(ΕΠΙΣΚΕΔ 2014/798) Αθέμιτος ανταγωνισμός. Προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της σχετικής ευθύνης. Παραπλανητική και αναληθής συγκριτική διαφήμιση με σκοπό αθέμιτου ανταγωνισμού. Μη αντικειμενική σύγκριση από τους εναγόμενους των παραγωγικών μονάδων της ενάγουσας με τις δικές τους και με την εκμετάλλευση του γεγονότος της έλλειψης γνώσης του καταναλωτικού κοινού, εμφάνισαν υποδεέστερη και πεπαλαιωμένη την επιχείρηση της ενάγουσα και προκαλώντας ανακριβείς και ζημιογόνες εντυπώσεις για την παραγωγική της ικανότητα στους αποδέκτες των καταλόγων των προϊόντων της. Αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων εις βάρος της ενάγουσας. Απορρίπτει την έφεση.
Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης 2546/2014
Πρόεδρος: Νικόλαος Τσάκος, Πρόεδρος Εφετών Εισηγήτρια: Μαρία Τσιλιγκαρίδου, Εφέτης Δικηγόροι: Ιωάννης Ματζουράνης ¬ Θωμάς Νταλέτσος
Η απόφαση
Με την από 27.2.2007) (αριθ. έκθ. καταθ. 11771/2007) αγωγή της η ενάγουσα Σ.¬Σ.Τ., ήδη εφεσίβλητη, εξέθεσε ότι διατηρεί επιχείρηση κατασκευής, εμπορίας, χονδρικής ¬λιανικής πώλησης, διακοσμητικών και εορταστικών φωτιστικών παραστάσεων εξωτερικών χώρων, με έδρα τον Πειραιά, ότι μέχρι τον Αύγουστο του έτους 2004 διατηρούσε τις εγκαταστάσεις της εν λόγω επιχείρησης της στον Πειραιά, επί της οδού Δ. αριθ. .. (Λεύκα), σε τετραώροφο κτίριο έκτασης συνολικής 700 τ.μ., από τον Σεπτέμβριο δε του ιδίου έτους οι εγκαταστάσεις της, παραγωγικές και εκθεσιακές, βρίσκονται στον .. χλμ. της Εθνικής οδού Αθηνών¬ Λαμίας, σε χώρο συνολικής έκτασης 7.000 τ.μ. Ότι οι εναγόμενοι, ήδη εκκαλούντες, εκ των οποίων η πρώτη δραστηριοποιείται στο ίδιο αντικείμενο, ο δεύτερος δε είναι νόμιμος εκπρόσωπος της, περί τις αρχές Οκτωβρίου 2005, επισύναψαν στον ετήσιο διαφημιστικό κατάλογο των προϊόντων τους για το έτος 2006 ένα ειδικό δίφυλλο έγχρωμο ένθετο, το οποίο παρουσίαζε στη μία πλευρά φωτογραφίες των βιομηχανικών τους εγκαταστάσεων και στην άλλη πλευρά μία φωτογραφία που απεικόνιζε το χώρο όπου στεγάζεται η ιστορική έδρα της επιχείρησης της ενάγουσας και όχι η πραγματική βιομηχανική της εγκατάσταση, αν και τη γνώριζαν. Ότι εκτός από την ως άνω αντιπαραβολή των εν λόγω φωτογραφιών, η οποία είχε ως σκοπό την παραπλάνηση των πελατών στους οποίους διανεμήθηκαν τα ως άνω έντυπα, δημοσίευσαν ακόμη στην πρώτη σελίδα του ως άνω δίφυλλου ένθετου το αναλυτικά αναφερόμενο στην αγωγή κείμενο, στο οποίο αναγράφεται το όνομα της ενάγουσας και είναι δυσφημιστικό, συκοφαντικό και προσβλητικό γι` αυτήν. Ότι η ως άνω συμπεριφορά των εναγομένων είναι αντίθετη στα χρηστά και συναλλακτικά ήθη, αντιβαίνει τις διατάξεις του νόμου περί αθέμιτου ανταγωνισμού, διότι είναι παραπλανητική λόγω της αναληθούς συγκριτικής διαφήμισης με τη δημοσίευση των φωτογραφιών, καθώς το υπόγειο, όπου σύμφωνα με τη φωτογραφία φέρεται να ασκεί τη δραστηριότητα της (παραγωγική και εκθεσιακή) η ενάγουσα, είναι η ιστορική της έδρα και όχι ο πραγματικός χώρος της επιχείρησης της, ότι τόσο από τις ως άνω φωτογραφίες, όσο και από το ως άνω κείμενο, που περιήλθαν σε γνώση ικανού αριθμού τρίτων προσώπων κοινών πελατών τους, η ενάγουσα υπέστη βλάβη στην τιμή, την υπόληψη της, την εν γένει προσωπικότητα της και την εμπορική της πίστη. Με βάση το ιστορικό αυτό και αφού μετέτρεψε σε ανα¬γνωριστικό το αρχικά καταψηφιστικό αίτημα της παραδεκτώς ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ζήτησε, αφού αναγνωρισθεί ο παράνομος και αθέμιτος χαρακτήρας της συμπεριφοράς των εναγομένων: α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να παραλείπουν στο μέλλον την αρνητική και αναληθή διαφήμιση της επιχείρησης της ενάγουσας μέσω του καταλόγου των προϊόντων τους και του διαφημιστικού τους φυλλαδίου, β) να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται, εις ολόκληρον και αλληλεγγύως έκαστος, να της καταβάλουν το ποσό των 100.000 ευρώ ως χρηματική της ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, γ) να διαταχθεί η δημοσίευση του διατακτικού της απόφασης που θα εκδοθεί σε μία ημερησία εφημερίδα των Αθηνών και σε μία της Θεσσαλονίκης με δαπάνες των (εναγομένων), δ) να απειληθεί κατά του δεύτερου εναγομένου προσωπική κράτηση ενός έτους και χρηματική ποινή 5.000 ευρώ και ε) να καταδικασθούν στα δικαστικά της έξοδα.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή, υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να παραλείπουν στο μέλλον την αναληθή και αρνητική διαφήμιση της επιχείρησης της ενάγουσας, τόσο από τον κατάλογο των προϊόντων τους, όσο και από το αναγραφόμενο στο ιστορικό της (απόφασης) διαφημιστικό τους φυλλάδιο, αναγνωρίσθηκε ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 15.000 ευρώ ως χρηματική της ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, διατάχθηκε η δημοσίευση μία φορά του διατακτικού της σε μία ημερήσια πολιτική εφημερίδα των Αθηνών και μία ημερήσια πολιτική εφημερίδα της Θεσσαλονίκης, μ` επιμέλεια της ενάγουσας και με έξοδα της εναγομένης εταιρίας, εντός προθεσμίας 15 ημερών από την επίδοση της στην εναγομένη, απειλήθηκε σε βάρος του δευτέρου εναγομένου, ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, προσωπική κράτηση τεσσάρων (4) μηνών και χρηματική ποινή 2.000 ευρώ για κάθε τυχόν παράβαση των διατάξεων της και επιβλήθηκαν σε βάρος των εναγομένων ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τώρα με την κρινόμενη έφεση τους οι εναγόμενοι για τους λόγους που διαλαμβάνονται στο εφετήριο και ζητούν την εξαφάνιση της και την απόρριψη της αγωγής στο σύνολο της.
Κατά το άρθρο 1 του ν. 146/1914 περί αθεμίτου ανταγωνισμού «απαγορεύεται κατά τας εμπορικάς, βιομηχανικάς ή γεωργικάς συναλλαγάς πάσα προς τον σκοπόν ανταγωνισμού γενομένη πράξις αντικείμενη εις τα χρηστά ήθη. Ο παραβάτης δύναται να εναχθεί προς παράλειψιν και προς ανόρθωσιν της προσγενομένης ζημίας». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την εφαρμογή της απαιτείται η πράξη αφενός να έγινε προς τον σκοπό ανταγωνισμού και αφετέρου να αντίκειται στα χρηστά ήθη, ως κριτήριο των οποίων χρησιμεύουν οι ιδέες του μέσου κοινωνικού ανθρώπου που κατά τη γενική αντίληψη σκέπτεται με χρηστότητα και φρόνηση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 11 εδ. α` του ίδιου νόμου «ο προς τον σκοπόν ανταγωνισμού ισχυριζόμενος ή διαδίκων, όσον αφορά την εργασίαν ή επιχείρησιν ετέρου, το πρόσωπον του ιδιοκτήτου ή διευθυντού αυτής, τα εμπορεύματα ή τας βιομηχανικάς εργασίας τρίτου, ειδήσεις δυνάμενας να βλάψωσι τας εργασίας της επιχειρήσεως ή την εμπορικήν πίστιν αυτού, υποχρεούται, εφόσον τα διαδοθέντα δεν είναι κατά τρόπον ευαπόδεικτον αληθή, εις ανόρθωσιν της εις τον αδικηθέντα προσγενομένης ζημίας». Στοιχεία της διάταξης αυτής, που προστατεύει τον δυνάμενο να ζημιωθεί περιουσιακά επιχειρηματία είναι: α) σκοπός αθεμίτου ανταγωνισμού, β) ισχυρισμός ή διάδοση βλαπτικών ειδήσεων, γ) οι ειδήσεις πρέπει να αφορούν είτε την εργασία ή επιχείρηση άλλου, είτε το πρόσωπο του ιδιοκτήτη ή διευθυντή αυτής, είτε τα εμπορεύματα ή τις βιομηχανικές εργασίες άλλου, δ) οι ειδή¬ σεις πρέπει να είναι ικανές να βλάψουν τις εργασίες της επιχειρήσεως ή την εμπορική κίνηση άλλου και ε) οι ειδήσεις πρέπει αν μην είναι κατά τρόπο ευαπόδεικτο αληθείς, δηλαδή πρέπει να μη δύνανται να αποδειχθούν ως αληθείς, ενώ δεν απαιτείται υπαιτιότητα του προσβάλλοντος για την αποκατάσταση της προσγενομένης ζημίας στον αδικηθέντα. Επίσης, κατά το άρθρο 12 εδ. α` του ίδιου ν. 146/1914 «ο εν γνώσει της αναληθείας ισχυριζόμενος ή διαδίκων ως προς την επιχείρησιν ή εργασίαν ετέρου, το πρόσωπον του ιδιοκτήτου ή του διευθυντού αυτής, τα εμπορεύματα ή τας βιομηχανικάς εργασίας τρίτου, ειδήσεις δυναμένας να βλάψωσι την επιχείρησιν τιμωρείται με φυλάκισιν...». Από τη διάταξη αυτή, η οποία προστατεύει την καλή φήμη στις συναλλαγές, συνάγεται ότι προς θεμελίωση αγωγής αποζημιώσεως για παράβαση της εν λόγω διατάξεως απαιτείται όπως ο προσβολέας ισχυρίζεται η διαδίδει εν γνώσει της αναλήθειας ειδήσεις ως άνω, ενώ δεν απαιτεί¬ται σκοπός ανταγωνισμού, αλλά ούτε πρόθεση βλάβης, αρκεί δε απλώς να είχε ο προσβολέας συνείδηση του ότι οι ειδήσεις είναι ικανές να προκαλέσουν βλάβη. Περαιτέρω, με τις παρακάτω διατάξεις της Οδηγίας 2006/114/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, με την οποία κωδικοποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν οι διατάξεις της Οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, όπως είχε τροποποιηθεί με τις διατάξεις της υπ` αριθ. 97/55 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ορίζονται και τα εξής: 1. «Η παρούσα Οδηγία σκοπό έχει την προστασία των εμπορευομένων από την παραπλανητική διαφήμιση και τις αθέμιτες συνέπειες της και τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους επιτρέπεται η συγκριτική διαφήμιση» (άρθρο 1). 2. «α) ως διαφήμιση νοείται κάθε ανακοίνωση που γίνεται στο πλαίσιο εμπορικής, βιομηχανικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας, με στόχο την προώθηση της προμήθειας αγαθών ή υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των ακινήτων, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων, β) ως παραπλανητική διαφήμιση νοείται κάθε διαφήμιση που με οποιοδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένης της παρουσίασης της, παραπλανά ή ενδέχεται να παραπλανήσει τα πρόσωπα στα οποία απευθύνεται ή στων οποίων τη γνώση περιέρχεται και που, εξ αιτίας του απατηλού χαρακτήρα της, είναι ικανή να επηρεάσει την οικονομική τους συμπεριφορά, ή που, για τους λόγους αυτούς, βλάπτει ή ενδέχεται να βλάψει έναν ανταγωνιστή, γ) συγκριτική διαφήμιση νοείται κάθε διαφήμιση που κατονομάζει ρητά ή υπονοεί έναν ανταγωνιστή ή τα αγαθά και τις υπηρεσίες που προσφέρονται από έναν ανταγωνιστή και δ) ως εμπορευόμενος νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με την εμπορική, βιοτεχνική, επιχειρηματική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα και κάθε πρόσωπο το οποίο ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό του εμπορευομένου» (άρθρο 2 περ. α¬δ). 3. «Προκειμένου να εκτιμηθεί αν μία διαφήμιση είναι παραπλανητική, λαμβάνονται υπόψη όλα τα στοιχεία της, και ιδίως οι ενδείξεις της σχετικά με α) τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των αγαθών ή υπηρεσιών, όπως διαθεσιμότητα, φύση, εκτέλεση, σύνθεση, μέθοδος και ημερομηνία κατασκευής ή παροχής, καταλληλότητα, χρήσεις, ποσότητα, προδιαγραφές, γεωγραφική καταγωγή ή εμπορική προέλευση ή τα αναμενόμενα από τη χρήση τους αποτελέσματα, ή τα αποτελέσματα και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των δοκιμών ή ελέγχων των αγαθών ή των υπηρεσιών, β) την τιμή ή τον τρόπο διαμόρφωσης της, καθώς και τους όρους υπό τους οποίους παρέχονται τα αγαθά και οι υπηρεσίες και γ) την ιδιότητα, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και τα δικαιώματα του διαφημιζομένου, όπως π.χ. η ταυτότητα και η περιουσία του, οι ικανότητες και η κατοχή δικαιωμάτων βιομηχανικής, εμπορικής ή πνευματικής ιδιοκτησίας ή τα βραβεία και οι διακρίσεις του (άρθρο 3). 4. Η συγκριτική διαφήμιση επιτρέπεται, όσον αφορά τη σύγκριση, όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) δεν είναι παραπλανητική, β) συγκρίνει αγαθά και υπηρεσίες που ανταποκρίνονται στις ίδιες ανάγκες ή έχουν τους ίδιους στόχους και γ) συγκρίνει κατά τρόπο αντικειμενικό ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά που είναι ουσιώδη, συναφή, εξακριβώσιμα και αντιπροσωπευτικά των εν λόγω αγαθών και υπηρεσιών, στα οποία μπορεί να συ¬μπεριλαμβάνεται και η τιμή» (άρθρο 4 περ. α¬γ). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, όπως άλλωστε ορίζεται ρητώς και στο άρθρο 4 της άνω Οδηγίας, ότι η συγκριτική διαφήμιση, με την οποία προσδιορίζεται άμεσα ή έμμεσα η ταυτότητα συγκεκριμένου ανταγωνιστή ή ομοειδών αγαθών ή υπηρεσιών που αυτός προσφέρει και γίνεται σύγκριση των ομοειδών εμπορευμάτων ή υπηρεσιών του διαφημιζομένου και με εκείνα του ανταγωνιστή του, επιτρέπεται και δεν συνιστά πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού, αλλά αντιθέτως συμβάλλει αποφασιστικά στη διαμόρφωση συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού, αν αυτή δεν είναι παραπλανητική, αν η σύγκριση των χαρακτηριστικών των αγαθών και υπηρεσιών, μεταξύ των οποίων και η τιμή, γίνεται κατά τρόπο αντικειμενικό και είναι εξακριβώσιμα, τα δε συγκρινόμενα αγαθά ή υπηρεσίες ανταποκρίνονται στις ίδιες ανάγκες ή έχουν τους ίδιους στόχους (βλ. ΔΕΚ 0¬356/04/19.9.2006 Lidl Belgium GmbH Co KG κατά Etabissementen ΡτΕπζ Colruyt NV).
Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, στην οποία ορίζεται ότι «όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει» προκύπτει ότι, κύριο γνώρισμα της προβλεπόμενης από αυτήν αδικοπραξίας, η οποία μπορεί να συνιστά και αδικοπραξία του άρθρου 914 ΑΚ, είναι η προσβολή των χρηστών ηθών από την πράξη του υπαιτίου, που επιχειρείται από πρόθεση ή και από την παράλειψη αυτού. Η αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, η έννοια των οποίων είναι νομική, ως προς το επιτρεπτό του επιδιωχθέντος σκοπού και των χρησιμοποιηθέντων μέσων, εξετάζεται αντικειμενικά και σύμφωνα με την αντίληψη του υγιούς κατά το δίκαιο σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Όσον αφορά την πρόθεση, δεν απαιτείται το πρόσωπο να ενήργησε τη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη προς τον αποκλειστικό σκοπό της βλάβης τρίτου, αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέληση του, δηλαδή είναι επαρκές ότι τελούσε σε γνώση περί του ότι η εκδηλωθείσα συμπεριφορά του ήταν δυνατόν να προκαλέσει ζημία και παρόλα αυτά δεν απέσχε της πράξης ή παράλειψης από την οποία επήλθε η ζημία. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 920 ΑΚ, όποιος, γνωρίζοντας ή υπαίτια αγνοώντας, υποστηρίζει ή διαδίδει αναληθείς ειδήσεις που εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον άλλου, έχει την υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει με σαφήνεια ότι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της είναι η υποστήριξη ή διάδοση αναληθών ειδήσεων, η γνώση ή υπαίτια άγνοια της αναλήθειας, δηλαδή αυτός που υποστηρίζει ή διαδίδει αναληθείς ειδήσεις να γνωρίζει ή υπαίτια, ήτοι από αμέλεια, να αγνοεί την αναλήθεια, οι διαδιδόμενες ή υποστηριζόμενες αναληθείς ειδήσεις να εκθέτουν αιτιωδώς και πραγματικά σε κίνδυνο το επάγγελμα, ή την πίστη φυσικού ή νομικού προσώπου, δηλαδή την καλή γνώμη και υπόληψη που έχουν οι τρίτοι γι` αυτό σχετικά με την οικονομική και επαγγελματική του κατάσταση, ή το μέλλον του συνιστάμενο στην οικονομική του και επαγγελματική του βελτίωση και η ύπαρξη περιουσιακής ζημίας αιτιωδώς προκαλούμενης από την έκθεση σε κίνδυνο ενός από τα παραπάνω αγαθά. Τέλος, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 914 και 932 ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας φυσικού προσώπου ή της φήμης νομικού προσώπου από παράνομη και υπαίτια πράξη του προσβάλλοντος μπορεί να επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση, αν εξαιτίας της προσβολής αυτής επήλθε οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικότητας ή βλάβη της φήμης. Για την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης αυτής αρκεί κάθε είδος υπαιτιότητας, από δόλο ή από αμέλεια (ΟλΑΠ 2/2008 ΕΕμπΑ 2009 898, ΑΠ 613/2009 Χρίδ 2010 52 και ΤρΝομΠληρ ΝΟΜΟΣ).
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάσθηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ... αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εφεσίβλητη¬ ενάγουσα διατηρεί, στον Πειραιά, ατομική επιχείρηση κατασκευής, εμπορίας και πώλησης διακοσμητικών και εορταστικών φωτιστικών παραστάσεων εξωτερικών χώρων, με τον διακριτικό τίτλο «S. Decorations». Μέχρι τον Αύγουστο του 2004 διατηρούσε τις εγκαταστάσεις της επιχείρησης της σε τετραόροφο κτίριο (υπόγειο, ισόγειο, πρώτο και δεύτερο όροφο) συνολικής έκτασης 700 τ.μ. ευρισκόμενο επί της οδού Δ. αριθ. 6 (Αεύκα) στον Πειραιά, ενώ στο υπόγειο της οικοδομής επί της οδού Φ. αριθ. 16¬18 στον Πειραιά διατηρούσε γραφείο εξυπηρέτησης της επιχείρησης της, το οποίο αποτελούσε την αρχική και ιστορική έδρα της επιχείρησης. Ήδη από τον Σεπτέμβριο του έτους 2004 οι εγκαταστάσεις της επιχείρησης της ενάγουσας (εργοστάσιο και έκθεση προϊόντων φωτοστολισμού) μεταφέρθηκαν από την οδό Δ. αριθ. 6 και βρίσκεται στο 67ο χιλιόμετρο της Εθνικής οδού Αθηνών¬ Λαμίας, σε κτίσμα 2.000 τ.μ. εντός γηπέδου 7.000 τ.μ., ενώ παράλληλα διατηρήθηκε η παλαιά έδρα της επιχείρησης στο υπόγειο της οδού Φ.
Η πρώτη εκκαλούσα - ¬εναγομένη ανώνυμη εταιρία, της οποίας διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο δεύτερος εκκαλών - ¬εναγόμενος, δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στο ίδιο αντικείμενο με την ενάγουσα, ήτοι κατασκευή και εμπορία φωτεινών διακοσμητικών παραστάσεων εσωτερικών και εξωτερικών χώρων και διατηρεί την εγκατάσταση της ¬εργοστάσιο¬ στην Βιομηχανική Περιοχή της Θεσσαλονίκης. Μεταξύ των προϊόντων που κατασκευάζει και εμπορεύεται η πρώτη εναγομένη περιλαμβάνεται και η κατασκευή μεταλλικών πλαισίων (αλουμίνιο ή σίδερο), εντός των οποίων τοποθετούνται διακοσμητικές παραστάσεις, γιρλάνδες ή αιωρούμενος φωτισμός, που χρησιμοποιούνται για τη διακόσμηση στύλων, πορτών και γενικώς εσωτερικών και εξωτερικών χώρων κτιρίων, καταστημάτων κ.λπ. και τα οποία μπορεί να επικαλύπτονται από πλαστικό διαφόρων χρωμάτων, να ενώνονται με περισσότερα πλαίσια με τη χρήση μεντεσέδων και να στερεώνονται με ειδικά καρφιά. Για τη μέθοδο αυτή κατασκευής μεταλλικού πλαισίου, για διακοσμητικές εντός αυτού φωτεινές παραστάσεις, απονεμήθηκε στον δεύτερο εναγόμενο πιστοποιητικό κατοχύρωσης σχεδίων, δηλ. το υπ` αριθ. 1003632/30.7.2001 Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας από τον Οργανισμό Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας, καθώς και το αντίστοιχο Ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας με αριθμό EQ 1 197704 Α2/17.4.2002. Μετά την απονομή των ως άνω διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, οι εκκαλούντες κατέθεσαν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ισχυριζόμενοι ότι η ενάγουσα χρησιμοποιούσε το ως άνω μεταλλικό πλαίσιο ευρεσιτεχνίας του δεύτερου από αυτούς για τις φωτεινές διακοσμητικές παραστάσεις τους. Επί της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ` αριθ. 12918/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αυτή κατ` ουσίαν, επειδή πιθανολογήθηκε ότι η ως άνω τεχνική δημιουργία ήταν μεν επιδεκτική βιομηχανικής εφαρμογής, όμως, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης για τη χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας, δεν ήταν «νέα επινόηση», αφού η τεχνική κατασκευής του μεταλλικού πλαισίου δεν διέφερε από τα ομοειδή του προϊόντα που ήδη ήταν γνωστά, η δε μέθοδος κατασκευής τους είναι απλή προσαρμογή γνωστών ήδη στοιχείων και μέσων, χωρίς να αποτελεί ιδιαίτερα αξιόλογη πρωτοτυπία έναντι της στάθμης της τεχνικής στον οικείο κλάδο και συνεπώς οι τότε αιτούντες και στην παρούσα δίκη εναγόμενοι¬ εκκαλούντες δεν προστατεύονται από τις διατάξεις του Ν. 1733/1987 «περί μεταφοράς τεχνολογίας, εφευρέσεων, τεχνολογικής καινοτομίας και σύστασης επιτροπής ατομικής ενέργειας». Ακολούθως η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε εναντίον των και τώρα αντιδίκων της αγωγή, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης με αίτημα την ακυρότητα των ως άνω διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ` αριθ. 40836/2006 οριστική απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, η οποία δέχθηκε την αγωγή ως προς τον δεύτερο εναγόμενο και αναγνώρισε ως άκυρα τα εν λόγω διπλώματα ευρεσιτεχνίας που του απονεμήθηκαν, στη συνέχεια δε κατόπιν ασκηθείσας έφεσης από τον τελευταίο εκδόθηκε η υπ` αριθ. 2320/2009 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία εξαφάνισε κατά ένα μέρος την εκκαλούμενη απόφαση, απορρίπτοντας την αγωγή της (ενάγουσας), μόνο ως προς το κεφάλαιο της αναγνώρισης της ακυρότητας του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας λόγω αοριστίας, ενώ το ελληνικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας αναγνωρίσθηκε τελεσίδικα ως άκυρο.
Μετά την έκδοση της ως άνω απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, η ήδη εφεσίβλητη¬ - ενάγουσα τύπωσε ένα μονοσέλιδο κείμενο, με τίτλο «Γνωστοποίηση», το οποίο ενσωμάτωσε στον διαφημιστικό της κατάλογο που εξέδωσε τον Σεπτέμβριο του έτους 2005 και αφορούσε τα προϊόντα της του έτους 2006, όπου αναγραφόταν επί λέξει τα εξής: «Γνωστοποιούμε στους πελάτες μας, ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης με την υπ` αριθ. 12918/2005 απόφαση του έκρινε ότι: τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, ελληνικά και ευρωπαϊκά, της «Φ. ΑΕ» που αφορούν τα πλαίσια ανάρτησης παραστάσεων οδών και επιστήλων, δεν αποτελούν νέο επινόημα γιατί αποδεδειγμένα χρησιμοποιούνται από την S. DecoTations πριν την κατάθεση σχετικής αίτησης κατοχύρωσης και υπάγονται στη στάθμη της τεχνικής, γιατί αποτελούν προσαρμογή στοιχείων και μεθόδων που είναι ήδη ευρέως γνωστές. Τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της «Φ. ΑΕ» που αφορούν μεγάλη κατηγορία διακοσμητικών παραστάσεων τα σχέδια είναι επίσης επανάληψη γνωστών και κυκλοφορούντων στο εμπόριο φωτεινών διακοσμήσεων. Για τους παραπάνω λόγους το δικαστήριο έκρινε ότι η «Φ. ΑΕ» δεν προστατεύεται από τις διατάξεις του Ν. 1733/1987, που αφορούν την προστασία δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας για τα προαναφερθέντα διπλώματα και πέραν αυτών την καταδίκασε σε καταβολή των δικαστικών εξόδων. Η σταθερά ανοδική πορεία μας και η απόλυτη πίστη μας στα καλά συναλλακτικά ήθη, μας υποχρεώνουν να προστατεύσουμε τόσο την επι¬χείρηση μας όσο και την αγορά, από την κακώς εννοούμενη ανωτερότητα και αποκλειστικότητα. Για τον σκοπό αυτό και προχωρήσαμε στη δημοσιοποίηση της δικαστικής απόφασης. Αυτά για να κρινόμαστε από αυτό που είμαστε και να πάψει να ισχύει ότι «στην Ελλάδα είσαι ότι δηλώσεις». «S. Decorations» (που είναι ο διακριτικός της τίτλος). Ακολούθως ο δεύτερος εναγόμενος, ενεργώντας με την ιδιότητα του ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης και για λογαριασμό αυτής, στα μέσα του Οκτωβρίου 2005, τύπωσε ένα δίφυλλο έγχρωμο ένθετο, το οποίο επισύναψε στον ετήσιο κατάλογο των προϊόντων της πρώτης εναγόμενης για το έτος 2006 και το απέστειλε στους πελάτες της. Το δίφυλλο αυτό έγχρωμο ένθετο παρουσίαζε στη δεύτερη και τρίτη σελίδα του, στην μία πλευρά, 4 φωτογραφίες των βιομηχανικών εγκαταστάσεων της πρώτης εναγομένης εν ώρα εργασίας και εξωτερικά και στην άλλη πλευρά, εν είδει αντίθεσης, 2 φωτογραφίες που απεικονίζουν την εξωτερική όψη του υπογείου της οδού Φ. στον Πειραιά, όπου στεγάζεται από πολλών ετών η ιστορική έδρα της επιχείρησης της ενάγουσας, πάνω από τις οποίες αναγράφεται ότι πρόκειται για τις «εγκαταστάσεις της ανταγωνίστριας εταιρίας S. Decorations ¬Τ.Σ.». Τις φωτογραφίες δε αυτές πλαισιώνουν τυπωμένα με μεγάλα γράμματα, τα ακόλουθα σχόλια: «Επειδή πολλά ακούγονται... Τα συμπεράσματα δικά σας...». Επίσης ο δεύτερος εναγόμενος, με την ως άνω ιδιότητα του, στην πρώτη σελίδα του δίφυλλου ένθετου συνέταξε και εξέδωσε ένα κείμενο, με τίτλο «Γνωστοποίηση¬ - Απάντηση», στο οποίο αναφέρεται: «Πληροφορηθήκαμε ότι μικρές σε σχέση με εμάς ανταγωνίστριες επιχειρήσεις, μία από αυτές είναι η εταιρία S. Decorations ¬ Τ.Σ., διαδίδουν γραπτώς ή προφορικώς αβάσιμους και ψευδείς ισχυρισμούς σε βάρος της επιχείρησης μας, με σκοπό να βλάψουν την αξιοπιστία μας προς όφελος τους. Στις προσπάθειες τους αυτές χρησιμοποιούν αθέμιτα όλα τα μέσα, μέχρι του σημείου να ερμηνεύουν αυθαίρετα δικαστική απόφαση. Επικαλούμενη λοιπόν η εταιρία αυτή την υπ` αριθ. 12918/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, διατείνεται αναληθώς ότι τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας μας που αφορούν το πλαίσιο ανάρτησης διακοσμητικών φωτιστικών οδών και πλατειών, καθώς και τα φωτεινά διακοσμητικά σχέδια, δεν προστατεύονται από τις διατάξεις του Ν. 1733/1997 περί προστασίας δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας. Η απόφαση αυτή όμως εκδόθηκε με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, έχει προσωρινό χαρακτήρα μέχρι την εκδίκαση της τακτικής αγωγής μας που εκκρεμεί.
Στηρίχθηκε δε σε πιθανολόγηση περιστατικών και όχι σε αποδείξεις, όπως ψευδώς διαδίδει η εν λόγω ανταγωνίστρια εταιρία «S. DecoTations ¬ Τ.Σ.». Μετά από όλα αυτά είμαστε υποχρεωμένοι να ενημερώσουμε το αγοραστικό κοινό που τόσα χρόνια προτιμά τα προϊόντα μας, ότι τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας μας είναι ισχυρά, αφού μόνον ύστερα από δικαστική απόφαση ακυρώνονται και μας παρέχουν κάθε προστασία που προβλέπουν οι σχετικοί νόμοι (Ν. 1733/1997 κ.λπ.). Η επιχείρηση μας, ως η μεγαλύτερη στο είδος της στην Ελλάδα και μία από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη, έχει επενδύσει κόπους και σημαντικά κεφάλαια στον τομέα της έρευνας και της τεχνολογίας, για την επίτευξη πάντοτε υψηλών προδιαγραφών στα προϊόντα μας, τα οποία έχει διασφαλίσει με τις απαραίτητες προδιαγραφές, διπλώματα ευρεσιτεχνίας και ISO 9001. Με τη συνεχή έρευνα και τις βελτιώσεις στα φωτιστικά μας, έχουμε μεταβάλει την εικόνα του σημερινού φωτεινού διακόσμου στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό. Μην ξεχνούμε πως σήμερα εξάγουμε τα προϊόντα τα οποία παράγουμε σε πάνω από 25 χώρες. Είναι λοιπόν φυσικό, ως οι μεγαλύτεροι στον χώρο αυτό, πολλοί να φθονούν την επιτυχία μας και να προσπαθούν με αθέμιτο τρόπο να αποσπάσουν μέρος από τις πωλήσεις μας, προσπαθώντας αποτυχημένα να μας μιμηθούν. Οι απαράδεκτες επιθέσεις που δεχόμαστε μας ενισχύουν στη συνεχή προσπάθεια μας για τη βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων μας και την κατάκτηση ολοένα και υψηλότερης θέσης στην παγκόσμια αγορά. Τέλος, για να μην κουράσουμε άλλο τους πελάτες μας, πρέπει να πούμε πως εμείς, ως η μεγαλύτερη κατασκευαστική επιχείρηση φωτεινού διακόσμου στην Ελλάδα, πραγματικά κολακευόμαστε όταν όλοι ασχολούνται με εμάς και παίρνουμε δύναμη για τη συνέχιση του αγώνα μας που σκοπό έχει τη βελτίωση της ποιότητας και της αξιοπιστίας μας στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό. «Φ. ΑΕ». Π.Ι., Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος». Το ως άνω δίφυλλο ένθετο, το οποίο περιείχε τις φωτογραφίες των εγκαταστάσεων των διαδίκων και το ως άνω κείμενο, διανεμήθηκε πελάτες της πρώτης εναγομένης.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, όσον αφορά την αντιπαραβολή των φωτογραφιών των εγκαταστάσεων των διαδίκων στο δίφυλλο ένθετο, οι φωτογραφίες της εγκατάστασης των εναγομένων απεικονίζουν τόσο την εξωτερική όσο και την εσωτερική όψη μιας σύγχρονης βιομηχανικής μονάδας στην ΒΙ.ΠΕ. Θεσσαλονίκης, ενώ οι φωτογραφίες της εγκατάστασης της ενάγουσας απεικονίζουν την παλαιά ιστορική έδρα της ενάγουσας, ήτοι ένα υπόγειο γραφείο της κυριότητας της, χωρίς να απεικονίζονται, ως ομοειδείς, οι πραγματικές εγκαταστάσεις της επιχείρησης της ενάγουσας, που βρίσκονται στο 67ο χιλιόμετρο της εθνικής οδού Αθηνών ¬Λαμίας. Δηλαδή οι εναγόμενοι εμφάνισαν αναληθώς ότι οι εγκαταστάσεις κατασκευής και παραγωγής των προϊόντων της ενάγουσας ήταν στο υπόγειο γραφείο, στην οδό Φ. στον Πειραιά, σε αντίθεση με τις δικές τους σύγχρονες εγκαταστάσεις παραγωγής στην ΒΙ.ΠΕ. Θεσσαλονίκης. Με αυτόν τον τρόπο, τόσο η πρώτη εκκαλούσα - ¬εναγομένη, όσο και ο δεύτερος εκκαλών¬ - εναγόμενος με την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της, γνωρίζοντας ότι δεν συνέκριναν ομοειδείς εγκαταστάσεις, προέβησαν σε παραπλανητική και αναληθή συγκριτική διαφήμιση, με σκοπό αθέμιτου ανταγωνισμού, πράξη η οποία αντιβαίνει στα χρηστά και συναλλακτικά ήθη, καθόσον οι εναγόμενοι με την μη αντικειμενική σύγκριση των παραγωγικών μονάδων της ενάγουσας και των δικών τους εκμεταλλευόμενοι το γεγονός της έλλειψης γνώσης του καταναλωτικού κοινού, εμφάνισαν υποδεέστερη και πεπαλαιωμένη την επιχείρηση της ενάγουσας και προκάλεσαν ανακριβείς, παραπειστικές και ζημιογόνες εντυπώσεις για την παραγωγική της ικανότητα στους αποδέκτες των καταλόγων (φυσικά ή νομικά πρόσωπα, δήμοι και δημοτικές επιχειρήσεις), οι οποίοι είναι και τελικοί καταναλωτές των προϊόντων, τόσο τα πρώτης εναγομένης όσο και της ενάγουσας. Περαιτέρω, στο ως άνω κείμενο, το οποίο συμπεριλαμβάνεται στο δίφυλλο ένθετο που κυκλοφόρησε η πρώτη εναγομένη, αναφέρεται ονομαστικά η ενάγουσα και η επιχείρηση της, ως ανταγωνίστρια εταιρία, στην οποία αποδίδονται: 1) ότι διαδίδει γραπτώς ή προφορικώς αβάσιμους και ψευδείς ισχυρισμούς σε βάρος της πρώτης εναγομένης, με σκοπό να βλάψει την αξιοπιστία της πρώτης εναγομένης προς όφελος της, 2) ότι στην προσπάθεια της αυτή χρησιμοποιεί αθέμιτα όλα τα μέσα, μέχρι του σημείου να ερμηνεύει αυθαίρετα δικαστική απόφαση, 3) ότι διατείνεται αναληθώς ότι τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας του δευτέρου εναγόμενου δεν προστατεύονται από τις διατάξεις του Ν. 1733/1997, 4) ότι φθονεί την επιτυχία της πρώτης εναγομένης και προσπαθεί με αθέμιτο τρόπο να την μιμηθεί και να αποσπάσει μέρος από τις πωλήσεις της. Από το σύνολο όμως των ως άνω αποδεικτικών μέσων, δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, κατά το χρόνο που εκδόθηκε ο ως άνω διαφημιστικός κατάλογος και το τετρασέλιδο ένθετο εντός αυτών της πρώτης εκκαλούσας, αλλά και κατά τα προηγούμενα έτη, προέβαινε σε πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού σε βάρος της τελευταίας, με οποιοδήποτε τρόπο, ούτε προσπάθησε να βλάψει την αξιοπιστία της προς όφελος της, αλλ` αντιθέτως με την προεκτεθείσα «ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ» προς τους πελάτες της, άσκησε τα νόμιμα δικαιώματα της προκειμένου να προστατεύσει το καλώς εννοούμενο συμφέρον της επιχείρησης της. Αντίθετα, το περιεχόμενό του ως άνω κειμένου που συντάχθηκε από τον δεύτερο εκκαλούντα για λογαριασμό της πρώτης εκκαλούσας, υπό την ως άνω ιδιότητα του, περιείχε αναληθείς κατά τρόπο ευαπόδεικτο δηλώσεις και ψευδείς ισχυρισμούς και περιστατικά σε βάρος της εφεσίβλητης, τα οποία αντικειμενικά κρινόμενα, μπορούσαν να βλάψουν την εν γένει επαγγελματική της δραστηριότητα και την εμπορική της πίστη και έγιναν με σκοπό αθέμιτου ανταγωνισμού σε βάρος της.
Ολόκληρο δε το δίφυλλο έγχρωμο ένθετο της εκκαλούσας εταιρίας, το οποίο περιλάμβανε τις προαναφερθείσες φωτογραφίες με την ανακριβή απεικόνιση της δήθεν παραγωγικής και εκθεσιακής εγκατάστασης της επιχείρησης της εφεσίβλητης, το οποίο διανεμήθηκε σε μεγάλο αριθμό προσώπων, υποψηφίων αγοραστών των σχετικών προϊόντων, είχε ως αποτέλεσμα να πληγούν τα οικονομικά συμφέροντα της εφεσίβλητης - -ενάγουσας και να τρωθεί η αξιοπιστία της στην αγορά και το κύρος της και ιδίως ως προς τη δυνατότητα της ν` ανταποκριθεί πλήρως στις παραγγελίες των πελατών της. Ο δεύτερος των εκκαλούντων, διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης, όπως αποδείχθηκε σύμφωνα με τα παραπάνω, ενήργησε εν γνώσει του παράνομα και αντίθετα προς την καλή συναλλακτική πίστη και τα χρηστά ήθη, με τη λήψη και τη διανομή των ως άνω φωτογραφιών και του κειμένου, πράγμα που ήταν ικανό να βλάψει την προσωπικότητα της εφεσίβλητης, αφού προσέβαλε την τιμή και την υπόληψη της σε μεγάλο κύκλο πελατών της, η συμπεριφορά του δε αυτή δεν έλαβε χώρα από δικαιολογημένο ενδιαφέρον για την προστασία των επιχειρηματικών συμφερόντων της πρώτης εκκαλούσας, ενώ περιέχει και τα στοιχεία της συκοφαντικής δυσφήμισης, ο περί του αντιθέτου δε ισχυρισμός των εναγομένων, τον οποίο προέβαλαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επαναφέρουν στο παρόν Δικαστήριο ως λόγο έφεσης είναι ουσία αβάσιμος.
Από την ως άνω παράνομη και αδικοπρακτική συμπεριφορά των εκκαλούντων¬ - εναγομένων, τον αθέμιτο ανταγωνισμό και την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας της εφεσίβλητης¬ - ενάγουσας, η τελευταία υπέστη ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση, η οποία ενόψει του είδους της προσβολής, της βαρύτητας αυτής, της έκτασης της βλάβης της, τις συνθήκες τέλεσης αυτής της προσβολής, της δημοσιότητας την οποία έλαβε, της βαρύτητας του πταίσματος των εκκαλούντων, της κοινωνικής και της οικονομικής κατάστασης των μερών, ανέρχεται στο εύλογο ποσό των 15.000 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του δέχθηκε τα ίδια και αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ίδιο ως άνω ποσό, για το ύψος του οποίου σημειωτέον ότι δεν παραπονούνται με την κρινόμενη έφεση τους, ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ο περί του αντιθέτου λόγος έφεσης είναι ουσία αβάσιμος. Κατόπιν τούτων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολο της ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
Ν.Σ