Ι. Κατάλογοι και μητρώα πραγματογνωμόνων
Σύμφωνα με τον εσθονικό νόμο περί εγκληματολογικών ερευνών, ο πραγματογνώμονας είναι πρόσωπο που παρέχει μη νομική ή νομική εμπειρογνωμοσύνη στις υποθέσεις που ο νόμος το επιτρέπει. Ορισμένοι πραγματογνώμονες απασχολούνται από κρατικούς φορείς («δικαστικοί πραγματογνώμονες»), ενώ άλλοι είναι εγγεγραμμένοι στον κατάλογο φορέα πραγματογνωμόνων.
Υπάρχουν επίσημοι κατάλογοι πραγματογνωμόνων στην Εσθονία. Οι κατάλογοι είναι ελεύθερα προσβάσιμοι στο κοινό. Μπορείτε να τηλεφορτώσετε ή να διαβάσετε τους καταλόγους εδώ και εδώ.
Το Εσθονικό Εγκληματολογικό Ινστιτούτο, ένα κρατικό εγκληματολογικό εργαστήριο, είναι υπεύθυνο για την επικαιροποίηση των εν λόγω καταλόγων. Κάθε πρόσωπο που πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 6 παράγραφος 1 σημεία 1)-3) και παράγραφος 2 σημεία 1) και 2) του νόμου περί εγκληματολογικών ερευνών εγγράφεται στον δεύτερο κατάλογο που αναφέρεται ανωτέρω.
ΙΙ. Προσόντα των πραγματογνωμόνων
Οι ελάχιστες απαιτήσεις για τη χορήγηση του καθεστώτος του δικαστικού πραγματογνώμονα βασίζονται στον νόμο περί εγκληματολογικών ερευνών. Η εμπειρογνωμοσύνη του δικαστικού πραγματογνώμονα αποκτάται μέσω κατάρτισης.
Η κατάρτιση των ιατροδικαστών παρέχεται από το Πανεπιστήμιο του Tartu στο πλαίσιο του προγράμματος ιατροδικαστικής ειδίκευσης διάρκειας 4 ετών. Οι ειδικευόμενοι αποκτούν επαγγελματικές δεξιότητες στο EFSI, το οποίο αποτελεί μία από τις βάσεις κατάρτισης του Πανεπιστημίου του Tartu.
Δεν υπάρχει εκπαιδευτικό ίδρυμα για την κατάρτιση των δικαστικών πραγματογνωμόνων στους λοιπούς τομείς της εγκληματολογίας στην Εσθονία. Οι πραγματογνώμονες καταρτίζονται στο EFSI υπό την καθοδήγηση έμπειρων επαγγελματιών. Στις περισσότερες περιπτώσεις η εκπαίδευση διαρκεί 2 έτη. Το πρόγραμμα κατάρτισης περιλαμβάνει τόσο γενικά όσο και ειδικότερα θέματα και αποσκοπεί στην απόκτηση επαγγελματικών δεξιοτήτων από τον πραγματογνώμονα. Το πρόγραμμα κατάρτισης καταστρώνεται με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε είδους εμπειρογνωμοσύνης, λαμβάνοντας επίσης υπόψη το επαγγελματικό πανεπιστημιακό υπόβαθρο και την προηγούμενη εργασιακή πείρα του ασκούμενου πραγματογνώμονα.
Εάν ο εργαζόμενος πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται για τους δικαστικούς πραγματογνώμονες στον νόμο περί εγκληματολογικών ερευνών, έχει ολοκληρώσει την κατάρτιση και έχει αποκτήσει επαρκή πείρα για την παροχή ανεξάρτητης πραγματογνωμοσύνης, του αναγνωρίζεται το καθεστώς του δικαστικού πραγματογνώμονα. Μετά την όρκισή του ως δικαστικού πραγματογνώμονα που προβλέπεται στον νόμο περί εγκληματολογικών ερευνών, μπορεί να ξεκινήσει την εργασία του ως δικαστικός πραγματογνώμονας.
ΙΙΙ. Αμοιβή των πραγματογνωμόνων
Η χρηματοδότηση των ερευνών περιγράφεται στο κεφάλαιο 5 του νόμου περί εγκληματολογικών ερευνών. Η διεξαγωγή ερευνών σε κρατικό εγκληματολογικό φορέα χρηματοδοτείται από τον ετήσιο κρατικό προϋπολογισμό. Τα ακριβή τέλη των ερευνών καθορίζονται στο άρθρο 26 του νόμου περί εγκληματολογικών ερευνών.
Δεν υπάρχει ειδική μέθοδος για την αποζημίωση των πραγματογνωμόνων. Στις περισσότερες περιπτώσεις, απαιτείται από τους πραγματογνώμονες να υποβάλουν προσφορά πριν από τον διορισμό τους. Το δικονομικό δίκαιο προβλέπει επίσης την επιστροφή των εξόδων του πραγματογνώμονα.
Οι δαπάνες των ερευνών περιλαμβάνουν το σύνολο των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών που προέκυψαν από την εμπλοκή πραγματογνωμόνων ή φορέων με υπεργολαβία. Τα έξοδα εξωδικαστικών διαδικασιών πραγματογνωμοσύνης μπορούν να συμπεριληφθούν στο διαδικαστικό κόστος.
Οι πραγματογνώμονες μπορούν να λαμβάνουν προκαταβολή επί των εξόδων.
IV. Ευθύνη των πραγματογνωμόνων
Οι πραγματογνώμονες οφείλουν να ενημερώνουν κάθε μέρος που συμμετέχει στη διαδικασία σχετικά με την έναρξη της έρευνας. Η εκ προθέσεως υποβολή ψευδούς πραγματογνωμοσύνης συνιστά ποινικό αδίκημα σύμφωνα με το άρθρο 321 του Ποινικού Κώδικα.
Οι πραγματογνώμονες ευθύνονται βάσει των γενικών διατάξεων περί συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης. Επιπλέον, υπάρχει ειδική διάταξη του ποινικού δικαίου που αφορά την ευθύνη των πραγματογνωμόνων: Ψευδής κατηγορία: (1) H εν γνώσει υποβολή ψευδών κατηγοριών σχετικά με την τέλεση αξιόποινης πράξης από άλλο πρόσωπο τιμωρείται με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση έως ένα έτος. (2) Η ίδια πράξη, αν περιλαμβάνει απατηλή κατασκευή αποδεικτικών μέσων, τιμωρείται με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση έως πέντε έτη.
Οι πραγματογνώμονες δεν υποχρεούνται να συνάπτουν σύμβαση ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης για την κάλυψη της ευθύνης τους.
V. Περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τις διαδικασίες πραγματογνωμοσύνης
Νομικές διατάξεις σχετικά με τις διαδικασίες πραγματογνωμοσύνης στην Εσθονία διατίθενται στη διεύθυνση:
- Riigi Teataja
- Κώδικας Ποινικής Δικονομίας
- Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας
- Νόμος περί εγκληματολογικών ερευνών
Δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ του διορισμού πραγματογνωμόνων σε αστικές ή διοικητικές διαδικασίες. Στις ποινικές διαδικασίες διορίζεται δικαστικός πραγματογνώμονας κατόπιν αιτήματος προς το EFSI για να συνδράμει τον εισαγγελέα και το δικαστήριο, εφόσον είναι αναγκαίο.
Ο τίτλος του πραγματογνώμονα δεν προστατεύεται στην Εσθονία. Σε πάνω από το 70 % των ποινικών υποθέσεων, το 30 % των αστικών διαδικασιών και το 10 % των διοικητικών διαδικασιών διορίζονται πραγματογνώμονες.
V.1 Διορισμός πραγματογνωμόνων
Οι πραγματογνώμονες μπορούν να διορίζονται από το δικαστήριο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, από τα μέρη. Πραγματογνώμονες μπορούν επίσης να διοριστούν για τους σκοπούς προκαταρκτικής ή προδικαστικής διαδικασίας. Δεν υπάρχει υποχρέωση διορισμού πραγματογνώμονα εγγεγραμμένου σε έναν από τους καταλόγους. Στις ποινικές διαδικασίες, κατά το στάδιο της προδικασίας, μπορεί να διοριστεί πραγματογνώμονας από την αστυνομία (ανακριτική αρχή) ή από εισαγγελέα.
Εάν τα μέρη δεν διορίσουν πραγματογνώμονα ή δεν καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με το πρόσωπο που θα διοριστεί ή σε περίπτωση που έχει συνταχθεί έκθεση πραγματογνωμοσύνης πριν από τη δίκη, το δικαστήριο μπορεί να διορίσει πραγματογνώμονα. Σε υποθέσεις αστικού δικαίου, οι διάδικοι πρέπει να καταβάλουν προκαταβολή για τα έξοδα πραγματογνωμοσύνης πριν από τον διορισμό του πραγματογνώμονα. Τα μέρη μπορούν να υποβάλουν τις προτάσεις τους σχετικά με το ποιος πρέπει να διορισθεί πραγματογνώμονας, αλλά οι προτάσεις αυτές δεν είναι δεσμευτικές για το δικαστήριο.
Δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές όσον αφορά τον διορισμό πραγματογνωμόνων από τα διάφορα δικαστήρια και τους διάφορους κλάδους της δικαιοσύνης.
Οι πραγματογνώμονες που διορίζονται από το δικαστήριο έχουν νομική υποχρέωση να αναφέρουν οποιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων.
V.2 Διαδικασία
Αστική Διαδικασία
Οι πραγματογνώμονες υπέχουν τη γενική υποχρέωση να εκτελούν τα καθήκοντά τους με επιμέλεια, πληρότητα και αντικειμενικότητα και να διασφαλίζουν ότι οι πραγματογνωμοσύνες τους είναι επιστημονικά έγκυρες. Αυτό ισχύει για όλα τα είδη των δικαστικών διαδικασιών.
Τα μέρη μπορούν να αμφισβητήσουν την έκθεση πραγματογνωμοσύνης με δηλώσεις τους ή με την προσκόμιση αντιπραγματογνωμοσύνης.
Το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τη γνωμοδότηση του πραγματογνώμονα. Το δικαστήριο μπορεί να ακολουθήσει τη γνωμοδότηση του πραγματογνώμονα, έστω και αν ένας εκ των διαδίκων την έχει αμφισβητήσει κατά τη διάρκεια της δίκης.
Ακόμη και στην περίπτωση αυτή, δεδομένου ότι η πραγματογνωμοσύνη αποτελεί ένα μόνο αποδεικτικό μέσο μεταξύ άλλων, το δικαστήριο θα εξετάσει την αποδεικτική ισχύ της πραγματογνωμοσύνης σε σχέση με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα.
Δεν προβλέπεται διαδικασία κατά την οποία οι πραγματογνώμονες συναντώνται πριν από τη δίκη ή εξετάζονται κατ’ αντιπαράσταση.
Οι πραγματογνώμονες επιτρέπεται να έλθουν σε επαφή με τους διαδίκους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, εάν χρειάζονται περισσότερες πληροφορίες.
1. Έκθεση πραγματογνωμοσύνης
Στην Εσθονία οι εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης μπορούν να υποβάλλονται γραπτά και ενίοτε προφορικά. Οι πραγματογνώμονες δεν υποχρεούνται να ακολουθούν ορισμένη δομή κατά την υποβολή της έκθεσής τους, με την εξαίρεση της ποινικής διαδικασίας.
Οι πραγματογνώμονες οφείλουν να απαντούν στα επιχειρήματα των μερών στην τελική έκθεση. Όταν τα μέρη ζητούν συμπληρωματική έκθεση λόγω ζητημάτων στην αρχική έκθεση, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη σύνταξη συμπληρωματικής έκθεσης. Σε περίπτωση ασάφειας, αντιφατικότητας ή ανεπάρκειας της πραγματογνωμοσύνης που δεν μπορεί να εξαλειφθεί με συμπληρωματικά ερωτήματα, το δικαστήριο έχει το δικαίωμα να διατάξει άλλη έρευνα. Η επανέρευνα διενεργείται από τον ίδιο ή από άλλο πραγματογνώμονα.
2. Ακροαματική διαδικασία
Οι πραγματογνώμονες δεν παρίστανται σε τυχόν προκαταρκτικές ακροάσεις, αλλά καλούνται στις ακροάσεις για να απαντήσουν σε ερωτήσεις του δικαστηρίου ή των διαδίκων. Αποτελεί συνήθη πρακτική να εξετάζονται οι πραγματογνώμονες κατ’ αντιπαράσταση. Μπορεί να γίνει ακρόαση των πραγματογνωμόνων μέσω τηλεφωνικής διάσκεψης, εάν τα μέρη συμφωνήσουν σχετικά πριν από την ακρόαση.
Οι πληροφορίες που παρουσιάζονται στην παρούσα ενότητα συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο του έργου «Εξεύρεση πραγματογνώμονα» από σημεία επαφής ανά χώρα που επιλέχθηκαν από το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Εμπειρογνωσίας και Εμπειρογνωμόνων (European Expertise & Experts Institute – EEEI).
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται το εκάστοτε κράτος μέλος. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη όσον αφορά τις πληροφορίες ή τα στοιχεία που περιλαμβάνονται ή για τα οποία γίνεται λόγος στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.