

Βρείτε πληροφορίες ανά περιφέρεια
Οι διαφορές που εμπίπτουν στο αστικό δίκαιο εκδικάζονται κανονικά από τα δικαστήρια γενικής αρμοδιότητας. Η αγωγή υποβάλλεται στο αρμόδιο πρωτοδικείο («tingsrätt»).
Υπάρχουν δύο δικαστήρια ειδικής αρμοδιότητας τα οποία επιλαμβάνονται ορισμένων διαφορών αστικής φύσεως. Πρόκειται για το δικαστήριο εργατικών διαφορών («Arbetsdomstolen») και το εμποροδικείο («Marknadsdomstolen»). Εξάλλου, υπάρχουν ορισμένα πρωτοδικεία τα οποία είναι αρμόδια για συγκεκριμένα είδη διαφορών. Πληροφορίες σχετικά με το θέμα της αρμοδιότητας των εν λόγω δικαστηρίων παρέχονται στην ερώτηση 3 κατωτέρω.
Περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τα δικαστήρια γενικής αρμοδιότητας είναι διαθέσιμες εδώ και σχετικά με τα δικαστήρια ειδικής αρμοδιότητας εδώ.
Ορισμένες διαφορές αστικής φύσεως κρίνονται από όργανα τα οποία δεν είναι πραγματικά δικαστήρια. Με απλουστευμένο τρόπο στο πλαίσιο συνοπτικής διαδικασίας, η Kronofogdemyndigheten, η αρχή που είναι αρμόδια για την αναγκαστική είσπραξη οφειλών, δύναται να υποχρεώσει έναν διάδικο να καταβάλει ένα ποσό ή να προβεί σε άλλες ενέργειες. Οι αποφάσεις των αρχών αυτών μπορούν να προσβληθούν ενώπιον του πρωτοδικείου. Ορισμένα είδη διαφορών που αφορούν μισθώσεις κατοικιών η γεωργικής γης επιλύονται από τις περιφερειακές αρχές διαμεσολάβησης σε θέματα μίσθωσης κατοικιών («hyresnämnder») ή αγροτεμαχίων («arrendenämnder»).
Πρακτικά όλες οι υποθέσεις που υπάγονται στο αστικό δίκαιο υποβάλλονται πρώτα στην κρίση του κατώτερου δικαστηρίου, δηλαδή του πρωτοδικείου («tingsrätt»).
Κατά κανόνα, η αγωγή ασκείται στον τόπο όπου έχει την κατοικία του ο εναγόμενος. Ένα φυσικό πρόσωπο θεωρείται ότι έχει την κατοικία του σε έναν τόπο εφόσον είναι εγγεγραμμένο στο εκεί δημοτολόγιο. Η σουηδική φορολογική αρχή («Skatteverket») μπορεί να παράσχει πληροφορίες σχετικά με το δημοτολόγιο στο οποίο είναι εγγεγραμμένο ένα πρόσωπο (τηλέφωνο: +46 (0)8 56 48 51 60). Για τα νομικά πρόσωπα έχει σημασία κατά κανόνα ο τόπος της καταστατικής έδρας τους.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, η αγωγή είναι δυνατόν να ασκηθεί σε σουηδικό δικαστήριο παρά το γεγονός ότι το πρόσωπο δεν κατοικεί στη Σουηδία. Εάν ο εναγόμενος δεν διαθέτει κατοικία, η αγωγή μπορεί να υποβληθεί στον τόπο στον οποίο ο εναγόμενος διαμένει ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, στον τελευταίο τόπο στον οποίο ο εναγόμενος είχε την κατοικία του ή διέμενε. Σε ορισμένες περιπτώσεις αστικών διαφορών, η αγωγή μπορεί να ασκηθεί στη Σουηδία ακόμη και αν ο εναγόμενος έχει την κατοικία του στο εξωτερικό. Στις περιπτώσεις αυτές, η αρμοδιότητα του σουηδικού δικαστηρίου θεμελιώνεται στο γεγονός ότι υπάρχει περιουσία στη Σουηδία ή ότι η επίδικη σύμβαση συνήφθη στη Σουηδία.
Για τις υποθέσεις που έχουν διεθνείς παραμέτρους, είναι σημαντικό να λαμβάνεται υπόψη ότι οι σουηδικές διατάξεις περί της αρμοδιότητας των δικαστηρίων μπορούν να εφαρμοστούν μόνον εφόσον η εκάστοτε υπόθεση εμπίπτει στη δικαιοδοσία της Σουηδίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις γίνεται δεκτό ότι μια υπόθεση εμπίπτει στη δικαιοδοσία της Σουηδίας εφόσον για την υπόθεση αυτή είναι αρμόδιο σουηδικό δικαστήριο σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις περί της αρμοδιότητας των δικαστηρίων. Στο πλαίσιο αυτό είναι επίσης αναγκαίο να εξετάζεται εάν υπάρχει κάποια διεθνής συμφωνία η οποία καλύπτει ενδεχομένως την εκάστοτε υπόθεση. Για τη Σουηδία, τα σημαντικότερα κείμενα είναι ο κανονισμός «Βρυξέλλες Ι», καθώς και οι συμβάσεις των Βρυξελλών και του Λουγκάνο, που ρυθμίζουν στο σύνολό τους το θέμα της αρμοδιότητας των δικαστηρίων όταν ο εναγόμενος έχει την κατοικία του σε ένα κράτος το οποίο εμπίπτει στο γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού ή των εν λόγω συμβάσεων. Πιο συγκεκριμένα, τούτο σημαίνει επίσης ότι, όταν ο αντίδικος έχει την κατοικία του σε κάποιο κράτος μέλος ή σε κάποιο από τα συμβαλλόμενα κράτη των προαναφερθεισών συμβάσεων, δεν είναι δυνατόν να ασκείται αγωγή σε έναν τόπο με αίτημα την καταδίκη σε πληρωμή του εν λόγω προσώπου με βάση το σκεπτικό ότι ο εναγόμενος διαθέτει περιουσία στον συγκεκριμένο τόπο.
Υπάρχει μια σειρά κανόνων για το θέμα της αρμοδιότητας βάσει των οποίων η αγωγή είναι δυνατόν να ασκηθεί ακόμη και σε άλλο δικαστήριο αντί του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του εναγομένου. Εκτός αυτού, διατάξεις περί συντρέχουσας αρμοδιότητας περιλαμβάνονται σε διάφορες διεθνείς συμφωνίες, όπως ο κανονισμός «Βρυξέλλες Ι», καθώς και οι συμβάσεις των Βρυξελλών και του Λουγκάνο.
Οι σημαντικότεροι κανόνες της σουηδικής νομοθεσίας για το θέμα της συντρέχουσας αρμοδιότητας είναι οι εξής:
Η σουηδική νομοθεσία περιλαμβάνει μια σειρά από κανόνες περί αποκλειστικής αρμοδιότητας βάσει των οποίων η εκάστοτε αγωγή πρέπει να ασκηθεί ενώπιον συγκεκριμένου δικαστηρίου. Εκτός αυτού, διατάξεις περί αποκλειστικής αρμοδιότητας περιλαμβάνονται σε διάφορες διεθνείς συμφωνίες, όπως ο κανονισμός «Βρυξέλλες Ι», καθώς και οι συμβάσεις των Βρυξελλών και του Λουγκάνο. Εάν μια αγωγή η οποία εμπίπτει σε έναν από αυτούς τους κανόνες ασκηθεί σε άλλο δικαστήριο και όχι σε αυτό που είναι αποκλειστικώς αρμόδιο, το εν λόγω δικαστήριο δεν δύναται να επιληφθεί της υπόθεσης.
Οι σημαντικότεροι κανόνες της σουηδικής νομοθεσίας για το θέμα της αποκλειστικής αρμοδιότητας είναι οι εξής:
Οι συμβαλλόμενοι μπορούν να συνάψουν συμφωνία η οποία να προβλέπει ότι οι μεταξύ τους νομικές διαφορές μπορούν ή πρέπει να υποβληθούν στην κρίση συγκεκριμένου δικαστηρίου. Πρόκειται για την επονομαζόμενη συμφωνία παρέκτασης δικαιοδοσίας η οποία πρέπει να είναι γραπτή. Είναι δε πιθανό να σημαίνει ότι μόνο ένα δικαστήριο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο. Είναι μάλιστα δυνατόν να συμφωνηθεί με σύμβαση ότι αρμόδιο είναι κάποιο άλλο δικαστήριο και όχι αυτό που προκύπτει από την εφαρμογή των συνήθων κανόνων περί αρμοδιότητας. Τα μέρη έχουν επίσης την ευχέρεια να ορίσουν περισσότερα δικαστήρια ως αρμόδια.
Το δικαστήριο που έχει οριστεί ως αρμόδιο από τα μέρη είναι καταρχήν υποχρεωμένο να επιληφθεί μιας υπόθεσης που υποβάλλεται ενώπιόν του. Ο κανόνας αυτός όμως δεν ισχύει εάν η σχετική σύμβαση προσκρούει σε κάποιον κανόνα περί αποκλειστικής αρμοδιότητας. Σε περίπτωση που το ένα συμβαλλόμενο μέρος ισχυρίζεται ότι η συμφωνία παρέκτασης δικαιοδοσίας είναι άκυρη, το δικαστήριο οφείλει επίσης να εξετάσει τον ισχυρισμό αυτόν, με αποτέλεσμα, ενδεχομένως, την αναρμοδιότητά του.
Ένα δικαστήριο, το οποίο δεν είναι υπό κανονικές συνθήκες αρμόδιο για δεδομένη υπόθεση, καθίσταται αρμόδιο εφόσον ο εναγόμενος δεν προβάλλει την ένσταση ότι η αγωγή έχει υποβληθεί σε αναρμόδιο δικαστήριο (πρόκειται για την καλούμενη «σιωπηρή παρέκταση δικαιοδοσίας»). Ωστόσο, ο κανόνας αυτός δεν ισχύει εάν είναι εφαρμοστέοι κανόνες περί αποκλειστικής αρμοδιότητας, οι οποίοι εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Αντιθέτως, το δικαστήριο δεν εξετάζει αυτεπαγγέλτως κατά πόσον η άσκηση της αγωγής προσκρούει στον βασικό κανόνα περί αρμοδιότητας, στους κανόνες περί συντρέχουσας αρμοδιότητας ή σε κάποια συμφωνία παρέκτασης δικαιοδοσίας. Η ένσταση ότι το δικαστήριο είναι αναρμόδιο πρέπει να προβληθεί προτού οι διάδικοι τοποθετηθούν επί της υπόθεσης. Εντούτοις, εάν ο εναγόμενος δεν λάβει καθόλου θέση επί της υπόθεσης και το δικαστήριο πρόκειται να εκδώσει ερήμην απόφαση, τότε το δικαστήριο πρέπει να ελέγξει κατά πόσον είναι αρμόδιο.
Υπάρχουν δύο δικαστήρια ειδικής αρμοδιότητας τα οποία επιλαμβάνονται διαφορών αστικής φύσεως. Πρόκειται για το δικαστήριο εργατικών διαφορών («Arbetsdomstolen») και το εμποροδικείο («Marknadsdomstolen»). Το δικαστήριο εργατικών διαφορών εκδικάζει τις εργατικές διαφορές, δηλαδή τις διαφορές που αφορούν τις σχέσεις μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου. Το εμποροδικείο επιλαμβάνεται των διαφορών που σχετίζονται με το δίκαιο του ανταγωνισμού και του εμπορίου.
Υπάρχουν ορισμένα πρωτοδικεία («tingsrätter») τα οποία εκδικάζουν ειδικές κατηγορίες διαφορών αστικής φύσεως. Σε πέντε από τα πρωτοδικεία της Σουηδίας αναγνωρίζονται επίσης περιβαλλοντικές αρμοδιότητες και εκδικάζονται υποθέσεις που αφορούν ακίνητα («mark- och miljödomstolar»). Τα εν λόγω δικαστήρια εκδικάζουν υποθέσεις που εμπίπτουν στον περιβαλλοντικό κώδικα («miljöbalken»), καθώς και υποθέσεις που αφορούν απαλλοτριώσεις και οικοπεδοποιήσεις. Τα ναυτιλιακά ζητήματα εκδικάζονται από επτά πρωτοδικεία, τα οποία έχουν ορισθεί ως αρμόδια για τη ναυτιλιακή νομοθεσία («sjörättsdomstolar»). Για τη νομοθεσία που διέπει τη διανοητική ιδιοκτησία, και ιδίως για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίες, υπάρχουν ειδικές διατάξεις οι οποίες ορίζουν ότι αποκλειστικώς αρμόδιο είναι το πρωτοδικείο της Στοκχόλμης («Stockholms tingsrätt»).
Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.