Αφερεγγυότητα/πτώχευση

Λιθουανία
Περιεχόμενο που παρέχεται από
European Judicial Network
Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο (για αστικές και εμπορικές υποθέσεις)

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Διαδικασία αφερεγγυότητας κινείται σε βάρος νομικών και φυσικών προσώπων.

Τα νομικά πρόσωπα υπόκεινται σε πτωχευτική διαδικασία, εξωδικαστική πτωχευτική διαδικασία και διαδικασία αναδιάρθρωσης.

Πτωχευτική διαδικασία ή εξωδικαστική πτωχευτική διαδικασία μπορεί να κινηθεί σε βάρος νομικών προσώπων κάθε είδους, εκτός από δημοσιονομικά όργανα, πολιτικά κόμματα, συνδικαλιστικές ενώσεις και θρησκευτικές κοινότητες και σωματεία.

Με την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας ή της εξωδικαστικής πτωχευτικής διαδικασίας, τα περιουσιακά στοιχεία του νομικού προσώπου εκποιούνται και τα έσοδα από την εκποίηση χρησιμοποιούνται για την ικανοποίηση των συμφερόντων των πιστωτών, ενώ το νομικό πρόσωπο τίθεται σε εκκαθάριση λόγω πτώχευσης.

Διαδικασία αναδιάρθρωσης μπορεί να κινηθεί σε βάρος νομικών προσώπων οποιασδήποτε νομικής μορφής, εκτός από δημοσιονομικά όργανα, πολιτικά κόμματα, συνδικαλιστικές ενώσεις, θρησκευτικές κοινότητες και σωματεία, πιστωτικά ιδρύματα, οργανισμούς πληρωμών, ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εταιρείες, εταιρείες διαχείρισης, εταιρείες επενδύσεων και χρηματιστές που πραγματοποιούν συναλλαγές σε δημόσια χρεόγραφα. Σκοπός της διαδικασίας αναδιάρθρωσης είναι να παρέχει τη δυνατότητα στα νομικά πρόσωπα τα οποία αντιμετωπίζουν χρηματοοικονομικές δυσχέρειες να αποκαθιστούν τη φερεγγυότητά τους, να διατηρούν και να αναπτύσσουν τις εργασίες τους, να πληρώνουν τις οφειλές τους και να αποφεύγουν την πτώχευση, ενώ παράλληλα συνεχίζουν να διεξάγουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα. Γι’ αυτό τον σκοπό, οι υποχρεώσεις του νομικού προσώπου σε αναδιάρθρωση διανέμονται σε περίοδο τεσσάρων ετών σύμφωνα με σχέδιο αναδιάρθρωσης, το οποίο πρέπει να εγκριθεί τόσο από τους εταίρους όσο και από τους πιστωτές του νομικού προσώπου. Η περίοδος υλοποίησης του σχεδίου μπορεί να παραταθεί για ένα επιπλέον έτος. Δεν προβλέπεται εξωδικαστική διαδικασία αναδιάρθρωσης.

Πτωχευτική διαδικασία μπορεί να κινηθεί από φυσικό πρόσωπο κατά άλλου φυσικού προσώπου, περιλαμβανομένων των αγροτών και των αυτοαπασχολούμενων. Δεν προβλέπεται εξωδικαστική πτωχευτική διαδικασία σε βάρος φυσικού προσώπου.

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

Πτωχευτική διαδικασία μπορεί να κινηθεί σε βάρος νομικού προσώπου, εφόσον το δικαστήριο έχει κρίνει ότι συντρέχει τουλάχιστον μία από τις παρακάτω περιστάσεις:

  • η εταιρεία είναι αφερέγγυα
  • η εταιρεία είναι υπερήμερη στις πληρωμές που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις με τους εργαζομένους της
  • η εταιρεία δεν μπορεί ή δεν θα μπορεί στο μέλλον να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της.

Ως αφερεγγυότητα εταιρείας νοείται η κατάσταση στην οποία βρίσκεται μια εταιρεία η οποία δεν είναι σε θέση να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της (δεν πληρώνει οφειλές, δεν παρέχει έργο για το οποίο έχει λάβει προκαταβολή κ.ο.κ.) και οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της εταιρείας (οφειλές, υπερωριακή εργασία κ.ο.κ.) υπερβαίνουν το ήμισυ της λογιστικής αξίας των περιουσιακών της στοιχείων.

Σε βάρος νομικού προσώπου μπορεί επίσης να κινηθεί εξωδικαστική πτωχευτική διαδικασία, εφόσον δεν εκκρεμούν δίκες με αντικείμενο περιουσιακές απαιτήσεις σε βάρος της εταιρείας και δεν επιδιώκεται είσπραξη σε βάρος της εταιρείας με βάση εκτελεστούς τίτλους που έχουν εκδοθεί από δικαστήρια ή άλλες αρχές. Στην εξωδικαστική πτωχευτική διαδικασία, τα ζητήματα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου αποφασίζονται από τη συνέλευση των πιστωτών της εταιρείας.

Διαδικασία αναδιάρθρωσης μπορεί να κινηθεί σε βάρος νομικού προσώπου:

  • το οποίο δεν έχει παύσει τις εργασίες του
  • το οποίο δεν βρίσκεται σε κατάσταση πτώχευσης ούτε έχει ήδη κηρυχθεί σε πτώχευση
  • το οποίο συστάθηκε τουλάχιστον τρία έτη πριν από την κατάθεση της αίτησης αναδιάρθρωσης στο δικαστήριο
  • εάν έχουν παρέλθει τουλάχιστον πέντε έτη από:

α) την έκδοση της δικαστικής απόφασης η οποία περατώνει την αναδιάρθρωση

β) τη δικαστική διαταγή περάτωσης της αναδιάρθρωσης λόγω της παραίτησης όλων των πιστωτών από τις απαιτήσεις τους ή της εκπλήρωσης όλων των απαιτήσεων των πιστωτών από την εταιρεία σε αναδιάρθρωση πριν από την προθεσμία που ορίζεται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης.

Πτωχευτική διαδικασία μπορεί να κινηθεί σε βάρος φυσικού προσώπου που είναι αφερέγγυο και ενεργεί καλόπιστα. Ένα φυσικό πρόσωπο μπορεί να κηρυχθεί αφερέγγυο εφόσον δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις ληξιπρόθεσμες οικονομικές του υποχρεώσεις ποσού που υπερβαίνει κατά 25 φορές τον κατώτατο μηνιαίο μισθό, όπως αυτός έχει εγκριθεί από την κυβέρνηση της Λιθουανίας.

Η καλή πίστη ενός φυσικού προσώπου κρίνεται έπειτα από αξιολόγηση του κατά πόσον έχει παράσχει πλήρη και ακριβή στοιχεία και του εάν κατέστη αφερέγγυο ενώ ενεργούσε καλόπιστα, δηλαδή του κατά πόσον οι πράξεις του φυσικού προσώπου τα τελευταία τρία έτη πληρούσαν τα κριτήρια της δέουσας επιμέλειας και μέριμνας και το εν λόγω πρόσωπο δεν επέτρεψε εν γνώσει του τη σώρευση ληξιπρόθεσμων οφειλών.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Όλα τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας σε πτώχευση ή αναδιάρθρωση, ανεξάρτητα από τη φύση τους (κινητά ή ακίνητα, ενσώματα ή ασώματα, περιουσιακά δικαιώματα κ.ο.κ.) ή την τοποθεσία τους, απαρτίζουν την περιουσία της εταιρείας. Τα περιουσιακά στοιχεία ή τα έσοδα που αποκτώνται από την εταιρεία κατά τη διάρκεια της πτώχευσης ή της αναδιάρθρωσης επίσης εμπίπτουν στην περιουσία της εταιρείας και χρησιμοποιούνται για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών. Σε περίπτωση πτώχευσης, η κατάταξη των απαιτήσεων των πιστωτών ορίζεται από τον νόμο, ενώ σε περίπτωση αναδιάρθρωσης η κατάταξη προκύπτει από το σχέδιο αναδιάρθρωσης. Στην πτωχευτική διαδικασία, ολόκληρη η πτωχευτική περιουσία ρευστοποιείται και τα έσοδα που προκύπτουν χρησιμοποιούνται για να καλύψουν τα έξοδα διαχείρισης της πτώχευσης και τις απαιτήσεις των πιστωτών. Αντιθέτως, σε περίπτωση αναδιάρθρωσης, ρευστοποιούνται μόνον τα περιουσιακά στοιχεία που προσδιορίζονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης.

Για τα έσοδα από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες εταιρείας σε πτώχευση ισχύει ειδική διαδικασία: τα εν λόγω έσοδα χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των αντίστοιχων λειτουργικών εξόδων. Όλες οι πληρωμές που αφορούν τις επιχειρηματικές δραστηριότητες πραγματοποιούνται μέσω του ειδικού λογαριασμού της εταιρείας που έχει καθοριστεί για επιχειρηματικές δραστηριότητες (ο επιχειρηματικός λογαριασμός της εταιρείας), ο οποίος δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πληρωμές σε άλλους πιστωτές.

Σε περίπτωση πτώχευσης φυσικού προσώπου, στην πτωχευτική περιουσία εντάσσονται όλα τα περιουσιακά του στοιχεία, ανεξάρτητα από τη φύση τους (κινητά/ακίνητα, ασώματα/ενσώματα, περιουσιακά δικαιώματα κ.ο.κ.) ή την τοποθεσία τους. Από τους λογαριασμούς εξαιρούνται μόνον τα χρηματικά διαθέσιμα του φυσικού προσώπου τα οποία δεν υπερβαίνουν έναν κατώτατο μηνιαίο μισθό. Τα συμφέροντα των πιστωτών ικανοποιούνται από τα έσοδα πώλησης του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων του προσώπου (με τις εξαιρέσεις που απαριθμούνται παρακάτω).

Στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας φυσικών προσώπων, ο πτωχεύσας έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί ορισμένο ποσό από τα εισοδήματά του για να ικανοποιεί τις βασικές του ανάγκες. Το εν λόγω ποσό καθορίζεται από το δικαστήριο κατά την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας, εν όψει των αναγκών του φυσικού προσώπου και των εξαρτώμενων μελών του έπειτα από τη δικαστική έγκριση του σχεδίου αποκατάστασης της φερεγγυότητας του εν λόγω προσώπου, στο εν λόγω σχέδιο προσδιορίζεται το ποσό που έχει στη διάθεσή του το φυσικό πρόσωπο.

Σε ειδικό καθεστώς υπάγονται επίσης η μοναδική κατοικία του φυσικού προσώπου η οποία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση των βασικών αναγκών του φυσικού προσώπου και των εξαρτώμενων μελών του, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία που είναι αναγκαία για την αυτοαπασχόληση του φυσικού προσώπου και/ή τις αγροτικές εργασίες του. Ένα φυσικό πρόσωπο σε πτώχευση μπορεί επίσης να διατηρήσει το δικαίωμα στο εν λόγω ακίνητο, ακόμη κι αν αυτό βαρύνεται με υποθήκη, εφόσον έχει συμφωνήσει σχετικά με τον ενυπόθηκο δανειστή και η εν λόγω παρακράτηση δεν παραβιάζει τα δικαιώματα άλλων πιστωτών.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

Στο πλαίσιο της εταιρικής πτωχευτικής διαδικασίας, ο διορισμένος σύνδικος της πτώχευσης αναλαμβάνει τη διαχείριση της εταιρείας, διαθέτει την περιουσία της, οργανώνει την εκποίηση της περιουσίας και προβαίνει σε διακανονισμό με τους πιστωτές κάνοντας χρήση των εσόδων της εκποίησης, και λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την εκκαθάριση της εταιρείας. Οι κύριες αρμοδιότητες του συνδίκου της πτώχευσης της εταιρείας είναι οι εξής:

  • να εκπροσωπεί την εταιρεία και να προασπίζεται τα συμφέροντα της εταιρείας και όλων των πιστωτών της
  • να αναλάβει τη διοίκηση της εταιρείας σε πτώχευση και της πτωχευτικής περιουσίας
  • να λύει τις εταιρικές συμβάσεις που πλέον δεν θα εκτελούνται (συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων με μέλη των διοικητικών οργάνων και το προσωπικό)
  • να αιτείται χρηματικά ποσά από το Ταμείο Εγγυήσεων για να συμβιβάζεται με πιστωτές/εργαζόμενους
  • όποτε είναι αναγκαίο, να συνάπτει ορισμένου χρόνου συμβάσεις εργασίας ή παροχής υπηρεσιών που απαιτούνται για τους σκοπούς της πτωχευτικής διαδικασίας
  • να επαληθεύει τις απαιτήσεις των πιστωτών που έχουν αναγγελθεί και να υποβάλει τον κατάλογο αυτών προς έγκριση στο δικαστήριο
  • να εποπτεύει τις επιχειρηματικές λειτουργίες της εταιρείας σε πτώχευση
  • να ελέγχει τις συναλλαγές της εταιρείας που έχουν συναφθεί κατά τα τρία προηγούμενα έτη από την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας
  • να αμφισβητεί δικαστικά τις συναλλαγές της εταιρείας, εφόσον αντίκεινται στους λειτουργικούς σκοπούς της εταιρείας και ενδέχεται να έχουν συμβάλει στην αδυναμία της εταιρείας να εξοφλήσει τους πιστωτές της
  • όποτε είναι δικαιολογημένο, να προσφεύγει στο δικαστήριο για την κήρυξη της πτώχευσης ως δόλιας
  • να συγκαλεί συνελεύσεις πιστωτών
  • να συντάσσει εκθέσεις δραστηριοτήτων και να τις υποβάλλει στις συνελεύσεις των πιστωτών
  • να καταρτίζει και να υποβάλλει τις ετήσιες και ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας
  • να υλοποιεί τις αποφάσεις του δικαστηρίου και της συνέλευσης των πιστωτών
  • να παρέχει πληροφορίες για την πτωχευτική διαδικασία
  • να οργανώνει την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευμένης εταιρείας
  • να κάνει χρήση των κεφαλαίων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας για να καταλήξει σε πτωχευτικό συμβιβασμό
  • να προβαίνει στις αναγκαίες ενέργειες για τη λύση και τη διαγραφή της εταιρείας.

Σε περίπτωση αναδιάρθρωσης εταιρείας, ο διορισμένος διαχειριστής αναδιάρθρωσης ενεργεί ως επαγγελματίας σύμβουλος και ανεξάρτητο πρόσωπο που έχει τον έλεγχο της διαδικασίας αναδιάρθρωσης. Οι κύριες αρμοδιότητες του διαχειριστή αναδιάρθρωσης είναι οι εξής:

  • να συμβάλλει στην κατάρτιση και την εξέταση του σχεδίου αναδιάρθρωσης της εταιρείας και να λαμβάνει μέτρα για τη διασφάλιση της κατάρτισης του σχεδίου αναδιάρθρωσης, της υποβολής του προς έγκριση και της υλοποίησής του στην προθεσμία που όρισε το δικαστήριο
  • να καταρτίζει γραπτά πορίσματα για τη βιωσιμότητα του προσχεδίου του σχεδίου αναδιάρθρωσης
  • να επιβλέπει τις δραστηριότητες των διοικητικών οργάνων της εταιρείας σε αναδιάρθρωση στον βαθμό που αφορούν την υλοποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης, να γνωστοποιεί στα μέλη των διοικητικών οργάνων της εταιρείας τις ελλείψεις που εντοπίζει στις δραστηριότητές τους, να ορίζει προθεσμία για την αποκατάσταση αυτών, και να προσφεύγει στο δικαστήριο με αίτημα την παύση των διοικητικών οργάνων της εταιρείας
  • να συγκαλεί συνελεύσεις των μελών της εταιρείας, των εκπροσώπων των οργάνων που ασκούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ιδιοκτήτη δημόσιας ή δημοτικής επιχείρησης και να συμμετέχει στις εν λόγω συνελεύσεις χωρίς δικαίωμα ψήφου
  • να παρέχει πληροφορίες για τη διαδικασία αναδιάρθρωσης και να ενημερώνει το δικαστήριο για την πρόοδο του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

Ο διαχειριστής αναδιάρθρωσης, από κοινού με τα διοικητικά όργανα της εταιρείας που υπόκειται σε αναδιάρθρωση, ευθύνονται για την υλοποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης που έχει επικυρωθεί από το δικαστήριο.

Στην περίπτωση πτώχευσης φυσικού προσώπου, ο διορισμένος σύνδικος πτώχευσης διαθέτει τα περιουσιακά στοιχεία του φυσικού προσώπου, οργανώνει την εκποίησή τους και χρησιμοποιεί τα έσοδα για τον πτωχευτικό συμβιβασμό. Οι κύριες αρμοδιότητες του συνδίκου πτώχευσης φυσικού προσώπου είναι οι εξής:

  • να διαθέτει τα περιουσιακά στοιχεία του φυσικού προσώπου και τα κεφάλαια του λογαριασμού καταθέσεων
  • να τηρεί λογαριασμό όλων των κεφαλαίων που λαμβάνονται από το φυσικό πρόσωπο και της χρήσης αυτών
  • να οργανώνει την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων και να συμβιβάζεται με τους πιστωτές
  • να συγκαλεί συνελεύσεις πιστωτών και να λαμβάνει μέρος σε αυτές χωρίς δικαίωμα ψήφου
  • να παρέχει πληροφορίες για την πτωχευτική διαδικασία του φυσικού προσώπου και να υποβάλει την έκθεση υλοποίησης του σχεδίου αποκατάστασης
  • να εισάγει τροποποιήσεις στο σχέδιο αποκατάστασης της φερεγγυότητας
  • να εκπροσωπεί το φυσικό πρόσωπο σε διαδικασίες είσπραξης περιουσιακών στοιχείων για λογαριασμό του φυσικού προσώπου που έχει πτωχεύσει και να λαμβάνει μέτρα για την είσπραξη οφειλών από τους οφειλέτες
  • να υπερασπίζεται τα δικαιώματα και τα νόμιμα συμφέροντα του φυσικού προσώπου και όλων των πιστωτών
  • να αξιολογεί τη σκοπιμότητα της αυτοαπασχόλησης και/ή των αγροτικών δραστηριοτήτων του φυσικού προσώπου.

Ένα φυσικό πρόσωπο που πτωχεύει πρέπει να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να ικανοποιεί τις απαιτήσεις των πιστωτών. Για τον σκοπό αυτό, ο πτωχεύσας πρέπει, εφόσον είναι εφικτό, να εργάζεται ή να αναπτύσσει άλλες προσοδοφόρες δραστηριότητες, να αναζητά ενεργά απασχόληση ή καλύτερα αμειβόμενη εργασία, να διανέμει το εισόδημά του για να ικανοποιεί τις απαιτήσεις των πιστωτών, να καταρτίζει και, μετά τη δικαστική επικύρωσή του, να υλοποιεί το σχέδιο αποκατάστασης της φερεγγυότητας και να συνεργάζεται με τον διορισμένο σύνδικο της πτώχευσης.

Κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, ένα φυσικό πρόσωπο που έχει πτωχεύσει έχει το δικαίωμα να λαμβάνει πληροφορίες από τον σύνδικο της πτώχευσης, να παρευρίσκεται στις συνελεύσεις των πιστωτών και να προσβάλλει παράνομες αποφάσεις αυτών, να ζητά την αντικατάσταση του συνδίκου της πτώχευσης και να αιτείται αποζημίωση σε περίπτωση που ο σύνδικος δεν εκτελεί ορθά τα καθήκοντά του.

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Στην πτώχευση εταιρειών, καθώς και στην πτώχευση φυσικών προσώπων, ο συμψηφισμός μεταξύ απαιτήσεων του πτωχεύσαντος και των πιστωτών απαγορεύεται από τη δικαστική απόφαση που κινεί την πτωχευτική διαδικασία και μετά, εκτός από τους συμψηφισμούς που επιτρέπονται με τις διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας που αφορούν τους συμψηφισμούς σε περίπτωση καταβολής μεγαλύτερου ποσού φόρου (φορολογική διαφορά).

Από την έναρξη της διαδικασίας αναδιάρθρωσης εταιρείας με δικαστική απόφαση έως την ημερομηνία επικύρωσης του σχεδίου αναδιάρθρωσης με δικαστική απόφαση, αναστέλλεται κάθε συμψηφισμός απαιτήσεων της εταιρείας με απαιτήσεις των πιστωτών της. Στη συνέχεια, τέτοιοι συμψηφισμοί είναι εφικτοί σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης που έχει επικυρωθεί από το δικαστήριο.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Στην περίπτωση πτώχευσης εταιρείας, εντός 30 ημερών από την έναρξη ισχύος της δικαστικής απόφασης με την οποία κινείται η πτωχευτική διαδικασία, ο διορισμένος σύνδικος της πτώχευσης ενημερώνει τα πρόσωπα που έχουν έννομο συμφέρον ότι οι συμβάσεις της εταιρείας που βρίσκονται σε ισχύ (με εξαίρεση τις συμβάσεις απασχόλησης και τις συμβάσεις που θεμελιώνουν δικαίωμα έγερσης απαιτήσεων εκ μέρους της εταιρείας σε πτώχευση) δεν θα εφαρμόζονται και θεωρείται ότι έχουν λήξει.

Από την έναρξη ισχύος της δικαστικής απόφασης με την οποία κινείται η πτωχευτική διαδικασία, τα διοικητικά όργανα της εταιρείας χάνουν τις εξουσίες τους και ο διαχειριστής της εταιρείας, με προηγούμενη γραπτή ειδοποίηση 15 ημερών, καταγγέλλει τις συμβάσεις απασχόλησης ή τις αστικές συμβάσεις με τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και τα εκτελεστικά στελέχη της εταιρείας.

Ο σύνδικος της πτώχευσης ενημερώνει τους λοιπούς εργαζόμενους για την επερχόμενη λύση των συμβάσεων απασχόλησης αυτών εντός τριών εργάσιμων ημερών από την έναρξη ισχύος της δικαστικής απόφασης με την οποία κινείται η πτωχευτική διαδικασία σε βάρος της εταιρείας και καταγγέλλει τις συμβάσεις απασχόλησης με τους εργαζόμενους εντός 15 εργάσιμων ημερών από την εν λόγω ειδοποίηση. Με τους εργαζόμενους που έχουν απολυθεί αλλά παραμένει αναγκαία η απασχόλησή τους για τη διεξαγωγή της πτωχευτικής διαδικασίας της εταιρείας συνάπτονται συμβάσεις απασχόλησης ορισμένου χρόνου. Ο απαιτούμενος αριθμός εργαζομένων ανά θέση εργασίας καθορίζεται από τη συνέλευση των πιστωτών.

Η αναδιάρθρωση της εταιρείας δεν έχει αντίκτυπο στις ισχύουσες συμβάσεις του νομικού προσώπου. Όλες οι συμβάσεις που έχουν υπογραφεί αξιολογούνται υπό το πρίσμα της σκοπιμότητάς τους και το σχέδιο αναδιάρθρωσης προβλέπει την καταγγελία των μη βιώσιμων συμβάσεων. Οι συμβάσεις αυτές καταγγέλλονται με τη συνήθη διαδικασία, διότι ο νόμος δεν περιλαμβάνει ειδική πρόβλεψη για τη λύση των συμβάσεων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναδιάρθρωσης.

Για την πτωχευτική διαδικασία που αφορά φυσικό πρόσωπο, το σχέδιο αποκατάστασης της φερεγγυότητας προσδιορίζει τις συμβάσεις που πρέπει να καταγγελθούν και αυτές που θα συνεχίσουν να εφαρμόζονται. Μετά την επικύρωση του σχεδίου αποκατάστασης της φερεγγυότητας από το δικαστήριο, ο πτωχεύσας πρέπει να ενημερώσει τα οικεία πρόσωπα για τις συμβάσεις που θα καταγγελθούν σύμφωνα με το σχέδιο αποκατάστασης της φερεγγυότητας.

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

Σε περίπτωση πτώχευσης εταιρείας ή φυσικού προσώπου, οι απαιτήσεις των πιστωτών πρέπει να αναγγελθούν στον διορισμένο σύνδικο της πτώχευσης. Στη συνέχεια οι απαιτήσεις επαληθεύονται από το δικαστήριο, ενώ οι τυχόν διαφορές ως προς την πραγματική βάση ή το ποσό οποιασδήποτε απαίτησης διευθετούνται στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας.

Στη διαδικασία αναδιάρθρωσης εταιρείας, οι απαιτήσεις που προέκυψαν πριν από την κίνηση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης αναγγέλλονται στον διορισμένο διαχειριστή της αναδιάρθρωσης εντός της προθεσμίας που ορίζει το δικαστήριο. Στη συνέχεια, το δικαστήριο επαληθεύει τις απαιτήσεις, ενώ οι τυχόν διαφορές ως προς την πραγματική βάση ή το ποσό οποιασδήποτε απαίτησης διευθετούνται στο πλαίσιο της διαδικασίας αναδιάρθρωσης. Οι απαιτήσεις των πιστωτών που προκύπτουν μετά την κίνηση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης αναγγέλλονται σύμφωνα με τους γενικούς δικονομικούς κανόνες και οι τυχόν συναφείς διαφορές επιλύονται βάσει αυτών.

Μετά την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας ή της διαδικασίας αναδιάρθρωσης, ο δικαστικός επιμελητής πρέπει να αναστείλει τις πράξεις εκτέλεσης και την αναγκαστική εκτέλεση και να διαβιβάσει τους εκτελεστούς τίτλους στο δικαστήριο το οποίο έχει κινήσει την αντίστοιχη πτωχευτική διαδικασία ή διαδικασία αναδιάρθρωσης.

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

Εάν πριν από την έκδοση της δικαστικής διαταγής που ορίζει δικάσιμο για την αγωγή με αντικείμενο περιουσιακές απαιτήσεις κατά του εναγομένου, προκύψει ότι σε βάρος αυτού έχει κινηθεί πτωχευτική διαδικασία, η δίκη για τις περιουσιακές απαιτήσεις κατά του εναγομένου αναστέλλεται και η διαφορά παραπέμπεται στο πτωχευτικό δικαστήριο.

Σε άλλες περιπτώσεις, δηλαδή α) όταν η δικαστική διαταγή που ορίζει δικάσιμο για τη διαφορά έχει ήδη εκδοθεί κατά τον χρόνο που γίνεται γνωστή η κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας κατά του εναγομένου ή β) όταν κινείται διαδικασία αναδιάρθρωσης όσον αφορά τον εναγόμενο, το πραγματικό γεγονός της κίνησης της διαδικασίας αναδιάρθρωσης όσον αφορά τον εναγόμενο δεν αποτελεί επαρκή δικαιολογητικό λόγο για την παραπομπή της υπόθεσης στο δικαστήριο που έχει επιληφθεί της αγωγής για την πτώχευση ή την αναδιάρθρωση αντίστοιχα.

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

Τα κύρια δικαιώματα των πιστωτών στην εταιρική πτωχευτική διαδικασία είναι τα εξής:

  • να προσφεύγουν στο δικαστήριο και να αιτούνται την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας σε βάρος της αφερέγγυας εταιρείας
  • να αποφασίζουν την κίνηση εξωδικαστικής πτωχευτικής διαδικασίας
  • να αναγγέλλουν τις απαιτήσεις τους στον διορισμένο σύνδικο της πτώχευσης εντός της προθεσμίας που ορίζει το δικαστήριο
  • να συμμετέχουν στις συνελεύσεις των πιστωτών και να ψηφίζουν για:
    • την έγκριση των εκθέσεων δραστηριοτήτων που υποβάλλονται από τον σύνδικο
    • την έγκριση και τροποποίηση της εκτίμησης των εξόδων διαχείρισης
    • την έγκριση του τιμήματος εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας
    • την έγκριση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων οι οποίες καταρτίστηκαν κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας σε βάρος της εταιρείας
    • τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της εταιρείας (τη συνέχιση, την ανανέωση, τον περιορισμό και τη διακοπή αυτών, την έγκριση της εκτίμησης κόστους κ.ο.κ.)
    • τον αριθμό και τις θέσεις του προσωπικού που θα απασχοληθεί κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας της εταιρείας
    • την αμοιβή του συνδίκου
    • τους διακανονισμούς με τους πιστωτές
    • την αίτηση ανάκλησης του συνδίκου
    • άλλα ζητήματα
  • να λαμβάνουν, στο πλαίσιο της διαδικασίας που καθορίζεται από τη συνέλευση των πιστωτών, πληροφορίες για την πρόοδο της πτωχευτικής διαδικασίας της εταιρείας από τον σύνδικο
  • να προσβάλλουν τις συναλλαγές που έχουν συναφθεί από την εταιρεία (παυλιανή αγωγή - actio Pauliana)
  • να προσφεύγουν στο δικαστήριο με αίτημα την κήρυξη της πτώχευσης ως δόλιας
  • να προσβάλλουν τις αποφάσεις της συνέλευσης των πιστωτών
  • να προσφεύγουν στο δικαστήριο με αίτημα την ανάκληση του συνδίκου
  • να ικανοποιούν τις απαιτήσεις τους από τα περιουσιακά στοιχεία και τα εισοδήματα της εταιρείας σε πτώχευση.

Τα κύρια δικαιώματα των πιστωτών πτωχεύσαντος φυσικού προσώπου είναι τα εξής:

  • εντός της προθεσμίας που ορίζεται από το δικαστήριο, να αναγγείλουν στον σύνδικο της πτώχευσης τις απαιτήσεις τους που είχαν ανακύψει πριν από την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας σε βάρος του φυσικού προσώπου
  • να ζητούν ικανοποίηση των απαιτήσεων σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο σχέδιο
  • να συμμετέχουν στις συνελεύσεις των πιστωτών (μετά την υιοθέτηση του σχεδίου αποκατάστασης της φερεγγυότητας του πτωχεύσαντος, συνελεύσεις των πιστωτών πρέπει να συγκαλούνται τουλάχιστον ανά έξι μήνες) και να ψηφίζουν επί:
    • των αντιρρήσεων πιστωτών ως προς πράξεις του συνδίκου της πτώχευσης
    • της υποχρέωσης του συνδίκου της πτώχευσης να καταρτίζει εκθέσεις δραστηριοτήτων
    • της έγκρισης και τροποποίησης της εκτίμησης των εξόδων διαχείρισης της πτώχευσης
    • της έγκρισης του τιμήματος εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη
    • της αυτοαπασχόλησης και/ή των αγροτικών δραστηριοτήτων του φυσικού προσώπου (τη συνέχιση, την έναρξη, την ανανέωση, τον περιορισμό, την παύση κ.ο.κ.)
    • των προτάσεων επικαιροποίησης του σχεδίου αποκατάστασης της φερεγγυότητας
    • των αιτήσεων αντικατάστασης του συνδίκου της πτώχευσης
    • άλλων ζητημάτων
  • να λαμβάνουν από τον σύνδικο της πτώχευσης, στο πλαίσιο της διαδικασίας που ορίζεται από τη συνέλευση των πιστωτών, πληροφορίες για την πρόοδο της πτωχευτικής διαδικασίας
  • να παρέχουν συνδρομή για την εκπλήρωση των οφειλόμενων υποχρεώσεων
  • να εισηγούνται προτάσεις που αφορούν το σχέδιο αποκατάστασης της φερεγγυότητας
  • να απευθύνονται στη συνέλευση των πιστωτών αναφορικά με τις δραστηριότητες ή την αντικατάσταση του συνδίκου της πτώχευσης ή να προτείνουν άλλον υποψήφιο για τη θέση του συνδίκου της πτώχευσης
  • να προσφεύγουν κατά των αποφάσεων της συνέλευσης των πιστωτών εντός 14 ημερών από την ημέρα που αποκτούν γνώση ή οφείλουν να αποκτούν γνώση των εν λόγω αποφάσεων
  • να προσφεύγουν στο δικαστήριο για την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας σε βάρος του φυσικού προσώπου
  • να προσφεύγουν στο δικαστήριο για την ανάκληση του συνδίκου της πτώχευσης
  • να ικανοποιούν τις απαιτήσεις τους από τα περιουσιακά στοιχεία και τα εισοδήματα του πτωχεύσαντος.

Τα κύρια δικαιώματα των πιστωτών στη διαδικασία αναδιάρθρωσης εταιρείας είναι τα εξής:

  • να αναγγείλουν στον διορισμένο διαχειριστή της αναδιάρθρωσης τις απαιτήσεις που είχαν ανακύψει πριν από την κίνηση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης όσον αφορά τον οφειλέτη
  • να συμμετέχουν στις συνελεύσεις των πιστωτών και να ψηφίζουν επί:
    • της έγκρισης του σχεδίου αναδιάρθρωσης
    • της ανάκλησης του διαχειριστή της αναδιάρθρωσης και της πρότασης άλλου υποψηφίου για τη θέση του διαχειριστή της αναδιάρθρωσης
    • της αίτησης περιορισμού της αρμοδιότητας των διοικητικών οργάνων της εταιρείας
    • της αίτησης περάτωσης της διαδικασίας αναδιάρθρωσης της εταιρείας σε περίπτωση μη υλοποίησης ή ανεπαρκούς υλοποίησης του σχεδίου αναδιάρθρωσης
    • του αιτήματος παράτασης της περιόδου υλοποίησης του σχεδίου αναδιάρθρωσης
    • άλλων ζητημάτων
  • να λαμβάνουν πληροφορίες για την αναδιάρθρωση της εταιρείας, εκτός από όσες αποτελούν εμπορικό/βιομηχανικό απόρρητο, από το διοικητικό όργανο της εταιρείας και τον διαχειριστή της αναδιάρθρωσης
  • να παρέχουν συνδρομή για την εκπλήρωση των οφειλόμενων υποχρεώσεων
  • να υποβάλλουν προτάσεις για το σχέδιο αναδιάρθρωσης στον διαχειριστή της αναδιάρθρωσης ή το διοικητικό όργανο της εταιρείας
  • να απευθύνονται στη συνέλευση των πιστωτών αναφορικά με τις δραστηριότητες του διαχειριστή της αναδιάρθρωσης ή την αντικατάσταση αυτού
  • να προσφεύγουν κατά των αποφάσεων της συνέλευσης/επιτροπής των πιστωτών εντός 14 ημερών από την ημέρα που αποκτούν γνώση ή πρέπει να αποκτήσουν γνώση των εν λόγω αποφάσεων
  • να ικανοποιούν απαιτήσεις κατά τη διάρκεια της περιόδου αναδιάρθρωσης.

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

Σε περίπτωση κήρυξης εταιρείας σε πτώχευση, μετά την έναρξη ισχύος της δικαστικής απόφασης με την οποία έχει κινηθεί η πτωχευτική διαδικασία σε βάρος της εταιρείας, τα διοικητικά όργανα της εταιρείας χάνουν την εξουσία τους, ενώ ο διορισμένος σύνδικος της πτώχευσης διαχειρίζεται και χρησιμοποιεί τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας σε πτώχευση και διαθέτει τα εταιρικά κεφάλαια που είναι κατατεθειμένα σε τραπεζικούς λογαριασμούς. Ο διαχειριστής διοργανώνει την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας σε πτώχευση και τα πωλεί ή τα μεταβιβάζει στους πιστωτές. Για την πώληση διαφορετικών ειδών περιουσιακών στοιχείων ισχύουν διαφορετικές διαδικασίες. Για παράδειγμα, τα ακίνητα ή τα ενυπόθηκα περιουσιακά στοιχεία, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία αξίας τουλάχιστον 250 φορές μεγαλύτερης από το ποσό της βασικής κοινωνικής παροχής εκποιούνται σε δημόσιο πλειστηριασμό, ενώ τα αναλώσιμα πράγματα πωλούνται στην αγοραία αξία τους. Η διαδικασία και η τιμή πώλησης των άλλων περιουσιακών στοιχείων καθορίζονται από τη συνέλευση των πιστωτών της εταιρείας σε πτώχευση. Επιπλέον, για την πώληση ορισμένων ειδών περιουσιακών στοιχείων ισχύουν πρόσθετες κανονιστικές απαιτήσεις (όπως τα χρεόγραφα και τα ραδιενεργά υλικά).

Όταν μια εταιρεία βρίσκεται σε αναδιάρθρωση, τα διοικητικά όργανα της εταιρείας εξακολουθούν να επιβλέπουν τις δραστηριότητές της και να διαθέτουν τα περιουσιακά της στοιχεία, ωστόσο πρέπει να τηρούν το εγκεκριμένο σχέδιο αναδιάρθρωσης. Κατά τη διάρκεια της αναδιάρθρωσης, οι δραστηριότητες των διοικητικών οργάνων της εταιρείας επιτηρούνται από τον διαχειριστή της αναδιάρθρωσης που έχει διοριστεί από το δικαστήριο. Από την κίνηση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης έως την επικύρωση του σχεδίου αναδιάρθρωσης (δηλαδή, κατά την προπαρασκευή του σχεδίου αναδιάρθρωσης), απαγορεύεται χωρίς την άδεια του δικαστηρίου η πώληση, μεταβίβαση της κυριότητας ή η δωρεάν παραχώρηση της εταιρείας ή μέρους αυτής, των πάγιων περιουσιακών στοιχείων της, των ακινήτων που κατατάσσονται ως βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις ή εμπράγματων δικαιωμάτων της, ενώ η εταιρεία σε αναδιάρθρωση δεν επιτρέπεται να παρέχει εγγυήσεις ή ασφάλειες ή άλλως να εξασφαλίζει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τρίτων.

Φυσικό πρόσωπο σε πτώχευση δεν επιτρέπεται να διαθέτει τα περιουσιακά στοιχεία του. Τα περιουσιακά στοιχεία πτωχεύσαντος φυσικού προσώπου διατίθενται από τον σύνδικο της πτώχευσης βάσει του δικαστικά εγκεκριμένου σχεδίου για την αποκατάσταση της φερεγγυότητας του φυσικού προσώπου. Φυσικό πρόσωπο που κηρύσσεται σε πτώχευση μπορεί να κάνει χρήση μόνον του μηνιαίου ποσού που διατίθεται για την κάλυψη των βασικών του αναγκών, καθώς και των αναγκαίων κεφαλαίων για τη συνέχιση των δραστηριοτήτων του. Το αναγκαίο ποσό για την κάλυψη των βασικών αναγκών κατά την περίοδο από την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας έως την έγκριση του σχεδίου αποκατάστασης της φερεγγυότητας ορίζεται από το δικαστήριο μετά την επικύρωση του σχεδίου αποκατάστασης της φερεγγυότητας, το εν λόγω ποσό προσδιορίζεται στο σχέδιο.

Κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας για φυσικό πρόσωπο, η αναγκαία εκποίηση περιουσιακών στοιχείων για την ικανοποίηση των πιστωτών οργανώνεται από τον σύνδικο της πτώχευσης σύμφωνα με τη σειρά και τις προθεσμίες που καθορίζονται στο σχέδιο αποκατάστασης της φερεγγυότητας. Λαμβανομένης υπόψη της τιμής εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων που προσδιορίζεται στο σχέδιο αποκατάστασης της φερεγγυότητας και της αγοραίας αξίας των περιουσιακών στοιχείων που εκποιούνται, η αρχική τιμή πώλησης εγκρίνεται από τη συνέλευση των πιστωτών. Η πώληση περιουσιακών στοιχείων σε τιμή χαμηλότερη από αυτή που προσδιορίζεται στο σχέδιο αποκατάστασης της φερεγγυότητας μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον με τη συναίνεση του πτωχεύσαντος φυσικού προσώπου.

Τα ακίνητα και τα ενυπόθηκα περιουσιακά στοιχεία εκποιούνται σε δημόσιο πλειστηριασμό (εκτός από τα περιουσιακά στοιχεία με αρχική τιμή εκποίησης χαμηλότερη από το κόστος της διοργάνωσης δημόσιου πλειστηριασμού). Η τιμή εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων που δεν κατέστη δυνατόν να εκποιηθούν σε δύο δημόσιους πλειστηριασμούς, καθώς και η τιμή και η διαδικασία εκποίησης των άλλων περιουσιακών στοιχείων καθορίζονται από τη συνέλευση των πιστωτών. Τα περιουσιακά στοιχεία που δεν εκποιήθηκαν μπορούν να παραδοθούν στους πιστωτές κατόπιν αιτήματός τους και με τη συναίνεση της συνέλευσης των πιστωτών.

Όταν ανήλικα τέκνα (συμπεριλαμβανομένων των θετών) και/ή πρόσωπα υπό κηδεμονία/επιμέλεια συγκατοικούν με φυσικό πρόσωπο, η μοναδική τους κατοικία (ενυπόθηκη ή μη) μπορεί να πωληθεί, βάσει δικαστικής απόφασης, μόνο αφού παρέλθουν 6 μήνες από την επικύρωση του σχεδίου. Κατά το διάστημα αυτό, το φυσικό πρόσωπο πρέπει να αγοράσει ή να μισθώσει νέα κατοικία. Φυσικό πρόσωπο δικαιούται να συμφωνήσει με τον ενυπόθηκο δανειστή ότι στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας θα διατηρήσει την κυριότητα του ενυπόθηκου ακινήτου (συνήθως της κατοικίας του). Σε μια τέτοια περίπτωση, το ακίνητο δεν μπορεί να πωληθεί.

Πρόσθετες κανονιστικές απαιτήσεις ισχύουν ως προς τη διαδικασία εκποίησης συγκεκριμένων ειδών περιουσιακών στοιχείων (όπως χρεογράφων και ραδιενεργών υλικών).

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Με την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας σε βάρος εταιρείας, οι επιχειρηματικές της δραστηριότητες κατά κανόνα περατώνονται, και επομένως δεν μπορούν να ανακύψουν από αυτές νέες απαιτήσεις όσον αφορά την εταιρεία. Εάν μια εταιρεία συνεχίζει τις δραστηριότητές της μετά την κήρυξη της πτώχευσης (αυτό είναι εφικτό όταν οι δραστηριότητες μειώνουν τις ζημίες), οι απαιτήσεις που απορρέουν από τις εν λόγω δραστηριότητες καλύπτονται από τα έσοδα που προκύπτουν από αυτές. Οι απαιτήσεις που δεν κατέστη δυνατό να καλυφθούν από τα εν λόγω έσοδα αποτελούν απαιτήσεις της τρίτης τάξης και ικανοποιούνται σύμφωνα με τη γενική διαδικασία (βλ., επίσης την απάντηση στην ερώτηση 13).

Οι απαιτήσεις που ανακύπτουν μετά την έναρξη της αναδιάρθρωσης εταιρείας ικανοποιούνται σύμφωνα με τη γενική διαδικασία, διότι η νομοθεσία δεν περιλαμβάνει σχετικές ειδικές διατάξεις.

Έπειτα από την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας σε βάρος φυσικού προσώπου, το δικαστήριο κάνει δεκτές και επαληθεύει τις τυχόν απαιτήσεις πιστωτών που σχετίζονται με την αυτοαπασχόληση και/ή τις αγροτικές δραστηριότητες του πτωχεύσαντος, καθώς και τις οικονομικές υποχρεώσεις που έχει αναλάβει ο πτωχεύσας για να διεξαγάγει τις εν λόγω δραστηριότητες και/ή να εκτελέσει τις πτωχευτικές διαδικασίες. Μετά την επαλήθευση των εν λόγω απαιτήσεων, ενημερώνεται το σχέδιο αποκατάστασης της φερεγγυότητας του φυσικού προσώπου. Άλλες απαιτήσεις που αναγγέλλονται μετά την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας σε βάρος φυσικού προσώπου ικανοποιούνται στο πλαίσιο της γενικής διαδικασίας, διότι η νομοθεσία δεν περιλαμβάνει σχετικές ειδικές διατάξεις.

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

Στην περίπτωση της πτώχευσης εταιρειών και φυσικών προσώπων και στην περίπτωση της αναδιάρθρωσης εταιρείας, το δικαστήριο που κινεί την πτώχευση ή την αναδιάρθρωση ορίζει προθεσμία κατά τη διάρκεια της οποίας οι πιστωτές μπορούν να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους στον διορισμένο σύνδικο της πτώχευσης ή τον διαχειριστή της αναδιάρθρωσης και να υποβάλουν τα συναφή αποδεικτικά στοιχεία για τη στοιχειοθέτηση των εν λόγω απαιτήσεων. Για την εταιρική πτώχευση ή αναδιάρθρωση ορίζεται προθεσμία έως 45 ημερών, ενώ για την πτώχευση φυσικού προσώπου ορίζεται προθεσμία τουλάχιστον 15 ημερών και έως 30 ημερών. Ο διορισμένος σύνδικος/διαχειριστής ελέγχει τις απαιτήσεις που έχουν αναγγελθεί και, αν δεν υπάρχουν αντιρρήσεις ως προς την ύπαρξη ή το ποσό αυτών, τις υποβάλλει στο δικαστήριο προς επαλήθευση. Αντιρρήσεις κατά των απαιτήσεων ή μέρους αυτών από τον σύνδικο/διαχειριστή επιλύονται από το δικαστήριο. Η δικαστική απόφαση με την οποία επικυρώνεται η απαίτηση πιστωτή υπόκειται σε ένδικα μέσα. Εάν αναγγελθούν απαιτήσεις μετά τη λήξη της προθεσμίας αναγγελίας που έχει ορίσει το δικαστήριο, η προθεσμία μπορεί να παραταθεί, εφόσον οι λόγοι της μη τήρησής της κριθούν βάσιμοι.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Οι απαιτήσεις των πιστωτών που είναι εξασφαλισμένες με ενέχυρο ή υποθήκη ικανοποιούνται αρχικά από τα έσοδα της εκποίησης του ενεχυριασμένου/ενυπόθηκου περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη ή με τη μεταβίβαση του ενεχυριασμένου/ενυπόθηκου περιουσιακού στοιχείου στον πιστωτή. Όταν η αξία του ενεχυριασμένου/ενυπόθηκου περιουσιακού στοιχείου δεν επαρκεί για την κάλυψη της απαίτησης του ενεχυρούχου/ενυπόθηκου πιστωτή, το εναπομένον μέρος της απαίτησης που δεν έχει ικανοποιηθεί αποτελεί απαίτηση τρίτης τάξης στις εταιρικές πτωχεύσεις και απαίτηση δεύτερης τάξης στις αναδιαρθρώσεις και στις πτωχεύσεις φυσικού προσώπου. Σε περίπτωση πτώχευσης φυσικού προσώπου μπορεί να καταρτιστεί συμφωνία για τη μη εκποίηση ενυπόθηκου ακινήτου. Σε αυτή την περίπτωση, το σχέδιο αποκατάστασης της φερεγγυότητας ορίζει μηνιαίες πληρωμές στον ενυπόθηκο πιστωτή.

Εάν από την εκποίηση των ενεχυριασμένων/ενυπόθηκων περιουσιακών στοιχείων προκύπτουν περισσότερα έσοδα από τα αναγκαία για τον συμβιβασμό με τον ενεχυρούχο/ενυπόθηκο πιστωτή, τα εναπομένοντα έσοδα διανέμονται για την πληρωμή των απαιτήσεων άλλων πιστωτών.

Οι απαιτήσεις των άλλων πιστωτών ικανοποιούνται σύμφωνα με την κατάταξη των απαιτήσεων και τα στάδια.

Στην εταιρική πτώχευση, οι απαιτήσεις των πιστωτών ικανοποιούνται σε δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο, οι απαιτήσεις των πιστωτών πληρώνονται άτοκα και χωρίς ποινές υπερημερίας τόκοι και ποινές υπερημερίας καταβάλλονται στο δεύτερο στάδιο. Σε κάθε στάδιο, οι απαιτήσεις των πιστωτών κάθε επόμενης τάξης ικανοποιούνται μετά την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων πιστωτών της προηγούμενης τάξης. Εάν τα περιουσιακά στοιχεία δεν επαρκούν για την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων μιας τάξης σε ένα στάδιο, οι εν λόγω απαιτήσεις πρέπει να ικανοποιηθούν αναλογικά με το ποσό που οφείλεται σε κάθε πιστωτή.

Στην πρώτη τάξη υπάγονται οι εργατικές απαιτήσεις που απορρέουν από την εργασιακή σχέση οι απαιτήσεις αποζημίωσης λόγω ακρωτηριασμού ή άλλης σωματικής βλάβης, επαγγελματικής ασθένειας ή θανάτου λόγω εργατικού ατυχήματος (οι εν λόγω απαιτήσεις μπορούν να καλυφθούν από το Ταμείο Εγγυήσεων) και οι απαιτήσεις αγροτικών επιχειρήσεων με αίτημα των πληρωμή πωληθέντων γεωργικών προϊόντων (έως 40 τοις εκατό των εν λόγω απαιτήσεων μπορεί να πληρωθεί από τα δημοσιονομικά κονδύλια που διατίθενται από το Υπουργείο Γεωργίας για τον εν λόγω σκοπό).

Στη δεύτερη τάξη υπάγονται οι απαιτήσεις για φόρους και άλλες εισφορές στον προϋπολογισμό του κράτους και των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και οι απαιτήσεις για υποχρεωτικές εισφορές ασφάλισης υγείας οι απαιτήσεις από κρατικά δάνεια και δάνεια που είναι εξασφαλισμένα με εγγύηση του κράτους ή οργανισμού εγγυήσεων ο οποίος τελεί υπό την εγγύηση του κράτους και οι απαιτήσεις που σχετίζονται με στήριξη που παρασχέθηκε με κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κονδύλια του κρατικού προϋπολογισμού.

Όλες οι άλλες απαιτήσεις πιστωτών υπάγονται στην τρίτη τάξη.

Στην εταιρική αναδιάρθρωση, οι απαιτήσεις των πιστωτών ικανοποιούνται σε δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο, οι απαιτήσεις των πιστωτών πληρώνονται άτοκα και χωρίς ποινές υπερημερίας τόκοι και ποινές υπερημερίας καταβάλλονται στο δεύτερο στάδιο.

Στην πρώτη τάξη υπάγονται οι εργατικές απαιτήσεις που απορρέουν από την εργασιακή σχέση οι απαιτήσεις αποζημίωσης λόγω ακρωτηριασμού ή άλλης σωματικής βλάβης, επαγγελματικής ασθένειας ή θανάτου λόγω εργατικού ατυχήματος οι απαιτήσεις φυσικών και νομικών προσώπων τα οποία αξιώνουν πληρωμή για αγροτικά προϊόντα που παρέδωσαν προς επεξεργασία και οι απαιτήσεις πιστωτών που είναι εξασφαλισμένες με ενέχυρο και/ή υποθήκη και δεν υπερβαίνουν την αξία των περιουσιακών στοιχείων που έχουν ενεχυριαστεί/υποθηκευθεί και δεν διατίθενται προς πώληση κατά τη διάρκεια της αναδιάρθρωσης.

Στη δεύτερη τάξη υπάγονται οι εναπομένουσες απαιτήσεις πιστωτών, εκτός από τις απαιτήσεις της τρίτης τάξης και τις εξασφαλισμένες απαιτήσεις, όταν τα ενεχυριασμένα/υποθηκευμένα περιουσιακά στοιχεία δεν προσφέρονται προς πώληση κατά τη διάρκεια της αναδιάρθρωσης.

Οι απαιτήσεις από δάνεια που χορηγήθηκαν κατά τη διάρκεια της αναδιάρθρωσης και δεν είναι εξασφαλισμένες ικανοποιούνται μετά τη διευθέτηση των απαιτήσεων της πρώτης τάξης και πριν από τη διευθέτηση αυτών της δεύτερης τάξης.

Στην τρίτη τάξη υπάγονται οι μη εργατικές απαιτήσεις εταίρων της επιχείρησης υπό αναδιάρθρωση που κατέστησαν πιστωτές της επιχείρησης πριν από την κίνηση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης και που, μόνοι ή με άλλους εταίρους, έχουν τον έλεγχο της εταιρείας που υπόκειται σε αναδιάρθρωση.

Σε κάθε στάδιο, οι απαιτήσεις των πιστωτών κάθε επόμενης τάξης ικανοποιούνται μετά την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων πιστωτών της προηγούμενης τάξης. Εάν τα περιουσιακά στοιχεία δεν επαρκούν για την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων μιας τάξης σε ένα στάδιο, οι εν λόγω απαιτήσεις πρέπει να ικανοποιηθούν αναλογικά με το ποσό που οφείλεται σε κάθε πιστωτή.

Στην πτώχευση φυσικού προσώπου, οι απαιτήσεις των πιστωτών ικανοποιούνται σε δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο, οι απαιτήσεις των πιστωτών πληρώνονται άτοκα και χωρίς ποινές υπερημερίας τόκοι και ποινές υπερημερίας καταβάλλονται στο δεύτερο στάδιο.

Στην πρώτη τάξη υπάγονται οι εργατικές απαιτήσεις που απορρέουν από την εργασιακή σχέση οι απαιτήσεις αποζημίωσης λόγω ακρωτηριασμού ή άλλης σωματικής βλάβης, επαγγελματικής ασθένειας ή θανάτου λόγω εργατικού ατυχήματος (οι εν λόγω απαιτήσεις μπορούν να καλυφθούν από το Ταμείο Εγγυήσεων) οι χρηματικές απαιτήσεις για διατροφή τέκνου και οι απαιτήσεις αγροτικών επιχειρήσεων με αίτημα των πληρωμή πωληθέντων γεωργικών προϊόντων (οι εν λόγω απαιτήσεις μπορούν να καταβληθούν από ειδικά κονδύλια που τηρεί το Υπουργείο Γεωργίας της Λιθουανίας για τον εν λόγω σκοπό).

Μεταξύ της πρώτης και δεύτερης τάξης υπάγονται οι απαιτήσεις πιστωτών που απορρέουν από αυτοαπασχόληση και/ή αγροτικές δραστηριότητες κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας σε βάρος φυσικού προσώπου και οι απαιτήσεις που απορρέουν από οφειλές σχετιζόμενες με έξοδα της αυτοαπασχόλησης ή τα έξοδα διαχείρισης της πτώχευσης.

Όλες οι άλλες απαιτήσεις πιστωτών υπάγονται στη δεύτερη τάξη.

Σε κάθε στάδιο, οι απαιτήσεις των πιστωτών κάθε επόμενης τάξης ικανοποιούνται μετά την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων πιστωτών της προηγούμενης τάξης. Εάν τα περιουσιακά στοιχεία δεν επαρκούν για την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων μιας τάξης σε ένα στάδιο, οι εν λόγω απαιτήσεις πρέπει να ικανοποιηθούν αναλογικά με το ποσό που οφείλεται σε κάθε πιστωτή.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

Κατά τη διάρκεια της εταιρικής πτωχευτικής διαδικασίας, μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία με τους πιστωτές. Με την υπογραφή τέτοιου διακανονισμού, περατώνεται η πτωχευτική διαδικασία και η εταιρεία συνεχίζει τις συνήθεις εργασίες της ενώ υλοποιεί τον διακανονισμό.

Στην εταιρική πτώχευση, διακανονισμός με τους πιστωτές είναι εφικτός σε οποιοδήποτε στάδιο της πτωχευτικής διαδικασίας πριν από την έναρξη ισχύος της δικαστικής απόφασης που θέτει σε εκκαθάριση την εταιρεία λόγω πτώχευσης. Τέτοιος διακανονισμός μπορεί να προταθεί από τους πιστωτές, τον σύνδικο και τους ιδιοκτήτες της εταιρείας. Ο σύνδικος της πτώχευσης πρέπει να προτείνει διακανονισμό με τους πιστωτές πριν από την έναρξη της είσπραξης από τα περιουσιακά στοιχεία του ιδιοκτήτη επιχείρησης με απεριόριστη ευθύνη (όταν η εν λόγω επιχείρηση δεν διαθέτει περιουσιακά στοιχεία ή τα περιουσιακά της στοιχεία δεν επαρκούν για την κάλυψη των δικαστικών και διαχειριστικών εξόδων και την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών). Ο διακανονισμός πρέπει να παραθέτει τις παραχωρήσεις των πιστωτών προς την εταιρεία, τις απαιτήσεις τους, τις δεσμεύσεις της εταιρείας, τις μεθόδους και τις προθεσμίες ικανοποίησης των απαιτήσεων των πιστωτών και την ευθύνη για μη συμμόρφωση με τον συμβιβασμό.

Ο διακανονισμός με τους πιστωτές θεωρείται ότι έχει καταρτιστεί εφόσον έχει υπογραφεί από πιστωτές των οποίων οι ανεξόφλητες απαιτήσεις αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον τα δύο τρίτα της αξίας του συνόλου των εναπομενουσών ανεξόφλητων απαιτήσεων πριν από την ημερομηνία του διακανονισμού. Ο διακανονισμός επικυρώνεται από το δικαστήριο ή τον συμβολαιογράφο στην εξωδικαστική πτωχευτική διαδικασία.

Στην περίπτωση της εταιρικής αναδιάρθρωσης και της πτώχευσης φυσικού προσώπου, δεν είναι εφικτός ο διακανονισμός με τους πιστωτές, ωστόσο η διαδικασία αναδιάρθρωσης μπορεί να περατωθεί, ενώ η πτωχευτική διαδικασία σε βάρος φυσικού προσώπου μπορεί να αρθεί, αν οι πιστωτές παραιτηθούν από τις απαιτήσεις τους ή ο οφειλέτης εξοφλήσει όλες τις απαιτήσεις πιστωτών που έχουν επαληθευθεί από το δικαστήριο και περιλαμβάνονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης ή το σχέδιο αποκατάστασης της φερεγγυότητας του φυσικού προσώπου.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Μετά την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση, η εταιρεία τίθεται σε εκκαθάριση και διαγράφεται από το Μητρώο Νομικών Προσώπων. Τυχόν εναπομένουσες ανεξόφλητες απαιτήσεις των πιστωτών δεν διευθετούνται. Τυχόν εταιρικά περιουσιακά στοιχεία που ανακύπτουν μετά την εκκαθάριση χρησιμοποιούνται για την ικανοποίηση τυχόν εναπομενουσών ανεξόφλητων απαιτήσεων πιστωτών.

Στην περίπτωση της αναδιάρθρωσης, η εταιρεία συνεχίζει τις συνήθεις εργασίες της και οι πιστωτές απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα σαν να επρόκειτο για εταιρεία που λειτουργεί κανονικά.

Μετά την ολοκλήρωση της πτωχευτικής διαδικασίας για φυσικό πρόσωπο, οι πιστωτές δικαιούνται να απαιτήσουν από το φυσικό πρόσωπο την ικανοποίηση τυχόν εναπομενουσών ανεξόφλητων απαιτήσεων για αποζημίωση λόγω ακρωτηριασμού ή άλλης σωματικής βλάβης, για κεφάλαια που αφορούν τη διατροφή τέκνου, την πληρωμή προστίμων στο δημόσιο για τυχόν διοικητικές παραβάσεις ή ποινικά αδικήματα του φυσικού προσώπου και την αποζημίωση της ζημίας που προκλήθηκε από ποινικά αδικήματα, καθώς και την ικανοποίηση τυχόν εναπομενουσών ανεξόφλητων απαιτήσεων που είναι εξασφαλισμένες με ενέχυρο ή υποθήκη (αν η ενεχυριασμένη περιουσία δεν εκποιήθηκε κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας). Άλλες απαιτήσεις πιστωτών που περιλαμβάνονται στο σχέδιο αποκατάστασης της φερεγγυότητας και παραμένουν ανεξόφλητες διαγράφονται και οι πιστωτές χάνουν το δικαίωμά τους να ζητήσουν ικανοποίηση αυτών.

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Στην εταιρική πτώχευση, τα διαχειριστικά έξοδα καλύπτονται από τα κεφάλαια της εταιρείας, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων που προκύπτουν στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας. Όταν μια εταιρεία δεν διαθέτει κεφάλαια ή τα κεφάλαια αυτής δεν επαρκούν για να καλύψουν τα έξοδα διαχείρισης της πτώχευσης, αυτά μπορούν να καταβληθούν από το πρόσωπο που κατέθεσε την αίτηση πτώχευσης ή μπορεί να διοριστεί σύνδικος πτώχευσης ο οποίος συμφωνεί να αναλάβει τον κίνδυνο ότι τα κεφάλαια που θα αποκτηθούν κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας ενδέχεται να μην επαρκούν για την κάλυψη των δικαστικών και διαχειριστικών εξόδων, στην περίπτωση δε αυτή τα έξοδα διαχείρισης της πτώχευσης θα καταβληθούν από πόρους του συνδίκου.

Κατά την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας σε βάρος εταιρείας, το δικαστήριο ορίζει ένα χρηματικό ποσό το οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσει ο σύνδικος για να καλύψει τα διαχειριστικά έξοδα της εταιρείας που κηρύσσεται σε πτώχευση έως την έγκριση της εκτίμησης των διαχειριστικών εξόδων από τη συνέλευση των πιστωτών. Για τα μεταγενέστερα διαστήματα, η εκτίμηση των εξόδων διαχείρισης της πτώχευσης εγκρίνεται από τη συνέλευση των πιστωτών της εταιρείας σε πτώχευση. Ο σύνδικος της πτώχευσης δεν έχει το δικαίωμα να υπερβεί την εγκεκριμένη εκτίμηση των διαχειριστικών εξόδων, εκτός αν για λόγους που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν απαιτείται η λήψη έκτακτων μέτρων για την προστασία των συμφερόντων της εταιρείας και των πιστωτών της.

Στην αναδιάρθρωση εταιρείας, τα διαχειριστικά έξοδα καλύπτονται από τα κεφάλαια της εταιρείας, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων που προκύπτουν στο πλαίσιο της διαδικασίας αναδιάρθρωσης.

Κατά την κίνηση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης, το δικαστήριο εγκρίνει την εκτίμηση των διαχειριστικών εξόδων για το διάστημα από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της δικαστικής απόφασης με την οποία κινείται η διαδικασία αναδιάρθρωσης έως την ημερομηνία έναρξης ισχύος της δικαστικής απόφασης που επικυρώνει το σχέδιο αναδιάρθρωσης. Το ποσό των εξόδων της αναδιάρθρωσης για το μεταγενέστερο διάστημα προσδιορίζεται στο επικυρωμένο σχέδιο αναδιάρθρωσης.

Τα έξοδα διαχείρισης της πτώχευσης φυσικού προσώπου καλύπτονται από κεφάλαια οποιουδήποτε είδους του φυσικού προσώπου, περιλαμβανομένων όσων αποκτώνται κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας. Η εκτίμηση των διαχειριστικών εξόδων της πτώχευσης εγκρίνεται και τροποποιείται από τη συνέλευση των πιστωτών, ενώ το ποσό της αμοιβής του συνδίκου της πτώχευσης προσδιορίζεται στη σύμβαση εντολής μεταξύ του φυσικού προσώπου και του συνδίκου της πτώχευσης.

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

Κάθε συναλλαγή του οφειλέτη η οποία παραβιάζει τα δικαιώματα των πιστωτών μπορεί να προσβληθεί από τον διορισμένο διαχειριστή αφερεγγυότητας ή μεμονωμένο πιστωτή με παυλιανή αγωγή εντός προθεσμίας ενός έτους, η οποία ξεκινά από την ημέρα κατά την οποία η συναλλαγή κατέστη γνωστή ή θα έπρεπε να έχει καταστεί γνωστή. Για να προσβληθεί επιτυχώς συναλλαγή με παυλιανή αγωγή, απαιτείται η συνδρομή όλων των παρακάτω προϋποθέσεων:

  1. ο πιστωτής πρέπει να διαθέτει βέβαιη και έγκυρη απαίτηση, δηλαδή ο οφειλέτης πρέπει να μην έχει εκπληρώσει την υποχρέωση στο σύνολό της ή να μην την έχει εκπληρώσει προσηκόντως
  2. η προσβαλλόμενη συναλλαγή πρέπει να παραβιάζει τα δικαιώματα του πιστωτή. Τα δικαιώματα του πιστωτή παραβιάζονται όταν η συναλλαγή καθιστά αφερέγγυο τον οφειλέτη ή όταν φερέγγυος οφειλέτης δίνει προτεραιότητα σε άλλον πιστωτή ή όταν η συναλλαγή, παρότι δεν καθιστά αφερέγγυο τον οφειλέτη, μεταβάλλει (μειώνει) την ικανότητα του οφειλέτη να εκπληρώσει την υποχρέωσή του έναντι του πιστωτή, για παράδειγμα, μειώνει την αξία των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη (η εν λόγω κατάσταση μπορεί να προκύψει, για παράδειγμα, όταν το αντίτιμο της πώλησης περιουσιακού στοιχείου είναι σημαντικά χαμηλότερο από την αγοραία αξία του)
  3. ο οφειλέτης δεν ήταν υποχρεωμένος να συνάψει την επίμαχη συναλλαγή
  4. ο οφειλέτης δεν ενήργησε καλόπιστα, επειδή γνώριζε ότι η συναλλαγή θα παραβίαζε τα δικαιώματα των πιστωτών
  5. ο τρίτος που συνήψε τη διμερή συναλλαγή με τον οφειλέτη με χρηματικό αντάλλαγμα δεν ενήργησε καλόπιστα.

Επιπλέον, κατά τη διάρκεια πτώχευσης ή αναδιάρθρωσης, η διάθεση της περιουσίας του οφειλέτη περιορίζεται από τον νόμο (βλ. επίσης την απάντηση στην ερώτηση 10) και οι συναλλαγές του οφειλέτη που καταρτίστηκαν κατά παράβαση των εν λόγω περιορισμών είναι άκυρες από την ημερομηνία της κατάρτισής τους.

Τελευταία επικαιροποίηση: 09/06/2020

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.