Βρείτε πληροφορίες ανά περιφέρεια
Νομικά επαγγέλματα — Εισαγωγή
Επί του παρόντος (στοιχεία του 2023) απασχολούνται περίπου 1850 επαγγελματίες δικαστές στον τομέα των λεγόμενων τακτικών δικαστηρίων, δηλαδή επί υποθέσεων αστικού, ποινικού, εργατικού και κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου (δεδομένα σε ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένου του Ανώτατου Δικαστηρίου). Περίπου 700 δικαστικοί υπάλληλοι με δικαστικά καθήκοντα φέρουν εις πέρας σημαντικό μέρος της δικαιοδοτικής λειτουργίας. Επιπλέον, περίπου 600 επαγγελματίες δικαστές ακόμη απασχολούνται στα διοικητικά δικαστήρια.
Επίσης, σε ορισμένες διαδικασίες διορίζονται λαϊκοί δικαστές, οι οποίοι εργάζονται σε εθελοντική βάση. Σε αυτούς συγκαταλέγονται, αφενός, οι ένορκοι στις ποινικές υποθέσεις και, αφετέρου, οι εμπειρογνώμονες πάρεδροι, μεταξύ άλλων, σε υποθέσεις εμπορικού, εργατικού και κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου, καθώς και σε ορισμένες υποθέσεις διοικητικού δικαίου.
Υπάρχουν περίπου 480 εισαγγελείς (στοιχεία για το 2023, δεδομένα σε ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης· συμπεριλαμβανομένης της γενικής εισαγγελίας, αλλά χωρίς την κεντρική υπηρεσία).
Στο σωφρονιστικό σύστημα εργάζονται 3.799 άτομα [στοιχεία της 1ης Σεπτεμβρίου 2019, σε ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένης της Διεύθυνσης Εκτέλεσης Ποινών (Vollzugsdirektion)]· σε αυτούς συγκαταλέγονται συνολικά 3.214 υπάλληλοι της εκτελεστικής υπηρεσίας (συμπεριλαμβανομένων των υπαλλήλων της εκπαιδευτικής υπηρεσίας).
1. Δικαστές
Κατάρτιση και διορισμός σε θέση δικαστή
Για τον διορισμό δικαστή στα τακτικά δικαστήρια απαιτείται, μετά το πέρας των νομικών σπουδών, τουλάχιστον τετραετής νομική επαγγελματική πείρα και επιτυχία στις εξετάσεις για την άδεια άσκησης του δικαστικού λειτουργήματος.
Μέρος της επαγγελματικής πείρας συνίσταται σε πρακτική άσκηση στο δικαστήριο διάρκειας τουλάχιστον επτά μηνών (δικαστική άσκηση, η οποία προηγουμένως ονομαζόταν «δικαστικό έτος») την οποία δικαιούνται οι πτυχιούχοι και η οποία αποτελεί επίσης προϋπόθεση για την άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου ή του συμβολαιογράφου. Το υπόλοιπο της απαιτούμενης επαγγελματικής άσκησης αποκτάται συνήθως στο πλαίσιο ειδικής σχέσης κατάρτισης ως ασκούμενου δικαστή κατά τη διάρκεια δικαστικής προπαρασκευαστικής υπηρεσίας, αλλά μπορεί επίσης να αποκτηθεί στο πλαίσιο άλλης νομικής δραστηριότητας, όπως αυτής του ασκούμενου δικηγόρου.
Κάθε χρόνο γίνονται δεκτοί περίπου 100 νέοι ασκούμενοι δικαστές. Η δικαστική προπαρασκευαστική υπηρεσία (συμπεριλαμβανομένης της δικαστικής άσκησης) διαρκεί κατά βάση τέσσερα έτη και πραγματοποιείται σε περιφερειακά δικαστήρια (Bezirksgerichte), σε πρωτοδικεία (Landesgerichte), σε κάποια εισαγγελική αρχή, σε σωφρονιστικό ίδρυμα, σε οργανισμό προστασίας θυμάτων ή πρόνοιας και στο γραφείο δικηγόρου ή συμβολαιογράφου ή στη νομική υπηρεσία του κράτους. Ένα μέρος της άσκησης μπορεί μεταξύ άλλων να πραγματοποιηθεί σε εφετείο (Oberlandesgericht), στο Ανώτατο Δικαστήριο (Oberste Gerichtshof), στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Δικαιοσύνης, στη Διεύθυνση Εκτέλεσης Ποινών, σε ίδρυμα επανένταξης αποφυλακισθέντων, σε σωματεία δικαστικής συμπαράστασης ή υπηρεσίες ανηλίκων, σε εντεταλμένους φορείς παροχής νομικής προστασίας ή στον χρηματοπιστωτικό τομέα (π.χ. σε κατάλληλες επιχειρήσεις). Η δικαστική προπαρασκευαστική υπηρεσία ολοκληρώνεται με τις εξετάσεις για την άδεια άσκησης του δικαστικού λειτουργήματος. Για τα άτομα που αλλάζουν σταδιοδρομία, δηλαδή τα άτομα που έχουν αποκτήσει επαγγελματική πείρα σε άλλα νομικά επαγγέλματα, η περίοδος κατάρτισης μειώνεται αναλόγως. Όποιος έχει ήδη επιτύχει στις εξετάσεις για την άδεια άσκησης του δικηγορικού ή του συμβολαιογραφικού επαγγέλματος απαιτείται, αντί των εξετάσεων για την άδεια άσκησης του δικαστικού λειτουργήματος, να υποβληθεί μόνο σε αντίστοιχες συμπληρωματικές εξετάσεις.
Μετά την επιτυχία στις εξετάσεις για την άδεια άσκησης του δικαστικού λειτουργήματος, οι υποψήφιοι πρέπει να υποβάλουν αίτηση για την πλήρωση κενής θέσης δικαστή ή εισαγγελέα.
Στον τομέα της διοικητικής δικαιοσύνης, δεν υπάρχει δικαστική προπαρασκευαστική υπηρεσία· ωστόσο, οι διοικητικοί δικαστές πρέπει να διαθέτουν τουλάχιστον πενταετή προηγούμενη επαγγελματική εμπειρία (για παράδειγμα, μέσω της υπηρεσίας σε διοικητική αρχή), αλλά δεν απαιτείται επιτυχία σε εξετάσεις.
Οι δικαστές της τακτικής δικαιοσύνης μπορούν να μετακινηθούν στη διοικητική δικαιοσύνη. Οι διοικητικοί δικαστές μπορούν επίσης να διοριστούν δικαστές της αστικής και ποινικής δικαιοσύνης, μετά από πενταετή υπηρεσία στην τακτική δικαιοσύνη.
Ο διορισμός δικαστή ή εισαγγελέα πραγματοποιείται συνήθως από τον ομοσπονδιακό υπουργό Δικαιοσύνης. Μόνο για ορισμένα καθήκοντα επιφυλάσσεται του δικαιώματος διορισμού ο/η ομοσπονδιακός/ή πρόεδρος. Κατά παρέκκλιση, οι δικαστές των περιφερειακών διοικητικών δικαστηρίων διορίζονται από την κυβέρνηση του οικείου ομόσπονδου κράτους. Μόνο Αυστριακοί πολίτες μπορούν να διοριστούν δικαστές ή εισαγγελείς.
Επαγγελματικό καθεστώς των δικαστών
Οι δικαστές που διορίζονται στα τακτικά δικαστήρια και στα ομοσπονδιακά διοικητικά δικαστήρια τελούν σε σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου με το ομοσπονδιακό κράτος. Εκτός από τις διατάξεις του ομοσπονδιακού συνταγματικού νόμου (Bundes-Verfassungsgesetz — B-VG), ο νόμος για την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστών και των εισαγγελέων (Richter- und Staatsanwaltschaftsdienstgesetz — RStDG) είναι η κύρια πηγή δικαιικών κανόνων για την κατάρτιση και το επαγγελματικό καθεστώς των δικαστών. Πολλά ζητήματα, όπως το πειθαρχικό δίκαιο και οι περιγραφές καθηκόντων των θέσεων, ρυθμίζονται στον εν λόγω νόμο με κοινές διατάξεις για τους δικαστές και τους εισαγγελείς.
Οι δικαστές που διορίζονται στα περιφερειακά διοικητικά δικαστήρια τελούν σε σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου με το οικείο ομόσπονδο κράτος. Το επαγγελματικό τους καθεστώς ρυθμίζεται από τον ομοσπονδιακό συνταγματικό νόμο και από ειδικούς νόμους του ομόσπονδου κράτους.
Όλοι οι επαγγελματίες δικαστές διορίζονται επ’ αόριστον και συνταξιοδοτούνται στη λήξη του μήνα κατά τον οποίο συμπληρώνουν το 65ο έτος της ηλικίας τους.
Σύμφωνα με τα άρθρα 87 και 88 του ομοσπονδιακού συνταγματικού νόμου, οι δικαστές ενεργούν ως ανεξάρτητοι εκπρόσωποι του κράτους κατά την ερμηνεία του νόμου και την εκδίκαση των υποθέσεων. Έκφραση της ανεξαρτησίας τους αποτελεί η απουσία δέσμευσης από υποδείξεις (αντικειμενική ανεξαρτησία), καθώς και η ισοβιότητα και η αδυναμία μετάθεσής τους σε άλλη θέση (προσωπική ανεξαρτησία). Οι δικαστές δεσμεύονται μόνο από τον νόμο και αποφασίζουν βάσει των προσωπικών νομικών πεποιθήσεών τους. Δεν δεσμεύονται επίσης από προηγούμενες αποφάσεις άλλων δικαστηρίων σε παρόμοια νομικά ζητήματα (δικαστικό προηγούμενο).
Οι δικαστές είναι δυνατόν, εκτός από την περίπτωση της συνταξιοδότησής τους μόλις φτάσουν στο νόμιμο όριο ηλικίας, να απολυθούν, να μετατεθούν παρά τη θέλησή τους ή να τεθούν σε πρόωρη συνταξιοδότηση μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τον νόμο και με τον τρόπο που ορίζεται από αυτόν και πάντα στη βάση τυπικής δικαστικής απόφασης (άρθρο 88 του B-VG).
Το ειδικό συνταγματικό καθεστώς απονέμεται στους δικαστές μόνο κατά την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματός τους (κατά τη διεξαγωγή όλων των δικαστικών υποθέσεων που τους ανατίθενται σύμφωνα με τον νόμο και την κατανομή αρμοδιοτήτων) και όχι στον τομέα της διοίκησης των δικαστηρίων, η οποία ασκείται επίσης από τους δικαστές. Εξαίρεση ισχύει για τις υποθέσεις διοίκησης της δικαιοσύνης που διεκπεραιώνονται από τμήματα ή επιτροπές (π.χ. κατανομή των εργασιών, προτάσεις διορισμού). Με εξαίρεση τις συγκεκριμένες αυτές περιστάσεις, οι δικαστές δεσμεύονται από τις εντολές των προϊσταμένων τους. Η κατανομή των εργασιών του δικαστηρίου εξασφαλίζει τον σεβασμό του δικαιώματος σε νόμιμο δικαστή στο πλαίσιο της έννομης τάξης, δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα.
Αποστολή και καθήκοντα
Οι δικαστές είναι αρμόδιοι για την εκδίκαση των αστικών και των ποινικών υποθέσεων, καθώς και για τον έλεγχο της διοίκησης και την προστασία του Συντάγματος στο πλαίσιο της διοικητικής και συνταγματικής δικαιοδοσίας.
Νομική ευθύνη
Πειθαρχικό δικαστήριο: Οποιοσδήποτε δικαστής παραβαίνει υπαίτια τις επαγγελματικές υποχρεώσεις του και τους κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας είναι υπόλογος ενώπιον του πειθαρχικού δικαστηρίου, το οποίο (για τους δικαστές της τακτικής δικαιοσύνης) συστήνεται στο εφετείο ή στο Ανώτατο Δικαστήριο και απαρτίζεται αποκλειστικά από δικαστές. Το πειθαρχικό δικαστήριο είναι επίσης αρμόδιο για τις παραβάσεις υπηρεσιακών καθηκόντων των εισαγγελέων. Οι δικαστές των ομοσπονδιακών διοικητικών δικαστηρίων υπόκεινται στους ίδιους πειθαρχικούς κανόνες, με ορισμένες εξαιρέσεις. Αντιθέτως, το πειθαρχικό δίκαιο των δικαστών των περιφερειακών διοικητικών δικαστηρίων διέπεται από τους σχετικούς νόμους του ομόσπονδου κράτους.
Ποινικό δικαστήριο: Οποιοσδήποτε δικαστής (ή, κατά περίπτωση, εισαγγελέας) διαπράττει ποινικό αδίκημα μέσω υπαίτιας παράβασης των επαγγελματικών καθηκόντων του είναι υπόλογος ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου (π.χ. σε περίπτωση κατάχρησης υπηρεσιακής εξουσίας).
Πολιτικό δικαστήριο: Οι διάδικοι που έχουν υποστεί ζημία λόγω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς δικαστή (ή εισαγγελέα) μπορούν να επικαλεστούν αυτή τη ζημία έναντι του κράτους. Το κράτος μπορεί να στραφεί αναγωγικά κατά του δικαστή (ή του εισαγγελέα) σε περίπτωση δόλου και βαριάς αμέλειας.
2. Εισαγγελείς
Οργάνωση
Κατά βάση, η ιεραρχική οργάνωση της εισαγγελικής αρχής αντιστοιχεί στην οργάνωση των δικαστηρίων.
Σε καθένα από τα πρωτοβάθμια δικαστήρια που είναι αρμόδια να εκδικάζουν ποινικές υποθέσεις (συνολικά 16 δικαστήρια) υπάρχει μία εισαγγελική αρχή. Επίσης, για ολόκληρη την επικράτεια της Αυστρίας υπάρχει μια εισαγγελία που είναι αρμόδια για τα οικονομικά εγκλήματα και τα εγκλήματα διαφθοράς (Wirtschafts- und Korruptionsstaatsanwaltschaft — WKStA). Σε κάθε εφετείο υπάρχει μία εισαγγελία εφετών (Oberstaatsanwaltschaft) και στο Ανώτατο Δικαστήριο υπάρχει η Γενική Εισαγγελία (Generalprokuratur). Οι εισαγγελίες εφετών και η Γενική Εισαγγελία υπάγονται άμεσα στον ομοσπονδιακό υπουργό Δικαιοσύνης.
Κατάρτιση και διορισμός σε θέση εισαγγελέα
Η κατάρτιση των εισαγγελέων είναι αντίστοιχη με εκείνη των επαγγελματιών δικαστών της τακτικής δικαιοσύνης.
Μόνο όσοι πληρούν τις προϋποθέσεις διορισμού ως δικαστών μπορούν να διοριστούν εισαγγελείς.
Οι κενές οργανικές θέσεις των εισαγγελέων, όπως οι οργανικές θέσεις των δικαστών, πρέπει να δημοσιεύονται. Το δικαίωμα διορισμού των εισαγγελέων ανήκει στον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, αλλά, όπως και στην περίπτωση των δικαστών, αυτός έχει εκχωρήσει την αρμοδιότητα αυτή στον ομοσπονδιακό υπουργό Δικαιοσύνης όσον αφορά τις περισσότερες οργανικές θέσεις εισαγγελέων.
Επαγγελματικό καθεστώς των εισαγγελέων
Οι εισαγγελίες είναι αυτόνομα όργανα απονομής δικαιοσύνης, αλλά δεν είναι ανεξάρτητες. Έχουν ιεραρχική δομή και δεσμεύονται από τις εντολές των ανώτερων εισαγγελικών αρχών και, τελικά, του ομοσπονδιακού υπουργού Δικαιοσύνης.
Ο νόμος προβλέπει σαφείς κανόνες σχετικά με το δικαίωμα έκδοσης εντολών. Οι εντολές από ανώτερη εισαγγελία ή από τον ομοσπονδιακό υπουργό Δικαιοσύνης μπορούν να εκδίδονται μόνον εγγράφως και πρέπει να είναι αιτιολογημένες. Επιπλέον, οι εντολές που λαμβάνονται πρέπει να καταχωρούνται στη δικογραφία της ποινικής υπόθεσης. Ο ομοσπονδιακός υπουργός Δικαιοσύνης υποχρεούται, πριν από την έκδοση εντολής, να ενημερώσει το Συμβούλιο Εντολών (Weisungsrat). Επίσης, φέρει υπουργική ευθύνη και, ως εκ τούτου, υποχρεούται να ενημερώνει το Κοινοβούλιο και να λογοδοτεί σε αυτό.
Οι υπάλληλοι των επιμέρους εισαγγελιών πρέπει να συμμορφώνονται προς τις εντολές του διευθυντή της εισαγγελίας. Ωστόσο, εάν θεωρούν ότι μια εντολή είναι παράνομη, μπορούν να ζητήσουν έγγραφη εντολή, ακόμη και απαλλαγή από τον χειρισμό της συγκεκριμένης ποινικής υπόθεσης.
Αποστολή και καθήκοντα
Οι εισαγγελίες είναι ειδικά όργανα τα οποία υφίστανται χωριστά από τα δικαστήρια. Αποστολή τους είναι η διαφύλαξη του δημόσιου συμφέροντος κατά την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Αυτό συμπεριλαμβάνει τη διεύθυνση της ανάκρισης στην ποινική διαδικασία. Στις εισαγγελίες ανατίθεται επίσης η απαγγελία και η υποστήριξη των κατηγοριών κατά την ποινική διαδικασία. Για τον λόγο αυτόν, οι εισαγγελίες ονομάζονται επίσης κατηγορούσες αρχές.
Οι εισαγγελείς είναι υπεύθυνοι για την απαγγελία και την υποστήριξη των κατηγοριών τόσο ενώπιον του πρωτοδικείου όσο και ενώπιον του περιφερειακού δικαστηρίου της αντίστοιχης δικαστικής περιφέρειας. Κατά κανόνα, την κατηγορούσα αρχή στα περιφερειακά δικαστήρια εκπροσωπούν περιφερειακοί εισαγγελείς, οι οποίοι είναι υπάλληλοι με ειδικές γνώσεις, αλλά οι οποίοι δεν απαιτείται να διαθέτουν πανεπιστημιακή κατάρτιση.
Η αρμόδια για τα οικονομικά εγκλήματα και τα εγκλήματα διαφθοράς εισαγγελία κατέχει ειδική θέση. Οι αρμοδιότητές της, οι οποίες καλύπτουν ολόκληρη την ομοσπονδιακή επικράτεια, καλύπτουν τα υπηρεσιακά εγκλήματα και τα εγκλήματα διαφθοράς, καθώς και τα οικονομικά εγκλήματα με ζημία που υπερβαίνει τα πέντε εκατομμύρια ευρώ. Επίσης στην αρμοδιότητά της εμπίπτουν τα χρηματοοικονομικά εγκλήματα με ποσό ζημίας που υπερβαίνει τα πέντε εκατομμύρια ευρώ, διακεκριμένες περιπτώσεις κοινωνικής απάτης, διακεκριμένα πτωχευτικά αδικήματα και, μεταξύ άλλων, αδικήματα που προβλέπονται στον αυστριακό νόμο περί ανωνύμων εταιρειών (Aktiengesetz) ή τον νόμο περί εταιρειών περιορισμένης ευθύνης (GmbH-Gesetz) για μεγάλες επιχειρήσεις (με ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο ύψους πέντε εκατομμυρίων ευρώ ή τουλάχιστον 2.000 εργαζόμενους).
Οι εισαγγελίες εφετών (Oberstaatsanwaltschaften) είναι ιεραρχικά ανώτερες των εισαγγελιών και υποστηρίζουν τα εφετεία στη Βιέννη, στο Graz, στο Linz και στο Innsbruck. Επιπλέον της εκπροσώπησης της κατηγορούσας αρχής ενώπιον του εφετείου, είναι επίσης υπεύθυνες για την υπηρεσιακή εποπτεία όλων των εισαγγελιών στην περιφέρειά τους. Υπάγονται άμεσα στον ομοσπονδιακό υπουργό Δικαιοσύνης.
Η Γενική Εισαγγελία (Generalprokuratur), που έχει συσταθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο, κατέχει ειδική θέση. Η Γενική Εισαγγελία υπάγεται απευθείας στον ομοσπονδιακό υπουργό Δικαιοσύνης και δεν δικαιούται να εκδίδει εντολές προς τις εισαγγελίες ή τις εισαγγελίες εφετών. Επίσης, δεν εκπροσωπεί την κατηγορούσα αρχή, αλλά είναι επιφορτισμένη να υποστηρίζει το Ανώτατο Δικαστήριο. Προκειμένου να εκπληρώνει το καθήκον αυτό, εξουσιοδοτείται ιδίως να ασκεί τις λεγόμενες «προσφυγές ακυρότητας υπέρ του νόμου» (Nichtigkeitsbeschwerde zur Wahrung des Gesetzes) σε ποινικές υποθέσεις, όταν τα μέρη δεν διαθέτουν (άλλη) δυνατότητα άσκησης ένδικων μέσων. Έτσι, επιτελεί τη σημαντική λειτουργία της διαφύλαξης της ενότητας του δικαίου και της ασφάλειας δικαίου στις ποινικές υποθέσεις.
Νομική ευθύνη
Η πειθαρχική, ποινική και αστική ευθύνη των εισαγγελέων ρυθμίζεται κατά τον ίδιο τρόπο με την αντίστοιχη ευθύνη των δικαστών της τακτικής δικαιοσύνης.
3. Δικαστικοί υπάλληλοι με δικαστικά καθήκοντα (Diplomrechtspfleger)
Οργάνωση
Στην Αυστρία οι δικαστικοί υπάλληλοι με δικαστικά καθήκοντα αποτελούν ουσιαστικό στυλοβάτη του δικαστικού συστήματος. Περισσότερο από το 80 % όλων των πρωτόδικων αποφάσεων επί αστικών υποθέσεων λαμβάνονται σήμερα από περισσότερους από 700 δικαστικούς υπαλλήλους με δικαστικά καθήκοντα.
Κατάρτιση για τον διορισμό σε θέση δικαστικού υπαλλήλου με δικαστικά καθήκοντα
Στο πρόγραμμα κατάρτισης για τον διορισμό σε θέση δικαστικού υπαλλήλου με δικαστικά καθήκοντα επιτρέπεται να συμμετάσχουν μόνο πρόσωπα που έχουν επιτύχει στις εξετάσεις αποφοίτησης από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ή επαγγελματική εκπαίδευση. Η κατάρτιση διαρκεί τρία έτη και περιλαμβάνει απασχόληση σε δικαστήριο με προετοιμασία διεκπεραίωσης υποθέσεων που αφορούν τον οικείο τομέα εργασίας, συμμετοχή σε βασική εκπαίδευση και σε μαθήματα που αφορούν τον οικείο τομέα εργασίας και επιτυχία σε εξετάσεις στους εν λόγω τομείς. Αφού επιτύχει στην εξέταση του δικαστικού υπαλλήλου με δικαστικά καθήκοντα και εφόσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 3 του νόμου για τους δικαστικούς υπαλλήλους με δικαστικά καθήκοντα (Rechtspflegergesetz), ο υποψήφιος λαμβάνει πιστοποιητικό (δίπλωμα), το οποίο εκδίδεται από τον ομοσπονδιακό υπουργό Δικαιοσύνης και στο οποίο πρέπει να αναγράφεται ο σχετικός τομέας εργασίας. Με την έκδοση του εν λόγω πιστοποιητικού παρέχεται στον δικαστικό υπάλληλο η εξουσιοδότηση να διεκπεραιώνει δικαστικές υποθέσεις που εμπίπτουν στον τομέα δραστηριότητάς του σε όλη την ομοσπονδιακή επικράτεια και, ως εκ τούτου, ο υπάλληλος μπορεί να αρχίσει να εργάζεται ως δικαστικός υπάλληλος με δικαστικά καθήκοντα.
Ο πρόεδρος του εφετείου πρέπει στη συνέχεια να προσδιορίσει το δικαστήριο στο οποίο ο συγκεκριμένος δικαστικός υπάλληλος θα απασχοληθεί ως δικαστικός υπάλληλος με δικαστικά καθήκοντα και την σχετική περίοδο. Στο πλαίσιο του δικαστηρίου, ο προϊστάμενος του δικαστηρίου αναθέτει στον δικαστικό υπάλληλο ένα τμήμα του δικαστηρίου το οποίο διευθύνεται από δικαστή ή ενδεχομένως περισσότερα τμήματα του δικαστηρίου.
Επαγγελματικό καθεστώς των δικαστικών υπαλλήλων με δικαστικά καθήκοντα
Οι εν λόγω δικαστικοί υπάλληλοι είναι ειδικά εκπαιδευμένοι δικαστικοί υπάλληλοι στους οποίους μπορεί να ανατεθεί η επιμέλεια επακριβώς καθορισμένων αστικών υποθέσεων σε πρώτο βαθμό βάσει του ομοσπονδιακού συνταγματικού νόμου (άρθρο 87a του B-VG) και του νόμου για τους δικαστικούς υπαλλήλους με δικαστικά καθήκοντα. Οι δικαστικοί υπάλληλοι με δικαστικά καθήκοντα δεσμεύονται μόνον από τις εντολές του δικαστή που είναι υπεύθυνος για την υπόθεση βάσει της κατανομής των εργασιών του δικαστηρίου. Ο δικαστής μπορεί ανά πάσα στιγμή και σε οποιοδήποτε στάδιο να αναλάβει ο ίδιος τον χειρισμό της υπόθεσης. Οι αποφάσεις του δικαστικού υπαλλήλου με δικαστικά καθήκοντα μπορούν να προσβληθούν με τον ίδιο τρόπο όπως οι αποφάσεις του δικαστή.
Στην πράξη, οι δικαστικοί υπάλληλοι με δικαστικά καθήκοντα εργάζονται σε πολύ μεγάλο βαθμό ανεξάρτητα. Η παροχή εντολών από τον δικαστή είναι ασυνήθιστη και συμβαίνει εξαιρετικά σπάνια.
Αποστολή και καθήκοντα
Οι συγκεκριμένοι δικαστικοί υπάλληλοι χρησιμοποιούνται στους ακόλουθους τομείς εργασίας:
- Υποθέσεις πολιτικής δικονομίας, εκτέλεσης και αφερεγγυότητας («διαδικασία διακανονισμού χρεών»)·
- Υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας·
- Υποθέσεις κτηματολογίου και νηολογίου·
- Υποθέσεις μητρώου εταιρειών.
Καθένας από αυτούς τους τομείς εργασίας προϋποθέτει ειδική κατάρτιση και ειδικό διορισμό ως δικαστικού υπαλλήλου ασκούντος δικαστικά καθήκοντα σε σχέση με τον σχετικό τομέα εργασίας.
Οριοθέτηση της αρμοδιότητας μεταξύ δικαστών και δικαστικών υπαλλήλων με δικαστικά καθήκοντα
Ο κύκλος δράσης ενός δικαστικού υπαλλήλου με δικαστικά καθήκοντα δεν συμπεριλαμβάνει όλες τις εργασίες και αποφάσεις που προκύπτουν στους προαναφερόμενους τομείς εργασίας. Οι υποθέσεις που εμπίπτουν στο πεδίο δράσης των δικαστικών υπαλλήλων με δικαστικά καθήκοντα καθορίζεται επακριβώς στον νόμο για τους δικαστικούς υπαλλήλους με δικαστικά καθήκοντα, ενώ το πεδίο δράσης στους επί μέρους τομείς εργασίας ποικίλει σημαντικά.
Ο νόμος για τους δικαστικούς υπαλλήλους με δικαστικά καθήκοντα προβλέπει πεδία δράσης για τους επιμέρους τομείς εργασίας, τα οποία αναθέτουν στους δικαστικούς υπαλλήλους με δικαστικά καθήκοντα συγκεκριμένους τομείς δραστηριοποίησης (για παράδειγμα, το πεδίο δράσης σε υποθέσεις αφερεγγυότητας περιλαμβάνει τις πράξεις σε υποθέσεις πτώχευσης ενώπιον του περιφερειακού δικαστηρίου). Βεβαίως, στο πλαίσιο αυτό, ορισμένες αρμοδιότητες επιφυλάσσονται στους δικαστές.
Επιπλέον, κάθε πεδίο δράσης περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη διεξαγωγή της διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής, την πιστοποίηση του δεδικασμένου και της εκτελεστότητας των δικαστικών αποφάσεων στον αντίστοιχο τομέα εργασίας, την έκδοση αποφάσεων επί αιτήσεων νομικής συνδρομής στο πλαίσιο της διαδικασίας δικαστικού υπαλλήλου με δικαστικά καθήκοντα, καθώς και την εκτέλεση υπηρεσιακών πράξεων κατόπιν αιτήματος δικαστικής συνδρομής από εγχώριο δικαστήριο ή εγχώρια αρχή.
4. Δικηγόροι
Γενικά
Οι δικηγόροι καλούνται και έχουν δικαίωμα να εκπροσωπούν τους διαδίκους δικαστικώς και εξωδίκως, σε όλες τις υποθέσεις δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου ενώπιον όλων των δικαστηρίων και αρχών της Δημοκρατίας της Αυστρίας.
Δεν απαιτείται επίσημος διορισμός για την άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου στην Αυστρία· εντούτοις, η άσκηση του επαγγέλματος εξαρτάται από τις κάτωθι αναφερόμενες προϋποθέσεις.
Στις κύριες νομικές βάσεις περιλαμβάνονται ο κώδικας δικηγόρων (Rechtsanwaltsordnung — RAO), RGBl. αριθ. 96/1896, ο πειθαρχικός κώδικας δικηγόρων και ασκούμενων δικηγόρων (Disziplinarstatut für Rechtsanwälte und Rechtsanwaltsanwärter — DSt), BGBl. αριθ. 474/1990, ο ομοσπονδιακός νόμος περί δικηγορικών αμοιβών (Bundesgesetz über den Rechtsanwaltstarif — RATG), BGBl. αριθ. 189/1969, ο νόμος για τις εξετάσεις για την απόκτηση της άδειας άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος (Rechtsanwaltsprüfungsgesetz — RAPG), BGBl. αριθ. 556/1985 και ο ομοσπονδιακός νόμος σχετικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και την εγκατάσταση ευρωπαίων δικηγόρων καθώς και για την παροχή νομικών υπηρεσιών από δικηγόρους που ασκούν διεθνή δραστηριότητα στην Αυστρία (EIRAG), BGBl. I αριθ. 27/2000.
Προϋποθέσεις για την άσκηση του επαγγέλματος
Οποιοσδήποτε επιθυμεί να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου, μετά τις σπουδές στη νομική επιστήμη (σπουδές στο αυστριακό δίκαιο) πρέπει να αποδείξει συνολικά τουλάχιστον πενταετή νομική επαγγελματική δραστηριότητα, εκ της οποίας τουλάχιστον επτά μήνες σε δικαστήριο ή εισαγγελία και τρία έτη σε δικηγορικό γραφείο της Αυστρίας ως ασκούμενος.
Η εξέταση για την απόκτηση της άδειας άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος μπορεί να γίνει μετά από τριετή πρακτική απασχόληση, από την οποία τουλάχιστον επτά μήνες πραγματοποιήθηκαν σε δικαστήριο και τουλάχιστον δύο έτη σε δικηγορικό γραφείο. Προκειμένου να υποβληθεί στην εξέταση, είναι επίσης απαραίτητο να συμμετέχει σε εκπαιδευτικά σεμινάρια τα οποία προβλέπονται υποχρεωτικά από τον δικηγορικό σύλλογο για τους υποψήφιους δικηγόρους.
Όποιος πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις μπορεί να ζητήσει να εγγραφεί στον κατάλογο των δικηγόρων του δικηγορικού συλλόγου στην περιφέρεια του οποίου επιθυμεί να ασκήσει το επάγγελμα.
Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, αλλοδαποί δικηγόροι που είναι υπήκοοι κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλου συμβαλλόμενου κράτους της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο ή της Ελβετίας μπορούν επίσης, στο εσωτερικό της Δημοκρατίας της Αυστρίας:
- να ασκήσουν προσωρινά δικηγορικές δραστηριότητες,
- να υποβάλουν αίτηση εγγραφής στον κατάλογο των δικηγόρων του αρμόδιου δικηγορικού συλλόγου, αφού επιτύχουν σε εξέταση επαγγελματικής επάρκειας, ή
- να εγκατασταθούν επαγγελματικά στην Αυστρία αμέσως, χωρίς προηγούμενη εξέταση επαγγελματικής επάρκειας, σύμφωνα με τον επαγγελματικό τίτλο που χρησιμοποιούσαν στη χώρα καταγωγής τους και να ενταχθούν πλήρως στο αυστριακό νομικό επάγγελμα μετά από τριετή «πραγματική και τακτική» άσκηση του επαγγέλματος στην Αυστρία.
Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ένα μέλος του δικηγορικού συλλόγου ενός κράτους μέλους της γενικής συμφωνίας για το εμπόριο υπηρεσιών (GATS) μπορεί προσωρινά να ασκήσει ορισμένες επακριβώς καθορισμένες δραστηριότητες ως δικηγόρος στη Δημοκρατία της Αυστρίας.
Νομική ευθύνη
Οι δικηγόροι που παραβαίνουν τις επαγγελματικές υποχρεώσεις ή τους κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας είναι υπόλογοι σε ένα πειθαρχικό συμβούλιο το οποίο ορίζεται από τον τοπικό δικηγορικό σύλλογο. Οι ποινές που μπορούν να τους επιβληθούν φτάνουν μέχρι τη διαγραφή τους από τα μητρώα των δικηγόρων. Αποφάσεις σε δεύτερο βαθμό λαμβάνονται από το Ανώτατο Δικαστήριο σε τετραμελή τμήματα, που απαρτίζονται από δύο δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου και δύο δικηγόρους.
Πέραν αυτού, οι δικηγόροι υπέχουν βεβαίως ποινική και αστική ευθύνη.
Δικηγορικοί σύλλογοι, Αυστριακός Δικηγορικός Σύλλογος
Ένας δικηγορικός σύλλογος απαρτίζεται από το σύνολο των εγγεγραμμένων δικηγόρων ενός ομόσπονδου κράτους. Οι σύλλογοι είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και αυτόνομα και αυτοδιαχειριζόμενα όργανα.
Σε ομοσπονδιακό επίπεδο, η προάσπιση των συνολικών συμφερόντων των δικηγόρων της Αυστρίας ανατίθεται στον Αυστριακό Δικηγορικό Σύλλογο (Österreichischer Rechtsanwaltskammertag), ο οποίος απαρτίζεται από τους εννέα δικηγορικούς συλλόγους της Αυστρίας και του οποίου η συνέλευση αντιπροσώπων συντίθεται από εκπροσώπους των δικηγορικών συλλόγων (http://www.rechtsanwaelte.at/).
5. Συμβολαιογράφοι
Γενικά
Προς ρύθμιση των έννομων σχέσεων ιδιωτικού δικαίου υπάρχει ο θεσμός του συμβολαιογράφου ως ανεξάρτητου και αμερόληπτου οργάνου στον τομέα της προληπτικής δικαιοσύνης.
Κύριο καθήκον του είναι η συμμετοχή σε νομικές διαδικασίες και η παροχή νομικής συνδρομής στο κοινό. Οι συμβολαιογράφοι συντάσσουν δημόσια έγγραφα, φροντίζουν την περιουσία τρίτων, συντάσσουν ιδιωτικά πιστοποιητικά και εκπροσωπούν τα μέρη, κυρίως στον τομέα της εκούσιας δικαιοδοσίας. Οι συμβολαιογράφοι αναλαμβάνουν επίσης καθήκοντα εντεταλμένων των δικαστηρίων σε διαδικασίες της εκούσιας δικαιοδοσίας. Ιδίως, αναλαμβάνουν ως «δικαστικοί επιτετραμμένοι» τη διεξαγωγή της κληρονομικής διαδικασίας.
Ο συμβολαιογράφος φροντίζει για την εξασφάλιση της περιουσίας του θανόντος και την περιέλευσή της στον δικαιούχο κληρονόμο. Αυτή η εργασία προϋποθέτει ιδιαίτερη γνώση του κληρονομικού δικαίου και της διαδικασίας της εκούσιας δικαιοδοσίας, η οποία δικαιολογεί την πάγια προσφυγή του κοινού στον συμβολαιογράφο για τη σύνταξη διαθηκών και ειδικά για την παροχή συμβουλών και την εκπροσώπηση σε κληρονομικά ζητήματα.
Ο συμβολαιογράφος ασκεί δημόσιο λειτούργημα αλλά δεν είναι δημόσιος υπάλληλος. Φέρει τον οικονομικό κίνδυνο της λειτουργίας του συμβολαιογραφείου αλλά δεν ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα. Προσομοιάζει με το ελεύθερο επάγγελμα, αλλά ως δικαστικός επιτετραμμένος είναι πλησιέστερα προς το δικαστικό όργανο. Η συμβολαιογραφική ιδιότητα είναι αποκλειστική και δεν επιτρέπεται η παράλληλη άσκηση της δικηγορίας.
Οι μεταβολές στον αριθμό των συμβολαιογραφικών θέσεων και των εδρών τους γίνεται με διάταγμα του ομοσπονδιακού υπουργού Δικαιοσύνης. Επί του παρόντος υπάρχουν στην Αυστρία 536 συμβολαιογραφικές θέσεις (στοιχεία του Απριλίου του 2023).
Στις κύριες νομικές βάσεις για τη δραστηριότητα αυτή περιλαμβάνονται ο κώδικας συμβολαιογράφων (Notariatsordnung — NO), RGBl. αριθ. 75/1871, ο νόμος περί συμβολαιογραφικών πράξεων (Notariatsaktsgesetz), RGBl. αριθ. 76/1871, ο νόμος περί συμβολαιογραφικών αμοιβών (Notariatstarifgesetz — NTG), BGBl. αριθ. 576/1973, ο νόμος για τις εξετάσεις για την απόκτηση της άδειας άσκησης του συμβολαιογραφικού επαγγέλματος (Notariatsprüfungsgesetz — NPG), BGBl. αριθ. 522/1987, ο νόμος περί του δικαστικού επιτετραμμένου (Gerichtskommissärsgesetz — GKG), BGBl. αριθ. 343/1970, και ο νόμος περί των απολαβών των συμβολαιογράφων ως δικαστικών εντολέων (Gerichtskommissionstarifgesetz — GKTG), BGBl. αριθ. 108/1971.
Κατάρτιση
Οποιοσδήποτε έχει ολοκληρώσει τις νομικές σπουδές (σπουδές στο αυστριακό δίκαιο) και ενδιαφέρεται για το επάγγελμα του συμβολαιογράφου πρέπει να αναζητήσει ένα συμβολαιογράφο ο οποίος θα τον δεχθεί ως υπάλληλο και θα τον εγγράψει στο μητρώο των υποψήφιων συμβολαιογράφων.
Η εγγραφή στο μητρώο των υποψήφιων συμβολαιογράφων που τηρείται από τον αρμόδιο συμβολαιογραφικό σύλλογο είναι εφικτή μόνον εφόσον το συγκεκριμένο άτομο έχει ολοκληρώσει πρακτική άσκηση στα δικαστήρια ή στην εισαγγελία διάρκειας επτά μηνών και δεν έχει ακόμα συμπληρώσει το 35ο έτος της ηλικίας κατά την πρώτη εγγραφή του στο μητρώο των υποψηφίων.
Προκειμένου να γίνει δεκτός στην εξέταση για την απόκτηση της άδειας συμβολαιογράφου, ο υποψήφιος συμβολαιογράφος πρέπει να παρακολουθήσει σεμινάρια κατάρτισης που προβλέπονται υποχρεωτικά από τον σύλλογο των συμβολαιογράφων.
Η εξέταση για το επάγγελμα του συμβολαιογράφου διενεργείται σε δύο μέρη:
- Το πρώτο μέρος μπορεί να γίνει το νωρίτερο μετά την πάροδο 18 μηνών από την αναγόρευσή του ως υποψηφίου και το αργότερο κατά το τέλος του πέμπτου έτους της περιόδου υποψηφιότητας, διαφορετικά ο υποψήφιος συμβολαιογράφος διαγράφεται από τα μητρώα.
- Το δεύτερο μέρος μπορεί να διενεργηθεί το νωρίτερο μετά από περαιτέρω πρακτική απασχόληση ενός έτους ως υποψήφιος συμβολαιογράφος. Το αργότερο πριν από την πάροδο δεκαετούς περιόδου υποψηφιότητας πρέπει ο υποψήφιος συμβολαιογράφος να εξεταστεί με επιτυχία στο δεύτερο μέρος των εξετάσεων για την απόκτηση της άδειας άσκησης του συμβολαιογραφικού επαγγέλματος, διαφορετικά διαγράφεται από τα μητρώα υποψήφιων συμβολαιογράφων.
Διορισμός
Οι κενωθείσες ή νεοδημιουργηθείσες θέσεις συμβολαιογράφων πρέπει να δημοσιεύονται πριν από την πλήρωσή τους. Ο νόμος (άρθρο 6 του αυστριακού κώδικα συμβολαιογράφων) αξιώνει από τους υποψήφιους για την κατάληψη θέσης συμβολαιογράφου μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
- να είναι υπήκοοι κράτους μέλους της ΕΕ ή του ΕΟΧ ή της Ελβετίας,
- να έχουν ολοκληρώσει επιτυχώς σπουδές στο αυστριακό δίκαιο,
- να έχουν επιτύχει στις συμβολαιογραφικές εξετάσεις και
- να είναι σε θέση να αποδείξουν επταετή απασχόληση σε νομικό επάγγελμα, συμπεριλαμβανομένης τουλάχιστον περιόδου τριών ετών ως υποψήφιοι συμβολαιογράφοι μετά την συμβολαιογραφική εξέταση.
Αυτές οι βασικές προϋποθέσεις εντούτοις δεν χορηγούν το δικαίωμα διορισμού ως συμβολαιογράφου. Κατά τη διαδικασία διορισμού, οι υποψήφιοι αξιολογούνται και κατατάσσονται από τον τοπικά αρμόδιο σύλλογο συμβολαιογράφων και στη συνέχεια από το τμήμα προσωπικού του αρμόδιου πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και του εφετείου, ενώ παράγοντας καθοριστικής σημασίας είναι η διάρκεια της πρακτικής απασχόλησης. Ο σύλλογος συμβολαιογράφων και τα δύο τμήματα προσωπικού υποβάλλουν πρόταση που συμπεριλαμβάνει τρία άτομα στον ομοσπονδιακό υπουργό Δικαιοσύνης. Παρά το γεγονός ότι ο υπουργός δεν δεσμεύεται από τις προτάσεις, στην πράξη διορίζει πάντα κάποιον από τους προταθέντες υποψηφίους.
Ο συμβολαιογράφος μπορεί να ασκήσει το επάγγελμα του συμβολαιογράφου μέχρι τις 31 Ιανουαρίου του ημερολογιακού έτους που ακολουθεί το 70ό έτος της ηλικίας του. Οίκοθεν μετάθεση συμβολαιογράφου σε διαφορετική συμβολαιογραφική θέση δεν επιτρέπεται.
Εποπτεία των συμβολαιογράφων, νομική ευθύνη
Λόγω των καθηκόντων που εκτελούν ως συντάκτες δημοσίων εγγράφων και ως δικαστικοί επιτετραμμένοι, οι συμβολαιογράφοι υπόκεινται σε ιδιαίτερο έλεγχο. Ο έλεγχος των συμβολαιογράφων αποτελεί ευθύνη του ομοσπονδιακού υπουργού Δικαιοσύνης, της διοίκησης της δικαιοσύνης και άμεσα του συλλόγου συμβολαιογράφων.
Οι συμβολαιογράφοι έχουν το δικό τους πειθαρχικό δίκαιο. Τα πειθαρχικά αδικήματα τιμωρούνται σε πρώτο βαθμό από το εφετείο που εκτελεί καθήκοντα πειθαρχικού δικαστηρίου για συμβολαιογράφους και σε δεύτερο βαθμό από το Ανώτατο Δικαστήριο, ενώ τα τμήματα που κρίνουν την υπόθεση πρέπει σε κάθε περίπτωση να συμπεριλαμβάνουν μεταξύ των μελών τους συμβολαιογράφους. Ο κατάλογος των κυρώσεων που μπορούν να επιβληθούν από το πειθαρχικό δικαστήριο φτάνει μέχρι και την απόλυση. Τα απλά πταίσματα τιμωρούνται από τον σύλλογο συμβολαιογράφων.
Βεβαίως, εκτός από την πειθαρχική ευθύνη, οι συμβολαιογράφοι υπέχουν επίσης ποινική και αστική ευθύνη.
Όταν ο συμβολαιογράφος ενεργεί ως δικαστικός επιτετραμμένος, θεωρείται υπάλληλος από την άποψη του ποινικού δικαίου και είναι επομένως υπεύθυνος για τα λεγόμενα εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται ιδίως η κατάχρηση εξουσίας. Η αστική ευθύνη του ρυθμίζεται διαφορετικά: στο μέτρο που ενεργεί ως δικαστικός επιτετραμμένος υπόκειται στους ίδιους κανόνες ευθύνης με αυτούς που ισχύουν για τους δικαστές και τους εισαγγελείς. Επομένως, οι διάδικοι δεν μπορούν να στραφούν απευθείας κατά του συμβολαιογράφου, αλλά πρέπει να απευθύνουν τις αξιώσεις τους αποζημίωσης στο κράτος. Το κράτος μπορεί να ασκήσει αναγωγή στην περίπτωση δόλου ή βαριάς αμέλειας. Εκτός της δραστηριότητάς του ως δικαστικού επιτετραμμένου, ο συμβολαιογράφος είναι απευθείας υπεύθυνος έναντι των μερών σύμφωνα με το αστικό δίκαιο.
Συμβολαιογραφικά συμβούλια, Αυστριακός Συμβολαιογραφικός Σύλλογος
Οι συμβολαιογράφοι που είναι εγκατεστημένοι σε ένα ομόσπονδο κράτος και οι υποψήφιοι συμβολαιογράφοι του ίδιου ομόσπονδου κράτους που είναι εγγεγραμμένοι στον σχετικό κατάλογο απαρτίζουν ένα συμβολαιογραφικό συμβούλιο. Τα ομόσπονδα κράτη Βιέννης, Niederösterreich και Burgenland, καθώς και τα ομόσπονδα κράτη Tirol και Vorarlberg έχουν κοινά τοπικά συμβούλια.
Αποστολή του συμβουλίου είναι η διαφύλαξη της υπόληψης και της αξιοπρέπειας του επαγγέλματος και η εκπροσώπηση των επαγγελματικών συμφερόντων.
Τα μέλη κάθε συμβολαιογραφικού συμβουλίου εκλέγουν έναν συμβολαιογραφικό σύλλογο. Ο συμβολαιογραφικός σύλλογος απαρτίζεται από έναν συμβολαιογράφο ως πρόεδρο και έξι συμβολαιογράφους (Βιέννη: δώδεκα) και τρεις υποψήφιους συμβολαιογράφους (Βιέννη: έξι) ως μέλη.
Τα συμβολαιογραφικά συμβούλια των ομόσπονδων κρατών συγκροτούν τον Αυστριακό Συμβολαιογραφικό Σύλλογο (www.notar.at). Η αποστολή του εν λόγω συλλόγου είναι να διαφυλάσσει και να εκπροσωπεί τα δικαιώματα και τα συμφέροντα του κλάδου στον βαθμό που αφορούν τα συμφέροντα του συνόλου των συμβολαιογράφων στην Αυστρία ή συμφέροντα που υπερβαίνουν αυτά ενός μεμονωμένου συμβολαιογραφικού συμβουλίου.
Σχετικοί σύνδεσμοι
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται το εκάστοτε κράτος μέλος. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη όσον αφορά τις πληροφορίες ή τα στοιχεία που περιλαμβάνονται ή για τα οποία γίνεται λόγος στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.