Εκτέλεση δικαστικής απόφασης

Τσεχία
Περιεχόμενο που παρέχεται από
European Judicial Network
Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο (για αστικές και εμπορικές υποθέσεις)

1 Ποια η έννοια της εκτέλεσης στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις;

Σημαίνει επιβολή της συμμόρφωσης με υποχρέωση που απορρέει από εκτελεστό τίτλο, ακόμη και ενάντια στη βούληση του προσώπου στο οποίο επιβλήθηκε η υποχρέωση. Αν το πρόσωπο αυτό δεν συμμορφωθεί οικειοθελώς με όσα προβλέπει η εκτελεστή δικαστική απόφαση, ο δανειστής μπορεί να υποβάλει αίτηση σε δικαστήριο ή σε δικαστικό επιμελητή για τη δικαστική επιβολή ή εκτέλεση της απόφασης.

Το δικαστήριο διατάσσει και διενεργεί την εκτέλεση, με εξαίρεση τους τίτλους που εκτελούνται σε διοικητικές ή φορολογικές διαδικασίες. Έτσι, σε αστικές υποθέσεις, ο δανειστής μπορεί πάντοτε να προσφύγει στο δικαστήριο.

Ο δανειστής υπέρ του οποίου εκδόθηκε η δικαστική απόφαση μπορεί επίσης να απευθυνθεί σε δικαστικό επιμελητή. Ο δικαστικός επιμελητής εκτελεί δικαστική απόφαση με την άδεια του δικαστηρίου, με εξαίρεση τις ακόλουθες δικαστικές αποφάσεις:

  • δικαστικές αποφάσεις σχετικά με τη φροντίδα ανηλίκου,
  • δικαστικές αποφάσεις σε υποθέσεις προστασίας σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας,
  • αποφάσεις θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
  • αλλοδαπές δικαστικές αποφάσεις.

Αίτηση για αναγκαστική εκτέλεση μπορεί, πάντως, να υποβληθεί αν η αναγκαστική εκτέλεση αφορά συμμόρφωση με δικαστική απόφαση περί διατροφής ανηλίκου ή με αλλοδαπή δικαστική απόφαση, όταν η εκτελεστότητα έχει κηρυχθεί σύμφωνα με άμεσα εφαρμοστέα νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με διεθνή συνθήκη ή με απόφαση περί αναγνώρισης.

Η εκτέλεση δικαστικής απόφασης μέσω δικαστηρίου διέπεται από τα άρθρα 251-351a του νόμου αριθ. 99/1963 (Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, όπως έχει τροποποιηθεί). Η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου διέπεται, εντούτοις, από τα άρθρα 492-513 του νόμου αριθ. 292/2013, περί ειδικών δικαστικών διαδικασιών, όπως έχει τροποποιηθεί.

Η εκτέλεση δικαστικής απόφασης μέσω δικαστικού επιμελητή διέπεται καταρχήν από τα άρθρα 35-73 του νόμου αριθ. 120/2001, περί δικαστικών επιμελητών και ενεργειών εκτέλεσης (Κώδικας Αναγκαστικής Εκτέλεσης, όπως έχει τροποποιηθεί). Ο δικαστικός επιμελητής ενεργεί επομένως σύμφωνα με τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ιδίως σε ό,τι αφορά τις διατάξεις που διέπουν τους διάφορους τρόπους εκτέλεσης μιας απόφασης.

2 Ποια αρχή ή ποιες αρχές είναι αρμόδιες για την εκτέλεση;

Συνήθως, το τακτικό δικαστήριο του οφειλέτη είναι αρμόδιο να διατάξει και να διενεργήσει την εκτέλεση δικαστικής απόφασης [άρθρο 252 παράγραφος 1 του νόμου αριθ. 99/1963 (Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, όπως έχει τροποποιηθεί)]. Εξαιρέσεις από τον κανόνα αυτόν προβλέπονται στο άρθρο 252 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

Για λεπτομέρειες σχετικά με το τακτικό δικαστήριο του οφειλέτη, βλ. ενότητα «Βασικοί κανόνες για την κατά τόπο αρμοδιότητα» (μέρος 2.2.1. του δελτίου πληροφοριών «Ποιας χώρας το δικαστήριο είναι αρμόδιο; – η Τσεχική Δημοκρατία»).

Η αναγκαστική εκτέλεση μπορεί να διενεργηθεί από δικαστήρια και από δικαστικούς επιμελητές διορισμένους από δικαστήριο. Σύμφωνα με το άρθρο 45 του νόμου αριθ. 120/2001, περί δικαστικών επιμελητών και ενεργειών εκτέλεσης (Κώδικας Αναγκαστικής Εκτέλεσης, όπως έχει τροποποιηθεί), το καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο για την αναγκαστική εκτέλεση είναι το τοπικό δικαστήριο. Το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο για την αναγκαστική εκτέλεση είναι το δικαστήριο της μόνιμης κατοικίας του οφειλέτη, του τόπου διαμονής του στην Τσεχική Δημοκρατία σύμφωνα με το είδος παραμονής αλλοδαπού, την καταστατική έδρα του, κ.λπ. Το ζήτημα της αρμοδιότητας αναπτύσσεται διεξοδικότερα στο προαναφερθέν άρθρο του Κώδικα Αναγκαστικής Εκτέλεσης.

Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. επίσης την ερώτηση «Ποια η έννοια της εκτέλεσης στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις;»

3 Ποιες οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να εκδοθεί ένας εκτελεστός τίτλος ή μια απόφαση;

3.1 διαδικασία

Εκτέλεση απόφασης

Η διαδικασία κινείται μόνο κατόπιν αίτησης του δανειστή, εάν ο οφειλέτης δεν συμμορφώνεται οικειοθελώς με το διατακτικό της εκτελεστής δικαστικής απόφασης. Ακόμη και χωρίς αίτηση, πάντως, σύμφωνα με τον νόμο αριθ. 292/2013, περί ειδικών δικαστικών διαδικασιών, όπως έχει τροποποιηθεί, το δικαστήριο διατάσσει την εκτέλεση ορισμένων προδικαστικών αποφάσεων, π.χ., σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας.

Η εκτέλεση δικαστικής απόφασης μπορεί να διαταχθεί μόνο αν στη δικαστική απόφαση αναφέρονται τα στοιχεία ταυτότητας του δανειστή και του οφειλέτη, ορίζεται το πεδίο εφαρμογής και το περιεχόμενο της υποχρέωσης για την εκπλήρωση της οποίας υποβλήθηκε η αίτηση κήρυξης εκτελεστότητας και ορίζεται προθεσμία συμμόρφωσης με την υποχρέωση. Αν στην απόφαση του δικαστηρίου δεν ορίζεται προθεσμία συμμόρφωσης με την υποχρέωση, εκλαμβάνεται ότι η συμμόρφωση με την υποχρέωση που επιβάλλεται μέσω της δικαστικής απόφασης πρέπει να επέλθει εντός τριών ημερών και, σε υποθέσεις αποβολής από ακίνητο, εντός δεκαπέντε ημερών από την ημέρα που η δικαστική απόφαση καθίσταται οριστική. Αν, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, η υποχρέωση συμμόρφωσης αφορά περισσότερους από έναν οφειλέτες, και αν η υποχρέωση είναι διαιρετή, τότε πρέπει να συμμορφωθούν εξίσου με την υποχρέωση όλοι οι οφειλέτες, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στην απόφαση.

Για την υποβολή αίτησης κήρυξης εκτελεστότητας της απόφασης δεν απαιτείται ο δανειστής να εκπροσωπείται από δικηγόρο.

Στην αίτηση για την κήρυξη εκτελεστότητας δικαστικής απόφασης με την οποία διατάσσεται η καταβολή χρηματικού ποσού πρέπει να επισημαίνεται ο συγκεκριμένος τρόπος της εκτέλεσης και άλλα προαπαιτούμενα που καθορίζονται από τη νομοθεσία. Η αίτηση για την κήρυξη εκτελεστότητας πρέπει να συνοδεύεται από αντίγραφο της δικαστικής απόφασης με βεβαίωση της εκτελεστότητάς της. Η εν λόγω βεβαίωση εκδίδεται μαζί με τη δικαστική απόφαση από το δικαστήριο που αποφάσισε για την υπόθεση σε πρώτο βαθμό. Δεν απαιτείται η επισύναψη αντίγραφου της δικαστικής απόφασης αν η αίτηση για την κήρυξη εκτελεστότητας υποβάλλεται στο δικαστήριο που αποφάσισε για την υπόθεση σε πρώτο βαθμό.

Κατά τη διαδικασία εκτέλεσης, η απόφαση εκδίδεται πάντοτε με τη μορφή της διαταγής.

Το δικαστήριο διατάσσει, κατά κανόνα, την εκτέλεση χωρίς ακρόαση του οφειλέτη.

Στις δικαστικές διαδικασίες στην Τσεχική Δημοκρατία καταβάλλονται δικαστικά έξοδα (βλ. νόμο αριθ. 549/1991, περί δικαστικών εξόδων, όπως έχει τροποποιηθεί). Σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, ο νόμος προβλέπει εξαίρεση από τα δικαστικά έξοδα.

Διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης

Η αναγκαστική εκτέλεση διενεργείται από τον δικαστικό επιμελητή τον οποίον υποδεικνύει ο δανειστής στην αίτηση για την κήρυξη εκτελεστότητας. Οι ενέργειες του δικαστικού επιμελητή θεωρούνται ως ενέργειες του αρμόδιου για την αναγκαστική εκτέλεση δικαστηρίου.

Διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης κινείται με αίτηση του δανειστή ή με αίτηση προσώπου το οποίο αποδεικνύει ότι του έχει εκχωρηθεί ή μεταβιβαστεί δικαίωμα από δικαστική απόφαση. Ως ημερομηνία κίνησης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης νοείται η ημερομηνία παράδοσης της σχετικής αίτησης στον δικαστικό επιμελητή. Ο δικαστικός επιμελητής μπορεί να αρχίσει να εντοπίζει και να εξασφαλίζει τα περιουσιακά στοιχεία του εναγόμενου μόνο αφότου το δικαστήριο του χορηγήσει σχετική άδεια και διατάξει την αναγκαστική εκτέλεση.

Στην αίτηση αναγκαστικής εκτέλεσης πρέπει να περιλαμβάνονται:

  • τα στοιχεία ταυτότητας του δικαστικού επιμελητή που θα αναλάβει την αναγκαστική εκτέλεση, καθώς και την έδρα του (κατάλογος των δικαστικών επιμελητών διατίθεται στον δικτυακό τόπο του Επιμελητηρίου Δικαστικών Επιμελητών της Τσεχικής Δημοκρατίας (Exekutorská komora České republiky). Οι δικαστικοί επιμελητές δεν έχουν κατά τόπον αρμοδιότητα – κάθε δικαστικός επιμελητής έχει το δικαίωμα να ενεργεί σε ολόκληρη την Τσεχική Δημοκρατία)
  • τα στοιχεία της υπόθεσης την οποία αφορά η αίτηση και τον σκοπό της,
  • τα στοιχεία ταυτότητας των μερών, δηλαδή του δανειστή, ή του προσώπου που έχει το δικαίωμα από τη δικαστική απόφαση, και του οφειλέτη για τα φυσικά πρόσωπα αυτό σημαίνει το όνομα, το επώνυμο, τη μόνιμη κατοικία των μερών, ή τον τόπο κατοικίας στην Τσεχική Δημοκρατία σύμφωνα με το είδος παραμονής αλλοδαπού και, κατά περίπτωση, τον αριθμό μητρώου γέννησης ή την ημερομηνία γέννησης των μερών, ή για νομικά πρόσωπα την εταιρική επωνυμία ή το διακριτικό τίτλο, την καταστατική έδρα και τον αριθμό μητρώου,
  • τα ακριβή στοιχεία του εκτελεστού τίτλου,
  • την υποχρέωση της οποίας επιδιώκεται η εκπλήρωση μέσω της αναγκαστικής εκτέλεσης, και πληροφορίες σχετικά με το εάν και, κατά περίπτωση, σε ποιο βαθμό, ο οφειλέτης έχει συμμορφωθεί με την εκτελούμενη υποχρέωση,
  • κατά περίπτωση, τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία βάσισε το δικαίωμά του ο δανειστής,
  • υπογραφή

Η αίτηση για την κήρυξη εκτελεστότητας πρέπει να συνοδεύεται από τον πρωτότυπο εκτελεστό τίτλο ή από επικυρωμένο αντίγραφο αυτού, με βεβαίωση της εκτελεστότητάς του ή αντίγραφο της συμβολαιογραφικής πράξης με άδεια εκτέλεσης, εκτός αν ο εκτελεστός τίτλος εκδόθηκε από το αρμόδιο για την εκτέλεση δικαστήριο. Η βεβαίωση εκτελεστότητας χορηγείται από την αρχή που εξέδωσε τον εκτελεστό τίτλο, ενώ για διακανονισμούς και συμφωνίες χορηγείται από την αρχή που έδωσε τη σχετική έγκριση.

3.2 Οι κύριες προϋποθέσεις

Η εκτέλεση δικαστικής απόφασης μπορεί να διαταχθεί βάσει εκτελεστού τίτλου, εφόσον δεν υπήρξε οικειοθελής συμμόρφωση με επιβληθείσα υποχρέωση.

Εκτελεστός τίτλος είναι:

  • εκτελεστή απόφαση δικαστηρίου ή δικαστικού επιμελητή, εφόσον αναγνωρίζει δικαίωμα, επιβάλλει υποχρέωση ή αφορά περιουσιακά στοιχεία,
  • εκτελεστή απόφαση δικαστηρίου ή άλλης ανακριτικής, εισαγγελικής και δικάζουσας αρχής, εφόσον αναγνωρίζει δικαίωμα ή αφορά περιουσιακά στοιχεία,
  • εκτελεστή διαιτητική απόφαση (σημείωση: το Ανώτατο Δικαστήριο της Τσεχικής Δημοκρατίας έχει επανειλημμένως αποφανθεί ότι, μολονότι οι διαιτητικές αποφάσεις που εκδίδονται βάσει της σύμβασης της Νέας Υόρκης για την αναγνώριση και την εκτέλεση των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για τη δικαστική εκτέλεση μιας απόφασης χωρίς ειδική διαδικασία, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν από μόνες τους ως εκτελεστοί τίτλοι — βλ. απόφαση του Δικαστηρίου αριθ. 20 Cdo 754/2018 της 12ης Ιουνίου 2018, απόφαση του δικαστηρίου αριθ. 20 Cdo 5882/2016 της 16ης Αυγούστου 2017 και απόφαση του δικαστηρίου αριθ. 20 Cdo 1165/2016 της 3ης Νοεμβρίου 2016)
  • συμβολαιογραφική πράξη με άδεια εκτέλεσης που έχει καταρτιστεί σύμφωνα με ειδική νομοθεσία,
  • εκτελεστή δικαστική απόφαση και άλλος εκτελεστός τίτλος προερχόμενος από δημόσια αρχή,
  • άλλες εκτελεστές αποφάσεις, εγκεκριμένοι συμβιβασμοί και έγγραφα των οποίων η εκτέλεση επιτρέπεται από τη νομοθεσία.

Αν στον εκτελεστό τίτλο δεν ορίζεται προθεσμία συμμόρφωσης με την υποχρέωση, εκλαμβάνεται ότι η συμμόρφωση με την υποχρέωση που επιβάλλεται μέσω του εκτελεστού τίτλου πρέπει να επέλθει εντός τριών ημερών και, σε υποθέσεις αποβολής από ακίνητο, εντός δεκαπέντε ημερών από την από την ημέρα που η δικαστική απόφαση καθίσταται οριστική.

Δικαστική εκτέλεση

Το τακτικό δικαστήριο του οφειλέτη είναι αρμόδιο για την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, για τη διενέργεια κάθε δικαστικής πράξης προτού διαταχθεί η εκτέλεση και για δηλώσεις σχετικά με περιουσιακά στοιχεία, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στο άρθρο 252 του νόμου αριθ. 99/1963 (Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, όπως έχει τροποποιηθεί).

Η εκτέλεση δύναται να διαταχθεί μόνο στον βαθμό που έχει ζητηθεί από τον δανειστή στην αίτησή του και στο μέτρο που, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, αρκεί για την ικανοποίησή του [άρθρο 263 παράγραφος 1 του νόμου αριθ. 99/1963 (Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, όπως έχει τροποποιηθεί)].

Το δικαστήριο απορρίπτει αίτηση για την κήρυξη εκτελεστότητας εφόσον καθίσταται ήδη σαφές από την αίτηση ότι το προς είσπραξη ποσό δεν θα είναι αρκετό ούτε για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας εκτέλεσης [άρθρο 264 παράγραφος 2 του νόμου αριθ. 99/1963, (Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, όπως έχει τροποποιηθεί)].

Διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης

Ο δικαστικός επιμελητής προβαίνει στην εκτέλεση με την άδεια του δικαστηρίου, με εξαίρεση τις δικαστικές αποφάσεις που αναφέρονται ανωτέρω (σημείο αριθ. 1).

Ο δικαστικός επιμελητής που λαμβάνει αίτηση αναγκαστικής εκτέλεσης ζητά από το αρμόδιο για την αναγκαστική εκτέλεση δικαστήριο –το αργότερο εντός δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης– να του χορηγήσει τη σχετική έγκριση και να διατάξει την αναγκαστική εκτέλεση. Το δικαστήριο χορηγεί την έγκριση εντός δεκαπέντε ημερών, εφόσον πληρούνται όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις. Αν δεν πληρούνται όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για τη διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης, το δικαστήριο διατάσσει τον δικαστικό επιμελητή να απορρίψει ή να αρνηθεί εν μέρει ή εν όλω την αίτηση αναγκαστικής εκτέλεσης, ή να διακόψει τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης. Η εν λόγω εντολή του δικαστηρίου είναι δεσμευτική για τον δικαστικό επιμελητή.

Το καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο για την αναγκαστική εκτέλεση είναι το τοπικό δικαστήριο.

Το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο για την αναγκαστική εκτέλεση είναι το δικαστήριο του τόπου μόνιμης κατοικίας του οφειλέτη, αν ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο, ή του τόπου διαμονής του στην Τσεχική Δημοκρατία σύμφωνα με το είδος παραμονής αλλοδαπού. Αν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο, το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο είναι το δικαστήριο της καταστατικής έδρας του οφειλέτη. Αν ο οφειλέτης ο οποίος είναι φυσικό πρόσωπο δεν έχει μόνιμη κατοικία ή τόπο διαμονής στην Τσεχική Δημοκρατία, ή αν ο οφειλέτης ο οποίος είναι νομικό πρόσωπο δεν έχει καταστατική έδρα στην Τσεχική Δημοκρατία, το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει περιουσιακά στοιχεία ο οφειλέτης.

Ορισμένες εξαιρέσεις ως προς την κατά τόπον αρμοδιότητα προβλέπονται στο νόμο αριθ. 292/2013, περί ειδικών δικαστικών διαδικασιών, όπως έχει τροποποιηθεί, π.χ. άρθρο 511.

4 Αντικείμενο και φύση των μέτρων εκτέλεσης

4.1 Ποια περιουσιακά στοιχεία μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εκτέλεσης;

Διαδικασία εκτέλεσης μπορεί να κινηθεί τόσο κατά κινητών όσο και κατά ακίνητων πραγμάτων, δικαιωμάτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων, με ορισμένες εξαιρέσεις.

Διαδικασία εκτέλεσης δεν μπορεί να κινηθεί συγκεκριμένα κατά των ακόλουθων, σύμφωνα με τα άρθρα 321-322 του νόμου αριθ. 99/1963 (Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, όπως έχει τροποποιηθεί):

  • είδη των οποίων η πώληση απαγορεύεται σύμφωνα με ειδική νομοθεσία, ή τα οποία δεν υπόκεινται σε μέτρα εκτέλεσης σύμφωνα με ειδική νομοθεσία,
  • είδη τα οποία ανήκουν στον οφειλέτη και του χρειάζονται για την ικανοποίηση των προσωπικών υλικών αναγκών του, καθώς και των υλικών αναγκών της οικογενείας του, ή για την επιτέλεση της εργασίας του, καθώς και άλλα είδη των οποίων η πώληση θα ήταν αντίθετη προς τους κανόνες ηθικής (συγκεκριμένα, είδη καθημερινής ένδυσης, συνήθης οικιακός εξοπλισμός, βέρες γάμου, και λοιπά παρεμφερή είδη, ιατροφαρμακευτικά και λοιπά είδη τα οποία χρειάζεται ο οφειλέτης λόγω ασθένειας ή σωματικής αναπηρίας, μετρητά αξίας διπλάσιας από το ποσό που απαιτείται για τη διαβίωση προσώπου σύμφωνα με ειδική νομοθεσία, ζώα συντροφιάς που δεν διατηρούνται κατά κύριο λόγο για οικονομικούς σκοπούς),
  • αν ο οφειλέτης είναι επιχειρηματίας, είδη τα οποία του ανήκουν και του χρειάζονται για τη διενέργεια των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του (αυτό δεν ισχύει αν βαρύνονται με ενέχυρο με σκοπό την είσπραξη απαίτησης από τον δανειστή),
  • τεχνικό εξοπλισμό στον οποίον, σύμφωνα με ειδική νομοθεσία, ο οφειλέτης διατηρεί αρχεία επενδυτικών μέσων ή αποθηκεύει έγγραφα που σχετίζονται με στοιχεία των εν λόγω αρχείων, και επίσης τεχνικό εξοπλισμό που χρησιμεύει για την παροχή στοιχείων σχετικά τους ιδιοκτήτες επενδυτικών μέσων σύμφωνα με ειδική νομοθεσία,
  • περιουσιακά στοιχεία τα οποία απέκτησε ο οφειλέτης λόγω διαδοχής (αυτό δεν ισχύει αν ο οφειλέτης έχει το δικαίωμα να διαθέτει ελεύθερα τα εν λόγω περιουσιακά ή αν η εκτέλεση αφορά την είσπραξη οφειλών αποβιώσαντος ή οφειλών που σχετίζονται με την καταπιστευματική διαχείριση περιουσιακών στοιχείων τα οποία αποκτήθηκαν λόγω διαδοχής).

Ο δανειστής μπορεί επίσης πάντοτε να αιτηθεί την απομείωση της αξίας των στοιχείων που απαριθμούνται ανωτέρω, εφόσον έχουν αποκτηθεί από οφειλέτη ο οποίος - με εσκεμμένη εγκληματική πράξη - προκάλεσε ζημία μέσω του αδικαιολόγητου πλουτισμού από το ποινικό αδίκημα, αν ο δανειστής είναι το πρόσωπο που ζημιώθηκε από το ποινικό αδίκημα.

Σε κατάσχεση δεν υπόκεινται επίσης τα ακόλουθα:

  • απαιτήσεις αποζημίωσης η οποία, σύμφωνα με ασφαλιστήριο συμβόλαιο, καταβάλλεται από ασφαλιστική εταιρεία, αν η αποζημίωση πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή καινούργιου ή την επισκευή υφιστάμενου κτιρίου,
  • προνοιακά επιδόματα σε χρήμα, επιδόματα διαβίωσης, κρατική κοινωνική υποστήριξη, επίδομα στέγασης, και εφάπαξ κρατική κοινωνική υποστήριξη και επιδόματα προς ανάδοχες οικογένειες,
  • απαιτήσεις τις οποίες απέκτησε ο οφειλέτης από διαδοχή αυτό δεν ισχύει αν ο οφειλέτης έχει το δικαίωμα να διαθέτει ελεύθερα την απαίτηση ή αν η εκτέλεση περιλαμβάνει την είσπραξη οφειλών διαθέτη ή οφειλών που σχετίζονται με την καταπιστευματική διαχείριση περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν λόγω διαδοχής,
  • σε εκτέλεση υπόκεινται μόνο τα δύο πέμπτα των απαιτήσεων φυσικών προσώπων που είναι επιχειρηματίες και οι οποίες γεννώνται στο πλαίσιο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων των εν λόγω προσώπων αν, όμως, υπάρχει αίτηση εκτέλεσης προνομιακών απαιτήσεων, σε εκτέλεση υπόκεινται τα τρία πέμπτα αυτών,
  • σε εκτέλεση υπόκεινται μόνο τα δύο πέμπτα των απαιτήσεων επί δικαιωμάτων αν ο οφειλέτης είναι συγγραφέας αν, όμως, υπάρχει αίτηση εκτέλεσης προνομιακών απαιτήσεων, σε εκτέλεση υπόκεινται τα τρία πέμπτα αυτών (το ίδιο ισχύει για απαιτήσεις επί δικαιωμάτων καλλιτεχνών-ερμηνευτών και επί των δικαιωμάτων των πρωτουργών βιομηχανικής ιδιοκτησίας).

Στον ανωτέρω κατάλογο περιλαμβάνονται οι βασικοί περιορισμοί σχετικά με την απομείωση της αξίας περιουσιακών στοιχείων μέσω επιβολής ή αναγκαστικής εκτέλεσης. Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας περιέχει ορισμένους πρόσθετους ειδικούς περιορισμούς, π.χ. στο άρθρο 267b.

Η μέθοδος απομείωσης της αξίας της κοινής περιουσίας συζύγων προβλέπεται στο άρθρο 262a παράγραφοι 1 και 2 του νόμου αριθ. 99/1963 (Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, όπως έχει τροποποιηθεί), και στο άρθρο 42 του νόμου αριθ. 120/2001 (Κώδικας Αναγκαστικής Εκτέλεσης, όπως έχει τροποποιηθεί). Εκτέλεση επί περιουσιακών στοιχείων τα οποία είναι τμήμα της κοινής συζυγικής περιουσίας μπορεί επίσης να διαταχθεί για την είσπραξη οφειλής που δημιουργήθηκε από έναν μόνο εκ των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου ή πριν από αυτόν. Για τους σκοπούς της διαταγής εκτέλεσης, θεωρούνται επίσης μέρος της κοινής συζυγικής περιουσίας των οφειλετών και των συζύγων τους τα περιουσιακά στοιχεία που δεν είναι τμήμα της κοινής συζυγικής περιουσίας απλώς και μόνο επειδή με δικαστική απόφαση ακυρώθηκε η συζυγική περιουσία ή περιορίστηκε το υφιστάμενο εύρος της, ή επειδή το εύρος της συζυγικής περιουσίας περιορίστηκε μέσω σύμβασης, ή έχει συμφωνηθεί η διατήρηση χωριστών περιουσιακών στοιχείων, ή η προέλευση της κοινής συζυγικής περιουσίας έχει οριστεί μέσω σύμβασης από την ημερομηνία λύσης του γάμου.

Εκτέλεση μέσω παρακρατήσεων από μισθούς ή άλλα εισοδήματα της/του συζύγου οφειλέτη/οφειλέτριας, μέσω κατάσχεσης από λογαριασμό της/του συζύγου οφειλέτη/οφειλέτριας σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, κατάσχεσης λοιπών χρηματικών απαιτήσεων από τη/το σύζυγο οφειλέτη/οφειλέτριας ή κατάσχεσης λοιπών περιουσιακών στοιχείων της/του συζύγου οφειλέτη/οφειλέτριας, μπορεί να διαταχθεί για την είσπραξη οφειλής η οποία είναι μέρος της κοινής περιουσίας των συζύγων.

4.2 Ποια τα αποτελέσματα των μέτρων εκτέλεσης;

Δικαστική εκτέλεση:

Η πληρωμή χρηματικού ποσού μπορεί να γίνει μέσω παρακρατήσεων από μισθούς, κατάσχεσης, διαχείρισης ακίνητων, πώλησης κινητών και ακίνητων, κατάσχεσης μονάδας παραγωγής, και σύστασης δικαστικής ασφάλειας επί ακίνητων περιουσιακών στοιχείων [άρθρο 258 παράγραφος 1 του νόμου αριθ. 99/1963 (Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, όπως έχει τροποποιηθεί)].

Εκτέλεση η οποία επιβάλλει υποχρέωση διαφορετική από την πληρωμή χρηματικού ποσού εξαρτάται από τη φύση της επιβληθείσας υποχρέωσης. Μπορεί να διενεργηθεί μέσω αποβολής από ακίνητο, κατάσχεσης κινητών, κατάτμησης εξ αδιαιρέτου στοιχείων, ολοκλήρωσης εργασίας και λοιπών παροχών [άρθρο 258 παράγραφος 2 του νόμου αριθ. 99/1963 (Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, όπως έχει τροποποιηθεί)].

Εκτέλεση μέσω της πώλησης ενεχυριασμένου περιουσιακού στοιχείου μπορεί να διενεργηθεί για κατασχεθείσα απαίτηση μέσω της πώλησης ενεχυριασμένων κινητών και υποθηκευμένων ακίνητων, κοινών στοιχείων και συνόλων στοιχείων, μέσω της κατάσχεσης ενεχυριασμένης οικονομικής απαίτησης και της κατάσχεσης λοιπών ενεχυριασμένων δικαιωμάτων κυριότητας [άρθρο 258 παράγραφος 3 του νόμου αριθ. 99/1963 (Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, όπως έχει τροποποιηθεί)].

Μετά την καταχώριση της αναγκαστικής εκτέλεσης στο μητρώο κίνησης διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης, ο δικαστικός επιμελητής αξιολογεί τον τρόπο διενέργειας της αναγκαστικής εκτέλεσης, και εκδίδει ή ακυρώνει εντολή αναγκαστικής εκτέλεσης που σχετίζεται με τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία αφορά η αναγκαστική εκτέλεση. Ως διαταγή εκτέλεσης νοείται η διαταγή διενέργειας αναγκαστικής εκτέλεσης με έναν από τους τρόπους που προβλέπονται στο νόμο αριθ. 120/2001 (Κώδικας Αναγκαστικής Εκτέλεσης, όπως έχει τροποποιηθεί). Στη διαταγή εκτέλεσης, ο δικαστικός επιμελητής οφείλει να επιλέξει μέθοδο αναγκαστικής εκτέλεσης η οποία δεν είναι προδήλως απρόσφορη, και ιδίως από πλευράς δυσαναλογίας ως προς το ύψος της οφειλής και το τίμημα του αντικειμένου εκ του οποίου πρόκειται να γίνει η πληρωμή της οφειλής.

Αναγκαστική εκτέλεση που επιβάλλει την πληρωμή χρηματικού ποσού μπορεί να γίνει μέσω παρακρατήσεων από μισθούς και άλλα εισοδήματα, μέσω κατάσχεσης, μέσω πώλησης κινητών και ακίνητων, κατάσχεσης μονάδας παραγωγής, και σύστασης ασφάλειας δικαστικού επιμελητή επί ακίνητων, διαχείρισης ακίνητων, ή μέσω αναστολής της ισχύος άδειας οδήγησης.

Μέθοδος αναγκαστικής εκτέλεσης που επιβάλλει διαφορετική υποχρέωση από την πληρωμή χρηματικού ποσού εξαρτάται από τη φύση της επιβληθείσας υποχρέωσης. Μπορεί να διενεργηθεί μέσω αποβολής από ακίνητο, κατάσχεσης κινητών, κατάτμησης εξ αδιαιρέτου στοιχείων, ολοκλήρωσης εργασίας και λοιπών παροχών.

Αναγκαστική εκτέλεση μέσω της πώλησης ενεχυριασμένου περιουσιακού στοιχείου μπορεί να διενεργηθεί για κατασχεθείσα απαίτηση μέσω της πώλησης ενεχυριασμένων κινητών και υποθηκευμένων ακίνητων.

Η απαγόρευση της διάθεσης περιουσιακών στοιχείων ρυθμίζεται από το άρθρο 44a και το άρθρο 47 παράγραφος 5 του νόμου αριθ. 120/2001 (Κώδικας Αναγκαστικής Εκτέλεσης, όπως έχει τροποποιηθεί). Εκτός αν ο δικαστικός επιμελητής αποφασίσει διαφορετικά, μετά την επίδοση της ειδοποίησης κίνησης αναγκαστικής εκτέλεσης, ο οφειλέτης δεν επιτρέπεται να διαθέσει τα περιουσιακά στοιχεία του, περιλαμβανομένης της ακίνητης περιουσίας και περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν μέρος της κοινής συζυγικής περιουσίας, με εξαίρεση τις συνήθεις επιχειρηματικές δραστηριότητες και δραστηριότητες λειτουργίας, την ικανοποίηση των βασικών αναγκών διαβίωσης τόσο των δικών του όσο και των προσώπων έναντι των οποίων υπέχει υποχρέωση διατροφής, και τη διατήρηση και διοίκηση περιουσιακών στοιχείων. Δικαιοπραξία μέσω της οποίας ο οφειλέτης παραβιάζει την εν λόγω υποχρέωση είναι άκυρη. Η δικαιοπραξία μπορεί, πάντως, να θεωρηθεί έγκυρη εφόσον δεν υποβληθεί ένσταση ακυρότητάς της από τον δικαστικό επιμελητή, τον δανειστή ή καταχωρισμένο δανειστή με σκοπό να διασφαλιστεί η ικανοποίηση προβαλλόμενης απαίτησης. Τα νομικά αποτελέσματα ένστασης ακυρότητας αρχίζουν να ισχύουν από τη χρονική στιγμή θέσης σε ισχύ της δικαιοπραξίας, εφόσον η διαταγή εκτέλεσης ή άλλη εκδήλωση της βούλησης του δικαστικού επιμελητή, του δανειστή ή του καταχωρισμένου δανειστή επιδίδεται σε όλα τα μέρη της δικαιοπραξίας κατά της οποίας υπέβαλαν την ένσταση ακυρότητας ο δικαστικός επιμελητής, ο δανειστής υπέρ του οποίου εκδόθηκε η δικαστική απόφαση ή ο καταχωρισμένος δανειστής.

Ο οφειλέτης δεν επιτρέπεται να μεταβιβάσει περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν αντικείμενο διαταγής εκτέλεσης σε άλλο πρόσωπο, ούτε να τα βαρύνει ή να τα διαθέσει με οποιονδήποτε άλλον τρόπο. Δικαιοπραξία μέσω της οποίας ο οφειλέτης παραβιάζει την εν λόγω υποχρέωση είναι άκυρη.

4.3 Ποια η ισχύς αυτών των μέτρων;

Τα μέτρα αυτά ισχύουν έως ότου παύσει η αναγκαστική εκτέλεση και εισπραχθεί η απαίτηση, τα παρεπόμενα στοιχεία της και τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης, κ.λπ. Η απαγόρευση της διάθεσης περιουσιακών στοιχείων λήγει με απόφαση, αν ο οφειλέτης καταθέσει στο δικαστικό επιμελητή ποσό το οποίο ισούται με την προς είσπραξη απαίτηση, τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης και τα έξοδα του δανειστή.

5 Υπάρχει δυνατότητα προσφυγής κατά της απόφασης που διατάσσει ένα τέτοιο μέτρο;

Κατά τη διαδικασία εκτέλεσης δικαστικής απόφασης μέσω δικαστηρίου, είναι δυνατή η υποβολή προσφυγής σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για τις προσφυγές. Ο οφειλέτης πρέπει να υποβάλει τη σχετική προσφυγή εντός 15 ημερών από την επίδοση του αντίγραφου της δικαστικής απόφασης, ενώπιον του δικαστηρίου κατά της απόφασης του οποίου στρέφεται η προσφυγή. Αν η προσφυγή υποβληθεί από εξουσιοδοτημένο πρόσωπο εντός της προθεσμίας που επιτρέπεται για την άσκηση προσφυγής, η δικαστική απόφαση δεν τίθεται σε ισχύ αν δεν εκδοθεί πρώτα από το εφετείο τελική απόφαση επί της προσφυγής [βλ. επίσης άρθρο 254 του νόμου αριθ. 99/1963 (Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, όπως έχει τροποποιηθεί)].

Κατά τη διαδικασία εκτέλεσης δικαστικής απόφασης, δεν είναι δυνατή, για λόγους που καθορίζονται από τη νομοθεσία, η αναστολή της διαδικασίας και η απαλλαγή από την τήρηση της προθεσμίας, ούτε είναι δυνατή η άσκηση προσφυγής για επανέναρξη της διαδικασίας εκτέλεσης. Είναι, ωστόσο, δυνατή η άσκηση αίτησης αναίρεσης, μόνο όμως αν η εν λόγω αίτηση στρέφεται κατά οριστικής απόφασης του εφετείου με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή ή τερματίστηκε η διαδικασία προσφυγής, καθώς και κατά οριστικής απόφασης του εφετείου με την οποία έγινε δεκτή ή μεταρρυθμίστηκε η απόφαση πρωτοδικείου για την απόρριψη προσφυγής ή την κατ’ έφεση εξέταση της υπόθεσης λόγω μη τήρησης της προθεσμίας [βλ. επίσης άρθρο 229 παράγραφος 4 και άρθρο 254 παράγραφος 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως έχει τροποποιηθεί)].

Δικαίωμα σε περιουσιακά στοιχεία το οποίο δεν επιτρέπει την εκτέλεση μπορεί να ασκηθεί κατά του δανειστή μέσω της κατάθεσης αίτησης εξαίρεσης των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων από την εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 267 παράγραφος 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

Μέσω της εν λόγω αίτησης (άρθρο 267 παράγραφος 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) μπορεί να ασκηθεί τηρουμένων των αναλογιών δικαίωμα σε περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν ή που θεωρούνται, για τους σκοπούς της εκτέλεσης, μέρος της συζυγικής περιουσίας του οφειλέτη/της οφειλέτριας και της/του συζύγου του, παρότι η προς ανάκτηση απαίτηση δεν μπορεί να ικανοποιηθεί από τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία.

Η ένσταση κατά της γνησιότητας, του ύψους, της ομάδας ή της σειράς οποιασδήποτε εκ των απαιτήσεων που καταχωρίστηκαν για τη διανομή προσόδων ή που ικανοποιήθηκαν με οποιονδήποτε άλλον τρόπο κατά την εκτέλεση της δικαστικής απόφασης πρέπει επίσης να ασκηθεί κατά δανειστή μέσω της υποβολής αίτησης περί απομείωσης της αξίας περιουσιακών στοιχείων με μεθόδους που καθορίζονται από τη νομοθεσία (άρθρο 267a του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).

Οι συμμετέχοντες μπορούν να υποβάλουν ενστάσεις κατά ορισμένων δικαστικών αποφάσεων. Πρόκειται, ενδεικτικά, για ενστάσεις του οφειλέτη σχετικά με την απογραφή των περιουσιακών στοιχείων, ενστάσεις κατά της έκθεσης για τη διοίκηση μονάδας παραγωγής, ή ενστάσεις κατά επιδίκασης.

Είναι εξίσου σημαντικό να αναφερθεί, τέλος, ότι ο οφειλέτης μπορεί, κατά τις διαδικασίες επιβολής ή εκτέλεσης, να υποβάλει αίτηση αναβολής ή αναστολής της εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης (αναγκαστική εκτέλεση). Η αναβολή και αναστολή της εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης (αναγκαστική εκτέλεση) ρυθμίζεται από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας καθώς και από τον Κώδικα Αναγκαστικής Εκτέλεσης [συγκεκριμένα δε από τα άρθρα 266, 268 και 269 του νόμου αριθ. 99/1963 (Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, όπως έχει τροποποιηθεί), και από τα άρθρα 54, 55 και 55a του νόμου αριθ. 120/2001 (Κώδικας Αναγκαστικής Εκτέλεσης, όπως έχει τροποποιηθεί)].

Προσφυγή στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης:

Είναι δυνατή η άσκηση προσφυγής κατά απόφασης δικαστικού επιμελητή σε περιπτώσεις που επιτρέπονται από τον Κώδικα Αναγκαστικής Εκτέλεσης (πρβλ. άρθρο 55c).

Είναι δυνατό να κατατεθεί προσφυγή κατά της απόφασης δικαστικού επιμελητή με σκοπό την εξαίρεση κάποιου στοιχείου από την κατάσχεση, με αίτηση αφαίρεσης στοιχείου από κατάλογο σύμφωνα με το άρθρο 267 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η προσφυγή υποβάλλεται στο αρμόδιο για την αναγκαστική εκτέλεση δικαστήριο εντός 30 ημερών από την επίδοση της απόφασης του δικαστικού επιμελητή με την οποία ο τελευταίος δεν συμμορφώθηκε, έστω και εν μέρει, με την αίτηση αφαίρεσης του είδους από τον κατάλογο. Από την υποβολή της αίτησης αφαίρεσης του στοιχείου από τον κατάλογο μέχρι την εκπνοή της εν λόγω προθεσμίας, και καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας που αφορά την προσφυγή, δεν επιτρέπεται η πώληση των κινητών περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο

Τα μέρη μπορούν να υποβάλουν ενστάσεις κατά διαταγής πληρωμής των εξόδων της διαδικασίας εντός 8 ημερών από την επίδοση της διαταγής.

Όσον αφορά την αίτηση αναβολής ή αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης, βλ. την ενότητα «Opravné prostředky při soudním výkonu rozhodnutí» ανωτέρω.

6 Υπάρχουν περιορισμοί στην εκτέλεση, ιδίως όσον αφορά την προστασία του οφειλέτη ή τις προθεσμίες;

Σε περίπτωση έκδοσης διαταγής εκτέλεσης (άρθρο 44 και επ. του Κώδικα Αναγκαστικής Εκτέλεσης), η απαγόρευση της διάθεσης περιουσιακών στοιχείων δεν ισχύει για τις συνήθεις επιχειρηματικές δραστηριότητες και δραστηριότητες λειτουργίας του οφειλέτη, για την ικανοποίηση των βασικών αναγκών διαβίωσης τόσο των δικών του όσο και των προσώπων έναντι των οποίων υπέχει υποχρέωση διατροφής, και για τη διατήρηση και διοίκηση περιουσιακών στοιχείων. Ο οφειλέτης μπορεί ακόμη να υποβάλει αίτηση στον δικαστικό επιμελητή ζητώντας τη μη εφαρμογή της απαγόρευσης της διάθεσης σε τμήμα των περιουσιακών στοιχείων του. Στην εν λόγω αίτηση, ο οφειλέτης πρέπει να αποδείξει ότι τα εναπομείναντα περιουσιακά στοιχεία του αρκούν ξεκάθαρα και αδιαμφισβήτητα για την κάλυψη της προς ανάκτηση απαίτησης, καθώς και των εξόδων του δανειστή και των εξόδων της αναγκαστικής εκτέλεσης.

Ο οφειλέτης έχει επίσης τη δυνατότητα, κατόπιν κλήσης δικαστικού επιμελητή, η οποία πρέπει να περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με την προθεσμία πληρωμής και τις πιθανές συνέπειες ενδεχόμενης μη πληρωμής, να πληρώσει την προς ανάκτηση απαίτηση καθώς και την εγγύηση με μειωμένο κόστος. Η απαγόρευση της διάθεσης περιουσιακών στοιχείων (άρθρο 44a παράγραφος 1 και άρθρο 46 παράγραφος 6 του Κώδικα Αναγκαστικής Εκτέλεσης) παύει να ισχύει με τη συμμόρφωση με την προς ανάκτηση απαίτηση και την πληρωμή της εγγύησης. Σε αντίθετη περίπτωση, ο δικαστικός επιμελητής προβαίνει στην αναγκαστική εκτέλεση.

Ο οφειλέτης προστατεύεται ιδίως σε περίπτωση αποβολής από διαμέρισμα ή άλλο ακίνητο στο οποίο διαμένει, σύμφωνα με το άρθρο 65 του διατάγματος αριθ. 37/1992 του τσεχικού Υπουργείου Δικαιοσύνης, της 23ης Δεκεμβρίου 1991, περί των διαδικαστικών κανόνων των επαρχιακών και περιφερειακών δικαστηρίων (όπως έχει τροποποιηθεί). Συγκεκριμένα, η αναγκαστική εκτέλεση δικαστικής απόφασης δεν επιτρέπεται αν αρμόδιο όργανο για την αποβολή από ακίνητο, οικοδομή, διαμέρισμα ή δωμάτιο, διαπιστώσει ότι το προς έξωση πρόσωπο είναι καθηλωμένο στο κρεβάτι λόγω ασθένειας, ή είναι γυναίκα που διανύει την επιλόχειο περίοδο ή που βρίσκεται σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, και ότι η έξωση δύναται να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την υγεία του εν λόγω προσώπου. Αν ο δικαστικός επιμελητής δεν λάβει βεβαίωση ιατρού ή αν έχει αμφιβολίες για την ορθότητα της εν λόγω βεβαίωσης, συμβουλεύεται εξειδικευμένο ιατρό.

Εξαιρούνται ορισμένα είδη που ανήκουν σε οφειλέτη σύμφωνα με τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, βλ. επίσης την ερώτηση «Jaký druh majetku může být předmětem výkonu soudních rozhodnutí?»

 

Αυτή η ιστοσελίδα είναι μέρος του ιστότοπου Η Ευρώπη σου.

Θα μας βοηθούσαν πολύ τα σχόλιά σας σχετικά με τη χρησιμότητα των παρεχόμενων πληροφοριών.

Your-Europe

Τελευταία επικαιροποίηση: 28/03/2022

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.