

Βρείτε πληροφορίες ανά περιφέρεια
Κάθε πρόσωπο το οποίο ασκεί εμπορική ή βιοτεχνική δραστηριότητα, κάθε γεωργός, κάθε άλλο φυσικό πρόσωπο που ασκεί ανεξάρτητη επαγγελματική δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένου ελεύθερου επαγγέλματος ρυθμιζόμενου από νομοθετικό ή κανονιστικό καθεστώς ή του οποίου ο τίτλος προστατεύεται, και κάθε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαδικασίας διάσωσης, δικαστικής εξυγίανσης ή δικαστικής εκκαθάρισης.
Οι αυτοαπασχολούμενοι μπορούν να επωφεληθούν της κίνησης διαδικασίας αφερεγγυότητας.
Μόνο πρόσωπο το οποίο ασκεί πράγματι δραστηριότητα μπορεί να επωφεληθεί της κίνησης διαδικασίας διάσωσης. Σε περίπτωση δικαστικής εξυγίανσης ή δικαστικής εκκαθάρισης, το πρόσωπο μπορεί να έχει ήδη παύσει να ασκεί τη δραστηριότητά του κατά την κίνηση της διαδικασίας.
Τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου τα οποία μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι οι εμπορικές εταιρείες, οι αστικές εταιρείες, οι όμιλοι οικονομικού σκοπού, οι ενώσεις προσώπων, οι επαγγελματικές συνδικαλιστικές οργανώσεις καθώς και τα συμβούλια των επιχειρήσεων.
Οι ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, όπως οι αφανείς εταιρείες ή οι εταιρείες υπό σύσταση, δεν μπορούν να επωφεληθούν της κίνησης διαδικασίας αφερεγγυότητας.
Εξαιρούνται επίσης όλα τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
Ταχεία διάσωση και ταχεία οικονομική διάσωση:
Ο οφειλέτης μπορεί να καταφύγει σε διαδικασία ταχείας διάσωσης ή διαδικασία ταχείας οικονομικής διάσωσης, εάν οι οικονομικές καταστάσεις του έχουν ελεγχθεί από ελεγκτή ή καταρτιστεί από ορκωτό λογιστή και εάν έχει περισσότερους από 20 εργαζομένους ή κύκλο εργασιών άνω των 3 εκατομμυρίων ευρώ προ φόρων, ή συνολικό ισολογισμό άνω του 1,5 εκατομμυρίου ευρώ. Οι διαδικασίες ταχείας διάσωσης και ταχείας οικονομικής διάσωσης μπορούν επίσης να κινηθούν από οφειλέτη που έχει καταρτίσει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις.
Η διαδικασία διάσωσης κινείται όταν υπάρχουν ανυπέρβλητες δυσκολίες για τον οφειλέτη και εφόσον αυτός δεν έχει περιέλθει σε παύση πληρωμών.
Η διαδικασία δικαστικής εξυγίανσης κινείται όταν ο οφειλέτης αδυνατεί να ανταποκριθεί στις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του με το διαθέσιμο ενεργητικό του και έχει περιέλθει σε παύση πληρωμών.
Σκοπός της δικαστικής εξυγίανσης είναι να καταστεί εφικτή η συνέχιση της δραστηριότητας της επιχείρησης, η διατήρηση των θέσεων απασχόλησης και η εκκαθάριση του παθητικού. Την κίνηση της διαδικασίας πρέπει να ζητήσει ο επιχειρηματίας εντός 45 ημερών από την παύση των πληρωμών.
Η διαδικασία δικαστικής εκκαθάρισης κινείται όταν η επιχείρηση έχει περιέλθει σε παύση πληρωμών και η ανάκαμψη είναι προδήλως αδύνατη.
Μόνο ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει την κίνηση διαδικασίας διάσωσης.
Αντιθέτως, την κίνηση διαδικασίας δικαστικής εξυγίανσης ή δικαστικής εκκαθάρισης μπορούν να ζητήσουν, εκτός από τον οφειλέτη, οι πιστωτές ή η εισαγγελική αρχή, εφόσον δεν βρίσκεται σε εξέλιξη διαδικασία συνδιαλλαγής (προ-πτωχευτική διαδικασία).
Η απόφαση για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία έκδοσής της. Ως εκ τούτου, αρχίζει να παράγει αποτελέσματα από τις δώδεκα τα μεσάνυχτα της ημερομηνίας κατά την οποία εκδίδεται.
Η δικαστική απόφαση κοινοποιείται στον οφειλέτη εντός οκτώ ημερών από την ημερομηνία έκδοσής της και ανακοινώνεται στους διαχειριστές αφερεγγυότητας και στην εισαγγελική αρχή, καθώς και σε άλλα κράτη μέλη στα οποία ο οφειλέτης διαθέτει εγκατάσταση.
Η δικαστική απόφαση παράγει αμέσως αποτελέσματα έναντι όλων.
Εντός δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία της δικαστικής απόφασης για το άνοιγμα της διαδικασίας αφερεγγυότητας, σχετική εγγραφή καταχωρίζεται στο μητρώο εμπορίου και εταιρειών, στον κατάλογο επαγγελμάτων ή σε ειδικό μητρώο που τηρείται στη γραμματεία του πολυμελούς πρωτοδικείου.
Απόσπασμα της δικαστικής απόφασης καταχωρίζεται στο Bodacc (Bulletin officiel des annonces civiles et commerciales, επίσημο δελτίο αστικών και εμπορικών αναγγελιών) και σε εφημερίδα νομικών αναγγελιών στον τόπο της έδρας ή της επαγγελματικής διεύθυνσης του οφειλέτη.
Ταχεία διάσωση και ταχεία οικονομική διάσωση
Προβλέπονται επίσης διαδικασίες ταχείας διάσωσης και ταχείας οικονομικής διάσωσης.
Την κίνηση της διαδικασίας ταχείας διάσωσης μπορεί να ζητήσει οφειλέτης ο οποίος συμμετέχει σε διαδικασία συνδιαλλαγής και αποδεικνύει την εκπόνηση πρότασης σχεδίου με σκοπό τη διασφάλιση της βιωσιμότητας της επιχείρησης.
Το γεγονός ότι ο οφειλέτης έχει περιέλθει σε παύση πληρωμών δεν εμποδίζει την κίνηση της διαδικασίας ταχείας διάσωσης, εφόσον η παύση πληρωμών δεν προηγείται της ημερομηνίας της αίτησης για το άνοιγμα διαδικασίας συμβιβασμού κατά περισσότερες από 45 ημέρες.
Η διαδικασία ταχείας οικονομικής διάσωσης μπορεί να κινηθεί υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με εκείνες που ισχύουν για τη διαδικασία ταχείας διάσωσης και εφόσον από τις οικονομικές καταστάσεις του οφειλέτη διαφαίνεται ότι οι οφειλές του επιτρέπουν την έγκριση σχεδίου μόνο από τους πιστωτές που έχουν την ιδιότητα μέλους της επιτροπής πιστωτικών ιδρυμάτων.
Όλη η περιουσία του οφειλέτη αποτελεί αντικείμενο της διαδικασίας αφερεγγυότητας.
Αν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο, μόνο τα περιουσιακά στοιχεία του ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία.
Εάν ο οφειλέτης είναι ατομική επιχείρηση, η διαδικασία αφερεγγυότητας περιλαμβάνει και την προσωπική περιουσία του.
Ωστόσο, η κύρια κατοικία οφειλέτη ο οποίος είναι ατομική επιχείρηση και ασκεί εμπορική, βιομηχανική, βιοτεχνική, γεωργική ή ελεύθερη δραστηριότητα δεν μπορεί, εκ του νόμου, να κατασχεθεί από πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις προκύπτουν στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας (επαγγελματίες πιστωτές – créanciers professionnels).
Άλλα ακίνητα, δομημένα ή μη, τα οποία δεν προορίζονται για επαγγελματική χρήση μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δήλωσης ακατάσχετου. Η δήλωση αυτή, η οποία πρέπει να περιβληθεί τον συμβολαιογραφικό τύπο και να δημοσιευθεί, ισχύει μόνο έναντι των επαγγελματιών πιστωτών των οποίων τα δικαιώματα γεννώνται μετά τη δημοσίευση.
Το ακατάσχετο της κύριας κατοικίας του οφειλέτη από τους επαγγελματίες πιστωτές ανταποκρίνεται στον στόχο της προστασίας του οφειλέτη και της οικογένειάς του.
Η πτωχευτική απαλλοτρίωση του οφειλέτη
Διάσωση και δικαστική εξυγίανση
Σε περίπτωση κίνησης διαδικασίας διάσωσης ή δικαστικής εξυγίανσης, ο οφειλέτης δεν χάνει την εξουσία διάθεσης και διαχείρισης της περιουσίας του και συνεχίζει να διαχειρίζεται την επιχείρησή του.
Στη διαδικασία διάσωσης, το δικαστήριο μπορεί να διορίσει δικαστικό διαχειριστή (administrateur judiciaire) ο οποίος επιβλέπει ή βοηθά τον οφειλέτη στη διαχείριση της επιχείρησης, σύμφωνα με τα καθήκοντα που ορίζει το δικαστήριο στην απόφασή του. Σε ορισμένες περιπτώσεις (εταιρεία με τουλάχιστον 20 εργαζόμενους και κύκλο εργασιών τουλάχιστον 3 εκατ. ευρώ προ φόρων), ο εν λόγω διορισμός είναι υποχρεωτικός.
Στη διαδικασία δικαστικής εξυγίανσης, το δικαστήριο μπορεί επίσης να διορίσει δικαστικό διαχειριστή ο οποίος βοηθά τον οφειλέτη στη διαχείριση ή την αναλαμβάνει ο ίδιος αντ’ αυτού, εν όλω ή εν μέρει. Ο εν λόγω διορισμός είναι υποχρεωτικός στις ίδιες περιπτώσεις με τη διάσωση.
Δικαστική εκκαθάριση
Σε περίπτωση κίνησης διαδικασίας δικαστικής εκκαθάρισης, ο οφειλέτης χάνει την εξουσία διάθεσης και διαχείρισης της περιουσίας του. Τα δικαιώματα και οι πράξεις που σχετίζονται με την επαγγελματική περιουσία του ασκούνται από τον εκκαθαριστή. Επομένως, ο εκκαθαριστής διασφαλίζει τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.
Οι διαχειριστές αφερεγγυότητας
Οι διαχειριστές αφερεγγυότητας είναι δικαστικοί πληρεξούσιοι οι οποίοι τελούν υπό την εποπτεία της εισαγγελικής αρχής και ασκούν νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα.
Αυτοί οι ειδικευμένοι ελεύθεροι επαγγελματίες πρέπει να εγγράφονται σε εθνικούς καταλόγους και να πληρούν αυστηρές προϋποθέσεις ικανότητας και ήθους.
Διαχειριστές αφερεγγυότητας μπορούν επίσης να οριστούν πρόσωπα μη εγγεγραμμένα στους καταλόγους, τα οποία διαθέτουν ωστόσο ειδική πείρα ή προσόντα σε σχέση με την υπόθεση.
Οι διαχειριστές αφερεγγυότητας διορίζονται από το δικαστήριο κατά το άνοιγμα της διαδικασίας.
Οι διαχειριστές αφερεγγυότητας μπορεί να υπέχουν αστική και ποινική ευθύνη σύμφωνα με το κοινό δίκαιο.
Η αμοιβή τους καθορίζεται σε πίνακα αμοιβών που καταρτίζεται με διάταγμα ο δικαστής επιβαρύνει τον οφειλέτη με την αμοιβή που προσδιορίζεται κατ' αυτόν τον τρόπο.
Οι εξουσίες του διαχειριστή αφερεγγυότητας και του οφειλέτη
Ο δικαστικός διαχειριστής
Καταρχήν, το δικαστήριο που αποφασίζει την κίνηση διαδικασίας διάσωσης ή δικαστικής εξυγίανσης διορίζει δικαστικό διαχειριστή, τον οποίο μπορούν να προτείνουν ο οφειλέτης στη διαδικασία διάσωσης ή η εισαγγελική αρχή.
Ο ορισμός του δεν είναι υποχρεωτικός εάν ο οφειλέτης έχει λιγότερους από είκοσι εργαζόμενους και ο κύκλος εργασιών του είναι μικρότερος των τριών εκατομμυρίων ευρώ, προ φόρων.
Σε περίπτωση ταχείας διάσωσης και ταχείας οικονομικής διάσωσης, είναι πάντοτε υποχρεωτικός ο διορισμός δικαστικού διαχειριστή (administrateur judiciaire).
Σε περίπτωση διάσωσης, ο οφειλέτης δεν χάνει την εξουσία διάθεσης και διαχείρισης της περιουσίας του και εξακολουθεί να μπορεί να τη διαθέσει και να την διοικήσει, εκτός αν το δικαστήριο αποφασίσει διαφορετικά.
Ο δικαστικός διαχειριστής, εφόσον διοριστεί, επιβλέπει ή βοηθά τον οφειλέτη στη διαχείριση της επιχείρησης, σύμφωνα με τα καθήκοντα που ορίζει το δικαστήριο.
Στη διαδικασία δικαστικής εξυγίανσης, βοηθά τον οφειλέτη στη διαχείριση ή αναλαμβάνει ο ίδιος τη διαχείριση, εν όλω ή εν μέρει, αντί του οφειλέτη.
Ο δικαστικός διαχειριστής οφείλει να εκτελεί τις πράξεις οι οποίες είναι απαραίτητες για τη διατήρηση των δικαιωμάτων της επιχείρησης κατά των οφειλετών της και εκείνες που είναι απαραίτητες για τη διατήρηση των ικανοτήτων παραγωγής ή να μεριμνά για την εκτέλεση των εν λόγω πράξεων από τον οφειλέτη.
Ο δικαστικός διαχειριστής διαθέτει ίδιες εξουσίες, όπως την κίνηση, με την υπογραφή του, των τραπεζικών λογαριασμών του οφειλέτη, στον οποίο έχει απαγορευθεί η έκδοση επιταγών, την απαίτηση διατήρησης των εκκρεμών συμβάσεων και την πραγματοποίηση των απαραίτητων απολύσεων.
Ο δικαστικός πληρεξούσιος
Ο δικαστικός πληρεξούσιος ορίζεται υποχρεωτικά από το δικαστήριο σε κάθε συλλογική διαδικασία.
Καθήκον του είναι να εκπροσωπεί τους πιστωτές και το συλλογικό συμφέρον τους.
Καταρτίζει κατάλογο των αναγγελθεισών απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένων απαιτήσεων από μισθούς, με τις προτάσεις του περί παραδοχής, απόρριψης ή παραπομπής στο αρμόδιο δικαστήριο, και διαβιβάζει τον κατάλογο στον εισηγητή της πτώχευσης.
Ο εκκαθαριστής
Στην απόφαση δικαστικής εκκαθάρισης, το δικαστήριο ορίζει εκκαθαριστή.
Ο εκκαθαριστής πρέπει να επαληθεύει τις απαιτήσεις και να προβαίνει στις πράξεις ρευστοποίησης του ενεργητικού του οφειλέτη, με σκοπό την ικανοποίηση των πιστωτών.
Προβαίνει σε απολύσεις και μπορεί να επιλέξει τη διατήρηση των εκκρεμών συμβάσεων.
Εκπροσωπεί τον οφειλέτη και ασκεί τα περισσότερα από τα δικαιώματα και πράξεις που σχετίζονται με την περιουσία του οφειλέτη, τα οποία έχουν αφαιρεθεί από αυτόν, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας δικαστικής εκκαθάρισης. Αντιθέτως, δεν μπορεί να ασκεί τα μη περιουσιακά δικαιώματα του οφειλέτη.
Ο συμψηφισμός είναι ένας τρόπος διαγραφής των αμοιβαίων υποχρεώσεων έως το ύψος της κατώτερης εξ αυτών.
Χωρεί μόνο μεταξύ δύο προσώπων που είναι αντίστοιχα οφειλέτης και πιστωτής ο ένας του άλλου.
Έτσι, ο συμψηφισμός επιτρέπει με συνοπτικό τρόπο την ταυτόχρονη εξόφληση αμοιβαίων απαιτήσεων.
Καταρχήν απαγορεύεται στον οφειλέτη να εξοφλήσει οποιαδήποτε απαίτηση γεννήθηκε πριν από τη δικαστική απόφαση ανοίγματος της διαδικασίας διάσωσης ή δικαστικής εξυγίανσης.
Ωστόσο, η απαγόρευση εξόφλησης προγενέστερων απαιτήσεων δεν ισχύει για την εξόφληση μέσω συμψηφισμού συναφών απαιτήσεων. Ως συναφείς νοούνται οι αμοιβαίες απαιτήσεις της ίδιας φύσης οι οποίες προέρχονται ή απορρέουν από την εκτέλεση ή τη μη εκτέλεση της ίδιας σύμβασης ή συνόλου συμβάσεων.
Εάν απαίτηση συναφής με την προγενέστερη απαίτηση γεννηθεί μετά τη δικαστική απόφαση ανοίγματος της διαδικασίας, είναι δυνατή η εξόφλησή της, μέσω συμψηφισμού με την προγενέστερη απαίτηση, εφόσον η τελευταία έχει αναγγελθεί.
Διαδικασία διατήρησης των εκκρεμών συμβάσεων
Η κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν επηρεάζει την ύπαρξη των συμβάσεων που συνδέουν τον οφειλέτη με τους εταίρους του (προμηθευτές, πελάτες), οι οποίες βρίσκονται σε ισχύ κατά την ημερομηνία ανοίγματος της διαδικασίας.
Εκκρεμής σύμβαση είναι η σύμβαση η οποία υφίσταται και εκπληρώνεται κατά την έναρξη της διαδικασίας, η σύμβαση διαδοχικής εκτέλεσης η οποία δεν έχει λήξει κατά την εν λόγω ημερομηνία ή η σύμβαση άμεσης εκτέλεσης, η οποία δεν έχει εκπληρωθεί ακόμη, αλλά έχει ήδη συναφθεί.
Οι ειδικές διατάξεις που αφορούν τις εκκρεμείς συμβάσεις δεν εφαρμόζονται στις συμβάσεις εργασίας.
Διάσωση και δικαστική εξυγίανση
Η σύμβαση διατηρείται, καταρχήν, αυτοδικαίως σε ισχύ.
Ως εκ τούτου, ο αντισυμβαλλόμενος πρέπει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του παρά το γεγονός ότι ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει δεσμεύσεις που είναι προγενέστερες της απόφασης για την έναρξη της διαδικασίας.
Οι καταβολές προς αυτόν για παροχές που διενεργήθηκαν μετά την απόφαση για την έναρξη της διαδικασίας διενεργούνται όταν καταστούν ληξιπρόθεσμες.
Μόνο ο δικαστικός διαχειριστής το διαθέτει δικαίωμα επιλογής δημόσιας τάξης, το οποίο του επιτρέπει να απαιτήσει τη συνέχιση της σύμβασης με υποχρέωση πληρωμής των παροχών που θα του παρασχεθούν.
Εάν δεν έχει διοριστεί δικαστικός διαχειριστής, ο οφειλέτης μπορεί να απαιτήσει την εκπλήρωση των εκκρεμών συμβάσεων, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του δικαστικού πληρεξουσίου.
Ο δικαστικός διαχειριστής έχει επίσης τη δυνατότητα να καταγγείλει τη σύμβαση σταδιακής εκπλήρωσης ή στην οποία προβλέπεται εξόφληση με δόσεις σε βάθος χρόνου, εφόσον διαπιστώσει ότι δεν υπάρχουν επαρκή κεφάλαια για την εκτέλεση των υποχρεώσεων του οφειλέτη.
Ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να απευθύνει στον δικαστικό διαχειριστή (ή στον οφειλέτη, αν δεν υπάρχει δικαστικός διαχειριστής) ειδοποίηση ώστε αυτός να αποφασίσει σχετικά με το μέλλον της σύμβασης.
Εκκρεμής σύμβαση λύεται αυτοδικαίως εάν, στη λήξη προθεσμίας ενός μήνα, ο δικαστικός διαχειριστής (ή ο οφειλέτης) δεν απαντήσει στην εν λόγω ειδοποίηση.
Το ίδιο ισχύει σε περίπτωση μη πληρωμής και μη συμφωνίας του αντισυμβαλλομένου για τη συνέχιση των συμβατικών σχέσεων.
Επιπλέον, ο δικαστικός διαχειριστής (ή, ελλείψει αυτού, ο οφειλέτης) μπορεί να ζητήσει από τον εισηγητή της πτώχευσης να καταγγείλει εκκρεμή σύμβαση, εάν η καταγγελία είναι απαραίτητη για τη διάσωση ή την εξυγίανση του οφειλέτη, και εφόσον δεν θίγει σε υπερβολικό βαθμό τα συμφέροντα του αντισυμβαλλομένου.
Δικαστική εκκαθάριση
Όπως και στην περίπτωση της διάσωσης και της δικαστικής εξυγίανσης, διατηρούνται καταρχήν όλες οι εκκρεμείς συμβάσεις. Ως εκ τούτου, ο αντισυμβαλλόμενος πρέπει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του παρά το γεγονός ότι ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει δεσμεύσεις που είναι προγενέστερες της απόφασης για την έναρξη της διαδικασίας.
Οι καταβολές προς αυτόν για παροχές που διενεργήθηκαν μετά την απόφαση για την έναρξη της διαδικασίας διενεργούνται όταν καταστούν ληξιπρόθεσμες.
Μόνο ο εκκαθαριστής έχει τη δυνατότητα να απαιτήσει την εκπλήρωση των εκκρεμών συμβάσεων εκτελώντας την υποσχεθείσα από τον οφειλέτη παροχή.
Ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να απευθύνει στον εκκαθαριστή ειδοποίηση ώστε αυτός να αποφασίσει σχετικά με το μέλλον της σύμβασης.
Η σύμβαση λύεται αυτοδικαίως εάν, στη λήξη προθεσμίας ενός μήνα, ο εκκαθαριστής δεν απαντήσει στην εν λόγω ειδοποίηση. Το ίδιο ισχύει όταν η παροχή του οφειλέτη αφορά την πληρωμή χρηματικού ποσού, την ημέρα που ο αντισυμβαλλόμενος ενημερώνεται για την απόφαση του εκκαθαριστή να μην συνεχιστεί η εκπλήρωση της σύμβασης, καθώς και σε περίπτωση μη πληρωμής, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος δεν συμφωνεί ως προς την εξακολούθηση των συμβατικών σχέσεων.
Εάν η παροχή δεν αφορά την πληρωμή χρηματικού ποσού, ο εκκαθαριστής μπορεί επίσης να ζητήσει από τον εισηγητή της πτώχευσης να κηρύξει την καταγγελία της σύμβασης, εάν αυτή είναι απαραίτητη για τις εργασίες της εκκαθάρισης και δεν θίγει σε υπερβολικό βαθμό τα συμφέροντα του αντισυμβαλλομένου.
Μεταβίβαση των εκκρεμών συμβάσεων
Όσον αφορά τη διάσωση, τη δικαστική εξυγίανση ή τη δικαστική εκκαθάριση, εάν διαταχθεί ολική ή μερική μεταβίβαση της επιχείρησης, το δικαστήριο μπορεί να καθορίσει ποιες συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης, μίσθωσης ή παροχής αγαθών ή υπηρεσιών οι οποίες είναι αναγκαίες για τη συνέχιση της δραστηριότητας θα μεταβιβαστούν.
Αντισυμβαλλόμενος του οποίου η σύμβαση δεν έχει μεταβιβαστεί μπορεί να ζητήσει από τον εισηγητή της πτώχευσης να κηρύξει τη λύση της εν λόγω σύμβασης αν ο διαχειριστής ή, απουσία αυτού, ο οφειλέτης, ή ο εκκαθαριστής δεν ζητήσει τη συνέχιση της εκπλήρωσής της.
Σε περίπτωση διαδικασίας αφερεγγυότητας, οι πιστωτές οφείλουν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους κατά του οφειλέτη αποκλειστικά στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας και δεν μπορούν να κινηθούν μεμονωμένα κατά του οφειλέτη για την εξόφλησή τους.
Η δικαστική απόφαση κλεισίματος της διαδικασίας δικαστικής εκκαθάρισης λόγω ανεπάρκειας ενεργητικού δεν επιτρέπει στους πιστωτές να ανακτήσουν τη δυνατότητα να κινηθούν μεμονωμένα κατά του οφειλέτη.
Εξαιρέσεις από τον ως άνω κανόνα είναι οι ακόλουθες:
Οι πιστωτές αποκτούν επίσης εκ νέου δικαίωμα κίνησης μεμονωμένης διαδικασίας στις ακόλουθες περιπτώσεις:
Επιπλέον, σε περίπτωση απάτης έναντι ενός ή περισσότερων πιστωτών, το δικαστήριο επιτρέπει την επαναφορά του δικαιώματος κίνησης μεμονωμένης διαδικασίας κάθε πιστωτή κατά του οφειλέτη. Το δικαστήριο αποφαίνεται κατά το κλείσιμο της διαδικασίας αφού ακούσει ή κλητεύσει νομίμως τον οφειλέτη, τον εκκαθαριστή και τους ελεγκτές. Μπορεί να αποφανθεί μεταγενέστερα, κατόπιν αιτήματος κάθε ενδιαφερομένου, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις.
Η δικαστική απόφαση κίνησης διαδικασίας αφερεγγυότητας διακόπτει ή απαγορεύει την άσκηση αγωγών κατά του οφειλέτη με αντικείμενο την πληρωμή χρηματικού ποσού ή την καταγγελία σύμβασης λόγω μη πληρωμής χρηματικών ποσών.
Οι διαδικασίες εκτέλεσης και τα συντηρητικά μέτρα αναστέλλονται επίσης.
Οι αγωγές πιστωτών οι οποίες ασκήθηκαν πριν από την κίνηση της συλλογικής διαδικασίας διακόπτονται ή αναστέλλονται.
Επομένως, αυτό αφορά όλους τους προγενέστερους πιστωτές, είτε διαθέτουν εξασφαλίσεις είτε όχι.
Η διακοπή και η απαγόρευση άσκησης ενδίκων βοηθημάτων εφαρμόζονται σε όλες τις διαδικασίες αφερεγγυότητας.
Οι εκκρεμείς διαδικασίες διακόπτονται έως ότου ο επισπεύδων πιστωτής αναγγείλει την απαίτησή του.
Επαναλαμβάνονται στη συνέχεια αυτοδικαίως, αλλά έχουν ως αντικείμενο μόνο την αναγνώριση της απαίτησης και τον καθορισμό του ύψους της, και όχι την καταδίκη του οφειλέτη.
Άλλες αγωγές και διαδικασίες εκτέλεσης εκτός των προαναφερθεισών, ασκούνται κατά την περίοδο παρατήρησης κατά του οφειλέτη κατόπιν κλήτευσης του δικαστικού πληρεξούσιου και του δικαστικού διαχειριστή, όταν αυτός έχει καθήκον παροχής συνδρομής ή εκπροσώπησης του οφειλέτη, ή κατόπιν επανάληψης της διαδικασίας με πρωτοβουλία του δικαστικού πληρεξούσιου ή του προσωρινού συνδίκου.
Διάσωση και δικαστική εξυγίανση
Με σκοπό την έγκριση του σχεδίου διάσωσης, πραγματοποιείται διαβούλευση με τους πιστωτές σχετικά με τις προθεσμίες εξόφλησης ή άφεσης οφειλών.
Οι προτάσεις διαβιβάζονται από τον δικαστικό διαχειριστή (ή, ελλείψει αυτού, από τον οφειλέτη) στον δικαστικό πληρεξούσιο, ο οποίος εκπροσωπεί τους πιστωτές.
Ο δικαστικός πληρεξούσιος συγκεντρώνει ατομικά ή συλλογικά τη σύμφωνη γνώμη κάθε πιστωτή που ανήγγειλε την απαίτησή του.
Ο δικαστικός πληρεξούσιος δεν υποχρεούται να διαβουλευθεί με τους πιστωτές για τους οποίους το προτεινόμενο σχέδιο δεν τροποποιεί τους όρους πληρωμής ή για τους οποίους προβλέπει πλήρη εξόφληση τοις μετρητοίς από την έγκριση του σχεδίου ή την παραδοχή των απαιτήσεων.
Επιτροπές πιστωτών
Όταν ο πιστωτής έχει περισσότερους από 150 εργαζόμενους και ο κύκλος εργασιών του υπερβαίνει τα 20 εκατομμύρια ευρώ, συστήνονται επιτροπές πιστωτών οι οποίες αποφασίζουν σχετικά με τα προτεινόμενα σχέδια εκκαθάρισης του παθητικού. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να αποφασίσει να εφαρμόσει τις εν λόγω διατάξεις ακόμα και όταν δεν πληρούται η προϋπόθεση των εν λόγω κατώτατων ορίων.
Οι επιτροπές πιστωτών συγκαλούν ξεχωριστές συνελεύσεις για διαφορετικές κατηγορίες πιστωτών, με σκοπό να τους υποβάλλουν προτάσεις τις οποίες θα μπορέσουν να συζητήσουν και επί των οποίων θα αποφασίσουν συλλογικά, πράγμα που σημαίνει ότι οι πιστωτές μειοψηφίας θα πρέπει να συμμορφωθούν προς την απόφαση των πιστωτών πλειοψηφίας.
Υπάρχει επιτροπή πιστωτικών ιδρυμάτων, η οποία απαρτίζεται από τις εταιρείες χρηματοδότησης και από πιστωτικά ή συναφή μ’ αυτά ιδρύματα, και επιτροπή απαρτιζόμενη από τους κύριους παρόχους αγαθών ή υπηρεσιών. Όταν υπάρχουν ομολογιούχοι, συγκαλείται γενική συνέλευση απαρτιζόμενη από το σύνολο των πιστωτών κατόχων ομολογιών εκδοθεισών στη Γαλλία ή στο εξωτερικό, με σκοπό να συζητήσει σχετικά με το προτεινόμενο σχέδιο που ενέκριναν οι επιτροπές πιστωτών.
Ο δικαστικός διαχειριστής οφείλει να διαβουλεύεται με τις επιτροπές πιστωτών σχετικά με το προτεινόμενο σχέδιο και αυτές πρέπει να υπερψηφίσουν ένα σχέδιο προτού μπορέσει το δικαστήριο να αποφανθεί επ' αυτού.
Ενώπιον των επιτροπών πιστωτών, κάθε πιστωτής μέλος επιτροπής μπορεί να διατυπώσει εναλλακτικές προτάσεις στο προτεινόμενο σχέδιο που υποβάλλει ο οφειλέτης.
Επομένως, το προτεινόμενο σχέδιο μπορεί να προέρχεται από τον οφειλέτη (ενδεχομένως με τη συνδρομή του δικαστικού διαχειριστή) ή, σε περίπτωση δικαστικής εξυγίανσης, από τον διαχειριστή με τη συνδρομή του οφειλέτη, αλλά μπορεί επίσης να είναι αποτέλεσμα πρωτοβουλίας των πιστωτών που είναι μέλη των εν λόγω επιτροπών. Το σχέδιο που εγκρίνουν οι επιτροπές και, εάν είναι διαφορετικό, εκείνο που υποστηρίζει ο οφειλέτης ή ο δικαστικός διαχειριστής μπορούν ακολούθως να υποβληθούν στο δικαστήριο, παράλληλα.
Ταχεία διάσωση
Σε περίπτωση κίνησης διαδικασίας ταχείας διάσωσης, συγκροτούνται υποχρεωτικά οι επιτροπές πιστωτών -επιτροπή πιστωτικών ιδρυμάτων και επιτροπή παρόχων αγαθών και υπηρεσιών, όπως επίσης και η γενική συνέλευση των ομολογιούχων, εφόσον συντρέχει περίπτωση.
Πραγματοποιούνται επίσης μεμονωμένες διαβουλεύσεις με τους πιστωτές που δεν είναι μέλη επιτροπών.
Ταχεία οικονομική διάσωση
Σε περίπτωση κίνησης διαδικασίας ταχείας οικονομικής διάσωσης, μόνο η επιτροπή πιστωτικών ιδρυμάτων συγκροτείται υποχρεωτικά, και συγκαλείται επίσης η γενική συνέλευση των ομολογιούχων, εφόσον συντρέχει περίπτωση.
Η διάθεση των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας μπορεί να λάβει τη μορφή της ολικής η μερικής μεταβίβασης της επιχείρησης ή να πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο μεμονωμένων μεταβιβάσεων. Οι πράξεις αυτές υπόκεινται σε διαφορετικά καθεστώτα.
Η μεταβίβαση της επιχείρησης διατάσσεται από το δικαστήριο και δεν διενεργείται από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας.
Στην περίπτωση της διάσωσης, η μεταβίβαση της επιχείρησης μπορεί να είναι μόνο μερική. Είναι μερική ή ολική στο πλαίσιο της δικαστικής εξυγίανσης και εκκαθάρισης.
Σ’ αυτήν την περίπτωση, το δικαστήριο εκδίδει απόφαση με την οποία ορίζει την προθεσμία εντός της οποίας οι προσφορές εξαγοράς πρέπει να περιέλθουν στον δικαστικό πληρεξούσιο, στον εκκαθαριστή ή, ενδεχομένως, στον διαχειριστή. Οι προσφορές πρέπει να είναι γραπτές και να περιέχουν ορισμένες υποχρεωτικές αναφορές.
Οι μεμονωμένες μεταβιβάσεις στοιχείων του ενεργητικού διέπονται από διαφορετικούς κανόνες.
Κατά διάρκεια της περιόδου διάσωσης και δικαστικής εξυγίανσης, εφόσον ο οφειλέτης δεν έχει χάσει την εξουσία διάθεσης και διαχείρισης της περιουσίας του, μπορεί, με την επιφύλαξη των καθηκόντων του διαχειριστή, να συνεχίσει να διαθέτει ο ίδιος την περιουσία του.
Αν η πράξη διάθεσης που επιφέρει τη ρευστοποίηση του ενεργητικού δεν εμπίπτει στην καθημερινή διαχείριση της εταιρείας, ο οφειλέτης πρέπει να λάβει προηγουμένως την έγκριση του εισηγητή της πτώχευσης.
Στο πλαίσιο του σχεδίου διάσωσης ή δικαστικής εξυγίανσης, ο οφειλέτης ανακτά πλήρεις εξουσίες επί της περιουσίας του.
Στο πλαίσιο της δικαστικής εκκαθάρισης, ο εκκαθαριστής πρέπει να λάβει την άδεια του εισηγητή της πτώχευσης για να προβεί σε μεταβίβαση στοιχείων του ενεργητικού.
Τα ακίνητα πωλούνται στο πλαίσιο διαδικασίας πλειστηριασμού. Ο εισηγητής της πτώχευσης ορίζει την τιμή πρώτης προσφοράς και τους ουσιώδεις όρους της πώλησης. Ο εισηγητής της πτώχευσης μπορεί επίσης να επιτρέψει την πώληση με φιλικό διακανονισμό επί της τιμής πρώτης προσφοράς την οποία ορίζει. Μπορεί επίσης να εγκρίνει την πώληση με κοινή συμφωνία των αντισυμβαλλομένων, στην τιμή και με τους όρους που αυτός καθορίζει.
Στη συνέχεια, ο εκκαθαριστής κατανέμει το προϊόν της πώλησης ανάλογα με την κατάταξη των πιστωτών.
Κάθε απαίτηση γεννηθείσα πριν από τη δικαστική απόφαση κίνησης της διαδικασίας πρέπει να αναγγέλλεται, ανεξαρτήτως φύσης ή χαρακτήρα: εμπορική, αστική, διοικητική (δημόσιο ταμείο, οργανισμοί πρόνοιας και κοινωνικής ασφάλισης) ή ποινική (πρόστιμο). Δεν έχει σημασία εάν η απαίτηση είναι εγχειρόγραφη ή προνομιακή, απαιτητή ή υπό προθεσμία, βέβαιη ή υπό αίρεση. Οι διατάξεις αυτές δεν καταλαμβάνουν τους μισθωτούς.
Οι απαιτήσεις που γεννώνται κανονικά μετά τη δικαστική απόφαση κίνησης της διαδικασίας για τις ανάγκες διεξαγωγής της διαδικασίας ή ως αντάλλαγμα παροχής προς τον οφειλέτη για την επαγγελματική του δραστηριότητα, εξοφλούνται στο χρόνο λήξης τους.
Κάθε πιστωτής του οποίου η απαίτηση γεννήθηκε πριν από τη δικαστική απόφαση ανοίγματος της διαδικασίας οφείλει να αναγγείλει την απαίτησή του στον δικαστικό πληρεξούσιο σε περίπτωση διάσωσης ή εξυγίανσης ή στον εκκαθαριστή σε περίπτωση εκκαθάρισης.
Η προθεσμία αναγγελίας λήγει δύο μήνες μετά τη νόμιμη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης ανοίγματος της διαδικασίας.
Ο οφειλέτης μπορεί επίσης να αναγγείλει ο ίδιος την απαίτηση ενός εκ των πιστωτών του υπό τις ίδιες προϋποθέσεις.
Η αναγγελία αφορά επίσης ορισμένες απαιτήσεις που γεννώνται μετά τη δικαστική απόφαση κίνησης της διαδικασίας, εκείνες οι οποίες δεν εξοφλούνται κατά προτεραιότητα η οποία ισχύει για τις απαιτήσεις που είναι πρόσφορες για την επιχείρηση ή συνδέονται με τις ανάγκες της διαδικασίας.Στην αναγγελθείσα απαίτηση πρέπει να αναφέρονται το ύψος των οφειλόμενων ποσών και εκείνων που πρόκειται να καταστούν ληξιπρόθεσμα, οι ημερομηνίες λήξης, η φύση του υφιστάμενου προνομίου ή της εξασφάλισης, ο τρόπος υπολογισμού των τόκων.
Κανένας ιδιαίτερος τύπος δεν επιβάλλεται για την αναγγελία απαίτησης. Συγκεκριμένα, η αναγγελία πρέπει να εκφράζει αφ' εαυτής και σαφώς τη βούληση του πιστωτή να αξιώσει την πληρωμή της απαίτησής του, να περιληφθεί στον πίνακα απαιτήσεων και να συμμετάσχει στη διαδικασία.
Αφού λάβει τις παρατηρήσεις του οφειλέτη, ο δικαστικός πληρεξούσιος καταρτίζει τον κατάλογο των αναγγελθεισών απαιτήσεων με τις προτάσεις του περί παραδοχής, απόρριψης ή παραπομπής στο αρμόδιο δικαστήριο.
Ο κατάλογος διαβιβάζεται στον εισηγητή της πτώχευσης και κοινοποιείται στον δικαστικό διαχειριστή.
Πριν κάνει δεκτή ή απορρίψει μια απαίτηση, ο εισηγητής της πτώχευσης επαληθεύει την ύπαρξη, το ύψος και τη φύση της, βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζει το πρόσωπο που προβαίνει στην αναγγελία και, ενδεχομένως, των στοιχείων που προσκομίζουν τα πρόσωπα που ακούγονται στη διαδικασία και ο δικαστικός πληρεξούσιος.
Οι πιστωτές οι οποίοι δεν ανήγγειλαν τις απαιτήσεις τους εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών αποκλείονται και, επομένως, δεν μπορούν να συμμετάσχουν στις διανομές ούτε να αξιώσουν μερίσματα σε περίπτωση έγκρισης σχεδίου ή ρευστοποίησης του ενεργητικού του οφειλέτη, εάν δεν εξασφαλίσουν την άρση του αποκλεισμού τους από τον εισηγητή της πτώχευσης.
Σε περίπτωση άρσης του αποκλεισμού, μπορούν να συμμετάσχουν στις διανομές που είναι μεταγενέστερες της αίτησής τους.
Ταχεία διάσωση και ταχεία οικονομική διάσωση
Ο οφειλέτης καταρτίζει κατάλογο των απαιτήσεων κάθε πιστωτή που έλαβε μέρος στη συνδιαλλαγή, οι οποίες πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο αναγγελίας απαιτήσεων. Ο κατάλογος πιστοποιείται από τον ελεγκτή του οφειλέτη και κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου.
Ο δικαστικός πληρεξούσιος διαβιβάζει σε κάθε πιστωτή απόσπασμα του καταλόγου που αφορά την απαίτησή του.
Ο προνομιούχος πιστωτής διαθέτει εγγύηση η οποία του εξασφαλίζει προτεραιότητα εξόφλησης από τον οφειλέτη του σε σχέση με τους άλλους απλούς πιστωτές, οι οποίοι ονομάζονται εγχειρόγραφοι πιστωτές, σε περίπτωση κίνησης συλλογικής διαδικασίας εναντίον του οφειλέτη.
Επομένως, ο πιστωτής μπορεί να είναι προνομιούχος:
Όλοι οι προνομιούχοι πιστωτές δεν είναι ίσοι. Σε περίπτωση περισσότερων προνομιούχων πιστωτών, η σειρά ικανοποίησής τους καθορίζεται από τον νόμο, αλλά ικανοποιούνται πάντοτε πριν από τους εγχειρόγραφους πιστωτές.
Οι εγχειρόγραφοι πιστωτές ικανοποιούνται από το εναπομένον ενεργητικό του οφειλέτη, μετά την ικανοποίηση των προνομιούχων πιστωτών. Η διανομή πραγματοποιείται αναλογικά.
Η κατάταξη των προνομίων
Διάσωση και δικαστική εξυγίανση
Η διανομή του εκπλειστηριάσματος από την πώληση ακίνητου μεταξύ των πιστωτών πραγματοποιείται με την ακόλουθη σειρά:
Η διανομή του εκπλειστηριάσματος από την πώληση κινητού μεταξύ των πιστωτών πραγματοποιείται με την ακόλουθη σειρά:
Δικαστική εκκαθάριση
Η διανομή του εκπλειστηριάσματος από την πώληση ακίνητου μεταξύ των πιστωτών πραγματοποιείται με την ακόλουθη σειρά:
Η διανομή του εκπλειστηριάσματος από την πώληση κινητού μεταξύ των πιστωτών πραγματοποιείται με την ακόλουθη σειρά:
Διάσωση και δικαστική εξυγίανση
Οι διαδικασίες διάσωσης και δικαστικής εξυγίανσης θεσπίστηκαν για να καταστήσουν εφικτές, μέσω ενός σχεδίου, τη διάσωση της επιχείρησης, τη συνέχιση της δραστηριότητάς της, και τη διατήρηση των θέσεων απασχόλησης και την εκκαθάριση του παθητικού. Το σχέδιο διάσωσης ή εξυγίανσης μπορεί να εγκριθεί μόνο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές.
Ο οφειλέτης, σε περίπτωση διάσωσης, ή ο διαχειριστής, σε περίπτωση δικαστικής εξυγίανσης, ή ένας πιστωτής, αν έχει συσταθεί επιτροπή πιστωτών, καταρτίζουν το προτεινόμενο σχέδιο, εφόσον υπάρχει σοβαρή πιθανότητα διάσωσης της επιχείρησης. Το σχέδιο περιλαμβάνει τρία σκέλη:
Στο σχέδιο αναφέρονται όλες οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν τα πρόσωπα που έχουν την ευθύνη της εφαρμογής του και οι οποίες είναι απαραίτητες για την εξυγίανση της επιχείρησης.
Ακολούθως, το δικαστήριο αποφαίνεται επί της πρότασης σχεδίου που του υπέβαλε ο οφειλέτης ή πιστωτής.
Η απόφαση του δικαστηρίου με την οποία εγκρίνεται σχέδιο διάσωσης ή εξυγίανσης ή σχέδιο μεταβίβασης είναι δικαστική απόφαση. Το σχέδιο έχει επίσης μια συμβατική πτυχή, εάν συγκροτήθηκαν επιτροπές πιστωτών.
Η διάρκεια του σχεδίου δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δέκα έτη (δεκαπέντε έτη για τους γεωργούς).
Το δικαστήριο διορίζει, για τη διάρκεια ισχύος του σχεδίου, τον δικαστικό διαχειριστή ή τον δικαστικό πληρεξούσιο ως επίτροπο εκτέλεσης του σχεδίου για να επιβλέπει την εκτέλεσή του.
Με την έγκριση του σχεδίου τερματίζεται η περίοδος παρατήρησης. Ο οφειλέτης ανακτά τον έλεγχο των περιουσιακών στοιχείων του και μπορεί εκ νέου να διοικεί την επιχείρησή του, με την επιφύλαξη των μέτρων που το δικαστήριο του επέβαλε με το σχέδιο.
Πράγματι, ο οφειλέτης οφείλει να τηρεί τις διατάξεις του σχεδίου από κάθε άποψη.
Διαφορετικά, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του ή σε περίπτωση παύσης πληρωμών κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του σχεδίου διάσωσης ή δικαστικής εξυγίανσης, ο οφειλέτης διατρέχει τον κίνδυνο λύσης του σχεδίου και επανάληψης της διαδικασίας.
Μετατροπή σε δικαστική εκκαθάριση
Η δικαστική εκκαθάριση μπορεί να αποφασιστεί κατά τη διάρκεια ή στο τέλος της περιόδου επιτήρησης που ξεκινά με τη δικαστική απόφαση διάσωσης ή τη δικαστική απόφαση δικαστικής εξυγίανσης.
Το δικαστήριο πρέπει να αποφασίσει τη δικαστική εκκαθάριση μόλις καταστεί σαφές ότι η συνέχιση της δραστηριότητας της επιχείρησης είναι αδύνατη ή ότι το σχέδιο εκχώρησης δεν μπορεί να εγκριθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας δικαστικής εξυγίανσης.
Λήξη των υποχρεώσεων στο πλαίσιο της δικαστικής εκκαθάρισης για τον οφειλέτη που είναι φυσικό πρόσωπο
Η πτωχευτική απαλλοτρίωση του οφειλέτη ξεκινά από την ημέρα της απόφασης της δικαστικής εκκαθάρισης και διαρκεί έως την περάτωση της εκκαθάρισης. Στο σημείο αυτό, ο οφειλέτης ανακτά τα δικαιώματά του και μπορεί να προβαίνει ξανά σε σχετικές πράξεις.
Η ολοκλήρωση της εκτέλεσης του σχεδίου διάσωσης ή δικαστικής εξυγίανσης δεν επιτρέπει στους πιστωτές που δεν είχαν αναγγείλει τις απαιτήσεις τους να κινηθούν κατά του οφειλέτη.
Η κατ' εξαίρεση δυνατότητα κίνησης μεμονωμένης διαδικασίας προβλέπεται ρητώς μόνο σε περίπτωση κλεισίματος της δικαστικής εκκαθάρισης λόγω ανεπάρκειας ενεργητικού.
Χρόνος κατά τον οποίο η διαδικασία αφερεγγυότητας θεωρείται περατωθείσα
Η περίοδος παρατήρησης είναι η περίοδος από την ημερομηνία της δικαστικής απόφασης ανοίγματος της διαδικασίας έως την ημερομηνία της δικαστικής απόφασης με την οποία εγκρίνεται το σχέδιο διάσωσης ή δικαστικής εξυγίανσης ή αποφασίζεται η δικαστική εκκαθάριση.
Τόσο στη διαδικασία διάσωσης όσο και στη διαδικασία δικαστικής εξυγίανσης, η δραστηριότητα συνεχίζεται κατά την περίοδο παρατήρησης και ο οφειλέτης συνεχίζει, καταρχήν, να διοικεί την επιχείρησή του, με ορισμένους περιορισμούς.
Όταν υπάρχει σημαντική πιθανότητα διάσωσης της επιχείρησης, η περίοδος παρατήρησης ολοκληρώνεται κανονικά με σχέδιο διάσωσης ή δικαστικής εξυγίανσης.
Η έγκριση σχεδίου διάσωσης ή εξυγίανσης επιτρέπει στον οφειλέτη να ανακτήσει τον έλεγχο των υποθέσεών του, αλλά δεν θέτει τέλος στη διαδικασία.
Πράγματι, η διαδικασία κλείνει όταν εγκριθεί από τον εισηγητή της πτώχευσης η έκθεση ολοκλήρωσης των καθηκόντων του δικαστικού διαχειριστή και του δικαστικού πληρεξουσίου. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου εκδίδει τότε διάταξη περάτωσης, η οποία αποτελεί μέτρο δικαστικής διαχείρισης κατά του οποίου δεν χωρεί προσφυγή.
Επομένως, η διαδικασία περατώνεται δικαστικά με την έκδοση της διάταξης περάτωσης.
Ωστόσο, τα αποτελέσματα της διαδικασίας δεν σταματούν με τη διάταξη περάτωσης, δεδομένου ότι το σχέδιο διάσωσης ή δικαστικής εξυγίανσης βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη.
Ο οφειλέτης οφείλει να τηρεί τις διατάξεις του σχεδίου από κάθε άποψη.
Διαφορετικά, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του ή σε περίπτωση παύσης πληρωμών κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του σχεδίου διάσωσης ή δικαστικής εξυγίανσης, ο οφειλέτης διατρέχει τον κίνδυνο λύσης του σχεδίου και επανάληψης της διαδικασίας.
Το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας βαρύνουν την επιχείρηση που αποτελεί αντικείμενο της διαδικασίας αφερεγγυότητας.
Όταν το δικαστήριο διατάσσει το άνοιγμα διαδικασίας δικαστικής εξυγίανσης ή δικαστικής εκκαθάρισης, τεκμαίρεται καταρχήν ότι η ημερομηνία παύσης των πληρωμών του οφειλέτη είναι η ημερομηνία της δικαστικής απόφασης για το άνοιγμα της διαδικασίας.
Ωστόσο, το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να καθορίσει την ημερομηνία παύσης των πληρωμών σε ημερομηνία η οποία προηγείται έως 18 μήνες της ημερομηνίας ανοίγματος της διαδικασίας αφερεγγυότητας.
Το διάστημα από την ημερομηνία παύσης των πληρωμών έως την ημερομηνία ανοίγματος της διαδικασίας δικαστικής εξυγίανσης ή δικαστικής εκκαθάρισης ονομάζεται στην περίπτωση αυτή «ύποπτη περίοδος».
Ορισμένες πράξεις οι οποίες τελούνται από τον οφειλέτη κατά την ύποπτη περίοδο και φαίνονται δόλιες ακυρώνονται.
Η αγωγή ακύρωσης των πράξεων που τελέσθηκαν κατά την ύποπτη περίοδο υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της διαδικασίας.
Την αγωγή μπορούν να ασκήσουν μόνο ο δικαστικός διαχειριστής, ο δικαστικός πληρεξούσιος, ο εκκαθαριστής και η εισαγγελική αρχή.
Οι πιστωτές μπορούν να ασκήσουν ατομικά, ή συλλογικά μέσω του δικαστικού πληρεξουσίου, αγωγή μη αντιταξιμότητας των πράξεων του οφειλέτη.
Η πράξη είναι άκυρη έναντι όλων και καταργείται με αναδρομική ισχύ.
Υποχρεωτικά άκυρες είναι οι ακόλουθες δώδεκα περιπτώσεις παράτυπων πράξεων:
Οι ως άνω πράξεις πρέπει να ακυρώνονται από το δικαστήριο, ανεξάρτητα από το κατά πόσον οι συμβαλλόμενοι ενήργησαν καλόπιστα ή κακόπιστα.
Επιπλέον, το δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει τις πράξεις μεταβίβασης με χαριστική αιτία κινητής ή ακίνητης περιουσίας και τη δήλωση ακατάσχετου, οι οποίες καταρτίστηκαν κατά τους έξι μήνες πριν από την ημερομηνία παύσης των πληρωμών. Στις περιπτώσεις αυτές οι πράξεις είναι δυνητικά άκυρες.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.