

Η εκτέλεση είναι το τελικό στάδιο της δικαστικής διαδικασίας. Συνίσταται στη δυνατότητα του ενάγοντος ο οποίος έχει επιτύχει την έκδοση απόφασης υπέρ του να ζητήσει από το αρμόδιο όργανο εκτέλεσης να προβεί σε όλες τις ενέργειες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές του και που ορίζονται από τον νόμο για την ικανοποίηση της απαίτησης του ενάγοντος την οποία ο εναγόμενος δεν ικανοποίησε αυτοβούλως.
Το δικαίωμα εκτέλεσης βασίζεται στην ύπαρξη εκτελεστής δικαστικής ή άλλης πράξης βάσει της οποίας έχει εκδοθεί διαταγή εκτέλεσης.
Τα μέτρα εκτέλεσης περιλαμβάνουν τα εξής:
Στη Βουλγαρία αρμόδιοι για την εκτέλεση είναι οι δικαστικοί επιμελητές, οι οποίοι μπορεί να είναι:
Το καθεστώς των ιδιωτικών δικαστικών επιμελητών διέπεται από τον νόμο περί ιδιωτικής δικαστικής εκτέλεσης [Zakon za chastnoto sadebno izpalnenie (ZChSI)]. Ο νόμος ορίζει τον ιδιώτη δικαστικό επιμελητή ως λειτουργό που έχει διοριστεί από το κράτος για να προβαίνει στην εκτέλεση ιδιωτικών απαιτήσεων.
Δυνάμει του άρθρου 404 του κώδικα πολιτικής δικονομίας [Grazhdanski protsesualen kodeks (GPK)], οι διαδικασίες εκτέλεσης μπορούν να κινηθούν με βάση τα ακόλουθα:
Δυνάμει του άρθρου 405 του GPK, οι διαταγές εκτέλεσης εκδίδονται κατόπιν σχετικής γραπτής αίτησης και δεν απαιτείται κοινοποίησή τους στον οφειλέτη.
Δυνάμει του άρθρου 405 παράγραφος 2 του GPK, αρμόδια να αποφανθούν επί των υποβαλλόμενων αιτήσεων είναι τα ακόλουθα δικαστήρια:
Παρέχεται προθεσμία δύο εβδομάδων για την άσκηση έφεσης κατά αποφάσεων με τις οποίες γίνεται δεκτή ή απορρίπτεται αίτηση για έκδοση διαταγής εκτέλεσης (άρθρο 407 του GPK).
Δυνάμει του βουλγαρικού δικαίου, η αίτηση για έκδοση διαταγής εκτέλεσης μπορεί να κατατεθεί είτε από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο είτε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, συμπεριλαμβανομένου του επισπεύδοντος την εκτέλεση ή του πληρεξουσίου του. Δεν προβλέπεται η τήρηση ειδικού τύπου ως προς την κατάθεση αίτησης για την έκδοση διαταγής εκτέλεσης.
Τα έξοδα της εκτέλεσης αναφέρονται στον Πίνακα Αμοιβών και Χρεώσεων που περιέχεται στον νόμο περί ιδιωτικής αναγκαστικής εκτέλεσης [Εφημερίδα της Βουλγαρικής Κυβερνήσεως (SG) αριθ. 35/2006]. Τα έξοδα έκδοσης της διαταγής εκτέλεσης βαρύνουν εκείνον υπέρ του οποίο εκδίδεται η διαταγή.
Για την κίνηση της διαδικασίας εκτέλεσης, ο ενδιαφερόμενος οφείλει να υποβάλει σχετική γραπτή αίτηση σε κρατικό ή ιδιωτικό δικαστικό επιμελητή, επισυνάπτοντας τη σχετική διαταγή εκτέλεσης ή τυχόν άλλον εκτελεστό τίτλο. Στην αίτηση πρέπει να εξειδικεύεται η προτιμώμενη μέθοδος εκτέλεσης, η οποία ωστόσο μπορεί να μεταβληθεί κατά την πορεία της διαδικασίας (άρθρο 426 του GPK).
Η αίτηση εκτέλεσης πρέπει να υποβληθεί σε δικαστικό επιμελητή το γεωγραφικό πεδίο δραστηριότητας του οποίου καλύπτει τον τόπο της περιουσίας κατά της οποίας πρόκειται να γίνει η εκτέλεση ή τον τόπο της καταστατικής έδρας του οφειλέτη (αν η εκτέλεση στρέφεται κατά εισπρακτέων απαιτήσεων), τον τόπο στον οποίο ο οφειλέτης είναι υποχρεωμένος να προβεί σε πράξη ή παράλειψη και τη μόνιμη διεύθυνση του πιστωτή ή του οφειλέτη (κατ’ επιλογή του πιστωτή) (αν η εκτέλεση αφορά την ανάκτηση διατροφής).
Ο δικαστικός επιμελητής, με έγγραφό του, καλεί τον οφειλέτη να προβεί στην εκούσια ικανοποίηση της απαίτησης εντός δύο εβδομάδων από την ημερομηνία λήψης της σχετικής κλήσης. Η κλήση προειδοποιεί τον οφειλέτη ότι τυχόν μη ικανοποίηση της απαίτησης θα έχει ως αποτέλεσμα την ενεργοποίηση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Η κλήση, στην οποία πρέπει να επισυνάπτεται αντίγραφο του εκτελεστού τίτλου, πρέπει να περιέχει περιγραφή των επιβαλλόμενων κατασχέσεων. Ο δικαστικός επιμελητής, όταν καλεί τον οφειλέτη να προβεί στην εκούσια ικανοποίηση της απαίτησης, πρέπει επίσης να ορίσει την ημερομηνία κατά την οποία θα γίνει απογραφή των περιουσιακών του στοιχείων και, αν η εκτέλεση αφορά ακίνητη περιουσία, να αποστείλει ειδοποίηση κατάσχεσης στο κτηματολόγιο.
Κατόπιν εντολής του πιστωτή, ο ιδιωτικός δικαστικός επιμελητής μπορεί να λάβει τα ακόλουθα μέτρα σε σχέση με τη διαδικασία εκτέλεσης: να διερευνήσει την περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη, να αναζητήσει αρχεία, να λάβει έγγραφα κ.λπ., να καθορίσει τον τρόπο εκτέλεσης και να αναλάβει ως θεματοφύλακας τη φύλαξη συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων.
Ο δικαστικός επιμελητής συντάσσει έκθεση για κάθε μέτρο που αναλαμβάνει ή εκτελεί.
Σε περίπτωση μεταβολής της αρχικής μεθόδου εκτέλεσης, ο δικαστικός επιμελητής οφείλει να ειδοποιήσει εγγράφως τον οφειλέτη για τη σχετική μεταβολή σύμφωνα με το άρθρο 428 του GPK.
Αν κατά την έναρξη της διαδικασίας εκτέλεσης ο οφειλέτης δεν διαθέτει μόνιμη ή τρέχουσα καταγεγραμμένη διεύθυνση, τότε ο κατά τόπον αρμόδιος δικαστής, ενεργώντας κατόπιν αιτήματος του πιστωτή, οφείλει να διορίσει έναν ad hoc εκπρόσωπο (αντίκλητο) του οφειλέτη (άρθρο 430 του GPK).
Μπορεί να επιβληθεί εκτέλεση σε βάρος των ακόλουθων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη:
Δυνάμει του άρθρου 442 του GPK, ο πιστωτής μπορεί να επισπεύσει εκτέλεση σε βάρος οποιουδήποτε αντικειμένου ή εισπρακτέας απαίτησης του οφειλέτη.
Τα συντηρητικά μέτρα που επιβάλλονται από τον δικαστικό επιμελητή και οι εφαρμοζόμενες μέθοδοι εκτέλεσης πρέπει να είναι ανάλογα/-ες με το ποσό της οφειλής. Αν διαπιστωθεί ότι τα σχετικά συντηρητικά μέτρα είναι δυσανάλογα, ο δικαστικός επιμελητής οφείλει να τα άρει.
Το άρθρου 444 του GPK αναφέρει τα ακόλουθα αντικείμενα ως ακατάσχετα (δηλαδή, μη υποκείμενα σε αναγκαστική εκτέλεση):
Κατά την κλήση του οφειλέτη για εκούσια ικανοποίηση της απαίτησης, ο δικαστικός επιμελητής οφείλει επίσης να προσδιορίζει την ημερομηνία στην οποία θα καταρτιστεί ο κατάλογος περιουσιακών στοιχείων (απογραφή), και, στην περίπτωση εκτέλεσης επί ακίνητης περιουσίας, να κοινοποιεί την κατάσχεση στο σχετικό κτηματολόγιο.
Η κατάσχεση κινητών περιουσιακών στοιχείων ή απαίτησης επισπεύδεται με την κατάρτιση καταλόγου απογραφής περιουσιακών στοιχείων.
Η κατάσχεση κινητών και ακίνητων περιουσιακών στοιχείων παράγει τις ακόλουθες συνέπειες έναντι του οφειλέτη:
Από τη στιγμή της επιβολής της κατάσχεσης, ο οφειλέτης δεν μπορεί να διαθέσει την περιουσία του (ακίνητη ή κινητή) ή τις εισπρακτέες απαιτήσεις του ούτε, επί ποινή ποινικής δίωξης, να μεταβάλει, βλάψει ή καταστρέψει την περιουσία. Τα αποτελέσματα αυτά παράγονται αρχής γενομένης από την ημερομηνία επίδοσης της κλήσης για εκούσια ικανοποίηση της απαίτησης.
Η κατάσχεση κινητών και ακίνητων περιουσιακών στοιχείων παράγει τις ακόλουθες συνέπειες έναντι του πιστωτή:
Δυνάμει του άρθρου 452 παράγραφος 1 του GPK, οποιαδήποτε πράξη διάθεσης της κατασχεθείσας κινητής περιουσίας ή εισπρακτέων απαιτήσεων είναι άκυρη έναντι του πιστωτή και κάθε εις ολόκληρον πιστωτή, εκτός αν ο προς ον η μεταβίβαση μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 78 του βουλγαρικού νόμου περί ιδιοκτησίας. Η τελευταία αυτή διάταξη ορίζει ότι η κυριότητα περιέρχεται στον νόμιμο αγοραστή κινητής περιουσίας ή τίτλων στον κομιστή, ακόμη και αν η αγορά έγινε εν αγνοία του από μη κύριο, εκτός αν για τη μεταβίβαση της κυριότητας απαιτείται συμβολαιογραφική πράξη ή συμβολαιογραφική βεβαίωση των υπογραφών των συμβαλλομένων μερών. Ο ίδιος κανόνας ισχύει για την απόκτηση λοιπών εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακίνητης περιουσίας.
Σε περίπτωση εκτέλεσης κατά ακίνητης περιουσίας, η ακυρότητα παράγει αποτελέσματα αποκλειστικά όσον αφορά πράξεις μεταβίβασης που γίνονται μετά την ημερομηνία εγγραφής της συντηρητικής κατάσχεσης (άρθρο 452 παράγραφος 2 του GPK).
Ο νόμος δεν προβλέπει χρονικό όριο ισχύος των εν λόγω μέτρων. Σκοπούν στην ικανοποίηση της απαίτησης του πιστωτή και, ως εκ τούτου, διατηρούν την ισχύ τους έως και την περάτωση της διαδικασίας εκτέλεσης.
Τα ένδικα μέσα που διατίθενται στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτέλεσης ορίζονται στα τμήματα Ι και ΙΙ του κεφαλαίου 39 του GPK.
Δυνάμει του άρθρου 436 του GPK, η ανακοπή ασκείται το πολύ εντός μίας εβδομάδας από την ημερομηνία της προσβαλλόμενης ενέργειας, αν ο ανακόπτων ήταν παρών κατά τη στιγμή της εν λόγω ενέργειας ή αν είχε κληθεί να παραστεί, και, σε κάθε άλλη περίπτωση, εντός μίας εβδομάδας από την ημερομηνία της σχετικής κλήτευσής του. Η ανακοπή κατατίθεται μέσω του δικαστικού επιμελητή ενώπιον του περιφερειακού δικαστηρίου που είναι κατά τόπον αρμόδιο στον τόπο της εκτέλεσης. Όταν ασκείται ανακοπή, ο δικαστικός επιμελητής πρέπει να αναφέρει τους λόγους της προσβαλλόμενης ενέργειας.
Οι ανακοπές εξετάζονται σε κλειστή συνεδρίαση, με εξαίρεση εκείνες που ασκούνται από τρίτους, οι οποίες εξετάζονται σε δημόσια συνεδρίαση στην οποία καλούνται να παραστούν όλοι οι διάδικοι της διαδικασίας εκτέλεσης. Το δικαστήριο οφείλει να αποφανθεί το πολύ εντός ενός μήνα σχετικά με την ανακοπή.
Η άσκηση ανακοπής δεν αναστέλλει τη διαδικασία εκτέλεσης, αν και το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει να αναστείλει τη διαδικασία για όσο διάστημα εκκρεμεί η έκδοση απόφασης επί των λόγων της ανακοπής. Σε περίπτωση αναστολής της διαδικασίας, ο δικαστικός επιμελητής ενημερώνεται αμελλητί σχετικά με την εν λόγω εξέλιξη (άρθρο 438 του GPK).
Το άρθρο 432 του GPK ορίζει τις διάφορες περιπτώσεις στις οποίες το δικαστήριο μπορεί νομίμως να αναστείλει τη διαδικασία εκτέλεσης κατόπιν αιτήματος του πιστωτή.
Σύμφωνα με το άρθρο 433 παράγραφος 1 σημείο 8 του GPK, αν ο πιστωτής δεν επιδιώξει τη διενέργεια των πράξεων εκτέλεσης επί δύο χρόνια, ο δικαστικός επιμελητής περατώνει τη διαδικασία εκτέλεσης. Η μόνη παραδεκτή εξαίρεση στον κανόνα αυτόν αφορά τις υποθέσεις διατροφής.
Αυτή η ιστοσελίδα είναι μέρος του ιστότοπου Η Ευρώπη σου.
Θα μας βοηθούσαν πολύ τα σχόλιά σας σχετικά με τη χρησιμότητα των παρεχόμενων πληροφοριών.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.