ΠΠρΠειρ 277/2014
Πρόεδρος: Χαρίκλεια Σαραμαντή. Εισηγητής: Νικόλαος Σταυρόπουλος, Πρωτοδίκης. Δικηγόροι: Ν. Σκορίνης, Γ. Σκορίνης, Δ. Μανούκας, Μ. Φρώυντε.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 524 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της από το άρθρο 1 § 1 του ν. 3043/2002, ο πωλητής υποχρεούται να παραδώσει το πράγμα με τις συνομολογημένες ιδιότητες και χωρίς πραγματικά ελαττώματα. Πραγματικό ελάττωμα συνιστά η ατέλεια του πράγματος, που αφορά στην ιδιοσυστασία ή την κατάσταση του κατά τον κρίσιμο χρόνο της μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή και η οποία έχει αρνητική επίδραση στην αξία ή τη χρησιμότητα αυτού (ΟλΑΠ 29/1990 ΕΕΝ 1990. 445, ΑΠ 1544/2008 ΝοΒ 2009. 434, ΕφΑΘ 6910/2007 ΕλλΔνη 2008. 618, ΕφΑΘ 2464/2005 ΔΕΕ 2005. 1321, Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Τόμος Ι, σ. 226 και 243). Ιδιότητα του πράγματος θεωρείται όχι μόνο κάποιο συγκεκριμένο φυσικό γνώρισμα ή πλεονέκτημα αυτού αλλά και οποιαδήποτε σχέση, η οποία, από το είδος και τη διάρκεια της, επιδρά, κατά την αντίληψη των συναλλαγών, στην αξία ή τη χρησιμότητα του πράγματος. Εξάλλου, ως συνομολογημένη νοείται μία ιδιότητα, όταν υπάρχει ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των μερών ότι το πράγμα έχει.την συγκεκριμένη ιδιότητα, στην ύπαρξη της οποίας αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία από τον αγοραστή και την οποία ο πωλητής εγγυάται αναλαμβάνοντας και την ευθύνη για την ενδεχόμενη έλλειψη της (ΑΠ 243/2009, ΕφΠατρ 673/2008 ΑχΝομ 2009. 128, ΕφΑΘ 6910/2007 ΕλλΔνη 2008. 618, ΕφΔωδ 93/2007 ΤΝΠ-Νόμος, ΕφΑΘ 2464/2005 ΔΕΕ 2005. 1321, ΕφΘεσ 1985/2003 Αρμ 2005. 206, ΠΠρΒολ 115/2010 Αρμ 2010.1500, Κορνηλάκης, ό.π., σ. 240, Γεωργιάδης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Τόμος Ι, σ. 87 αρ. 39, πρβλ. και ΕφΑΘ 6493/1999 ΕλλΔνη 2000. 188). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 535 ΑΚ, ο πωλητής δεν εκπληρώνει την υποχρέωση του για παράδοση πράγματος με τις συνομολογημένες ιδιότητες και απαλλαγμένου από πραγματικά ελαττώματα, όταν το πράγμα δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση. Η παροχή πράγματος από τον πωλητή στον αγοραστή, χωρίς τις άνω ιδιότητες και με πραγματικά ελαττώματα, είναι θεμελιωτική της ευθύνης λόγω μη εκπληρώσεως, η οποία υπόκειται στην ειδική ρύθμιση του άρθρου 537 ΑΚ που βασικά ορίζει γνήσια αντικειμενική ευθύνη, εφαρμοζομένων των ειδικών διατάξεων των άρθρων 540 επ. ΑΚ και όχι των γενικών διατάξεων του ΑΚ. Ετι περαιτέρω, με τη νεοπαγή διάταξη του άρθρου 536 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της από το άρθρο 1 § 1 του ν. 3043/2002, εξομοιώνονται περιπτώσεις πλημμελούς εγκατάστασης με έλλειψη ανταπόκρισης στη σύμβαση και ειδικότερα αν πρόκειται για πλημμελή εγκατάσταση από τον πωλητή ή για πλημμελείς οδηγίες εγκατάστασης του πωλητή και αν αυτή η εγκατάσταση ή οι οδηγίες συνιστούν μέρος της σύμβασης, της ιδιαιτερότητας της διατάξεως αυτής συνισταμένης στο ότι η πώληση πράγματος με περαιτέρω υποχρέωση του πωλητή για εγκατάσταση του πωληθέντος από τον ίδιο ή τους βοηθούς του, θεωρείται ως πώληση και η εγκατάσταση συνιστά κύρια ή παρακολουθη-ματική υποχρέωση του πωλητή. Ειδικότερα, όσον αφορά στην πλημμελή εγκατάσταση, αυτή καταλογίζεται στον πωλητή και όταν αυτή έγινε από τον αγοραστή, εφόσον η πλημμέλεια είναι αποτέλεσμα παράβασης της συμβατικής υποχρέωσης του πωλητή να δώσει είτε οδηγίες γενικά ή τις ορθές οδηγίες, δηλαδή τις απαιτούμενες αναφορικά με τις ιδιότητες ή τον τρόπο εγκατάστασης του πράγματος, όσον αφορά στο βάρος απόδειξης δε, ο αγοραστής βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη ότι η πλημμέλεια της εγκατάστασης είναι αποτέλεσμα της παράλειψης του πωλητή να δώσει σε αυτόν οδηγίες γενικά ή τις ορθές οδηγίες ενώ, αντίθετα, ο πωλητής μπορεί να ανατρέψει την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης, αν επικαλεστεί και αποδείξει ότι η πλημμέλεια της εγκατάστασης είναι αποτέλεσμα σφάλματος του αγοραστή ή των προσώπων που χρησιμοποίησε για την εγκατάσταση ή ότι η εγκατάσταση δεν είναι πλημμελής. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 543 ΑΚ, αν κατά τον χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή λείπει η συνομολογημένη ιδιότητα του πράγματος, ο αγοραστής δικαιούται, αντί για τα δικαιώματα του άρθρου 540 ΑΚ, να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης ή σωρευτικά με τα δικαιώματα αυτά να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκηση τους. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση ελαττωματικού πράγματος, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του πωλητή. Κατά την ως άνω διάταξη, στην περίπτωση της ελλείψεως συνομολογημένης ιδιότητας του πράγματος κατά τον χρόνο μεταστάσεως του κινδύνου στον αγοραστή ή της υπάρξεως πραγματικού ελαττώματος, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του πωλητή, πέραν των προβλεπόμενων στο πρώτο εδάφιο, επιτρέπεται για πρώτη φορά ρητά η σώρευση της αξιώσεως αποζημιώσεως με τα άλλα δικαιώματα του αγοραστή, που αναφέρονται στο άρθρο 540 ΑΚ, στο μέτρο που η αξίωση αποζημιώσεως μπορεί να καλύψει συμπληρωματικά ζημίες που είναι απότοκοι της ελαττωματικότητας του πράγματος αλλά δεν αντικαταστάθηκαν με την άσκηση των αξιώσεων του άρθρου 540 ΑΚ. Ητοι, σε περίπτωση κατά την οποία ο αγοραστής ελαττωματικού πράγματος ασκήσει ένα από τα δικαιώματα του άρθρου 540 ΑΚ (διόρθωση ή αντικατάσταση ή μείωση του τιμήματος ή υπαναχώρηση), δικαιούται, σωρευτικά με τα πιο πάνω δικαιώματα, να επιδιώξει την καταβολή σε αυτόν αποζημίωσης, η οποία περιλαμβάνει τόσο τη θετική ζημία, ήτοι τη ζημία που προκλήθηκε από το ελαττωματικό πράγμα και δεν μπορεί να καλυφθεί από την άσκηση των προηγουμένων δικαιωμάτων, όσο και το διαφυγόν κέρδος, ήτοι τα έσοδα που θα απολάμβανε ο αγοραστής, εάν κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα λειτουργούσε κανονικά το πράγμα (Απ. Γεωργιάδη, ΕνοχΔ, Ειδ. Μέρος, τόμ. 1, έκδ. 2004, § 9 αριθ. 122 επ„ μελέτη ιδίου ΧρΙΔ 2004-5. 18 αριθ. 6 και 19 αριθ. 7). Η ζημία του αγοραστή συνίσταται στη διαφορά μεταξύ της αξίας που έχει το πράγμα με το ελάττωμα του και της αξίας που θα είχε αυτό εάν περιερχόταν σε αυτόν ανεπίληπτο κατά τη συμφωνία τους, εάν η εκπλήρωση της πωλήσεως από τον πωλητή ήταν κανονική. Επομένως, ο αγοραστής μπορεί να κρατήσει το πράγμα και να ζητήσει αποζημίωση για κάθε ζημία (θετική ή διαφυγόν κέρδος) που συνάπτεται άμεσα και με την ύπαρξη του ελαττώματος ή την έλλειψη της ιδιότητας, δηλαδή τη διαφορά μεταξύ των δύο αξιών, τις δαπάνες που έγιναν για την προσπάθεια διόρθωσης του πράγματος, το διαφυγόν κέρδος από τυχόν ματαίωση μεταπωλήσεως του πράγματος ή από τη μεταπώληση του με μικρότερο τίμημα, τη ζημία από τυχόν στέρηση της χρήσης του πράγματος και όλα τα έξοδα για τυχόν δικαστικό αγώνα ή για άλλους λόγους (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, τ, Γ`, ημίτομος Α, έκδ. 2004, υπό το άρθρο 543, σ. 380, ΕφΘεσ 394/2009 ΤΝΠ-Νόμος). Από τις διατάξεις του παραπάνω άρθρου συνάγεται ότι, εφόσον η προβλεπόμενη από αυτές αποζημίωση οφείλεται στο πλαίσιο της συμβατικής ευθύνης του πωλητή λόγω της ελαττωματικότητας του πράγματος (παράβαση κύριας συμβατικής υποχρέωσης), συνιστά περίπτωση θετικού διαφέροντος «για μη εκπλήρωση της σύμβασης» (543 εδ. α`), που αποσκοπεί, καλύπτοντας τόσο τις θετικές ζημίες όσο και το διαφυγόν κέρδος του αγοραστή, να τον φέρει (οικονομικά) στη θέση που θα βρισκόταν αν το πράγμα ανταποκρινόταν στη σύμβαση, δεν είχε δηλαδή το πραγματικό ελάττωμα ή αν έφερε τη συνομολογημένη ιδιότητα (Π. Κορνηλάκης, ό.π„ σ. 288). Ετσι, ακόμη και αν το πράγμα για τον αγοραστή είναι άχρηστο λόγω της έλλειψης της συνομολογημένης ιδιότητας, περιλαμβάνεται στην παραπάνω αποζημίωση η θετική ζημία και το διαφυγόν κέρδος από τη στέρηση του πράγματος. Εξάλλου, η απαίτηση του αγοραστού για το θετικό διαφέρον ή διαφέρον εκπληρώσεως, όπως αυτή καθιερώνεται από το άρθρο 543 ΑΚ, ως αναγκαία προϋπόθεση έχει την ύπαρξη εγγυητικής ευθύνης του πωλητού, με την οποία συνδέεται αναπόσπαστα. Ωστόσο, για να υπάρξει εγγυητική ευθύνη του πωλητού, προϋποτίθεται ότι παραδόθηκε το πράγμα και εκτελέσθηκε η σύμβαση, έστω και όχι προσηκόντως. Επομένως, αφού η απαίτηση για το διαφέρον των ως άνω άρθρων παρέχεται μέσα στα πλαίσια της εγγυητικής ευθύνης του πωλητού και σε επίταση αυτής, αλλιώς μέσα στα πλαίσια της μη προσήκουσας εκπληρώσεως της συμβάσεως, είναι βέβαιο ότι αυτή περιλαμβάνει μόνο την ζημία του αγοραστού, η οποία έχει άμεση σχέση με την έλλειψη του πράγματος και οφείλεται σε αυτήν, δηλαδή την ζημία, η οποία ευρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο με την μη εκπλήρωση ή την πλημμελή εκπλήρωση της συμβάσεως πωλήσεως εκ μέρους του πωλητού. Για τον προσδιορισμό της, κατά λογική συνέπεια, πρέπει να αναχθούμε στην υποθετική θέση του αγοραστού, αν έλειπε το ζημιογόνο γεγονός (η μη εκπλήρωση ή η πλημμελής εκπλήρωση) και να υπολογίσουμε τι θα είχε ο αγοραστής, αν η σύμβαση εκπληρώνονταν προσηκόντως, ήτοι αν είχε συμβεί ένα θετικό γεγονός. Ετσι, ο αγοραστής θα δικαιούται να ζητήσει, κατά τις διατάξεις των άρθρων 297,298 ΑΚ, και την ένεκα της μη εκπληρώσεως ή της πλημμελούς εκπληρώσεως θετική ζημία, αλλά και την αποθετική ζημία (διαφυγόν κέρδος) και, περαιτέρω, οποιαδήποτε ζημία υπέστη από την παράδοση σε αυτόν του ελλιπούς πράγματος, η οποία συνάπτεται αιτιωδώς με το ελάττωμα και θα είχε αποφευχθεί αν είχε εκπληρωθεί προσηκόντως η σύμβαση (βλ. ΑΠ 971/1977 ΝοΒ 26. 897, ΑΠ 253/1962 ΝοΒ 10. 908, ΕφΑΘ 5837/87 Αρμ 32. 698, Καυκά, Ενοχικού Δίκαιον, έκδ. 7η, άρθρα 543, § 3 και 561, § 2, σ. 166,167 και 206, ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου άρθρα 297, 298 αρ. 18 και 33, 543 ΑΚ αρ. 10,11).
Περαιτέρω, η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται κάποια σύμβαση, μπορεί, πέραν της αξιώσεως από τη σύμβαση, να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττομένη, θα ήταν παράνομη, ως αντικείμενη στο επιβαλλόμενο από το άρθρο 914 του ΑΚ γενικό καθήκον να μην ζημιώνει κανείς τον άλλο υπαιτίως. Στην περίπτωση αυτή, υπάρχει συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης και ο δικαιούχος έχει δικαίωμα να στηρίζει τη σχετική αξίωση του για αποζημίωση είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία είτε, επιβοηθητικά και στις δύο όταν ζητεί κάτι περισσότερο, όπως λ.χ. απαγγελία προσωπικής κράτησης ως μέσον εκτελέσεως της αποφάσεως (βλ. ΑΠ 555/1999 ΕλλΔνη 2000. 87, ΕφΑΘ 520/2002 ΕλλΔνη 2002. 1495, ΕφΑΘ 6026/2001 ΕλλΔνη 2004.817, ΕφΠειρ 198/1998 ΕλλΔνη 1998. 931, ΕφΠατρ 330/2006 ΤΝΠ-Νόμος). Πιο συγκεκριμένα, η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί, πέρα από τη συμβατική αξίωση, να Θεμελιώνει και αξίωση από αδικοπραξία, αν και χωρίς τη συμβατική σχέση, αυτή η πράξη ή παράλειψη θα ήταν παράνομη με την αντίθεση της στο γενικό καθήκον που επιβάλλεται από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ. Δηλαδή, η αθέτηση της συμβατικής υποχρέωσης αποτελεί πράξη παράνομη ή άδικη, όμως δεν συνιστά αδικοπραξία και επομένως, οι έννομες συνέπειες της ρυθμίζονται από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της σύμβασης (αδυναμία παροχής, υπερημερία του οφειλέτη, πλημμελής εκπλήρωση) και όχι από τις διατάξεις περί αδικοπραξίας. Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις, που το ίδιο βιοτικό γεγονός αποτελεί παράλληλα αθέτηση σύμβασης και αδικοπραξία, υπάρχει δηλαδή συνδρομή αδικοπρακτικής και δικαιοπρακτικής ευθύνης οπότε υφίστανται δύο αξιώσεις που μπορούν να ασκηθούν και να κριθούν ανεξάρτητα η μία από την άλλη, κατά την επιλογή του δανειστή, αλλά η ικανοποίηση της μιας επιφέρει την απόσβεση της άλλης, εκτός αν η τελευταία έχει μεγαλύτερο αντικείμενο, οπότε σώζεται για το επιπλέον (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22. 505, ΑΠ 555/1999 ΕλλΔνη 2000. 87, ΑΠ 1268/1994 ΕλλΔνη 37.1360, Απ. Γεωργιάδη/Μιχ. Σταθόπουλου, Κατ` άρθρο ερμηνεία Αστικού Κώδικα, τόμος τέταρτος, έκδοση 1982, σ. 681-682, Β. Βαθρακοκοίλη, Αναλυτική Ερμηνεία - Νομολογία Αστικού Κώδικα, τόμος πρώτος, έκδοση 1994, σ. 1209). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης οφείλεται μόνο σε περίπτωση αδικοπραξίας και, επομένως, για την ψυχική στενοχώρια και ταλαιπωρία που δοκιμάζει ο συμβαλλόμενος εξαιτίας της αθέτησης σύμβασης από αντισυμβαλλόμενο του, δεν είναι δυνατή η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, εκτός αν η αθέτηση αυτή αποτελεί ταυτόχρονα και αδικοπραξία (Απ. Γεωργιάδη/ Μιχ. Σταθόπουλου, Κατ` άρθρο ερμηνεία Αστικού Κώδικα, τόμος τέταρτος, έκδοση 1982, σ. 816, ΕφΑΘ 2875/2006 ΤΝΠ- Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίσιν αγωγή της, κατ` ορθή εκτίμηση του δικογράφου αυτής, η ενάγουσα εκθέτει ότι είναι πλοιοκτήτρια του νηολογημένου στο νηολόγιο Κύπρου, επιβατηγού-οχηματαγωγού πλοίου «Ι.Κ.», εφοδιασμένου με δύο (2) μηχανές, οκτώ (8) κυλίνδρων εκάστης, κατασκευής της εναγομένης. Οτι μέσα στα πλαίσια προγραμματισμένων εργασιών συντήρησης και επισκευής του ανωτέρω πλοίου στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη Περάματος, δυνάμει συμβάσεως πωλήσεως που συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης, η οποία εκτός από εταιρεία κατασκευής μηχανών είναι και εταιρεία πωλήσεως ανταλλακτικών αυτών (μηχανών), η τελευταία, αφού επιθεώρησε μέσω προστηθέντος από την ίδια (εναγομένη) τεχνικού συμβούλου, το πλοίο της ενάγουσας και διέγνωσε την ανάγκη αντικατάστασης των υπαρχόντων και φθαρέντων ένεκα της λειτουργίας τους για 80.000 ώρες, δεκαπέντε (15) εκ των δεκαέξι (16) χιτωνίων κυλίνδρων των μηχανών του (πλοίου), της πώλησε και της παρέδωσε, την 29.1.2007, δέκα (10) χιτώνια κυλίνδρων μηχανής κατασκευής της, περαιτέρω δε, ανέλαβε να παράσχει και παρεπόμενες της πωλήσεως υπηρεσίες, συνιστάμενες στην παροχή παρακολούθησης και εποπτείας των εργασιών αφαίρεσης των παλαιών και τοποθέτησης των νέων χιτωνίων στους αναλυτικά αναφερόμενους στο δικόγραφο της αγωγής κυλίνδρους, των μηχανών του πλοίου, μέσω οδηγιών του ίδιου ως άνω προστηθέντος από αυτήν (εναγομένη) τεχνικού συμβούλου, ο οποίος παρίστατο καθ` όλη τη διάρκεια των ως άνω εργασιών. Ότι μετά το πέρας των εργασιών, τον Φεβρουάριο του 2007 και μετά την δρομολόγηση του πλοίου της ενάγουσας σε επαγγελματικούς πλόες, εξαιτίας της ελαττωματικότητας των ως άνω πωληθέντων από την εναγομένη και τοποθετηθέντων στο πλοίο υπό την εποπτεία της τελευταίας, δέκα (10) χιτωνίων, άλλως εξαιτίας των πλημμελών και εσφαλμένων οδηγιών και υποδείξεων του τεχνικού συμβούλου της εναγομένης κατά τη διαδικασία τοποθέτησης τους, έξι (6) από αυτά (χιτώνια) παρουσίασαν, κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2009 έως 24.8.2010 και έχοντας συμπληρώσει χρόνο λειτουργίας μεταξύ 14.000 και 18.000 ωρών ήτοι κατά πολύ λιγότερο από το φυσιολογικό χρόνο φθοράς τους (80.000 ώρες), ρήγματα από θραύση, κατά τα ειδικότερα στην εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής, για τα οποία η ενάγουσα πληροφόρησε την εναγομένη, η οποία ωστόσο ουδέν έπραξε, η ενάγουσα δε, συνεπεία της ως άνω συνολικής αντισυμβατικής και αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης, υπέστη την αναλυτικώς περιγραφόμενη στο δικόγραφο της αγωγής θετική, συνισταμένη στη δαπάνη αγοράς και εργασιών αντικατάστασης των ελαττωματικών χιτωνίων, την δαπάνη προσφοράς γευμάτων και αποζημίωσης στους επιβάτες λόγω της καθυστέρησης και τη δαπάνη έκδοσης εισιτηρίων σε άλλα εκτελούντα το ίδιο δρομολόγιο πλοία και αποθετική, συνισταμένη σε διαφυγόντα κέρδη λόγω της ακύρωσης δρομολογίων και της μη επιβίβασης επιβατών που είτε είχαν προβεί σε προκράτηση είτε θα επέβαιναν στο πλοίο βάσει του μέσου όρου επιβατών για τη συγκεκριμένη περίοδο στα συγκεκριμένα δρομολόγια, ζημία, συνολικού ύψους 456.285,11 ευρώ και 6.690.000 Γιεν Ιαπωνίας καθώς και ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας απαιτείται το ποσό των 300.000 ευρώ.
Με βάση αυτό το ιστορικό, η ενάγουσα ζητεί, έτσι όπως παραδεκτά το αίτημα της περιορίστηκε, εν μέρει, με καταχωρηθείσα στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, προφορική δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων της και με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της (άρθρα 223, 294, 295 και 297 ΚΠολΔ), να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει, με βάση τόσο τη συμβατική της ευθύνη από τη σύμβαση πωλήσεως όσο και την αδικοπρακτική ευθύνη από τη διαπραχθείσα εις βάρος της αδικοπραξία, το ποσό των 735,085,11 ευρώ και το ισόποσο σε ευρώ των 6.690.000 Γιεν Ιαπωνίας κατά την ημέρα πληρωμής, περαιτέρω δε, ζητεί να της επιδικαστεί ποσό 300.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την διαπραχθείσα εις βάρος της αδικοπραξία, άπαντα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Ζητεί, τέλος, να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίσιν αγωγή, για την κατ` άρθρο 216 ΚΠολΔ πληρότητα της οποίας δεν απαιτείται η παράθεση άλλων επί πλέον στοιχείων, δεδομένου ότι παρατίθενται τα στοιχεία που προσδιορίζουν τη θετική και αποθετική ζημία της ενάγουσας, απορριπτόμενου ως μη βάσιμου του αντιθέτου περί αοριστίας ισχυρισμού της εναγομένης, ο οποίος δικονομικά λειτουργεί όχι ως ένσταση, αλλά ως αιτιολογημένη άρνηση διαδικαστικής προϋπόθεσης (βλ. ΑΠ 577/1999 ΕλλΔνη 41. 43)... παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθί ϋλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 9, 10, 12, 13, 18, 33, 35 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 § 3 περ. Β` στ. β` και Γ ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Συνακολούθως, το Δικαστήριο αυτό έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς (άρθρα 3 § 1 και 4 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 2 § 1, 5 § 1 περ. α` και § 3 και 60 § 1 του Κανονισμού 44/2001 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) της 22.12.2000 (L 12/16,1.2001) «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ο οποίος ισχύει στην Ελλάδα, όπως και σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, από την 1η Μαρτίου 2002 και ο οποίος αντικατέστησε τη Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών, κυρωθείσα στην Ελλάδα με το ν. 1844/1988). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι α) όσον αφορά στην ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγομένης, μη εφαρμοζομένου του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης της «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», δεδομένου ότι αυτός εφαρμόζεται για τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17.12.2009 (άρθρο 28 του Κανονισμού), εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο τυγχάνει το ελληνικό, ως το δίκαιο της χώρας με την οποία «από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης προκύπτει ότι η σύμβαση συνδέεται προδήλως στενότερα» σύμφωνα με το άρθρο 4 § 3 της Συμβάσεως της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», η οποία κυρώθηκε και ισχύει στην Ελλάδα με το ν. 1792/1988 «Κύρωση σύμβασης για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας στη σύμβαση για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» και β) όσον αφορά στην επικαλούμενη από την ενάγουσα αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης, μη εφαρμοζομένου του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II)», δεδομένου ότι αυτός αφορά ζημιογόνα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα μετά την έναρξη της ισχύος του, ήτοι μετά τις 11,1.2009 (άρθρα 31 και 32 του Κανονισμού), εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο τυγχάνει το ελληνικό, εφόσον στην Ελλάδα διαπράχθηκε η αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ, σε κάθε περίπτωση δε, εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο τυγχάνει το ελληνικό λόγω μετασυμβατικού καθορισμού του καθώς αμφότεροι οι διάδικοι επικαλούνται ως εφαρμοστέες τις διατάξεις του (ΕφΠειρ 269/2008 ΔΕΕ 2008. 292). Ετι περαιτέρω, η υπό κρίσιν αγωγή είναι κατά μεν την εκ της πωλήσεως βάση της, νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάζεις των άρθρων 297, 298, 346, 513 επ, 534, 535, 536, 537, 540, 543 και 176 ΚΠολΔ, ωστόσο, κατά την επικαλούμενη από την ενάγουσα εξ αδικοπραξίας βάση της -και συνεπώς ως προς το αίτημα περί επιδικάσεως του ποσού των 300.000 ευρώ ως χρηματικής ικανοποιήσεως της προκληθείσας στην ενάγουσα ηθικής βλάβης- είναι απορριπτέα, ως αβάσιμη κατά νόμο, διότι τα επικαλούμενα προς στοιχειοθέτηση της περιστατικά συνιστούν αθέτηση προϋφισταμένης ενοχής και όχι αδικοπραξία αφού, όπως εκτίθεται στο δικόγραφο της αγωγής και σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, μεταξύ των διαδίκων είχε καταρτιστεί σύμβαση πωλήσεως, επομένως, η εμφάνιση πραγματικών ελαττωμάτων ή η παροχή πλημμελών οδηγιών εγκατάστασης δεν συνιστά αδικοπραξία αλλά αθέτηση των υποχρεώσεων της πωλήτριας- εναγομένης, που απορρέουν από τη σύμβαση πωλήσεως, σε κάθε περίπτωση δε, η ιστορούμενη ζημιογόνος πράξη, με την οποία η εναγομένη παραβιάζει την σύμβαση πωλήσεως, χωρίς την εν λόγω σύμβαση που προϋπάρχει, δεν θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ να μην προκαλεί υπαιτίως κανένας σε άλλον ζημία, ώστε να θεμελιώσει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22. 505, ΕφΑθ 9671/1998 ΕλλΔνη 41. 532).