

Επίδοση ή κοινοποίηση είναι η γνωστοποίηση εγγράφων δηλώσεων και αποφάσεων που διενεργείται με συγκεκριμένο νόμιμο τύπο και βεβαιώνεται με επίσημο έγγραφο. Γνωστοποίηση είναι η παροχή της δυνατότητας στο πρόσωπο προς το οποίο γνωστοποιείται το εκάστοτε έγγραφο να λάβει γνώση του περιεχομένου του.
Σκοπός της επίδοσης ή κοινοποίησης είναι η κατοχύρωση του δικαιώματος ακροάσεως και της δίκαιης δίκης. Με την επίδοση ή κοινοποίηση διασφαλίζεται ότι ο αποδέκτης λαμβάνει γνώση της εκάστοτε διαδικαστικής πράξης ή, τουλάχιστον, ότι έχει τη δυνατότητα να λάβει ανεμπόδιστα γνώση της πράξης αυτής. Κατά συνέπεια, σκοπός κάθε επίδοσης ή κοινοποίησης είναι η γνωστοποίηση του περιεχομένου της εκάστοτε πράξης. Η απόκτηση πραγματικής γνώσης σχετικά με το περιεχόμενο της εκάστοτε πράξης εξαρτάται από τον αποδέκτη.
Με την επίδοση ή κοινοποίηση εξασφαλίζεται, επιπλέον, η δυνατότητα του επιδίδοντος ή κοινοποιούντος να αποδείξει τον χρόνο και τον τρόπο παράδοσης του εκάστοτε εγγράφου στον αποδέκτη. Τούτο επιβάλλεται από την αρχή της ασφάλειας δικαίου.
Ο νόμος δεν προβλέπει με τρόπο εξαντλητικό ποια επιμέρους έγγραφα χρήζουν νόμιμης επίδοσης ή κοινοποίησης.
Αυτεπαγγέλτως επιδίδεται ή κοινοποιείται κάθε έγγραφο του οποίου η επίδοση ή κοινοποίηση προβλέπεται από τον νόμο ή διατάσσεται από το δικαστήριο [άρθρο 166 παράγραφος 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Zivilprozessordnung - ZPO)].
Η επίδοση ή κοινοποίηση πραγματοποιείται με πρωτοβουλία των διαδίκων όταν προβλέπεται από τον νόμο, όπως στην περίπτωση της συντηρητικής κατάσχεσης, των προσωρινών μέτρων σε σχέση με μη περιουσιακές αξιώσεις και της διαταγής κατάσχεσης εις χείρας τρίτου και απόδοσης (άρθρο 191 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).
Επίσημη επίδοση ή κοινοποίηση απαιτείται οσάκις συντρέχει λόγος σκοπιμότητας και οσάκις το επιβάλλει η αρχή της ασφάλειας δικαίου, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση που απαιτείται γνωστοποίηση για τη θεμελίωση δικαιώματος ή την έναρξη προθεσμίας. Για παράδειγμα, ο νόμος απαιτεί την επίδοση ή κοινοποίηση δικογράφων και δικαστικών αποφάσεων και πράξεων που προσβάλλονται με άμεση προσφυγή.
Πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της αυτεπάγγελτης επίδοσης ή κοινοποίησης και της επίδοσης ή κοινοποίησης που γίνεται με πρωτοβουλία των διαδίκων.
Αρμόδια για τη διενέργεια της αυτεπάγγελτης επίδοσης ή κοινοποίησης είναι καταρχήν η γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η διαδικασία (άρθρο 168 παράγραφος 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Ο τρόπος επίδοσης ή κοινοποίησης καθορίζεται από τη γραμματεία του δικαστηρίου στο πλαίσιο άσκησης της συναφούς διακριτικής της ευχέρειας.
Στο πλαίσιο αυτό, η γραμματεία του δικαστηρίου μπορεί να επιλέξει κάποια από τις ακόλουθες λύσεις:
Σε ορισμένες περιπτώσεις ο νόμος προβλέπει ότι η επίδοση ή κοινοποίηση διατάσσεται από τον δικαστή. Μεταξύ αυτών των περιπτώσεων περιλαμβάνονται η επίδοση ή κοινοποίηση στην αλλοδαπή (άρθρα 183, 184 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) και η δημόσια επίδοση ή κοινοποίηση (άρθρα 186, 187 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).
Όταν η επίδοση γίνεται με πρωτοβουλία των διαδίκων, την εκτελεί, κατά κανόνα, δικαστικός επιμελητής. Αυτός λαμβάνει τη σχετική εντολή είτε απευθείας από τον διάδικο είτε μέσω της γραμματείας του δικαστηρίου (άρθρο 192 παράγραφος 3 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).
Ο δικαστικός επιμελητής μπορεί ακολούθως να πραγματοποιήσει την επίδοση ή κοινοποίηση ταχυδρομικώς (άρθρο 194 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).
Στην περίπτωση που ο αποδέκτης της επιδιδόμενης ή κοινοποιούμενης πράξης δεν κατοικεί στη διεύθυνση που αναγράφεται στην παραγγελία επίδοσης ή κοινοποίησης, η επιληφθείσα γερμανική υπηρεσία παραλαβής προσπαθεί κατά κανόνα να εντοπίσει την τρέχουσα διεύθυνσή του. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην περίπτωση που ο παραλήπτης έχει μετακομίσει, αλλά και όταν η διεύθυνση που αναγράφεται στην παραγγελία επίδοσης ή κοινοποίησης είναι λανθασμένη ή ελλιπής. Πρόκειται ωστόσο για μία παροχή την οποία η υπηρεσία παραλαβής προσφέρει εθελοντικώς και χωρίς να υπέχει σχετική υποχρέωση.
Κατά το άρθρο 44 του ομοσπονδιακού νόμου περί δήλωσης κατοικίας (Bundesmeldegesetz - BMG), οι δημόσιες αρχές και οι ιδιώτες της αλλοδαπής μπορούν να λαμβάνουν από τις γερμανικές αρχές υποβολής στοιχείων τη λεγόμενη απλή ενημέρωση από το μητρώο πληθυσμού χωρίς να επικαλούνται ιδιαίτερο λόγο.
Η απλή ενημέρωση από το μητρώο πληθυσμού περιλαμβάνει:
● το επίθετο,
● το όνομα, με επισήμανση του ονόματος που συνήθως χρησιμοποιείται
● τον ακαδημαϊκό τίτλο,
● τις τρέχουσες διευθύνσεις και
● αν το αναζητούμενο πρόσωπο έχει αποβιώσει, το γεγονός αυτό.
Η σχετική αίτηση πρέπει να υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή υποβολής στοιχείων. Κατά κανόνα, πρόκειται για την υπηρεσία δημοτολογίου του δήμου ή της κοινότητας στην οποία εικάζεται ότι βρίσκεται η κατοικία του εκάστοτε προσώπου. Εξάλλου, ολοένα και περισσότερες κοινότητες παρέχουν τη δυνατότητα λήψης των εν λόγω στοιχείων μέσω του διαδικτύου.
Για την ενημέρωση από το μητρώο πληθυσμού καταβάλλονται τέλη. Το ύψος των τελών διαφέρει από κρατίδιο σε κρατίδιο.
Προϋπόθεση για την παροχή ενημέρωσης από το μητρώο πληθυσμού είναι η δυνατότητα πλήρους ταυτοποίησης του αναζητούμενου προσώπου με βάση τα γνωστοποιηθέντα στοιχεία. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι δυνατή η διαβίβαση «λίστας αποτελεσμάτων». Επιπλέον, το πρόσωπο ή ο οργανισμός που ζητεί τα στοιχεία πρέπει να δηλώσει ότι δεν θα χρησιμοποιήσει τα στοιχεία για σκοπούς διαφημιστικούς ή εμπορίας διευθύνσεων.
Απαγορεύεται η ενημέρωση με βάση τα στοιχεία του μητρώου πληθυσμού εάν για το συγκεκριμένο πρόσωπο υπάρχει καταχωρισμένη απαγόρευση γνωστοποίησης πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 51 ή υπό όρους φραγή γνωστοποίησης πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 52 του ομοσπονδιακού νόμου περί δήλωσης κατοικίας και δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να θιγούν άξια προστασίας συμφέροντα.
Στο πλαίσιο δραστηριοτήτων οι οποίες εμπίπτουν εν όλω ή εν μέρει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι δυνατόν, σύμφωνα με το άρθρο 35 του ομοσπονδιακού νόμου περί δήλωσης κατοικίας, να διαβιβαστεί σε δημόσιες αρχές άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημόσιες αρχές άλλων συμβαλλόμενων μερών της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, όργανα και οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή όργανα και οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας ένας πυρήνας δεδομένων που υπερβαίνει τα προαναφερθέντα, αν η αιτούσα αρχή χρειάζεται τα εν λόγω πρόσθετα στοιχεία για την εκτέλεση των καθηκόντων της
Στη Γερμανία η διερεύνηση μιας διεύθυνσης δεν αποτελεί κατά κανόνα καθήκον του δικαστηρίου.
Εξάλλου, δεν υφίσταται ανάγκη για την υποβολή σχετικού αιτήματος με βάση τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1206/2001, καθόσον τόσο οι δημόσιες υπηρεσίες όσο και οι ιδιώτες της αλλοδαπής έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν απευθείας τη λεγόμενη απλή ενημέρωση από το μητρώο πληθυσμού.
Στην πράξη, η συνηθέστερη μορφή επίδοσης ή κοινοποίησης είναι η επίδοση ή κοινοποίηση που πραγματοποιείται αυτεπαγγέλτως μέσω ταχυδρομείου. Για τον σκοπό αυτό, ο γραμματέας του δικαστηρίου δίνει στο ταχυδρομείο εντολή επίδοσης ή κοινοποίησης παραδίδοντας συγχρόνως το προς επίδοση ή κοινοποίηση έγγραφο σε σφραγισμένο φάκελο, καθώς και το έντυπο βεβαίωσης επίδοσης (άρθρο 176 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Στη συνέχεια, ο υπάλληλος του ταχυδρομείου εκτελεί την επίδοση ή κοινοποίηση. Το έγγραφο πρέπει να επιδίδεται ή κοινοποιείται πρωτίστως απευθείας στον αποδέκτη του, ήτοι να του παραδίδεται προσωπικώς. Η παράδοση μπορεί να γίνει οπουδήποτε, δηλαδή δεν είναι αναγκαίο να γίνει σε συγκεκριμένο τόπο (άρθρο 177 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).
Αποδέκτης κατά την ανωτέρω έννοια είναι το πρόσωπο για το οποίο προορίζεται το έγγραφο και ο νόμιμος (άρθρο 170 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) ή εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπός του (άρθρο 171 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).
Ο υπάλληλος του ταχυδρομείου συμπληρώνει το έντυπο της βεβαίωσης επίδοσης κατά τη διενέργεια της επίδοσης και το επιστρέφει αμελλητί στη γραμματεία του δικαστηρίου προς απόδειξη της διενέργειας της επίδοσης.
Αν ο διάδικος εκπροσωπείται από δικηγόρο, η επίδοση γίνεται συνήθως στον δικηγόρο με απόδειξη παραλαβής (άρθρα 171, 174 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Μετά την παραλαβή του εγγράφου, ο δικηγόρος επιστρέφει στο δικαστήριο την υπογεγραμμένη από τον ίδιο απόδειξη παραλαβής.
Εάν αμφότεροι οι διάδικοι εκπροσωπούνται από δικηγόρο, μπορεί να γίνει επίδοση ή κοινοποίηση από δικηγόρο σε δικηγόρο (άρθρο 195 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Το αυτό ισχύει και επί των αυτεπαγγέλτως επιδιδόμενων ή κοινοποιούμενων δικογράφων, εκτός εάν στον αντίδικο πρέπει να κοινοποιηθεί συγχρόνως και διαταγή του δικαστηρίου. Στα δικόγραφα πρέπει να δηλώνεται ότι η κοινοποίηση διενεργείται από δικηγόρο σε δικηγόρο. Η εν λόγω επίδοση ή κοινοποίηση αποδεικνύεται ωσαύτως από την χρονολογημένη και υπογεγραμμένη απόδειξη παραλαβής.
Στην πολιτική δίκη επιτρέπεται η ηλεκτρονική επίδοση ή κοινοποίηση δικαστικών εγγράφων. Για να διαβιβαστεί το έγγραφο πρέπει να φέρει αναγνωρισμένη ηλεκτρονική υπογραφή και να προστατεύεται από το ενδεχόμενο διαρροής του σε μη εξουσιοδοτημένους τρίτους. Η διαβίβαση μπορεί να πραγματοποιηθεί και μέσω υπηρεσιών της πλατφόρμας επικοινωνιών De-Mail κατά την έννοια του άρθρου 1 του νόμου για την πλατφόρμα De-Mail (De-Mail-Gesetz). Τα ηλεκτρονικά έγγραφα πρέπει να επιδίδονται ή να κοινοποιούνται με ασφαλή μέθοδο διαβίβασης (De-Mail, ειδικές ηλεκτρονικές ταχυδρομικές θυρίδες) και να προστατεύονται από το ενδεχόμενο διαρροής τους σε μη εξουσιοδοτημένους τρίτους. Οι δικηγόροι, οι συμβολαιογράφοι, οι δικαστικοί επιμελητές, οι φοροτεχνικοί σύμβουλοι και τα λοιπά πρόσωπα από τα οποία, λόγω επαγγέλματος, αναμένεται αυξημένος βαθμός αξιοπιστίας, καθώς και όλες οι αρχές, τα νομικά πρόσωπα και οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου είναι υποχρεωμένοι να δημιουργήσουν ασφαλή δίαυλο διαβίβασης για τις ηλεκτρονικές επιδόσεις ή κοινοποιήσεις. Ηλεκτρονική επίδοση ή κοινοποίηση προς τα υπόλοιπα πρόσωπα που μετέχουν στη διαδικασία μπορεί να γίνει μόνον κατόπιν ρητής συναίνεσής τους στη διαβίβαση ηλεκτρονικών εγγράφων.
Η επίδοση σε δικηγόρους, συμβολαιογράφους, δικαστικούς επιμελητές, φοροτεχνικούς συμβούλους, λοιπά πρόσωπα από τα οποία, λόγω επαγγέλματος, αναμένεται αυξημένος βαθμός αξιοπιστίας, καθώς και σε αρχές, νομικά πρόσωπα και οργανισμούς δημοσίου δικαίου μπορεί να γίνεται και με φαξ.
Για την απόδειξη της επίδοσης ή κοινοποίησης αρκεί η χρονολογημένη απόδειξη παραλαβής που φέρει την υπογραφή του παραλήπτη της επίδοσης ή κοινοποίησης. Η απόδειξη παραλαβής μπορεί να επιστραφεί στο δικαστήριο σε έγχαρτη μορφή, με φαξ ή ως ηλεκτρονικό έγγραφο.
Δεν επιτρέπεται η επίδοση ή κοινοποίηση με SMS.
Εάν δεν είναι δυνατή η απευθείας επίδοση ή κοινοποίηση στον αποδέκτη, μπορεί να διενεργηθεί η λεγόμενη έμμεση επίδοση ή κοινοποίηση.
Έμμεση επίδοση ή κοινοποίηση σε «υποκατάστατο παραλήπτη»
Μία δυνατότητα είναι η έμμεση επίδοση ή κοινοποίηση στην κατοικία, σε κατάστημα ή σε ίδρυμα (άρθρο 178 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Στην περίπτωση αυτή, διενεργείται έμμεση επίδοση ή κοινοποίηση εάν το πρόσωπο στο οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση ή κοινοποίηση δεν βρεθεί στην κατοικία, το κατάστημα ή το ίδρυμα στο οποίο κατοικεί.
Η έμμεση επίδοση γίνεται με παράδοση του εγγράφου ως εξής:
Ωστόσο δεν επιτρέπεται η έμμεση επίδοση ή κοινοποίηση στα ανωτέρω πρόσωπα αν αυτά συμμετέχουν στην ένδικη διαφορά ως αντίδικοι του προσώπου προς το οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση ή κοινοποίηση.
Έμμεση επίδοση ή κοινοποίηση με τοποθέτηση στο γραμματοκιβώτιο
Εάν δεν καταστεί δυνατή ούτε η έμμεση επίδοση ή κοινοποίηση στην κατοικία ή το κατάστημα, επιτρέπεται η διενέργειά της με τοποθέτηση του εγγράφου στο γραμματοκιβώτιο (άρθρο 180 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Στην περίπτωση αυτή, το έγγραφο τοποθετείται στο γραμματοκιβώτιο της κατοικίας ή του καταστήματος.
Έμμεση επίδοση ή κοινοποίηση με κατάθεση
Εάν δεν καταστεί δυνατή η έμμεση επίδοση ή κοινοποίηση στον χώρο όπου κατοικεί ο αποδέκτης ή με τοποθέτηση στο γραμματοκιβώτιο, το έγγραφο μπορεί να επιδοθεί ή κοινοποιηθεί με κατάθεση (άρθρο 181 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).
Η κατάθεση μπορεί να γίνει είτε στη γραμματεία του ειρηνοδικείου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος επίδοσης ή κοινοποίησης είτε, στην περίπτωση επίδοσης μέσω ταχυδρομείου, σε σημείο εντός του τόπου επίδοσης ή κοινοποίησης ή του τόπου της έδρας του ειρηνοδικείου που επιλέγεται από το ταχυδρομείο.
Ο αποδέκτης ενημερώνεται για την κατάθεση με έγγραφη ειδοποίηση η οποία κοινοποιείται με κοινή επιστολή. Αν αυτό δεν είναι δυνατό, η ειδοποίηση θυροκολλείται στην πόρτα της κατοικίας, του καταστήματος ή του ιδρύματος.
Το κατατεθέν έγγραφο διατίθεται προς παράδοση για τρεις μήνες και στη συνέχεια, εφόσον δεν παραληφθεί, επιστρέφεται στον αποστολέα.
Σε περίπτωση έμμεσης επίδοσης ή κοινοποίησης στην κατοικία, το κατάστημα ή το ίδρυμα (άρθρο 178 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας), η επίδοση ή κοινοποίηση θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε με την παράδοση του εγγράφου στον «υποκατάστατο παραλήπτη».
Σε περίπτωση έμμεσης επίδοσης ή κοινοποίησης με τοποθέτηση στο γραμματοκιβώτιο (άρθρο 180 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας), η επίδοση ή κοινοποίηση θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε με την τοποθέτηση.
Σε περίπτωση έμμεσης επίδοσης ή κοινοποίησης με κατάθεση (άρθρο 181 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας), η επίδοση ή κοινοποίηση θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε με την παράδοση της έγγραφης ειδοποίησης.
Σε περίπτωση κατάθεσης, συντάσσεται σχετική ειδοποίηση επί τυποποιημένου εντύπου, η οποία παραδίδεται στη διεύθυνση του προσώπου στο οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση ή κοινοποίηση με κοινή επιστολή ή, αν αυτό δεν είναι δυνατό, με θυροκόλληση στην πόρτα της κατοικίας, του καταστήματος ή του ιδρύματος.
Εάν ο αποδέκτης βρεθεί αλλά αρνηθεί να παραλάβει το έγγραφο, εφαρμόζεται κατά περίπτωση η εξής διαδικασία:
Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην απόφασή του της 2/3/2017 στην υπόθεση Henderson (υπόθεση C‑354/15), επίδοση ή κοινοποίηση κατά το άρθρο 14 του κανονισμού για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων μπορεί να πραγματοποιηθεί και με παράδοση της πράξης σε τρίτο, αν αυτή πραγματοποιηθεί στην οικία του αποδέκτη της πράξης. Αυτό έχει εφαρμογή μόνο σε ενήλικες που βρίσκονται εντός της κατοικίας του παραλήπτη, είτε πρόκειται για μέλη της οικογένειάς του που συγκατοικούν στην ίδια διεύθυνση είτε για πρόσωπα που εργάζονται εκεί. Σύμφωνα με το άρθρο 18-003 σημείο 4.1 των συμπληρωματικών διατάξεων της Παγκόσμιας Ταχυδρομικής Σύμβασης, η υπογραφή επί της απόδειξης παραλαβής μπορεί να τεθεί και από άλλο πρόσωπο το οποίο έχει δικαίωμα να παραλάβει την αποστολή με βάση την εθνική νομοθεσία. [Η Deutsche Post AG, υπό την ιδιότητά της ως καθορισμένος ταχυδρομικός φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας («designated operator») για την παροχή διεθνών ταχυδρομικών υπηρεσιών, αναφέρεται εν προκειμένω σε «υποκατάστατο παραλήπτη» με βάση τον ορισμό που παρέχεται στους γενικούς όρους συναλλαγών για τις εθνικές επιστολές]. «Υποκατάστατοι παραλήπτες» μπορούν εξάλλου να είναι τα πρόσωπα που απαριθμούνται στο άρθρο 178 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και αναφέρονται ανωτέρω στο σημείο 7.1.
Σύμφωνα με το άρθρο 19-104 σημείο 5.3. των συμπληρωματικών διατάξεων της Παγκόσμιας Ταχυδρομικής Σύμβασης, η επιστολή διατίθεται προς παραλαβή εφόσον η προσπάθεια παράδοσής της απέβη άκαρπη. Στην Deutsche Post AG, η συστημένη επιστολή παραδίδεται μόνο στον παραλήπτη προσωπικά ή σε εξουσιοδοτημένο από αυτόν πρόσωπο. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην απόφασή του της 2/3/2017 στην υπόθεση Henderson (υπόθεση C‑354/15) αποφάνθηκε ότι επίδοση ή κοινοποίηση κατά το άρθρο 14 του κανονισμού για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων μπορεί να θεωρηθεί πραγματοποιηθείσα μόνο αν η απόδειξη παραλαβής ή ισοδύναμο έγγραφο συμπληρώθηκε από τον παραλήπτη ή υποκατάστατο παραλήπτη. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση μη παραλαβής της αποστολής, πρέπει να θεωρείται ότι δεν υπήρξε επίδοση ή κοινοποίηση.
Σύμφωνα με το άρθρο 19-104 σημείο 5.3. των συμπληρωματικών διατάξεων της Παγκόσμιας Ταχυδρομικής Σύμβασης, το χρονικό διάστημα της φύλαξης στο ταχυδρομείο καθορίζεται από τις ισχύουσες εθνικές διατάξεις. Ωστόσο, το διάστημα αυτό δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τον ένα μήνα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις το εν λόγω διάστημα μπορεί να ανέρχεται σε έως δύο μήνες. Η Deutsche Post AG φυλάσσει τις επιστολές για τις οποίες υπάρχει ειδοποίηση για μία εβδομάδα. Ο ταχυδρομικός υπάλληλος αφήνει στο γραμματοκιβώτιο του παραλήπτη μία ειδοποίηση στην οποία αναφέρεται το κατάστημα στο οποίο φυλάσσεται η επιστολή και ο χρόνος εντός του οποίου μπορεί να παραληφθεί.
Ναι. Προς απόδειξη της επίδοσης ή κοινοποίησης συντάσσεται βεβαίωση με χρήση ειδικού εντύπου, η οποία επιστρέφεται αμελλητί στη γραμματεία του δικαστηρίου (άρθρο 182 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Το έγγραφο αυτό περιέχει κάθε στοιχείο που είναι απαραίτητο για την απόδειξη της επίδοσης ή κοινοποίησης, και ιδίως:
Αν η επίδοση ή κοινοποίηση έγινε με πρωτοβουλία των διαδίκων, η βεβαίωση επίδοσης ή κοινοποίησης αποστέλλεται στον διάδικο ο οποίος παρήγγειλε την επίδοση (άρθρο 193 παράγραφος 3 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).
Σε περίπτωση έμμεσης επίδοσης ή κοινοποίησης ισχύουν ειδικότερα τα εξής: Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να αναφέρεται στο έγγραφο και ο λόγος για τον οποίο λαμβάνει χώρα έμμεση επίδοση ή κοινοποίηση. Αν η έμμεση επίδοση ή κοινοποίηση διενεργείται με κατάθεση, στο έγγραφο αναφέρεται και ο τρόπος παράδοσης της έγγραφης ειδοποίησης σχετικά με την κατάθεση. Αν υπάρξει αδικαιολόγητη άρνηση παραλαβής του εγγράφου, η βεβαίωση αναφέρει και το όνομα του προσώπου που αρνήθηκε την παραλαβή, καθώς και ότι ο φάκελος παρέμεινε στον τόπο της επίδοσης ή κοινοποίησης ή ότι επιστράφηκε στον αποστολέα.
Στις ακόλουθες περιπτώσεις, ο νόμος δεν απαιτεί τη σύνταξη βεβαίωσης για την απόδειξη της επίδοσης ή κοινοποίησης:
H επίδοση ή κοινοποίηση που δεν διενεργήθηκε νομότυπα είναι καταρχήν άκυρη εφόσον δεν τηρήθηκαν ουσιώδεις διατάξεις.
Ο νόμος επιτρέπει εξαιρέσεις από την εν λόγω βασική αρχή, εφόσον πληρούται ο σκοπός της επίδοσης, που έγκειται στην απόδειξη του αν και πότε έλαβε ο παραλήπτης το προς επίδοση ή κοινοποίηση έγγραφο.
Αν δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί ότι το έγγραφο επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε νομίμως ή αν το έγγραφο επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε κατά παράβαση υποχρεωτικών διατάξεων σχετικά με τις επιδόσεις ή τις κοινοποιήσεις, τεκμαίρεται ότι η επίδοση ή κοινοποίηση πραγματοποιήθηκε κατά τον χρόνο στον οποίο το έγγραφο περιήλθε πραγματικά στο πρόσωπο στο οποίο απευθυνόταν ή μπορούσε να απευθυνθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου (άρθρο 189 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Στην περίπτωση αυτή, θεραπεύεται το ελάττωμα περί την επίδοση. Η θεραπεία της παράβασης των διατάξεων σχετικά με τις επιδόσεις ή τις κοινοποιήσεις δεν απόκειται στην κρίση του δικαστηρίου. Εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, η θεραπεία επέρχεται ακόμη και στην περίπτωση που η επίδοση ή κοινοποίηση αποτελεί την αφετηρία αποκλειστικής προθεσμίας, ήτοι προθεσμίας η οποία δεν μπορεί να παραταθεί.
Αν ο αποδέκτης δεν λάβει το προς επίδοση ή κοινοποίηση έγγραφο, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ δύο περιπτώσεων:
Πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ της αυτεπάγγελτης επίδοσης ή κοινοποίησης και της επίδοσης ή κοινοποίησης με πρωτοβουλία των διαδίκων.
Σε ορισμένες διαδικασίες, στις οποίες τα τέλη υπολογίζονται ανάλογα με την αξία της διαφοράς, τα δικαστικά έξοδα καλύπτουν τις πρώτες δέκα επιδόσεις ή κοινοποιήσεις. Για κάθε περαιτέρω επίδοση ή κοινοποίηση, καθώς και για επιδόσεις ή κοινοποιήσεις σε άλλες διαδικασίες, εισπράττονται τέλη 3,50 EUR ως εφάπαξ έξοδα για την επίδοση ή κοινοποίηση που διενεργείται με έγγραφο επίδοσης, με συστημένη επιστολή και απόδειξη παραλαβής ή από δικαστικό υπάλληλο. Η επίδοση ή κοινοποίηση με πρωτοβουλία των διαδίκων διενεργείται από δικαστικό επιμελητή. Για τη διενέργεια επίδοσης ή κοινοποίησης μέσω ταχυδρομείου, ο δικαστικός επιμελητής εισπράττει τέλη 3,00 EUR. Σε αυτά προστίθενται τα έξοδα για τις απαραίτητες φωτοτυπίες και τα ταχυδρομικά τέλη. Αν το έγγραφο που παραδόθηκε προς επίδοση ή κοινοποίηση στον δικαστικό επιμελητή χρήζει επικύρωσης, οφείλονται επιπλέον τέλη επικύρωσης. Αυτά ανέρχονται σε 0,50 EUR ανά σελίδα για τις πρώτες πενήντα σελίδες και σε 0,15 EUR για κάθε επιπλέον σελίδα.
Αν η επίδοση ή κοινοποίηση γίνει ιδιοχείρως από τον δικαστικό επιμελητή, τα τέλη ανέρχονται σε 10,00 EUR. Στην περίπτωση αυτή ο δικαστικός επιμελητής δικαιούται να εισπράξει και αποζημίωση μετάβασης, το ύψος της οποίας κυμαίνεται μεταξύ 3,25 EUR και 16,25 EUR ανάλογα με τη διανυθείσα απόσταση.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.