, εάν ο τελευταίος μήνας δεν έχει τέτοια ημέρα, την τελευταία ημέρα του εν λόγω μήνα.
Εάν προθεσμία προσδιορίζεται με βάση την έναρξη, το μέσο ή το τέλος ενός μήνα, εννοούνται η πρώτη, η δέκατη πέμπτη ή η τελευταία ημέρα του μήνα. Ο μισός μήνας αντιστοιχεί σε 15 ημέρες.
Εάν προθεσμία προσδιορίζεται σε μήνες ή έτη και δεν απαιτείται να είναι συναπτά, ο μήνας θεωρείται ότι έχει 30 ημέρες και το έτος 365 ημέρες.
10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;
Εάν το τέλος της προθεσμίας εκτέλεσης μιας πράξης συμπίπτει με εκ του νόμου εξαιρετέα ημέρα ή Σάββατο, η προθεσμία λήγει την επόμενη εργάσιμη ημέρα που δεν είναι εξαιρετέα ημέρα ή Σάββατο.
11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;
Μόνο οι δικαστικές προθεσμίες, δηλαδή οι προθεσμίες που τάσσει το δικαστήριο ή ο πρόεδρός του, μπορούν να παραταθούν ή να συντμηθούν. Απόφαση παράτασης ή σύντμησης μιας προθεσμίας μπορεί να ληφθεί από το δικαστήριο ή τον πρόεδρο του δικαστηρίου, μόνο όμως για σπουδαίους λόγους, ενώ η αξιολόγηση των λόγων εναπόκειται στη διακριτική του ευχέρεια.
Προθεσμία μπορεί να παραταθεί ή να συντμηθεί μόνο κατόπιν αιτήματος διαδίκου, προσώπου που μετέχει σε εκουσία διαδικασία, παρεμβαίνοντα, εισαγγελέα, επιθεωρητή εργασίας, του συνηγόρου του καταναλωτή, μη κυβερνητικής οργάνωσης, πραγματογνώμονα που έχει διορίσει το δικαστήριο ή μάρτυρα, εάν η προθεσμία αφορά τις πράξεις τους. Τέτοια απόφαση δεν μπορεί να ληφθεί αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ή τον δικαστή.
Η αίτηση πρέπει να κατατεθεί πριν από τη λήξη της προθεσμίας της οποίας ζητείται η παράταση ή η σύντμηση.
12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;
Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας της Πολωνίας ορίζει νόμιμες δικονομικές προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων ανάλογα με το είδος της δικαστικής απόφασης [απόφαση (wyrok), διαταγή επί της ουσίας της υπόθεσης σε διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας (postanowienie co do istoty sprawy w postępowaniu nieprocesowym), απόφαση που εκδόθηκε ερήμην (wyrok zaoczny), διαταγή πληρωμής σε διαδικασία βάσει εντολής πληρωμής (nakaz zapłaty w postępowaniu upominawczym), διαταγή πληρωμής σε διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής (nakaz zapłaty w postępowaniu nakazowym) και διαταγή (postanowienie)]. Συγκεκριμένα, προβλέπονται οι εξής νόμιμες προθεσμίες:
- αποφάσεις και διαταγές επί της ουσίας της υπόθεσης στη διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας: Το σκεπτικό της απόφασης πρέπει να καταρτίζεται εγγράφως εφόσον το ζητήσει ένας εκ των διαδίκων εντός μίας εβδομάδας από την ημερομηνία απαγγελίας του διατακτικού της απόφασης. Το δικαστήριο οφείλει να επιδώσει αυτεπαγγέλτως την απόφαση στους διαδίκους, στην περίπτωση όπου ο διάδικος ο οποίος είχε στερηθεί την ελευθερία του και που ενήργησε χωρίς δικηγόρο, νομικό σύμβουλο ή σύμβουλο για θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας δεν ήταν παρών κατά την απαγγελία της απόφασης και η απόφαση εκδόθηκε κεκλεισμένων των θυρών. Η απόφαση καθώς και οι πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο και την προθεσμία υποβολής αιτήματος επίδοσης ή κοινοποίησης του σκεπτικού, καθώς και σχετικά με τις προϋποθέσεις, τον τρόπο και την προθεσμία άσκησης έφεσης πρέπει να επιδίδονται αυτομάτως σε κάθε διάδικο που ενήργησε χωρίς δικηγόρο, νομικό σύμβουλο, σύμβουλο σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ή στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας της Πολωνίας. Εάν η εκπροσώπηση είναι υποχρεωτική, ο διάδικος πρέπει να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο ή νομικό σύμβουλο· ο διάδικος θα πρέπει επίσης να ενημερωθεί σχετικά με τις διατάξεις που αφορούν την υποχρέωση εκπροσώπηση και σχετικά με τις συνέπειες της μη συμμόρφωσης με τις διατάξεις αυτές. Ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση μπορεί να ασκηθεί έφεση εντός δύο εβδομάδων από την επίδοση της απόφασης και του σκεπτικού της στον εκκαλούντα. Σε περίπτωση παράτασης της προθεσμίας για τη σύνταξη του σκεπτικού της απόφασης, η προθεσμία για την άσκηση της έφεσης είναι τρεις εβδομάδες. Κατά την επίδοση ή κοινοποίηση της απόφασης, το δικαστήριο γνωστοποιεί στον διάδικο την προθεσμία αυτή. Εάν η προθεσμία έχει αναγραφεί εσφαλμένα στην ειδοποίηση και ο διάδικος συμμορφώθηκε με αυτήν, η προσφυγή θεωρείται ότι ασκήθηκε εντός της προθεσμίας. Οι προαναφερθείσες προθεσμίες (δύο εβδομάδες και τρεις εβδομάδες) θεωρείται επίσης ότι έχουν τηρηθεί εάν, πριν από τη λήξη τους, ο διάδικος έχει ασκήσει έφεση ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές, το εν λόγω δικαστήριο κοινοποιεί την έφεση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και ζητεί την προσκόμιση της δικογραφίας·
- διαταγή: η προθεσμία για την άσκηση ανακοπής είναι μία εβδομάδα από την ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης της διαταγής και του σκεπτικού της, μεταξύ άλλων και στην περίπτωση κατά την οποία η επίδοση ή κοινοποίηση πραγματοποιήθηκε αυτεπαγγέλτως. Εάν, κατά τον χρόνο έκδοσης της διαταγής, το δικαστήριο αποφάσισε να μη συντάξει το σκεπτικό της, η προθεσμία αρχίζει να τρέχει από την απαγγελία της απόφασης ή, εάν έπρεπε να πραγματοποιηθεί επίδοση ή κοινοποίηση, από την ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης. Το δικαστήριο οφείλει να συντάξει το σκεπτικό των διαταγών που απαγγέλλονται σε δημόσια συνεδρίαση μόνον εφόσον υπόκεινται σε ανακοπή και μόνον εφόσον το ζητήσει ο διάδικος εντός μίας εβδομάδας από την ημερομηνία απαγγελίας της απόφασης. Οι διαταγές αυτές επιδίδονται ή κοινοποιούνται μόνο στον διάδικο που υπέβαλε αίτημα να συνταχθεί και να του επιδοθεί, μαζί με τη διαταγή, το σκεπτικό της. Το δικαστήριο πρέπει να επιδίδει αυτεπαγγέλτως στους διαδίκους αποφάσεις που εκδίδονται σε δημόσια συνεδρίαση, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά σε ειδικό νόμο. Κατά την επίδοση ή κοινοποίησης απόφασης σε διάδικο που ενήργησε χωρίς δικηγόρο, νομικό σύμβουλο, σύμβουλο σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ή στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας της Πολωνίας, ο διάδικος θα πρέπει να ενημερώνεται για το παραδεκτό, τις προϋποθέσεις, τις προθεσμίες και τον τρόπο υποβολής αιτήματος επίδοσης ή κοινοποίησης του σκεπτικού και άσκησης έφεσης, ή για το γεγονός ότι η απόφαση δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα ή ότι δεν χρειάζεται να συνταχθεί το σκεπτικό της απόφασης. Σε περίπτωση απόφασης που μπορεί να προσβληθεί με ένδικα μέσα και εκδόθηκε κεκλεισμένων των θυρών, το δικαστήριο συντάσσει το σκεπτικό μόνον εφόσον το ζητήσει ο διάδικος εντός μίας εβδομάδας από την επίδοση της απόφασης. Η απόφαση επιδίδεται μόνο στον διάδικο που ζήτησε τη σύνταξη και την κοινοποίηση του σκεπτικού της απόφασης. Όταν ένας ειδικός νόμος επιβάλλει στο δικαστήριο να συντάξει αυτεπαγγέλτως το σκεπτικό απόφασης που εκδίδεται κεκλεισμένων των θυρών, η απόφαση και το σκεπτικό επιδίδονται αυτοδικαίως. Το δικαστήριο μπορεί να συντάξει το σκεπτικό απόφασης που μπορεί να προσβληθεί με ένδικα μέσα και που έχει εκδοθεί κεκλεισμένων των θυρών, εάν αυτό απλουστεύει τη διαδικασία ή εάν η απόφαση αφορά την επιστροφή των εξόδων σε πρόσωπο που δεν ήταν διάδικος στη διαδικασία. Στις περιπτώσεις αυτές, η απόφαση και το σκεπτικό κοινοποιούνται σε όλους τους διαδίκους και σε όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Η αυτεπάγγελτη επίδοση από το δικαστήριο απόφασης που εκδόθηκε κεκλεισμένων των θυρών μαζί με το σκεπτικό της απαλλάσσει τον διάδικο από την υποχρέωση να υποβάλει αίτημα επίδοσης της απόφασης και του σκεπτικού. Κατά την έκδοση απόφασης που μπορεί να προσβληθεί με ένδικα μέσα το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με την εκτίμησή του που βασίζεται στην εξέταση όλων των περιστάσεων της υπόθεσης, να αποφασίσει να μη συντάξει το σκεπτικό της απόφασης, υπό την προϋπόθεση ότι αποδέχεται πλήρως το αίτημα που είχε υποβάλει ο διάδικος στο δικόγραφό του και συμφωνεί με τους ισχυρισμός που προβάλλει ο διάδικος προς στήριξη του αιτήματος αυτού. Η απόφαση πρέπει να παραπέμπει στα σχετικά υπομνήματα. Εάν το διαδικαστικό έγγραφο επιδοθεί ή κοινοποιηθεί μετά την έκδοση της απόφασης, η προθεσμία για την άσκηση έφεσης αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης του εν λόγω εγγράφου. Η απόφαση δικαστικού επιμελητή μπορεί να προσβληθεί με έφεση εάν η απόφαση αυτή θα μπορούσε να προσβληθεί με έφεση εάν είχε εκδοθεί από δικαστήριο. Η έφεση ασκείται ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο ο δικαστικός επιμελητής εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση εντός μίας εβδομάδας από την επίδοση της απόφασης. Εάν η απόφαση επιδόθηκε χωρίς το σκεπτικό και ο διάδικος υπέβαλε αίτημα για τη σύνταξη σκεπτικού, η προθεσμία για την άσκηση έφεσης αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία επίδοσης της απόφασης μαζί με το σκεπτικό·
- ερήμην απόφαση κατά του εναγομένου: ο εναγόμενος κατά του οποίου έχει εκδοθεί ερήμην απόφαση μπορεί να ασκήσει ανακοπή εντός δύο εβδομάδων από την επίδοση της απόφασης·
- ερήμην απόφαση κατά του ενάγοντα: το δικαστήριο συντάσσει το σκεπτικό της ερήμην απόφασης, εάν η αγωγή απορρίφθηκε στο σύνολό της ή εν μέρει, και ο ενάγων, εντός μίας εβδομάδας από την επίδοση της απόφασης, υποβάλει αίτηση για τη σύνταξη του σκεπτικού της απόφασης·
- διαταγή πληρωμής βάσει εντολής πληρωμής και διαταγή πληρωμής στο πλαίσιο διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής: στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής, το δικαστήριο διατάσσει τον καθού να καταβάλει ικανοποιήσει το σύνολο της αξίωσης, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών εξόδων, εντός της προθεσμίας που ορίζεται στη διαταγή πληρωμής ή να ασκήσει ανακοπή (δήλωση ένστασης κατά της διαταγής πληρωμής βάσει εντολής πληρωμής και δήλωση ένστασης κατά της διαταγής πληρωμής στο πλαίσιο της διαδικασίας διαταγής πληρωμής). Οι προθεσμίες είναι οι εξής: δύο εβδομάδες από την ημερομηνία επίδοσης της διαταγής πληρωμής στην περίπτωση διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε βάσει εντολής πληρωμής, όταν η επίδοση της διαταγής στον καθού πρόκειται να πραγματοποιηθεί στη χώρα· ένας μήνας από την ημερομηνία επίδοσης της διαταγής πληρωμής στην περίπτωση διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε βάσει εντολής πληρωμής, όταν η επίδοση της διαταγής στον καθού πρόκειται να πραγματοποιηθεί εκτός Πολωνίας αλλά εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης· ένας μήνας από την ημερομηνία επίδοσης της διαταγής στην περίπτωση διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής, όταν η επίδοση της διαταγής στον καθού πρόκειται να πραγματοποιηθεί εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης· τρεις μήνες από την ημερομηνία επίδοσης της διαταγής σε περίπτωση που η επίδοση της διαταγής πρόκειται να πραγματοποιηθεί εκτός της Eυρωπαϊκής Ένωσης. Εάν, μετά την έκδοση της διαταγής πληρωμής, αποδειχθεί ότι η επίδοση της διαταγής πληρωμής πρέπει να πραγματοποιηθεί σε τόπο ο οποίος, σύμφωνα με την παράγραφο 2, δικαιολογεί τον καθορισμό προθεσμίας διαφορετικής από εκείνη που ορίζεται στην εκδοθείσα διαταγή, το δικαστήριο εκδίδει αυτεπαγγέλτως απόφαση για την τροποποίηση της διαταγής πληρωμής, ανάλογα με την περίπτωση.
13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;
Οι μάρτυρες και οι διάδικοι βαρύνονται με την απόλυτη υποχρέωση να εμφανιστούν στο δικαστήριο. Οι μάρτυρες πρέπει να εμφανιστούν στο δικαστήριο ακόμη και αν δεν γνωρίζουν τις περιστάσεις της υπόθεσης ή έχουν ήδη αποφασίσει να ασκήσουν το δικαίωμά τους να αρνηθούν να καταθέσουν. Οι μάρτυρες πρέπει να δικαιολογήσουν εγγράφως την τυχόν απουσία τους πριν από την ημερομηνία της συζήτησης. Η μεταγενέστερη παράθεση λόγων που δικαιολογούν τη μη εμφάνιση στο δικαστήριο δεν αποτρέπει την επιβολή προστίμου στον μάρτυρα από το δικαστήριο κατά τη συζήτηση.
Οι μάρτυρες πρέπει να επισυνάψουν στο έγγραφο δικαιολόγησης της απουσίας τους σχετικά αποδεικτικά στοιχεία. Η μη εμφάνιση μάρτυρα στο δικαστήριο μπορεί να δικαιολογηθεί λόγω ασθένειας, σημαντικού επαγγελματικού ταξιδιού ή σοβαρού απρόβλεπτου περιστατικού. Όταν γίνεται επίκληση ασθένειας για τη μη εμφάνιση μάρτυρα που έχει κλητευθεί, πρέπει να υποβληθεί πιστοποιητικό που να βεβαιώνει την αδυναμία εμφάνισης του μάρτυρα στο δικαστήριο το οποίο να έχει εκδοθεί από εξουσιοδοτημένο ιατρό. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο θα ορίσει άλλη ημερομηνία εμφάνισης στο ακροατήριο.
14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;
Οι διάδικοι και οι μάρτυρες υπόκεινται στους κανόνες της πολιτικής δικονομίας που εφαρμόζει η δικαστική αρχή (δικαστήριο).
15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;
Διαδικαστική πράξη που διενεργεί διάδικος μετά τη λήξη της προθεσμίας είναι άκυρη.
Η εν λόγω αρχή ισχύει τόσο για τις νόμιμες όσο και τις δικαστικές προθεσμίες. Η ακυρότητα διαδικαστικής πράξης έχει την έννοια ότι πράξη που διενεργήθηκε εκπρόθεσμα δεν παράγει τα έννομα αποτελέσματα που της προσδίδει η νομοθεσία. Διαδικαστική πράξη που διενεργήθηκε εκπρόθεσμα είναι άκυρη ακόμη κι αν το δικαστήριο δεν έχει ακόμη εκδώσει την απόφασή του που υπαγορεύεται από τη λήξη της προθεσμίας.
16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;
Σε περίπτωση παρέλευσης μιας προθεσμίας, ο διάδικος μπορεί να ζητήσει την επαναφορά της ή την επανάληψη της διαδικασίας.
Εάν ο διάδικος έχει απολέσει την προθεσμία διενέργειας διαδικαστικής πράξης χωρίς δική του υπαιτιότητα, το δικαστήριο επαναφέρει την προθεσμία κατόπιν αίτησης του διαδίκου. Ωστόσο, η επαναφορά δεν γίνεται δεκτή εάν η μη τήρηση της προθεσμίας δεν έχει δυσμενείς δικονομικές συνέπειες για τον διάδικο. Δικόγραφο με αίτηση επαναφοράς της προθεσμίας πρέπει να κατατεθεί ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο επρόκειτο να διενεργηθεί η πράξη το αργότερο μία εβδομάδα αφότου εξέλιπε ο λόγος της μη τήρησης της προθεσμίας. Στο δικόγραφο πρέπει να τεκμηριώνονται οι περιστάσεις που δικαιολογούν το αίτημα επαναφοράς. Ο διάδικος πρέπει να διενεργήσει τη διαδικαστική πράξη ταυτόχρονα με την κατάθεση της αίτησης. Μετά την παρέλευση ενός έτους από τη μη τήρηση της προθεσμίας, η επαναφορά της είναι δυνατή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Επαναφορά της προθεσμίας έφεσης κατά απόφασης ακύρωσης γάμου ή διαζυγίου ή κατά απόφασης που αναγνωρίζει το ανυπόστατο γάμου δεν γίνεται δεκτή αν έστω και ένας από τους διαδίκους τέλεσε νέο γάμο αφότου κατέστη αμετάκλητη η απόφαση. Το δικαστήριο απορρίπτει αίτηση επαναφοράς προθεσμίας που κατατίθεται εκπρόθεσμα ή που είναι απαράδεκτη βάσει της νομοθεσίας. Η κατάθεση αίτησης επαναφοράς προθεσμίας δεν αναστέλλει τη διαδικασία ή την εκτέλεση της απόφασης. Το δικαστήριο μπορεί, ωστόσο, ανάλογα με τις περιστάσεις, να αναστείλει τη διαδικασία ή την εκτέλεση της απόφασης. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, το δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει αμέσως στην εκδίκαση της υπόθεσης.
Η επανάληψη της διαδικασίας επιτρέπει την εκ νέου εκδίκαση μιας υπόθεσης που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση. Η προσφυγή με αίτημα την επανάληψη της διαδικασίας συχνά χαρακτηρίζεται ως έκτακτο ένδικο μέσο, που χρησιμοποιείται για την προσβολή αμετάκλητων αποφάσεων, σε αντίθεση με τα τακτικά ένδικα μέσα (που χρησιμοποιούνται για την προσβολή μη αμετάκλητων αποφάσεων). Επανάληψη της διαδικασίας λόγω ακυρότητας μπορεί να ζητηθεί: εάν στον δικαστικό σχηματισμό συμμετείχε μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο ή εάν ο δικαστής που εξέδωσε την απόφαση υπόκειτο σε εξαίρεση βάσει νόμου και ο διάδικος δεν ήταν σε θέση να ζητήσει την εξαίρεσή του πριν η απόφαση καταστεί αμετάκλητη· εάν ένας από τους διαδίκους δεν είχε έννομο συμφέρον ή ικανότητα διαδίκου, ή εάν δεν εκπροσωπήθηκε δεόντως, ή στερήθηκε παρανόμως τη δυνατότητα να ενεργήσει· ωστόσο, επανάληψη της διαδικασίας δεν μπορεί να ζητηθεί εάν, πριν η απόφαση καταστεί αμετάκλητη, ο διάδικος είχε ανακτήσει τη δυνατότητα να ενεργήσει ή εάν η έλλειψη εκπροσώπησης προβλήθηκε με ένσταση ή εάν ο διάδικος ενέκρινε τις διαδικαστικές ενέργειες. Επανάληψη της διαδικασίας μπορεί επίσης να ζητηθεί εάν το Συνταγματικό Δικαστήριο κρίνει ότι η κανονιστική πράξη βάσει της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αντιβαίνει στο Σύνταγμα, σε κυρωμένη διεθνή συνθήκη ή σε τυπικό νόμο.
Επανάληψη της διαδικασίας μπορεί να ζητηθεί:
- η απόφαση βασίστηκε σε πλαστογραφημένο ή παραποιημένο έγγραφο ή σε ποινική καταδικαστική απόφαση που στη συνέχεια ανατράπηκε·
- ή η απόφαση εκδόθηκε ως αποτέλεσμα εγκληματικής πράξης.
Επανάληψη της διαδικασίας μπορεί να ζητηθεί επίσης:
- αν έγινε μεταγενέστερα γνωστή άλλη αμετάκλητη απόφαση που αφορά την ίδια έννομη σχέση, ή αν έγιναν γνωστά αποδεικτικά στοιχεία ή πραγματικά περιστατικά που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την έκβαση της υπόθεσης και τα οποία δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο διάδικος στην προηγούμενη δίκη·
- αν το περιεχόμενο της απόφασης επηρεάστηκε από απόφαση που δεν περάτωνε τη διαδικασία της υπόθεσης και η οποία εκδόθηκε βάσει κανονιστικής πράξης που κηρύχθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο αντίθετη στο Σύνταγμα, σε κυρωμένη διεθνή συνθήκη ή σε τυπικό νόμο (η οποία ακυρώθηκε ή τροποποιήθηκε σύμφωνα με τον κώδικα πολιτικής δικονομίας).
Επανάληψη της διαδικασίας σε σχέση με απόφαση επί αξιόποινης πράξης μπορεί να ζητηθεί μόνον εάν η τέλεση της αξιόποινης πράξης έχει κριθεί με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, εκτός εάν η ποινική διαδικασία δεν μπορεί να κινηθεί ή έχει διακοπεί για λόγους άλλους από την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων.
Αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας σε σχέση με απόφαση ακύρωσης γάμου ή διαζυγίου ή απόφαση που αναγνωρίζει το ανυπόστατο γάμου δεν γίνεται δεκτή αν έστω και ένας από τους διαδίκους τέλεσε νέο γάμο αφότου κατέστη αμετάκλητη η απόφαση. Η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας πρέπει να κατατεθεί εντός τριών μηνών· η προθεσμία αυτή αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία κατά την οποία ο διάδικος έλαβε γνώση των λόγων που υπαγορεύουν την επανάληψη της διαδικασίας ή, σε περίπτωση που το σκεπτικό συνίστατο στο ότι ο διάδικος δεν εκπροσωπήθηκε δεόντως ή στερήθηκε τη δυνατότητα να ενεργήσει, από την ημερομηνία κατά την οποία ο διάδικος ή συστατικό όργανό του ή ο νόμιμος εκπρόσωπός του έλαβε γνώση της απόφασης. Όταν το Συνταγματικό Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι κανονιστική πράξη αντιβαίνει στο Σύνταγμα, σε κυρωμένη διεθνή συμφωνία ή στον νόμο βάσει του οποίου εκδόθηκε η απόφαση, η αίτηση επανάληψης πρέπει να κατατεθεί εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία τελεσιδίκησε η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Εάν, κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου, απόφαση (εκδοθείσα βάσει κανονιστικής πράξης που είχε κηρυχθεί από το Συνταγματικό Δικαστήριο αντίθετη προς το Σύνταγμα, κυρωμένη διεθνή συμφωνία ή τυπικό μόνο) δεν έχει ακόμη καταστεί τελεσίδικη λόγω της άσκησης έφεσης η οποία στη συνέχεια απορρίφθηκε, η προθεσμία αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία επίδοσης της απορριπτικής απόφασης ή, σε περίπτωση που η απόφαση εκδόθηκε σε δημόσια συνεδρίαση, από την ημερομηνία απαγγελίας της εν λόγω απόφασης.
Επανάληψη της διαδικασίας δεν μπορεί να ζητηθεί αν έχουν παρέλθει δέκα έτη αφότου κατέστη αμετάκλητη η απόφαση, εκτός αν ο διάδικος δεν ήταν σε θέση να ενεργήσει ή δεν είχε εκπροσωπηθεί δεόντως.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.