Βρείτε πληροφορίες ανά περιφέρεια
- Βέλγιοbe
- Βουλγαρίαbg
- Τσεχίαcz
- Δανίαdk
- Γερµανίαde
- Εσθονίαee
- Ιρλανδίαie
- Ελλάδα el
- Ισπανίαes
- Γαλλίαfr
- Κροατίαhr
- Ιταλίαit
- Κύπροςcy
- Λεττονίαlv
- Λιθουανίαlt
- Λουξεµβούργοlu
- Ουγγαρίαhu
- Μάλταmt
- Κάτω Χώρεςnl
- Αυστρίαat
- Πολωνίαpl
- Πορτογαλίαpt
- Ρουμανίαro
- Σλοβενίαsi
- Σλοβακίαsk
- Φινλανδίαfi
- Σουηδίαse
- Ηνωµένο Βασίλειοuk
1 Βάρος της απόδειξης
Η κύρια νομική βάση περιέχεται στα άρθρα 249 έως 365 του κώδικα πολιτικής δικονομίας (Codul de procedură civilă).
1.1 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν το βάρος της απόδειξης;
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ο διάδικος που προτείνει έναν ισχυρισμό οφείλει να τον αποδείξει, εκτός από τις περιπτώσεις που ρητά ορίζονται στον νόμο. Ο ενάγων οφείλει να αποδείξει τα γεγονότα που επικαλείται. Ο εναγόμενος φέρει το βάρος απόδειξης των ενστάσεων που προβάλλει. Ωστόσο, στην περίπτωση των τεκμηρίων, το βάρος απόδειξης αντιστρέφεται και βαρύνει τον αντίδικο του διαδίκου που το έφερε κανονικά.
1.2 Υπάρχουν κανόνες που εξαιρούν ορισμένα πραγματικά περιστατικά από το βάρος της απόδειξης; Σε ποιες περιπτώσεις; Είναι δυνατό στις περιπτώσεις αυτές να προσκομισθούν αποδείξεις περί της μη ισχύος συγκεκριμένου νόμιμου τεκμηρίου;
Δεν απαιτείται διεξαγωγή αποδείξεων για όσα το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να γνωρίζει.
Τεκμαίρεται ότι το δικαστήριο γνωρίζει το ισχύον δίκαιο της Ρουμανίας. Ωστόσο, οι νόμοι που δεν έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ρουμανίας (Monitorul Oficial) ή με άλλα μέσα, οι διεθνείς συμβάσεις, οι συνθήκες και οι συμφωνίες που ισχύουν στη Ρουμανία αλλά δεν έχουν ενσωματωθεί στη νομοθεσία, καθώς και το εθιμικό διεθνές δίκαιο πρέπει να αποδεικνύονται από τον ενδιαφερόμενο διάδικο. Η απόδειξη και η επίκληση των κανόνων που περιλαμβάνονται σε απόρρητα έγγραφα επιτρέπεται μόνο υπό τις νόμιμες προϋποθέσεις. Το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως αλλοδαπό δίκαιο το οποίο επικαλείται διάδικος ενώπιον του. Η απόδειξη του αλλοδαπού δικαίου πρέπει να διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του αστικού κώδικα (Codul civil) που αφορούν το περιεχόμενο του αλλοδαπού δικαίου.
Εάν ένα γεγονός είναι πασίδηλο ή αδιαμφισβήτητο, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, δεν απαιτείται να αποδειχθεί. Ο διάδικος που επικαλείται έθιμα, χρηστά ήθη και πάγιες πρακτικές μεταξύ των διαδίκων οφείλει να τα αποδείξει. Ο διάδικος που επικαλείται τοπικούς κανόνες και κανονισμούς πρέπει να τους αποδείξει μόνο εφόσον το ζητήσει το δικαστήριο.
Το τεκμήριο είναι συμπέρασμα το οποίο συνάγει ο νόμος ή το δικαστήριο από γνωστό γεγονός για την απόδειξη άγνωστου γεγονότος. Το νόμιμο τεκμήριο (prezumțiă legală) απαλλάσσει το πρόσωπο υπέρ του οποίου αυτό λειτουργεί από το βάρος της απόδειξης γεγονότος που, σύμφωνα με τον νόμο, θεωρείται αποδεδειγμένο. Το νόμιμο τεκμήριο μπορεί να ανατραπεί με ανταπόδειξη, εκτός αν άλλως ορίζει ο νόμος.
1.3 Σε ποιο βαθμό πρέπει το δικαστήριο να πεισθεί για ένα πραγματικό περιστατικό ώστε να βασίσει την απόφασή του στην ύπαρξη αυτού του πραγματικού περιστατικού;
Τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να είναι παραδεκτά και χρήσιμα για την έκδοση απόφασης επί της υπόθεσης. Στις περιπτώσεις που το δικαστήριο έχει επιτρέψει τη διεξαγωγή αποδείξεων για ορισμένα πραγματικά περιστατικά, αποφασίζει ελεύθερα κατά τη διακριτική του ευχέρεια αν τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά έχουν αποδειχθεί, εκτός αν άλλως ορίζει ο νόμος.
2 Διεξαγωγή αποδείξεων
2.1 Απαιτείται πάντοτε αίτηση διαδίκου για τη διεξαγωγή των αποδείξεων ή μπορεί ο δικαστής σε ορισμένες περιπτώσεις να πραγματοποιήσει τη διεξαγωγή των αποδείξεων αυτεπαγγέλτως;
Τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προτείνονται από τον ενάγοντα στην αγωγή του ή τον εναγόμενο στην αντίκρουσή του, εκτός αν άλλως ορίζει ο νόμος· διαφορετικά, το δικαστήριο μπορεί να τα απορρίψει ως απαράδεκτα. Εάν τα αποδεικτικά μέσα που προτάθηκαν δεν επαρκούν για την πλήρη διευθέτηση της διαφοράς, το δικαστήριο ζητεί από τους διαδίκους να τα συμπληρώσουν. Το δικαστήριο μπορεί εξ ιδίας πρωτοβουλίας να επισημάνει στους διαδίκους την ανάγκη προσκόμισης πρόσθετων αποδεικτικών μέσων και να διατάξει τη διεξαγωγή περαιτέρω αποδείξεων ακόμη κι αν δεν συμφωνούν οι διάδικοι.
Οι διάδικοι μπορούν να ζητήσουν τη διεξαγωγή των παρακάτω αποδείξεων: έγγραφα, εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, κατάθεση μαρτύρων, αυτοψία και εξέταση διαδίκου, εφόσον καλείται να καταθέσει από τον αντίδικο. Ο νέος κώδικας πολιτικής δικονομίας περιέχει επίσης διατάξεις για τα υλικά αποδεικτικά στοιχεία· τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία ενδέχεται να είναι σημαντικά σε ορισμένα είδη αστικών αγωγών (λ.χ. αγωγές διαζυγίου).
2.2 Ποιες είναι οι ενέργειες μετά την έγκριση της αίτησης διαδίκου σχετικά με τη διεξαγωγή αποδείξεων;
Αρχικά, το δικαστήριο εξετάζει αν τα αποδεικτικά μέσα που πρότειναν οι διάδικοι είναι παραδεκτά και στη συνέχεια εκδίδει διαταγή στην οποία παραθέτει τα πραγματικά περιστατικά που πρέπει να αποδειχθούν, τα επιτρεπόμενα αποδεικτικά μέσα και τις υποχρεώσεις των διαδίκων ως προς τη διεξαγωγή των αποδείξεων. Στο μέτρο του δυνατού, οι αποδείξεις διεξάγονται στη συνεδρίαση στην οποία κρίθηκε το παραδεκτό τους.
Η διεξαγωγή των αποδείξεων διέπεται από ορισμένους βασικούς κανόνες: οι αποδείξεις διεξάγονται με τη σειρά που καθορίζει το δικαστήριο· στο μέτρο του δυνατού, οι αποδείξεις θα πρέπει να διεξάγονται σε μία συνεδρίαση· οι αποδείξεις διεξάγονται πριν από την έναρξη της συζήτησης επί της ουσίας· στο μέτρο του δυνατού, η απόδειξη και η ανταπόδειξη διεξάγονται ταυτόχρονα.
Οι αποδείξεις διεξάγονται σε δημόσια συνεδρίαση ενώπιον του δικαστηρίου που εκδικάζει την υπόθεση, εκτός αν άλλως ορίζει ο νόμος. Εάν, για αντικειμενικούς λόγους, οι αποδείξεις μπορούν να διεξαχθούν μόνον σε άλλον τόπο, τότε μπορούν να διεξαχθούν βάσει αίτησης για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων από ισόβαθμο δικαστήριο ή από κατώτερο δικαστήριο εάν δεν υπάρχει δικαστήριο ίδιου βαθμού στην οικεία περιφέρεια.
2.3 Σε ποιες περιπτώσεις μπορεί το δικαστήριο να απορρίψει αίτηση διαδίκου για συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων;
Τα αποδεικτικά στοιχεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο αν πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις νομιμότητας (legalitate), αξιοπιστίας (verosimilitate), συνάφειας (pertinență) και πειστικότητας (concludență). Όσον αφορά τη νομιμότητα, τα αποδεικτικά μέσα που προτείνονται πρέπει να συνιστούν νόμιμα αποδεικτικά μέσα και να μην απαγορεύονται από τον νόμο. Όσον αφορά την αξιοπιστία, οι αποδείξεις που ζητήθηκαν δεν πρέπει να αντίκεινται στους φυσικούς νόμους που αναγνωρίζονται παγκοσμίως. Όσον αφορά τη συνάφεια, οι αποδείξεις πρέπει να συνδέονται με το αντικείμενο της δίκης, δηλαδή με τα πραγματικά περιστατικά που πρέπει να αποδειχθούν ώστε να τεκμηριωθεί η αγωγή ή η αντίκρουση των διαδίκων. Για να είναι παραδεκτά τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει επίσης να είναι πειστικά και χρήσιμα για την έκδοση απόφασης επί της υπόθεσης.
Το δικαστήριο οφείλει να απορρίψει αίτηση προσκόμισης εγγράφου αν το περιεχόμενό του αφορά αυστηρά προσωπικά ζητήματα που άπτονται της αξιοπρέπειας ή της ιδιωτικής ζωής ατόμου· στην περίπτωση που η προσκόμιση του εγγράφου θα ήταν ασύμβατη με υποχρέωση εμπιστευτικότητας· ή στην περίπτωση που θα συνιστούσε έρεισμα για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του διαδίκου, του/της συζύγου του διαδίκου ή συγγενούς του εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό συγγένειας.
Δεν είναι παραδεκτή η μαρτυρική κατάθεση για την απόδειξη δικαιοπραξιών αξίας άνω των 250 RON, οι οποίες κατά τον νόμο αποδεικνύονται εγγράφως. Επίσης, οι μαρτυρικές καταθέσεις είναι απαράδεκτες εάν αντίκεινται στο περιεχόμενο επίσημου εγγράφου ή βαίνουν πέραν αυτού.
Τα αποδεικτικά μέσα προτείνονται από τον ενάγοντα στην αγωγή ή τον εναγόμενο στην αντίκρουση. Αποδεικτικά μέσα που δεν προτείνονται με αυτόν τον τρόπο μπορούν να προβληθούν και να επιτραπούν από το δικαστήριο στις παρακάτω περιπτώσεις: όταν η ανάγκη διεξαγωγής απόδειξης απορρέει από μεταβολή του αιτήματος της αγωγής· όταν η ανάγκη διεξαγωγής απόδειξης ανακύπτει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και ο διάδικος δεν μπορούσε να την προβλέψει· όταν ο διάδικος αποδεικνύει στο δικαστήριο ότι, δικαιολογημένα, δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει τα αποδεικτικά στοιχεία που του ζητήθηκαν μέσα στον χρόνο που είχε στη διάθεσή του· όταν η διεξαγωγή των αποδείξεων δεν συνεπάγεται την αναβολή της δίκης· όταν έχουν συναινέσει ρητά οι διάδικοι.
2.4 Ποια είναι τα διάφορα αποδεικτικά μέσα;
Μια δικαιοπραξία ή ένα πραγματικό περιστατικό μπορεί να αποδειχθεί με έγγραφα, μάρτυρες, τεκμήρια, ομολογία διαδίκου (εξ ιδίας πρωτοβουλίας ή στο πλαίσιο εξέτασης), έκθεση πραγματογνωμοσύνης, υλικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτοψίες ή οποιοδήποτε άλλο είδος αποδεικτικού μέσου ορίζει ο νόμος.
2.5 Ποιες είναι οι μέθοδοι συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων από την κατάθεση μαρτύρων και σε τι διαφέρουν από τη συγκέντρωση αποδείξεων που προέρχονται από πραγματογνώμονα; Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την υποβολή γραπτών αποδεικτικών στοιχείων και εκθέσεων/γνωμοδοτήσεων πραγματογνωμόνων;
Οι μάρτυρες προτείνονται από τους διαδίκους: από τον ενάγοντα στην αγωγή ή από τον εναγόμενο στην αντίκρουση. Αφού επιτρέψει τη διεξαγωγή των αποδείξεων με μάρτυρες, το δικαστήριο κλητεύει τους μάρτυρες προκειμένου να καταθέσουν.
Εάν το δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να λάβει τη γνώμη ειδικών για την αποσαφήνιση των πραγματικών περιστατικών, ορίζει, κατόπιν αιτήματος των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως, έναν ή τρεις πραγματογνώμονες, και εκδίδει διαταγή στην οποία καθορίζονται τα ζητήματα για τα οποία θα πρέπει να γνωμοδοτήσουν και η προθεσμία για την παροχή της γνωμοδότησης. Τα πορίσματα του πραγματογνώμονα καταγράφονται σε έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Μπορεί να ζητηθεί νέα έκθεση άλλου πραγματογνώμονα με αίτημα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, σε περιπτώσεις που αυτό δικαιολογείται.
Όσον αφορά τα έγγραφα αποδεικτικά μέσα, κάθε διάδικος μπορεί να προσκομίσει τα έγγραφα που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει στη δίκη με τη μορφή δεόντως επικυρωμένων αντιγράφων. Ο διάδικος πρέπει επίσης να έχει μαζί του το πρωτότυπο έγγραφο και να είναι σε θέση να το προσκομίσει στο δικαστήριο κατόπιν αιτήματος, διαφορετικά το εν λόγω έγγραφο δεν λαμβάνεται υπόψη. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την προσκόμιση εγγράφου που έχει στην κατοχή του ο αντίδικος, εάν το έγγραφο είναι κοινό και για τους δύο διαδίκους, αν ο αντίδικος επικαλέστηκε το έγγραφο κατά τη διάρκεια της δίκης ή αν υπέχει υποχρέωση να το προσκομίσει. Εάν έγγραφο βρίσκεται στην κατοχή διαδίκου και δεν μπορεί να προσκομιστεί στο δικαστήριο, μπορεί να οριστεί δικαστής ενώπιον του οποίου οι διάδικοι μπορούν να εξετάσουν το έγγραφο στον τόπο στον οποίο αυτό βρίσκεται. Εάν το έγγραφο βρίσκεται στην κατοχή τρίτου, ο εν λόγω τρίτος μπορεί να κλητευτεί ως μάρτυρας και να υποχρεωθεί να προσκομίσει το έγγραφο.
Οι αποδείξεις διεξάγονται κεκλεισμένων των θυρών από το αρμόδιο δικαστήριο. Εάν οι αποδείξεις διεξάγονται σε άλλον τόπο, τότε επιλαμβάνεται, κατόπιν σχετικής εντολής, ισόβαθμο δικαστήριο ή κατώτερο δικαστήριο εφόσον δεν υπάρχει δικαστήριο ίδιου βαθμού στην οικεία περιφέρεια. Εάν το επιτρέπει το είδος της απόδειξης και συναινούν οι διάδικοι, το δικαστήριο που διεξάγει τις αποδείξεις μπορεί να μην κλητεύσει τους διαδίκους.
2.6 Υπάρχουν αποδεικτικά μέσα με μεγαλύτερη αποδεικτική αξία από τα άλλα;
Τα αποδεικτικά μέσα έχουν ίδια αποδεικτική ισχύ, εκτός από τις περιπτώσεις που ρητά ορίζει ο νόμος.
Οι διάδικοι συνήθως προκρίνουν τη χρήση δημόσιων εγγράφων (forma autentică) λόγω των πλεονεκτημάτων που αυτά παρουσιάζουν, συμπεριλαμβανομένου του τεκμηρίου γνησιότητας, το οποίο σημαίνει ότι πρόσωπο που επικαλείται δημόσιο έγγραφο απαλλάσσεται από το βάρος της σχετικής απόδειξης.
2.7 Είναι υποχρεωτική η χρήση συγκεκριμένων αποδεικτικών μέσων για την απόδειξη ορισμένων πραγματικών περιστατικών;
Για τις δικαιοπραξίες αξίας άνω των 250 RON το μόνο παραδεκτό αποδεικτικό μέσο είναι τα έγγραφα, παρότι κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται και η μαρτυρική κατάθεση.
Έως ότου κηρυχθεί πλαστό, το δημόσιο έγγραφο αποτελεί πλήρη απόδειξη, έναντι οποιουδήποτε προσώπου, των πραγματικών περιστατικών τα οποία διαπίστωσε προσωπικά πρόσωπο που θεώρησε τη γνησιότητα του εγγράφου σύμφωνα με τον νόμο. Ωστόσο, οι δηλώσεις των διαδίκων που καταγράφονται σε δημόσιο έγγραφο συνιστούν απόδειξη μόνο μέχρι απόδειξης του αντιθέτου.
Τα τεκμήρια που λαμβάνει υπόψη ο δικαστής κατά τη διακριτική του ευχέρεια μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τον δικαστή μόνον εάν από την ισχύ και τη βαρύτητά τους μπορεί να πιθανολογηθεί το πραγματικό περιστατικό του οποίου γίνεται επίκληση· τα εν λόγω τεκμήρια μπορούν να γίνουν δεκτά μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες ο νόμος επιτρέπει την απόδειξη με μάρτυρες.
2.8 Οι μάρτυρες υποχρεούνται από το νόμο να καταθέσουν;
Βλ. απάντηση στην ερώτηση 2.11.
2.9 Σε ποιες περιπτώσεις οι μάρτυρες μπορούν να αρνηθούν να καταθέσουν;
Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας δεν προβλέπει λόγους για τους οποίους ο μάρτυρας μπορεί να αρνηθεί να καταθέσει, παρά μόνο προσδιορίζει τα πρόσωπα που δεν μπορούν να εξεταστούν ως μάρτυρες και τα πρόσωπα που εξαιρούνται από την υποχρέωση μαρτυρίας. Βλ. απάντηση στην ερώτηση 2.11.
2.10 Μπορεί ένα πρόσωπο που αρνείται τη μαρτυρία να υποστεί κυρώσεις ή να εξαναγκασθεί να καταθέσει;
Το δικαστήριο επιβάλλει πρόστιμο στον μάρτυρα που δεν εμφανίζεται ή αρνείται να καταθέσει. Εάν ο μάρτυρας δεν εμφανιστεί μετά την πρώτη κλήτευση, το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει ένταλμα προσαγωγής στο δικαστήριο (mandat de aducere). Σε υποθέσεις επείγοντος χαρακτήρα, το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει τέτοιο ένταλμα ακόμη και για την πρώτη δικάσιμο.
Εάν κάποιος δεν παραστεί ή αρνηθεί να απαντήσει σε ερωτήσεις, το δικαστήριο μπορεί να το εκλάβει ως πλήρη ομολογία ή μόνο ως αρχή απόδειξης υπέρ του διαδίκου που πρότεινε την κλήτευση προς κατάθεση του μάρτυρα.
2.11 Υπάρχουν πρόσωπα τα οποία δεν επιτρέπεται να εξετάζονται ως μάρτυρες;
Τα ακόλουθα πρόσωπα δεν μπορούν να καταθέσουν ως μάρτυρες: συγγενείς εξ αίματος και συγγενείς εξ αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό συγγένειας· σύζυγοι, πρώην σύζυγοι, μνηστευμένα πρόσωπα, σύντροφοι σε σχέση συμβίωσης· πρόσωπα με σχέση εχθρότητας ή με σχέση συμφέροντος έναντι κάποιου εκ των διαδίκων· πρόσωπα τα οποία έχουν κηρυχθεί ανίκανα για δικαιοπραξία (sub interdicție judecătorească)· και πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί για ψευδορκία. Στις αγωγές που αφορούν γονική σχέση, διαζύγιο και άλλες οικογενειακές σχέσεις, το δικαστήριο μπορεί να εξετάσει τους συγγενείς εξ αίματος και εξ αγχιστείας, εκτός από τους κατιόντες.
Τα ακόλουθα πρόσωπα απαλλάσσονται από την υποχρέωση μαρτυρίας:
- ιερείς, επαγγελματίες υγείας, φαρμακοποιοί, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, δικαστικοί επιμελητές, διαμεσολαβητές, μαίες και νοσηλευτές, καθώς και κάθε άλλος επαγγελματίας που δεσμεύεται εκ του νόμου να τηρεί την εμπιστευτικότητα ή το επαγγελματικό απόρρητο ως προς τα πραγματικά περιστατικά που περιέρχονται σε γνώση του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή την άσκηση του επαγγέλματός του, ακόμη και μετά το πέρας της άσκησης των καθηκόντων του·
- δικαστές, εισαγγελείς και δημόσιοι υπάλληλοι, ακόμη κι αν έχουν πάψει να ασκούν τα καθήκοντά τους, ως προς τις εμπιστευτικές περιστάσεις που περιέρχονται σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους·
- πρόσωπα που με τις απαντήσεις τους θα εκτίθεντο οι ίδιοι ή θα εξέθεταν τους συγγενείς τους, τον/την σύζυγο, τον/την πρώην σύζυγο κ.ο.κ. σε κίνδυνο ποινικής δίωξης ή δημόσιας απαξίας.
2.12 Ποιος είναι ο ρόλος του δικαστή και των διαδίκων κατά την εξέταση μάρτυρα; Υπό ποίους όρους μπορεί ένας μάρτυρας να εξεταστεί με τηλεδιάσκεψη ή άλλα τεχνικά μέσα;
Το δικαστήριο κλητεύει τους μάρτυρες και καθορίζει τη σειρά με την οποία θα καταθέσουν. Πριν από την κατάθεση, εξακριβώνεται η ταυτότητα του μάρτυρα και στη συνέχεια ο μάρτυρας καλείται να ορκιστεί. Κάθε μάρτυρας εξετάζεται χωριστά. Ο μάρτυρας απαντά πρώτα στις ερωτήσεις του προεδρεύοντος δικαστή και έπειτα, με την άδεια του τελευταίου, στις ερωτήσεις του διαδίκου που πρότεινε τον μάρτυρα και στις ερωτήσεις του αντιδίκου. Μάρτυρας που δεν μπορεί να παραστεί ενώπιον του δικαστηρίου μπορεί να καταθέσει στον τόπο όπου βρίσκεται.
Ο νόμος δεν περιέχει διατάξεις για τη μαγνητοφώνηση ή τη μαγνητοσκόπηση της κατάθεσης, ωστόσο είναι παραδεκτή η καταγραφή με αυτά τα μέσα. Στη συνέχεια, τα σχετικά αρχεία μπορούν να απομαγνητοφωνηθούν κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερόμενου διαδίκου, σύμφωνα με τον νόμο.
3 Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων
3.1 Στις περιπτώσεις που τα αποδεικτικά στοιχεία δεν έχουν συγκεντρωθεί με νόμιμο τρόπο από διάδικο, μπορεί να τα χρησιμοποιήσει το δικαστήριο για την έκδοση της απόφασής του;
Εάν ο διάδικος που προσκόμισε έγγραφο εμμένει στη χρησιμοποίησή του ακόμη κι αν έχει προβληθεί ισχυρισμός περί πλαστότητάς του και ο εν λόγω ισχυρισμός δεν έχει ανακληθεί και εάν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο συντάκτης έχει τελέσει πλαστογραφία ή ότι συμμετείχε ως συνεργός στην τέλεση πλαστογραφίας, το δικαστήριο μπορεί να αναστείλει τη δίκη και να διαβιβάσει αμέσως το φερόμενο ως πλαστό έγγραφο στον αρμόδιο εισαγγελέα μαζί με έκθεση που συντάσσεται προς στήριξη του αιτήματος για διερεύνηση της πλαστογραφίας. Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η κίνηση ή συνέχιση ποινικής δίωξης, η έρευνα για την πλαστογραφία διεξάγεται από το πολιτικό δικαστήριο.
Στον αντίποδα, το δικαστήριο επιβάλλει πρόστιμο στο πρόσωπο που προσβάλλει κακόπιστα το περιεχόμενο ή την υπογραφή εγγράφου ή τη γνησιότητα μαγνητοφώνησης ή μαγνητοσκόπησης.
Κατά την εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την ειλικρίνεια των μαρτύρων και τις περιστάσεις υπό τις οποίες περιήλθαν σε γνώση τους τα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν το αντικείμενο των καταθέσεών τους. Εάν από τη διαδικασία το δικαστήριο υποπτεύεται ότι μάρτυρας έχει ψευδορκήσει ή δωροδοκηθεί, συντάσσει έκθεση και παραπέμπει την υπόθεση στην αρμόδια διωκτική αρχή.
3.2 Γίνονται δεκτές ως αποδεικτικά στοιχεία οι μαρτυρίες των διαδίκων;
Εάν διάδικος ομολογήσει πραγματικό περιστατικό στο οποίο ο αντίδικος βασίζει την αγωγή ή την αντίκρουσή του, η ομολογία συνιστά απόδειξη. Ομολογία ενώπιον του δικαστηρίου συνιστά πλήρη απόδειξη κατά του προσώπου που προέβη σε αυτήν και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη τμηματικά, εκτός αν τμήματα αυτής αφορούν διακριτά πραγματικά περιστατικά που δεν συνδέονται μεταξύ τους. Οι εξωδικαστικές ομολογίες αξιολογούνται ελεύθερα από το δικαστήριο. Υπόκεινται στις απαιτήσεις σχετικά με το παραδεκτό και τη διεξαγωγή αποδείξεων που ισχύουν για τα άλλα αποδεικτικά μέσα σύμφωνα με τις γενικές νομοθετικές διατάξεις.
Το δικαστήριο μπορεί να συναινέσει στην κλήτευση των διαδίκων για να καταθέσουν αναφορικά με προσωπικά πραγματικά περιστατικά, εάν κρίνει ότι είναι σημαντικό για την έκδοση απόφασης επί της υπόθεσης.
Σχετικοί σύνδεσμοι
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.