

Στη Ρουμανία, εκτός από τακτικά δικαστήρια, λειτουργούν ειδικά τμήματα ή συνθέσεις για την επίλυση διαφορών σε συγκεκριμένες υποθέσεις.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αριθ. 304/2004 για την οργανωτική διάρθρωση της δικαιοσύνης, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο (Înalta Curte de Casație și Justiție) αποτελείται από 4 τμήματα –πολιτικό τμήμα I, πολιτικό τμήμα II, ποινικό τμήμα και τμήμα διοικητικών υποθέσεων και φορολογικών διαφορών –, το τμήμα εννεαμελούς σύνθεσης και τα κοινά τμήματα, καθένα με τη δική του αρμοδιότητα. Στα εφετεία, τα πρωτοδικεία και, κατά περίπτωση, τα ειρηνοδικεία λειτουργούν ειδικά τμήματα ή συνθέσεις για την εκδίκαση αστικών υποθέσεων, ποινικών υποθέσεων, υποθέσεων που αφορούν παιδιά και οικογενειακές σχέσεις, υποθέσεων που αφορούν διοικητικές και φορολογικές διαφορές, υποθέσεων που αφορούν εργατικές διαφορές και διαφορές κοινωνικής ασφάλισης, υποθέσεων εταιρικού δικαίου, υποθέσεων εμπορικού μητρώου, υποθέσεων αφερεγγυότητας, υποθέσεων αθέμιτου ανταγωνισμού, καθώς και υποθέσεων ναυτικού δικαίου και δικαίου των ποταμών. Όταν κρίνεται σκόπιμο, είναι δυνατή η συγκρότηση δικαστηρίων ειδικής δικαιοδοσίας για την εκδίκαση των ανωτέρω υποθέσεων.
Η τακτική διαδικασία για την εκδίκαση αστικών υποθέσεων καθορίζεται στον κώδικα πολιτικής δικονομίας. Οι διατάξεις του εφαρμόζονται και στις άλλες υποθέσεις, στον βαθμό που δεν προβλέπεται διαφορετικά από τη νομοθεσία που τις διέπει.
Τα άρθρα 94 έως 97 του κώδικα πολιτικής δικονομίας διέπουν την καθ’ ύλην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων.
Ως πρωτοβάθμια δικαστήρια, τα ειρηνοδικεία εκδικάζουν τις εξής υποθέσεις που αφορούν αγωγές το αντικείμενο των οποίων (δεν) είναι αποτιμητό σε χρήμα:
Τα ειρηνοδικεία εκδικάζουν τις προσφυγές κατά των αποφάσεων των αρμόδιων δημόσιων αρχών και άλλων αρμόδιων οργάνων. Τα ειρηνοδικεία εκδικάζουν επίσης κάθε άλλη αγωγή που έχει υπαχθεί βάσει νόμου στην αρμοδιότητά τους.
Τα πρωτοδικεία εκδικάζουν:
Τα εφετεία εκδικάζουν:
Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο εκδικάζει:
Το ρουμανικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης στις αστικές υποθέσεις διακρίνει μεταξύ δικαστηρίων κατώτερης και ανώτερης βαθμίδας, ενώ η καθ’ ύλην αρμοδιότητα μεταξύ των δικαστηρίων διαφορετικών βαθμίδων θεμελιώνεται σύμφωνα με λειτουργικά (είδος αρμοδιότητας) και δικονομικά κριτήρια (αξία, αντικείμενο ή φύση της διαφοράς).
Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας επέφερε τροποποιήσεις στην αρμοδιότητα, και τα πρωτοδικεία έχουν καταστεί δικαστήρια πλήρους δικαιοδοσίας για την επί της ουσίας εκδίκαση υποθέσεων σε πρώτο βαθμό. Τα ειρηνοδικεία είναι αρμόδια να εκδικάζουν τις αγωγές με αντικείμενο μικρής αξίας και/ή τις λιγότερο σύνθετες αγωγές, που είναι ιδιαίτερα πολλές στην πράξη.
Τα εφετεία είναι αρμόδια κυρίως για την εκδίκαση εφέσεων, ενώ το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο είναι το τακτικό αναιρετικό δικαστήριο που διασφαλίζει την ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου σε εθνικό επίπεδο.
Στο ρουμανικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης στις αστικές υποθέσεις, οι κανόνες της κατά τόπον αρμοδιότητας καθορίζονται στα άρθρα 107 επ. του κώδικα πολιτικής δικονομίας.
Ο γενικός κανόνας είναι ότι η αγωγή ασκείται στο δικαστήριο του τόπου κατοικίας ή έδρας του εναγομένου.
Η κατά τόπον αρμοδιότητα ρυθμίζεται με βάση ειδικούς κανόνες, π.χ.:
Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας της Ρουμανίας θεσπίζει κανόνες συντρέχουσας αρμοδιότητας (άρθρα 113 έως 115). Βάσει αυτών, τα ακόλουθα δικαστήρια είναι επίσης κατά τόπον αρμόδια:
Όταν ο εναγόμενος διεξάγει σε τακτική βάση επαγγελματικές, γεωργικές, εμπορικές, βιομηχανικές ή παρόμοιες δραστηριότητες εκτός του τόπου κατοικίας του, η αγωγή μπορεί επίσης να κατατεθεί στο δικαστήριο του τόπου διεξαγωγής των δραστηριοτήτων εφόσον αφορά χρηματικές υποχρεώσεις που δημιουργήθηκαν ή πρέπει να εκπληρωθούν στον εν λόγω τόπο.
Στις ασφαλιστικές υποθέσεις, η αγωγή αποζημίωσης μπορεί επίσης να ασκηθεί στο δικαστήριο του τόπου κατοικίας ή έδρας του ασφαλισμένου, του τόπου στον οποίο βρίσκονται τα ασφαλισμένα περιουσιακά στοιχεία ή του τόπου επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου.
Η παρέκταση της αρμοδιότητας με συμφωνία θεωρείται άκυρη εάν συνάφθηκε προτού γεννηθεί το δικαίωμα αποζημίωσης, ενώ, στις υποθέσεις υποχρεωτικής ασφάλισης αστικής ευθύνης, ο τρίτος που έχει υποστεί τη ζημία μπορεί να κινήσει απευθείας διαδικασία και ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας/έδρας του.
Στις αγωγές προστασίας φυσικών προσώπων οι οποίες, σύμφωνα με τον αστικό κώδικα, εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου υποθέσεων επιμέλειας και οικογενειακών υποθέσεων, αρμόδιο να αποφανθεί επί του ζητήματος της κατά τόπον αρμοδιότητας είναι το δικαστήριο του τόπου κατοικίας/διαμονής του προστατευόμενου προσώπου. Στην περίπτωση των αγωγών με τις οποίες ζητείται από το δικαστήριο υποθέσεων επιμέλειας και οικογενειακών υποθέσεων άδεια για την κατάρτιση ορισμένων δικαιοπραξιών (αναφορικά με ακίνητο), αρμόδιο είναι επίσης το δικαστήριο του τόπου του ακινήτου. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο υποθέσεων επιμέλειας και οικογενειακών υποθέσεων που εξέδωσε την απόφαση διαβιβάζει αντίγραφο της απόφασης στο δικαστήριο υποθέσεων επιμέλειας και οικογενειακών υποθέσεων του τόπου κατοικίας/διαμονής του προστατευόμενου προσώπου.
Η αγωγή διαζυγίου υπάγεται στην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου της τελευταίας κοινής εστίας των συζύγων. Εάν δεν υπάρχει τέτοια τελευταία κοινή εστία ή κανείς από τους συζύγους δεν διαμένει πλέον στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου στην οποία βρίσκεται η εν λόγω κοινή εστία, αρμόδιο είναι το ειρηνοδικείο του τόπου διαμονής του εναγομένου. Εάν ο εναγόμενος δεν διαμένει στη Ρουμανία και τα δικαστήρια της Ρουμανίας έχουν διεθνή δικαιοδοσία, αρμόδιο είναι το δικαστήριο του τόπου διαμονής του ενάγοντα. Εάν ούτε ο ενάγων ούτε ο εναγόμενος διαμένουν στη Ρουμανία, οι διάδικοι δύνανται να συμφωνήσουν την άσκηση της αγωγής διαζυγίου σε οποιοδήποτε ειρηνοδικείο της Ρουμανίας. Ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, η αγωγή διαζυγίου κατατίθεται στο Ειρηνοδικείο της 5ης Περιφέρειας του Βουκουρεστίου (άρθρο 915 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).
Οι αγωγές για την επίλυση ατομικών εργατικών διαφορών κατατίθενται στο πρωτοδικείο του τόπου κατοικίας / άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας του ενάγοντα (άρθρο 269 του νόμου αριθ. 53/2003 – εργατικός κώδικας).
Οι κανόνες της αποκλειστικής κατά τόπον αρμοδιότητας καθορίζονται στα άρθρα 117 έως 121 του κώδικα πολιτικής δικονομίας. Βάσει αυτών:
Τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν εγγράφως ή, αν υφίσταται εκκρεμής ένδικη διαφορά μεταξύ τους, με προφορική δήλωση ενώπιον του δικαστηρίου, ότι οι μεταξύ τους διαφορές που αφορούν περιουσιακά στοιχεία και άλλα δικαιώματα που ενδέχεται να έχουν θα υπάγονται στην αρμοδιότητα δικαστηρίων άλλων από αυτά που θα ήταν κατά τόπον αρμόδια, εκτός αν η αρμοδιότητα των εν λόγω δικαστηρίων είναι αποκλειστική. Στις διαφορές που αφορούν την προστασία των δικαιωμάτων των καταναλωτών και σε άλλες υποθέσεις που ορίζει ο νόμος, η σύναψη συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων για την επιλογή του αρμόδιου δικαστηρίου είναι δυνατή μόνο μετά τη γέννηση του δικαιώματος αποζημίωσης, ενώ κάθε αντίθετη συμφωνία θεωρείται άκυρη (άρθρο 126 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).
Αγωγές με επικουρικά, σωρευτικά ή παρεμπίπτοντα αιτήματα ασκούνται στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της κύριας αγωγής, ακόμη κι αν εμπίπτουν στην καθ’ ύλην ή κατά τόπον αρμοδιότητα άλλου δικαστηρίου, με εξαίρεση τις αγωγές που σχετίζονται με διαδικασία αφερεγγυότητας ή πτωχευτικού συμβιβασμού. Οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται επίσης όταν η αρμοδιότητα εκδίκασης της κύριας αγωγής ανατίθεται, βάσει νόμου, σε ειδικό τμήμα ή σύνθεση. Εάν ένα δικαστήριο είναι αποκλειστικά αρμόδιο για έναν διάδικο, το εν λόγω δικαστήριο είναι αποκλειστικά αρμόδιο για όλους τους διαδίκους (άρθρο 123 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).
Επιπλέον, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 124 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, το δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της κύριας αγωγής αποφαίνεται επίσης επί των ενστάσεων και των μέσων άμυνας, εξαιρουμένων των προδικαστικών ζητημάτων που υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα άλλου δικαστηρίου, ενώ τα δικονομικά ζητήματα επιλύονται από το δικαστήριο ενώπιον του οποίου προβλήθηκαν.
Το ζήτημα της γενικής έλλειψης αρμοδιότητας του δικαστηρίου μπορεί να προβληθεί από τους διαδίκους ή τον δικαστή σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Όταν το ζήτημα της καθ’ ύλην και της κατά τόπον αναρμοδιότητας συνιστά ζήτημα δημόσιας τάξης, πρέπει να εγερθεί στην πρώτη συζήτηση στην οποία κλητεύτηκαν νόμιμα οι διάδικοι στο δικαστήριο πρώτου βαθμού, ενώ όταν συνιστά ζήτημα που εμπίπτει στην εξουσία διάθεσης των διαδίκων μπορεί να προβληθεί μόνο από τον εναγόμενο, με την αντίκρουσή του ή, εάν η αντίκρουση δεν είναι υποχρεωτική, το αργότερο κατά την πρώτη συζήτηση στην οποία κλητεύτηκαν οι διάδικοι στο δικαστήριο πρώτου βαθμού. Εάν η αναρμοδιότητα δεν συνιστά ζήτημα δημόσιας τάξης, ο διάδικος που άσκησε την αγωγή στο αναρμόδιο δικαστήριο δεν δύναται να ζητήσει την κήρυξη της αναρμοδιότητας (άρθρο 130 του νέου κώδικα πολιτικής δικονομίας).
Στις αστικές διαφορές με διασυνοριακή διάσταση, στις υποθέσεις που αφορούν δικαιώματα τα οποία εμπίπτουν στην ελεύθερη εξουσία διάθεσης των διαδίκων σύμφωνα με το δίκαιο της Ρουμανίας, εφόσον υφίσταται έγκυρη συμφωνία των διαδίκων ότι τα δικαστήρια της Ρουμανίας είναι αρμόδια να αποφασίζουν για τις υφιστάμενες ή δυνητικές διαφορές αναφορικά με τα εν λόγω δικαιώματα, τα δικαστήρια της Ρουμανίας είναι τα μόνα αρμόδια δικαστήρια να αποφασίζουν επί των εν λόγω υποθέσεων. Εκτός αν άλλως ορίζει ο νόμος, το ρουμανικό δικαστήριο στο οποίο κλητεύτηκε ο εναγόμενος παραμένει αρμόδιο να αποφανθεί επί της αγωγής, εάν ο εναγόμενος παραστεί ενώπιον του δικαστηρίου και καταθέσει αντίκρουση ως προς την ουσία της υπόθεσης χωρίς να προβάλει ένσταση αναρμοδιότητας το αργότερο έως το τέλος της διερεύνησης της υπόθεσης από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Στις δύο προαναφερθείσες περιπτώσεις, το ρουμανικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υπόθεσης μπορεί να απορρίψει την αγωγή εάν προκύπτει σαφώς από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ότι η διαφορά δεν συνδέεται ουσιωδώς με τη Ρουμανία (άρθρο 1067 του νέου κώδικα πολιτικής δικονομίας).
Βλ. τις απαντήσεις στις ερωτήσεις 1, 2, 2.1., 2.2., 2.2.2.1., 2.2.2.2.
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.