

Βρείτε πληροφορίες ανά περιφέρεια
Η εκτέλεση στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις κινείται με αγωγή του δανειστή ή του διαδίκου που ζητεί την επίσπευση της εκτέλεσης κατά του οφειλέτη ή άλλου προσώπου κατά του οποίου μπορεί να στραφεί η εκτέλεση, με την οποία ο επισπεύδων ζητεί από το δικαστήριο να επιβάλει την εκπλήρωση οφειλόμενης σε αυτόν υποχρέωσης.
Η εκτέλεση μπορεί να εξυπηρετεί τρεις σκοπούς: την πληρωμή χρηματικού ποσού· την παράδοση συγκεκριμένου πράγματος· ή την ενέργεια ή την παράλειψη πράξης.
Η εκτέλεση μπορεί να διενεργηθεί στο πλαίσιο συνήθους δικαστικής διαδικασίας (τακτικής, συνοπτικής ή ενιαίας) ή ειδικής διαδικασίας.
Όλες οι διαδικασίες εκτέλεσης που επισπεύδονται για την πληρωμή χρηματικού ποσού διεξάγονται με τη μορφή της συνήθους τακτικής δικαστικής διαδικασίας, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που ορίζονται παρακάτω στις οποίες η εκτέλεση διεξάγεται στο πλαίσιο της συνοπτικής διαδικασίας και τις διαδικασίες εκτέλεσης που αφορούν την καταβολή διατροφής οι οποίες διεξάγονται στο πλαίσιο ειδικής διαδικασίας.
Η προσφυγή στη συνοπτική διαδικασία επιλέγεται στην εκτέλεση για την πληρωμή χρηματικού ποσού, με βάση τους παρακάτω τίτλους:
Ακόμη και όταν έχει εκδοθεί κάποιος από τους παραπάνω εκτελεστούς τίτλους, προκρίνεται η τακτική διαδικασία έναντι της συνοπτικής, στις παρακάτω περιπτώσεις:
Η διαδικασία εκτέλεσης που κινείται με σκοπό την παράδοση συγκεκριμένου πράγματος και τη διενέργεια πράξης διεξάγεται ως ενιαία συνήθης διαδικασία.
Η εκτέλεση για την παράδοση συγκεκριμένου πράγματος μπορεί να τραπεί σε εκτέλεση για την πληρωμή χρηματικού ποσού, όταν δεν είναι δυνατή η εύρεση του πράγματος που θα έπρεπε να λάβει ο επισπεύδων την εκτέλεση. Σε αυτή την περίπτωση, ο επισπεύδων διάδικος μπορεί στην ίδια διαδικασία, να απαιτήσει την καταβολή της αξίας του πράγματος που θα έπρεπε να του έχει παραδοθεί και της ζημίας από τη μη παράδοση.
Η εκτέλεση με σκοπό την υποχρέωση σε διενέργεια πράξης μπορεί να τραπεί σε εκτέλεση για την καταβολή χρηματικού ποσού εάν ο επισπεύδων ζητεί αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη και πληρωμή του επίδικου ποσού.
Η εκτέλεση που αφορά την οφειλή διατροφής ακολουθεί τον τύπο της ειδικής διαδικασίας με την οποία:
Η διαδικασία της εκτέλεσης καθορίζεται στα άρθρα 550 και 551 (Μορφή διαδικασίας — Διαδικασία εκτέλεσης), 703 έως 877 (Διαδικασία εκτέλεσης) και άρθρα 933 έως 937 (Ειδική εκτέλεση σε υποθέσεις διατροφής) του κώδικα πολιτικής δικονομίας (Código de Processo Civil), που είναι διαθέσιμος σε αυτόν τον σύνδεσμο.
Αρμόδιες αρχές εκτέλεσης είναι τα δικαστήρια και οι δικαστικοί επιμελητές.
Η εκτέλεση διεξάγεται στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας εκτέλεσης για τη διενέργεια της οποίας αρμόδια αρχή είναι τα δικαστήρια, τα οποία επικουρούνται από δικαστικούς επιμελητές. Εκτός από τη δικαστική διαδικασία, ο νόμος προβλέπει επίσης «εξωδικαστική διαδικασία προ της εκτέλεσης» (procedimento extrajudicial pré-executivo), η οποία είναι προαιρετική και στην οποία ο δανειστής μπορεί να προσφύγει εφόσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Αρμόδια αρχή για τη διεξαγωγή της εξωδικαστικής διαδικασίας προ της εκτέλεσης είναι οι δικαστικοί επιμελητές.
Δικαστική διαδικασία εκτέλεσης
Η εκτέλεση κινείται με την υποβολή αίτησης εκτέλεσης στο δικαστήριο. Ο τύπος και οι όροι υποβολής της αίτησης εκτέλεσης καθορίζονται σε κυβερνητικό διάταγμα δηλαδή στο κυβερνητικό διάταγμα αριθ. 282/2013, της 29ης Αυγούστου 2013 (το 2020, όταν αναθεωρήθηκε το παρόν ενημερωτικό δελτίο), και το οποίο είναι διαθέσιμο σε αυτόν τον σύνδεσμο.
Τα έντυπα που πρέπει να χρησιμοποιήσει ο επισπεύδων στις διαδικασίες εκτέλεσης στις οποίες δεν απαιτείται εκπροσώπηση από δικηγόρο, ασκούμενο δικηγόρο ή νομικό αντιπρόσωπο διατίθενται στην πύλη CITIUS.
Ο δικαστικός επιμελητής διορίζεται από τον επισπεύδοντα την εκτέλεση. Εάν ο εν λόγω διάδικος δεν το πράξει, ο γραμματέας του δικαστηρίου διορίζει τον δικαστικό επιμελητή αυτόματα με τυχαία επιλογή. Στις εξαιρετικές περιπτώσεις που ορίζονται στον νόμο, τα καθήκοντα του δικαστικού επιμελητή μπορεί να αναλάβει δικαστικός υπάλληλος.
Γενικά, οι αρμοδιότητες του δικαστηρίου και του δικαστικού επιμελητή κατανέμονται ως εξής:
Ειδικότερα,
ο δικαστής είναι αρμόδιος:
Ο δικαστικός επιμελητής είναι αρμόδιος:
Για διαδικασίες εκτελέσεις που κινούνται στην Πορτογαλία, η καθ’ ύλην αρμοδιότητα των δικαστηρίων καθορίζεται ως εξής:
(Άρθρα 111 έως 131 του νόμου αριθ. 62/2013, της 26ης Αυγούστου 2013, ο οποίος είναι διαθέσιμος σε αυτόν τον σύνδεσμο)
Η κατά τόπον αρμοδιότητα των δικαστηρίων της Πορτογαλίας όσον αφορά την κίνηση της διαδικασίας εκτέλεσης ορίζεται ως εξής (άρθρο 85 έως 90 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, ο οποίος είναι διαθέσιμος σε αυτόν τον σύνδεσμο)
Εξωδικαστική διαδικασία προ της εκτέλεσης
Αντί της δικαστικής διαδικασίας, οι δανειστές μπορούν να επιλέξουν να προσφύγουν σε προκαταρκτική διοικητική διαδικασία, η οποία καλείται PEPEX [procedimento extrajudicial pré-executivo (εξωδικαστική διαδικασία προ της εκτέλεσης)] — http://www.pepex.pt.
Αρμόδια αρχή για την εκτέλεση των μέτρων της εν λόγω διαδικασίας είναι οι δικαστικοί επιμελητές.
Η προσφυγή στη διαδικασία PEPEX επιτρέπεται στην περίπτωση: εθνικών εκτελεστών αποφάσεων· λοιπών εθνικών εκτελεστών τίτλων· αλλοδαπών αποφάσεων που έχουν κηρυχθεί εκτελεστές· αποφάσεων των οποίων η εκτελεστότητα απορρέει από τη νομοθεσία της ΕΕ, συμβάσεις ή συνθήκες που είναι δεσμευτικές για την Πορτογαλία· ευρωπαϊκών εκτελεστών τίτλων. Σε καθεμιά από τις παραπάνω περιπτώσεις πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις:
Οι δικαστικοί επιμελητές διερευνούν τα περιουσιακά στοιχεία και τα εισοδήματα του καθ’ ου η αίτηση με χρήση του αριθμού φορολογικού μητρώου του μόνο σε πορτογαλικές βάσεις δεδομένων (δεν μπορούν να ελέγξουν βάσεις δεδομένων άλλων κρατών μελών). Η πορτογαλική νομοθεσία επιτρέπει τόσο σε νομικά όσο και σε φυσικά αλλοδαπά πρόσωπα να αιτούνται αριθμό φορολογικού μητρώου ακόμη και αν δεν ασκούν δραστηριότητες ούτε έχουν την κατοικία τους στην Πορτογαλία.
Η PEPEX είναι μια ταχεία ηλεκτρονική διαδικασία, η οποία διεξάγεται χωρίς χρήση χαρτιού και είναι λιγότερο δαπανηρή από τη δικαστική διαδικασία. Η αρχική αίτηση υποβάλλεται απευθείας από τον δανειστή, ο οποίος έχει πρόσβαση στην παρακάτω πλατφόρμα ΙΤ μέσω της διεύθυνσης:
Η πρόσβαση στην πύλη της φορολογικής και τελωνειακής αρχής παρέχεται μέσω διαπιστευτηρίων πρόσβασης ή του ψηφιακού πιστοποιητικού της «κάρτας πολίτη» (cartão de cidadão).
Όταν ο δανειστής διορίζει εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο, οι δικηγόροι (Advogados) και οι νομικοί αντιπρόσωποι (Solicitadores) μπορούν να έχουν πρόσβαση στην πλατφόρμα με χρήση ψηφιακού πιστοποιητικού το οποίο εκδίδεται για τον εν λόγω σκοπό από τους αντίστοιχους επαγγελματικούς φορείς τους.
Μετά την υποβολή της αίτησης, η διαδικασία παραπέμπεται αυτόματα σε δικαστικό επιμελητή και οι δανειστές ενημερώνονται ταχέως (κατά κανόνα, σε πέντε ημέρες μετά την υποβολή της αίτησης) για το αν είναι πράγματι εφικτή η είσπραξη του οφειλόμενου χρηματικού ποσού, διαφορετικά τους παρέχεται βεβαίωση μη εισπραξιμότητας για φορολογικούς σκοπούς, χωρίς να απαιτείται προσφυγή στο δικαστήριο.
Κύριος σκοπός της εν λόγω διαδικασίας είναι η επίτευξη εκούσιας πληρωμής. Μέτρα κατάσχεσης / συντηρητικής κατάσχεσης δεν μπορούν να επιβληθούν στο πλαίσιο της διαδικασίας PEPEX. Για να επιβληθούν τέτοια μέτρα, η διαδικασία PEPEX πρέπει να τραπεί σε διαδικασία εκτέλεσης.
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας PEPEX, ο καθ’ ου η αίτηση μπορεί να προβεί σε εκούσια πληρωμή ή να καταρτίσει συμφωνία πληρωμής με τον αιτούντα.
Όταν ο αιτών επιλέγει τη δυνατότητα πραγματοποίησης επιδόσεων στον αντίδικο, οι επιδόσεις πραγματοποιούνται αυτοπροσώπως από δικαστικό επιμελητή.
Οι καθ’ ων η αίτηση που λαμβάνουν γνώση της διαδικασίας μέσω έγκυρης επίδοσης και δεν προβαίνουν σε καμία ενέργεια εντάσσονται σε δημόσιο κατάλογο οφειλετών και, κατόπιν τούτου, μπορεί να εκδοθεί η προαναφερόμενη βεβαίωση μη εισπραξιμότητας για νομικούς και φορολογικούς σκοπούς. Η εν λόγω κατάσταση αίρεται μεταγενέστερα αφού εξοφληθεί η απαίτηση, με τη διαγραφή του ονόματος του οφειλέτη από τον κατάλογο και την ενημέρωση της φορολογικής αρχής.
Στο πλαίσιο της διαδικασίας PEPEX, τα μέρη μπορούν να ζητήσουν την παρέμβαση δικαστή: ο αιτών μπορεί να μετατρέψει τη διαδικασία PEPEX σε διαδικασία εκτέλεσης εάν δεν επιτευχθεί εκούσια πληρωμή· ο καθ’ ου η αίτηση μπορεί να πράξει το ίδιο προβάλλοντας αντιρρήσεις για τη διαδικασία PEPEX.
Από άποψη εξόδων, η διαδικασία PEPEX είναι λιγότερο δαπανηρή από τη δικαστική διαδικασία. Με μόλις 51,00 EUR συν ΦΠΑ, οι δανειστές μπορούν να εξακριβώσουν το βιώσιμο ή μη της απαίτησής τους, ανεξάρτητα από την αξία της απαίτησης. Εάν επιτευχθεί η είσπραξη, τα έξοδα μπορούν να υπερβούν το ποσό των 51,00 EUR, ανάλογα με την περίπτωση.
Πρέπει ομοίως να επισημανθεί ότι, αν η διαδικασία PEPEX τραπεί σε διαδικασία εκτέλεσης, οι δανειστές απαλλάσσονται από το αρχικά δικαστικά τέλη.
Η διαδικασία PEPEX προβλέπεται από τον νόμο αριθ. 32/2014, της 30ής Μαΐου 2014, ο οποίος είναι διαθέσιμος σε αυτόν τον σύνδεσμο και ρυθμίζεται από το διάταγμα αριθ. 233/2014, της 14ης Νοεμβρίου 2014, το οποίο είναι διαθέσιμο στον σύνδεσμο διάταγμα PEPEX
Ολόκληρη η διαδικασία εκτέλεσης βασίζεται σε τίτλο που καθορίζει τον σκοπό και τα όρια της αγωγής εκτέλεσης. Οι εκτελεστοί τίτλοι θεωρείται ότι περιλαμβάνουν τους νόμιμους τόκους υπερημερίας επί της επίδικης υποχρέωσης.
Οι αποφάσεις είναι εκτελεστές και εκτελεστοί τίτλοι εκδίδονται υπό τις παρακάτω προϋποθέσεις:
α) Δικαστικές αποφάσεις κατά του εναγομένου
Έγγραφα τα οποία έχουν καταρτιστεί ή επικυρωθεί από συμβολαιογράφο ή άλλες οντότητες ή επαγγελματίες με σχετική αρμοδιότητα, και επιτάσσουν τη σύσταση ή την αναγνώριση υποχρέωσης
γ) Χρεόγραφα, ακόμη και χειρόγραφα, εφόσον στην περίπτωση αυτή, τα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν την υποκείμενη σχέση περιλαμβάνονται στο ίδιο το έγγραφο ή παρατίθενται στην αίτηση εκτέλεσης
δ) Έγγραφα στα οποία απονέμεται εκτελεστότητα μέσω ειδικής διάταξης
Ως προς την απαίτηση
Η προς εκτέλεση απαίτηση πρέπει να είναι βέβαιη, απαιτητή και εκκαθαρισμένη. Εάν, βάσει του τίτλου, αυτή η προϋπόθεση δεν συντρέχει, η εκτέλεση θα ξεκινήσει με τη λήψη μέτρων για να καταστεί η απαίτηση βέβαιη, απαιτητή και εκκαθαρισμένη.
Ως προς τον δανειστή
Η προς εκτέλεση απαίτηση εγείρεται υποχρεωτικά από το πρόσωπο που κατονομάζεται ως δανειστής στον εκτελεστό τίτλο. Εάν ο τίτλος είναι αξιόγραφο στον κομιστή, η εκτέλεση ζητείται από τον κομιστή του τίτλου.
Σε περίπτωση διαδοχής στο δικαίωμα ή στην υποχρέωση, η εκτέλεση πρέπει να πραγματοποιείται μεταξύ των διαδόχων των προσώπων που κατονομάζονται στον τίτλο ως δανειστής και οφειλέτης της προς εκτέλεση υποχρέωσης. Στην αίτηση εκτέλεσης, ο επισπεύδων την εκτέλεση οφείλει να παραθέσει τα πραγματικά περιστατικά που αποδεικνύουν τη διαδοχή.
Ως προς τον οφειλέτη
Η εκτέλεση πρέπει να διενεργείται κατά του προσώπου που αναγράφεται ως οφειλέτης στον τίτλο.
Τα περιουσιακά στοιχεία του καθ’ ου η εκτέλεση κατάσχονται ακόμη κι αν για οποιονδήποτε λόγο βρίσκονται στην κατοχή τρίτου, με την επιφύλαξη, ωστόσο, των δικαιωμάτων που δύναται να επικαλεστεί ο εν λόγω τρίτος σε βάρος του επισπεύδοντος.
Η εκτέλεση επί οφειλής η οποία είναι εξασφαλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια σε περιουσιακά στοιχεία τρίτου στρέφεται υποχρεωτικά απευθείας κατά του εν λόγω τρίτου, εφόσον ο επισπεύδων την εκτέλεση επιθυμεί να εκτελέσει την εξασφάλιση, ανεξάρτητα από το ότι μπορεί επίσης να στραφεί απευθείας κατά του οφειλέτη.
Όταν η διαδικασία εκτέλεσης στρέφεται μόνον κατά του τρίτου, και είναι γνωστό ότι τα περιουσιακά στοιχεία που είναι βεβαρημένα με την εμπράγματη ασφάλεια δεν επαρκούν, ο επισπεύδων την εκτέλεση μπορεί στην ίδια διαδικασία να ζητήσει τη συνέχιση της διαδικασίας εκτέλεσης σε βάρος του οφειλέτη κατά του οποίου θα στραφεί για την πλήρη ικανοποίηση της απαίτησης. Όταν τα βεβαρημένα περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στον οφειλέτη αλλά βρίσκονται στην κατοχή τρίτου, ο τελευταίος μπορεί να εναχθεί από κοινού με τον οφειλέτη.
Στη διαδικασία εκτέλεσης που στρέφεται κατά εγγυητή, τα περιουσιακά στοιχεία του εγγυητή δεν μπορούν να κατασχεθούν έως ότου κατασχεθούν όλα τα περιουσιακά στοιχεία του πρωτοφειλέτη, εφόσον ο εγγυητής προβάλει βάσιμα την ένσταση δίζησης εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας για την άσκηση ανακοπής κατά της εκτέλεσης.
Όταν τα κοινά περιουσιακά στοιχεία συζύγων κατάσχονται στο πλαίσιο διαδικασίας εκτέλεσης που στρέφεται κατά ενός μόνον από τους συζύγους, επειδή θεωρείται ότι ο καθ’ ου η εκτέλεση δεν διαθέτει επαρκή περιουσιακά στοιχεία, ο/η σύζυγος του καθ’ ου η εκτέλεση ειδοποιείται να αιτηθεί τον διαχωρισμό των περιουσιακών στοιχείων ή να προσκομίσει βεβαίωση που να αποδεικνύει ότι εκκρεμεί αγωγή στην οποία έχει ήδη ζητηθεί διαχωρισμός· σε αντίθετη περίπτωση, η διαδικασία εκτέλεσης θα συνεχιστεί κατά των κοινών περιουσιακών στοιχείων.
Όταν η διαδικασία εκτέλεσης στρέφεται κατά ενός εκ των συζύγων, ο επισπεύδων την εκτέλεση μπορεί να ισχυριστεί αιτιολογημένα ότι η οφειλή, όπως προκύπτει από άλλον τίτλο πλην της απόφασης, είναι κοινή. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ο/η σύζυγος του καθ’ ου η εκτέλεση λαμβάνει κοινοποίηση με την οποία καλείται να δηλώσει αν αποδέχεται ότι η οφειλή είναι κοινή, βάσει των λόγων που έχουν προβληθεί· διαφορετικά, σε περίπτωση που ο σύζυγος δεν απαντήσει, η οφειλή θεωρείται κοινή, με την επιφύλαξη των αντιρρήσεων που μπορεί να προβάλει ο εν λόγω σύζυγος.
Όταν η διαδικασία εκτέλεσης στρέφεται κατά ενός ή περισσοτέρων από τους συγκυρίους ομάδας περιουσίας ή εξ αδιαιρέτου ακινήτου, δεν μπορούν να κατασχεθούν τα περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται στην ομάδα περιουσίας ή σε μέρος αυτής, η σε συγκεκριμένο μερίδιο του εξ αδιαιρέτου ακινήτου.
Όταν η διαδικασία εκτέλεσης στρέφεται κατά κληρονόμων, κατασχετέα είναι μόνον τα περιουσιακά στοιχεία που κληρονόμησαν από τον θανόντα. Όταν η κατάσχεση εκτείνεται σε άλλα περιουσιακά στοιχεία, ο καθ’ ου η εκτέλεση μπορεί να ζητήσει από τον δικαστικό επιμελητή την αποδέσμευση της εν λόγω περιουσίας, υποδεικνύοντας τα περιουσιακά στοιχεία της κληρονομίας που έχει στην κατοχή του. Το αίτημα γίνεται δεκτό εφόσον δεν προβάλει αντιρρήσεις ο επισπεύδων, έπειτα από ακρόασή του. Εάν ο επισπεύδων την εκτέλεση αντιταχθεί στην αποδέσμευση της περιουσίας, ο καθ’ ου η εκτέλεση μπορεί να επιτύχει την αποδέσμευση μόνον εφόσον η αποδοχή της κληρονομίας ήταν ανεπιφύλακτη (χωρίς κίνηση διαδικασίας απογραφής) και εφόσον επικαλεστεί και αποδείξει ενώπιον του δικαστηρίου: α) ότι τα κατασχεμένα περιουσιακά στοιχεία δεν ανήκαν στην κληρονομιαία περιουσία· β) ότι δεν έλαβε από την κληρονομία περισσότερα περιουσιακά στοιχεία από αυτά που υποδείχθηκαν ή, εφόσον το έπραξε, ότι τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν στο σύνολό τους για τη διευθέτηση του παθητικού της κληρονομίας.
Οι νομικές διατάξεις στις οποίες βασίζεται το καθεστώς αυτό είναι αυτές που αναφέρονται στην απάντηση στην ερώτηση 1.
Τα κύρια μέτρα εκτέλεσης είναι:
Τα εν λόγω κύρια μέτρα εκτέλεσης μπορούν να προηγηθούν ή να έπονται άλλων σημαντικών μέτρων που είναι αναγκαία για την υλοποίησή τους (π.χ. επιλογή εκπλήρωσης σε περίπτωση διαζευκτικής ενοχής· απόδειξη συμμόρφωσης με όρο ή παροχής υπηρεσίας από την οποία εξαρτάται η προς εκτέλεση υποχρέωση· εκκαθάριση της προς εκτέλεση υποχρέωσης όταν αυτή δεν έχει εκκαθαριστεί· εκτίμηση του κόστους εκπλήρωσης της υποχρέωσης από τρίτον· προηγούμενες διαβουλεύσεις για τον εντοπισμό και τον προσδιορισμό των κατασχετέων περιουσιακών στοιχείων· εγγραφή της κατάσχεσης· δημιουργία αποθετηρίου των κατασχεμένων περιουσιακών στοιχείων· δημοσίευση της εκποίησης των κατασχεμένων περιουσιακών στοιχείων· κοινοποίηση της εκποίησης στο γραφείο καταχωρίσεων).
Η επιλογή των μέτρων εκτέλεσης εξαρτάται από τον σκοπό της εκτέλεσης, ο οποίος μπορεί να είναι: πληρωμή χρηματικού ποσού· παράδοση συγκεκριμένου πράγματος· ή διενέργεια πράξης.
Στη διαδικασία εκτέλεσης για την πληρωμή χρηματικού ποσού, τα μέσα εκτέλεσης που εξυπηρετούν με τον προσφορότερο τρόπο τον σκοπό της διαδικασίας εκτέλεσης είναι η κατάσχεση, η εκποίηση και η πληρωμή.
Στη διαδικασία εκτέλεσης για την παράδοση συγκεκριμένου πράγματος, το μέτρο εκτέλεσης που εξυπηρετεί με τον προσφορότερο τρόπο τον σκοπό της διαδικασίας εκτέλεσης είναι η παράδοση του εν λόγω πράγματος από τον δικαστικό επιμελητή. Όταν δεν μπορεί να βρεθεί το πράγμα το οποίο πρέπει να παραδοθεί στον επισπεύδοντα, ο επισπεύδων μπορεί να τρέψει τη διαδικασία σε διαδικασία εκτέλεσης για την πληρωμή χρηματικού ποσού μέσω πληρωμής της αξίας του πράγματος, καθώς και αποζημίωσης λόγω της μη παράδοσης.
Στη διαδικασία εκτέλεσης για τη διενέργεια πράξης, δύο είναι τα προσφορότερα εναλλακτικά μέτρα εκτέλεσης: διενέργεια της πράξης από άλλον με δαπάνες του καθ’ ου η εκτέλεση, σε περίπτωση που μπορεί να υποκατασταθεί στη διενέργεια της πράξης, συν αποζημίωση για την καθυστέρηση· ή, όταν η πράξη δεν μπορεί να διενεργηθεί από άλλον, καταβολή αποζημίωσης για τη ζημία, στην οποία μπορεί να σωρευτεί πληρωμή ποινικής ρήτρας. Όταν ο επισπεύδων την εκτέλεση αξιώνει αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη, η αγωγή τρέπεται σε διαδικασία εκτέλεσης για την πληρωμή χρηματικού ποσού.
Όλα τα κατασχετέα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της εκτέλεσης.
Η εκτέλεση μπορεί να επεκταθεί σε περιουσιακά στοιχεία τρίτων όταν αυτά συνδέονται με την εξασφάλιση της απαίτησης ή αποτελούν αντικείμενο πράξης που προκάλεσε ζημία στον δανειστή και την οποία έχει προσβάλει επιτυχώς ο δανειστής.
Κατασχετέα είναι μόνον πράγματα και δικαιώματα αποτιμητά σε χρήμα. Τα περιουσιακά στοιχεία που δεν έχουν αποκτηθεί με νόμιμες εμπορικές πράξεις δεν κατάσχονται.
Όσον αφορά τους προαναφερθέντες κανόνες, τα παρακάτω περιουσιακά στοιχεία μπορούν να κατασχεθούν:
Συνέπειες της κατάσχεσης
Συνέπειες της εκποίησης
Συνέπειες της πληρωμής
Συνέπειες της παράδοσης πράγματος
Συνέπειες της διενέργειας πράξης
Η εκποίηση, η πληρωμή, η παράδοση πράγματος και η διενέργεια πράξης αποτελούν μέτρα εκτέλεσης τα οποία, αφού διεξαχθούν, δεν έχουν περίοδο ισχύος. Το ίδιο ισχύει για την κατάσχεση, με την επιφύλαξη της ειδικής προδιαγραφής που μνημονεύεται παρακάτω, όσον αφορά την κατάσχεση περιουσιακού στοιχείου που υπόκειται σε εγγραφή.
Όσον αφορά την κατάσχεση ακινήτου που υπόκειται σε εγγραφή, η εγγραφή της κατάσχεσης είναι υποχρεωτική και πρέπει να διενεργηθεί από τον δικαστικό επιμελητή. Σε ορισμένες περιπτώσεις που ρητά ορίζονται στον νόμο, η κατάσχεση πρέπει να εγγραφεί ως προσωρινή. Σε αυτήν την περίπτωση, η προσωρινή εγγραφή αίρεται αν δεν τραπεί σε οριστική εγγραφή ή δεν ανανεωθεί εντός της ισχύουσας προθεσμίας. Συνεπώς, σε περίπτωση εγγραπτέας κατάσχεσης περιουσιακών στοιχείων, η εγγραφή της οποίας είναι προσωρινή, ο δικαστικός επιμελητής πρέπει να διασφαλίσει την τροπή της προσωρινής εγγραφής σε οριστική, εφόσον αυτό καταστεί εφικτό στο μεσοδιάστημα ή την ανανέωση αυτής για το απαιτούμενο χρονικό διάστημα.
Τέλος, η διαδικασία εκτέλεσης που έχει κινηθεί μπορεί να περατωθεί στο στάδιο του νομικού ελέγχου για τον εντοπισμό των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, χωρίς να επιτευχθεί πληρωμή, εφόσον ο έλεγχος αποδειχθεί άκαρπος κατά την εκπνοή της προθεσμίας που τάσσει ο νόμος περί πολιτικής δικονομίας, ανάλογα με την περίπτωση και το εκάστοτε είδος της διαδικασίας.
Οι νομικές διατάξεις στις οποίες βασίζεται το καθεστώς αυτό είναι αυτές που αναφέρονται στην απάντηση στην ερώτηση 1.
Με την ευρεία έννοια, ο όρος «προσφυγή» (recurso) καλύπτει την ανακοπή κατά της εκτέλεσης, την ανακοπή κατά της κατάσχεσης και την έφεση με τη στενή έννοια.
Ανακοπή κατά της εκτέλεσης
Ο καθ’ ου η εκτέλεση μπορεί να προσβάλει την εκτέλεση προβάλλοντας αντιρρήσεις κατ’ αυτής εντός 20 ημερών από την ημερομηνία της κλήτευσης.
Με την επιφύλαξη των διατάξεων του διεθνούς και ενωσιακού δικαίου που δεσμεύουν την Πορτογαλία και υπερισχύουν του εθνικού δικαίου, οι λόγοι ανακοπής κατά της εκτέλεσης σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο διαφέρουν ανάλογα με το αν η εκτέλεση βασίζεται σε απόφαση (πιο περιορισμένοι)· διαιτητική απόφαση (πιο ευρείς)· ή άλλον εκτελεστό τίτλο (ακόμη πιο ευρείς).
Όταν η εκτέλεση βασίζεται σε απόφαση, η ανακοπή μπορεί να βασίζεται μόνο στους παρακάτω λόγους:
Όταν η εκτέλεση βασίζεται σε διαιτητική απόφαση, εκτός από τους προαναφερόμενους λόγους ανακοπής κατά της εκτέλεσης, μπορούν επίσης να προβληθούν οι λόγοι στους οποίους μπορεί να βασιστεί η δικαστική ακύρωση της εν λόγω απόφασης, με την επιφύλαξη των διατάξεων του Νόμου Εκούσιας Διαιτησίας (Lei da Arbitragem Voluntária).
Όταν η εκτέλεση δεν βασίζεται σε απόφαση ή αίτηση για την έκδοση διαταγής η οποία έχει περιβληθεί τον εκτελεστήριο τύπο, εκτός από τους λόγους ανακοπής κατά της εκτέλεσης βάσει δικαστικής απόφασης που έχουν ήδη εκτεθεί, μπορούν να προβληθούν και άλλοι λόγοι ως άμυνα στην αναγνωριστική διαδικασία.
Ανακοπή κατά της κατάσχεσης
Ο καθ’ ου η εκτέλεση, ο/η σύζυγος αυτού και τρίτοι μπορούν να ασκήσουν ανακοπή κατά της κατάσχεσης ορισμένων περιουσιακών στοιχείων στις παρακάτω περιπτώσεις.
Όταν κατάσχονται τα περιουσιακά στοιχεία του καθ’ ου, αυτός μπορεί να προσβάλει την κατάσχεση για οποιονδήποτε από τους παρακάτω λόγους:
Εάν η κατάσχεση ή η δήμευση ή παράδοση περιουσιακών στοιχείων που έχει διαταχθεί δικαστικά παραβιάζει το δικαίωμα κυριότητας ή άλλο δικαίωμα το οποίο δεν συνάδει με την υλοποίηση ή την έκταση στην οποία επιβλήθηκε το μέτρο, και ανήκει σε πρόσωπο που δεν είναι διάδικος, ο ζημιωθείς διάδικος μπορεί να το επιβάλει με ανακοπή τρίτου (embargos de terceiro).
Ο/η σύζυγος που επέχει τη θέση τρίτου μπορεί, χωρίς την έγκριση του άλλου συζύγου, να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του/της ως προς τα δικά του/της περιουσιακά στοιχεία ή τα κοινά περιουσιακά στοιχεία που έχουν θιγεί αδικαιολόγητα από την κατάσχεση.
Οι νομικές διατάξεις στις οποίες βασίζεται το καθεστώς αυτό είναι αυτές που αναφέρονται στην απάντηση στην ερώτηση 1.
Ένδικα μέσα
Τα τακτικά ένδικα μέσα συνίστανται στην έφεση (apelação) (ασκείται κατά αποφάσεων που έχουν εκδοθεί από πρωτοβάθμιο δικαστήριο) και στην αναίρεση (revista) (ασκείται ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου). Τα τακτικά ένδικα μέσα κατά αποφάσεων που έχουν εκδοθεί στο πλαίσιο διαδικασίας εκτέλεσης διέπονται από τις διατάξεις που ρυθμίζουν την αναγνωριστική διαδικασία.
Κατά κανόνα, ένα τακτικό ένδικο μέσο ασκείται παραδεκτά μόνον όταν η αξία της διαφοράς υπερβαίνει την αξία για την οποία είναι αρμόδια το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και η εν λόγω απόφαση είναι δυσμενής για τον εκκαλούντα κατά ποσό το οποίο επίσης υπερβαίνει το ήμισυ της αξίας για την οποία είναι αρμόδιο το εν λόγω δικαστήριο. Στην Πορτογαλία, το εφετείο είναι αρμόδιο για διαφορές αξίας 30 000 EUR και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο για διαφορές αξίας 5 000 EUR.
Στη διαδικασία εκτέλεσης προβλέπονται συγκεκριμένα προσωρινά μέτρα, τα οποία μπορεί να ασκηθούν ή όχι, ανάλογα με την περίπτωση —λ.χ. ανακοπές κατά της εκτέλεσης μέσω ειδικών ενστάσεων (embargos de executado) του καθ’ ου, ανακοπή κατά της κατάσχεσης από τον καθ’ ου ή από τρίτον, επαλήθευση και κατάταξη των απαιτήσεων όταν υπάρχουν δανειστές με εμπράγματη ασφάλεια επί των κατασχεμένων περιουσιακών στοιχείων που αξιώνουν την εξόφληση των αντίστοιχων απαιτήσεών τους από το προϊόν εκποίησης των κατασχεμένων. Με έφεση μπορούν επίσης να προσβληθούν οι αποφάσεις που εκδίδονται επί των εν λόγω προσωρινών μέτρων με τους όρους που προαναφέρθηκαν.
Ειδικότερα, στη διαδικασία εκτέλεσης, έφεση ασκείται κατά:
Αναίρεση ασκείται κατά:
Οι κανόνες που διέπουν τα ένδικα μέσα σε υποθέσεις εκτέλεσης καθορίζονται στα άρθρα 852 έως 854 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, που διατίθεται στον σύνδεσμο κώδικας πολιτικής δικονομίας
Ναι, προβλέπονται περιορισμοί υπέρ του οφειλέτη. Ορισμένοι αφορούν την κατάσχεση και άλλοι την εκτέλεση και απορρέουν από προθεσμίες.
Οι περιορισμοί επί της κατάσχεσης που προβλέπονται για την προστασία του οφειλέτη συνίστανται στην απόλυτη ή πλήρη απαγόρευση κατάσχεσης, τη σχετική απαγόρευση κατάσχεσης και τη μερική απαγόρευση κατάσχεσης συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Προβλέπονται δύο ακόμη περιορισμοί: ο ένας αφορά την προστασία των κοινών περιουσιακών στοιχείων συζύγων όταν η διαδικασία εκτέλεσης στρέφεται μόνον κατά του ενός συζύγου· ο άλλος απορρέει από την αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται η κατάσχεση μόνον των περιουσιακών στοιχείων που είναι αναγκαία για την εξόφληση της οφειλής και την κάλυψη των εξόδων της εκτέλεσης.
Η πάροδος του χρόνου μπορεί να αποτελεί περιορισμό επί της εκτέλεσης σε περίπτωση παραγραφής ή αποσβεστικής προθεσμίας. Μετά την παρέλευση των εν λόγω προθεσμιών, αποσβένεται το δικαίωμα του οποίου προσδοκάται η εκτέλεση.
Ο τρόπος που λειτουργούν οι εν λόγω περιορισμοί που συναρτώνται με προθεσμίες και την προστασία του οφειλέτη εξηγείται παρακάτω.
Απόλυτη απαγόρευση κατάσχεσης (ακατάσχετα)
Εκτός από τα αγαθά που εξαιρούνται από την κατάσχεση δυνάμει ειδικής διάταξης, τα παρακάτω είναι απολύτως ακατάσχετα:
Σχετική απαγόρευση κατάσχεσης
Μερική απαγόρευση κατάσχεσης
Απαγόρευση κατάσχεσης χρηματικών ποσών ή τραπεζικών καταθέσεων
Τα χρηματικά ποσά ή οι τραπεζικές καταθέσεις που σωρεύονται λόγω της ικανοποίησης ακατάσχετης απαίτησης είναι ομοίως ακατάσχετα, υπό τους ίδιους όρους με την αρχική απαίτηση.
Περιορισμοί στην κατάσχεση κοινών περιουσιακών στοιχείων στη διαδικασία εκτέλεσης που στρέφεται κατά ενός από τους συζύγους
Οι γενικοί κανόνες για τα περιουσιακά στοιχεία που μπορούν να κατασχεθούν και οι περιορισμοί επί των κατασχέσεων καθορίζονται στα άρθρα 735 έως 747 του κώδικα πολιτικής δικονομίας
Περιορισμοί στην κατάσχεση λόγω αναλογικότητας
Η κατάσχεση περιορίζεται στα αναγκαία περιουσιακά στοιχεία για την εξόφληση της εκτελούμενης οφειλής και των εξόδων εκτέλεσης που μπορούν να προβλεφθούν, τα οποία για τον σκοπό της διεξαγωγής της κατάσχεσης και με την επιφύλαξη μεταγενέστερου συμβιβασμού, τεκμαίρεται ότι ανέρχονται σε ποσοστό 20 %, 10 % και 5 % της αξίας της εκτέλεσης, ανάλογα με το αν η εν λόγω αξία εμπίπτει στην αξία αντικειμένου για την οποία είναι αρμόδιο το περιφερειακό πρωτοδικείο, υπερβαίνει την εν λόγω αξία αλλά όχι το τετραπλάσιο της αξίας για την οποία είναι αρμόδιο το εφετείο ή υπερβαίνει την εν λόγω τελευταία αξία. . Η αξία αντικειμένου για την οποία είναι αρμόδιο το περιφερειακό πρωτοδικείο είναι 5 000 EUR και η αξία για την οποία είναι αρμόδιο το εφετείο είναι 30 000 EUR (το 2021, κατά τον χρόνο αναθεώρησης του παρόντος δελτίου). Οι δύο αξίες καθορίζονται στο άρθρο 44 του νόμου αριθ. 62/2013, της 26ης Αυγούστου 2013, ο οποίος είναι διαθέσιμος σε αυτόν τον σύνδεσμο.
Περιορισμοί στην εκτέλεση που απορρέουν από προθεσμίες παραγραφής
Κατά κανόνα, η δικαστική προστασία (η παροχή της οποίας ή η προσφυγή στην οποία εναπόκειται στην κρίση των διαδίκων) παραγράφεται όταν δεν ασκείται εντός της προθεσμίας που τάσσει ο νόμος.
Το δικαστήριο δεν μπορεί αυτεπαγγέλτως να λάβει υπόψη την παραγραφή. Για να αναπτύξει τα αποτελέσματά της η παραγραφή, πρέπει να την επικαλεστεί δικαστικά ή εξώδικα το πρόσωπο το οποίο επωφελείται από αυτή, ο εκπρόσωπος αυτού ή αν το πρόσωπο στερείται ικανότητας, ο εισαγγελέας.
Μετά την παρέλευση της προθεσμίας παραγραφής, το επωφελούμενο μέρος (ο οφειλέτης) μπορεί να αρνηθεί να προβεί στην πληρωμή ή να προσβάλει, με οποιονδήποτε τρόπο, την άσκηση δικαιώματος που έχει παραγραφεί. Σε περίπτωση που είχε κινηθεί διαδικασία εκτέλεσης σε βάρος του, ο οφειλέτης μπορεί να προσβάλει την εκτέλεση μέσω ειδικής ένστασης (embargos de executado), βασιζόμενος στην παραγραφή. Η προθεσμία άσκησης ανακοπής κατά της εκτέλεσης είναι 20 ημέρες από την κλήτευση.
Ωστόσο, ο οφειλέτης δεν μπορεί να ζητήσει την ανάκτηση (επιστροφή) τμηματικής καταβολής στην οποία προέβη αυτοβούλως για να συμμορφωθεί με παραγραφείσα υποχρέωση, ακόμη κι αν κατά τον χρόνο καταβολής δεν γνώριζε την παραγραφή. Ο εν λόγω κανόνας ισχύει για κάθε είδος ικανοποίησης δικαιώματος το οποίο έχει παραγραφεί, καθώς και για την αναγνώρισή του ή την παροχή εγγυήσεων.
Την παραγραφή μπορούν να επικαλεστούν κατά του επισπεύδοντος την εκτέλεση οι δανειστές του οφειλέτη και τρίτοι με έννομο συμφέρον στην κήρυξη της παραγραφής, ακόμη κι αν ο οφειλέτης είχε παραιτηθεί από αυτό το δικαίωμα. Ωστόσο, εάν ο οφειλέτης παραιτήθηκε από το εν λόγω δικαίωμα, την παραγραφή μπορούν να επικαλεστούν μόνον οι δανειστές του οφειλέτη εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο αστικό δίκαιο για την άσκηση παυλιανής αγωγής (impugnação Pauliana).
Εάν ο οφειλέτης, σε περίπτωση που εναχθεί, δεν επικαλεστεί την παραγραφή και το δικαστήριο εκδώσει απόφαση σε βάρος του, η τελεσίδικη απόφαση δεν θίγει το αναγνωρισμένο δικαίωμα των πιστωτών του.
Η συνήθης προθεσμία παραγραφής είναι 20 έτη, ωστόσο προβλέπονται και συντομότερες προθεσμίες.
Για τα παρακάτω προβλέπεται πενταετής προθεσμία παραγραφής:
Ο νόμος τάσσει τεκμαιρόμενες προθεσμίες παραγραφής (βάσει του τεκμηρίου συμμόρφωσης) στις παρακάτω περιπτώσεις:
Στις προθεσμίες παραγραφής που περιγράφονται στο αστικό δίκαιο ως τεκμαιρόμενες προθεσμίες, εφαρμόζονται οι παρακάτω κανόνες:
Η παραγραφή των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται με απόφαση ή εκτελεστό τίτλο επέρχεται ως εξής:
Ο αστικός κώδικας θέτει κανόνες για την έναρξη της προθεσμίας παραγραφής, την αναστολή και τη διακοπή αυτής. Όταν συντρέχουν λόγοι αναστολής (π.χ. ανήλικοι, στρατιωτική θητεία, ανωτέρα βία, υπαιτιότητα του οφειλέτη) η προθεσμία παραγραφής δεν ξεκινά ούτε τρέχει. Όταν η προθεσμία παραγραφής διακόπτεται, ο χρόνος που έχει παρέλθει δεν προσμετράται καθόλου και ξεκινά νέα προθεσμία παραγραφής.
Ο δανειστής που έχει συμφέρον στη διακοπή περιόδου παραγραφής μπορεί να διενεργήσει ή να επικαλεστεί μια από τις παρακάτω πράξεις:
Εάν η κλήτευση ή η κοινοποίηση δεν επιδοθεί εντός πέντε ημερών αφότου ζητηθεί, για λόγο που δεν αποδίδεται στον αιτούντα, η προθεσμία παραγραφής διακόπτεται μετά την παρέλευση των πέντε ημερών.
Η ακύρωση της κλήτευσης ή της κοινοποίησης δεν αποτελεί λόγο ανάσχεσης της διακοπής που ορίζεται στις προηγούμενες παραγράφους.
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, κάθε άλλο δικαστικό μέσο με το οποίο γνωστοποιείται η πράξη στο πρόσωπο σε βάρος του οποίου μπορεί να ασκηθεί το δικαίωμα, θεωρείται ισοδύναμη με κλήτευση ή κοινοποίηση.
Η διακοπή της περιόδου παραγραφής έχει τις ακόλουθες συνέπειες (εκτός αν ο νόμος ειδικά ορίζει διαφορετικά):
Περιορισμοί στην εκτέλεση που απορρέουν από την πάροδο της αποσβεστικής προθεσμίας
Όταν βάσει του νόμου ή της πρόθεσης των μερών, ένα δικαίωμα πρέπει να ασκηθεί εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, εφαρμόζονται οι κανόνες περί αποσβεστικής προθεσμίας, εκτός αν ο νόμος αναφέρεται ρητά σε προθεσμία παραγραφής.
Η απόσβεση μπορεί να αποτραπεί μόνο με τη διενέργεια της πράξης στην οποία ο νόμος ή η σύμβαση αποδίδει ανατρεπτικό χαρακτήρα, εντός της προθεσμίας που ορίζεται στον νόμο ή στη σύμβαση. Η άσκηση αγωγής για την κήρυξη ή την εκτέλεση αποτρέπει την απόσβεση, χωρίς να απαιτείται η επίδοση κλήτευσης στον οφειλέτη. Όταν σε σύμβαση ή σε νομική διάταξη έχει καθοριστεί προθεσμία που αφορά τη δικαστική προστασία, η αναγνώριση της εν λόγω προστασίας από το πρόσωπο κατά του οποίου πρέπει να ασκηθεί επίσης αποτρέπει την απόσβεση.
Η αποσβεστική προθεσμία δεν αναστέλλεται ούτε διακόπτεται, εκτός από στις περιπτώσεις που προβλέπονται στον νόμο και, σε περίπτωση που ο νόμος δεν καθορίζει άλλη ημερομηνία, αρχίζει να τρέχει από τη στιγμή που είναι δυνατή η νόμιμη άσκηση του δικαιώματος.
Η αποσβεστική προθεσμία λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και μπορεί να γίνει επίκλησή της σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας εφόσον άπτεται δικαιωμάτων που δεν μπορούν να διατεθούν. Εάν αφορά τη δικαστική προστασία στη βάση της οποίας κινείται διαδικασία εκτέλεσης, η απόσβεση πρέπει να προβληθεί από το πρόσωπο που επωφελείται από αυτήν (καταρχήν, τον οφειλέτη/διάδικο κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση).
Ο ορισμός και τα αποτελέσματα της προθεσμίας παραγραφής και της αποσβεστικής προθεσμίας προβλέπονται στα άρθρα 309 έως 340 του αστικού κώδικα, που είναι διαθέσιμος σε αυτόν τον σύνδεσμο.
Σημείωση:
Οι πληροφορίες στο παρόν δελτίο δεν δεσμεύουν το σημείο επικοινωνίας του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου για αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ούτε τα δικαστήρια ή άλλες οντότητες και αρχές. Δεν υποκαθιστούν το ισχύον κείμενο του νόμου. Οι εν λόγω πληροφορίες υπόκεινται σε τακτική επικαιροποίηση και σε εξελισσόμενη ερμηνεία τους από τη νομολογία.
Αυτή η ιστοσελίδα είναι μέρος του ιστότοπου Η Ευρώπη σου.
Θα μας βοηθούσαν πολύ τα σχόλιά σας σχετικά με τη χρησιμότητα των παρεχόμενων πληροφοριών.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.