Η πρωτότυπη γλωσσική έκδοση ιταλικά αυτής της σελίδας τροποποιήθηκε πρόσφατα. Η γλωσσική έκδοση που βλέπετε τώρα βρίσκεται στο στάδιο της μετάφρασης.
Swipe to change

Οικογενειακή διαμεσολάβηση

Ιταλία
Περιεχόμενο που παρέχεται από
European Judicial Network
Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο (για αστικές και εμπορικές υποθέσεις)

Η οικογενειακή διαμεσολάβηση είναι μια οδός την οποία αποφασίζουν να ακολουθήσουν οικειοθελώς οι σύζυγοι ή οι σύντροφοι με σκοπό την επίλυση της διαφοράς τους, με την παρέμβαση ενός ή περισσότερων διαμεσολαβητών, ο ρόλος των οποίων είναι να διευκολύνουν την επικοινωνία του ζευγαριού και να του προσφέρουν καθοδήγηση στην αντιμετώπιση τόσο του συναισθηματικού όσο και του πρακτικού μέρους του χωρισμού (κατανομή περιουσίας, διατροφή, απόδοση συζυγικής στέγης κ.τ.λ.), ενθαρρύνοντας το ζευγάρι να καταλήξει σε μια συμφωνία η οποία θα ανταποκρίνεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στις ανάγκες όλων των μελών της οικογένειας.

Η διαμεσολάβηση διέπεται γενικά από το νομοθετικό διάταγμα 28, της 4ης Μαρτίου 2010, «Θέση σε εφαρμογή του άρθρου 60 του νόμου 69, της 18ης Ιουνίου 2009, σχετικά με τη διαμεσολάβηση με σκοπό τον συμβιβασμό σε αστικές και εμπορικές διαφορές», και τις μετέπειτα τροποποιήσεις αυτού.

Η ως άνω νομοθεσία ορίζει τη διαδικασία εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών οι οποίες αφορούν απαλλοτριωτά δικαιώματα. Για ορισμένες υποθέσεις οι οποίες ορίζονται ρητώς, η διενέργεια προηγούμενης διαμεσολάβησης είναι προϋπόθεση για το παραδεκτό του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης.

Σε οικογενειακές υποθέσεις, διενέργεια προηγούμενης διαμεσολάβησης απαιτείται μόνο σε διαφορές που αφορούν οικογενειακά συμφωνητικά (patti di famiglia, δηλαδή συμφωνητικά με τα οποία ο επιχειρηματίας μεταβιβάζει, εν όλω ή εν μέρει, την επιχείρησή του σε έναν ή περισσότερους από τους κατιόντες του).

Για κάθε άλλη οικογενειακή διαφορά, η διαμεσολάβηση είναι προαιρετική.

Ωστόσο, στις διαδικασίες που αφορούν την επιμέλεια των παιδιών, ο δικαστής μπορεί να αναβάλει τη λήψη μέτρων ώστε να δώσει στους συζύγους τη δυνατότητα να προσπαθήσουν, με τη βοήθεια ειδικών, να χρησιμοποιήσουν τη διαμεσολάβηση ώστε να καταλήξουν σε συμφωνία, έχοντας κυρίως υπόψη τα συναισθηματικά και περιουσιακά συμφέροντα των παιδιών.

Η διαμεσολάβηση μπορεί να λάβει χώρα σε δημόσια ή ιδιωτικά νομικά πρόσωπα τα οποία είναι εγγεγραμμένα στο μητρώο οργανισμών διαμεσολάβησης που τηρείται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.

Μπορείτε να συμβουλευτείτε τον σχετικό κατάλογο στον ακόλουθο σύνδεσμο:

https://mediazione.giustizia.it/ROM/ALBOORGANISMIMEDIAZIONE.ASPX

Οι δικηγόροι που είναι εγγεγραμμένοι στον δικηγορικό σύλλογο έχουν το δικαίωμα να ασκούν και καθήκοντα διαμεσολαβητή.

Σε πολλές κοινότητες της Ιταλίας, είναι δυνατόν να επωφεληθεί κανείς από υπηρεσίες οικογενειακής διαμεσολάβησης, τις οποίες παρέχουν οικογενειακοί σύμβουλοι, οι κοινωνικές υπηρεσίες ή οι τοπικοί φορείς υγείας.

Μια άλλη διαδικασία, η οποία είναι διαφορετική από τη διαμεσολάβηση, αλλά αποσκοπεί επίσης στην εξωδικαστική επίλυση των διαφορών, είναι η διαδικασία της επικουρούμενης διαπραγμάτευσης, η οποία διέπεται από το νομοθετικό διάταγμα 132, της 12ης Σεπτεμβρίου 2014, όπως μετατράπηκε, κατόπιν τροποποιήσεων, στον νόμο 162, της 10ης Νοεμβρίου 2014.

Η επικουρούμενη διαπραγμάτευση είναι η συμφωνία (η οποία ονομάζεται «συμφωνητικό διαπραγμάτευσης») με την οποία τα μέρη συμφωνούν να «συνεργαστούν με καλή πίστη με σκοπό τη φιλική επίλυση της διαφοράς». Για να είναι έγκυρη, η συμφωνία πρέπει να συναφθεί γραπτώς, με τη βοήθεια ενός ή περισσότερων δικηγόρων, και να αφορά απαλλοτριωτά δικαιώματα.

Σε αντίθεση με τη συμφωνία η οποία συνάπτεται με διαμεσολάβηση, η συμφωνία που προκύπτει από την επικουρούμενη διαπραγμάτευση αποτελεί εκτελεστό τίτλο και επιτρέπει την εγγραφή δικαστικής υποθήκης.

Όπως και η διαμεσολάβηση, έτσι και η διαπραγμάτευση μπορεί να είναι υποχρεωτική ή προαιρετική.

Σε οικογενειακές υποθέσεις, η επικουρούμενη διαπραγμάτευση είναι πάντα προαιρετική.

Ο νόμος επιβάλλει επικουρούμενη διαπραγμάτευση σε υποθέσεις χωρισμού και διαζυγίου, με σκοπό την επίτευξη συναινετικής λύσης για τον χωρισμό, το διαζύγιο ή την τροποποίηση όρων που έχουν συμφωνηθεί σε προηγούμενο χρόνο.

Στην περίπτωση ζευγαριού το οποίο δεν έχει παιδιά ανήλικα (ή ενήλικα χωρίς δικαιοπρακτική ικανότητα), η συμφωνία υποβάλλεται στον αρμόδιο εισαγγελέα ο οποίος, εάν δεν εντοπίσει παρατυπίες, γνωστοποιεί την έγκρισή του στους δικηγόρους.

Εάν το ζευγάρι έχει παιδιά τα οποία είναι ανήλικα (ή ενήλικα χωρίς δικαιοπρακτική ικανότητα), η συμφωνία πρέπει να υποβληθεί εντός δέκα ημερών στον αρμόδιο εισαγγελέα, ο οποίος εξετάζει αν η συμφωνία διασφαλίζει τα συμφέροντα των παιδιών. Σε περίπτωση θετικής κρίσης, ο εισαγγελέας εγκρίνει τη συμφωνία, ειδάλλως τη διαβιβάζει στον πρόεδρο του δικαστηρίου, ο οποίος στη συνέχεια καλεί τα μέρη εντός των επόμενων τριάντα ημερών.

Η συμφωνία η οποία συνάπτεται και εγκρίνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο παράγει αποτελέσματα και ισοδυναμεί με δικαστική απόφαση χωρισμού, διαζυγίου ή τροποποίησης των όρων αυτών.

Από τη θέση σε ισχύ του νόμου 76 της 20ής Μαΐου 2016, είναι δυνατή η χρήση της επικουρούμενης διαπραγμάτευσης ακόμα και σε περίπτωση συμφώνου συμβίωσης μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου.

Τελευταία επικαιροποίηση: 21/07/2022

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.