

Διαζύγιο μπορεί να εκδοθεί από ληξιαρχείο ή συμβολαιογράφο, με τη συμφωνία των συζύγων βάσει κοινής έγγραφης αίτησης, ή από δικαστήριο βάσει αγωγής η οποία ασκείται από έναν σύζυγο κατά του άλλου. Η δεύτερη περίπτωση συντρέχει όταν οι σύζυγοι διαφωνούν σχετικά με το διαζύγιο ή τις περιστάσεις που σχετίζονται με το διαζύγιο ή εάν το ληξιαρχείο δεν είναι αρμόδιο να εκδώσει διαζύγιο.
Ληξιαρχείο ή συμβολαιογράφος μπορούν να εκδώσουν διαζύγιο με τη συμφωνία των συζύγων βάσει κοινής έγγραφης αίτησης και εφόσον αμφότεροι οι σύζυγοι διαμένουν στην Εσθονία.
Διαζύγιο μπορεί να εκδοθεί από δικαστήριο βάσει αγωγής η οποία ασκείται από έναν σύζυγο κατά του άλλου, αν οι συζυγικές σχέσεις έχουν τερματιστεί οριστικά. Οι συζυγικές σχέσεις έχουν τερματιστεί αν οι σύζυγοι δεν έχουν πλέον συζυγική συνύπαρξη και υπάρχουν λόγοι από τους οποίους προκύπτει ότι οι σύζυγοι δεν θα επαναλάβουν τη συμβίωση. Ο τερματισμός των συζυγικών σχέσεων τεκμαίρεται αν οι σύζυγοι έχουν ζήσει χωριστά για τουλάχιστον δύο χρόνια.
Το διαζύγιο δεν επηρεάζει τις προσωπικές σχέσεις των συζύγων. Με την έκδοση του διαζυγίου, το δικαστήριο ή το ληξιαρχείο μπορούν να αποδώσουν σε ένα πρόσωπο το προηγούμενο επώνυμό του, κατόπιν σχετικής αίτησης διαφορετικά, διατηρείται το επώνυμο που αποκτήθηκε με τον γάμο.
Με την έκδοση διαζυγίου, η περιουσία των συζύγων διανέμεται σύμφωνα με το καθεστώς που διέπει τις περιουσιακές τους σχέσεις. Στην περίπτωση κοινής και εξ αδιαιρέτου περιουσίας, οι σύζυγοι εν γένει τη διανέμουν μεταξύ τους σε ίσα μερίδια σύμφωνα με τα προβλεπόμενα για τη λήξη του καθεστώτος κοινοκτημοσύνης. Η κρίσιμη χρονική στιγμή για τη σύνθεση της περιουσίας είναι η λήξη του καθεστώτος που διέπει τις περιουσιακές τους σχέσεις. Οι σύζυγοι δεν υποχρεούνται να διανείμουν την περιουσία τους με την έκδοση του διαζυγίου. Μέχρι τη διανομή της κοινής περιουσίας τους, οι σύζυγοι ασκούν τα δικαιώματα και εκτελούν τις υποχρεώσεις που αφορούν την κοινή περιουσία τους από κοινού. Επιπλέον, οι σύζυγοι δικαιούνται να κατέχουν από κοινού κάθε αντικείμενο που περιλαμβάνεται στην κοινή περιουσία τους. Με τη λήξη του καθεστώτος που διέπει τις περιουσιακές τους σχέσεις, βάσει του οποίου η διανομή της αύξησης των περιουσιακών στοιχείων λήγει, διαπιστώνονται τα αποκτηθέντα περιουσιακά στοιχεία αμφοτέρων των συζύγων και προσδιορίζεται η χρηματική αξίωση που απορρέει από το καθήκον διανομής των αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων.
Εάν οι σύζυγοι επιθυμούν να διανείμουν την περιουσία τους με την έκδοση του διαζυγίου, η περιουσία διανέμεται σύμφωνα με το καθεστώς περιουσιακών σχέσεων που έχει επιλεγεί ή σύμφωνα με το γαμικό σύμφωνο. Εάν οι σύζυγοι έχουν συνάψει γαμικό σύμφωνο, αυτό λήγει με την έκδοση του διαζυγίου. Με τη λήξη του γαμικού συμφώνου σε περίπτωση διαζυγίου, λήγουν τυχόν δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από το γαμικό σύμφωνο. Η περιουσία διανέμεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο γαμικό σύμφωνο.
Το διαζύγιο αυτό καθαυτό δεν επηρεάζει τη γονική μέριμνα και οι γονείς διατηρούν την από κοινού επιμέλεια των τέκνων τους.
Γενικά, οι γονείς πρέπει να συμφωνήσουν με ποιον θα διαμένει το παιδί, ποιος θα ασχολείται με την ανατροφή του και σε ποιο βαθμό, καθώς και πώς και για πόσο χρονικό διάστημα θα παρέχεται διατροφή. Το μηνιαίο ποσό της διατροφής για ένα παιδί δεν μπορεί να είναι κατώτερο του ημίσεος του ελάχιστου μηνιαίου μισθού που καθορίζει η κυβέρνηση της Εσθονίας.
Εάν οι γονείς δεν επιθυμούν ή δεν είναι σε θέση να ασκήσουν την επιμέλεια από κοινού, κάθε γονέας δικαιούται να υποβάλει στο δικαστήριο αίτηση για τη μερική ή πλήρη ανάθεση της επιμέλειας του παιδιού σε αυτόν. Τυχόν αλλαγές στο δικαίωμα επιμέλειας δεν επηρεάζουν την υποχρέωση για παροχή διατροφής.
Διαζευγμένος σύζυγος δικαιούται διατροφή:
Ο πατέρας του παιδιού υποχρεούται να παρέχει διατροφή στη μητέρα του παιδιού για διάστημα οκτώ εβδομάδων πριν από τη γέννηση και δώδεκα εβδομάδων μετά τη γέννηση του παιδιού.
Το δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει διαζευγμένο σύζυγο από την υποχρέωση παροχής διατροφής για τους λόγους που προβλέπονται στον νόμο.
Διαζευγμένος σύζυγος ο οποίος δικαιούται διατροφή μπορεί να ζητήσει την εκτέλεση της νόμιμης υποχρέωσης παροχής διατροφής μόνο μετά την κατάθεση της αγωγής.
Οι σύζυγοι θεωρούνται ότι βρίσκονται νόμιμα σε διάσταση όταν δεν έχουν κοινή εστία ή κοινή συζυγική ζωή και τουλάχιστον ένας εκ των συζύγων είναι σαφώς απρόθυμος να την αποκαταστήσει ή να τη δημιουργήσει.
Οι σύζυγοι ζουν χωριστά.
Εάν οι σύζυγοι βρίσκονται νόμιμα σε διάσταση, κάθε σύζυγος μπορεί:
Εάν οι σύζυγοι βρίσκονται νόμιμα σε διάσταση, κάθε σύζυγος οφείλει να παρέχει διατροφή με τη μορφή τακτικά καταβαλλόμενων χρηματικών ποσών για την κάλυψη των εξόδων που πραγματοποιεί ο άλλος σύζυγος για το συμφέρον της οικογένειας.
Με την ακύρωση του γάμου ο γάμος θεωρείται άκυρος εξαρχής. Ο γάμος ακυρώνεται μόνο με δικαστική απόφαση.
Ο γάμος μπορεί να ακυρωθεί μόνο για τους λόγους ακυρότητας που προβλέπονται στον νόμο για το οικογενειακό δίκαιο (perekonnaseadus), δηλαδή το δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει γάμο κατόπιν άσκησης αγωγής εάν:
Επιπλέον, ο γάμος θεωρείται άκυρος, εάν:
Με την ακύρωση του γάμου ο γάμος θεωρείται άκυρος εξαρχής, εκτός αν ο γάμος ακυρώθηκε λόγω γάμου μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου, οπότε ο γάμος ακυρώνεται από την έναρξη ισχύος της σχετικής δικαστικής απόφασης. Πρόσωπα των οποίων ο γάμος ακυρώθηκε δεν έχουν πλέον το ένα σε σχέση με το άλλο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον γάμο (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που απορρέουν από τυχόν γαμικό σύμφωνο, το οποίο θεωρείται επίσης άκυρο).
Εάν ο γάμος ακυρωθεί επειδή ένας από τους μελλοντικούς συζύγους απέκρυψε από τον άλλο ότι ήταν ήδη παντρεμένος ή ώθησε τον άλλο να παντρευτεί μέσω απάτης ή απειλής, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει το συγκεκριμένο πρόσωπο να καταβάλει διατροφή στο πρόσωπο το οποίο παντρεύτηκε στο πλαίσιο του άκυρου γάμου, εφαρμόζοντας τους κανόνες για την παροχή διατροφής σε σύζυγο. Κατόπιν αιτήματος του συζύγου που ωθήθηκε παράνομα σε γάμο, το δικαστήριο μπορεί να εφαρμόσει τις διατάξεις που αφορούν την περιουσία των συζύγων στο περιουσιακό καθεστώς που διέπει τις σχέσεις των συζύγων (κοινοκτημοσύνη).
Τα τέκνα που γεννήθηκαν σε γάμο που ακυρώθηκε έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις με εκείνα που γεννήθηκαν σε νόμιμο γάμο.
Ληξιαρχείο ή συμβολαιογράφος μπορούν να εκδώσουν διαζύγιο βάσει συμφωνίας των συζύγων. Οι έννομες συνέπειες του διαζυγίου (π.χ. διανομή της περιουσίας των συζύγων) μπορούν να καθοριστούν σε σύμφωνο που συνάπτουν οι σύζυγοι.
Σε περίπτωση που οι σύζυγοι έχουν διαφορές όσον αφορά τις περιστάσεις του διαζυγίου, δεν υπάρχει εξωδικαστικός τρόπος επίλυσής τους.
Αίτηση διαζυγίου μπορεί να υποβληθεί:
Αίτηση ακύρωσης γάμου πρέπει να υποβάλλεται στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (περιφερειακό δικαστήριο) του τόπου κατοικίας του εναγομένου.
Διαζύγιο εκδίδεται από το ληξιαρχείο βάσει κοινής αυτοπρόσωπης έγγραφης αίτησης των συζύγων. Οι σύζυγοι πρέπει να επιβεβαιώνουν στην αίτηση ότι δεν έχουν διαφορές όσον αφορά τα τέκνα, τη διανομή της κοινής περιουσίας ή τη διατροφή. Η αίτηση διαζυγίου πρέπει να συνοδεύεται από έγγραφο που πιστοποιεί τον γάμο. Εάν ένας σύζυγος δεν είναι σε θέση για βάσιμους λόγους να εμφανιστεί αυτοπροσώπως στο ληξιαρχείο για να υποβάλει την κοινή αίτηση, ο εν λόγω σύζυγος μπορεί να υποβάλει χωριστή αίτηση θεωρημένη από συμβολαιογράφο. Έγγραφα σε ξένη γλώσσα πρέπει να υποβάλλονται στο ληξιαρχείο μαζί με μετάφραση επικυρωμένη από συμβολαιογράφο, προξενικό υπάλληλο ή ορκωτό μεταφραστή. Κάθε έγγραφο το οποίο πιστοποιεί τον γάμο και έχει εκδοθεί σε άλλη χώρα πρέπει να είναι θεωρημένο ή να φέρει επισημείωση, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά σε διεθνή σύμβαση.
Διαζύγιο εκδίδεται από συμβολαιογράφο βάσει κοινής αυτοπρόσωπης έγγραφης αίτησης των συζύγων. Η αίτηση διαζυγίου πρέπει να συνοδεύεται από έγγραφο που πιστοποιεί τον γάμο. Εάν ένας σύζυγος δεν είναι σε θέση για βάσιμους λόγους να εμφανιστεί αυτοπροσώπως στο συμβολαιογραφείο για να υποβάλει την κοινή αίτηση, ο εν λόγω σύζυγος μπορεί να υποβάλει χωριστή αίτηση θεωρημένη από συμβολαιογράφο. Έγγραφα σε ξένη γλώσσα πρέπει να υποβάλλονται στο ληξιαρχείο μαζί με μετάφραση επικυρωμένη από συμβολαιογράφο, προξενικό υπάλληλο ή ορκωτό μεταφραστή. Κάθε έγγραφο το οποίο πιστοποιεί τον γάμο και έχει εκδοθεί σε άλλη χώρα πρέπει να είναι θεωρημένο ή να φέρει επισημείωση, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά σε διεθνή σύμβαση.
Σε γαμική διαφορά η οποία εκδικάζεται από εσθονικό δικαστήριο, η αγωγή κατατίθεται στο δικαστήριο στου οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται η κοινή κατοικία των συζύγων ή, εάν δεν υφίσταται τέτοια κατοικία, στο δικαστήριο στου οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται η κατοικία του εναγομένου. Εάν η κατοικία του εναγομένου δεν είναι στην Εσθονία, η αγωγή κατατίθεται στο δικαστήριο στου οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται η κατοικία ανήλικου τέκνου των διαδίκων ή, απουσία ανήλικου τέκνου των διαδίκων, στο δικαστήριο στου οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται η κατοικία του ενάγοντος. Κατά την κατάθεση στο δικαστήριο αγωγής διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή αίτησης ακύρωσης γάμου, το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να πληροί όλες τις τυπικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (tsiviilkohtumenetluse seadustik) σε σχέση με αστική αγωγή. Το δικόγραφο της αγωγής και κάθε έγγραφη απόδειξη πρέπει να υποβάλλονται στο δικαστήριο σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή, στην εσθονική γλώσσα και σε χαρτί διαστάσεων A4.
Στο δικόγραφο της αγωγής πρέπει να αναφέρονται το όνομα του δικαστηρίου καθώς επίσης τα προσωπικά στοιχεία του ενάγοντος και του εναγομένου (των συζύγων) και των κοινών τέκνων τους. Πρέπει ακόμη να αναφέρεται ποιος θα αναλάβει τη συντήρηση και την ανατροφή των παιδιών και με ποιον θα ζουν τα παιδιά το δικόγραφο πρέπει επίσης να περιέχει πρόταση σχετικά με τη μελλοντική ρύθμιση των γονικών δικαιωμάτων και των θεμάτων που αφορούν την ανατροφή των παιδιών. Επιπλέον, πρέπει να αναφέρονται οι πραγματικές περιστάσεις που συνιστούν τη βάση της αγωγής ο ενάγων πρέπει επίσης να απαριθμεί και να παρουσιάζει τυχόν αποδείξεις που διαθέτει.
Επιπλέον των προαναφερθέντων, σε περίπτωση διανομής κοινής περιουσίας, πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής η σύνθεση και η τοποθεσία των περιουσιακών στοιχείων, πρέπει να καθορίζεται η αξία όλων των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στον ενάγοντα και πρέπει να διατυπώνεται πρόταση για τη διανομή της κοινής περιουσίας. Εάν οι σύζυγοι έχουν συνάψει γαμικό σύμφωνο, αυτό πρέπει να επισυνάπτεται στο δικόγραφο της αγωγής.
Το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να υπογράφεται από τον ενάγοντα ή τον αντιπρόσωπό του. Εάν υπογράφεται από αντιπρόσωπο, πρέπει να παρέχεται επίσης έγγραφο εξουσιοδότησης ή άλλο έγγραφο το οποίο βεβαιώνει τις εξουσίες του αντιπροσώπου.
Εάν το πρόσωπο που ζητεί νομική συνδρομή δεν είναι σε θέση να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα λόγω της οικονομικής κατάστασής του ή είναι σε θέση να τα πληρώσει μόνον εν μέρει ή σε δόσεις, και εάν υπάρχουν επαρκείς λόγοι για να πιστεύεται ότι η σκοπούμενη συμμετοχή στη διαδικασία θα είναι επιτυχής, το δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει το συγκεκριμένο πρόσωπο από την υποχρέωση καταβολής δικαστικών εξόδων εν όλω ή εν μέρει και να επιτρέψει την κάλυψη των εν λόγω εξόδων από το κράτος.
Έφεση μπορεί να κατατεθεί κατά απόφασης διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου βάσει των γενικών διατάξεων που διέπουν τη διαδικασία έφεσης, εάν ο εκκαλών κρίνει ότι η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου βασίζεται σε νομικό σφάλμα (π.χ. το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα νομική διάταξη ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου).
Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 του Συμβουλίου, απόφαση διαζυγίου η οποία εκδίδεται σε ένα κράτος μέλος αναγνωρίζεται αυτομάτως στα άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εκτός της Δανίας) χωρίς να απαιτείται καμία ειδική διαδικασία.
Για την προσβολή της αναγνώρισης απόφασης διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου, αρμόδιο είναι το εφετείο του κράτους μέλους, όπως αναφέρεται στον κατάλογο που περιλαμβάνεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 του Συμβουλίου.
Στην Εσθονία, αρμόδιο είναι το εφετείο.
Η διαδικασία και η προθεσμία για την άσκηση έφεσης κατά δικαστικής απόφασης καθορίζεται στη δικαστική απόφαση.
Σε περίπτωση διαζυγίου, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας στην οποία βρίσκεται η κοινή κατοικία των συζύγων. Εάν οι σύζυγοι διαμένουν σε διαφορετικές χώρες αλλά έχουν την ίδια ιθαγένεια, οι γενικές έννομες συνέπειες του γάμου καθορίζονται από το δίκαιο της χώρας της οποίας έχουν την ιθαγένεια. Εάν οι σύζυγοι διαμένουν σε διαφορετικές χώρες και έχουν διαφορετική ιθαγένεια, οι γενικές έννομες συνέπειες του γάμου καθορίζονται βάσει του δικαίου της χώρας της τελευταίας κοινής κατοικίας τους, εφόσον ένας εκ των συζύγων διαμένει στη συγκεκριμένη χώρα. Εάν, βάσει των προαναφερθέντων, το δίκαιο που εφαρμόζεται στις γενικές έννομες συνέπειες του γάμου δεν μπορεί να καθοριστεί, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας με την οποία οι σύζυγοι έχουν στενότερο σύνδεσμο με οποιονδήποτε άλλο τρόπο.
Εάν το διαζύγιο δεν επιτρέπεται βάσει του προαναφερθέντος δικαίου ή επιτρέπεται μόνον υπό πολύ αυστηρές προϋποθέσεις, εφαρμόζεται αντ’ αυτού το εσθονικό δίκαιο, εάν ένας εκ των συζύγων διαμένει στην Εσθονία ή έχει εσθονική ιθαγένεια ή διέμενε στην Εσθονία ή είχε εσθονική ιθαγένεια κατά την τέλεση του γάμου.
Αυτή η ιστοσελίδα είναι μέρος του ιστότοπου Η Ευρώπη σου.
Θα μας βοηθούσαν πολύ τα σχόλιά σας σχετικά με τη χρησιμότητα των παρεχόμενων πληροφοριών.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.