Π.Π.
Αριθμός 1030/2001
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Παπαλάκη, Αντιπρόεδρο,
Παύλο Μεϊδάνη, Δημήτριο Βούρβαχη, Κωνσταντίνο Βαλμαντώνη και Αθανάσιο
Κρητικό, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά τ ου, στις 16 Μαρτίου
2001, με την παρουσία και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να
δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας-υπερής η πρόσθετη παρέμβαση:
........................ η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο
δικηγόρο της Θεμιστοκλή Σκούρα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις μόνον όσον
αφορά την αίτηση αναίρεσης.
Του αναιρεσιβλήτου-καθού η πρόσθετη παρέμβαση:
....................... το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο
δικηγόρο του Δημήτριο Σπυράκο, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις μόνον όσον
αφορά την αίτηση αναίρεσης.
Του προσθέτως παρεμβαίνοντος: .............................. το οποίο
εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μοραϊτη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19-12-1996 αγωγή του ήδη
αναιρεσιβλήτου-καθού η πρόσθετη παρέμβαση, που κατατέθηκε στο
Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2411/1997
οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 7950/1999 του Εφετείου Αθηνών. Την
αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν η αναιρεσείουσα με την από
23-6-2000 αίτησή της και το προσθέτως παρεμβαίνον με την από 13-2-2001
πρόσθετη παρέμβασή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο,
οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής
Αρεοπαγίτης Αθανάσιος Κρητικός ανάγνωσε την από 25-2-2001 έκθεσή του,
με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης
και της πρόσθετης παρέμβασης. Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας και
του προσθέτως παρεμβαίνοντος ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και της
πρόσθετης παρέμβασης και ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου-καθού η
πρόσθετη παρέμβαση την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του
αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Επειδή ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 Ν. 2251/1994
ότι ?οι ενώσεις καταναλωτών συγκροτούνται ως σωματεία και διέπονται
από τις διατάξεις του άρθρου αυτού και του Αστικού Κώδικα. Οι ενώσεις
καταναλωτών έχουν αποκλειστικά σκοπό την προστασία των συμφερόντων
του καταναλωτικού κοινού??. Περαιτέρω κατά την παρ. 9 του ίδιου
παραπάνω άρθρου ?ενώσεις καταναλωτών που έχουν τουλάχιστον πεντακόσια
ενεργά μέλη και έχουν εγγραφεί στο μητρώο ενώσεων καταναλωτών πριν από
δύο τουλάχιστον έτη μπορούν να ασκούν κάθε είδους αγωγή για την
προστασία των γενικοτέρων συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού
(συλλογική αγωγή). Ιδίως μπορούν να ζητήσουν : α) την παράλειψη
παράνομης συμπεριφοράς του προμηθευτή, ακόμη και πριν αυτή εκδηλωθεί,
ιδίως όταν συνίσταται στη διατύπωση καταχρηστικών γενικών όρων των
συναλλαγών ? 12. Συλλογικές αγωγές κατά τις περιπτώσεις α? και β? της
παραγράφου 9 αυτού του άρθρου δικάζονται στη συντομότερη δυνατή
δικάσιμο κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Το δικαστήριο
μπορεί να διατάξει την προσωρινή εκτέλεση της απόφασης. Η απόφαση
παράγει τα αποτελέσματά της έναντι πάντων, και αν δεν ήσαν διάδικοι?.
Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι η υπόθεση που
φέρεται ενώπιον του δικαστηρίου με τη συλλογική αγωγή εκδικάζεται κατά
τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και έχει ως αντικείμενο όχι τη
διάγνωση ιδιωτικού δικαιώματος, έννομης σχέσεως ή ζητήματος
αμφισβητούμενου μεταξύ ορισμένων υποκειμένων ως φορέων του, αλλά την
αυθεντική βεβαίωση νομικού γεγονότος ή τη διάπλαση κατάστασης. Από την
απόφαση δε που εκδίδεται σε μια τέτοια δίκη που δέχεται τη συλλογική
αγωγή παράγεται μία ιδιότυπη δεσμευτικότητα που ισχύει έναντι πάντων.
Ενόψει τούτου δύναται κατ? αρχήν να δικαιολογηθεί έννομο συμφέρον
τρίτου προσώπου κατά την έννοια του άρθ. 80 ΚΠολΔ που εφαρμόζεται και
στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας
δικαιοδοσίας άρθρ. 752 παρ. 2 του ΚΠολΔ, για την άσκηση πρόσθετης
παρεμβάσεως υπέρ του εναγόμενου με τη συλλογική αγωγή μέχρι την έκδοση
αμετάκλητης αποφάσεως επί της αγωγής αυτής. Στην προκειμένη υπόθεση, η
οποία αφορά την αναγνώριση ως καταχρηστικού Γενικού ?Ορου Συναλλαγών
κατά το άρθρ. 2 παρ. 7 περ. ε? και ια? του Ν. 2251/1994, τον οποίο η
υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση ελληνική εταιρία γενικών ασφαλειών ?Η
ΕΘΝΙΚΗ? ως καθολικός διάδοχος της εταιρείας με την επωνυμία ?ΑΣΤΗΡ?
χρησιμοποιεί στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της στον τομέα ασφαλειών
ζωής, η ?ένωση ασφαλιστικών εταιριών Ελλάδος? που αποτελεί
επαγγελματικό σωματείο που εδρεύει στην Αθήνα άσκησε με το από
13-2-2001 δικόγραφό της πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της αναιρεσείουσας
ασφαλιστικής εταιρίας. Ως έννομο συμφέρον της η προσθέτως
παρεμβαίνουσα επικαλείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου
Αθηνών αφορά τα συμφέροντα όχι μόνο της αναιρεσείουσας, υπέρ της
οποίας παρεμβαίνει και η οποία αποτελεί μέλος της, αλλά και του
συνόλου των λοιπών ασφαλιστικών εταιριών ? μελών της, των οποίων τα
αντίστοιχα ασφαλιστήρια περιέχουν όρο ταυτόσημο κατά το περιεχόμενο με
αυτόν που περιέχει το ασφαλιστήριο της αναιρεσείουσας και που
κηρύχθηκε άκυρος, η δε ύπαρξη του όρου αυτού στις συναπτόμενες
ασφαλιστικές συμβάσεις είναι απόλυτα αναγκαία όχι μόνο για τη σωστή
λειτουργία, αλλά και για την ίδια την επιβίωση της ιδιωτικής
ασφάλισης. Η κρινόμενη πρόσθετη παρέμβαση ασκηθείσα νομοτύπως το πρώτο
ενώπιον του Αρείου Πάγου έχοντας το παραπάνω περιεχόμενο, είναι
παραδεκτή, ενόψει των όσων εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας,
και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 2 παρ.6 Ν.2251/1994 ?περί προστασίας των
καταναλωτών? οι γενικοί όροι των συναλλαγών, ήτοι όροι που έχουν
διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών
συμβάσεων, όπως είναι η ασφάλιση ζωής και ασθενείας, απαγορεύονται και
είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της
ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε
βάρος του καταναλωτή όπως είναι ο ασφαλιζόμενος. Ο καταχρηστικός
χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των
αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών
κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της συμβάσεως ή άλλης
σύμβασης από την οποία εξαρτάται. Κατά δε την παρ.7 του ίδιου άνω
άρθρου καταχρηστικοί, κατά την ενδεικτική απαρίθμηση αυτής, είναι οι
γενικοί όροι των συναλλαγών που, μεταξύ άλλων, : α) ?? β) ?? ε)
επιφυλάσσουν στον προμηθευτή ( όπως είναι η ασφαλιστική εταιρία στη
σύμβαση ασφαλίσεως ) το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της
σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο. Κατά την έννοια των
ανωτέρω διατάξεων οι οποίες ως προς τον έλεγχο των γενικών όρων των
συναλλαγών (Γ.Ο.Σ ) αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του
άρθ.281 ΑΚ με τα αναφερόμενα σ?αυτές κριτήρια, για την κρίση της
ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών λαμβάνεται υπόψη κατά
κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή με συνεκτίμηση όμως της φύσης
των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση καθώς και του
σκοπού αυτής, πάντοτε δε στα πλαίσια επιτεύξεως σχετικής ισορροπίας
των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών. Ως μέτρο δε
ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το
ενδοτικό δίκαιο που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα
συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων σε βάρος του
καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει ένα γενικό όρο άκυρο ως
καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η δε διατάραξη αυτή πρέπει να
είναι ιδιαίτερα σημαντική σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστεως. Προς
τούτο λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλομένων στη
συγκεκριμένη σύμβαση μερών και εξετάζεται ποιό είναι το συμφέρον του
προμηθευτή προς διατήρηση του συγκεκριμένου όρου που ελέγχεται και
ποιό εκείνο του καταναλωτή προς κατάργησή του. Δηλαδή ερευνάται
ποιές συνέπειες θα είχε η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε
πλευρά, πώς θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του
κινδύνου που θέλει ν?αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πώς
μπορεί κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της επέλευσης του
κινδύνου με δικές του ενέργειες. Εξάλλου από το συσχετισμό της γενικής
ρήτρας περί καταχρηστικότητας που καθιερώνεται από παρ.6 του άρθρου 2
Ν.2251/1994 σαφώς προκύπτει ότι οι ενδεικτικώς στο νόμο αναφερόμενες
(31) περιπτώσεις γενικών όρων θεωρούνται άνευ ετέρου από το νόμο ως
καταχρηστικοί χωρίς να χρειάζεται ως προς αυτούς και η συνδρομή των
προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας της παρ.6 του άρθρου 2 Ν.2251/1994.
Εξάλλου οι Γ.Ο.Σ πρέπει να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις
υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (??αρχή της
διαφάνειας?? η οποία πρέπει να διέπει τη διατύπωση των όρων η οποία
ναι μεν δεν καθιερώνεται ρητώς στο νόμο, όμως σαφώς συνάγεται από το
όλο περιεχόμενό του ). λτσι όταν πρόκειται για γενικό όρο που αφορά
την επιφύλαξη στον ασφαλιστή του δικαιώματος να προβαίνει μονομερώς
αυτός διαρκούσης της ισχύος της συμβάσεως σε αύξηση των ασφαλίστρων
που συνιστά τη βασική υποχρέωση του ασφαλισμένου πρέπει να
διατυπώνεται στο ασφαλιστήριο κατά τρόπο διαφανή υπό την έννοια ότι ο
ασφαλισμένος ήδη κατά τη σύναψη της συμβάσεως πρέπει να δύναται
ν?αντιληφθεί το μέτρο της αυξήσεως και στην περίπτωση μιάς αυξήσεως να
δύναται να εκτιμήσει το σύμφωνο αυτής προς την σχετική ρήτρα που την
προβλέπει. Σε περίπτωση επιφυλαχθέντος στον προμηθευτή, όπως είναι ο
ασφαλιστής, δικαιώματος ανά προσδιορισμού των ασφαλίστρων πρέπει να
αναφέρονται κατά τρόπο ορισμένο όσο είναι δυνατό οι προϋποθέσεις αυτού
και το δεδομένο πλαίσιο διαμορφώσεως. Από τις αρχές της καλής πίστεως
επιτάσσεται ότι συγκεκριμένος Γ.Ο.Σ. πρέπει να προσφέρει στον
καταναλωτή επαρκή γνώση των οικονομικών επιβαρύνσεων που αυτός
αναλαμβάνει στο βαθμό που από τις περιστάσεις προκύπτει ότι κάτι
τέτοιο μπορεί να αξιωθεί. Ο προμηθευτής ενεργεί κατά τρόπο
καταχρηστικό, αν δεν συμμορφώνεται προς τις επιταγές αυτές. Τέτοια
χαρακτηριστικά έχει ο Γ.Ο.Σ. εκείνος που επιτρέπει στον ασφαλιστή ως
προμηθευτή να προβεί αυτός μονομερώς σε μεταβολή των ασφαλίστρων σε
οποιαδήποτε ημερομηνία ανανέωσης της συμβάσεως ασφαλίσεως. Σε μια
τέτοια περίπτωση ο αντισυμβαλλόμενος-καταναλωτής παραδίδεται στην
κρίση του προμηθευτή για την ορθότητα και αναγκαιότητα της
αναπροσαρμογής χωρίς αυτός να μπορεί να προβλέψει κάτω από ποιες
προϋποθέσεις και σε ποια έκταση θα υποστεί πρόσθετες επιβαρύνσεις. Η
καταχρηστικότητα τέτοιου όρου δεν αίρεται από την παρεχόμενη στον
καταναλωτή δυνατότητα να καταγγείλει τη σύμβαση μέσα σε ορισμένη
προθεσμία. Τέτοια δυνατότητα δεν μεταβάλλει σε τίποτε την αβεβαιότητα
ενδεχομένων μελλοντικών επιβαρύνσεων του καταναλωτή. Και ναι μεν
ορίζεται από τη διάταξη του άρθ. 371 ΑΚ ότι ??αν ο προσδιορισμός της
παροχής ανατέθηκε σε ένα από τους συμβαλλομένους ή σε τρίτον, σε
περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι ο προσδιορισμός πρέπει να γίνει με
δίκαιη κρίση. Αν δεν έγινε με δίκαιη κρίση ή βραδύνει, γίνεται από το
δικαστήριο??. ξμως η τελευταία αυτή διάταξη εκτοπίζεται από την
ειδικώς ρυθμίζουσα το ζήτημα διάταξη του άρθ.2 παρ.7 περ. ε? του
Ν.2251/1994 σύμφωνα με την οποία ??καταχρηστικοί είναι ιδίως οι όροι
που : α) ?? ε) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς
τροποποιήσεως ή λύσεως της σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο
λόγο??. Το εκ της τελευταίας αυτής διατάξεως πηγάζον προαπαιτούμενο
της συγκεκριμενοποιήσεως και του ευλόγου της διαμορφώσεως των
σχετικών εξουσιών επεμβάσεως του προμηθευτή ( εν προκειμένω ασφαλιστή
) προορίζεται να προστατεύσει το άλλο συμβαλλόμενο μέρος από την
μονομερή εξουσία προσδιορισμού της παροχής του προμηθευτή. Η δίκαιη
κρίση της ΑΚ 371 προϋποθέτει την εφαρμογή ευλόγων κριτηρίων για την
αναπροσαρμογή. Ο Ν. 2251/1994 βαίνει πέρα από την παραπάνω διάταξη
γιατί αξιώνει στις καταναλωτικές σχέσεις τα κριτήρια αυτά ν?
αναφέρονται στη σύμβαση. Ο ν. 2251/1994 (άρθ. 2 παρ. 7 εδ. ια? ) δεν
ανέχεται την αοριστία του τιμήματος παρά μόνο αν υπάρχει σπουδαίος
λόγος, οπότε πρέπει ν? αναφέρονται ειδικώς καθορισμένα και εύλογα
κριτήρια. ?ξμως το γενικό και αόριστο κριτήριο της δίκαιης κρίσης κατά
την ΑΚ 371 δεν θα μπορούσε ν? αποτελέσει το κατάλληλο μέσο για την
προστασία του αντισυμβαλλόμενου ? καταναλωτή. Η ΑΚ 371 είναι στο νόμο
καταστρωμένη για τον τύπο μιάς ατομικής συμβάσεως και δεν μπορεί να
διασφαλίσει τα συμφέροντα του καταναλωτή σε συμβάσεις, στις οποίες οι
όροι μεταξύ των συμβαλλομένων μερών δεν καθίστανται αντικείμενο
διαπραγμάτευσης όπως συμβαίνει με τους Γ.Ο.Σ. Εξάλλου ο Ν.2251/1994
δεν περιέχει διάταξη διαχρονικού δικαίου. Και ναι μεν ορίζεται από τη
διάταξη του άρθ. 2 ΑΚ ότι ?? ο νόμος ορίζει για το μέλλον, δεν έχει
αναδρομική δύναμη και διατηρεί την ισχύ του, εφόσον άλλος κανόνας
δικαίου δεν τον καταργήσει ρητά ή σιωπηρά ??. ξμως επί συλλογικής
αγωγής κατά το άρθρο 10 του Ν.2251/1994 που εγείρεται από
νομιμοποιούμενη ένωση καταναλωτών κατά του προμηθευτή, όπως
χαρακτηρίζεται ο ασφαλιστής, κρίσιμο χρονικό σημείο είναι εκείνο της
χρήσεως των Γ.Ο.Σ και όχι το χρονικό σημείο της διατυπώσεως αυτών.
Αυτό σημαίνει ότι ο Ν.2251/1994 εφαρμόζεται και σε εν ισχύϊ σύμβαση
ασφαλίσεως με προσαρτημένους Γ.Ο.Σ, έστω και αν αυτή καταρτίσθηκε πριν
από την έναρξη ισχύος του άνω νόμου, αλλά βρίσκεται εν εξελίξει όταν
αυτός αρχίζει να ισχύει. Εν προκειμένω το Εφετείο με την προσβαλλόμενη
απόφασή του δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα αναφορικά με τον
προσβαλλόμενο με την ένδικη αγωγή του αναιρεσίβλητου σωματείου για
ακυρότητα ως καταχρηστικό επίδικο γενικό όρο που έχει διατυπωθεί εκ
των προτέρων από την αναιρεσείουσα ασφαλιστική εταιρία στις
ασφαλιστικές συμβάσεις, τις οποίες αυτή συνάπτει στα πλαίσια των
δραστηριοτήτων της με τους καταναλωτές : Η αναιρεσείουσα, η οποία
είναι ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία, στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της
στον ειδικότερο τομέα των ασφαλειών ζωής συνάπτει ασφαλιστικές
συμβάσεις με τους καταναλωτές και εκδίδει αντίστοιχα ασφαλιστήρια
συμβόλαια που περιέχουν τους Γ.Ο.Σ για την ασφάλεια ζωής και τους
ειδικούς όρους που αφορούν ειδικές συμφωνίες μεταξύ αυτής και του
συμβαλλόμενου καταναλωτή και περιλαμβάνονται συνήθως σε ειδικά
παραρτήματα της κύριας συμβάσεως ασφαλίσεως. Στο άρθρο 6 περ.β? των
γενικών όρων ενός από τα παραρτήματα με τον τίτλο ??πλήρης
νοσοκομειακή περίθαλψη??, στο οποίο περιέχονται ειδικότερες
ασφαλιστικές καλύψεις και αποτελεί ένα σύνολο με το ασφαλιστήριο ζωής,
αναφέρεται και ότι ??η εταιρεία διατηρεί το δικαίωμα αλλαγής των
ασφαλίστρων αυτής της κάλυψης σε οποιαδήποτε ημερομηνία ανανέωσής
της??. Πρέπει να σημειωθεί, συνεχίζει η απόφαση του Εφετείου, ότι στην
ασφαλιστική σύμβαση, η οποία είναι πάντοτε μία ενοχική σύμβαση
διαρκείας που ο χρόνος εξαρτάται από τον ασφαλιζόμενο κίνδυνο, το
ασφάλιστρο, ως κύρια υποχρέωση του αντισυμβαλλόμενου του ασφαλιστή και
βασικός όρος της συμβάσεως, πρέπει να είναι ακριβώς προσδιορισμένο
κατά την κατάρτιση της συμβάσεως, χωρίς να αποκλείεται ο ασφαλιστής να
επιφυλάξει στον εαυτό του την αναπροσαρμογή του ασφαλίσματος στο
μέλλον. Στην τελευταία όμως αυτή περίπτωση πρέπει να προσδιορίζονται
στην αρχική σύμβαση τα κριτήρια με βάση τα οποία θα γίνεται η
αναπροσαρμογή, έτσι ώστε ο ασφαλιζόμενος να γνωρίζει μεν ότι κατά τη
διάρκεια της συμβάσεως ενδέχεται ν? αντιμετωπίσει αύξηση ασφαλίστρων
που όμως θα γίνει με βάση γνωστά στον ίδιο εκ των προτέρων κριτήρια,
τα οποία τον οδήγησαν στην κατάρτιση της συμβάσεως. Στην προκειμένη
περίπτωση ο σχετικός όρος του παραρτήματος της βασικής συμβάσεως
ασφαλίσεως ζωής που φέρει το χαρακτήρα γενικού όρου των συναλλαγών και
που συνάπτει η εναγόμενη ( ήδη αναιρεσείουσα ) παρέχοντας ασφαλιστική
κάλυψη κατά του κινδύνου των αναφερομένων σ?αυτό ασθενειών είναι
καταχρηστικός γιατί αφήνει χωρίς σπουδαίο λόγο τη μελλοντική
αναπροσαρμογή ( αύξηση ) του ασφαλίστρου στην απόλυτη μονομερή κρίση
της εναγομένης ( ήδη αναιρεσείουσας χωρίς αναφορά κανενός κριτηρίου,
αν και η αοριστία αυτή αφορά την αντιπαροχή στην εν λόγω σύμβαση
ασφαλίσεως, δηλαδή ενός βασικού στοιχείου της όλης συμβάσεως με
αποτέλεσμα να διαταράσσεται υπέρμετρα η ισορροπία των δικαιωμάτων και
των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του
ασφαλισμένου-καταναλωτή. Ο ισχυρισμός της εναγομένης και ήδη
αναιρεσείουσας ότι ο σχετικός όρος δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα
στους ασφαλισμένους, γιατί σε κάθε ανανέωση της συμβάσεως, αν
πρόκειται να γίνει αύξηση των ασφαλίστρων, αυτό τίθεται σε γνώση τους
και ελεύθερα αποφασίζουν, αν τους συμφέρει, την παράταση ή όχι της
ισχύος της ασφαλιστικής καλύψεως της ασθενείας. ξμως ενόψει του ότι το
παράρτημα που περιέχει τον όρο αυτό αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο με το
ασφαλιστήριο ζωής και ισχύει εφόσον ισχύει και αυτό, σύμφωνα με τον
πρώτο όρο του παραρτήματος, η υφιστάμενη δυνατότητα του καταναλωτή
ασφαλισμένου να μη συμφωνήσει στη μονομερή αύξηση του ασφαλίστρου
περιορίζεται υπέρμετρα, γιατί αυτός απέβλεψε στην ασφάλεια ζωής και
στη νοσοκομειακή του περίθαλψη σε περίπτωση ασθενείας ενιαίως, έτσι
ώστε και συμφέρουσα να μην είναι η αύξηση του ασφαλίστρου για τη
δεύτερη να είναι αναγκασμένος να την αποδεχθεί. Στη συνέχεια με βάση
τα στοιχεία που ορίζει η διάταξη του άρθ.10 παρ.9 εδ.β? του
Ν.2251/1994 προσδιόρισε υπέρ της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης
ενώσεως καταναλωτών το ύψος της αιτηθείσης χρηματικής ικανοποιήσεως
λόγω ηθικής βλάβης στο ποσό των δρχ.500.000 αντί του πρωτοδίκως
καθορισθέντος ποσού των δρχ. 20.000.000 δεχόμενο την έφεση και
εξαφανίζοντας κατά τούτο την προσβληθείσα πρωτόδικη απόφαση. Με αυτά
που δέχθηκε το Εφετείο ως προς την καταχρηστικότητα του ενδίκου Γ.Ο.Σ
δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθ.2 παρ.7 περ.ε? του Ν.2251/1994 είτε
ευθέως είτε εκ πλαγίου αφού περιέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς
και όχι αντιφατικές αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό
έλεγχο. Δεν ήταν δε αναγκαίο να ερευνήσει και δεχθεί προηγουμένως και
τη συνδρομή είτε της ΑΚ 281 είτε της παρ.6 του άρθ.2 Ν.2251/1994
σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ούτε εξάλλου
ήταν αναγκαίο η διάταξη της παρ.7 εδ.ε? άρθ.2 του Ν.2251/1994 να
ερμηνευθεί αναγκαίως σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθ.371 ΑΚ, αφού
η τελευταία, κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας,
εκτοπίζεται από την προαναφερθείσα ειδική ρύθμιση του Ν.2251/1994.
Συνεπώς όσα αντίθετα προβάλλονται με τους υπό στοιχείο 2.1 λόγους
αναιρέσεως εκ του άρθ.559 αριθ.1 και 19 του ΚΠολΔ είναι αβάσιμα και
απορριπτέα. Εξάλλου ο υπό στοιχείο 2.2 λόγος αναιρέσεως περί ευθείας,
άλλως εκ πλαγίου παραβάσεως του άρθ.2 ΑΚ υπό την επίκληση του άρθ.559
αριθ.1 και 19 ΚΠολΔ για το λόγο ότι ο Ν.2251/1994 επειδή άρχιζε να
ισχύει από 16.11.1994 δεν εφαρμόζεται επί ασφαλιστικών συμβάσεων
συναφθεισών, όπως η επίδικη, πριν από την έναρξη ισχύος του άνω νόμου,
η δε προσβαλλόμενη απόφαση δεν διασαφηνίζει αν ο νόμος 2251/1994
εφαρμόζεται και στις πριν από την έναρξη ισχύος του συναφθείσας
συμβάσεις ασφαλίσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Τούτο γιατί το
Εφετείο ορθώς εφήρμοσε τον άνω νόμο και στις επίδικες ασφαλιστικές
συμβάσεις αφού, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, χρήση
των ασφαλιστικών συμβάσεων που περιέχουν τον επίδικο Γ.Ο.Σ έγινε υπό
το κράτος ισχύος του άνω Νόμου. Περαιτέρω ο υπό στοιχείο 2.3 λόγος
αναιρέσεως με τον οποίο προσάπτεται η αιτίαση στην προσβαλλόμενη
απόφαση ότι υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθ. 559 αριθ.1 και 14 ΚΠολΔ
λόγω αοριστίας της σχετικής αγωγής είναι, ενόψει των όσων εκτίθενται
στην αγωγή αβάσιμος, γιατί αδιαφόρως του πότε καταρτίσθηκαν οι
περιέχουσες τον επίδικο Γ.Ο.Σ ασφαλιστικές συμβάσεις, δηλ. είτε πριν
από την 16.11.1994 είτε μετά την χρονολογία αυτή, εφόσον χρήση του
επιδίκου όρου γίνεται μετά την 16.11.94 πράγμα το οποίο είναι το
κρίσιμο, εφαρμόζεται ο Ν.2251/1994. Ο τελευταίος υπό στοιχείο 2.4
λόγος αναιρέσεως με τον οποίο υπό την επίκληση του άρθ.559 αριθ.19
ΚΠολΔ προσάπτεται στην απόφαση η αιτίαση ότι υπέπεσε στην πλημμέλεια
της άνω διατάξεως είναι εντελώς αόριστος, γιατί δεν εξειδικεύεται στο
αναιρετήριο τίποτε από τα στοιχεία που ιδρύουν το σχετικό λόγο
αναιρέσεως αφού με τον άνω λόγο αναφέρεται ?? ότι επίδικος όρος? έχει
συμβατικό περιεχόμενο και κατά συνέπεια ο όρος αυτός έχει γίνει
συμβατικά αποδεκτός από τον ασφαλισμένο μας. Η αναιρεσιβαλλομένη
απόφαση ελέγχεται και από την πλευρά αυτή για παράβαση του άρθρου 559
περ. 19 ΚΠολΔ ??. Κατ? ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν? απορριφθεί η
κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθεί στην αναιρεσείουσα και
την υπέρ αυτής προσθέτως παρεμβαίνουσα η δικαστική δαπάνη της
αναιρεσίβλητης.-
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23-6-2000 αίτηση της ασφαλιστικής εταιρίας με την
επωνυμία ...............ως καθολικής διαδόχου της εταιρείας με την
επωνυμία ...........- ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία και την υπέρ αυτής
ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση εκ μέρους του σωματείου με την επωνυμία
......................... για αναίρεση της υπ? αριθ. 7950/1999
αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών και
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα και την υπέρ αυτής προσθέτως
παρεμβαίνουσα τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει
στο ποσό των δραχμών τριακοσίων χιλιάδων (300.000).-
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Μαϊου 2001. Και
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8
Ιουνίου 2001.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ