

Βρείτε πληροφορίες ανά περιφέρεια
Για την έκδοση διαζυγίου πρέπει να κατατεθεί αίτηση διαζυγίου στο πρωτοδικείο στο οποίο υπάγεται ο τόπος της τελευταίας κοινής κατοικίας των συζύγων. Το δικαστήριο εκδίδει απόφαση έπειτα από ακρόαση. Η απόφαση δικαστικού χωρισμού δεν αποτελεί προϋπόθεση του διαζυγίου. Πρέπει να κριθεί ότι ο γάμος έχει κλονιστεί πλήρως και ανεπανόρθωτα.
Λόγος διαζυγίου είναι ο πλήρης και ανεπανόρθωτος κλονισμός του γάμου. Πρέπει να πληρούνται και οι δύο ανωτέρω προϋποθέσεις (άρθρο 56 παράγραφος 1 του κώδικα περί οικογένειας και επιτροπείας, Kodeks rodzinny i opiekuńczy).
Ωστόσο, ακόμη και σε περίπτωση πλήρους και ανεπανόρθωτου κλονισμού του γάμου, δεν μπορεί να εκδοθεί διαζύγιο, εάν κάτι τέτοιο θα έβλαπτε το συμφέρον των ανήλικων τέκνων που έχουν γεννηθεί εντός του γάμου ή θα ήταν ασυμβίβαστο με τους κανόνες της κοινωνικής συνύπαρξης για άλλους λόγους. Επίσης, δεν επιτρέπεται η έκδοση διαζυγίου όταν η αίτηση κατατίθεται από τον σύζυγο που είναι αποκλειστικά υπαίτιος για τον κλονισμό του γάμου, εκτός εάν ο άλλος σύζυγος συναινεί στο διαζύγιο ή η άρνηση συναίνεσής του στο διαζύγιο είναι, στη δεδομένη περίπτωση, ασυμβίβαστη με τους κανόνες της κοινωνικής συνύπαρξης.
Ο διαζευγμένος σύζυγος που άλλαξε επώνυμο όταν παντρεύτηκε μπορεί να ανακτήσει το πατρικό του επώνυμο εντός τριών μηνών από την τελεσιδικία της απόφασης διαζυγίου. Προς τον σκοπό αυτόν πρέπει να υποβληθεί δήλωση στον προϊστάμενο του ληξιαρχείου ή τον πρόξενο. Επιπλέον, ο διαζευγμένος σύζυγος είναι ελεύθερος να τελέσει νέο γάμο.
Κατά τη σύναψη του γάμου, γεννάται εκ του νόμου κοινή συζυγική περιουσία (συγκυριότητα εκ του νόμου), στην οποία περιλαμβάνονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτά ο ένας ή και οι δύο σύζυγοι καθ’ όλη τη διάρκεια της συγκυριότητας εκ του νόμου (κοινή περιουσία). Η περιουσία που δεν καλύπτεται από τη συγκυριότητα εκ του νόμου συνιστά την προσωπική περιουσία του συζύγου. Κατόπιν αιτήσεως ενός εκ των συζύγων, το δικαστήριο μπορεί να διανείμει την κοινή περιουσία με την απόφαση διαζυγίου, εφόσον η διανομή της περιουσίας δεν προκαλεί υπερβολική καθυστέρηση στη διαδικασία. Η κοινή περιουσία ανήκει κατ᾽ ισομοιρία και στους δύο συζύγους. Ωστόσο, εφόσον συντρέχουν σοβαροί λόγοι, κάθε σύζυγος μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο τη διανομή της κοινής περιουσίας ανάλογα με τη συμβολή καθενός εκ των συζύγων στην απόκτηση της εν λόγω περιουσίας.
Αν οι σύζυγοι έχουν κοινή κατοικία, το δικαστήριο ορίζει στην απόφαση διαζυγίου τον τρόπο με τον οποίο αυτή θα χρησιμοποιείται για όσο χρονικό διάστημα οι διαζευγμένοι σύζυγοι εξακολουθούν να τη μοιράζονται. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες ένας εκ των συζύγων καθιστά αδύνατη τη συμβίωση με την εντόνως αποδοκιμαστέα συμπεριφορά του, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την έξωσή του κατόπιν αιτήματος του έτερου συζύγου. Εφόσον το ζητήσουν αμφότερα τα μέρη, το δικαστήριο μπορεί επίσης να αποφασίσει με την απόφαση διαζυγίου να διανείμει την κοινή κατοικία ή να την επιδικάσει σε έναν εκ των συζύγων, αν ο άλλος συμφωνεί να την εγκαταλείψει χωρίς να του παρασχεθεί υποκατάστατο κατάλυμα και υποκατάστατες διευκολύνσεις, εφόσον είναι δυνατή η διανομή ή η επιδίκαση της κατοικίας με αυτόν τον τρόπο. Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με την κοινή κατοικία, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, πρωτίστως, τις ανάγκες των τέκνων και του συζύγου στον οποίο έχει ανατεθεί η γονική μέριμνα.
Με την απόφαση διαζυγίου το δικαστήριο αποφαίνεται για τη γονική μέριμνα τυχόν ανήλικων τέκνων των συζύγων και για την προσωπική επικοινωνία μεταξύ των γονέων και των τέκνων. Καθορίζει επίσης το ποσό που πρέπει να καταβάλλει κάθε σύζυγος για τη διατροφή και την ανατροφή των τέκνων. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη γραπτή συμφωνία μεταξύ των συζύγων σχετικά με τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας και τη ρύθμιση της προσωπικής επικοινωνίας με το τέκνο μετά το διαζύγιο, εφόσον η συμφωνία είναι προς το συμφέρον του τέκνου. Τα αδέλφια θα πρέπει να μεγαλώνουν μαζί, εκτός εάν το συμφέρον του τέκνου επιβάλλει διαφορετική λύση.
Ελλείψει συμφωνίας μεταξύ των συζύγων, το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το δικαίωμα του τέκνου να ανατραφεί και από τους δύο γονείς του, αποφαίνεται για τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας και τη ρύθμιση της προσωπικής επικοινωνίας μετά το διαζύγιο. Το δικαστήριο μπορεί να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον ένα γονέα, περιορίζοντας τη γονική μέριμνα του άλλου σε συγκεκριμένες υποχρεώσεις και δικαιώματα σε σχέση με το τέκνο/τα τέκνα, εφόσον αυτό είναι προς το συμφέρον του τέκνου.
Εφόσον το ζητήσουν και οι δύο σύζυγοι, το δικαστήριο μπορεί να μην αποφανθεί επί της ρύθμισης της προσωπικής επικοινωνίας.
Ο διαζευγμένος σύζυγος που δεν έχει κριθεί αποκλειστικά υπαίτιος για τον κλονισμό του γάμου και ο οποίος αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες μπορεί να ζητήσει από τον άλλο σύζυγο διατροφή η οποία αντιστοιχεί στις εύλογες ανάγκες του και τις οικονομικές δυνατότητες του άλλου συζύγου.
Εάν ένας εκ των συζύγων έχει κριθεί αποκλειστικά υπαίτιος για τον κλονισμό του γάμου και το διαζύγιο επιφέρει σημαντική επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης του άλλου συζύγου, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει, κατόπιν αιτήματος του μη υπαίτιου συζύγου, να υποχρεωθεί ο αποκλειστικά υπαίτιος σύζυγος να συνεισφέρει στις εύλογες ανάγκες του μη υπαίτιου συζύγου, ακόμη και αν ο τελευταίος δεν αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες.
Η υποχρέωση διατροφής έναντι συζύγου παύει όταν ο εν λόγω σύζυγος ξαναπαντρευτεί. Ωστόσο, όταν ο διαζευγμένος σύζυγος που δεν έχει κριθεί υπαίτιος για τον κλονισμό του γάμου υποχρεούται να καταβάλει διατροφή, η υποχρέωση διατροφής παύει επίσης 5 έτη μετά την έκδοση της απόφασης διαζυγίου, εκτός εάν το δικαστήριο παρατείνει την εν λόγω πενταετή περίοδο, κατόπιν αιτήματος του δικαιούχου διατροφής, λόγω εξαιρετικών περιστάσεων.
Πρόκειται για επίσημο δικαστικό χωρισμό, αποτελεί δηλαδή αντικείμενο δικαστικής απόφασης σύμφωνα με τα άρθρα 611 έως 616 του κώδικα περί οικογένειας και επιτροπείας.
Προϋπόθεση του δικαστικού χωρισμού είναι η διάγνωση του πλήρους κλονισμού του γάμου. Ωστόσο, ακόμη και σε περίπτωση πλήρους κλονισμού του γάμου, μπορεί να μην απαγγελθεί ο δικαστικός χωρισμός, εάν κάτι τέτοιο θα έβλαπτε το συμφέρον των ανήλικων τέκνων που έχουν γεννηθεί εντός του γάμου ή θα ήταν ασυμβίβαστο με τους κανόνες της κοινωνικής συνύπαρξης για άλλους λόγους. Εάν οι σύζυγοι δεν έχουν κοινά ανήλικα τέκνα, το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει απόφαση δικαστικού χωρισμού, εφόσον το ζητήσουν και τα δύο μέρη.
Οι έννομες συνέπειες του δικαστικού χωρισμού είναι, κατά κανόνα, όμοιες με εκείνες του διαζυγίου. Ωστόσο, ο σύζυγος που τελεί υπό δικαστικό χωρισμό δεν έχει δικαίωμα τέλεσης νέου γάμου.
Ως «ακύρωση του γάμου» νοείται η ακύρωση όλων των αποτελεσμάτων ενός γάμου με αναδρομική ισχύ. Ο γάμος λογίζεται μηδέποτε τελεσθείς. Η μόνη εξαίρεση είναι ότι τα τέκνα από τον ακυρωθέντα γάμο διατηρούν την ιδιότητα των τέκνων γεννημένων σε γάμο.
Οι λόγοι ακύρωσης του γάμου απαριθμούνται στον κώδικα περί οικογένειας και επιτροπείας. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται:
Καθένας από τους ανωτέρω λόγους ακύρωσης πρέπει να συντρέχει κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου. Επιπλέον, εάν οι λόγοι ακύρωσης έπαυσαν να ισχύουν, ο τελεσθείς γάμος δεν μπορεί να ακυρωθεί, ανεξάρτητα από την προηγούμενη ύπαρξη τέτοιων λόγων.
Η απόφαση ακύρωσης του γάμου είναι διαπλαστική και παράγει αποτελέσματα έναντι τρίτων (erga omnes). Τα αποτελέσματα διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:
Τα αποτελέσματα ακύρωσης του γάμου για τη σχέση μεταξύ των συζύγων και των τέκνων που έχουν γεννηθεί από τον γάμο, καθώς και για τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, διέπονται από τις διατάξεις περί διαζυγίου. Επισημαίνεται ότι σύζυγος ο οποίος έχει τελέσει γάμο κακόπιστα τεκμαίρεται ως αποκλειστικά υπαίτιος για τον κλονισμό του γάμου.
Στην Πολωνία οι σύζυγοι μπορούν να προσφύγουν σε οικογενειακή διαμεσολάβηση. Οι κύριοι στόχοι της είναι η επίλυση των διαφορών μεταξύ των συζύγων κατά τρόπο ώστε να αποφευχθεί το διαζύγιο ή ο δικαστικός χωρισμός. Ωστόσο, εάν αυτό δεν είναι εφικτό, η διαμεσολάβηση αποσκοπεί στη συμφωνία επί των όρων του διαζυγίου (ζητήματα ιδιοκτησίας, γονικής μέριμνας). Οι υπηρεσίες διαμεσολάβησης παρέχονται κυρίως από μη κυβερνητικές οργανώσεις ιδρύματα και σωματεία. Οι σύζυγοι μπορούν επίσης να επωφεληθούν από διάφορες μορφές οικογενειακής θεραπείας και συνδρομής από ψυχολόγους, ψυχοθεραπευτές, ομάδες στήριξης κ.λπ. Η διαμεσολάβηση είναι επίσης δυνατή και κατά την εκκρεμοδικία.
Οι αιτήσεις διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου κατατίθενται στο πρωτοδικείο (sąd okręgowy) στο οποίο υπάγεται ο τόπος της τελευταίας κοινής κατοικίας των συζύγων. Εάν δεν υπάρχει δικαστήριο στην αντίστοιχη περιοχή, οι αιτήσεις κατατίθενται στο πρωτοδικείο του τόπου κατοικίας του αιτούντος.
Για τις αιτήσεις αυτές καταβάλλεται δικαστικό τέλος.
Στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτονται τα ακόλουθα έγγραφα: αντίγραφα πιστοποιητικών προσωπικής και οικογενειακής κατάστασης (πιστοποιητικό γάμου, πιστοποιητικά γέννησης τέκνων), έγγραφο με το οποίο εξουσιοδοτείται δικηγόρος να εκπροσωπήσει διάδικο (εάν το εν λόγω πρόσωπο έχει επιλέξει να επιλέγει ο ίδιος τον δικηγόρο του) και άλλα πιστοποιητικά που μπορεί να είναι συναφή με την υπόθεση (ιατρικά πιστοποιητικά), πιστοποιητικά που εκδίδονται από δημόσιους φορείς, διοικητικές αποφάσεις κ.λπ.
Ναι. Ο διάδικος του οποίου η οικονομική κατάσταση δεν του επιτρέπει να καταβάλει τα απαιτούμενα έξοδα μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο πλήρη ή μερική απαλλαγή από τα δικαστικά έξοδα, καθώς και τον αυτεπάγγελτο διορισμό δικηγόρου, ο οποίος θα τον εκπροσωπήσει.
Το πρόσωπο που ζητά πλήρη ή μερική απαλλαγή από τα δικαστικά έξοδα ή τον αυτεπάγγελτο διορισμό πληρεξουσίου πρέπει να επισυνάψει στην αίτησή του δήλωση της οικονομικής του κατάστασης (συμπληρώνοντας το σχετικό έντυπο που διατίθεται από το δικαστήριο), αποδείξεις αποδοχών (εισοδήματος) και άλλες πληροφορίες για την περιουσιακή και την οικογενειακή του κατάσταση.
Ναι, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι δυνατή η άσκηση έφεσης ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων. Οι σύζυγοι έχουν δικαίωμα να ασκήσουν έφεση ενώπιον του εφετείου κατά της απόφασης του πρωτοδικείου.
Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας (εφεξής «κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα»), τέτοιου είδους αποφάσεις αναγνωρίζονται αυτόματα στην Πολωνία χωρίς καμία διαδικασία (άρθρο 21 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα).
Οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει την έκδοση απόφασης για την αναγνώριση ή μη αναγνώριση δικαστικής απόφασης (άρθρο 21 παράγραφος 3 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα). Στην Πολωνία, η σχετική αίτηση υποβάλλεται στα πρωτοδικεία. Η κατά τόπον αρμοδιότητα καθορίζεται με βάση τη συνήθη διαμονή του προσώπου κατά του οποίου κατατίθεται αίτηση έκδοσης απόφασης για την αναγνώριση ή μη αναγνώριση δικαστικής απόφασης. Εάν ουδείς από τους τόπους που αναφέρονται ανωτέρω βρίσκεται στην Πολωνία, το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο καθορίζεται από τον τόπο εκτέλεσης (άρθρο 29 παράγραφος 2 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα).
Η Πολωνία είναι συμβαλλόμενο μέρος σε αρκετές διεθνείς συμφωνίες οι οποίες διέπουν το ανωτέρω ζήτημα. Οι κανόνες των εν λόγω συμφωνιών υπερισχύουν των διατάξεων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου της Πολωνίας. Συνεπώς, ενδέχεται να ισχύουν διαφορετικοί κανόνες στην περίπτωση που οι σύζυγοι έχουν διαφορετικές υπηκοότητες. Ελλείψει διεθνούς συμφωνίας, ισχύουν οι διατάξεις του νόμου περί ιδιωτικού διεθνούς δικαίου της 14ης Φεβρουαρίου 2011. Σύμφωνα με το άρθρο 54 του ανωτέρω νόμου, ο γάμος λύεται σύμφωνα με το δίκαιο της κοινής ιθαγένειας των συζύγων το οποίο ισχύει κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης λύσης του γάμου. Ελλείψει δικαίου κοινής ιθαγένειας των συζύγων, εφαρμόζεται η νομοθεσία της χώρας κοινής κατοικίας των συζύγων κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης λύσης του γάμου. Εάν οι σύζυγοι δεν συμβιώνουν κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης λύσης του γάμου, εφαρμόζεται η νομοθεσία της χώρας τελευταίας κοινής κατοικίας των συζύγων, εφόσον ένας εξ αυτών διατηρεί τον τόπο συνήθους διαμονής του σε αυτή. Σε κάθε άλλη περίπτωση η λύση του γάμου διέπεται από το πολωνικό δίκαιο.
Αυτή η ιστοσελίδα είναι μέρος του ιστότοπου Η Ευρώπη σου.
Θα μας βοηθούσαν πολύ τα σχόλιά σας σχετικά με τη χρησιμότητα των παρεχόμενων πληροφοριών.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.