Η πρωτότυπη γλωσσική έκδοση αγγλικά αυτής της σελίδας τροποποιήθηκε πρόσφατα. Η γλωσσική έκδοση που βλέπετε τώρα βρίσκεται στο στάδιο της μετάφρασης.
Swipe to change

Κατηγορίες νομικών επαγγελμάτων

Ιρλανδία

Στην παρούσα σελίδα παρέχεται μια επισκόπηση των νομικών επαγγελμάτων στην Ιρλανδία.

Περιεχόμενο που παρέχεται από
Ιρλανδία
Δεν υπάρχει επίσημη μετάφραση στη γλώσσα που επιλέξατε.
Εδώ μπορείτε να βρείτε αυτόματη μετάφραση αυτού του περιεχομένου. Λάβετε υπόψη σας ότι η αυτόματη μετάφραση παρέχει μόνο το γενικό του νόημα. Ο ιδιοκτήτης της σελίδας αυτής δεν αποδέχεται καμία ευθύνη για την ποιότητα αυτής της μετάφρασης, που έγινε από μηχανή.

Νομικά επαγγέλματα – Εισαγωγή

Η δικαστική εξουσία του κράτους ασκείται από το δικαστικό σώμα σύμφωνα με το άρθρο 34 του Συντάγματος και ορισμένους άλλους νόμους, κυρίως τον νόμο περί δικαστηρίων του 1961 (θεσμοθέτηση και σύσταση) και τον νόμο περί δικαστηρίων του 1961 (συμπληρωματικές διατάξεις), όπως τροποποιήθηκε. Οι δικαστές διορίζονται μεταξύ υποψηφίων αιτούντων που ασκούν κάποιο από τα νομικά επαγγέλματα. Κατά την τέλεση των καθηκόντων τους είναι πλήρως ανεξάρτητοι. Η ανεξαρτησία αυτή κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα. Το νομικό επάγγελμα ασκούν οι solicitors (νομικοί σύμβουλοι οι οποίοι παρέχουν ως επί το πλείστον υπηρεσίες που απευθύνονται απευθείας στον πελάτη) και oι barristers (δικηγόροι οι οποίοι ειδικεύονται στην επίλυση διαφορών).

1. Δικαστές

Το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο δικαστικών διορισμών (Judicial Appointments Advisory Board) εξετάζει την καταλληλότητα των υποψηφίων δικαστικών λειτουργών και εισηγείται σχετικά στην κυβέρνηση. Το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο δικαστικών διορισμών (JAAB) συστάθηκε σύμφωνα με το νόμο περί δικαστηρίων και δικαστικών υπαλλήλων του 1995. Το Συμβούλιο απαρτίζεται από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Chief Justice), τους Προέδρους των Ανωτέρου Δικαστηρίου (High Court), Κομητειακού Δικαστηρίου (Circuit Court ) και Περιφερειακού Δικαστηρίου (District Court), τον Γενικό Εισαγγελέα, διορισμένους εκπροσώπους του Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου (Bar Council) και της Νομικής Εταιρείας (Law Society) και από τρεις εντεταλμένους του υπουργού Δικαιοσύνης και Μεταρρύθμισης Δικαίου. Οι δικαστές διορίζονται από τον Πρόεδρο, κατόπιν προτάσεως της κυβέρνησης. Τα μέλη του δικαστικού σώματος είναι ανεξάρτητα και υπακούουν μόνον στο Σύνταγμα και στους νόμους. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, ο αριθμός των δικαστών καθορίζεται δια νόμου σε τακτά διαστήματα.

Το Ανώτατο Δικαστήριο (Supreme Court) απαρτίζεται από τον Πρόεδρό του (Chief Justice), και επτά τακτικούς δικαστές που φέρουν τον τίτλο του «Judge of the Supreme Court». Ο Πρόεδρος του Ανωτέρου Δικαστηρίου (High Court) είναι επίσης ex officio μέλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Ανώτερο Δικαστήριο απαρτίζεται από τον Πρόεδρό του, που είναι αρμόδιος για τη γενική οργάνωση των εργασιών του, και από τακτικούς δικαστές, που φέρουν τον τίτλο του «Judge of the High Court». Ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ο Πρόεδρος του Κομητειακού Δικαστηρίου (Circuit Court) είναι επίσης ex officio μέλη του Ανωτέρου Δικαστηρίου. Το Ανώτερο Δικαστήριο απαρτίζεται από Πρόεδρο και 35 δικαστές. Το Κομητειακό Δικαστήριο απαρτίζεται από τον Πρόεδρό του και από τακτικούς δικαστές που φέρουν τον τίτλο του «Judge of the Circuit Court». Ο Πρόεδρος του Περιφερειακού Δικαστηρίου (District Court) είναι επίσης, ex officio, μέλος του Κομητειακού Δικαστηρίου. Το Περιφερειακό Δικαστήριο απαρτίζεται από τον Πρόεδρό του και από άλλους δικαστές που φέρουν τον τίτλο του «Judge of the District Court». Οι μισθοί των δικαστών καθορίζονται ανά τακτά διαστήματα με νομοθετική πράξη.

Οι δικαστές επιλέγονται μεταξύ πεπειραμένων επαγγελματιών νομικών (solicitors ή barristers) με ορισμένο αριθμό ετών μάχιμης δικηγορίας (όχι έρευνας). Για το Περιφερειακό Δικαστήριο, το άρθρο 29 παράγραφος 2 του νόμου περί δικαστηρίων του 1961 (συμπληρωματικές διατάξεις), προβλέπει ότι είναι ικανοί προς διορισμό ως δικαστές του δικαστηρίου αυτού, όσοι έχουν ασκήσει τη δικηγορία ως barristers ή ως solicitors επί διάστημα δέκα ετών τουλάχιστον. Το άρθρο 30 του νόμου περί δικαστηρίων και δικαστικών υπαλλήλων του 1995, προβλέπει ότι ένας barrister ή solicitor με δεκαετή εμπειρία δύναται να διοριστεί ως δικαστής στο Κομητειακό Δικαστήριο. Ο νόμος περί δικαστηρίων και δικαστικών υπαλλήλων του 2002, προβλέπει ότι ικανός προς διορισμό στο Ανώτερο ή στο Ανώτατο Δικαστήριο είναι ο barrister ή ο solicitor που έχει ασκήσει το επάγγελμα επί 12 τουλάχιστον έτη. Όπως προαναφέρεται, οι δικαστές διαθέτουν ανεξαρτησία, κατά το ότι υπακούουν μόνον στο Σύνταγμα και στους νόμους, και όταν αναλαμβάνουν καθήκοντα προβαίνουν στην ακόλουθη δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 34.5.1 του Συντάγματος:

«Παρουσία του Παντοδύναμου, υπόσχομαι και δηλώνω πανηγυρικά και ειλικρινά ότι θα εκτελώ ευσυνείδητα και πιστά και με όλες τις γνώσεις και δυνάμεις μου τα καθήκοντα του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου (ή των άλλων αξιωμάτων) χωρίς φόβο ή εύνοια, πάθος ή κακοβουλία έναντι οποιουδήποτε, και ότι θα τηρώ το Σύνταγμα και τους νόμους. Ο Θεός να με οδηγεί και να με στηρίζει.»

Σύμφωνα με το Σύνταγμα, οι δικαστές του Ανωτέρου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν απαλλάσσονται των καθηκόντων τους παρά μόνο σε περίπτωση αποδεδειγμένης απρεπούς συμπεριφοράς ή ανικανότητας και αυτό μόνο μετά από την έγκριση ψηφισμάτων εκ μέρους και των δύο Σωμάτων του Κοινοβουλίου (Oireachtas). Ο νόμος περί δικαστηρίων του 1924 και ο νόμος περί δικαστηρίων (Περιφερειακό Δικαστήριο) του 1946 περιέχουν παρόμοιες κανονιστικές διατάξεις για τους δικαστές του Κομητειακού και του Περιφερειακού Δικαστηρίου.

2. Ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Διευθυντής της Εισαγγελίας

Ο Γενικός Εισαγγελέας (Attorney General) είναι «ο σύμβουλος της κυβέρνησης σε θέματα νομοθεσίας και νομικής γνωμοδότησης» όπως προβλέπεται από το άρθρο 30 του Συντάγματος. Ο Γενικός Εισαγγελέας διορίζεται από τον Πρόεδρο κατόπιν υποδείξεως του Πρωθυπουργού (Taoiseach) και υποχρεούται να παραιτηθεί όταν λήξει η θητεία του πρωθυπουργού που τον επέλεξε. Ο Γενικός Εισαγγελέας είναι κατά κανόνα εν ενεργεία δικηγόρος (barrister) με πολυετή πείρα (Senior Counsel). Δεν υπάρχει κανόνας βάσει του οποίου να απαιτείται από τον Γενικό Εισαγγελέα να αναστείλει την άσκηση της δικηγορίας, αλλά αυτό έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια.

Ως νομικός σύμβουλος της κυβέρνησης, ο Γενικός Εισαγγελέας ελέγχει όλα τα νομοσχέδια που η κυβέρνηση προτίθεται να εισάγει προς ψήφιση και στα δύο Σώματα του Κοινοβουλίου. Επίσης ο Γενικός Εισαγγελέας συμβουλεύει την κυβέρνηση σε διεθνή θέματα, όπως την επικύρωση διεθνών συμφωνιών. Ο Γενικός Εισαγγελέας αναλαμβάνει επίσης, στα πλαίσια του λειτουργήματός του, να εκπροσωπεί το κοινό, υπερασπιζόμενος τα δικαιώματα του τελευταίου, κινώντας δικαστικές διαδικασίες ή αντιτασσόμενος σε τέτοιες. Ο Γενικός Εισαγγελέας, παρά το γεγονός ότι διορίζεται από τον πρωθυπουργό, είναι ανεξάρτητος από την κυβέρνηση. Σύμφωνα με το γράμμα του Συντάγματος, ο Γενικός Εισαγγελέας είναι πάντοτε ο κύριος αμυνόμενος όταν αμφισβητείται η συνταγματικότητα μιας νομοθετικής πράξης.

Πριν το 1976, όλα τα σοβαρά ποινικά αδικήματα διώκονταν στο όνομα του Γενικού Εισαγγελέα. Το Σύνταγμα προβλέπει ότι το λειτούργημα αυτό μπορεί να αναλάβει οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο νομίμως εξουσιοδοτημένο προς τούτο. Έτσι, ιδρύθηκε το αξίωμα του Διευθυντή της Εισαγγελίας (Director of Public Prosecutions) από το άρθρο 2 του Νόμου περί δίωξης των ποινικών αδικημάτων του 1974, που άρχισε να ισχύει το 1976 – η υποκείμενη σκέψη ήταν να επιφορτίζεται με το λειτούργημα αυτό ένας αξιωματούχος υπάλληλος, ανεξάρτητος από πολιτικές διασυνδέσεις. Ο Διευθυντής της Εισαγγελίας διορίζεται από την κυβέρνηση αλλά είναι δημόσιος υπάλληλος, και άρα δεν χρειάζεται να παραιτηθεί όταν πέσει η κυβέρνηση, σε αντίθεση προς τον Γενικό Εισαγγελέα. Εξασφαλίζεται έτσι η συνέχεια στη δίωξη των αδικημάτων. Ο Νόμος του 1974 προβλέπει επίσης ότι ο Διευθυντής της Εισαγγελίας οφείλει να εκτελεί τα καθήκοντά του με ανεξαρτησία. Η κυβέρνηση δύναται να απαλλάσσει τον Διευθυντή της Εισαγγελίας από τα καθήκοντά του, αλλά τούτο μόνον κατόπιν εκθέσεως σχετικής με την υγεία του ή τη διαγωγή του, συντασσόμενης από επιτροπή απαρτιζόμενη από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ένα δικαστή του Ανωτέρου Δικαστηρίου και από τον Γενικό Εισαγγελέα.

Ο Διευθυντής της Εισαγγελίας λαμβάνει επομένως την απόφαση κατά πόσο ορισμένο πρόσωπο πρέπει να διωχθεί για σοβαρό ποινικό αδίκημα και ποια κατηγορία θα του απαγγελθεί. Όλα τα αδικήματα διώκονται στο όνομα του Διευθυντή της Εισαγγελίας, αλλά οι περισσότερες από τις ήσσονος σημασίας ποινικές παραβάσεις μπορούν να διώκονται από την Αστυνομία (Gardaí) χωρίς να διαβιβάζεται ο φάκελος σ’ αυτόν. Στις περιπτώσεις αυτές, ο Διευθυντής της Εισαγγελίας έχει το δικαίωμα να παρέχει οδηγίες στην Αστυνομία σχετικά με τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης. Παρά το γεγονός ότι ο Διευθυντής της Εισαγγελίας έχει αναλάβει το ρόλο του Γενικού Εισαγγελέα σε θέματα δίωξης, ο τελευταίος παραμένει αρμόδιος για τις υποθέσεις με διεθνή χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα οι απελάσεις.

3. Υπάλληλοι της Υπηρεσίας των Δικαστηρίων

Οι γραμματείς του δικαστηρίου (Court Registrars) και οι υπάλληλοι του δικαστηρίου (Court Clerks) εργάζονται στην Υπηρεσία των Δικαστηρίων (Courts Service).

Οι υπάλληλοι του δικαστηρίου είναι υπεύθυνοι για τη γενική διοίκηση των δικαστηρίων. Το κύριο καθήκον του γραμματέα του δικαστηρίου είναι να επικουρεί το δικαστή κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του δικαστηρίου και να μεριμνά για την αποτελεσματική και απρόσκοπτη λειτουργία των δικαστηρίων.

Η Υπηρεσία των δικαστηρίων είναι ένα ανεξάρτητο νομικό πρόσωπο που άρχισε να λειτουργεί τον Νοέμβριο του 1999 και ιδρύθηκε από την κυβέρνηση δυνάμει του νόμου για την Υπηρεσία των δικαστηρίων του 1998. Η Υπηρεσία των δικαστηρίων λογοδοτεί στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Ισότητας, και μέσω του Υπουργού, στην κυβέρνηση.

Η Υπηρεσία των Δικαστηρίων έχει τις ακόλουθες πέντε αρμοδιότητες:

  • διαχείριση των δικαστηρίων,
  • παροχή υπηρεσιών υποστήριξης στους δικαστές,
  • παροχή πληροφοριών στο κοινό για το δικαστικό σύστημα,
  • παροχή, διαχείριση και συντήρηση των δικαστικών κτιρίων,
  • παροχή διευκολύνσεων στους χρήστες των δικαστηρίων.

4 Ο Sheriff

Σε κάθε κομητεία της Ιρλανδίας υπάρχει ένας Sheriff, ο οποίος είναι δημόσιος υπάλληλος και του οποίου μέρος των αρμοδιοτήτων είναι να προβαίνει στην κατάσχεση και πώληση αγαθών για την αποπληρωμή χρεών μετά από σχετική εκτελεστήρια δικαστική απόφαση. Οι Sheriffs διορίζονται βάσει του νόμου περί δικαστικών υπαλλήλων του 1945, του οποίου το άρθρο 12 παράγραφος 5 περιορίζει το διορισμό στις θέσεις αυτές σε πρόσωπα που είναι barristers ή solicitors και τα οποία έχουν ασκήσει τη δικηγορία επί πέντε έτη, ή σε πρόσωπα τα οποία έχουν ασκήσει, επί μία πενταετία τουλάχιστον, καθήκοντα πρώτου γραμματέα ή κύριου βοηθού σε αναπληρωτή sheriff ή sheriff. Το άρθρο 12 παράγραφος 6ζ του νόμου αυτού αναφέρει ότι οι βάσει των προηγουμένων άρθρου του νόμου, οι όροι απασχόλησης κάθε Sheriff προσδιορίζονται ανά τακτά διαστήματα από τον Υπουργό Οικονομικών, μετά από διαβούλευση με τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Ισότητας.

5. Solicitors

Η Νομική Εταιρεία της Ιρλανδίας (Law Society) έχει την εποπτεία όσον αφορά την εκπαίδευση των φοιτητών που επιθυμούν να γίνουν solicitors και επίσης πειθαρχικές εξουσίες απέναντι στους solicitors. Για να γίνει κάποιος solicitor, είναι υποχρεωτικό να διέλθει από ένα στάδιο τριετούς μαθητείας και να ολοκληρώσει σπουδές σε μαθήματα που διοργανώνει η Νομική Εταιρεία της Ιρλανδίας. Για να γίνει δεκτός στα μαθήματα αυτά, είναι υποχρεωτικό να έχει πανεπιστημιακό πτυχίο ή ισοδύναμο τίτλο– πρόκειται για το γνωστό ως προαπαιτούμενο της προκαταρκτικής εξέτασης. Εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις αυτές, ο υποψήφιος υποχρεούται να περάσει με επιτυχία τις τελικές εξετάσεις της Νομικής Εταιρείας, οι οποίες υποδιαιρούνται στους τομείς που είναι γνωστοί ως FE-1, FE-2 και FE-3. Οι εξετάσεις FE-1 αφορούν οκτώ κύρια αντικείμενα: δίκαιο των εταιρειών, συνταγματικό δίκαιο, ενοχικό δίκαιο, ποινικό δίκαιο, Δίκαιο της Επιείκειας (Equity), ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο, εμπράγματο δίκαιο και αδικοπραξίες. Τα επόμενα στάδια αφορούν μαθήματα επαγγελματικής φύσεως. Το στάδιο FE-2 είναι γνωστό ως περίοδος επαγγελματικής κατάρτισης και συνίσταται σε 14 εβδομάδες εντατικών παραδόσεων ακολουθούμενες από μια εξέταση και σε 18 μήνες εσωτερικής κατάρτισης, που αποτελεί μέρος της μαθητείας ενός φοιτητή. Το στάδιο FE-3, γνωστό ως στάδιο τελειοποίησης, συνίσταται σε επτά εβδομάδες εντατικών παραδόσεων, ακολουθούμενες από μια εξέταση. Όταν κάποιος έχει ολοκληρώσει και το στάδιο αυτό δικαιούται τότε να εγγραφεί στο μητρώο των solicitors. Σύμφωνα με το άρθρο 51 του νόμου περί solicitors (τροποποίηση) του 1994, οι εν ενεργεία barristers μπορούν να γίνουν solicitors χωρίς να χρειάζεται να ακολουθήσουν το πλήρες πρόγραμμα κατάρτισης που είναι υποχρεωτικό για τους μαθητευόμενους solicitors.

Κάθε solicitor υπάγεται, όσον αφορά τα πειθαρχικά θέματα, στις σχετικές εξουσίες της Νομικής Εταιρείας. Βάσει των νόμων περί solicitors των ετών 1954 έως 1994, το Πειθαρχικό Συμβούλιο της Νομικής Εταιρείας έχει την εξουσία έρευνας για απρεπή διαγωγή, όπως παράνομη ιδιοποίηση χρημάτων, και το θέμα μπορεί να παραπεμφθεί μέχρι τον Πρόεδρο του Ανωτέρου Δικαστηρίου. Ο Πρόεδρος έχει την εξουσία αναστολής ενός solicitor από το λειτούργημά του όπως και άρσης της αναστολής. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο έχει την εξουσία να επιβάλει επιστροφή ποσών στους πελάτες, σε περίπτωση που διαπιστώσει υπερβολική χρέωση εκ μέρους ενός solicitor.

Η κανονιστική διάταξη (Statutory Instrument) 732 του 2003, και οι κανονισμοί των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων του 2003, για την εγκατάσταση των δικηγόρων, προβλέπουν ότι δικηγόροι από άλλα κράτη μέλη που επιθυμούν να ασκήσουν το επάγγελμα του barrister ή solicitor υποβάλλουν σχετική αίτηση στο Συμβούλιο των Δικηγορικών Συλλόγων ή στη Νομική Εταιρεία ώστε να εγγραφούν στα οικεία μητρώα. Η αίτηση αυτή εξετάζεται και, εφόσον γίνει αποδεκτή, εκδίδεται πιστοποιητικό εγγραφής στο μητρώο. Οι προσφυγές για την απόρριψη αιτήσεως από το Συμβούλιο των Δικηγορικών Συλλόγων ή από τη Νομική Εταιρεία κατατίθενται στο Ανώτερο Δικαστήριο.

6. Barristers

Η Honorable Society of Kings Inns παρέχει τη μεταπτυχιακή νομική κατάρτιση, που οδηγεί στην απονομή του διπλώματος του barrister-at-law, σε όσους επιθυμούν να ασκήσουν τη μάχιμη δικηγορία (συνηγορία) - at the Bar – όπως είναι συλλογικά γνωστό το επάγγελμα αυτό. Ο σύλλογος King’s Inns λειτουργεί ως μη κερδοσκοπικός οργανισμός, υπό την εποπτεία των συμβούλων (Benchers) της Honorable Society of Kings Inns, οι οποίοι είναι επίσης μέλη του δικαστικού σώματος και senior barristers. Η εγγραφή στο μεταπτυχιακό αυτό γίνεται μετά από επιτυχία σε εξετάσεις των κατόχων του King’s Inns Diploma in Legal Studies ή των πτυχιούχων νομικής. Η διάρκεια παρακολούθησης των μαθημάτων για το Diploma in Legal Studies είναι διετής (μερικής φοίτησης). Για το δίπλωμα του Barrister-at Law απαιτούνται είτε μαθήματα πλήρους φοίτησης διαρκείας ενός έτους είτε μαθήματα διαρκείας δύο ετών που διαιρούνται σε ενότητες. Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του κύκλου μαθημάτων, οι φοιτητές καλούνται από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο εν λόγω δικαστήριο και, μετά από επίσημη τελετή, οι barristers υπογράφουν και εγγράφονται στο μητρώο των μελών του συλλόγου (Bar). Υπάρχουν όμως και περαιτέρω απαιτήσεις πριν αρχίσουν τις επ’αμοιβή νομικές εργασίες τους.

Οι barristers πρέπει να είναι μέλη της νομικής βιβλιοθήκης (Law Library) ώστε να μπορούν να ασκούν το επάγγελμα. Η νομική βιβλιοθήκη παρέχει ορισμένο χώρο εργασίας και πρόσβαση στα νομικά κείμενα και υλικό, έναντι καταβολής ετησίων δικαιωμάτων εισόδου. Ο barrister, πριν γίνει μέλος της νομικής βιβλιοθήκης, οφείλει να επιλέξει έναν ανάδοχο (master) – ήτοι έναν αναγνωρισμένο barrister με πενταετή τουλάχιστον προϋπηρεσία. Καθ’όσο χρόνο τελεί υπό την καθοδήγηση του αναδόχου, γενικώς διάστημα ενός έτους, ο νέος barrister κοινώς αποκαλείται βοηθός (devil). Ο ανάδοχος αναλαμβάνει να μυήσει τον βοηθό στις πρακτικές εργασίες ενός barrister και, συνήθως, ζητεί από αυτόν να εκτελεί καθήκοντα βοηθού στη σύνταξη προτάσεων και στην πραγματοποίηση νομικών ερευνών, όπως και να παρίσταται αντ’αυτού στο δικαστήριο.

Το Γενικό Συμβούλιο των Δικηγορικών Συλλόγων της Ιρλανδίας, (General Council of the Bar of Ireland) που δεν είναι επίσημος οργανισμός, εποπτεύει τη συμπεριφορά των barristers. Το Συμβούλιο αυτό εκλέγεται κάθε χρόνο από τα μέλη του Bar και εκδίδει ένα κώδικα επαγγελματικής δεοντολογίας, ο οποίος τροποποιείται κατά τακτά διαστήματα από τα μέλη του Bar και ορίζει τις υποχρεώσεις των barristers.

Τους ισχυρισμούς για παραβάσεις του κώδικα δεοντολογίας ερευνά η Επιτροπή Επαγγελματικών Πρακτικών του Συμβουλίου των Συλλόγων, στην οποία συμπεριλαμβάνονται και μη μέλη του Bar. Η Επιτροπή έχει την εξουσία να επιβάλλει χρηματικές ποινές και να απευθύνει επιπλήξεις, όπως και να αναστέλλει ή να αποβάλλει ένα μέλος από τη νομική βιβλιοθήκη. Προσφυγές κατά των αποφάσεών της μπορούν να υποβάλλονται στο Συμβούλιο Προσφυγών, στο οποίο μετέχει ένας δικαστής του Κομητειακού Δικαστηρίου και επίσης ένα μέλος εκτός του επαγγέλματος.

Παραδοσιακά, από ένα barrister απαιτείτο να λαμβάνει οδηγίες από έναν solicitor και απαγορευόταν η άμεση προσφυγή στις υπηρεσίες των barristers. Την πρακτική υπέβαλε σε εξέταση η Επιτροπή Ανταγωνισμού (Fair Trade Commission) η οποία, στην έκθεσή της του 1990, αποφάνθηκε ότι η γενική απαγόρευση απευθείας πρόσβασης στους barristers αποτελούσε περιοριστική πρακτική και η σχετική διάταξη θα έπρεπε να απαλειφθεί από τον κώδικα δεοντολογίας. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού απεδέχθη ότι πράγματι, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι ευκταία η συνεχής απασχόληση του solicitor με το σχετικό φάκελο. Η σύσταση της Επιτροπής Ανταγωνισμού ήταν να μην υπάρχουν πλέον κανονιστικές διατάξεις ή άλλοι κανόνες που να απαιτούν τη φυσική παρουσία του solicitor στο δικαστήριο ώστε να δίνει εντολές στον barrister. Οι συστάσεις αυτές δεν έχουν τύχει πλήρους εφαρμογής, αλλά επήλθαν ορισμένες τροποποιήσεις στον κώδικα δεοντολογίας ώστε να επιτρέπεται η άμεση πρόσβαση στους barristers από ορισμένους εγκεκριμένους επαγγελματικούς φορείς.

Οι barristers υποδιαιρούνται σε δύο κατηγορίες: junior ή senior counsels. Κατά παράδοση, τα μέλη του Bar ασκούν τη δικηγορία ως junior counsels επί ορισμένο αριθμό ετών πριν εξετάσουν το ενδεχόμενο να γίνουν senior counsels. Δεν πρόκειται για ζήτημα αυτόματης προαγωγής τους, ενώ ορισμένοι junior counsels επιλέγουν να μην υποβάλλουν ποτέ τη σχετική αίτηση. Γενικότερα, οι περισσότεροι barristers εξετάζουν το κατά πόσον θα γίνουν senior counsels όταν έχουν ήδη δεκαπενταετή προϋπηρεσία. Αυτοί που επιθυμούν να γίνουν senior counsels υποβάλλουν αίτηση στον Γενικό Εισαγγελέα προς έγκριση, αλλά ο πραγματικός διορισμός γίνεται από την κυβέρνηση μετά από εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος επίσης συνεννοείται με τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τον Πρόεδρο του Ανωτέρου Δικαστηρίου και τον Πρόεδρο του Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου.

Κατά κανόνα, οι junior counsels συντάσσουν προτάσεις και ετοιμάζουν τη συνηγορία, αναλαμβάνουν δε ορισμένες επ’ακροατηρίω υποθέσεις, γενικότερα στα κατώτερα δικαστήρια, αλλά όχι αποκλειστικά. Στα καθήκοντα ενός senior counsel περιλαμβάνεται η εξέταση των σχεδίων συνηγορίας που έχουν προετοιμάσει οι junior counsels και η παράσταση στις μάλλον δυσκολότερες υποθέσεις στο Ανώτερο και στο Ανώτατο Δικαστήριο.

7. Γραμματείς κομητείας

Οι Γραμματείς κομητείας (County Registrars) είναι καταρτισμένοι solicitors που διορίζονται από την κυβέρνηση. Ασκούν οιονεί δικαστικά καθήκοντα σε σχέση με το Κομητειακό Δικαστήριο και είναι υπεύθυνοι για τη διαχείριση των γραφείων του Κομητειακού Δικαστηρίου.

Εκτελούν επίσης καθήκοντα Sheriff κομητείας (με εξαίρεση το Δουβλίνο και το Κόρκ).

8. Συμβολαιογράφοι

Οι συμβολαιογράφοι (Notaries Public) διορίζονται από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε δημόσια συνεδρίαση. Οι συμβολαιογράφοι επιτελούν τα ακόλουθα βασικά καθήκοντα:

  • επικύρωση της γνησιότητας εγγράφων,
  • θεώρηση και επικύρωση του γνησίου υπογραφής επί εγγράφων,
  • εκτέλεση εξωδικαστικών διαδικασιών αναξιόχρεου σε σχέση με εμπορικά έγγραφα όπως συναλλαγματικές και γραμμάτια, και σε σχέση με ναυτιλιακά ζητήματα,
  • καταγραφή δηλώσεων και (πλην της περίπτωσης διαδικασιών ενώπιον των Ιρλανδικών δικαστηρίων) ένορκων βεβαιώσεων.

Οι υποψηφιότητες υποβάλλονται με επίσημη αίτηση στην οποία εμφαίνεται ο τόπος κατοικίας και η απασχόληση του αιτούντος, ο αριθμός των συμβολαιογράφων στην περιφέρεια (district), ο πληθυσμός της περιφέρειας και οι περιστάσεις που υπαγορεύουν την παρουσία συμβολαιογράφου εκεί και/ή ο τρόπος που παρουσιάστηκε κενή θέση. Η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από ένορκη βεβαίωση του αιτούντος, η οποία να περιλαμβάνει πιστοποίηση ικανότητας του υποψηφίου υπογεγραμμένη, κατά κανόνα, από έξι τοπικούς solicitors και έξι εξέχοντα μέλη των τοπικών επιχειρηματικών κύκλων. Η αίτηση φέρεται εις γνώση του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου με παραπεμπτική εισήγηση επιδιδόμενη από το Γραφείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο Γραμματέα του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου της Ιρλανδίας, το Γραμματέα της Νομικής Εταιρείας και όλους τους συμβολαιογράφους που ασκούν το επάγγελμα στις κομητείες του αιτούντος και στις όμορες κομητείες.

Η γενικότερα ακολουθούμενη πρακτική είναι να διορίζονται solicitors και μόνο ως συμβολαιογράφοι. Όταν ο ενδιαφερόμενος να γίνει συμβολαιογράφος δεν είναι solicitor, η Νομική Εταιρεία απαιτεί από τον αιτούντα να αναλάβει δέσμευση ενώπιον του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου να μην δραστηριοποιείται σε αγοραπωλησίες επί ακινήτων ή σε νομικές εργασίες που συνήθως αναλαμβάνει ένας solicitor. Όλοι όσοι αιτούνται να διοριστούν ως συμβολαιογράφοι πρέπει πρώτα να περάσουν με επιτυχία τις εξετάσεις που προβλέπονται από τον Συμβολαιογραφικό Σύλλογο (Faculty of Notaries Public) της Ιρλανδίας.

Σημείωση:

Ερωτήσεις σχετικές με τις τρέχουσες αποδοχές του Γενικού Εισαγγελέα, του Διευθυντή της Εισαγγελίας, των υπαλλήλων των δικαστηρίων και των Sheriffs μπορείτε να απευθύνετε

Οι barristers είναι αυτοαπασχολούμενοι και οι αποδοχές τους ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό.

Οι solicitors μπορεί να είναι αυτοαπασχολούμενοι (όταν έχουν δικό τους γραφείο), ή υπάλληλοι, και οι αποδοχές τους επίσης ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό.

Οι συμβολαιογράφοι χρεώνουν αμοιβές για κάθε συμβολαιογραφικό έγγραφο. Δεν υπάρχουν κανονιστικές διατάξεις που να διέπουν τις αμοιβές αυτές, αλλά οι συμβολαιογράφοι γενικώς εφαρμόζουν το σύστημα της χρονοχρέωσης, χρεώνουν έξοδα μετακίνησης και το αναμενόμενο από έναν επαγγελματία ποσό για την παροχή ορισμένης υπηρεσίας.

Τελευταία επικαιροποίηση: 13/02/2023

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται το εκάστοτε κράτος μέλος. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη όσον αφορά τις πληροφορίες ή τα στοιχεία που περιλαμβάνονται ή για τα οποία γίνεται λόγος στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.