525/2014 ΕΦ ΠΕΙΡ
(ΔΕΕ 2014/1204) Εμπορική διαιτησία. Ενσταση υποβολής της διαφοράς σε διαιτησία. Δεν απορρίπτεται η αγωγή ως απαράδεκτη, αλλά η υπόθεση παραπέμπεται στη διαιτησία, εφόσον η σχετική συμφωνία είναι έγκυρη. Εφαρμοστέο δίκαιο για την κρίση αυτή. Διαφορές που μπορούν έγκυρα να υπαχθούν σε διαιτησία. Απαιτείται έγγραφη συμφωνία. Σύμβαση πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων και συμφωνία περί υπαγωγής σε διαιτησία των αναφυομένων διαφορών. Η εκδίκαση της ένδικης διαφοράς εκφεύγει της δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, υπαγόμενη σε συμφωνηθείσα διαιτησία. Η προμηθευθείσα τις επίδικες ποσότητες πετρελαίου δεν έχει την ιδιότητα του καταναλωτή και δεν έχει εφαρμογή ο ν. 2251/1994. Στη διαιτητική ρήτρα υπάγονται και οι εξωσυμβατικές σχέσεις των μερών, όπως και η αξίωση λόγω αδικοπραξίας.
Αριθμός 525/2014
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Παρέσσα Τσαντεκίδου, Πρόεδρο Εφετών, Χρήστο Τζανερρίκο και Σοφία Λιγνού - Εισηγήτρια, Εφέτες και από τη Γραμματέα Καλλιόπη Δερμάτη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Οκτωβρίου 2013 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΚΑΛΟΥΣΑΣ -ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : Εταιρίας με την επωνυμία ".................", που εδρεύει στην Κύπρο και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Βερνίκο.
ΚΑΘ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ - ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Εταιρίας με την επωνυμία "........................." η οποία διατηρεί υποκατάστημα στον Πειραιά εγκατεστημένο σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 89/67 και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Πάρη Καραμήτσιο με δήλωση κατ΄αρθ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ.
Η καλούσα-εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 21-11- 2006 και με αριθ. εκθ. κατάθ. 9724/2006, αγωγή της, η οποία στρεφόταν κατά της καθ ης η κλήση -εφεσίβλητης - εναγομένης. Η ανωτέρω εναγομένη άσκησε ενώπιον του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου την από 29-10-2007 και με αριθ.εκθεσ.καταθ. 9425/2007 προσεπίκλησή της ενωμένη με παρεμπίπτουσα αγωγή στρεφόμενη κατά της εταιρείας "........" . Επί των ανωτέρω εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 5821/2009 οριστική απόφαση (τακτική διαδικασία) του παραπάνω Δικαστηρίου που αποφάνθηκε ότι δεν έχει δικαιοδοσία να δικάσει την κύρια αγωγή και την παρέπεμψε ενώπιον διαιτησίας ενώ κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς την προσεπίκληση - παρεμπίμπτουσα αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 5-11-2010, με αριθ. εκθ. κατάθ. 1386/2010, έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε η 20-10-2011, κατά την οποία αναβλήθηκε εκ του πινακίου για τη δικάσιμο της 22/3/2012, οπότε ματαιώθηκε η συζήτησή της. Ηδη η έφεση επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 21-5-2012 και με αριθ. εκθεσ. καταθ. 618/2012 κλήση της εκκαλούσας, η οποία γράφτηκε στο πινάκιο και ορίστηκε δικάσιμος η 21-3-2013 και κατόπιν αναβολής εκ του πινακίου η αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας που παραστάθηκε στο ακροατήριο ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης προκατέθεσε τις προτάσεις του με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την από 21-5-2012 και με αριθ. εκθεσ. καταθ. 618/ 2012 κλήση της εκκαλούσας νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση η από 5-11-2010 και με αριθ. εκθ. κατάθ. 1386/2010 έφεσή της, κατόπιν ματαίωσης της συζήτησής της κατά τη δικάσιμο της 22/3/2012 (αρθ. 260, 524 παρ. 1, 498 ΚπολΔικ).
ΙΙ. Η υπό κρίση έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας κατά της υπ` αριθμ. 5821/2009 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την από 21/11/2006 και με αριθμ. εκθεσ.καταθ. 9724/2006 αγωγή της εκκαλούσας κατά της εφεσίβλητης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον κανείς από τους διαδίκους δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε πριν από την άσκηση της έφεσης που έγινε με την κατάθεσή της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 8/12/2010 ενώ η απόφαση δημοσιεύτηκε απόντων των διαδίκων στις 7-12-2009 (αρθ. 495 παρ. 1 και 2, 499, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1 , 517 περ. α, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 ΚΠολΔικ). Επομένως, η έφεση νόμιμα φέρεται στο Δικαστήριο αυτό που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (αρ. 19 Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύει πριν την αντικατάστασή του με το αρθ. 4 παρ. 2 του ν. 3994/2011 σε συνδ. με το αρθ. 72 παρ.13 του ίδιου νόμου και άρθρο 51 παρ. 6α ν. 2172/1993), και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την προαναφερθείσα τακτική διαδικασία που εφάρμοσε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (βλ. αρθ. 533 παρ. 1, 226 επ. ΚΠολΔικ).
ΙΙΙ. Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε την προαναφερθείσα αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στην οποία εξέθετε ότι είναι η πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Κύπρου φορτηγού πλοίου «....», και δραστηριοποιείται στην πώληση και προμήθεια καυσίμων σε πλοία. Ότι στις 7-1-2005 διαμέσου της στην Ελλάδα εγκατεστημένης διαχειρίστριάς της εταιρείας με την επωνυμία «...............................» παρήγγειλε και ανέθεσε στην εναγομένη (που συνεβλήθη διαμέσου του στην Ελλάδα υφισταμένου υποκαταστήματος της) να της πωλήσει και παραδώσει στο ως άνω πλοίο της τις ποσότητες καυσίμων που αναφέρονται ειδικότερα στην αγωγή. Ότι ως τόπος εκπληρώσεως της ως άνω παροχής ορίστηκε η περιοχή Zona Comun του Μπουένος Άϊρες της Αργεντινής ενώ χρόνος (ορίστηκε) το διάστημα μεταξύ 12 και 14 Ιανουαρίου 2005. Ότι ως τίμημα της ως άνω πωλήσεως ορίστηκε για κάθε τύπο καυσίμου το αναφερόμενο ειδικότερα στην αγωγή (ανά μετρικό τόνο). Ότι οι επιμέρους όροι της συναφθείσας πωλήσεως εμπεριέχονται στην από 7-1-2005 επιβεβαίωση - αποδοχή της παραγγελίας που της απέστειλε η εναγομένη προς τούτο. Πλην όμως ενώ ως ιστορεί το πλοίο της κατέπλευσε στον ως άνω λιμένα στις 7:25 π.μ. της 12-1-2005 η εναγομένη και δη οι προστηθέντες αυτής ήτοι η εταιρεία ...... αντισυμβατικώς καθυστέρησαν την παράδοση του καυσίμου κατά 2 ημέρες, 5 ώρες και 50 λεπτά ως ειδικότερα ιστορείται στην αγωγή. Ότι συνεπεία της ως άνω συμπεριφοράς της εναγομένης η ενάγουσα υπέστη ζημία συνιστάμενη στην απώλεια εκμετάλλευσης του πλοίου της για το προρρηθέν χρονικό διάστημα (απώλεια ναύλου ως ειδικότερα ιστορείται) υπολογιζομένου στο ποσό των 75.620,13 δολλαρίων ΗΠΑ. Ότι από το συνολικά οφειλόμενο στην εναγομένη τίμημα των 98.803,91 δολ. ΗΠΑ , της κατέβαλε τελικά το ποσό των 23.907,30 δολ. ΗΠΑ, αφαιρουμένου το ποσού της προαναφερθείσας ζημίας της. Ότι με ενέργειες της προστηθείσας εταιρείας της εναγομένης ................ κατασχέθηκε συντηρητικά το ως άνω πλοίο της ενάγουσας για το συνολικό ποσό του τιμήματος προσαυξημένο με τόκους υπερημερίας, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί η ενάγουσα να καταβάλει σε αυτήν το συνολικό ποσό 140.000 δολ. ΗΠΑ προκειμένου να αρθεί η συντηρητική κατάσχεση. Ότι εξαιτίας των ανωτέρω ενεργειών η ενάγουσα απώλεσε το ποσό που αντιστοιχούσε στο χρονοναύλο 1 ημέρας 22 ωρών και 45 λεπτών ποσού 33.601,56 δολ. ΗΠΑ το οποίο μετά πιθανότητας προσδοκούσε να κερδίσει από χρονοναύλωση του πλοίου της. Ότι, εξαιτίας της ανωτέρω συμπεριφοράς της εναγομένης η ενάγουσα υπέστη περαιτέρω ζημία ποσού 40.874,20 δολ. ΗΠΑ που προκύπτει από τη διαφορά των όσων κατέβαλε για να αρθεί η συντηρητική κατάσχεση του πλοίου της και όσων όφειλε να καταβάλει για την αξία των αγορασθέντων καυσίμων. Ότι η συνολική ζημία την οποία υπέστη η ενάγουσα από την προεκτεθείσα αντισυμβατική, παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης ανέρχεται στο ποσό των 150.095,89 δολ. ΗΠΑ, το οποίο η τελευταία της οφείλει μέχρι σήμερα. Ότι, επικουρικά, η εναγομένη της οφείλει κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού το ποσό των 99.000δολ. ΗΠΑ. Με βάση αυτό το ιστορικό ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 150.095,89 δολλαρίων ΗΠΑ (των ως άνω ποσών συμποσουμένων) άλλως με το ισόποσο "σε ευρώ κατά τον χρόνο επέλευσης εκάστης ζημίας (ως αναφέρεται ειδικώς στην αγωγή) με βάση τη συμβατική σχέση που τη συνέδεε με την εναγομένη άλλως με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η εκδοθησόμενη απόφαση και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Η εναγομένη με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις της προέβαλε ένσταση ελλείψεως δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων ισχυρισθείσα ότι με βάση τον όρο Ρ.2 των γενικών όρων πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων αυτής που ενσωματώθηκαν στην ένδικη σύμβαση η διαφορά θα επιλύεται μέσω διαιτησίας στο Ααλμποργκ ή στην Κοπεγχάγη της Δανίας σύμφωνα με το νόμο περί Διαιτησίας της Δανίας «Danich Arbitration Act». Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της προσεπίκλησης σε αναγκαστική παρέμβαση με παρεμπίπτουσα αγωγή κατά της εταιρείας "........" και αφού δέχτηκε την ανωτέρω ένσταση ως ουσιαστικά βάσιμη, έκρινε ότι δεν έχει δικαιοδοσία να κρίνει τη διαφορά και παρέπεμψε την υπόθεση σε διαιτησία στο Ααλμποργκ ή στην Κοπενγχάγη Δανίας. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της στο σύνολό της.
ΙV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 264 ΚΠολΔ : "Αν η διαφορά υπάγεται σε διαιτησία, το δικαστήριο παραπέμπει την υπόθεση στη διαιτησία, διατηρούνται όμως οι συνέπειες της άσκησης της αγωγής. Αν πάψει να ισχύει η συμφωνία της διαιτησίας, η υπόθεση επαναφέρεται με κλήση". Από την διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι η έννομη συνέπεια της, κατόπιν εγκαίρου προτάσεως της σχετικής ενστάσεως υπό του εναγομένου, υπαγωγής της διαφοράς στην διαιτησία (263 ΚΠολΔ), είναι η παραπομπή της υποθέσεως στην διαιτησία και όχι η απόρριψη της αγωγής ως απαραδέκτου λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας, ως όντως θα συνέβαινε εάν δεν υπήρχε η δια της αμέσως ανωτέρω διατάξεως ειδική νομοθετική πρόβλεψη. Τούτο ισχύει ανεξαρτήτως αν πρόκειται για ημεδαπή ή αλλοδαπή ή διεθνή διαιτησία , διότι η διάταξη δεν διακρίνει. Επειδή η διαιτητική συμφωνία, αποτελεί ιδιαίτερη δικονομικού δικαίου συμφωνία, η οποία σαφώς διακρίνεται από την ουσιαστική κυρία σύμβαση και είναι ανεξάρτητη και αυτοτελής, χωρίς να επηρεάζεται από την πρώτη. Επίσης, κατά τις εφαρμοστέες εν προκειμένω δικονομικές διατάξεις των άρθρων 263 περ. β`, 264, και 870 §1 του ΚΠολΔ, οι οποίες εφαρμόζονται ως lex fori του δικάζοντος Δικαστηρίου, για να κριθή η δεκτικότητα της υποβολής της διαφοράς σε διαιτησία κατά τη συζήτηση πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου, να προτείνεται κατ` ένσταση η υπαγωγή της διαφοράς σε διαιτησία (αρθρ. 263 περ. β` ΚΠολΔ). Η παραδοχή της αναβλητικής αυτής ενστάσεως και η παραπομπή της υποθέσεως σε διαιτησία προϋποθέτει, αφενός μεν την έγκαιρη προβολή της ενστάσεως και αφετέρου την εγκυρότητα της συμφωνίας υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία, της οποίας το κύρος κρίνει παρεμπιπτόντως το πολιτικό Δικαστήριο, στο οποίο προτάθηκε εγκαίρως η σχετική ένσταση, εφόσον ο ενάγων αμφισβητεί το κύρος της συμφωνίας. Το τελευταίο θα κριθεί από το δίκαιο, το οποίο διέπει τον τύπο και το περιεχόμενό της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 ΑΚ, ως προς τον τύπο και του άρθρου 25 ΑΚ, ως προς το περιεχόμενό της, επειδή το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο δεν περιέχει ειδικό κανόνα, ο οποίος να καθορίζει το εφαρμοστέο επί της συμβάσεως της διαιτησίας δίκαιο, ενώ οι συμφωνίες διαιτησίας εξαιρούνται των ρυθμίσεων τόσον της Κοινοτικής Συμβάσεως της Ρώμης του 1980 περί του εφαρμοστέου δικαίου στις συμβατικές ενοχές (άρθρο 1 παρ. 2 περ. δ` Συμβάσεως) που κυρώθηκε διά του Ν. 1792/1988, όσον και του υπ` αριθ. 44/2001 Κανονισμού του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 1 παρ. 3 περ. δ` Κανονισμού). Το δίκαιο, που διέπει τη διαιτησία και το δίκαιο, που διέπει την ουσία της διαφοράς, συμπίπτουν κυρίως επί ενοχικών συμβάσεων και συνεπώς το δίκαιο, που διέπει τη διαιτησία είναι πρωταρχικά το δίκαιο, στο οποίο τα μέρη υπέβαλαν αυτή. Κατά το δίκαιο αυτό κρίνεται το κύρος της διαιτητικής συμφωνίας και πότε επέρχεται εγκύρως η κατάργησή της. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 11 ΑΚ προκύπτει ότι η δικαιοπραξία είναι έγκυρη, ως προς τον τύπο, αν είναι σύμφωνη, είτε με το δίκαιο, που διέπει το περιεχόμενό της, είτε με το δίκαιο του τόπου, όπου επιχειρείται αυτή, είτε με το δίκαιο της ιθαγένειας όλων των μερών. Αν συνεπώς τηρηθεί ο τύπος, που θεσπίζει ένα από τα δίκαια αυτά, τότε η δικαιοπραξία θα θεωρηθεί έγκυρη κατά τύπο και το Δικαστήριο, αν κρίνει βάσιμη την ένσταση, υποχρεούται να παραπέμψει την υπόθεση στη διαιτησία (ΑΠ 1932/2006 ΑΡΧΝ 2007/586, ΕΦΑΘ 1944/2006 ΔΕΕ 2006/1298, ΕΦ ΠΕΙΡ 475/2005 ΕΝΑΥΤΔ 2005/323, βλ. Σ. Bρέλλη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο έκδ. 1988 σελ. 141, Ελλη Kρίσπη- Νικολετοπούλου, Η διαιτησία κατά το ιδιωτικόν διεθνές δίκαιον ΕΕΝ 25,508) . Εξάλλου στις διατάξεις του άρθρου 2 της από 10.6.1958 Διεθνούς Συμβάσεως της Nέας Υόρκης περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων που κυρώθηκε από την Κύπρο και τη Μάλτα (που ενδιαφέρουν στην κρινόμενη υπόθεση - βλ. πίνακα αναρτηθέντα στην ιστοσελίδα της .... ) και από την Ελλάδα διά του ΝΔ 4220/1961 ορίζονται τα εξής : "1. Εκαστον των συμβαλλομένων Κρατών αναγνωρίζει τηv συμφωνίαν διά της οποίας τα μέρη υποχρεούνται να υποβάλλωσιν εις διαιτησίαν απάσας τας διαφοράς ή ωρισμένας εκ των διαφορών, αίτινες ανεφύησαν ή θα ηδύναντο να αναφυώσι μεταξύ των, αναφορικώς προς συγκεκριμένην έννομην σχέσιν, συμβατικήν ή εξωσυμβατικήν, αναφερομένην εις θέμα επιδεκτικόν ρυθμίσεως διά διαιτησίας. 2. Νοείται διά του όρου "έγγραφος συμφωνία" διαιτητική ρήτρα περιληφθείσα εν συμβάσει ή συνυποσχετικόν, άτινα υπεγράφησαν υπό των μερών ή περιέχονται εις ανταλλαγήν επιστολών ή τηλεγραφημάτων. 3. Το Δικαστήριον ενός των συμβαλλομένων κρατών, επιλαμβανόμενον αγωγής επί θέματος ως προς το οποίον τα μέρη έχουν συνάψει συμφωνίαν εν τη εννοία του παρόντος άρθρου, θα παραπέμπη τα μέρη εις διαιτησίαν, τη αιτήσει ενός εξ αυτών, εκτός εάν διαπιστώνη ότι η εν λόγω συμφωνία είναι άκυρος, ανενεργής ή μη επιδεκτική εφαρμογής". Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι δια συμφωνίας των συμβαλλομένων μερών δύνανται τα μέρη να υπαγάγουν σε διαιτησία όλες τις υφιστάμενες και μελλοντικές τους διαφορές ιδιωτικού δικαίου, οι οποίες θα προκύψουν από ορισμένη έννομη σχέση, εάν οι συμβαλλόμενοι έχουν την εξουσία ελεύθερης διάθεσης του αντικειμένου της διαφοράς, εφ` όσον δηλαδή το αντικείμενο της διαφοράς είναι απαλλοτριωτό, ως κατ` εξοχήν είναι και, το αντικείμενο διαφοράς εξ ενοχικών δικαιωμάτων, αποκλειομένων της διαιτησίας και των εννόμων σχέσεων , οι οποίες ενδιαφέρουν αμέσως τη δημοσία τάξη. (βλ. AΠ 45/2013 ΕΦΑΔ 2013/463, ΕΦΑΔ 2013/463). Συνεπώς, σε συμφωνία διαιτησίας, υπάγονται όλες οι υφιστάμενες ή μελλοντικές διαφορές σε σχέση προς την ερμηνεία ή την εκτέλεση της σύμβασης στην οποία αναφέρεται η διαιτητική συμφωνία, οι απαιτήσεις που απορρέουν από αυτήν, το κύρος ή η ακυρότητα της σύμβασης και οι συνέπειες της ακυρότητα, η λύση και οι συνέπειες αυτής και γενικώς πάσα διαφορά η οποία αφορά απαιτήσεις ή υποχρεώσεις, οι οποίες έχουν σχέση με τη σύμβαση ή σχέσεις που αναφέρονται σε αυτήν σε οποιαδήποτε διάταξη νόμου και αν στηρίζoνται (ΑΠ 825/77 ΝοΒ 26. 673, ΑΠ 441/82 ΝοΒ 31.46) όπως και απαιτήσεις αποζημιώσεως εξ αδικοπραξίας, οι οποίες συρρέουν με απαιτήσεις αποζημιώσεως από την σύμβαση, καθ` όσον και αυτές συνάπτονται με την σύμβαση. Ειδικότερα στην περίπτωση συρροής αξιώσεων, οι οποίες στηρίζονται στην σύμβαση, αλλά και στην αδικοπραξία ή τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, και οι εξωσυμβατικές αυτές αξιώσεις υπάγονται στην διαιτησία, εφ` όσον αυτές, ανεξαρτήτως της νομικής τους θεμελιώσεως, συνδέονται με τις αξιώσεις από την σύμβαση για τις οποίες υπάρχει διαιτητική ρήτρα (EΦΑΘ 1213/2006 Δ/ΝΗ 2006/1105). Επίσης δια του άρθρου 2 §2 της Συμβάσεως αυτής, καθιερούται ο έγγραφος τύπος. Ως έγγραφη συμφωνία νοείται η διαιτητική ρήτρα η περιληφθείσα σε σύμβαση ή συνυποσχετικό, τα οποία υπεγράφησαν από τα μέρη ή περιέχονται σε επιστολές ή τηλεγραφήματα, τα οποία αντηλλάγησαν μεταξύ των μερών. Η διάταξη αυτή περιέχει αυτοτελή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ο οποίος έχει ισχύ για τα κράτη, τα οποία δεσμεύονται από την διεθνή αυτή σύμβαση και δεν καταλείπει στο πεδίο εφαρμογής της περιθώριο προσφυγής του δικαστηρίου σε έτερο κανόνα ουσιαστικού ή ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, προκειμένου να εξακριβωθεί το έγκυρο της συμφωνίας περί διαιτησίας, από την άποψη του τύπου της συνομολογήσεως αυτής. Με την καθιέρωση του εγγράφου τύπου διώκεται η αυξημένη προστασία των μερών, χωρίς όμως να παραβλάπτεται η πρακτική του διεθνούς εμπορίου και της διεθνούς συναλλαγής. Έτσι, ικανοποιείται η προϋπόθεση της υποβολής σε έγγραφο τύπο, όταν στην σύμβαση, η οποία υπεγράφη από τα μέρη γίνεται παραπομπή στους τυποποιημένους όρους ορισμένου είδους συναλλαγής του διεθνούς εμπορίου, στους οποίους περιέχεται η ρήτρα διαιτησίας, έστω και αν οι συμβαλλόμενοι δεν υπέγραψαν και το κείμενο, το οποίο περιέχει αυτούς τους όρους και την διαιτητική ρήτρα, αφού η παραπομπή στο κείμενο των τυποποιημένων αυτών όρων, αποτελεί προσχώρηση στους όρους αυτούς και αποδοχή τους και αρκεί η υπογραφή των συμβαλλομένων στο κείμενο της σύμβασης στο οποίο γίνεται η ανεπιφύλακτη προσχώρησή τους στους οποίους περιλαμβάνεται και η διαιτητική ρήτρα. Επίσης, η προπαρατεθείσα ρύθμιση της διεθνούς αυτής συμβάσεως, προκειμένου να εξυπηρετήσει την ανάγκη του διεθνούς εμπορίου για την ευχερεστέρη και ταχυτέρη διεξαγωγή των διεθνών συναλλαγών, καθιέρωσε ρητώς την δυνατότητα συνομολογήσεως της συμφωνίας περί διαιτησίας και με ανταλλαγή επιστολών ή τηλεγραφημάτων. Συνεπώς, εφ` όσον πρόκειται περί διαφοράς από διεθνή εμπορική συναλλαγή, όπως είναι και εκείνη η οποία προκύπτει από σύμβαση πωλήσεως, η οποία καταρτίστηκε μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων, τα οποία είχαν, κατά τον χρόνο της καταρτίσεως της, το κέντρο της επιχειρηματικής των δραστηριότητάς τους σε διαφορετικές χώρες, η συμφωνία περί διαιτησίας, και υπό το ως άνω νομικό καθεστώς, δύναται να καταρτισθεί εγκύρως και με ανταλλαγή ενυπόγραφων επιστολών, τηλεγραφημάτων ή τηλετυπημάτων, πράγμα το οποίον άλλωστε ισχύει και στο το εσωτερικό δίκαιο (ΟλΑΠ 8/1997 ΝοΒ 46. 35). Εξάλλου από τη θέση σε ισχύ της ως άνω Σύμβασης και λόγω εισαγωγής νέων τρόπων κατάρτισης συμβάσεως και δη ανταλλαγής δηλώσεων βουλήσεως (internet, email, sms μέσω κινητών τηλεφώνων, τηλεμοιοτυπία κλπ) η ............... εξέδωσε μια σύσταση (βλ. σχετ. εφεσίβλητης αρ. 40), ώστε η μνεία των τρόπων δια των οποίων καταρτίζεται μια διαιτητική συμφωνία να μην θεωρηθεί εξαντλητική (βλ. ΟλΑΠ 8/1997 ο.π.). Περαιτέρω, η διαιτητική ρήτρα , η οποία περιέχεται σε άλλο κείμενο, στο οποίο γενικώς παραπέμπουν οι συμβαλλόμενοι, είναι έγκυρη, αφού με τη γενική αυτή παραπομπή τεκμαίρεται η γνώση και η αποδοχή από τους συμβαλλομένους όλων των όρων, στους οποίους χάριν συντομίας παραπέμπουν. Αυτό ισχύει στο πεδίο των διεθνών συναλλαγών, όπου η διαιτησία έχει καταστεί η συνήθης μέθοδος επιλύσεως διαφορών και όπου οι συναλλασσόμενοι εκ των πραγμάτων οφείλουν αυξημένη επαγρύπνηση κατά την επιχειρηματική τους δραστηριότητα. Δεν απαιτείται λοιπόν ρητή και ειδική μνεία των όρων της διαιτησίας , όταν πρόκειται για όρο συνήθη και γνωστό σε όσους συναλλάσσονται στον συγκεκριμένο εμπορικό τομέα, οι οποίοι θεωρούν σταθερή πρακτική την διαιτητική επίλυση των διαφορών, οι οποίες πιθανόν θα προκύψουν, παραλείπουν δε να διατυπώσουν συναφώς οποιαδήποτε επιφύλαξη (ΕφΑΘ 967/1995 ΕλλΔνη 37. 1399). Η έγγραφη συμφωνία δεν απαιτείται να είναι ξεχωριστή και αυτοτελής, αλλά δύναται να περιέχεται στο κείμενο άλλου εγγράφου, το οποίο ρυθμίζει τις σχέσεις συνήθως των συμβαλλομένων υπό τον τύπον του όρου ή ρήτρας. Επίσης, ικανοποιείται, η ανάγκη τηρήσεως του εγγράφου τύπου, όταν η συμφωνία διαιτησίας περιλαμβάνεται εις γενικούς όρους πωλήσεως και παραδόσεως του εμπορεύματος, οι οποίοι επισυνάφθηκαν ως ανυπόγραφο παράρτημα σε σύμβαση , η οποία έχει υπογραφές από τα μέρη και παραπέμπει στο περιεχόμενό τους (ΕφΑθ 7195/2007 ΝΟΒ 2008/650). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο εφέσεως, πλήττεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, συνεπεία των οποίων (πλημμελειών) έγινε δεκτή η ένσταση της εναγομένης περί υπαγωγής της διαφοράς στη διαιτησία. Ο λόγος αυτός επάγεται μεταβιβαστικό αποτέλεσμα και εντεύθεν υποχρέωση του Δικαστηρίου σε αυτεπάγγελτη έρευνα του ορισμένου και νόμω βασίμου της άνω ενστάσεως. Όπως προεκτέθηκε, η εφεσίβλητη παραδεκτώς δια των ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προτάσεών της πρότεινε την ένσταση της υπαγωγής της ένδικης διαφοράς σε διεθνή διαιτησία και συγκεκριμένα ότι με βάση τον όρο Ρ.2 των γενικών όρων πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων αυτής που ενσωματώθηκαν στην ένδικη σύμβαση συμφωνήθηκε η διαφορά να επιλύεται μέσω διαιτησίας στο Ααλμποργκ ή στην Κοπεγχάγη της Δανίας σύμφωνα με το νόμο περί Διαιτησίας της Δανίας «Danich Arbitration Act». Ο ισχυρισμός αυτός είναι δικονομικώς παραδεκτός, υπό την έννοια ότι, εάν κριθεί ότι η επικαλούμενη συμφωνία διεθνούς διαιτησίας είναι νόμιμη και ουσία βάσιμη, η ένδικη διαφορά, ως ιδιωτικού δικαίου δύναται κατά το δικονομικό δίκαιο του δικάζοντος Δικαστηρίου να υπαχθεί στην διαιτησία, διότι το αντικείμενό της, δηλαδή το ενοχικό δικαίωμα αποζημιώσεως αλλά και της επιστροφής του αδικαιολόγητου πλουτισμού λόγω μη ποσήκουσας εκπληρώσεως της επικαλούμενης ενοχικής συμβάσεως πωλήσεως του ενδίκου πράγματος, είναι ελεύθερα διαθετό από τους διαδίκους. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω η νομιμότητα και η βασιμότητα της επικαλούμενης συμφωνίας διαιτησίας, σύμφωνα με τις προδιαληφθείσες διατάξεις που αποτελούν εσωτερικό δίκαιο, το οποίο, κατά τις μη πληττόμενες με ειδικό λόγο εφέσεως παραδοχές του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, είναι εν προκειμένω εφαρμοστέο δίκαιο κατ’ άρθρο 25 ΑΚ, διότι α) η διαχειρίστρια εταιρεία ................... ενδιαμέσου της οποίας η πλοιοκτήτρια αγόρασε τα καύσιμα είναι εγκατεστημένη στην Ελλάδα, β) η ίδια η ενάγουσα πλοιοκτήτρια εταιρεία εδρεύει στην Κύπρο , γ) η σύναψη της συμβάσεως έγινε μέσω του υποκαταστήματος της διαχειρίστριας της ενάγουσας που βρίσκεται στην Ελλάδα ενώ και η εναγομένη διατηρεί υποκατάστημα στην Ελλάδα σύμφωνα με το Ν. 89/1967.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως που περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα της εκκαλουμένης απόφασης πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, τα δε ξενόγλωσσα συνοδευόμενα από επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, της με αριθμό 14796/19/1/2009 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρος της εναγομένης-εφεσίβλητης ......... , η οποία λήφθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς .................... , κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της αντιδίκου της (βλ. την προσκομιζόμενη με αριθμό 4023β/8-1-2009 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά Βασιλείου Χρήστου), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η εκκαλούσα εταιρεία που εδρεύει στην Κύπρο ήταν κατά τον επίδικο χρόνο πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Κύπρου φορτηγού πλοίου «............», κ.ο.χ. 19.031, κ.κ.χ. 9.338, νεκρού βάρους 32.530, έτους ναυπήγησης 1980, του οποίου (πλοίου) διαχειρίστρια ήταν η εταιρεία με την επωνυμία “............................”. Η τελευταία ενεργώντας ως αντιπρόσωπος της ενάγουσας και για λογαριασμό της στις 7/1/2005 ζήτησε από το στον Πειραιά εγκατεστημένο κατά τις διατάξεις του ν. 89/1967 υποκατάστημα της εφεσίβλητης να της δοθεί μια προσφορά για την προμήθεια του ως άνω πλοίου με 400 μ.τ. πετρελαίου τύπου fuel oil 180 CST και με 50 μ.τ. πετρελαίου τύπου .... . Η εν λόγω παράδοση των ως άνω ποσοτήτων καυσίμων στο πλοίο ζητήθηκε να γίνει μεταξύ της 12ης Ιανουαρίου και της 14ης Ιανουαρίου 2005 στην περιοχή Zona Comun του λιμένος Buenos Aires στην Αργεντινή (βλ. το προσκομιζόμενο σε αποσπασματική μετάφραση από 7/1/2005 ώρα 12.30 με αρ. .. μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της ............... προς το υποκ/μα της εφεσίβλητης). Εκ μέρους της εκκαλούσας τις απαραίτητες συνομιλίες και διαπραγματεύσεις έκανε κυρίως ο υπάλληλος της ως άνω διαχειρίστριας εταιρείας, ..................... , ενώ εκ μέρους της εφεσίβλητης η υπάλληλος του στον Πειραιά υποκαταστήματός της......... . Η εφεσίβλητη εταιρεία αποτελεί τμήμα του πολυεθνικού ομίλου της εταιρείας "..................." με έδρα στη Δανία που δραστηριοποιείται στον τομέα πώλησης καυσίμων, τα οποία κατά κανόνα αγοράζει από φυσικούς προμηθευτές ή άλλες εταιρείες εμπορίας καυσίμων και στη συνέχεια τα μεταπωλεί σε άλλους μεταπωλητές ή σε πλοιοκτήτες, εφοπλιστές ή ναυλωτές πλοίων. Στην προκειμένη περίπτωση, αφού η εφεσίβλητη ήλθε σε επαφή με την αλλοδαπή εταιρεία "..............." ,η οποία αναλάμβανε ως φυσικός προμηθευτής στην παραπάνω λιμενική ζώνη της Αργεντινής την προμήθεια πλοίων με καύσιμα και έλαβε τη διαβεβαίωσή της για τη σχετική προμήθεια καυσίμων, έδωσε την αιτηθείσα προσφορά όσον αφορά την τιμή των καυσίμων στην διαχειρίστρια εταιρεία, στην οποία συμφώνησαν, αμέσως μετά δε ακολούθησε η αποστολή εκ μέρους της εφεσίβλητης της έγγραφης επιβεβαίωσης της παραγγελίας (SALES CONFIRMATION), που περιείχε όλα τα στοιχεία και τους όρους της ένδικης σύμβασης πώλησης (βλ. προσκομιζόμενο σε μετάφραση στην ελληνική έγγραφο). Μεταξύ άλλων σε αυτό το έγγραφο αναφερόταν επί λέξει ................................ δηλαδή "Η πώληση και η παράδοση των παραπάνω περιγραφέντων ναυτιλιακών καυσίμων υπόκεινται στους γενικούς όρους πώλησης του πωλητή ναυσιπλοίας (αντίγραφο διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση ............. . Η αποδοχή των ναυτιλιακών καυσίμων από το πλοίο που κατονομάζεται παραπάνω θα θεωρείται ότι αποτελεί αναντίρρητη αποδοχή των προαναφερομένων γενικών όρων πώλησης ως προς εσάς υπό την ιδιότητά σας ως "Αγοραστών " και της .................. ως "Πωλήτριας" …. Είναι ευθύνη του μεσίτη (εάν τυχόν εμπλέκεται κάποιος ) να διασφαλίσει ότι ο αγοραστής είναι πλήρως ενημερωμένος όλων των στοιχείων αυτής της επιβεβαίωσης ". Κατά τον ανωτέρω τρόπο που είναι ο συνήθης τρόπος διεθνών συναλλαγών για την προμήθεια -αγορά και πώληση ναυτιλιακών καυσίμων, στην οποία εκ των πραγμάτων εμπλέκονται πολλά μέρη και η επικοινωνία μεταξύ τους γίνεται μέσω τηλεφώνων , τηλεομοιοτυπιών ή με ανταλλαγή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, καταρτίστηκε η ένδικη σύμβαση πώλησης. Συγκεκριμένα, στο από 7-1-2005 έγγραφο επιβεβαίωσης παραγγελίας που απέστειλε η εφεσίβλητη-εναγομένη στην εκκαλούσα - ενάγουσα υπήρχαν όλοι οι όροι της ένδικης πώλησης δηλ. οι ειδικοί όροι που διέπουν τη συγκεκριμένη σύμβαση και είχαν γίνει αντικείμενο διαπραγματεύσεως μεταξύ των συμβαλλόμενων (δηλ. οι τιμές των καυσίμων, ο τόπος παράδοσης αυτών, ο τρόπος καταβολής του τιμήματος κ.λπ.) ως και οι γενικοί όροι πώλησης των καυσίμων που ακολουθούσε αυτή (εφεσίβλητη), οι οποίοι ήταν δημοσιευμένοι στο διαδίκτυο στην οικεία ιστοσελίδα (site) και ήταν άμεσα προσβάσιμοι σε κάθε ενδιαφερόμενο και δη στους αντισυμβαλλόμενους αυτής. Σύμφωνα δε με τον Ρ2 όρο των γενικών συναλλαγών "Ολες οι διαφορές που προκύπτουν αναφορικά με την παρούσα συμφωνία ή οποιαδήποτε άλλη συμφωνία σχετίζεται με το παρόν, εκτός αν ο Πωλητής αποφασίσει διαφορετικά κατά τη διακριτική του ευχέρεια, θα επιλύονται από διαιτησία στο Aalborg και /ή στην Κοπεγχάγη με την Δανέζικη Πράξη Διαιτησίας (DANISH ARBITRATION ACT) , όπως ισχύει από καιρό εις καιρόν". Η εκκαλούσα - ενάγουσα, αν και έλαβε γνώση δια της διαχειρίστριας αντιπροσώπου της του περιεχομένου της ανωτέρω σύμβασης και την ενσωμάτωση σε αυτήν των γενικών όρων πώλησης της εφεσίβλητης - εναγομένης, δεν εναντιώθηκε σε αυτούς, όπως είχε δικαίωμα, από τις 7/1/2005 μέχρι την παραλαβή των καυσίμων στις 15/1/2005, οπότε, σύμφωνα με τον προαναφερθέντα όρο της επιβεβαίωσης, θεωρείται ότι αποδέχτηκε τους όρους αυτούς ανεπιφύλακτα. Εξάλλου, η αντιπρόσωπος της εκκαλούσας εταιρεία ................. , στο πρόσωπο της οποίας κρίνεται, σε κάθε περίπτωση κατ’ άρθρο 214 ΑΚ η γνώση των όρων αυτών και η επίδρασή τους στη συγκεκριμένη δικαιοπραξία, γνώριζε τόσο τον τρόπο διεξαγωγής των συναλλαγών με την εφεσίβλητη -εναγομένη όσο και τους συγκεκριμένους όρους, αφού από τα προσκομιζόμενα σε αποσπασματική μετάφραση σχετικά email επιβεβαίωσης παραγγελίας της εφεσίβλητης προς την διαχειρίστρια εταιρεία, προκύπτει ότι τους ίδιους όρους είχε θέσει υπόψη της τουλάχιστον σε 2 προηγούμενες συναλλαγές για το ίδιο πλοίο (βλ. τα από 7-1-2004 και 8-9-2004 email) και τουλάχιστον σε 3 προηγούμενες συναλλαγές για άλλα πλοία (βλ. τις από 20/9/2004,28/9/2004 και 30/11/2004 επιβεβαιώσεις). Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας, ................ , ο οποίος ως υπάλληλος της διαχειρίστριας εταιρείας κατέθεσε : "Εκείνο που μπορώ να σας πω είναι ότι τηλεφωνικά είχαμε κλείσει τα πετρέλαια και αφ΄ης στιγμής κλείστηκαν … ήρθε και το κονφιρμέισον, η επιβεβαίωση του κλεισίματος. Μέσα εκεί υπήρχαν μια παραπομπή ότι θα μπορούμε να δούμε ειδικούς όρους σε κάποιο site της Δανίας. Σε κάποιο site των τροφοδοτών …Ναι της ........ , αλλά ουδέποτε πήγαμε εκεί για να τα δούμε … Έχουμε σαν ... , σαν διαχειρίστρια εταιρεία κλείσει κατ’ επανάληψη με την ...........… Όχι, αυτό θέλω να σας πω . Ότι ουδέποτε ασχοληθήκαμε με τους όρους. Μέχρι εκείνο το κλείσιμο των πετρελαίων ουδέποτε είχαμε, βέβαια, και κάποια διαφορά. Αλλά ουδέποτε αυτοί οι όροι ζητήθηκαν, μας προσεφέρθησαν, τους ψάξαμε. Ουδέποτε, διότι ακόμη και αν γινόταν δεκτός ο ισχυρισμός της εκκαλούσας περί άγνοιας των όρων, αυτή δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητα της εφεσίβλητης, αλλά σε υπαιτιότητα της ίδιας, η οποία καθώς και η διαχειρίστριά της ως συμβαλλόμενες σε τέτοιου είδους διεθνείς συναλλαγές έπρεπε να γνωρίζουν την πρακτική ύπαρξης σχετικών όρων περί υπαγωγής της διαφοράς σε διεθνή διαιτησία και να είναι περισσότερο επιμελείς στις συναλλαγές τους. Επίσης, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι η διαχειρίστρια εταιρεία δεν είχε ειδική πληρεξουσιότητα να συνομολογήσει τη σχετική ρήτρα περί διαιτησίας είναι απορριπτέος ως απαραδέκτως προτεινόμενος για πρώτη φορά με τις ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου προτάσεις της χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔικ. Συνεπώς, με τον τρόπο που προεκτέθηκε η συγκεκριμένη ρήτρα διεθνούς διαιτησίας, κατέστη σύμφωνα με όσα στη μείζονα σκέψη εκτέθηκαν περιεχόμενο της ένδικης σύμβασης πώλησης και δεσμεύει τις διάδικες εταιρείες, καθόσον η τοιαύτη διαιτητική ρήτρα αποτελεί έγγραφο συμφωνία κατά τη προρηθείσα διάταξη της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης (1958) τυγχάνει δε έγκυρη, διότι εγκύρως αντηλάγησαν οι σχετικές δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης πωλήσεως ναυτιλιακών καυσίμων. Με βάση τα προλεχθέντα η εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς εκφεύγει της δικαιοδοσίας των ελληνικών Δικαστηρίων υπαγόμενη στη συμφωνηθείσα διαιτησία (Δανίας). Κατά παραδοχή δε της ενστάσεως της εναγομένης η υπόθεση, ως προς όλες τις βάσεις της, πρέπει να παραπεμφθεί σε διαιτησία στο Άαλμποργκ ή στην Κοπεγχάγη Δανίας σύμφωνα με το άρθρο 264 ΚΠολΔ η εφαρμογή του οποίου ουδόλως κωλύεται εκ του γεγονότος ότι πρόκειται περί αλλοδαπής διαιτησίας. Σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τα ίδια δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων ούτε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς, ο αντίστοιχος λόγος εφέσεως είναι απορριπτέος.
V. Με το δεύτερο λόγο έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται, διότι η εκκαλουμένη κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου δεν έκανε δεκτή την αντένστασή της περί ακύρωσης ως καταχρηστικής της περί διαιτησίας ρήτρας των "γενικών όρων συναλλαγών "της εφεσίβλητης λόγω της αντίθεσής της στα άρθρα 178 επ., 200, 281, 288 ΑΚ και στο άρθρο 2 του ν. 2251/1994, με αποτέλεσμα να γίνει δεκτή η περί διαιτησίας ένσταση της εφεσίβλητης. Επειδή κατά την διάταξη του άρθρου 520 §1 ΚΠολΔ, το έγγραφο της εφέσεως πρέπει να περιέχει, εκτός των απαιτουμένων κατά τα άρθρα 119 έως 120 ΚΠολΔ στοιχείων και τους λόγους της εφέσεως. Ως λόγοι εφέσεως νοούνται οι αποδιδόμενες στην εκκαλουμένη απόφαση πλημμέλειες και ελλείψεις, οι οποίες συνίστανται, ως επί το πλείστον, σε παραδρομές του πρωτοδίκως δικάσαντος δικαστηρίου ενίοτε δε και σε ίδια του εκκαλούντος σφάλματα, το τελευταίο τούτο όμως, μόνον εντός των υπό των διατάξεων του άρθρου 527 ΚΠολΔ διαγραφομένων ορίων (Μπέη, ΠολΔικ υπ` αρθ. 520 σ. 1952 επ. ιδία σ. 1955). Οι παραδρομές του Δικαστηρίου είναι δυνατόν να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο λόγος της εφέσεως πρέπει να διατυπώνεται με σαφήνεια, ώστε να διαγράφονται επακριβώς τα σφάλματα, τα οποία αποδίδονται στην εκκαλουμένη και δικαιολογούν, κατά το αίτημα της εφέσεως, την εξαφάνιση ή μεταρρύθμισή της. Έτσι, λόγος εφέσεως περί παραβάσεως κανόνων ουσιαστικού δικαίου τυγχάνει παντελώς αόριστος, εάν δεν μνημονεύεται συγχρόνως ποιος ο παραβιασθείς κανόνας δικαίου και με ποιόν τρόπο εχώρησε η παραβίαση αυτού (ΑΠ 649/1975 ΝοΒ 24. 51, ΕΦΑΘ 7195/2007 ΝΟΒ 2008.650, Σαμουήλ, Η έφεσις, έκδ. 3η (1986) §388-389). Στην προκειμένη περίπτωση, κατά το σκέλος του λόγου αυτού με το οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άνω διατάξεων των άρθρων 178, 200, 281 και 288 ΑΚ, η έφεση πρέπει να απορριφθεί κυρίως λόγω αοριστίας, διότι δεν εκτίθεται με ποιόν τρόπο εχώρησε η παραβίαση αυτών των διατάξεων και σε κάθε περίπτωση, διότι σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στο πλαίσιο έρευνας του πρώτου λόγου εφέσεως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις άνω διατάξεις του ΑΚ, απορρίπτοντας τη σχετική αντένσταση σιγή ως ουσιαστικώς αβάσιμη.
Περαιτέρω κατά το σκέλος του λόγου αυτού με το οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άνω διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 7 του ν. 2251/1994 λεκτέα τα ακόλουθα : Η περί διαιτησίας συμφωνία δεν εμπίπτει ούτε στις διατάξεις του ν. 2251/1994 και δη του άρθρου 2 παρ. 7, κατά την οποία καταχρηστικοί είναι οι Γενικοί Όροι των Συναλλαγών επί συμβάσεως προμηθευτού και καταναλωτού και όταν "αποκλείουν την υπαγωγή των διαφορών από σύμβαση στο φυσικό τους δικαστή με την πρόβλεψη αλλοδαπής δικαιοδοσίας ή διαιτησίας" . Τούτο δε διότι η έννοια του καταναλωτού στη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 2251/1994, δια της οποίας επιχειρήθηκε ενσωμάτωση των ουσιαστικών διατάξεων του Κοινοτικού Δικαίου για την προστασία του καταναλωτού είναι διαφορετική και ευρύτερη της τοιαύτης του άρθρου 13 των Συμβάσεων του Λουγκάνο και των Βρυξελλών. Ο ορισμός αυτός δεν περιλαμβάνει όσους αποκτούν αγαθά και πράγματα προκειμένου να τα μεταβιβάσουν αυτούσια ή επεξεργασμένα, να παραχωρήσουν τη χρήση τους ή να τα χρησιμοποιήσουν για λογαριασμό τρίτου ή για την οικονομική εξυπηρέτηση τρίτου, ενώ περιλαμβάνει αυτόν ο οποίος αποκτά ως τελικός χρήστης το προϊόν ακόμη και για να το χρησιμοποιήσει για τις επαγγελματικές του ανάγκες, αρκούντος απλώς του γυμνού γεγονότος ότι είναι τελικός χρήστης (Καράκωστας, Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή 2004, σελ. 70). Όμως κατά τούτο επιχειρήθηκε από τον εθνικό νομοθέτου διεύρυνση της έννοιας του καταναλωτού, όπως αυτός νοείται και προστατεύεται δια των αντιστοίχων Οδηγιών και δη της Οδηγίας 85/577/ΕΕ "Προστασία Καταναλωτών κατά την σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος", 87/102 ΕΕ, (ως ετροποποιήθη δια της 90/88/ΕΕ) "Καταναλωτική Πίστη" και 99/44/ΕΚ "Πτυχές της πώλησης καταναλωτικών αγαθών" (Καράκωστας, ενθ` ανωτ. σ. 72), η οποία ταυτίζεται προς την ανωτέρω έννοια των Συμβάσεων των Βρυξελλών και του Λουγκάνο. Είναι σαφές ότι ο άνω Νόμος καθ` ο μέρος επιχειρεί διεύρυνση της έννοιας του καταναλωτού πέραν του ορίου προστασίας της Συμβάσεως των Βρυξελλών και του Κοινοτικού Δικαίου (δηλαδή καθ` ο μέρος θεωρεί "καταναλωτή" και τον επαγγελματικώς δρώντα έμπορο ή επαγγελματία τελικό χρήστη κατά την προηγηθείσα ανάλυση) δεν απηχεί παρά μόνο εθνικό δίκαιο και κατά τούτο η υπ` αυτού παρεχομένη προστασία στον τοιούτο "καταναλωτή" δεν δύναται να υπερισχύσει, κατ` αρθρ. 28 του Συντάγματος, της ρυθμίσεως της Συμβάσεως του Λουγκάνο ή της Νέας Υόρκης. Επομένως, μόνο οι συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή, ως θεωρούμενο οικονομικά ασθενέστερο μέρος. Η ηθελημένη από τις διατάξεις αυτές ιδιαίτερη προστασία δεν δικαιολογείται στην περίπτωση συμβάσεων που έχουν ως σκοπό την επαγγελματική δραστηριότητα και όταν οι επιχειρούμενες, από τους εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες συναλλαγές συναρτώνται λειτουργικά με την άσκηση του επαγγέλματός τους, δεν τίθεται θέμα προστασίας τους με τις προβλεπόμενες ρυθμίσεις (ΕφΑθ 3670/2012, ΔΕΕ 2012/1039, ΕφΠειρ 469/2009, ΕφΑΘ 3884/2006 ΕλλΔνη 2007,305). Στην προκειμένη περίπτωση, από όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι η δρώσα επαγγελματικώς ως προς τις επίδικες ποσότητες πετρελαίου εκκαλούσα, δηλαδή η προμηθευθείσα αυτές για να τις εντάξει στην εκμετάλλευσή της, δεν έχει σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν την ιδιότητα του "καταναλωτού" κατά την σύμβαση του Λουγκάνο, ουδέ κατά το Κοινοτικό Δίκαιο, ενώ έχει την ιδιότητα του καταναλωτού κατά το εσωτερικό δίκαιο κατ` αρθρ. 1 του ν. 2251/1994. Συνεπώς, δεν δύναται να αποκρούσει την επίμαχη ένσταση της διαιτησίας και να επικαλεσθεί την ακυρότητα της σχετικής περί διαιτησίας συμβάσεως, η οποία θεμελιώνεται στην διάταξη του άρθρου 2 του άνω Νόμου και επί του ισχυρισμού ότι συντρέχει στο πρόσωπό της η προς τούτο αναγκαία συνδρομή της προϋποθέσεως, ότι δηλαδή οι σχετικές ρήτρες της επεβλήθησαν μονομερώς ως Γενικοί Οροι των Συναλλαγών, διότι η άνω διάταξη στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι εφαρμοστέα, κατά τα προδιαληφθέντα. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που σιγή απέρριψε τη συγκεκριμένη αντένσταση περί ακυρότητας της ρήτρας διαιτησίας ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πρέπει για τους λόγους που προεκτέθηκαν να απορριφθεί στο σύνολό του και ο δεύτερος λόγος εφέσεως.
VI. Με τον τελευταίο λόγο εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται, διότι η εκκαλουμένη κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Κανονισμού 44/2001 παρέπεμψε και την στηριζόμενη στην αδικοπρακτική ευθύνη της εφεσίβλητης - εναγομένης βάση της αγωγής σε διαιτησία με βάση της προεκτεθείσα ρήτρα. Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη που αναφέρθηκε ανωτέρω προς διερεύνηση του πρώτου λόγου έφεσης, στην έγκυρη ρήτρα περί διαιτησίας υπάγονται όλες οι υφιστάμενες ή μελλοντικές διαφορές σε σχέση προς την ερμηνεία ή την εκτέλεση της σύμβασης στην οποία αναφέρεται η διαιτητική συμφωνία, οι απαιτήσεις που απορρέουν από αυτήν, το κύρος ή η ακυρότητα της σύμβασης και οι συνέπειες της ακυρότητα, η λύση και οι συνέπειες αυτής και γενικώς πάσα διαφορά η οποία αφορά απαιτήσεις ή υποχρεώσεις, οι οποίες έχουν σχέση με τη σύμβαση ή σχέσεις που αναφέρονται σε αυτήν σε οποιαδήποτε διάταξη νόμου και αν στηρίζoνται (ΑΠ 825/77 ΝοΒ 26. 673, ΑΠ 441/82 ΝοΒ 31. 46) όπως και απαιτήσεις αποζημιώσεως εξ αδικοπραξίας, οι οποίες συρρέουν με απαιτήσεις αποζημιώσεως από την σύμβαση, καθ` όσον και αυτές συνάπτονται με την σύμβαση. Ειδικότερα στην περίπτωση συρροής αξιώσεων, οι οποίες στηρίζονται στην σύμβαση, αλλά και στην αδικοπραξία ή τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, και οι εξωσυμβατικές αυτές αξιώσεις υπάγονται στην διαιτησία, εφ` όσον αυτές, ανεξαρτήτως της νομικής τους θεμελιώσεως, συνδέονται με τις αξιώσεις από την σύμβαση για τις οποίες υπάρχει διαιτητική ρήτρα (EΦΑΘ 1213/2006 Δ/ΝΗ 2006/1105). Στην προκειμένη περίπτωση, από την ανάγνωση του περιεχομένου της αγωγής προκύπτει ότι η ενάγουσα-εκκαλούσα ζητεί αποζημίωση τόσο για τη ζημία που υπέστη από την καθυστερημένη εκτέλεση της σύμβασης πώλησης εκ μέρους της προστηθείσας εταιρείας της εναγομένης-εφεσίβλητης, όσο και για τη ζημία που υπέστη από την ενέργεια της ίδιας προστηθείσας να κατασχέσει συντηρητικώς το ανωτέρω πλοίο προς είσπραξη του συνολικού τιμήματος του πωληθέντος πετρελαίου στο πλοίο .... στην Αργεντινή, επειδή η εφεσίβλητη παρέλειψε να καταβάλει στην προστηθείσα της το εισπραχθέν από αυτήν ποσό που της είχε προκαταβάλει η ενάγουσα, συμπεριφορά που η ενάγουσα χαρακτηρίζει ως "παράνομη, άδικη" και γενικώς αδικοπρακτική. Από την εκτίμηση του περιεχομένου της αγωγής η ανωτέρω αξίωση, χωρίς οποιαδήποτε άλλη ενέργεια εκ μέρους της εναγομένης, δε στηρίζεται σε αδικοπραξία αλλά σε παράβαση των εκ της σύμβασης πώλησης υποχρεώσεων και των γενικών διατάξεων για την καλόπιστη εκπλήρωση των ενοχών, συνεπώς και αυτή καταλαμβάνεται από την προαναφερθείσα ρήτρα διαιτησίας, εφόσον η αξίωση απορρέει από τη σύμβαση. Ακόμη, όμως, και αν θεωρηθεί ότι πράγματι η συγκεκριμένη αξίωση στηρίζεται στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, και πάλι υπάγεται στη ρήτρα αυτή, εφόσον η φερόμενη ως αδικοπραξία έπεται μεν χρονικά της σύμβασης πώλησης, πλην την έχει ως βάση της, απορρέει και σχετίζεται απολύτως με τη συγκεκριμένη σύμβαση πωλήσεως, την οποία καλύπτει η ρήτρα διαιτησίας.
Συνεπώς, απορριπτέος τυγχάνει και ο τελευταίος λόγος έφεσης, μη υπάρχοντος δε άλλου λόγου, η έφεση είναι απορριπτέα στο σύνολό της. Τέλος, η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού πρέπει να συμψηφισθεί κατά ένα μέρος μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας περί την ερμηνεία των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου, να υποχρεωθεί δε η εκκαλούσα να καταβάλει μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, όπως ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας (αρθ. 106, 176, 179, 183 ΚΠολΔικ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τύποις και απορρίπτει την έφεση κατ’ ουσίαν.
Επιβάλλει στην εκκαλούσα μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ, συμψηφίζει κατά τα λοιπά τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 5 Ιουνίου 2014.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε δε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, μετεχόντων στη σύνθεση για τη δημοσίευση, ως Προέδρου, του Προεδρεύοντα Εφέτη Χρήστου Τζανερρίκου, ως μελών, των Εφετών Αθανασίου Θεοφάνη και Σοφίας Λιγνού (λόγω συνταξιοδότησης και αναχώρησης της Προέδρου Εφετών Παρέσσας Τσαντεκίδου), με Γραμματέα την Καλλιόπη Δερμάτη, την 11η Ιουλίου 2014, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ρ.Κ.