

Βρείτε πληροφορίες ανά περιφέρεια
Η εθνική νομοθεσία συνίσταται σε θεσμοθετημένους (γραπτούς) νόμους. Αυτοί είναι ελεύθερα προσβάσιμοι μέσω του ιστότοπου της Συλλογής νομοθεσίας της Μάλτας. Μετά την προσχώρηση της Μάλτας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004, το νομικό σύστημα της Μάλτας περιλαμβάνει επίσης νομικές πράξεις και κανονισμούς της ΕΕ που εφαρμόζονται άμεσα ή έχουν μεταφερθεί στην εθνική της νομοθεσία και οι οποίοι είναι πιθανό να υπερισχύουν έναντι της τελευταίας.
Παρότι η αρχή του δεδικασμένου δεν προβλέπεται στην εθνική νομοθεσία της Μάλτας και δεν έχει δεσμευτική εφαρμογή στη χώρα αυτή, τα δικαστήρια της Μάλτας τείνουν να δίνουν βαρύτητα σε προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις, ιδίως στις αποφάσεις του Εφετείου και του Συνταγματικού Δικαστηρίου (αμφότερα ανώτατα δικαστήρια της Μάλτας).
Η Μάλτα έχει επίσης κυρώσει σειρά Συνθηκών των Ηνωμένων Εθνών - περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την πρόοδο της διαδικασίας κύρωσης παρέχονταιεδώ.
Δεν γνωρίζουμε κάποια διμερή σύμβαση η οποία να περιέχει διατάξεις σχετικά με την επιλογή δικαίου στην οποία να είναι συμβαλλόμενο μέρος η Μάλτα.
Οι κανόνες σχετικά με τη σύγκρουση νόμων δεν εφαρμόζονται αυτεπάγγελτα από τον δικαστή εφαρμόζονται μόνον εφόσον τουλάχιστον ένας διάδικος ισχυριστεί ότι υφίσταται σύγκρουση νόμων. Ο διάδικος που προβάλλει τον σχετικό ισχυρισμό οφείλει να αποδείξει το περιεχόμενο του αλλοδαπού νόμου, κατά τρόπο ικανοποιητικό για το δικαστήριο. Εάν δεν προβληθεί σχετικός ισχυρισμός ή δεν προσκομιστούν επαρκείς αποδείξεις, τα εθνικά δικαστήρια εφαρμόζουν το δίκαιο της Μάλτας.
Η θέση της Μάλτας σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της παραπομπής δεν είναι σαφής. Οι κωδικοποιημένοι κανόνες σχετικά με την επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου είναι περιορισμένοι. Για τον λόγο αυτόν, τα δικαστήρια εφαρμόζουν πολύ συχνά μη κωδικοποιημένους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου προκειμένου να καθορίσουν το δίκαιο που πρέπει να εφαρμοστεί σε μια συγκεκριμένη υπόθεση. Τα δικαστήρια της Μάλτας έχουν μάλιστα αποφανθεί ότι, ελλείψει νομοθεσίας η οποία διέπει το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, τα δικαστήρια της Μάλτας πρέπει να ανατρέχουν στις αρχές του αγγλικού κοινοδικαίου. Βάσει των ανωτέρω, τα δικαστήρια της Μάλτας έχουν υιοθετήσει την εφαρμογή της αρχής της παραπομπής του εν λόγω δικαίου. Εξ αυτού συνάγεται ότι η αρχή της παραπομπής δεν εφαρμόζεται σε υποθέσεις που αφορούν αδικοπραξίες, ασφαλιστικές διαφορές και συμβάσεις. Εφαρμόζεται, ωστόσο, σε υποθέσεις που αφορούν το κύρος διαθηκών, αξιώσεις επί ξένης ιδιοκτησίας και διαφορές οικογενειακού δικαίου.
Το θέμα αυτό αντιμετωπίζεται με τον προσδιορισμό, για κάθε κανόνα επιλογής δικαίου, του χρόνου κατά τον οποίο ορίζεται το συνδετικό στοιχείο.
Τα δικαστήρια της Μάλτας μπορούν να αρνηθούν την εφαρμογή αλλοδαπού νόμου αν αυτός προσκρούει στη δημόσια τάξη της Μάλτας ή μπορεί να χαρακτηριστεί ως αλλοδαπός φορολογικός νόμος ή ως ποινικός νόμος.
Ο ισχυρισμός περί εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου αποδεικνύεται ως πραγματικό περιστατικό και όχι ως νομικό ζήτημα. Τα δικαστήρια της Μάλτας έχουν εξουσία να ερμηνεύουν την εθνική νομοθεσία όχι όμως και το περιεχόμενο αλλοδαπών νόμων. Προκειμένου να γίνει κατανοητό το περιεχόμενο αλλοδαπών νόμων, διορίζονται από το δικαστήριο ειδικοί εμπειρογνώμονες του αλλοδαπού δικαίου. Οι διάδικοι έχουν επίσης δικαίωμα να υποβάλουν στο δικαστήριο γνωμοδοτήσεις διαφορετικών εμπειρογνωμόνων, στο πλαίσιο της προσαγωγής αποδείξεων.
Το βάρος απόδειξης φέρει ο διάδικος που προβάλλει τον σχετικό ισχυρισμό, δηλαδή ο εναγόμενος.
Σε υποθέσεις που αφορούν συμβατικές ενοχές εκτός των χωρών της ΕΕ εφαρμόζεται η Σύμβαση της Ρώμης του 1980, δυνάμει του νόμου για τη Σύμβαση της Ρώμης σχετικά με τις συμβατικές ενοχές (κύρωση), κεφάλαιο 482 της Συλλογής νομοθεσίας της Μάλτας. Από την άλλη πλευρά, οι συμβατικές ενοχές εντός των χωρών της ΕΕ ρυθμίζονται από τον κανονισμό Ρώμη Ι [κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 593/2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές].
Οι κανόνες σχετικά με τη σύγκρουση νόμων στις εξωσυμβατικές ενοχές ρυθμίζονται με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 864/2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (γνωστός ως κανονισμός Ρώμη ΙΙ).
Μαλτέζικη ιθαγένεια αποκτά ένα πρόσωπο από τη γέννησή του, εφόσον ο πατέρας ή η μητέρα του είναι υπήκοος της Μάλτας.
Σε αντίθεση με την ιθαγένεια, ο τόπος συνήθους διαμονής μπορεί να επιλεγεί από το πρόσωπο όταν αυτό ενηλικιωθεί. Ο τόπος συνήθους διαμονής ορίζεται με βάση τον τόπο κατοικίας του προσώπου, εφόσον υπάρχει πρόθεσή του να κατοικεί στον τόπο αυτό μόνιμα ή για αόριστο χρονικό διάστημα.
Η ικανότητα ανάληψης συγκεκριμένων υποχρεώσεων, π.χ. η ικανότητα τέλεσης γάμου, σύναψης συμβάσεων, διεξαγωγής εμπορικής δραστηριότητας, σύνταξης διαθήκης κ.λπ. ορίζεται βάσει των κανόνων που ισχύουν στον συγκεκριμένο τόπο.
Οι υποχρεώσεις του γονέα έναντι του τέκνου ορίζονται από τον αστικό κώδικα της Μάλτας, ωστόσο η γονική μέριμνα παύει αυτοδικαίως όταν το τέκνο συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του. Η δικαιοδοσία των δικαστηρίων της Μάλτας ορίζεται με βάση τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας (Βρυξέλλες ΙΙα). Εκτενέστερη αναφορά στο θέμα αυτό γίνεται στη σχετική ενότητα.
Η υιοθεσία ρυθμίζεται επίσης από τον αστικό κώδικα της Μάλτας, τον οποίο εφαρμόζουν τα δικαστήρια της Μάλτας σε κάθε περίπτωση που αυτά έχουν δικαιοδοσία. Υιοθεσίες στην αλλοδαπή αναγνωρίζονται από το δίκαιο της Μάλτας σύμφωνα με τη Σύμβαση για την προστασία των παιδιών και τη συνεργασία σχετικά με τη διακρατική υιοθεσία.
Το κύρος ενός γάμου ορίζεται με βάση το δίκαιο του τόπου τέλεσης του γάμου. Στη Μάλτα, οι νόμιμες διατυπώσεις του γάμου παρατίθενται στο κεφάλαιο 255 της Συλλογής νομοθεσίας της Μάλτας (νόμος περί γάμου). Ο σχετικός νόμος ορίζει, μεταξύ άλλων, τους περιορισμούς που ισχύουν σε σχέση με τον γάμο. Ένας από τους περιορισμούς που αναφέρονται στον εν λόγω νόμο είναι ότι «γάμος ο οποίος τελείται από πρόσωπο το οποίο δεν έχει συμπληρώσει το 16ο έτος της ηλικίας του είναι άκυρος».
Εφαρμοστέο δίκαιο στη Μάλτα είναι το δίκαιο του τόπου κατοικίας των συζύγων.
Ο θεσμός της αστικής συμβίωσης ρυθμίζεται στο κεφάλαιο 530 της Συλλογής νομοθεσίας της Μάλτας (νόμος περί αστικής συμβίωσης), το οποίο με τη σειρά του παραπέμπει στο κεφάλαιο 255. Συνεπώς, όσον αφορά την αστική συμβίωση πρέπει να πληρούνται οι ρυθμίσεις και προϋποθέσεις του κεφαλαίου 255.
Τα δικαστήρια της Μάλτας έχουν δικαιοδοσία μόνο επί υποθέσεων διαζυγίου σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας. Εκτενέστερη αναφορά στο θέμα αυτό γίνεται στη σχετική ενότητα.
Η Μάλτα δεσμεύεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 4/2009 για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής. Εκτενέστερη αναφορά στο θέμα αυτό γίνεται στη σχετική ενότητα.
Εφαρμοστέο δίκαιο στη Μάλτα είναι το δίκαιο του τόπου της συζυγικής κατοικίας (lex situs). Ο αστικός κώδικας (άρθρο 1316) προβλέπει ότι σύζυγοι οι οποίοι έχουν τελέσει γάμο στη Μάλτα είναι συνδικαιούχοι της συζυγικής περιουσίας. Επίσης, αν ο γάμος έχει τελεστεί εκτός της Μάλτας και εν συνεχεία οι σύζυγοι έχουν εγκατασταθεί στη Μάλτα, αυτοί καθίστανται συνδικαιούχοι της συζυγικής περιουσίας μόλις αποκτήσουν τόπο κατοικίας στη Μάλτα, με την επιφύλαξη προηγούμενης αντίθετης συμφωνίας μεταξύ τους.
Σε υποθέσεις διαθηκών και κληρονομικής διαδοχής τα δικαστήρια της Μάλτας εφαρμόζουν σταθερά το αγγλικό κοινοδίκαιο. Ως εκ τούτου, «σε περιπτώσεις εξ αδιαθέτου διαδοχής (δηλ. όταν δεν υπάρχει διαθήκη), εφαρμόζεται το δίκαιο του τόπου κατοικίας του κληρονομουμένου κατά τον χρόνο του θανάτου, όσον αφορά τη διανομή της κινητής του περιουσίας ως προς τη διανομή της ακίνητης περιουσίας, εφαρμόζεται το δίκαιο του τόπου του ακινήτου. Όταν υπάρχει διαθήκη, η ικανότητα του κληρονομουμένου να συντάξει διαθήκη καθορίζεται με βάση το δίκαιο του τόπου κατοικίας του κατά τον χρόνο σύνταξης της διαθήκης. Κληρονόμος έχει δικαίωμα να κληρονομήσει κινητή περιουσία αν έχει τη σχετική ικανότητα σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου κατοικίας του ή σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου κατοικίας του κληρονομουμένου». Περαιτέρω, «μια διαθήκη είναι τυπικά έγκυρη αν είναι νόμιμη σύμφωνα με: το δίκαιο του τόπου σύνταξης της διαθήκης (συνήθως ο τόπος υπογραφής της διαθήκης από τον διαθέτη και τον ή τους μάρτυρες) κατά τον χρόνο σύνταξής της το δίκαιο του τόπου κατοικίας, συνήθους διαμονής ή ιθαγένειας του διαθέτη κατά τον χρόνο σύνταξης της διαθήκης το δίκαιο του τόπου κατοικίας, συνήθους διαμονής ή ιθαγένειας του διαθέτη κατά τον χρόνο θανάτου. Μια διαθήκη είναι επίσης τυπικά έγκυρη ως προς τη διανομή της ακίνητης περιουσίας του διαθέτη αν συνάδει με τη νομοθεσία της χώρας στην οποία βρίσκεται το ακίνητο.»
Η Μάλτα δεσμεύεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1346/2000 περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας, όπως έχει τροποποιηθεί. Ο εν λόγω κανονισμός ορίζει, μεταξύ άλλων, τους κανόνες που ισχύουν σε διαδικασίες που περιλαμβάνουν την πλήρη ή μερική εκποίηση της περιουσίας του οφειλέτη και τον διορισμό εκκαθαριστή, στις περιπτώσεις όπου ο τόπος βασικών συμφερόντων του οφειλέτη βρίσκεται σε κράτος μέλος της ΕΕ. Σε υποθέσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1346/2000 εφαρμόζεται το δίκαιο της Μάλτας, εφόσον έχουν δικαιοδοσία τα δικαστήρια της Μάλτας, δηλ. όταν η εταιρεία είναι εγγεγραμμένη στη Μάλτα.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.