ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Χ. Β. Χαραλάμπους, Α.Ε.Δ.
Αρ. Αίτησης: 1/2018
Αναφορικά με τους:
1. *** Τρύφων
2. *** Τρύφωνος
Αιτητών
και
Αναφορικά με τους:
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
Καθ' ης η Αίτηση
Ημερομηνία: 15 Μαΐου 2020
Εμφανίσεις:
Για Αιτητές: κα Κ. Φράγκου, για Κάκκουρας & Παναγίδης Δ.Ε.Π.Ε.
Για Καθ' ης: κ. Π. Μακρίδης, για Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στις 22.5.07 οι Αιτητές συνήψαν Συμφωνία Στεγαστικού Δανείου με την Καθ' ης τράπεζα, ύψους €598.011 (Λ.Κ.350.000), της οποίας δεν αμφισβητούν την ισχύ και εγκυρότητα (Τεκμήρια 2, 3). Διαφωνούν όμως ως προς το ότι η Καθ' ης είχε το δικαίωμα να διαφοροποιήσει το περιθώριο (την προσαύξηση).
Με την αίτηση τους ζητούν με τα αιτητικά υπ' αρ.1 και 2 νομική ερμηνεία του Ειδικού Όρου 5 και των Γενικών Όρων 3 και 19, ενώ με τα αιτητικά υπ' αρ.3 έως 5 ζητούν Δηλώσεις (i) ότι υπερισχύουν οι Ειδικοί Όροι, (ii) ότι το περιθώριο τόκου είναι εξαρχής σταθερά καθορισμένο σε 1% και (iii) ότι μόνο αυτό (το 1%) δικαιούτο να χρεώνει η Καθ' ης πέραν του βασικού επιτοκίου, για το οποίο δέχονται ότι ήταν κυμαινόμενο.
Σε συνοδευτική ένορκη δήλωση του ο Αιτητής 1 υποστηρίζει ότι εντός του 2017 πληροφορήθηκε πως είχαν προηγηθεί δύο αυξήσεις του περιθωρίου στις 31.10.08 και 9.4.09 οπότε εξέφρασε τη διαμαρτυρία του με δικές του επιστολές ημερ. 15.3.17 και 25.4.17 (Τεκμήρια 4, 5), όπως και μέσω των δικηγόρων του (Τεκμήριο 6) και έλαβε απάντηση από την Καθ' ης ημερ. 16.11.17. Άποψη του είναι πως δεν υπήρχε δικαίωμα χρέωσης οποιουδήποτε ποσού πέραν του 1% και ότι τα επιβληθέντα επιτόκια θα πρέπει να αναπροσαρμοστούν καθότι δεν είχε συμφωνηθεί η αυξομείωση του περιθωρίου.
Η Καθ' ης προέβαλε συνολικά 10 λόγους προς απόρριψη, οι οποίοι συνοψίζονται στο ότι η αίτηση είναι αβάσιμη, ότι τα αιτητικά 3-5 συνιστούν θεραπείες που δεν μπορούν να αποδοθούν στην παρούσα, ότι το λεκτικό των όρων 3, 19 και 5 είναι σαφές και ότι οι Αιτητές κωλύονται καθότι γνώριζαν για τις αυξήσεις. Άνευ βλάβης αυτών προέβαλε επίσης ότι ο όρος 3 συμπληρώνει τον όρο 5, ότι ο όρος 5 προνοεί κυμαινόμενο επιτόκιο, ότι η ερμηνεία των Αιτητών είναι αυθαίρετη, ότι ο ενόρκως δηλών προβαίνει σε ανεπίτρεπτες προσθήκες και επιλεκτικές ερμηνείες και ότι ούτως ή άλλως το συνολικό επιτόκιο μειώθηκε από 5,5% σε 3,47%.
Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση λειτουργού της Καθ' ης στη Μονάδα Αναδιαρθρώσεων και Ανάκτησης Χρεών (κ. Αδάμου), στην οποίαν αναφέρεται κατ' αρχάς στη συμφωνία και εν συνεχεία στις δύο αυξήσεις του περιθωρίου, σε ενημερώσεις των Αιτητών (Τεκμήριο 1), σε δημοσιεύσεις στον Τύπο (Τεκμήριο 2), στην απουσία οποιασδήποτε διαμαρτυρίας από τους Αιτητές μέχρι την επιστολή τους κατά το 2017, σε συναντήσεις που ακολούθησαν και καταλήγει με το ότι υπήρχε διάσταση απόψεων για την οποία οι Αιτητές ενημέρωσαν ότι θα προχωρούσαν δικαστικά, οπότε η Καθ' ης απάντησε με επιστολή ημερ. 22.3.18 (Τεκμήριο 3). Περαιτέρω εξήγησε ότι δεν καταβάλλονται δόσεις με αποτέλεσμα να υπάρχουν καθυστερήσεις και το υπόλοιπο να ήταν κατά την ένσταση €597.772. Τέλος επαναλαμβάνει και αναλύει τους λόγους ένστασης βάσει των νομικών συμβουλών που έλαβε, προβάλλοντας βασικά τα επιχειρήματα της Καθ' ης.
Νομική Πτυχή
Όσον αφορά τη νομική πτυχή διευκρινίζεται εξαρχής πως δεν εγείρεται ένσταση περί της καταλληλόλητας του παρόντος δικονομικού διαβήματος, τουλάχιστον όσον αφορά τα δύο πρώτα αιτητικά. Η ίδια η Καθ' ης παραθέτει τη Δ.55 και την παρεχόμενη δυνατότητα επίλυσης ζητήματος ερμηνείας και δήλωσης όσον αφορά τα δικαιώματα των ενδιαφερομένων προσώπων («. for the determination of any question of construction arising under the instrument and for a declaration of the rights of the persons interested»). Μάλιστα παρέπεμψε στην πρόσφατη απόφαση Mikis + Marcos Sideris Holdings Ltd v. Τριανταφυλλίδη κ.ά., Πολ. Έφ.21/13, ημερ. 23.1.19 στην οποία λέχθηκε ότι:
«Η Δ.55 αφορά σε ζητήματα που απορρέουν από διαθήκη, συμφωνία ή άλλο γραπτό έγγραφο προς επίλυση οποιουδήποτε ζητήματος ερμηνείας κάτω από οποιοδήποτε έγγραφο και για τη διακήρυξη των δικαιωμάτων τέτοιων ενδιαφερομένων προσώπων. Τέτοια διακήρυξη γίνεται με τη χρήση του δικονομικού μέτρου της εναρκτήριας κλήσης, η εμβέλεια και η σημασία της οποίας έχει αποτελέσει το αντικείμενο διαφόρων δικαστικών αποφάσεων, έχει δε αναλυθεί στην αίτηση των Junport International Limited κ.ά., Πολ. Αίτηση Αρ.115/2017, ημερ. 15.9.17, η οποία επικυρώθηκε ως προς το αποτέλεσμα της στην Πολ. Έφ. Αρ.321/17, ημερ. 2.4.18.»
Πέραν των πιο πάνω η Καθ' ης συμφώνησε με τους Αιτητές, οι οποίοι παρέπεμψαν σε παλαιά αγγλική νομολογία, περί του ότι η διαδικασία της Δ.55:
«It is intended for the decision of questions of construction, where the decision of such questions, whichever way they go, will settle the litigation between the parties.»
(Βλ. Lewis v. Green (1905) 2 Ch.340).
Στο Annual Practice 1958, σελ.1433, με παραπομπές στην ίδια, καθώς και σε άλλη σχετική νομολογία, ο σκοπός και η εμβέλεια της Δ.55 συνοψίζονται στα σχόλια της αντίστοιχης παλαιάς O.54A ως εξής:
«Extent of Order - For the determination of questions of construction upon the instrument itself without affidavits (Re Nobbs, (1896) 2 Ch.830). The decision of the Court on the question of construction is a matter of discretion; that is the true limit of the application of the Order. It is not confined to cases where an action might be brought in respect of the instrument (Mason v. Schuppisser (1899), 81 L.T.147). It is intended for the decision of questions of construction, where the decision of such questions, whichever way they go, will settle the litigation between the parties (Lewis v. Green (1905) 2 Ch.840); nevertheless, when it appears to the Court that its answer will satisfy the proceedings then at issue, it will not refuse a decision on the possibility of further litigation arising in connection with matters not directly before it (Harrowby (Earl) v. Leicester Corporation (1916), 114 L.T.129).»
Παρατηρούμε λοιπόν ότι η εν λόγω Δ.55 δύναται να χρησιμοποιηθεί για ζητήματα ερμηνείας ενός εγγράφου αυτού καθ' εαυτού και πάντως χωρίς την καταφυγή ή χρήση οποιασδήποτε μαρτυρίας σχετικά με την ερμηνεία που θα χρειαστεί να γίνει. Με άλλα λόγια η διαταγή αυτή δεν ενεργοποιείται ή χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις που απαιτείται η εξαγωγή ευρημάτων επί γεγονότων για την ερμηνεία του εγγράφου.
Το ουσιώδες, όπως προκύπτει από τη Lewis v. Green (άνω), είναι πως η διαδικασία της Δ.55 σκοπεί στην επίλυση ζητημάτων ερμηνείας στις περιπτώσεις που η κρίση επί τέτοιων ζητημάτων θα τερματίσει την αντιδικία μεταξύ των διαδίκων («. settle the litigation.»). Το ότι ενδεχομένως να προκύψει περαιτέρω αντιδικία εν σχέσει με ζητήματα τα οποία δεν ευρίσκονται επί του παρόντος ενώπιον του Δικαστηρίου δεν αποτελεί επίσης λόγο για μη εξέταση της αίτησης (Harrowby (Earl) v. Leicester Corporation, άνω). Στην παρούσα περίπτωση ακριβώς φαίνεται μέσα από την επιστολή των Αιτητών ημερ. 22.6.17 ότι η επίλυση του θέματος αυτού θα οδηγήσει στην πλήρη διευθέτηση της μεταξύ των μερών διαφοράς για το θέμα των χρεώσεων αυτών (βάσει αυξημένου περιθωρίου).
Το κατ' ισχυρισμόν «κώλυμα λόγω συμπεριφοράς» των Αιτητών το οποίο προέβαλε και ανέπτυξε στην αγόρευση της η Καθ' ης είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα για τα πιο πάνω. Ασφαλώς και δεν μπορεί να εξεταστεί τέτοιο ζήτημα στα πλαίσια μιας τέτοιας εξειδικευμένης αίτησης. Το γεγονός αυτό βέβαια δεν αποκλείει την πιθανότητα στο μέλλον να εγείρει ένα τέτοιο ισχυρισμό σε μια άλλη διαδικασία, αναλόγως του αποτελέσματος στην παρούσα. Αυτό όμως, δηλαδή το ότι ένας από τους διαδίκους ενδέχεται να επιμείνει σε κάποια θέση του προκαλώντας περαιτέρω αντιδικία, δεν αποτελεί εμπόδιο για την εξέταση της παρούσας αίτησης.
Οι αρχές στη βάση των οποίων ερμηνεύονται οι συμβάσεις από τα Δικαστήρια είναι προ πολλού καλά καθιερωμένες και δεν απαιτείται ιδιαίτερη ή λεπτομερής ανάλυση τους στην παρούσα. Αρκεί η παραπομπή στην υπόθεση Τσιακλίδη ν. Φωτιάδη, Πολ. Έφ.388/12, ημερ. 18.7.19 στην οποία είχαν λεχθεί τα εξής:
«Η ερμηνεία της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας, ορθά προσεγγίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως θέμα νομικό, το οποίο εναπόκειτο στο ίδιο να αποφασίσει (βλ. Glory Worldwide Holdings Ltd v. Αθλητικού Συλλόγου Ομόνοια Λευκωσίας κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ.1633 και Λάμπρου ν. Παράσχου κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ.397). Όπως υπογραμμίζεται σε πρόσφατη απόφαση μας, επαναλαμβάνοντας την πάγια νομολογία επί του θέματος, βασικό κριτήριο για την ερμηνεία του περιεχομένου μιας σύμβασης αποτελεί η συνήθης σημασία των λέξεων και των όρων της. Η διακρίβωση της σημασίας των όρων που χρησιμοποιήθηκαν και εν τέλει της πρόθεσης των μερών που απορρέει από το έγγραφο, πρέπει να διενεργείται μέσα από τη συνολική ερμηνεία του εγγράφου και όχι μεμονωμένα ή αποσπασματικά, έτσι ώστε να αποφεύγονται ενδεχόμενοι κίνδυνοι από το νόημα που αποδίδεται στους όρους της και που δυνατό να μην αντικατοπτρίζουν, αντικειμενικά ιδωμένοι, τον σκοπό της συναλλαγής και την πραγματική πρόθεση των μερών (χχχ Παντελή-Βουζούνη κ.ά. ν. χχχ Αποστόλου, Πολ. Έφ. Αρ.457/12, ημερ. 10.4.19).»
Μετά την παράθεση των γενικών αρχών και πριν από οτιδήποτε άλλο κρίνεται ορθότερη στο σημείο αυτό η αυτούσια παράθεση των τριών επίμαχων όρων της επίδικης συμφωνίας, οι οποίοι έχουν ως εξής:
Ειδικός Όρος 5
«Η διευκόλυνση θα χρεώνεται: Με κυμαινόμενο επιτόκιο 5,500% ετησίως που θα αποτελείται από το βασικό επιτόκιο της Τράπεζας που κατά την υπογραφή της παρούσας συμφωνίας είναι 4,500%, προσαυξημένο κατά 1,000%. Ο τόκος θα κεφαλαιοποιείται κάθε έξι μήνες την 30ην Ιουνίου και την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους.»
Γενικός Όρος 3
«Η Τράπεζα δικαιούται να μεταβάλλει (είτε να αυξάνει είτε να μειώνει) κατά την κρίση της και οποτεδήποτε, μέσα στα πλαίσια της Νομοθεσίας, των νομισματικών και πιστωτικών κανόνων που ισχύουν κάθε φορά, των συνθηκών της αγοράς και της αξίας του χρήματος, το Βασικό Επιτόκιο, τις προσαυξήσεις, τον Τόκο Υπερημερίας, τις προμήθειες και/ή Τραπεζικά δικαιώματα (και/ή να επιβαρύνει το λογαριασμό με ποσοστά προμήθειας και/ή Τραπεζικά (ledger) και/ή άλλα δικαιώματα κατά τη κρίση της αν η συμφωνία αυτή δεν προνοεί τέτοιες επιβαρύνσεις) και η αλλαγή και/ή επιβολή αυτή θα είναι δεσμευτική για τον Πελάτη, που θα λαμβάνει γνώση με ανακοίνωση στον ημερήσιο τύπο ή ειδοποίηση με τον προσφορότερο κατά την κρίση της Τράπεζας τρόπο και θα ισχύει από την ημερομηνία που θα καθορίζεται στην ανακοίνωση ή ειδοποίηση.»
Γενικός Όρος 19
«Οι παρόντες Γενικοί Όροι της Συμφωνίας αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των Ειδικών Όρων της Συμφωνίας, τους οποίους έχει υπογράψει ο Πελάτης. Σε περίπτωση αντίφασης μεταξύ των δύο, οι Ειδικοί Όροι θα υπερισχύουν.»
Οι Αιτητές υποστηρίζουν ότι με βάση τον ειδικό όρο 5 μόνο το βασικό επιτόκιο ήταν ξεκάθαρα μεταβλητό σε αντίθεση με το περιθώριο (ή προσαύξηση) το οποίο δεν μπορούσε να μεταβληθεί αφού είχαν συμφωνήσει ότι θα είναι πάντα σταθερό. Κατά τους Αιτητές μάλιστα ο γενικός όρος 3 ευρίσκεται σε απόλυτη αντίφαση με τον ειδικό όρο 5. Για τους ίδιους υπάρχει τουλάχιστον θέμα ασάφειας κατά την ανάγνωση του ειδικού όρου 5, της οποίας επιζητείται η επίλυση από το Δικαστήριο για να εφαρμοστούν ορθά οι όροι της σύμβασης από τα δύο μέρη.
Εξ όσων έχει διαπιστωθεί η έννοια «περιθώριο επιτοκίου» εμφανίζεται στη νομοθεσία μας στις 9.9.14 με τον τροποποιητικό Ν.141(1)/14 περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Ν.141(1)/14. Υπενθυμίζεται δε ότι το επιτόκιο γενικά είχε ελευθεροποιηθεί από την 1.1.01 με τον βασικό Ν.160(1)/99. Πριν καν την ελευθεροποίηση του επιτοκίου ο περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Ν.93(1)/96 ενώ από τη μια με ειδική πρόνοια καθιστούσε (δυνητικά) καταχρηστική τη ρήτρα η οποία επέτρεπε στον προμηθευτή υπηρεσιών τη μονομερή τροποποίηση σύμβασης χωρίς σοβαρό λόγο (προβλεπόμενο στη σύμβαση), λίγο πιο κάτω στην §2(β) του Παραρτήματος του προνοούσε ότι η πιο πάνω πρόνοια:
«. δεν επηρεάζει τις ρήτρες με τις οποίες ο προμηθευτής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών επιφυλάσσεται του δικαιώματος του να τροποποιεί το επιτόκιο που οφείλεται από τον καταναλωτή ή που οφείλεται σε αυτόν, η το ποσό όλων των άλλων επιβαρύνσεων των σχετικών με τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες χωρίς καμία προειδοποίηση σε περίπτωση βάσιμου λόγου, αρκεί ο πωλητής ή ο προμηθευτής να επιβαρύνεται με την υποχρέωση να πληροφορεί αμέσως το άλλο ή τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη και αυτό ή αυτά να είναι ελεύθερα να καταγγείλουν πάραυτα της σύμβαση.»
Η πιο πάνω πρόνοια καταργήθηκε από τον τροποποιητικό Ν.136(1)/14 στις 9.9.14, δηλαδή την ίδια μέρα που για πρώτη φορά ο Νομοθέτης ασχολήθηκε με το θέμα και ρύθμισε ζητήματα αφορώντα το «περιθώριο επιτοκίου», (ίσως και λόγω της καταστροφής που είχε προηγηθεί κατά το 2013).
Πλην όμως το περιθώριο επιτοκίου δεν ήταν ούτε άγνωστη έννοια ούτε άγνωστη πρακτική κατά την παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Αντιθέτως ήταν έννοια γνωστή στον Ευρωπαϊκό χώρο. Σχετικές αναφορές εντοπίζονται σε σχετικά επίσημα κείμενα τα οποία ορίζουν το «overall margin as the average new lending rate minus the average deposit rate» (βλ. European Central Bank «E.U. Banks' Margins and Credit Standards», December 2000).
Κατά τον ίδιο τρόπο επεξηγείται σε επίσημα κείμενα της Ελλάδας όπου αναφέρεται «[Τ]ο περιθώριο επιτοκίου, δηλαδή η διαφορά μεταξύ του μέσου σταθμικού επιτοκίου των νέων τραπεζικών δανείων και του αντίστοιχου των νέων καταθέσεων» (βλ. Τράπεζα της Ελλάδος «Νομισματική Πολιτική 2007-2008», Φεβρουάριος 2008).
Βασικά γίνεται δεκτό πως το βασικό επιτόκιο σχετίζεται με το κόστος το οποίο έχει μια τράπεζα για την εξασφάλιση των χρημάτων, το οποίο βασικά προσδιορίζεται με βάση κάποιο άλλο επιτόκιο (π.χ. της ίδιας της τράπεζας ή της Ε.Κ.Τ. ή το Euribor ή το Libor) ενώ το περιθώριο σχετίζεται με τον ίδιο τον δανειολήπτη και τον κίνδυνο τον οποίο αναλαμβάνει η τράπεζα σε σχέση με τη δανειοδότηση του. Όπως ειδικά αναφέρεται στο σύγγραμμα Ellinger's «Modern Banking Law», 5η έκδοση 2011, σελ.775:
«The interest rate charged depends largely on the bank's assessment of the risk, on the period for which the loan is extended, and on the security furnished. The rate is usually variable, being quoted at a given percentage above the bank's base (or prime) lending rate or, in the case of many commercial loans, at an agreed margin over the market rate, such as the cost of funds on the London inter-bank market (known as Libor .).»
Κατ' ανάλογο τρόπο στο σύγγραμμα «The Law and Practice of International Banking», Charles Proctor, 2η έκδοση, 2015, σελ.398, αναφέρεται ότι για μεγαλύτερα ποσά χρησιμοποιούνται ως βάση το Libor ή το Euribor και περαιτέρω ότι:
«These rates essentially represent the bank's cost of funding the loan and, consequently, the interest payable by the borrower will be a margin in excess of those rates ...................... . The margin chargeable on the loan may be variable, or subject to a "ratchet". For example, the margin may be reduced if the borrower meets certain profit or other financial targets, which would imply that the credit risk on the borrower has improved.»
Με τον N.141(1)/14 καθορίστηκε ότι «συνολικό επιτόκιο» σημαίνει το άθροισμα του βασικού επιτοκίου και του περιθωρίου επιτοκίου. Αυτό δηλαδή το οποίο στην πράξη εφαρμοζόταν και προηγουμένως. Οι σχετικοί ορισμοί οι οποίοι εισήχθησαν το 2014 έχουν ως εξής:
«"βασικό επιτόκιο" σημαίνει το βασικό επιτόκιο του ΑΠΙ σε ευρώ ή άλλο νόμισμα ή το βασικό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή το επιτόκιο Euribor ή το επιτόκιο LIBOR ή το βασικό επιτόκιο της εθνικής κεντρικής τράπεζας της χώρας που εκδίδει το νόμισμα ή άλλο επιτόκιο ανάλογο με το Euribor»
«"περιθώριο επιτοκίου" σημαίνει την προσαύξηση στο βασικό επιτόκιο εκπεφρασμένη ως ποσοστό, το οποίο δηλώνεται σαφώς στη σύμβαση πιστωτικής διευκόλυνσης»
«"συνολικό επιτόκιο" σημαίνει το άθροισμα του βασικού επιτοκίου και του περιθωρίου επιτοκίου»
Η υποχρέωση για σαφήνεια στους όρους επίσης ήταν κάτι το οποίο έπρεπε να υπάρχει και προ του 2014. Όπως αναφέρεται στο «The Law and Practice of International Banking» (ανωτέρω, σελ.397):
«It is especially important to ensure that the provisions for calculation of interest are written with clarity. In line with the contra preferentem principle, any issues of doubtful interpretation will be resolved in favour of the borrower.»
Προς ολοκλήρωση της εικόνας θα πρέπει να σημειωθεί πως πριν το 2014 δεν υπήρχε οποιαδήποτε απαγόρευση συμπερίληψης συμβατικής ρήτρας περί δικαιώματος μονομερούς αύξησης του περιθωρίου. Για πρώτη φορά εισήχθη τέτοια απαγόρευση με τον τροποποιητικό Ν.141(1)/14 αλλά και τούτο μόνο για συμβάσεις πιστωτικών διευκολύνσεων οι οποίες θα συνήπτοντο μετά την έναρξη της ισχύος του, δηλαδή μετά τις 9.9.14. Για τυχόν ρήτρα η οποία είχε ήδη εισαχθεί σε τέτοια σύμβαση ο εν λόγω Νόμος προνοούσε απλά ότι «. δεν εφαρμόζεται από την ως άνω ημερομηνία». Το οποίο εξ αντιδιαστολής σημαίνει πως παλαιότερη τέτοια ρήτρα δεν προσέκρουσε πριν σε κάποιο Νόμο, αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο στην παρούσα (άρθρο 3Α, Ν.160(1)/99).
Αυτό μας φέρνει στο ουσιώδες ερώτημα της παρούσας, το οποίο έγκειται στο κατά πόσον η επίδικη σύμβαση περιείχε ή όχι μια τέτοια ρήτρα μονομερούς αύξησης του περιθωρίου. Έχω την άποψη πως αντικειμενικά ιδωμένη και στη βάση της συνήθους σημασίας των λέξεων και των όρων της, η επίδικη σύμβαση περιελάμβανε σαφώς μια τέτοια ρήτρα και είναι αδύνατο να αποδοθεί άλλο νόημα στους όρους της.
Εν πρώτοις, μνεία θα πρέπει να γίνει στον γενικό όρο 3, στον οποίο ρητώς καταγράφεται ότι η Τράπεζα δικαιούται (μεταξύ άλλων) να μεταβάλλει κατά την κρίση της και οποτεδήποτε μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας, τις προσαυξήσεις (περιθώριο) και η αλλαγή αυτή θα είναι δεσμευτική για τον πελάτη, ο οποίος λαμβάνει γνώση είτε μέσω ανακοίνωσης είτε μέσω ειδοποίησης. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση για το νόημα του όρου αυτού. Αποτελεί δικαίωμα μονομερούς μεταβολής το οποίο είχαν παραχωρήσει οι Αιτητές στην Τράπεζα.
Ο γενικός όρος 19 απλά καθιστά τον πιο πάνω γενικό όρο 3 ως αναπόσπαστο μέρος των Ειδικών Όρων, οι οποίοι επίσης είχαν υπογραφεί. Διέφυγε την προσοχή των διαδίκων πως ακριβώς παρόμοιο περιεχόμενο έχει και ο ειδικός όρος 10(α) ο οποίος προνοεί πως:
«10(α) Οι σχέσεις του Πελάτη με την Τράπεζα θα διέπονται από τους Γενικούς Όρους, αντίγραφο των οποίων επισυνάπτεται και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παρούσας συμφωνίας.»
Αλλά και από τον ίδιο τον ειδικό όρο 5 αυτό το οποίο διαπιστώνεται κατ' αρχάς είναι πως όντως αυτός καθιστά «κυμαινόμενο» όχι το 4,5% (δηλαδή το βασικό χωρίς το περιθώριο) αλλά όλο το επιτόκιο (δηλαδή και το βασικό και το περιθώριο). Αναμφίβολα λοιπόν το νόημα το οποίο μεταδίδει στον αντικειμενικό παρατηρητή είναι πως το κυμαινόμενο αυτό επιτόκιο αποτελείτο από δύο επιμέρους ποσοστά, ήτοι του βασικού επιτοκίου και της προσαύξησης, τα οποία καλύπτονται από το «κυμαινόμενο», όπως είναι διατυπωμένος ο όρος.
Έχω την άποψη πως και η γραμματική ερμηνεία συνάδει με τα πιο πάνω. Οι δύο πλευρές παρουσίασαν αποσπάσματα από λεξικά, ήτοι οι Αιτητές για τον όρο «προσαυξημένο» και η Καθ' ης για τον όρο «κυμαινόμενο». Για τον τελευταίο όρο δεν χρειάζεται κάτι περαιτέρω, αφού δεν υπάρχει διαφωνία για το νόημα.
Όμως όσον αφορά τον όρο «προσαυξημένο» πρέπει να λεχθεί πως η γραμματική ανάλυση καταδεικνύει ακριβώς πως πρόκειται για μετοχή με αύξηση. Ο κανονικός τύπος της λέξης αυτής, με τη χρονική αύξηση ενός παρελθοντικού χρόνου θα ήταν «προσηυξημένο». Επειδή βέβαια στη Νέα Ελληνική δεν χρησιμοποιείται η χρονική αύξηση (αλλά μόνον η συλλαβική) συναντάται ο τύπος «προσαυξημένο». Αυτό όμως δεν διαφοροποιεί τη λειτουργία της μετοχής, η οποία αναφέρεται σαφώς σε παρελθοντικό χρόνο (σε κάτι που ήδη έγινε) και το νόημα είναι πως κατά την υπογραφή της συμφωνίας το βασικό επιτόκιο είναι (ήταν) 4,5% και είχε προσαυξηθεί (ήταν προσαυξημένο) κατά 1%. Ασφαλώς εάν η πρόθεση ήταν να έχει ενεστωτική έννοια με σημασία και σε μελλοντικό χρόνο θα χρησιμοποιείτο η μετοχή «προσαυξανόμενο». Υπ' αυτή την έννοια δεν συμφωνώ ότι υπάρχει οποιαδήποτε αντίφαση μεταξύ του ειδικού όρου 5 και του γενικού όρου 3, ο οποίος απλά επιβεβαιώνει τις πρόνοιες του ειδικού όρου. Έχω υπόψιν μου οικονομικές αναλύσεις πανεπιστημιακών, όπως του καθηγητή Χρηματοοικονομικής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου κ. Γ. Νησιώτη (6.11.13) περί του ότι το μονομερές δικαίωμα αύξησης προκαλούσε ανισορροπία στο θέμα των δανειστικών επιτοκίων σε σχέση με τα κρατούντα στον Ευρωπαϊκό χώρο και ότι απαιτείτο νομοθετική παρέμβαση, πλην όμως η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί βάσιμα να επηρεάσει τη νομική ερμηνεία της σύμβασης. Άλλωστε η νομοθετική παρέμβαση επήλθε λίγο αργότερα, προφανώς για τους λόγους αυτούς.
Κατάληξη
Στη βάση όλων των πιο πάνω καταλήγω ότι δεν δικαιολογείται η ερμηνεία την οποία προωθούν οι Αιτητές ή η έκδοση οποιασδήποτε από τις δηλώσεις που έχουν ζητήσει. Ως προς αυτά τα αιτητικά και στη βάση της ερμηνείας που έχει δοθεί η αίτηση απορρίπτεται.
Λαμβάνοντας υπόψιν ότι πρόκειται για μια πρωτότυπη διαδικασία και για θέμα για το οποίο δεν υπάρχει μέχρι σήμερα δεσμευτική νομολογία, κρίνω ορθότερο και δικαιότερο όπως κατά παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, διαταχθεί όπως κάθε πλευρά επωμιστεί τα δικά της, οπότε εκδίδεται ανάλογη διαταγή.
(Υπ.) ...............
Χ. Β. Χαραλάμπους, Α.Ε.Δ.
Πιστό αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
/Σ.Θ.