Η πρωτότυπη γλωσσική έκδοση εσθονικά αυτής της σελίδας τροποποιήθηκε πρόσφατα. Η γλωσσική έκδοση που βλέπετε τώρα βρίσκεται στο στάδιο της μετάφρασης.
Υπάρχει ήδη μετάφραση στις ακόλουθες γλώσσες: αγγλικά
Swipe to change

Αφερεγγυότητα/πτώχευση

Εσθονία
Περιεχόμενο που παρέχεται από
European Judicial Network
Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο (για αστικές και εμπορικές υποθέσεις)

Η εσθονική νομοθεσία προβλέπει τρεις διαφορετικές διαδικασίες αφερεγγυότητας: την πτωχευτική διαδικασία, τη διαδικασία αναδιοργάνωσης και τη διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους. Η πτωχευτική διαδικασία διέπεται από τον πτωχευτικό νόμο, οι κανόνες που διέπουν την αναδιοργάνωση ορίζονται στον νόμο περί αναδιοργάνωσης και οι κανόνες για την αναδιάρθρωση χρέους καθορίζονται στον νόμο περί αναδιάρθρωσης χρέους και προστασίας των χρεών. Οι εν λόγω νόμοι διατίθενται στην εσθονική και στην αγγλική γλώσσα από την επίσημη διαδικτυακή έκδοση της Εσθονίας Riigi Teataja (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως).

Σκοπός της πτωχευτικής διαδικασίας είναι η ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών από τα στοιχεία ενεργητικού του οφειλέτη με τη μεταβίβαση των στοιχείων ενεργητικού του οφειλέτη ή την ανασυγκρότηση της εμπορικής επιχείρησης του οφειλέτη. Οι οφειλέτες που είναι φυσικά πρόσωπα έχουν την ευκαιρία να απαλλαγούν από τις οφειλές τους μέσω πτωχευτικής διαδικασίας. Στη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, εξακριβώνεται η αιτία της αφερεγγυότητας του οφειλέτη.

Σκοπός της διαδικασίας αναδιοργάνωσης είναι να ληφθούν υπόψη τα συμφέροντα και να προστατευθούν τα δικαιώματα των επιχειρήσεων, των πιστωτών και των τρίτων μερών κατά την αναδιοργάνωση μιας εμπορικής επιχείρησης. Η αναδιοργάνωση μιας εμπορικής επιχείρησης συνεπάγεται την εφαρμογή δέσμης μέτρων ώστε να μπορέσει η επιχείρηση να υπερβεί τις οικονομικές δυσκολίες, να αποκαταστήσει τη ρευστότητά της, να βελτιώσει την κερδοφορία της και να διασφαλίσει τη βιώσιμη διαχείρισή της.

Σκοπός της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους είναι να διευκολύνει την αναδιάρθρωση των χρεών φυσικού προσώπου που αντιμετωπίζει προβλήματα φερεγγυότητας (οφειλέτης), ώστε να ξεπεραστούν τα προβλήματα φερεγγυότητας και να αποφευχθεί η πτωχευτική διαδικασία. Η διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους επιτρέπει στον οφειλέτη να αναδιαρθρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις (προσωπικά χρέη) του παρατείνοντας την προθεσμία για την εκπλήρωση μιας υποχρέωσης, αποπληρώνοντας την υποχρέωση σε δόσεις ή μειώνοντας το ύψος της υποχρέωσης.

Το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 2015/848 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με τις διαδικασίες αφερεγγυότητας (αναδιατύπωση) καλύπτει την πτωχευτική διαδικασία και τη διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους.

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Βάσει του εσθονικού δικαίου, ως φυσικό πρόσωπο νοείται ο άνθρωπος, και στο δίκαιο περί αφερεγγυότητας δεν γίνεται διάκριση μεταξύ των φυσικών προσώπων ανάλογα με το αν ενεργούν ή όχι υπό εμπορική ή επαγγελματική ιδιότητα (με άλλα λόγια, δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ αυτοαπασχολούμενων και καταναλωτών). Νομικό πρόσωπο είναι μια νομική οντότητα που συστάθηκε σύμφωνα με τον νόμο. Ένα νομικό πρόσωπο μπορεί να είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Ως «νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου» νοείται κάθε νομικό πρόσωπο το οποίο συστήνεται για την εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων και βάσει νόμου ο οποίος αφορά το αντίστοιχο είδος νομικού προσώπου. Οι ομόρρυθμες εταιρείες, οι ετερόρρυθμες εταιρείες, οι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, οι ανώνυμες εταιρείες, οι εμπορικές ενώσεις, τα ιδρύματα και οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Το Δημόσιο, οι τοπικές αρχές και άλλα νομικά πρόσωπα που συστήνονται υπέρ του δημόσιου συμφέροντος και βάσει νόμου ο οποίος αφορά το εκάστοτε είδος νομικού προσώπου είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.

1. Πτωχευτική διαδικασία

Η πτωχευτική διαδικασία κινείται κατά αφερέγγυων νομικών και φυσικών προσώπων. Το Δημόσιο και οι τοπικές αρχές δεν είναι δυνατό να πτωχεύσουν.

2. Διαδικασία αναδιοργάνωσης

Η διαδικασία αναδιοργάνωσης κινείται μόνο κατά νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου.

3. Διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους

Η διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους κινείται κατά φυσικών προσώπων που αντιμετωπίζουν προβλήματα φερεγγυότητας.

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

1. Πτωχευτική διαδικασία

Πτώχευση είναι η αφερεγγυότητα οφειλέτη η οποία κηρύσσεται με δικαστική απόφαση. Συνεπώς, η πρώτη βασική προϋπόθεση για την κίνηση πτωχευτικής διαδικασίας είναι η αφερεγγυότητα του οφειλέτη.

Ένας οφειλέτης χαρακτηρίζεται αφερέγγυος εάν αδυνατεί να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των πιστωτών και εάν, λόγω της οικονομικής κατάστασης του οφειλέτη, αυτή η αδυναμία δεν έχει προσωρινό χαρακτήρα. Οφειλέτης που είναι νομικό πρόσωπο θεωρείται επίσης αφερέγγυος εάν τα στοιχεία ενεργητικού του οφειλέτη δεν επαρκούν για να καλύψουν τις υποχρεώσεις του και εάν, λόγω της οικονομικής κατάστασης του οφειλέτη, αυτή η ανεπάρκεια δεν έχει προσωρινό χαρακτήρα. Αν ο οφειλέτης υποβάλει αίτηση πτώχευσης, το δικαστήριο κηρύσσει πτώχευση και σε περίπτωση πιθανής αφερεγγυότητας στο μέλλον. Αν ο οφειλέτης υποβάλει αίτηση πτώχευσης, θεωρείται ότι ο οφειλέτης είναι αφερέγγυος.

Η δεύτερη βασική προϋπόθεση για την κίνηση πτωχευτικής διαδικασίας είναι η υποβολή αίτησης πτώχευσης, η οποία μπορεί να γίνει είτε από τον οφειλέτη είτε από πιστωτή. Επιπλέον, σε περίπτωση θανάτου του οφειλέτη, αίτηση πτώχευσης σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη μπορεί επίσης να κατατεθεί από διάδοχο του οφειλέτη, από τον εκτελεστή της διαθήκης του οφειλέτη ή από τον διαχειριστή της περιουσίας του οφειλέτη. Στην περίπτωση αυτή, ισχύουν για την αίτηση πτώχευσης οι διατάξεις που διέπουν τις αιτήσεις πτώχευσης που υποβάλλονται από οφειλέτες. Στις περιπτώσεις που προβλέπονται από το νόμο, αιτήσεις πτώχευσης είναι δυνατόν να υποβληθούν και από άλλα πρόσωπα, οπότε για τα πρόσωπα αυτά εφαρμόζονται οι διατάξεις που αφορούν τους πιστωτές, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από το νόμο.

Αν η αίτηση πτώχευσης υποβληθεί από τον οφειλέτη, ο οφειλέτης πρέπει να τεκμηριώσει την αφερεγγυότητά του στην αίτηση πτώχευσης. Αν η αίτηση πτώχευσης υποβληθεί από πιστωτή, ο πιστωτής πρέπει να τεκμηριώσει την αφερεγγυότητα του οφειλέτη και να αποδείξει την ύπαρξη της απαίτησης στην αίτηση πτώχευσης.

Το δικαστήριο μπορεί να ζητήσει από τον αιτούντα πιστωτή να καταβάλει το χρηματικό ποσό που ορίζεται από το δικαστήριο ως προκαταβολή δικαστικών εξόδων ώστε να καλυφθούν η αμοιβή και τα έξοδα του προσωρινού συνδίκου, εάν θεωρείται δικαιολογημένα ότι η πτωχευτική περιουσία δεν επαρκεί για την κάλυψή τους. Αν ο πιστωτής δεν καταβάλει την προκαταβολή, η διαδικασία περατώνεται. Αν οι αιτούντες πιστωτές είναι υπάλληλοι αφερέγγυου εργοδότη οι οποίοι δεν καταβάλλουν το ποσό που έχει οριστεί ως προκαταβολή για να συνεχιστεί η πτωχευτική διαδικασία, δικαιούνται να υποβάλουν αίτηση για επίδομα αφερεγγυότητας από το κράτος [μέσω του Eesti Töötukassa (του Εσθονικού Ταμείου Ασφάλισης Ανεργίας)].

Το δικαστήριο αρνείται να κάνει δεκτή την αίτηση πτώχευσης του πιστωτή αν η αίτηση πτώχευσης δεν αποδεικνύει την ύπαρξη απαίτησης του αιτούντα κατά του οφειλέτη, αν η αίτηση πτώχευσης δεν τεκμηριώνει την αφερεγγυότητα του οφειλέτη ή αν η αίτηση πτώχευσης βασίζεται σε απαίτηση η οποία έχει ενταχθεί σε σχέδιο αναδιοργάνωσης ή σχέδιο αναδιάρθρωσης χρέους. Το δικαστήριο αρνείται επίσης να κάνει δεκτή μια αίτηση πτώχευσης εάν συντρέχουν άλλοι λόγοι οι οποίοι προβλέπονται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

Πριν από την κήρυξη πτώχευσης και την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, διεξάγεται η λεγόμενη προκαταρκτική διαδικασία. Αν το δικαστήριο αποφασίσει να κάνει δεκτή μια αίτηση πτώχευσης, διορίζει προσωρινό σύνδικο. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να αρνηθεί να διορίσει προσωρινό σύνδικο, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη, και να κηρύξει τον οφειλέτη σε πτώχευση. Εάν το δικαστήριο δεν διορίσει προσωρινό σύνδικο, η διαδικασία δεν συνεχίζεται στη βάση της αίτησης πτώχευσης και η διαδικασία περατώνεται. Ο προσωρινός σύνδικος καθορίζει τα στοιχεία ενεργητικού του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων του οφειλέτη και των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης που αφορούν στοιχεία ενεργητικού του οφειλέτη, και εξακριβώνει εάν επαρκούν για να καλύψουν το κόστος της πτωχευτικής διαδικασίας. Ο προσωρινός σύνδικος διενεργεί εκτίμηση της οικονομικής κατάστασης και της φερεγγυότητας του οφειλέτη καθώς και των προοπτικών για συνέχιση των δραστηριοτήτων της εμπορικής επιχείρησης του οφειλέτη και, αν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο, για ανασυγκρότηση του οφειλέτη, εγγυάται τη διατήρηση των στοιχείων ενεργητικού του οφειλέτη κ.λπ. Οι δραστηριότητες του προσωρινού συνδίκου πρέπει να καταδείξουν αν η αίτηση πτώχευσης πρέπει να γίνει δεκτή ή να απορριφθεί.

Το δικαστήριο αποφασίζει παύση των εργασιών της πτώχευσης χωρίς κήρυξη πτώχευσης, ανεξαρτήτως της αφερεγγυότητας του οφειλέτη, εάν τα στοιχεία ενεργητικού του οφειλέτη δεν επαρκούν για την κάλυψη του κόστους της πτωχευτικής διαδικασίας και αν δεν είναι δυνατή η ανάκτηση ή η επιστροφή των στοιχείων ενεργητικού ή η έγερση απαίτησης κατά μέλους οργάνου της διοίκησης.

Το δικαστήριο κηρύσσει την πτώχευση με απόφασή του (απόφαση για κήρυξη πτώχευσης). Μια απόφαση για κήρυξη πτώχευσης πρέπει να ορίζει τον χρόνο κήρυξης της πτώχευσης. Η πτωχευτική διαδικασία αρχίζει με την κήρυξη της πτώχευσης.

Όταν το δικαστήριο κηρύσσει πτώχευση, δημοσιεύει αμέσως σχετική ανακοίνωση (ανακοίνωση πτώχευσης) στην επίσημη έκδοση Ametlikud Teadaanded (Επίσημες Ανακοινώσεις).

Οι αποφάσεις για κήρυξη πτώχευσης είναι άμεσα εκτελεστές. Η εκτέλεση απόφασης για κήρυξη πτώχευσης δεν μπορεί να ανασταλεί ή να αναβληθεί, και ο τρόπος ή η διαδικασία που προβλέπεται από τον νόμο για την εκτέλεση της απόφασης για κήρυξη πτώχευσης δεν μπορεί να αλλάξει. Εάν ανώτερο δικαστήριο ακυρώσει απόφαση για κήρυξη πτώχευσης, αυτό δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των νομικών πράξεων που συνάπτονται από ή σε σχέση με τον σύνδικο. Ο οφειλέτης και ο αιτών πιστωτής μπορούν να ασκήσουν εφέσεις κατά της απόφασης για κήρυξη πτώχευσης εντός 15 ημερών από τη δημοσίευση της ανακοίνωσης πτώχευσης. Ο οφειλέτης και ο αιτών την πτώχευση μπορούν να προσφύγουν στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά της απόφασης που εκδίδει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επί της έφεσης κατά της απόφασης. Ο σύνδικος δεν δύναται να ασκήσει έφεση εξ ονόματος του οφειλέτη ούτε να εκπροσωπήσει τον οφειλέτη στην ακρόαση έφεσης.

Ανακοινώσεις ή διαδικαστικά έγγραφα προς δημοσίευση στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας πρέπει να δημοσιεύονται στο Ametlikud Teadaanded. Το δικαστήριο δύναται να δημοσιεύσει ανακοίνωση σχετικά με τον χρόνο και τον τόπο της εξέτασης μιας αίτησης πτώχευσης στο Ametlikud Teadaanded. Η ανακοίνωση απόφασης με την οποία κηρύσσεται η πτώχευση οφειλέτη (ανακοίνωση πτώχευσης) δημοσιεύεται αμέσως από το δικαστήριο στο Ametlikud Teadaanded.

2. Διαδικασία αναδιοργάνωσης

Για να κινηθεί διαδικασία αναδιοργάνωσης για εμπορική επιχείρηση, η επιχείρηση υποβάλλει τη σχετική αίτηση.

Το δικαστήριο κινεί διαδικασία αναδιοργάνωσης αν η αίτηση αναδιοργάνωσης πληροί τις απαιτήσεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και του νόμου περί αναδιοργάνωσης και αν η επιχείρηση έχει τεκμηριώσει με επιχειρήματα ότι:

  1. είναι πιθανό να καταστεί αφερέγγυα στο μέλλον
  2. η εμπορική επιχείρηση χρήζει αναδιοργάνωσης
  3. υπάρχει πιθανότητα βιώσιμης διαχείρισης της εμπορικής επιχείρησης μετά την αναδιοργάνωση.

Δεν κινείται διαδικασία αναδιοργάνωσης εάν:

  1. έχει κινηθεί πτωχευτική διαδικασία κατά της επιχείρησης
  2. έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση για υποχρεωτική διάλυση της επιχείρησης ή εκτελείται συμπληρωματική εκκαθάριση
  3. έχει μεσολαβήσει διάστημα μικρότερο των δύο ετών από την περάτωση διαδικασίας αναδιοργάνωσης σε σχέση με την επιχείρηση.

Αν μια επιχείρηση ζητήσει την αναδιοργάνωση εμπορικής επιχείρησης, το δικαστήριο μπορεί επίσης να αρνηθεί να κάνει δεκτή την αίτηση εάν η επιχείρηση δεν έχει τεκμηριώσει με επιχειρήματα ότι η εμπορική επιχείρηση έχει ανάγκη αναδιοργάνωσης και ότι υπάρχει πιθανότητα βιώσιμης διαχείρισης της επιχείρησης μετά την αναδιοργάνωση.

Το δικαστήριο κινεί τη διαδικασία αναδιοργάνωσης μέσω απόφασης αναδιοργάνωσης εντός επτά ημερών από την παραλαβή της αίτησης αναδιοργάνωσης.

Η απόφαση αναδιοργάνωσης περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα στοιχεία:

  1. τα στοιχεία του προσώπου που ορίστηκε ως σύμβουλος αναδιοργάνωσης
  2. την προθεσμία για την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης
  3. την προθεσμία εντός της οποίας το σχέδιο αναδιοργάνωσης πρέπει να υποβληθεί στο δικαστήριο για έγκριση (η εν λόγω προθεσμία δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 60 ημέρες)
  4. το ποσό που πρέπει να καταβάλει η επιχείρηση στον καθορισμένο λογαριασμό ως προκαταβολή για την κάλυψη της αμοιβής και των εξόδων του συμβούλου αναδιοργάνωσης, καθώς και την προθεσμία εντός της οποίας η επιχείρηση πρέπει να καταβάλει το ποσό αυτό.

Τα αποτελέσματα της κίνησης της διαδικασίας αναδιοργάνωσης είναι τα ακόλουθα:

  1. το δικαστήριο αναστέλλει διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που διεξάγονται σε σχέση με τα στοιχεία ενεργητικού της επιχείρησης έως την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης ή την περάτωση της διαδικασίας αναδιοργάνωσης, με εξαίρεση την περίπτωση διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση απαίτησης που γεννήθηκε στο πλαίσιο σχέσης απασχόλησης ή απαίτησης για πληρωμή διατροφής
  2. ο υπολογισμός τόκων υπερημερίας ή συμβατικής ποινής που προσαυξάνεται στο πέρασμα του χρόνου επί απαίτησης κατά της επιχείρησης αναστέλλεται έως την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης
  3. το δικαστήριο που εξετάζει την υπόθεση δύναται, κατόπιν αίτησης από επιχείρηση και με την έγκριση του συμβούλου αναδιοργάνωσης, η οποία επισυνάπτεται στην αίτηση, να αναστείλει δικαστική διαδικασία με αντικείμενο χρηματοπιστωτική απαίτηση κατά της επιχείρησης έως την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης ή την περάτωση της διαδικασίας αναδιοργάνωσης, με εξαίρεση την περίπτωση απαίτησης που εγείρεται στο πλαίσιο σχέσης απασχόλησης ή απαίτησης για πληρωμή διατροφής η οποία εκκρεμεί στο δικαστήριο
  4. στη βάση αίτησης πτώχευσης που υποβάλλεται από πιστωτή, το δικαστήριο μεταθέτει χρονικά την απόφαση σχετικά με την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας έως την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης ή την περάτωση της διαδικασίας αναδιοργάνωσης.

Αν το δικαστήριο αποφάσισε να κινήσει διαδικασία αναδιοργάνωσης και εξέδωσε απόφαση αναδιοργάνωσης, ο σύμβουλος αναδιοργάνωσης αποστέλλει αμέσως στους πιστωτές ανακοίνωση αναδιοργάνωσης με την οποία τους ενημερώνει για την έναρξη της διαδικασίας αναδιοργάνωσης και για το ύψος των απαιτήσεών τους κατά της επιχείρησης σύμφωνα με τον κατάλογο χρεών.

3. Διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους

Η διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους παρέχει στους οφειλέτες τη δυνατότητα να αναδιαρθρώσουν τις οικονομικές υποχρεώσεις τους. Ένας οφειλέτης θεωρείται ότι έχει προβλήματα φερεγγυότητας αν δεν είναι σε θέση ή αν είναι πιθανό να μην είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του όταν αυτές καταστούν ληξιπρόθεσμες.

Για να κινηθεί διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους, κατατίθεται από οφειλέτη σχετική αίτηση σε δικαστήριο, η οποία πρέπει να συνοδεύεται, μεταξύ άλλων, από σχέδιο αναδιάρθρωσης χρέους όπου προσδιορίζονται οι προς αναδιάρθρωση υποχρεώσεις και ο τρόπος αναδιάρθρωσης καθώς και η προθεσμία εφαρμογής του σχεδίου αναδιάρθρωσης. Πριν από την κατάθεση αίτησης αναδιάρθρωσης χρέους σε δικαστήριο, ο οφειλέτης πρέπει να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες για εξωδικαστική αναδιάρθρωση του χρέους.

Το δικαστήριο κάνει δεκτή αίτηση αναδιάρθρωσης χρέους εάν αυτή πληροί τις απαιτήσεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και του νόμου περί αναδιάρθρωσης χρέους και προστασίας των χρεών. Η απόφαση σχετικά με την αποδοχή αίτησης διαβιβάζεται στον οφειλέτη και σε όλους τους πιστωτές των οποίων τις απαιτήσεις επιδιώκει να αναδιαρθρώσει ο οφειλέτης. Η απόφαση δημοσιεύεται επίσης στο Ametlikud Teadaanded.

Το δικαστήριο δεν κάνει δεκτή αίτηση αναδιάρθρωσης χρέους εάν:

  1. ο οφειλέτης έχει κηρυχθεί σε πτώχευση
  2. στη διάρκεια της δεκαετίας που προηγήθηκε της κατάθεσης της αίτησης το δικαστήριο έκανε δεκτή αίτηση αναδιάρθρωσης χρέους του οφειλέτη ή αίτηση του οφειλέτη για απαλλαγή από χρέη σε πτωχευτική διαδικασία
  3. ο οφειλέτης δεν αντιμετωπίζει προβλήματα φερεγγυότητας ή είναι σαφές ότι τα εν λόγω προβλήματα μπορούν να ξεπεραστούν χωρίς αναδιάρθρωση των χρεών, μεταξύ άλλων με εκποίηση των στοιχείων ενεργητικού του οφειλέτη για την κάλυψη των χρεών του σε έναν βαθμό που θα μπορούσε εύλογα να αναμένεται από τον οφειλέτη
  4. η αίτηση ή τα συνημμένα αυτής δεν πληρούν τις νόμιμες απαιτήσεις.

Το δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να κάνει δεκτή αίτηση αναδιάρθρωσης χρέους εάν:

  1. είναι απίθανο να εγκριθεί ή να τηρηθεί το σχέδιο αναδιάρθρωσης χρέους που προτείνεται από τον οφειλέτη, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τη φερεγγυότητα του οφειλέτη κατά την τριετία που προηγήθηκε της υποβολής της αίτησης αναδιάρθρωσης χρέους και την ικανότητα του οφειλέτη να ασκήσει ευλόγως κερδοφόρα δραστηριότητα κατά τη διάρκεια ισχύος του σχεδίου αναδιάρθρωσης χρέους, και συνεκτιμώντας την ηλικία, το επάγγελμα και την εκπαίδευση του οφειλέτη
  2. πριν από την κατάθεση της αίτησης αναδιάρθρωσης χρέους στο δικαστήριο, ο οφειλέτης δεν προέβη στις αναγκαίες ενέργειες για εξωδικαστική αναδιάρθρωση του χρέους
  3. ο οφειλέτης, σκοπίμως ή λόγω βαριάς αμέλειας, προσκόμισε ουσιωδώς εσφαλμένες ή ελλιπείς πληροφορίες σχετικά με τα στοιχεία ενεργητικού, τα εισοδήματα, τους πιστωτές ή τις υποχρεώσεις του
  4. ο οφειλέτης αρνείται να βεβαιώσει ενόρκως το αληθές των πληροφοριών που υπέβαλε ή να προσκομίσει πρόσθετες πληροφορίες τις οποίες ζήτησε το δικαστήριο
  5. ο οφειλέτης έχει καταδικαστεί για αδίκημα σε σχέση με πτωχευτική διαδικασία ή διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, για φορολογικό αδίκημα ή για συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα όσον αφορά εταιρείες, και τα στοιχεία που αφορούν την καταδίκη δεν έχουν διαγραφεί από τη βάση δεδομένων ποινικού μητρώου
  6. κατά την τριετία που προηγήθηκε της υποβολής της αίτησης ή μετά την υποβολή της αίτησης, ο οφειλέτης, σκοπίμως ή λόγω βαριάς αμέλειας, προσκόμισε ουσιωδώς εσφαλμένες ή ελλιπείς πληροφορίες σχετικά με την οικονομική κατάστασή του με σκοπό να εξασφαλίσει ενίσχυση ή άλλες παροχές από το Δημόσιο, την τοπική αυτοδιοίκηση ή κάποιο ίδρυμα ή με σκοπό να φοροδιαφύγει
  7. είναι καταφανές ότι ο οφειλέτης έχει συνάψει σκοπίμως συναλλαγές οι οποίες προκαλούν βλάβη στους πιστωτές.

Αν το δικαστήριο αποφασίσει, αποφαινόμενο για την αίτηση του οφειλέτη, ότι πρέπει να κινηθεί διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους, το δικαστήριο διαβιβάζει την απόφαση σχετικά με την αποδοχή της αίτησης στον οφειλέτη και σε όλους τους πιστωτές των οποίων τις απαιτήσεις επιδιώκει να αναδιαρθρώσει ο οφειλέτης. Η απόφαση δημοσιεύεται επίσης στο Ametlikud Teadaanded.

Αν η αίτηση αναδιάρθρωσης χρέους γίνει δεκτή, ο υπολογισμός τόκων υπερημερίας ή συμβατικής ποινής που προσαυξάνεται στο πέρασμα του χρόνου επί απαίτησης κατά του οφειλέτη αναστέλλεται έως την έγκριση του σχεδίου αναδιάρθρωσης ή την περάτωση της διαδικασίας. Αυτό δεν ισχύει για τις απαιτήσεις των οποίων την αναδιάρθρωση επιδιώκει ο οφειλέτης. Εάν μια αίτηση γίνει δεκτή, ένας πιστωτής δεν μπορεί, στηριζόμενος σε αθέτηση οικονομικής υποχρέωσης η οποία έλαβε χώρα πριν από την υποβολή της αίτησης αναδιάρθρωσης χρέους, να καταγγείλει σύμβαση που συνάφθηκε με τον οφειλέτη και γεννά τις απαιτήσεις των οποίων την αναδιάρθρωση επιδιώκει ο οφειλέτης, ή να αρνηθεί, με αυτή την αιτιολογία, την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Συμφωνία βάσει της οποίας πιστωτής μπορεί να προχωρήσει σε καταγγελία σύμβασης εάν υποβληθεί αίτηση αναδιάρθρωσης χρέους ή εάν εγκριθεί σχέδιο αναδιάρθρωσης χρέους είναι άκυρη. Όταν μια αίτηση γίνεται δεκτή, το δικαστήριο αναστέλλει τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης η οποία διεξάγεται σε σχέση με στοιχεία ενεργητικού του οφειλέτη με σκοπό την είσπραξη χρηματικών ποσών έως την έγκριση του σχεδίου αναδιάρθρωσης ή την περάτωση της διαδικασίας. Το δικαστήριο δύναται επίσης να αναστείλει δικαστική διαδικασία με αντικείμενο χρηματοπιστωτική απαίτηση κατά του οφειλέτη επί της οποίας εκκρεμεί δικαστική απόφαση να ακυρώσει μέτρα για την εξασφάλιση αγωγής, συμπεριλαμβανομένης της κατάσχεσης τραπεζικών λογαριασμών και να απαγορεύσει στους πιστωτές να ασκήσουν τα δικαιώματα που απορρέουν από την πρόσθετη ασφάλεια την οποία παρέσχε ο οφειλέτης, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων από την εκποίηση ή την αίτηση για εκποίηση του αντικειμένου του ενεχύρου

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Με την κήρυξη της πτώχευσης, τα στοιχεία ενεργητικού του οφειλέτη συνιστούν την πτωχευτική περιουσία και το δικαίωμα του οφειλέτη να διαχειρίζεται και να διαθέτει την πτωχευτική περιουσία μεταβιβάζεται στον σύνδικο πτώχευσης.

Τα στοιχεία ενεργητικού του οφειλέτη συνιστούν την πτωχευτική περιουσία βάσει απόφασης για κήρυξη πτώχευσης και χρησιμοποιούνται ως στοιχεία ενεργητικού τα οποία προορίζονται για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών και τη διεξαγωγή της πτωχευτικής διαδικασίας. Ως πτωχευτική περιουσία νοούνται τα στοιχεία ενεργητικού του οφειλέτη κατά τον χρόνο κήρυξης της πτώχευσης, καθώς και τα στοιχεία ενεργητικού που επιστρέφονται ή ανακτώνται και τα στοιχεία ενεργητικού που αποκτώνται από τον οφειλέτη στη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας. Στοιχεία ενεργητικού του οφειλέτη κατά των οποίων δεν είναι δυνατό, βάσει του νόμου, να εγερθεί απαίτηση για πληρωμή δεν περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία.

Στοιχεία ενεργητικού κατά των οποίων δεν είναι δυνατό, βάσει του νόμου, να εγερθεί απαίτηση για πληρωμή διέπονται από τον Κώδικα Διαδικασίας Αναγκαστικής Εκτέλεσης. Ο νόμος ορίζει έναν μη εξαντλητικό κατάλογο αντικειμένων που δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κατάσχεσης. Βασικός σκοπός του καταλόγου αντικειμένων που δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κατάσχεσης είναι να διασφαλιστεί μια ελάχιστη κοινωνική προστασία για τον οφειλέτη. Η απαγόρευση εκποίησης στοιχείων ενεργητικού που δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κατάσχεσης εκπορεύεται επίσης από την ανάγκη προστασίας άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως είναι: το δικαίωμα του καθενός να επιλέγει ελεύθερα τον τομέα δραστηριότητας, το επάγγελμα και τη θέση του, το δικαίωμα άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας, το δικαίωμα στην εκπαίδευση, η θρησκευτική ελευθερία, η προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής κ.λπ. Επιπροσθέτως, η κατάσχεση ορισμένων αντικειμένων αντιβαίνει στις γενικά αποδεκτές αρχές ηθικής.

Σύμφωνα με την εσθονική νομοθεσία, εφαρμόζονται επίσης περιορισμοί στη κατάσχεση εισοδημάτων, με βασικό σκοπό να διασφαλίζεται ότι ο οφειλέτης διαθέτει τα ελάχιστα μέσα βιοπορισμού που είναι αναγκαία για τον ίδιο και τα προστατευόμενα μέλη του σύμφωνα με τους όρους της διαδικασίας που διεξάγεται σε σχέση με τον οφειλέτη.

Μετά την κήρυξη πτώχευσης, κάθε διάθεση στοιχείων ενεργητικού από τον οφειλέτη όσον αφορά αντικείμενα τα οποία αποτελούν μέρος της πτωχευτικής περιουσίας είναι άκυρη. Τα στοιχεία ενεργητικού που μεταβιβάζονται από τον αντισυμβαλλόμενο μετά από πράξη διάθεσης επιστρέφονται στον συμβαλλόμενο εφόσον τα στοιχεία ενεργητικού παραμένουν στην πτωχευτική περιουσία, ή χορηγείται αποζημίωση αν η πτωχευτική περιουσία αυξήθηκε ως αποτέλεσμα της μεταβίβασης. Αν ο οφειλέτης προχώρησε σε διάθεση των μελλοντικών απαιτήσεών του πριν από την κήρυξη πτώχευσης, η διάθεση καθίσταται άκυρη όταν κηρύσσεται η πτώχευση όσον αφορά τις απαιτήσεις που γεννώνται μετά την κήρυξη της πτώχευσης. Οφειλέτες που είναι φυσικά πρόσωπα δύνανται να διαθέτουν την πτωχευτική περιουσία με τη συναίνεση του συνδίκου. Η διάθεση στοιχείων ενεργητικού χωρίς τη συναίνεση του συνδίκου είναι άκυρη.

Μετά την κήρυξη πτώχευσης, η εκπλήρωση υποχρέωσης που περιλαμβάνεται στην πτωχευτική περιουσία και είναι οφειλόμενη στον οφειλέτη μπορεί να γίνει δεκτή μόνον από τον σύνδικο. Αν η υποχρέωση εκπληρώθηκε προς όφελος του οφειλέτη, η υποχρέωση θεωρείται εκπληρωθείσα μόνο αν τα στοιχεία ενεργητικού που μεταβιβάστηκαν για την εκπλήρωση της υποχρέωσης παραμένουν στην πτωχευτική περιουσία ή εάν η πτωχευτική περιουσία αυξήθηκε ως αποτέλεσμα της μεταβίβασης. Αν η υποχρέωση εκπληρώθηκε προς όφελος του οφειλέτη πριν από τη δημοσίευση της ανακοίνωσης πτώχευσης, η υποχρέωση θεωρείται εκπληρωθείσα αν το πρόσωπο που εκπλήρωσε την υποχρέωση δεν είχε και δεν όφειλε να έχει γνώση της κήρυξης πτώχευσης όταν εκπλήρωνε την υποχρέωση.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

Με την κήρυξη της πτώχευσης, οι οφειλέτες που είναι φυσικά πρόσωπα εκπίπτουν του δικαιώματός τους να συνάπτουν συναλλαγές σε σχέση με την πτωχευτική περιουσία, ενώ οι οφειλέτες που είναι νομικά πρόσωπα εκπίπτουν του δικαιώματός τους να συνάπτουν οποιαδήποτε συναλλαγή.

Ο οφειλέτης παρέχει στο δικαστήριο, τον σύνδικο και την πτωχευτική επιτροπή τις πληροφορίες που χρειάζονται σε σχέση με την πτωχευτική διαδικασία, ιδίως όσον αφορά τα στοιχεία ενεργητικού του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεών του, και τις επιχειρηματικές ή επαγγελματικές του δραστηριότητες. Ο οφειλέτης υποχρεούται να παράσχει στον σύνδικο ισολογισμό και απογραφή των στοιχείων ενεργητικού του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένου και του παθητικού, κατά την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης.

Το δικαστήριο μπορεί να ζητήσει από τον οφειλέτη να βεβαιώσει ενόρκως ότι οι πληροφορίες που υποβλήθηκαν στο δικαστήριο σε σχέση με τα στοιχεία ενεργητικού, τα χρέη και τις επιχειρηματικές ή επαγγελματικές δραστηριότητές του είναι ορθές εξ όσων γνωρίζει ο οφειλέτης.

Ο οφειλέτης οφείλει να παρέχει τη συνδρομή του στον προσωρινό σύνδικο και στον σύνδικο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Ο οφειλέτης δεν μπορεί να εγκαταλείψει την Εσθονία χωρίς την άδεια του δικαστηρίου μετά την κήρυξη της πτώχευσης και πριν προβεί σε ένορκη βεβαίωση.

Το δικαστήριο δύναται να επιβάλει πρόστιμο, υποχρέωση εμφάνισης στις αρχές ή σύλληψη του οφειλέτη σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με δικαστική διαταγή ή προκειμένου να διασφαλιστεί η εκπλήρωση υποχρέωσης που προβλέπεται από τον νόμο.

Ο οφειλέτης έχει δικαίωμα να εξετάσει τον φάκελο του συνδίκου και τον δικαστικό φάκελο της πτώχευσης. Ο σύνδικος δύναται να αρνηθεί αίτημα του οφειλέτη για εξέταση εγγράφου το οποίο περιλαμβάνεται στον φάκελο του συνδίκου, τεκμηριώνοντας δεόντως την άρνησή του, εάν αυτό θα έβλαπτε τη διεξαγωγή της πτωχευτικής διαδικασίας.

Σύνδικος πτώχευσης

  • Ο σύνδικος πτώχευσης συνάπτει συναλλαγές που σχετίζονται με την πτωχευτική περιουσία καθώς και άλλες νομικές πράξεις. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις πράξεις του συνδίκου ανήκουν στον οφειλέτη. O σύνδικος, βάσει των καθηκόντων του, παρίσταται στο δικαστήριο ως διάδικος στις διαφορές που σχετίζονται με την πτωχευτική περιουσία αντί του οφειλέτη.
  • Με την κήρυξη της πτώχευσης, το δικαίωμα του οφειλέτη να διαχειρίζεται και να διαθέτει την πτωχευτική περιουσία μεταβιβάζεται στον σύνδικο πτώχευσης. Στις διαδικασίες πτώχευσης οφειλέτη που είναι νομικό πρόσωπο, ο σύνδικος μπορεί να συνάπτει συναλλαγές και νομικές πράξεις σε σχέση με την πτωχευτική περιουσία. Σε περίπτωση πτώχευσης οφειλέτη που είναι φυσικό πρόσωπο, ο σύνδικος μπορεί να συνάπτει συναλλαγές και νομικές πράξεις σε σχέση με την πτωχευτική περιουσία μόνο στον βαθμό που κρίνονται αναγκαίες για την επίτευξη του σκοπού της πτωχευτικής διαδικασίας και για την άσκηση των καθηκόντων του συνδίκου.
  • Ο σύνδικος υπερασπίζεται τα δικαιώματα και τα συμφέροντα όλων των πιστωτών και του οφειλέτη και εγγυάται τη νομιμότητα, την ταχύτητα περάτωσης και το λογικό κόστος της πτωχευτικής διαδικασίας. Ο σύνδικος πρέπει να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του με τη μέριμνα που είναι αναμενόμενη από έναν επιμελή και έντιμο σύνδικο και να λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα όλων των πιστωτών και του οφειλέτη.
  • Ο σύνδικος καθορίζει τις απαιτήσεις των πιστωτών, διαχειρίζεται την πτωχευτική περιουσία, οργανώνει τον προσδιορισμό και την εκποίησή της καθώς και την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών από την πτωχευτική περιουσία εξακριβώνει τα αίτια της αφερεγγυότητας του οφειλέτη και τη χρονική στιγμή στην οποία τοποθετείται η αρχή της αφερεγγυότητας προβαίνει σε ενέργειες ώστε να συνεχιστεί η επιχειρηματική δραστηριότητα του οφειλέτη, κατά περίπτωση αναλαμβάνει την εκκαθάριση του οφειλέτη, όταν ο τελευταίος είναι νομικό πρόσωπο, κατά περίπτωση παρέχει πληροφορίες στους πιστωτές και στον οφειλέτη στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τον νόμο υποβάλλει εκθέσεις σχετικά με τις δραστηριότητές τους και παρέχει πληροφορίες σχετικά με την πτωχευτική διαδικασία στο δικαστήριο, στον υπάλληλο-επόπτη και στην πτωχευτική επιτροπή εκπληρώνει άλλες υποχρεώσεις βάσει του νόμου. Αν η αφερεγγυότητα του οφειλέτη προκλήθηκε λόγω σοβαρού διαχειριστικού σφάλματος, ο σύνδικος οφείλει να εγείρει απαίτηση αποζημίωσης κατά του προσώπου που ευθύνεται για το σφάλμα αμέσως μόλις τεκμηριωθεί επαρκώς το βάσιμο της απαίτησης αποζημίωσης. Εκτός από τα δικαιώματα του συνδίκου όπως προβλέπονται βάσει του νόμου, ο σύνδικος έχει επίσης τα δικαιώματα του προσωρινού συνδίκου.

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Στην Εσθονία επιτρέπονται οι συμψηφισμοί στις πτωχευτικές διαδικασίες. Ο συμψηφισμός απαιτήσεων σε πτωχευτική διαδικασία υπόκειται στις εξής προϋποθέσεις:

  1. οι απαιτήσεις προς συμψηφισμό πρέπει να είναι οικονομικές υποχρεώσεις ή άλλες υποχρεώσεις του ίδιου τύπου
  2. το δικαίωμα του πιστωτή για εκπλήρωση της υποχρέωσής του πρέπει να έχει θεμελιωθεί και η υποχρέωση του οφειλέτη πρέπει να έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη
  3. ο πιστωτής πρέπει να υποβάλει δήλωση συμψηφισμού στον οφειλέτη πριν από την υποβολή της τελικής πρότασης διανομής στο δικαστήριο, δήλωση η οποία δεν πρέπει να περιλαμβάνει αιρέσεις ή όρους
  4. το δικαίωμα του πιστωτή για συμψηφισμό της απαίτησής του με την απαίτηση του οφειλέτη πρέπει να έχει θεμελιωθεί πριν από την κήρυξη της πτώχευσης.

Αν η απαίτηση του οφειλέτη τελούσε υπό αναβλητική αίρεση ή δεν είχε λήξει ακόμη όταν κηρύχθηκε η πτώχευση ή αν δεν αφορά την εκπλήρωση υποχρεώσεων του ίδιου τύπου, η απαίτηση μπορεί να συμψηφιστεί μόνο με την πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης, τη λήξη της απαίτησης του οφειλέτη ή όταν οι υποχρεώσεις καταστούν υποχρεώσεις του ίδιου τύπου. Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός εάν επέλθει πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης όσον αφορά την απαίτηση του οφειλέτη ή λήξη της απαίτησης προτού ο πιστωτής αποκτήσει δικαίωμα συμψηφισμού της απαίτησής του.

Αν η απαίτηση πιστωτή έχει λήξει, ο πιστωτής μπορεί και πάλι να προχωρήσει σε συμψηφισμό της απαίτησης αν το δικαίωμα συμψηφισμού θεμελιώθηκε πριν από τη λήξη της απαίτησης. Οι πιστωτές μπορούν επίσης να συμψηφίζουν απαιτήσεις που απορρέουν από αδυναμία του οφειλέτη να τηρήσει σύμβαση, αδυναμία που οφείλεται στο γεγονός ότι ο σύνδικος παραιτήθηκε από την υποχρέωση του οφειλέτη μετά την κήρυξη της πτώχευσης. Αν το αντικείμενο συμβατικής υποχρέωσης είναι διαιρέσιμο και ο πιστωτής έχει εν μέρει εκπληρώσει την υποχρέωσή του πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ο πιστωτής μπορεί να προχωρήσει σε συμψηφισμό με την οικονομική υποχρέωση του οφειλέτη ο οποίος αντιστοιχεί στο μέρος της υποχρέωσης του πιστωτή που έχει εκπληρωθεί. Αν ο οφειλέτης είναι εκμισθωτής κατοικίας ή εμπορικού ακινήτου και ο μισθωτής κατοικίας ή εμπορικού ακινήτου έχει προκαταβάλει στον οφειλέτη το μίσθωμα για ακίνητο ή επαγγελματικό χώρο πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, αυτό θεμελιώνει απαίτηση για αδικαιολόγητο πλουτισμό κατά του οφειλέτη την οποία ο μισθωτής κατοικίας ή εμπορικού ακινήτου μπορεί να συμψηφίσει προς την απαίτηση του οφειλέτη κατά του μισθωτή κατοικίας ή εμπορικού ακινήτου, και ο μισθωτής κατοικίας ή εμπορικού ακινήτου δύναται επίσης να προχωρήσει σε συμψηφισμό απαίτησης αποζημίωσης λόγω πρόωρης λύσης του συμβολαίου ή υπαναχώρησης από το συμβόλαιο.

Απαίτηση που αποκτήθηκε μέσω εκχώρησης μπορεί να συμψηφιστεί σε πτωχευτική διαδικασία μόνον εάν η απαίτηση εκχωρήθηκε και ο οφειλέτης έλαβε σχετική γραπτή ειδοποίηση τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από την κήρυξη της πτώχευσης. Απαίτηση κατά του οφειλέτη η οποία αποκτήθηκε μέσω εκχώρησης δεν μπορεί να συμψηφιστεί εάν η απαίτηση εκχωρήθηκε εντός των τριών ετών που προηγήθηκαν του διορισμού προσωρινού συνδίκου, εάν ο οφειλέτης ήταν τότε αφερέγγυος και εάν το πρόσωπο που έγινε κάτοχος της απαίτησης είχε ή έπρεπε να έχει γνώση της αφερεγγυότητας κατά την εκχώρηση.

Στις απαιτήσεις που δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συμψηφισμού συγκαταλέγονται οι απαιτήσεις για διατροφή, απαιτήσεις για αποζημίωση λόγω πρόκλησης βλάβης στην υγεία ή λόγω θανάτου προσώπου και απαιτήσεις που γεννήθηκαν από παράνομη και εκ προθέσεως πρόκληση βλάβης τις οποίες εγείρει ο αντισυμβαλλόμενος κατά του συμβαλλομένου που αιτείται τον συμψηφισμό οι απαιτήσεις του αντισυμβαλλομένου επί των οποίων δεν μπορεί να εγερθεί απαίτηση πληρωμής κατά τον νόμο κατασχεθείσες απαιτήσεις κατά της απαίτησης του συμβαλλομένου κατά του αντισυμβαλλομένου εάν ο συμβαλλόμενος που αιτείται τον συμψηφισμό έγινε κάτοχος της απαίτησης μετά την κατάσχεση ή εάν η απαίτηση έληξε μετά την κατάσχεση και μεταγενέστερα από την κατασχεθείσα απαίτηση απαιτήσεις έναντι των οποίων ο αντισυμβαλλόμενος δύναται να προβάλλει αντιρρήσεις ή απαιτήσεις του αντισυμβαλλομένου των οποίων ο συμψηφισμός δεν επιτρέπεται για άλλους λόγους που απορρέουν από τη νομοθεσία.

Οι συμψηφισμοί δεν διέπονται από ξεχωριστούς κανόνες στην περίπτωση της διαδικασίας αναδιοργάνωσης και της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους και, συνεπώς, ισχύει για αυτούς η γενική διαδικασία βάσει του νόμου περί ενοχικού δικαίου.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Πτωχευτική διαδικασία

Ο σύνδικος έχει δικαίωμα να εκπληρώσει μη εκπληρωθείσα υποχρέωση που απορρέει από σύμβαση την οποία σύναψε ο οφειλέτης και να ζητήσει από τον αντισυμβαλλόμενο να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του ή να παραιτηθεί από υποχρέωση του οφειλέτη που απορρέει από σύμβαση, εκτός εάν ο νόμος προβλέπει διαφορετικά. Ο σύνδικος δεν μπορεί να παραιτηθεί από υποχρέωση του οφειλέτη η οποία απορρέει από σύμβαση εάν η υποχρέωση εξασφαλίζεται από εκ των προτέρων ειδοποίηση που έχει καταχωριστεί στο κτηματολόγιο. Αν ο σύνδικος συνεχίσει να εκπληρώνει υποχρέωση του οφειλέτη ή διαβιβάσει ειδοποίηση ότι προτίθεται να εκπληρώσει την υποχρέωση, ο αντισυμβαλλόμενος συνεχίζει να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του. Σε αυτή την περίπτωση, ο σύνδικος εκπίπτει του δικαιώματός του να αρνηθεί την εκπλήρωση της υποχρέωσης του οφειλέτη. Αν ο σύνδικος ζητήσει από τον αντισυμβαλλόμενο να τηρήσει τους όρους της σύμβασης, ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ζητήσει από τον σύνδικο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της υποχρέωσης του οφειλέτη. Ο αντισυμβαλλόμενος δύναται να αρνηθεί να εκπληρώσει την υποχρέωσή του, να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση ή να ακυρώσει τη σύμβαση έως ότου ο σύνδικος εξασφαλίσει την εκπλήρωση της υποχρέωσης του οφειλέτη. Απαίτηση του αντισυμβαλλόμενου κατά του οφειλέτη η οποία γεννήθηκε από εκπλήρωση υποχρέωσης μετά από αίτημα του συνδίκου για εκπλήρωση της υποχρέωσης από τον αντισυμβαλλόμενο συνιστά ενοποιημένη υποχρέωση. Αν ο σύνδικος παραιτήθηκε από υποχρέωση του οφειλέτη μετά την κήρυξη της πτώχευσης, ο αντισυμβαλλόμενος δύναται να εγείρει απαίτηση η οποία απορρέει από αθέτηση σύμβασης υπό την ιδιότητα του πιστωτή στην πτωχευτική διαδικασία. Αν το αντικείμενο συμβατικής υποχρέωσης είναι διαιρέσιμο και ο αντισυμβαλλόμενος έχει εν μέρει εκπληρώσει την υποχρέωσή του πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ο αντισυμβαλλόμενος δύναται να ζητήσει την εκπλήρωση της οικονομικής υποχρέωσης του οφειλέτη σε βαθμό που αντιστοιχεί στο μέρος της υποχρέωσης του αντισυμβαλλόμενου που έχει εκπληρωθεί μόνον υπό την ιδιότητα του πιστωτή στην πτωχευτική διαδικασία.

Ο νόμος προβλέπει επίσης ειδικές περιπτώσεις για ορισμένους τύπους συμβάσεων:

  1. εάν ο οφειλέτης έχει πωλήσει κινητή περιουσία με επιφύλαξη κυριότητας πριν από την κήρυξη της πτώχευσης και έχει παραδώσει την κινητή περιουσία στον αγοραστή, ο αγοραστής έχει δικαίωμα να ζητήσει την τήρηση των όρων της σύμβασης πώλησης. Σε αυτή την περίπτωση, ο σύνδικος δεν μπορεί να παραιτηθεί από τις υποχρεώσεις του οφειλέτη που απορρέουν από τη σύμβαση πώλησης
  2. η πτώχευση εκμισθωτή κατοικίας ή εμπορικού ακινήτου δεν αποτελεί αιτία για λύση του μισθωτηρίου συμβολαίου κατοικίας ή εμπορικού ακινήτου, εκτός εάν το συμβόλαιο περιέχει διαφορετική πρόβλεψη. Αν το μισθωτήριο συμβόλαιο κατοικίας ή εμπορικού ακινήτου ορίζει ότι η πτώχευση αποτελεί αιτία λύσης του συμβολαίου, ο σύνδικος μπορεί να ακυρώσει το συμβόλαιο εντός προθεσμίας ενός μηνός, ή και σε μικρότερο διάστημα εφόσον αυτό προβλέπεται στο συμβόλαιο. Η πτώχευση εκμισθωτή κατοικίας δεν αποτελεί αιτία για λύση του μισθωτηρίου συμβολαίου της κατοικίας. Αν το μίσθωμα για ακίνητο ή επαγγελματικό χώρο έχει προκαταβληθεί στον οφειλέτη πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ο μισθωτής κατοικίας ή εμπορικού ακινήτου μπορεί να εγείρει ανταπαίτηση για αδικαιολόγητο πλουτισμό κατά της απαίτησης του οφειλέτη κατά του μισθωτή κατοικίας ή εμπορικού ακινήτου
  3. σε περίπτωση πτώχευσης μισθωτή κατοικίας ή εμπορικού ακινήτου, ο εκμισθωτής κατοικίας ή εμπορικού ακινήτου δύναται να καταγγείλει το μισθωτήριο συμβόλαιο κατοικίας ή εμπορικού ακινήτου μόνο σύμφωνα με τη γενική διαδικασία, και το μισθωτήριο συμβόλαιο κατοικίας ή εμπορικού ακινήτου δεν μπορεί να ακυρωθεί λόγω καθυστέρησης στην καταβολή του μισθώματος αν η καθυστέρηση αφορά πληρωμή μισθώματος καταβλητέου πριν από την κατάθεση της αίτησης πτώχευσης. Ο σύνδικος έχει δικαίωμα να ακυρώσει το μισθωτήριο συμβόλαιο κατοικίας ή εμπορικού ακινήτου που σύναψε ο οφειλέτης εντός προθεσμίας ενός μηνός, ή και σε μικρότερο διάστημα εφόσον αυτό προβλέπεται στο συμβόλαιο. Αν το ακίνητο ή ο επαγγελματικός χώρος δεν έχουν παραδοθεί στον οφειλέτη κατά την κήρυξη της πτώχευσης, τόσο ο σύνδικος όσο και ο αντισυμβαλλόμενος δύνανται να υπαναχωρήσουν από το συμβόλαιο. Σε περίπτωση υπαναχώρησης από το συμβόλαιο ή ακύρωσης του συμβολαίου, ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ζητήσει αποζημίωση για βλάβη την οποία υπέστη από την πρόωρη λύση του συμβολαίου υπό την ιδιότητα του πιστωτή στην πτωχευτική διαδικασία ή μέσω συμψηφισμού
  4. η διαδικασία για τα μισθωτήρια συμβόλαια κατοικίας ή εμπορικού ακινήτου ισχύει επίσης για τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης που έχει συνάψει ο οφειλέτης.

Ο σύνδικος έχει το δικαίωμα να αποφασίσει τη συνέχιση ή τη λύση μιας σύμβασης, αλλά αν ο αντισυμβαλλόμενος υποβάλει πρόταση στον σύνδικο για άσκηση του δικαιώματος επιλογής, ο σύνδικος πρέπει αμέσως, και το αργότερο εντός επτά ημερών, να γνωστοποιήσει αν προτίθεται να εκπληρώσει ή να παραιτηθεί από την υποχρέωση του οφειλέτη. Μετά από αίτημα συνδίκου, το δικαστήριο μπορεί επίσης να παρατείνει το εν λόγω διάστημα. Αν ο σύνδικος δεν γνωστοποιήσει εγκαίρως την πρόθεσή του να εκπληρώσει την υποχρέωση ή να παραιτηθεί από αυτή, ο σύνδικος δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον αντισυμβαλλόμενο να τηρήσει τους όρους της σύμβασης πριν ο σύνδικος εκπληρώσει την υποχρέωση του οφειλέτη.

Είναι επίσης δυνατό ορισμένες συμβάσεις που έχουν συναφθεί από τον οφειλέτη να είναι ανακτήσιμες. Π.χ. το δικαστήριο ακυρώνει συμβάσεις που έχουν συναφθεί στη διάρκεια της περιόδου από τον διορισμό προσωρινού συνδίκου έως την κήρυξη της πτώχευσης. Εκτός από τον όρο που αφορά το χρόνο σύναψης, προϋπόθεση για την ανάκτηση είναι η πρόκληση βλάβης στα συμφέροντα των πιστωτών λόγω της σύμβασης. Αν δεν έχει προκληθεί βλάβη στα συμφέροντα των πιστωτών και αν η πτωχευτική περιουσία δεν αυξάνεται ως αποτέλεσμα της ανάκτησης, δεν συντρέχει λόγος εκτέλεσης της ανάκτησης.

Γενικά, ένας οφειλέτης σε κατάσταση πτώχευσης ή ο σύνδικός του δεν εξουσιοδοτούνται να προχωρούν σε τροποποιήσεις συμβάσεων. Ωστόσο, είναι δυνατή η τροποποίηση συμβάσεων εάν συναφθεί συμβιβασμός μετά την κήρυξη της πτώχευσης. Σε αυτή την περίπτωση, είναι δυνατή η μερική διαγραφή των χρεών ή η παράταση της πληρωμής κατόπιν συμφωνίας μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών. Το ίδιο αποτέλεσμα μπορεί επίσης να επιτευχθεί μέσω διαδικασίας αναδιοργάνωσης ή διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους. Ο πτωχευτικός νόμος, ο νόμος περί αναδιοργάνωσης και ο νόμος περί αναδιάρθρωσης χρέους δεν καλύπτουν την εκχώρηση απαιτήσεων ή την ανάληψη υποχρεώσεων ξεχωριστά, και, συνεπώς, εφαρμόζεται η γενική διαδικασία που προβλέπεται στον νόμο περί ενοχικού δικαίου.

Διαδικασία αναδιοργάνωσης και διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους

Η αναδιάρθρωση συμβάσεων επιτρέπεται στις διαδικασίες αναδιοργάνωσης. Συμφωνία βάσει της οποίας πιστωτής δύναται να προχωρήσει σε καταγγελία σύμβασης εάν κινηθεί διαδικασία αναδιοργάνωσης ή εγκριθεί σχέδιο αναδιοργάνωσης είναι άκυρη. Απαιτήσεις που γεννήθηκαν βάσει σύμβασης απασχόλησης ή από συναλλαγή με παράγωγα δεν είναι δυνατό να αναδιαρθρωθούν σε σχέδιο αναδιοργάνωσης.

Εάν μια αίτηση αναδιάρθρωσης χρέους γίνει δεκτή, ένας πιστωτής δεν μπορεί, στηριζόμενος σε αθέτηση οικονομικής υποχρέωσης η οποία έλαβε χώρα πριν από την υποβολή της αίτησης αναδιάρθρωσης χρέους, να καταγγείλει σύμβαση που συνάφθηκε με τον οφειλέτη και γεννά τις απαιτήσεις των οποίων την αναδιάρθρωση επιδιώκει ο οφειλέτης, ή να αρνηθεί, με αυτή την αιτιολογία, την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Συμφωνία βάσει της οποίας πιστωτής μπορεί να προχωρήσει σε καταγγελία σύμβασης εάν υποβληθεί αίτηση αναδιάρθρωσης χρέους ή εάν εγκριθεί σχέδιο αναδιάρθρωσης χρέους είναι άκυρη. Υποχρεώσεις απορρέουσες από σύμβαση διαρκούς χαρακτήρα οι οποίες δημιουργούνται ή λήγουν μετά την υποβολή αίτησης αναδιάρθρωσης χρέους μπορούν να συμπεριληφθούν στη διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους. Στο σχέδιο αναδιάρθρωσης μπορεί να ορίζεται ότι πιστωτική συμφωνία ή άλλη σύμβαση διαρκούς χαρακτήρα η οποία έχει συναφθεί από οφειλέτη πριν από την υποβολή αίτησης αναδιάρθρωσης χρέους και η οποία επιβάλλει στον οφειλέτη οικονομικές υποχρεώσεις που λήγουν μετά την υποβολή της αίτησης αναδιάρθρωσης χρέους λύεται με την έγκριση του σχεδίου αναδιάρθρωσης. Η λύση σύμβασης έχει τις ίδιες συνέπειες με την έκτακτη ακύρωση σύμβασης λόγω συνθηκών που σχετίζονται τον οφειλέτη. Οι υποχρεώσεις του οφειλέτη που απορρέουν από λύση σύμβασης μπορούν να υποβληθούν εκ των προτέρων σε αναδιάρθρωση βάσει σχεδίου αναδιάρθρωσης. Αν επίκειται αναδιάρθρωση υποχρεώσεων που γεννώνται από σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, ο εκμισθωτής που έχει και την ιδιότητα του πιστωτή μπορεί εκτάκτως να ακυρώσει τη σύμβαση εντός μίας εβδομάδας από την έγκριση του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

Μετά την κήρυξη πτώχευσης, οι πιστωτές στην πτωχευτική διαδικασία μπορούν να εγείρουν τις απαιτήσεις τους κατά του οφειλέτη μόνο στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας. Ο σύνδικος πρέπει να λάβει γνώση όλων των απαιτήσεων των πιστωτών κατά του οφειλέτη οι οποίες γεννήθηκαν πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ανεξαρτήτως της αιτιολογίας ή των καθορισμένων προθεσμιών για την ικανοποίηση των απαιτήσεων. Διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που έχουν κινηθεί κατά οφειλέτη τερματίζονται σε περίπτωση κήρυξης πτώχευσης, και ο πιστωτής πρέπει να εγείρει την απαίτησή του στον σύνδικο πτώχευσης.

Στη διαδικασία αναδιοργάνωσης και στη διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους, δεν μπορούν να κινηθούν νέες διαδικασίες κατά το διάστημα ισχύος του σχεδίου αναδιοργάνωσης ή αναδιάρθρωσης χρέους, αντίστοιχα, μόνον από τους πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις περιλαμβάνονται στο εν λόγω σχέδιο. Σε περίπτωση αναδιοργάνωσης, αναστέλλονται οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης, με εξαίρεση την περίπτωση διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση απαίτησης που γεννήθηκε στο πλαίσιο σχέσης απασχόλησης ή απαίτησης για πληρωμή διατροφής. Στη διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους, το δικαστήριο μπορεί να αναστείλει διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης ως μέτρο προσωρινής δικαστικής προστασίας ακόμη και πριν από τη λήψη απόφασης ή την υποβολή αίτησης. Κάνοντας δεκτή μια αίτηση, το δικαστήριο αναστέλλει τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης η οποία διεξάγεται σε σχέση με στοιχεία ενεργητικού του οφειλέτη με σκοπό την είσπραξη χρηματικών ποσών έως την έγκριση του σχεδίου αναδιάρθρωσης ή την περάτωση της διαδικασίας.

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

Πτωχευτική διαδικασία

Σε αντιδικίες επί της πτωχευτικής περιουσίας ή επί των στοιχείων ενεργητικού που μπορούν να συμπεριληφθούν στην πτωχευτική περιουσία, το δικαίωμα συμμετοχής στη δικαστική διαδικασία με την ιδιότητα του διαδίκου μεταβιβάζεται από τον οφειλέτη στον σύνδικο. Εάν αγωγή ή άλλη αίτηση σχετικά με την πτωχευτική περιουσία η οποία έχει κατατεθεί από τον οφειλέτη κατά άλλου προσώπου εξετάζεται σε δικαστική διαδικασία η οποία άρχισε πριν από την κήρυξη της πτώχευσης ή εάν ο οφειλέτης συμμετέχει σε δικαστική διαδικασία ως τρίτος, ο σύνδικος δύναται, στο πλαίσιο των καθηκόντων του, να συμμετάσχει στη διαδικασία αντί του οφειλέτη. Εάν ο σύνδικος έχει γνώση της εν λόγω διαδικασίας αλλά δεν συμμετέχει σε αυτή, ο οφειλέτης μπορεί να συνεχίσει να συμμετέχει ως ενάγων, αιτών ή τρίτος.

Εάν υπάρχει απαίτηση ιδιοκτησιακής φύσης κατά οφειλέτη σε δικαστική διαδικασία η οποία ξεκίνησε πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, αλλά εκκρεμεί ακόμη η απόφαση σχετικά με την απαίτηση, το δικαστήριο δεν εξετάζει την απαίτηση στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδίκασης της αγωγής. Το δικαστήριο κινεί εκ νέου τη διαδικασία μετά από αίτηση του ενάγοντα εάν ανώτερο δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση για κήρυξη πτώχευσης και έχει τεθεί σε ισχύ απόφαση απόρριψης της αίτησης πτώχευσης ή εάν η πτωχευτική διαδικασία τερματίστηκε με παύση εργασιών μετά από κήρυξη πτώχευσης.

Εάν έχει εγερθεί απαίτηση για εξαίρεση αντικειμένου από την πτωχευτική περιουσία κατά του οφειλέτη σε δικαστική διαδικασία η οποία ξεκίνησε πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, το δικαστήριο εξετάζει την απαίτηση. Σε αυτή την περίπτωση, ο σύνδικος πτώχευσης μπορεί να συμμετάσχει στη διαδικασία αντί του οφειλέτη. Ο σύνδικος έχει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του οφειλέτη ως εναγομένου. Αν ο σύνδικος δεν συμμετέχει στη διαδικασία, η διαδικασία είναι δυνατόν να συνεχιστεί μετά από αίτημα του ενάγοντα.

Αν υπάρχει απαίτηση ιδιοκτησιακής φύσης κατά οφειλέτη σε δικαστική διαδικασία της οποίας η απόφαση επί της απαίτησης είναι εφέσιμη, μπορεί να ασκηθεί έφεση από τον σύνδικο εξ ονόματος του οφειλέτη μετά την κήρυξη πτώχευσης. Ο οφειλέτης μπορεί να ασκήσει την έφεση με τη συναίνεση του συνδίκου.

Εάν διοικητική πράξη κατά οφειλέτη αποτελεί αντικείμενο δικαστικής προσφυγής, αναστέλλεται η προθεσμία για προσφυγή κατά της διοικητικής πράξης.

Διαδικασία αναδιοργάνωσης και διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους

Μετά την υποβολή αίτησης αναδιοργάνωσης, το δικαστήριο που εξετάζει την υπόθεση δύναται, κατόπιν αίτησης από επιχείρηση και με την έγκριση του συμβούλου αναδιοργάνωσης, η οποία επισυνάπτεται στην αίτηση, να αναστείλει δικαστική διαδικασία με αντικείμενο χρηματοπιστωτική απαίτηση κατά της επιχείρησης έως την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης ή την περάτωση της διαδικασίας αναδιοργάνωσης, με εξαίρεση την περίπτωση απαίτησης που εγείρεται στο πλαίσιο σχέσης απασχόλησης ή απαίτησης για πληρωμή διατροφής η οποία εκκρεμεί στο δικαστήριο. Όταν κάνει δεκτή μια αίτηση αναδιάρθρωσης χρέους, το δικαστήριο αναστέλλει δικαστική διαδικασία με αντικείμενο χρηματοπιστωτική απαίτηση κατά του οφειλέτη επί της οποίας εκκρεμεί η απόφαση έως την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης ή την περάτωση της διαδικασίας αναδιοργάνωσης.

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

Συμμετοχή των πιστωτών στην πτωχευτική διαδικασία

Κάθε πιστωτής εκπροσωπεί την απαίτησή του στην πτωχευτική διαδικασία. Οι πιστωτές οφείλουν να γνωστοποιήσουν στον σύνδικο όλες τις απαιτήσεις τους κατά του οφειλέτη οι οποίες είχαν γεννηθεί πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ανεξαρτήτως της αιτιολογίας ή των καθορισμένων προθεσμιών για την ικανοποίηση των απαιτήσεων, το αργότερο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης της ανακοίνωσης πτώχευσης στο Ametlikud Teadaanded. Ο σύνδικος πρέπει να ενημερώνεται για κάθε απαίτηση μέσω έγγραφης αίτησης (απόδειξη απαίτησης). Οι πιστωτές πρέπει να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους σε γενική συνέλευση των πιστωτών (συνέλευση για την αναγγελία των απαιτήσεων). Η αναγγελία των δικαιωμάτων ασφάλειας συνδυάζεται με την αναγγελία των απαιτήσεων που αυτά εξασφαλίζουν. Η απαίτηση, η κατάταξή της και το δικαίωμα ασφάλειας που εξασφαλίζει την απαίτηση θεωρείται ότι έγιναν δεκτά εάν ούτε ο σύνδικος ούτε οποιοσδήποτε πιστωτής προβάλλουν αντίρρηση εναντίον τους στη συνέλευση για την αναγγελία των απαιτήσεων. Μια απαίτηση ή η κατάταξή της η οποία έγινε δεκτή σε συνέλευση για την αναγγελία των απαιτήσεων δεν μπορεί να αμφισβητηθεί αργότερα.

Πέραν του γεγονότος ότι κάθε πιστωτής εκπροσωπεί την απαίτησή του και πέραν την αναγγελίας των απαιτήσεων, οι πιστωτές συμμετέχουν επίσης στη διεξαγωγή της πτωχευτικής διαδικασίας μέσω της γενικής συνέλευσης των πιστωτών. Η γενική συνέλευση των πιστωτών είναι αρμόδια να εγκρίνει τον σύνδικο και να εκλέξει την πτωχευτική επιτροπή, να αποφασίσει σχετικά με τη συνέχιση της δραστηριότητας ή τη διάλυση της εμπορικής επιχείρησης του οφειλέτη, να αποφασίσει τη διάλυση του οφειλέτη αν ο τελευταίος είναι νομικό πρόσωπο, να συνάψει συμβιβασμό, να αποφασίζει στο μέτρο που προβλέπεται από τον νόμο για ζητήματα που άπτονται της εκποίησης της πτωχευτικής περιουσίας, να προβαίνει σε αναγγελία απαιτήσεων, να αποφαίνεται σχετικά με καταγγελίες που υποβάλλονται κατά των δραστηριοτήτων του συνδίκου, να καθορίσει την αμοιβή των μελών της πτωχευτικής επιτροπής και να επιλύει άλλα θέματα που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία της γενικής συνέλευσης των πιστωτών βάσει του νόμου. Αν η γενική συνέλευση των πιστωτών αποφασίσει να εκλέξει πτωχευτική επιτροπή, η τελευταία έχει καθήκον, μεταξύ άλλων, να προασπίζει τα συμφέροντα όλων των πιστωτών στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας.

Συμμετοχή των πιστωτών στη διαδικασία αναδιοργάνωσης

Ο σύμβουλος αναδιοργάνωσης ενημερώνει αμέσως τους πιστωτές για την έναρξη της διαδικασίας αναδιοργάνωσης και για το ύψος των απαιτήσεών τους κατά της επιχείρησης σύμφωνα με τον κατάλογο χρεών. Για τον σκοπό αυτό, ο σύμβουλος απευθύνει στους πιστωτές ανακοίνωση αναδιοργάνωσης. Εάν πιστωτής του οποίου η απαίτηση εντάσσεται σε σχέδιο αναδιοργάνωσης δεν συμφωνεί με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση αναδιοργάνωσης, ο πιστωτής υποβάλλει στον σύμβουλο αναδιοργάνωσης, εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην ανακοίνωση αναδιοργάνωσης, γραπτή αίτηση στην οποία εξηγεί σε ποιο σημείο/-α δεν συμφωνεί με την απαίτηση στην ανακοίνωση αναδιοργάνωσης, καθώς και αποδεικτικά στοιχεία για την τεκμηρίωση των όσων υποστηρίζει. Αν δεν υποβληθεί αίτηση εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, θεωρείται ότι ο πιστωτής συμφωνεί με το ύψος της απαίτησης. Αν ο σύμβουλος αναδιοργάνωσης δεν συμφωνεί με ισχυρισμό που διατυπώνεται στην αίτηση του πιστωτή, καταθέτει αμέσως την αίτηση συνοδευόμενη από αποδεικτικά στοιχεία στο δικαστήριο και τεκμηριώνει γιατί διαφωνεί με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην αίτηση. Ο σύμβουλος αναδιοργάνωσης οφείλει να αιτιολογήσει τους ισχυρισμούς του. Με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν προσκομιστεί, το δικαστήριο αποφασίζει για το ύψος της κύριας απαίτησης και της απαίτησης πρόσθετης ασφάλειας του πιστωτή και για την ύπαρξη και το πεδίο εφαρμογής της ασφάλειας.

Συμμετοχή των πιστωτών στη διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους

Οι διαδικασίες αναδιάρθρωσης χρέους αφορούν τους πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις κατά του οφειλέτη έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες κατά την υποβολή αίτησης αναδιάρθρωσης χρέους. Η απόφαση για την αποδοχή αίτησης αναδιάρθρωσης λαμβάνεται από το δικαστήριο, το οποίο μπορεί, κατά περίπτωση, να συμβουλευθεί επίσης τον πιστωτή και να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες ή έγγραφα. Η απόφαση σχετικά με την αποδοχή μιας αίτησης διαβιβάζεται στον οφειλέτη και σε όλους τους πιστωτές των οποίων τις απαιτήσεις επιδιώκει να αναδιαρθρώσει ο οφειλέτης. Εάν μια αίτηση γίνει δεκτή, ένας πιστωτής δεν μπορεί, στηριζόμενος σε αθέτηση οικονομικής υποχρέωσης η οποία έλαβε χώρα πριν από την υποβολή της αίτησης αναδιάρθρωσης χρέους, να καταγγείλει σύμβαση που συνάφθηκε με τον οφειλέτη και γεννά τις απαιτήσεις των οποίων την αναδιάρθρωση επιδιώκει ο οφειλέτης, ή να αρνηθεί, με αυτή την αιτιολογία, την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Με τη διαβίβαση σχεδίου αναδιάρθρωσης στον πιστωτή, το δικαστήριο παρέχει στον πιστωτή προθεσμία τουλάχιστον δύο εβδομάδων, όχι όμως μεγαλύτερη των τεσσάρων εβδομάδων, από την παραλαβή του σχεδίου αναδιάρθρωσης προκειμένου να διατυπώσει τη γνώμη του ενώπιον του δικαστηρίου ή στον σύμβουλο. Ο πιστωτής διατυπώνει τις απόψεις του σχετικά με το αν ο ίδιος συμφωνεί με τα στοιχεία του οφειλέτη όσον αφορά την απαίτηση και την ασφάλεια, με τον υπολογισμό του χρέους από τον οφειλέτη και με την αναδιάρθρωση του χρέους κατά τον τρόπο που προτείνει ο οφειλέτης. Εάν ο πιστωτής δεν συμφωνεί με την αναδιάρθρωση του χρέους κατά τον τρόπο που προτείνει ο οφειλέτης, ο πιστωτής πρέπει να διευκρινίσει αν θα συμφωνούσε με την αναδιάρθρωση του χρέους με άλλο τρόπο. Εάν πιστωτής του οποίου η απαίτηση εντάσσεται στην αναδιάρθρωση δεν συμφωνεί με τα στοιχεία που υποβλήθηκαν από τον οφειλέτη στον κατάλογο χρεών, ο πιστωτής ενημερώνει το δικαστήριο ή, ανάλογα με το τι έχει ορίσει το δικαστήριο, τον σύμβουλο, εντός της προθεσμίας που έχει τεθεί από το δικαστήριο σε ποιο σημείο(-α) δεν συμφωνεί με την απαίτηση και υποβάλλει αποδεικτικά στοιχεία για την τεκμηρίωση των όσων υποστηρίζει. Αν δεν υποβληθεί η αίτηση εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, θεωρείται ότι ο πιστωτής συμφωνεί με το ύψος της απαίτησης. Αν ο οφειλέτης ή ο σύμβουλος δεν συμφωνεί με ισχυρισμό που διατυπώνεται στην αίτηση του πιστωτή, καταθέτει αμέσως την αίτηση συνοδευόμενη από αποδεικτικά στοιχεία στο δικαστήριο και τεκμηριώνει γιατί διαφωνεί με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην αίτηση. Με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν προσκομιστεί, το δικαστήριο αποφασίζει για το ύψος της κύριας απαίτησης και της απαίτησης πρόσθετης ασφάλειας του πιστωτή και για την ύπαρξη της ασφάλειας.

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

Τα στοιχεία ενεργητικού του οφειλέτη συνιστούν την πτωχευτική περιουσία βάσει απόφασης για κήρυξη πτώχευσης και χρησιμοποιούνται ως στοιχεία ενεργητικού τα οποία προορίζονται για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών και τη διεξαγωγή της πτωχευτικής διαδικασίας. Ως πτωχευτική περιουσία νοούνται τα στοιχεία ενεργητικού του οφειλέτη κατά τον χρόνο κήρυξης της πτώχευσης, καθώς και τα στοιχεία ενεργητικού που επιστρέφονται ή ανακτώνται και τα στοιχεία ενεργητικού που αποκτώνται από τον οφειλέτη στη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας. Στοιχεία ενεργητικού του οφειλέτη κατά των οποίων δεν είναι δυνατό, βάσει του νόμου, να εγερθεί απαίτηση για πληρωμή δεν περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία.

Με την κήρυξη της πτώχευσης, το δικαίωμα του οφειλέτη να διαχειρίζεται και να διαθέτει την πτωχευτική περιουσία μεταβιβάζεται στον σύνδικο πτώχευσης. Μετά την κήρυξη πτώχευσης, κάθε διάθεση στοιχείων ενεργητικού από τον οφειλέτη όσον αφορά αντικείμενα τα οποία αποτελούν μέρος της πτωχευτικής περιουσίας είναι άκυρη. Πριν από την κήρυξη πτώχευσης, το δικαστήριο μπορεί να απαγορεύσει σε οφειλέτη την διάθεση των στοιχείων ενεργητικού ή μέρους των στοιχείων ενεργητικού χωρίς τη συναίνεση του προσωρινού συνδίκου.

Τα στοιχεία ενεργητικού του οφειλέτη πρέπει να περιέλθουν στον σύνδικο ώστε να αρχίσει η διοίκηση της πτωχευτικής περιουσίας αμέσως μετά την έκδοση απόφασης για κήρυξη πτώχευσης. Ο σύνδικος πρέπει να απαιτήσει επιστροφή των στοιχείων ενεργητικού του οφειλέτη που έχουν περιέλθει στην κατοχή τρίτου για την πτωχευτική περιουσία, εκτός εάν ο νόμος προβλέπει διαφορετικά. Η διοίκηση της πτωχευτικής περιουσίας περιλαμβάνει τη σύναψη πράξεων σε σχέση με την πτωχευτική περιουσία οι οποίες είναι αναγκαίες για τη διατήρηση της πτωχευτικής περιουσίας και τη διεξαγωγή της πτωχευτικής διαδικασίας, καθώς και τη διαχείριση των δραστηριοτήτων του οφειλέτη εάν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο ή την οργάνωση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του οφειλέτη εάν ο τελευταίος είναι αυτοαπασχολούμενος. Στις πτωχευτικές διαδικασίες οφειλετών που είναι νομικά πρόσωπα, ο σύνδικος έχει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του διοικητικού συμβουλίου ή του οργάνου που υποκαθιστά το διοικητικό συμβούλιο του νομικού προσώπου στον βαθμό που δεν έρχονται σε σύγκρουση με τον σκοπό της πτωχευτικής διαδικασίας. Η ευθύνη του συνδίκου είναι ισοδύναμη με την ευθύνη μέλους οργάνου της διοίκησης.

Ο σύνδικος δύναται να συνάπτει συναλλαγές σε μετρητά σε σχέση με την πτωχευτική περιουσία μόνο με άδεια του δικαστηρίου. Ο σύνδικος δεν πραγματοποιεί πληρωμές σε μετρητά στους πιστωτές με βάση τον συντελεστή διανομής. Ο σύνδικος δύναται να συνάπτει συναλλαγές με ιδιαίτερη συνάφεια για την πτωχευτική διαδικασία μόνο με τη συναίνεση της πτωχευτικής επιτροπής. Οι συναλλαγές ιδιαίτερης συνάφειας είναι, πρωτίστως, ο δανεισμός και, στην περίπτωση εμπορικής επιχείρησης που περιλαμβάνεται στην πτωχευτική περιουσία, όλες οι συναλλαγές που δεν εμπίπτουν στη συνήθη επιχειρηματική δραστηριότητα της επιχείρησης. Ο σύνδικος δεν επιτρέπεται να συνάπτει συναλλαγές με τον εαυτό του ή με πρόσωπα που σχετίζονται με τον ίδιο σε σχέση με ή για λογαριασμό της πτωχευτικής περιουσίας, ούτε να συνάπτει άλλες συναλλαγές παρεμφερούς χαρακτήρα ή συναλλαγές που ενέχουν σύγκρουση συμφερόντων, ούτε, τέλος, να ζητεί αποζημίωση για τις δαπάνες με τις οποίες επιβαρύνεται σε αυτές τις συναλλαγές.

Ο σύνδικος μπορεί να αρχίσει την εκποίηση της πτωχευτικής περιουσίας μετά την πρώτη γενική συνέλευση των πιστωτών, εκτός εάν η συνέλευση των πιστωτών αποφασίσει διαφορετικά. Αν ο οφειλέτης έχει ασκήσει έφεση κατά της απόφασης για κήρυξη πτώχευσης, τα στοιχεία ενεργητικού του οφειλέτη δεν μπορούν να εκποιηθούν χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη πριν από την ακρόαση της έφεσης που ασκήθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Οι περιορισμοί αυτοί δεν ισχύουν για την εκποίηση στοιχείων ενεργητικού τα οποία υπόκεινται σε άμεση φθορά ή υποτίμηση της αξίας τους ή έχουν υψηλό κόστος φύλαξης ή διατήρησης. Αν η εμπορική επιχείρηση του πιστωτή συνεχίζει τις δραστηριότητες της, τα στοιχεία ενεργητικού δεν μπορούν να εκποιηθούν αν αυτό δημιουργεί εμπόδια στη συνέχιση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης. Αν κατατεθεί πρόταση συμβιβασμού, τα στοιχεία ενεργητικού δεν μπορούν να εκποιηθούν πριν από τη σύναψη του συμβιβασμού, εκτός εάν η γενική συνέλευση των πιστωτών αποφασίσει ότι μπορούν να εκποιηθούν, ανεξαρτήτως της πρότασης συμβιβασμού. Η πτωχευτική περιουσία εκποιείται με πλειστηριασμό σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στον Κώδικα Διαδικασίας Αναγκαστικής Εκτέλεσης.

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Έγερση απαιτήσεων κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη

Όλες οι απαιτήσεις που γεννήθηκαν κατά του οφειλέτη πριν από την κήρυξη της πτώχευσης εγείρονται κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη, ανεξαρτήτως της αιτιολογίας ή των καθορισμένων προθεσμιών για την ικανοποίηση των απαιτήσεων. Με την κήρυξη της πτώχευσης, όλες οι απαιτήσεις των πιστωτών κατά του οφειλέτη θεωρούνται ληξιπρόθεσμες, εκτός εάν ο νόμος προβλέπει διαφορετικά. Εάν πιστωτής κατέθεσε αντίστοιχη απαίτηση ενώπιον του δικαστηρίου επί της οποίας όμως εκκρεμεί η δικαστική απόφαση, το δικαστήριο αναστέλλει την εκδίκαση της αγωγής και ο πιστωτής πρέπει να εγείρει την απαίτηση στον σύνδικο πτώχευσης. Εάν πιστωτής εγείρει απαίτηση ενώπιον του δικαστηρίου και το δικαστήριο εξέδωσε απόφαση που έχει τεθεί σε ισχύ, ο πιστωτής πρέπει επίσης να εγείρει την απαίτησή του στον σύνδικο πτώχευσης, αλλά η εν λόγω απαίτηση θεωρείται ότι έχει αναγγελθεί. Εάν ο οφειλέτης μπορούσε να αμφισβητήσει τη δικαστική απόφαση, ο σύνδικος πτώχευσης έχει το ίδιο δικαίωμα.

Χειρισμός των απαιτήσεων που γεννώνται μετά την έναρξη πτωχευτικής διαδικασίας

Μετά την κήρυξη πτώχευσης, οι πιστωτές στην πτωχευτική διαδικασία μπορούν να εγείρουν τις απαιτήσεις του κατά του οφειλέτη μόνο σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στον πτωχευτικό νόμο. Έγερση απαίτησης μπορεί να γίνει μόνο στον σύνδικο πτώχευσης και αφορά μόνο τις απαιτήσεις που γεννήθηκαν πριν από την κήρυξη πτώχευσης. Δεν είναι δυνατή η έγερση απαιτήσεων που γεννώνται μετά την κήρυξη πτώχευσης πριν από την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας. Επισημαίνεται το γεγονός ότι, στην περίπτωση των νομικών προσώπων, στις περισσότερες περιπτώσεις η περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας συνεπάγεται εκκαθάριση του νομικού προσώπου, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πλέον πρόσωπο κατά του οποίου μπορούν να εγείρονται απαιτήσεις μετά την πτωχευτική διαδικασία. Συνεπώς, απαιτείται προσοχή και συνεκτίμηση του ενεχόμενου κινδύνου κατά τη σύναψη συναλλαγών με νομικό πρόσωπο που έχει πτωχεύσει. Απαιτήσεις κατά φυσικού προσώπου οι οποίες γεννώνται κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας μπορούν να εγείρονται μετά την πτωχευτική διαδικασία σύμφωνα με τη γενική διαδικασία. Υποχρεώσεις καταβολής αποζημίωσης για βλάβη που προκλήθηκε στη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας από παράνομη πράξη οφειλέτη ο οποίος είναι νομικό πρόσωπο συνιστούν ενοποιημένες υποχρεώσεις και, συνεπώς, ο οφειλέτης μπορεί να κληθεί να τις εκπληρώσει στη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας σύμφωνα με τη γενική διαδικασία. Μπορεί επίσης να εφαρμοστεί διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης σε σχέση με την πτωχευτική περιουσία για τις υποχρεώσεις που πρέπει να εκπληρωθούν.

Είναι επίσης δυνατό να προκύψει κατάσταση στην οποία ο οφειλέτης προβαίνει, μετά την κήρυξη της πτώχευσης, σε διάθεση αντικειμένου που ανήκει στην πτωχευτική περιουσία. Η εν λόγω διάθεση είναι άκυρη, καθώς, με την κήρυξη πτώχευσης, το το δικαίωμα διαχείρισης και διάθεσης της πτωχευτικής περιουσίας μεταβιβάστηκε στον σύνδικο πτώχευσης. Αν, παρά ταύτα, ο οφειλέτης προχωρήσει σε διάθεση, τα στοιχεία ενεργητικού που μεταβιβάζονται από τον αντισυμβαλλόμενο μετά από πράξη διάθεσης επιστρέφονται στον συμβαλλόμενο εφόσον τα στοιχεία ενεργητικού έχουν παραμείνει στην πτωχευτική περιουσία, ή χορηγείται αποζημίωση αν η πτωχευτική περιουσία αυξήθηκε ως αποτέλεσμα της μεταβίβασης. Εάν ο οφειλέτης διαθέσει το αντικείμενο την ημέρα κήρυξης της πτώχευσης, θεωρείται ότι η διάθεση πραγματοποιήθηκε μετά την κήρυξη της πτώχευσης. Εάν ο οφειλέτης προχώρησε σε διάθεση των μελλοντικών απαιτήσεών του πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, η διάθεση καθίσταται άκυρη με την κήρυξη της πτώχευσης όσον αφορά τις απαιτήσεις που γεννώνται μεταγενέστερα. Οφειλέτες που είναι φυσικά πρόσωπα δύνανται να διαθέτουν την πτωχευτική περιουσία με τη συναίνεση του συνδίκου. Η διάθεση στοιχείων ενεργητικού χωρίς τη συναίνεση του συνδίκου είναι άκυρη.

Χειρισμός των απαιτήσεων που γεννώνται μετά την έναρξη διαδικασίας αναδιοργάνωσης και αναδιάρθρωσης χρέους

Κατά τη διάρκεια ισχύος ενός σχεδίου αναδιοργάνωσης, δεν μπορεί να κατατεθεί δήλωση απαίτησης στη βάση απαίτησης η οποία εντάσσεται στο σχέδιο αναδιοργάνωσης. Μπορούν να κατατίθενται δηλώσεις απαίτησης για άλλες απαιτήσεις. Κατά τη διάρκεια ισχύος ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης, δεν μπορεί να κατατεθεί δήλωση απαίτησης ή αίτηση στο πλαίσιο διαδικασίας βάσει αίτησης για απαίτηση η οποία εντάσσεται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης. Μπορούν να κατατίθενται δηλώσεις απαίτησης για άλλες απαιτήσεις. Η έγκριση σχεδίου αναδιάρθρωσης δεν περιορίζει το δικαίωμα του πιστωτή να ασκήσει προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου κατά των απαιτήσεων που δεν έγιναν δεκτές στο σχέδιο αναδιάρθρωσης. Ο πιστωτής μπορεί επίσης να ασκήσει προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου κατά του ύψους της απαίτησης έως του μεριδίου που δεν γίνεται δεκτό.

Η υποβολή αίτησης αναδιοργάνωσης ή αίτησης αναδιάρθρωσης χρέους από οφειλέτη επιφέρει αναστολή της περιόδου παραγραφής σε σχέση με τις απαιτήσεις κατά του οφειλέτη. Μετά την υποβολή αίτησης αναδιοργάνωσης, το δικαστήριο που εξετάζει την υπόθεση δύναται, κατόπιν αίτησης από επιχείρηση και με την έγκριση του συμβούλου αναδιοργάνωσης, η οποία επισυνάπτεται στην αίτηση, να αναστείλει δικαστική διαδικασία με αντικείμενο χρηματοπιστωτική απαίτηση κατά της επιχείρησης έως την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης ή την περάτωση της διαδικασίας αναδιοργάνωσης, με εξαίρεση την περίπτωση απαίτησης που εγείρεται στο πλαίσιο σχέσης απασχόλησης ή απαίτησης για πληρωμή διατροφής η οποία εκκρεμεί στο δικαστήριο. Όταν κάνει δεκτή μια αίτηση αναδιάρθρωσης χρέους, το δικαστήριο αναστέλλει δικαστική διαδικασία με αντικείμενο χρηματοπιστωτική απαίτηση κατά του οφειλέτη επί της οποίας εκκρεμεί η απόφαση έως την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης ή την περάτωση της διαδικασίας αναδιοργάνωσης.

Το σχέδιο αναδιοργάνωσης δεν απαλλάσσει πρόσωπο που είναι από κοινού και εις ολόκληρον υπεύθυνο για την εκπλήρωση υποχρέωσης μιας επιχείρησης από την εκπλήρωση της υποχρέωσης. Η έγκριση σχεδίου αναδιάρθρωσης δεν απαλλάσσει πρόσωπο που είναι από κοινού και εις ολόκληρον υπεύθυνο για την εκπλήρωση υποχρέωσης του οφειλέτη από την εκπλήρωση της υποχρέωσης.

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

Κανόνες που διέπουν την αναγγελία, επαλήθευση και αποδοχή των απαιτήσεων στην πτωχευτική διαδικασία

Οι πιστωτές οφείλουν να γνωστοποιήσουν στον σύνδικο όλες τις απαιτήσεις τους κατά του οφειλέτη οι οποίες είχαν γεννηθεί πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ανεξαρτήτως της αιτιολογίας ή των καθορισμένων προθεσμιών για την ικανοποίηση των απαιτήσεων, το αργότερο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης της ανακοίνωσης πτώχευσης στο Ametlikud Teadaanded. Με την κήρυξη της πτώχευσης, όλες οι απαιτήσεις των πιστωτών κατά του οφειλέτη θεωρούνται ληξιπρόθεσμες. Ο σύνδικος πρέπει να ενημερώνεται για κάθε απαίτηση μέσω έγγραφης αίτησης (απόδειξη απαίτησης). Η απόδειξη απαίτησης περιγράφει το περιεχόμενο, τη βάση και το ύψος της απαίτησης και αναφέρει κατά πόσον η απαίτηση είναι εξασφαλισμένη με ενέχυρο. Τα έγγραφα που αποδεικνύουν τα γεγονότα που αναφέρονται στην απόδειξη απαίτησης επισυνάπτονται σε αυτή. Ο σύνδικος οφείλει να επαληθεύσει αν οι εγερθείσες απαιτήσεις είναι δικαιολογημένες και αν υπάρχουν τα δικαιώματα ασφάλειας που εξασφαλίζουν την απαίτηση. Οι πιστωτές και ο οφειλέτης μπορούν να προβάλουν εγγράφως αντιρρήσεις σχετικά με τις απαιτήσεις ή τα δικαιώματα ασφάλειας που εξασφαλίζουν τις απαιτήσεις πριν από τη συνέλευση για την αναγγελία των απαιτήσεων.

Η αναγγελία των πιστώσεων γίνεται σε γενική συνέλευση των πιστωτών (συνέλευση για την αναγγελία των απαιτήσεων). Η αναγγελία των δικαιωμάτων ασφάλειας συνδυάζεται με την αναγγελία των απαιτήσεων που αυτά εξασφαλίζουν. Στη συνέλευση για την αναγγελία των απαιτήσεων, οι απαιτήσεις εξετάζονται σύμφωνα με τη σειρά έγερσης της κάθε απαίτησης. Η απαίτηση, η κατάταξή της και το δικαίωμα ασφάλειας που εξασφαλίζει την απαίτηση θεωρούνται ότι έγιναν δεκτά εάν ούτε ο σύνδικος ούτε οποιοσδήποτε πιστωτής προβάλει αντίρρηση εναντίον του στη συνέλευση για την αναγγελία των απαιτήσεων, ή εάν ο σύνδικος ή ο πιστωτής που πρόβαλε αντίρρηση παραιτηθεί από την αντίρρηση στη συνέλευση για την αναγγελία των απαιτήσεων. Ο σύνδικος οφείλει να προβάλει αντίρρηση κατά απαίτησης ή δικαιώματος ασφάλειας στη συνέλευση για την αναγγελία των απαιτήσεων εάν συντρέχουν λόγοι αντίρρησης. Στη συνέλευση για την αναγγελία των απαιτήσεων, οι απαιτήσεις που ικανοποιήθηκαν από οριστική δικαστική ή διαιτητική απόφαση, τα δικαιώματα ασφάλειας τα οποία έγιναν δεκτά από οριστική δικαστική ή διαιτητική απόφαση και τα δικαιώματα ασφάλειας που έχουν καταχωρισθεί στο κτηματολόγιο, στο νηολόγιο, στο μητρώο εμπορικών ενεχύρων ή στο κεντρικό μητρώο κινητών αξιών της Εσθονίας θεωρείται ότι γίνονται δεκτά χωρίς αναγγελία. Καταρτίζεται κατάλογος των απαιτήσεων που γίνονται δεκτές.

Στα πρακτικά της συνέλευσης για την αναγγελία των απαιτήσεων αναφέρεται αν έγινε δεκτή κάθε ξεχωριστή απαίτηση ή το δικαίωμα ασφάλειας που εξασφαλίζει την απαίτηση και ποιος πρόβαλε αντίρρηση κατά της απαίτησης, της κατάταξής της και του δικαιώματος ασφάλειας που εξασφαλίζει την απαίτηση. Στα πρακτικά καταγράφεται επίσης ποιος παραιτήθηκε από αντίρρηση την οποία είχε υποβάλει. Εάν απαίτηση ενός πιστωτή δεν έγινε δεκτή και ο πιστωτής δεν κατέθεσε αγωγή για αποδοχή της απαίτησης ή εάν το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, οι αντιρρήσεις του πιστωτή κατά των απαιτήσεων άλλου πιστωτή δεν λαμβάνονται υπόψη. Αν δεν προβληθούν άλλες αντιρρήσεις κατά της απαίτησης άλλου πιστωτή, η απαίτηση θεωρείται ότι γίνεται δεκτή. Απαίτηση ή η κατάταξή της η οποία έχει γίνει δεκτή σε συνέλευση για την αναγγελία των απαιτήσεων δεν μπορεί ακολούθως να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής.

Κανόνες που διέπουν την αναγγελία, επαλήθευση και αποδοχή των απαιτήσεων στη διαδικασία αναδιοργάνωσης και στη διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους

Στη διαδικασία αναδιοργάνωσης, ο οφειλέτης καταθέτει κατάλογο χρεών στον οποίο περιλαμβάνονται όλες οι απαιτήσεις κατά του οφειλέτη καθώς και οι αντίστοιχοι πιστωτές. Συνεπώς, οι ίδιοι οι πιστωτές δεν εγείρουν απαιτήσεις. Πιστωτής του οποίου η απαίτηση εντάσσεται σε σχέδιο αναδιοργάνωσης και ο οποίος δεν συμφωνεί με το ύψος της απαίτησης στη διαδικασία αναδιοργάνωσης δύναται να υποβάλει στον σύμβουλο αναδιοργάνωσης γραπτή αίτηση στην οποία εξηγεί σε ποιο σημείο/-α δεν συμφωνεί με την απαίτηση στην ανακοίνωση αναδιοργάνωσης, συνοδευόμενη από αποδεικτικά στοιχεία για την τεκμηρίωση των όσων υποστηρίζει. Αν δεν υποβληθεί αίτηση εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, θεωρείται ότι ο πιστωτής συμφωνεί με το ύψος της απαίτησης. Ο οφειλέτης μπορεί να προβάλει ενστάσεις στα επιχειρήματα του πιστωτή, αλλά οφείλει να τεκμηριώσει τις θέσεις του. Με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν προσκομιστεί, το δικαστήριο αποφασίζει για το ύψος της κύριας απαίτησης και της απαίτησης πρόσθετης ασφάλειας του πιστωτή και για την ύπαρξη και το πεδίο εφαρμογής της ασφάλειας.

Στη διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους, ο οφειλέτης υποβάλλει σχέδιο αναδιάρθρωσης χρέους στο οποίο περιλαμβάνονται οι προς αναδιάρθρωση υποχρεώσεις και ο τρόπος αναδιάρθρωσης που προτείνει ο οφειλέτης. Όπως και στη διαδικασία αναδιοργάνωσης, οι ίδιοι οι πιστωτές δεν εγείρουν απαιτήσεις. Εάν πιστωτής του οποίου η απαίτηση εντάσσεται στην αναδιάρθρωση δεν συμφωνεί με τα στοιχεία που υποβλήθηκαν από τον οφειλέτη στον κατάλογο χρεών, ο πιστωτής ενημερώνει το δικαστήριο ή, ανάλογα με το τι έχει ορίσει το δικαστήριο, τον σύμβουλο, εντός της προθεσμίας που έχει τεθεί από το δικαστήριο σε ποιο σημείο/-α δεν συμφωνεί με την απαίτηση και υποβάλλει αποδεικτικά στοιχεία για την τεκμηρίωση των όσων υποστηρίζει. Αν δεν υποβληθεί η αίτηση εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, θεωρείται ότι ο πιστωτής συμφωνεί με το ύψος της απαίτησης. Αν ο οφειλέτης ή ο σύμβουλος δεν συμφωνεί με ισχυρισμό που διατυπώνεται στην αίτηση του πιστωτή, καταθέτει αμέσως την αίτηση συνοδευόμενη από αποδεικτικά στοιχεία στο δικαστήριο και τεκμηριώνει γιατί διαφωνεί με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην αίτηση. Με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν προσκομιστεί, το δικαστήριο αποφασίζει για το ύψος της κύριας απαίτησης και της απαίτησης πρόσθετης ασφάλειας του πιστωτή και για την ύπαρξη της ασφάλειας.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Εφαρμόζεται η αρχή της ισότιμης μεταχείρισης όλων των πιστωτών. Ωστόσο, προβλέπονται ορισμένες εξαιρέσεις οι οποίες παρέχουν σε πιστωτές προνομιακό δικαίωμα.

Πριν από την καταβολή χρηματικών ποσών με βάση τους συντελεστές διανομής, οι πληρωμές που σχετίζονται με την πτωχευτική διαδικασία πραγματοποιούνται από την πτωχευτική περιουσία κατά την εξής σειρά:

  1. απαιτήσεις που γεννώνται ως συνέπεια της εξαίρεσης ή της ανάκτησης στοιχείων ενεργητικού
  2. διατροφή που καταβάλλεται στον οφειλέτη και στα προστατευόμενα μέλη του
  3. ενοποιημένες υποχρεώσεις
  4. κόστος της πτωχευτικής διαδικασίας.

Αφού πραγματοποιηθούν οι ανωτέρω πληρωμές, ικανοποιούνται οι απαιτήσεις των πιστωτών κατά την εξής σειρά:

  1. αναγνωρισμένες απαιτήσεις που εξασφαλίζονται με ενέχυρο
  2. άλλες αναγνωρισμένες απαιτήσεις που υποβλήθηκαν εμπρόθεσμα
  3. άλλες απαιτήσεις που δεν υποβλήθηκαν εμπρόθεσμα, αλλά έγιναν δεκτές.

Είναι δυνατό να υπάρχει ευθύνη τρίτου για υποχρεώσεις του οφειλέτη στην περίπτωση των αλληλέγγυων οφειλετών. Σε αυτή την περίπτωση, ο αλληλέγγυος οφειλέτης φέρει ευθύνη έναντι του πιστωτή, ανεξαρτήτως της αφερεγγυότητας του οφειλέτη. Αν ένας αλληλέγγυος οφειλέτης καταβάλει μερίδιο του χρέους για το οποίο εγείρει επίσης απαίτηση ο πιστωτής κατά του οφειλέτη, το μερίδιο αυτό αφαιρείται από την απαίτηση.

Είναι επίσης δυνατή η μεταβίβαση υποχρέωσης του οφειλέτη σε τρίτο βάσει της νομοθεσίας. Εάν ο εργοδότης έχει καταστεί αφερέγγυος, αν δηλαδή ο εργοδότης κηρύχθηκε σε πτώχευση ή αν η πτωχευτική διαδικασία τερματίστηκε με παύση εργασιών, ο εργαζόμενος λαμβάνει αποζημίωση για τους μισθούς που δεν εισέπραξε πριν από την κήρυξη πτώχευσης του εργοδότη, για τα επιδόματα αδείας που δεν εισέπραξε πριν από την κήρυξη πτώχευσης του εργοδότη και για τις παροχές που δεν εισέπραξε λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας πριν ή μετά την κήρυξη αφερεγγυότητας του εργοδότη. Σε περίπτωση αφερεγγυότητας εργοδότη, πιστωτής στην πτωχευτική διαδικασία για τις εισφορές ασφάλισης κατά της ανεργίας που δεν εισπράχθηκαν εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας καθίσταται το Δημόσιο.

Στις διαδικασίες αναδιοργάνωσης και αναδιάρθρωσης χρέους, δεν μπορεί να γίνει αναφορά σε πτωχευτική περιουσία και οι απαιτήσεις ικανοποιούνται σύμφωνα με το σχέδιο αναδιοργάνωσης ή αναδιάρθρωσης χρέους. Το σχέδιο αναδιοργάνωσης δεν απαλλάσσει πρόσωπο που είναι από κοινού και εις ολόκληρον υπεύθυνο για την εκπλήρωση υποχρέωσης μιας επιχείρησης από την εκπλήρωση της υποχρέωσης. Αν το πρόσωπο που είναι από κοινού και εις ολόκληρον υπεύθυνο για την εκπλήρωση υποχρέωσης μιας επιχείρησης έχει εκπληρώσει την υποχρέωση, το πρόσωπο έχει δικαίωμα προσφυγής κατά της επιχείρησης μόνο στον βαθμό που η επιχείρηση είναι υπεύθυνη για την εκπλήρωση της υποχρέωσης βάσει του σχεδίου αναδιοργάνωσης. Η έγκριση σχεδίου αναδιάρθρωσης δεν απαλλάσσει πρόσωπο που είναι από κοινού και εις ολόκληρον υπεύθυνο για την εκπλήρωση υποχρέωσης του οφειλέτη από την εκπλήρωση της υποχρέωσης. Αν το πρόσωπο που είναι από κοινού και εις ολόκληρον υπεύθυνο για την εκπλήρωση υποχρέωσης του οφειλέτη έχει εκπληρώσει την υποχρέωση, το πρόσωπο έχει δικαίωμα προσφυγής κατά του οφειλέτη μόνο στον βαθμό που ο οφειλέτης είναι υπεύθυνος για την εκπλήρωση της υποχρέωσης βάσει του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

Περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας και αποτελέσματα της περάτωσης

Η πτωχευτική διαδικασία τερματίζεται με την απόρριψη της αίτησης πτώχευσης, την παύση των εργασιών της πτώχευσης, όταν πάψουν να υφίστανται οι λόγοι της πτώχευσης, με συναίνεση των πιστωτών, όταν εγκριθεί η τελική έκθεση, όταν εγκριθεί συμβιβασμός ή για άλλους λόγους που προβλέπονται από τη νομοθεσία.

Το δικαστήριο εκδίδει απόφαση για παύση των εργασιών της πτώχευσης χωρίς κήρυξη πτώχευσης, ανεξαρτήτως της αφερεγγυότητας του οφειλέτη, εάν τα στοιχεία ενεργητικού του οφειλέτη δεν επαρκούν για την κάλυψη του κόστους της πτωχευτικής διαδικασίας και αν δεν είναι δυνατή η ανάκτηση ή η επιστροφή των στοιχείων ενεργητικού ή η έγερση απαίτησης κατά μέλους οργάνου της διοίκησης. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να αποφασίσει την παύση των εργασιών της πτώχευσης χωρίς κήρυξη πτώχευσης, ανεξαρτήτως της αφερεγγυότητας του οφειλέτη, εάν τα στοιχεία ενεργητικού του οφειλέτη συνίστανται κατά κύριο λόγο σε απαιτήσεις για ανάκτηση ή σε απαιτήσεις κατά τρίτων και η ικανοποίηση αυτών των απαιτήσεων θεωρείται απίθανη. Το δικαστήριο δεν αποφασίζει παύση των εργασιών της πτώχευσης εάν ο οφειλέτης, πιστωτής ή τρίτος μεταφέρει το ποσό που έχει ορίσει το δικαστήριο ως προκαταβολή για την κάλυψη του κόστους της πτωχευτικής διαδικασίας στον λογαριασμό που έχει υποδειχθεί για τον σκοπό αυτό. Αν η πτωχευτική διαδικασία οφειλέτη που είναι νομικό πρόσωπο τερματιστεί με παύση εργασιών, ο προσωρινός σύνδικος διενεργεί εκκαθάριση του νομικού προσώπου εντός δύο μηνών από την έναρξη ισχύος της απόφασης για την περάτωση της διαδικασίας χωρίς διαδικασία εκκαθάρισης. Αν, με την παύση των εργασιών της πτώχευσης, ο οφειλέτης έχει στην κατοχή του στοιχεία ενεργητικού, καταβάλλεται η αμοιβή του προσωρινού συνδίκου και καλύπτονται οι αναγκαίες δαπάνες κατά προτεραιότητα.

Το δικαστήριο περατώνει την πτωχευτική διαδικασία μετά από αίτηση του οφειλέτη εάν έχουν πάψει να υφίστανται οι λόγοι για την πτωχευτική διαδικασία, υπό την προϋπόθεση ότι ο οφειλέτης μπορεί να αποδείξει ότι δεν είναι αφερέγγυος ή ότι δεν είναι πιθανό να καταστεί αφερέγγυος στην περίπτωση που η πτώχευση κηρύχθηκε επειδή ο οφειλέτης ήταν πιθανό να καταστεί αφερέγγυος στο μέλλον. Αν η πτωχευτική διαδικασία περατωθεί επειδή έχουν πάψει να υφίστανται οι λόγοι για την πτωχευτική διαδικασία, δεν προβλέπεται διάλυση του νομικού προσώπου.

Το δικαστήριο περατώνει την πτωχευτική διαδικασία μετά από αίτηση του οφειλέτη εάν όλοι οι πιστωτές που κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις απαιτήσεις τους συναινούν στην περάτωση της διαδικασίας. Εάν οφειλέτης που είναι νομικό πρόσωπο είναι μονίμως αφερέγγυος, το δικαστήριο αποφαίνεται όσον αφορά την εκκαθάριση του οφειλέτη που είναι νομικό πρόσωπο με απόφαση για την περάτωση της διαδικασίας.

Η πτωχευτική διαδικασία τερματίζεται με την έγκριση τελικής έκθεσης, όταν ο σύνδικος καταθέσει την τελική έκθεση στην πτωχευτική επιτροπή και στο δικαστήριο. Στην τελική έκθεση, ο σύνδικος παρέχει πληροφορίες σχετικά με την πτωχευτική περιουσία και τα χρηματικά ποσά που εισπράχθηκαν από την εκποίησή της, σχετικά με πληρωμές, με απαιτήσεις που έγιναν δεκτές από πιστωτές, με αγωγές που κατατέθηκαν και που δεν έχουν κατατεθεί ακόμη κ.λπ. Οι πιστωτές δύνανται να υποβάλλουν ενστάσεις επί της τελικής έκθεσης ενώπιον του δικαστηρίου. Το δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφασίσει σχετικά με την έγκριση της τελικής έκθεσης και την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας. Το δικαστήριο αρνείται να εγκρίνει την τελική έκθεση και, με απόφασή του, την επιστρέφει στον σύνδικο για τη συνέχιση της πτωχευτικής διαδικασίας εάν η τελική έκθεση αποκαλύψει ότι τα δικαιώματα του οφειλέτη ή των πιστωτών παραβιάστηκαν κατά την πτωχευτική διαδικασία.

Η πτωχευτική διαδικασία μπορεί επίσης να τερματιστεί με συμβιβασμό. Ο συμβιβασμός είναι μια συμφωνία μεταξύ οφειλέτη και των πιστωτών του η οποία έχει ως αντικείμενο την πληρωμή των χρεών και περιλαμβάνει απομείωση των χρεών ή παράταση της προθεσμίας εξόφλησης. Ο συμβιβασμός συνάπτεται στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας με βάση πρόταση του οφειλέτη ή του συνδίκου μετά την κήρυξη πτώχευσης. Η απόφαση συμβιβασμού εγκρίνεται από τη γενική συνέλευση των πιστωτών. Το δικαστήριο αποφασίζει για την έγκριση του συμβιβασμού. Το δικαστήριο περατώνει την πτωχευτική διαδικασία μέσω απόφασης που εγκρίνει τον συμβιβασμό.

Εάν η πτωχευτική διαδικασία δεν έχει περατωθεί εντός δύο ετών από την κήρυξη της πτώχευσης, ο σύνδικος υποβάλλει έκθεση στην πτωχευτική επιτροπή και στο δικαστήριο κάθε έξι μήνες έως την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας. Στην έκθεση ο σύνδικος εκθέτει τους λόγους για τους οποίους δεν έχει ολοκληρωθεί η πτωχευτική διαδικασία και παρέχει πληροφορίες σχετικά με την εκποιηθείσα και την ανεκποίητη πτωχευτική περιουσία και σχετικά με τη διοίκηση της πτωχευτικής περιουσίας. Το δικαστήριο αποδεσμεύει τον σύνδικο όταν περατωθεί η πτωχευτική διαδικασία, εκτός εάν ο νόμος προβλέπει διαφορετικά. Το δικαστήριο δύναται να αρνηθεί να αποδεσμεύσει τον σύνδικο αν, κατά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας, η πτωχευτική περιουσία δεν έχει εκποιηθεί στο σύνολό της, αν εκκρεμεί η είσπραξη χρηματικών ποσών για την πτωχευτική περιουσία, αν οι αγωγές που κατατέθηκαν από τον σύνδικο δεν έχουν εξεταστεί, ή αν ο σύνδικος προτίθεται ή είναι υποχρεωμένος να καταθέσει αγωγή. Σε αυτή την περίπτωση, ο σύνδικος συνεχίζει επίσης να εκτελεί τα καθήκοντά του και μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας. Εάν, μετά το πέρας της πτωχευτικής διαδικασίας και την αποδέσμευση του συνδίκου, εισπραχθούν χρηματικά ποσά στην πτωχευτική περιουσία, αν καταστούν διαθέσιμα χρηματικά ποσά που είχαν κατατεθεί προς διανομή ή αν καταστεί σαφές ότι η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει αντικείμενα τα οποία δεν ελήφθησαν υπόψη όταν καταρτίστηκε η πρόταση διανομής, το δικαστήριο εκδίδει απόφαση για επόμενη διανομή, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως του συνδίκου ή πιστωτή.

Περάτωση της διαδικασίας αναδιοργάνωσης και αποτελέσματα της περάτωσης

Η διαδικασία αναδιοργάνωσης τερματίζεται αν περατωθεί πριν από την προβλεπόμενη προθεσμία, αν ακυρωθεί το σχέδιο αναδιοργάνωσης, αν το σχέδιο αναδιοργάνωσης εφαρμοστεί πριν από την προβλεπόμενη προθεσμία, ή αν λήξει η προθεσμία για την εφαρμογή του σχεδίου αναδιοργάνωσης όπως ορίζεται στο σχέδιο αναδιοργάνωσης. Σε περίπτωση που ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης εφαρμοστεί πριν από την προβλεπόμενη προθεσμία, η διαδικασία αναδιοργάνωσης τερματίζεται εάν η επιχείρηση έχει εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις που ανέλαβε βάσει του σχεδίου αναδιοργάνωσης πριν λήξει η προθεσμία για την εφαρμογή του σχεδίου αναδιοργάνωσης.

Η διαδικασία αναδιοργάνωσης μπορεί να περατωθεί πριν από την προβλεπόμενη προθεσμία μόνο πριν από την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης. Το δικαστήριο περατώνει τη διαδικασία αναδιοργάνωσης πριν από την προβλεπόμενη προθεσμία εάν η επιχείρηση αθετήσει την υποχρέωσή της να συνεργαστεί ή δεν καταβάλει το ποσό που ορίστηκε από το δικαστήριο ως προκαταβολή για την κάλυψη της αμοιβής και των δαπανών του συμβούλου ή του εμπειρογνώμονα αναδιοργάνωσης, αν το σχέδιο αναδιοργάνωσης δεν εγκριθεί, αν η επιχείρηση υποβάλει αίτηση για τον σκοπό αυτό, αν οι λόγοι για την έναρξη της διαδικασίας αναδιοργάνωσης πάψουν να υφίστανται, αν κατασπαταληθούν τα στοιχεία ενεργητικού της επιχείρησης ή αν προκληθεί βλάβη στα συμφέροντα των πιστωτών, αν το σχέδιο αναδιοργάνωσης δεν υποβληθεί εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας ή αν η απαίτηση είναι ασαφής. Αν το δικαστήριο περατώσει τη διαδικασία αναδιοργάνωσης πριν από την προβλεπόμενη προθεσμία, παύουν αναδρομικά να υφίστανται όλες οι συνέπειες της έναρξης της διαδικασίας αναδιοργάνωσης.

Με τη λήξη της προθεσμίας για την εφαρμογή σχεδίου αναδιοργάνωσης περατώνεται η διαδικασία αναδιοργάνωσης.

Η διαδικασία αναδιοργάνωσης μπορεί επίσης να τερματιστεί με την ακύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης. Ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης ακυρώνεται αν η επιχείρηση έχει καταδικαστεί για πτωχευτικό αδίκημα ή για ποινικό αδίκημα σε σχέση με διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης μετά την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης, αν η επιχείρηση δεν εκπληρώνει σε σημαντικό βαθμό τις υποχρεώσεις της βάσει του σχεδίου αναδιοργάνωσης, αν καταστεί προφανές, αφού παρέλθει τουλάχιστον το ήμισυ της περιόδου ισχύος του σχεδίου αναδιοργάνωσης, ότι η επιχείρηση δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που ανέλαβε βάσει το σχεδίου αναδιοργάνωσης, κατόπιν αίτησης του συμβούλου αναδιοργάνωσης αν δεν καταβάλλεται η αμοιβή για την εποπτεία ή αν η επιχείρηση δεν παρέχει συνδρομή στον σύμβουλο αναδιοργάνωσης κατά την εκπλήρωση της υποχρέωσης εποπτείας ή δεν παρέχει στον σύμβουλο αναδιοργάνωσης τις πληροφορίες που χρειάζεται για τη διενέργεια της εποπτείας, αν η επιχείρηση υποβάλει αίτηση για ακύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης, ή, τέλος, αν η επιχείρηση πτωχεύσει. Αν ακυρωθεί ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης, παύουν αναδρομικά να υφίστανται οι συνέπειες της έναρξης της διαδικασίας αναδιοργάνωσης.

Περάτωση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους και αποτελέσματα της περάτωσης

Η διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους τερματίζεται όταν απορρίπτεται η αίτηση αναδιάρθρωσης χρέους, όταν ακυρώνεται το σχέδιο αναδιάρθρωσης χρέους, όταν περατώνεται η διαδικασία ή λήγει η προθεσμία για την εφαρμογή όπως ορίζεται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης χρέους. Σε περίπτωση που ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης εφαρμοστεί πριν από την προβλεπόμενη προθεσμία, η διαδικασία τερματίζεται εάν ο οφειλέτης έχει εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις που ανέλαβε βάσει του σχεδίου αναδιάρθρωσης πριν λήξει η προθεσμία για την εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

Το δικαστήριο ακυρώνει σχέδιο αναδιάρθρωσης μετά από αίτηση του οφειλέτη ή αν ο οφειλέτης κηρυχθεί σε πτώχευση. Το δικαστήριο δύναται να ακυρώσει σχέδιο αναδιάρθρωσης αν ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει σε σημαντικό βαθμό τις υποχρεώσεις του βάσει του σχεδίου αναδιάρθρωσης, αν είναι προφανές, αφού παρέλθει τουλάχιστον το ήμισυ της περιόδου ισχύος του σχεδίου αναδιάρθρωσης, ότι ο οφειλέτης δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που ανέλαβε βάσει του εν λόγω σχεδίου, αν ο οφειλέτης δεν αντιμετωπίζει προβλήματα φερεγγυότητας ή τα έχει ξεπεράσει, αν ο οφειλέτης, σκοπίμως ή λόγω βαριάς αμέλειας, προσκόμισε ουσιωδώς εσφαλμένες ή ελλιπείς πληροφορίες σχετικά με τα στοιχεία ενεργητικού, τα εισοδήματα, τους πιστωτές ή τις υποχρεώσεις του, αν ο οφειλέτης πραγματοποίησε πληρωμές σε πιστωτές που δεν περιλαμβάνονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης, προκαλώντας έτσι σημαντική βλάβη στα συμφέροντα των άλλων πιστωτών, αν ο οφειλέτης δεν παρέχει συνδρομή στο δικαστήριο ή στον σύμβουλο κατά την εκπλήρωση της υποχρέωσης εποπτείας ή δεν παρέχει τις πληροφορίες που απαιτούνται για τη διενέργεια της εποπτείας, ή αν ο οφειλέτης δεν καταβάλει το ποσό που ορίστηκε από το δικαστήριο ως προκαταβολή για την κάλυψη της αμοιβής και των δαπανών του συμβούλου ή του εμπειρογνώμονα. Αν ακυρωθεί σχέδιο αναδιάρθρωσης, παύουν αναδρομικά να υφίστανται οι συνέπειες της έγκρισης της αίτησης αναδιάρθρωσης χρέους.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας

Μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας, απαιτήσεις οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν εγερθεί, αλλά δεν εγέρθηκαν στη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας και απαιτήσεις οι οποίες κατατέθηκαν αλλά δεν ικανοποιήθηκαν, ή κατά των οποίων ο οφειλέτης πρόβαλε αντίρρηση, μπορούν να εγερθούν από τους πιστωτές κατά του οφειλέτη σύμφωνα με τη γενική διαδικασία. Σε αυτή την περίπτωση, δεν υπολογίζονται τόκοι και τόκοι υπερημερίας για την περίοδο της πτωχευτικής διαδικασίας.

Εάν οφειλέτης που είναι φυσικό πρόσωπο απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις του οι οποίες δεν εκπληρώθηκαν κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, οι απαιτήσεις των πιστωτών στην πτωχευτική διαδικασία κατά του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων πιστωτών στην πτωχευτική διαδικασία οι οποίοι δεν προχώρησαν σε έγερση των απαιτήσεών τους στη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, εξαιρουμένων των υποχρεώσεων καταβολής αποζημίωσης για βλάβη που προκλήθηκε σκοπίμως από παράνομη πράξη ή πληρωμής διατροφής για κατιόντα ή ανιόντα συγγενή, διαγράφονται.

Μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας, οι πιστωτές δύνανται επίσης να εγείρουν απαιτήσεις οι οποίες γεννήθηκαν από ενοποιημένες υποχρεώσεις και δεν ικανοποιήθηκαν στην πτωχευτική διαδικασία κατά του οφειλέτη. Απαιτήσεις που γεννήθηκαν στη διάρκεια πτωχευτικής διαδικασίας και δεν μπορούσαν να εγερθούν στην πτωχευτική διαδικασία μπορούν επίσης να εγείρονται κατά του οφειλέτη σύμφωνα με τη γενική διαδικασία. Σε αυτή την περίπτωση, η περίοδος παραγραφής υπολογίζεται από την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας. Στον βαθμό που απαίτηση πιστωτή η οποία έγινε δεκτή στην πτωχευτική διαδικασία δεν ικανοποιήθηκε στην πτωχευτική διαδικασία, η απόφαση είναι η πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης εκτός εάν ο οφειλέτης έχει προβάλλει αντίρρηση κατά της απαίτησης ή αν το δικαστήριο έκανε δεκτή την απαίτηση του πιστωτή.

Δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αναδιοργάνωσης

Εάν μια διαδικασία αναδιοργάνωσης περατωθεί όταν λήξει η προθεσμία για την εφαρμογή σχεδίου αναδιοργάνωσης, ένας πιστωτής μπορεί να επιβάλει αναγκαστική εκτέλεση απαίτησης η οποία αναδιαρθρώθηκε βάσει του σχεδίου αναδιοργάνωσης μόνο στον βαθμό που συμφωνήθηκε στο σχέδιο αναδιοργάνωσης αλλά δεν εκπληρώθηκε σύμφωνα με το σχέδιο αναδιοργάνωσης.

Αν ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης ακυρωθεί ή τερματιστεί πρόωρα, παύουν αναδρομικά να υφίστανται όλες οι συνέπειες της έναρξης της διαδικασίας αναδιοργάνωσης. Το δικαίωμα πιστωτή του οποίου η απαίτηση αναδιαρθρώθηκε βάσει του σχεδίου αναδιοργάνωσης να εγείρει απαίτηση κατά της επιχείρησης αποκαθίσταται ακέραιο στο αρχικό ποσό. Πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη τα κέρδη του πιστωτή κατά το διάστημα εφαρμογής του σχεδίου αναδιοργάνωσης.

Δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους

Αν απορριφθεί μια αίτηση ή περατωθεί μια διαδικασία, παύουν αναδρομικά να υφίστανται όλες οι συνέπειες της αποδοχής της αίτησης. Το δικαίωμα πιστωτή του οποίου η απαίτηση αναδιαρθρώθηκε βάσει του σχεδίου αναδιάρθρωσης να εγείρει απαίτηση κατά του οφειλέτη αποκαθίσταται ακέραιο στο αρχικό ποσό. Πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη τα κέρδη του πιστωτή κατά το διάστημα εφαρμογής του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

Μετά τη λήξη της προθεσμίας για την εφαρμογή σχεδίου αναδιάρθρωσης, ένας πιστωτής μπορεί να επιβάλει αναγκαστική εκτέλεση απαίτησης η οποία αναδιαρθρώθηκε βάσει του σχεδίου αναδιάρθρωσης μόνο στον βαθμό που συμφωνήθηκε στο σχέδιο αναδιάρθρωσης αλλά δεν εκπληρώθηκε σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης.

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Πτωχευτική διαδικασία

Εάν μια αίτηση πτώχευσης γίνει δεκτή ή η αν πτωχευτική διαδικασία περατωθεί με συμβιβασμό, το κόστος της πτωχευτικής διαδικασίας καλύπτεται από την πτωχευτική περιουσία. Αν το δικαστήριο απορρίψει αίτηση πτώχευσης πιστωτή ή αν η διαδικασία περατωθεί επειδή ο πιστωτής αποσύρει την αίτηση πτώχευσης, το κόστος της πτωχευτικής διαδικασίας επιβαρύνει τον πιστωτή. Σε περίπτωση παύσης των εργασιών της πτώχευσης, το δικαστήριο αποφασίζει για τον επιμερισμό του κόστους της πτωχευτικής διαδικασίας ανάλογα με τις συνθήκες.

Εάν διαδικασία που κινήθηκε μετά από αίτηση του οφειλέτη περατωθεί με παύση εργασιών χωρίς κήρυξη πτώχευσης και τα στοιχεία ενεργητικού του οφειλέτη δεν επαρκούν για τις απαιτούμενες πληρωμές, το δικαστήριο διατάσσει τον οφειλέτη να καταβάλει την αμοιβή και τα έξοδα του προσωρινού συνδίκου που είναι επιλέξιμα για επιστροφή, αλλά μπορεί να διατάξει την απόδοσή τους από το Δημόσιο. Η καταβολή αποζημίωσης για την αμοιβή και τα έξοδα του προσωρινού συνδίκου από το Δημόσιο δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 397 ευρώ (συμπεριλαμβανομένων των νόμιμων φόρων, εκτός του φόρου προστιθέμενης αξίας). Το δικαστήριο δεν διατάσσει καταβολή αποζημίωσης για την αμοιβή και τα έξοδα του προσωρινού συνδίκου από το Δημόσιο εάν ο οφειλέτης, πιστωτής ή τρίτο πρόσωπο έχει μεταφέρει το ποσό που ορίστηκε από το δικαστήριο ως προκαταβολή για την κάλυψη της αμοιβής και των εξόδων του προσωρινού συνδίκου που είναι επιλέξιμα για επιστροφή στον λογαριασμό ο οποίος έχει υποδειχθεί για τον σκοπό αυτό.

Διαδικασία αναδιοργάνωσης

Εάν κινηθεί διαδικασία αναδιοργάνωσης, το δικαστήριο ορίζει προθεσμία εντός της οποίας η επιχείρηση οφείλει να μεταφέρει το ποσό που έχει ορίσει το δικαστήριο ως προκαταβολή για την κάλυψη της αρχικής αμοιβής και των αρχικών εξόδων του συμβούλου αναδιοργάνωσης στον λογαριασμό που έχει υποδειχθεί για τον σκοπό αυτό. Αν η επιχείρηση δεν καταβάλει αυτό το ποσό, το δικαστήριο περατώνει τη διαδικασία αναδιοργάνωσης. Το ύψος της αμοιβής και των εξόδων του συμβούλου αναδιοργάνωσης για το οποίο καταβάλλεται αποζημίωση αποφασίζεται από το δικαστήριο μετά την αποδέσμευση του συμβούλου αναδιοργάνωσης ή την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης με βάση την έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες και τα έξοδα του συμβούλου αναδιοργάνωσης.

Αν το δικαστήριο ζητήσει τη συμβολή εμπειρογνωμόνων στη διαδικασία αναδιοργάνωσης, οι εμπειρογνώμονες έχουν δικαίωμα αποζημίωσης για τα αναγκαία και δικαιολογημένα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν κατά την άσκηση των υποχρεώσεών τους και δικαίωμα αμοιβής για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Το ύψος της αμοιβής και των εξόδων του εμπειρογνώμονα για το οποίο καταβάλλεται αποζημίωση αποφασίζεται από το δικαστήριο μετά την αποδέσμευση του εμπειρογνώμονα με βάση την έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες και τα έξοδα του εμπειρογνώμονα η οποία υποβάλλεται εντός της προθεσμίας που έχει οριστεί από το δικαστήριο. Κατά τον καθορισμό της αμοιβής του εμπειρογνώμονα, το δικαστήριο μπορεί επίσης να συμβουλευθεί την επιχείρηση.

Διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους

Ο οφειλέτης επιβαρύνεται με το κόστος της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους. Τα δικονομικά έξοδα των πιστωτών επιβαρύνουν τους ίδιους τους πιστωτές. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τον οφειλέτη να καταβάλει τα δικονομικά έξοδα των πιστωτών αν ο οφειλέτης υπέβαλε εν γνώσει του αβάσιμη αίτηση αναδιάρθρωσης χρέους ή αν ο οφειλέτης έγινε αιτία να υποβληθούν οι πιστωτές σε διαδικαστικά έξοδα υποβάλλοντας με άλλο τρόπο εν γνώσει του ψευδείς πληροφορίες ή υποβάλλοντας εν γνώσει του αβάσιμη αίτηση ή αντίρρηση. Ο οφειλέτης δεν λαμβάνει δικονομική ενίσχυση από το Δημόσιο για την πληρωμή της αμοιβής του Δημοσίου. Αν το σχέδιο αναδιάρθρωσης χρέους εφαρμοστεί, ο οφειλέτης δεν είναι υποχρεωμένος να αποδώσει τις δαπάνες της δικονομικής ενίσχυσης που χορηγείται από το Δημόσιο. Εάν διοριστεί σύμβουλος ή εμπειρογνώμονας, το δικαστήριο ορίζει το ποσό που πρέπει να μεταφέρει ο οφειλέτης ως προκαταβολή για την κάλυψη της αμοιβής και των εξόδων του συμβούλου ή του εμπειρογνώμονα στον λογαριασμό που έχει υποδειχθεί για τον σκοπό αυτό.

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

Πτωχευτική διαδικασία

Με την κήρυξη της πτώχευσης, το δικαίωμα του οφειλέτη να διαχειρίζεται και να διαθέτει την πτωχευτική περιουσία μεταβιβάζεται στον σύνδικο πτώχευσης. Μετά την κήρυξη πτώχευσης, κάθε διάθεση στοιχείων ενεργητικού από τον οφειλέτη όσον αφορά αντικείμενα τα οποία αποτελούν μέρος της πτωχευτικής περιουσίας είναι άκυρη. Οφειλέτες που είναι φυσικά πρόσωπα δύνανται να διαθέτουν την πτωχευτική περιουσία με τη συναίνεση του συνδίκου. Η διάθεση στοιχείων ενεργητικού χωρίς τη συναίνεση του συνδίκου είναι άκυρη.

Το δικαστήριο ακυρώνει, μέσω διαδικασίας ανάκτησης, συναλλαγές ή άλλες νομικές πράξεις του οφειλέτη οι οποίες συνάφθηκαν πριν από την κήρυξη της πτώχευσης και προκαλούν βλάβη στα συμφέροντα των πιστωτών. Εάν συναλλαγή που αποτελεί αντικείμενο ανάκτησης ή άλλη πράξη που αποτελεί αντικείμενο ανάκτησης συνάφθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου από τον διορισμό προσωρινού συνδίκου έως την κήρυξη πτώχευσης, η συναλλαγή ή η πράξη θεωρείται ότι έχει προκαλέσει βλάβη στα συμφέροντα των πιστωτών.

Ο οφειλέτης, ένας πιστωτής ή ο σύνδικος μπορεί να ζητήσουν από το δικαστήριο ακύρωση απόφασης της γενικής συνέλευσης των πιστωτών εάν η απόφαση είναι αντίθετη με την νομοθεσία ή ελήφθη κατά παράβαση της διαδικασίας που προβλέπεται από τη νομοθεσία ή αν το δικαίωμα προσφυγής κατά της απόφασης προβλέπεται ρητώς από τη νομοθεσία. Μπορεί επίσης να ζητηθεί ακύρωση απόφασης της γενικής συνέλευσης των πιστωτών εάν η απόφαση προκαλεί βλάβη στα κοινά συμφέροντα των πιστωτών.

Αν έχει κινηθεί διαδικασία για την απαλλαγή οφειλέτη ο οποίος είναι φυσικό πρόσωπο από τις υποχρεώσεις του, το δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αιτήματος πιστωτή, να ακυρώσει την απόφαση που απαλλάσσει τον οφειλέτη από τις υποχρεώσεις του οι οποίες δεν εκπληρώθηκαν κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας εντός ενός έτους από την έκδοση της απόφασης, εάν καταστεί προφανές ότι ο οφειλέτης είχε εκ προθέσεως αθετήσει τις υποχρεώσεις του κατά τη διάρκεια της διαδικασίας για την απαλλαγή του οφειλέτη από τις υποχρεώσεις του και, ως εξ αυτού, εμπόδισε ουσιαστικώς την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών.

Αν ο οφειλέτης και οι πιστωτές συμφωνήσουν να συνάψουν συμβιβασμό μετά την κήρυξη της πτώχευσης, το δικαστήριο δύναται να ακυρώσει τον συμβιβασμό αν ο οφειλέτης έχει καταδικαστεί για πτωχευτικό αδίκημα ή για ποινικό αδίκημα σε σχέση με διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης ή αν καταστεί προφανές, αφού παρέλθει τουλάχιστον το ήμισυ της περιόδου ισχύος του συμβιβασμού, ότι ο οφειλέτης δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τους όρους του συμβιβασμού. Η ακύρωση ενός συμβιβασμού έχει συνέπειες για όλους τους πιστωτές που συμμετείχαν στον συμβιβασμό και, συνεπώς, προστατεύει το γενικό σύνολο των πιστωτών.

Διαδικασία αναδιοργάνωσης

Το δικαστήριο ακυρώνει ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης αν η επιχείρηση έχει καταδικαστεί για πτωχευτικό αδίκημα ή για ποινικό αδίκημα σε σχέση με διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης μετά την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης, αν η επιχείρηση δεν εκπληρώνει σε σημαντικό βαθμό τις υποχρεώσεις της βάσει του σχεδίου αναδιοργάνωσης, αν καταστεί προφανές, αφού παρέλθει τουλάχιστον το ήμισυ της περιόδου ισχύος του σχεδίου αναδιοργάνωσης, ότι η επιχείρηση δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που ανέλαβε βάσει το σχεδίου αναδιοργάνωσης, κατόπιν αίτησης του συμβούλου αναδιοργάνωσης αν δεν καταβάλλεται η αμοιβή για την εποπτεία ή αν η επιχείρηση δεν παρέχει συνδρομή στον σύμβουλο αναδιοργάνωσης κατά την εκπλήρωση της υποχρέωσης εποπτείας ή δεν παρέχει στον σύμβουλο αναδιοργάνωσης τις πληροφορίες που χρειάζεται για τη διενέργεια της εποπτείας, αν η επιχείρηση υποβάλει αίτηση, ή, τέλος, αν η επιχείρηση πτωχεύσει. Το δικαίωμα πιστωτή του οποίου η απαίτηση αναδιαρθρώθηκε βάσει του σχεδίου αναδιοργάνωσης να εγείρει απαίτηση κατά της επιχείρησης αποκαθίσταται ακέραιο στο αρχικό ποσό, ενώ πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη τα κέρδη του πιστωτή κατά το διάστημα εφαρμογής του σχεδίου αναδιοργάνωσης.

Διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους

Το δικαστήριο ακυρώνει ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης αν ο οφειλέτης υποβάλει αίτηση ή αν ο οφειλέτης πτωχεύσει, αν ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει σε σημαντικό βαθμό τις υποχρεώσεις του βάσει του σχεδίου αναδιάρθρωσης, αν καταστεί προφανές, αφού παρέλθει τουλάχιστον το ήμισυ της περιόδου ισχύος του σχεδίου αναδιάρθρωσης, ότι ο οφειλέτης δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που ανέλαβε βάσει αυτού, αν ο οφειλέτης δεν αντιμετωπίζει προβλήματα φερεγγυότητας ή τα έχει ξεπεράσει και η αναδιάρθρωση των απαιτήσεων των πιστωτών δεν είναι πλέον δίκαιη για τους πιστωτές λόγω ουσιαστικής αλλαγής των συνθηκών, αν ο οφειλέτης, σκοπίμως ή λόγω βαριάς αμέλειας, προσκόμισε ουσιωδώς εσφαλμένες ή ελλιπείς πληροφορίες σχετικά με τα στοιχεία ενεργητικού, τα εισοδήματα, τους πιστωτές ή τις υποχρεώσεις του, αν ο οφειλέτης πραγματοποίησε πληρωμές σε πιστωτές που δεν περιλαμβάνονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης, προκαλώντας έτσι σημαντική βλάβη στα συμφέροντα των άλλων πιστωτών, αν ο οφειλέτης δεν παρέχει συνδρομή στο δικαστήριο ή στον σύμβουλο κατά την εκπλήρωση της υποχρέωσης εποπτείας ή δεν παρέχει τις πληροφορίες που απαιτούνται για τη διενέργεια της εποπτείας, ή αν ο οφειλέτης δεν καταβάλει το ποσό που ορίστηκε από το δικαστήριο ως προκαταβολή. Το δικαίωμα πιστωτή του οποίου η απαίτηση αναδιαρθρώθηκε βάσει του σχεδίου αναδιάρθρωσης να εγείρει απαίτηση κατά του οφειλέτη αποκαθίσταται ακέραιο στο αρχικό ποσό. Πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη τα κέρδη του πιστωτή κατά το διάστημα εφαρμογής του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

Τελευταία επικαιροποίηση: 05/06/2020

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.