

Η νομοθεσία προβλέπει τις νομικές προϋποθέσεις για την έκδοση διαζυγίου (βλέπε ενότητα 2). Το δικαστήριο πρέπει να εξακριβώσει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου για την έκδοση απόφασης διαζυγίου.
Ο έλεγχος αυτός είναι απαραίτητος ακόμη και στην περίπτωση κοινής αίτησης διαζυγίου. η συμφωνία των συζύγων δεν αποτελεί αφ’ εαυτής έγκυρο λόγο διαζυγίου – στην πραγματικότητα, επομένως, δεν προβλέπεται συναινετικό διαζύγιο στην Ιταλία το δικαστήριο οφείλει σε κάθε περίπτωση να εξετάζει τα πραγματικά περιστατικά στα οποία βασίζεται η αίτηση διαζυγίου προτού εγκρίνει την έκδοσή του.
Το διαζύγιο έχει ως αποτέλεσμα τη λύση του γάμου που είχε συναφθεί βάσει του Αστικού Κώδικα ή την παύση των αστικών συνεπειών της έγγαμης σχέσης που παράγονται μετά από θρησκευτική τελετή και εγγραφή στο Ληξιαρχείο. Στη διαδικασία προβλέπεται η συμμετοχή του εισαγγελέα.
Πηγές: νόμος αριθ. 898 της 1ης Δεκεμβρίου 1970, όπως τροποποιήθηκε από τον νόμο αριθ. 436 της 1ης Αυγούστου 1978, από τον νόμο αριθ. 74 της 6ης Μαρτίου 1987 και τον νόμο αριθ. 55 της 6ης Μαΐου 2015.
Καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει διαζύγιο για οποιονδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
1) όταν ο άλλος σύζυγος, μετά την τέλεση του γάμου, καταδικάστηκε με τελεσίδικη απόφαση για ιδιαίτερης σοβαρότητας έγκλημα, που διαπράχθηκε είτε πριν είτε μετά τον γάμο, ιδίως:
2) στις περιπτώσεις στις οποίες:
- ο άλλος σύζυγος αθωώθηκε για τις κατηγορίες της αιμομιξίας και της σεξουαλικής βίας που προβλέπονται στο σημείο 1 στοιχεία β) και γ), εάν ο δικαστής πιστοποιήσει την ανικανότητα του εναγομένου να διατηρήσει ή να αποκαταστήσει την οικογενειακή συμβίωση
- υπήρξε δικαστικός χωρισμός, είτε συναινετικός είτε κατόπιν αίτησης ενός εκ των συζύγων, για συνεχές διάστημα:
- η ποινική διαδικασία που κινήθηκε για οποιοδήποτε από τα αδικήματα που προβλέπονται στο σημείο 1 στοιχεία β) και γ), κατέληξε σε απαλλακτικό βούλευμα λόγω παραγραφής, αλλά το αρμόδιο για την εκδίκαση του διαζυγίου δικαστήριο πιστοποιεί ότι υπάρχει αξιόποινο για τα αδικήματα αυτά
- η ποινική διαδικασία για το αδίκημα της αιμομιξίας περατώθηκε με απαλλακτικό βούλευμα λόγω μη πρόκλησης «δημοσίου σκανδάλου»
- ο άλλος σύζυγος, αλλοδαπής ιθαγένειας, πέτυχε στο εξωτερικό την ακύρωση ή τη λύση του γάμου ή συνήψε στο εξωτερικό νέο γάμο
- ο γάμος ήταν λευκός
- ένας από τους συζύγους πέτυχε την έκδοση τελεσίδικης απόφασης σχετικά με την αλλαγή φύλου στην περίπτωση αυτή, η αγωγή διαζυγίου μπορεί να υποβληθεί είτε από τον σύζυγο που άλλαξε φύλο είτε από τον άλλο σύζυγο.
Συνοπτικά, πλην των «ποινικών» περιπτώσεων (περιλαμβανομένων επίσης, πέραν της καταδίκης για αδικήματα ιδιαίτερης σοβαρότητας, των περιπτώσεων αθώωσης λόγω ψυχικής διαταραχής, παραγραφής της αξιόποινης πράξης, έλλειψης αντικειμενικών προϋποθέσεων αξιόποινου στην περίπτωση αιμομιξίας), αποτελούν πιθανό λόγο διαζυγίου ο δικαστικός χωρισμός, η ακύρωση, η λύση του γάμου ή η σύναψη νέου γάμου του άλλου συζύγου στο εξωτερικό, ο λευκός γάμος και η αλλαγή φύλου.
Η απόφαση διαζυγίου συνεπάγεται τα ακόλουθα:
Κατά πρώτο λόγο, τη λύση του συζυγικού δεσμού, με αποτέλεσμα την αποκατάσταση του καθεστώτος αγαμίας των συζύγων, γεγονός που τους επιτρέπει να συνάψουν νέο γάμο.
Η σύζυγος χάνει το επίθετο του συζύγου αν, ενδεχομένως, το είχε προσθέσει στο δικό της ωστόσο, κατόπιν αίτησης, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει στη σύζυγο να διατηρήσει το επίθετο του συζύγου προσθέτοντάς το στο δικό της, όταν καταδεικνύεται ότι συμβαδίζει με το συμφέρον της αιτούσας ή των παιδιών για λόγους που χρήζουν προστασίας.
Το διαζύγιο δεν καταργεί τη συγγένεια εξ αγχιστείας και ιδίως δεν καταργεί το κώλυμα που προβλέπεται για τους συγγενείς εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή (άρθρο 87 παράγραφος 4 του Αστικού Κώδικα).
Οι αλλοδαποί σύζυγοι δεν χάνουν την ιθαγένεια που απέκτησαν λόγω του γάμου.
Με το διαζύγιο επέρχεται λήξη της κοινοκτημοσύνης που προβλέπεται από τον νόμο (comunione legale), η οποία περιλαμβάνει όλες τις αγορές που έγιναν από τους δύο συζύγους από κοινού ή χωριστά κατά τη διάρκεια του γάμου, με την εξαίρεση των προσωπικών αντικειμένων του άρθρου 179 του Αστικού Κώδικα), καθώς και στην λύση κάθε εμπιστεύματος περιουσιακών στοιχείων (fondo patrimoniale). Ωστόσο, εφόσον υπάρχουν ανήλικα παιδιά, το εμπίστευμα συνεχίζει να υφίσταται έως την ενηλικίωση του μικρότερου παιδιού. Το διαζύγιο δεν παράγει αποτελέσματα ως προς την κυριότητα της κοινής περιουσίας (comunione ordinaria), παραδείγματος χάρη στην περίπτωση πραγμάτων που αποκτήθηκαν κατ’ αναλογία πριν από τον γάμο ή και κατά τη διάρκεια αυτού, αλλά υπό το καθεστώς του διαχωρισμού των περιουσιακών στοιχείων (separazione dei beni) ο δεσμός ως προς την συγκυριότητα τέτοιου είδους μπορεί να λυθεί με αίτηση ενός εκ των συζύγων.
Στον γονέα ο οποίος κατοικεί με ανήλικο τέκνο μπορεί να χορηγηθεί το δικαίωμα να εξακολουθήσει να κατοικεί στην οικογενειακή εστία των πρώην συζύγων, εφόσον είναι προς το συμφέρον του παιδιού να συνεχίσει να διαμένει υπό την εν λόγω στέγη.
Το δικαστήριο που εκδίδει το διαζύγιο αναθέτει επίσης την άσκηση της γονικής μέριμνας των ανήλικων παιδιών στους δύο γονείς από κοινού η άσκηση της γονικής μέριμνας ανατίθεται αποκλειστικά στον έναν γονέα μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Το δικαστήριο καθορίζει επίσης τις περιόδους διαμονής των παιδιών με τον γονέα που δεν διαμένει μ’ αυτά. Αποφασίζει για τη διαχείριση της περιουσίας των παιδιών, ενώ λαμβάνει μέτρα για τον προσδιορισμό της μηνιαίας διατροφής η οποία πρέπει να καταβάλλεται για τα ανήλικα παιδιά στον γονέα που ζει μαζί τους.
Κατά την έκδοση του διαζυγίου, το δικαστήριο διατάσσει, κατόπιν αιτήσεως ενός από τους διαδίκους, την τακτική καταβολή διατροφής στον διάδικο που δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματά του ή από την περιουσία του για αντικειμενικούς λόγους. Η υποχρέωση καταβολής διατροφής παύει εάν ο δικαιούχος συνάψει νέο γάμο. Εφόσον συναινέσουν οι δύο σύζυγοι, μπορεί επίσης να προβλεφθεί εφάπαξ παροχή με τη μεταβίβαση δικαιωμάτων κυριότητας επί ακινήτου υπέρ του δικαιούχου (για περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε «Αξιώσεις διατροφής – Ιταλία»).
Οι σύζυγοι που δεν καταβάλλουν τη διατροφή σε περίπτωση δικαστικού χωρισμού ή μετά την έκδοση διαζυγίου διαπράττουν το αδίκημα της παραβίασης της υποχρέωσης οικογενειακής συνδρομής (άρθρο 570 του Ποινικού Κώδικα).
Επιπλέον, παράγονται περαιτέρω αποτελέσματα. Διαζευγμένος σύζυγος που δικαιούται διατροφή, εφόσον δεν έχει ξαναπαντρευτεί, δικαιούται επίσης μέρος της αποζημίωσης που συνδέεται με τη λήξη εργασιακής σχέσης του άλλου συζύγου. Στην περίπτωση θανάτου του τέως συζύγου, ο επιζών πρώην σύζυγος δικαιούται σύνταξη επιζώντος ή μέρος της εν λόγω σύνταξης που θα μοιράζεται με τυχόν επιζώντα επόμενο σύζυγο, καθώς και μερίδιο στην κληρονομιαία περιουσία, εφόσον βρίσκεται σε οικονομική ανάγκη. Ο νόμος προβλέπει εξάλλου τη δυνατότητα για τον δικαιούχο διατροφής σύζυγο να εγγράψει υποθήκη ή να προβεί σε κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων του υπόχρεου σε καταβολή διατροφής συζύγου.
Δικαστικός χωρισμός σημαίνει ότι ο νόμος δεν απαιτεί πλέον τη συμβίωση των συζύγων. Ο εν τοις πράγμασι («de facto») χωρισμός δεν παράγει αποτελέσματα (εκτός από περιπτώσεις προγενέστερες του μεταρρυθμιστικού νόμου αριθ. 151 του 1975).
Ο δεσμός του γάμου δεν λύεται εξαιτίας του δικαστικού χωρισμού, αλλά εξασθενεί.
Ο δικαστικός χωρισμός μπορεί να διαταχθεί με δικαστική απόφαση ή να είναι συναινετικός.
Πηγές: Οι ουσιαστικοί κανόνες περιέχονται στον Αστικό Κώδικα (άρθρα 150 επ. για κληρονομικά ζητήματα, βλ. άρθρα 548 και 585).
Ο δικαστικός χωρισμός, δηλαδή ο χωρισμός με διαταγή του δικαστηρίου, προϋποθέτει διαπίστωση της αδυναμίας συνέχισης της έγγαμης συμβίωσης των συζύγων.
Εφόσον πληρούται αυτή η προϋπόθεση, το δικαστήριο εκδίδει απόφαση δικαστικού χωρισμού, μετά από αίτηση ενός από τους συζύγους, ακόμη και παρά τη θέληση του άλλου συζύγου.
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το δικαστήριο μπορεί επίσης να αποφανθεί για το ποιος από τους δύο συζύγους είναι υπαίτιος για τον χωρισμό η υπαιτιότητα έχει επιπτώσεις όσον αφορά την επιδίκαση διατροφής κατά τη διάρκεια του δικαστικού χωρισμού και μετά την έκδοση διαζυγίου, καθώς και όσον αφορά τα κληρονομικά δικαιώματα. Στη διαδικασία προβλέπεται η συμμετοχή του εισαγγελέα.
Ο συναινετικός δικαστικός χωρισμός βασίζεται σε συμφωνία μεταξύ των συζύγων, αλλά παράγει αποτελέσματα μόνον εφόσον επικυρωθεί από το δικαστήριο, που είναι αρμόδιο να διασφαλίσει ότι η συμφωνία των συζύγων εξυπηρετεί τα συμφέροντα της οικογένειας. Ειδικότερα, εάν η συμφωνία σχετικά με την επιμέλεια και την καταβολή διατροφής των παιδιών δεν είναι προς το συμφέρον των παιδιών, το δικαστήριο καλεί εκ νέου τους συζύγους και υποδεικνύει τις απαιτούμενες αλλαγές. Εάν οι διάδικοι δεν συμμορφωθούν προς τις εν λόγω υποδείξεις, το δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να εγκρίνει τον δικαστικό χωρισμό.
Προσωπικές σχέσεις: με τον δικαστικό χωρισμό (που έχει διαταχθεί από το δικαστήριο ή είναι συναινετικός) εξαλείφεται η υποχρέωση για όλες τις μορφές συνδρομής που προβλέπονται στο πλαίσιο της συμβίωσης. Καταργείται επίσης το τεκμήριο πατρότητας. Η σύζυγος δεν χάνει το επώνυμο του συζύγου εάν το είχε προσθέσει στο δικό της, αλλά ο δικαστής μπορεί, κατόπιν αιτήσεως του συζύγου, να απαγορεύσει τη χρήση του, εφόσον μια τέτοια χρήση μπορεί να του προκαλέσει σοβαρή ζημιά. Ομοίως, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει στη σύζυγο να μην χρησιμοποιεί το επώνυμο του συζύγου, εφόσον η χρήση αυτή είναι εις βάρος της.
Κυριότητα της κοινής περιουσίας: η κοινωνία επί της κοινής περιουσίας λύεται με την κήρυξη ενός εκ των συζύγων σε αφάνεια, με την ακύρωση, τη λύση ή την παύση των αστικών συνεπειών του γάμου, τον δικαστικό χωρισμό, τη δικαστική διανομή της περιουσίας, την αμοιβαία συμφωνηθείσα αλλαγή της συζυγικής σχέσης ή την κήρυξη ενός εκ των συζύγων σε πτώχευση.
Σε περίπτωση δικαστικού χωρισμού, η κοινωνία επί της κοινής περιουσίας λύεται όταν το δικαστήριο δώσει στους συζύγους την άδεια να ζουν χωριστά, ή από την ημερομηνία κατά την οποία υπογράφονται ενώπιον του προεδρεύοντα δικαστή τα πρακτικά του αμοιβαία συμφωνημένου δικαστικού χωρισμού των συζύγων, εφόσον έχουν εγκριθεί. Η διαταγή με την οποία δίνεται στους συζύγους η άδεια να ζουν χωριστά αποστέλλεται στο ληξιαρχείο ώστε να καταχωριστεί η λύση της κοινωνίας επί της κοινής περιουσίας.
Γονική μέριμνα: το δικαστήριο εγκρίνει τους κανόνες ως προς τον δικαστικό χωρισμό και την επιμέλεια των ανήλικων παιδιών και καθορίζει το ποσό της διατροφής που πρέπει να καταβληθεί για το παιδί από τον γονέα ο οποίος δεν διαμένει μαζί τους (ή, στην εξαιρετική περίπτωση της αποκλειστικής επιμέλειας, από τον γονέα στον οποίο δεν χορηγείται η επιμέλεια). Κατά την απονομή του δικαιώματος κατοικίας στην οικογενειακή εστία, δίνεται προτεραιότητα στον γονέα που ζει με το παιδί (για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. «Γονική μέριμνα»).
Υποχρέωση καταβολής διατροφής: μετά από αίτηση, το δικαστήριο χορηγεί στον σύζυγο που δεν ευθύνεται για τον χωρισμό δικαίωμα διατροφής από τον άλλο σύζυγο, εφόσον ο ίδιος δεν διαθέτει επαρκή ανεξάρτητα μέσα για την διαβίωσή του. Σύζυγος που βρίσκεται σε οικονομική δυσπραγία δικαιούται να λαμβάνει διατροφή, δηλαδή τακτικά καταβαλλόμενο ποσό που είναι απαραίτητο για τη διαβίωσή του, ακόμα και αν ο εν λόγω σύζυγος ευθύνεται για τον χωρισμό (για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. «Αξιώσεις διατροφής – Ιταλία»).
Η αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή του ύψους διατροφής προβλέπεται ρητά στην περίπτωση των διαζευγμένων ζευγαριών η νομολογία έχει επεκτείνει την υποχρέωση αυτή για ζευγάρια που έχουν χωρίσει με δικαστικό χωρισμό.
Τα μέτρα που προβλέπονται στη δικαστική απόφαση σχετικά με την επιμέλεια των παιδιών και τον υπολογισμό της διατροφής για σύζυγο και παιδιά μπορούν να τροποποιηθούν σε μεταγενέστερο στάδιο. Η μη καταβολή της διατροφής συνιστά ποινικό αδίκημα βάσει του άρθρου 570 του Ποινικού Κώδικα.
Δικαστικός χωρισμός χωρίς και με υπαιτιότητα: σε περίπτωση δικαστικού χωρισμού, ο εν διαστάσει σύζυγος που δεν ευθύνεται για τον χωρισμό εξακολουθεί να διατηρεί τα ίδια κληρονομικά δικαιώματα όπως οι σύζυγοι που δεν βρίσκονται σε διάσταση.
Ο υπαίτιος για τον χωρισμό σύζυγος δικαιούται διατροφή μόνον από την περιουσία του θανόντος συζύγου και μόνον εάν κατά τον χρόνο έναρξης της διαδικασίας κληρονομικής διαδοχής δικαιούταν διατροφή από τον θανόντα σύζυγο (άρθρα 548 και 585 του Αστικού Κώδικα).
Λοιπά αποτελέσματα: σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, η απόφαση δικαστικού χωρισμού αποτελεί τίτλο που παρέχει δικαίωμα για την εγγραφή υποθήκης κατόπιν δε αιτήσεως του δικαιούχου, το δικαστήριο δύναται να διατάξει την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων του υπόχρεου συζύγου ή να εκδώσει απόφαση κατάσχεσης εισοδημάτων.
Δυνάμει των άρθρων 117 και εξής του Αστικού Κώδικα, ένας γάμος μπορεί να κηρυχθεί άκυρος σε διάφορες περιπτώσεις. Το θέμα μπορεί να εξεταστεί καλύτερα στο πλαίσιο της ακυρότητας, με αναφορά των λόγων ακυρότητας και του εφαρμοστέου νομικού καθεστώτος σε κάθε περίπτωση.
Ο γάμος είναι άκυρος εάν βαρύνεται με οποιοδήποτε από τα ελαττώματα που προβλέπονται στη νομοθεσία, αλλά αυτά πρέπει να προβληθούν με την άσκηση αγωγής ενώπιον του δικαστηρίου.
Η αγωγή για την ακύρωση του γάμου δεν μεταβιβάζεται στους κληρονόμους, εκτός εάν ήδη εκκρεμεί η έκδοση της σχετικής απόφασης. Στη διαδικασία προβλέπεται η συμμετοχή του εισαγγελέα.
Πηγές: οι ουσιαστικοί κανόνες προβλέπονται στα άρθρα 117 έως 129-bis του Αστικού Κώδικα.
Οι λόγοι ακυρότητας του γάμου είναι οι ακόλουθοι (άρθρο 117 επ. του Αστικού Κώδικα):
Εάν οι σύζυγοι ενήργησαν με καλή πίστη (δηλαδή εάν αγνοούσαν το ελάττωμα κατά τη στιγμή της τέλεσης του γάμου), ο γάμος θεωρείται έγκυρος έως την ακύρωση, η οποία παράγει αποτελέσματα μόνο για το μέλλον [η «αρχή του εικαζόμενου γάμου» (matrimonio putativo)]. Γάμος που έχει κηρυχθεί άκυρος έχει τα αποτελέσματα έγκυρου γάμου ως προς τα παιδιά, ακόμη και αν οι δύο σύζυγοι ενήργησαν κακόπιστα.
Επίσης, το δικαστήριο μπορεί να υποχρεώσει τον έναν από τους συζύγους να διενεργεί τακτικές καταβολές προς τον άλλο σύζυγο για διάστημα που δεν θα υπερβαίνει τα τρία έτη, εφόσον ο άλλος σύζυγος δεν έχει επαρκή μέσα διαβίωσης και δεν έχει ξαναπαντρευτεί.
Εάν ένας μόνον από τους συζύγους ενήργησε με καλή πίστη, τα αποτελέσματα του εικαζόμενου γάμου εφαρμόζονται στον εν λόγω σύζυγο και τυχόν παιδιά. Ο σύζυγος που ενήργησε κακόπιστα καλείται να καταβάλει εύλογη αποζημίωση που αντιστοιχεί σε διατροφή για διάστημα τριών ετών, καθώς και να καταβάλει περαιτέρω διατροφή, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι υπόχρεοι διατροφής.
Με το νομοθετικό διάταγμα 132 της 12ης Σεπτεμβρίου 2014, το οποίο μετατράπηκε στον νόμο 162/2014, η ιταλική κυβέρνηση προέβλεψε δύο νέες εναλλακτικές εξωδικαστικές διαδικασίες:
Η διαδικασία του διαζυγίου εφαρμόζεται επίσης και στο πλαίσιο της διαδικασίας δικαστικού χωρισμού, τηρουμένων των αναλογιών. Σε μικρότερο βαθμό, προβλέπεται η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 706 και εξής του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Η διαδικασία λαμβάνει τη μορφή ειδικής διαδικασίας αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας που διέπεται από διαφορετικούς κανόνες σε σχέση με εκείνους που διέπουν την τακτική διαδικασία, ιδίως στο εισαγωγικό στάδιο (πρόκειται ουσιαστικά για διαδικασία δύο σταδίων: το στάδιο της συνδιαλλαγής και, ακριβέστερα, το στάδιο της εξέτασης υπό το καθεστώς της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας).
Αρμόδιο είναι το πολυμελές πρωτοδικείο (tribunale) του τελευταίου τόπου κοινής κατοικίας των συζύγων ή οποιουδήποτε άλλου τόπου ορίζεται από τη νομοθεσία (άρθρο 706 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) ή, εάν ο εναγόμενος δεν έχει γνωστό τόπο κατοικίας ή διαμένει στο εξωτερικό, του τόπου διαμονής ή κατοικίας του ενάγοντος. Εάν και οι δύο διάδικοι διαμένουν στο εξωτερικό, η υπόθεση μπορεί να εκδικαστεί από οποιοδήποτε δικαστήριο της χώρας. Εάν το διαζύγιο είναι συναινετικό, οι σύζυγοι μπορούν να επιλέξουν τον τόπο κατοικίας ή διαμονής του ενός ή του άλλου.
Διαδικασία: Η αίτηση χωρισμού ή διαζυγίου υποβάλλεται με τη μορφή αίτησης (ricorso) που κατατίθεται στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου. Στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτονται τα σχετικά δικαιολογητικά έγγραφα, αλλά είναι επίσης δυνατή η προσκόμισή τους απευθείας στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας. Ο ενάγων είναι υπεύθυνος για τη διασφάλιση της επίδοσης της αίτησης στον άλλο σύζυγο, καθώς και της διάταξης με την οποία ο πρόεδρος του δικαστηρίου καθόρισε την ημερομηνία δικασίμου, κατά την οποία οι διάδικοι μπορούν να εμφανιστούν ενώπιόν του. Εάν η διαδικασία συμφιλίωσης ενώπιον του αρμόδιου δικαστή είναι ανεπιτυχής, ο πρόεδρος εκδίδει προσωρινά μέτρα προς το συμφέρον των συζύγων και των παιδιών και ορίζει την ημερομηνία ακρόασης ενώπιον του δικαστηρίου, στο πλαίσιο της οποίας εξετάζει την ουσία της υπόθεσης σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες διεξαγωγής αποδείξεων.
Διαζύγιο κατόπιν κοινής αίτησης η κοινή αίτηση διαζυγίου προϋποθέτει τη συμφωνία των συζύγων σχετικά με το διαζύγιο, καθώς και τους όρους όσον αφορά τα παιδιά και τις οικονομικές τους σχέσεις. Η διαδικασία είναι απλουστευμένη.
Πηγές: νόμος αριθ. 898 του 1970, όπως τροποποιήθηκε όσον αφορά τον δικαστικό χωρισμό, εφαρμόζονται επίσης οι διατάξεις των άρθρων 706 έως 711 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Είναι δυνατόν να δοθεί δικαστική συνδρομή (patrocinio a spese dello Stato) και κατά συνέπεια να παρασχεθεί συνδρομή από δικηγόρο χωρίς να καταβληθεί η αμοιβή του και οι άλλες δικαστικές δαπάνες. Το ευεργέτημα της νομικής συνδρομής μπορεί επίσης να παρασχεθεί στους αλλοδαπούς που κατοικούν νομίμως στην Ιταλία. Οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας προβλέπονται στην νόμο 1990/217, καθώς και στο ενημερωτικό δελτίο σχετικά με τη νομική συνδρομή. Οι αιτήσεις νομικής συνδρομής πρέπει να υποβάλλονται στον αντίστοιχο δικηγορικό σύλλογο (consiglio dell’ordine degli avvocati) βλέπε τους σχετικούς ιστοτόπους των δικηγορικών συλλόγων (π.χ. δικηγορικός σύλλογος Ρώμης), καθώς και τον ιστότοπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Πηγές: νόμος αριθ. 217 του 1990, όπως τροποποιήθηκε από τον νόμο αριθ. 134 του 2001.
Υπάρχει δυνατότητα άσκησης ένδικου μέσου κατά αποφάσεων δικαστικού χωρισμού, διαζυγίου ή ακύρωσης γάμου. Οι μη οριστικές αποφάσεις σε διαδικασίες διαζυγίου (π.χ. αποφάσεις σχετικά με το καθεστώς των συζύγων) ή δικαστικού χωρισμού (π.χ. αποφάσεις σχετικά με τη γονική μέριμνα ή την καταβολή διατροφής) δεν υπόκεινται στην άσκηση ένδικου μέσου σε μεταγενέστερο στάδιο, δηλαδή μαζί με έφεση κατά της οριστικής απόφασης: θα πρέπει να προσβληθούν εντός των συνήθων νόμιμων προθεσμιών.
Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 της 27ης Νοεμβρίου 2003, ο οποίος προβλέπει μια κοινή διαδικασία σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ.
Η αναγνώριση είναι αυτόματη. Κατά συνέπεια, δεν απαιτείται ειδική διαδικασία ενημέρωσης των μητρώων οικογενειακής κατάστασης ενός κράτους μέλους μετά από απόφαση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου κατά της οποίας δεν είναι πλέον δυνατή η άσκηση προσφυγής.
Ωστόσο, οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος τρίτος μπορεί επίσης να υποβάλει αίτηση για τη χορήγηση δήλωσης ότι η απόφαση που εκδόθηκε από δικαστήριο της αλλοδαπής πρέπει ή δεν πρέπει να αναγνωριστεί Οι ειδικοί λόγοι μη αναγνώρισης προβλέπονται ρητά στον κανονισμό. Η σχετική διαδικασία, η οποία κινείται με τη μορφή αίτησης ενώπιον του δικαστηρίου (ricorso), πρέπει να κινηθεί ενώπιον του κατά τόπον αρμόδιου Εφετείου (corte di appello) στον τόπο εφαρμογής της απόφασης, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις εσωτερικού δικαίου στην Ιταλία. Ο δικαστής αποφασίζει αμελλητί, με ή χωρίς κατ’ αντιμωλία διαδικασία, και η απόφαση κοινοποιείται στον αιτούντα.
Και οι δύο διάδικοι μπορούν να προσβάλουν την απόφαση αναγνώρισης ενώπιον του Εφετείου που εξέδωσε το μέτρο εντός μηνός από την κοινοποίησή της (εντός δύο μηνών εάν ο αντίδικος διαμένει σε άλλη χώρα). Στο δεύτερο αυτό στάδιο τηρούνται οι κανόνες της κατ’ αντιμωλία εξέτασης και εφαρμόζονται οι συνήθεις κανόνες της τακτικής διαδικασίας αγωγής.
Κατά της απόφασης που εκδίδεται για την προσβολή της αναγνώρισης μπορεί να ασκηθεί εν συνεχεία ένδικο μέσο ενώπιον του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου (Corte di Cassazione (βλέπε τα παραρτήματα του κανονισμού).
Ο δικαστικός χωρισμός και το διαζύγιο διέπονται από την κοινή εθνική νομοθεσία των συζύγων κατά τη στιγμή της αγωγής δικαστικού χωρισμού ή διαζυγίου στην περίπτωση συζύγων με διαφορετική ιθαγένεια, επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να προσδιορίσει το εφαρμοστέο δίκαιο με βάση τη χώρα στην οποία εντοπίζεται ότι το ζευγάρι έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος του έγγαμου βίου του.
Εάν το εφαρμοστέο αλλοδαπό δίκαιο δεν προβλέπει τον δικαστικό χωρισμό και το διαζύγιο, εφαρμόζεται το ιταλικό δίκαιο (άρθρο 31 του νόμου αριθ. 218 του 1995), με αποτέλεσμα στην περίπτωση αυτή να υπερισχύει το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή. Όσον αφορά το σημείο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι το ιταλικό δίκαιο εφαρμόζεται ανεξάρτητα από την ιθαγένεια του ενάγοντος και μπορεί επίσης να γίνει επίκλησή του από αλλοδαπό, είτε στο πλαίσιο μεικτού γάμου είτε στο πλαίσιο γάμου μεταξύ αλλοδαπών.
Οι Ιταλοί σύζυγοι που άσκησαν αγωγή για δικαστικό χωρισμό ή διαζύγιο στην Ιταλία υπόκεινται στο ιταλικό δίκαιο, ακόμη και αν δεν διαμένουν στην Ιταλία. Οι σύζυγοι διαφορετικής ιθαγένειας υπόκεινται στο δίκαιο της χώρας στην οποία το ζευγάρι περνάει το μεγαλύτερο μέρος του έγγαμου βίου του. Ωστόσο, εάν το δίκαιο της χώρας αυτής δεν προβλέπει δικαστικό χωρισμό ή διαζύγιο, το ιταλικό δικαστήριο θα εφαρμόσει το ιταλικό δίκαιο.
Αυτή η ιστοσελίδα είναι μέρος του ιστότοπου Η Ευρώπη σου.
Θα μας βοηθούσαν πολύ τα σχόλιά σας σχετικά με τη χρησιμότητα των παρεχόμενων πληροφοριών.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.