Με την από 27.5.2002 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, η οποία είναι ανώνυμη εταιρεία, ισχυρίσθηκε, ότι δυνάμει της από 2.8.2001 εγγράφου συμβάσεως μισθώσεως, μίσθωσε για 36 μήνες από την πρώτη εναγομένη και ήδη εφεσίβλητο το αναφερόμενο σε αυτήν αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής JAGUAR, αντί μηνιαίου μισθώματος 1.734,28 ευρώ, και ότι η μίσθωση αυτή συνομολογήθηκε προς εξυπηρέτηση των επαγγελματικών κυρίως, αλλά και των λοιπών κοινωνικών, μετακινήσεων του Διευθύνοντος Συμβούλου της Γ.Τ. Ότι το εν λόγω αυτοκίνητο, το οποίο ανήκε κατά πλήρη κυριότητα στη δεύτερη εναγομένη εταιρεία χρηματοδοτικών μισθώσεων και διανέμετο από την τρίτη εναγομένη εταιρεία, η οποία είναι αποκλειστική αντιπρόσωπος και εισαγωγέας στην Ελλάδα της ομωνύμου αλλοδαπής εταιρείας JAGUAR, κατά τον χρόνο συνομολογήσεως της συμβάσεως μισθώσεως, αλλά και κατά τον χρόνο της παραδόσεώς του σε αυτήν, έφερε κατασκευαστικό ελάττωμα στον προεντατήρα της ζώνης ασφαλείας του συνοδηγού, το οποίο ήταν σε γνώση των εναγομένων και το οποίο δεν ήταν δυνατό να εντοπιστεί από αυτήν κατά την παραλαβή του αυτοκινήτου. Ότι στις 4.1.2002 και ενώ το εν λόγω αυτοκίνητο εκινείτο επί της οδού Γρηγορίου Λαμπράκη στη Νίκαια Αττικής με κατεύθυνση προς Νίκαια, οδηγούμενο από τον Διευθύνοντα Σύμβουλό της επέπεσε λόγω της ολισθηρότητας της οδού στην σιδερένια κολώνα της φωτεινής επιγραφής παρακειμένου πρατηρίου υγρών καυσίμων και ότι κατά τον χρόνο της προσκρούσεως δεν λειτούργησε ο προεντατήρας της ζώνης ασφαλείας και δεν ενεργοποιήθηκε ο αερόσακος του συνοδηγού, με συνέπεια, εξ αιτίας του ως άνω ελαττώματος, το μεν αυτοκίνητο να υποστεί τις αναφερόμενες υλικές ζημιές η δε σύζυγος του Γ.Τ., η οποία συνεπέβαινε σε αυτό, να τραυματισθεί στο γόνατο και στο θώρακα, όπου έφερε πολλαπλούς μώλωπες. Ότι ο κατά τα ως άνω τραυματισμός της Μ.Τ., η οποία είναι μέλος του Διοικητικού της Συμβουλίου, προκάλεσε ιδιαίτερη θλίψη και στενοχώρια σε ολόκληρο το Διοικητικό της Συμβούλιο, αυτή δε υπέστη επίσης, μεγάλη ταλαιπωρία από την αιφνίδια αποστέρηση της χρήσεως του ως άνω υπερπολυτελούς αυτοκινήτου, συνεπεία της οποίας δημιουργήθηκαν ερωτηματικά και απορίες σε πελάτες και υποψηφίους πελάτες, που έφταναν έως και την καχύποπτη ερμηνεία της οικονομικής δυσπραγίας της, αποτέλεσμα δε αυτής ήταν η δημιουργία κλίματος σταδιακής μειώσεως της εμπιστοσύνης προς αυτήν και της φήμης της στον χώρο που δραστηριοποιείται. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε η ενάγουσα, όπως το αίτημα της αγωγής παραδεκτώς περιορίσθηκε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αλλά και με τις έγγραφες προτάσεις του, να αναγνωρισθεί ότι άπασες οι εναγόμενες υποχρεούνται να της καταβάλουν, εκάστη εις ολόκληρον, η μεν πρώτη ως εκμισθώτρια, η δε δεύτερη ως αποκλειστική κυρία και η τρίτη ως αποκλειστική αντιπρόσωπος και εισαγωγέας στην Ελλάδα του ως άνω αυτοκινήτου, το συνολικό ποσό των 150.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη εξαιτίας του τραυματισμού της συνοδηγού του εν λόγω αυτοκινήτου Μ.Τ. και της αποστερήσεως από αυτήν της χρήσεως αυτού, το ποσό δε τούτο νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής. Ζήτησε επίσης να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη και ήδη εφεσίβλητος (εκμισθώτρια) να της καταβάλει το κατά την υπογραφή της εν λόγω συμβάσεως δοθέν από αυτήν σ' εκείνη ως «επαύξησης του πρώτου μισθώματος, έξοδα φακέλου και Φ.Π.Α.», ποσό των 4.903,63 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της καταβολής του σε αυτήν (3.8.2001), άλλως από της επιδόσεως της αγωγής, και να επιβληθεί εις βάρος τους η δικαστική της δαπάνη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη από-φασή του έκρινε την αγωγή κατά το μέρος που επεχειρείτο θεμελίωση αυτής στις διατάξεις του νόμου περί καταναλωτών ως μη νόμιμη διότι οποιαδήποτε ζημία αυτής δεν εμπίπτει στις ρυθμίσεις του ν. 2251/1994 περί καταναλωτών και κατά το υπόλοιπο ασκηθέν μέρος της, κατά το οποίο επεχειρείτο σωρευτικώς θεμελίωση αυτής στις κοινές περί αδικοπραξιών διατάξεις, έκρινε αυτήν ως αόριστο, σύμφωνα με τα ειδικότερα σε αυτήν διαλαμβανόμενα και απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την υπό κρίση έφεση της η ενάγουσα - εκκαλούσα και ζητά για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνιση της αποφάσεως με σκοπό την παραδοχή της αγωγής της ως νόμω και ουσία βάσιμου. Με τον πρώτο λόγο της εφέσεως πλήττεται η εκκαλουμένη διότι απέρριψε ως άνω την αγωγή καίτοι στο μισθωθέν υπ' αυτής αυτοκίνητο υπήρχε τριετής εγγυητική ευθύνη και η πρώτη εναγομένη και ήδη εφεσίβλητος εγνώριζε κατά την συνομολόγηση της συμβάσεως της μισθώσεως και της παραδόσεως τούτου εις αυτήν ότι είχε εκ κατασκευής ελάττωμα και ως εκ τούτου υπέχει και αυτή ευθύνη προς αποκατάσταση της επελθούσης ζημίας της σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 και 6 § 7 του ν. 2251/1994 περί προστασίας του καταναλωτή σε συνδυασμό με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών των άρθρων 914 επ. ΑΚ.
Όμως από τις διατάξεις του άρθρου 6 §§ 1 και 6 του ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή συνάγεται ότι ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία που οφείλεται στο ελάττωμα του προϊόντος του και ότι στη ζημία περιλαμβάνεται η ζημία λόγω θανάτου ή σωματικής βλάβης σύμφωνα με τα άρθρα 928-930 του ΑΚ καθώς και η βλάβη ή καταστροφή εξαιτίας του ελαττωματικού προϊόντος κάθε περιουσιακού στοιχείου οποιουδήποτε προσώπου, εκτός από το ίδιο το ελαττωματικό προϊόν. Δηλαδή πρέπει να πρόκειται για ζημία που προκλήθηκε σε άλλα περιουσιακά στοιχεία, εκτός από το ελαττωματικό προϊόν, εφόσον όμως αυτό, κατά τη φύση του, προοριζόταν και πραγματικά χρησιμοποιήθηκε για προσωπική χρήση ή κατανάλωση (βλ. Γ. Καράκωστα, Η επίδραση του νόμου περί ευθύνης του παραγωγού για τα ελαττωματικά προϊόντα στο Ελληνικό Δίκαιο ΝοΒ 36. 1361 και ΕφΑθ 9761/1998 Δνη 41.532, ΕφΑθ 442/1993 Δνη 34. 409, ΕφΑθ 5298/2003 Δ.Ε.Ε. 2002. 1137). Δηλαδή η έννοια του καταναλωτή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 § 4 παρ. α΄ του ν. 2251/1994 σε σχέση με την εφαρμογή τω διατάξεων του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 με τις οποίες μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό δίκαιο οι ρυθμίσεις της οδηγίας 93/13/Ε.Ο.Κ. αναφέρεται σε φυσικά πρόσωπα και αυτά ως συμβαλλόμενα με σκοπούς άσχετους προς τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες, και δεν επεκτείνεται η έννοια του καταναλωτή και σε νομικά πρόσωπα• τούτο άλλωστε κρίθηκε και από το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση Cape Sne κατά Ideal servise MNRE Sas κατά ΟΜΑΙ Sri με την απόφασή του της 22.11.2001 (βλ. Γνωμοδότηση Λάμπρου Κοτσίρη, Η έννοια του καταναλωτή Δ.Ε.Ε. 2005 σελ. 1128) και κατά συνέπεια ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη την αγωγή ως μη στηριζομένη στις προαναφερθείσες διατάξεις περί προστασίας καταναλωτών που αυτή (ενάγουσα) επικαλείται.