

Βρείτε πληροφορίες ανά περιφέρεια
Υπάρχουν διάφοροι τύποι προθεσμιών σε αστικές υποθέσεις, καθώς και χρονικές περίοδοι που ορίζει το Σύνταγμα. Μεταξύ αυτών είναι, για παράδειγμα, οι προθεσμίες υποβολής αιτήματος αναιρέσεως, καταγγελίας και επανάληψης της υπόθεσης (η περίοδος εντός της οποίας πρέπει να ασκηθεί προσφυγή στο δικαστήριο). Υπάρχουν επίσης διατάξεις που ορίζουν απλώς τη λήψη μέτρου και την αρμοδιότητα των δικαστηρίων σχετικά με τη δέουσα χρονική περίοδο, όπως, για παράδειγμα, προθεσμίες για την προσκόμιση συμπληρωματικών πληροφοριών, αποδεικτικών στοιχείων ή υπομνήματος αντικρούσεως.
Σάββατα, Κυριακές και επίσημες αργίες θεωρούνται μη εργάσιμες ημέρες.
Επίσημες αργίες στη Σουηδία (νόμος 1989:253 περί αργιών («lagen om allmänna helgdagar»)) είναι οι ακόλουθες ημέρες:
Η βασική αρχή που διέπει τις προθεσμίες είναι ότι όταν το δικαστήριο απαιτεί από ένα πρόσωπο να προβεί σε κάποια ενέργεια στο πλαίσιο της διαδικασίας, πρέπει να του παρέχει εύλογο χρόνο για να συμμορφωθεί προς την απαίτηση (κεφάλαιο 32 άρθρο 1 του σουηδικού δικονομικού κώδικα («rättegångsbalken»)). Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο επιτρεπόμενος χρόνος ορίζεται από το δικαστήριο, που πρέπει εν προκειμένω να τάξει προθεσμία που θα παράσχει στον διάδικο αποδεκτό χρονικό διάστημα εντός του οποίου θα πρέπει να συμμορφωθεί.
Σε λιγοστές περιπτώσεις, ο χρόνος ορίζεται στον σουηδικό δικονομικό κώδικα. Αυτό ισχύει κυρίως για προθεσμίες υποβολής αίτησης αναιρέσεως κατά δικαστικής απόφασης, αίτησης επανάληψης περατωθείσας διαδικασίας ή, σε ορισμένες υποθέσεις, για αλλαγή της προθεσμίας.
Πρόσωπο που επιθυμεί να προσφύγει κατά απόφασης πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σε υπόθεση αστικού δικαίου πρέπει να το πράξει εντός τριών εβδομάδων από την απαγγελία της απόφασης. Πρόσωπο που επιθυμεί να προσφύγει κατά απόφασης πρωτοδικείου («tingsrätt») σε υπόθεση αστικού δικαίου πρέπει να το πράξει εντός της ίδιας προθεσμίας. Ωστόσο, εάν απόφαση που ελήφθη εκκρεμούσης της δίκης δεν έχει απαγγελθεί ενώπιον ακροατηρίου και κανένα υπόμνημα δεν έχει υποβληθεί στο δικαστήριο ως προς τον χρόνο απαγγελίας της απόφασης, η περίοδος αναιρέσεως υπολογίζεται από την ημερομηνία κατά την οποία ο αναιρεσείων παραλαμβάνει την απόφαση. Για αιτήματα αναιρέσεως κατά αποφάσεων Εφετείου («hovrätt»), η προθεσμία είναι τέσσερις εβδομάδες (κεφάλαιο 50 άρθρο 1, κεφάλαιο 52 άρθρο 1, κεφάλαιο 55 άρθρο 1 και κεφάλαιο 56 άρθρο 1 του σουηδικού δικονομικού κώδικα).
Σε περίπτωση απόφασης που εκδίδεται ερήμην από πρωτοδικείο («tingsrätt»), ο διάδικος δύναται, εντός ενός μηνός από την ημερομηνία κατά την οποία του επιδόθηκε η απόφαση, να ζητήσει επανάληψη της διαδικασίας (κεφάλαιο 44 άρθρο 9 του σουηδικού δικονομικού κώδικα).
Σε περίπτωση λήξης ισχύος της προσφυγής λόγω μη εμφάνισης του αναιρεσείοντος στο Εφετείο, ο αναιρεσείων δύναται, εντός τριών εβδομάδων από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο για επαναφορά της διαδικασίας (κεφάλαιο 50 άρθρο 22 του σουηδικού δικονομικού κώδικα).
Σε περίπτωση που ο διάδικος χάσει την προθεσμία άσκησης προσφυγής ή υποβολής αίτησης για επαναφορά ή επανάληψη της διαδικασίας, μπορεί να ζητήσει αποκατάσταση της προθεσμίας. Η αίτηση πρέπει να υποβληθεί εντός τριών εβδομάδων από τη λήξη των δικαιολογημένων περιστάσεων και το αργότερο εντός ενός έτους από την εκπνοή της προθεσμίας (κεφάλαιο 58 άρθρο 12 του σουηδικού δικονομικού κώδικα).
Ορισμένες προθεσμίες ισχύουν και για συνοπτικές διαδικασίες της σουηδικής Υπηρεσίας Αναγκαστικής Εκτέλεσης. Ο εναγόμενος διατάσσεται να γνωμοδοτήσει επί δικογράφου εντός ορισμένου χρόνου από την ημερομηνία κοινοποίησης. Εκτός ειδικών περιστάσεων, η περίοδος αυτή δεν πρέπει να υπερβαίνει τις δύο εβδομάδες (άρθρο 25 του νόμου (1990:746) περί διαταγών πληρωμής και συνδρομής («lagen om betalningsföreläggande och handräckning»)). Εάν ο εναγόμενος αμφισβητήσει το δικόγραφο, ο ενάγων έχει στη διάθεσή του τέσσερις εβδομάδες κατ' ανώτατο όριο από την ημερομηνία κατά την οποία του εστάλη η κοινοποίηση της ανακοπής για να ζητήσει την παραπομπή της υπόθεσης σε πρωτοδικείο («tingsrätt»), το οποίο θα επιληφθεί περαιτέρω (άρθρο 34). Εάν η σουηδική Υπηρεσία Αναγκαστικής Εκτέλεσης αποφανθεί για υπόθεση που αφορά διαταγή πληρωμής ή γενική συνδρομή, ο εναγόμενος μπορεί να ζητήσει επανάληψη της διαδικασίας εντός ενός μηνός από την ημερομηνία λήψης της απόφασης (άρθρο 53). Προσφυγή μπορεί να ασκηθεί κατά και άλλων τύπων αποφάσεων που εκδίδει η Υπηρεσία Αναγκαστικής Εκτέλεσης εντός τριών εβδομάδων από την ημερομηνία κατά την οποία ελήφθη η απόφαση (άρθρα 55-57).
Εάν μια πράξη πρέπει να εκτελεστεί εντός δεδομένης περιόδου, η προθεσμία αρχίζει κανονικά να τρέχει από την ημέρα κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση ή η διαταγή. Σε περιπτώσεις, ωστόσο, στις οποίες απαιτείται η επίδοση δικογράφου στον διάδικο, η προθεσμία αρχίζει να τρέχει αφότου ο διάδικος λάβει το δικόγραφο (ημερομηνία επίδοσης).
Σε περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται η επίδοση δικογράφου στον διάδικο, η προθεσμία αρχίζει να τρέχει μόνον αφότου ο διάδικος λάβει το δικόγραφο (ημερομηνία επίδοσης).
Όταν η ημερομηνία έναρξης είναι η ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση ή η διαταγή, η προθεσμία εκφράζεται συχνά υπό μορφή συγκεκριμένης ημερομηνίας έως την οποία πρέπει να ασκηθεί η προσφυγή όπως προκύπτει από την απόφαση ή τη διαταγή. Ορισμένες φορές, όμως, προθεσμία τάσσεται επίσης όταν ορίζεται ότι η προσφυγή πρέπει να ασκηθεί εντός ορισμένου αριθμού ημερών, εβδομάδων, μηνών ή ετών, πάντα με βάση συγκεκριμένη ημερομηνία έναρξης. Όταν η ημερομηνία έναρξης είναι η ημερομηνία επίδοσης, αναφέρεται πάντα ότι η προσφυγή πρέπει να ασκηθεί εντός ορισμένου αριθμού ημερών, εβδομάδων, μηνών ή ετών από την ημερομηνία επίδοσης, που είναι η ημερομηνία κατά την οποία ο διάδικος παραλαμβάνει το δικόγραφο.
Εάν η χρονική περίοδος εκφράζεται σε ημέρες, ο αριθμός των ημερών περιλαμβάνει ημερολογιακές και όχι μόνο εργάσιμες ημέρες.
Εάν μια πράξη πρέπει να εκτελεστεί εντός δεδομένης περιόδου, η προθεσμία αρχίζει κανονικά να τρέχει από την ημέρα κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση ή η διαταγή. Σε περιπτώσεις, ωστόσο, στις οποίες απαιτείται η επίδοση δικογράφου στον διάδικο, η προθεσμία αρχίζει να τρέχει αφότου ο διάδικος λάβει το δικόγραφο (ημερομηνία επίδοσης).
Ο νόμος (1930:173) περί υπολογισμού των προβλεπόμενων από τον νόμο προθεσμιών αναφέρει ότι, όταν οι προθεσμίες εκφράζονται σε εβδομάδες, μήνες ή έτη, η τελική ημερομηνία είναι η ημέρα η οποία, με την ονομασία της ή τον αριθμό της στον μήνα, αντιστοιχεί στην ημέρα κατά την οποία άρχισε να τρέχει η προθεσμία. Εάν δεν υπάρχει αντίστοιχη ημέρα στον τελικό μήνα, η τελευταία ημέρα της προθεσμίας θεωρείται η τελευταία ημέρα του μήνα.
Εάν η ημέρα έως την οποία πρέπει να ασκηθεί η προσφυγή συμπίπτει με Σάββατο, Κυριακή ή άλλη αργία (βλ. ερώτηση 2 ανωτέρω), παραμονή της εορτής του Θερινού Ηλιοστασίου (η ημέρα πριν από την εορτή του Θερινού Ηλιοστασίου), παραμονή Χριστουγέννων (24 Δεκεμβρίου) ή παραμονή Πρωτοχρονιάς (31 Δεκεμβρίου), η προθεσμία άσκησης προσφυγής παρατείνεται μέχρι την επόμενη εργάσιμη ημέρα. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση προθεσμίας που αρχίζει κατά την ημερομηνία επίδοσης.
Αντ' αυτού, όπου εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71 του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1971, περί καθορισμού των κανόνων που εφαρμόζονται στις προθεσμίες, ημερομηνίες και διορίες, εφαρμόζονται οι διατάξεις του εν λόγω κανονισμού.
Εάν η ημέρα έως την οποία πρέπει να εκτελεσθεί η πράξη συμπίπτει με Σάββατο, Κυριακή ή άλλη αργία (βλ. ερώτηση 2 ανωτέρω), παραμονή της εορτής του Θερινού Ηλιοστασίου (η ημέρα πριν από την εορτή του Θερινού Ηλιοστασίου), παραμονή Χριστουγέννων (24 Δεκεμβρίου) ή παραμονή Πρωτοχρονιάς (31 Δεκεμβρίου), η προθεσμία άσκησης προσφυγής παρατείνεται έως την επόμενη εργάσιμη ημέρα. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση προθεσμίας που αρχίζει κατά την ημερομηνία επίδοσης.
Δεν υπάρχουν ειδικοί κανόνες για παράταση προθεσμιών σε περιπτώσεις όπου ο διάδικος διαμένει ή είναι εγκατεστημένος ή άλλως εδρεύει εκτός Σουηδίας ή σε απομακρυσμένη περιοχή. Ωστόσο, όπως έχει ήδη αναφερθεί, σε πολλές υποθέσεις το ίδιο το δικαστήριο ορίζει τη διάρκεια της προθεσμίας και παράλληλα διασφαλίζει ότι ο διάδικος έχει στη διάθεσή του εύλογο χρόνο για να ενεργήσει.
Οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων κατά δικαστικών αποφάσεων είναι συνήθως τρεις ή τέσσερις εβδομάδες.
Εάν η προθεσμία καθορίζεται από τον νόμο (π.χ. προθεσμία υποβολής αίτησης αναιρέσεως), η εν λόγω περίοδος δεν μπορεί ούτε να μειωθεί ούτε να αυξηθεί. Εάν διάδικος έχει διαταχθεί να παραστεί στο δικαστήριο ή να εκτελέσει κάποια άλλη πράξη, το δικαστήριο μπορεί να παρατείνει το χρονικό διάστημα τάσσοντας νέα προθεσμία. Σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, τίποτα δεν εμποδίζει το δικαστήριο να ακυρώσει προγραμματισμένη ακροαματική διαδικασία και να οργανώσει άλλη σε προγενέστερη ημερομηνία. Ωστόσο, οι διάδικοι πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους εύλογο χρόνο προετοιμασίας.
Όχι, βλ. ερώτηση 11 ανωτέρω.
Προθεσμίες συμμόρφωσης προς διαταγές κ.λπ.
Εάν ο ενάγων δεν συμμορφώνεται προς διαταγή για την προσκόμιση συμπληρωματικών πληροφοριών όσον αφορά την αίτηση δικαστικής κλήσης που έχει υποβάλει ή εάν υπάρχει οιοδήποτε άλλο κώλυμα στην εκδίκαση της απόφασης, η αγωγή απορρίπτεται. Εάν ο εναγόμενος δεν υποβάλει υπόμνημα αντικρούσεως, μπορεί να εκδοθεί καταδικαστική απόφαση ερήμην του. Η μη έγκαιρη συμμόρφωση προς διαταγή μπορεί επίσης να οδηγήσει εντούτοις το δικαστήριο να αποφανθεί επί της υποθέσεως.
Ερημοδικία
Σε υποθέσεις που μπορούν να διευθετηθούν εξωδικαστικά (π.χ. εμπορικές διαφορές), η μη αυτοπρόσωπη παρουσία ενός εκ των διαδίκων ενώπιον του πρωτοδικείου («tingsrätt») μπορεί να οδηγήσει σε ερημοδικία. Σε άλλες υποθέσεις μπορεί να επιβληθούν πρόστιμα. Ωστόσο, σε περιπτώσεις που δεν μπορούν να διευθετηθούν εξωδικαστικά (π.χ. οικογενειακές διαφορές), η μη αυτοπρόσωπη παρουσία του ενάγοντος ενώπιον του δικαστηρίου μπορεί να οδηγήσει στη θέση της υπόθεσης στο αρχείο, ενώ σε απόντα αντίδικο μπορεί είτε να επιβληθεί πρόστιμο είτε να παραγγελθεί η εμφάνισή του με βίαια προσαγωγή. Εάν ο προσφεύγων δεν εμφανιστεί ενώπιον Εφετείου, η προσφυγή μπορεί να καταστεί άκυρη. Σε περίπτωση μη αυτοπρόσωπης παρουσίας του αντιδίκου μπορεί να επιβληθεί πρόστιμο.
Προθεσμία άσκησης προσφυγής
Εάν ένας εκ των διαδίκων προσφύγει εκπρόθεσμα, η προσφυγή απορρίπτεται.
Εάν η προθεσμία δεν ορίζεται από τον νόμο, ο διάδικος οφείλει, πριν από την εκπνοή της προθεσμίας, να αποταθεί στο δικαστήριο για την καθυστέρηση και να ζητήσει παράταση της περιόδου. Εάν η προθεσμία έχει λήξει και, ως εκ τούτου,το δικαστήριο έχει επιληφθεί, π.χ. εξέδωσε απόφαση για την υπόθεση, ο διάδικος μπορεί να λάβει ορισμένα τακτικά και έκτακτα μέτρα. Σκοπός αυτών των μέτρων είναι είτε η αποκατάσταση περατωθείσας υπόθεσης είτε, σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλαγή της προθεσμίας (βλ. ερώτηση 3 ανωτέρω).
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.