ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Βασιλική Γιαννακού, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ευμορφία Καραβασίλη, Πρωτοδίκη, Ολυμπία Κώστα, Πρωτοδίκη - Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Καλλιόπη Γούσιου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στη Λάρισα την 3 Φεβρουαρίου 2015 για να δικάσει την
υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ................... , κατοίκου Λάρισας ................ , που παραστάθηκαν με αυτόν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι 1) Σπύρος Χατζής και 2) του Πρωτοδικείου Αθηνών Κων/νος Κόκκινος, οι οποίοι και κατέθεσαν προτάσεις.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ .................", που εδρεύει στη Λευκωσία Κύπρου και είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Αθήνα ................. , που εκπροσωπείται νόμιμα και παραστάθηκε γι` αυτή η πληρεξούσια δικηγόρος του Πρωτοδικείου Αθηνών Μαρία Φερφέλη και 2) Της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ......." που εδρεύει στην Αθήνα ........... και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκαν γι` αυτή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι 1) Αχιλλέας Γκατζηρούλης και 2) του Πρωτοδικείου Αθηνών Νικόλαος
Ξανάλατος, οι οποίοι και κατέθεσαν προτάσεις.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η με αριθμό κατάθεσης 272/2013 αγωγή του με αντικείμενο ενοχική διαφορά, η οποία αρχικώς προσδιορίσθηκε προς εκδίκαση για την δικάσιμο της 29-4-2014 και ακολούθως και κατόπιν αναβολής για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν στο ακροατήριο ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις έγγραφες προτάσεις
που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Κατά τη διάταξη του αρθ. 3§1 ΚΠολΔ «στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται
Ελληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα Ελληνικού Δικαστηρίου», κατά δε τη διάταξη του αρθ. 4 του ίδιου Κώδικα «τα δικαστήρια ερευνούν την έλλειψη δικαιοδοσίας και αυτεπαγγέλτως στις περιπτώσεις των άρθρων 1 και 2, στις δε περιπτώσεις του άρθρου 3 την ερευνούν αυτεπαγγέλτως, αν ο εναγόμενος δεν παρίσταται στην πρώτη συζήτηση ή αν πρόκειται για διαφορές που αφορούν ακίνητα που βρίσκονται στο εξωτερικό. Το δικαστήριο απορρίπτει την
αγωγή ή την αίτηση, αν δεν έχει δικαιοδοσία». Περαιτέρω, το αρθ. 26 ΑΚ ορίζει ότι οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα. Κατά το δίκαιο που ορίζει η διάταξη αυτή κρίνονται, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα ζητήματα: Αν η συγκεκριμένη πράξη αποτελεί αδίκημα, αν η υπαιτιότητα αποτελεί προϋπόθεση του αδικήματος και της υποχρεώσεως για αποζημίωση αν και βάσει ποίων προϋποθέσεων θεμελιώνεται αντικειμενική ευθύνη σε βάρος κάποιου άλλου, ποια είναι το είδος και η έκταση της οφειλόμενης αποζημίωσης (αρθ. 914, 297, 298 για την περιουσιακή ζημία και 932 για τη χρηματική ικανοιποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, λόγω ψυχικής οδύνης 931 ΑΚ), πότε η πράξη είναι παράνομη, ποιος βαθμός υπαιτιότητας απαιτείται για τη θεμελίωση υποχρεώσεως προς αποζημίωση, αν μεταξύ της πράξεως και της ζημίας απαιτείται αιτιώδης συνάφεια, ποίες οι συνέπειες του συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος, πότε παραγράφεται η σχετική αξίωση (ΑΠ 3/07 Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με το αρθ. 2§1 του Κανονισμού 44/2001 του Συμβουλίου, ο οποίος άρχισε να ισχύει από την 1η Μαρτίου 2002 και αποτελεί έκτοτε εσωτερικό δίκαιο αυξημένης τυπικής ισχύος, σύμφωνα με το αρθ. 249§2 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε συνδυασμό με τη διάταξη του αρθ. 28 του Συντάγματος του 1975, και ο οποίος αντικατέστησε τις διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία, τα πρόσωπα, που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους - μέλους, ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους αυτού, ανεξαρτήτως της ιθαγένειας τους. Επίσης, ο κανονισμός 44/2001 προβλέπει, πέραν της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου, την ειδική συντρέχουσα δωσιδικία «του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός» και δη τον τόπο όπου συνέβη το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός, όσο και τον τόπο όπου επήλθε η άμεση, αρχική ζημία (ΕφΠειρ 61/2008, ΝΟΜΟΣ, άρθρο 5 παρ. 3 του κανονισμού), καθώς και τη δωσιδικία της συνάφειας (άρθρο 6 παρ. 1 του κανονισμού), καθώς αν υπάρχουν πολλοί εναγόμενοι, μπορούν να εναχθούν ενώπιον του δικαστηρίου της κατοικίας ενός εξ αυτών, εφόσον υπάρχει τόσο στενή συνάφεια μεταξύ των αγωγών, ώστε να ενδείκνυται να συνεκδικασθούν και να κριθούν συγχρόνως, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης ασυμβίβαστων αποφάσεων που θα μπορούσαν να προκύψουν από την χωριστή εκδίκαση τους. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 23 § 1 του Κανονισμού 44/2001 του Συμβουλίου, «αν τα μέρη από τα οποία ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική, εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Μία τέτοια συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να καταρτιστεί: α) είτε γραπτά, είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, β) είτε υπό τύπο ανταποκρινόμενο στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις, γ) είτε στο διεθνές εμπόριο, υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνθήκες, τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν, και οι οποίες είναι γνωστές ευρέως σε αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και, τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλόμενους σε συμβάσεις του είδους, για το οποίο πρόκειται στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα». Κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 περ. α μια έγκυρη συμφωνία παρέκτασης καταρτίζεται έγκυρα όταν τηρείται ο έγγραφος τύπος και ειδικότερα όταν τούτη προκύπτει καταρχήν από το ίδιο έγγραφο, που υπογράφεται από κοινού και από τα δύο μέρη, ωστόσο έγκυρη θεωρείται και η ρήτρα, όταν,η συμφωνία αποτυπώνεται σε ξεχωριστά έγγραφα, αρκεί να προκύπτει ότι αποτέλεσε αντικείμενο πραγματικής συναίνεσης των δύο συμβαλλόμενων. Περαιτέρω, γίνεται δεκτό ότι αποκλίσεις από την τυπικότητα του έγγραφου τύπου είναι αποδεκτές από τον «κοινοτικό» νομοθέτη, εφόσον διαπιστώνεται η συναίνεση των συμβαλλόμενων μερών υπό τύπο ανταποκρινόμενο στη συμβατική πρακτική των μερών ή στις συνήθειες του διεθνούς εμπορίου, τις οποίες τα μέρη γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν και, επομένως, αποδέχθηκαν εν τοις πράγμασι (στοιχ. β` και γ` του άρθρου 23 του Κανονισμού). Ωστόσο, έστω, και αν από τη φύση του ο ως άνω τύπος (των υπό στοιχ. β` και γ` περιπτώσεων) χαλαρώνει την εκδήλωση τής συμφωνίας των μερών, η ίδια ύπαρξη της συμφωνίας αποτελεί προϋπόθεση της παρέκτασης και θα πρέπει να γίνεται επίκληση αυτής. Οι ως άνώ περιπτώσεις αφορούν, κυρίως, στις ρήτρες παρέκτασης που περιέχονται στους λεγόμενους «Γενικούς Όρους των Συναλλαγών» (ΕΑ 5973/2013, Τράπεζα Ισοκράτης ΔΣΑ). Εξ άλλου, οι ορισμοί του Κανονισμού πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με αυτόνομα κοινοτικά κριτήρια, για να εξασφαλισθεί έτσι μία ομοιογενής εφαρμογή του σε όλα τα συμβαλλόμενα Κράτη (ΑΠ 18/2006, ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσσ 121/2010, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ενόψει των συνεπειών που μπορεί να έχει μία τέτοια επιλογή για τη θέση των μερών στη δίκη, οι προυποθέσεις στις οποίες υπάγει το άρθρο 23 παρ. 1 του Κανονισμού το κύρος των ρητρών παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας έρμηνεύονται στενώς. Ειδικότερα, το άρθρο 23 παρ. 1 του Κανονισμού, εξαρτώντας το κύρος των ρητρών από την ύπαρξη ασυμφωνίας» μεταξύ των μερών, επιβάλλει την υποχρέωση να ερευνηθεί πρωτίστως εάν η ρήτρα, που καθιστά αρμόδιο το Δικαστήριο κατά παρέκταση, υπήρξε πράγματι αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, η οποία πρέπει να εκδηλώνεται κατά τρόπο σαφή και ακριβή, ιδίως στις ρήτρες παρεκτάσεως που περιέχονται στους Γενικούς όρους των Συναλλαγών. Η τήρηση όμως της προϋποθέσεως αυτής δεν αρκεί προς απόδειξη της συναινέσεως του αντισυμβαλλομένου, δοθέντος ότι πρέπει να αποδειχθεί η ύπαρξη συμφωνίας βουλήσεων για να συμπεριληφθούν στη σύμβαση γενικοί όροι και οι επί μέρους ρήτρες τους. Συγκεκριμένα πρέπει πάντοτε να εξασφαλίζεται ότι η σύμπτωση βούλησης των μερών ως προς αυτή τη ρήτρα είναι πράγματι αποδεδειγμένη και εκδηλώνεται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο. Σε κάθε δηλαδή περίπτωση αληθές της συναίνεσης των μερών, όσον αφορά στις εν λόγω ρήτρες, δηλαδή ενσυνείδητη αποδοχή τους, πρέπει πάντα να αποδεικνύεται. Όπως έκρινε το επί του ιδίας διατύπωσης άρθρου 17 παρ. 1 της Σύμβασης των Βρυξελλών, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τηρείται η απαιτούμενη τυπική προϋπόθεση, εφόσον αποδεικνύεται, ότι ο καθορισμός της διεθνούς δικαιοδοσίας αποτέλεσε αντικείμενο προφορικής συμφωνίας αναφερόμενης ρητώς στο σημείο αυτό και ότι η γραπτή επιβεβαίωση αυτής της συμφωνίας που προέρχεται από οποιοδήποτε μέρος περιήλθε στο άλλο μέρος, αυτό δε δεν διατύπωσε καμία αντίρρηση (ΔΕΚ της 11-7-1985 υπόθεση.... & ...). Πράγματι, ο σκοπός παραμένει πάντα η αποφυγή της λαθραίας εισαγωγής μιας συμφωνίας περί διεθνούς δικαιοδοσίας, δηλαδή χωρίς να έχει πράγματι λάβει γνώση ένα από τα μέρη, ακόμη και ενόψει της συνήθους επιμελείας ή των συνηθειών που εικάζεται ότι είναι γνωστές. Έτσι το άρθρο 23, εξαρτώντας το κύρος των ρητρών αυτών από την ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των μερών, επιβάλλει την υποχρέωση να ερευνηθεί πρωτίστως αν η ρήτρα που καθιστά αρμόδιο το δικαστήριο κατά παρέκταση, υπήρξε πράγματι αντικείμενο συμφωνίας των μερών, η οποία πρέπει να εκδηλώνεται κατά τρόπο σαφή και ακριβή (ΔΕΚ της 14-12-1976, .., C-24/1976, Συλλογή Νομολογίας 1976. 1831, ..., C-71/1983, Συλλογή Νομολογίας 1984, 2417, ΟλΑΠ 4/1992, ΕλΔνη 33.749, ΑΠ 706/2003, ΕλΔνη 44.1304, ΕφΠειρ 854/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 1012/2002). II. Εξάλλου από τα άρθρα 15, 16, 17 και 23 παρ, 5 του Κανονισμού συνάγεται, ότι ειδικώς επί συμβάσεων καταναλωτών, η αγωγή του καταναλωτή παραδεκτώς ασκείται και ενώπιον του Δικαστηρίου της χώρας, στην οποία κατοικεί ο ίδιος, κάθε δε αντίθετη συμφωνία είναι άκυρη (ΑΠ 1738/2009, ΕΠολΔ 2011. 36, ΕφΑΘ 5861/2006, ΔΕΕ 2007 62). Η ευνοϊκή αυτή για τον ενάγοντα δικαιοδοτική βάση προϋποθέτει, πλην άλλων όρων που τίθενται στα ανωτέρω άρθρα, προεχόντως την ιδιότητα του ως «καταναλωτή». Συναφώς στο άρθρο 15 του Κανονισμού ορίζεται, ότι «σε συμβάσεις που ο σκοπός τους μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα αυτού που τις καταρτίζει και που αποκαλείται στη συνέχεια «καταναλωτής» η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος, α) όταν πρόκειται για πώληση ενσωμάτων κινητών με
τμηματική καταβολή του τιμήματος ή β) όταν πρόκειται για δάνειο με σταδιακή εξόφληση ή για άλλη πιστωτική συναλλαγή συνδεόμενη με τη χρηματοδότηση αγοράς ενσωμάτων κινητών ή γ) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν η σύμβαση καταρτίσθηκε με πρόσωπο, το οποίο ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες στο έδαφος του κράτους μέλους κατοικίας του καταναλωτή ή το οποίο κατευθύνει με οποιοδήποτε μέσον τέτοιου είδους δραστηριότητες σ` αυτό το κράτος μέλος ή σε διάφορα κράτη, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω κράτους μέλους, και η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο των εν λόγω δραστηριοτήτων», ένώ με το άρθρο 16 παρ. 2 του Κανονισμού ορίζεται, ότι «η αγωγή του αντισυμβαλλομένου κατά του καταναλωτή μπορεί να ασκηθεί μόνον ενώπιον των Δικαστηρίων του συμβαλλομένου Κράτους, στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής». Από τις προπάρατεθείσες διατάξεις (αλλά και τις προηγηθείσες τούτης ιδίου περιεχομένου διατάξεις της Συμβάσεως Βρυξελλών τής 27-9-1968 και Σύμβασης του Λουγκάνο (ν. 2460/1997), σαφώς όυνάγεται ότι Το δικαιοδοτικό προνόμιο της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων τού Κράτους, όπου η Κατοικία του εναγομένου καταναλωτή, επιφυλάσσεται μόνο στους αγοραστές, οι οποίοι έχουν ανάγκη προστασίας, διότι η οικονομική τους θέση χαρακτηρίζεται από την αδυναμία τους έναντι των πωλητών, καθώς πρόκειται για τελικούς καταναλωτές με ιδιωτικό χαρακτήρα, οι οποίοι, μέσω της αγοράς του προϊόντος, το οποίον αποκτούν, δεν εμπλέκονται σε εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες (βλ. ΑΠ 1738/2009, ΕΠολΔ 2011.316, ΕφΑΘ 5861/2006, ΔΕΕ 2007- 62). Η κρίση αυτή συνάδει προς τον σκοπό θεσπίσεως της διατάξεως, με την οποία αποσκοπήθηκε η προστασία του "μη επαγγελματία" τελικού χρήστη της υπηρεσίας ή αγοραστή του προϊόντος και όχι των επαγγελματιών, οι οποίοι μεσολαβούντες κερδοσκοπούν επί ή δια του προϊόντος ή της υπηρεσίας, καθ` όσον αυτοί στα πλαίσια της επαγγελματικής τους δραστηριότητας δεν κρίνονται άξιοι προστασίας έναντι της ιδίας αυτών παραιτήσεως από την επιλογή ετέρας διεθνούς δικαιοδοσίας πλην της δικής τους. Ο επαγγελματικώς δρων μεσολαβητής, ανεξαρτήτως του εάν θα χαρακτηρισθεί ή όχι έμπορος υπό την παρ` ημίν γνωστή έννοια, ως μέρος του δικτύου εκμεταλλεύσεως και μη τελικός χρήστης έχει ευχέρεια να μην εντάξει στην εκμετάλλευσή του το προϊόν ή την υπηρεσία, εάν κρίνει ότι δια της παραιτήσεώς του από την δικαιοδοσία των δικαστηρίων της Χώρας του, η ενδεχομένη δικαστική εμπλοκή του, θα είναι γι’ αυτόν δυσβάστακτη. Την ευχέρεια αυτή δεν έχει κατά την εκτίμηση των συντακτών των άνω Διεθνών Συμβάσεων ο μη επαγγελματίας, αδαής περί την διακίνηση του προϊόντος ή της υπηρεσίας τελικός χρήστης αυτών, ο οποίος θα ευρεθεί προ του διλήμματος είτε να μην αγοράσει ένα προϊόν ή να μην απολαύσει μία υπηρεσία, των οποίων έχει ανάγκη, οσάκις προέρχονται από ξένη Χώρα, είτε, εάν η ενοχή δεν εξελιχθεί ομαλώς, να διεξαγάγει, δια των κατά κανόνα πενιχρών του οικονομικών μέσων, πολυδάπανο δικαστικό αγώνα μακράν του τόπου κατοικίας του και σε ξένη Χώρα εναντίον ενός οικονομικού κολοσσού, όπως συνήθως είναι οι παραγωγοί προϊόντων ή υπηρεσιών, οι οποίοι, με οργανωμένα δίκτυα διανομής, δύνανται να διαθέτουν προϊόντα ή υπηρεσίες στην αλλοδαπή. Από την προηγηθείσα ανάλυση σαφές καθίσταται ότι οι άνω διατάξεις δεν εξήρτησαν την ιδιότητα του καταναλωτή από το οικονομικό μέγεθος των συμβαλλομένων μερών, ούτε από την in abstracto ιδιότητα του τελικού καταναλωτή, ως εμπόρου ή επαγγελματία αλλά από τον σκοπό προς τον οποίο αποκτήθηκε η συγκεκριμένη υπηρεσία ή το συγκεκριμένο προϊόν. Εάν αυτά αποκτήθηκαν από κάποιον, καίτοι έμπορο ή επαγγελματία, προς το σκοπό ατομικής απολαύσεως, αυτός είναι κατά την έννοια των άνω Συμβάσεων "καταναλωτής", δικαιούται δε, να εναγάγει τον παραγωγό ή τον παροχέα των υπηρεσιών στην ιδίαν αυτού κατοικία και δεν επιτρέπεται να παραιτηθεί της ευχέρειάς του αυτής. Μάλιστα, κατ` άρθρο 2 παρ. β` της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ (η οποία ενσωματώθηκε, στο ελληνικό δίκαιο με ν. 2251/1994) σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, για την οποία γίνεται ειδικότερα αναφορά παρακάτω καταναλωτής είναι "Κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς, οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες". Επίσης με το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής παρέχεται η δυνατότητα στα Κράτη μέλη "να θεσπίζουν ή διατηρούν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνα προς την συνθήκη για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή". Ως προς την έννοια του καταναλωτή εκτός της αναφοράς που γίνεται στην ανωτέρω οδηγία, κατά, την νομολογία του ΔΕΚ, η οποία είναι δεσμευτική για τα Κράτη μέλη, υπό τη μορφή της αυθεντικής ερμηνείας (Πρωτόκολλο της 3-6-1971, κυρωθέν με το Ν. 1814/1988 - Ολ.ΑΠ 1738/2009), ως σύμβαση καταναλωτή θεωρείται μόνον εκείνη που αποβλέπει στην κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο εκτός του πλαισίου των επαγγελματικών ή εμπορικών του δραστηριοτήτων. Εξάλλου, η κατάρτιση τραπεζικής ή επενδυτικής συμβάσεως ουδόλως αποκλείει την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, πλην τούτο κρίνεται επί τη βάσει των ανωτέρω, κατά περίπτωση. Σε τραπεζικές αλλά και επενδυτικές συναλλαγές, οι οποίες απευθύνονται στο ευρύ κοινό, όπως τραπεζικές καταθέσεις, αλλά και αμοιβαία κεφάλαια και επενδύσεις σε μετοχές στο χρηματιστήριο, δύναται νά προβαίνει και πρόσωπο το οποίο είναι καταναλωτής, δηλαδή πρόσωπο "μη επαγγέλματικώς δρων", μη αναγκαίως εξειδικευμένο στο συγκεκριμένο συναλλακτικό τομέα, έστω και εάν, αναγκαίως, από τη συναλλαγή προσδοκά όφελος. Το κριτήριο της προσδοκίας οφέλους δεν δύναται να του αφαιρέσει την ιδιότητα του καταναλωτή, διότι τούτο ενυπάρχει ως προσδοκία, σε κάθε οικονομική συναλλαγή, άνευ της οποίας (προσδοκίας οφέλους) το πρόσωπο δεν θα προέβαινε σε αυτή. Διάφορος όμως είναι η περίπτωση όπου ο τελικός χρήστης της υπηρεσίας ή του προϊόντος δεν απολαύει του προϊόντος της τραπεζικής συναλλαγής ως ιδιώτης άλλά χρησιμοποιεί το προϊόν αυτής για τις ανάγκες της κερδοσκοπίας του. Ετσι ο δανειζόμενος από Τράπεζα για την χρηματοδότηση των εισαγωγών του έμπορος δεν είναι καταναλωτής του δανειζόμενου ποσού αν και είναι τελικός χρήστης της υπηρεσίας της Τράπεζας, διότι ποσόν το χρησιμοποιεί ως μέσο ασκήσεως εμπορίας. Το αυτό ισχύει και για τον επαγγελματία ο οποίος δανείζεται για την προώθηση των επαγγελματικών του υποθέσεων ή της επαγγελματικής του εγκαταστάσεως. Αρκεί η οιαδήποτε σύνδεσή τόυ προϊόντος ή της υπηρεσίας με την επαγγελματική δραστηριότητα για να αποκλείσει την ιδιότητα του "καταναλωτή" υπό την ανωτέρω έννοια. Όπως σημειώθηκε ο υφ` οιανδήποτε νομοτυπική μορφή, δανειζόμενος από Τράπεζα χρηματικά ποσά, προκειμένου να αγοράσει χρηματιστηριακά πράγματα ή συνάλλαγμα, όχι προς αποθεματοποίηση αυτού ή διάθεση για την ικανοποίηση βιοτικών αναγκών, αλλά προς άμεση πώληση αυτού και, εντεύθεν, κερδοσκοπία επί της διακυμάνσεως των διεθνών τιμών αξιών ή συναλλάγματος, δεν είναι, ως προς την μετά της δανείστριας αυτού Τράπεζας συμβατική σχέση, "καταναλωτής" των υπηρεσιών της Τράπεζας, διότι αυτός, δρων ως "επιχειρηματίας", τον δανεισμό τον ενέταξεν στο παρ` αυτού οργανωθέν σύστημα εκμεταλλεύσεως των αλλότριων κεφαλαίων, ήτοι των παρά της
Τράπεζας δανεισθέντων και δεν είναι καταναλωτής κατά την έννοια των προμνησθεισών διατάξεων (ΑΠ 1738/2009). H Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994 "Προστασία Καταναλωτών", όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του με το ν. 3587/2007, οι γενικοί όροι των συναλλαγών (ΓΟΣ) δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή (με τη διάταξη αυτή απαλείφθηκε η προηγούμενη ρύθμιση που απαιτούσε απεριόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων) ενώ κατά την παρ. 10 που προστέθηκε με την παρ. 24 άρθρ. 10 ν. 2741/1999, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και για κάθε όρο σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, ως θεωρείται, όταν ο καταναλωτής δεν μπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόμενο του, - το δε βάρος απόδειξης ότι υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση φέρει ο προμηθευτής. Ο ν. 2251/1994, αποτελεί, ως προελέχθη, ενσωμάτωση στο Εθνικό Δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993 "σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται, με τους καταναλωτές". Στο άρθρο 3 παρ. 1 της εν λόγω Οδηγίας ορίζεται ότι "ρήτρα σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης θεωρείται καταχρηστική, όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση", ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 8 της ίδιας Οδηγίας "Τα Κράτη - Μέλη, μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα` Οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις, σύμφωνες προς τη Συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία στον καταναλωτή". Η ρύθμιση της παρ. 6 του άρθρου 2 ν. 2251/1994 αποτελεί εξειδίκευση της γενικής αρχής του άρθρου 281 του ΑΚ την οποία απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος ή η κατάχρηση-ενός θεσμού, όπως είναι η συμβατική ελευθερία. Η παραπάνω παράγραφος στην αρχική της διατύπωση χρησιμοποιούσε τον όρο "υπέρμετρη διατάραξη" της ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων αποκλίνοντας φραστικά από τη διατύπωση του άρθρου 3 παρ. 1 της ανωτέρω Οδηγίας, η οποία ομιλεί για σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών. Με τους ΓΟΣ είτει επιχειρείται απόκλιση από ρυθμίσεις του ενδοτικού δικαίου είτε ρυθμίζονται πρόσθετα στοιχεία που δεν αντιμετωπίζονται από διατάξεις ενδοτικού δικαίου. Δεν απαγορεύεται όμως η απόκλιση από οποιαδήποτέ διάταξη του ενδοτικού δικαίου, αλλά μόνο από εκείνες που φέρουν καθοδηγητικό χαρακτήρα ή σε περίπτωση άτυπων συναλλακτικών μορφών, από τα ουσιώδη, για την επίτευξη του σκοπού και της διατήρησης της φύσης της σύμβασης, δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη για το συγκεκριμένο είδος συναλλαγής. Καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος είναι κάθε ΓΟΣ, ο οποίος χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία αποκλίνει από ουσιώδεις βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Η καθοδηγητική λειτουργία διαταράσσεται όταν με το περιεχόμενο του Γ.Ο.Σ αλλάζει η εικόνα που έχει διαμορφωθεί με βάση τους κανόνες του ενδοτικού δικαίου για τη συγκεκριμένη συμβατική μορφή. Ελέγχεται, επίσης, για καταχρηστικότητα η ρύθμισή ενός ΓΟΣ, με τον οποίο επέρχεται περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προκύπτουν από τη φύση της σύμβασης κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να απειλείται η ματαίωση του σκοπού της. Για να κριθεί αν ένας ΓΟΣ διαταράσσει τη συμβατική ισορροπία και συνεπώς είναι άκυρος ως καταχρηστικός γίνεται αξιολογική στάθμιση των εκατέρωθεν συμφερόντων και εκτιμώνται οι ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης. Λαμβάνονται υπόψη, εκτός από την ανάγκη προστασίας του κατά τεκμήριο ασθενέστερου καταναλωτή, η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της, όπως ο εξειδικευμένος ή μη χαρακτήρας της συναλλαγής, η εξοικείωση του πελάτη με τις σχετικές συναλλαγές, το μορφωτικό και πνευματικό του επίπεδο, οι κίνδυνοι που αναλαμβάνονται και η δυνατότητα αντιμετώπισης τους, καθώς επίσης και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται (ΑΠ 561/2014, ΑΠ 1495/2006). IV. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 147, 149, 297, 298 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης έχει δικαίωμα είτε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, εφόσον η απάτη περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας, είτε να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνον την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής, δηλαδή στην έκταση που δικαιούται αποζημίωσης για κάθε αδικοπραξία (ΑΠ 1399/2007, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1458/2001, ΕλλΔνη 2002. 1623). Στην πρώτη περίπτωση η αποζημίωση συνίσταται στο αρνητικό διαφέρον, δηλαδή ο απατηθείς, που επέλεξε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας, δικαιούται παράλληλα και αποζημίωση για την κάλυψη κάθε ζημίας που θα είχε αποφευχθεί αν δεν είχε πιστέψει στην κατάρτιση έγκυρης σύμβασης, δικαιούται δηλαδή το αρνητικό διαφέρον, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το καταβληθέν τίμημα (βλ ΑΠ 715/2011, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, στο τέλος της τέταρτης σκέψης, βλ. και Εφθεσ 74/1983, Αρμ. 1983. 656). Απάτη κατά την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση (αρκεί και ενδεχόμενος δόλος βλ. ΑΠ 957/2009, ΧρΙΔ 2010. 178) που τείνει να παράγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλαγημένη αντίληψη ή εντύπωση με σκοπό να οδηγηθεί κάποιος σε δήλωση βούλησης, συνίσταται δε η απατηλή συμπεριφορά είτε σε παράσταση ανύπαρκτών γεγονότων ως υπαρκτών, κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας, είτε, στην απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σ` αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφώτισης του με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αυτού και εκείνου προς τον οποίο απηύθυνε τη δήλωση του (ΑΠ 282/2010, ΑΠ 325/2009, ΑΠ 491/2008, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέτοια υποχρέωση από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη προς παροχή διασαφητικών πληροφοριών ή εξηγήσεων έχουν και οι διαπραγματευόμενοι την κατάρτιση σύμβασης, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρ. 197 και 198 ΑΚ, δηλαδή η απάτη ως παραγωγική αιτία αποζημίωσης μπορεί να εμφανίζεται τόσο ως προσυμβατικό, πταίσμα όσο και ως ιδιαίτερη αδικοπραξία, ανεξάρτητη από προσυμβάτικό πταίσμα. Σε κάθε περίπτωση δεν ενδιαφέρει το είδος της πλάνης που δημιουργήθηκε από την απάτη, δηλαδή αν αυτή είναι ή δεν είγαι συγγνωστή, ρυσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης, αρκεί η πλάνη να υφίσταται κατά το χρόνο που δηλώνεται η βούληση (ΑΠ 373/20 08, ΑΠ 441/2004, ΑΠ 898/2000, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η πρόκληση βλάβης στην περιουσία ορισμένου προσώπου, η οποία συνδέεται προς τις παρεχόμενες από την τράπεζα επενδυτικές υπηρεσίες, συνιστά όρο θεμελιώσεως της αστικής ευθύνης της τελευταίας σε καταβολή αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας, εφόσον επιπλέον υφίστανται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις υπαγωγής της συγκεκριμένης βιοτικής σχέσεως στους κανόνες άρθρων 298, 330, 914 ΑΚ. Οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως της ανωτέρω μορφές ευθύνης αναλύονται ειδικότερα στην απαιτούμενη σχέση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των παρεχομένων υπηρεσιών με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, καθώς στην υπαίτια εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς, μέσω της οποίας εκ μέρους της τράπεζας που παρέχει τις υπηρεσίες παραβιάζονται οι συναλλακτικές της υποχρεώσεις, όπως το ειδικότερο περιεχόμενο αυτών στην συγκεκριμένη περίπτωση, προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281, 288 ΑΚ (Μ. Σταθόπουλου, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο έκδ. 2004 σελ. 798-803, Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο Γενικό Μέρος έκδ. 1999 σελ. 599-600). Ειδικότερη μορφή παραβιάσεως των κανόνων αυτών αποτελεί η εκ μέρους της Τράπεζας παράλειψη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων εκτιμήσεως των συμφερόντων του πελάτη, διαφωτίσεως, παροχής συμβουλευτικής καθοδηγήσεως κάι προειδοποιήσεως αυτού. Υπό την έννοια αυτή οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθετήσεως των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως να αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος επίσης να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην αντισυμβαλλομένη αυτού τράπεζα. Οι ως άνω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επάγεται την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 8 Ν. 2251/1994, που
μεταξύ άλλων ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 Ν. 2251/1994, όπως δεν αμφισβητείται ότι συμβαίνει, με το πρόσωπο που μετέχει στην συγκεκριμένη σχέση ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει οποία «οιουδήποτε είδους εξειδίκευση, επιχειρώντας να καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθετήσεως του κεφαλαίου του, Συγκεκριμένα από τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1, 2, 3, 4 του Ν. 2251/1994, κατά τις οποίες: «1. O παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών. 2. Δεν είναι υπηρεσία, με την έννοια αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. 3.Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής και της ζημίας. 4.Ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας. Για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητας της, β) η εξωτερική μορφή της υπηρεσίας, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η ελευθερία δράσης, που ι αφήνεται στο ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς, ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος», σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 288 ΑΚ, κατά την οποία «Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», συνάγεται ότι προϋποθέσεις θεμελίωσης ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, η οποία μπορεί να είναι ενδοσυμβατική ή αδικοπρακτική ανεξαρτήτως προϋφιστάμενης ενοχικής σχέσης μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος, είναι α) η παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, β) η υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων τις υπηρεσίες έχει το βάρος της απόδειξης της έλλειψής της, λαμβάνονται δε σχετικά υπόψη ως κριτήρια η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και ειδικότερα οι συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, τις οποίες επιβάλλουν οικανόνες της επιστήμης ή της τέχνης του παρέχοντος τις υπηρεσίες και τό σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) το παράνομο της συμπεριφοράς του παρέχοντος τις υπηρεσίες, εφόσον δεν ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δ) η ζημία και ε) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας (βλ. ΑΠ 589/2001 ΕΕΝ 69,613, ΕφΠειρ 862/2005 ΔΕΕ 2005, 1996). Υφίσταται δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και ζημίας, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, το φερόμενο ως ζημιογόνο γεγονός, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ήταν πρόσφορο να επιφέρει και πράγματι επέφερε το επιζήμιο αποτέλεσμα (Βλ. ΑΠ 394/2002 ΕλλΔνη 2003,419, ΑΠ 274/1999 ΕλλΔνη 1999,1298). Στην έννοια των παρεχόντων υπηρεσίες κατά την προαναφερθείσα διάταξη εμπίπτουν και οι τράπεζες, οι οποίες συνεπώς υπέχουν έναντι τόυ καταναλωτικού κοινού συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, η παραβίαση των οποίων συνιστά, εκτός της αθέτησης της σύμβασης, και αδικοπραξία (Βλ. ΑΠ 589/2001, ό.π-, ΕφΑΘ 2556/2010 ΕλλΔνη 2011, 251, ΕφΠειρ 826/2005 ό.π., Εφθεσ 147/2005 ΕπισκΕμπΔ 2005, 168, ΕφΑΘ 2214/2001 ΔΕΕ 2001, 620, ΕφΑΘ 5025/1990 ΕλλΔνη 1992, 193). Εξάλλου με βάση τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η Κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MiFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ (ΑΠ 1738/2013 τνπ ΝΟΜΟΣ) κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, -ως τέτοια δε νοούμενης της παροχής προσωπικών συμβουλών σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεώς του, είτε με πρωτοβουλία της ΑΕΠΕΥ σχετικά με μία ή μη περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα (άρθρ. 4 παρ. 1 εδ. ε ν. 3606/2007) και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να ενεργούν με εντιμότητα, αμεροληψία και επαγγελματισμό, και να λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους. Οι πληροφορίες που παρέχουν σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων και των διαφημιστικών ανακοινώσεων πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Περαιτέρω, πρέπει να τους παρέχουν κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης. Η πληροφόρηση αυτή περιλαμβάνει μεταξύ άλλων στοιχείων και κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωση τους (έλεγχος καταλληλότητας). Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη ναι παρέχει
πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζητούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας). Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να τον προειδοποιήσουν ότι η απόφαση του αυτή δεν τους επιτρέπει να κρίνουν κατά πόσον η προσφερόμενη ή ζητούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προσφερόμενο ή ζητούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλα γι’ αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Ως έκ των ανωτέρω και σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπό του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδυνεύσεως. Με βάση, λοιπόν, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιοϋργούνται ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κινήσεως των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων. Η παράβαση των διατάξεων αυτών συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διατάξεώς του άρθρου 914 του ΑΚ. Εφόσον, λοιπόν, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση (ΑΠ 1738/2013 ΝΟΜΟΣ ο.π, αλλά και για όλα τα ανωτέρω βλ. ΠολΠρωτΗρακλ 159/2014 αδημοσίευτη).
Εν προκειμένω ο ενάγων εκθέτει ότι η υπάλληλος της πρώτης εναγόμενης τραπεζικής εταιρίας, ......................... , με την οποία συνεργαζόταν στα πλαίσια τοποθέτησης των αποταμιεύσεών του και με την οποία είχε αναπτύξει σχέση εμπιστοσύνης, τον Ιούλιο του 2008 προσήλθε στο ιατρείο του και του πρότεινε, παρέχοντάς του επενδυτική συμβουλή, να προβεί στην αγορά Μετατρέψιμων Χρεογράφων (στο εξής MX) της Τράπεζας ..... , ήτοι της πρώτης εναγόμενης και δη ενός νέου και κατά τους ισχυρισμούς της εξαιρετικά συμφέροντος για τον ίδιο καταθετικού προϊόντος της πρώτης εναγόμενης με τη μεγαλύτερη δυνατή τοκοφορία και απολύτως εξασφαλισμένη επιστροφή κεφαλαίου, παραπλήσιο προθεσμιακής κατάθεσης, καθώς μετά το πέρας της συμφωνηθείσας πενταετούς διάρκειας η πρώτη εναγόμενη ήταν υποχρεωμένη να του αποδώσει το αρχικό κεφάλαιο. Ότι τα ομόλογα αυτά όπως του παρουσιάστηκαν ήταν ιδιαίτερα ελκυστικά διότι προσέφεραν σταθερό επιτόκιο 6,5% για δύο περιόδους τόκου και ίσο με το επιτόκιο Euribor 6 μηνών που θα ίσχυε στην αρχή κάθε περιόδου τόκου συν περιθώριο 1,00% Οτι κατά την υπογραφή της σχετικής αιτήσεως δεν του παραδόθηκαν οι όροι έκδοσης και το ενημερωτικό σημείωμα για το προϊόν αυτό, ενώ η ως άνω υπάλληλος τον διαβεβαίωνε ότι επρόκειτο για προϊόν που προσομοίαζε με προθεσμιακή κατάθεση και ήταν ιδιαίτερα ασφαλές. Ότι πεισθείς από τις διαβεβαιώσεις της εν λόγω υπαλλήλου, προέβη στην τοποθέτηση συνολικού ποσού 630.897 ευρώ με το οποίο αγόρασε μετατρέψιμα χρεόγραφα με τον τίτλο «Μετατρέψιμα χρεόγραφα 2013/18» και ότι το ποσό αυτό προήλθε από τους αναφερόμενους στην αγωγή λογαριασμούς του. Οτι, παρά την πεποίθησή του ότι είχε προβεί στην ασφαλέστερη δυνατή τοποθέτηση των χρημάτων του, τον Μαϊο του 2012, πληροφορήθηκε ότι συνέβαιναν ραγδαίες εξελίξεις, οι οποίες συνετέλεσαν στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της πρώτης εναγομένης εξαιτίας της μετατροπής άλλων προϊόντων της και σε τροποποιήσεις λοιπών προϊόντων της (....)που σχετιζόταν έστω και έμμεσα με την τοποθέτηση χρημάτων του, γεγονότα που καταστούσαν επισφαλή την επένδυσή του και ότι εν τέλει τον Απρίλιο του 2013 αντιλήφθηκε, ότι το ως άνω προϊόν στο οποίο είχε τοποθετήσει τα χρήματά του δεν ήταν ένα είδος προθεσμιακής προνομιακής κατάθεσης, αλλά επενδυτικό προϊόν υψηλού κινδύνου, για τους οποίους δεν είχε ενημερωθεί, με συνέπεια να τους αγνοεί, κατά το χρόνο αγοράς του και ότι το σύνολο της τοποθέτησής του διέτρεχε εξαιρετικούς κινδύνους διότι ήταν εξαρτημένο από άλλους παράγοντες αστάθμητους μελλοντικούς αναφερόμενους στην φερεγγυότητα του τραπεζικού ιδρύματος αλλά και στην πορεία της κυπριακής οικονομίας, σε εξαγορά, στη γενικότερα αστάθεια των κεφαλαιαγορών κλπ. Επίσης ότι μετά από σχετική αίτηση που υπέβαλε στην πρώτη καθ’ ης τον Μαϊο του 2013 έλαβε την απάντηση και διαπίστωσε για πρώτη φορά ότι μονομερώς μετατράπηκε εν αγνοία του και χωρίς τη συναίνεσή του το σύνολο του κεφαλαίου του σε μετοχές Δ τάξης και ότι το κεφάλαιό του υπέστη μείωση σέ ποσοστό 99%. Ότι οι κίνδυνοι του προϊόντος αυτού ήταν ορατοί κατά το χρόνο της σύναψης της συμφωνίας στην πρώτη εναγομένη και ότι η υπάλληλός της εναγόμενης τον εξαπάτησε προκειμένου να συμβληθεί μαζί της, γνωρίζοντας ότι τόσο αυτός όσο και η σύζυγός του ουδέποτε θέλανε να έχουν σχέση με χρηματοπιστωτικά προϊόντα και με υψηλού κινδύνου τραπεζικές επενδύσεις αλλά ότι είχαν το προφίλ του συντηρητικού επενδυτή. Οτι η σύμβαση αγοράς τουπροϊόντος αυτού είναι ακυρώσιμη, διότι στην κατάρτιση της οδηγήθηκε εξαπατηθείς από την προστηθείσα της πρώτης εναγομένης, καθώς αυτή του παρέστησε ψευδώς ότι επρόκειτο για ασφαλές καταθετικό προϊόν, που διασφάλιζε την ακεραιότητα του κεφαλαίου του και την απόδοση τόκων κατά τη λήξη του που προσομοίαζε με προθεσμιακή κατάθεση, ενώ το αληθές το οποίο εγνώριζε η εν λόγω υπάλληλος ήταν ότι επρόκειτο για επενδυτικό προϊόν υψηλού κινδύνου, ούσιωδώς διάφορο των προϊόντων που κατείχε ο ίδιος έως τον παραπάνω χρόνο και το οποίο εξεδόθη για τη διασφάλιση της κεφαλαιακής επάρκειας της πρώτης εναγομένης, στοιχεία τα οποία δολίως αποσιώπησε, ενώ η αποκάλυψη τους σε αυτόν πού τα αγνοούσε, επιβαλλόταν από το καθήκον διαφώτισης που υπείχε έναντι του με βάση την καλή πίστη, αλλά και την προϋπάρχουσα ιδιαίτερη μεταξύ τους σχέση. Οτι δια της ανωτέρω συμπεριφοράς της η πρώτη εναγόμενη κατά την προς αυτόν παροχή επενδυτικών συμβουλών, παραβίασε τις υποχρεώσεις της για ακριβή και πλήρη ενημέρωση του, ενώ παράλληλα του δημιούργησε πεπλανημένη πεποίθηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και την αποσιώπηση της αλήθειας, κατευθύνοντας δόλια τη βούλησή του παρουσιάζοντας την όλη επένδυση ως εγγυημένου κεφαλαίου κατά 100% και μηδενικού κινδύνου. Ότι η δεύτερη εναγομένη εταιρία την 26-3-2013 ανέλαβε όλα τα υποκαταστήματα, τους υπαλλήλους, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της πρώτης εναγόμενης εταιρίας και επέχει πλέον ισόποση ευθύνη αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για τις επίδικες αξιώσεις, αφού απέκτησε τους προστηθέντες και βοηθούς εκπλήρωσης της πρώτης ως εργασιακό δυναμικό, απέκτησε όλες τις υποχρεώσεις της βεβαρυμμένες με τα δικαιώματα τρίτων και απέκτησε όλα τα δικαιώματα του ενεργητικού της πρώτης εναγόμενης και συνεπώς και αυτά τα Μετοχικά χρεόγραφα έχουν καταστεί περιουσιακό στοιχείο της και ευθύνεται και η ίδια ως ειδική διάδοχος της πρώτης εναγόμενης εταιρίας για την αποκατάσταση της ζημίας του. Με βάση τα περιστατικά αυτά και εκθέτοντας περαιτέρω ότι ο ίδιος επέχει θέση καταναλωτή στην ένδικη σύμβαση, καθώς είναι ο τελικός αποδέκτης των υπηρεσιών της πρώτης εναγομένης, οι οποίες (υπηρεσίες) δεν σχετίζονται προς το αντικείμενο της επαγγελματικής του δραστηριότητας, αφού ο ίδιος τυγχάνει ιατρός, αιτείται να ακυρωθεί η σύμβαση πώλησης των περιγραφόμενων στην αγωγή του μετατρέψιμων χρεογράφων έναντι του κεφαλαίου του ύψους 630.897 ευρώ, με την παράλληλη επιστροφή παράδοση στην πρώτη εναγόμενη των αξιογράφων που κατά τα άνω διατέθηκαν σε αυτόν και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ευθυνόμενες έναντι του εις ολόκληρον να του καταβάλουν α) το ποσό των 630.000 ευρώ για το κεφάλαιο το οποίο επένδυσε, β) το ποσό των 24.893,80 ευρώ για τόκους τους οποίους απώλεσε δεδομένου ότι αυτοί ήταν ίσοι με το επιτόκιο euribor 6 μηνών, που ίσχυε στην αρχή της περιόδου πλέον 1,00%, ήτοι 1,93% ήτοι ποσό 6.223,45 ευρώ X 4 περιόδου τόκου υπολογισθέντες επί του αρχικού του κεφαλαίου και γ) το ποσό των 63.045,70 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη ένεκα της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων, η οποία περιγράφεται αναλυτικά στην αγωγή και της συνεπεία τούτης ψυχικής ταλαιπωρίας του, πλέον του ποσού των 44ευρώ την αναζήτηση του οποίου ρητώς επιφυλάσσεται να αναζητήσει ενώπιον των αρμοδίων ποινικών δικαστηρίων και συνολικά το ποσό των 718.836 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της 15-7-2013 όταν και ασκήθηκε όμοια αγωγή του κατά των εναγομένων ενώπιον των δικαστηρίων Αθηνών, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε νομίμως με την κρινόμενη αγωγή μέχρις εξοφλήσεως. Τέλος ζητεί να κηρυχθεί η εκδοθησομένη προσωρινά εκτελεστή επικαλούμενος την προφανή ζημία που θα υπρστεί από την καθυστέρηση εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί και, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των εναγόμενων. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτητικό, η κρινόμενη αγωγή συνιστά αγωγή ακύρωσης συμβάσεως και αγωγή αποζημίωσης λόγω απάτης, παραδεκτούς σωρευόμενες, συνδεόμενες στενά μεταξύ τους ώστε να υπάρχει συμφέρον να εξετασθούν ταυτόχρονα προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοση αντιφατικών ή ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων και φέρει περαιτέρω στοιχεία αλλοδαπότητας, καθώς η πρώτη εναγόμενη έχει την έδρα της σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσής και υποκάτάστήμά της στην Ελλάδα. Παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο κατ` εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 3, 6 παρ. 1, 15 παρ. 1 εδ. γ, 16 παρ. 1, 17 και 28 του Κανονισμού 44/2001, σε συνδυασμό με το άρθρ. 288 παρ. 1 και 2 ΣΛΕΕ, έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκασή της, ως το Δικαστήριο α) του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί ο ενάγων καταναλωτής και οι εναγόμενες ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα στην οποία εμπίπτει η ένδικη σύμβάση της οποίας ζητείται η ακύρωση, και β) του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός και δη εκτυλίχθηκε η περιγραφόμενη στο εισαγωγικό δικόγραφο αδικοπρακτική συμπεριφορά και επήλθε η βλάβη της περιουσίας του ενάγοντος η οποία τελεί σε άμεση και αιτιώδη συνάφεια προς το ζημιογόνο γεγονός, απορριπτομένου του περί του αντίθετου ισχυρισμού των εναγομένων. Ειδικότερα οι εναγόμενες με το δικόγραφο των προτάσεών τους προέβαλαν προεχόντως πριν από κάθε άμυνα επί της ένδικης υπόθεσης, την ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, ισχυριζόμενες ότι μεταξύ της πρώτης αυτών και του ενάγοντος συνομολογήθηκε εγκύρως ρήτρά αποκλειστικής δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων κατά τους όρους του άρθρου 23 παρ. 1 περ. α του Κανονισμού 44/2001 και εφαρμογής του κυπριακού δικαίου, που καταλαμβάνει κάθε διαφορά που θα προκύψει ή σχετίζεται με τους όρους συνεργασίας τους, ανεξαρτήτως από τη νομική της θεμελίωση, δηλαδή αν πρόκειται αν πρόκειται για αξίωση από σύμβαση ή από αδικοπραξία. Πιο συγκεκριμένα, εκθέτουν ότι, στην από 24-7-2008 αίτηση του ενάγοντος προς την τράπεζα για την συμμετοχή του στην έκδοση τωνMX 2013/18 με το ποσό των 630.897 ευρώ, έχει εγγράφως συνομολογήσει ότι έλαβε γνώση του από 25-6-2008 Ενημερωτικού Δελτίου, το οποίο αποτελεί ενιαίο και αναπόσπαστο μέρος της σύμβασης που συνήψε με την πρώτη αυτών και στο οποίο περιλαμβάνεται η ρήτρα παρέκτασης που καθιερώνει αποκλειστική αρμοδιότητα των Κυπριακών Δικαστηρίων και εφαρμογή του Κυπριακού Δικαίου. Η με το ανωτέρω περιεχόμενο ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας - σημειώνεται ότι οι εναγόμενες κατ` άρθρ 24 του Κανονισμού δύνανται όχι μόνο να αμφισβητήσουν την αρμοδιότητα, αλλά και να προβάλουν ταυτόχρονα, επικουρικά, ως εν προκειμένω, επιτρεπτά ισχυρισμούς άμυνας επί της ουσίας, χωρίς να χάνουν εξαιτίας τούτου το δικαίωμα προβολής της ένστασης αναρμοδιότητας (βλ ΕφΠειρ 416/2004, ΤΝΠ Δ ΣΑ, ΕφΠειρ 546/2006)- επιχειρείται να θεμελιωθεί στην διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 α του Κανονισμού, ωστόσο, ελέγχεται απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, καθώς η ανωτέρω επικαλούμενη συμφωνία προσκρούει στις περί καταναλωτή διατάξεις του Κανονισμού, ως προπαρατέθηκαν στην υπό στοιχείο II μείζονα σκέψη της παρούσας. Ειδικότερα οι εν λόγω διατάξεις θεμελιώνουν δωσιδικία της κατοικίας του καταναλωτή, ως προς την οποία ισχύουν τα ακόλουθα, ήτοι α) κατ` άρθρ. 17 του Κανονισμού, παρέκκλιση επιτρέπεται μόνο με συμφωνίες μεταγενέστερες από τη γένεση της διαφοράς ή με συμφωνίες που επιτρέπουν στον καταναλωτή να προσφύγει και σε άλλα δικαστήρια, εκτός από αυτά που προβλέπονται στις οικείες διατάξεις περί καταναλωτή ή που έχοντας συναφθεί ανάμεσα σε καταναλωτή και αντισυμβαλλόμενο με κατοικία ή συνήθη διαμονή, κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, στο ίδιο κράτος, μέλος, απονέμουν διεθνή δικαιοδοσία στα δικαστήρια αυτού του κράτους μέλους, εκτός αν το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους απαγορεύει τέτοιες συμφωνίες, στοιχεία τα οποία δεν συντρέχουν εν προκειμένω, και β) κατ` άρθρ. 23 παρ 5 η δωσιδικία του καταναλωτή κατισχύει των καταρτισθεισών συμφωνιών διεθνούς δικαιοδοσίας, καθώς οι τελευταίες αν, είναι αντίθετες προς τις διατάξεις του άρθρου 17, δεν παράγουν αποτελέσματα, και συνακόλουθα είναι άκυρες. Συγκεκριμένα η ένδικη σύμβαση υπάγεται στην περίπτωση γ του άρθρου 15 του Κανονισμού, καθώς πρόκειται για τραπεζική συναλλαγή που έλαβε χώρα στον τόπο κατοικίας του ενάγοντος μεταξύ εκείνου και της ενταύθα δραστηριοποιούμενης πρώτης εναγομένης και περαιτέρω πρόκειται για συναλλαγή που εντάσσεται στον κύκλο δραστηριοτήτων της τελευταίας, στην οποία προέβη πρόσωπο το οποίο είναι καταναλωτής, δηλαδή πρόσωπο "μη επαγγελματικώς δρων", μη αναγκαίως εξειδικευμένο στο συγκεκριμένο συναλλακτικό τομέα, έστω και εάν, αναγκαίας, από τη συναλλαγή προσδοκά όφελος, και, περαιτέρω πρόκειται για τον τελικό χρήστη της υπηρεσίας την οποία λαμβάνει ως ιδιώτης, στοιχεία τα οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν αντικρούονται πειστικά από τις εναγόμενες, δεδομένου ότι οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί τους περί της έλλειψης στο πρόσωπο του ενάγοντος της ιδιότητας καταναλωτή, λόγω του μεγάλου ύψους της επένδυσης και της επί σειρά ετών συνεργασίας του με, την τράπεζα και αληθείς υποτιθέμενοι δεν αναιρούν της ως άνω ιδιότητά του, καθώς δεν προσδίδουν επαγγελματικό χαρακτήρα στη μεταξύ τους συναλλαγή, που αφορούσε στην επωφελέστερη διαχείριση των αποταμιεύσεων του, ανεξαρτήτως του ύψους αυτών. Εξάλλου, η ανωτέρω ρήτρα παρέκτασης αρμοδιότητας και εφαρμογής του Κυπριακού Δικαίου, πρόκειται για προδιατυπώμένο γενικό όρο συναλλαγών (ΓΟΣ), ο οποίος αποτυπώθηκε σε ξεχωριστό έγγραφο, αποκαλούμενο «Ενημερωτικό Δελτίο» και κατά τους ισχυρισμούς των ενισταμένων απετέλεσε τμήμα της συμβάσεως, καθώς στην αίτηση του ενάγοντος διαλαμβάνεται μνεία περί του εγγράφου αυτού. Ανεξαρτήτως δε του οι ενιστάμενες δεν εκθέτουν τις ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες ο ενάγων - αγοραστής έλαβε πράγματι γνώση του πολυσέλιδου περιεχομένου του Ενημερωτικού Δελτίου στο οποίο παραπέμπει η μόλις μιάς σελίδας αίτηση που φέρει την υπογραφή του. Πρωτίστως, όμως, η ρήτρα αυτή παρίσταται καταχρηστική και άκυρη κατά το άρθρο 2 § 6 του ν. 2251/1994 (περί προστασίας των καταναλωτών), καθώς, έχει ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών εις βάρος του καταναλωτή, όπως είναι ο ενάγων, αφού δυσχεραίνεται με αυτή η παράστασή του στο οριζόμενο ως άνω δικαστήριο, απομακρυσμένο από τον τόπο της κατοικίας του και τον τόπο εκπληρώσεως της παροχής, χωρίς τούτο να ανταποκρίνεται σε εύλογο συμφέρον της εναγομένης, που λειτουργούσε υποκατάστημα και στην πόλη της Λάρισας (τόπος καταρτίσεως της δικαιοπραξίας και εκπληρώσεως της παροχής), και δημιουργείται έτσι, κατ’ αντίθεση προς τις αρχές της καλής πίστεως, σημαντική ανισορροπία εις βάρος του ενάγοντος μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων (διαδίκων) που απορρέουν από την ένδικη σύμβαση, δεκτού γενομένου και του σχετικού ισχυρισμού περί καταχρηστικότητας, της όλης συμπεριφοράς της πρώτης εναγομένης. Εξάλλου, η αγωγή αρμοδίως καθ` ύλη και κατά τόπο φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (9, 18 παρ. 1, 22, 25 παρ. 2, 37 ΚΠολΔ) και είναι επαρκώς ορισμένη κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, με τη σημείωση ότι από το κείμενο της αγωγής και την προσήκουσα εκτίμηση του περιεχομένου της συνάγεται ότι ο ενάγων εστιάζει στην επένδυση με εγγυημένη επιστροφή κεφαλαίου, την οποία ζήτησε από την πρώτη εναγόμενη, όπως στα κύρια σημεία αυτής αναφέρεται και ειδικότερα στο σημείο, που τονίζεται με έμφαση ότι το προταθέν για επένδυση ήταν ένα προϊόν όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση αφού στη λήξη του η πρώτη εναγομένη θα κατέβαλε το σύνολο του αρχικά επενδεδυμένου κεφαλαίου, το οποίο ήταν εγγυημένο. Συνεπώς καμία αντίφαση δεν δημιουργείται εκ του ότι σε άλλο σημείο της αγωγής ο ενάγων χαρακτηρίζει το προϊόν αυτό ομόλογο ή εκ του ότι αναφέρει ρητώς ότι εν τέλει του παρουσιάστηκαν μετατρέψιμα χρεόγραφα, όπως εσφαλμένως εκθέτουν οι εναγόμενες. Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη, ασκηθείσα εντός της προβλεπομένης διετούς προθεσμίας της διάταξης του άρθρου 157 εδ- α ΑΚ, από την επικαλούμενη από τον ενάγοντα γνώση της παραβατικής συμπεριφοράς της πρώτης εναγόμενης, και της απόκρυψης ουσιωδών στοιχείων, απορριπτομένης για το λόγο αμτό της σχετικώς υποβληθείσας ενστάσεως εκ μέρους της δεύτερης εναγόμενης και ερείδεται κατά τα λοιπά στις διατάξεις των άρθρων 147, 149, 197, 198, 281, 288, 297 298, 299, 330, 345, 346, 914, 922 και 932 ΑΚ, 386 ΠΚ, 8 ν. (2251/1994 και άρθρ. 25 ν. 3606/2007 καθώς και σ` εκείνες των άρθρων 70,176, 218, 219, 907, 908 ΚΠολΔ. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι εφαρμοστέο δίκαιο είναι εν προκειμένω το ελληνικό, ως το δίκαιο της χώρας, όπου ο ενάγων καταναλωτής έχει τη συνήθη διαμονή του (άρθρ-. 5 παρ 3 και 10 παρ. 1 της Συμβάσεως της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, η οποία έχει κυρωθεί με το ν. 1792/1988, ισχύει στην Ελλάδα από 1-4-1991 ως εσωτερικό δίκαιο) και ως το δίκαιο της χώρας, όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός, (άρθρ. 4 παρ. 1 Κανονισμός 864/2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές), αναφορικά με τις σωρευόμενες αδικοπρακτικές αξιώσεις. Πρέπει επομένως, η αγωγή, για το καταψηφιστικό αίτημα της οποίας προσκομίζεται το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. σειράς ......./12-2-0215 Διπλότυπο είσπραξης τύπου Α της ΔΟΥ .....) να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Οι εναγόμενες αρνούνται την αγωγή αιτούμενες την απόρριψή της, εκθέτοντας ειδικότερη ότι δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του φερόμενου ζημιογόνου γεγονότος και της προβαλλόμενης ζημίας του ενάγοντος, δεδομένου ότι προ της λήξης του εν λόγω ομολόγου την 26-3-2013 μεσολάβησε γεγονός έκτακτο και μη δυνάμενο να προβλεφθεί το 2008, ήτοι η ελληνική χρηματοπιστωτική κρίση και ο κίνδυνος πτώχευσης της κυπριακής δημοκρατίας, το οποίο οδήγησε στην ψήφιση των νόμων κατ’ εφαρμογή των οποίων τα MX 2013/18 μετατράπηκαν σε μετοχές της πρώτης εναγόμενης, ισχυρισμός ωστόσο ο οποίος τυγχάνει μη νόμιμος και τούτο διότι, σύμφωνα με την αρχή της πρόσφορης αιτιότητας (causa adaequata) που κρατεί στον χώρο του ιδιωτικού δικαίου, αποζημιώνεται η ζημία εάν συνδέεται και στην έκΥαση που συνδέεται προς τη ζημιογόνο συμπεριφορά του δράστη, πράγμα που υπάρχει, όταν η τελευταία (ζημιογόνος συμπεριφορά) δεν συνέβαλε απλώς ως αναγκαίος όρος (conditio sine qua non) στο επιζήμιο αποτέλεσμα, αλλά, κατά τον χρόνο και υπό τους όρους που αυτή έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση εκτάκτων περιστατικών, να επιφέρει τη συγκεκριμένη ζημία, ενώ η υποθετική επέλευση από άλλη μεταγενέστερη αιτία (υποθετική αιτιότητα) της ζημίας που προκάλεσε ο ζημιώσας με τη ζημιογόνο πράξη του δεν αναιρεί εκ των υστέρων την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ ζημιογόνου πράξης και ζημίας και δεν αίρει την ευθύνη του τελευταίου για αποζημίωση του παθόντος, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, οφείλεται ήδη από τον χρόνο πραγμάτωσης της ζημίας με τη συνδρομή και των λοιπών όρων της αδικοπραξίας βλ. ΕφΠειρ 664/2002, ΕλΔνη 2003.203). Επίσης εκθέτουν ότι δεν παραλείφθηκε η παροχή στον ενάγοντα της απαραίτητης ενημέρωσης, ώστε να πληροφορηθεί τη μορφή της επενδύσεώς του, ισχυρισμός, ο οποίος εξεταζόμενος υπό το πρίσμα όσων έχουν σχετικώς εκτεθεί στην υπό στοιχείο IV νομική σκέψη συνιστά ένσταση, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 330 ΑΚ και 8 παρ. 4 Ν 2251/1994. Επίσης προβάλλουν επικουρικά την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος τόσο στον επέλευση όσο και στην έκταση της ζημίας του, εκθέτοντας η πρώτη από αυτούς ότι σε χρόνο μεταγενέστερο της σύναψης της κρίσιμης επένδυσης, ήτοι ήδη από την 31-12-2008 ο ενάγων ενημερώθηκε εκ νέου ότι είχε επενδύσει σε ομόλογο και δια των statements που
παραλάμβαναν αυτός και η σύζυγός του μπορούσαν να αντιληφθούν όσα ήταν αναγκαία για την αποτίμηση του χαρτοφυλακείου τους και ότι δεν επρόκειτο για τόκους προθεσμιακής κατάθεσης και ότι συνειδητά επέλεξαν να μην πουλήσουν το προϊόν στο οποίο επένδυσαν και να περιορίσουν τη ζημία τους στο ποσό των 69.990,13 ευρώ αφού σύμφωνα με το έντυπο αυτό κατά την αποτίμηση της 31-12-2008 ήδη υπήρχε διαφορά μεταξύ της ονομαστικήςαγοραίας αξίας των MX 2013.18 που ήταν 630.897 και της τιμής πώλησης των MX που ισούται με τη χρηματιστηριακή αξία αποτίμηση κατά την ημερομηνία αυτή ήτοι 542.571, 42 ευρώ και με το συνυπολογισμό τόκων που ήδη είχαν λάβει ύψους 18.335,13 ευρώ. Δηλαδή ότι ήδη ο ενάγων είχε ενημερωθεί πολλαπλώς για τη μείωση της αξίας του κεφαλαίου του και δη για την οικονομική ζημία της επένδυσής του και ουδέν έπραξε προκειμένου να περιορίσει αυτήν και δη δεν προέβη στην πώληση των χρεογράφων αυτών και ως εκ τούτου πρέπει να αναγνωριστεί ποσοστό συνυπαιτιότητας του ενάγοντος στην έκταση της ζημίας του, τουλάχιστον κατά το ως άνω ποσό των 542.571, 42 ευρώ και να περιοριστεί η υποχρέωση των εναγομένων στην καταβολή μόνο του ποσού των 69.990,13 ευρώ. Ο εν λόγω ισχυρισμός τυγχάνει νόμιμος, ερειδόμενος στη διάταξη του άρθρο 300 ΑΚ, ενώ και οι δύο εναγόμενες υποβάλλοντας στηριζόμενη στην ίδια διάταξη νόμιμη ένσταση και σε αυτή του άρθρου 281 ΑΚ, ισχυρίζονται επιπλέον ότι ο ενάγων και η σύζυγός του τυγχάνουν συνυπαίτιοι στην επέλευση της ζημίας τους διότι παρέλειψαν να αναζητήσουν εξηγήσεις και να αναγνώσουν τα έγγραφα, τα οποία υπέγραψαν, ενώ δεν τυγχάνουν άτομα με περιορισμένη πείρα στις συναλλαγές, γεγονός που τους καθιστά συνυπαίτιους και που καθιστά την άσκηση της εν λόγω αγωγής καταχρηστική. Και οι ενστάσεις αυτές πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω κατ` ουσίαν. Περαιτέρω, η πρώτη εναγόμενη προβάλλει την ένσταση συμψηφισμού κατ’ άρθρ. 440 ΑΚ έναντι του τυχόν σε βάρος τους επιδικασθησομένου ποσού αποζημίωσης για αδικοπρακτική ευθύνη, του ποσού των 93.146,68 ευρώ, που αποτελεί το συνολικό ποσό των τόκων που έλαβε ο ενάγων από την 31-12-2008 έως και την 31-12-2012 ως συμφωνηθέντες τόκους για τα MX2013/18 που κατείχε. Η ένσταση αυτή τυγχάνει μη νόμιμη και πρέπει να απορριφθεί και τούτο διότι η απώλεια του ενάγοντος, κατά της οποίας προβάλλεται συμψηφισμός, στηρίζεται στο αδίκημα της απάτης, που διαπράχθηκε από δόλο, και κατ` άρθρ. 450 ΑΚ δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά όμοιας απαίτησης (ΑΠ 838/2008 αδημοσίευτη, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε δε περίπτωση, εάν ο σχετικός επαναλαμβανόμενος ισχυρισμός ήθελε κριθεί ως ένσταση-αίτημα συνυπολογισμού στη ζημία του ενάγοντος του κέρδους του εκ των ως άνω τόκων, που ισχυρίζεται η πρώτη έναγόμενη ότι απέκτησε ο ενάγων από το κτηθέν προϊόν, ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος και τούτο διότι τα ποσά των τόκων δεν είναι κέρδος του ενάγοντος από τη ζημία της, αλλά απότοκος της συναφθείσας μεταξύ αυτής και της εναγομένης σύμβασης με συγκεκριμένες απολήσεις. Δηλαδή οι τόκοι που έλαβε ο ενάγων ως απόδοση των χρεωγράφων είναι μεν κέρδος του από την κυριότητα των τίτλων αυτών, πλην όμως το κέρδος αυτό προέρχεται όχι από την ζημία που υπέστη εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου του, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην τράπεζα, ή οποία το εκμεταλλεύθηκε με όποιο πρόσφορο τρόπο μπορούσε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του στον ενάγοντα. Ετσι ο ενάγων δικαιούται να κρατήσει το σύνολο των εισπραχθέντων τόκων απορριπτομένου σε κάθε περίπτωση του σχετικού ισχυρισμού. Αλλωστε η απόδοση αυτών με τη μορφή συνυπολογισμού τους στη ζημία της ενάγουσας, θα αντίκειτο στις αρχές της καλής πίστεως, αφού ο τελευταίος τους έχει ήδη εισπράξει και με τον συνυπολογισμό τους θα μειωνόταν κατά πολύ η επιδικασθησομένη αποζημίωση από την απώλεια του κεφαλαίου του ή του μεγαλυτέρου μέρους του, αν είχε τη δυνατότητα να εξοφλήσει τα χρεόγραφα (ΕφΑΘ 4841/2014, δημοσίευση Nomos). Τέλος, αρνούμενη την αγωγή η πρώτη εναγόμενη ισχυρίσθηκε ότι η παρούσα συναλλαγή επρόκειτο για διάθεση από την ίδια ως εκδότη και διαθέτη ομολόγων εταιριών τα οποία ως αξίες θα διαπραγματευόταν στο Χρηματιστήριο Αξιών... και τα οποία έδιναν το δικαίωμα στον κάτοχο αυτών ενάγοντα να τα πουλήσει στη δευτερογενή αγορά ήτοι στο χρηματιστήριο οιαδήποτε στιγμή. Ότι αυτά ήταν ορισμένου χρόνου και δη δεκαετούς διάρκειας και ότι ονομαζόταν MX 2013/2018 διότι στην πενταετία είχε δικαίωμα η ίδια να τα επαναγοράσει ενώ στη δεκαετία (2018) όφειλε να τα επαναγοράσει στην ονομαστική τους αξία. Επίσης ότι ο κάτοχός τους σε προκαθορισμένες ημερομηνίες μπορούσε να τα μετατρέψει οικειοθελώς σε μετοχές της Τράπεζας και ότι το γεγονός ότι δεν επρόκειτο για καταθετικό προϊόν δικαιολογείται από την ονομασία τους «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα» αξιών πρωτογενώς, και περαιτέρω ότι κατά τη σύναψη της επίδικης σύμβασης, ο εναγών γνώριζε τους επιμέρους όρους αυτής. Οι ισχυρισμοί των εναγομένων, κατά το μέρος που κρίθηκαν νόμιμοι, θα ερευνηθούν περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά τους.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος απόδειξης του ενάγοντος, που εξετάσθηκε, κατά τη συζήτηση της αγωγής και περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου, και των εγγράφων, που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, μερικά των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς να παραλείπεται οιοδήποτε αυτών για την ουσιαστική διερεύνηση της διαφοράς, μεταξύ δε αυτών τις προσκομιζόμενες μετ` επικλήσεως με αρ. ....../2014 και ........./2014 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ............... χήρας ............... και .......... , ληφθείσες ενώπιον του Ειρηνοδίκη Λάρισας, επιμέλεια τού ενάγοντος, έπειτα από προηγούμενη νομότυπη κλήτευση των εναγομένων (βλ. τις με αριθμούς ...../7-3-2014 και ..../7-3-2014 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς .......................), από τις ομολογίες των διαδίκων οι οποίες διαλαμβάνονται στις προτάσεις τους, για τις οποίες γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται κρι αυτεπαγγέλτως υπόψη, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγόμενη είναι ανώνυμη τραπεζική εταιρία με έδρα την..., νόμιμο εγκαταστημένη στην Ελλάδα και κατά τον κατωτέρω αναφερρμενο κρίσιμο χρόνο διατηρούσε ικανό αριθμό καταστημάτων στη χώρα μεταξύ των οποίων και υποκατάστημα στην πόλη της Λάρισας. Ο ενάγων, ιατρός, στο επάγγελμα, διατηρούσε τόσο αυτός όσο η επίσης ιατρός σύζυγός του ...... , γερμανικής καταγωγής συνεργασία με την πρώτη εναγομένη από το έτος 2005, διατηρώντας στο υποκατάστημά της στη ......καταθετικούς λογαριασμούς και προθεσμιακές καταθέσεις. Μοναδικός στόχος των ανωτέρω ήταν η εξασφάλιση των χρημάτων τους σε ασφαλή τραπεζικά προϊόντα και η λήψη όσο το δυνατόν μεγαλύτερου επιτοκίου μέσω προθεσμιακών καταθέσεων. Toν Ιούλιο του έτους 2008 ο ενάγων και η σύζυγός του μετέβησαν, στο υποκατάστημα της πρώτης εναγόμενης προκειμένου να συζητήσουν την δυνατότητα καλύτερης αξιοποίησης των καταθέσεών τους. Εκεί συναντήθηκαν με την υπάλληλο της πρώτης εναγόμενης ................. ή ......... , με την οποία κυρίως συναλλασσόταν και η οποία τους ενημέρωσε για ένα νέο προϊόν, όμοιο με αυτό της προθεσμιακής κατάθεσης. Χωρίς αυτοί να λάβουν επαρκή ενημέρωση, αργότερα την ίδια ημέρα η υπάλληλος αυτή μετέβη αρχικώς στο ιατρείο της συζύγου του, όπου παρουσία πελατών της την ενημέρωσε για το καινούργιο επενδυτικό προϊόν, το οποίο ήταν απόλυτα ασφαλές, όπως της εξέθεσε και το οποίο προσομοίαζε με προθεσμιακή κατάθεση. Μάλιστα αφού ετοίμασε γρήγορα όλα τα αναγκαία έγγραφα την έπεισε να μεταβούν στο γραφείο του συζύγου της και ενάγοντος, όπου παρουσία και της μάρτυρος απόδειξής του, του μετέφερε ότι ήταν η τελευταία ημέρα κατά την οποία η πρώτη εναγόμενη τράπεζα παρείχε το συγκεκριμένο τραπεζικό προϊόν το οποίο απευθυνόταν μόνο σε πολύ κάλούς και λίγους πελάτες (5-10 το πολύ) και το οποίο ήταν απολύτως ασφαλές και εγγυημένο όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση. Ειδικότερα,
όπως αποδείχθηκε, το έτος 2008 η πρώτη εναγόμενη είχε εκδώσει το επενδυτικό προϊόν με την ονομασία «Μετατρέψιμα Χρεώγραφα 2013/2018», τα οποία ήταν ομόλογα, με επιτόκιο 6,5 % για τις δύο πρώτες περιόδους τοκισμού και ακολούθως με κυμαινόμενο επιτόκιο Euribor- 6 μηνών συν περιθώριο 1, 00 % και εν συνεχεία, κυμαινόμενο επιτόκιο Euribor- 6 μηνών συν περιθώριο 2, 00 %, και δη με αποδόσεις υψηλότερων των συνήθων προθεσμιακών καταθέσεων. Τα εταιρικά αυτά ομόλογα της Τράπεζας ............ είχαν εκδότρια την πρώτη εναγόμενη και επρόκειτο να διαπραγματευτούν στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και Κύπρου και ήταν αμιγώς ομολογιακά - χρηματιστηριακά προϊόντα (βλ. σελ. 24 των προτάσεων της πρώτης εναγομένης) και έδιναν το δικαίωμα στον κάτοχό τους να τα πουλήσει στη δευτερογενή αγορά (δηλαδή στο χρηματιστήριο) οιαδήποτε στιγμή. Σε αυτό το προϊόν αναφερόταν τότε η υπάλληλος της πρώτης εναγόμενης. Από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι αυτή ενημέρωσε, ως όφειλε, τον ενάγοντα επαρκώς όταν του πρότεινε τη συμμετοχή του στο επενδυτικό αυτό προϊόν για το ότι επρόκειτο για ομόλογα και τι ακριβώς σήμαινε η τοποθέτηση χρημάτων σε ομόλογα, ούτε για το τι σήμαινε ο όρος Μετατρέψιμα χρεώγραφα και σε τι αναφερόταν οι ημερομηνίες 2013 και 2018. Αντιθέτως τον διαβεβαίωσε ρητά ότι υπογράφοντας όλα τα σχετικά έγγραφα, θα συμμετείχε σε ένα είδος προθεσμιακής κατάθεσης με αρχική λήξη μετά από 5 έτη (δηλαδή τον Ιούνιο του 2013) και ότι στην λήξη αυτή θα λάμβανε σε κάθε περίπτωση όλο το κεφάλαιό του, το οποίο ήταν απόλυτα εξασφαλισμένο. Του προσκόμισε δε πλείστα έγγραφα, στα οποία ο ενάγων και η σύζυγός του παρουσία και της ως άνω μάρτυρος απόδειξής του έθεσαν την υπογραφή τους χωρίς καν να τα διαβάσουν, έχοντας πλήρη εμπιστοσύνη στα λεγόμενά της. Σημειώνεται ότι η σύζυγος του ενάγοντος είναι γερμανικής καταγωγής και κατανοεί και διαβάζει ελάχιστα ελληνικά. Η ως άνω υπάλληλος τον διαβεβαίωσε επανειλημμένως ότι επρόκειτο για απολύτως ασφαλές προϊόν και ότι η ίδια θα φρόντιζε να λήξουν οι προθεσμιακές καταθέσεις που είχε μέχρι τότε ο ίδιος και η σύζυγός του στην Τράπεζα χωρίς καμία ποινή προεξόφλησης (πέναλτυ) ώστε να μπορέσει να χρηματοδοτήσει το νέο αυτό προϊόν, αφού πραγματικά επρόκειτο για ευκαιρία. Πράγματι μετά την ημέρα υπογραφής των σχετικών εγγράφων, τα οποία έφεραν ημερομηνία 23/7/2008 και 24-7-2008 όπως θα αναλυθούν κατωτέρω, έληξαν πρόωρα η, με αριθμό ................. προθεσμιακή κατάθεση (η οποία είχε επιτόκιο 4,36% και έληγε την 14-10-2008) και μεταφέρθηκε στον με αριθμό, ............. λογαριασμό του ενάγοντος και της συζύγου του το ποσό των 35.442,19 ευρώ, η με αριθμό ..................... προθεσμιακή κατάθεση (που είχε επιτόκιο 4,44% και έληγε την 29-8-2008) και μεταφέρθηκε στον με αριθμό ....................... λογαριασμό του ενάγοντος και της συζύγου του μερικό σύνολο αυτής ποσού 139.042,05 ευρώ και η με αριθμό ...................προθεσμιακή κατάθεση (που είχε επιτόκιο 4,53% και έληγε την 29-8-2008) και μερικό σύνολο αυτής ποσού 422.658,95 ευρώ μεταφέρθηκε στον με αριθμό ........... λογαριασμό. Τα ποσά αυτά πλέον ποσού 23.752,95 ευρώ που μεταφέρθηκε στον με αριθμό ............. λογαριασμό από τον με αριθμό ................ λογαριασμό του ενάγοντος και της συζύγου του συνολικού ύψους 630.897 ευρώ χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να αγοράσει ο ενάγων και η σύζυγός του στις 24-7-2008 μετατρέψιμα χρεόγραφα δηλαδή το ανμπέρω προϊόν, ονομαστικής αξίας 1 ευρώ εκάστου και δη συνολικής αξίας 630.897 ευρώ. Το εν λόγω προϊόν, σύμφωνα με τους περιληπτικούς όρους έκδοσής του ως διαλαμβάνονται στο από 25-6-2008 περιληπτικό σημείωμα- Ενημερωτικό Δελτίο που εξέδωσε η πρώτη εναγόμενη, αφορούσε σε αξίες με ημερομηνία τελευταίας αποπληρωμής 30-6-2018. Τα μετατρέψιμα χρεόγραφα θα έφεραν σταθερό επιτόκιο 6,5% για τις δύο πρώτες περιόδου τόκου δηλαδή μέχρι και την 30-6-2009 και ακολούθως κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο με το επιτόκιο euribor 6 μηνών που θα ισχύει στην αρχή κάθε περιόδου τόκου συν περιθώριο 1,00%. Η πρώτη εναγόμενη θα είχε δικαίωμα να αγοράσει τα μετατρέψιμα χρεόγραφα κατά τις 30-6-2013 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου μετά από την ημερομηνία αυτή, ενώ θα είχε υποχρέωση να τα αποπληρώσει στο άρτιο δηλαδή στην αξία 1 ευρώ ανά αξία την 30-6-2018. Eπρόκειτο για άμεση, μη εξασφαλισμένη και κατατασσόμενη στις ελάσσονος προτεραιότητας υποχρεώσεις της Τράπεζας επένδυση, σε σχέση με τις αξιώσεις πιστωτών της τράπεζας μεταξύ των όποιων και των καταθετών και προτεραιότητας σε σχέσεις με τις άξιώσεις των κατόχων αξιογράφων κεφαλαίου και μέτοχων της Τράπεζας. Η επένδυση αυτή υπόκειτο σε μία σειρά παραγόντων κινδύνου και οι δυνητικοί επενδυτές έπρεπε να εξετάσουν προσεκτικά τους κινδύνους αυτούς πριν προχωρήσουν στην επένδυση αυτή των μετατρέψιμων χρεογράφων, τα οποία παρέχουν δικαίωμα μετατροπής τους σε μετοχές. Ρητά αναγράφεται στο σημείωμα αυτό ότι εάν επέλθει οποιοδήποτε από τα γεγονότα που περιγράφονται κατωτέρω, το Συγκρότημα, η χρηματοοικονομική του θέση ή τα αποτελέσματα της λειτουργίας του ενδέχεται να επηρεασθούν δυσμενώς και ουσιωδώς και ανάλογα, μπορεί να σημειωθεί πτώση στην αξία και την τιμή πώλησης των μετατρέψιμων Χρεογράφων και των μετοχών της εταιρίας οδηγώντας σε απώλεια του συνόλου ή μέρους οποιοσδήποτε επένδυσης σε αυτές. Ως παράγοντες κινδύνου συνδεόμενοι με τα μετατρέψιμα χρεόγραφα αναφέρονται η μη επαρκής κάλυψη της παρούσας έκδοσης των μετατρέψιμων χρεογράφων, ο επιτοκιακός κίνδυνος, η εξαγορά και αγορά, η προτεραιότητα, οι περιορισμοί έκδοσης χρεογράφων, η επίδραση της έκδοσης των μετατρέψιμων χρεογράφων στην τιμή της μετοχής, η εμπορευσιμότητα των μετοχών, και οι διακυμάνσεις των τιμών των μετατρέψιμων χρεογράφων. Επίσης περιγράφονται και σειρά παραγόντων κινδύνου που σχετίζονται με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της τράπεζας, όπως ο κίνδυνος το συγκρότημα στο οποίο ανήκε η πρώτη εναγόμενη να μην επιτύχει τους στρατηγικούς στόχους του με δυσμενείς επιπτώσεις στα αποτελέσματα και στη χρηματοοικονομική θέση του, ο κίνδυνος ρευστότητας, το ρυθμιστικό πλαίσιο του ...τραπεζικού τομέα, το οποίο μεταβάλλεται, οι οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στον ..και διεθνή χώρο, η ένταση του ανταγωνισμού, ο νομικός κίνδυνος και οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις. Ακολούθως έπονται στο σημείωμα αυτό ιστορικό και ανάπτυξη εργασιών του εκδότη, προοπτικές και μακροχρόνιοι στόχοι και δίνονται ιδιαίτερα δυσνόητες στον απλό καταναλωτή χρηματοοικονομικές πληροφορίες σε διάφορους τομείς, τις οποίες οφείλει να γνωρίζει ο επενδυτής πριν αναλάβει το ρίσκο να συμμετάσχει στο προϊόν αυτό. Οπως σε όλα τα περιληπτικά σημειώματα -ενημερωτικά σημειώματα που προσκομίσθηκαν από την πρώτη εναγομένη και σε αυτό αναφέρεται ρητά ότι το έγγραφο αυτό εγκρίθηκε από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μόνο όσον αφορά την κάλυψη των αναγκών πληροφόρησης του επενδυτικού κοινού, όπως αυτές καθορίζονται στα περί δημόσιας προσφοράς και Ενημερωτικού Δελτίου νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας και ότι πριν τη λήψη της επενδυτικής απόφασης το επενδυτικό κοινό προτρέπεται να συμβουλεύεται το σύμβουλο επενδύσεών του, διότι η επένδυση συνεπάγεται κινδύνους που αναφέρονται με τίτλο παράγοντες κινδύνου. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις αναλυτικές πληροφορίες για τη φύση, του προϊόντος αυτού που προσκομίζονται από την πρώτη εναγόμενη τα μετατρέψιμα ομόλογα 2013/2018 έδιναν το δικαίωμα στον κάτοχο τους για τα μετατρέψει σε συνήθεις μετοχές της Τράπεζας σύμφωνα με τους εκεί αναφερόμενους όρους όποτε το επιθυμούσε αυτός. Ακολούθησε η έκδοση, πολλών συμπληρωματικών ενημερωτικών δελτίων με παρόμοιο περιεχόμενο. Ωστόσο κανένα από τα ειδικότερα στοιχεία αυτών δεν ήταν σε γνώση του ενάγοντος. Ως προς τη διάθεση του ανωτέρω προϊόντος, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη παρείχε ενημέρωση στα στελέχη της και διέμεινε έγγραφα για τα επιχειρήματα πώλησής του, προκειμένου γα ενημερώσουν με τη σειρά τους τους πελάτες, καθώς για την επιτυχία του προγράμματος έπρεπε η έκδοση να καλυφθεί στο μεγαλύτερο δυνατό μέρος από συμμετοχές πελατών της. Στο εσωτερικό απόρρητο έγγραφο της πρώτης εναγομένης με τίτλο «επιχειρήματα πώλησης» που προσκομίζει ο ενάγων αναφέρεται ότι το μετατρέψιμο ομόλογο δίνει την ευκαιρία στον κάτοχό του να έχει δύο επιλογές ταυτόχρονα υψηλή απόδοση στο κεφάλαιο σε σχέση με την προθεσμιακή κατάθεση και ταυτόχρονα δυνατότητα μετατροπής σε μετοχές όταν οι συνθήκες της αγοράς βελτιωθούν. Αρα ο κάτοχος του ομολόγου, όπως αναφέρεται ρητά, απολαμβάνει την ασφάλεια της προθεσμιακής κατάθεσης και ταυτόχρονα επωφελείται από μία πιθανή άνοδο της τιμής της μετοχής σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Ρητά αναφέρεται επίσης ότι για την επιτυχή κάλυψη της
έκδοσης είτε από τους υφιστάμενους μετόχους είτε από πελάτες της τράπεζας, απαιτείται η ενεργοποίηση του δικτύου των επενδυτικών συμβούλων και των χρηματιστηριακών κόμβων. Επίσης όπως προκύπτει από έγγραφο αυτό οι υπάλληλοι της πρώτης εναγομένης κατά τις εντολές της, θα ενεργούσαν με σκοπό την ενημέρωση και τις απαντήσεις σε τυχόν απορίες των πελατών σχετικά με την έκδοση των χρεογράφων και την εξυπηρέτησή τους για τη συμμετοχή τους στις εγγραφές αυτές, αναφέροντας τα χαρακτηριστικά του εν λόγω προϊόντος και λύνοντας τις βασικές απορίες, ενώ για οποιαδήποτε περαιτέρω διευκρίνιση οι επενδυτές θα απευθύνονταν σε επενδυτικούς συμβούλους. Στο έγγραφό αυτό, δίνεται το δικαίωμα στους πελάτες να σπάζουν υφιστάμενες καταθέσεις χωρίς κανένα penalty (ποσό πρόωρης εξόφλησης) και ενημερώνονται τα καταστήματα ότι θα τους αποσταλούν σχετικές λίστες πελατών για να επικοινωνήσουν μαζί τους και να φροντίσουν για την συμμετοχή τους στο επενδυτικό προϊόν ώστε να καλυφθεί επιτυχώς η έκδοση του προϊόντος. Σε κάθε περίπτωση αναγράφεται ότι σε περίπτωση που ο πελάτης έχει εξειδικευμένες ερωτήσεις ή θέλει συμβουλές τότε το κατάστημα πρέπει να τον παραπέμπει να ενημερώνεται από το αρμόδιο τμήμα Επενδυτικών Υπηρεσιών τους επενδυτικούς συμβούλους δηλαδή, ενώ ρητώς επίσης αναγράφεται ότι σε καμία περίπτωση δεν συμβουλεύουν οι υπάλληλοι της τράπεζας τους πελάτες να αγοράσουν ή να μην αγοράσουν χρεόγραφα, απλά λένε τα χαρακτηριστικά των χρεογράφων και λύνουν βασικές απορίες. Στα πλαίσια των ως άνω οδηγιών της πρώτης εναγομένης η υπάλληλός της ............................ , χωρίς να έχει τις κατάλληλες
γνώσεις την εκπαίδευση και την άδεια να πληροφορεί το κοινό για το συγκεκριμένο επενδυτικό προϊόν και με σκοπό να επιτύχει τον στόχο της πρώτης εναγομένης για κάλυψη του επενδυτικού αυτού προϊόντος, το πρότεινε στον ενάγοντα και τη σύζυγό του τον Ιούλιο του 2008 και μάλιστα υπερέβη τις οδηγίες της πρώτης εναγομένης, αφού δεν αρκέσθηκε σε απλή ενημέρωσή του, αλλά προέβη σε παροχή επενδυτικής συμβουλής, δεδομένου ότι τον προέτρεψε να επενδύσει σε αυτό, ισχυριζόμενη ότι επρόκειτο για απόλυτα ασφαλή επένδυση και πραγματική ευκαιρία για τον ίδιο και τη σύζυγό του. Αφού τον διαβεβαίωσε ότι επρόκειτο για προϊόν που δίνεται κατά προτεραιότητα σε λίγους και καλούς πελάτες της τράπεζας, του παρέθεσε μόνο τα χαρακτηριστικά εκείνα που θα τον οδηγούσαν στην επένδυση, εκθέτοντάς του ότι διατίθετο κατά σειρά προτεραιότητας στους μετόχους της τράπεζας και τους ήδη κατόχους χρεογράφων, ως δηλαδή εκείνον, παραθέτοντάς του ως προς τα εν γένει χαρακτηριστικά του επενδυτικού προϊόντος μόνο τα αναφερόμενα ως θετικά στο ως άνω έγγραφο και ενισχύοντας το ότι θα εξακολουθούσε να απολαμβάνει τα ωφελήματα της ασφάλειας της προθεσμιακής κατάθεσης. Για το γεγονός αυτό κατέθεσε με σαφήνεια η μάρτυρας απόδειξης του ενάγοντος στο ακροατήριο, η οποία στο σημείο αυτό δεν αντικρούσθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο. Η μάρτυρας αυτή κατέθεσε ρητά πως η υπάλληλος της πρώτης εναγόμενης μπροστά της διαβεβαίωσε τον ενάγοντα πολλές φορές ότι επρόκειτο για πλήρως εξασφαλισμένο προϊόν, όμοιο με αυτό της προθεσμιακής κατάθεσης και ότι κατά την λήξη του θα λάμβανε πλήρως το κεφάλαιό του, το οποίο ήταν εγγυημένο και ότι έπρεπε να βιαστούν διότι ήταν-η τελευταία ημέρα κατά την οποία επιτρεπόταν η συμμετοχή στο προϊόν αυτό. Επίσης ότι, ο ενάγων της διευκρίνισε ότι δεν θέλει να έχει καμία σχέση με χρηματιστήριο και ότι αυτή του απάντησε να μην στενοχωριέται και ότι δεν έχει καμία σχέση με το χρηματιστήριο (βλ. σελ. 5 των ταυτάριθμων με την παρούσα απόφαση πρακτικών). Χαρακτηριστικό είναι ότι η πρώτη εναγομένη αρνείται το γεγονός αυτό, χωρίς ωστόσο να εκθέτει ποιά ή ποιος υπάλληλος, ειδικώς ενημερωμένος, απευθύνθηκε στον ενάγοντα και τον συμβούλευσε να προβεί στην επένδυση αυτή, ισχυριζόμενη μεταξύ άλλων κανένας υπάλληλός της δεν τον συμβούλεψε σχετικά και ότι μπορεί ο ενάγων να πληροφορήθηκε την ύπαρξη του ομολόγου από αλλού και να προσήλθε ο ίδιος στην Τράπεζα, ισχυρισμός ο οποίος εκτός του ότι ελέγχεται ως αναληθής, μη αποδεικνυόμενος από οιοδήποτέ μέσο, δεν δύναται να αναιρέσει την υποχρέωσή της για πλήρη ενημέρωση του ενάγοντος για τους κινδύνους του προϊόντος που του παρείχε, ενημέρωση την οποία παρέλειψε τεχνηέντως να κάνει μέσω των υπαλλήλών της. Σημειώνεται ότι η πρώτη εναγομένη δεν αρνείται ότι εργαζόταν στο υποκατάστημα της ... υπάλληλος με το όνομα ............... ή ............. , αλλά αντιθέτως συνομολογεί με την προσθήκη της (σελίδα 5 αυτής) την ύπαρξη της υπαλλήλου αυτής, εκθέτοντας ότι αυτή απλά ετοίμασε τα έγγραφα και διεκπεραίωσε τη διαδικασία υπογραφής τους, χωρίς να έχει, ενημερώσει αυτή τον ενάγοντα. Ο εν λόγω τρόπος προσέγγισης του ενάγοντα από την υπάλληλο αυτή, προστηθείσα της πρώτης αυτών, που συνάδει και με την επιλεγείσα διαδικασία προώθησης του προϊόντος εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης όπως αυτή περιγράφεται στο προαναφερθέν εμπιστευτικό έγγραφο, αναμφίβολα συνιστά παροχή επενδυτικής υπηρεσίας κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 1 εδ. ε ν. 3606/2007 δεδομένού ότι πρόκειται για σύσταση δοθείσα σε συγκεκριμένο και δη, ήδη υφιστάμενο πελάτη- επενδυτή, ο οποίος -ως άλλωστε γνωστοποιήθηκε και στον ίδιο- είχε ειδικώς επιλεγεί για το συγκεκριμένο προϊόν, λόγω των ιδιαιτεροτήτων του και δη ήταν μεγαλοκαταθέτης, ως προς τον οποίο μάλιστα προβλεπόταν και ειδικότερος τρόπος για τη διευκόλυνση της κτήσης του νέου επενδυτικού προϊόντος, ήτοι το άμεσο άνοιγμα χωρίς κυρώσεις των προθεσμιακών του καταθέσεων, και τούτο με σκοπό την αγορά του νέου επενδυτικού προϊόντος. Παράλληλα, δε, η ανωτέρω σύσταση έδιδε έμφαση, ως ανωτέρω αναφέρθηκε, μόνο στα οφέλη της συγκεκριμένης επένδυσης αυτοτελώς αλλά και σε σχέση με το προϊόν που ήδη κατείχε ο ενάγων, χωρίς οιαδήποτε αναφορά στους κινδύνους που επαγόταν, στοιχεία που επηρέασαν την απόφασή του να προβεί στην αγορά του συγκεκριμένου προϊόντος και τον κατεύθυναν ανάλογα και συγκεκριμένα να προβεί σε καταγγελία των προθεσμιακών καταθέσεών του και να τοποθετήσει το μεγαλύτερο μέρος αυτών στο φερόμενο συγκριτικά επωφελέστερο για αυτόν προϊόν, το οποίο ήταν ίσης εξασφάλισης κατά τα λεγάμενα της υπαλλήλου της εναγομένης με τις προθεσμιακές καταθέσεις, αλλά παρείχε πολύ μεγάλο επιτόκιο. Η κρίση του Δικαστηρίου περί του ότι το συγκεκριμένο προϊόν προτάθηκε ως πλήρως ασφαλές και ως επωφελέστερο των προθεσμιακών μέσων ερείδεται στην κατάθεση της μάρτυρος που εξετάσθηκε από το δικαστήριο, η οποία αναφέρθηκε ρητά σε ασφαλές προϊόν με ωφέλεια και μεγαλύτερη δυνατή τοκοφορία, κατάθεση η οποία επιβεβαιώνεται τόσο από το περιεχόμενο του εγγράφου εσωτερικών οδηγιών της τράπεζας στο οποίο ως προς τα χαρακτηριστικά του προϊόντος αναφέρονται το υψηλό επιτόκιο, η συγκριτικά υπέρτερη θέση του σε σχέση με την προθεσμιακή κατάθεση και περαιτέρω ότι η μετατροπή του σε μετοχές δεν ήταν υποχρεωτική, υπό την έννοια ότι εναπόκειτο στη βούληση κάθε επενδυτή, όσο και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, καθώς δεν δικαιολογείται η καθ` οιονδήποτε τρόπο προτροπή, έστω ενημέρωση του ενάγοντος για το νέο προϊόν που θα αποκτούσε δια μετατροπής εκείνου που ήδη κατείχε, εάν δεν τοποθετείτο ως συγκριτικά επωφελέστερο για εκείνον και τούτο διότι σε διαφορετική περίπτωση δεν θα υπήρχε ανάγκη επικοινωνίας της υπαλλήλου του υποκαταστήματος της πρώτης εναγόμενης μαζί του και προώθησης του συγκεκριμένου προϊόντος. Περαιτέρω, κατά την επαφή της με τον ενάγοντα η ως άνω υπάλληλος της πρώτης εναγομένης κατά παράβαση των υποχρεώσεών της για ακριβή και πλήρη ενημέρωση του με βάση την οδηγία MIFID, αλλά και την ήδη υφιστάμενη μεταξύ τους σχέση εμπιστοσύνης λόγω της από το έτος 2005 και εντεύθεν συνεργασίας τους, που ενέτεινε την υποχρέωση διαφώτισης και προάσπισης των συμφερόντων του, εν γνώσει της, παρέστησε αναληθώς ότι το προϊόν αυτό είχε εξασφαλισμένη απόδοση και ασφάλεια κεφαλαίου και παρέλειψε να του εκθέσει τους κινδύνους τους και ειδικότερα ότι επρόκειτο για πολύπλοκο χρηματοοικονομικό μέσο, λόγω των χαρακτηριστικών της μακράς διάρκειάς του (10 ετούς όπως αποδείχθηκε και όχι πενταετούς όπως εκτέθηκε στον ίδιο) και της έκθεσης σε πλείστους κινδύνους, τους οποίους κανένας δεν ανέλυσε στον ενάγοντα, αφού δεν αποδείχθηκε καν ότι του παραδόθηκε το ενημερωτικό δελτίο και τα σχετικά σημειώματα εκ μέρους της πρώτης εναγομένης, όπως αναληθώς εκθέτει η ίδια. Μάλιστα η ως ανω υπάλληλος παρέλειψε να του αναφέρει ότι οι προθεσμιακές καταθέσεις είναι εγγυημένες ως ένα ποσό από το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ) σε αντίθεση με το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό προϊόν που δεν καλυπτόταν από το παραπάνω εγγυητικό σχήμα (βλ. προς τούτο σελ. 6 της από 25-2- 2013 σύστασης του συνηγόρου του πολίτη προς την πρώτη εναγομένη, η οποία ναι μεν αφορά άλλο προϊόν, ωστόσο κάνει αναφορά και στο επίμαχο προϊόν και σύγκριση μεταξύ αυτού και της προθεσμιακής κατάθεσης). Η πρώτη εναγόμενη είχε μέσω των υπαλλήλων της την υποχρέωση να παρουσιάσει στον ενάγοντα αναλυτικά τους κινδύνους που ενείχε η επένδυση στο εν λόγω επενδυτικό προϊόν στο όποιο του πρότεινε να προβεί και κατά παράβαση της υποχρέωσης αυτής, ουδέποτε τον ενημέρωσε για οιονδήποτε από αυτούς και ουδεμία ειδική πληροφόρησή του παρέσχε προκειμένου να αντιληφθεί τους πραγματικούς κινδύνους πού ενείχε η επένδυση αυτή, ουδεμία περιγραφή έκανε ως προς τούς παράγοντες που προσδιόριζαν την απόδοση του και ουδέν παράδειγμα χρησιμοποίησε για να τον διευκολύνει στην κατανόηση της φύσης του προϊόντος και των κινδύνων που ενείχε η επένδυση σ` αυτό, αντιθέτως του απέκρυψε το γεγονός της ανυπαρξίας εγγύησης για το κεφάλαιό του και όλα αυτά ενώ γνώριζε, ότι το ποσό που επρόκειτο να χρησιμοποιήσει αποτελούσε τις επί σειρά ετών αποταμιεύσεις του ενάγοντος, τις οποίες προόριζε για την παροχή οικονομικής στήριξης κατά την έναρξη της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής σταδιοδρομίας των τέκνων του και ότι πάντοτε ο ενάγων πραγματοποιούσε επενδύσεις χαμηλού κινδύνου με στόχο τη διασφάλιση του κεφαλαίου του. Δηλαδή η υπάλληλος της πρώτης εναγομένης με βάση και της οδηγίες αυτής έπεισε τον ενάγοντα να επενδύσει στο εν λόγω ομόλογο, το οποίο ενόψει της οικονομικής, προσωπικής καταστάσεώς του και των σκοπών για το οποίο το προόριζε, τα οποία είχε καταστήσει γνωστά σ` αυτήν λόγω της στενής συνεργασίας τους, συνιστούσε προδήλως ακατάλληλη και ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη γι’ αυτόν επένδυση. Επί πλέον όχι απλά δεν του επισημάνθηκε οποιαδήποτε διαφορά, ανάμεσα στο επενδυτικό αυτό προϊόν και τα προηγούμενα στα οποία είχε επενδύσει, ήτοι τις προθεσμιακές καταθέσεις, αντιθέτως η υπάλληλος της πρώτης εναγόμενης τον είχε διαβεβαιώσει ότι αποτελούσε ασφαλή τοποθέτηση, απολύτως όμοια με αυτή της προθεσμιακής κατάθεσης χωρίς απώλειες κεφαλαίου, παραβιάζοντας έτσι τις νόμιμες υποχρεώσεις της, για προστασία των συμφερόντων του πελάτη της. Ως εκ των παραπάνω, η πρώτη εναγόμενη δια της προστηθείσας υπαλλήλου της κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, εν γνώσει της παρέστησε ψευδή γεγονότα ως αληθή και παρέλειψε να ενημερώσει τον ενάγοντα για τους κινδύνους του επενδυτικού αυτού προϊόντος, μολονότι είχε ιδιαίτερη προς τούτο νομική υποχρέωση πηγάζουσα εκ των ανωτέρω διατάξεων που προβλέπουν ότι η ενημέρωση του υποψήφιου επενδυτή πρέπει να είναι σαφής και λεπτομερής, ιδίως ως προς τους αναλαμβανόμενους κινδύνους και υποχρεώσεις, ενεργώντας προκειμένου να εξασφαλίσει τη διάθεση του συγκεκριμένου προϊόντος και να επιτύχει τους στόχους της πρώτης εναγομένης με αποτέλεσμα ο ενάγων παραπεισθείς ως προς τις ιδιότητες των MX 2013/18 να υπογράψει τα σχετικά έγγραφα, ήτοι να υπογράψει: α) το με ημερομηνία 23-7-2008 έγγραφο με θέμα παράρτημα Β με το οποίο ενημερώνει μεταξύ άλλων ότι έχει διαβάσει και αντιληφθεί τους όρους του από 29-10-2007 ενημερωτικού πακέτου τους οποίους αποδέχεται και ότι συναινεί η πρώτη εναγομένη, β) το με ημερομηνία 24-7-2008 έγγραφο με τίτλο έκδοση και εισαγωγή στο ΧΑΚ/ΧΑ μετατρέψιμων χρεογράφων 2013/2018 - αίτηση εγγραφής αδιαθέτων μετατρέψιμων χρεογράφων, με το οποίο αιτήθηκε την αγορά τους για ποσό 630.897,00, όπου ρητά αυτός υπέγραψε ότι έχει τη γνώση και τις ικανότητες να προβεί στην αξιολόγηση της επένδυσής του και ότι αποδέχεται τους όρους έκδοσής τους όπως περιέχονται στο ενημερωτικό δελτίο με ημερομηνία 25-6-2008 και ότι δεν του έχει παρασχεθεί επενδυτική συμβουλή από την πρώτη εναγομένη ή από οποιονδήποτε υπάλληλό της για τα Μετατρέψιμα χρεόγραφα της έκδοσης αυτής, γεγονότα τα οποία δεν είναι αληθή με βάση όσα προαναφέρθηκαν. Στο έγγραφο αυτό αναφέρονται και οι λογαριασμοί από τους οποίους θα περιέλθουν τα επιμέρους ποσά ώστε να γίνει η κάλυψη για το συνολικό ποσό. Επίσης ρητά σε αυτό αναφέρεται ότι ο ενάγων ήταν μη μέτοχος της πρώτης εναγόμενης, γ) την από 24-7-2008 εξουσιοδότηση χρήσης όπου αναφέρονται ρητά τα στοιχεία επενδυτή και ο κωδικός χειριστή στο ΣΤΑ, η μερίδα του και ο αριθμός μητρώου του, δ) την από 24-7-2008 αίτηση για δημιουργία κοινής επενδυτικής μερίδας στο ΣΑΤ με τη σύζυγό του, όπου αναφέρονται ότι τα statement (οι αναφορές) για την πορεία του προϊόντος θα αποστέλλονται στη σύζυγό του, η οποία δεν γνωρίζει καλά την Ελληνική Γλώσσα όπως προαναφέρθηκε. Εγγραφα με όμοιο περιεχόμενο υπέγραψε και η σύζυγός του. Η προχειρότητα με την οποία συνετάγησαν τα έγγραφα αυτά προκύπτει από το γεγονός ότι, η σύζυγος του ενάγοντος εμφανίζεται ως Ελληνίδα υπήκοος ενώ είναι Γερμανίδα υπήκοος και από το ότι στο ερώτηματολόγίο Επενδυτικού προφίλ, αναφέρεται ο ενάγων ως ασχολούμενος με το Ελληνικό χρηματιστήριο άνω των 5 ετών, γεγονός το οποίο δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο και από το ότι αυτός αναφέρεται ως έχων ικανοποιητικές γνώσεις στο επίπεδο των χρηματιστηριακών γνώσεων. Ωστόσο, όπως προκύπτει από το ερωτηματολόγιο αυτό, τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγός του δήλωσαν ρητά ότι ο επενδυτικός κίνδυνος που είναι διατεθειμένος να αναλάβουν είναι σχετικά μικρός και συνεπώς αποδεικνύεται ότι ο ενάγων δήλωσε εκ των προτέρων ότι δεν προτίθεται να αναλάβει όμοια επένδυση με αυτή που ανέλαβε, η οποία ήταν υψηλού κινδύνου σε σχέση με τις απλές καταθέσεις και τις προθεσμιακές καταθέσεις που μέχρι την ημερομηνία εκείνη κατείχε. Μετά την υπογραφή των συμβάσεων αυτών και αφού όλοκληρώθηκε και ή διαδικασία καταγγελίας των προθεσμιακών καταθέσεων και μεταφοράς των χρημάτων εκδόθηκε και το από 25-7-2008 αποδεικτικό συμμετοχής στην έκδοση των μετατρέψιμων χρεογράφων 2013/2018 στο όνομα τόσο του ενάγοντος όσο και της συζύγου του. Όπως αλλωστε προέκυψε η υπάλληλος της πρώτης εναγομένης ......................... δεν κατείχε τα απαραίτητα πιστοποιητικά παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και δεν ήταν σε θέση να διασφαλίσει την παροχή αντικειμενικής και ορθής πληροφόρησης ούτε σε θέση να επεξηγήσει ορθά και ολοκληρωμένα τα χαρακτηριστικά και τους όρους έκδοσης των MX δεδομένου ότι τόσο η ίδια όσο άλλωστε και η πρώτη εναγόμενη μέσω των στελεχών της υποβάθμιζαν τους κινδύνους που απέρρεαν από το προϊόν, ως διαφαίνεται από το έγγραφο που είχε σταλεί εσωτερικά στην τράπεζα για ενημέρωση από τους υπαλλήλους προς τους πελάτες και παρείχε πληροφόρηση, κατά την οποία τόνιζε τα πλεονεκτήματα ενός προϊόντος, ήτοι σε μεροληπτική και ετεροβαρή βάση, έτσι ώστε να επηρεάσει την απόφαση του παραλήπτη. Υπό τις περιστάσεις αυτές η εν λόγω πληροφόρηση, όπως προαναφέρθηκε θεωρείται ως σύσταση. Εξάλλου ο ενάγων, ιατρός στο επάγγελμα για τον οποίο η μόνη πρωθύστερη συνεργασία του με την πρώτη ενάγουσα ήταν η επένδυση σε προθεσμιακές καταθέσεις δεν είχε τις απαιτούμενες ειδικές γνώσεις, και δεν διέθετε οποιοσδήποτε μορφής ειδική εκπαίδευση ή εμπειρία που θα του επέτρεπε να επιλέγει ο ίδιος τις μορφές τοποθετήσεως του κεφαλαίου του, οι οποίες κάλυπταν τις ανάγκες του. Ο ίδιος βρισκόταν εκτός του κύκλου όσων προσώπων θα ήταν σε θέση να κατανοήσουν και κατά μείζονα λόγο να συνδυάσουν και να αξιολογήσουν ένα εκτεταμένο σύνολο παρεχομένων εγγράφως ή προφορικώς ειδικών πληροφοριών που αφορούν στην μορφή, το περιεχόμενο και κυρίως τις διακρίσεις με γνώμονα τους κινδύνους των διαφόρων προτεινομένων επενδυτικών επιλογών. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι η μεταξύ των διαδίκων υφιστάμενη συναλλακτική σχέση δεν είχε τη μορφή της εκτελέσεως εκ μέρους της εναγομένης των επενδυτικών επιλογών του ενάγοντος, στις οποίες είχε καταλήξει ο ίδιος, αφού απλώς είχε ενημερωθεί σχετικά από την ως άνω αντισυμβαλλομένη του, αλλά μέσω της υπαλλήλου της πρώτης εναγομένης διαμόρφωσε την επιλογή του αυτή χωρίς να του παρέχει αυτή κατά τρόπο κατανοητό για τον ίδιο ή τη σύζυγό του, όσες πληροφορίες του ήταν απαραίτητες, ώστε να αποφασίσει εάν θα αποδεχθεί ή θα απορρίψει την προτεινόμενη σε αυτόν επένδυση κεφαλαίου. Επισημαίνεται ακόμη, ότι πράγματι κατά τις βάσιμες αιτιάσεις των εναγομένων η διάθεση των MX από την Τράπεζα μέσω των καταστημάτων της είναι μία πρωτογενής και όχι δευτερογενής διάθεση, που κατ` αρχήν δεν εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της οδηγίας MIFID, αφού τα ομόλογα θα εκδοθούν και διατεθούν στους εγγραφέντες μετόχους ή και επενδυτές, ωστόσο, κατά τα ήδη εκτιθέμενα ανωτέρω η προπεριγραφείσα συμπεριφορά που εν τέλει επέδειξε η υπάλληλος της πρώτης εναγομένης κατά την προσέγγιση του ενάγοντος, συνιστούσε παροχή επενδυτικής υπηρεσίας προς αυτόν, υπό την μορφή της επενδυτικής συμβουλής, στην οποία οι οικείες διατάξεις βρίσκουν άμεση εφαρμογή ανεξαρτήτως του προϊόντος το οποίο αφορούν. Περαιτέρω, πράγματι όπως προαναφέρθηκε στην αίτηση που υπέβαλε ο ενάγων κατά την αγορά των MX αναφερόταν
ότι ο υπογράφων αιτείτο την αγορά των αξιογράφων σύμφωνα με τους όρους έκδοσης που περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο ημερομηνίας 5-6-2008 τους οποίους δήλωνε ότι αποδεχόταν. Το εν λόγω έγγραφο, στο οποίο αναφερόταν μεταξύ άλλων όλοι οι κίνδυνοι του προϊόντος, ουδέποτε δόθηκε στον ενάγοντα και εκτός αυτού πρόκειται για εκτεταμένο, όπως ήδη αναφέρθηκε, δυσνόητο πυκνό έντυπο κείμενο, η ύπαρξη του οποίου δεν αναιρεί την υποχρέωση της τράπεζας να του γνωστοποιήσει δια των αρμοδίων υπαλλήλων της τους κινδύνους αγοράς του συγκεκριμένου προϊόντος, κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, δεδομένου ότι και η χρησιμοποιούμενη στο έντυπο ορολογία δεν διασφαλίζει την κατανόηση τους από τον τελευταίο. Εν προκειμένω, ή ανωτέρω υποχρέωση γίνεται ακόμη πιο επιτακτική για την πρώτη εναγομένη δεδομένου ότι ο συγκεκριμένος πελάτης της και ενάγων δεν κατείχε στο παρελθόν κανένα όμοιο επενδυτικό προϊόν αλλά θα ήταν η πρώτη φορά που θα συμμετείχε σε τέτοια επένδυση. Αντιθέτως η υπάλληλος της πρώτης εναγομένης ακολουθώντας πιστά οδηγίες αυτής εκμεταλλεύτηκε την υφιστάμενη σχέσης συνεργασίας και εμπιστοσύνης που είχε δημιουργηθεί μεταξύ αυτής και του ενάγοντος και κατάφερε να αποσπάσει τις υπογραφές του στα προαναφερθέντα έγγραφα, εν αγνοία του για τις εντεύθεν συνέπειες, οι οποίες ήταν ιδιαίτερα επιζήμιες για τον ίδιο. Ειδικότερα, όπως αποδείχθηκε, τα συγκεκριμένα εταιρικά ομόλογα της Τράπεζας ................ , τα οποία διαπραγματευόταν στο Χρηματιστήριο Αξιών ..... με επιτυχία αρχικώς. Ωστόσο το έτος 2012 η έκθεση της πρώτης εναγομένης σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία είχε αγοράσει το έτος 2009 και 2010 για υποστήριξη τότε της Ελλάδος επέφερε οικονομικό πλήγμα στην πρώτη εναγομένη. Τελικό πλήγμα επήλθε αργότερα και με την έκθεση της ............. Τράπεζας σε ελληνικά ομόλογα, γεγονότα τα οποία οδήγησαν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην έκδοση οδηγίας για την εξυγίανση τόσο αυτής όσο και της πρώτης εναγομένης. Στα πλαίσια αυτών ψηφίσθηκε ο περί Εξυγίανσης Τραπεζικών Ιδρυμάτων και Αλλων Ιδρυμάτων Νόμος 17/2013 και η έκδοση συνακόλουθων διαταγμάτων για κούρεμα των τραπεζικών καταθέσεων σε ποσοστό 47,5% για ποσά άνω των 100.000 ευρώ, ενώ ήδη τα ομόλογα των τραπεζών είχαν ήδη μηδενική αξία. Όλα τα ομόλογα μετατράπηκαν σε μετοχές Δ τάξης, με τιμή μετατροπής 1 ευρώ στην ονομαστική τους αξία και με ονομαστική αξία κάθε μετοχής στο 1 ευρώ για κάθε ένα ευρώ τον ως άνω χρεών της Τράπεζας. Ακολούθως επήλθε μείωση της ονομαστικής αξίας των μετοχών Δ τάξης από 1 σε 0,01 ευρώ εκάστη για τη διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της Τράπεζας και αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα μετατρέψιμα χρεόγραφα του ενάγοντος να μετατραπούν με βάση τις πρόνοιες του περί Διάσωσης με ίδια μέσα της πρώτης εναγόμενης διατάγματος του 2013 που εκδόθηκε από την Κεντρική Τράπεζα...... υπό την ιδιότητά της ως Αρχής Εξυγίανσης στις 29-3-2013 και του τροποποιητικού αυτού διατάγματος της 30-7-2013 σε 6.308 συνήθεις μετοχές ονομαστικής αξίας 1 ευρώ η καθεμία με ισχύ την 30-7-2013. Από κανένα αποδεικτικό μέσο, δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ενημερώθηκε προσυμβατικά με πλήρη ανάλυση των όρων και των χαρακτηριστικών των συγκεκριμένων ομολόγων, καθώς και των τυχόν επενδυτικών κινδύνων από αυτά, όπως ισχυρίζεται η πρώτη εναγομένη, αλλά αντίθετα αποδείχθηκε ότι δημιουργήθηκε σε αυτόν εντελώς εσφαλμένη εικόνα για το τι ακριβώς αγόρασε. Κατέστη φανερό ότι η ως άνω υπάλληλος, προστηθείσα από την πρώτη εναγομένη, δεν παρείχε ορθές και πλήρεις συμβουλές στον ενάγοντα, αλλά ούτε και επαρκείς πληροφορίες για το επενδυτικό προϊόν, το οποίο αγόρασε. Οπως αποδείχθηκε, ο ενάγων ουδέποτε αντιλήφθηκε τον κίνδυνο που είχε αποδεχθεί συμμετέχοντας στο ως άνω προϊόν, κίνδυνο, τον οποίο δεν είχε αντιληφθεί όπως συνομολογεί και με τις προτάσεις της (σελ. 46 επ. αυτών ούτε η ίδια η πρώτη εναγομένη) και ότι πραγματικά ανέμενε ότι τον Ιούνιο του 2013 θα έληγε το προϊόν αυτό και θα λάμβανε εκτός των τόκων που ήδη είχε λάβει όλο το κεφάλαιό του, όπως άλλωστε ρητώς τον είχε διαβεβαιώση η κα .................... . Βέβαιο είναι από όλα τα πρραναφερόμενα ότι ο ενάγων παρασύρθηκε στην σύναψη της κρινομένης συμβάσεως και όλων των επιμέρους συμβάσεων λόγω της έναντι τρυ αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της υπαλλήλου της πρώτης εναγόμενης, συνισταμένης στην παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και την αποσιώπηση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σ` αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδηγήσεως και προειδοποιήσεως αυτού, που υπείχε έναντι του, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθετήσεως των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως να αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος επίσης να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας την σχετική εντολή στην αντισυμβαλλομένη αυτού τράπεζα. Αν του είχαν
γνωστοποιηθεί οι επιμέρους όροι της συμβάσεως, δεν θα είχε επιχειρήσει την προτεινόμενη σε αυτόν τοποθέτηση του κεφαλαίου του, διότι θα αντιλαμβανόταν ότι, δεν θα ήταν σε θέση να κατανοήσει, να σταθμίσει τον κίνδυνο και να ελέγξει την μορφή και το περιεχόμενο της συγκεκριμένης πολύπλοκης Συναλλακτικής σχέσεως. Εξάλλου η συμπεριφορά αυτή της πρώτης εναγομένης, η οποία εκδηλώθηκε έναντι του ενάγοντος, εξεταζόμενη υπό το πρίσμα των προμνησθεισών διατάξεων κρίνεται ως παράνομη και επιπλέον, διότι η επισφαλής επένδυση επιχειρήθηκε, χωρίς να έχει προηγηθεί η παροχή προς τον προαναφερόμενο διάδικο της ενημερώσεως που ήταν αναγκαία, ώστε να κατανοήσει την μορφή και το περιεχόμενο και να αποφασίσει ο ίδιος, εάν θα επιλέξει την προτεινόμενη προς αυτόν τοποθέτηση του κεφαλαίου του, αναλαμβάνοντας μέσω της επιλογής του, όσους κινδύνους συνδέονται με την τελευταία. Επομένως, η ένσταση που έχει σχετικώς προβληθεί από τις εναγόμενες περί ελλείψεως αιτιώδους συνάφειας για το λόγο ότι παρείχαν σαφή ενημέρωση, κρίνεται απορριπτέα ως αβάσιμή από ουσιαστική άποψη, στερουμένων, περαιτέρω, εννόμων συνεπειών, των όσων επιπλέον εκθέτουν περί αρχικής αλλά και μεταγενέστερης της κατάρτισης Της σύμβασης πληροφόρησής του από εξειδικευμένους υπαλλήλους της. Σύμφωνα με τά παραπάνω, ο ενάγων κατά παραδοχή ως ουσιαστικών βάσιμων των αγωγικών του αιτιάσεων, παρασύρθηκε με απάτη στη σύναψη της κατά τα ανωτέρω συμβάσεως αγοράς των MX 2013/2018 και συνακόλουθα έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση αυτής, και παράλληλα την ανόρθωση της ζημίας του σύμφωνα με τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, εφόσον η απάτη εν προκειμένω, ως περιγράφηκε ανωτέρω, περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας. Συνακόλουθα, πρέπει κατά παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμης της αγωγής κατά το αντίστοιχο σκέλος της, να ακυρωθεί έναντι της πρώτης εναγομένης η σύμβαση αγοραπωλησίας των ως άνω χρεογράφων που συνήψε με τον ενάγοντα με την ταυτόχρονη επιστροφή-παράδοση αυτών στην πρώτη εναγόμενη. Περαιτέρω, δεδομένου ότι ο ενάγων,
απατηθείς, δικαιούται παράλληλα και αποζημίωση για την κάλυψη κάθε ζημίας που θα είχε αποφευχθεί αν δεν είχε πιστέψει στην κατάρτιση έγκυρης σύμβασης, στην οποία, κατά τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο IV νομική σκέψη, περιλαμβάνεται και το καταβληθέν τίμημα, δικαιούται ως αποζημίωση το καταβληθέν τίμημα των 630.897, ευρώ, το οποίο υποχρεούται να του καταβάλει η πρώτη εναγόμενη (προστήσασα και προστηθείσα) ευθυνόμενη έναντι του με το
νόμιμο τόκο από την επίδοση της πρώτης αγωγής που ήσκησε εναντίον της (με αριθμό κατάθεσης .../17-7-2-13), η οποία αποτελεί και όχληση για την καταβολή του ως άνω ποσού, ήτοι από την επομένη της 22-7-2013 απορριπτομένου ως αβάσιμου κατ` ουσία του ισχυρισμού τους περί συντρέχοντος πταίσματος του αντιδίκου τους στην έκταση της ζημίας του για το λόγο ότι δεν προέβη στην πώληση των MX στην δευτερογενή αγορά, δεδομένου ότι σύμφωνα με όσα εκτίθενται ήδη ανωτέρω ο ενάγων δεν ήταν συμβατός για τη διενέργεια συναλλαγών στις εν λόγω αγορές, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξε ειδική ενημέρωσή του εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης τόσο για το αρχικό προϊόν, όσο και για τις δυνατότητες πώλησής του, πολλώ δε μάλλον για το εάν η δυνατότητα αυτή ήταν προτιμητέα για τον ίδιο ή όχι. Ομοίως πρέπει να απορριφθούν οι ισχυρισμοί ότι ο ενάγων ευθύνεται διότι μεταγενέστερα έλαβε γνώση του ότι επρόκειτο για ομόλογα και συνειδητά επέλεξε να τα κρατήσει, αφού αυτό δεν αποδείχθηκε από οιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, μόνη) δε η ενημέρωσή του για άλλα προϊόντα της πρώτης εναγομένης (ήτοι..) στα οποία μπορούσε να μετατρέψει το προαναφερθέν προϊόν, πέραν του ότι δεν αποδείχθηκε ότι συνέβη ειδικά και εμπεριστατωμένα και με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, αφού δεν αρκεί μόνο η αποστολή ενημερωτικών σημειωμάτων κατά την κρίση του Δικαστηρίου και με βάση τα προαναφερθέντα, δεν θα ήταν και λογικό να αφορά τον ενάγοντα, ή να συντελεί σε επιχείρημα για συνυπολογισμό οφέλος του από τη ζημία του, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ότι αυτός πράγματι θα είχε όφελος, είτε πουλώντας το προϊόν που είχε στη δευτερογενή αγορά, είτε ανταλλάσσοντάς το με άλλο. Σε κάθε δε περίπτωση, ο ενάγων δεν θα είχε λόγο να ενδιαφερθεί για όμοιες ενέργειες, αφού αυτός πίστευε ότι είχε ένα προϊον όμοιο με αυτό της προθεσμιακής κατάθεσης που τον Ιούνιο του 2013 θα του απέδιδε σε κάθε περίπτωση όλο το κεφάλαιό του, το οποίο ήταν εγγυημένο. Τέλος συνεπεία της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της υπαλλήλου της πρώτης εναγομένης, και της ένεκα τούτης επισφαλούς τοποθέτησης των χρημάτων του, ο ενάγων υπέστη ψυχική ταλαιπωρία και δη ηθική βλάβη για την χρηματική ικανοποίηση της οποίας ενόψει της έκτασης της ζημίας του, τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε, της αποκλειστικής υπαιτιότητας των αντιδίκων του, και της κοινωνικοοικονομικής θέσης και κατάστασης έκαστου των μερών, πρέπει να του επιδικασθεί ως χρηματική ικανοποίηση το εύλογο ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ. Συνολικώς η περιουσιακή ζημία και η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του ενάγοντος ανέρχονται στο ποσό των 640.897 (630.897,00 + 10.000) ευρώ. Το αιτούμενο εκ μέρους του για την καταβολή τόκων ποσό των 24.893,80 ευρώ πρέπει να απορριφθεί καθόσον έτσι όπως περιγράφεται στην αγωγή θα αποτελούσε προϊόν της ήδη ακυρωθείσας συναλλαγής και συνεπώς δεν είναι εφικτή η αναζήτησή του, ενώ από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι η πρώτη εναγομένη υποσχέθηκε στον ενάγοντα ή εγγυήθηκε την καταβολή τόκων, αλλά όπως κατέθεσε και η μάρτυρας απόδειξής του, του υποσχέθηκε ότι θα ήταν εγγυημένο το κεφάλαιό του. Ο ενάγων εξάλλου, ουδόλως περιγράφει ορισμένως το ποσό αυτό ως διαφυγόν κέρδος, δυνάμενο να αναζητηθεί στην περίπτωσή κατά «την οποία θα προέβαινε στις συνήθεις συναλλαγές του με την πρώτη εγαγομένη, ήτοι στην επένδυσή του κεφαλαίου του πραγματικά σε προθεσμιακές καταθέσεις, το επιτόκιο αυτών και το χρόνο για τον οποίο συνήθως τοποθετούσε σε αυτές τα χρήματά του, ώστε να δύναται να εξετασθεί υπό αυτή την οπτική γωνία από το δικαστήριο. Περαιτέρω και ως προς την δεύτερη εναγόμενη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «.............» αποδείχθηκε ότι κατόπιν του με αριθμό ../26- 3-2013 διατάγματος της .................. ως αρμόδιας αρχής Εξυγίανσης της ...... στο πλαίσιο λήψης μέτρων εξυγίανσης του πιστωτικού συστήματος και επικύρωσης της μεταβίβασης με την με αριθμό ../26-3-2013 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτών των Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, συνήφθη η από 26-3-2013 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης μεταξύ των τραπεζικών εταιριών «.............» (της πρώτης εναγομένης δηλαδή) και της «ΤΡΑΠΕΖΑΣ........» (της δεύτερης εναγομένης δηλαδη). Κατά την μεταβίβαση αυτή η πρώτη, πώλησε, εκχώρησε και μεταβίβασε προς τη δεύτερη «τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία του Ενεργητικού» παραπέμποντας στο παράστημα 1 της σύμβασης (όρος 2.1 της Σύμβασης) όπου
αναφέρονται ως μεταβιβαζόμενα στοιχεία του ενεργητικού: 1) τα ελληνικά δάνεια, 2) η υπεραξία των ελληνικών εργασιών, 3) τα ακίνητα, 4) ο εξοπλισμός, 5) όλα τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που ανήκουν στην πωλήτρια και σχετίζονται αποκλειστικά με τις ελληνικές εργασίας και 6) όλα τα βιβλία και στοιχεία που αφορούν αποκλειστικά τις ελληνικές εργασίες. Επίσης με τον όρο 2.7 της εν λόγω σύμβασης η αγοράστρια ανέλαβε σωρευτικά κατά το χρόνο μεταβίβασης την υποχρέωση καταβολής των καταθέσεων προς τους αντίστοιχους καταθέτες. Από τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με το από 10-4-2013 σημείωμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από τον πρώην Προϊστάμενο των οικονομικών υπηρεσιών του Υποκαταστήματος της Τράπεζας........... στην Ελλάδα και το από 10-4-2013 έγγραφο των αρμοδίων υπαλλήλων του Τομέα Οικονομικής Διαχείρισης του Επιχειρηματικού Σχεδιασμού της Τράπεζας Πειραιώς, συνάγεται ότι η τελευταία απέκτησε όσα στοιχεία αναφέρονται στην ανωτέρω σύμβαση, στην οποία δεν συμπεριλαμβάνονται τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα ούτε άλλωστε και οι μετοχές της πρώτης εναγομένης, στοιχεία τα οποία παρέμειναν στην πωλήτρια (βλ. για τα Χρεόγραφα ΜΑΕΚ ΜονΠρωτΑΘ 9241/2014 και 1632/2014 αδημοσίευτες). Η ανωτέρω παραδοχή του Δικαστηρίου δεν δύναται να ανατραπεί από το γεγονός ότι τον Ιούλιο του 2013 η δεύτερη εναγόμενη απέστειλε στον (ενάγοντα επιστολή στην οποία αναγράφεται η συνολική θέση και περιγράφονται τα ως άνω MX και τούτο διότι ως αποστολέας αναφέρεται το τμήμα; Θεματοφυλακής -Τράπεζα .......(Πρώην Δίκτυο Τράπεζας ....) χωρίς να προκύπτει ότι με βάση αυτό η δεύτερη εναγομένη αναγνώρισε ως υποχρέωσή της αναληφθείσα με τη σύμβαση απόκτησης των προανρφερθέντων περιουσιακών στοιχείων και τα ως άνω Χρεόγραφα, αφού αυτά συγιστομν αυτοτελείς υποχρεώσεις μη μεταβιβασθείσες στην δεύτερη,
εναγόμενη, οι οποίες δεν μπορούν να εξομοιωθούν με απλές καταθέσεις ή προθεσμιακές ή με τις λοιπές δανειακές συμβάσεις τις οποίες ανέλαβε η δεύτερη εναγόμενη. Σε κάθε δε περίπτωση πλέον δεν υφίστανται καν τα ως άνω Χρεόγραφα, αφού όπως αποδείχθηκε ανωτέρω ήδη έχουν μετατραπεί αναγκαστικώς σε μετοχές, ήτοι σε περιουσιακό στοιχείο το οποίο παρέμεινε στην κυριότητα της πρώτης εναγομένης. Σημειώνεται, εν προκειμένω, ότι δεν θα μπορούσε ευθύνη της δεύτερης εναγόμενης για αποζημίωση του ενάγοντος να στηριχθεί ούτε στη διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ δεδομένου ότι η εξαιρετική ρύθμιση του άρθρου αυτού, η οποία προβλέπει ex lege ευθύνη του αποκτώντος περιουσία για αλλότρια χρέη, έχει εξαιρεθεί ρητά από το άρθρο 63 Δ παρ. 5 β του Ν. 3601/2007, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το ν. 4261/2014 και εφαρμόζεται εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου κατά τον οποίο συνήφθη η προαναφερθείσα μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων της πρώτης εναγόμενης στη δεύτερη. Σημειώνεται ότι ομοίου περιεχομένου είναι και η διάταξη της παρ. 5 β του ήδη ισχύοντος άρθρου 141 του Ν. 4261/2014 (ΦΕΚ Α 107/5-5-2014) αλλά και του Κυπριακού Δικαίου ήτοι του άρθρου 9 του Ν. 17 (I) του 2013 «περί εξυγίανσης πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων της 22-3-2013», ο δε αποκλεισμός της έφαρμογής του άρθρου 479 ΑΚ συνεπάγεται ότι το πρόσωπο που αποκτά περιουσιακά στοιχεία στα πλαίσια της κτήσης μέσω της εξυγίανσης περιουσιακών στοιχειών άλλου τραπεζικού ιδρύματος δεν ευθύνεται για τις υποχρεώσεις των οποίων φορέας παραμένει το αρχικό τραπεζικό πιστωτικό ίδρυμα. Εξάλλου αντίστοιχος αποκλεισμός εφαρμογής του άρθρου 479 ΑΚ προβλέπεται τόσο στο άρθρο 106 ια παρ. 8 όσο και στο άρθρο 178 ΠτωχΚ. Εάν δημιουργούταν κίνδυνος μετάδοσης των οικονομικών προβλημάτων του μεταβιβάζοντας πιστωτικού ιδρύματος στο αποκτών πιστωτικό ίδρυμα, αν δηλαδή ετίθετο θέμα εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 479 ΑΚ κανένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν θα επεδείκνυε προθυμία να αποκτήσει τα περιουσιακά στοιχεία άλλου και οι σχετικές διατάξεις εξυγίανσης αυτών μέσω της κτήσης περιουσιακών τους στοιχείων από άλλα τραπεζικά ιδρύματα θα καθίσταντο άνευ πρακτικής σημασίας (βλ. αναλυτικά για τα ανωτέρω ΠολΠρωτΘεσς 18352/2014 δημοσίευση Nomos). Συνεπώς πρέπει, αφού γίνει δεκτή η σχετικώς υποβληθείσα ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της δεύτερης εναγομένης να απορριφθεί η αγωγή ως προς αυτή και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη λόγω της δυσχερούς ερμηνείας και εφαρμογής των νομικών κανόνων. Ακόμη, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα επιφέρει σημαντική ζημία στον ενάγοντα, καθόσον, επρόκειτο για χρήματα που σκόπευε να χρησιμοποιήσει στο μέλλον προς εξασφάλιση των τέκνων του, όπως εκθέτει ο ίδιος, λόγω δε της εργασίας του δεν κινδυνεύει η διατροφή του ιδίου και της οικογένειας του και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο το αίτημά του αυτό. Τέλος η πρώτη εναγομένη, η οποία εν μέρει ηττάται στη δίκη αυτή, πρέπει να καταδικασθεί στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, ανάλογο της έκτασης της νίκης του, δεκτού γενομένου του σχετικού αιτήματος του (άρθρ. 176, 178 παρ. 1 και 191 παρ. 2 του ΚΠοΛΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ότι κρίθηκε απορριπτέο και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγομένη.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ του ενάγοντος και της δεύτερης εναγόμενης.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ τη σύμβαση αγοραπωλησίας των 630.897 Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018 που συνήφθη μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εξακοσίων σαράντα χιλιάδων και οκτακόσιων εννενήντα επτά (640.897) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της 22-7-2013 και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφλησή του με τον όρο της
ταυτόχρονης παράδοσης-μεταβίβασης από τον ενάγοντα των κατεχόμενων από αυτών τίτλων, ήτοι των μετοχών Δ τάξης που περιγράφονται στο αιτιολογικό της παρούσας.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την πρώτη εναγόμενη σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, την οποία προσδιορίζει στο ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στη Λάρισα στις 31-3-2015 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στη Λάρισα στις 23-4-2015.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ρ.Κ.