

Βρείτε πληροφορίες ανά περιφέρεια
Για την έκδοση διαζυγίου στη Μάλτα, είτε πρέπει να υποβληθεί αίτηση και των δύο συζύγων από κοινού είτε από έναν εκ των δύο συζύγων έναντι του άλλου. Κατά την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης διαζυγίου, οι σύζυγοι πρέπει να βρίσκονται σε διάσταση για περίοδο ή περιόδους συνολικής διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων ετών κατά τη διάρκεια των πέντε ετών που προηγούνται της υποβολής της αίτησης ή να έχουν παρέλθει τουλάχιστον τέσσερα έτη από την ημερομηνία δικαστικού χωρισμού. Το δικαστήριο πρέπει επίσης να εξασφαλίσει ότι δεν υπάρχει εύλογη προοπτική συμφιλίωσης των συζύγων. Άλλη προϋπόθεση είναι ότι οι σύζυγοι και όλα τα παιδιά τους πρέπει να λαμβάνουν επαρκή διατροφή, όταν καθίσταται απαιτητή, ωστόσο οι διάδικοι μπορούν να αποποιηθούν ανά πάσα στιγμή το δικαίωμα σε διατροφή. Ένα διαζύγιο που εκδίδεται μεταξύ συζύγων κατόπιν χωρισμού που έχει αποφασιστεί είτε με σύμβαση είτε με δικαστική απόφαση δεν επιφέρει καμία αλλαγή σε όσα έχουν διαταχθεί ή συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων, πλην των έννομων συνεπειών που επιφέρει το διαζύγιο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, προτού ζητήσουν διαζύγιο, δεν είναι απαραίτητο να έχει προηγηθεί χωρισμός βάσει σύμβασης ή δικαστικής απόφασης.
Ο νόμος δεν αναφέρεται στους λόγους διαζυγίου. Ωστόσο, όπως έχει ήδη αναφερθεί στην απάντηση σχετικά με τις προϋποθέσεις, κατά την ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας έκδοσης διαζυγίου, οι σύζυγοι πρέπει να βρίσκονται σε διάσταση για περίοδο ή περιόδους διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων ετών κατά τη διάρκεια των πέντε ετών που προηγούνται της υποβολής της αίτησης ή να έχουν παρέλθει τουλάχιστον τέσσερα έτη από την ημερομηνία δικαστικού χωρισμού.
Ένα διαζύγιο που εκδίδεται μεταξύ δύο συζύγων κατόπιν χωρισμού που έχει αποφασιστεί είτε με σύμβαση είτε με δικαστική απόφαση δεν επιφέρει καμία αλλαγή σε όσα έχουν διαταχθεί ή συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων, πλην των έννομων συνεπειών που επιφέρει το διαζύγιο. Το δίκαιο του διαζυγίου εφαρμόζεται στα επώνυμα και, συνεπώς, η σύζυγος μπορεί, μετά τον χωρισμό, να επιλέξει να ανακτήσει το πατρικό της επώνυμο. Αυτό γίνεται με σχετική δήλωση στη δημόσια πράξη χωρισμού, και σε περίπτωση δικαστικού χωρισμού, η σύζυγος υποβάλλει δήλωση μέσω υπομνήματος που κατατίθεται στον φάκελο της υπόθεσης πριν από την εκδίκασή της. Με την έκδοση του διαζυγίου παύουν όλα τα έννομα αποτελέσματα του γάμου δυνάμει του αστικού δικαίου, καθώς και η υποχρέωση των διαδίκων να συμβιώνουν. Επιπλέον, παύουν επίσης να ισχύουν τα κληρονομικά δικαιώματα των συζύγων, με ισχύ από την ημερομηνία έκδοσης της διαταγής ή από την ημερομηνία που η δικαστική απόφαση διαζυγίου αποκτά την ισχύ δεδικασμένου.
Ένα διαζύγιο που εκδίδεται μεταξύ συζύγων κατόπιν χωρισμού που έχει αποφασιστεί είτε με σύμβαση είτε με δικαστική απόφαση δεν επιφέρει καμία αλλαγή σε όσα έχουν διαταχθεί ή συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων. Το άρθρο 66Δ παράγραφος 5 του αστικού κώδικα της Μάλτας προβλέπει ότι στην περίπτωση που το καθεστώς κοινοκτημοσύνης ή το καθεστώς κοινοκτημοσύνης επί του υπολοίπου στο πλαίσιο χωριστής διαχείρισης έχει παύσει, οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα, σε κάθε περίπτωση, εφόσον συμφωνούν από κοινού, να λάβουν διαζύγιο χωρίς εκκαθάριση των κοινών περιουσιακών τους στοιχείων.
Η έκδοση του διαζυγίου δεν θίγει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των γονέων όσον αφορά τα παιδιά τους ή οποιαδήποτε συμφωνία έχει επιτευχθεί μεταξύ των διαδίκων σχετικά με τη μέριμνα και την επιμέλεια των παιδιών. Ωστόσο, ένας εκ των διαδίκων μπορεί να ισχυριστεί ότι ο άλλος διάδικος δεν είναι κατάλληλος για να αναλάβει την επιμέλεια των ανήλικων παιδιών τους και, σε περίπτωση που το δικαστήριο καταλήξει σε τέτοια απόφαση, ο διάδικος που έχει κηρυχθεί ακατάλληλος δεν θα δύναται, μετά τον θάνατο του αντιδίκου, να αναλάβει την επιμέλεια των ανήλικων παιδιών χωρίς δικαστική άδεια. Η υποχρέωση καταβολής διατροφής για τα ανήλικα παιδιά συνεχίζει να ισχύει έως ότου τα παιδιά συμπληρώσουν το 18ο έτος της ηλικίας τους: σε περίπτωση που το παιδί συνεχίζει τις σπουδές του, η υποχρέωση καταβολής διατροφής συνεχίζει να ισχύει έως το 23ο έτος, εκτός αν άλλως συμφωνηθεί.
Ένα διαζύγιο που εκδίδεται μεταξύ συζύγων κατόπιν χωρισμού που έχει αποφασιστεί είτε με σύμβαση είτε με δικαστική απόφαση δεν επιφέρει καμία αλλαγή σε όσα έχουν διαταχθεί ή συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση διαζυγίου δεν αίρεται η υποχρέωση καταβολής διατροφής, εκτός εάν οι διάδικοι αποφασίσουν διαφορετικά. Το δικαστήριο μπορεί, στη δικαστική απόφαση με την οποία γίνεται δεκτή η αίτηση αγωγής διαζυγίου, και κατόπιν αιτήματος που υποβάλλεται κατά τη διάρκεια της ακρόασης της θέσης του διαδίκου στον οποίο οφείλεται η καταβολή διατροφής –για τον ίδιο ή για τα παιδιά– από τον αντίδικο, να διατάξει τη διασφάλιση της καταβολής διατροφής από τον αντίδικο μέσω επαρκούς και εύλογης εγγύησης, ανάλογα με την κατάσταση των διαδίκων. Το ποσό της εν λόγω εγγύησης δεν υπερβαίνει το ποσό της διατροφής για διάστημα πέντε ετών. Το αίτημα αυτό μπορεί επίσης να υποβληθεί ανά πάσα στιγμή μετά την εν λόγω δικαστική απόφαση, όποτε η καταβολή της διατροφής καθίσταται απαιτητή.
Στην περίπτωση που μια αίτηση αγωγής διαζυγίου υποβάλλεται στο αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο από έναν από τους συζύγους ή από αμφότερους τους συζύγους κατόπιν συμφωνίας τους ότι ο γάμος τους πρέπει να λυθεί και στην περίπτωση που οι σύζυγοι δεν προβαίνουν σε χωρισμό με βάση σύμβαση ή δικαστική απόφαση, το δικαστήριο, προτού κάνει δεκτή την αίτηση αγωγής διαζυγίου των διαδίκων, καλεί τους διαδίκους να παρουσιαστούν ενώπιον του διαμεσολαβητή, ο οποίος ορίζεται είτε από το ίδιο το δικαστήριο είτε με κοινή συναίνεση των διαδίκων, ώστε να γίνει απόπειρα συμφιλίωσης των συζύγων, και, στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφιλίωση και εάν οι σύζυγοι δεν έχουν ακόμη συμφωνήσει σχετικά με τους όρους του διαζυγίου, προκειμένου οι διάδικοι να μπορέσουν να ολοκληρώσουν τη διαδικασία του διαζυγίου βάσει συμφωνίας. Η εν λόγω συμφωνία περιλαμβάνει ορισμένους ή όλους τους ακόλουθους όρους:
Ο δικαστικός χωρισμός αφορά την περίπτωση υποβολής της σχετικής αίτησης από τον έναν εκ των συζύγων κατά του άλλου συζύγου και έκδοσης απόφασης από το δικαστήριο σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των διαδίκων κατά την επέλευση του δικαστικού χωρισμού.
Οι προϋποθέσεις του δικαστικού χωρισμού είναι μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες:
Όσον αφορά τη διατροφή, ο διάδικος σε βάρος του οποίου εκδίδεται η απόφαση δικαστικού χωρισμού πρέπει να καταβάλλει διατροφή στον αντίδικο και στα παιδιά έως ότου αυτά συμπληρώσουν το 18ο έτος της ηλικίας τους, καθώς και έως το 23ο έτος της ηλικίας τους, εάν συνεχίζουν να παρακολουθούν πλήρη κύκλο εκπαίδευσης, κατάρτισης ή μάθησης. Το ύψος της διατροφής που οφείλεται στον αντίδικο και στα παιδιά καθορίζεται με γνώμονα τη συνολική κατάσταση των συζύγων και των παιδιών. Μεταξύ άλλων, λαμβάνονται υπόψη οι ακόλουθες παράμετροι:
Η συζυγική οικία μπορεί να παραχωρηθεί από το δικαστήριο στον ένα διάδικο κατόπιν αιτήματος ενός εκ των διαδίκων, αποκλείοντας τον αντίδικο, για το διάστημα και υπό τις συνθήκες που το δικαστήριο κρίνει ενδεδειγμένες: το δικαστήριο μπορεί επίσης να αποφασίσει ότι η συζυγική οικία θα πρέπει να πωληθεί σε περίπτωση που εξακριβώσει ότι αμφότεροι οι διάδικοι και τα παιδιά τους θα έχουν εναλλακτικό και κατάλληλο χώρο διαμονής και ότι τα έσοδα από την πώληση θα κατανεμηθούν στους διαδίκους κατά την κρίση του δικαστηρίου ή, σε περίπτωση που η συζυγική οικία ανήκει σε αμφότερους τους διαδίκους, παραχωρεί τη συζυγική οικία στον έναν διάδικο και ο τελευταίος καταβάλλει αποζημίωση στον αντίδικο για την οικονομική απώλεια που υπέστη.
Κατά την έκδοση απόφασης χωρισμού, το δικαστήριο αποφασίζει επίσης σε ποιον από τους συζύγους θα αναθέσει την επιμέλεια των παιδιών με πρωταρχικό μέλημα την ευημερία των παιδιών. Ωστόσο, το δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αιτήματος ενός από τους διαδίκους, να χαρακτηρίσει ακατάλληλο τον αντίδικο για να αναλάβει την επιμέλεια των ανήλικων παιδιών των διαδίκων και, στην περίπτωση που το δικαστήριο εκδώσει τέτοια απόφαση, ο διάδικος που έχει κηρυχθεί ακατάλληλος δεν δικαιούται να αναλάβει την επιμέλεια των ανήλικων παιδιών μετά τον θάνατο του αντιδίκου χωρίς έγκριση του δικαστηρίου.
Η σύζυγος μπορεί, μετά τον χωρισμό, να επιλέξει να ανακτήσει το πατρικό της επώνυμο, ωστόσο θα πρέπει να δηλώσει αυτή την επιλογή της στη δημόσια πράξη χωρισμού και, σε περίπτωση δικαστικού χωρισμού, μέσω υπομνήματος που κατατίθεται στον φάκελο της υπόθεσης πριν από την εκδίκασή της.
Σε κάθε περίπτωση, οι προσωπικές συνέπειες του χωρισμού δεν παύουν έναντι τρίτων, εξαιρουμένης της ημέρας κατά την οποία το έγγραφο καταχωρίζεται στο δημόσιο μητρώο.
Η ακύρωση του γάμου σημαίνει ότι ο γάμος δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Αυτός ο γάμος κηρύσσεται άκυρος.
Ένας γάμος είναι άκυρος εάν:
Τα έννομα αποτελέσματα ενός έγκυρου γάμου θεωρείται ότι υπήρχαν ανέκαθεν όσον αφορά τα παιδιά που γεννήθηκαν ή συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια γάμου που κηρύσσεται άκυρος, καθώς και όσον αφορά τα παιδιά που γεννήθηκαν πριν από τον εν λόγω γάμο και έχουν αναγνωριστεί πριν από την έκδοση της απόφασης με την οποία κηρύσσεται άκυρος ο γάμος. Εάν μόνον ένας από τους συζύγους ενήργησε με καλή πίστη, τα εν λόγω αποτελέσματα ισχύουν προς όφελος αυτού/αυτής και των παιδιών. Εάν αμφότεροι οι σύζυγοι έχουν ενεργήσει κακή τη πίστει, τα έννομα αποτελέσματα ενός έγκυρου γάμου ισχύουν μόνο προς όφελος των παιδιών που γεννήθηκαν ή συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια του γάμου που κηρύχθηκε άκυρος. Ο σύζυγος που ήταν υπαίτιος για την ακυρότητα του γάμου υποχρεούται να καταβάλλει διατροφή στον άλλο σύζυγο καλή τη πίστει για περίοδο πέντε ετών: αυτή η υποχρέωση παύει εάν ο διάδικος που ενήργησε καλή τη πίστει παντρευτεί κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Όχι, δεν υπάρχουν τέτοια εναλλακτικά εξωδικαστικά μέσα η επίλυση είναι δυνατή μόνο μέσω δικαστηρίων.
Η αίτηση αγωγής διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης πολιτικού γάμου πρέπει να κατατίθεται στο τμήμα οικογενειακού δικαίου του πολιτικού δικαστηρίου, ενώ η αίτηση καταχώρισης της απόφασης ακύρωσης που εκδίδεται από το εκκλησιαστικό δικαστήριο στη Μάλτα πρέπει να κατατίθεται στο εφετείο. Η κατάθεση της αίτησης αγωγής διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού και ακύρωσης πολιτικού γάμου πρέπει να βεβαιώνεται ενόρκως. Η απάντηση στην αίτηση πρέπει να κατατίθεται εντός είκοσι ημερών. Τα έγγραφα που πρέπει να επισυνάπτονται ποικίλλουν ανάλογα με το τι θέλει να αποδείξει ο ενάγων. Ωστόσο, στην περίπτωση καταχώρισης ακύρωσης από το εκκλησιαστικό δικαστήριο, πρέπει να επισυνάπτεται αντίγραφο της δικαστικής απόφασης που εξέδωσε το μητροπολιτικό δικαστήριο της Μάλτας, η διαταγή που εξέδωσε το δευτεροβάθμιο περιφερειακό δικαστήριο, η διαταγή εκτέλεσης και ένα πιστοποιητικό γάμου.
Κάθε διάδικος σε διαδικασία δικαστικού χωρισμού μπορεί, μέσω αίτησης την οποία υποβάλλει ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της δίκης, αλλά όχι μετά την αναβολή της απόφασης, να ζητήσει η αίτηση αγωγής δικαστικού χωρισμού που έχει υποβληθεί στο πλαίσιο αυτής της δίκης να θεωρηθεί, αντ’ αυτού, αίτηση έκδοσης διαζυγίου.
Ναι, μπορείτε να λάβετε νομική συνδρομή εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 912 του κώδικα οργάνωσης και πολιτικής δικονομίας.
Ναι, μπορεί να ασκηθεί έφεση κατά απόφασης διαζυγίου/δικαστικού χωρισμού/ακύρωσης γάμου. Ωστόσο, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι δεν χωρεί έφεση κατά της διαταγής για την καταχώριση απόφασης ακύρωσης που έχει εκδώσει το εκκλησιαστικό δικαστήριο της Μάλτας.
Η απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου που αφορά ή επηρεάζει την κατάσταση έγγαμου προσώπου αναγνωρίζεται για όλους τους σκοπούς του μαλτέζικου δικαίου εφόσον η απόφαση έχει εκδοθεί από αρμόδιο δικαστήριο της χώρας της οποίας είναι κάτοικος ή πολίτης ο ένας από τους διαδίκους. Η διαδικασία αναγνώρισης πραγματοποιείται στη Μάλτα στο Δημόσιο Μητρώο (Evans Building, Merchant’s Street, Valletta VLT 2000).
Εκτός από το μαλτέζικο δίκαιο, εφαρμόζεται επίσης το ευρωπαϊκό δίκαιο, ήτοι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1347/2000. Στο άρθρο 22 του εν λόγω κανονισμού προβλέπονται οι λόγοι μη αναγνώρισης αποφάσεων που αφορούν διαζύγιο, δικαστικό χωρισμό ή ακύρωση γάμου. Πιο συγκεκριμένα:
«α) αν η αναγνώριση αντίκειται προδήλως στη δημόσια τάξη του κράτους μέλους αναγνώρισης
β) αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο κανονικά και έγκαιρα ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός εάν διαπιστώνεται ότι ο εναγόμενος έχει δεχθεί την απόφαση κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση
γ) αν η απόφαση είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ίδιων διαδίκων στο κράτος μέλος αναγνώρισης ή
δ) αν η απόφαση είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που έχει εκδοθεί προγενέστερα μεταξύ των ίδιων διαδίκων σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος, εφόσον η απόφαση αυτή συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αναγνώρισή της στο κράτος μέλος αναγνώρισης.»
Αρμόδιο για την προσβολή της απόφασης με την οποία αναγνωρίστηκε διαζύγιο, δικαστικός χωρισμός ή ακύρωση γάμου είναι το πολιτικό δικαστήριο (τμήμα οικογενειακού δικαίου). Ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στο κεφάλαιο 12 της Νομοθεσίας της Μάλτας.
Τα πολιτικά δικαστήρια είναι αρμόδια να επιλαμβάνονται και να εκδικάζουν αιτήσεις έκδοσης διαζυγίου μόνον εφόσον πληρούται τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
Αυτή η ιστοσελίδα είναι μέρος του ιστότοπου Η Ευρώπη σου.
Θα μας βοηθούσαν πολύ τα σχόλιά σας σχετικά με τη χρησιμότητα των παρεχόμενων πληροφοριών.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.