Ποιας χώρας το δικαστήριο είναι αρμόδιο;

Λεττονία
Περιεχόμενο που παρέχεται από
European Judicial Network
Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο (για αστικές και εμπορικές υποθέσεις)

1 Πρέπει να απευθυνθώ στα τακτικά πολιτικά δικαστήρια ή σε κάποιο ειδικό δικαστήριο (για παράδειγμα εργατοδικείο);

Ο νόμος περί πολιτικής δικονομίας (Civilprocesa likums) διασφαλίζει ότι κάθε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, δικαιούται δικαστική προστασία των ατομικών του δικαιωμάτων, όταν αυτά τα δικαιώματα προσβάλλονται ή αμφισβητούνται, και δικαστική προστασία οποιουδήποτε συμφέροντος διασφαλίζεται από τον νόμο. Κατά γενικό κανόνα, όλες οι αστικές διαφορές επιλύονται από τα δικαστήρια κατά την τακτική διαδικασία. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, και μόνο όπου προβλέπεται από τη νομοθεσία, οι αστικές διαφορές μπορούν να επιλύονται με άλλες εξωδικαστικές διαδικασίες. Όταν προβλέπεται από τη νομοθεσία, το δικαστήριο εκδικάζει επίσης αγωγές που ασκούνται από φυσικά και νομικά πρόσωπα οι οποίες δεν έχουν χαρακτήρα αστικής διαφοράς. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, η ύπαρξη αρμοδιότητας επί διαφοράς κρίνεται από δικαστήριο ή δικαστή. Εάν το δικαστήριο ή ο δικαστής αναγνωρίσει ότι η διαφορά δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στη σχετική απόφαση υποδεικνύεται το αρμόδιο όργανο για την επίλυση της διαφοράς.

Ταυτόχρονα, οι συνήθεις κανόνες περί αρμοδιότητας υπόκεινται σε ορισμένες εξαιρέσεις που καθορίζουν το επίπεδο του δικαστηρίου που πρέπει να εκδικάσει την υπόθεση σε πρώτο βαθμό.

Από τις 31 Μαρτίου 2021 λειτουργεί στη Λετονία ειδικό Δικαστήριο Οικονομικών Υποθέσεων, το οποίο είναι αρμόδιο για την εκδίκαση ορισμένων κατηγοριών αστικών και ποινικών υποθέσεων.

2 Όταν έχουν αρμοδιότητα τα τακτικά πολιτικά δικαστήρια (δηλαδή αυτά τα δικαστήρια είναι αρμόδια για τις εν λόγω υποθέσεις), πώς μπορώ να βρω σε ποιο πρέπει να απευθυνθώ;

Τα επαρχιακά δικαστήρια (rajona tiesa) και τα δημοτικά δικαστήρια (pilsētas tiesa) λειτουργούν ως πρωτοβάθμια δικαστήρια σε αστικές υποθέσεις. Το προαστιακό δικαστήριο Vidzeme της Ρίγα (Rīgas pilsētas Vidzemes priekšpilsētas tiesa) εξετάζει υποθέσεις που αφορούν κρατικά απόρρητα και υποθέσεις που αφορούν την προστασία ευρεσιτεχνιών, τοπογραφίας προϊόντων ημιαγωγών, σχεδίων ή υποδειγμάτων, εμπορικών σημάτων και γεωγραφικών ενδείξεων. Η υπηρεσία κτηματολογίου επαρχιακού (δημοτικού) δικαστηρίου εξετάζει αιτήσεις εκούσιας εκτέλεσης υποχρεώσεων (bezstrīdus piespiedu izpildīšana) και αναγκαστικής εκτέλεσης υποχρεώσεων κατόπιν δικαστικής εντολής (saistību piespiedu izpildīšanu brīdinājuma kārtība), καθώς και αιτήσεις για την επικύρωση εκθέσεων πλειστηριασμού (izsoles aktu apstiprināšana), εκτός από την επικύρωση αυτών σε περιπτώσεις διαδικασιών αφερεγγυότητας.

2.1 Υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ κατωτέρων και ανωτέρων τακτικών πολιτικών δικαστηρίων (για παράδειγμα τα πρωτοδικεία ως κατώτερα δικαστήρια και τα περιφερειακά δικαστήρια ως ανώτερα δικαστήρια) και αν ναι, ποιο δικαστήριο είναι αρμόδιο για την υπόθεση μου;

Η ουσία της υπόθεσης δεν μπορεί να εξεταστεί από ανώτερο δικαστήριο πριν εκδικαστεί από κατώτερο δικαστήριο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο για αστικές υποθέσεις είναι το επαρχιακό ή δημοτικό δικαστήριο ή το περιφερειακό δικαστήριο (apgabaltiesa). Στην πολιτική δίκη οι υποθέσεις εξετάζονται επί της ουσίας από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που είναι αρμόδιο για το είδος, το αντικείμενο και τον τόπο της διαφοράς.

2.2 Κατά τόπον αρμοδιότητα (είναι αρμόδιο για την υπόθεση μου το δικαστήριο της πόλης Α ή το δικαστήριο της πόλης Β;)

Οι αστικές υποθέσεις ανατίθενται προς εκδίκαση σε πρώτο βαθμό σε δικαστήρια διαφορετικών επιπέδων, με βάση το αντικείμενό τους: οι υποθέσεις κατατάσσονται ανάλογα με την κατηγορία και τη φύση της απαίτησης. Ωστόσο, κάθε δικαστήριο του ιδίου επιπέδου έχει τη δική του κατά τόπον αρμοδιότητα.

2.2.1 Ο βασικός κανόνας της κατά τόπον αρμοδιότητας

Σύμφωνα με τις γενικές διαδικασίες όσον αφορά την κατά τόπον αρμοδιότητα, κάθε αγωγή κατά φυσικού προσώπου πρέπει να εισάγεται στο δικαστήριο του δηλωθέντος τόπου διαμονής του εν λόγω προσώπου (άρθρο 26 του νόμου περί πολιτικής δικονομίας). Κάθε αγωγή κατά νομικού προσώπου πρέπει να εισάγεται στο δικαστήριο της καταστατικής έδρας του εν λόγω προσώπου Συνεπώς, το αρμόδιο πρωτοβάθμιο δικαστήριο καθορίζεται από το αντικείμενο της διαφοράς και από τους κανόνες που διέπουν την κατά τόπον αρμοδιότητα.

2.2.2 Εξαιρέσεις στον βασικό κανόνα

Ο νόμος περί πολιτικής δικονομίας προβλέπει επίσης εξαιρέσεις από τους κανόνες της κατά τόπον αρμοδιότητας στις αστικές υποθέσεις, βάσει των οποίων ο ενάγων μπορεί να επιλέξει είτε να ασκήσει αγωγή σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις της κατά τόπον αρμοδιότητας, δηλαδή στο δικαστήριο του δηλωθέντος τόπου διαμονής ή της καταστατικής έδρας του εναγομένου, είτε να ασκήσει αγωγή ενώπιον διαφορετικού πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, του ιδίου επιπέδου, το οποίο η νομοθεσία ορίζει ως συντρεχόντως αρμόδιο δικαστήριο.

2.2.2.1 Πότε μπορώ να επιλέξω ανάμεσα στο δικαστήριο του τόπου κατοικίας του εναγομένου (το δικαστήριο του βασικού κανόνα) και κάποιο άλλο δικαστήριο;

Κάθε αγωγή κατά εναγομένου που δεν έχει δηλώσει τόπο διαμονής εισάγεται στο δικαστήριο που καθορίζεται από τον πραγματικό τόπο διαμονής του εναγομένου.

Εάν ο πραγματικός τόπος διαμονής του εναγομένου δεν είναι γνωστός ή αν ο εναγόμενος δεν έχει μόνιμη διαμονή στη Λετονία, η αγωγή εισάγεται στο δικαστήριο του τόπου όπου βρίσκεται οποιαδήποτε ακίνητη περιουσία του εναγομένου ή του τελευταίου γνωστού τόπου διαμονής του εναγομένου.

Σε ορισμένες περιπτώσεις που προσδιορίζονται από τη νομοθεσία, ο ενάγων έχει δικαίωμα να επιλέξει να καταθέσει αγωγή είτε στο δικαστήριο που καθορίζεται με βάση τον δηλωθέντα τόπο διαμονής ή την καταστατική έδρα του εναγομένου, είτε σε άλλο δικαστήριο.

2.2.2.2 Σε ποιες περιπτώσεις υποχρεούμαι να επιλέξω δικαστήριο άλλο από αυτό της κατοικίας του εναγομένου (το δικαστήριο του βασικού κανόνα);

Οι κανόνες που αφορούν την επιλογή αρμοδίου δικαστηρίου εκ μέρους του ενάγοντα καθορίζονται στο άρθρο 28 του νόμου περί πολιτικής δικονομίας, όπου παρατίθεται λεπτομερής κατάλογος των ειδών υποθέσεων και των συντρεχόντως αρμοδίων δικαστηρίων ενώπιον των οποίων μπορεί να εισαχθεί αγωγή:

  • αγωγή που ανακύπτει από τις δραστηριότητες θυγατρικής ή γραφείου αντιπροσωπείας νομικού προσώπου μπορεί επίσης να εισαχθεί στο δικαστήριο της καταστατικής έδρας της θυγατρικής ή του γραφείου αντιπροσωπείας
  • αγωγή που αφορά την καταβολή διατροφής σε τέκνα ή γονείς, ή τον καθορισμό πατρότητας μπορεί επίσης να εισαχθεί στο δικαστήριο του δηλωθέντος τόπου διαμονής του ενάγοντα
  • αγωγή που ανακύπτει από σωματική βλάβη [άρθρα 1635 και 2347–2353 του Αστικού Κώδικα(Civillikums)] μπορεί επίσης να εισαχθεί στο δικαστήριο του δηλωθέντος τόπου διαμονής του ενάγοντα ή του τόπου όπου προκλήθηκε η βλάβη
  • αγωγή που αφορά ζημία σε περιουσιακά στοιχεία φυσικού ή νομικού προσώπου μπορεί επίσης να εισαχθεί στο δικαστήριο του τόπου όπου προκλήθηκε η ζημία
  • αγωγή που αφορά απόδοση περιουσιακών στοιχείων ή αποζημίωση για την αξία αυτών, μπορεί επίσης να εισαχθεί στο δικαστήριο του δηλωθέντος τόπου διαμονής του ενάγοντα
  • αγωγές για ναυτικές απαιτήσεις μπορούν επίσης να εισαχθούν στο δικαστήριο του τόπου όπου κατασχέθηκε το σκάφος που ανήκει στον εναγόμενο
  • αγωγή κατά πλειόνων εναγομένων που διαμένουν ή βρίσκονται σε διάφορους τόπους μπορεί να εισαχθεί στο δικαστήριο του τόπου διαμονής ή καταστατικής έδρας ενός από τους εναγομένους
  • αγωγή που αφορά διαζύγιο ή ακύρωση γάμου μπορεί να εισαχθεί στο δικαστήριο της επιλογής του ενάγοντα ή του δηλωθέντος τόπου διαμονής του ενάγοντα ή, ελλείψει τέτοιου, στο δικαστήριο του πραγματικού τόπου διαμονής του ενάγοντα, εάν:
    • ανήλικοι διαμένουν με τον ενάγοντα
    • ο γάμος του οποίου ζητείται η λύση έχει συναφθεί με πρόσωπο που εκτίει ποινή φυλάκισης
    • ο γάμος του οποίου ζητείται η λύση έχει συναφθεί με πρόσωπο που δεν έχει δηλώσει τόπο διαμονής ή είναι αγνώστου διαμονής ή ζει στο εξωτερικό
  • αγωγή που ανακύπτει από σχέση εργασίας μπορεί επίσης να εισαχθεί στο δικαστήριο του δηλωθέντος τόπου διαμονής ή τόπου εργασίας του ενάγοντα.

Εάν ο ενάγων στις ανωτέρω περιπτώσεις δεν έχει δηλώσει τόπο διαμονής, η αγωγή μπορεί να εισαχθεί στο δικαστήριο του πραγματικού τόπου διαμονής του ενάγοντα.

Υπάρχει επίσης πρόβλεψη για αποκλειστική αρμοδιότητα σε αστικές υποθέσεις, η οποία υπερισχύει όχι μόνο της συνήθους κατά τόπον αρμοδιότητας, αλλά και κάθε άλλης μορφής κατά τόπον αρμοδιότητας. Η αρμοδιότητα καθορίζεται από το είδος της αγωγής στις ακόλουθες περιπτώσεις:

  • αγωγή που αφορά δικαιώματα κυριότητας ή οποιοδήποτε άλλο εμπράγματο δικαίωμα επί ακίνητης περιουσίας ή παραρτημάτων αυτής, ή αγωγή που αφορά την εγγραφή αυτών των δικαιωμάτων στο κτηματολόγιο ή τη διαγραφή αυτών των δικαιωμάτων και την εξαίρεση του ακινήτου από το γενικό βιβλίο εκθέσεων, πρέπει να κατατίθεται στο δικαστήριο του τόπου όπου βρίσκεται το ακίνητο
  • όταν η αγωγή αφορά την κληρονομία αποβιώσαντος και δεν υπάρχουν γνωστοί κληρονόμοι που έχουν επιβεβαιωθεί ή έχουν αποδεχθεί την κληρονομιά, αρμόδιο είναι το δικαστήριο του δηλωθέντος ή του πραγματικού τόπου διαμονής του αποβιώσαντος, όμως εάν ο δηλωθείς ή ο πραγματικός τόπος διαμονής του αποβιώσαντος δεν βρίσκεται στη Λετονία ή είναι άγνωστος, αρμόδιο είναι το δικαστήριο του τόπου όπου βρίσκεται η κληρονομιαία περιουσία ή μέρος αυτής.

Αποκλειστική αρμοδιότητα μπορεί επίσης να προβλέπεται σε άλλες νομοθετικές πράξεις.

Οι διατάξεις που παρατίθενται κατωτέρω ισχύουν επίσης για τις υποθέσεις που υπάγονται σε ειδικές δικαστικές διαδικασίες:

Αίτηση για την έγκριση υιοθεσίας πρέπει να υποβάλλεται στο δικαστήριο του δηλωθέντος τόπου διαμονής του υιοθετούντος ή, ελλείψει τέτοιου, του πραγματικού τόπου διαμονής του υιοθετούντος∙ αίτηση ακύρωσης υιοθεσίας πρέπει να υποβάλλεται στο δικαστήριο του δηλωθέντος τόπου διαμονής του αιτούντος ή, ελλείψει τέτοιου, του πραγματικού τόπου διαμονής του αιτούντος.

Αίτηση για την έγκριση υιοθεσίας που υποβάλλεται από ξένο υπήκοο ή πρόσωπο που ζει σε ξένο κράτος πρέπει να υποβάλλεται στο δικαστήριο του δηλωθέντος τόπου διαμονής του υιοθετουμένου, εάν όμως ο υιοθετούμενος τελεί υπό εξωοικογενειακή μέριμνα, η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται στο δικαστήριο του τόπου όπου παρέχεται η εν λόγω μέριμνα. (Άρθρο 259 παράγραφος 2 του νόμου περί πολιτικής δικονομίας).

Αίτηση για τον περιορισμό της δικαιοπρακτικής ικανότητας προσώπου λόγω διανοητικής διαταραχής ή άλλης διαταραχής της υγείας πρέπει να υποβάλλεται στο δικαστήριο του δηλωθέντος τόπου διαμονής του προσώπου αυτού, ή ελλείψει τέτοιου, του πραγματικού τόπου διαμονής του∙ εάν το εν λόγω πρόσωπο έχει εισαχθεί σε νοσηλευτικό ίδρυμα, η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται στο δικαστήριο του τόπου όπου βρίσκεται το νοσηλευτικό ίδρυμα. (Άρθρο 264 του νόμου περί πολιτικής δικονομίας).

  • αίτηση για περιορισμό της δικαιοπρακτικής ικανότητας και υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση προσώπου λόγω του έκλυτου ή άσωτου βίου του ή της υπερβολικής χρήσης αλκοόλ ή άλλων ναρκωτικών ουσιών πρέπει να υποβάλλεται στο δικαστήριο του δηλωθέντος τόπου διαμονής του προσώπου αυτού ή, ελλείψει τέτοιου, του πραγματικού τόπου διαμονής του (άρθρο 271 του νόμου περί πολιτικής δικονομίας)
  • οι υποθέσεις που αφορούν την κηδεμονία της περιουσίας απόντος ή αγνοούμενου προσώπου πρέπει να εκδικάζονται από το δικαστήριο του τελευταίου τόπου διαμονής του εν λόγω προσώπου (άρθρο 278 του νόμου περί πολιτικής δικονομίας)
  • αίτηση για την κήρυξη σε αφάνεια αγνοούμενου προσώπου πρέπει να υποβάλλεται στο δικαστήριο του τελευταίου τόπου διαμονής του προσώπου αυτού (άρθρο 282 του νόμου περί πολιτικής δικονομίας)
  • αίτηση αναγνώρισης γεγονότων νομικής σημασίας από δικαστήριο πρέπει να υποβάλλεται στο δικαστήριο του δηλωθέντος τόπου διαμονής του αιτούντος ή, ελλείψει τέτοιου, του πραγματικού τόπου διαμονής του αιτούντος (άρθρο 290 του νόμου περί πολιτικής δικονομίας)
  • αίτηση απόσβεσης δικαιωμάτων επί ακίνητης περιουσίας πρέπει να υποβάλλεται στο δικαστήριο του τόπου όπου βρίσκεται το ακίνητο αίτηση απόσβεσης οποιουδήποτε άλλου δικαιώματος πρέπει να υποβάλλεται στο δικαστήριο του δηλωθέντος τόπου διαμονής του αιτούντος ή, ελλείψει τέτοιου, του πραγματικού τόπου διαμονής του αιτούντος ή, στην περίπτωση νομικού προσώπου, της καταστατικής έδρας του, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από τον νόμο (άρθρο 294 παράγραφος 2 του νόμου περί πολιτικής δικονομίας)
  • αίτηση για την ακύρωση απολεσθέντος, κλαπέντος ή κατεστραμμένου εγγράφου και για την ανανέωση των σχετικών με αυτό δικαιωμάτων πρέπει να υποβάλλεται στο δικαστήριο του τόπου πληρωμής που αναγράφεται στο έγγραφο ή, εάν ο τόπος πληρωμής δεν είναι γνωστός, στο δικαστήριο του δηλωθέντος τόπου διαμονής του οφειλέτη, εάν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο ή, ελλείψει τέτοιου, του πραγματικού τόπου διαμονής του οφειλέτη ή, στην περίπτωση νομικού προσώπου, της καταστατικής του έδρας∙ εάν ο πραγματικός τόπος διαμονής ή η καταστατική έδρα του οφειλέτη είναι επίσης άγνωστα, η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται στο δικαστήριο του τόπου έκδοσης του εγγράφου (άρθρο 299 του νόμου περί πολιτικής δικονομίας)
  • αίτηση εξαγοράς ακινήτου πρέπει να υποβάλλεται στο δικαστήριο του τόπου όπου βρίσκεται το ακίνητο (άρθρο 336 του νόμου περί πολιτικής δικονομίας)
  • το δικαστήριο εξετάζει υποθέσεις που αφορούν διαδικασίες δικαστικής προστασίας βάσει της νόμιμης διεύθυνσης του οφειλέτη, η οποία καταχωρίστηκε για τον οφειλέτη τρεις μήνες πριν από την υποβολή της αίτησης στο δικαστήριο (άρθρο 341.1 του νόμου περί πολιτικής δικονομίας)
  • κάθε υπόθεση που αφορά διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου ανοιγείσα κατόπιν αίτησης του οφειλέτη, του πιστωτή ή της πλειοψηφίας των πιστωτών, όπως εξειδικεύονται στο άρθρο 42 παράγραφος 3 του νόμου περί αφερεγγυότητας (Maksātnespējas likums), πρέπει να εκδικάζεται από το δικαστήριο του τόπου της νόμιμης διεύθυνσης του οφειλέτη, όπως αυτή έχει καταχωριστεί για τον οφειλέτη τρεις μήνες πριν από την υποβολή της αίτησης στο δικαστήριο. Αρμόδιο για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 του κανονισμού αριθ. 1346/2000 του Συμβουλίου, είναι το δικαστήριο του τόπου όπου βρίσκεται το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του οφειλέτη. Ωστόσο, σε περίπτωση έναρξης διαδικασίας αφερεγγυότητας σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού, η υπόθεση εκδικάζεται από το δικαστήριο του τόπου όπου ο οφειλέτης διαθέτει εγκατάσταση, κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο η) του κανονισμού αριθ. 1346/2000 του Συμβουλίου (άρθρο 363.1 του νόμου περί πολιτικής δικονομίας)
  • κάθε υπόθεση που αφορά την αφερεγγυότητα φυσικού προσώπου κατόπιν αίτησης του προσώπου αυτού πρέπει να εκδικάζεται από το δικαστήριο του δηλωθέντος τόπου διαμονής του οφειλέτη, όπως έχει καταχωριστεί για τον οφειλέτη τρεις μήνες πριν από την υποβολή της αίτησης στο δικαστήριο και, ελλείψει τέτοιου, βάσει του πραγματικού τόπου κατοικίας του οφειλέτη. Αρμόδιο για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 του κανονισμού αριθ. 1346/2000 του Συμβουλίου, είναι το δικαστήριο του τόπου όπου βρίσκεται το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του οφειλέτη. Ωστόσο, σε περίπτωση έναρξης διαδικασίας αφερεγγυότητας σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού, η υπόθεση εκδικάζεται από το δικαστήριο του τόπου όπου ο οφειλέτης διαθέτει εγκατάσταση, κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο η) του κανονισμού αριθ. 1346/2000 του Συμβουλίου (άρθρο 363.22 του νόμου περί πολιτικής δικονομίας)
  • οι υποθέσεις που αφορούν την αφερεγγυότητα ή εκκαθάριση πιστωτικών ιδρυμάτων πρέπει να εκδικάζονται από το δικαστήριο του τόπου όπου βρίσκεται η καταστατική έδρα του πιστωτικού ιδρύματος (άρθρο 364 του νόμου περί πολιτικής δικονομίας)
  • εργοδότης μπορεί να υποβάλει αίτηση για κήρυξη απεργίας ή γνωστοποίησης απεργίας ως παράνομης, με βάση τους λόγους που αναφέρονται στον νόμο περί απεργιών (Streiku likums) και σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται εκεί. Η αίτηση για την κήρυξη απεργίας ή γνωστοποίησης απεργίας ως παράνομης πρέπει να υποβάλλεται στο δικαστήριο του τόπου όπου πρόκειται να πραγματοποιηθεί η απεργία (άρθρο 390 του νόμου περί πολιτικής δικονομίας)∙
  • εκπρόσωποι των εργαζομένων μπορούν να υποβάλλουν αίτηση για κήρυξη ανταπεργίας ή γνωστοποίησης ανταπεργίας ως παράνομης, με βάση τους λόγους που αναφέρονται στον νόμο περί εργατικών διαφορών (Darba strīdu likums) και σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται εκεί. Η αίτηση για την κήρυξη ανταπεργίας ή γνωστοποίησης ανταπεργίας ως παράνομης πρέπει να υποβάλλεται στο δικαστήριο του τόπου όπου πρόκειται να πραγματοποιηθεί η ανταπεργία (άρθρο 394.1 του νόμου περί πολιτικής δικονομίας).

Υποθέσεις που αφορούν την εκούσια εκτέλεση υποχρεώσεων (saistību bezstrīdus piespiedu izpildīšana):

  • αιτήσεις για την εκούσια εκποίηση ακίνητης περιουσίας σε πλειστηριασμό μέσω του δικαστηρίου πρέπει να υποβάλλονται στο επαρχιακό ή δημοτικό δικαστήριο του τόπου όπου βρίσκεται η ακίνητη περιουσία (άρθρο 395 του νόμου περί πολιτικής δικονομίας)∙
  • αιτήσεις για την εκούσια εκτέλεση χρηματικών πληρωμών ή την απόδοση κινητών περιουσιακών στοιχείων ή την εκούσια εκτέλεση συμβατικών υποχρεώσεων που ασφαλίζονται με εμπορικό ενέχυρο πρέπει να υποβάλλονται στην υπηρεσία κτηματολογίου του επαρχιακού ή δημοτικού δικαστηρίου του δηλωθέντος τόπου διαμονής του οφειλέτη ή, ελλείψει τέτοιου, του πραγματικού τόπου διαμονής του οφειλέτη (άρθρο 403 παράγραφος 1 του νόμου περί πολιτικής δικονομίας)·
  • αιτήσεις για εκούσια εκτέλεση δυνάμει εγγράφων ενεχυρίασης ακίνητης περιουσίας ή για εκούσια εκτέλεση υποχρέωσης εκκένωσης ή απόδοσης εκμισθωμένης, με απλή ή χρηματοδοτική μίσθωση, ακίνητης περιουσίας πρέπει να υποβάλλονται στην υπηρεσία κτηματολογίου του επαρχιακού ή δημοτικού δικαστηρίου του τόπου όπου βρίσκεται η ακίνητη περιουσία. Εάν μια υποχρέωση ασφαλίζεται με περισσότερα του ενός ακίνητα περιουσιακά στοιχεία και οι αιτήσεις υπάγονται στην αρμοδιότητα των υπηρεσιών κτηματολογίου διαφορετικών επαρχιακών ή δημοτικών δικαστηρίων, η αίτηση πρέπει να εκδικάζεται από την υπηρεσία κτηματολογίου του επαρχιακού ή δημοτικού δικαστηρίου του τόπου όπου βρίσκεται ένα από τα ακίνητα περιουσιακά στοιχεία, κατ᾽ επιλογήν του αιτούντος (άρθρο 403 παράγραφος 2 του νόμου περί πολιτικής δικονομίας)·
  • αιτήσεις για εκούσια εκτέλεση βάσει υποχρέωσης που πηγάζει από ναυτική υποθήκη πρέπει να υποβάλλονται στην υπηρεσία κτηματολογίου του επαρχιακού ή δημοτικού δικαστηρίου του τόπου εγγραφής της ναυτικής υποθήκης (άρθρο 403 παράγραφος 3 του νόμου περί πολιτικής δικονομίας).

Υποθέσεις που αφορούν την αναγκαστική εκτέλεση υποχρεώσεων κατόπιν δικαστικής εντολής (saistību piespiedu izpildīšana brīdinājuma kārtība):

Αίτηση για την αναγκαστική εκτέλεση υποχρεώσεων κατόπιν δικαστικής εντολής πρέπει να υποβάλλεται στην υπηρεσία κτηματολογίου του επαρχιακού ή δημοτικού δικαστηρίου του δηλωθέντος τόπου διαμονής του οφειλέτη ή, ελλείψει τέτοιου, του πραγματικού τόπου διαμονής ή της καταστατικής έδρας του οφειλέτη (άρθρο 406.2 του νόμου περί πολιτικής δικονομίας).

2.2.2.3 Μπορούν οι διάδικοι να αναθέσουν αρμοδιότητα σε δικαστήριο που άλλως δεν θα είχε αρμοδιότητα;

Ναι, υπάρχει αυτή η δυνατότητα: Η λετονική νομοθεσία επιτρέπει στους διαδίκους να επιλέξουν το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο για την υπόθεσή τους με μεταξύ τους συμφωνία. Κατά τη σύναψη σύμβασης, οι συμβαλλόμενοι μπορούν να ορίσουν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο όπου θα επιλυθούν τυχόν μελλοντικές διαφορές σχετικές με τη σύμβαση ή την εκπλήρωση των όρων της. Οι συμβαλλόμενοι δεν δύνανται να αλλάξουν την αρμοδιότητα με βάση το αντικείμενο της διαφοράς, δηλαδή το επίπεδο του δικαστηρίου που θα εκδικάσει την υπόθεση σε πρώτο βαθμό (άρθρο 25 του νόμου περί πολιτικής δικονομίας) δεν μπορούν επίσης να μεταβάλουν οποιαδήποτε αποκλειστική αρμοδιότητα (άρθρο 29 του νόμου). Η κατά παρέκταση αρμοδιότητα υπόκειται σε δύο περιορισμούς:

  • η επιλογή αρμοδιότητας είναι δυνατή μόνο για συμβατικές διαφορές
  • η συμφωνία καθορισμού της κατά τόπον αρμοδιότητας πρέπει να έχει επιτευχθεί κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης και πρέπει να προσδιορίζεται το συγκεκριμένο δικαστήριο που θα εκδικάσει μια πιθανή διαφορά σε πρώτο βαθμό.

3 Όταν έχουν αρμοδιότητα τα ειδικά δικαστήρια, πώς μπορώ να βρω σε ποιο πρέπει να απευθυνθώ;

Σύμφωνα με τη λετονική νομοθεσία, τα δικαστήρια γενικής αρμοδιότητας εκδικάζουν τόσο αστικές όσο και ποινικές υποθέσεις. Η Λετονία δεν διαθέτει ειδικά δικαστήρια, π.χ. οικογενειακά δικαστήρια, ούτε δικαστές που ειδικεύονται σε συγκεκριμένα νομικά ζητήματα, όπως ισχύει σε άλλες χώρες.

Όπως διευκρινίζεται ανωτέρω, η ουσία μιας αστικής υπόθεσης εξετάζεται από πρωτοβάθμιο δικαστήριο και δεν μπορεί να εξεταστεί από ανώτερο δικαστήριο πριν περατωθεί η εξέταση της υπόθεσης από το κατώτερο δικαστήριο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο για αστικές υποθέσεις είναι το επαρχιακό (δημοτικό) δικαστήριο στην αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται η υπόθεση. Κατά γενικό κανόνα, όλες οι αστικές διαφορές υπάγονται στην αρμοδιότητα των δικαστηρίων, τα οποία τις επιλύουν κατά την τακτική διαδικασία.

Τελευταία επικαιροποίηση: 27/05/2024

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.