

Βρείτε πληροφορίες ανά περιφέρεια
Το δίκαιο του Λουξεμβούργου προβλέπει δύο μορφές διαζυγίου, ήτοι το συναινετικό διαζύγιο και το διαζύγιο λόγω ισχυρού κλονισμού των συζυγικών σχέσεων.
Οι σύζυγοι μπορούν να ζητήσουν από κοινού συναινετικό διαζύγιο εφόσον έχουν συμφωνήσει ως προς τη λύση του γάμου και τις συνέπειες αυτής.
Εάν οι σύζυγοι έχουν να διαχωρίσουν περιουσιακά στοιχεία, αυτά πρέπει να απογραφούν και να αποτιμηθούν από συμβολαιογράφο. Στη συνέχεια, οι σύζυγοι ρυθμίζουν με πλήρη ελευθερία τα αντίστοιχα δικαιώματά τους στα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία. Αντιθέτως, εάν δεν υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία προς απογραφή, δεν απαιτείται η σύμπραξη συμβολαιογράφου.
Οι σύζυγοι πρέπει επίσης να συμφωνήσουν για τον τόπο διαμονής τους κατά τη διαδικασία έκδοσης του διαζυγίου, για το μέλλον των τέκνων τους κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας και μετά από αυτήν, για τη συνεισφορά του καθενός στην εκπαίδευση και τη συντήρηση των τέκνων πριν από και μετά το διαζύγιο και, τέλος, για το ποσό της ενδεχόμενης διατροφής που θα καταβάλλει ο ένας εκ των συζύγων στον άλλον κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αλλά και μετά την έκδοση του διαζυγίου. Η συμφωνία αυτή πρέπει να αποδεικνύεται με έγγραφο (στο εξής «η συμφωνία»), συνταχθέν από δικηγόρο ή από συμβολαιογράφο. Η συμφωνία πρέπει να επικυρωθεί από το δικαστήριο, το οποίο βεβαιώνει ότι η συμφωνία διασφαλίζει το υπέρτερο συμφέρον των τέκνων και δεν θίγει κατά τρόπο προδήλως δυσανάλογο τα συμφέροντα ενός από τους συζύγους. Η επικυρωμένη συμφωνία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της δικαστικής απόφασης περί διαζυγίου.
Διαζύγιο λόγω ισχυρού κλονισμού των συζυγικών σχέσεων μπορεί να ζητήσει ο ένας εκ των συζύγων ή, όταν υπάρχει συμφωνία ως προς τη λήψη διαζυγίου αλλά όχι ως προς όλες τις συνέπειές του, και οι δύο από κοινού.
Ο ισχυρός κλονισμός τεκμαίρεται από τη συμφωνία των συζύγων για λήψη διαζυγίου ή από την αίτηση ενός μόνο συζύγου, ο οποίος εμμένει σε αυτήν μετά την παρέλευση περιόδου μεταμέλειας η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις μήνες, με δυνατότητα άπαξ ανανέωσης.
Το δίκαιο του Λουξεμβούργου προβλέπει δύο μορφές διαζυγίου, ήτοι το συναινετικό διαζύγιο και το διαζύγιο λόγω ισχυρού κλονισμού των συζυγικών σχέσεων.
Ο γάμος λύεται με δικαστική απόφαση διαζυγίου. Παύουν οι αμοιβαίες υποχρεώσεις πίστης, αρωγής και συμπαράστασης.
Η νομοθεσία του Λουξεμβούργου ορίζει ότι κανένας πολίτης δεν μπορεί να φέρει άλλο όνομα ή επώνυμο από αυτό που αναγράφεται στη ληξιαρχική πράξη γεννήσεώς του: αυτοί που έχουν παύσει να τα χρησιμοποιούν υποχρεούνται να τα ανακτήσουν. Μια μεταβολή της οικογενειακής κατάστασης, όπως ο γάμος, δεν συνεπάγεται, κατά συνέπεια, αλλαγή του επωνύμου ενός εκ των συζύγων. Δεν αποτελεί κεκτημένο δικαίωμα να φέρει κάποιος το επώνυμο του συζύγου του. Ο σύζυγος πρέπει να δώσει τη συγκατάθεσή του για τη χρήση του ονόματός του.
Τα δικαστήρια του Λουξεμβούργου έχουν αποφανθεί σχετικά με τις επιπτώσεις του διαζυγίου στο χρησιμοποιούμενο όνομα:
Η διαζευγμένη σύζυγος μπορεί να συνεχίσει να χρησιμοποιεί το επώνυμο του πρώην συζύγου της μόνο με την άδεια του, η οποία μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή. Δεδομένου ότι επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του πρώην συζύγου να αντιταχθεί στη χρήση του επωνύμου του, δεν εναπόκειται στα δικαστήρια να επιτρέψουν στη διαζευγμένη σύζυγο να συνεχίσει να φέρει το επώνυμο του συζύγου της για απεριόριστο χρονικό διάστημα, ακόμα και για τις ανάγκες του επαγγέλματός της, σε περίπτωση που ο σύζυγος αντιτίθεται. Το δικαστήριο μπορεί, ωστόσο, να λάβει υπόψη τη φήμη που απέκτησε η σύζυγος στο επάγγελμά της με το επώνυμο του συζύγου της και, προκειμένου αυτή να μην υποστεί οικονομική ζημία, να της τάξει προθεσμία για να γίνει γνωστή στην πελατεία της με το δικό της όνομα. – Δικαστήριο, 24 Μαΐου 2006, Pasicrisie τεύχος 33, σ. 258
Καταρχήν, το διαζύγιο των γονέων δεν μεταβάλλει τους όρους άσκησης της γονικής μέριμνας, την οποία συνεχίζουν να ασκούν και οι δύο γονείς από κοινού. Οφείλουν να συνεχίσουν να λαμβάνουν από κοινού κάθε απόφαση σημαντική για τη ζωή του τέκνου (ανατροφή, εκπαίδευση, σχολικός προσανατολισμός κ.λπ.).
Μόνο όταν το επιτάσσει το υπέρτερο συμφέρον του τέκνου, το δικαστήριο αναθέτει την άσκηση της γονικής μέριμνας αποκλειστικά σε έναν από τους δύο γονείς. Σε αυτή την περίπτωση, ο γονέας στον οποίο έχει ανατεθεί η άσκηση της γονικής μέριμνας λαμβάνει μόνος τις αποφάσεις που αφορούν το τέκνο. Εντούτοις, ο άλλος σύζυγος διατηρεί το δικαίωμα να ενημερώνεται και να επιβλέπει την ανατροφή και την εκπαίδευση του τέκνου. Εξαιρουμένης της περίπτωσης κατά την οποία συντρέχουν σοβαροί λόγοι, έχει επίσης το δικαίωμα επίσκεψης και διανυκτέρευσης. Έτσι, στην περίπτωση χωρισμού των γονέων, καθένας εκ των δύο οφείλει να διατηρεί προσωπικές σχέσεις με το τέκνο και να σέβεται τους δεσμούς του τέκνου με τον άλλο γονέα.
Σε περίπτωση διαζυγίου, οι γονείς οφείλουν να συνεχίσουν να συνεισφέρουν από κοινού στις δαπάνες συντήρησης και εκπαίδευσης του τέκνου, εκτός αν άλλως ορίζεται στη δικαστική απόφαση. Η συνεισφορά αυτή λαμβάνει τη μορφή διατροφής και δεν παύει αυτομάτως με την ενηλικίωση του τέκνου. Μπορεί να καταβάλλεται απευθείας στο ενήλικο τέκνο και να αναθεωρείται ανάλογα με τις ανάγκες του τέκνου και την εξέλιξη των πόρων και των δαπανών κάθε γονέα.
Όσον αφορά τη διαμονή του τέκνου, μπορεί να προκύψουν δύο περιπτώσεις (εκτός από την εξαιρετική περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο αποφασίζει να αναθέσει την επιμέλεια του τέκνου σε τρίτο):
Όταν οι σύζυγοι συμφωνούν ως προς τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας, τον τόπο κατοικίας και διαμονής του τέκνου, το δικαίωμα επίσκεψης και διανυκτέρευσης, καθώς και τη συνεισφορά στη συντήρηση και την εκπαίδευση του τέκνου, μπορούν να υποβάλουν αυτή τη συμφωνία στον δικαστή στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης διαζυγίου. Το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη τη συμφωνία στην απόφασή του, εάν θεωρεί ότι αυτή διαφυλάσσει επαρκώς το συμφέρον του τέκνου και ότι η συναίνεση των συζύγων έχει δοθεί ελεύθερα.
Το διαζύγιο των γονέων δεν στερεί από τα τέκνα τα πλεονεκτήματα που θα τους αναγνωρίζονταν διαφορετικά. Από την άποψη αυτή, εξομοιώνονται πλήρως με τα τέκνα μη διαζευγμένων γονέων.
Το δικαστήριο μπορεί να υποχρεώσει έναν εκ των συζύγων να καταβάλλει διατροφή στον άλλο. Το ποσό της διατροφής καθορίζεται ανάλογα με τις ανάγκες του συζύγου στον οποίο καταβάλλεται και τις δυνατότητες συνεισφοράς του άλλου συζύγου. Σε περίπτωση συμφωνίας των συζύγων, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι η διατροφή καταβάλλεται σε κεφάλαιο, καθορίζοντας το ύψος και τις λεπτομέρειες αυτού.
Κατά τον προσδιορισμό των αναγκών και των δυνατοτήτων συνεισφοράς των συζύγων, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη μεταξύ άλλων, τα εξής:
1° την ηλικία και την κατάσταση της υγείας των συζύγων
2° τη διάρκεια του γάμου
3° τον χρόνο που οι σύζυγοι έχουν ήδη αφιερώσει ή οφείλουν να αφιερώσουν στην εκπαίδευση των τέκνων
4° τα προσόντα τους και την επαγγελματική τους κατάσταση σε συνάρτηση με την αγορά εργασίας
5° τη διαθεσιμότητά τους για (νέα) απασχόληση
6° τα υφιστάμενα και προβλεπόμενα δικαιώματά τους
7° την περιουσία τους, τόσο σε κεφάλαιο όσο και σε εισόδημα, κατόπιν ρευστοποίησης των κοινών περιουσιακών στοιχείων των συζύγων.
Η διάρκεια της καταβολής διατροφής δεν μπορεί να υπερβαίνει τη διάρκεια του γάμου, πλην
εξαιρετικών περιπτώσεων.
Η διατροφή, εξαιρουμένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες καταβάλλεται σε κεφάλαιο, μπορεί να αναθεωρηθεί και να ανακληθεί.
Όταν ένας εκ των συζύγων έχει καταδικαστεί, με απόφαση που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, για αδίκημα από τα προβλεπόμενα στα άρθρα 372, 375, 376, 377, 393, 394, 396, 397, 398, 399, 400, 401, 401bis, 402, 403, 404, 405 και 409 του Ποινικού Κώδικα (έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας, βιασμό, σωματική βλάβη εκ προθέσεως, θανατηφόρα σωματική βλάβη, ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και εκ προμελέτης, βρεφοκτονία και δηλητηρίαση), το οποίο τελέστηκε κατά τη διάρκεια του γάμου κατά του άλλου συζύγου ή τέκνου που ζει στο ίδιο σπίτι ή για απόπειρα ενός από τα αδικήματα που προβλέπονται στα άρθρα 372, 375, 376, 377, 393, 394, 396, 397, 401, 403, 404 και 405 του Ποινικού Κώδικα, η οποία στρέφεται κατά των ίδιων προσώπων κατά τη διάρκεια του γάμου, χάνει, κατόπιν αίτησης του άλλου συζύγου, κάθε δικαίωμα διατροφής.
Ο δικαστικός χωρισμός χαλαρώνει τον δεσμό του γάμου, αλλά δεν τον λύει. Καταργεί την υποχρέωση συγκατοίκησης, αλλά επιτρέπει να εξακολουθεί να υφίσταται μεταξύ των συζύγων η υποχρέωση πίστης και οικονομικής στήριξης.
Οι λόγοι δικαστικού χωρισμού ταυτίζονται με τους λόγους διαζυγίου λόγω ισχυρού κλονισμού των συζυγικών σχέσεων.
Ο δικαστικός χωρισμός συνεπάγεται πάντοτε χωρισμό των περιουσιακών στοιχείων. Αν ο δικαστικός χωρισμός διήρκησε τρία χρόνια, οποιοσδήποτε εκ των δύο συζύγων μπορεί να υποβάλει αίτηση διαζυγίου στο δικαστήριο. Εάν ο έτερος σύζυγος δεν συναινεί αμέσως στην παύση του καθεστώτος δικαστικού χωρισμού, το δικαστήριο εκδίδει την απόφαση διαζυγίου.
Η ακύρωση του γάμου σημαίνει εξαφάνιση του γάμου με δικαστική απόφαση. Με άλλα λόγια, ο γάμος δεν υπήρξε ποτέ.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι ακύρωσης του γάμου:
Ο γάμος που κηρύσσεται άκυρος παράγει αποτελέσματα (θεωρία του νομιζόμενου γάμου):
Αντίθετα, ο γάμος που κηρύσσεται άκυρος δεν παράγει ποτέ έννομα αποτελέσματα έναντι του κακόπιστου συζύγου.
Στο Μεγάλο Δουκάτο, ο γάμος μπορεί να λυθεί μόνο με δικαστική απόφαση και ποτέ με εναλλακτικά εξωδικαστικά μέσα ή με διαμεσολάβηση. Αντίθετα, για ζητήματα που αφορούν τη ρευστοποίηση και διανομή των κοινών και εξ αδιαιρέτου περιουσιακών στοιχείων, τις υποχρεώσεις διατροφής και τη συνεισφορά στα βάρη του γάμου, την υποχρέωση διατροφής των τέκνων και την άσκηση της γονικής μέριμνας, είναι δυνατή η προσφυγή στην οικογενειακή διαμεσολάβηση.
Πού να απευθύνω την αίτησή μου
Οι αιτήσεις εξετάζονται από τον «δικαστή οικογενειακών υποθέσεων».
Διατυπώσεις που πρέπει να τηρούνται και συνοδευτικά έγγραφα
Η αίτηση περιέχει:
1° ημερομηνία
2° όνομα, επώνυμο, επάγγελμα και κατοικία/-ες των συζύγων
3° ημερομηνία και τόπο γέννησης των συζύγων
4° κατά περίπτωση, αναφορά της ταυτότητας των κοινών τέκνων
5° αίτημα
6° συνοπτική έκθεση των πραγματικών περιστατικών και των προβαλλόμενων ισχυρισμών.
Εκτός από τη συμφωνία που αναφέρεται ανωτέρω, στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτονται τα ακόλουθα έγγραφα:
1° απόσπασμα της ληξιαρχικής πράξης γάμου
2° αποσπάσματα των ληξιαρχικών πράξεων γέννησης των συζύγων
3° αποσπάσματα των ληξιαρχικών πράξεων γέννησης των κοινών τέκνων
4° έγγραφο που πιστοποιεί την ιθαγένεια των συζύγων
5° κατά περίπτωση, τη συμφωνία για την επιλογή του δικαίου που θα είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο των συζύγων, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1259/2010 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2010, για τη θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο και τον δικαστικό χωρισμό και σύμφωνα με τους τύπους που προβλέπονται από τον εν λόγω κανονισμό. Οι σύζυγοι μπορούν επίσης να ορίσουν το δίκαιο που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο κατ' εφαρμογή του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1259/2010 και σύμφωνα με τους τύπους που προβλέπονται από τον εν λόγω κανονισμό στη συμφωνία συναινετικού διαζυγίου
6° οποιοδήποτε άλλο έγγραφο το οποίο επιθυμούν να επικαλεστούν οι σύζυγοι.
Εάν οι πράξεις και τα έγγραφα που κατατίθενται μαζί με την αίτηση και τα οποία οι διάδικοι επιθυμούν να επικαλεστούν προέρχονται από αλλοδαπή δημόσια αρχή πρέπει, κατά περίπτωση, να είναι επικυρωμένα.
Η αίτηση περιέχει:
1° ημερομηνία
2° όνομα, επώνυμο, επάγγελμα και κατοικία/-ες των συζύγων
3° ημερομηνία και τόπο γέννησης των συζύγων
4° κατά περίπτωση, αναφορά της ταυτότητας των κοινών τέκνων
5° αίτημα
6° συνοπτική έκθεση των πραγματικών περιστατικών και των προβαλλόμενων ισχυρισμών.
Η αίτηση μπορεί να περιέχει επίσης αιτήματα λήψης ασφαλιστικών μέτρων που αφορούν το πρόσωπο, τη διατροφή και τα περιουσιακά στοιχεία τόσο των συζύγων όσο και των τέκνων τους.
Τα ακόλουθα έγγραφα πρέπει να επισυνάπτονται στην αίτηση:
1° απόσπασμα της ληξιαρχικής πράξης γάμου
2° αποσπάσματα των ληξιαρχικών πράξεων γέννησης των συζύγων
3° αποσπάσματα των ληξιαρχικών πράξεων γέννησης των κοινών τέκνων
4° έγγραφο που πιστοποιεί την ιθαγένεια των συζύγων ή του αιτούντος αντίστοιχα
5° κατά περίπτωση, τη συμφωνία για την επιλογή του δικαίου που θα είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο των συζύγων, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1259/2010 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2010, για τη θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο και τον δικαστικό χωρισμό και σύμφωνα με τους τύπους που προβλέπονται από τον εν λόγω κανονισμό
6° κατά περίπτωση, σχέδιο διακανονισμού των αποτελεσμάτων του διαζυγίου για τα οποία οι σύζυγοι έχουν συμφωνήσει
7° κατά περίπτωση, αντίγραφο της απόφασης που καταδικάζει τον/τη σύζυγο για ένα από τα αδικήματα που προβλέπονται στα σημεία 3.2 και 3.4 ανωτέρω
8° οποιοδήποτε άλλο έγγραφο το οποίο επιθυμούν να επικαλεστούν οι αιτούντες.
Εάν οι πράξεις και τα έγγραφα που κατατίθενται μαζί με την αίτηση και τα οποία οι διάδικοι επιθυμούν να επικαλεστούν προέρχονται από αλλοδαπή δημόσια αρχή πρέπει, κατά περίπτωση, να είναι επικυρωμένα.
1° ημερομηνία
2° όνομα, επώνυμο και κατοικίες των μερών
3° ημερομηνία και τόπο γέννησης των μερών
4° αίτημα
5° συνοπτική έκθεση των πραγματικών περιστατικών και των προβαλλόμενων ισχυρισμών.
Εάν οι πράξεις και τα έγγραφα που κατατίθενται μαζί με την αίτηση και τα οποία οι διάδικοι επιθυμούν να επικαλεστούν προέρχονται από αλλοδαπή δημόσια αρχή πρέπει, κατά περίπτωση, να είναι επικυρωμένα.
Τα πρόσωπα με εισόδημα που θεωρείται ανεπαρκές σύμφωνα με τη νομοθεσία του Λουξεμβούργου μπορούν να τύχουν του ευεργετήματος της πενίας. Προς τον σκοπό αυτόν, οφείλουν να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο που διατίθεται από τον Δικηγορικό Σύλλογο του Λουξεμβούργου και να το αποστείλουν στον πρόεδρο του κατά τόπον αρμόδιου Δικηγορικού Συλλόγου, ο οποίος λαμβάνει τη σχετική απόφαση.
Το ευεργέτημα πενίας καλύπτει όλα τα έξοδα που αφορούν τις δίκες, τις διαδικασίες ή τις πράξεις για τις οποίες χορηγείται. Καλύπτει κυρίως τα τέλη χαρτοσήμου και πρωτοκόλλου, τα παράβολα γραμματείας, τις αμοιβές των δικηγόρων, τα τέλη και τα έξοδα του δικαστικού επιμελητή, τα έξοδα και τις αμοιβές των συμβολαιογράφων, τα έξοδα και τις αμοιβές των τεχνικών συμβούλων, τα τέλη των μαρτύρων, τις αμοιβές των μεταφραστών και διερμηνέων, τα τέλη για πιστοποιητικά ύπαρξης εθιμικού κανόνα δικαίου, τα έξοδα μετακίνησης, τα τέλη και έξοδα διατυπώσεων εγγραφών, υποθηκών και ενεχύρων καθώς και τα έξοδα δημοσίευσης στις εφημερίδες, εάν είναι αναγκαίο.
Στο Μεγάλο Δουκάτο, είναι δυνατή η άσκηση έφεσης κατά μίας τέτοιας απόφασης. Η προθεσμία άσκησης έφεσης είναι κατά κανόνα 40 ημέρες, αλλά μπορεί να παραταθεί, εάν ο εκκαλών διαμένει στο εξωτερικό. Το αρμόδιο δευτεροβάθμιο δικαστήριο είναι το Ανώτατο Δικαστήριο (Cour supérieure de justice).
Απόφαση διαζυγίου / δικαστικού χωρισμού / ακύρωσης γάμου που εκδόθηκε από δικαστήριο άλλης χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης τυγχάνει, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1347/2000, εφαρμογής στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου δυνάμει της αρχής αυτοδίκαιης αναγνώρισης. Αυτό σημαίνει ότι η αναγνώριση της απόφασης δεν υπόκειται σε καμία διαδικασία.
Προβλέπεται επίσης η ενημέρωση των ληξιαρχικών πράξεων στο Μεγάλο Δουκάτο μετά από απόφαση δικαστηρίου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει ισχύ δεδικασμένου, χωρίς να απαιτείται καμία προηγούμενη διαδικασία. Η απόφαση του δικαστηρίου για την έκδοση διαζυγίου πρέπει να αναφέρεται στο περιθώριο της ληξιαρχικής πράξης γάμου και των ληξιαρχικών πράξεων γέννησης των συζύγων. Εάν ο γάμος τελέστηκε στο εξωτερικό, η απόφαση του δικαστηρίου πρέπει να καταχωριστεί στα μητρώα του ληξιαρχείου του δήμου όπου είχε καταχωριστεί η ληξιαρχική πράξη γάμου ή, σε διαφορετική περίπτωση, στα μητρώα του ληξιαρχείου της πόλης του Λουξεμβούργου, και να αναφέρεται επίσης στο περιθώριο των ληξιαρχικών πράξεων γέννησης κάθε συζύγου.
Κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει, με υποβολή αίτησης, από τον πρόεδρο του πρωτοδικείου να εκδώσει απόφαση περί μη αναγνώρισης απόφασης διαζυγίου / δικαστικού χωρισμού / ακύρωσης γάμου που έχει εκδοθεί από δικαστήριο άλλης χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο πρόεδρος του πρωτοδικείου αποφαίνεται σε σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς να μπορεί το πρόσωπο κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση μη αναγνώρισης, σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας, να υποβάλει παρατηρήσεις. Η αίτηση μπορεί να γίνει δεκτή μόνο για τους εξής λόγους:
Κάθε διάδικος μπορεί να προσβάλει στο εφετείο την απόφαση του προέδρου του πρωτοδικείου. Η έφεση εκδικάζεται σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τη διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. Κατά της απόφασης του εφετείου μπορεί να υποβληθεί αίτηση αναίρεσης ενώπιον του ακυρωτικού δικαστηρίου.
Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου εφαρμόζει τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1259/2010 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2010, για τη θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο και τον δικαστικό χωρισμό, ο οποίος εφαρμόζεται από τις 21 Ιουνίου 2012 στο Βέλγιο, τη Βουλγαρία, τη Γερμανία, την Ισπανία, την Εσθονία (από τις 11 Φεβρουαρίου 2018), τη Γαλλία, την Ελλάδα (από τις 29 Ιουλίου 2015), την Ιταλία, τη Λετονία, τη Λιθουανία (από τις 22 Μαΐου 2014), το Λουξεμβούργο, την Ουγγαρία, τη Μάλτα, την Αυστρία, την Πορτογαλία, τη Ρουμανία και τη Σλοβενία, και ορίζει ότι οι σύζυγοι μπορούν να επιλέξουν με κοινή συμφωνία το δίκαιο που θα είναι εφαρμοστέο σε περίπτωση διαζυγίου ή δικαστικού χωρισμού, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό είναι ένα από τα ακόλουθα δίκαια:
Δυνάμει του ίδιου κανονισμού, ελλείψει επιλογής σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, το διαζύγιο και ο δικαστικός χωρισμός υπόκεινται στο δίκαιο του κράτους:
Όταν δεν εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1259/2010, το διαζύγιο και ο δικαστικός χωρισμός διέπονται από το δίκαιο του Λουξεμβούργου ως ακολούθως:
Φυλλάδιο: Le divorce au Grand-Duché de Luxembourg (Το διαζύγιο στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου)
Διαδικτυακή πύλη για τη δικαιοσύνη.
Αυτή η ιστοσελίδα είναι μέρος του ιστότοπου Η Ευρώπη σου.
Θα μας βοηθούσαν πολύ τα σχόλιά σας σχετικά με τη χρησιμότητα των παρεχόμενων πληροφοριών.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.