Βρείτε πληροφορίες ανά περιφέρεια
- Βέλγιοbe
- Βουλγαρίαbg
- Τσεχίαcz
- Δανίαdk
- Γερµανίαde
- Εσθονίαee
- Ιρλανδίαie
- Ελλάδα el
- Ισπανίαes
- Γαλλίαfr
- Κροατίαhr
- Ιταλίαit
- Κύπροςcy
- Λεττονίαlv
- Λιθουανίαlt
- Λουξεµβούργοlu
- Ουγγαρίαhu
- Μάλταmt
- Κάτω Χώρεςnl
- Αυστρίαat
- Πολωνίαpl
- Πορτογαλίαpt
- Ρουμανίαro
- Σλοβενίαsi
- Σλοβακίαsk
- Φινλανδίαfi
- Σουηδίαse
- Ηνωµένο Βασίλειοuk
1 Ποια είναι τα διάφορα μέτρα;
Οι δίκες, γενικά, χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη ή μικρότερη χρονική διάρκεια. Η εν λόγω καθυστέρηση, η οποία οφείλεται στα διαφορετικά στάδια και βαθμούς δικαιοδοσίας μιας δίκης, ενδέχεται ενίοτε να οδηγεί σε κενά στην επιδιωκόμενη νομική προστασία, λόγω της καθυστερημένης έκδοσης δικαστικής απόφασης ή της καθυστερημένης εφαρμογής της. Γι’ αυτόν τον σκοπό, ο νομοθέτης έχει προβλέψει σειρά μέτρων για να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα της επιδιωκόμενης δικαστικής προστασίας, περιορίζοντας τη δυνατότητα άσκησης ορισμένων δικαιωμάτων κυριότητας από τον εναγόμενο.
Τα ζητήματα ως προς την εξασφάλιση απαίτησης διέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 389-404 του βουλγαρικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με το άρθρο 391 του βουλγαρικού ΚΠολΔ, επιτρέπεται να εξασφαλιστεί απαίτηση όταν χωρίς τα εν λόγω ασφαλιστικά μέτρα θα ήταν αδύνατο ή πολύ δύσκολο για τον ενάγοντα να ασκήσει τα δικαιώματα που απορρέουν από την απόφαση και: α) όταν η απαίτηση βασίζεται σε αδιάσειστα αποδεικτικά έγγραφα, ή β) όταν πρέπει να παρασχεθεί εγγύηση ανερχόμενη σε ποσό που καθορίζεται από το δικαστήριο βάσει των άρθρων 180 και 181 του νόμου περί ενοχών και συμβάσεων. Μπορεί να ζητηθεί εγγύηση κατά τη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, ακόμη και όταν υπάρχουν αδιάσειστα αποδεικτικά έγγραφα.
Θεμελιώδης προϋπόθεση και υποχρεωτικός όρος για να διαταχθούν ασφαλιστικά μέτρα είναι ο κίνδυνος που διατρέχει ο ενάγων να μην μπορέσει να ασκήσει τα δικαιώματά του, τα οποία απορρέουν από απόφαση που ενδεχομένως θα εκδοθεί σε σχέση με δυνητικά τεκμηριωμένη απαίτηση.
Ο δικαστής, προκειμένου να επιτρέψει την εξασφάλιση της απαίτησης, θα πρέπει να εκτιμήσει κατά πόσον υφίστανται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: η ανάγκη εξασφάλισης της απαίτησης, η πιθανολόγηση της απαίτησης και ένα ασφαλιστικό μέτρο, όπως αυτό προσδιορίζεται από τον ενάγοντα, το οποίο είναι ενδεδειγμένο και κατάλληλο για τις ανάγκες της συγκεκριμένης υπόθεσης και τη νομική προστασία που επιδιώκεται ρητά.
Σύμφωνα με το άρθρο 397 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ, ο νόμος προβλέπει τα ακόλουθα ασφαλιστικά μέτρα:
- κατάσχεση ακίνητης περιουσίας,
- συντηρητική κατάσχεση κινητών περιουσιακών στοιχείων και απαιτήσεων, μεταξύ άλλων και μετοχών εταιρείας,
- άλλα κατάλληλα μέτρα που καθορίζονται από το δικαστήριο, συμπεριλαμβανομένης της κατάσχεσης μηχανοκίνητου οχήματος και της αναστολής εκτέλεσης.
Το δικαστήριο μπορεί επίσης να διατάξει διάφορα συντηρητικά μέτρα μέχρι του ύψους της απαίτησης (δεν απαιτείται η εξασφάλιση μεγαλύτερου ποσού).
2 Υπό ποιες προϋποθέσεις διατάσσονται αυτά τα μέτρα;
2.1 Η διαδικασία
Δυνάμει των διατάξεων του κεφαλαίου 34 του ΚΠολΔ η εξασφάλιση απαίτησης επιτρέπεται:
- σύμφωνα με το άρθρο 389 του ΚΠολΔ —για όλα τα είδη απαιτήσεων— σε σχέση με οποιοδήποτε στάδιο της υπόθεσης, πριν από την ολοκλήρωση της δικαστικής έρευνας κατά τη διάρκεια της δευτεροβάθμιας διαδικασίας,
- σύμφωνα με το άρθρο 390 του ΚΠολΔ, όλες οι απαιτήσεις μπορούν να εξασφαλίζονται ακόμη και πριν από την άσκηση αγωγής.
Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων σε σχέση με εκκρεμή υπόθεση:
Η εν λόγω αίτηση υποβάλλεται από τον ενάγοντα ενώπιον του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο να επιληφθεί της διαφοράς. Για να εγκριθεί η εξασφάλιση απαίτησης, πρέπει να ισχύουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 391 του ΚΠολΔ: πιθανή αιτιολόγηση της απαίτησης, ανάγκη εξασφάλισης της απαίτησης, δηλαδή κίνδυνος ματαίωσης των αποτελεσμάτων της δικαστικής απόφασης που κάνει δεκτή την απαίτηση (εφόσον έχει εκδοθεί τέτοια απόφαση) επειδή ο εναγόμενος έχει διαθέσει τα κατασχέσιμα περιουσιακά στοιχεία του, καθώς και την επάρκεια του συγκεκριμένου μέτρου. Σύμφωνα με το άρθρο 391 παράγραφοι 2 και 3 του ΚΠολΔ, όταν δεν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, το δικαστήριο μπορεί, κατά τη διακριτική του ευχέρεια, να ζητήσει και την καταβολή χρηματικής εγγύησης, την οποία καθορίζει το ίδιο.
Η εξασφάλιση απαίτησης επιτρέπεται ακόμη και όταν η υπόθεση αναβάλλεται.
Αίτηση εξασφάλισης μελλοντικής απαίτησης:
Η αίτηση υποβάλλεται στον τόπο όπου ο ενάγων έχει τη μόνιμη κατοικία του ή όπου βρίσκεται η περιουσία που θα χρησιμεύσει για την εξασφάλιση της απαίτησης. Όταν υπάρχει αίτημα να γίνει δεκτό το ασφαλιστικό μέτρο «αναστολής εκτέλεσης», η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου με βάση τον τόπο εκτέλεσης.
Όταν εγκρίνονται ασφαλιστικά μέτρα σε σχέση με μελλοντική απαίτηση, το δικαστήριο θέτει χρονικό όριο για την υποβολή της απαίτησης, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τον έναν μήνα. Οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την έγκριση τέτοιων ασφαλιστικών μέτρων είναι οι ίδιες με εκείνες που αφορούν την έγκριση ασφαλιστικών μέτρων για εκκρεμή υπόθεση.
Η αίτηση πρέπει να αναφέρει τα αιτούμενα ασφαλιστικά μέτρα και την αξία της απαίτησης. Πρέπει να υποβληθεί στο σχετικό περιφερειακό ή επαρχιακό δικαστήριο, ανάλογα με τη δικαιοδοσία και την αρμοδιότητα των δικαστηρίων σύμφωνα με το άρθρο 104 του ΚΠολΔ.
Η αίτηση μπορεί να υποβάλλεται από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή από τον νόμιμο εκπρόσωπό του (δικηγόρο). Δεν απαιτείται προσκόμιση αντιγράφου της αίτησης, εφόσον δεν επιδίδεται αντίγραφο στον αντίδικο καθώς η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων είναι μονομερής: επισπεύδεται χωρίς τη συμμετοχή του αντιδίκου (του οποίου η περιουσία θα επηρεαστεί εάν διαταχθεί το μέτρο).
Τα ασφαλιστικά μέτρα που εγκρίνονται από το δικαστήριο επιβάλλονται με τους ακόλουθους τρόπους:
- μέσω κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας από το κτηματολόγιο,
- μέσω συντηρητικής κατάσχεσης κινητών περιουσιακών στοιχείων και απαιτήσεων του οφειλέτη από δικαστικό επιμελητή —δημόσιο υπάλληλο ή ιδιώτη—, μεταξύ άλλων και με την αποστολή ειδοποίησης απ’ αυτόν προς τρίτους, όπως τράπεζες και άλλα πιστωτικά ιδρύματα,
- με ασφαλιστικά μέτρα που σχετίζονται με αυτοκίνητα – από τις υπηρεσίες των αρμόδιων υπηρεσιών της τροχαίας,
- με το ασφαλιστικό μέτρο «αναστολής εκτέλεσης» – πρέπει να υποβληθεί στον αρμόδιο δικαστικό επιμελητή που κίνησε τη διαδικασία εκτέλεσης αντίγραφο της απόφασης του δικαστηρίου για την άδεια που εγκρίθηκε,
- μέσω άλλων μέτρων που προβλέπει ο νόμος, από τον δικαστικό επιμελητή —δημόσιο υπάλληλο ή ιδιώτη— που έχει επιλέξει το πρόσωπο.
Ωστόσο, ο νόμος για την αφερεγγυότητα των τραπεζών, ως ειδικός νόμος, προβλέπει ρητά την εξασφάλιση των απαιτήσεων για την αναπλήρωση της πτωχευτικής περιουσίας μιας τράπεζας. Σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 2 του νόμου για την αφερεγγυότητα των τραπεζών, η εξασφάλιση απαίτησης εγκρίνεται όταν η αίτηση στηρίζεται σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ως προς το βάσιμο της απαίτησης. Εάν η απαίτηση είναι μάλλον αβάσιμη, το γενικό δίκαιο επιτρέπει την έγκριση ασφαλιστικών μέτρων όταν παρέχεται εγγύηση, ενώ το ειδικό δίκαιο θεωρεί την πιθανή βασιμότητα της απαίτησης απαραίτητη προϋπόθεση για την έγκρισή της. Ως εκ τούτου, η εξασφάλιση μιας απαίτησης πρέπει να εγκρίνεται όταν τα επιχειρήματα και τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η απαίτηση είναι μάλλον βάσιμη. Αυτό είναι κατανοητό, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 403 του ΚΠολΔ, ο διάδικος που αιτείται την εξασφάλιση ευθύνεται για τις ζημίες που τα ασφαλιστικά μέτρα τυχόν προκαλούν στον αντίδικο. Ο νομοθέτης αναγνωρίζει ότι δεν θα πρέπει να γεννώνται τέτοιες υποχρεώσεις αποζημίωσης ως προς την περιουσία αφερέγγυας τράπεζας (διότι αυτό θα οδηγούσε σε φθορά της πτωχευτικής περιουσίας και θα επέφερε ζημία στους πιστωτές) και, ως εκ τούτου, έχει θεσπίσει απαίτηση σύμφωνα με την οποία η αιτούμενη εξασφάλιση απαίτησης θα πρέπει να εγκρίνεται μόνο εφόσον υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που αποδεικνύουν την πιθανή βασιμότητά της.
Σύμφωνα το άρθρο 629a παράγραφος 1 σημείο 2) του νόμου για το εμπόριο, τα μέτρα του άρθρου 630 παράγραφος 1 σημείο 4) του ίδιου νόμου μπορούν να εγκριθούν ως προληπτικά ασφαλιστικά μέτρα στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για τη διατήρηση της περιουσίας του οφειλέτη. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν τη συντηρητική κατάσχεση, τον διορισμό προσωρινού διαχειριστή, την αναστολή των εκκρεμών διαδικασιών εκτέλεσης, τη σφράγιση εγκαταστάσεων και εξοπλισμού κ.λπ. Ο εν λόγω κανόνας προϋποθέτει ότι η αίτηση του άρθρου 625 του νόμου για το εμπόριο θα πρέπει να θεωρείται παραδεκτή, ότι θα πρέπει να υποστηρίζεται από γραπτά αποδεικτικά στοιχεία που να στοιχειοθετούν την πιθανότητα ύπαρξης των πραγματικών περιστατικών στην οποία βασίζεται η απαίτηση και, εάν η αίτηση δεν συνοδεύεται από τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία, ότι ο αιτών θα πρέπει να παράσχει εγγύηση ύψους που καθορίζεται από το δικαστήριο με σκοπό την αποζημίωση του οφειλέτη για τις ζημίες που θα προκληθούν σε περίπτωση που δεν αποδειχθεί ότι ο οφειλέτης είναι αφερέγγυος ή, αντιστοίχως, υπερχρεωμένος (άρθρο 629 a παράγραφος 2 του νόμου για το εμπόριο) και ότι θα πρέπει να υπάρχει συμφέρον για την εξασφάλιση (εάν ο οφειλέτης κατασπαταλά, καταστρέφει ή/και αποκρύπτει την περιουσία του και έτσι θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα των πιστωτών και, εφόσον τα μέτρα που ζητούνται δεν εγκριθούν, οι πιστωτές ενδέχεται να υποστούν ζημίες, καθώς η ικανοποίηση τους θα ήταν αδύνατη κατά τη ρευστοποίηση της περιουσίας του οφειλέτη). Ο νόμος προβλέπει επίσης ότι το επιδιωκόμενο ασφαλιστικό μέτρο θα πρέπει να είναι κατάλληλο και σχετικό με την ανάγκη εξασφάλισης της απαίτησης.
Από τον κανόνα του άρθρου 629a παράγραφος 1 του νόμου για το εμπόριο συνάγεται ότι η εκ των προτέρων εξασφάλιση στο πλαίσιο της κίνησης διαδικασίας αφερεγγυότητας εγκρίνεται μόνον εφόσον υφίσταται πραγματικός κίνδυνος ο οφειλέτης να διαθέσει την περιουσία του με σκοπό να βλάψει στους πιστωτές. Μόνον αν υφίσταται αυτή η προϋπόθεση υποχρεούται το δικαστήριο να εξετάσει αν συντρέχουν και οι άλλες προϋποθέσεις του άρθρου 629a παράγραφος 2 του νόμου για το εμπόριο.
2.2 Οι κύριες προϋποθέσεις
Οι κύριες προϋποθέσεις έγκρισης των ασφαλιστικών μέτρων (όπως περιγράφονται παραπάνω) ορίζονται στο άρθρο 391 του ΚΠολΔ.
Η εξασφάλιση απαίτησης διατροφής επιτρέπεται ακόμη και χωρίς συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του άρθρου 391 του ΚΠολΔ, και στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο μπορεί να λάβει ασφαλιστικά μέτρα αυτεπάγγελτα.
Η μερική εξασφάλιση απαίτησης μπορεί να επιτραπεί επίσης, αλλά μόνο όσον αφορά τα τμήματα που στηρίζονται με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία.
3 Αντικείμενο και φύση αυτών των μέτρων
3.1 Ποια περιουσιακά στοιχεία μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αυτών των μέτρων;
Γενικά, οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ασφαλιστικών μέτρων. Δεν επιτρέπεται η εξασφάλιση χρηματικής απαίτησης μέσω κατάσχεσης απαιτήσεων οι οποίες δεν υπάγονται σε διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης (ακατάσχετες απαιτήσεις).
Σύμφωνα με το άρθρο 393 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ, δεν επιτρέπεται η εξασφάλιση χρηματικής απαίτησης έναντι του Δημοσίου, κρατικών οργανισμών και εγκαταστάσεων υγειονομικής περίθαλψης δυνάμει του άρθρου 5 παράγραφος 1 του νόμου περί εγκαταστάσεων υγειονομικής περίθαλψης.
Τα ακόλουθα είδη περιουσιακών στοιχείων μπορούν να υπαχθούν σε ασφαλιστικά μέτρα:
- απαιτήσεις του εναγομένου έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων σχετικά με τραπεζικούς λογαριασμούς που έχουν ανοιχθεί σ’ αυτά·
- κινητή περιουσία·
- ακίνητη περιουσία·
- αυτοκίνητα, όσον αφορά την κατάσχεσή τους·
- δραστηριότητες αναγκαστικής εκτέλεσης·
- προσωπικά περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, σε σχέση με άλλες περιπτώσεις που προβλέπονται ρητά από τον νόμο.
3.2 Ποια τα αποτελέσματα αυτών των μέτρων;
Κάθε διάθεση αντικειμένου του ασφαλιστικού μέτρου από τον οφειλέτη είναι άκυρη ως προς το πρόσωπο που αιτήθηκε τη λήψη των ασφαλιστικών μέτρων. Όσον αφορά την ακίνητη περιουσία, η ακυρότητα ισχύει μόνο σε σχέση με τις πράξεις διάθεσης που πραγματοποιήθηκαν μετά την καταγραφή της κατάσχεσης στο μητρώο, σύμφωνα με το άρθρο 452 του ΚΠολΔ. Εκτός απ’ αυτή τη σχετική ακυρότητα (μη αντιταξιμότητα), οι πράξεις διάθεσης είναι πλήρως ισχυρές και παράγουν έννομα αποτελέσματα.
Το άρθρο 453 του ΚΠολΔ διέπει τις περιπτώσεις μη αντιταξιμότητας, εκ μέρους του πιστωτή και των συνδεδεμένων πιστωτών, των δικαιωμάτων που αναγνωρίστηκαν μετά την εγγραφή της κατάσχεσης στο μητρώο και τη λήψη της σχετικής κοινοποίησης.
Σύμφωνα με το άρθρο 401 του ΚΠολΔ, ο ενέγγυος πιστωτής μπορεί να κινηθεί κατά τρίτου που είναι υπεύθυνος για τα ποσά ή τα περιουσιακά στοιχεία που ο τελευταίος αρνείται να καταβάλει εκουσίως.
Τα έξοδα που συνδέονται με τις διαδικασίες εξασφάλισης της απαίτησης επιβαρύνουν το πρόσωπο κατόπιν αίτησης του οποίου εγκρίθηκαν τα ασφαλιστικά μέτρα, όπως προβλέπεται από το άρθρο 514 του ΚΠολΔ, με παραπομπή στο άρθρο 401 του ΚΠολΔ, το οποίο ρυθμίζει τα ασφαλιστικά μέτρα.
3.3 Ποια η ισχύς αυτών των μέτρων;
Η άδεια εξασφάλισης απαίτησης εγκρίνεται βάσει της αρχής ότι, σε σχέση με εκκρεμή υπόθεση, το σχετικό ασφαλιστικό μέτρο επιβάλλεται πριν από την ολοκλήρωση της υπόθεσης, μέσω της αντίστοιχης δικαστικής απόφασης η οποία έχει τεθεί σε ισχύ.
Όταν εγκρίνονται ασφαλιστικά μέτρα σε σχέση με μελλοντική απαίτηση, το δικαστήριο θέτει χρονικό όριο για την υποβολή της απαίτησης, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τον έναν μήνα. Αν δεν προσκομιστούν στοιχεία για την υποβολή της απαίτησης εντός της προκαθορισμένης προθεσμίας, το δικαστήριο ακυρώνει τα ασφαλιστικά μέτρα αυτεπάγγελτα, σύμφωνα με το άρθρο 390 παράγραφος 3 του ΚΠολΔ.
Σε περίπτωση υποβολής απαίτησης σε σχέση με την οποία έχουν εγκριθεί ασφαλιστικά μέτρα, ως είθισται, τα ασφαλιστικά μέτρα παραμένουν σε ισχύ και παράγουν αποτελέσματα μέχρι να ολοκληρωθεί η υπόθεση.
Το άρθρο 402 του ΚΠολΔ διέπει τη διαδικασία ακύρωσης των εγκριθέντων ασφαλιστικών μέτρων. Προβλέπει ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο οφείλει να υποβάλει αίτηση, αντίγραφο της οποίας πρέπει να χορηγηθεί στο πρόσωπο που έχει ζητήσει την έγκριση των ασφαλιστικών μέτρων. Το εν λόγω πρόσωπο μπορεί να υποβάλει ένσταση εντός τριών ημερών. Το δικαστήριο, που συνεδριάζει εν συμβουλίω, ακυρώνει τα ασφαλιστικά μέτρα αν πειστεί πλήρως ότι ο λόγος για τον οποίον είχαν εγκριθεί δεν υφίσταται πλέον ή ότι ο εναγόμενος έχει συστήσει εγγύηση, εντός της προκαθορισμένης προθεσμίας, καταθέτοντας ολόκληρο το ποσό το οποίο αξιώνει ο ενάγων (άρθρο 398 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ). Η απόφαση του δικαστηρίου για την ακύρωση των ασφαλιστικών μέτρων επιδέχεται έφεση μέσω ιδιωτικής προσφυγής εντός μίας εβδομάδας.
Αντικατάσταση των εγκεκριμένων ασφαλιστικών μέτρων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 398 του ΚΠολΔ, μπορεί να εγκριθεί στις δύο ακόλουθες περιπτώσεις:
- δυνάμει της παραγράφου 1 —το δικαστήριο, κατόπιν αιτήματος ενός από τους διαδίκους, μπορεί, αφού ειδοποιήσει τον έτερο διάδικο και λάβει υπόψη τις ενστάσεις που θα υποβάλει αυτός εντός τριών ημερών από την κοινοποίηση, να εγκρίνει την αντικατάσταση ενός είδους ασφαλιστικού μέτρου από άλλο,
- δυνάμει της παραγράφου 2 —σε περίπτωση εξασφάλισης απαίτησης που μπορεί να αποτιμηθεί με χρηματικούς όρους, ο εναγόμενος μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να αντικαταστήσει την εγκεκριμένη εξασφάλιση, χωρίς τη συγκατάθεση του έτερου διαδίκου, με ενέχυρο υπό τη μορφή χρημάτων ή άλλων χρεογράφων, όπως προβλέπεται από τα άρθρα 180 και 181 του ΚΠολΔ.
Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 398 παράγραφοι 1 και 2 του ΚΠολΔ, ανακαλείται η δέσμευση ή κατάσχεση.
Ο νόμος δεν αποκλείει τη δυνατότητα να προβάλει ο εναγόμενος απαίτηση αποζημίωσης κατά του ενάγοντα, ζητώντας αποζημίωση για τη ζημία που του προκάλεσαν τα ασφαλιστικά μέτρα, αν η απαίτηση για την οποία εγκρίθηκαν τα ασφαλιστικά μέτρα ανακληθεί ή δεν υποβληθεί εντός της προκαθορισμένης προθεσμίας, καθώς και αν η υπόθεση περατωθεί (άρθρο 403 του ΚΠολΔ).
4 Υπάρχει δυνατότητα προσφυγής κατά ενός τέτοιου μέτρου;
Σύμφωνα με το άρθρο 396 του ΚΠολΔ, η δικαστική απόφαση που αφορά την εξασφάλιση της απαίτησης μπορεί να εφεσιβληθεί με παρεμπίπτουσα προσφυγή εντός μίας εβδομάδας. Για τον ενάγοντα, η χρονική περίοδος της μίας εβδομάδας αρχίζει από την επίδοση της απόφασης σ’ αυτόν, ενώ για τον εναγόμενο (το πρόσωπο κατά του οποίου έχουν εγκριθεί τα προσωρινά μέτρα) αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία επιδίδεται σ’ αυτόν η κοινοποίηση περί των επιβληθέντων ασφαλιστικών μέτρων από δικαστικό επιμελητή, από το κτηματολόγιο ή από το δικαστήριο. Αντίγραφο της παρεμπίπτουσας προσφυγής πρέπει να επιδοθεί στον αντίδικο, ο οποίος οφείλει να απαντήσει εντός μίας εβδομάδας.
Αναγνωρίζεται ότι οι τρίτοι έχουν έννομο συμφέρον στην άσκηση της προσφυγής εάν θίγεται η περιουσία τους από το ασφαλιστικό μέτρο. Στη μονομερή διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, το δικαστήριο δεν εξετάζει αν ο εναγόμενος έχει τα δικαιώματα για τα οποία ζητείται περιορισμός της εξουσίας διάθεσης. Γι’ αυτόν τον λόγο είναι δυνατή η κατάσχεση ακινήτων που δεν ανήκουν στον οφειλέτη. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο πραγματικός κύριος θα νομιμοποιούνταν να προσφύγει κατά της απόφασης με την οποία εγκρίθηκε η κατάσχεση, παρόλο που είναι τρίτος όσον αφορά τη διαδικασία.
Σε περίπτωση προσφυγής κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται η αίτηση για την εξασφάλιση της απαίτησης, δεν επιδίδεται στον καθ’ ου αντίγραφο της προσφυγής, καθώς σ’ αυτό το στάδιο η διαδικασία εξακολουθεί να είναι μονομερής.
Αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επικυρώσει απόφαση έγκρισης ή απόρριψης ασφαλιστικών μέτρων, η απόφαση δεν επιδέχεται αναίρεση. Αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εγκρίνει ασφαλιστικά μέτρα που απορρίφθηκαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου μπορεί να αναιρεσιβληθεί μέσω παρεμπίπτουσας αναιρετικής προσφυγής ενώπιον του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου, αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 280 του ΚΠολΔ για την εν λόγω αναίρεση.
Σύμφωνα με τον ισχύοντα ΚΠολΔ, τόσο τα εγκριθέντα ασφαλιστικά μέτρα όσο και το ποσό της εγγύησης που έχει καθοριστεί από το δικαστήριο ως προϋπόθεση για την έγκριση ασφαλιστικών μέτρων υπόκεινται σε έφεση. Ωστόσο, η άσκηση έφεσης ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου μπορεί να μη συνεπάγεται αναστολή των ασφαλιστικών μέτρων πριν εκδοθεί η απόφαση για την έφεση από το ανώτερο δικαστήριο και διαταχθεί η ακύρωσή τους.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.