

Βρείτε πληροφορίες ανά περιφέρεια
Ένας εκ των συζύγων πρέπει να υποβάλει γραπτή αίτηση (αγωγή) στο δικαστήριο. Οι αιτήσεις διαζυγίου εξετάζονται από το Δικαστήριο Οικογενειακών Διαφορών και οι σύζυγοι πρέπει να υποβάλουν αίτηση στο εν λόγω δικαστήριο για το διαζύγιό τους. Ο αιτών πρέπει να αποδείξει ότι ο γάμος έχει κλονιστεί ανεπανόρθωτα και πρέπει να προσκομίσει αποδείξεις για ένα από τα πέντε γεγονότα που παρατίθενται κατωτέρω.
Δεν μπορεί να υποβληθεί αίτηση διαζυγίου πριν από την παρέλευση τουλάχιστον ενός έτους από την ημερομηνία του γάμου, μολονότι μπορεί να υποβληθεί αίτηση ακύρωσης οποιαδήποτε στιγμή μετά τον γάμο. Ωστόσο, μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποδεικτικά στοιχεία από το διάστημα του ενός έτους που έπεται της ημερομηνίας του γάμου για να αποδειχθεί ο ανεπανόρθωτος κλονισμός του γάμου.
Από τον Μάρτιο του 2014, έχει δοθεί η δυνατότητα στα ζευγάρια ιδίου φύλου να συνάπτουν γάμο στην Αγγλία και την Ουαλία. Οι ίδιοι όροι ισχύουν για το διαζύγιο είτε το έγγαμο ζευγάρι είναι αντίθετου φύλου είτε ιδίου φύλου.
Η αίτηση διαζυγίου μπορεί να υποβληθεί διαδικτυακά.
Από το 2005, τα ζευγάρια ιδίου φύλου στο Ηνωμένο Βασίλειο έχουν τη δυνατότητα να επισημοποιούν νομικά τη σχέση τους συνάπτοντας σύμφωνο συμβίωσης. Η δυνατότητα αυτή παρέχεται πλέον, από τις 31 Δεκεμβρίου 2019 και εφεξής, και στα ζευγάρια αντίθετου φύλου. Οι συμβαλλόμενοι ενός τέτοιου συμφώνου είναι ελεύθεροι είτε να ζητήσουν τη λύση του είτε να ζητήσουν την έκδοση απόφασης δικαστικού χωρισμού, όταν η σχέση τους κλονιστεί. Η διαδικασία ομοιάζει με αυτήν για το διαζύγιο, τον δικαστικό χωρισμό και την ακύρωση γάμου, όπως περιγράφονται κατωτέρω. Η αίτηση λύσης συμφώνου συμβίωσης δεν μπορεί να υποβληθεί διαδικτυακά. Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στον δικτυακό τόπο της κυβέρνησης.
Σε έναν γάμο μεταξύ ατόμων ιδίου φύλου, το ζευγάρι αναφέρεται, εάν πρόκειται για δύο άνδρες, ως ο σύζυγος και ο σύζυγος (husband and husband) ή, εάν πρόκειται για δύο γυναίκες, ως η σύζυγος και η σύζυγος (wife and wife).
Ο μοναδικός λόγος διαζυγίου είναι ο ανεπανόρθωτος κλονισμός της έγγαμης σχέσης. Για να αποδειχθεί ότι ο γάμος έχει κλονιστεί ανεπανόρθωτα είναι απαραίτητο να προσκομιστούν αποδεικτικά στοιχεία για ένα ή περισσότερα «γεγονότα» που αφορούν την έγγαμη σχέση:
Το δικαστήριο υποχρεούται να διερευνήσει όσο το δυνατόν περισσότερο τα γεγονότα που επικαλείται ο αιτών (ενάγων) και όποια γεγονότα επικαλείται ο άλλος σύζυγος (εναγόμενος). Εάν το δικαστήριο πεισθεί βάσει των αποδεικτικών στοιχείων ότι ο γάμος έχει κλονιστεί ανεπανόρθωτα, εκδίδεται απόφαση διαζυγίου από τον δικαστή του Δικαστηρίου Οικογενειακών Διαφορών.
Το γεγονός ότι υπήρξε μοιχεία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως απόδειξη για τη λύση συμφώνου συμβίωσης.
Εάν το δικαστήριο πεισθεί ότι ο γάμος έχει κλονιστεί ανεπανόρθωτα, εκδίδει καταρχάς μια προσωρινή απόφαση διαζυγίου (decree nisi). Έπειτα από διάστημα έξι εβδομάδων, ο διάδικος που αιτήθηκε το διαζύγιο από το δικαστήριο μπορεί να υποβάλει αίτηση για να λάβει την οριστική απόφαση (decree absolute). Εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, δεν υπάρχει χρονικό όριο για την υποβολή αίτησης προκειμένου να καταστεί οριστική μια απόφαση.
Ωστόσο, αν η αίτηση για οριστική απόφαση κατατεθεί πάνω από 12 μήνες μετά την προσωρινή απόφαση, ο αιτών απαιτείται να την καταθέσει μαζί με γραπτή εξήγηση στην οποία:
Ο δικαστής του Δικαστηρίου Οικογενειακών Διαφορών μπορεί να απαιτήσει από τον αιτούντα να καταθέσει ένορκη βεβαίωση που να επιβεβαιώνει την εξήγηση που έχει δώσει και μπορεί να εκδώσει όποια απόφαση επί της αίτησης κρίνει ο ίδιος ενδεδειγμένη.
Οι πρώην σύζυγοι είναι ελεύθεροι να συνάψουν νέο γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης, εάν το επιθυμούν. Μπορούν να επιλέξουν να διατηρήσουν το επώνυμο που απέκτησαν με τον γάμο τους ή να ανακτήσουν το επώνυμο που είχαν πριν.
Το δικαστήριο, κατά την έκδοση απόφασης διαζυγίου, ακύρωσης γάμου ή δικαστικού χωρισμού, ή κατόπιν, μπορεί να διατάξει τη μεταβίβαση περιουσίας από τον έναν σύζυγο στον άλλον, ή σε ένα τέκνο της οικογένειας, ή σε άλλο πρόσωπο προς όφελος ενός τέκνου της οικογένειας.
Τα δικαστήρια έχουν επίσης την εξουσία να διατάσσουν περιοδικές καταβολές, να διατάσσουν την πώληση περιουσίας, να εκδίδουν αποφάσεις σχετικά με συντάξεις, να διατάσσουν εφάπαξ καταβολές, κλπ. Έγκειται στην κρίση τους ποια απόφαση θα εκδώσουν σε κάθε υπόθεση, για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης σύμφωνα με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της.
Όταν κρίνουν την εκάστοτε υπόθεση, τα δικαστήρια οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη την ευημερία των τέκνων της οικογένειας τα οποία έχουν ηλικία κάτω των 18 ετών, και επιπλέον τους ακόλουθους παράγοντες:
Μετά το διαζύγιο, και οι δύο γονείς συνεχίζουν να ασκούν τη γονική μέριμνα των τέκνων που έχουν αποκτηθεί εντός του γάμου. Κάθε γονέας διατηρεί τη γονική μέριμνα τυχόν τέκνων από άλλες σχέσεις των οποίων ασκεί τη γονική μέριμνα κατά την έκδοση του διαζυγίου. Και οι δύο γονείς έχουν διαρκές καθήκον να συντηρούν τα ανήλικα τέκνα που έχουν ζήσει ως τέκνα της οικογένειας.
Το καθήκον συντήρησης του άλλου συζύγου στις περισσότερες περιπτώσεις παύει να υφίσταται όταν οριστικοποιηθεί το διαζύγιο (με την έκδοση της αμετάκλητης απόφασης), εκτός από τις περιπτώσεις όπου υπάρχει διαταγή καταβολής συζυγικής διατροφής στο πλαίσιο της διαδικασίας διαζυγίου. Επιπλέον, οποιοδήποτε καθήκον σχετίζεται με υπάρχουσα δικαστική απόφαση (που αφορά, φερ᾽ ειπείν, συζυγική διατροφή) παραμένει ενεργό, και είναι δυνατόν να τροποποιηθεί μια υφιστάμενη απόφαση στο μέλλον, εφόσον υπάρξουν σημαντικές αλλαγές στους λόγους στους οποίους βασίζεται η αρχική δικαστική απόφαση.
Στην Αγγλία και την Ουαλία, ο νομικός χωρισμός είναι γνωστός ως «δικαστικός χωρισμός». Όταν το δικαστήριο εκδίδει μια τέτοια απόφαση δεν αναμένεται πλέον από τον σύζυγο που ζήτησε τον δικαστικό χωρισμό να συνεχίσει να συμβιώνει με τον/την σύζυγό του. Ωστόσο, δεν έχει το δικαίωμα να συνάψει νέο γάμο. Στην ουσία, ο δικαστικός χωρισμός είναι μια εναλλακτική λύση για τους συζύγους των οποίων ο γάμος έχει κλονιστεί, αλλά δεν επιθυμούν να συνάψουν νέο γάμο. Ο αιτούμενος δικαστικό χωρισμό δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι ο γάμος του έχει ανεπανόρθωτα κλονιστεί. Είναι δυνατόν να υποβληθεί αίτηση διαζυγίου μετά την έκδοση απόφασης δικαστικού χωρισμού.
Οι συμβαλλόμενοι σε σύμφωνο συμβίωσης δύνανται να ζητήσουν να εκδοθεί απόφαση χωρισμού, που έχει ακριβώς την ίδια ισχύ.
Ο αιτών πρέπει να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για ένα ή περισσότερα από τα γεγονότα που απαιτούνται προκειμένου να αποδειχθεί ο κλονισμός του γάμου και, σε αντίθεση με όσους ζητούν διαζύγιο, δεν είναι απαραίτητο να παρέλθει ένα έτος από την ημερομηνία του γάμου.
Εάν ένας διάδικος σε διαδικασία δικαστικού χωρισμού αποβιώσει χωρίς να έχει κάνει διαθήκη, η περιουσία του θα διανεμηθεί σύμφωνα με τους κανόνες της εξ αδιαθέτου διαδοχής, και η απόφαση δικαστικού χωρισμού έχει την ίδια ισχύ με ένα διαζύγιο. Επομένως, ο άλλος σύζυγος δεν έχει κατόπιν κανένα δικαίωμα στην περιουσία του συζύγου που δεν άφησε διαθήκη. Εάν ένας σύζυγος που έχει λάβει απόφαση δικαστικού χωρισμού αποβιώσει έχοντας κάνει διαθήκη, ο δικαστικός χωρισμός δεν έχει καμία ισχύ ως προς τα κληρονομικά δικαιώματα βάσει αυτής της διαθήκης, σε περίπτωση που, παραδείγματος χάριν, ο επιζών δικαστικά χωρισμένος σύζυγος έχει οριστεί ως δικαιούχος σύμφωνα με τη συγκεκριμένη διαθήκη.
Το δικαστήριο εφαρμόζει τις ίδιες διατάξεις σχετικά με τον διαχωρισμό περιουσίας τόσο για το διαζύγιο όσο και για τον δικαστικό χωρισμό.
Υπάρχουν δύο μορφές ακύρωσης γάμου. Ο γάμος μπορεί να κηρυχθεί «άκυρος», που σημαίνει ότι ο γάμος ουδέποτε ήταν έγκυρος και δεν υπήρξε ποτέ. Υπό διαφορετικές περιστάσεις, ο γάμος μπορεί να κηρυχθεί «ακυρώσιμος», πράγμα που σημαίνει ότι ένας εκ των συζύγων μπορεί να αιτηθεί την ακύρωση του γάμου. Ο γάμος είναι δυνατόν να συνεχιστεί, εάν και οι δύο σύζυγοι είναι ικανοποιημένοι.
Ένας γάμος είναι άκυρος και ανίσχυρος εάν:
Ένας γάμος θεωρείται ακυρώσιμος στις ακόλουθες περιπτώσεις:
Εάν ένας γάμος κριθεί άκυρος, θεωρείται παντελώς ανίσχυρος και αντιμετωπίζεται σαν να μην υπήρξε ποτέ. Αυτό δεν επηρεάζει το καθεστώς των τέκνων.
Εάν ένας γάμος κριθεί ακυρώσιμος, θεωρείται ανίσχυρος από την ημερομηνία οριστικοποίησης της απόφασης ακύρωσης του γάμου. Ο γάμος θεωρείται υφιστάμενος έως εκείνη τη στιγμή.
Σε περίπτωση άκυρου ή ακυρώσιμου γάμου, το δικαστήριο μπορεί να ρυθμίσει τον διαχωρισμό της περιουσίας κατά τον ίδιο τρόπο όπως και στο διαζύγιο.
Η κυβέρνηση ενθαρρύνει τη χρήση της οικογενειακής διαμεσολάβησης για την επίλυση διαφορών σε ενδεδειγμένες περιπτώσεις. Η διαμεσολάβηση μπορεί να ενδείκνυται σε διαφορές που αφορούν τέκνα καθώς και σε διαφορές που αφορούν περιουσία και οικονομικά θέματα. Σε ορισμένες περιοχές, το προσωπικό της Συμβουλευτικής και Υποστηρικτικής Υπηρεσίας του Δικαστηρίου Υποθέσεων Τέκνων και Οικογενειών CAFCASS (Αγγλία) ή CAFCASS Cymru (Ουαλία) παρέχει συνδρομή για την επίλυση δικαστικών διαφορών που αφορούν τέκνα. Το δικαστήριο μπορεί να αναβάλει την εκδίκαση μιας υπόθεσης, ώστε να επιχειρηθεί η επίλυση της διαφοράς με αυτόν τον τρόπο.
Η αίτηση μπορεί να υποβληθεί στο Δικαστήριο Οικογενειακών Διαφορών οποιασδήποτε περιοχής, και πρέπει να διευκρινίζεται εάν αφορά διαζύγιο, δικαστικό χωρισμό ή ακύρωση. Λεπτομέρειες για τα δικαστήρια και τα απαραίτητα έντυπα μπορείτε να βρείτε στους δικτυακούς τόπους του Υπουργείου Δικαιοσύνης και της μηχανής αναζήτησης του αρμόδιου δικαστηρίου, καθώς και στην κρατική ιστοσελίδα «Get a divorce» (Έκδοση διαζυγίου).
Συνήθως απαιτείται καταβολή τέλους για την υποβολή αίτησης, αλλά υπάρχουν εξαιρέσεις για όσους λαμβάνουν ορισμένα κρατικά επιδόματα ή μπορούν να αποδείξουν ότι η καταβολή του τέλους θα τους επέφερε υπέρμετρη επιβάρυνση. Περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τα δικαστικά τέλη μπορείτε να βρείτε εδώ.
Ο διάδικος πρέπει να χρησιμοποιήσει το έντυπο αίτησης (D8) και πρέπει να αποστείλει:
Κατά κανόνα, δεν παρέχεται νομική συνδρομή για διαζύγια ή διαφορές που αφορούν τέκνα ή περιουσία, εκτός εάν υπάρχει ενδοοικογενειακή βία. Πραγματοποιείται επίσης έλεγχος πόρων και βασίμου της αίτησης. Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στον δικτυακό τόπο της κυβέρνησης.
Όταν έχει εκδοθεί προσωρινή απόφαση, είναι δυνατόν ένας από τους συζύγους να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία στο δικαστήριο ζητώντας τη μη οριστικοποίησή της. Το δικαστήριο μπορεί είτε να τα αγνοήσει, αποφαινόμενο ότι το διαζύγιο πρέπει να καταστεί οριστικό, είτε να διατάξει περαιτέρω έρευνες ή να χειριστεί την υπόθεση με όποιον άλλον τρόπο κρίνει ορθότερο.
Αφού εκδοθεί οριστική απόφαση, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, δεν είναι εφικτή η άσκηση περαιτέρω ένδικων μέσων.
Δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί έφεση κατά απόφασης δικαστικού χωρισμού, αλλά είναι δυνατόν να παρακαμφθεί η απόφαση σε περίπτωση που συμφωνήσουν και οι δύο διάδικοι.
Σύμφωνα με τον κανονισμό ΕΚ αριθ. 2201/2003 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μια απόφαση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου που εκδίδεται σε ένα κράτος μέλος μπορεί να αναγνωριστεί σε άλλα κράτη μέλη. Τα απαιτούμενα έγγραφα μπορούν να ζητηθούν από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση και πρέπει να υποβληθούν στο Ανώτατο Δικαστήριο (High Court).
Ο εν λόγω κανονισμός δεν θίγει ζητήματα υπαιτιότητας, περιουσιακές συνέπειες του γάμου, διατροφή ή άλλα παρεπόμενα ζητήματα. Πρέπει να υπάρχει πραγματικός δεσμός μεταξύ του ενδιαφερομένου μέρους και του κράτους μέλους το οποίο ασκεί δικαιοδοσία.
Η αναγνώριση μπορεί να μη γίνει δεκτή εάν η απόφαση αντίκειται στη δημόσια τάξη, εάν έχει εκδοθεί ερήμην, εάν δεν έχουν επιδοθεί στον εναγόμενο τα σχετικά έγγραφα σε εύλογο χρόνο, ή εάν είναι ασυμβίβαστη με απόφαση επί διαδικασίας μεταξύ των ιδίων διαδίκων στην Αγγλία ή την Ουαλία, ή αν είναι ασυμβίβαστη με προγενέστερη απόφαση σε άλλη χώρα, εφόσον η προγενέστερη απόφαση μπορεί να αναγνωριστεί στην Αγγλία και την Ουαλία.
Οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει την έκδοση απόφασης για την αναγνώριση ή μη αναγνώριση της απόφασης. Το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία, εάν έχει κατατεθεί έφεση κατά της απόφασης για την οποία ζητείται αναγνώριση.
Ο κανονισμός της ΕΕ (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 θα συνεχίσει να εφαρμόζεται έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020.
Εάν η απόφαση δεν μπορεί να αναγνωριστεί βάσει αυτού του κανονισμού, οι ρυθμίσεις για την αναγνώριση διαζυγίων που εκδίδονται στο εξωτερικό περιλαμβάνονται στο οικογενειακό δίκαιο, στον νόμο του 1986 (Family Law Act 1986), στο άρθρο 46 του οποίου αναφέρεται:
Οποιοδήποτε πρόσωπο μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο απόφαση αναγνώρισης στην Αγγλία και την Ουαλία ενός διαζυγίου, μιας ακύρωσης γάμου ή ενός δικαστικού χωρισμού που έχει εκδοθεί εκτός Αγγλίας και Ουαλίας. Το δικαστήριο μπορεί να εξετάσει την αίτηση εφόσον ο αιτών
Με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που περιγράφονται ανωτέρω, οποιοδήποτε πρόσωπο μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο Οικογενειακών Διαφορών την έκδοση απόφασης μη αναγνώρισης διαζυγίου, ακύρωσης ή δικαστικού χωρισμού στην Αγγλία και την Ουαλία.
Οι αιτήσεις για αναγνώριση δυνάμει του κανονισμού της ΕΕ πρέπει να υποβάλλονται στο Ανώτατο Δικαστήριο. Ο αιτών οφείλει να ενημερώνει τον εναγόμενο για την αίτηση αποστέλλοντας τα σχετικά έγγραφα, δίνοντάς του την ευκαιρία να αντιταχθεί στην αναγνώριση της απόφασης, εκτός εάν το δικαστήριο αποφανθεί ότι ο εναγόμενος έχει αποδεχθεί αδιαμφισβήτητα την απόφαση.
Ο κανονισμός ορίζει ότι οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος μπορεί να ζητήσει την έκδοση απόφασης για αναγνώριση ή μη της απόφασης. Το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία εάν έχει κατατεθεί έφεση κατά της απόφασης για την οποία ζητείται αναγνώριση στο κράτος μέλος όπου εκδόθηκε η απόφαση.
Ο κανονισμός της ΕΕ θα συνεχίσει να εφαρμόζεται έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020.
Τα δικαστήρια στην Αγγλία και την Ουαλία εφαρμόζουν πάντα το δίκαιο της Αγγλίας και της Ουαλίας στις υποθέσεις που υποβάλλονται ενώπιόν τους. Τα δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν ένα διαζύγιο, έστω και αν ο γάμος έχει λάβει χώρα στο εξωτερικό, εάν τουλάχιστον ένας εκ των συζύγων:
Διαζύγιο, χωρισμός και κλονισμός σχέσης
Αυτή η ιστοσελίδα είναι μέρος του ιστότοπου Η Ευρώπη σου.
Θα μας βοηθούσαν πολύ τα σχόλιά σας σχετικά με τη χρησιμότητα των παρεχόμενων πληροφοριών.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.