ECLI:CY:EDLEM:2019:A481
ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Στ. Χατζηγιάννη, Π.Ε.Δ.
Αρ. Aίτησης/Έφεσης 243/2015
Μεταξύ:
1. ΧΧΧΧ ΧΧΧΧ Ιωάννη
2. ΧΧΧΧ ΧΧΧΧ Παύλου
3. ΧΧΧΧ ΧΧΧΧ Παύλου
Εφεσειόντων
-και-
Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Λτδ, από τη Λεμεσό
Εφεσίβλητων
------------------------------------
Και όπως τροποποιήθηκε μετά από Διάταγμα του Δικαστηρίου
ημερ. 13.6.2019
Μεταξύ:
1. ΧΧΧΧ ΧΧΧΧ Ηλία, ως διαχειρίστρια της περιουσίας του
αποβιώσαντα ΧΧΧΧ ΧΧΧΧ Ιωάννη
2. ΧΧΧΧ ΧΧΧΧ Παύλου
3. ΧΧΧΧ ΧΧΧΧ Παύλου
Εφεσειόντων
-και-
Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ
Εφεσίβλητων
------------------------------------
Ημερ.: 4.10.2019
Για τους Εφεσείοντες: κα Λ. Χατζηξενοφώντος για Κώστας Μελάς & Συνεργάτες ΔΕΠΕ
Για τους Εφεσίβλητους: κα Ε. Κουδουνάρη για Ε. Κουδουνάρη ΔΕΠΕ
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στις 27.3.2015 οι Εφεσείοντες καταχώρησαν την παρούσα Έφεση με την οποία εφεσιβάλλουν την Απόφαση του Διαιτητή Λεωνίδα Λεωνίδου ημερ. 1.9.2014, η οποία επιδόθηκε στις 12.3.2015 και επισυνάπτεται στην Έφεση ως Παράρτημα Α.
Οι λόγοι Έφεσης συνοψίζονται ως ακολούθως:
1. Οι Εφεσείοντες ουδέποτε έλαβαν γνώση, ούτε και τους δόθηκε το δικαίωμα να έχουν λόγο στο θέμα διορισμού του Διαιτητή, ο οποίος διορίστηκε μονομερώς από τους Εφεσίβλητους. Συνεπώς η διαιτητική διαδικασία έγινε κατά παράβαση του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφ.4, του άρ.30(2) του Συντάγματος και του άρ.6 της Ε.Σ.Δ.Α., εφόσον δεν αποτελεί δίκαιη και αμερόληπτη διαδικασία και παραβιάζει το δικαίωμα των Εφεσειόντων για πρόσβαση σε ανεξάρτητο, αμερόληπτο και αρμόδιο Δικαστήριο.
2. Ο όρος περί παραπομπής οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ των διαδίκων σε διαιτησία, είναι καταχρηστικός, ετεροβαρής, ενάντια στους κανόνες επιείκειας και παραβιάζει τον Νόμο περί Προστασίας των Καταναλωτών ως και το Νόμο περί Καταχρηστικών Ρητρών.
3. Η Διαιτητική απόφαση και η όλη διαδικασία πάσχει και είναι παράνομη και άκυρη διότι δεν υπήρξε διαφορά εν τη εννοία του άρ.52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου και του Θεσμού 79 των περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμών, ώστε να παραπεμφθεί σε Διαιτησία.
4. Η Διαιτησία διεξάχθηκε παράτυπα, παράνομα και δεν τηρήθηκαν οι ορθές διαδικασίες, ούτε και υπήρχαν οι ορθές ασφαλιστικές δικλείδες για προστασία του δικαιώματος σε δίκαια δίκη και συνεπώς η Διαιτητική απόφαση εκδόθηκε παράτυπα.
5. Η Διαιτητική απόφαση δεν ανταποκρίνεται στα πραγματικά γεγονότα και στα όσα έλαβαν χώρα κατά τη διαιτητική διαδικασία. Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, ο Διαιτητής επέδειξε κακή συμπεριφορά και/ή χειρίστηκε κακώς την υπόθεση, ενήργησε έξω από το πλαίσιο των αρχών δικαιοσύνης, και συμπεριφέρθηκε άδικα και/ή άνισα προς τους Εφεσείοντες.
6. Ο Διαιτητής πλανήθηκε νομικά ως προς το ποιος διάδικος έχει το βάρος απόδειξης στην ισχυριζόμενη διαφορά και δεν εφάρμοσε σωστά τις νομικές αρχές του δικαίου της απόδειξης.
7. Η Διαιτητική απόφαση στερείται της δέουσας και επαρκούς αιτιολογίας και/ή είναι ελλιπής και/ή ανύπαρκτη και ως εκ τούτου άκυρη και/ή ανυπόστατη.
8. Ο Διαιτητής δεν είχε δικαιοδοσία να αποφασίσει την ισχυριζόμενη διαφορά αφού εγείρονταν ζητήματα που ξεπερνούν τις εξουσίες που του παρέχει ο Νόμος και τα οποία πρέπει να αποφασιστούν από αρμόδιο Δικαστήριο. Συνεπώς η διαδικασία πάσχει νομικά και είναι παράτυπη.
9. Η Διαιτητική απόφαση αντίκειται στο Νόμο και/ή στη Δημόσια Πολιτική και/ή στις αρχές της επιείκειας και των συναλλακτικών ηθών.
Προς υποστήριξη της Έφεσης, οι Εφεσείοντες καταχώρισαν κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, ένορκη δήλωση του ΧΧΧΧ Τάλλη, ημερ. 30.11.2016 και της ΧΧΧΧ Ηλία, Εφεσείουσας 2, ημερ. 30.11.2016.
Ο ΧΧΧΧ Τάλλης είναι εγκεκριμένος λογιστής - ελεγκτής και είναι μέλος του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου (ΣΕΛΚ) και μέλος της Επιτροπής Οικονομικού Εγκλήματος και Δικανικής Λογιστικής του ΣΕΛΚ. Τα τελευταία 3 χρόνια αναλαμβάνει την ετοιμασία αναδομημένων τραπεζικών λογαριασμών και διαπραγμάτευση αναδιάρθρωσης δανείων με τραπεζικούς Οργανισμούς.
Οι Εφεσείοντες του παρέδωσαν τις συμφωνίες δανείων του 2003, 2004 και 2008, ως και τις αναλυτικές καταστάσεις του λογαριασμού από το 2008 μέχρι 31.12.2015. Με βάση τις συμφωνίες που υπογράφηκαν πριν το 2008 (Τεκμ.1 και 2) σε Λίρες Κύπρου, οι Εφεσίβλητοι όφειλαν ως βασικό επιτόκιο να χρησιμοποιούν το επιτόκιο της Κεντρικής Τράπεζας. Το αναγραφόμενο επί των συμφωνιών ως βασικό επιτόκιο ισούται με το αντίστοιχο βασικό επιτόκιο της Κεντρικής Τράπεζας κατά τον ουσιώδη χρόνο, και ήταν κυμαινόμενο και μεταβαλλόταν από καιρού εις καιρό ανάλογα με τη διακύμανση του βασικού επιτοκίου της Κεντρικής Τράπεζας. Με την είσοδο στο ευρώ, τα επιτόκια αντικαστάθηκαν με τα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Τεκμ.1). Το Τεκμ.2 αποτελεί πίνακα διακύμανσης των επιτοκίων της Κεντρικής Τράπεζας μέχρι το 2007 και το Τεκμ.3 πίνακα των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που έχει εφαρμογή από 1.1.2008. Το 2008, με την υπογραφή της συμφωνίας αναδιάρθρωσης, οι Εφεσίβλητοι σταμάτησαν να εφαρμόζουν το επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο μόλις είχε υποστεί σοβαρή μείωση.
Προχώρησε και ετοίμασε αναδομήσεις του λογαριασμού από το 2008 (Τεκμ.4), ως αν το επιτόκιο να συνέχιζε με βάση την προηγούμενη συμφωνία, δηλαδή με επιτόκιο Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, πλέον περιθώριο 1.25%. Ισχυρίστηκε ότι αν δεν είχε υπογραφεί η συμφωνία του 2008, το υπόλοιπο στις 31.12.2015 θα ήταν €378.098,34 αντί €577.362,20. Δηλαδή υπάρχει μια διαφορά ύψους €199.263,86. Περαιτέρω, οι ασφάλειες του δανείου χρεώνονταν στο λογαριασμό, χωρίς να υπάρχει πρόνοια να καταβάλλεται ποσό πέραν της συμφωνημένης δόσης για κάλυψη των ασφαλειών. Συνεπώς μέρος των δόσεων που καταβάλλονταν, κάλυπτε τα ασφάλιστρα και έτσι το δάνειο δεν μπορούσε να αποπληρωθεί με τη μηνιαία δόση, εντός της συμφωνηθείσας περιόδου και το κόστος του δανεισμού αυξανόταν.
Η Εφεσείουσα 2 είναι 60 χρονών και συνταξιούχος, και η Εφεσείουσα 3 είναι θυγατέρα της. Το 2003 η ίδια και ο Εφεσείοντας 1 αιτήθηκαν και τους χορηγήθηκε από τους Εφεσίβλητους δάνειο για οικιστικούς σκοπούς, ύψους Λ.Κ.48.000 με βασικό επιτόκιο 4.5%, πλέον 1.25% περιθώριο (Τεκμ.1). Το 2004 συνήψαν νέο δάνειο ύψους Λ.Κ.120.000 ημερ. 25.3.2004 (Τεκμ.2), - με τους ίδιους όρους χρηματοδότησης - με το οποίο εξοφλήθηκε το προηγούμενο δάνειο και το υπόλοιπο χρησιμοποιήθηκε για την ανέγερση της οικοδομής.
Τον Νοέμβριο του 2008 οι Εφεσίβλητοι τους κάλεσαν να προβούν σε αναδιάρθρωση, με την οποία, όπως τους παρουσίασαν, θα επεκτεινόταν ο χρόνος αποπληρωμής διότι θα υπέγραφε η Εφεσείουσα 3 ως εγγυήτρια, η οποία ήταν νεαρή και θα διαγράφονταν οι καθυστερήσεις. Όπως τους αναφέρθηκε, η αναδιάρθρωση θα ήταν προς διευκόλυνση και βοήθεια τους και ήταν προς το συμφέρον τους. Ισχυρίστηκε ότι δεν είχαν αντιληφθεί ότι οι Εφεσίβλητοι χρέωναν τον λογαριασμό του δανείου με τις ασφάλειες ζωής και έτσι δημιουργήθηκαν καθυστερήσεις (Τεκμ.3). Έτσι στις 18.11.2008 οι Εφεσίβλητοι τους έπεισαν και υπέγραψαν Συμφωνία δανείου ύψους €381.000, με βασικό επιτόκιο 4.5% πλέον περιθώριο 3.5%. Με τα χρήματα αυτά εξοφλήθηκε αποκλειστικά το προηγούμενο δάνειο (Τεκμ.4).
Όλες οι Συμφωνίες ετοιμάστηκαν από τους Εφεσίβλητους, χωρίς να έχουν οι ίδιοι την ευκαιρία να διαπραγματευθούν οποιοδήποτε όρο και υπέγραψαν τα έγγραφα χωρίς να τα διαβάσουν, εφόσον τους λέχθηκε από τον υπάλληλο των Εφεσίβλητων ότι ήταν τυπικά, και έχοντας πλήρη εμπιστοσύνη στους Εφεσίβλητους. Στη Συμφωνία του 2008, η Εφεσείουσα 3 δεν υπέγραψε ως εγγυητής όπως τους είχε λεχθεί από τους υπαλλήλους των Εφεσίβλητων, αλλά ως πρωτοφειλέτιδα, πράγμα που δεν το αντιλήφθηκαν. Ο όρος 12 της Συμφωνίας, ο οποίος προνοούσε για παραπομπή διαφοράς τους σε διαιτησία, δεν τέθηκε υπόψη τους κατά την υπογραφή της Συμφωνίας και δεν του έδωσαν σημασία. Με την υπογραφή της Συμφωνίας, δεν έγινε καμιά νύξη ότι με την παραχώρηση του δανείου, θα εγίνοντο μέλη του Συνεργατισμού και από το 2008 οι Εφεσίβλητοι ουδέποτε τους ενημέρωσαν για τον τρόπο καθορισμού και υπολογισμού του επιτοκίου. Αυτοί τους χρέωναν κατά το δοκούν και ενώ όλα τα δανειστικά επιτόκια μειώνονταν, αυτοί τους χρέωναν με πολύ ψηλά επιτόκια (Τεκμ.9).
Ανέφερε ότι από το 2009 δεν είχαν σχεδόν καθόλου εισοδήματα από το supermarket τους και το 2010 η ίδια διαγνώστηκε με καρκίνο, ενώ ο Εφεσείων 1 αντιμετώπιζε επίσης τεράστια προβλήματα υγείας (Τεκμ.10). Έτσι το 2012 έκλεισαν το supermarket και τα εισοδήματα τους περιορίστηκαν δραματικά. Παρά τις οικονομικές τους δυσκολίες, συνέχισαν να καταβάλλουν ποσά έναντι του δανείου, όμως αυτά δεν μπορούσαν να καλύψουν τους αυξημένους τόκους που επέβαλλαν οι Εφεσίβλητοι. Έτσι το δάνειο τους παρουσιάζεται ως «μη εξυπηρετούμενο» (Τεκμ.11). Οι Εφεσίβλητοι δεν τους κάλεσαν σε οποιαδήποτε αναδιάρθρωση, δεν προέβηκαν σε μείωση επιτοκίου και συνέχιζαν να χρεώνουν το λογαριασμό τους με επιτόκιο 8%. Το 2014, οι Εφεσίβλητοι παρέπεμψαν τη διαφορά τους σε Διαιτησία. Ο Διαιτητής τους ειδοποίησε με επιστολή να παρουσιαστούν στα γραφεία των Εφεσίβλητων. Η ίδια και ο Εφεσείων 1, παρουσιάστηκαν και για λογαριασμό της Εφεσείουσας 3, στα γραφεία των Εφεσίβλητων. Συνάντησαν την κα Μιλτιάδους και της ζήτησαν να τους παραδώσει καταστάσεις λογαριασμού διότι πίστευαν ότι υπήρχαν υπερχρεώσεις. Αυτή τους εφοδίασε με τις καταστάσεις από το 2008 και μετέπειτα, και όχι πριν την αναδιάρθρωση του 2008 και τους είπε να παρουσιαστούν ξανά την 1.9.2014. Δεν θυμάται να είχαν συναντήσει τότε τον Διαιτητή. Την 1.9.2014 παρουσιάστηκαν στον Διαιτητή και η κα Μιλτιάδους ήταν παρούσα. Ο Διαιτητής ήταν πολύ φιλικός και συζήτησε μαζί τους για άσχετα με το δάνειο θέματα, σε πολύ φιλικό επίπεδο. Η ίδια και ο Εφεσείων 1 είχαν την αντίληψη ότι είχαν παρουσιαστεί με σκοπό να βρεθεί λύση, με δεδομένη την οικονομική δυσκολία που αντιμετώπιζαν και δεν είχαν αντιληφθεί ότι η διαδικασία ήταν δικαστικής φύσης. Στα πλαίσια του φιλικού κλίματος που δημιουργήθηκε, ανέφεραν στον Διαιτητή ότι σε σχέση με το δάνειο, αναγνωρίζουν ότι χρωστούν, όμως λόγω των απρόσμενων καταστάσεων δυσκολεύοντο να πληρώνουν. Ταυτόχρονα του ξεκαθάρισαν ότι θεωρούσαν ότι το οφειλόμενο ποσό θα έπρεπε να ήταν πολύ χαμηλότερο, εφόσον από το 2002 είχαν καταβάλει €180.000 και πίστευαν ότι οι Εφεσίβλητοι τους υπεχρέωναν παράνομα, με υπερβολικούς και αυξημένους τόκους, άλλες χρεώσεις και αχρείαστες ασφάλειες, τις οποίες τους ανάγκασαν να κάνουν. Ο Διαιτητής σε φιλικό επίπεδο τους είπε να μην ανησυχούν, ότι εάν καταχωρείτο υπόθεση στο Δικαστήριο θα περνούσαν 3 -4 χρόνια για να προωθηθεί και τους είπε να πάνε στο σπίτι τους. Η κα Μιλτιάδους δεν έδωσε οποιοδήποτε έγγραφο στο Διαιτητή, ούτε και απάντησε στα όσα οι ίδιοι ανέφεραν περί υπερχρεώσεων. Στις 12.3.15 τους επιδόθηκε η απόφαση ημερ.1.9.2014 (Τεκμ. 12), η οποία καμία σχέση είχε με όσα διαδραματίστηκαν κατ' εκείνη την ημέρα.
Ισχυρίζεται ότι διαχρονικά οι Εφεσίβλητοι ενήργησαν δόλια, η διαδικασία διαιτησίας δεν ήταν νόμιμη και με την Διαιτητική απόφαση αυθαίρετα επικυρώθηκαν τα αιτούμενα από τους Εφεσίβλητους ποσά, χωρίς να αποδείξουν τις απαιτήσεις τους και χωρίς να τους δοθεί η ευκαιρία να παρουσιάσουν την δική τους εκδοχή.
Οι Εφεσίβλητοι με την ένσταση τους εγείρουν τους ακόλουθους λόγους ένστασης:
1. Η επίδικη διαιτησία διεξάχθηκε με βάση τις πρόνοιες του Περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 22/85 και των περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμών και δεν τίθεται θέμα διορισμού διαιτητή μονομερώς από τους Εφεσίβλητους, αφού τέτοιος διορισμός γίνεται απ' ευθείας από τον Έφορο Υπηρεσίας Συνεργατικών Εταιρειών. Συνεπώς οι Αιτητές δεν είχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο κανένα λόγο στο διορισμό του Διαιτητή. Ο διορισμός του Διαιτητή κ. Λ. Λεωνίδου έγινε απευθείας από τον Έφορο και όχι από τους Εφεσίβλητους και ως ανεξάρτητο πρόσωπο δεν έχει καμία σχέση με αυτούς.
2. Οι Εφεσείοντες υπέγραψαν τη Συμφωνία δανείου ημερ.18.11.08 και εκούσια αποδέχθηκαν τη δυνατότητα επίλυσης ενδεχόμενων διαφορών τους με τους Εφεσίβλητους μέσω διαιτησίας, σύμφωνα με το αρ.52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 22/1985, στα πλαίσια δε της διαιτησίας ουδέποτε εγέρθηκε τέτοιο ζήτημα. Οι Εφεσείοντες υπέγραψαν χωρίς καμιά επιφύλαξη, αναγνωρίζοντας και δηλώνοντας ότι ανέγνωσαν προσεκτικά και κατανόησαν πλήρως τις πρόνοιες της Συμφωνίας Δανείου, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και ο όρος περί παραπομπής οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ των διαδίκων σε Διαιτησία.
3. Η Διαιτησία ήταν δίκαιη, αμερόληπτη, δεν παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και της δίκαιης δίκης και οι Εφεσείοντες κλητεύθηκαν δεόντως για να παρουσιαστούν στην Διαιτησία, στην οποία οι Εφεσείοντες 1 και 2 παρουσιάστηκαν, ζήτησαν χρόνο να λάβουν αντίγραφο αναλυτικής κατάστασης του λογαριασμού του δανείου τους και να την μελετήσουν, ακούστηκαν και παραδέχθηκαν το δάνειο ως η απαίτηση των Εφεσίβλητων.
4. Ο Νόμος περί Καταχρηστικών Ρητρών δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση και το Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να εξετάσει στα πλαίσια της παρούσας Έφεσης τη Συμφωνία Δανείου.
5. Η Διαιτητική απόφαση είναι νόμιμη, έγκυρη και ακολουθήθηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και της δίκαιης δίκης, είναι αποτέλεσμα ορθής και δέουσας διεξαγωγής της Διαιτησίας, εκδόθηκε από νόμιμα διορισμένο Διαιτητή και είναι απόλυτα ορθή.
6. Οι Εφεσείοντες 1 και 2 αν και παρευρέθηκαν στην Διαιτησία, δεν ήγειραν κανένα θέμα σχετικό με τη διαδικασία ή την συμπεριφορά του Διαιτητή. Η Εφεσείουσα 3 αν και κλητεύθηκε έγκαιρα δεν εμφανίστηκε στη Διαιτησία και συνεπώς κωλύεται να εγείρει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς αφορούν τον Διαιτητή ή την συμπεριφορά του.
7. Ο Διαιτητής τηρούσε πρακτικά κατά την διεξαγωγή της Διαιτησίας, άκουσε και κατέγραψε όσα ανέφεραν οι Εφεσείοντες 1 αι 2 και στις δύο ημερομηνίες στις οποίες εμφανίστηκαν ενώπιον του.
8. Ο Διαιτητής ενήργησε δίκαια, αντικειμενικά και αμερόληπτα και έκδωσε την Διαιτητική απόφαση αφού έλαβε υπόψη του όλη την ενώπιον του τεθείσα μαρτυρία, γραπτή ή προφορική, αφού ικανοποιήθηκε ότι αποδείχθηκε η απαίτηση των Εφεσίβλητων την οποία οι Εφεσείοντες παραδέχθηκαν και επί τη βάση αυτής προέβηκε στην εξαγωγή ανάλογων ευρημάτων, που ήταν ορθά. Η Διαιτητική απόφαση είναι ορθή, βασισμένη στα αληθή και αναντίλεκτα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Διαιτητή.
9. Η Διαιτητική απόφαση δεν υπήρξε προϊόν επιβολής λανθασμένου επιτοκίου. Η επιβολή επιτοκίου 8% ήταν η συμβατική χρέωση με βάση την Συμφωνία Δανείου την οποία οι Εφεσείοντες υπέγραψαν ανεπιφύλακτα. Το παρόν Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξετάσει τέτοιο θέμα ουσίας το οποίο θα έπρεπε να εγερθεί στο στάδιο διεξαγωγής της διαδικασίας Διαιτησίας και να εξεταστεί από τον Διαιτητή, ισχυρισμός που δεν εγέρθηκε από τους Εφεσείοντες.
10. Δεν υπήρξε παραπλάνηση του Διαιτητή ως προς τον διάδικο που έφερε το βάρος απόδειξης στη διαφορά των διαδίκων και έδωσε χρόνο στους Εφεσείοντες 1 και 2 να ελέγξουν την αναλυτική κατάσταση λογαριασμού του δανείου τους, την οποία αποδέχθηκαν αφού πρώτα την εξέτασαν, αιτούμενοι προς τούτο χρόνο κατά την πρώτη ημερομηνία της Διαιτησίας.
11. Οι Εφεσείοντες ουδέποτε ήγειραν στο στάδιο της Διαιτησίας, θέμα μη τερματισμού της Συμφωνίας Δανείου, ώστε να εξεταστεί από τον Διαιτητή και συνεπώς το παρόν Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξετάσει στο πλαίσιο της παρούσας Έφεσης, τέτοιο θέμα ουσίας.
12. Η Διαιτητική απόφαση εκδόθηκε με βάση τα παρουσιασθέντα στον Διαιτητή έγγραφα και την κατάσταση λογαριασμού των Εφεσίβλητων σε σχέση με το οφειλόμενο ποσό από τους Εφεσείοντες κατά την 1.9.14,συμπεριλαμβανομένων των σχετικών τόκων μέχρι την 1.9.14, η οποία ήταν ορθή, οι δε Εφεσείοντες 1 και 2 εμφανίστηκαν στην Διαιτησία, ζήτησαν και έλαβαν αντίγραφο αναλυτικής κατάστασης του λογαριασμού του δανείου τους από τους Εφεσίβλητους, ζήτησαν χρόνο να την μελετήσουν και όταν εμφανίστηκαν στη νέα ορισθείσα ημερομηνία και παρόλο που είχαν την ευκαιρία να παρουσιασθούν ενώπιον του Διαιτητή και να εγείρουν οποιουσδήποτε ισχυρισμούς, ενστάσεις και θέματα που αφορούσαν την Συμφωνία Δανείου, δεν το έπραξαν και αποδέχθηκαν πλήρως την απαίτηση των Εφεσίβλητων.
13. Η Διαιτητική απόφαση είναι πλήρως και/ή επαρκώς αιτιολογημένη και δεν απαιτείτο περαιτέρω αιτιολόγηση από τον Διαιτητή διότι δεν ήταν αποτέλεσμα ακροαματικής διαδικασίας αλλά εκδικάστηκε στην παρουσία των Εφεσειόντων 1 και 2, στη βάση της δικής τους παραδοχής της απαίτησης των Εφεσίβλητων, χωρίς αντικρουστική μαρτυρία εκ μέρους των Εφεσειόντων 1 και 2 και χωρίς μαρτυρία εκ μέρους της Εφεσείουσας 3 η οποία δεν παρουσιάστηκε στην Διαιτησία.
14. Οι Εφεσείοντες κωλύονται να εγείρουν στα πλαίσια της Έφεσης, θέματα που αφορούν την διαδικασία σύναψης της Συμφωνίας Δανείου και το Δικαστήριο δεν μπορεί να τα εξετάσει.
H ένσταση των Εφεσίβλητων υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση της ΧΧΧΧ Μιλτιάδους ημερ. 11.9.2015. Αναφέρει ότι είναι στην υπηρεσία των Εφεσίβλητων, με απόσπαση στο Τμήμα Ανάκτησης Χρεών της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας Λτδ (Κεντρικός Φορέας Συνεργατικών Πιστωτικών Ιδρυμάτων) για την Περιφέρεια Λεμεσού από τον Μάϊο 2014 και κατέχει τη θέση του τμηματάρχη Γ. Με την Ένορκη Δήλωση της σχολιάζει και απαντά στους λόγους Έφεσης και επαναλαμβάνει με περισσότερη λεπτομέρειας τους πιο πάνω λόγους ένστασης. Επεσύναψε ως Τεκμ.1Α τη Συμφωνία Δανείου και ως Τεκμ.1Β αντίγραφο του Εγγράφου Υποθήκης με αρ. Υ12587/08, η οποία αφορά ακίνητη περιουσία του Εφεσείοντα 1, που υποθηκεύθηκε προς όφελος των Εφεσίβλητων προς εξασφάλιση της Συμφωνίας Δανείου.
Ισχυρίζεται περαιτέρω, ότι οι Εφεσείοντες ειδοποιήθηκαν δεόντως στις 6.8.2014 μέσω επίδοσης σχετικής ειδοποίησης με ιδιώτη επιδότη να παρευρεθούν στη Διαιτησία (Τεκμ.2, 3 και 4). Οι Εφεσείοντες 1 και 2 επέλεξαν να παρουσιαστούν στη Διαιτησία χωρίς να συνοδεύονται από το δικηγόρο τους. Η δε Εφεσείουσα 3 δεν παρουσιάστηκε στη Διαιτησία. Οι Εφεσείοντες 1 και 2 εμφανίστηκαν στις 27.8.2014, όταν ήταν ορισμένη για πρώτη φορά η Διαιτησία, στην οποία η ίδια ήταν παρούσα, και ζήτησαν αναβολή της Διαιτησίας «για να εξετάσουν την κατάσταση λογαριασμού του δανείου και να εκφράσουν τη θέση τους». Έτσι η Διαιτησία αναβλήθηκε για την 1.9.2014, κατά την οποία οι Εφεσείοντες 1 και 2 εμφανίστηκαν εκ νέου χωρίς δικηγόρο. Σε ερώτημα του Διαιτητή κατά πόσο παραδέχονται/αναγνωρίζουν το δάνειο τους ως η απαίτηση των Εφεσίβλητων, οι Εφεσείοντες 1 και 2 παραδέχθηκαν και αναγνώρισαν το δάνειο ως η απαίτηση των Εφεσίβλητων δηλαδή το ποσό της αναλυτικής κατάστασης λογαριασμού που έλαβαν, πλέον οι τόκοι επί του δανείου, υπολογισθέντες μέχρι 1.9.2014, και το οποίο αποδείχθηκε με σχετική κατάσταση λογαριασμού που παρουσιάστηκε στη Διαιτησία (πρακτικά του Διαιτητή - Τεκμ.5). Οι Εφεσείοντες 1 και 2 δεν ήγειραν σε καμιά από τις δύο δικασίμους της Διαιτησίας, οποιοδήποτε θέμα μη αμεροληψίας του Διαιτητή ούτε και μη δίκαιης διεξαγωγής της Διαιτησίας.
Ισχυρίζεται περαιτέρω, ότι οι Εφεσείοντες υπέγραψαν τη Συμφωνία Δανείου χωρίς καμιά επιφύλαξη, αποδεχόμενοι πλήρως το περιεχόμενο και όρους αυτής, αναγνωρίζοντας και δηλώνοντας ότι ανέγνωσαν προσεκτικά και κατανόησαν πλήρως όλες τις πρόνοιες της. Η Διαιτητική απόφαση (Τεκμ.6) ήταν αποτέλεσμα ορθής και δέουσας διεξαγωγής της Διαιτησίας και είναι απόλυτα ορθή. Αρνείται ότι οι Εφεσείοντες είχαν πληρώσει €170.000 και παρόλον που, όπως ισχυρίζεται, οι ισχυρισμοί αυτοί των Εφεσίβλητων αποτελούν θέμα ουσίας που έπρεπε να εγείρουν στο στάδιο της Διαιτησίας, επεσύναψε ως Τεκμ.7 αναλυτική κατάσταση λογαριασμού ημερ. 4.9.2015 από την οποία προκύπτει ότι το μόνο ποσό που κατέβαλαν οι Εφεσείοντες ήταν €72.802,30. Εξάλλου, οι Εφεσείοντες 1 και 2 στις 27.8.2014 στην παρουσία της ζήτησαν και έλαβαν αναλυτική κατάσταση λογαριασμού που περιείχε τις εγγραφές μέχρι 27.6.2014, την οποία οι Εφεσείοντες δεν αμφισβήτησαν στα πλαίσια της Διαιτησίας. Αντίθετα παραδέχθηκαν την απαίτηση των Εφεσίβλητων. Ισχυρισμοί για πληρωμή μεγαλύτερου ποσού από αυτό που πραγματικά καταβλήθηκε από τους Εφεσείοντες, ουδέποτε ηγέρθηκε στα πλαίσια της Διαιτησίας από τους Εφεσείοντες 1 και 2, και το παρόν Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο και στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει τέτοιο θέμα στα πλαίσια της παρούσας Έφεσης, ως θέμα ουσίας που έπρεπε να εγερθεί στη Διαιτησία.
Σ' ότι αφορά την αναδιάρθρωση, ισχυρίζεται ότι υπήρξε συζήτηση μεταξύ των διαδίκων, τέθηκε πρόταση προς συζήτηση αναδιάρθρωσης, έτυχε της έγκρισης του κ. Ανδρονίκου, Υπεύθυνου της Υπηρεσίας Χρεών των Εφεσίβλητων, νοουμένου ότι θα τηρούσαν τα συμφωνηθέντα. Όμως οι Εφεσείοντες δεν ανταποκρίθηκαν και η διαφορά στάληκε στον Έφορο για Διαιτησία. Αρνείται τον ισχυρισμό των Εφεσειόντων ότι η διαδικασία Διαιτησίας αποσκοπούσε στο να τους δοθεί χρόνος για να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Αντίθετα οι Εφεσείοντες αναγνώρισαν τη σοβαρότητα της Διαιτησίας σε βάρος τους και γι' αυτό ζήτησαν αναβολή για να εξετάσουν την αναλυτική κατάσταση λογαριασμού (Τεκμ.7) στην παρουσία της, αντίγραφο της οποίας έλαβαν στις 27.8.2014.
Περαιτέρω, οι Εφεσείοντες δεν ήγειραν στα πλαίσια της Διαιτησίας, θέμα σχετικό με τη διαδικασία της Διαιτησίας ή με τη συμπεριφορά του Διαιτητή, ή την άσκηση των καθηκόντων του. Ο Διαιτητής τήρησε πρακτικά (Τεκμ.5) στην παρουσία της κατά τη διεξαγωγή της Διαιτησίας, άκουσε και κατέγραψε πλήρως όσα ανέφεραν οι Εφεσείοντες και στις δύο ημερομηνίες που εμφανίστηκαν ενώπιον του και αυτοί ουδέποτε αμφισβήτησαν το ισχυριζόμενο οφειλόμενο ποσό. Αντίθετα, έλαβαν, εξέτασαν την αναλυτική κατάσταση λογαριασμού (Τεκμ.7) και την 1.9.2014 αποδέχθηκαν την απαίτηση των Εφεσίβλητων. Ο Διαιτητής έκδωσε την Διαιτητική απόφαση αφού έλαβε υπόψη του την τεθείσα μαρτυρία και ικανοποιήθηκε ότι αποδείχθηκε η απαίτηση των Εφεσίβλητων. Κατά τη διαδικασία Διαιτησίας, παρουσιάστηκε αναντίλεκτη μαρτυρία από τους Εφεσίβλητους ως προς το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό υπό μορφή κατάστασης λογαριασμού και οι Εφεσείοντες παραδέχθηκαν την απαίτηση των Εφεσίβλητων. Οι Εφεσείοντες ουδέποτε έθεσαν θέμα στο στάδιο της Διαιτησίας, μη τερματισμού της Συμφωνίας Δανείου και συνεπώς δεν υπήρχε λόγος να παρουσιαστεί η επιστολή τερματισμού ημερ. 29.2.2012, με δεδομένη την παραδοχή της απαίτησης των Εφεσίβλητων. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει τέτοιο ζήτημα στα πλαίσια της παρούσας Έφεσης, αλλά ούτε και ζήτημα επιβολής λανθασμένου επιτοκίου, το οποίο επίσης δεν εγέρθηκε στη Διαιτησία. Εν πάση περιπτώσει η επιβολή επιτοκίου 8% ήταν η συμβατική χρέωση δυνάμει της Συμφωνίας Δανείου την οποία οι Εφεσείοντες υπέγραψαν ανεπιφύλακτα.
Η Διαιτητική απόφαση εκδόθηκε με βάση τα παρουσιασθέντα έγγραφα και τη σχετική κατάσταση λογαριασμού με τους τόκους μέχρι 1.9.2014, τα οποία παρουσιάστηκαν ενώπιον του Διαιτητή, ήταν ορθά, και αποδείκνυαν το οφειλόμενο ποσό το οποίο οι Εφεσείοντες 1 και 2 παραδέχθηκαν, χωρίς να εγείρουν οποιεσδήποτε ενστάσεις σε σχέση με τη Συμφωνία δανείου. Περαιτέρω, το παρόν Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο και δεν έχει την Εξουσία να εξετάσει εκ νέου τη διαφορά των διαδίκων, ως και το ποσό για το οποίο εκδόθηκε η Διαιτητική Απόφαση.
Επιπρόσθετα, η Διαιτητική Απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη, και δεν απαιτείτο περαιτέρω αιτιολόγηση εφόσον δεν ήταν αποτέλεσμα ακροαματικής διαδικασίας αλλά παραδοχής των Εφεσειόντων 1 και 2, οι οποίοι ουδέποτε ήγειραν ζήτημα υπερβολικών και εξωπραγματικών χρεώσεων, ούτε και θέμα έλλειψης δικαιοδοσίας του Διαιτητή. Διευκρινίζει ότι αποτελεί ρητή υποχρέωση των δανειοληπτών των Εφεσιβλήτων, όπως και των Εφεσειόντων, μέχρι την πλήρη εξόφληση των υποχρεώσεων τους, να διατηρούν ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής με ασφαλιστική εταιρεία, για ποσό όχι μικρότερο του δανείου, τα δικαιώματα των οποίων ανελάμβαναν να εκχωρήσουν προς όφελος των Εφεσίβλητων. Οι Εφεσείοντες αποδέχθηκαν και προχώρησαν με το ομαδικό σχέδιο ασφάλισης από την ασφαλιστική εταιρεία Allianz Ελλάς Α.Ε.
Κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου η ΧΧΧΧ Μιλτιάδους καταχώρισε στις 29.12.2016 Απαντητική Ένορκη Δήλωση. Αναφέρει ότι το 2008 είχε γίνει ανανέωση του δανείου με αρ. λογαριασμού 7300438-7 για σκοπούς καλύτερης αποπληρωμής του και οι Εφεσείοντες ενημερώθηκαν και γνώριζαν ότι θα γινόταν χρέωση ασφάλειας στο δάνειο τους. Ο σκοπός του δανείου με αρ. λογαριασμού 7315957-2 που αφορά η επίδικη Διαιτητική Απόφαση, ήταν για να βοηθηθούν οι Εφεσείοντες, αφού το δάνειο με αρ. λογαριασμού 7300438-7 ανανεώθηκε γιατί είχε συμπεριληφθεί για παραπομπή σε Διαιτησία με αρ. 31/08. Επεσήμανε ότι η πολιτική των Εφεσίβλητων αναφορικά με τη σύναψη δανείων είναι να παραδίδονται τα έγγραφα στον πελάτη, και αφού τα μελετήσει και εξηγηθούν τυχόν απορίες του, τότε τα υπογράφει. Ισχυρίζεται ότι οι Εφεσείοντες γνώριζαν ότι η Εφεσείουσα 3 θα υπέγραφε ως πρωτοφειλέτιδα και όχι ως εγγυήτρια, όπως φαίνεται και στην αίτηση δανείου (Τεκμ.1) την οποία υπέγραψε και συνακόλουθα στην επίδικη Συμφωνία δανείου, με βάση την οποία εκδόθηκε η Διαιτητική απόφαση, παρουσιάζεται ως Πρωτοφειλέτιδα. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι οι Εφεσείοντες γνώριζαν ότι εγίνονταν μέλη των Εφεσίβλητων και προς τούτο υπέγραψαν και σχετική αίτηση μέλους (Τεκμ.2, 3, 4). Η επίδικη Συμφωνία Δανείου προέβλεπε 8% επιτόκιο, με αυτό χρεωνόταν ο λογαριασμός των Εφεσειόντων και αυτό το επιτόκιο ουδέποτε αυξήθηκε ούτε μετά τον τερματισμό, ούτε και κατά την παραπομπή σε Διαιτησία.
Έγιναν αρκετές προσπάθειες από τους Εφεσίβλητους για να βρεθεί τρόπος αναδιάρθρωσης του επίδικου δανείου χωρίς όμως αποτέλεσμα. Οι ίδιοι οι Εφεσείοντες λόγω των παραβάσεων της Συμφωνίας Δανείου οδήγησαν στον τερματισμό τους και στην παραπομπή σε διαιτησία. Οι Εφεσίβλητοι προσπάθησαν με ανανέωση του δανείου να βοηθήσουν τους Εφεσείοντες, ώστε να μην οδηγηθούν στη Διαιτησία με αρ. 31/08, γι' αυτό και υπογράφθηκε η επίδικη Συμφωνία Δανείου, οι δε προσπάθειες για εξεύρεση λύσης και αναδιάρθωση δεν τελεσφόρησαν, λόγω αμέλειας των Εφεσειόντων.
Διαφωνεί με την Ένορκη Δήλωση του ΧΧΧΧ Τάλλη, απορρίπτει το περιεχόμενο της και τονίζει ότι οι ισχυρισμοί του αφορούν θέματα τα οποία το Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία και δικαιοδοσία να εξετάσει στα πλαίσια της παρούσας Έφεσης. Οι ισχυρισμοί του περί επιτοκίου, όχι μόνο δεν ηγέρθηκαν από τους Εφεσείοντες στη Διαιτησία, αλλά αυτοί παραδέχθηκαν και αναγνώρισαν το δάνειο, ως η απαίτηση των Εφεσίβλητων. Το ίδιο ισχύει και για την αναδομημένη κατάσταση, το περιεχόμενο της οποίας δεν ηγέρθηκε στα πλαίσια της Διαιτησίας. Οι Εφεσείοντες δια ήταν υποχρεωμένοι να ετοιμάσουν αναδομημένη κατάσταση για σκοπούς Διαιτησίας, πλην της κατάστασης που παρουσίασαν για σκοπούς έκδοσης της Διαιτητικής απόφασης. Τα Τεκμ.1, 2, 3 και 4 της Ένορκης Δήλωσης του Μ. Τάλλη, είναι αόριστα, δεν αφορούν την επίδικη Συμφωνία Δανείου και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο. Το δε Τεκμ.1 αφορά ξεκάθαρα μόνο εμπορικές τράπεζες και όχι πιστωτικά ιδρύματα και ταμιευτήρια, συμπεριλαμβανομένων των Εφεσίβλητων.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων προώθησαν τις θέσεις των πελατών τους με εμπεριστατωμένες γραπτές αγορεύσεις, τις οποίες έχω διεξέλθει με την επιβαλλόμενη προσοχή και ειδική αναφορά στις εκατέρωθεν εισηγήσεις - στο βαθμό που θα κριθεί αναγκαίο - θα γίνει στο κατάλληλο στάδιο.
Οι Εφεσείοντες βασίζουν την Έφεση τους στο άρ.20(2) του περί Διαιτησίας Νόμου Κέφ.4 το οποίο ορίζει ως ακολούθως:
«20(2) Όταv o διαιτητής ή o επιδιαιτητής επέδειξε κακή συμπεριφoρά ή χειρίστηκε κακώς τηv υπόθεση ή όταv η διαιτησία διεξάχθηκε παράτυπα ή η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε παράτυπα, τo Δικαστήριo δύvαται vα ακυρώσει τη διαιτητική απόφαση.»
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η έννοια του όρου «κακή συμπεριφορά ή κακός χειρισμός της υπόθεσης» (misconduct) είναι ευρεία και επιπροσθέτως των περιπτώσεων επίδειξης (από τον Διαιτητή) ηθικώς ή δεοντολογικώς ανάρμοστης συμπεριφοράς, η έννοια του όρου περιλαμβάνει και περιπτώσεις μη συμμόρφωσης με βασικές αρχές δικαίου, συμπεριλαμβανομένων και περιπτώσεων λανθασμένης αποδοχής ή αποκλεισμού μαρτυρίας και γενικότερα εσφαλμένης αντίληψης ως προς τι αποτελεί μαρτυρία στην υπόθεση [βλ. Panikos Harakis Ltd v Official Receiver as Administrator of the Estates of the Bankrupt Takis Vrionides (1978) 1 CLR 15, A.N. Stasis Estates Co Ltd v G.M.P. Katsampas Ltd (2001) 1 (Γ) ΑΑΔ 2006, Σολωμού ν Laiki Cyprialife Ltd (2010) 1 ΑΑΔ 687 και Αναφορικά με την Απόφαση του Διαιτητή Κώστα Μελά, Δικηγόρου από την Λεμεσό η οποία εκδόθηκε στις 8.7.09, Πολ. Εφ. 354/2011, ημερομηνίας 15.7.16].
Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Σολωμού (ανωτέρω) στις σελίδες 696-698 είναι σχετικό:
Ενδιαφέρει εδώ το εδάφιο (2), εφόσον είχε επιδιωχθεί πρωτοδίκως η ακύρωση ή παραμερισμός της διαιτητικής απόφασης. Στο πρωτότυπο Αγγλικό κείμενο, ο όρος που χρησιμοποιείται στο Άρθρο 23(1) του Arbitration Act 1950 απ' όπου λήφθηκε το Κεφ. 4, είναι «misconduct», και έχει πλειστάκις ερμηνευτεί να περιλαμβάνει διάφορες κατηγορίες που δυνατόν να αφορούν στη συμπεριφορά του ιδίου του διαιτητή ή τον τρόπο διεξαγωγής της διαιτησίας («.... has misconducted himself or the proceedings ....». Στον Russell on Arbitration 16η έκδ. σελ. 307, θεωρείται λανθασμένη συμπεριφορά η εκ μέρους του διαιτητή ακρόαση μαρτύρων ή εξέταση εγγράφων στην απουσία των διαδίκων, η απόδοση στον εαυτόν του ενός συνολικού ποσού για τα έξοδα του, ώστε να αποκλείει τους διαδίκους από του να ενστούν στις χρεώσεις του, (δέστε την απόφαση K/S Norjarl A/S v. Hyundai Heavy Industries Co. Ltd [1991] 3 W.L.R. 1025, για κατεύθυνση ως προς τον τρόπο χρέωσης αμοιβής από ένα διαιτητή), η εκ μέρους του παράλειψη να εξασκήσει όλες τις εξουσίες του ή η λανθασμένη άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Στη δε σελ. 309, αναφέρεται σε σχέση με τη διεξαγωγή της διαιτησίας, ότι οι κύριοι άξονες επί των οποίων μπορεί να υποβληθεί επιτυχώς αίτηση για παραμερισμό, είναι η εκ μέρους του διαιτητή διεξαγωγή της διαιτησίας ex parte χωρίς ουσιώδη λόγο, ο αποκλεισμός ατόμων που έχουν δικαίωμα να είναι παρόντα, η λανθασμένη απόρριψη ή αποδοχή μαρτυρίας και η λανθασμένη μετακύλιση καθηκόντων.
Η κλασσική αντιμετώπιση της έννοιας του «misconduct», έχει βέβαια αναφορά στη δωροδοκία του διαιτητή ή στην ύπαρξη εκ μέρους του μυστικού συμφέροντος στην ενώπιον του διαφορά. Επεκτείνεται όμως και σε θέματα πέραν αυτών, ώστε ακόμη και στην απουσία ηθικά ή δεοντολογικά ανάρμοστης συμπεριφοράς, να ελέγχονται και οι περιπτώσεις λανθασμένης λήψης ή αποκλεισμού μαρτυρίας ή η αποδοχή εξωγενούς μαρτυρίας για την ερμηνεία συμβολαίου, (Paniccos Harakis Ltd v. The Official Receiver as administrator of the estate of the bankrupt Takis Vryonides (1978) 1 C.L.R. 15, σελ. 23, τις εκεί αναφερόμενες υποθέσεις, καθώς και την πρόσφατη απόφαση στη ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ. ΛΤΔ v. Lakis Georghiou Constructions Ltd (2010) 1 A.A.Δ. 223, ή, η έκδοση απόφασης επί παρανόμου συμφωνίας (David Taylor & Son v. Barnett [1953] 1 W.L.R. 562). Όπως έχει αποφασιστεί και στην A.N. Stasis Estates Co. Ltd v. G.M.P. Katsambas Ltd (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2006), (που αφορούσε περίπτωση παραπομπής τεχνικών θεμάτων σε διαιτησία, εν μέσω δικαστικής αγωγής), «Η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων του διαιτητή συνιστά λόγο ακύρωσης του τελικού του πορίσματος» ενώ «.... παράβαση βασικού δικονομικού κανόνα .... κλονίζει το θεμέλιο της όλης διαδικασίας» (εκεί ο διαιτητής είχε λανθασμένα υιοθετήσει, έξω από τους όρους εντολής του, τη μαρτυρία που είχε προηγηθεί στο Δικαστήριο).
Πουθενά, όμως, η μέχρι τούδε νομική θεώρηση των προνοιών του Άρθρου 20(2), δεν έχει συμπεριλάβει, (στην απουσία βεβαίως παραβιάσεων των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης), και, την ενδεχομένως λανθασμένη νομική ερμηνεία ενός εγγράφου. Η παραδοσιακή αντίληψη περί του σκοπού της παραπομπής μιας διαφοράς σε διαιτησία, είναι ακριβώς η ταχεία και τελεσίδικη επίλυσή της. Όπως εξηγείται στο Russell - πιο πάνω - σελ. 289, υπήρχε στο κοινοδίκαιο σύμφυτη εξουσία παραμερισμού απόφασης, η δε νομοθετική χρήση της λέξης «misconduct» γενικά, που ήταν νέα στο Arbitration Act 1889 και η μετέπειτα χρήση του «misconduct of the proceedings» στο μεταγενέστερο Arbitration Act 1934, που διατηρήθηκε και στο Arbitration Act 1950, είχε στην ουσία χαρακτήρα δηλωτικό της προηγούμενης νομολογίας. Όπως δε εξηγείται και στη μεταγενέστερη 23η έκδοση του Russel on Arbitration (2007), σελ. 375 παρ. 7-056, τα Δικαστήρια ήταν πάντοτε απρόθυμα να επεμβαίνουν στις διαιτητικές διαδικασίες, εκτός όπου η νομοθεσία παρείχε ειδικά τέτοια δυνατότητα, οι δε αποφάσεις των διαιτητών γενικώς δεν ήταν δεκτικές αναθεώρησης από το Δικαστήριο, εκτός στο βαθμό που ο διαιτητής υπερέβη τη δικαιοδοσία του ή ενήργησε κατά τρόπο πασιφανή εναντίον των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.»
Με οριοθετημένο - ως ανωτέρω - το νομικό πλαίσιο εξέτασης των προβαλλόμενων λόγων Έφεσης, προχωρώ να τους εξετάσω, όπως αυτοί αποσαφηνίζονται στην γραπτή αγόρευση της ευπαίδευτης συνηγόρου των Εφεσειόντων.
Α. Αποτελεί λόγον Έφεσης ότι η επίδικη Διαιτητική απόφαση είναι αδικαιολόγητη και ως τέτοια θα πρέπει να ακυρωθεί. Ειδικότερα, οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι στο κείμενο της Διαιτητικής Απόφασης, αλλά και στα πρακτικά της Διαιτησίας (Τεκμ.5 στην Ένσταση) δεν επισυνάπτονται τα έγγραφα και αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν ενώπιον του Διαιτητή, ούτε και αναφέρονται τα συγκεκριμένα έγγραφα που παρουσιάστηκαν, όπως η επίδικη Συμφωνία δανείου, η Υποθήκη και οι καταστάσεις λογαριασμού του δανείου. Επίσης δεν αναφέρει πως κατέληξε στο επιτόκιο 8%.
Η θέση αυτή δε με βρίσκει σύμφωνη. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της Διαιτησίας και τη Διαιτητική απόφαση, αλλά και από την ένορκη μαρτυρία της ΧΧΧΧ Μιλτιάδους η οποία ήταν παρούσα στη Διαιτησία εκ μέρους των Εφεσίβλητων - και η μαρτυρία της οποίας γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο εφόσον οι Εφεσείοντες παρέλειψαν να την αντεξετάσουν επί του περιεχομένου της Ένορκης Δήλωσης της που υποστηρίζει την ένσταση των Εφεσιβλήτων αλλά και επί του περιεχομένου της Απαντητικής Ένορκης Δήλωσης της - οι Εφεσείοντες 1 και 2 παρουσιάστηκαν την 1.9.2014 ενώπιον του Διαιτητή και παραδέχθηκαν και αναγνώρισαν το δάνειο ως η απαίτηση των Εφεσίβλητων, αφού σε προηγούμενη ημερομηνία δηλαδή στις 27.8.2014 παρέλαβαν από την ΧΧΧΧ Μιλτιάδους την κατάσταση λογαριασμού του δανείου και ζήτησαν χρόνο να την μελετήσουν και να εκφράσουν τη θέση τους, όπως και έπραξαν την 1.9.2014. Έχοντας κατά νου (α) τη δεδηλωμένη παραδοχή εκ μέρους των Εφεσειόντων 1 και 2 του δανείου και της απαίτησης των Εφεσίβλητων, αφού είχαν ήδη μελετήσει την κατάσταση λογαριασμού που την στοιχειοθετούσε, (β) την απουσία της Εφεσείουσας 3 από τη Διαιτησία και (γ) την παρουσίαση των εγγράφων και αποδεικτικών στοιχείων του δανείου και της απαίτησης των Εφεσιβλήτων από την ΧΧΧΧ Μιλτιάδους, τα οποία ο Διαιτητής μονόγραψε, καταλήγω ότι η Διαιτητική απόφαση ημερ. 1.9.2014 είναι πλήρως και επαρκώς αιτιολογημένη. Τούτο γιατί ενώπιον του Διαιτητή, δεν διεξάχθηκε ακροαματική διαδικασία με αντικρουόμενες θέσεις και προσκόμιση προφορικής μαρτυρίας ώστε να καθίστατο αναγκαία η πλήρης παρουσίαση των θέσεων των διαδίκων, η αξιολόγηση τους και η κατάληξη του Διαιτητή σε ευρήματα. Με δεδομένη την παραδοχή των Εφεσειόντων 1 και 2 για την απαίτηση των Εφεσιβλήτων, όπως αυτή παρουσιάστηκε ενώπιον του Διαιτητή μέσω των αποδεικτικών στοιχείων που παρουσίασε ενώπιον του η ΧΧΧΧ Μιλτιάδους, κρίνω ότι δεν ήταν απαραίτητο να επισυνάπτονται τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχειά και έγγραφα στην Διαιτητική απόφαση ούτε και ήταν απαραίτητο να επεξηγηθεί το επιτόκιο του 8%. Οι Εφεσείοντες είχαν κάθε ευκαιρία να μελετήσουν την απαίτηση των Εφεσιβλήτων, μέσω της κατάστασης λογαριασμού που τους παραδόθηκε εκ των προτέρων και την παραδέχθηκαν την 1.9.2014. Συνεπώς, καμιά περαιτέρω αιτιολογία της Διαιτητικής απόφασης ήταν απαραίτητη. Όσα αναφέρονται σ' αυτήν συνιστούν επαρκή και ικανοποιητική αιτιολογία και συνάδουν με τον εξεταστικό και συνοπτικό χαρακτήρα που αναμφίβολα πρέπει να διέπει μια διαιτητική διαδικασία. Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Αναφορικά με την Αίτηση του ΧΧΧ Πιπερή και Αναφορικά με την ΣΠΕ Κυπερούντας, ECLI:CY:AD:2019:A383, Π.Ε. 456/12 ημερ. 20.9.2019, εγέρθηκε ζήτημα αναιτιολόγητης απόφασης Διαιτητή σε υπόθεση όπου υπήρξε αμφισβήτηση της οφειλής εκ μέρους του Εφεσείοντος και συνεπώς εγείρετο θέμα συνοπτικής αναφοράς από τον Διαιτητή των θέσεων των μερών, αξιολόγησης και εξαγωγής ευρημάτων από αυτόν. Εν αντιθέσει με την παρούσα περίπτωση όπου δεν υπήρξε αμφισβήτηση του χρέους αλλά ρητή παραδοχή του από τους Εφεσείοντες.
Επομένως ο σχετικός λόγος Έφεσης δεν γίνεται αποδεκτός και απορρίπτεται.
Β. Οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι ο Διαιτητής με την Διαιτητική απόφαση του, ενεργώντας εκτός του Νόμου, διέταξε την εκποίηση της Υποθήκης Υ12587/08. Ούτε και με αυτή τη θέση συμφωνώ. Αρχικά τονίζεται ότι τέτοιος λόγος Έφεσης δεν συμπεριλαμβάνεται στους λόγους Έφεσης. Πέραν τούτου από μια απλή ανάγνωση της Διαιτητικής Απόφασης - προκύπτει με σαφήνεια ότι ο Διαιτητής δεν έκδωσε Διάταγμα Εκποίησης της εν λόγω Υποθήκης, αλλά προέβηκε σε αναφορά αποπληρωμής του οφειλόμενου ποσού από το προϊόν εκποίησης της Υποθήκης.
Γ. Αποτελεί περαιτέρω λόγον Έφεσης ότι ο όρος 12 της επίδικης Σύμβασης Δανείου, ο οποίος προβλέπει το «δικαίωμα του Ταμιευτηρίου σε παραπομπή σε διαιτησία» είναι καταχρηστικός. Τούτο γιατί αποτελούσε προδιατυπωμένο όρο της Συμφωνίας η οποία συντάχθηκε από τους Εφεσίβλητους και δε επεξηγεί πλήρως και ξεκάθαρα τη διαιτητική διαδικασία και τις συνέπειες τους.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσειόντων παρέπεμψε το Δικαστήριο στην Υπόθεση C-168/05 Elisa Maria Mostaza Claro v. Centro Movil Milenium SL στην οποία το ΔΕΚ αποφάσισε ότι: "H οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές έχει την έννοια ότι απαιτεί εθνικό δικαστήριο επιληφθέν προσφυγής ακυρώσεως κατά διαιτητικής αποφάσεως να εκτιμά την ακυρότητα της συμβάσεως περί διαιτησίας και να την ακυρώνει με το αιτιολογικό ότι η εν λόγω σύμβαση εμπεριέχει καταχρηστική ρήτρα, έστω και αν ο καταναλωτής επικαλέστηκε την ακυρότητα, όχι στο πλαίσιο της διαιτητικής διαδικασίας αλλ' αποκλειστικώς με την προσφυγή του ακυρώσεως».
Περαιτέρω, αναφέρθηκε στην Υπόθεση C-40/08, Asturcom Telecominicaciones v. Maria Christina Rondriquez Nogueiva, στην οποία το Δ.Ε.Ε. αποφάσισε ότι «Η οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται εκδόσεως απογράφου διαιτητικής αποφάσεως, η οποία απέκτησε ισχύ δεδικασμένου και είχε εκδοθεί ερημοδικούντος του καταναλωτή, υποχρεούται να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας διαιτησίας, εφόσον, σύμφωνα με τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, μπορεί να προβαίνει σε μια τέτοια εξέταση στο πλαίσιο παρόμοιας φύσεως αγωγής του εσωτερικού δικαίου. Σε μια τέτοια περίπτωση εναπόκειται στο εν λόγω δικαστήριο να συναγάγει όλες τις συνέπειες που απορρέουν εξ αυτού σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, ώστε να εξασφαλίζεται ότι η εν λόγω ρήτρα δεν θα δεσμεύει τον καταναλωτή.»
Η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου των Εφεσειόντων είναι ότι ο πιο πάνω όρος είναι καταχρηστικός διότι:
1. Υπάρχει προθεσμία Έφεσης μόλις 21 ημερών, σε αντίθεση με την προθεσμία σε πολιτικές υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου.
2. Σε περίπτωση που χαθεί η προθεσμία, οι πρόνοιες είναι άκαμπτες, ενώ σε πολιτικά Δικαστήρια υπάρχουν πιο ευέλικτοι δικονομικοί Κανονισμοί.
3. Στη διαδικασία διορισμού του Διαιτητή, ο καταναλωτής δεν έχει λόγο στο διορισμό του Διαιτητή.
4. Η διαδικασία, παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή, σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, που απορρέουν από τη σύμβαση.
5. Υπάρχει απεριόριστο και κατά το δοκούν δικαίωμα και εξουσία του Εφόρου Συνεργατισμού να προβαίνει σε διαταγές για απαγορευτικά Διατάγματα σε σχέση με την περιουσία μεταξύ μέλους, πρώην μέλους ή προσώπου αξιούντος μέσω μέλους, πρώην μέλους ή αποβιώσαντος μέλους, καταθέτη, χρεώστη ή πελάτη και της εταιρείας, επιτροπείας ή του συμβουλίου αυτής ή οποιουδήποτε αξιωματούχου, αντιπροσώπου ή υπαλλήλου της Εταιρείας.
Προχωρώ να εξετάσω τις πιο πάνω θέσεις, τονίζοντας ότι η εξέταση τους θα περιοριστεί αποκλειστικά και μόνο σε ό,τι επικαλείται η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσειόντων περί καταχρηστικής ρήτρας, στη βάση της επίδικης Συμφωνίας Δανείου που αφορά τους Εφεσείοντες και τίποτε άλλο.
Στην προκειμένη περίπτωση όπως αναφέρθηκε και επεξηγήθηκε πιο πάνω, η ένορκη μαρτυρία της ΧΧΧΧ Μιλτιάδους είναι αποδεκτή από το Δικαστήριο, εφόσον αυτή, μετά την καταχώριση και της Απαντητικής Ένορκης Δήλωσης της, δεν αντεξετάστηκε από την πλευρά των Εφεσειόντων και συνεπώς η μαρτυρία της παρέμεινε αδιαμφισβήτητη και αναντίλεκτη. Συνεπώς, οι Εφεσείοντες υπέγραψαν την επίδικη Συμφωνία Δανείου ημερ. 18.11.2008, στη βάση της οποίας εκδόθηκε η Διαιτητική απόφαση, και κατ' επέκταση αποδέχθηκαν τους όρους της, συμπεριλαμβανομένου και του όρου 12 που προβλέπει τη δυνατότητα επίλυσης ενδεχόμενων διαφορών τους με τους Καθ' ων η Αίτηση μέσω Διαιτησίας, ως αυτή προβλέπεται από το άρ.52(2) του Ν.22/85, όπως τροποποιήθηκε από το Ν.122(1)/14 και ορίζει ως ακολούθως:
«Ο Έφορος δύναται, με τη λήψη της δυνάμει του εδαφίου (1) παραπομπής:
(α) να επιχειρήσει συνδιαλλαγή της διαφοράς ή
(β) να παραπέμπει τη διαφορά προς επίλυση σε διαιτησία, η οποία διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις των Θεσμών που εκδίδονται δυνάμει του εδαφίου (6) ή, μέχρι την έκδοσή τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Διαιτησίας Νόμου και τις διατάξεις των Θεσμών 78 και 79 των περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμών του 1987 έως 2012».
Ο όρος 12 της επίδικης Σύμβασης δανείου, (Τεκμ.1Α στην Ένσταση) έχει ως ακολούθως:
«Ο χρεώστης αναγνωρίζει και αποδέχεται το δικαίωμα του Ταμιευτηρίου για παραπομπή του ιδίου ή των εγγυητών του σε διαιτησία σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου χωρίς τούτο να υποδηλεί ότι αποκλείει το Ταμιευτήριο να επιλέξει αντί διαιτησίας την παραπομπή του σε πολιτικά δικαστήρια.»
Οι Εφεσίβλητοι, με βάση το Νόμο, παρέπεμψαν την παρούσα υπόθεση στον Έφορο Υπηρεσίας Συνεργατικών Εταιρειών, ο οποίος παρέπεμψε τη διαφορά προς επίλυση σε διαιτησία και διόρισε τον Λεωνίδα Λεωνίδου ως Διαιτητή. Συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα διορισμού του Διαιτητή από τους Εφεσίβλητους, ο οποίος δεν έχει καμιά σχέση με αυτούς και διορίστηκε ως ανεξάρτητος απευθείας από τον Έφορο.
Το Παράρτημα στο οποίο παραπέμπει το άρ.5(4) του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου του 1996 περιέχει ενδεικτικό και μη εξαντλητικό κατάλογο ρητρών που δυνατόν να θεωρηθούν καταχρηστικές, μεταξύ των οποίων και ρήτρες που «να καταργούν ή να παρεμποδίζουν την προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου ή την άσκηση ένδικων μέσων από τον καταναλωτή, ιδίως με το να υποχρεώνουν τον καταναλωτή να καταφεύγει αποκλειστικά σε διαιτησία μη καλυπτόμενη από νομικές διατάξεις, με το να περιορίζουν μη προσηκόντως τα αποδεικτικά μέσα του καταναλωτή, ή με το να επιβάλλουν σ' αυτόν το βάρος της απόδειξης το οποίο, σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο, φέρει κανονικά άλλος συμβαλλόμενος. (άρθρο 1(ιζ) Παραρτήματος).»
Στην υπό κρίση περίπτωση, οι Εφεσείοντες δεν υποχρεώθηκαν «να καταφύγουν αποκλειστικά σε διαιτησία», εφόσον ελεύθερα υπέγραψαν την επίδικη Συμφωνία Δανείου και συνεπώς συμφώνησαν εξ υπαρχής για επίλυση της διαφοράς τους που θα προέκυπτε με τους Εφεσίβλητους από Διαιτητή. Με αυτό το δεδομένο, η διαιτησία που επακολούθησε είναι αυτονόητο πως ήταν προϊόν της ελεύθερης βούλησης των Εφεσειόντων και όχι προϊόν επιβολής (βλ. ΧΧΧ Μιχαηλίδη κ.ά ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Πέγειας, ECLI:CY:AD:2018:A311, Π.Ε. 477/12, ημερ. 27.6.2018).
Σ' ότι αφορά τις εισηγήσεις των Εφεσειόντων ως η παρ.1 και 2 ανωτέρω, κρίνω ότι αυτές δεν ευσταθούν. Το γεγονός ότι η προθεσμία Έφεσης εναντίον Διαιτητικής απόφασης είναι 21 ημέρες, εν αντιθέσει με τις πολιτικές υποθέσεις, ως και η θέση ότι η εν λόγω προθεσμία είναι άκαμπτη, δεν καθιστούν καταχρηστική τη ρήτρα περί Παραπομπής της διαφοράς σε Διαιτησία. Τούτο γιατί ο καθορισμός της προθεσμίας, συνάδει με το συνοπτικό χαρακτήρα της Διαιτησίας αλλά και με τη σύντομη εκδίκαση και επίλυση των διαφορών μέσω Διαιτησίας χωρίς καθυστέρηση, ώστε να αποκρυσταλλώνονται το συντομότερο δυνατό οι υποχρεώσεις και δικαιώματα των διαδίκων. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Σολωμού (ανωτέρω) «η παραδοσιακή αντίληψη περί του σκοπού της παραπομπής μιας διαφοράς σε διαιτησία, είναι ακριβώς η ταχεία και τελεσίδικη επίλυση της». Εν πάση περιπτώσει, τονίζεται ότι στην παρούσα περίπτωση, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι Εφεσείοντες ενημερώθηκαν για την έκδοση της Διαιτητικής απόφασης στις 12.3.2015 και καταχώρησαν την παρούσα Έφεση στις 27.3.2015, δηλαδή εντός της προθεσμίας των 21 ημερών. Οι Εφεσείοντες καταχώρησαν εμπρόθεσμα την παρούσα Έφεση τους και συνεπώς δεν τίθεται θέμα καταχρηστικής ρήτρας που να σχετίζεται με την προθεσμία προσφυγής σε Διαιτησία, ούτε και με την περίπτωση απώλειας αυτής, εφόσον υπό τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, δεν ισχύει κάτι τέτοιο.
Με την παρ.3 ανωτέρω, οι Εφεσείοντες προβάλλουν ως ζήτημα καταχρηστικής ρήτρας, το παράπονο τους ότι δεν δόθηκε στους Εφεσείοντες η δυνατότητα να έχουν λόγο στο διορισμό του Διαιτητή. Όπως επεξηγήθηκε πιο πάνω, ο διορισμός του Διαιτητή έγινε απευθείας από τον Έφορο Υπηρεσίας Συνεργατικών Εταιρειών και συνεπώς ούτε και οι Εφεσίβλητοι είχαν λόγο στο διορισμό του Διαιτητή. Τονίζεται περαιτέρω ότι οι Εφεσείοντες αν και παρουσιάστηκαν ενώπιον του Διαιτητή στις 27.8.2014 και 1.9.2014, ουδέποτε αμφισβήτησαν το διορισμό του. Συνεπώς, ούτε και αυτή η θέση των Εφεσειόντων, καθιστά τον πιο πάνω όρο της Σύμβασης Δανείου ως καταχρηστικό.
Σε σχέση με την παρ.4 ανωτέρω, οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το άρ.52 του Ν.122(1)/14, όπως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, είναι αντισυνταγματικό και παραβιάζει το δικαίωμα των δανειοληπτών για δίκαιη δίκη, ως και την απρόσκοπτη πρόσβαση σε αρμόδιο ανεξάρτητο Δικαστήριο.
Το ζήτημα αυτό αποτέλεσε αντικείμενο στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ΧΧΧ Μιχαηλίδη κ.ά ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Πέγειας (ανωτέρω) και το ακόλουθο απόσπασμα είναι σχετικό:
«Η πρώτη παράγραφος του Άρθρου 30 του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο, ενώ η δεύτερη το δικαίωμα για δημόσια ακροαματική διαδικασία εντός εύλογου χρόνου από ανεξάρτητο και αρμόδιο Δικαστήριο που ιδρύεται από το Νόμο. Τίποτα όμως στις πρόνοιες του υπό αναφορά άρθρου απαγορεύει την παραπομπή μιας διαφοράς σε διαιτησία, είτε αυτό προβλέπεται από το Νόμο είτε από ιδιωτική συμφωνία (βλ. και Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας, σελ. 186, του Α. Λοΐζου).
To άρθρο 52 του Νόμου αποτελεί αναπαραγωγή του άρθρου 53 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 114 και η συμβατότητα του εν λόγω άρθρου προς τα Άρθρα 30 και 28 του Συντάγματος αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης - μεταξύ άλλων - και στην Σικκής ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 4Β Α.Α.Δ. 65 από την οποία το απόσπασμα που ακολουθεί:-
«Στην υπόθεση Co-Operative Grocery of Vasilia v. Haralambos N. Ppirou a.ο., 4 R.S.C.C. 12, όπου εξετάστηκε η συνταγματικότητα της τότε ισχύουσας, παρόμοιας, διάταξης με αναφορά στα Άρθρα 30 και 28 του Συντάγματος, υπογραμμίστηκε ο εθελούσιος χαρακτήρας της διαιτησίας η οποία, παρόλον που προβλεπόταν νομοθετικά, αφορούσε συμβατική στο ιδιωτικό δίκαιο σχέση. Σχετικά είναι τα ακόλουθα αποσπάσματα:
«It follows, therefore, that everybody who forms or becomes a member of, or accepts office in, or employment with, a co-operative society, as well as a co-operative society, as such, registered under CAP 114, must be presumed to have entered voluntarily into a legal relationship which includes as one of its terms and characteristics the form of arbitration provided under section 53 in respect of certain disputes. Thus, an agreement that disputes within the ambit of section 53 shall be determined in the manner prescribed therein comes into being and, it follows that the rights safeguarded as above, under Article 30, are deemed to have been waived, to that extent, as in any other case of voluntary arbitration.
The Court finally is of the opinion that there is nothing in section 53 which is contrary to, or inconsistent with, Article 28, because whatever differentiation or distinction is made between the disputes to which section 53 applies and other civil disputes in general, is based not on arbitrary grounds but on reasonable grounds connected with the special nature and functions of co-operative societies, (vide Argiris Mikrommatis v. The Republic (Minister of Finance & another) 2 R.S.C.C. 125 at p. 131).»
Τα όσα αφορούν σε διαιτησία εμπίπτουν στη δικαιοδοσία αστικού Δικαστηρίου. Παρατηρώ όμως και γενικότερα ότι οι ίδιες οι συνεργατικές εταιρείες λειτουργούν στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου (Elia Petrou α.ο. v. New Co-Operative Credidt Society of Karpasia, 3 R.S.C.C. 58) ενώ αντιθέτως ο Έφορος Συνεργατικών Εταιρειών και Συνεργατικής Αναπτύξεως είναι διοικητικό όργανο στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.»
Oι πιο πάνω επισημάνσεις, με τις οποίες συμφωνούμε πλήρως, τυγχάνουν εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση. Η διαιτησία αποτελεί συμπλήρωμα κάθε σύγχρονου νομικού συστήματος (Γενικός Εισαγγελέας της Κένυας ν. Βank Ful Albeit Uno Wirtshaft AG (1991) 1 A.A.Δ. 585) και ενόψει του γεγονότος ότι το άρθρο 52(4) του Νόμου διασφαλίζει το δικαίωμα σε όποιο θεωρεί πως αδικήθηκε από διαιτητική απόφαση να απευθυνθεί στο Δικαστήριο με έφεση, τα επί τούτου παράπονα των εφεσειόντων δεν ευσταθούν.»
Στην προκειμένη περίπτωση, οι Εφεσείοντες με τη γνωστοποίηση σ' αυτούς της επίδικης Διαιτητικής απόφασης, άσκησαν το δικαίωμα τους όπως προβλέπεται από το άρ.54(2) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου Ν.22/85 και εφεσίβαλαν αυτήν εμπρόθεσμα. Επομένως, η πιο πάνω εισήγηση δεν γίνεται αποδεκτή και απορρίπτεται.
Σε ότι αφορά την παρ.5 ανωτέρω και το παράπονο των Εφεσειόντων για την εξουσία του Εφόρου Συνεργατισμού να προβαίνει σε διαταγές για απαγορευτικά διατάγματα, δεν βλέπω πως αυτό σχετίζεται με τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, εφόσον από τα ενώπιον μου τεθέντα στοιχεία δεν προέκυψε ζήτημα έκδοσης εκ μέρους του Εφόρου, οποιουδήποτε απαγορευτικού Διατάγματος που σχετίζεται με την περιουσία των Εφεσειόντων.
Σ' ότι αφορά τους υπόλοιπους λόγους Έφεσης, όπως αυτοί διατυπώνονται στο σώμα της Έφεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσειόντων δεν τους προώθησε με την γραπτή της αγόρευση. Θεωρώ ότι τους εγκατέλειψε, γι' αυτό και το Δικαστήριο δεν θα ασχοληθεί με αυτούς.
Για όλα τα πιο πάνω, η Έφεση απορρίπτεται με έξοδα προς όφελος των Εφεσίβλητων και σε βάρος των Εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) ..............
Στ. Χατζηγιάννη, Π.Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφο,
Πρωτοκολλητής