Η πρωτότυπη γλωσσική έκδοση ρουμανικά αυτής της σελίδας τροποποιήθηκε πρόσφατα. Η γλωσσική έκδοση που βλέπετε τώρα βρίσκεται στο στάδιο της μετάφρασης.
Υπάρχει ήδη μετάφραση στις ακόλουθες γλώσσες: αγγλικά
Swipe to change

Αφερεγγυότητα/πτώχευση

Ρουμανία
Περιεχόμενο που παρέχεται από
European Judicial Network
Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο (για αστικές και εμπορικές υποθέσεις)

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Οι διαδικασίες του νόμου αριθ. 85/2014 περί των διαδικασιών πρόληψης της αφερεγγυότητας και των διαδικασιών αφερεγγυότητας (Legea nr. 85/2014 privind procedurile de prevenire a insolvenței și de insolvență) εφαρμόζονται στους επιχειρηματίες (profesionişti) που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 του Αστικού Κώδικα, εκτός από όσους ασκούν ελεύθερο επάγγελμα και αυτούς των οποίων η αφερεγγυότητα διέπεται από ειδικούς κανόνες (άρθρο 3 του νόμου αριθ. 85/2014 περί των διαδικασιών πρόληψης της αφερεγγυότητας και των διαδικασιών αφερεγγυότητας).

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

Στις διαδικασίες που κινούνται με αίτηση του οφειλέτη, πρέπει να υφίσταται κατάσταση αφερεγγυότητας κατά την οποία τα διαθέσιμα κεφάλαια αυτού να μην επαρκούν για την πληρωμή των βέβαιων, εκκαθαρισμένων και απαιτητών οφειλών του, το ύψος των οποίων μπορεί να υπολείπεται των 40 000 RON (λεβ Ρουμανίας)· στις διαδικασίες που κινούνται με αίτηση πιστωτή, πρέπει να υφίσταται κατάσταση αφερεγγυότητας κατά την οποία τα διαθέσιμα κεφάλαια να μην επαρκούν για την ικανοποίηση βέβαιης, εκκαθαρισμένης και απαιτητής οφειλής, ποσού άνω των 40 000 RON (μη καταβολή της οφειλής μετά την παρέλευση 60 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη ληξιπρόθεσμη).

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας εφαρμόζονται και για τις αυτόνομες διοικήσεις (άρθρο 3 παράγραφος 2 του νόμου αριθ. 85/2014).

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας δεν εφαρμόζονται στα προπανεπιστημιακά και πανεπιστημιακά εκπαιδευτικά ιδρύματα και μονάδες ούτε στους οργανισμούς του άρθρου 7 του κυβερνητικού διατάγματος αριθ. 57/2002 για την επιστημονική έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη, το οποίο εγκρίθηκε με τροποποιήσεις με τον νόμο αριθ. 324/2003, όπως έχει τροποποιηθεί και συμπληρωθεί (άρθρο 2 παράγραφος 3 του νόμου αριθ. 85/2014).

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Η περιουσία του οφειλέτη απαρτίζεται από το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων του, συμπεριλαμβανομένων όσων αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αφερεγγυότητας, τα οποία υπόκεινται σε αναγκαστική εκτέλεση (executare silită) σύμφωνα με τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρο 5 παράγραφος 5 του νόμου αριθ. 85/2014).

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

Μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, διορίζεται ένας ειδικός διαχειριστής (administrator special) και ένας διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας (practician în insolvenţă)· ανάλογα με το είδος της διαδικασίας, ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας είτε είναι δικαστικά διορισμένος διαχειριστής (administrator judiciar) αναδιοργάνωσης που επιχειρείται υπό δικαστική εποπτεία είτε είναι δικαστικά διορισμένος εκκαθαριστής (lichidator judiciar) σε περίπτωση εκκαθάρισης (faliment).

Ειδική διαχείριση

Ο ειδικός διαχειριστής (administrator special) είναι ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διορίζεται από τη γενική συνέλευση των μετόχων, των εταίρων ή των μελών του οφειλέτη και που αναλαμβάνει να εκπροσωπεί τα συμφέροντά τους στη διαδικασία και να προβαίνει στις αναγκαίες πράξεις διαχείρισης στο όνομα και για λογαριασμό του οφειλέτη (άρθρο 5 παράγραφος 4 του νόμου αριθ. 85/2014), εάν έχει επιτραπεί στον οφειλέτη να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του.

Ο ειδικός διαχειριστής έχει τις παρακάτω αρμοδιότητες:

α) να μετέχει, ως εκπρόσωπος του οφειλέτη, στις δίκες που εισάγονται με τις αγωγές των άρθρων 117-122 ή τις αγωγές που ασκούνται λόγω μη συμμόρφωσης με το άρθρο 84·

β) να προβάλλει ενστάσεις με τη διαδικασία που ορίζει ο νόμος·

γ) να προτείνει σχέδιο αναδιοργάνωσης·

δ) μετά την επικύρωση του σχεδίου, να διεξάγει τις υποθέσεις του οφειλέτη υπό την εποπτεία δικαστικά διορισμένου διαχειριστή, εάν ο οφειλέτης εξακολουθεί να έχει το δικαίωμα να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του·

ε) μετά την έναρξη της εκκαθάρισης, να συμμετάσχει στη διενέργεια της απογραφής και να υπογράψει το πρακτικό αυτής, να παραλάβει την τελική έκθεση και την οικονομική κατάσταση και να λάβει μέρος στη συνέλευση που θα συγκληθεί για τη διευθέτηση των ενστάσεων και την έγκριση της έκθεσης·

στ) να λάβει γνωστοποίηση για την περάτωση της διαδικασίας.

Εάν ο οφειλέτης στερήθηκε το δικαίωμα διαχείρισης των υποθέσεών του, εκπροσωπείται από τον δικαστικά διορισμένο διαχειριστή ή εκκαθαριστή, που επίσης διεξάγει την επιχειρηματική του δραστηριότητα· στην περίπτωση αυτή, τα καθήκοντα του ειδικού διαχειριστή περιορίζονται στην εκπροσώπηση των συμφερόντων των μετόχων, εταίρων ή μελών (άρθρο 56 του νόμου αριθ. 85/2014).

Δικαστικά διορισμένος διαχειριστής (administrator judiciar)

Ο δικαστικά διορισμένος διαχειριστής μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο (συμπεριλαμβανομένου του εκπροσώπου του νομικού προσώπου) και κατά νόμο πρέπει να είναι κατ’ επάγγελμα διαχειριστής διαδικασιών αφερεγγυότητας. Οι κύριες αρμοδιότητες του δικαστικά διορισμένου διαχειριστή είναι:

α) να εξετάσει την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη και τα έγγραφα που προσκομίστηκαν, να καταρτίσει μια έκθεση με την οποία να προτείνει είτε την έναρξη της απλοποιημένης διαδικασίας είτε τη συνέχιση της περιόδου επιτήρησης στο πλαίσιο της συνήθους διαδικασίας και να την υποβάλει στον εισηγητή δικαστή (judecător-sindic) προς έγκριση μέσα στην προθεσμία που θα ορίσει ο δικαστής, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 20 ημέρες από τον διορισμό του διαχειριστή·

β) να εξετάσει την επιχειρηματική δραστηριότητα του οφειλέτη, να καταρτίσει μια αναλυτική έκθεση με τις αιτίες και τις περιστάσεις που οδήγησαν στην κατάσταση αφερεγγυότητας στην οποία θα προσδιορίζει κάθε τυχόν προκαταρκτική απόδειξη ή ένδειξη για τα πρόσωπα στα οποία μπορεί να αποδοθεί η εν λόγω κατάσταση και τους λόγους για τον καταλογισμό της ευθύνης σε αυτά, να διερευνήσει κάθε εύλογη πιθανότητα αναδιοργάνωσης της επιχειρηματικής δραστηριότητας του οφειλέτη ή να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους αναδιοργάνωση δεν θα ήταν εφικτή, και να καταχωρίσει την έκθεση στον φάκελο της υπόθεσης μέσα στην προθεσμία που θα ορίσει ο εισηγητής δικαστής, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 40 ημέρες από τον διορισμό του διαχειριστή·

γ) να καταρτίσει τα λογιστικά στοιχεία του οφειλέτη, εάν ο τελευταίος δεν τήρησε την υποχρέωση υποβολής τους μέσα στη νόμιμη προθεσμία, και, εάν αυτά είχαν υποβληθεί από τον οφειλέτη, να τα ελέγξει, να τα διορθώσει και να τα συμπληρώσει·

δ) να καταρτίσει σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχειρηματικής δραστηριότητας του οφειλέτη, ανάλογα με το περιεχόμενο της έκθεσης που αναφέρεται στο στοιχείο α)·

ε) να επιτηρεί τις πράξεις διαχείρισης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη·

στ) να διεξάγει την επιχειρηματική δραστηριότητα του οφειλέτη, συνολικά ή εν μέρει, τηρώντας τις ρητές οδηγίες του εισηγητή δικαστή που αφορούν τα καθήκοντα του διαχειριστή και τους όρους εκτέλεσης πληρωμών από τον λογαριασμό ενεργητικού του οφειλέτη·

ζ) να συγκαλεί, να προεδρεύει και να εκτελεί γραμματειακά καθήκοντα στις συνελεύσεις των πιστωτών ή των μετόχων, εταίρων ή μελών του οφειλέτη αν είναι νομικό πρόσωπο·

η) να ασκεί αγωγές για την ακύρωση δόλιων πράξεων ή συναλλαγών εκ μέρους του οφειλέτη που θίγουν τα δικαιώματα των πιστωτών, καθώς και συγκεκριμένων περιουσιακών μεταβιβάσεων, επιχειρηματικών συναλλαγών του οφειλέτη και εγγυήσεων που κατάρτισε ο οφειλέτης οι οποίες ενδέχεται να πλήξουν τα συμφέροντα των πιστωτών·

θ) να ενημερώσει επειγόντως τον εισηγητή δικαστή εάν διαπιστώσει ότι ο οφειλέτης δεν διαθέτει περιουσιακά στοιχεία ή ότι αυτά δεν επαρκούν για την κάλυψη των νομικών του εξόδων·

ι) να καταγγείλει ορισμένες συμβάσεις που έχουν συναφθεί από τον οφειλέτη·

ια) να επαληθεύει απαιτήσεις και, κατά περίπτωση, να προβάλλει ενστάσεις κατ’ αυτών, να ενημερώνει τους πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις δεν έχουν γίνει δεκτές πλήρως ή εν μέρει και να συντάξει τους πίνακες των απαιτήσεων·

ιβ) να εισπράττει απαιτήσεις, να διεκδικεί την είσπραξη απαιτήσεων σε σχέση με περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη ή χρηματικά ποσά που διέθεσε ο οφειλέτης πριν από την έναρξη της διαδικασίας, και να ασκεί και να επισπεύδει αγωγές για την είσπραξη των απαιτήσεων του οφειλέτη, προσλαμβάνοντας συναφώς και δικηγόρους·

ιγ) να καταρτίζει συμβιβασμούς, να εξοφλεί οφειλές, να απαλλάσσει εγγυητές και να παραιτείται από εμπράγματες ασφάλειες, με την επιφύλαξη της επικύρωσης από τον εισηγητή δικαστή·

ιδ) να ενημερώνει τον εισηγητή δικαστή για κάθε ζήτημα που απαιτεί απόφασή του·

ιε) να συντάξει την απογραφή των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη·

ιστ) να διατάξει την εκτίμηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, η οποία πρέπει να ολοκληρωθεί έως την ημερομηνία που θα οριστεί για την υποβολή του τελικού πίνακα απαιτήσεων·

ιζ) να αποστείλει ειδοποίηση για την καταχώριση της έκθεσης αξιολόγησης στον φάκελο της υπόθεσης, προς δημοσίευση στο Δελτίο των Διαδικασιών Αφερεγγυότητας (BPI), μέσα σε δύο ημέρες από την καταχώριση.

Ο εισηγητής δικαστής μπορεί με απόφασή του (încheiere) να επιφορτίσει τον δικαστικά διορισμένο διαχειριστή με επιπλέον αρμοδιότητες από αυτές που παρατίθενται στην παράγραφο 1, εκτός από όσες κατά νόμο εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστή.

Ο δικαστικά διορισμένος διαχειριστής υποβάλλει μηνιαίες εκθέσεις στις οποίες περιγράφει τον τρόπο που διεκπεραίωσε τις αρμοδιότητές του, συμπεριλαμβανομένων των αρμοδιοτήτων του που σχετίζονται με την παρακολούθηση των πράξεων που διενεργούνται βάσει προηγούμενης έγκρισης, αιτιολογεί τις δαπάνες που προέκυψαν κατά τη διαχείριση της διαδικασίας και κάθε άλλη δαπάνη που καταβλήθηκε από τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, και, κατά περίπτωση, καταγράφει αναλυτικά την πρόοδο με την απογραφή. Στις εκθέσεις περιλαμβάνονται πληροφορίες σχετικά με την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων, τη λήψη ή την ανανέωση αδειών για την άσκηση της δραστηριότητας, τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί από τα εποπτικά όργανα και την αμοιβή του δικαστικά διορισμένου, με αναφορά του τρόπου υπολογισμού της αμοιβής αυτής (άρθρο 59 παράγραφος 1 του νόμου αριθ. 85/2014).

Για τη διεκπεραίωση των αρμοδιοτήτων του, ο δικαστικά διορισμένος διαχειριστής μπορεί να προσλαμβάνει επαγγελματίες, όπως δικηγόρους, λογιστές, εκτιμητές ή άλλους ειδικούς. Πρόσωπο δεν μπορεί να διοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 αν δεσμεύεται από σύμβαση η οποία θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα σύγκρουση συμφερόντων· στην περίπτωση αυτή, το οικείο πρόσωπο πρέπει να δηλώσει κώλυμα, άλλως ο διορισμός του μπορεί να προσβληθεί σύμφωνα με τους όρους των άρθρων 43 και 44 του αναδημοσιευμένου νόμου αριθ. 134/2010 περί Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως έχει τροποποιηθεί και συμπληρωθεί (άρθρο 61 παράγραφος 2). Ο δικαστικά διορισμένος διαχειριστής και κάθε πιστωτής μπορούν να προβάλουν ενστάσεις κατά των εκθέσεων αξιολόγησης που καταρτίστηκαν για την υπόθεση.

Δικαστικά διορισμένος εκκαθαριστής (lichidator judiciar)

Εάν ο εισηγητής δικαστής εκδώσει διαταγή εκκαθάρισης, διορίζει εκκαθαριστή για την εκτέλεσή της. Οι αρμοδιότητες του δικαστικά διορισμένου διαχειριστή παύουν την ημερομηνία που ο εισηγητής δικαστής προσδιορίζει τα καθήκοντα του εκκαθαριστή. Οι κύριες αρμοδιότητες του δικαστικά διορισμένου εκκαθαριστή είναι:

α) να επανεξετάσει την επιχειρηματική δραστηριότητα του οφειλέτη κατά του οποίου έχει κινηθεί απλοποιημένη διαδικασία, έχοντας υπόψη την πραγματική του κατάσταση, και να καταρτίσει μια αναλυτική έκθεση με τις αιτίες και τις περιστάσεις που προκάλεσαν την αφερεγγυότητα, προσδιορίζοντας τα πρόσωπα στα οποία μπορεί να αποδοθεί η κατάσταση της αφερεγγυότητας και τους λόγους για τον καταλογισμό της ευθύνης σε αυτά·

β) να διεξάγει την επιχειρηματική δραστηριότητα του οφειλέτη·

γ) να καταθέτει αγωγές για την ακύρωση δόλιων πράξεων ή συναλλαγών του οφειλέτη που θίγουν τα δικαιώματα των πιστωτών, καθώς και συγκεκριμένων περιουσιακών μεταβιβάσεων, επιχειρηματικών συναλλαγών του οφειλέτη και πράξεων του οφειλέτη που ενέχουν προτιμησιακή μεταχείριση και ενδέχεται να βλάψουν τα συμφέροντα των πιστωτών·

δ) να εκτελεί σφραγίσεις, να συντάξει την απογραφή των περιουσιακών στοιχείων και να προβεί στις αναγκαίες πράξεις για τη διαφύλαξή τους·

ε) να καταγγείλει ορισμένες συμβάσεις που έχουν συναφθεί από τον οφειλέτη·

στ) να επαληθεύει απαιτήσεις, και κατά περίπτωση, να προβάλει ενστάσεις κατ’ αυτών, να ενημερώσει τους πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις δεν έχουν γίνει δεκτές πλήρως ή εν μέρει, και να συντάξει τους πίνακες των απαιτήσεων·

ζ) να διεκδικεί την είσπραξη απαιτήσεων σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη που προκύπτουν από τη διάθεση περιουσιακών στοιχείων ή χρηματικών ποσών από τον οφειλέτη πριν από την έναρξη της διαδικασίας, να εισπράττει απαιτήσεις, να ασκεί και να επισπεύδει αγωγές για την είσπραξη των απαιτήσεων του οφειλέτη, προσλαμβάνοντας συναφώς και δικηγόρους·

η) να δέχεται πληρωμές για λογαριασμό του οφειλέτη και να τις καταχωρίζει στον λογαριασμό ενεργητικού του οφειλέτη·

θ) να πωλεί περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη σύμφωνα με τον νόμο·

ι) με την επιφύλαξη της επικύρωσης από τον εισηγητή δικαστή, να συνάπτει συμβιβασμούς, να εξοφλεί οφειλές, να απαλλάσσει εγγυητές και να παραιτείται από εμπράγματες ασφάλειες·

ια) να ενημερώνει τον εισηγητή δικαστή για κάθε ζήτημα που απαιτεί απόφασή του· ιβ) να εκτελεί κάθε άλλο καθήκον που του επιβάλλεται με απόφαση του εισηγητή δικαστή.

Στη διαδικασία του προληπτικού συμβιβασμού με τους πιστωτές (concordat preventiv), ο οφειλέτης συμμετέχει στη διαδικασία μέσω των νόμιμων ή συμφωνημένων εκπροσώπων του.

Οι αρμοδιότητες του διαχειριστή του προληπτικού συμβιβασμού με τους πιστωτές (administrator concordatar) είναι:

να καταρτίσει τον πίνακα των πιστωτών, περιλαμβανομένων των πιστωτών των οποίων οι απαιτήσεις έχουν προσβληθεί ή των οποίων εκκρεμεί η εκδίκαση, και τον πίνακα των πιστωτών που έχουν υπογράψει τον συμβιβασμό· όταν ένας πιστωτής έχει απαίτηση κατά οφειλετών που ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρο σύμφωνα με τη διαδικασία του προληπτικού συμβιβασμού με τους πιστωτές, η εν λόγω απαίτηση θα ενταχθεί στον πίνακα των πιστωτών στην ονομαστική της αξία έως την πλήρη εξόφλησή της·

β) να καταρτίσει, από κοινού με τον οφειλέτη, τον προτεινόμενο συμβιβασμό και τα επιμέρους στοιχεία του, δηλαδή το προσχέδιο του συμβιβασμού και του σχεδίου εξυγίανσης·

γ) να λάβει μέτρα για τη φιλική διευθέτηση κάθε διαφοράς μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών ή μεταξύ των πιστωτών·

δ) να ζητήσει από τον εισηγητή δικαστή την επικύρωση του προληπτικού συμβιβασμού·

ε) να επιβλέπει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβε ο οφειλέτης με τον προληπτικό συμβιβασμό·

στ) να ενημερώνει επειγόντως τη συνέλευση των πιστωτών που μετέχουν στον προληπτικό συμβιβασμό για κάθε μη εκπλήρωση ή μη ορθή εκπλήρωση των υποχρεώσεων του οφειλέτη·

ζ) να καταρτίζει και να αποστέλλει μηνιαίες ή τριμηνιαίες εκθέσεις στη συνέλευση των πιστωτών που μετέχουν στον προληπτικό συμβιβασμό για το έργο του διαχειριστή του προληπτικού συμβιβασμού και την επιχειρηματική δραστηριότητα του οφειλέτη· η έκθεση του διαχειριστή του προληπτικού συμβιβασμού θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει τη γνώμη του διαχειριστή σχετικά με την ύπαρξη ή μη λόγων για την πρόωρη λύση του προληπτικού συμβιβασμού·

η) να συγκαλεί τη συνέλευση των πιστωτών που μετέχουν στον προληπτικό συμβιβασμό·

θ) να ζητήσει από το δικαστήριο την κήρυξη της περάτωσης της διαδικασίας του προληπτικού συμβιβασμού με τους πιστωτές·

ι) να εκτελεί κάθε άλλο καθήκον που αναφέρεται στο παρόν κεφάλαιο και προβλέπεται από τον προληπτικό συμβιβασμό με τους πιστωτές ή του έχει ανατεθεί από τον εισηγητή δικαστή (άρθρο 19 του νόμου αριθ. 85/2014).

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Η έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν θίγει το δικαίωμα των πιστωτών να προβάλουν σε συμψηφισμό απαίτησή τους έναντι απαίτησης του οφειλέτη κατ’ αυτών, εάν κατά την ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος για τον νόμιμο συμψηφισμό. Ο συμψηφισμός μπορεί επίσης να καταγραφεί από τον δικαστικά διορισμένο διαχειριστή ή εκκαθαριστή. Δυνατότητα συμψηφισμού υπάρχει επίσης για τις αμοιβαίες απαιτήσεις που γεννώνται μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Οι υφιστάμενες συμβάσεις παραμένουν σε ισχύ με την έναρξη της διαδικασίας. Τυχόν συμβατικές ρήτρες που προβλέπουν τη λύση υφιστάμενης σύμβασης, τη στέρηση του οφέλους της κανονικής συμβατικής διάρκειας ή την υποχρέωση πρόωρης καταβολής λόγω της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι άκυρες. Ο κανόνας ότι οι υφιστάμενες συμβάσεις παραμένουν σε ισχύ και ότι οι ρήτρες καταγγελίας ή επίσπευσης των υποχρεώσεων είναι άκυρες δεν ισχύει στις ειδικές χρηματοοικονομικές συμβάσεις ή στις διμερείς πράξεις συμψηφισμού που διεξάγονται στο πλαίσιο ειδικής χρηματοοικονομικής σύμβασης ή διμερούς σύμβασης συμψηφισμού.

Προς τον σκοπό της μεγιστοποίησης της αξίας των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από την έναρξη της διαδικασίας, ο δικαστικά διορισμένος διαχειριστής ή εκκαθαριστής μπορεί να καταγγείλει οποιαδήποτε σύμβαση, ενεργή μίσθωση και κάθε άλλη μακροχρόνια σύμβαση που δεν έχει εκτελεστεί πλήρως ή κατ' ουσίαν από όλους τους συμβαλλομένους. Όταν μια σύμβαση καταγγέλλεται με αυτόν τον τρόπο, ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης κατά του οφειλέτη.

Εάν κατά τους πρώτους τρεις μήνες μετά την έναρξη της διαδικασίας ο αντισυμβαλλόμενος του οφειλέτη αποστείλει στον δικαστικά διορισμένο διαχειριστή ή εκκαθαριστή ειδοποίηση με την οποία του ζητά να καταγγείλει τη σύμβαση, ο διαχειριστής ή ο εκκαθαριστής πρέπει να απαντήσει μέσα σε 30 ημέρες από την παραλαβή της διαφορετικά, η σύμβαση θεωρείται ότι έχει καταγγελθεί και ο διαχειριστής ή ο εκκαθαριστής δεν μπορεί πλέον να απαιτήσει την εκτέλεσή της.

Ο νόμος ρυθμίζει επίσης το καθεστώς που διέπει ορισμένες ιδιαίτερες συμβάσεις, όπως όσες αφορούν την παροχή υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, τις μισθώσεις ή τις συμβάσεις -πλαίσια συμψηφισμού.

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

Από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης που επικυρώνει τον προληπτικό συμβιβασμό με τους πιστωτές, αναστέλλονται αυτοδικαίως οι ατομικές διώξεις των υπογραφόντων πιστωτών κατά του οφειλέτη και η προθεσμία άσκησης του δικαιώματός τους για αναγκαστική εκτέλεση των απαιτήσεών τους κατά του οφειλέτη.

Δεν αναστέλλονται οι τόκοι, οι ποινικές ρήτρες και κάθε άλλη δαπάνη που έχει προκύψει ως προς τους υπογράφοντες πιστωτές, εκτός αν είχαν παράσχει τη γραπτή, ρητή τους συναίνεση για το αντίθετο η εν λόγω συναίνεση παρέχεται στο προσχέδιο του προληπτικού συμβιβασμού με τους πιστωτές.

Με τη διάταξη επικύρωσης του προληπτικού συμβιβασμού με τους πιστωτές, ο εισηγητής δικαστής αναστέλλει κάθε αναγκαστική διαδικασία είσπραξης.

Με αίτημα του διαχειριστή του προληπτικού συμβιβασμού, υπό τον όρο ότι ο οφειλέτης έχει παράσχει εγγυήσεις στους πιστωτές, ο εισηγητής δικαστής μπορεί να διατάξει τη μετάθεση της ημερομηνίας πληρωμής των απαιτήσεων των πιστωτών που δεν έχουν υπογράψει τον προληπτικό συμβιβασμό, για διάστημα που δεν υπερβαίνει τους 18 μήνες. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, δεν σωρεύονται τόκοι, ποινικές ρήτρες ή άλλες δαπάνες που αφορούν την απαίτηση. Οι διατάξεις για τη μετάθεση της ημερομηνίας πληρωμής των απαιτήσεων δεν ισχύουν για τις ειδικές χρηματοοικονομικές συμβάσεις και τις διμερείς πράξεις συμψηφισμού που διεξάγονται στο πλαίσιο ειδικής χρηματοοικονομικής σύμβασης ή διμερούς σύμβασης συμψηφισμού.

Ο προληπτικός συμβιβασμός με τους πιστωτές δεσμεύει τους πιστωτές του δημοσίου (creditori bugetari), υπό τον όρο ότι συνάδει με τις ενωσιακές και εθνικές διατάξεις για τις κρατικές ενισχύσεις.

Κατά τη διάρκεια επικυρωμένου προληπτικού συμβιβασμού με τους πιστωτές δεν μπορεί να κινηθεί διαδικασία αφερεγγυότητας κατά του οφειλέτη.

Όποιος πιστωτής αποκτά εκτελεστό τίτλο κατά του οφειλέτη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας μπορεί να ζητήσει να συμπεριληφθεί στον προληπτικό συμβιβασμό ή να εισπράξει την απαίτησή του με οποιοδήποτε άλλο μέσο προβλέπεται από τον νόμο.

Όλες οι δικαστικές και εξωδικαστικές διαδικασίες και κάθε μέτρο αναγκαστικής είσπραξης απαίτησης σε βάρος των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη αναστέλλονται αυτοδικαίως από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Οι πιστωτές μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους μόνο στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αναγγέλλοντας τις απαιτήσεις τους. Η έναρξη της διαδικασίας αναστέλλει κάθε προθεσμία για την άσκηση αγωγής.

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

Όλες οι δικαστικές και εξωδικαστικές διαδικασίες και κάθε μέτρο αναγκαστικής είσπραξης απαίτησης σε βάρος των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη αναστέλλονται αυτοδικαίως από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Δεν αναστέλλονται:

α) τα ένδικα μέσα που ασκεί ο οφειλέτης σε υποθέσεις αγωγών που είχαν ασκηθεί από πιστωτή/πιστωτές πριν από την έναρξη της διαδικασίας, και οι πολιτικές αγωγές σε ποινικές δίκες (acţiunile civile din procesele penale) κατά του οφειλέτη·

β) οι αγωγές κατά συνοφειλετών και/ή τρίτων εγγυητών·

γ) οι εκκρεμείς εξωδικαστικές διαδικασίες ενώπιον των αθλητικών επιτροπών αθλητικών ομοσπονδιών που λειτουργούν σύμφωνα με τον νόμο αριθ. 69/2000 περί φυσικής αγωγής και αθλητισμού (Legea educaţiei fizice şi sportului nr. 69/2000), όπως έχει τροποποιηθεί και συμπληρωθεί, οι οποίες αφορούν μονομερείς καταγγελίες από αθλητές ατομικών συμβάσεων εργασίας ή συμβάσεων αστικού δικαίου και τις αθλητικές ποινές που επιβάλλονται στις εν λόγω περιπτώσεις, και κάθε άλλη διαφορά που αφορά το δικαίωμα αθλητή να συμμετέχει σε αγώνες.

δ) οι αγωγές για την αναγνώριση της ύπαρξης και/ή του ποσού των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη που γεννώνται μετά την ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας. Για τις απαιτήσεις αυτές, κατά τη διάρκεια της περιόδου παρακολούθησης και αναδιοργάνωσης, αίτηση πληρωμής μπορεί να συνταχθεί και να αποσταλεί με απόδειξη παραλαβής. Η αίτηση αυτή θα εξεταστεί από τον δικαστικά διορισμένο διαχειριστή εντός 15 ημερών από την παραλαβή της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 106 παράγραφος 1, το οποίο εφαρμόζεται αναλογικά, χωρίς οι απαιτήσεις αυτές να περιλαμβάνονται στον κατάλογο των απαιτήσεων.

Τα μέτρα που διατάσσονται από τον δικαστικά διορισμένο διαχειριστή υπόκεινται σε προσβολή.

Επισημαίνεται ότι η εν λόγω αναστολή ισχύει μόνον για τις αγωγές που αφορούν απαιτήσεις κατά των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, και όχι για όσες αφορούν μη περιουσιακά δικαιώματα και υποχρεώσεις, που συνεχίζουν να εκδικάζονται στο επιληφθέν δικαστήριο.

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

Διεξάγεται συνέλευση μεταξύ όλων των πιστωτών του αφερέγγυου οφειλέτη.

Τη συνέλευση των πιστωτών (adunarea creditorilor) συγκαλεί ο δικαστικά διορισμένος διαχειριστής ή εκκαθαριστής, ο οποίος και προεδρεύει αυτής. Οι πιστωτές που είναι ήδη γνωστοί συγκαλούνται από τον διαχειριστή ή τον εκκαθαριστή σε συνέλευση στις περιπτώσεις που ρητά ορίζει ο νόμος, και όσο συχνά απαιτείται.

Οι πιστωτές συγκαλούνται σε συνέλευση με ειδοποίηση που δημοσιεύεται στο Δελτίο των Διαδικασιών Αφερεγγυότητας τουλάχιστον πέντε ημέρες πριν από τη συνέλευση, η οποία πρέπει να παραθέτει την ημερήσια διάταξη της συνέλευσης. Στη συνέλευση, οι πιστωτές μπορούν να εκπροσωπηθούν από εκπρόσωπο εξουσιοδοτημένο με ειδικό πληρεξούσιο υπό τη μορφή δημόσιου εγγράφου ή, στην περίπτωση των πιστωτών του δημόσιου τομέα και των άλλων νομικών προσώπων, με πράξη εξουσιοδότησης δεόντως υπογεγραμμένη. Οι πιστωτές μπορούν επίσης να ψηφίζουν διά αλληλογραφίας, εκτός αν ρητά απαγορεύεται από τον νόμο.

Πλην αν ο νόμος προβλέπει ειδική πλειοψηφία, η συνέλευση των πιστωτών συνέρχεται εγκύρως αν παρίστανται πιστωτές που εκπροσωπούν τουλάχιστον το 30 % της συνολικής αξίας των απαιτήσεων με δικαίωμα ψήφου επί των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, ενώ οι αποφάσεις της συνέλευσης λαμβάνονται με τη θετική, ρητή ψήφο της πλειοψηφίας, σε όρους αξίας των απαιτήσεών τους, των πιστωτών που παρίστανται και έχουν δικαίωμα ψήφου. Ψήφος υπό όρους θεωρείται αρνητική ψήφος. Οι πιστωτές που ψηφίζουν εγκύρως διά αλληλογραφίας επίσης θεωρούνται παρόντες.

Μετά τη σύγκληση της πρώτης συνέλευσης, ο εισηγητής δικαστής και έπειτα οι πιστωτές μπορούν να συστήσουν επιτροπή, η οποία απαρτίζεται, ανάλογα με τον αριθμό των πιστωτών, από τρία ή πέντε μέλη τα οποία διορίζονται μεταξύ των πιστωτών που έχουν δικαίωμα ψήφου, προνομιούχες απαιτήσεις, απαιτήσεις δημοσίου και μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις, κατά τη σειρά της αξίας τους. Η επιτροπή των πιστωτών (comitetul creditorilor) έχει τις παρακάτω αρμοδιότητες:

α) να εξετάζει την κατάσταση του οφειλέτη και να υποβάλλει εισηγήσεις στη συνέλευση των πιστωτών ως προς τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του οφειλέτη και τα σχέδια αναδιοργάνωσης που έχουν προταθεί·

β) να διαπραγματεύεται τους όρους διορισμού του διαχειριστή ή του εκκαθαριστή που οι πιστωτές επιθυμούν να διοριστεί από το δικαστήριο·

γ) να λαμβάνει γνώση των εκθέσεων του δικαστικά διορισμένου διαχειριστή ή εκκαθαριστή, να τις εξετάζει και, κατά περίπτωση, να προβάλλει ενστάσεις κατ’ αυτών·

δ) να καταρτίζει εκθέσεις προς υποβολή στη συνέλευση των πιστωτών σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνει ο δικαστικά διορισμένος διαχειριστής ή εκκαθαριστής και τα αποτελέσματα αυτών, και να προτείνει, αιτιολογημένα, άλλα μέτρα·

ε) να ζητά την ανάκληση του δικαιώματος του οφειλέτη να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του·

στ) να ασκεί αγωγές ακύρωσης ορισμένων δόλιων πράξεων ή συναλλαγών του οφειλέτη που θίγουν τα συμφέροντα των πιστωτών, αν οι εν λόγω αγωγές δεν έχουν ασκηθεί από τον δικαστικά διορισμένο διαχειριστή ή εκκαθαριστή.

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

Ανάλογα με την ιδιαίτερη κατάσταση του οφειλέτη και το αν έχει στερηθεί το δικαίωμά του να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας έχει τις παρακάτω αρμοδιότητες.

Ο δικαστικά διορισμένος διαχειριστής επιτηρεί τις πράξεις διαχείρισης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Διεξάγει την επιχειρηματική δραστηριότητα του οφειλέτη, συνολικά ή εν μέρει, τηρώντας τις ρητές οδηγίες του εισηγητή δικαστή που αφορούν τα καθήκοντα του διαχειριστή και τους όρους εκτέλεσης πληρωμών από τον λογαριασμό ενεργητικού του οφειλέτη.

Εισπράττει απαιτήσεις, συνάπτει συμβιβασμούς, συντάσσει την απογραφή και πωλεί περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στον οφειλέτη.

Ο οφειλέτης μπορεί να χρησιμοποιεί τα περιουσιακά του στοιχεία μόνον αν έχει διατηρήσει το δικαίωμα διαχείρισης των περιουσιακών του στοιχείων και μέσα στα όρια της τρέχουσας επιχειρηματικής του δραστηριότητας· τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του δικαστικά διορισμένου διαχειριστή.

Μετά την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης, ο δικαστικά διορισμένος εκκαθαριστής διαχειρίζεται την επιχειρηματική δραστηριότητα του οφειλέτη, καταγγέλλει συμβάσεις, εισπράττει απαιτήσεις, πωλεί περιουσιακά στοιχεία, συνάπτει συμβιβασμούς, λαμβάνει πληρωμές για λογαριασμό του οφειλέτη κ.ο.κ. Στην εκκαθάριση, μόνο ο δικαστικά διορισμένος εκκαθαριστής μπορεί να διαθέσει τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη.

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Όλοι οι πιστωτές με απαιτήσεις που προϋπήρχαν της έναρξης της διαδικασίας, εκτός από τους εργαζομένους, των οποίων οι απαιτήσεις καταχωρίζονται από τον δικαστικά διορισμένο διαχειριστή βάσει των λογιστικών στοιχείων, πρέπει να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους μέσα στην προθεσμία που ορίζει η απόφαση έναρξης της διαδικασίας και να επισυνάψουν στην αναγγελία τους τα αναγκαία δικαιολογητικά έγγραφα. Όλες οι απαιτήσεις που αναγγέλθηκαν και καταχωρίστηκαν στο μητρώο του δικαστηρίου τεκμαίρονται έγκυρες και ακριβείς εάν δεν προσβληθούν από τον οφειλέτη, τον δικαστικά διορισμένο διαχειριστή ή τους πιστωτές. Οι απαιτήσεις που περιλαμβάνονται στον πίνακα των απαιτήσεων ικανοποιούνται στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας με τη σειρά διανομής που ορίζει ο νόμος.

Οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας, κατά την περίοδο παρακολούθησης ή τη διαδικασία δικαστικής αναδιοργάνωσης, ικανοποιούνται σύμφωνα με τα έγγραφα που τις τεκμηριώνουν και δεν χρειάζεται να περιληφθούν στην πτωχευτική περιουσία. Ο εν λόγω κανόνας ισχύει επίσης για τις απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης.

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

Εκτός από τους εργαζομένους, των οποίων οι απαιτήσεις καταχωρίζονται από τον δικαστικά διορισμένο διαχειριστή βάσει των λογιστικών στοιχείων, όλοι οι πιστωτές με απαιτήσεις που προϋπήρχαν της έναρξης της διαδικασίας πρέπει να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους μέσα στην προθεσμία που ορίζει η απόφαση έναρξης της διαδικασίας. Η αίτηση της αναγγελίας πρέπει να περιλαμβάνει το όνομα του πιστωτή και τη διεύθυνση της κατοικίας ή της έδρας του, το οφειλόμενο ποσό, τη βάση της απαίτησης και τα λεπτομερή στοιχεία του τυχόν λόγου προνομιακής κατάταξης. Τα έγγραφα που τεκμηριώνουν την απαίτηση και τον τυχόν λόγο προνομιακής κατάταξης πρέπει να επισυναφθούν στην αίτηση της αναγγελίας, μέσα στην προθεσμία που έχει οριστεί για την κατάθεση της αίτησης.

Η υποβολή αίτησης αναγγελίας είναι υποχρεωτική ακόμη κι αν η απαίτηση δεν αποδεικνύεται με εκτελεστό τίτλο. Οι απαιτήσεις που δεν είναι ληξιπρόθεσμες κατά την ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας ή που τελούν υπό αίρεση περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία.

Απαίτηση που αναγγέλλεται στη βάση εκκρεμούσας πολιτικής αγωγής σε ποινική δίκη, καταχωρίζεται υπό την αίρεση της τελεσίδικης εκδίκασης της αγωγής υπέρ του πολιτικώς ενάγοντος.

Οι απαιτήσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις προνομιακής κατάταξης συμπεριλαμβάνονται στον οριστικό πίνακα μέχρι την αγοραία αξία της εγγύησης, η οποία καθορίζεται με βάση εκτίμηση που διατάζει ο δικαστικά διορισμένος διαχειριστής ή εκκαθαριστής και την οποία πραγματοποιεί εκτιμητής (evaluator).

Όλες οι απαιτήσεις υπόκεινται στη διαδικασία της επαλήθευσης, εκτός από όσες βεβαιώνονται με εκτελεστή δικαστική ή διαιτητική απόφαση· από τη διαδικασία της επαλήθευσης εξαιρούνται επίσης οι απαιτήσεις του δημοσίου που απορρέουν από εκτελεστό τίτλο ο οποίος δεν προσβλήθηκε μέσα στην προθεσμία που ορίζουν οι σχετικοί ειδικοί νόμοι.

Ο δικαστικά διορισμένος διαχειριστής ή εκκαθαριστής συντάσσει προσωρινό πίνακα των απαιτήσεων, ο οποίος μπορεί να προσβληθεί ενώπιον του εισηγητή δικαστή από οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο, τον οφειλέτη ή πιστωτή. Πλην αν η έναρξη της διαδικασίας κοινοποιήθηκε κατά παράβαση των κανόνων για τις επιδόσεις και κοινοποιήσεις δικονομικών πράξεων, πιστωτής με απαίτηση που προϋπήρχε της έναρξης της διαδικασίας ο οποίος δεν ανήγγειλε την απαίτησή του μέσα στην καθορισμένη προθεσμία (η προθεσμία μνημονεύεται στην κοινοποίηση και δεν υπερβαίνει τις 45 ημέρες από την έναρξη της διαδικασίας) δεν έχει δικαίωμα να συμπεριληφθεί στον πίνακα των πιστωτών και δεν αποκτά την ιδιότητα του πιστωτή που δικαιούται να συμμετάσχει στη διαδικασία ως προς την εν λόγω απαίτηση. Ο εν λόγω πιστωτής δεν θα δικαιούται να εκτελέσει αναγκαστικά την απαίτησή του σε βάρος του οφειλέτη ή των τυχόν εις ολόκληρον ευθυνόμενων μελών ή εταίρων του οφειλέτη-νομικού προσώπου μετά την περάτωση της διαδικασίας, εκτός αν ο οφειλέτης καταδικαστεί για απλή χρεοκοπία (bancrută simplă) ή δόλια χρεοκοπία (bancrută frauduloasă) ή κριθεί υπαίτιος δόλιων πληρωμών ή μεταβιβάσεων. Η απώλεια του εν λόγω δικαιώματος βεβαιώνεται από τον δικαστικά διορισμένο διαχειριστή ή εκκαθαριστή, ο οποίος δεν καταχωρίζει τον πιστωτή στον πίνακα των πιστωτών.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Τα κεφάλαια που αποκτώνται από τη ρευστοποίηση των πραγμάτων και των δικαιωμάτων επί της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη επί των οποίων έχει συσταθεί ασφάλεια για την προνομιακή ικανοποίηση του πιστωτή διανέμονται με την ακόλουθη σειρά διανομής:

  1. τέλη, τέλη χαρτοσήμου και κάθε άλλη δαπάνη που απορρέει από την πώληση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών για τη διαφύλαξη και διαχείριση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων, οι δαπάνες που βάρυναν τον πιστωτή στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, οι απαιτήσεις παρόχων υπηρεσιών κοινής ωφέλειας που ανέκυψαν μετά την έναρξη της διαδικασίας και οι αμοιβές των προσώπων που παρείχαν υπηρεσίες για την εξυπηρέτηση του κοινού συμφέροντος όλων των πιστωτών κατά την ημερομηνία της διανομής, που επιμερίζονται σε αναλογική βάση, κατ' αναλογία προς την αξία του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη·
  2. απαιτήσεις προνομιούχων πιστωτών που ανέκυψαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αφερεγγυότητας· οι εν λόγω απαιτήσεις περιλαμβάνουν το κεφάλαιο, τους τόκους και τις άλλες παρεπόμενες απαιτήσεις, κατά περίπτωση·
  3. απαιτήσεις προνομιούχων πιστωτών, περιλαμβανομένων του συνολικού κεφαλαίου, των τόκων και των προσαυξήσεων και ποινών κάθε είδους.

Εάν το προϊόν από τη ρευστοποίηση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων δεν επαρκεί για την πλήρη εξόφληση των οικείων απαιτήσεων, οι πιστωτές διατηρούν ανέγγυα απαίτηση ή απαίτηση του δημοσίου, ανάλογα με την περίπτωση, για τη διαφορά· η εν λόγω απαίτηση θα καταταγεί μαζί με τις υπόλοιπες απαιτήσεις στη σχετική κατηγορία. Αν απομείνει πλεόνασμα μετά την πληρωμή των προαναφερόμενων ποσών, κατατίθεται από τον δικαστικά διορισμένο εκκαθαριστή στον λογαριασμό της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη. Σε περίπτωση εκκαθάρισης, οι απαιτήσεις καταβάλλονται με την παρακάτω σειρά:

1.  τέλη, τέλη χαρτοσήμου και κάθε άλλη δαπάνη που απορρέει από τη διαδικασία βάσει του εν λόγω κεφαλαίου του νόμου, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών για τη διαφύλαξη και διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και τις αμοιβές των προσώπων που παρείχαν υπηρεσίες για τους σκοπούς της διαδικασίας·

2. απαιτήσεις που απορρέουν από χρηματοδότηση που παρασχέθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας·

3. απαιτήσεις που απορρέουν από σχέσεις εργασίας·

4. απαιτήσεις που απορρέουν από τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του οφειλέτη μετά την έναρξη της διαδικασίας, απαιτήσεις τρίτων αντισυμβαλλομένων και καλόπιστων τρίτων αγοραστών ή περαιτέρω αγοραστών που επέστρεψαν στην πτωχευτική περιουσία του οφειλέτη τα περιουσιακά στοιχεία ή την αξία τους·

5. απαιτήσεις του δημοσίου·

6. απαιτήσεις για ποσά που οφείλει ο οφειλέτης σε τρίτους για υποχρεώσεις διατροφής, βοηθήματα για ανήλικα παιδιά ή περιοδικά ποσά που καταβάλλονται για την κάλυψη των βιοποριστικών αναγκών·

7. απαιτήσεις για ποσά που έχουν οριστεί από τον εισηγητή δικαστή για τη διατροφή του οφειλέτη και της οικογένειάς του, εάν ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο·

8. απαιτήσεις που απορρέουν από τραπεζικά δάνεια, με τα συναφή έξοδα και τους τόκους, απαιτήσεις που απορρέουν από την προμήθεια αγαθών, την παροχή υπηρεσιών ή άλλων εργασιών, απαιτήσεις για μισθώματα και απαιτήσεις που αφορούν χρηματοδοτικές μισθώσεις, περιλαμβανομένων των ομολογιακών δανείων·

9. λοιπές ανέγγυες απαιτήσεις·

10. απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης, με την παρακάτω σειρά κατάταξης:

α) απαιτήσεις που δημιουργήθηκαν στην περιουσία τρίτων αγοραστών οι οποίοι απέκτησαν περιουσιακά στοιχεία από τον οφειλέτη με κακή πίστη, απαιτήσεις περαιτέρω αγοραστών που ενήργησαν με κακή πίστη αφότου έγιναν δεκτές οι αγωγές ακύρωσης, και δάνεια που χορηγήθηκαν στον οφειλέτη-νομικό πρόσωπο από εταίρο ή μέτοχο που κατέχει τουλάχιστον 10 % του εταιρικού κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου στη γενική συνέλευση ή από μέλος ομίλου οικονομικού σκοπού (grupu de interes economic), ανάλογα με την περίπτωση·

β) απαιτήσεις από χαριστικές πράξεις.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

Εάν η διαδικασία προληπτικού συμβιβασμού με τους πιστωτές ολοκληρωθεί επιτυχώς κατά ή έως την προθεσμία που ορίζεται στη σύμβαση, ο εισηγητής δικαστής εκδίδει απόφαση στην οποία καταγράφεται η επίτευξη των στόχων του συμβιβασμού. Στη συνέχεια, οι μεταβολές στις απαιτήσεις που προβλέπονται στον προληπτικό συμβιβασμό με τους πιστωτές καθίστανται οριστικές (άρθρο 36 του νόμου αριθ. 85/2014).

Η διαδικασία αναδιοργάνωσης για τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας ή για προγραμματισμένη εκκαθάριση (lichidare pe bază de plan) περατώνεται με απόφαση που εκδίδεται βάσει έκθεσης του δικαστικά διορισμένου διαχειριστή, με την οποία βεβαιώνεται ότι έχουν εκπληρωθεί όλες οι υποχρεώσεις πληρωμής που είχαν αναληφθεί με το επικυρωμένο σχέδιο και ότι έχουν εξοφληθεί όλες οι επί του παρόντος ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις. Αν διαδικασία που κινήθηκε με σκοπό την αναδιοργάνωση μετατράπηκε σε διαδικασία εκκαθάρισης, περατώνεται σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τη διαδικασία εκκαθάρισης. Από την ημερομηνία επικύρωσης σχεδίου αναδιοργάνωσης υπό την εποπτεία του δικαστηρίου και για όσο χρόνο διαρκεί η αναδιοργάνωση, ο οφειλέτης απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής της διαφοράς μεταξύ της αξίας των υποχρεώσεών του πριν από την επικύρωση του σχεδίου και της αξίας που αναγράφεται στο σχέδιο.

Η διαδικασία εκκαθάρισης περατώνεται με την επικύρωση της τελικής έκθεσης από τον εισηγητή δικαστή, τη διανομή όλων των κεφαλαίων και λοιπών περιουσιακών στοιχείων από την πτωχευτική περιουσία του οφειλέτη και την κατάθεση στην τράπεζα των τυχόν αζήτητων κεφαλαίων. Μετά την περάτωση της διαδικασίας διατάσσεται η διαγραφή του οφειλέτη από τα μητρώα στα οποία είχε καταχωριστεί.

Με την περάτωση της διαδικασίας, ο εισηγητής δικαστής, ο δικαστικά διορισμένος διαχειριστής ή εκκαθαριστής και όλοι όσοι τους επικουρούσαν απαλλάσσονται από τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις τους σε σχέση με τη διαδικασία, τον οφειλέτη και την πτωχευτική περιουσία του οφειλέτη, τους πιστωτές, τους δικαιούχους προνομίων, τους μετόχους ή τους εταίρους.

Με την περάτωση της διαδικασίας εκκαθάρισης, ο οφειλέτης-φυσικό πρόσωπο (που διεξάγει οικονομικές δραστηριότητες) απαλλάσσεται από τις προ της εκκαθάρισης υποχρεώσεις του, εκτός αν έχει καταδικαστεί για απλή ή δόλια χρεοκοπία ή για την πραγματοποίηση δόλιων πληρωμών ή μεταβιβάσεων· στις εν λόγω περιπτώσεις, απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις του μόνο στο μέτρο που αυτές εκπληρώθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Μετά την περάτωση της (οποιουδήποτε είδους) διαδικασίας αφερεγγυότητας, οι πιστωτές δεν μπορούν να διεκδικήσουν από τον οφειλέτη απαιτήσεις που είχαν ανακύψει πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Οι πιστωτές μπορούν ωστόσο να διεκδικήσουν την πλήρη αξία των απαιτήσεών τους από τους συνοφειλέτες και τους εγγυητές του οφειλέτη.

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Όλες οι δαπάνες που απορρέουν από διαδικασίες που έχουν κινηθεί νομίμως, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν προσκλήσεις, επιδόσεις και κοινοποιήσεις διαδικαστικών εγγράφων από τον δικαστικά διορισμένο διαχειριστή ή εκκαθαριστή, βαρύνουν την πτωχευτική περιουσία (άρθρο 39 του νόμου αριθ. 85/2014). Εάν δεν επαρκούν οι χρηματικοί πόροι του οφειλέτη, γίνεται χρήση των κεφαλαίων της εκκαθάρισης (fondul de lichidare).

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

Ο δικαστικά διορισμένος διαχειριστής ή εκκαθαριστής μπορεί να ασκήσει αγωγές ακύρωσης των δόλιων πράξεων και συναλλαγών που εκτέλεσε ο οφειλέτης σε βλάβη των δικαιωμάτων των πιστωτών κατά τα δύο έτη που προηγήθηκαν της έναρξης της διαδικασίας.

Οι παρακάτω πράξεις ή συναλλαγές του οφειλέτη μπορούν να ακυρωθούν για να επιστραφούν τα μεταβιβασθέντα περιουσιακά στοιχεία ή η αξία των άλλων παρασχεθέντων οφελών:

α) οι μεταβιβάσεις από χαριστική αιτία που διενεργήθηκαν εντός δύο ετών πριν από την έναρξη της διαδικασίας· εξαιρούνται οι χορηγίες για ανθρωπιστικούς σκοπούς·

β) οι συναλλαγές στις οποίες η παροχή του οφειλέτη ήταν σαφώς μεγαλύτερη από την αντιπαροχή και οι οποίες διενεργήθηκαν εντός έξι μηνών πριν από την έναρξη της διαδικασίας·

γ) οι πράξεις που διενεργήθηκαν εντός δύο ετών πριν από την έναρξη της διαδικασίας με πρόθεση όλων των συμμετεχόντων στη πράξη να προληφθεί η εκ μέρους των πιστωτών διεκδίκηση περιουσιακών στοιχείων ή να θιγούν δικαιώματά τους με οποιονδήποτε άλλον τρόπο·

δ) οι πράξεις μεταβίβασης κυριότητας σε πιστωτή για την πλήρη ή μερική ικανοποίηση προηγούμενης οφειλής οι οποίες διενεργήθηκαν εντός έξι μηνών πριν από την έναρξη της διαδικασίας, εάν το ποσό που θα μπορούσε να λάβει ο πιστωτής σε περίπτωση εκκαθάρισης του οφειλέτη υπολείπεται του τιμήματος της πράξης μεταβίβασης της κυριότητας·

ε) η σύσταση προνομίου υπέρ ανέγγυας απαίτησης εντός έξι μηνών πριν από την έναρξη της διαδικασίας·

στ) η προεξόφληση οφειλής εντός έξι μηνών πριν από την έναρξη της διαδικασίας, εάν η ημερομηνία κατά την οποία θα καθίστατο ληξιπρόθεσμη ήταν μεταγενέστερη της έναρξης της διαδικασίας·

ζ) οι πράξεις μεταβίβασης ή ανάληψης υποχρεώσεων από τον οφειλέτη που διενεργήθηκαν εντός δύο ετών πριν από την έναρξη της διαδικασίας με πρόθεση την απόκρυψη ή την καθυστέρηση της κατάστασης αφερεγγυότητας ή την τέλεση απάτης σε βάρος πιστωτή.

Οι παρακάτω πράξεις ή συναλλαγές μπορούν επίσης να ακυρωθούν, και τα οφέλη τους να ανακτηθούν, εάν έχουν συναφθεί εντός δύο ετών πριν από την έναρξη της διαδικασίας με πρόσωπα που έχουν έννομη σχέση με τον οφειλέτη:

α) όσες έχουν συναφθεί με ετερόρρυθμο εταίρο (asociat comanditat) ή με εταίρο που κατέχει τουλάχιστον το 20 % του κεφαλαίου της εταιρείας ή των δικαιωμάτων ψήφου στη γενική συνέλευση των εταίρων, εάν ο οφειλέτης είναι η εν λόγω ετερόρρυθμη εταιρεία (societate în comandită) ή γεωργική εταιρεία (societate agricolă), ομόρρυθμη εταιρεία (societate în nume colectiv) ή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης (societate cu răspundere limitată)·

β) όσες έχουν συναφθεί με μέλος του ομίλου ή μέλος του διοικητικού συμβουλίου, εάν ο οφειλέτης αποτελεί όμιλο οικονομικού σκοπού·

γ) όσες έχουν συναφθεί με μέτοχο που κατέχει τουλάχιστον το 20 % των μετοχών του οφειλέτη ή των δικαιωμάτων ψήφου στη γενική συνέλευση των μετόχων, εάν ο οφειλέτης είναι ανώνυμη εταιρεία (societate pe acţiuni)·

δ) όσες έχουν συναφθεί με μέλος του διοικητικού συμβουλίου, διευθυντή ή μέλος των εποπτικών οργάνων του οφειλέτη, εάν ο οφειλέτης είναι συνεταιρισμός, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης κατά μετοχές ή γεωργική εταιρεία·

ε) όσες έχουν συναφθεί με φυσικό ή νομικό πρόσωπο με ελέγχουσα θέση επί του οφειλέτη ή της επιχειρηματικής του δραστηριότητας·

στ) όσες έχουν συναφθεί με συγκύριο ή με αντισυμβαλλόμενο που διατηρεί εξ αδιαιρέτου συγκυριότητα επί κοινού περιουσιακού στοιχείου·

ζ) όσες έχουν συναφθεί με τον/την σύζυγο ή συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και τον τέταρτο βαθμό των φυσικών προσώπων που αναφέρονται στα στοιχεία α)-στ).

Την αγωγή ακύρωσης δόλιας πράξης που διενήργησε ο οφειλέτης σε βλάβη των πιστωτών μπορεί να ασκήσει ο δικαστικά διορισμένος διαχειριστής ή εκκαθαριστής μέσα σε ένα έτος από την εκπνοή της προθεσμίας που ορίστηκε για την κατάρτιση της πρώτης έκθεσης από τον δικαστικά διορισμένο διαχειριστή ή εκκαθαριστή, και, σε κάθε περίπτωση, μέσα σε 16 μήνες από την έναρξη της διαδικασίας. Εάν η αγωγή γίνει δεκτή, οι οικείοι συμβαλλόμενοι επανέρχονται στην προηγούμενη κατάστασή τους και οι υποχρεώσεις που υφίσταντο κατά την ημερομηνία της πράξης αναβιώνουν.

Η επιτροπή των πιστωτών ή πιστωτής στον οποίο αναλογεί άνω του 50 % της αξίας των απαιτήσεων που εντάχθηκαν στην πτωχευτική περιουσία μπορεί να ασκήσει την εν λόγω αγωγή ενώπιον του εισηγητή δικαστή, σε περίπτωση που δεν το πράξει ο δικαστικά διορισμένος διαχειριστής ή εκκαθαριστής.

Αποκλείεται η άσκηση αγωγής ακύρωσης κατά συστατικής πράξης (act de constituire) του εμπράγματου δικαίου ή κατά πράξης μεταβίβασης κυριότητας του εμπράγματου δικαίου, εάν αυτή διενεργήθηκε από τον οφειλέτη στο πλαίσιο της συνήθους καθημερινής του επιχειρηματικής δραστηριότητας. Αίτηση ακύρωσης συστατικής πράξης ή πράξης μεταβίβασης κυριότητας καταχωρίζεται αυτεπαγγέλτως στα σχετικά δημόσια μητρώα.

Ως προς τις παραπάνω αναφερόμενες πράξεις και συναλλαγές ισχύει μαχητό τεκμήριο ότι αποτελούν απάτη σε βλάβη των πιστωτών.

Μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, όλες οι πράξεις, συναλλαγές και πληρωμές που διενεργούνται από τον οφειλέτη μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι αυτοδικαίως άκυρες, με εξαίρεση τα μέτρα που απαιτούνται για τη διεξαγωγή της τρέχουσας επιχειρηματικής δραστηριότητας, τα μέτρα που εγκρίνει ο εισηγητής δικαστής και τα μέτρα που εγκρίνει ο δικαστικά διορισμένος διαχειριστής.

Τελευταία επικαιροποίηση: 16/06/2021

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.