

Βρείτε πληροφορίες ανά περιφέρεια
Στη Βόρεια Ιρλανδία, η νομοθεσία περί διαζυγίου περιλαμβάνεται στο διάταγμα του 1978 περί διαζυγίων (Matrimonial Causes Order, εφεξής «διάταγμα του 1978»).
Ο σύζυγος ή η σύζυγος μπορεί να λάβει διαζύγιο υποβάλλοντας γραπτή αίτηση (αγωγή) στο δικαστήριο. Το πρόσωπο που αιτείται διαζύγιο αποκαλείται ενάγων και ο άλλος διάδικος αποκαλείται εναγόμενος. Ο ενάγων πρέπει να αποδείξει ότι ο γάμος έχει κλονιστεί ανεπανόρθωτα και να προσκομίσει αποδείξεις για τουλάχιστον ένα από πέντε γεγονότα (βλέπε ερώτηση 2 κατωτέρω). Αγωγή διαζυγίου δεν μπορεί να υποβληθεί στα πρώτα δύο έτη του γάμου. Ωστόσο, μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποδεικτικά στοιχεία από αυτό το διάστημα των δύο ετών για να αποδειχθεί ο ανεπανόρθωτος κλονισμός του γάμου.
Ο μοναδικός λόγος διαζυγίου είναι ο ανεπανόρθωτος κλονισμός του γάμου. Γενικά, για να αποδειχθεί ότι ο γάμος έχει κλονιστεί ανεπανόρθωτα, ο ενάγων πρέπει να τεκμηριώσει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα γεγονότα:
ότι ο εναγόμενος έχει διαπράξει μοιχεία. Αυτό το γεγονός δεν λαμβάνεται υπόψη εάν ο ενάγων, αφού έλαβε γνώση της μοιχείας, συνέχισε να συμβιώνει με τον εναγόμενο για περίοδο που υπερβαίνει –ή για περιόδους που συνολικά υπερβαίνουν– τους 6 μήνες
Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν υπήρξε εγκατάλειψη του ενάγοντος ή διακοπή της συμβίωσης των συζύγων επί συνεχή περίοδο, δεν λαμβάνονται υπόψη τυχόν περίοδοι (που δεν υπερβαίνουν συνολικά τους 6 μήνες) κατά τις οποίες οι διάδικοι άρχισαν εκ νέου να συμβιώνουν. Ωστόσο, οι εν λόγω περίοδοι δεν υπολογίζονται ως μέρος της περιόδου εγκατάλειψης ή διάστασης.
Εάν το δικαστήριο πεισθεί με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία ότι ο γάμος έχει κλονιστεί ανεπανόρθωτα, εκδίδει προσωρινή απόφαση (decree nisi), δηλαδή δικαστική απόφαση που οδηγεί σε διαζύγιο.
Η διαδικασία διαζυγίου ολοκληρώνεται όταν η προσωρινή απόφαση καταστεί οριστική. Αίτηση οριστικοποίησης της προσωρινής απόφασης μπορεί να υποβληθεί έξι εβδομάδες και μία ημέρα μετά την ημερομηνία της προσωρινής απόφασης. Εάν δεν υποβληθεί αίτηση εντός 12 μηνών από την προσωρινή απόφαση, ο ενάγων μπορεί να κληθεί να καταθέσει ένορκη βεβαίωση προκειμένου να αιτιολογήσει την καθυστέρηση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο εναγόμενος μπορεί να αιτηθεί την οριστικοποίηση της προσωρινής απόφασης. Οι πρώην σύζυγοι δεν μπορούν να συνάψουν νέο γάμο πριν από την έκδοση οριστικής απόφασης.
Δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες που ρυθμίζουν τις σχέσεις μετά το διαζύγιο. Ωστόσο, δεν αναμένεται πλέον από τους πρώην συζύγους να συμβιώνουν και, εάν η σύζυγος έχει υιοθετήσει το επώνυμο του συζύγου της, μπορεί να αποφασίσει να ανακτήσει το πατρικό της όνομα.
Το διάταγμα του 1978 περιέχει ευρείες διατάξεις που επιτρέπουν στο δικαστήριο να διευθετεί τα περιουσιακά ζητήματα των διαδίκων και να ρυθμίζει τους οικονομικούς τους διακανονισμούς, που αφορούν τόσο τους ίδιους όσο και τα τέκνα της οικογένειας.
Το δικαστήριο, κατά την έκδοση απόφασης διαζυγίου ή κατόπιν, μπορεί να εκδώσει μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες διαταγές:
Πριν από την έκδοση της διαταγής, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης. Ωστόσο, πρωταρχικό του μέλημα είναι η ευημερία των τέκνων της οικογένειας που είναι κάτω των 18 ετών.
Μετά το διαζύγιο, και οι δύο γονείς διατηρούν τη γονική μέριμνα των τέκνων που έχουν γεννηθεί εντός του γάμου, και έχουν διαρκές καθήκον να συντηρούν τα ανήλικα παιδιά που έχουν ζήσει ως τέκνα της οικογένειας.
Εάν υπάρχει ανήλικο τέκνο (κάτω των 16 ετών) ή τέκνο άνω των 16 ετών που συνεχίζει την εκπαίδευσή του ή την κατάρτισή του σε μια τέχνη, επάγγελμα ή λειτούργημα, ο ενάγων πρέπει να συμπληρώσει ένα έντυπο (form Μ4) όπου θα καθορίζονται οι ρυθμίσεις για το συγκεκριμένο τέκνο. Μέσω του εντύπου ενθαρρύνονται οι διάδικοι να επιδιώξουν συμφωνία επί των προτάσεων για το μέλλον του τέκνου. Ωστόσο, εάν δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί συμφωνία, ο εναγόμενος έχει την ευκαιρία να υποβάλει παρατηρήσεις ως προς τις προτεινόμενες ρυθμίσεις και το δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις εξουσίες του δυνάμει του διατάγματος περί τέκνων (Children Order) του 1995, φερ᾽ ειπείν για να προσδιορίσει πού πρέπει να ζήσει το παιδί.
Το καθήκον συντήρησης του άλλου συζύγου παύει να υφίσταται με το διαζύγιο, εκτός εάν το δικαστήριο εκδώσει διαταγή καταβολής χρηματικού ποσού ή διανομής περιουσίας.
Αίτηση δικαστικού χωρισμού μπορεί να υποβληθεί εάν ένας γάμος έχει κλονιστεί, αλλά, για οποιονδήποτε λόγο, ο ενάγων δεν επιθυμεί διαζύγιο. Εάν ο ενάγων επιτύχει απόφαση δικαστικού χωρισμού, δεν υποχρεούται πλέον να συμβιώνει με τον/τη σύζυγό του. Ωστόσο, δεν έχει το δικαίωμα να συνάψει νέο γάμο. Είναι δυνατόν να υποβληθεί αίτηση διαζυγίου μετά την έκδοση απόφασης δικαστικού χωρισμού.
Κατά την υποβολή αίτησης για δικαστικό χωρισμό, δεν είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ο ανεπανόρθωτος κλονισμός του γάμου.
Οι σύζυγοι δεν αναμένεται πλέον να συμβιώνουν. Εάν μια απόφαση δικαστικού χωρισμού είναι σε ισχύ και ένας από τους συζύγους αποβιώσει χωρίς να έχει κάνει διαθήκη, η περιουσία του διανέμεται ωσάν ο άλλος σύζυγος να έχει ήδη αποβιώσει, και τα τυχόν πλεονεκτήματα που θα απολάμβανε χάνονται. Οι εξουσίες του δικαστηρίου σε σχέση με τον διαχωρισμό της περιουσίας είναι γενικά οι ίδιες στον δικαστικό χωρισμό όπως και στο διαζύγιο. Ωστόσο, το δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει διαταγή επιμερισμού σύνταξης.
Απόφαση ακυρότητας εκδίδεται εφόσον ο ενάγων αποδείξει ότι ο γάμος είναι είτε άκυρος είτε ακυρώσιμος. Άκυρος γάμος είναι αυτός που δεν θα έπρεπε να είχε τελεστεί και που θεωρείται ότι δεν είχε ποτέ νομική ισχύ. Ο ακυρώσιμος γάμος αναγνωρίζεται και εξακολουθεί να υφίσταται έως ότου κηρυχθεί άκυρος.
Ένας γάμος θεωρείται άκυρος και ανίσχυρος εάν αποδειχθεί ένα από τα ακόλουθα γεγονότα:
Ένας γάμος θεωρείται ακυρώσιμος εάν αποδειχθεί ένα από τα ακόλουθα γεγονότα:
Εάν η αίτηση για απόφαση ακυρότητας βασίζεται σε ένα από τα τέσσερα ανωτέρω γεγονότα, πρέπει να υποβληθεί εντός τριών ετών από την ημερομηνία του γάμου. Ωστόσο, το δικαστήριο μπορεί, σε ορισμένες περιστάσεις, να επιτρέψει την υποβολή αίτησης πέραν αυτής της περιόδου.
Εάν η αίτηση βασίζεται στα δύο τελευταία γεγονότα, ο ενάγων πρέπει να αποδείξει ότι, κατά τη σύναψη του γάμου, αγνοούσε το νόσημα ή την εγκυμοσύνη.
Το δικαστήριο δεν ακυρώνει ακυρώσιμο γάμο εάν ο εναγόμενος αποδείξει:
Εάν ένας γάμος κριθεί άκυρος, θεωρείται εντελώς ανίσχυρος και αντιμετωπίζεται σαν να μην υπήρξε ποτέ. Εάν ένας γάμος κριθεί ακυρώσιμος, θεωρείται ανίσχυρος από την ημερομηνία οριστικοποίησης της απόφασης ακυρότητας.
Υπάρχουν ορισμένες υπηρεσίες στη Βόρεια Ιρλανδία που παρέχουν υπηρεσίες διαμεσολάβησης (για παράδειγμα, η Relate). Η διαμεσολάβηση μπορεί να σας βοηθήσει να ρυθμίσετε τα πρακτικά ζητήματα του διαζυγίου, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών διακανονισμών και των θεμάτων γονικής μέριμνας.
Οι αιτήσεις διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου μπορούν να υποβληθούν είτε στο Ανώτατο Δικαστήριο (High Court) είτε σε ένα επαρχιακό δικαστήριο (county court) αρμόδιο για διαζύγια. Ωστόσο, εάν ο εναγόμενος αντικρούσει αγωγή που έχει υποβληθεί σε επαρχιακό δικαστήριο, η υπόθεση παραπέμπεται στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Οι διευθύνσεις και οι αριθμοί τηλεφώνου των δικαστηρίων περιέχονται στον δικτυακό τόπο της Υπηρεσίας Δικαστηρίων της Βόρειας Ιρλανδίας.
Για να κινηθεί η διαδικασία, πρέπει να αποστείλετε μια σειρά εντύπων στο αρμόδιο δικαστήριο μαζί με:
Η γραμματεία του δικαστηρίου μπορεί να σας παράσχει αντίτυπα των εντύπων και να σας εξηγήσει πώς να τα συμπληρώσετε. Ωστόσο, οι υπάλληλοι του δικαστηρίου δεν μπορούν να σας δώσουν νομικές συμβουλές ή να σας πουν τι να ισχυριστείτε.
Έχετε δικαίωμα να ζητήσετε νομική συνδρομή. Ωστόσο, το επίπεδο της οικονομικής βοήθειας (εφόσον παρασχεθεί) υπόκειται σε αξιολόγηση οικονομικών πόρων. Ακόμη και αν κριθείτε οικονομικά επιλέξιμος, ενδέχεται να χρειαστεί να συνεισφέρετε οικονομικά στα έξοδα. Κατόπιν συμφωνίας, η εν λόγω συνεισφορά μπορεί να καταβληθεί στο Τμήμα Νομικής Συνδρομής εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος. Πέρα από τα κριτήρια οικονομικής επιλεξιμότητας, πρέπει επίσης να υποβληθείτε με επιτυχία στον έλεγχο του βασίμου της υπόθεσής σας, δηλαδή πρέπει να υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για την άσκηση ή την απόκρουση της αγωγής, και πρέπει να είναι εύλογες σε κάθε περίπτωση οι ενέργειές σας.
Οριστική απόφαση λύσης ή ακύρωσης γάμου δεν μπορεί να προσβληθεί εάν ο θιγόμενος διάδικος είχε την ευκαιρία να προσβάλει την προσωρινή απόφαση αλλά δεν το έπραξε. Επίσης, οι αποφάσεις που εκδίδονται με τη συναίνεση των διαδίκων μπορούν να προσβληθούν μόνο με την άδεια του δικαστηρίου. Το εφετείο διαθέτει μια σειρά εξουσιών και μπορεί να επιβεβαιώσει, να ανατρέψει ή να τροποποιήσει την αρχική απόφαση.
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1347/2000 της 29ης Μαΐου 2000 (εφεξής «κανονισμός») προβλέπει ότι μια απόφαση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου που έχει εκδοθεί σε ένα κράτος μέλος αναγνωρίζεται στα άλλα κράτη μέλη χωρίς να απαιτείται ειδική διαδικασία (εκτός από αυτήν που ορίζεται στον ίδιο τον κανονισμό).
Οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει αναγνώριση της απόφασης και οι λόγοι μη αναγνώρισης είναι αυστηρά περιορισμένοι (για παράδειγμα, η αναγνώριση μπορεί να απορριφθεί εάν η απόφαση αντίκειται στη δημόσια τάξη).
Η αίτηση αναγνώρισης πρέπει να υποβληθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο της Βόρειας Ιρλανδίας.
Εάν ο κανονισμός δεν έχει εφαρμογή, η απόφαση μπορεί να καλυφθεί από το άρθρο 46 του νόμου του 1986 περί οικογενειακών σχέσεων (Family Law Act), που καθορίζει τις γενικές προϋποθέσεις για την αναγνώριση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης που έχουν εκδοθεί στο εξωτερικό.
Η αίτηση αναγνώρισης διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης που έχουν εκδοθεί στο εξωτερικό πρέπει να υποβληθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο. Η αίτηση έχει τη μορφή δικογράφου, στο οποίο επισυνάπτεται αντίγραφο της απόφασης διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης.
Καθώς το Ανώτατο Δικαστήριο ασχολείται με την αναγνώριση διαζυγίων, δικαστικών χωρισμών ή ακυρώσεων (δυνάμει αμφότερων του κανονισμού και του νόμου του 1986 περί οικογενειακών σχέσεων), τυχόν ενστάσεις ως προς την προτεινόμενη αναγνώριση εξετάζονται επίσης από το εν λόγω δικαστήριο. Οι λόγοι μη αναγνώρισης παρατίθενται στο άρθρο 15 του κανονισμού και στο άρθρο 51 του εν λόγω νόμου.
Εάν ένα δικαστήριο στη Βόρεια Ιρλανδία κρίνει ότι έχει τη δικαιοδοσία να εξετάσει το διαζύγιο, τον χωρισμό ή την ακύρωση, εφαρμόζει το δίκαιο της Βόρειας Ιρλανδίας.
Ένα δικαστήριο στη Βόρεια Ιρλανδία έχει δικαιοδοσία να εξετάσει ένα διαζύγιο ή δικαστικό χωρισμό (ακόμη και αν ο γάμος έχει λάβει χώρα στο εξωτερικό), εάν:
Ένα δικαστήριο στη Βόρεια Ιρλανδία έχει δικαιοδοσία να εξετάσει αίτηση ακύρωσης γάμου (ακόμη και αν ο γάμος έχει λάβει χώρα στο εξωτερικό), εάν:
Υπηρεσία Δικαστηρίων της Βόρειας Ιρλανδίας
Αυτή η ιστοσελίδα είναι μέρος του ιστότοπου Η Ευρώπη σου.
Θα μας βοηθούσαν πολύ τα σχόλιά σας σχετικά με τη χρησιμότητα των παρεχόμενων πληροφοριών.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.