Βρείτε πληροφορίες ανά περιφέρεια
Εισαγγελέας
Αποστολή και καθήκοντα
Η εισαγγελία αποτελεί ανεξάρτητο όργανο της ποινικής δικαιοσύνης, ισότιμο με τα δικαστήρια. Η εισαγγελία είναι υπεύθυνη για τη διεξαγωγή της προκαταρκτικής εξέτασης, την απαγγελία της κατηγορίας και την υποστήριξή της στην κύρια δίκη, καθώς και για την εκτέλεση της ποινής. Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από τον νόμο, η εισαγγελία είναι επίσης αρμόδια για τη δίωξη αξιόποινων πράξεων ως διοικητικών παραβάσεων στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας.
Η εισαγγελία υποχρεούται να παρεμβαίνει για όλα τα αδικήματα για τα οποία μπορεί να ασκηθεί δίωξη, εφόσον υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις (αρχή της νομιμότητας). Αυτό σημαίνει ότι η εισαγγελία, πριν αποφασίσει αν πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη, οφείλει να ερευνήσει και να προβεί σε νομική εξέταση όλων των πραγματικών περιστατικών που περιήλθαν σε γνώση της. Η εισαγγελία υπέχει συναφώς υποχρέωση αντικειμενικότητας και αμεροληψίας. Οφείλει να εξακριβώνει τόσο ενοχοποιητικές όσο και ελαφρυντικές περιστάσεις. Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από τον νόμο, οφείλει να απαγγέλλει κατηγορία. Όταν η διαδικασία αφορά αδίκημα, η εισαγγελία μπορεί να απέχει από την άσκηση δίωξης, εάν η ενοχή του δράστη θεωρείται ήσσονος σημασίας και δεν υπάρχει δημόσιο συμφέρον για τη δίωξη. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις που προβλέπονται από τον νόμο, απαιτείται επίσης η συγκατάθεση του αρμοδίου για το άνοιγμα της κύριας δίκης δικαστηρίου. Στον κατηγορούμενο μπορεί επίσης να επιβληθούν υποχρεώσεις και οδηγίες μετά την εκπλήρωση των οποίων περατώνεται η διαδικασία.
Κατά τη διενέργεια ερευνών στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, η εισαγγελία έχει την εξουσία να κάνει χρήση άλλων ανακριτικών υπαλλήλων. Σε αυτούς περιλαμβάνονται αστυνομικοί, φορολογικοί ελεγκτές και τελωνειακοί υπάλληλοι. Οι εν λόγω υπάλληλοι οφείλουν να ακολουθούν τις οδηγίες της εισαγγελίας.
Στην ποινική διαδικασία, η απαγγελία της κατηγορίας αποτελεί προϋπόθεση για την επακόλουθη δικαστική διαδικασία. Με εξαίρεση τις διοικητικές παραβάσεις, η κατηγορία πρέπει πάντοτε να απαγγέλλεται από την εισαγγελία. Στην κύρια δίκη παρίσταται συνήθως εισαγγελέας ως εκπρόσωπος της εισαγγελικής αρχής.
Η εισαγγελία συμπράττει τόσο στον πρώτο όσο και στον δεύτερο βαθμό (έφεση και αναίρεση).
Κατά την κύρια δίκη, το κατηγορητήριο πρέπει να διαβάζεται από τον/την εισαγγελέα. Ο/Η εισαγγελέας έχει το δικαίωμα να υποβάλλει ερωτήσεις στον κατηγορούμενο και τους μάρτυρες. Μπορεί επίσης να υποβάλλει ίδια αιτήματα για διεξαγωγή αποδείξεων. Στο τέλος της συζήτησης, ο/η εισαγγελέας προβαίνει στην τελική αγόρευσή του/της, στο πλαίσιο της οποίας αξιολογεί την πραγματική και νομική κατάσταση. Κατά κανόνα ζητά την καταδίκη του κατηγορουμένου σε ορισμένη ποινή ή την αθώωσή του.
Με τη συμφωνία της εισαγγελίας, του δικαστηρίου και του κατηγορουμένου, η ποινική διαδικασία μπορεί να διακοπεί ακόμη και σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας, για παράδειγμα εάν η ενοχή του κατηγορουμένου κρίνεται ασήμαντη μετά τη διεξαγωγή της δίκης.
Εάν η εισαγγελία έχει σχηματίσει την πεποίθηση ότι η απόφαση του δικαστηρίου πρέπει να επανεξεταστεί από πραγματική ή νομική άποψη, μπορεί να ασκήσει ένδικα μέσα, ακόμη και υπέρ του κατηγορουμένου.
Οργάνωση
Η εισαγγελία έχει την έδρα της στο πλημμελειοδικείο, στο εφετείο και στο Ομοσπονδιακό Ακυρωτικό Δικαστήριο, και έχει ιεραρχική δομή.
Λόγω του ομοσπονδιακού συστήματος στη Γερμανία, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των αρμοδιοτήτων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των ομόσπονδων κρατών.
Εισαγγελίες των ομόσπονδων κρατών
Με εξαίρεση τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες είναι αρμόδιος ο ομοσπονδιακός γενικός εισαγγελέας (Generalbundesanwalt) του Ομοσπονδιακού Ακυρωτικού Δικαστηρίου, αρμόδιες για τη δίωξη είναι οι εισαγγελίες των ομόσπονδων κρατών. Ο ομοσπονδιακός γενικός εισαγγελέας του Ομοσπονδιακού Ακυρωτικού Δικαστηρίου σε ομοσπονδιακό επίπεδο και οι εισαγγελίες σε επίπεδο ομόσπονδων κρατών αποτελούν διαφορετικές και χωριστές αρχές. Δεν υπάρχει ιεραρχική σχέση μεταξύ του ομοσπονδιακού επιπέδου και του επιπέδου των ομόσπονδων κρατών. Ωστόσο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο ομοσπονδιακός γενικός εισαγγελέας του Ομοσπονδιακού Ακυρωτικού Δικαστηρίου μπορεί να παραπέμψει διαδικασίες της αρμοδιότητάς του στις εισαγγελίες των ομόσπονδων κρατών ή να επιληφθεί διαδικασιών της αρμοδιότητάς τους.
Κάθε ένα από τα 16 ομόσπονδα κράτη έχει τη δική του εισαγγελία, η οποία οργανώνεται ως εξής:
Σε κάθε πλημμελειοδικείο εντάσσεται μία εισαγγελία, η οποία είναι επίσης αρμόδια για τα ειρηνοδικεία που υπάγονται στην περιφέρεια του πλημμελειοδικείου.
Οι εισαγγελίες υπάγονται ιεραρχικά στις γενικές εισαγγελίες των αντίστοιχων εφετείων, οι οποίες με τη σειρά τους υπόκεινται στη διοικητική εποπτεία των Υπουργείων Δικαιοσύνης των ομόσπονδων κρατών.
Η γενική εισαγγελία είναι αρμόδια για τις διαδικασίες ενδίκων μέσων ενώπιον των εφετείων. Εάν μια τέτοια διαδικασία υπάγεται στην αρμοδιότητα του Ομοσπονδιακού Ακυρωτικού Δικαστηρίου, ο ομοσπονδιακός γενικός εισαγγελέας ασκεί τα καθήκοντα της εισαγγελίας.
Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την εισαγγελία διατίθενται στο τμήμα «Δικαστήρια και εισαγγελίες» στον ιστότοπο του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Δικαιοσύνης και Προστασίας των Καταναλωτών. Πολλές εισαγγελίες διαθέτουν επίσης δικούς τους ισοτόπους, οι οποίοι βρίσκονται στις διαδικτυακές πύλες των ομόσπονδων κρατών για τη δικαιοσύνη.
Ομοσπονδιακός γενικός εισαγγελέας στο Ομοσπονδιακό Ακυρωτικό Δικαστήριο
Η δικαστική εξουσία στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εμπίπτει καταρχήν στην αρμοδιότητα των ομόσπονδων κρατών [άρθρα 30, 92 και 96 του Συντάγματος (Grundgesetz)]. «Ο ομοσπονδιακός γενικός εισαγγελέας του Ομοσπονδιακού Ακυρωτικού Δικαστηρίου» αποτελεί τη μοναδική εισαγγελία της Ομοσπονδίας. Αποκαλείται επίσης «ομοσπονδιακή εισαγγελία» (Bundesanwaltschaft). Εκτός από τον ομοσπονδιακό γενικό εισαγγελέα, αποτελείται από άλλους ομοσπονδιακούς εισαγγελείς, προϊσταμένους εισαγγελιών και εισαγγελείς, καθώς και από άλλους υπαλλήλους. Ο ομοσπονδιακός γενικός εισαγγελέας (Generalbundesanwalt) προΐσταται της ομοσπονδιακής εισαγγελίας του Ομοσπονδιακού Ακυρωτικού Δικαστηρίου.
Ο ομοσπονδιακός γενικός εισαγγελέας του Ομοσπονδιακού Ακυρωτικού Δικαστηρίου ασκεί καθήκοντα εισαγγελέα σε όλες τις σοβαρές ποινικές υποθέσεις κρατικής προστασίας που έχουν ιδιαίτερο αντίκτυπο στην εσωτερική ασφάλεια (ιδίως τρομοκρατικές πράξεις βίας) ή στην εξωτερική ασφάλεια (προδοσία και κατασκοπεία). Στην περίπτωση άλλων ποινικών αδικημάτων που άπτονται της κρατικής προστασίας, ο ομοσπονδιακός γενικός εισαγγελέας του Ομοσπονδιακού Ακυρωτικού Δικαστηρίου αναλαμβάνει την ποινική δίωξη υπό ορισμένες προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 120 παράγραφος 2 του νόμου περί οργανισμού των δικαστηρίων (Gerichtsverfassungsgesetz) [πρόκειται για το λεγόμενο δικαίωμα ανάληψης (Evokationsrecht)]. Τα καθήκοντα του ομοσπονδιακού γενικού εισαγγελέα του Ομοσπονδιακού Ακυρωτικού Δικαστηρίου περιλαμβάνουν επίσης τη δίωξη αξιόποινων πράξεων βάσει του διεθνούς Ποινικού Κώδικα και τη σύμπραξη σε αναιρέσεις και εφέσεις ενώπιον των ποινικών τμημάτων του Ομοσπονδιακού Ακυρωτικού Δικαστηρίου.
Ο ομοσπονδιακός γενικός εισαγγελέας διορίζεται από τον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κατόπιν πρότασης του ομοσπονδιακού υπουργού Δικαιοσύνης και Προστασίας των Καταναλωτών. Η πρόταση πρέπει να εγκριθεί από το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο. Ο ομοσπονδιακός γενικός εισαγγελέας υπόκειται στη διοικητική εποπτεία του ομοσπονδιακού υπουργού Δικαιοσύνης και Προστασίας των Καταναλωτών. Ωστόσο, ο ομοσπονδιακός υπουργός δεν μπορεί να ασκεί διοικητική εποπτεία ή εξουσία επί των εισαγγελέων των ομόσπονδων κρατών.
Δικαστές
Οργάνωση
Η νομοθεσία η οποία ρυθμίζει το επάγγελμα του δικαστή, τόσο στα ομοσπονδιακά δικαστήρια όσο και στα δικαστήρια των ομόσπονδων κρατών, είναι ο γερμανικός νόμος περί του δικαστικού σώματος (Richtergesetz—DRiG). Περαιτέρω διατάξεις περιέχονται στους επιμέρους νόμους περί του δικαστικού σώματος των ομόσπονδων κρατών.
Η διοικητική εποπτεία επί των δικαστών που ασκούν τα καθήκοντά τους στα ομόσπονδα κράτη ασκείται από τα υπουργεία δικαιοσύνης των αντίστοιχων ομόσπονδων κρατών. Η διοικητική εποπτεία επί των δικαστών που ασκούν τα καθήκοντά τους στα ομοσπονδιακά δικαστήρια, με εξαίρεση τους δικαστές του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, ασκείται από τον καθ’ ύλην αρμόδιο ομοσπονδιακό υπουργό.
Αποστολή και καθήκοντα
Επαγγελματίες και λαϊκοί δικαστές
Οι επαγγελματίες δικαστές ασκούν τα καθήκοντά τους στα ομοσπονδιακά δικαστήρια ή στα δικαστήρια των ομόσπονδων κρατών. Οι δικαστές των δικαστηρίων των ομόσπονδων κρατών ασκούν τα καθήκοντά τους, για παράδειγμα, στο ειρηνοδικείο, το πρωτοδικείο ή το εφετείο. Οι περισσότεροι δικαστές ασκούν τα καθήκοντά τους στα δικαστήρια των ομόσπονδων κρατών.
Οι ομοσπονδιακοί δικαστές εκδικάζουν υποθέσεις στο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο (Bundesverfassungsgericht), στο Ομοσπονδιακό Ακυρωτικό Δικαστήριο (Bundesgerichtshof), στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών (Bundesarbeitsgericht), στο Ομοσπονδιακό Φορολογικό Δικαστήριο (Bundesfinanzhof), στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Κοινωνικής Ασφάλισης (Bundessozialgericht), στο Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο (Bundesverwaltungsgericht) και στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (Bundespatentgericht).
Στην ποινική δίκη, εκτός από τους επαγγελματίες δικαστές συμμετέχουν και λαϊκοί δικαστές (ένορκοι). Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα που ανατίθεται σε πολίτες. Θεωρητικά, αυτό μπορεί επίσης να συμβεί χωρίς τη συγκατάθεση του ενδιαφερομένου. Ο πολίτης που διορίζεται ένορκος μπορεί να απαλλαγεί από την υποχρέωση αυτή μόνο σε ειδικές περιπτώσεις. Οι ένορκοι εκδικάζουν υποθέσεις στα ειρηνοδικεία καθώς και στα ποινικά τμήματα και τμήματα ανηλίκων των πρωτοδικείων.
Κατ’ αρχήν, οι ένορκοι έχουν τα ίδια δικαιώματα ψήφου με τους επαγγελματίες δικαστές. Αυτό σημαίνει ότι αποφασίζουν από κοινού για το ζήτημα της ενοχής του κατηγορουμένου και για την επιμέτρηση της ποινής.
Σύμφωνα με το άρθρο 36 του νόμου περί οργανισμού των δικαστηρίων (GVG), οι ένορκοι εκλέγονται ανά πέντε έτη. Το λειτούργημα του ενόρκου μπορεί να ασκείται μόνον από Γερμανό πολίτη (άρθρο 31 GVG). Δεν διορίζεται ένορκος (άρθρο 33 GVG) όποιος:
- δεν έχει ακόμη ή μέχρι την έναρξη της θητείας του συμπληρώσει το εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του ή έχει συμπληρώσει το εβδομηκοστό έτος της ηλικίας του
- δεν διαμένει στον οικείο δήμο
- κρίνεται ακατάλληλος για το λειτούργημα για λόγους υγείας
- κρίνεται ακατάλληλος για το λειτούργημα λόγω ανεπαρκούς γνώσης της γερμανικής γλώσσας
- έχει υποστεί σημαντική περιουσιακή μείωση
Δεν είναι σε θέση να εκτελέσει τα καθήκοντα του ενόρκου
- όποιος συνεπεία δικαστικής απόφασης, δεν έχει την ικανότητα να ασκεί δημόσια λειτουργήματα ή έχει καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης άνω των έξι μηνών για αδίκημα εκ προθέσεως, ή
- όποιος υποβάλλεται σε προκαταρκτική εξέταση για αδίκημα που μπορεί να επισύρει την απώλεια της ικανότητας ανάληψης δημόσιων λειτουργημάτων (άρθρο 32 GVG).
Οι λαϊκοί δικαστές δικαιούνται αποζημίωση για την άσκηση των καθηκόντων τους. Το ύψος της αποζημίωσης ρυθμίζεται από τον νόμο περί δικαστικών αμοιβών και αποζημιώσεων (άρθρο 55 GVG). Τα ομόσπονδα κράτη παρέχουν ενημερωτικά φυλλάδια για την ενημέρωση των λαϊκών δικαστών σχετικά με τα καθήκοντά τους. Τα φυλλάδια αυτά δημοσιεύονται επίσης στο διαδίκτυο. Τα ομόσπονδα κράτη παρέχουν επίσης κατάρτιση σε λαϊκούς δικαστές.
Δικαστικοί υπάλληλοι (Rechtspfleger)
Οι δικαστικοί υπάλληλοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι των δικαστικών υπηρεσιών. Αναλαμβάνουν κυρίως —ως «δεύτερος πυλώνας της τρίτης εξουσίας»— καθήκοντα που εμπίπτουν στον τομέα της λεγόμενης εκούσιας δικαιοδοσίας (πρόκειται μεταξύ άλλων για κληρονομικές υποθέσεις, υποθέσεις δικαστικής συμπαράστασης, υποθέσεις που αφορούν τις σχέσεις γονέων και τέκνων και την υιοθεσία, υποθέσεις σχετικές με το κτηματολόγιο, το εμπορικό μητρώο, το μητρώο συνεταιρισμών και το μητρώο εταιρειών, υποθέσεις σχετικές με σωματεία, υποθέσεις που αφορούν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, υποθέσεις σχετικές με το νηολόγιο των πλοίων κ.λπ.), αλλά είναι εξίσου επιφορτισμένοι με την εκτέλεση πολλών άλλων δικαστικών καθηκόντων, όπως, για παράδειγμα, στον τομέα της διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής, της νομικής βοήθειας (ευεργέτημα πενίας), της αναγκαστικής εκτέλεσης, των αναγκαστικών πλειστηριασμών και της αναγκαστικής διαχείρισης, της αφερεγγυότητας στον τομέα του καθορισμού των δικαστικών εξόδων, της εκτέλεσης της ποινής, κατά τη διαδικασία ενώπιον του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, καθώς και στο πλαίσιο των διεθνών έννομων σχέσεων.
Στα ειρηνοδικεία, ο αριθμός των δικαστικών υπαλλήλων είναι τώρα πλέον μεγαλύτερος από αυτόν των δικαστών. Οι αρμοδιότητες των δικαστικών υπαλλήλων καθορίζονται στον νόμο περί δικαστικών υπαλλήλων (Rechtspflegergesetz — RPflG). Οι δικαστικοί υπάλληλοι, όπως και οι δικαστές, χαίρουν ανεξαρτησίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και κατά την έκδοση των αποφάσεών τους και δεσμεύονται μόνον από τον νόμο και το δίκαιο. Τα ένδικα μέσα που μπορούν να ασκηθούν κατά των αποφάσεων των δικαστικών υπαλλήλων είναι κατ’ αρχήν εκείνα που προβλέπονται από τις γενικές διατάξεις δικονομικού δικαίου.
Βάσεις δεδομένων
Οι προσιτές στο κοινό βάσεις δεδομένων, οι οποίες αφορούν τα δικαστικά επαγγέλματα είναι:
- ο ιστότοπος του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Δικαιοσύνης και Προστασίας των Καταναλωτών
- οι ιστότοποι των υπουργείων δικαιοσύνης των ομόσπονδων κρατών (π.χ. Αμβούργο, Βερολίνο ή Βαυαρία)
- επιμέρους δικαστήρια που δημοσιεύουν πληροφορίες μέσω του διαδικτύου
- η κοινή διαδικτυακή πύλη της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των ομόσπονδων κρατών για τη δικαιοσύνη
Πληροφορίες είναι επίσης διαθέσιμες στις ιστοσελίδες της Ένωσης Δικαστών Γερμανική Ένωση Δικαστών ή της Ένωσης Γερμανών Δικαστικών Υπαλλήλων.
Δικηγόρος
Στη Γερμανία υπάρχουν περίπου 166.000 δικηγόροι. Οφείλουν να έχουν την ίδια κατάρτιση με τους δικαστές και έχουν την εξουσία να συμβουλεύουν και να εκπροσωπούν τους εντολείς τους σχετικά με κάθε νομικό ζήτημα. Επιτρέπεται να ενεργούν εξώδικα και δικαστικά· δεν υπάρχουν ειδικοί δικηγόροι δικαστικής εκπροσώπησης κατά το γερμανικό δίκαιο. Η εξουσία δικαστικής εκπροσώπησης ισχύει, κατ’ αρχήν, αδιακρίτως για όλα τα δικαστήρια της Γερμανίας. Μόνη εξαίρεση αποτελεί η εκπροσώπηση σε αστική υπόθεση ενώπιον του Ομοσπονδιακού Ακυρωτικού Δικαστηρίου, για την οποία ισχύουν ειδικές προϋποθέσεις. Μια περαιτέρω εξαίρεση αφορά τους έμμισθους δικηγόρους (δηλ. δικηγόρους που απασχολούνται από μη δικηγόρο εργοδότη, τον οποίο συμβουλεύουν και εκπροσωπούν στις νομικές του υποθέσεις). Στους δικηγόρους αυτούς δεν επιτρέπεται να εκπροσωπούν τον εργοδότη τους ενώπιον ορισμένων δικαστηρίων.
Το δικηγορικό λειτούργημα διέπεται από τις νομοθετικές διατάξεις του ομοσπονδιακού κώδικα περί δικηγόρων (Bundesrechtsanwaltsordnung — BRAO). Επιπλέον, το δικηγορικό σώμα θεσπίζει στα πλαίσια της αυτοδιοίκησής του περαιτέρω επαγγελματικές κανονιστικές ρυθμίσεις, όπως ο επαγγελματικός κώδικας δεοντολογίας των δικηγόρων (Berufsordnung für Rechtsanwälte — BORA) και ο κώδικας περί εξειδικευμένων δικηγόρων (Fachanwaltsordnung — FAO). Οι αμοιβές των δικηγόρων καθορίζονται στον νόμο περί δικηγορικών αμοιβών (Rechtsanwaltsvergütungsgesetz — RVG).
Οι δικηγόροι είναι οργανωμένοι σε 27 περιφερειακούς δικηγορικούς συλλόγους, καθώς και στον δικηγορικό σύλλογο του Ομοσπονδιακού Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Οι δικηγορικοί σύλλογοι είναι αρμόδιοι για τη χορήγηση άδειας ασκήσεως επαγγέλματος. Είναι επίσης υπεύθυνοι, μεταξύ άλλων, για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης των δικηγόρων προς τις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις.
Βάσεις δεδομένων
Πλήρεις πληροφορίες σχετικά με το δικηγορικό σώμα διατίθενται στον ιστότοπο του Ομοσπονδιακού Δικηγορικού Συλλόγου (BRAK). Επιπλέον, η Ένωση Γερμανών Δικηγόρων (DAV), ο μεγαλύτερος γερμανικός ελεύθερος φορέας εκπροσώπησης των συμφερόντων των δικηγόρων, παρέχει ευρύ φάσμα πληροφοριών σχετικά με το επάγγελμα του δικηγόρου, τόσο στα αγγλικά όσο και στα γαλλικά.
Βοήθεια για την εξεύρεση δικηγόρου παρέχεται από το Ομοσπονδιακό Επίσημο Μητρώο Δικηγόρων, στο οποίο είναι εγγεγραμμένοι όλοι οι δικηγόροι (διαθέσιμο στα γερμανικά και στα αγγλικά), καθώς και από τη Γερμανική Υπηρεσία Πληροφοριών για Δικηγόρους.
Πράκτορας διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας
Στη Γερμανία δραστηριοποιούνται περίπου 3.500 πράκτορες διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Διαθέτουν πανεπιστημιακό πτυχίο στον τομέα των θετικών επιστημών ή τεχνικό πανεπιστημιακό πτυχίο και έχουν ολοκληρώσει με επιτυχία πρόσθετη νομική κατάρτιση. Έχουν εξουσία παροχής συμβουλών και εκπροσώπησης στον τομέα των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας (ιδίως: διπλώματα ευρεσιτεχνίας, υποδείγματα χρησιμότητας, εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα), κυρίως ως προς την καταχώριση και την παρακολούθησή τους. Δικαιούνται να εκπροσωπούν τους εντολείς τους ενώπιον της Γερμανικής Υπηρεσίας Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας και Εμπορικών Σημάτων (Patent- und Markenamt), του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (Bundespatentgericht) και, σε ειδικές περιπτώσεις, ενώπιον του Ομοσπονδιακού Ακυρωτικού Δικαστηρίου (Bundesgerichtshof). Ενώπιον των πρωτοδικείων και των εφετείων οι πράκτορες διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας δικαιούνται μόνο να γνωμοδοτούν για τους εντολείς τους, δεν έχουν όμως το δικαίωμα να υποβάλλουν αιτήσεις.
Το επάγγελμα του πράκτορα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας διέπεται από τις νομοθετικές διατάξεις του κώδικα περί πρακτόρων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (Patentanwaltsordnung — PAO). Οι πράκτορες διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας είναι οργανωμένοι στον Σύλλογο Πρακτόρων Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας.
Βάσεις δεδομένων
Πληροφορίες σχετικά με το σώμα των πρακτόρων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας διατίθενται στον ιστότοπο του Συλλόγου Πρακτόρων Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας. Το Ομοσπονδιακό Επίσημο Μητρώο Πρακτόρων Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας είναι επίσης διαθέσιμο εκεί.
Συμβολαιογράφος
Σήμερα υπάρχουν σχεδόν 7.000 συμβολαιογράφοι στη Γερμανία, οι οποίοι πρέπει καταρχήν να έχουν την ίδια κατάρτιση με τους δικαστές. Παρέχουν ανεξάρτητες, αμερόληπτες και αντικειμενικές συμβουλές και υπηρεσίες στις σημαντικές δικαιοπραξίες και στον τομέα της προληπτικής απονομής δικαιοσύνης. Το σημαντικότερο καθήκον των συμβολαιογράφων είναι η έγγραφη πιστοποίηση νομικών περιστατικών.
Λόγω της ομοσπονδιακής δομής της Γερμανίας, υπάρχουν διάφοροι τύποι συμβολαιογράφων: Στα περισσότερα ομόσπονδα κράτη, η συμβολαιογραφία αποτελεί την κύρια επαγγελματική δραστηριότητα του συμβολαιογράφου (Nurnotariat). Σε ορισμένα ομόσπονδα κράτη, το συμβολαιογραφικό επάγγελμα ασκείται παράλληλα με το επάγγελμα του δικηγόρου (Anwaltsnotariat). Σε όλες τις περιπτώσεις, ο διορισμός των συμβολαιογράφων πραγματοποιείται και η εποπτεία επ’ αυτών ασκείται από τη διοίκηση της δικαιοσύνης του αντίστοιχου ομόσπονδου κράτους.
Οι επαγγελματικοί κανόνες που διέπουν το επάγγελμα του συμβολαιογράφου καθορίζονται στον ομοσπονδιακό κώδικα περί συμβολαιογράφων (Bundesnotarordnung — BNotO). Τα συμβολαιογραφικά τέλη καθορίζονται στον κώδικα περί συμβολαιογραφικών εξόδων (Kostenordnung — KostO).
Κάθε συμβολαιογράφος είναι μέλος του οικείου περιφερειακού συμβολαιογραφικού συλλόγου.
Βάσεις δεδομένων
Αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με διάφορα θέματα των συμβολαιογράφων διατίθενται στον ιστότοπο του Ομοσπονδιακού Συμβολαιογραφικού Συλλόγου. Το εκεί διατιθέμενο Μητρώο Συμβολαιογράφων βοηθά επίσης στην εξεύρεση συμβολαιογράφου. Οι πληροφορίες παρέχονται στα γερμανικά, τα αγγλικά, τα γαλλικά και τα ισπανικά.
Λοιπά νομικά επαγγέλματα
Νομικά επαγγέλματα του νόμου περί παροχής νομικών υπηρεσιών (Rechtsdienstleistungsgesetz)
Ο νόμος περί παροχής νομικών υπηρεσιών (Rechtsdienstleistungsgesetz — RDG) δίνει τη δυνατότητα στους παρόχους υπηρεσιών είσπραξης οφειλών, στους συμβούλους σε θέματα συντάξεων και στους παρόχους νομικών υπηρεσιών σε ειδικά θέματα αλλοδαπού δικαίου να παρέχουν νομικές υπηρεσίες σε εξωδικαστικές υποθέσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι πάροχοι υπηρεσιών είσπραξης οφειλών και οι σύμβουλοι σε θέματα συντάξεων έχουν επίσης την εξουσία να εκπροσωπούν τους εντολείς τους στο δικαστήριο. Η δραστηριότητα υπόκειται σε καταχώριση από το δικαστήριο κατόπιν σχετικού αιτήματος. Η καταχώριση δημοσιεύεται στο Μητρώο Νομικών Υπηρεσιών (Rechtsdienstleistungsregister).
Για τους εν λόγω παρόχους νομικών υπηρεσιών δεν υφίσταται καμία νομική υποχρέωση εγγραφής σε σύλλογο ή άλλη επαγγελματική ένωση. Οι πάροχοι υπηρεσιών είσπραξης οφειλών και οι σύμβουλοι σε θέματα συντάξεων είναι εν μέρει οργανωμένοι σε επαγγελματικές ενώσεις· οι μεγαλύτερες ενώσεις είναι η Ομοσπονδιακή Ένωση Γερμανικών Επιχειρήσεων Είσπραξης Οφειλών, η Ομοσπονδιακή Ένωση Γερμανών Νομικών Παραστατών / Παρόχων Νομικών Υπηρεσιών και η Ομοσπονδιακή Ένωση Συνταξιοδοτικών Συμβούλων.
Βάσεις δεδομένων
Μπορείτε να συμβουλευτείτε το Μητρώο Νομικών Υπηρεσιών, το οποίο περιλαμβάνει τον κατάλογο των παρόχων νομικών υπηρεσιών και των δικαστηρίων που είναι αρμόδια για την καταχώριση, μέσω της διαδικτυακής πύλης για τη γερμανική δικαιοσύνη. Οι ιστότοποι της Ομοσπονδιακής Ένωσης Γερμανικών Επιχειρήσεων Είσπραξης Οφειλών, της Ομοσπονδιακής Ένωσης Γερμανών Νομικών Παραστατών / Παρόχων Νομικών Υπηρεσιών και της Ομοσπονδιακής Ένωσης Συνταξιοδοτικών Συμβούλων παρέχουν ευρύ φάσμα περαιτέρω πληροφοριών.
Οργανώσεις που παρέχουν νομικές υπηρεσίες δωρεάν
Στη Γερμανία, δωρεάν νομικές συμβουλές (σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 8 του νόμου περί παροχής νομικών υπηρεσιών) παρέχονται από διάφορες φιλανθρωπικές οργανώσεις. Ορισμένες από τις σημαντικότερες εξ αυτών είναι οι ακόλουθες:
- Arbeiterwohlfahrt Bundesverband e.V.
- Caritas
- Diakonie
- Zentralwohlfahrtstelle der Juden in Deutschland
- Γερμανικός Ερυθρός Σταυρός
- Paritätischer Wohlfahrtsverband
Σχετικοί σύνδεσμοι
Διαδικτυακή πύλη της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των ομόσπονδων κρατών για τη δικαιοσύνη
Ομοσπονδιακό Υπουργείο Δικαιοσύνης και Προστασίας των Καταναλωτών
Υπουργείο Δικαιοσύνης του Αμβούργου
Υπουργείο Δικαιοσύνης του Βερολίνου
Υπουργείο Δικαιοσύνης της Βαυαρίας
Ομοσπονδιακός Δικηγορικός Σύλλογος
Ομοσπονδιακό Επίσημο Μητρώο Δικηγόρων
Γερμανική Υπηρεσία Πληροφοριών για Δικηγόρους
Σύλλογος Πρακτόρων Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας
Ομοσπονδιακός Συμβολαιογραφικός Σύλλογος
Arbeiterwohlfahrt Bundesverband e.V.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται το εκάστοτε κράτος μέλος. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη όσον αφορά τις πληροφορίες ή τα στοιχεία που περιλαμβάνονται ή για τα οποία γίνεται λόγος στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.