

Βρείτε πληροφορίες ανά περιφέρεια
Οι διαδικαστικές πράξεις πρέπει να διενεργούνται έως συγκεκριμένες καταληκτικές ημερομηνίες (términos) ή εντός συγκεκριμένων προθεσμιών (plazos) που ορίζει ο νόμος.
Η καταληκτική ημερομηνία προσδιορίζει ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο ως το απώτατο χρονικό όριο διενέργειας ορισμένης διαδικαστικής πράξης.
Η προθεσμία προσδιορίζει ένα χρονικό διάστημα εντός του οποίου πρέπει να διενεργηθεί η διαδικαστική πράξη. Οι προθεσμίες μπορεί να εκφράζονται σε ημέρες, εβδομάδες, μήνες ή έτη.
Εάν ο νόμος δεν προβλέπει προθεσμία ή καταληκτική ημερομηνία, η πράξη πρέπει να διενεργηθεί χωρίς καθυστέρηση.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου (Tribunal Constitucional), κάθε καθυστέρηση στη δίκη μπορεί να συνιστά προσβολή του δικαιώματος σε δίκη χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Ωστόσο, πρέπει να εφαρμόζεται το κριτήριο της αναλογικότητας και να ακολουθείται, σύμφωνα και με το άρθρο 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), η έννοια της λογικής προθεσμίας (που λαμβάνει υπόψη παράγοντες όπως είναι η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, ο χρόνος που συνήθως απαιτείται για τις υποθέσεις του συγκεκριμένου είδους, τα συμφέροντα του ενάγοντος και η δικονομική του συμπεριφορά, η συμπεριφορά των αρχών ή οι διαθέσιμοι πόροι). Εξάλλου, εάν το δικαστήριο δεν σεβαστεί την έννοια της λογικής προθεσμίας, αυτό θα έχει αντίκτυπο στο δικαίωμα που κατοχυρώνεται με το άρθρο 24 παράγραφος 2 του ισπανικού Συντάγματος.
Επιπλέον, η μη τήρηση των καταληκτικών ημερομηνιών και των προθεσμιών από το δικαστήριο και τους δικαστικούς υπαλλήλους χωρίς εύλογη αιτία επισείει τις πειθαρχικές κυρώσεις που προβλέπει ο οργανικός νόμος του δικαστικού σώματος (Ley Orgánica del Poder Judicial). Τούτο δεν θίγει το δικαίωμα του διαδίκου που έχει ζημιωθεί να αξιώσει κάθε αποκατάσταση που τυχόν δικαιούται.
Διακριτό από το ζήτημα των δικονομικών προθεσμιών είναι το ζήτημα των προθεσμιών άσκησης των ουσιαστικών δικαιωμάτων (απόσβεση και παραγραφή).
Σε ό,τι αφορά τη ρύθμιση των διοικητικών διαδικασιών, ο κανονισμός αριθ. 1182/71 εφαρμόζεται επί του παρόντος στο εθνικό δίκαιο βάσει του άρθρου 48 του νόμου για τη θέσπιση του νομικού καθεστώτος των δημόσιων οργάνων και της συνήθους διοικητικής διαδικασίας (Ley de Régimen Jurídico de las Administraciones Públicas y del Procedimiento Administrativo Común). Το άρθρο 48 ορίζει τα εξής:
Το ημερολόγιο πρέπει να δημοσιεύεται πριν από την έναρξη κάθε έτους στην οικεία επίσημη εφημερίδα και σε άλλα μέσα, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι καθίσταται γνωστό στο κοινό.
ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ προς το ημερολόγιο των μη εργάσιμων ημερών κατά τη διάρκεια του 2022.
Οι μη εργάσιμες για τις δικαστικές διαδικασίες ημέρες καθορίζονται στο άρθρο 182 του οργανικού νόμου του δικαστικού σώματος (Ley Orgánica del Poder Judicial). Το άρθρο αυτό προβλέπει τα εξής:
Βάσει του άρθρου 183 του οργανικού νόμου του δικαστικού σώματος, οι ημέρες του Αυγούστου είναι μη εργάσιμες ημέρες για όλες τις δικαστικές διαδικασίες, με εξαίρεση όσες διαδικασίες χαρακτηρίζονται επείγουσες βάσει της δικονομικής νομοθεσίας.
Οι γενικοί κανόνες καθορίζονται στα άρθρα 130 έως 136 του κεφαλαίου II, τίτλος V, βιβλίο I του κώδικα πολιτικής δικονομίας (Ley de Enjuiciamiento Civil) 1/2000, όπως έχει τροποποιηθεί από τον νόμο 42/2015 της 5ης Οκτωβρίου 2015.
Τα κύρια χαρακτηριστικά των ισχυόντων κανόνων έχουν ως εξής:
α) Όλες οι δικαστικές διαδικασίες πρέπει να διενεργούνται σε εργάσιμες ημέρες και σε εργάσιμες ώρες.
Εργάσιμες ημέρες είναι όλες οι ημέρες του έτους πλην Σαββάτου, Κυριακής και εθνικών, περιφερειακών και τοπικών επίσημων αργιών. Οι ημέρες του Αυγούστου είναι επίσης μη εργάσιμες και τα δικαστήρια δεν αποστέλλουν κατά τις εν λόγω ημέρες ηλεκτρονικές κοινοποιήσεις στους επαγγελματίες του νομικού κλάδου, εκτός εάν αυτές θεωρούνται εργάσιμες για τους σκοπούς των οικείων διατυπώσεων.
Εργάσιμες ώρες είναι οι ώρες μεταξύ 8 π.μ. και 8 μ.μ., εκτός αν άλλως ορίζει ο νόμος για συγκεκριμένη διαδικασία. Για πράξεις κοινοποίησης και εκτέλεσης, οι ώρες μεταξύ 8 μ.μ. και 10 μ.μ. θεωρούνται ομοίως εργάσιμες ώρες.
Κατ’ εξαίρεση, για ορισμένες διαδικασίες, όπως η υποβολή προσφορών σε ηλεκτρονικό πλειστηριασμό, η προθεσμία προσδιορίζεται σε ημερολογιακές ημέρες και δεν υπάρχουν μη εργάσιμες ώρες. Το άρθρο 649 του κώδικα πολιτικής δικονομίας τάσσει προθεσμία είκοσι ημερολογιακών ημερών από την έναρξη του πλειστηριασμού, ενώ ο πλειστηριασμός περατώνεται μία ώρα μετά την υποβολή της τελευταίας προσφοράς, εφόσον αυτή είναι υψηλότερη από την προηγούμενη υψηλότερη προσφορά, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται παράταση της αρχικής προθεσμίας κατά έως 24 ώρες.
β) Ορισμένες ημέρες και ώρες μπορούν να χαρακτηριστούν εργάσιμες ημέρες και ώρες για τους σκοπούς διαδικασιών που θεωρούνται επείγουσες, δηλαδή όταν η καθυστέρηση είναι δυνατόν να προκαλέσει σοβαρή ζημία στους ενδιαφερομένους ή στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης ή να καταστήσει μια δικαστική απόφαση άνευ αποτελέσματος (π.χ.: ο αναγκαστικός εγκλεισμός σε ψυχιατρικό ίδρυμα τα δικαστικά μέτρα που λαμβάνονται προς το συμφέρον ανηλίκων σε κάθε είδους αστικοδικαιικές διαφορές. Ο εν λόγω χαρακτηρισμός μπορεί να πραγματοποιηθεί από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή έπειτα από αίτημα του οικείου διαδίκου και μπορεί να διαταχθεί είτε από τον γραμματέα του δικαστηρίου (Letrado de la Administración de Justicia) είτε από το ίδιο το δικαστήριο, ανάλογα με την περίπτωση.
Σε κάθε περίπτωση, τον μήνα Αύγουστο μπορούν να ληφθούν επείγοντα μέτρα χωρίς την ανάγκη ρητής έγκρισης. Παρομοίως, δεν απαιτείται έγκριση αν επείγοντα μέτρα που λήφθηκαν σε εργάσιμες ώρες πρέπει κατ’ ανάγκη να συνεχιστούν σε μη εργάσιμες ώρες.
γ) Όσον αφορά τον υπολογισμό των προθεσμιών, η προθεσμία ξεκινά να τρέχει από την επόμενη ημέρα της νόμιμης κοινοποίησης της έναρξης της προθεσμίας και περιλαμβάνει την τελευταία ημέρα της προθεσμίας, που λήγει τα μεσάνυχτα.
Όταν, ωστόσο, ο νόμος ορίζει ότι μια προθεσμία ξεκινά να τρέχει μετά τη λήξη μιας άλλης, αυτή ξεκινά να τρέχει από την επόμενη ημέρα της λήξης της προηγούμενης προθεσμίας χωρίς να απαιτείται νέα κοινοποίηση.
δ) Για την υποβολή εγγράφων (άρθρο 135 του κώδικα πολιτικής δικονομίας) το δικαστήριο και οι διάδικοι έχουν στη διάθεσή τους δύο είδη επικοινωνίας:
Όποια μέθοδος υποβολής κι αν χρησιμοποιείται, όλα τα έγγραφα που υπόκεινται σε προθεσμία μπορούν να υποβληθούν έως τις 3 μ.μ. της επόμενης εργάσιμης ημέρας από την ημέρα λήξης της προθεσμίας.
Στην αστική διαδικασία, έγγραφα δεν μπορούν να κατατεθούν στο δικαστήριο υπηρεσίας.
ε) Οι προθεσμίες δεν μπορούν να παραταθούν και αν διάδικος δεν τηρήσει την προθεσμία χάνει τη δυνατότητα διενέργειας της οικείας διαδικαστικής πράξης.
ΔΙΚΤΥΑΚΟΣ ΤΟΠΟΣ:
Ο γενικός κανόνας του άρθρου 151 του κώδικα πολιτικής δικονομίας είναι ότι όλες οι αποφάσεις του δικαστηρίου ή των εισηγητών του δικαστηρίου (Letrados de la Administración de Justicia) πρέπει να επιδίδονται μέσα σε τρεις ημέρες από την ημερομηνία της έκδοσης ή την ημερομηνία της δημοσίευσης της απόφασης.
Το άρθρο 151 παράγραφος 2 ορίζει ότι σε περίπτωση επίδοσης στον εισαγγελέα, τη νομική υπηρεσία του κράτους, σύμβουλο των Cortes Generales και των νομοθετικών συνελεύσεων ή σύμβουλο της νομικής υπηρεσίας της διοίκησης κοινωνικής ασφάλισης ή άλλων οργάνων των αυτόνομων κοινοτήτων ή των οργανισμών της τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς και σε περίπτωση επίδοσης μέσω των επαγγελματικών οργάνων που εκπροσωπούν τους δικαστικούς αντιπροσώπους, η επίδοση θεωρείται ότι έχει διενεργηθεί την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την ημερομηνία παραλαβής που έχει καταχωριστεί στο επίσημο αρχείο ή στην επιβεβαίωση της παραλαβής αν η κοινοποίηση έχει επιδοθεί ηλεκτρονικά ή διαδικτυακά. Όταν η κοινοποίηση αποστέλλεται μετά τις 3 μ.μ. θεωρείται ότι έχει παραληφθεί την επόμενη εργάσιμη ημέρα.
Η παράγραφος 3 ορίζει ότι, όταν η επίδοση εγγράφου που συνοδεύει την κοινοποίηση διενεργείται μετά τη λήψη της τελευταίας, το συγκεκριμένο έγγραφο θεωρείται ότι επιδόθηκε ύστερα από τη λήψη της εν λόγω κοινοποίησης, εφόσον τα αποτελέσματα που παράγει η κοινοποίηση συνδέονται με το έγγραφο.
Όταν η επίδοση ή κοινοποίηση της απόφασης πραγματοποιείται από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομικά, κρίσιμη ημερομηνία είναι η ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης του εγγράφου από τον δικαστικό επιμελητή ή την ταχυδρομική υπηρεσία και υπογραφής της απόδειξης παραλαβής.
Όταν η επίδοση ή κοινοποίηση πραγματοποιείται με δημοσίευση βάσει του άρθρου 164 του κώδικα πολιτικής δικονομίας επειδή ο εναγόμενος είναι αγνώστου διαμονής, η προθεσμία αρχίζει να τρέχει από την επόμενη ημέρα της ανάρτησης στον πίνακα ανακοινώσεων του δικαστηρίου ή της δημοσίευσης στην επίσημη εφημερίδα του κράτους ή ηλεκτρονικά, ανάλογα με την περίπτωση.
Όταν αντίγραφα εγγράφων που έχουν υποβληθεί από δικαστικούς αντιπροσώπους πρέπει να διαβιβαστούν στους δικαστικούς αντιπροσώπους των άλλων διαδίκων, το άρθρο 278 του κώδικα πολιτικής δικονομίας ορίζει ότι, αν βάσει του νόμου η πράξη που διαβιβάστηκε σηματοδοτεί την έναρξη προθεσμίας εντός της οποίας πρέπει να διενεργηθεί διαδικαστική πράξη, η εν λόγω προθεσμία αρχίζει να τρέχει χωρίς δικαστική παρέμβαση και υπολογίζεται από την επομένη της ημέρας που αναγράφεται στα αντίγραφα που διαβιβάστηκαν ή της ημέρας κατά την οποία θεωρείται ότι αυτά διαβιβάστηκαν αν διαβιβάστηκαν ηλεκτρονικά.
Ο υπολογισμός ξεκινά την επόμενη ημέρα από την ημέρα επέλευσης του γεγονότος που βάσει του νόμου συνιστά το αφετήριο γεγονός της προθεσμίας.
Οι μη εργάσιμες ημέρες εξαιρούνται από τον υπολογισμό των προθεσμιών, με την προαναφερθείσα εξαίρεση των προσφορών σε ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, όπου η προθεσμία προσδιορίζεται σε ημερολογιακές ημέρες.
Κατά τον υπολογισμό των προθεσμιών για επείγουσες πράξεις, οι ημέρες του Αυγούστου δεν θεωρούνται μη εργάσιμες ημέρες: μόνο τα Σάββατα, οι Κυριακές και οι επίσημες αργίες εξαιρούνται από τον υπολογισμό.
Οι προθεσμίες που προσδιορίζονται κατά μήνες ή έτη υπολογίζονται από ημερομηνία σε ημερομηνία. Το ισπανικό δίκαιο δεν προβλέπει προθεσμίες που προσδιορίζονται κατά εβδομάδες.
Αν ο τελευταίος μήνας της προθεσμίας δεν έχει αντίστοιχη ημερομηνία με την αφετήρια ημερομηνία, ως ημερομηνία λήξης λογίζεται η τελευταία ημέρα του μήνα.
Αν μια προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή άλλη μη εργάσιμη ημέρα θεωρείται ότι παρατείνεται έως την επόμενη εργάσιμη ημέρα.
Οι προθεσμίες δεν επιδέχονται παράταση. Ωστόσο, οι προθεσμίες μπορούν να διακοπούν και οι καταληκτικές ημερομηνίες μπορούν να αναβληθούν αν δεν μπορούν να τηρηθούν λόγω ανωτέρας βίας. Στις περιπτώσεις αυτές, ο υπολογισμός αρχίζει ξανά αφότου έχει παύσει ο λόγος της διακοπής ή της αναβολής. Το δικαστήριο, είτε αυτεπαγγέλτως είτε έπειτα από αίτημα του διαδίκου που επηρεάζεται από την περίσταση, αποφαίνεται επί της ύπαρξης ή μη περίστασης ανωτέρας βίας αφού ακούσει και τους άλλους διαδίκους (βλέπε την απάντηση στην ερώτηση 13).
Οι προθεσμίες για την άσκηση των διαφόρων ένδικων μέσων ορίζονται στον νόμο και δεν επιδέχονται παράταση. Για τις εφέσεις στο αμέσως ανώτερο ιεραρχικά δικαστήριο (recursos de apelación) και τις αναιρέσεις ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου (recursos de casación), η προθεσμία είναι 20 ημέρες από την επόμενη ημέρα της κοινοποίησης της απόφασης (άρθρα 458 και 479 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).
Οι νόμιμες προθεσμίες δεν επιδέχονται παράταση. Ενίοτε ο νόμος επιβάλλει στο δικαστήριο να ορίσει συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα για μια πράξη.
Κατ’ εξαίρεση, προβλέπεται η διακοπή των προθεσμιών και η αναβολή των καταληκτικών ημερομηνιών λόγω ανωτέρας βίας:
α. Η γενική διάταξη περιλαμβάνεται στο άρθρο 134 παράγραφος 2 του κώδικα πολιτικής δικονομίας. Ο εισηγητής του δικαστηρίου (Letrado de la Administración de Justicia), είτε με δική του πρωτοβουλία είτε έπειτα από αίτημα του διαδίκου που θίγεται από την περίσταση, αποφαίνεται επί της ύπαρξης ή μη περίστασης ανωτέρας βίας αφού ακούσει και τους άλλους διαδίκους. Η απόφαση του εισηγητή μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου.
β. Μετά τον καθορισμό της ημερομηνίας της συζήτησης, αν οποιοσδήποτε από όσους κλητεύθηκαν σε εμφάνιση δεν είναι σε θέση να παραστεί για λόγο ανωτέρας βίας ή για παρόμοιο λόγο, πρέπει να ενημερώσει αμέσως το δικαστήριο, προσκομίζοντας αποδεικτικά στοιχεία για την κατάσταση, και να ζητήσει νέα συζήτηση ή απόφαση (άρθρο 183 παράγραφος 1 και άρθρα 189 και 430 του κώδικα πολιτικής δικονομίας). Νέα συζήτηση ορίζεται αν κριθεί ότι αποδείχθηκε η ύπαρξη της κατάστασης και ότι αυτή εμποδίζει την παράσταση του δικηγόρου (άρθρο 183 παράγραφος 2 και άρθρο 188 παράγραφος 1 σημεία 5 και 6του κώδικα πολιτικής δικονομίας), διαδίκου του οποίου η παράσταση είναι απαραίτητη διότι δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο ή πρέπει να εξεταστεί (άρθρο 183 παράγραφος 3 και άρθρο 188 παράγραφος 1 σημείο 4 του κώδικα πολιτικής δικονομίας), ή μάρτυρα ή εμπειρογνώμονα. Στην τελευταία περίπτωση, ο μάρτυρας ή ο εμπειρογνώμονας μπορεί αντ’ αυτού να κληθεί να εξετάσει τα αποδεικτικά στοιχεία εκτός της συζήτησης, μετά την ακρόαση των διαδίκων (άρθρο 183 παράγραφος 4 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).
γ. Η προθεσμία άσκησης αίτησης ακύρωσης κατά απόφασης που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου εκ μέρους του ερημοδικήσαντος διαδίκου μπορεί να παραταθεί λόγω ανωτέρας βίας (άρθρο 502 παράγραφος 2 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).
δ. Στην περίπτωση διεξαγωγής αποδείξεων πριν από τη διεξαγωγή της δίκης (μπορεί να εγκριθεί από τον δικαστή βάσει των άρθρων 293 επ. του κώδικα πολιτικής δικονομίας, αν υπάρχει εύλογος φόβος ότι δεν θα είναι εφικτή η διεξαγωγή των αποδείξεων κατά το σύνηθες στάδιο της διαδικασίας), η αίτηση πρέπει να υποβληθεί εντός δύο μηνών από τη διεξαγωγή των αποδείξεων, εκτός αν αποδειχθεί ότι δεν ήταν εφικτή η κίνηση της δίκης εντός της εν λόγω προθεσμίας για λόγο ανωτέρας βίας ή παρόμοιο λόγο (άρθρο 295 παράγραφος 3 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).
Επίσης, οι δύο διάδικοι μπορούν με αμοιβαία συμφωνία τους να ζητήσουν την αναστολή της διαδικασίας, χωρίς να αιτιολογήσουν το αίτημά τους, ή για να επιχειρήσουν τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς τους ή να προσφύγουν σε διαμεσολάβηση ή διαιτησία. Η διαδικασία δεν μπορεί να ανασταλεί για περισσότερες από 60 ημέρες ή έως την περάτωση της διαμεσολάβησης (άρθρο 19 παράγραφος 4 και άρθρο 415 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).
Σε περίπτωση αίτησης χορήγησης νομικής συνδρομής, το άρθρο 16 του νόμου 1/1996 περί νομικής συνδρομής, της 10ης Ιανουαρίου, όπως τροποποιήθηκε από τον ήδη προαναφερθέντα νόμο 42/2015, προβλέπει δύο ενδεχόμενα:
Σε κάθε περίπτωση, η προθεσμία παραγραφής αρχίζει να τρέχει εκ νέου από την κοινοποίηση του προσωρινού διορισμού δικηγόρου από τον Δικηγορικό Σύλλογο στον αιτούντα ή, ανάλογα με την περίπτωση, από την κοινοποίηση της απόφασης αναγνώρισης ή μη του δικαιώματος νομικής συνδρομής από την Επιτροπή Νομικής Συνδρομής (Comisión de Asistencia Jurídica Gratuita) και, σε κάθε περίπτωση, δύο μήνες μετά την υποβολή της αίτησης.
Εάν η αίτηση απορριφθεί, κριθεί προφανώς καταχρηστική και αποσκοπούσα αποκλειστικά στην καθυστέρηση της διαδικασίας, το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υπόθεσης μπορεί να υπολογίσει τις προθεσμίες βάσει των αυστηρών νομοθετικών προβλέψεων, με όλες τις συνέπειες που αυτό μπορεί να συνεπάγεται.
Προφορική διαδικασία που συνεπάγεται έξωση λόγω μη καταβολής ή λήξης της προθεσμίας, άρθρο 441. 5 Ο LEC αφορά μια άλλη περίπτωση αναστολής της διαδικασίας, όταν οι κοινωνικές υπηρεσίες επιβεβαιώνουν ότι το νοικοκυριό που επηρεάζεται είναι κοινωνικά ή οικονομικά ευάλωτο. Ο πληρεξούσιος δικαστικός επιμελητής, μετά την παραλαβή της ειδοποίησης, αναστέλλει τη διαδικασία έως ότου οι κοινωνικές υπηρεσίες το κρίνουν σκόπιμο, για μέγιστη περίοδο ενός μηνός από την παραλαβή της κοινοποίησης από τις κοινωνικές υπηρεσίες προς τη δικαστική αρχή, ή εντός τριών μηνών εάν ο αιτών είναι νομικό πρόσωπο. Μόλις ληφθούν τα μέτρα ή έχει παρέλθει η προθεσμία, η αναστολή αίρεται και η διαδικασία συνεχίζεται για τις διατυπώσεις της.
Άνευ αντικειμένου.
Γενικά, ο διάδικος που δεν τηρεί προθεσμία ή καταληκτική ημερομηνία χάνει το δικαίωμα διενέργειας της οικείας πράξης (άρθρο 136 του κώδικα πολιτικής δικονομίας). Ορισμένες από τις σημαντικότερες συναφείς περιπτώσεις είναι οι εξής:
Όταν ένας διάδικος ενημερώνεται για την παρέλευση της προθεσμίας διενέργειας ορισμένης πράξης, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την έναρξη του επόμενου διαδικαστικού σταδίου, ή όταν απορρίπτεται ένα έγγραφο ή μια αίτηση διαδίκου ως εκπρόθεσμο, ο διάδικος μπορεί να προσφύγει κατά της απόφασης. Αυτό ισχύει, για παράδειγμα, σε περίπτωση απόρριψης της αντίκρουσης αγωγής λόγω εκπρόθεσμης υποβολής της.
Πρόσωπο που καταδικάστηκε ερήμην και στο οποίο επιδόθηκε προσωπικά η απόφαση, μπορεί να προσφύγει κατ’ αυτής με έφεση ενώπιον του αμέσως ανώτερου ιεραρχικά δικαστηρίου (recurso de apelación) ή με αναίρεση ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου (recurso de casación). Τα εν λόγω ένδικα μέσα διατίθενται επίσης όταν η κοινοποίηση πραγματοποιήθηκε με δημοσίευση σε επίσημα έντυπα ή ηλεκτρονικά. Και στις δυο περιπτώσεις, το ένδικο μέσο πρέπει να κατατεθεί εντός της προθεσμίας που ορίζει ο νόμος (άρθρο 500 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).
Σε περίπτωση διαρκούς ερημοδικίας, ο ερημοδικήσας μπορεί να επιδιώξει την ακύρωση της απόφασης που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου εάν δεν ήταν σε θέση να παραστεί στο δικαστήριο ή δεν γνώριζε την ύπαρξη της δίκης λόγω ανωτέρας βίας (άρθρα 501 επ. του κώδικα πολιτικής δικονομίας).
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.