

Βρείτε πληροφορίες ανά περιφέρεια
Η αναγκαστική εκτέλεση (στην Αυστρία αναφέρεται και ως «εκτέλεση») είναι η εφαρμογή κρατικής εξουσίας για την επιβολή εκτελεστών απαιτήσεων και αξιώσεων.
Ο κώδικας αναγκαστικής εκτέλεσης (Exekutionsordnung) προβλέπει διαφορετικά είδη εκτέλεσης:
Εκτέλεση για την είσπραξη χρηματικών απαιτήσεων:
Στην εκτέλεση για την είσπραξη χρηματικών απαιτήσεων, ο δανειστής πρέπει, στην αίτηση εκτέλεσης που υποβάλλει, να επιλέξει τα αντικείμενα της περιουσίας που πρόκειται να κατασχεθούν (επιλογή του μέσου εκτέλεσης) στο πλαίσιο αυτό, μπορεί να επιλέξει μεταξύ εκτέλεσης επί κινητών ενσώματων πραγμάτων, εκτέλεσης επί απαίτησης, ιδίως εκτέλεσης επί μισθών, και αναγκαστικού πλειστηριασμού ακίνητης περιουσίας.
Εκτέλεση για εξαναγκασμό σε πράξη ή παράλειψη:
Κατά την εκτέλεση για εξαναγκασμό σε πράξη ή παράλειψη, ο δανειστής πρέπει να αιτηθεί το μέσο εκτέλεσης που προβλέπεται στον κώδικα αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση της αξίωσης.
Η εκτέλεση για την πραγμάτωση αξίωσης για παράλειψη πραγματοποιείται μέσω της επιβολής από το δικαστήριο της εκτέλεσης, κατόπιν σχετικής αίτησης και κατά τον χρόνο της έγκρισης της εκτέλεσης, χρηματικής ποινής. Σε περίπτωση νέας παράβασης, το δικαστήριο της εκτέλεσης επιβάλλει, κατόπιν σχετικής αίτησης, επιπλέον χρηματική ποινή ή κράτηση συνολικής διάρκειας μέχρι ενός έτους.
Για την πραγμάτωση αξίωσης για πράξη που μπορεί να εκτελεστεί από τρίτο, ο επισπεύδων δανειστής μπορεί να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο ζητώντας να του επιτραπεί να επιχειρήσει την πράξη με δαπάνη του υπόχρεου.
Αξίωση για πράξη που δεν μπορεί να εκτελεστεί από τρίτο και η εκτέλεση της οποίας εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση του υπόχρεου εκτελείται μέσω της καταδίκης του υποχρέου από το δικαστήριο της εκτέλεσης, κατόπιν σχετικής αίτησης, στην εκτέλεση της πράξης επί ποινή χρηματικής ποινής ή κράτησης συνολικής διάρκειας μέχρι έξι μηνών.
Για την έγκριση της εκτέλεσης καταρχήν αρμόδιο είναι το οικείο περιφερειακό δικαστήριο (Bezirksgericht).
Κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο:
Εκτέλεση επί κινητών ενσώματων πραγμάτων και απαιτήσεων:
Για την εκτέλεση επί απαιτήσεων αρμόδιο είναι το δικαστήριο της γενικής δωσιδικίας (κατοικίας) του οφειλέτη στην εκτέλεση επί κινητών ενσώματων πραγμάτων, η κατά τόπο αρμοδιότητα εξαρτάται από το πού βρίσκονται τα προς κατάσχεση πράγματα κατά την έναρξη της εκτέλεσης.
Αναγκαστικός πλειστηριασμός ακινήτου:
Για την εκτέλεση επί ακινήτων (που είναι εγγεγραμμένα στο κτηματολόγιο) αρμόδιο είναι το οικείο κτηματολογικό δικαστήριο (Grundbuchsgericht).
Μετά την έγκριση της εκτέλεσης η διαδικασία κινείται αυτεπαγγέλτως. Η κίνηση της διαδικασίας εκτέλεσης διεξάγεται είτε από τον δικαστή (αναγκαστικός πλειστηριασμός ακινήτου) ή από τον δικαστικό υπάλληλο (εκτέλεση επί κινητών ενσώματων πραγμάτων και απαιτήσεων). Ο δικαστικός υπάλληλος είναι ειδικά καταρτισμένο μέλος του δικαστικού προσωπικού.
Οι πράξεις εκτέλεσης ορίζονται από τους δικαστικούς επιμελητές, οι οποίοι στην Αυστρία είναι δικαστικοί υπάλληλοι και δεν δραστηριοποιούνται ούτε ως ελεύθεροι επαγγελματίες ούτε ως αντιπρόσωποι ή προστηθέντες του επισπεύδοντος δανειστή. Ενεργούν με μεγάλο βαθμό αυτονομίας, έως την οριστικοποίηση της επιτυχίας ή αποτυχίας μιας διαδικασίας εκτέλεσης.
Ο δανειστής καλείται να υποβάλει αιτήσεις μόνο εφόσον χωρίς αυτές καθίσταται αδύνατη η συνέχιση της διαδικασίας από το δικαστήριο ή τον δικαστικό επιμελητή ή εφόσον η η υπηρεσιακή πράξη συνεπάγεται έξοδα. Ωστόσο, ο δανειστής μπορεί να προσθέσει εκ των προτέρων συμπληρωματικά στοιχεία στην αίτησή του: για παράδειγμα, στην περίπτωση εκτέλεσης επί μισθού, μπορεί να παραιτηθεί από τη χορήγηση από τον εργοδότη δήλωσης ως προς την ύπαρξη και το ύψος των αποδοχών στην περίπτωση της εκτέλεσης επί κινητών ενσώματων πραγμάτων, μπορεί να παραιτηθεί από τη δυνατότητα της διά της βίας εισόδου στην κατοικία, η οποία συνεπάγεται έξοδα κλειδαρά, αν δεν βρίσκεται μέσα ο οφειλέτης.
Εκτέλεση για την είσπραξη χρηματικών απαιτήσεων:
Η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης διαιρείται σε διαδικασία έγκρισης και διαδικασία εκτέλεσης.
Η έγκριση της εκτέλεσης προϋποθέτει αίτηση του δανειστή, στην οποία αυτός επιλέγει το μέσο εκτέλεσης που επιθυμεί για την ικανοποίηση της απαίτησής του. Αν ο δανειστής επιδιώκει την ικανοποίηση απαίτησης κατά επιχειρηματία, επιλέγει συνήθως την εκτέλεση επί κινητών ενσώματων πραγμάτων και την υποβολή καταλόγου περιουσιακών στοιχείων. Στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, ο δικαστικός επιμελητής επιχειρεί να επιτύχει την είσπραξη του ποσού της απαίτησης και, αν αποτύχει, προβαίνει σε κατάσχεση των αντικειμένων που εντοπίζει. Αν αυτά δεν καλύπτουν την προς ικανοποίηση απαίτηση, ζητά από τον οφειλέτη να υποβάλει κατάλογο περιουσιακών στοιχείων, στον οποίο ο οφειλέτης πρέπει να δηλώσει τη συνολική περιουσία του.
Αν ο δανειστής επιδιώκει την ικανοποίηση απαίτησης κατά καταναλωτή, επιλέγει συνήθως την εκτέλεση επί κινητών ενσώματων πραγμάτων, την εκτέλεση επί μισθού και την υποβολή καταλόγου περιουσιακών στοιχείων. Ο δανειστής μπορεί να επιλέξει την εκτέλεση επί μισθού εφόσον γνωρίζει πού δουλεύει ο οφειλέτης ή από ποιον αμείβεται. Αν δεν γνωρίζει αυτά τα στοιχεία, πρέπει να γνωρίζει την ημερομηνία γέννησης του υπόχρεου βάσει αυτής, το δικαστήριο εντοπίζει την υπηρεσία μισθοδοσίας από την Ένωση αυστριακών φορέων κοινωνικής ασφάλισης. Το πρώτο βήμα είναι η κατάσχεση και εκχώρηση των αποδοχών του οφειλέτη. Αν το βήμα αυτό στεφθεί με επιτυχία, εκτέλεση επί κινητών ενσώματων πραγμάτων πραγματοποιείται μόνο ύστερα από αίτηση του δανειστή. Έπειτα, ο δικαστικός επιμελητής επιχειρεί να επιτύχει την είσπραξη του ποσού της απαίτησης και, αν αποτύχει, προβαίνει σε κατάσχεση των αντικειμένων που εντοπίζει. Αν αυτά δεν καλύπτουν την προς ικανοποίηση απαίτηση, ζητά από τον οφειλέτη να υποβάλει κατάλογο περιουσιακών στοιχείων, στον οποίο ο οφειλέτης πρέπει να δηλώσει τη συνολική περιουσία του.
Για την αίτηση εκτέλεσης ο δανειστής πρέπει να χρησιμοποιήσει ειδικό έντυπο (E-Antr 1) ή να υποβάλει την αίτησή του μορφοτυπημένη. Για την υποβολή της αίτησης εκτέλεσης δεν απαιτείται εκπροσώπηση από δικηγόρο.
Ο επισπεύδων δανειστής, για να μπορεί να προβεί σε εκτέλεση, πρέπει να διαθέτει εκτελεστό τίτλο, εκτελεστή απόφαση. Επίσης, χρειάζεται πιστοποιητικό εκτελεστότητας, το οποίο χορηγείται από την αρμόδια αρχή κατά τη διαδικασία έκδοσης εκτελεστού τίτλου. Περαιτέρω, ο δανειστής πρέπει να γνωρίζει τη διεύθυνση του οφειλέτη χρειάζεται την ημερομηνία γέννησης μόνο στην περίπτωση που θέλει να αιτηθεί εκτέλεση επί του μισθού αλλά δεν γνωρίζει την υπηρεσία μισθοδοσίας.
Ο οφειλέτης ευθύνεται για τις υποχρεώσεις του με το σύνολο της περιουσίας του, στον βαθμό που τα αντικείμενα της περιουσίας του δεν είναι ακατάσχετα. Ωστόσο, η διαδικασία εκτέλεσης περιλαμβάνει μόνο εκείνα τα αντικείμενα τα οποία επιθυμεί να κατασχέσει ο δανειστής και τα οποία προσδιορίζει για τον λόγο αυτό στην αίτηση εκτέλεσης. Κατά την εκτέλεση επί κινητών ενσώματων πραγμάτων, αρκεί να υποβληθεί αίτηση κατάσχεσης όλων των πραγμάτων που βρίσκονται στην κατοχή του οφειλέτη κατά την εκτέλεση επί απαιτήσεων, ο δανειστής πρέπει να δηλώσει τον τρίτο-οφειλέτη, ενώ κατά την εκτέλεση επί μισθού προβλέπεται εξαίρεση. Ο δανειστής μπορεί να δηλώσει ότι δεν γνωρίζει τον τρίτο-οφειλέτη. Το δικαστήριο μπορεί να συλλέξει τα στοιχεία του από την ένωση αυστριακών ιδρυμάτων κοινωνικής ασφάλισης, αν ο δανειστής του γνωστοποιήσει την ημερομηνία γέννησης του οφειλέτη.
Ο δανειστής μπορεί επίσης να επισπεύσει εκτέλεση επί των εξής στοιχείων: επί απαιτήσεων πέραν των μισθολογικών απαιτήσεων, μεριδίων συμμετοχής του υπόχρεου σε ΕΠΕ ή, αν ο υπόχρεος είναι κύριος ακινήτου, ο επισπεύδων δανειστής μπορεί να επιδιώξει την αναγκαστική επιβολή υποθήκης, την αναγκαστική διαχείριση και τον αναγκαστικό πλειστηριασμό του ακινήτου.
Τα αντικείμενα της περιουσίας του οφειλέτη που εξαιρούνται από την αναγκαστική εκτέλεση αναφέρονται στην υποενότητα «Περιορισμοί της αναγκαστικής εκτέλεσης».
Τα αποτελέσματα των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης εξαρτώνται από το αντίστοιχο μέσο:
Εκτέλεση επί κινητών ενσώματων πραγμάτων:
Ο δικαστικός επιμελητής επιβάλλει ενέχυρο στα δυνάμενα να κατασχεθούν περιουσιακά στοιχεία, τα οποία στη συνέχεια εκπλειστηριάζονται.
Εκτέλεση επί απαιτήσεων, ιδίως εκτέλεση επί μισθού:
Επιβάλλεται ενέχυρο στην απαίτηση. Απαγορεύεται η διάθεση της απαίτησης από τον οφειλέτη και ιδίως η είσπραξή της. Εφόσον δεν είναι ακατάσχετη, η απαίτηση εκχωρείται στον δανειστή.
Αναγκαστικός πλειστηριασμός ακινήτου:
Επιβάλλεται υποθήκη στο ακίνητο. Από την εγγραφή της έναρξης της διαδικασίας πλειστηριασμού στο κτηματολόγιο, οι νομικές πράξεις του οφειλέτη που αφορούν το ακίνητο καθώς και τα παραρτήματά του και οι οποίες δεν εμπίπτουν στις πράξεις τακτικής διαχείρισης είναι άκυρες έναντι των δανειστών και του υπερθεματιστή. Αν ο οφειλέτης προβεί σε πώληση του ακινήτου, ο εγκεκριμένος πλειστηριασμός συνεχίζεται κατά του αγοραστή του ακινήτου.
Προβλέπονται ποινικές συνέπειες για την περίπτωση που υπόχρεος αποκρύψει, αφαιρέσει, εκποιήσει ή προκαλέσει φθορά σε στοιχείο της περιουσίας του, προφασιστεί ή αναγνωρίσει ανύπαρκτη υποχρέωση, ή άλλως μειώσει πραγματικά ή εικονικά την περιουσία του και, με τον τρόπο αυτό, παρακωλύσει ή περιορίσει την ικανοποίηση δανειστή με αναγκαστική εκτέλεση ή εκκρεμή διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης. Ομοίως, διώκεται ποινικά υπόχρεος που καταστρέφει, φθείρει, παραμορφώνει, αχρηστεύει ή αφαιρεί από τη διαδικασία, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, περιουσιακό στοιχείο που κατασχέθηκε ή δεσμεύθηκε με υπηρεσιακή πράξη.
Η εκτέλεση συνεχίζεται έως την επιτυχή περάτωση ή διακοπή της, για παράδειγμα, επειδή ο οφειλέτης κατέβαλε στον δανειστή την οφειλή του κατά τη διαδικασία της εκτέλεσης. Κατ’ εξαίρεση, η εκτέλεση μπορεί να λήξει νωρίτερα, για παράδειγμα, αν ο δανειστής προβεί σε εκτέλεση επί του μισθού και ο οφειλέτης αλλάξει εργασία.
Ο κώδικας αναγκαστικής εκτέλεσης προβλέπει επίσης την αναβολή της διαδικασίας εκτέλεσης. Η διαδικασία αναβάλλεται ιδίως αν ασκηθεί αγωγή κήρυξης του εκτελεστού τίτλου ανίσχυρου ή άκυρου, αν υποβληθεί αίτηση αναστολής της εκτέλεσης, αν ασκηθεί αγωγή αντιρρήσεων (βλ. σημείο 4), αν η απόφαση του δικαστηρίου που ενέκρινε την εκτέλεση προσβληθεί με ανακοπή, αν ασκηθεί προσφυγή κατά της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης ή αν ζητηθεί η ανάκληση ή η τροποποίηση της τελεσίδικης απόφασης κήρυξης της εκτελεστότητας.
Για την προσβολή της απόφασης έγκρισης της εκτέλεσης επιτρέπεται η άσκηση του ένδικου μέσου της ανακοπής. Η ανακοπή απευθύνεται στο δικαστήριο του ένδικου μέσου [στο πρωτοδικείο (Landesgericht), το οποίο είναι ιεραρχικά ανώτερο], αλλά κατατίθεται στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο [περιφερειακό δικαστήριο (Bezirksgericht)]. Η ανακοπή πρέπει να ασκηθεί εντός προθεσμίας 14 ημερών. Κατά κανόνα, απαιτείται εκπροσώπηση από δικηγόρο. Η διαδικασία ανακοπής είναι αμιγώς έγγραφη διαδικασία, κατά την οποία απαγορεύεται η προβολή νέων πραγματικών ισχυρισμών.
Ο οφειλέτης μπορεί να επικαλεστεί το γεγονός ότι εν τω μεταξύ εξόφλησε την απαίτηση με αίτηση αντιρρήσεων ή με αγωγή αντιρρήσεων (και όχι με ανακοπή κατά της απόφασης έγκρισης της εκτέλεσης). Η αγωγή κατατίθεται στο δικαστήριο που έχει εγκρίνει την εκτέλεση. Με την αγωγή μπορεί να συνυποβληθεί αίτηση αναστολής της εκτέλεσης. Αν η αγωγή γίνει τελεσίδικα δεκτή, η εκτέλεση αναβάλλεται αυτεπάγγελτα.
Αν η απόφαση έγκρισης της εκτέλεσης εκδόθηκε με την απλουστευμένη διαδικασία, η εκτέλεση εγκρίθηκε αποκλειστικά με βάση τα στοιχεία του επισπεύδοντος. Στην περίπτωση αυτή, ο οφειλέτης μπορεί με ανακοπή να προβάλει ότι δεν υφίσταται εκτελεστός τίτλος που να καλύπτει την εκτέλεση, συμπεριλαμβανομένου του πιστοποιητικού εκτελεστότητας, ή ότι ο εκτελεστός τίτλος δεν συνάδει με τα στοιχεία που περιέχει η αίτηση εκτέλεσης. Η ανακοπή απευθύνεται στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την απόφαση έγκρισης σε πρώτο βαθμό. Σε περίπτωση άσκησης ανακοπής, το δικαστήριο ελέγχει αν υφίσταται εκτελεστός τίτλος που καλύπτει την προς ικανοποίηση απαίτηση. Η προθεσμία άσκησης ανακοπής είναι δεκατέσσερις ημέρες.
Περιορισμοί της αναγκαστικής εκτέλεσης
Γενικά ισχύει ο περιορισμός ότι δεν επιτρέπεται εκτέλεση σε έκταση μεγαλύτερη από την αναγκαία για την ικανοποίηση της απαίτησης που περιγράφεται στην απόφαση έγκρισης της εκτέλεσης.
Ο νόμος προβλέπει ορισμένους περιορισμούς στην εκτέλεση υπέρ ορισμένων προσώπων ή ενώσεων προσώπων:
Επίσης, προκειμένου να προστατεύεται ο υπόχρεος, ορισμένα περιουσιακά στοιχεία εξαιρούνται υποχρεωτικά από την εκτέλεση, για παράδειγμα:
Εκτέλεση επί κινητών ενσώματων πραγμάτων:
Ο δικαστικός επιμελητής μπορεί επίσης να απέχει από την κατάσχεση αντικειμένων μικρής αξίας, αν είναι προφανές ότι το κέρδος από τη συνέχιση ή την πραγματοποίηση της εκτέλεσης δεν θα υπερβεί το κόστος της εκτέλεσης.
Εκτέλεση επί χρηματικών απαιτήσεων (εκτέλεση επί μισθού):
Επιπλέον, είναι ακατάσχετα ιδίως τα εξής:
Τα εισοδήματα από εργασία, οι συντάξεις και οι νόμιμες απολαβές που αποσκοπούν στην αντιστάθμιση προσωρινής ανεργίας ή μειωμένης βιοποριστικής ικανότητας δύνανται να κατασχεθούν υπό περιορισμούς. Το ύψος του ακατάσχετου («ελάχιστο όριο διαβίωσης») εξαρτάται από το ύψος των αποδοχών και τον αριθμό των υποχρεώσεων διατροφής του οφειλέτη. Τα ακατάσχετα ποσά, τα οποία αυξάνονται ετησίως, προκύπτουν από τους πίνακες που παρατίθενται στην αρχική σελίδα του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Δικαιοσύνης (http://www.justiz.gv.at/web2013/html/default/2c9484852308c2a60123ec387738064b.de.html). Ο νόμος λαμβάνει υπόψη τις τυχόν, κατά περίπτωση, ιδιαίτερες ανάγκες του υπόχρεου ή του δανειστή του, προβλέποντας τη δυνατότητα, κατόπιν αίτησης και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, αύξησης ή μείωσης του ακατάσχετου ορίου. Στην περίπτωση εκτέλεσης για την ικανοποίηση νόμιμης αξίωσης διατροφής, το ύψος του ακατάσχετου ορίου μειώνεται κατά γενικό κανόνα κατά 25 %.
Περαιτέρω, ο νόμος περί μισθώσεων (Mietrechtsgesetz – MRG) προβλέπει ότι, ως προς τους εκτελεστούς τίτλους έξωσης από κατοικία που εμπίπτει στον νόμο αυτόν και προς τον σκοπό της προστασίας του υπόχρεου, η εκτέλεση της έξωσης αναβάλλεται αν ο μισθωτής αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να καταστεί άστεγος.
Προθεσμίες για την αναγκαστική εκτέλεση
Δεν προβλέπονται προθεσμίες υποβολής των αιτήσεων εκτέλεσης, πλην ορισμένων εξαιρέσεων (εκτέλεση για έξωση σύμφωνα με το άρθρο 575 ZPO). Ωστόσο, ο οφειλέτης μπορεί να προσβάλει την εκτέλεση προβάλλοντας την ένσταση της ήδη επελθούσας παραγραφής. Γενικά, η προθεσμία παραγραφής των απαιτήσεων για τις οποίες υπάρχει τελεσίδικος εκτελεστός τίτλος (υποχρεώσεις βεβαιωμένες με ισχύ δεδικασμένου) ανέρχεται σε 30 χρόνια από την τελεσιδικία του εκτελεστού τίτλου. Αν ο εκτελεστός τίτλος στηρίζεται σε δικαιώματα νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου, η προθεσμία παραγραφής ανέρχεται σε 40 χρόνια. Εντούτοις, υπάρχει εξαίρεση ως προς τις παροχές που πρόκειται να καταστούν ληξιπρόθεσμες μελλοντικά, εφόσον από τις γενικές διατάξεις περί παραγραφής προβλέπεται για αυτές συντομότερη προθεσμία παραγραφής.
Η παραγραφή διακόπτεται από κάθε τελεσίδικη απόφαση έγκρισης εκτέλεσης και ξεκινάει εκ νέου με το τελευταίο βήμα εκτέλεσης ή με τη λήξη της εκτέλεσης.
Σε ορισμένες περιπτώσεις προβλέπονται προσωρινές απαγορεύσεις υποβολής περαιτέρω αίτησης εκτέλεσης ή συνέχισης της διαδικασίας εκτέλεσης:
Αυτή η ιστοσελίδα είναι μέρος του ιστότοπου Η Ευρώπη σου.
Θα μας βοηθούσαν πολύ τα σχόλιά σας σχετικά με τη χρησιμότητα των παρεχόμενων πληροφοριών.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.