Αφερεγγυότητα/πτώχευση

Αν μια εταιρεία ή ένας επιχειρηματίας περιέλθει σε οικονομική δυσχέρεια ή αδυνατεί να πληρώσει τα χρέη της/του, υπάρχουν συγκεκριμένες διαδικασίες σε κάθε χώρα για την αντιμετώπιση της κατάστασης συνολικά, με τη συμμετοχή όλων των πιστωτών (δηλαδή αυτών στους οποίους οφείλονται χρήματα).

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας διαφέρουν ανάλογα με τους στόχους τους:

Εταιρείες

  • Αν η εταιρεία μπορεί να σωθεί ή η επιχείρηση είναι βιώσιμη, μπορεί να γίνει αναδιάρθρωση των χρεών της (συνήθως σε συμφωνία με τους πιστωτές). Ο στόχος είναι η διαφύλαξη της επιχείρησης και η διατήρηση των θέσεων εργασίας.
  • Αν η επιχείρηση δεν μπορεί να σωθεί, η εταιρεία θα πρέπει να εκκαθαριστεί («πτωχεύει»).
Επιχειρηματίες
  • Οι επιχειρηματίες μπορούν συνήθως να υποβάλουν αίτηση για εφαρμογή διαδικασίας που περιλαμβάνει συγκροτημένο σχέδιο αποπληρωμής των χρεών τους και απαλλαγή από τα χρέη μετά από εύλογο χρονικό διάστημα (3 χρόνια, συνήθως). Έτσι, δεν υφίστανται προσωπική πτώχευση και μπορούν να αναλάβουν άλλα επιχειρηματικά εγχειρήματα στο μέλλον.

Σε όλες τις περιπτώσεις, όταν δρομολογηθούν επίσημα οι διαδικασίες, οι πιστωτές δεν μπορούν πλέον να προβούν σε ατομικές ενέργειες για να διεκδικήσουν τα ποσά που τους οφείλονται. Αυτό γίνεται για να διασφαλιστεί η ισότιμη αντιμετώπιση όλων των πιστωτών και η προστασία των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.

Οι πιστωτές, για να πληρωθούν, πρέπει να αποδείξουν τις απαιτήσεις τους, είτε στο δικαστήριο είτε στο όργανο (κατά κανόνα, διαχειριστή ή εκκαθαριστή) που έχει την ευθύνη για την εξυγίανση ή την εκκαθάριση της περιουσίας του οφειλέτη. Σε ειδικές περιπτώσεις, αυτό μπορεί να γίνει από τον ίδιο τον οφειλέτη.

Διασυνοριακή αφερεγγυότητα (κανόνες της ΕΕ)

Οι περιπτώσεις αφερεγγυότητας που αφορούν εταιρείες ή επιχειρηματίες που έχουν δραστηριότητες, περιουσιακά στοιχεία ή υποθέσεις σε διάφορες χώρες μπορούν να αντιμετωπιστούν σύμφωνα με το δίκαιο της ΕΕ – και συγκεκριμένα τοv κανονισμό 2015/848 (εδώ παρουσιάζεται συνοπτικά ο τρόπος λειτουργίας του).

Έντυπα που αναφέρονται στον κανονισμό 2015/848

Εθνικές διαδικασίες

Επιλέξτε τη σημαία της χώρας που σας ενδιαφέρει για περισσότερες πληροφορίες.

Σύνδεσμος

Μητρώα πτώχευσης και αφερεγγυότητας

Τελευταία επικαιροποίηση: 30/05/2023

Για τη διαχείριση αυτής της ιστοσελίδας υπεύθυνη είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην παρούσα σελίδα δεν απηχούν κατ’ ανάγκη την επίσημη θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η Επιτροπή δεν αναλαμβάνει καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Παρακαλείσθε να συμβουλευθείτε την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου σχετικά με το καθεστώς πνευματικής ιδιοκτησίας που διέπει τις σελίδες των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων.

Αφερεγγυότητα/πτώχευση - Βουλγαρία

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας στη Βουλγαρία δεν διέπονται από ειδική νομοθεσία. Οι γενικές διατάξεις που διέπουν την αφερεγγυότητα περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο περί αφερεγγυότητας του εμπορικού νόμου. Η αφερεγγυότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων διέπεται από τις ειδικές διατάξεις του νόμου περί αφερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων και του κώδικα ασφαλιστικής νομοθεσίας.

Διαδικασίες αφερεγγυότητας κινούνται κατά αφερέγγυων εμπόρων. Επιπλέον, οι διαδικασίες αφερεγγυότητας κινούνται κατά υπερχρεωμένων εταιριών περιορισμένης ευθύνης, εταιριών κατά μετοχές ή ετερόρρυθμων εταιριών.

Διαδικασίες αφερεγγυότητας μπορεί επίσης να κινηθούν κατά ενός προσώπου που ασκεί συγκαλυμμένη εμπορική δραστηριότητα μέσω ενός αφερέγγυου οφειλέτη. Η έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας κατά μιας εμπορικής επιχείρησης συνεπάγεται την ταυτόχρονη κίνηση μιας συντρέχουσας διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά του ομόρρυθμου εταίρου.

Διαδικασίες αφερεγγυότητας κινούνται επίσης κατά των ατομικών επιχειρήσεων των οποίων οι ιδιοκτήτες έχουν αποβιώσει ή διαγραφεί από το Εμπορικό Μητρώο, εφόσον κατά τον χρόνο θανάτου τους ήταν αφερέγγυοι ή είχαν διαγραφεί. Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας στρέφονται επίσης κατά του ομόρρυθμου εταίρου, ακόμη κι αν έχει αποβιώσει ή διαγραφεί από το Εμπορικό Μητρώο. Η αίτηση για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας μπορεί να κατατεθεί μέσα σε ένα έτος από την ημερομηνία θανάτου ή διαγραφής του οφειλέτη από το Εμπορικό Μητρώο.

Διαδικασίες αφερεγγυότητας κινούνται επίσης κατά των αφερέγγυων εταιριών σε εκκαθάριση. Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας κατά πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων διέπονται από τους κανόνες και τις διαδικασίες που ορίζονται σε ξεχωριστό νόμο.

Τα ζητήματα που αφορούν την αφερεγγυότητα μιας δημόσιας επιχείρησης με εμπορική ιδιότητα, που ασκεί κρατικό μονοπώλιο ή έχει ιδρυθεί βάσει ειδικού νόμου, διέπονται από ξεχωριστό νόμο. Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας δεν μπορούν να κινηθούν κατά μιας δημόσιας επιχείρησης που έχει την εμπορική ιδιότητα και ασκεί κρατικό μονοπώλιο ή έχει ιδρυθεί βάσει ειδικού νόμου.

Το εθνικό δίκαιο προβλέπει την κίνηση διαδικασιών αφερεγγυότητας μόνο κατά των φυσικών προσώπων με ατομικές επιχειρήσεις.

Τα βουλγαρικά δικαστήρια μπορούν να κινήσουν δευτερεύουσες διαδικασίες αφερεγγυότητας κατά ενός εμπόρου που έχει κηρυχθεί αφερέγγυος από αλλοδαπό δικαστήριο, εφόσον κατέχει σημαντικά περιουσιακά στοιχεία στη Βουλγαρία.

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας κινούνται μόνον εάν τα πρόσωπα με την εμπορική ιδιότητα πληρούν τις παρακάτω προϋποθέσεις:

(1) Ο οφειλέτης πρέπει να έχει την εμπορική ιδιότητα.

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας μπορεί να κινηθούν όχι μόνον κατά των εμπόρων αλλά και όσων ασκούν συγκαλυμμένη εμπορική δραστηριότητα μέσω ενός αφερέγγυου οφειλέτη, κατά ενός ομόρρυθμου εταίρου, ακόμη κι αν έχει αποβιώσει ή διαγραφεί και κατά μιας ατομικής επιχείρησης της οποίας ο ιδιοκτήτης έχει αποβιώσει ή διαγραφεί.

Σύμφωνα με το άρθρο 612 του εμπορικού νόμου, οι διαδικασίες αφερεγγυότητας δεν μπορούν να στραφούν κατά δημόσιων επιχειρήσεων που ασκούν μονοπώλιο βάσει κρατικής επιταγής ή έχουν ιδρυθεί σύμφωνα με ειδικό νόμο.

(2) Την αίτηση πρέπει να καταθέσει ένα από τα πρόσωπα που μνημονεύονται στα άρθρα 625 και 742 παράγραφος 2 του εμπορικού νόμου, και ειδικότερα: ο οφειλέτης, ο εκκαθαριστής ή ένας πιστωτής του οφειλέτη σε περίπτωση επιχειρηματικής συναλλαγής, η Εθνική Υπηρεσία Εσόδων (Natsionalna agentsiya za prihodite) (για οφειλές προς το δημόσιο και συγκεκριμένα την κεντρική διοίκηση ή την τοπική αυτοδιοίκηση, που απορρέουν από την επιχειρηματική δραστηριότητα του οφειλέτη ή για οφειλές του ιδιωτικού δικαίου προς την κεντρική διοίκηση), ο Εκτελεστικός Οργανισμός Γενικής Επιθεώρησης Εργασίας (Izpalnitelna agentsiya Glavna inspektsiya po truda), στην περίπτωση κατά την οποία υποχρεώσεις καταβολής μισθών ή αμοιβών τουλάχιστον προς το ένα τρίτο των εργαζομένων έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και παραμένουν ανεκπλήρωτες για διάστημα μεγαλύτερο των δύο μηνών, ή ένα μέλος του διοικητικού οργάνου της εταιρίας (σε περίπτωση υπερχρέωσης).

Ο οφειλέτης, αν καταστεί αφερέγγυος ή υπερχρεωμένος, πρέπει να καταθέσει αίτηση για την άδεια κίνησης των διαδικασιών αφερεγγυότητας μέσα σε προθεσμία 30 ημερών. Στις ατομικές επιχειρήσεις, την αίτηση μπορεί να καταθέσει ο έμπορος ή ο διάδοχός του. Όταν ο οφειλέτης είναι εταιρία, η αίτηση κατατίθεται από το διοικητικό όργανο, τον ομόρρυθμο εταίρο ή έναν εκπρόσωπο της εταιρίας ή έναν εκκαθαριστή διορισμένο από το δικαστήριο. Σ’ αυτή την περίπτωση, στην αίτηση πρέπει να προσαρτώνται τα παρακάτω έγγραφα:

  • αντίγραφο της τελευταίας ετήσιας οικονομικής έκθεσης πιστοποιημένης από τον ορκωτό ελεγκτή και του ισολογισμού της εταιρίας κατά τον χρόνο της αίτησης, εφόσον το πρόσωπο που έχει την εμπορική ιδιότητα έχει νόμιμη υποχρέωση να συντάσσει οικονομικές εκθέσεις και ισολογισμούς
  • απογραφή και περιγραφή των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων κατά τον χρόνο της αίτησης
  • πίνακας πιστωτών, που θα αναγράφει τις διευθύνσεις τους, το είδος και το ποσό των απαιτήσεών τους και την ασφάλεια των απαιτήσεών τους
  • κατάλογος με τα προσωπικά και συζυγικά περιουσιακά στοιχεία των εμπόρων που έχουν ατομική επιχείρηση και των ομόρρυθμων εταίρων
  • η απόδειξη ότι η Εθνική Υπηρεσία Εσόδων ενημερώθηκε για την κίνηση των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  • έγγραφο πληρεξούσιο, αν η αίτηση κατατίθεται διά πληρεξουσίου.

Όταν η αίτηση κατατίθεται από πιστωτή ή από τον Εκτελεστικό Οργανισμό Γενικής Επιθεώρησης Εργασίας, πρέπει να επισυνάπτονται σ’ αυτήν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του ο πιστωτής για την τεκμηρίωση της απαίτησής του και της φερόμενης αφερεγγυότητας του οφειλέτη. Ο πιστωτής πρέπει επίσης να υποβάλει απόδειξη καταβολής του τέλους χαρτοσήμου, καθώς και η απόδειξη ότι η Εθνική Υπηρεσία Εσόδων ενημερώθηκε για την κίνηση των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

(3) Προϋποθέσεις εκτελεστότητας:

  • οικονομική υποχρέωση του οφειλέτη που συναρτάται με ή απορρέει από εμπορική συναλλαγή, περιλαμβανομένης της εγκυρότητας, της εκτέλεσης, μη εκτέλεσης, καταγγελίας, ακύρωσης και κήρυξης της ακυρότητας της εν λόγω συναλλαγής ή τις επιπτώσεις της καταγγελίας της
  • οφειλή του δημοσίου δικαίου προς την κεντρική διοίκηση και την αυτοδιοίκηση, η οποία απορρέει από τις εμπορικές δραστηριότητες του οφειλέτη
  • οφειλή που απορρέει από ιδιωτικού δικαίου απαίτηση της κρατικής διοίκησης
  • ή υποχρέωση καταβολής μισθών ή αμοιβών τουλάχιστον προς το ένα τρίτο των εργαζομένων η οποία παραμένει ανεκπλήρωτη για διάστημα μεγαλύτερο των δύο μηνών.

Ως «εμπορική συναλλαγή» νοείται η συναλλαγή που καταρτίζει ένας έμπορος κατά την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας, περιλαμβανομένων των συναλλαγών που προσδιορίζονται ρητά στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου (αγορά εμπορευμάτων ή άλλων αγαθών προς μεταπώληση στην αρχική, κατεργασμένη ή τελική τους μορφή, πώληση εμπορευμάτων ίδιας κατασκευής, αγορά πιστωτικών τίτλων προς μεταπώληση, εμπορική αντιπροσωπεία και μεσιτεία, προμήθεια, συναλλαγές μεταφοράς και αποστολής, ασφαλιστικές συναλλαγές, τραπεζικές συναλλαγές και συναλλαγές που αφορούν συνάλλαγμα, συναλλαγματικές, γραμμάτια εις διαταγή και επιταγές, συναλλαγές αποθήκευσης, αδειοδότησης, επίβλεψης εμπορευμάτων, συναλλαγές διανοητικής ιδιοκτησίας, λειτουργία ξενοδοχείων, ο κλάδος του τουρισμού, της διαφήμισης, της πληροφόρησης, της παραγωγής θεαμάτων και της ψυχαγωγίας και άλλες υπηρεσίες, η αγορά, ανέγερση ή η παροχή ακινήτων για τον σκοπό της πώλησης και μίσθωσης) ανεξαρτήτως της ικανότητας των προσώπων που διεξάγουν τις εν λόγω συναλλαγές. Προς άρση κάθε αμφιβολίας, οι έμποροι θεωρούνται ότι καταρτίζουν συναλλαγές κατά την άσκηση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας.

Τα είδη των απαιτήσεων του δημοσίου δικαίου που μπορεί να έχουν η κεντρική διοίκηση και η τοπική αυτοδιοίκηση ορίζονται στο άρθρο 162 παράγραφος 2 του κώδικα φορολογικής και κοινωνικής δικονομίας. Πρόκειται για τις εξής απαιτήσεις:

  • φόροι, περιλαμβανομένων των ειδικών φόρων κατανάλωσης και των τελωνειακών δασμών, των υποχρεωτικών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και άλλων εισφορών που καταβάλλονται για τον κρατικό προϋπολογισμό
  • άλλες υποχρεώσεις, βάσης και ποσού που ορίζονται από τον νόμο
  • τα τέλη χαρτοσήμου και τα δημοτικά τέλη που ορίζει ο νόμος
  • οι δαπάνες κοινωνικής ασφάλισης που αποδίδονται με τρόπο που δεν πληροί τις απαιτήσεις του νόμου
  • το χρηματικό ισοδύναμο των περιουσιακών στοιχείων που έχουν κατασχεθεί από το κράτος, τα πρόστιμα και οι χρηματικές ποινές, καθώς και τα χρηματικά ποσά σε μετρητά που δημεύονται και κατάσχονται από το κράτος
  • οι οφειλές χρηματικών ποσών που επιδικάζονται στην κεντρική διοίκηση ή την τοπική αυτοδιοίκηση, με καταδικαστικές αποφάσεις, δικαστικές αποφάσεις και διατάξεις που έχουν τεθεί σε ισχύ και με αποφάσεις για την ανόρθωση της κρατικής βοήθειας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή που έχει χορηγηθεί παράνομα
  • οι οφειλές που απορρέουν από πράξεις επιβολής προστίμων
  • τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ή τα επιπλέον ποσά που έχουν εισπραχθεί ή τα ποσά που έχουν εκταμιευτεί παράνομα στο πλαίσιο συγχρηματοδοτούμενων έργων με χρηματοδοτικά μέσα προενταξιακής ενίσχυσης, στο πλαίσιο επιχειρησιακών προγραμμάτων, από τα Διαρθρωτικά Ταμεία και το Ταμείο Συνοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα Ευρωπαϊκά Γεωργικά Ταμεία, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αλιείας, τη διευκόλυνση Σένγκεν και τη μεταβατική διευκόλυνση, περιλαμβανόμενων των συναφών εθνικών συγχρηματοδοτήσεων, που έχουν εισπραχθεί σύμφωνα με εκδοθείσα διοικητική απόφαση και άλλα πρόστιμα και χρηματικές κυρώσεις που ορίζει το εθνικό δίκαιο και το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
  • οι οφειλόμενοι τόκοι για τις παραπάνω υποχρεώσεις.

Οι εισπρακτέες απαιτήσεις του δημοσίου περιλαμβάνουν τις εισπρακτέες απαιτήσεις που θα καταβληθούν στον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμει των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που επιβάλλουν χρηματικές ενοχές υποκείμενες σε αναγκαστική εκτέλεση βάσει του άρθρου 256 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις εισπρακτέες απαιτήσεις των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που καθίστανται εκτελεστές βάσει αμετάκλητων αποφάσεων που διατάσσουν τη δήμευση ή κατάσχεση μετρητών ή του ισοδύναμου σε μετρητά της δημευμένης ή κατασχεμένης περιουσίας, καθώς και βάσει αποφάσεων για την εκτέλεση των οικονομικών κυρώσεων που επιβάλλονται σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αναγνωρίζονται και εκτελούνται στη Βουλγαρία.

Η απαίτηση, ανεξάρτητα από το αν απορρέει από εμπορική συναλλαγή ή το δημόσιο δίκαιο, πρέπει να βεβαιώνεται ως έγκυρη και υφιστάμενη κατά την ημερομηνία έκδοσης της δικαστικής απόφασης επί της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

(4) Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας κινούνται κατά των αφερέγγυων εμπόρων. Διαδικασίες αφερεγγυότητας κινούνται επίσης κατά των υπερχρεωμένων εταιριών περιορισμένης ευθύνης, των εταιριών κατά μετοχές ή των ετερόρρυθμων εταιριών. Η αφερεγγυότητα και η υπερχρέωση συνιστούν αντικειμενικές πραγματικές περιστάσεις, των οποίων ο νομικός ορισμός περιλαμβάνεται στον εμπορικό νόμο.

Ένας έμπορος είναι αφερέγγυος όταν δεν μπορεί να καταβάλει:

  • ληξιπρόθεσμη χρηματική ενοχή, που απορρέει από ή συναρτάται με εμπορική συναλλαγή, περιλαμβανομένου του κύρους, της εκτέλεσης, μη εκτέλεσης, καταγγελίας, ακύρωσης και κήρυξης της ακυρότητας της εν λόγω συναλλαγής ή τις επιπτώσεις της καταγγελίας της
  • οφειλή του δημοσίου δικαίου προς την κεντρική διοίκηση και την τοπική αυτοδιοίκηση, η οποία απορρέει από τις εμπορικές δραστηριότητες του οφειλέτη
  • ενοχή που συνιστά εισπρακτέα κρατική απαίτηση του ιδιωτικού δικαίου
  • ή υποχρέωση καταβολής μισθών ή αμοιβών τουλάχιστον προς το ένα τρίτο των εργαζομένων η οποία παραμένει ανεκπλήρωτη για διάστημα μεγαλύτερο των δύο μηνών.

Ένας έμπορος τεκμαίρεται ότι δεν είναι σε θέση να πληρώσει ληξιπρόθεσμη οφειλή του σύμφωνα με την πρώτη υποθετική περίπτωση, αν κατά τα τρία προηγούμενα έτη από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, δεν είχε υποβάλει προς δημοσίευση τις οικονομικές του εκθέσεις στο Εμπορικό Μητρώο.

Ένας οφειλέτης θεωρείται αφερέγγυος εάν έχει περιέλθει σε κατάσταση παύσης πληρωμών. Ένας οφειλέτης θεωρείται ότι έχει περιέλθει σε κατάσταση παύσης πληρωμών ακόμη κι αν έχει αποπληρώσει πλήρως ή εν μέρει τις οφειλές του σε συγκεκριμένους πιστωτές. Η αφερεγγυότητα τεκμαίρεται επίσης εάν, στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτέλεσης που έχει επισπευσθεί βάσει μιας αμετάκλητης απόφασης που εκδόθηκε επί αίτησης πιστωτή για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, η οφειλή δεν πληρώθηκε, στο σύνολό της ή εν μέρει, μέσα σε 6 μήνες από την παραλαβή αιτήματος ή ειδοποίησης για εκούσια πληρωμή εκ μέρους του οφειλέτη.

Μια εταιρία θεωρείται υπερχρεωμένη όταν τα περιουσιακά της στοιχεία δεν επαρκούν για την κάλυψη των υποχρεώσεών της.

(5) Ο οφειλέτης δεν αντιμετωπίζει προσωρινές δυσχέρειες, αλλά έχει περιέλθει σε κατάσταση αντικειμενικής και μόνιμης αφερεγγυότητας και υπερχρέωσης.

Αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο είναι το αρμόδιο περιφερειακό δικαστήριο του τόπου όπου έχει την έδρα του ο έμπορος κατά τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Η αίτηση του οφειλέτη ή του εκκαθαριστή για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας εκδικάζεται χωρίς καθυστέρηση από το δικαστήριο σε διαδικασία κεκλεισμένων των θυρών, ενώ σχετική ειδοποίηση δημοσιεύεται στο Εμπορικό Μητρώο. Η αίτηση του πιστωτή για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας εκδικάζεται σε διαδικασία κεκλεισμένων των θυρών, στην οποία ο πιστωτής και ο αιτών πρέπει να παραστούν στο δικαστήριο με ειδοποίηση του δικαστηρίου, το αργότερο 14 ημέρες μετά την ημερομηνία της αίτησης. Το δικαστήριο αναστέλλει τη δίκη που εισάγεται με αίτηση του οφειλέτη ή του εκκαθαριστή για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, εάν κατά τον χρόνο έκδοσης απόφασης επί της αίτησης έχει ήδη κατατεθεί όμοια αίτηση από πιστωτή. Έως το πέρας της πρώτης δικασίμου στη δίκη που έχει εισαχθεί με αίτηση πιστωτή, άλλοι πιστωτές μπορεί να καταστούν διάδικοι, να προβάλουν ενστάσεις και να προσκομίσουν γραπτές αποδείξεις. Το δικαστήριο δίνει έναν αριθμό υπόθεσης στην αίτηση κατά την ημερομηνία της κατάθεσής της και ορίζει την καταληκτική ημερομηνία για την έκδοση απόφασης επ’ αυτής. Η εν λόγω περίοδος δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις μήνες.

Πριν από την έκδοση απόφασης επί της αίτησης, το πτωχευτικό δικαστήριο, με αίτημα του πιστωτή ή αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει τα παρακάτω προληπτικά και συντηρητικά μέτρα, εφόσον τα κρίνει αναγκαία για τη διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη:

  • τον διορισμό διαχειριστή
  • την εξασφάλιση με επίσχεση, κατάσχεση ή άλλα συντηρητικά μέτρα
  • την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, με εξαίρεση τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδονται δυνάμει του κώδικα φορολογικής και κοινωνικής δικονομίας
  • τη λήψη των μέτρων που προβλέπει ο νόμος για την προστασία των διαθέσιμων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη
  • τη σφράγιση των εγκαταστάσεων, του εξοπλισμού, των μεταφορικών μέσων κ.ο.κ όπου είναι αποθηκευμένη η προσωπική περιουσία και τα προσωπικά είδη του οφειλέτη, εκτός από τις χρησιμοποιούμενες εγκαταστάσεις και άλλους χώρους, που είναι απαραίτητοι για τη συνέχιση της δραστηριότητας του οφειλέτη ή την αποθήκευση αναλώσιμων αγαθών.

Όταν τα ασφαλιστικά μέτρα ζητά ο πιστωτής, το δικαστήριο τα κάνει δεκτά εφόσον το αίτημά του τεκμαίρεται με αδιάσειστες γραπτές αποδείξεις και/ή παρέχει εμπράγματη εξασφάλιση ποσού που ορίζεται από το δικαστήριο για την αποζημίωση του οφειλέτη σε περίπτωση ζημίας από την τυχόν μεταγενέστερη διαπίστωση ότι ο οφειλέτης δεν ήταν αφερέγγυος ή υπερχρεωμένος. Τα ασφαλιστικά μέτρα εξασφαλίζουν όλους τους πιστωτές της πτωχευτικής περιουσίας, ενώ η άρση τους μπορεί να διαταχθεί δικαστικά εάν παύσουν να είναι αναγκαία για τη διατήρηση της πτωχευτικής περιουσίας και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των πιστωτών.

Η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων κοινοποιείται στον καθ’ού και τον αιτούντα. Είναι άμεσα εκτελεστή και επιτρέπεται η άσκηση έφεσης κατ’ αυτής μέσα σε προθεσμία 7 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης. Οι εφέσεις δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Τα ασφαλιστικά μέτρα θεωρείται ότι έχουν αρθεί από την ημερομηνία έκδοσης της απορριπτικής απόφασης επί της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Τα ασφαλιστικά μέτρα παραμένουν σε ισχύ έως την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Όταν επιβεβαιώνεται η αφερεγγυότητα ή η υπερχρέωση, το δικαστήριο, με την απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 630 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου, κηρύσσει την αφερεγγυότητα ή την υπερχρέωση, ορίζει την ημερομηνία έναρξης αυτής, κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, ορίζει προσωρινό διαχειριστή, κάνει δεκτή την εμπράγματη εξασφάλιση μέσω κατάσχεσης, επίσχεσης ή άλλων συντηρητικών μέτρων και τάσσει ημερομηνία για τη σύγκληση της πρώτης συνέλευσης των πιστωτών μέσα σε προθεσμία ενός μήνα από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης το αργότερο.

Όταν η συνέχιση της δραστηριότητας θα είναι προδήλως επιζήμια για την πτωχευτική περιουσία, το δικαστήριο μπορεί, με αίτημα του οφειλέτη ή του διαχειριστή, της Εθνικής Υπηρεσίας Εσόδων ή πιστωτή, να κηρύξει αφερέγγυο τον οφειλέτη με απόφαση που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 630 παράγραφος 2 του εμπορικού νόμου και να διατάξει την παύση των εμπορικών δραστηριοτήτων, είτε από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας είτε από μεταγενέστερη ημερομηνία που πάντως δεν θα έπεται της προθεσμίας που έχει ταχθεί για την πρόταση ενός σχεδίου αναδιοργάνωσης. Όταν το δικαστήριο αποφασίζει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας κατά ενός παρόχου ύδρευσης και αποχέτευσης, δεν μπορεί να διατάξει την παύση των εργασιών πριν από τον διορισμό ενός συναφούς νέου παρόχου ύδρευσης και αποχέτευσης.

Η απόφαση που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας δεσμεύει όλους τους διαδίκους.

Μετά τη δικαστική κήρυξη της έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας ή την επιβολή προληπτικών και συντηρητικών μέτρων, ο οφειλέτης συνεχίζει να ασκεί εμπορική δραστηριότητα υπό την εποπτεία του διαχειριστή, ενώ μπορεί να συνάπτει νέες συμβάσεις μόνον με την προηγούμενη συναίνεση του διαχειριστή, και με τον όρο ότι εξακολουθεί να συμμορφώνεται με τα μέτρα που διατάσσονται με την απόφαση που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Το δικαστήριο μπορεί να στερήσει από τον οφειλέτη το δικαίωμα διαχείρισης και διάθεσης της περιουσίας του και να απονείμει το εν λόγω δικαίωμα στον διαχειριστή, εφόσον κρίνει ότι οι πράξεις του οφειλέτη παραβλάπτουν τα συμφέροντα των πιστωτών.

Με την απόφαση του άρθρου 631 του εμπορικού νόμου, το δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας εάν επιβεβαιώσει ότι οι δυσχέρειες του οφειλέτη είναι προσωρινές ή ότι τα περιουσιακά του στοιχεία επαρκούν για την κάλυψη των οφειλών του χωρίς να θίγονται τα συμφέροντα των πιστωτών.

Όταν τα διαθέσιμα περιουσιακά στοιχεία δεν επαρκούν για την κάλυψη των αρχικών εξόδων των διαδικασιών αφερεγγυότητας και τα έξοδα δεν έχουν προκαταβληθεί, το δικαστήριο εκδίδει απόφαση, δυνάμει του άρθρου 632 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου, με την οποία κηρύσσει την αφερεγγυότητα ή την υπερχρέωση, κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, κάνει δεκτή την εξασφάλιση με τη μορφή επίσχεσης, κατάσχεσης ή άλλων συντηρητικών μέτρων, διατάσσει την παύση των εμπορικών δραστηριοτήτων της εταιρίας, κηρύσσει αφερέγγυο τον οφειλέτη και αναστέλλει τη διαδικασία, χωρίς να διατάξει τη διαγραφή του εμπόρου από το Εμπορικό Μητρώο. Οι διαδικασίες που έχουν ανασταλεί μπορεί να κινηθούν εκ νέου με αίτηση του οφειλέτη ή του πιστωτή μέσα σε ένα έτος από την καταχώριση της απόφασης στο Εμπορικό Μητρώο. Οι διαδικασίες μπορεί να κινηθούν εκ νέου, εάν ο αιτών μπορεί να αποδείξει ότι διατίθενται επαρκή περιουσιακά στοιχεία ή αν καταθέσει το ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των αρχικών εξόδων. Εάν δεν ζητηθεί η εκ νέου κίνηση των διαδικασιών από διάδικο, το δικαστήριο περατώνει τη διαδικασία και διατάσσει τη διαγραφή του εμπόρου από το Εμπορικό Μητρώο. Οι ίδιοι κανόνες ισχύουν εάν κατά τη διάρκεια της δίκης διαπιστωθεί ότι τα διαθέσιμα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Κατά των αποφάσεων που εκδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 630 και 632 του εμπορικού νόμου επιτρέπεται η άσκηση έφεσης μέσα σε προθεσμία 7 ημερών από την καταχώρισή τους στο Εμπορικό Μητρώο, ενώ κατά της απόφασης που απορρίπτει την αίτηση για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας μπορεί να ασκηθεί έφεση μέσα σε προθεσμία 7 ημερών από την ημερομηνία της δημοσίευσής της, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στον κώδικα πολιτικής δικονομίας. Οι αποφάσεις που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 630 είναι άμεσα εκτελεστές.

Οι διαδικασίες της αφερεγγυότητας θεωρείται ότι έχουν ξεκινήσει από την ημερομηνία της δημοσίευσης της απόφασης που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 630 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου. Εάν ακυρωθεί η απόφαση που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, η επίσχεση και η κατάσχεση θεωρούνται ότι έχουν αρθεί, τα δικαιώματα του οφειλέτη αποκαθίστανται και οι εξουσίες του διαχειριστή παύουν από την ημερομηνία καταχώρισης της αμετάκλητης απόφασης στο Εμπορικό Μητρώο.

Το δικαστήριο εγκρίνει ή απορρίπτει το σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης με ειδική του απόφαση. Μετά την επικύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης, το δικαστήριο περατώνει τις διαδικασίες αφερεγγυότητας και διορίζει το εποπτικό όργανο το οποίο προτείνεται στο σχέδιο ή εκλέγεται από τη συνέλευση των πιστωτών. Επιτρέπεται η άσκηση έφεσης κατά της απόφασης μέσα σε 7 ημέρες από την ημερομηνία της καταχώρισής της στο Εμπορικό Μητρώο.

Με την απόφαση του άρθρου 710 του εμπορικού νόμου το δικαστήριο κηρύσσει αφερέγγυο τον οφειλέτη, εάν δεν έχει προταθεί σχέδιο αναδιοργάνωσης μέσα στην οικεία προθεσμία που τάσσει ο νόμος ή εάν το σχέδιο που προτάθηκε δεν έχει εγκριθεί ή επικυρωθεί. Οι ίδιοι κανόνες ισχύουν στις περιπτώσεις που ορίζουν τα άρθρα 630 παράγραφος 2, 632 παράγραφος 1 και 709 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου (εκ νέου κίνηση των διαδικασιών αν ο οφειλέτης δεν εκτελέσει τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με το σχέδιο αναδιοργάνωσης). Με την ίδια απόφαση το δικαστήριο κηρύσσει αφερέγγυο τον οφειλέτη, διατάσσει την παύση των εμπορικών δραστηριοτήτων της αφερέγγυας επιχείρησης, κάνει δεκτή τη γενική επίσχεση και κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, παύει τις εξουσίες των διοικητικών οργάνων του οφειλέτη με νομική προσωπικότητα, στερεί από τον οφειλέτη το δικαίωμα διαχείρισης και διάθεσης της πτωχευτικής περιουσίας και διατάσσει τη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία και τη διανομή του προϊόντος της εκποίησης. Η απόφαση που κηρύσσει την αφερεγγυότητα ισχύει έναντι όλων των διαδίκων και πρέπει να καταχωριστεί στο Εμπορικό Μητρώο. Είναι άμεσα εκτελεστή και μπορεί να προσβληθεί με έφεση μέσα σε 7 ημέρες από την ημερομηνία της καταχώρισής της.

Από τον χρόνο καταχώρισης στο Εμπορικό Μητρώο της απόφασης που κηρύσσει την αφερεγγυότητα, η ακίνητη και η κινητή περιουσία του οφειλέτη και οι οφειλές έναντι καλόπιστων τρίτων θεωρούνται κατασχεμένες. Η γενική κατάσχεση επί της ακίνητης περιουσίας και των πλοίων της κυριότητας του οφειλέτη καταχωρίζεται στα συμβολαιογραφικά μητρώα ή τα νηολόγια βάσει της απόφασης που κηρύσσει αφερέγγυο τον οφειλέτη η οποία έχει καταχωριστεί στο Εμπορικό Μητρώο. Όλες οι χρηματικές και μη χρηματικές ενοχές καθίστανται εκτελεστές σε βάρος του από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την αφερεγγυότητα. Η αγοραία αξία σε χρήμα των μη χρηματικών ενοχών καθορίζεται κατά την ημερομηνία της απόφασης. Οι μη χρηματικές ενοχές αποτιμώνται σε χρήμα σύμφωνα με την αγοραία αξία που έχουν κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Οι αλλοδαπές δικαστικές αποφάσεις που κηρύσσουν την αφερεγγυότητα αναγνωρίζονται στη Βουλγαρία βάσει της αρχής της αμοιβαιότητας, εφόσον εκδίδονται από όργανο του κράτους στη δικαιοδοσία του οποίου βρίσκεται η καταστατική έδρα του οφειλέτη. Κατόπιν αιτήματος του οφειλέτη, του διαχειριστή που έχει διοριστεί από αλλοδαπό δικαστήριο ή πιστωτή, το βουλγαρικό δικαστήριο μπορεί να ξεκινήσει τις δευτερεύουσες διαδικασίες αφερεγγυότητας κατά ενός εμπόρου που έχει κηρυχθεί αφερέγγυος από αλλοδαπό δικαστήριο, εφόσον ο έμπορος κατέχει σημαντικά περιουσιακά στοιχεία στη Βουλγαρία. Σε αυτή την περίπτωση, η απόφαση καταλαμβάνει μόνον τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη που βρίσκονται στη Βουλγαρία.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Από την ημερομηνία της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, η περιουσία του οφειλέτη καθίσταται η πτωχευτική περιουσία από την οποία θα ικανοποιηθεί το σύνολο των απαιτήσεων των πιστωτών που απορρέουν από εμπορικές και μη εμπορικές οφειλές.

Σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει:

  • τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην κυριότητα του οφειλέτη κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  • τα περιουσιακά στοιχεία που περιέρχονται στην κυριότητα του οφειλέτη μετά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  • τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη που έχει ατομική επιχείρηση περιλαμβάνουν το μισό της προσωπικής περιουσίας, τα δικαιώματα επί της προσωπικής περιουσίας και τις καταθέσεις σε μετρητά που αποτελούν συζυγικά περιουσιακά στοιχεία
  • τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη που είναι ομόρρυθμος εταίρος περιλαμβάνουν το μισό της προσωπικής περιουσίας, τα δικαιώματα επί της προσωπικής περιουσίας και τις καταθέσεις σε μετρητά που αποτελούν συζυγικά περιουσιακά στοιχεία.

Τα μερίδια ή οι εισφορές που δεν έχουν καταβληθεί ή έχουν καταβληθεί από ετερόρρυθμο εταίρο εισπράττονται από τον διαχειριστή για να περιληφθούν στην πτωχευτική περιουσία. Στην πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνεται κάθε τυχόν πρόσθετη νέα είσπραξη απαίτησης του οφειλέτη, το προϊόν από την εκποίηση των περιουσιακών του στοιχείων και οι εισπρακτέες απαιτήσεις από τις οποίες έχουν παραιτηθεί οι πιστωτές.

Όταν η τιμή πώλησης ενός περιουσιακού στοιχείου επί του οποίου έχει συσταθεί ενέχυρο ή άλλη εμπράγματη ασφάλεια υπερβαίνει την εξασφαλισμένη απαίτηση, περιλαμβανομένων των δεδουλευμένων τόκων, το εναπομένον ποσό περιλαμβάνεται στην πτωχευτική περιουσία. Ο ίδιος κανόνας ισχύει για τους πιστωτές στους οποίους έχει χορηγηθεί το δικαίωμα να διατηρήσουν εμπράγματη εξασφάλιση.

Εάν το δικαστήριο ακυρώσει συναλλαγή που αφορά τους πιστωτές της πτωχευτικής περιουσίας, τα περιουσιακά στοιχεία που έχουν παρασχεθεί από τρίτο επιστρέφονται, και εάν τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία δεν περιληφθούν στην πτωχευτική περιουσία ή οφείλονται χρηματικά ποσά, τότε ο τρίτος καθίσταται πιστωτής στις διαδικασίες.

Εάν το προϊόν της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων για τα οποία είχαν διαταχθεί συντηρητικά μέτρα πριν από την έναρξη της αφερεγγυότητας για την εξασφάλιση οφειλών προς το δημόσιο ή κατά των οποίων εκκρεμούν διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη οφειλών προς το δημόσιο, υπερβαίνει το ποσό της απαίτησης, περιλαμβανομένων των δεδουλευμένων τόκων και των εξόδων της αναγκαστικής εκτέλεσης, ο δικαστικός επιμελητής καταθέτει το εναπομένον ποσό στον τραπεζικό λογαριασμό της πτωχευτικής περιουσίας. Εάν ο δικαστικός επιμελητής δεν ρευστοποιήσει όλα τα περιουσιακά στοιχεία μέσα σε διάστημα 6 μηνών από την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, τα περιουσιακά στοιχεία μεταβιβάζονται από τον δικαστικό επιμελητή στον διαχειριστή και στη συνέχεια ρευστοποιούνται στο πλαίσιο των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Όταν η πληρωμή υπέρ ενός αιτούντος πραγματοποιείται στο διάστημα που μεσολαβεί από την ημερομηνία αναστολής των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης έως την καταχώριση της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, το ποσό που έχει καταβληθεί επιστρέφεται στην πτωχευτική περιουσία. Εάν λαμβάνονται μέτρα για την εκτέλεση της εμπράγματης ασφάλειας υπέρ ενός εξασφαλισμένου πιστωτή, το τμήμα του προϊόντος της ρευστοποίησης που υπερβαίνει το εξασφαλισμένο ποσό προσμετράται στην πτωχευτική περιουσία.

Από την πτωχευτική περιουσία εξαιρούνται:

  • τα ακατάσχετα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη και του ομόρρυθμου εταίρου
  • οι χρηματοπιστωτικές ασφάλειες που αναφέρονται στα άρθρα 22η και 63α παράγραφος 2 του νόμου περί των φυσικών πόρων του υπεδάφους
  • τα περιουσιακά στοιχεία των παρόχων ύδρευσης και αποχέτευσης που είναι αναγκαία για την εκτέλεση των κύριων εργασιών τους έως τον διορισμό νέου συναφούς παρόχου ύδρευσης και αποχέτευσης
  • τα ποσά που είναι κατατεθειμένα στον τραπεζικό λογαριασμό που μνημονεύεται στο άρθρο 60 παράγραφος 2 του νόμου περί διαχείρισης αποβλήτων.

Σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο (άρθρα 444 έως 447 του κώδικα πολιτικής δικονομίας) από την αναγκαστική εκτέλεση εξαιρούνται τα παρακάτω περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην προσωπική περιουσία ενός οφειλέτη - φυσικού προσώπου:

  • τα πράγματα συνήθους χρήσης από τον οφειλέτη και την οικογένειά του, τα οποία παρατίθενται σε έναν κατάλογο που εκδίδει το Συμβούλιο των Υπουργών
  • τα τρόφιμα που είναι αναγκαία για τη σίτιση του οφειλέτη και των μελών της οικογένειάς του για διάστημα ενός μήνα, ή σε περίπτωση παραγωγών γεωργικών προϊόντων έως την νέα εσοδεία ή το ισοδύναμο αυτής σε άλλα γεωργικά προϊόντα
  • τα αναγκαία καύσιμα για τη θέρμανση, το μαγείρεμα και τον φωτισμό για τρεις μήνες
  • τα μηχανήματα, τα εργαλεία, οι συσκευές και τα βιβλία που συνιστούν στοιχειώδη προσωπική περιουσία και είναι αναγκαία για έναν ελεύθερο επαγγελματία ή τεχνίτη προκειμένου να συνεχίζει να ασκεί το επάγγελμά του
  • τα αγροτεμάχια του οφειλέτη που είναι αγρότης παραγωγός, και ιδίως: κήποι και αμπέλια επιφάνειας έως 0.5 εκταρίων ή αγροί επιφάνειας έως 3 εκταρίων, περιλαμβανομένων των αναγκαίων γεωργικών μηχανημάτων, εργαλείων, λιπασμάτων, ουσιών φυτοπροστασίας και σπόρων για σπορά ενός έτους
  • ένα κοπάδι ζώων έλξης, μία αγελάδα και πέντε μικρά ζώα αγροκτήματος, δέκα μελίσσια και οι κατοικίδιες όρνιθες, περιλαμβανομένης της αναγκαίας τροφής έως τη νέα εσοδεία ή έως ότου είναι δυνατή η μεταφορά των ζώων για βοσκή
  • η κατοικία του οφειλέτη, εφόσον ο ίδιος και κανένα μέλος της οικογένειά του με το οποίο συγκατοικεί δεν έχει άλλη κατοικία, ανεξάρτητα από το αν ο οφειλέτης διαμένει σε αυτή. Εάν η κατοικία υπερπληροί τις στεγαστικές ανάγκες του οφειλέτη και των μελών της οικογένειάς του, όπως ορίζεται με Διάταγμα του Συμβουλίου των Υπουργών, το υπερβάλλον τίθεται προς εκποίηση εάν πληρούνται οι όροι που προβλέπονται στο άρθρο 39 παράγραφος 2 του νόμου περί κυριότητας
  • άλλα ακατάσχετα περιουσιακά στοιχεία και εισπρακτέες απαιτήσεις που εξαιρούνται από την αναγκαστική εκτέλεση με άλλον νόμο.

Οι παραπάνω απαγορεύσεις δεν δεσμεύουν τους πιστωτές ως προς την περιουσία επί της οποίας έχει συσταθεί ενέχυρο ή υποθήκη, όταν ο αιτών είναι ο ενεχυρούχος ή ο ενυπόθηκος δανειστής. Ως προς τα αγροτεμάχια και την κατοικία του οφειλέτη, οι απαγορεύσεις δεν δεσμεύουν τους:

  • οφειλέτες που οφείλουν αξιώσεις διατροφής, αποζημιώσεις που έχουν επιδικαστεί σύμφωνα με το δίκαιο αδικοπραξίας και οικονομικά ελλείμματα που πρέπει να αποκατασταθούν
  • οφειλέτες σε άλλες υποθέσεις που ρητά ορίζονται στον νόμο.

Όταν η αναγκαστική εκτέλεση στρέφεται κατά του μισθού του οφειλέτη ή άλλης αμοιβής εργασίας ή κατά σύνταξης που υπερβαίνει τον ελάχιστο μισθό, μπορούν να αφαιρεθούν τα παρακάτω ποσά:

  1. αν το μηνιαίο εισόδημα του προσώπου που έχει διαταχθεί να καταβάλει τα παραπάνω έξοδα υπερβαίνει τον κατώτατο μισθό, αλλά δεν υπερβαίνει το διπλάσιο του κατώτατου μισθού: το ένα τρίτο του ποσού, αν το εν λόγω πρόσωπο δεν έχει τέκνα, και το ένα τέταρτο του ποσού, αν έχει εξαρτώμενα τέκνα
  2. αν το μηνιαίο εισόδημα του προσώπου που έχει διαταχθεί να καταβάλει τα παραπάνω έξοδα υπερβαίνει το διπλάσιο του κατώτατου μισθού, αλλά δεν υπερβαίνει το τετραπλάσιο του κατώτατου μισθού: το μισό του ποσού, αν το εν λόγω πρόσωπο δεν έχει τέκνα, και το ένα τρίτο του ποσού, αν έχει εξαρτώμενα τέκνα
  3. αν το μηνιαίο εισόδημα του προσώπου που έχει διαταχθεί να καταβάλει τα παραπάνω έξοδα υπερβαίνει το τετραπλάσιο του κατώτατου μισθού: το ποσό που υπερβαίνει το διπλάσιο του κατώτατου μισθού, αν το εν λόγω πρόσωπο δεν έχει τέκνα, και το ποσό που υπερβαίνει κατά δυόμισι φορές τον κατώτατο μισθό, αν το εν λόγω πρόσωπο έχει εξαρτώμενα τέκνα.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο μηνιαίος μισθός ή η αμοιβή υπολογίζονται μετά την αφαίρεση των υποχρεωτικών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Ωστόσο, οι εν λόγω περιορισμοί δεν ισχύουν σε απαιτήσεις που απορρέουν από αξιώσεις διατροφής. Σε αυτή την περίπτωση, αφαιρείται το πλήρες ποσό που έχει επιδικαστεί ως διατροφή και η αφαίρεση από τον μισθό ή από άλλη αμοιβή εργασίας ή τη σύνταξη για την εξόφληση άλλων υποχρεώσεων του προσώπου που έχει διαταχθεί να καταβάλει τους τόκους διατροφής πραγματοποιείται από το εναπομένον ποσό από το συνολικό εισόδημα. Απαγορεύεται η αναγκαστική εκτέλεση κατά των απαιτήσεων διατροφής. Η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος υποτροφιών επιτρέπεται αποκλειστικά ως προς τις αξιώσεις διατροφής.

Η τυχόν παραίτηση του οφειλέτη - φυσικού προσώπου, από τις εγγυήσεις που παρέχονται για την προστασία της προσωπικής του περιουσίας, του μισθού ή άλλης αμοιβής εργασίας ή σύνταξης, είναι άκυρη.

Τα άρθρα 22η και 63α παράγραφος 2 του νόμου περί των φυσικών πόρων του υπεδάφους ορίζουν τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται ως προς τις χρηματοπιστωτικές ασφάλειες από τον φορέα εκμετάλλευσης, τον κάτοχο της άδειας ή τον παραχωρησιούχο πριν από την έναρξη των αδειοδοτημένων δραστηριοτήτων, και ιδίως πρόκειται για τις εξής: ανέκκλητη εγγυητική επιστολή που εκδίδεται υπέρ του Υπουργού Ενέργειας ένας καταπιστευματικός λογαριασμός σε πιστωτικό ίδρυμα που υποδεικνύεται από τον φορέα εκμετάλλευσης και είναι αποδεκτός από τον Υπουργό Ενέργειας ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο στο οποίο ο Υπουργός Ενέργειας θα κατονομάζεται ως δικαιούχος πιστωτική επιστολή, της οποίας τα κεφάλαια μπορεί να αντληθούν μόνον για την εκτέλεση των καθορισμένων δραστηριοτήτων ή άλλης νόμιμης εμπράγματης ασφάλειας που αποφασίζεται κατόπιν διαβούλευσης με τον Υπουργό Ενέργειας.

Το άρθρο 60 παράγραφος 2 του νόμου περί διαχείρισης αποβλήτων ορίζει τις απαιτήσεις ως προς τις εμπράγματες ασφάλειες που θα παρασχεθούν για την κάλυψη των μελλοντικών εξόδων για την περάτωση της λειτουργίας του χώρου υγειονομικής ταφής και τη μετέπειτα μέριμνα, ως εξής: μηνιαίες κρατήσεις που καταβάλλονται σε καταπιστευματικό λογαριασμό της κατά τόπον αρμόδιας Περιφερειακής Υπηρεσίας Επιθεώρησης Περιβάλλοντος και Υδάτων (RIOSV) του τόπου όπου βρίσκεται ο χώρος υγειονομικής ταφής αποκλεισμός των μηνιαίων κρατήσεων που καταβάλλονται σε λογαριασμό ειδικού σκοπού μέχρι την ολοκλήρωση και επικύρωση όλων των μέτρων που αφορούν το κλείσιμο ενός χώρου υγειονομικής ταφής και τη μετέπειτα μέριμνα, εκτός από τις περιπτώσεις που ρητά επιτρέπεται η χρήση των κατατεθειμένων κεφαλαίων ή έχει εκδοθεί εγγυητική επιστολή υπέρ της κατά τόπον αρμόδιας Περιφερειακής Υπηρεσίας Επιθεώρησης Περιβάλλοντος και Υδάτων (RIOSV) του τόπου όπου βρίσκεται ο χώρος υγειονομικής ταφής.

Η τελική συνέλευση των πιστωτών λαμβάνει απόφαση για την προσωπική περιουσία του οφειλέτη, η οποία συνιστά πτωχευτική περιουσία που εξαιρείται από την πώληση, και μπορεί να αποφασίσει την απόδοση στον οφειλέτη της προσωπικής του περιουσίας που είναι αμελητέας αξίας ή των απαιτήσεων των οποίων είσπραξη θα ήταν αδικαιολόγητα δυσχερής.

Μετά την εξόφληση όλων των οφειλών, το εναπομένον ποσό από την πτωχευτική περιουσία αποδίδεται στον οφειλέτη.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

Ο οφειλέτης και ο διαχειριστής έχουν τα παρακάτω δικαιώματα στις διαδικασίες αφερεγγυότητας:

  • να προβάλουν ενστάσεις κατά του ισολογισμού και της έκθεσης του εκκαθαριστή, σε περίπτωση που οι διαδικασίες έχουν κινηθεί κατά μιας εταιρίας σε εκκαθάριση. Το δικαστήριο αποφασίζει επί της ένστασης σε προθεσμία 14 ημερών με ανέκκλητη απόφαση
  • να ζητήσουν από το δικαστήριο να κηρύξει την αφερεγγυότητα του οφειλέτη και να διατάξει την παύση των εμπορικών δραστηριοτήτων του είτε από την ημερομηνία της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας είτε από μεταγενέστερη ημερομηνία, η οποία ωστόσο δεν πρέπει να έπεται της καταληκτικής ημερομηνίας για την υποβολή του σχεδίου αναδιοργάνωσης, όταν είναι πρόδηλο ότι η συνέχιση της δραστηριότητας θα ήταν επιζήμια για την πτωχευτική περιουσία
  • να ζητήσουν από το δικαστήριο να κάνει δεκτά τα συντηρητικά μέτρα που προβλέπονται στον νόμο για την εξασφάλιση των διαθέσιμων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη
  • να προτείνουν σχέδιο αναδιοργάνωσης
  • να ζητήσουν από το δικαστήριο τη σύγκληση συνέλευσης των πιστωτών.

Οι πράξεις του οφειλέτη και του διαχειριστή καταχωρίζονται σε δημόσιο αρχείο που μπορεί να τηρείται ηλεκτρονικά και διατίθεται στη γραμματεία του πτωχευτικού δικαστηρίου.

Ο οφειλέτης, ο εκπρόσωπός του και ο διαχειριστής δεν μπορεί να συμμετάσχουν είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω αντικαταστάτη ή άλλου συνδεδεμένου μέρους, στις διαδικασίες υποβολής προσφορών ή στους πλειστηριασμούς που διενεργούνται για την πώληση της προσωπικής περιουσίας ή των περιουσιακών δικαιωμάτων που περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία. Όταν ένα περιουσιακό δικαίωμα αποκτάται από μη επιλέξιμο πλειοδότη, η πώληση είναι άκυρη και το καταβληθέν χρηματικό τίμημα παρακρατείται και χρησιμοποιείται για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών.

Αφότου το δικαστήριο έχει κηρύξει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας ή έχει επιβάλει προληπτικά και συντηρητικά μέτρα, ο οφειλέτης συνεχίζει να ασκεί εμπορική δραστηριότητα υπό την εποπτεία του διαχειριστή, και μπορεί να συνάπτει νέες συμβάσεις μόνον με την προηγούμενη συναίνεση του διαχειριστή και με τον όρο ότι εξακολουθεί να συμμορφώνεται με τα μέτρα που διατάσσονται στην απόφαση για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Το δικαστήριο μπορεί να στερήσει από τον οφειλέτη το δικαίωμα διαχείρισης και διάθεσης της περιουσίας του και να το επιφυλάξει στον διαχειριστή, εφόσον κρίνει ότι οι πράξεις του οφειλέτη παραβλάπτουν τα συμφέροντα των πιστωτών.

Οφειλέτης

Μόλις καταστεί αφερέγγυος ή υπερχρεωμένος, ο οφειλέτης οφείλει να καταθέσει στο δικαστήριο αίτηση για τη χορήγηση άδειας για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας μέσα σε προθεσμία 30 ημερών. Την αίτηση καταθέτει ο οφειλέτης, ο κληρονόμος του οφειλέτη, ένα διοικητικό όργανο ή ένας πληρεξούσιος ή εκκαθαριστής της εμπορικής επιχείρησης ή ένας ομόρρυθμος εταίρος. Όταν την αίτηση καταθέτει ένας πληρεξούσιος, απαιτείται ένα γραπτό πληρεξούσιο. Στην αίτηση, ο οφειλέτης μπορεί να προτείνει ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης και υποδεικνύει προς διορισμό ένα πρόσωπο το οποίο πληροί τις απαιτήσεις του νόμου για τους διαχειριστές, εφόσον το δικαστήριο διατάξει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Ο οφειλέτης, ενεργώντας αυτοπροσώπως ή διά εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου του, μπορεί να προβεί σε κάθε τυχόν αναγκαία διαδικαστική πράξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας και των δικών που εισάγονται με αναγνωριστικές αγωγές και αιτήσεις εξελέγξεως απαιτήσεων, εκτός όσων εμπίπτουν αυστηρά στο πλαίσιο της αρμοδιότητας του διαχειριστή.

Υπό ορισμένες προϋποθέσεις ο οφειλέτης και η οικογένειά του δικαιούνται διατροφή. Το ποσό της διατροφής ορίζεται από το δικαστήριο και συνιστά δαπάνη των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Ο οφειλέτης μπορεί να συμμετάσχει στις συνελεύσεις των πιστωτών, εφόσον το κρίνει αναγκαίο.

Με αίτημα του οφειλέτη, το δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει την απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών, εφόσον είναι παράνομη ή εξαιρετικά επιζήμια για τα συμφέροντα ορισμένων πιστωτών.

Ο οφειλέτης μπορεί να καταθέσει γραπτή ένσταση, αποστέλλοντας αντίγραφο αυτής στον διαχειριστή, κατά οποιασδήποτε απαίτησης έχει επαληθεύσει ή απορρίψει ο διαχειριστής, μέσα σε 7 ημέρες από τη δημοσίευση στο Εμπορικό Μητρώο του πίνακα των επαληθευμένων ή απορριφθεισών απαιτήσεων. Ο οφειλέτης μπορεί να ασκήσει αναγνωριστική αγωγή δυνάμει του άρθρου 694 του εμπορικού νόμου μέσα σε 14 ημέρες από τη δημοσίευση στο Εμπορικό Μητρώο της δικαστικής διαταγής που επικυρώνει τον πίνακα, εάν το δικαστήριο απορρίψει την ένσταση του οφειλέτη κατά απαίτησης που έχει επικυρωθεί από τον πιστωτή ή περιλάβει απαίτηση στον πίνακα των επαληθευμένων απαιτήσεων.

Ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο την ανάκληση του διορισμένου διαχειριστή, εάν ο τελευταίος δεν εκτελεί τα καθήκοντά του ή ενεργεί με τρόπο επιζήμιο για τα συμφέροντα του πιστωτή ή του οφειλέτη.

Ο οφειλέτης μπορεί να προσφύγει κατά της δικαστικής απόφασης που κατακυρώνει την πώληση της προσωπικής περιουσίας και των περιουσιακών δικαιωμάτων της πτωχευτικής περιουσίας.

Ο οφειλέτης μπορεί να καταθέσει γραπτή ένσταση ενώπιον του δικαστηρίου στρεφόμενος κατά του λογαριασμού διανομής και να προσβάλλει τη διαταγή που επικύρωσε τον λογαριασμό.

Ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο τον καθορισμό των περιουσιακών στοιχείων που μπορεί να διαθέσει ο οφειλέτης με την προηγούμενη συναίνεση του εποπτικού οργάνου, ή με την προηγούμενη συναίνεση του δικαστηρίου εάν δεν υπάρχει εποπτικό όργανο, ή την αντικατάσταση ενός ή περισσότερων μελών του εποπτικού οργάνου, κατά τον χρόνο επικύρωσης του σχεδίου αναδιοργάνωσης με ειδική απόφαση ή μεταγενέστερα, για τη διασφάλιση της διατήρησης των περιουσιακών στοιχείων και της εφαρμογής του σχεδίου.

Σύμφωνα με το άρθρο 740 του εμπορικού νόμου, ο οφειλέτης, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, μπορεί να συνάψει συμφωνία με όλους τους πιστωτές που έχουν επαληθευμένες απαιτήσεις, για τη διευθέτηση των χρηματικών τους απαιτήσεων. Σε αυτή την περίπτωση, ο διαχειριστής δεν εκπροσωπεί τον οφειλέτη ως διάδικο. Εάν ο οφειλέτης αθετήσει τις ενοχές του που απορρέουν από την εν λόγω συμφωνία, οι πιστωτές που εκπροσωπούν ποσοστό τουλάχιστον 15 τοις εκατό των συνολικών απαιτήσεων μπορούν να ζητήσουν με αίτησή τους την επανάληψη των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει την επανάληψη των διαδικασιών αφερεγγυότητας εντός ενός έτους από την ημερομηνία της καταχώρισης της απόφασης περί αναστολής των διαδικασιών στο Εμπορικό Μητρώο, έχοντας επιβεβαιώσει ότι διαθέτει επαρκή περιουσιακά στοιχεία ή ότι έχει καταθέσει το ποσό που απαιτείται για την προκαταβολή των αρχικών εξόδων της δίκης.

Ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο την επανάληψη των διαδικασιών που ανεστάλησαν μέσα σε ένα έτος από την ημερομηνία έκδοσης της διαταγής περί αναστολής των διαδικασιών, εάν κατά τη διάρκεια της εν λόγω προθεσμίας ρευστοποιηθούν τα ποσά που είχαν παρακρατηθεί για αμφισβητούμενες απαιτήσεις ή ανακαλυφθούν περιουσιακά στοιχεία που ήταν άγνωστα κατά τη διάρκεια των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο την επαναφορά στην προτέρα κατάσταση, για τα δικαιώματά του που επιδέχονται αποκατάστασης, εφόσον έχει εξοφλήσει το σύνολο των δικαστικά επαληθευμένων απαιτήσεων, περιλαμβανομένων των τόκων και των εξόδων. Τα δικαιώματα του οφειλέτη αποκαθίστανται χωρίς να χρειαστεί η εξόφληση όλων των οφειλών, εάν η αφερεγγυότητα προκλήθηκε από δυσμενείς επιχειρηματικές και οικονομικές εξελίξεις. Τα δικαιώματα των ομόρρυθμων εταίρων αποκαθίστανται με τις ίδιες προϋποθέσεις. Η δικαστική απόφαση που διατάσσει την επαναφορά στην προτέρα κατάσταση δεν υπόκειται σε έφεση. Ο οφειλέτης έχει στη διάθεσή του προθεσμία 7 ημερών για να προσφύγει κατά μιας απορριπτικής απόφασης που εκδόθηκε επί αιτήσεώς του. Η αμετάκλητη απόφαση καταχωρίζεται στον φάκελο της υπόθεσης του αφερέγγυου εμπόρου που τηρείται στο Εμπορικό Μητρώο.

Ο οφειλέτης μπορεί να προβάλει ένσταση κατά της οριστικής έκθεσης του διαχειριστή, που συντάχθηκε πριν από τη λήξη της θητείας του, μέσα σε 7 ημέρες από την υποβολή της εν λόγω έκθεσης στο δικαστήριο. Το δικαστήριο αποφασίζει επί της έκθεσης μέσα σε 14 ημέρες και η εν λόγω απόφαση είναι ανέκκλητη.

Ο οφειλέτης μπορεί να εισπράξει το εναπομένον ποσό από την πτωχευτική περιουσία, εφόσον υπάρχει, μετά την πλήρη και οριστική διευθέτηση των οφειλών του.

Εάν η αίτηση αφερεγγυότητας που έχει κατατεθεί από πιστωτή, απορριφθεί με αμετάκλητη απόφαση, ο οφειλέτης ανεξάρτητα από το αν είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δικαιούται αποζημίωση εάν ο πιστωτής ενήργησε με δόλο ή βαριά αμέλεια. Αποζημίωση οφείλεται για κάθε περιουσιακή και μη περιουσιακή ζημία που απορρέει άμεσα από την παράνομη πράξη. Εάν με τις πράξεις του ο οφειλέτης συνέβαλε στη ζημία, η αποζημίωση μπορεί να μειωθεί. Εάν η αίτηση χορήγησης άδειας για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας έχει κατατεθεί από περισσότερους πιστωτές, αυτοί ευθύνονται από κοινού και αλληλέγγυα.

Το αργότερο σε 14 ημέρες από την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας ο οφειλέτης πρέπει να προσκομίσει στο δικαστήριο και τον διαχειριστή τα παρακάτω:

  1. τις αναγκαίες πληροφορίες που αφορούν την επιχειρηματική δραστηριότητα της εταιρίας και τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη
  2. έναν κατάλογο με τις πληρωμές με μετρητά ή με τραπεζικό έμβασμα ποσού έως 1.200 BGN, που πραγματοποιήθηκαν τους 6 προηγούμενους μήνες από την κήρυξη της αφερεγγυότητας
  3. έναν κατάλογο με τις πληρωμές που πραγματοποίησε ο οφειλέτης στα συνδεδεμένα μέρη κατά τους δώδεκα μήνες πριν από την κήρυξη της αφερεγγυότητας
  4. ένα συμβολαιογραφικό υπόμνημα που να παραθέτει όλα τα στοιχεία της προσωπικής του περιουσίας, τα περιουσιακά δικαιώματα και τις εισπρακτέες απαιτήσεις, καθώς και τα ονόματα και τις διευθύνσεις των οφειλετών του.

Ο οφειλέτης παρέχει στο δικαστήριο ή στον διαχειριστή πληροφορίες για τα περιουσιακά του στοιχεία και την επιχειρηματική του δραστηριότητα, περιλαμβανομένων όλων των συναφών εγγράφων, μέσα σε προθεσμία 7 ημερών από την ημερομηνία του σχετικού γραπτού αιτήματος. Οι πληροφορίες πρέπει να είναι ενημερωμένες έως και την ημερομηνία του αιτήματος. Άλλως, το δικαστήριο επιβάλλει πρόστιμο.

Το αργότερο σε έναν μήνα από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης για την αναστολή των διαδικασιών αφερεγγυότητας λόγω μη πληρωμής των αρχικών δαπανών των διαδικασιών αφερεγγυότητας, ο οφειλέτης πρέπει να λύσει τις συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων του, να ενημερώσει την κατά τόπον αρμόδια διεύθυνση της Εθνικής Υπηρεσίας Εσόδων, να καταρτίσει τα απαραίτητα έγγραφα που αποδεικνύουν την εργασιακή πείρα και τη διάρκεια της απασχόλησης των εν λόγω εργαζομένων για σκοπούς κοινωνικής ασφάλισης, να συντάξει ένα έγγραφο αναφοράς που να παραθέτει όλα τα πρόσωπα με εγγυημένες απαιτήσεις, σύμφωνα με τον νόμο περί των εγγυημένων απαιτήσεων των εργαζόμενων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη και τους κανονισμούς που ορίζουν τους κανόνες εφαρμογής τους, και να παραδώσει τα εταιρικά στοιχεία στο κατά τόπον αρμόδιο γραφείο του Εθνικού Ιδρύματος Ασφαλίσεων.

Ο οφειλέτης υποβάλλει στο εποπτικό όργανο που προσδιορίζεται στο σχέδιο τουλάχιστον μια τριμηνιαία έκθεση των δραστηριοτήτων του και των πράξεων στις οποίες προέβη για να εφαρμόσει το σχέδιο και το ενημερώνει για κάθε τυχόν περίσταση που θα μπορούσε να έχει ουσιώδη αντίκτυπο στην εξυγίανση.

Τα διοικητικά όργανα του οφειλέτη πρέπει να λάβουν τη συναίνεση των εποπτικών οργάνων πριν αποφασίσουν για τα παρακάτω:

  • την αναδιάρθρωση του οφειλέτη
  • το κλείσιμο ή τη μεταφορά των επιχειρήσεων ή ουσιωδών τμημάτων τους
  • τις περιουσιακές συναλλαγές που δεν συνιστούν συνήθεις πράξεις και τις συναλλαγές που αφορούν τη διαχείριση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του οφειλέτη
  • ουσιώδη μεταβολή στην επιχειρηματική δομή του οφειλέτη
  • ουσιώδεις οργανωτικές μεταβολές
  • την εγκαθίδρυση μιας μακροχρόνιας συνεργασίας που είναι ουσιώδης για την εφαρμογή του σχεδίου αναδιοργάνωσης ή τη διακοπή της εν λόγω συνεργασίας
  • την ίδρυση ή το κλείσιμο παραρτημάτων.

Το σχέδιο αναδιοργάνωσης που έχει επικυρωθεί από το δικαστήριο είναι υποχρεωτικό για τον οφειλέτη, ο οποίος θα πρέπει να υλοποιήσει χωρίς καθυστέρηση τις διαρθρωτικές αλλαγές που προβλέπονται σε αυτό.

Ο οφειλέτης πρέπει να απέχει από τις πράξεις και τις συναλλαγές που παρατίθενται στα άρθρα 645, 646 και 647 του εμπορικού νόμου κατά τις χρονικές περιόδους και με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα εν λόγω άρθρα, διαφορετικά οι εν λόγω πράξεις και συναλλαγές μπορεί να κηρυχθούν άκυρες ως προς τους πιστωτές της πτωχευτικής περιουσίας.

Διαχειριστής

Σύμφωνα με τη νομοθεσία της Βουλγαρίας, ο διαχειριστής είναι ένα φυσικό πρόσωπο που πληροί τις παρακάτω προϋποθέσεις:

  1. να μην έχει καταδικαστεί ως ενήλικας για δόλιο κολάσιμο αδίκημα, εκτός αν έχει χορηγηθεί πλήρης δικαστική αποκατάσταση
  2. να μην έχει συνάψει γάμο και να μην είναι συγγενής εξ αίματος σε ευθεία γραμμή με τον οφειλέτη ή κάποιον πιστωτή να μην είναι συγγενής του οφειλέτη ή κάποιου πιστωτή σε πλάγια γραμμή έως τον έκτο βαθμό και με συγγένεια έως τρίτου βαθμού
  3. να μην είναι πιστωτής στις διαδικασίες αφερεγγυότητας
  4. να μην είναι αφερέγγυος οφειλέτης για τον οποίο δεν έχει διαταχθεί η επαναφορά στην προτέρα κατάσταση
  5. να μην έχει σχέση με τον οφειλέτη ή με πιστωτή, η οποία θα μπορούσε να εγείρει εύλογες υπόνοιες ως προς την αμεροληψία του
  6. να διαθέτει πανεπιστημιακό δίπλωμα οικονομικών ή νομικών σπουδών και τουλάχιστον 3 έτη συναφούς επαγγελματικής πείρας
  7. να έχει επιτύχει σε έναν διαγωνισμό επαγγελματικών ικανοτήτων, σύμφωνα με τους κανόνες και τη διαδικασία που ορίζονται με ειδικό κανονισμό και να περιλαμβάνεται σε έναν κατάλογο επαγγελματιών που πληρούν τα κριτήρια διορισμού ως διαχειριστές, που εκδίδεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα
  8. να μην έχει ανακληθεί από τη θέση του διαχειριστή λόγω παράβασης των καθηκόντων του ή πράξεων που έχουν παραβλάψει τα συμφέροντα των πιστωτών ή του οφειλέτη να μην έχει διαγραφεί από το μητρώο που τηρεί η Κεντρική Τράπεζα ή έχει αφαιρεθεί από αυτό κατά τη διακριτική ευχέρεια του Ταμείου ή με πρόταση του Υπουργού των Οικονομικών για παράβαση καθήκοντος ή επιζήμια πράξη για τα συμφέροντα των πιστωτών
  9. να μην του έχουν επιβληθεί τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 65 παράγραφος 2 στοιχείο 11 του τραπεζικού νόμου ή του άρθρου 103 παράγραφος 2 στοιχείο 16 του νόμου περί πιστωτικών ιδρυμάτων.

Ο Υπουργός Δικαιοσύνης διαγράφει τον διαχειριστή από τον κατάλογο όταν έχει επιβεβαιωθεί η αθέτηση των εξουσιών και των καθηκόντων που του ανατέθηκαν, ανεξαρτήτως του αν η αθέτηση διαπιστώθηκε από το πτωχευτικό δικαστήριο ή όχι, και επιμελείται τη δημοσίευση του τροποποιημένου καταλόγου στην Επίσημη Εφημερίδα.

Οι εξουσίες του διαχειριστή μπορεί να ασκηθούν από περισσότερα πρόσωπα. Σε αυτή την περίπτωση, οι αποφάσεις λαμβάνονται ομόφωνα και οι πράξεις εκτελούνται από κοινού, εκτός αποφασιστεί διαφορετικά από τους πιστωτές ή το δικαστήριο, σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ των διαδίκων που ασκούν τα καθήκοντα του διαχειριστή. Όταν οι εξουσίες του διαχειριστή ασκούνται από περισσότερα πρόσωπα που λαμβάνουν αποφάσεις ομόφωνα και ενεργούν από κοινού, τα εν λόγω πρόσωπα ευθύνονται από κοινού και αλληλέγγυα.

Ο διαχειριστής πρέπει να καταβάλλει ετήσιο τέλος για συνεχιζόμενη επαγγελματική του κατάρτιση. Ο διαχειριστής που δεν καταβάλλει το απαιτούμενο τέλος εγκαίρως διαγράφεται από το μητρώο. Το αργότερο σε τρεις ημέρες μετά τον διορισμό του διαχειριστή και πριν από την επικύρωσή του, ο διαχειριστής πρέπει να συνάψει ασφαλιστική σύμβαση επαγγελματικής ευθύνης για όλη τη διάρκεια των διαδικασιών αφερεγγυότητας, ώστε να προστατευθεί έναντι των απαιτήσεων αποζημίωσης λόγω παράβασης των καθηκόντων που είναι σύμφυτα με τη θέση του.

Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ενεργώντας από κοινού με τον Υπουργό Οικονομίας, πρέπει να διοργανώνει ετήσια προγράμματα κατάρτισης διαχειριστών.

Σύμφωνα με τον εμπορικό νόμο οι διαχειριστές εμπίπτουν στις παρακάτω κατηγορίες:

  • προσωρινοί διαχειριστές, που διορίζονται με την απόφαση που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  • προσωρινοί διαχειριστές, που διορίζονται με συντηρητικά μέτρα
  • μόνιμοι διαχειριστές, που μπορεί να εκλέγονται από τη συνέλευση των πιστωτών ή, όταν η συνέλευση πιστωτών δεν μπορεί να συμφωνήσει ως προς τον διορισμό, από το δικαστήριο
  • βοηθοί διαχειριστές
  • διαχειριστές που διορίζονται αυτεπαγγέλτως, κατά τον χρόνο απαλλαγής του μόνιμου διαχειριστή από τα καθήκοντά του, και εκτελούν τις αρμοδιότητές τους έως ότου διοριστεί νέος μόνιμος διαχειριστής.

Οι εξουσίες του προσωρινού διαχειριστή ταυτίζονται με αυτές του μόνιμου διαχειριστή. Επιπλέον, ο προσωρινός διαχειριστής καταρτίζει τα παρακάτω έγγραφα μέσα σε 14 ημέρες από την ημερομηνία της έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας:

  • έναν πίνακα πιστωτών βάσει των βιβλίων του οφειλέτη, προσδιορίζοντας το ποσό των απαιτήσεών τους και ποιοι πιστωτές συνδέονται ή συνδέονταν με τον οφειλέτη κατά τα τελευταία τρία έτη πριν από την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας βάσει των πληροφοριών που διατίθενται στο Εμπορικό Μητρώο και στα βιβλία του οφειλέτη
  • ένα επικυρωμένο αντίγραφο των βιβλίων του οφειλέτη
  • γραπτή έκθεση για τους λόγους της αφερεγγυότητας, τα τρέχοντα περιουσιακά του οφειλέτη, τα μέτρα που έχουν ληφθεί για τη διατήρησή τους και τις πιθανότητες διάσωσης της εταιρίας.

Ο προσωρινός διαχειριστής οφείλει να παρευρεθεί στην πρώτη συνέλευση των πιστωτών.

Το πτωχευτικό δικαστήριο διορίζει τον διαχειριστή που έχει εκλεγεί στην πρώτη συνέλευση των πιστωτών, εάν εκπληρώνουν τις οριζόμενες απαιτήσεις και έχουν παράσχει την προηγούμενη γραπτή τους συναίνεση με τη μορφή συμβολαιογραφικού υπομνήματος που ορίζει την ημερομηνία ανάληψης των καθηκόντων από τον διαχειριστή. Κατά τον χρόνο του διορισμού του, ο διαχειριστής καταθέτει ένα συμβολαιογραφικό υπόμνημα που αποδεικνύει την ύπαρξη ή την απουσία νομικών κωλυμάτων για την άσκηση των καθηκόντων που τους ανατίθενται, και ορίζονται στον εμπορικό νόμο, όπως ότι είναι μέτοχος μιας ετερόρρυθμης εταιρίας ή μιας εταιρίας κατά μετοχές, ότι ταυτόχρονα εκτελεί τα καθήκοντα εκκαθαριστή και διαχειριστή ή έχει άλλες έμμισθες θέσεις. Ο διαχειριστής πρέπει να ενημερώσει αμέσως το πτωχευτικό δικαστήριο εάν επέλθει οποιαδήποτε από τις εν λόγω περιστάσεις. Ο διαχειριστής πρέπει να αναλάβει τα καθήκοντά του κατά την ημερομηνία που ορίζει το δικαστήριο. Σε αντίθετη περίπτωση, το δικαστήριο αντικαθιστά τον διορισμένο διαχειριστή μέσα σε 7 ημέρες με άλλο πρόσωπο που επιλέγεται από όσους προτείνονται από την πρώτη συνέλευση πιστωτών. Εάν δεν έχουν προταθεί εναλλακτικοί διαχειριστές, διορίζεται ένας διαχειριστής από τον οικείο κατάλογο και συγκαλείται νέα συνέλευση πιστωτών. Εάν η συνέλευση των πιστωτών δεν είναι σε θέση να συνάψει συμφωνία για τον διορισμό του διαχειριστή ή να αποφασίσει για την αμοιβή του, η αμοιβή του διαχειριστή καθορίζεται από το δικαστήριο.

Το δικαστήριο ανακαλεί τον διαχειριστή στις παρακάτω περιπτώσεις:

  1. με γραπτό αίτημα του διαχειριστή
  2. σε περίπτωση νομικής ανικανότητας του διαχειριστή
  3. εάν ο διαχειριστής δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις του νόμου
  4. με αίτημα των πιστωτών των οποίων οι απαιτήσεις υπερβαίνουν το μισό των συνολικών απαιτήσεων
  5. με απόφαση που λαμβάνεται σε συνέλευση των πιστωτών
  6. στις περιπτώσεις που ο διαχειριστής παύει να είναι σε θέση να ασκεί τις εξουσίες του
  7. σε περίπτωση θανάτου.

Το δικαστήριο, ενεργώντας αυτεπαγγέλτως ή με πρόταση του οφειλέτη, η επιτροπή των πιστωτών ή ένας πιστωτής, μπορεί να ανακαλέσουν τον διαχειριστή οποτεδήποτε, εάν δεν εκτελεί τα καθήκοντά του ή ενεργεί με τρόπο που παραβλάπτει τα συμφέροντα του πιστωτή ή ενεργεί με τρόπο που παραβλάπτει τα συμφέροντα του πιστωτή ή του οφειλέτη. Ο διαχειριστής που απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του με δικό του αίτημα, οφείλει να συνεχίσει να εκτελεί τα καθήκοντά του έως ότου διοριστεί νέος διαχειριστής. Η διαταγή με την οποία απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του ο διαχειριστής τυγχάνει άμεσης εκτέλεσης και η έφεση κατ’ αυτής δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Η ακύρωση της διαταγής περί απαλλαγής δεν αποκαθιστά τον διάδικο που είχε απαλλαγεί από τα καθήκοντά του σε διαχειριστή στις διαδικασίες αφερεγγυότητας. Το δικαστήριο συγκαλεί τη συνέλευση πιστωτών, η οποία έχει καθήκον να εισηγηθεί νέο διαχειριστή. Μέχρι την επιλογή του αντικαταστάτη, τις αρμοδιότητες του διαχειριστή εκτελεί ένας διαχειριστής που διορίζεται αυτεπαγγέλτως με διαταγή του δικαστηρίου.

Ο διαχειριστής, το αργότερο 3 ημέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ζητά την αποδέσμευση της περιουσίας του οφειλέτη που είχε σφραγιστεί και συντάσσει απογραφή της ακίνητης και κινητής περιουσίας του οφειλέτη, των μετρητών, τιμαλφών, των κινητών αξιών, των συμβάσεων, των απαιτήσεων κ.ο.κ., περιλαμβανομένων των στοιχείων της προσωπικής περιουσίας του που βρίσκονται στην κατοχή τρίτων. Ο διαχειριστής συντάσσει την απογραφή, και εάν βρεθούν άλλα περιουσιακά στοιχεία μεταγενέστερα, συντάσσει πρόσθετη απογραφή. Από τον χρόνο της σύνταξης της απογραφής, ο διαχειριστής είναι υπεύθυνος για τα περιουσιακά στοιχεία που προσδιορίζονται σε αυτή, εκτός αν παραδοθούν στον οφειλέτη ή σε τρίτο για διακράτηση.

Ο διαχειριστής έχει τα εξής δικαιώματα:

  1. να εκπροσωπεί την επιχείρηση
  2. να διαχειρίζεται τις τρέχουσες υποθέσεις της
  3. να επιβλέπει την επιχειρηματική δραστηριότητα του οφειλέτη, σε περίπτωση περιστολής του δικαιώματός του να διεξάγει την επιχειρηματική του δραστηριότητα
  4. να λάβει και να τηρεί τα λογιστικά βιβλία και την επαγγελματική αλληλογραφία της επιχείρησης
  5. να πραγματοποιεί έρευνες και να επαληθεύει τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη
  6. στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος, να ζητά την καταγγελία ή ακύρωση των συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης είναι συμβαλλόμενο μέρος
  7. να συμμετέχει στις αγωγές στις οποίες είναι διάδικος η εταιρία και να καταθέτει αγωγές για λογαριασμό της
  8. να εισπράττει τα χρηματικά ποσά που οφείλονται στον οφειλέτη και να καταθέτει το εισπραχθέν ποσό σε ειδικό λογαριασμό
  9. με την άδεια του δικαστηρίου, να διαθέτει τα χρηματικά ποσά του οφειλέτη που είναι κατατεθειμένα σε τραπεζικούς λογαριασμούς, όταν αυτό απαιτείται για τη διαχείριση και διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη
  10. να πραγματοποιεί έρευνες για την επαλήθευση των πιστωτών του οφειλέτη
  11. κατόπιν δικαστικής διαταγής, να συγκαλεί και να οργανώνει τις συνελεύσεις των πιστωτών
  12. να προτείνει ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης
  13. να προβαίνει στις αναγκαίες πράξεις για την άρση των ιδιοκτησιακών συμφερόντων του οφειλέτη σε άλλες εταιρίες
  14. να ρευστοποιεί την πτωχευτική περιουσία
  15. να διενεργεί κάθε άλλη πράξη που ορίζεται στον νόμο και διατάσσεται από το δικαστήριο.

Κάθε κρατικό όργανο και φορέας οφείλει να επικουρεί τον διαχειριστή στην εκτέλεση των καθηκόντων του.

Από την ημερομηνία που καθίσταται αμετάκλητη η απόφαση για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται για τη διευθέτηση των απαιτήσεων του οφειλέτη λαμβάνονται από τον διαχειριστή.

Ο διαχειριστής επιμελείται τη δημοσίευση στο Εμπορικό Μητρώο των πινάκων με τις επαληθευμένες και απορριφθείσες απαιτήσεις, καθώς και των οικονομικών εκθέσεων του οφειλέτη μετά την οριστικοποίησή τους και καθιστά τα εν λόγω στοιχεία διαθέσιμα στους πιστωτές και τον οφειλέτη, στη γραμματεία του δικαστηρίου.

Για να αυξηθεί το μέγεθος της πτωχευτικής περιουσίας, ο διαχειριστής εισπράττει τα μη καταβεβλημένα μερίδια και τις εισφορές των εταίρων των ετερόρρυθμων εταιριών και μπορεί να καταθέσει αίτηση σύμφωνα με τα άρθρα 645, 646 και 647 του εμπορικού νόμου και το άρθρο 135 του νόμου περί ενοχών και συμβάσεων, ως προς τις διαδικασίες αφερεγγυότητας, με αίτημα την εκτέλεση της εν λόγω απαίτησης. Όταν η αίτηση κατατίθεται από πιστωτή, το δικαστήριο καθιστά τον διαχειριστή από κοινού ενάγοντα, με ίδια πρωτοβουλία (sua sponte). Ο διαχειριστής πρέπει να συμμετάσχει στη δίκη που εισάγεται με αναγνωριστική αγωγή του οφειλέτη ή ενός πιστωτή, και η οποία ασκείται σύμφωνα με το άρθρο 694 του εμπορικού νόμου.

Ο διαχειριστής μεριμνά για την πώληση των περιουσιακών δικαιωμάτων της πτωχευτικής περιουσίας μετά από τη λήψη σχετικής άδειας από το δικαστήριο, συντάσσει έναν πίνακα διανομής των διανεμητέων ποσών μεταξύ των πιστωτών που έχουν τις απαιτήσεις του άρθρου 722 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου, ανάλογα με την κατάταξη, τα προνόμια και την εμπράγματη ασφάλειά τους, επιμελείται την καταχώρηση του πίνακα στο Εμπορικό Μητρώο και πραγματοποιεί πληρωμές σύμφωνα με τον πίνακα. Ο διαχειριστής, ενεργώντας βάσει δικαστικής διαταγής, καταθέτει στον τραπεζικό λογαριασμό τα ποσά που είχαν παρακρατηθεί κατά τον χρόνο της οριστικής διανομής για τις ανείσπρακτες ή αμφισβητούμενες απαιτήσεις.

Εάν ο οφειλέτης συνάψει συμφωνία διακανονισμού με όλους τους πιστωτές που έχουν επαληθευμένες απαιτήσεις, ο διαχειριστής δεν εκπροσωπεί τον οφειλέτη ως διάδικο.

Ο διαχειριστής οφείλει να ασκεί με σύνεση και επιμέλεια τις εξουσίες που του ανατίθενται. Ο διαχειριστής δεν μπορεί να εκχωρήσει σε τρίτον τις εξουσίες του χωρίς τη ρητή άδεια του δικαστηρίου. Ο διαχειριστής δεν μπορεί να διαπραγματεύεται για λογαριασμό του οφειλέτη είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω ενός συνδεδεμένου προσώπου. Ο διαχειριστής δεν μπορεί με οποιονδήποτε τρόπο να αποκτά, αυτοπροσώπως ή μέσω άλλου προσώπου, προσωπική περιουσία ή περιουσιακά δικαιώματα από την πτωχευτική περιουσία. Ο εν λόγω περιορισμός ισχύει για τον σύζυγο του διαχειριστή, τους συγγενείς σε ευθεία γραμμή, και τους συγγενείς σε πλάγια γραμμή έως τον έκτο βαθμό και με συγγένεια έως τρίτου βαθμού. Ο διαχειριστής δεν μπορεί να αποκαλύπτει γεγονότα, δεδομένα και πληροφορίες που περιήλθαν στη γνώση του κατά την εκτέλεση των εξουσιών και των καθηκόντων που του ανατίθενται λόγω της θέσης του.

Εάν ο διαχειριστής δεν εκτελέσει τα καθήκοντά του, το δικαστήριο μπορεί να του επιβάλει πρόστιμο έως ποσού μιας μηνιαίας αμοιβής. Ο διαχειριστής ευθύνεται σε καταβολή αποζημίωσης ποσού ίσου με τους νόμιμους τόκους υπερημερίας για κάθε τυχόν καθυστέρηση στην κατάθεση ποσών σε τραπεζικό λογαριασμό. Ο διαχειριστής ευθύνεται σε αποζημίωση του οφειλέτη και των πιστωτών για κάθε τυχόν ζημία που προκλήθηκε παράνομα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Με την περάτωση της εντολής, ο διαχειριστής πρέπει να παραδώσει άμεσα τα λογιστικά βιβλία και τους λογαριασμούς, καθώς και κάθε περιουσιακό στοιχείο που είχε παραληφθεί προς διακράτηση, στον νέο διαχειριστή ή σε πρόσωπο που έχει διορίσει το δικαστήριο, και εάν έχει γίνει δεκτή η εξέταση του σχεδίου αναδιοργάνωσης [από τη συνέλευση των πιστωτών], στον οφειλέτη. Οι εξουσίες του διαχειριστή παύουν με την περάτωση των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Ο διαχειριστής παραδίδει τα λογιστικά βιβλία και το εναπομείναντα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη στο διοικητικό όργανο του οφειλέτη. Τα δικαιώματα του διαχειριστή αποκαθίστανται εάν αποφασιστεί η εκ νέου κίνηση των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Το 2017, εισήχθη ο θεσμός του βοηθού διαχειριστή. Ο βοηθός διαχειριστής είναι ένα φυσικό πρόσωπο που πληροί όλες τις νόμιμες απαιτήσεις για τους διαχειριστές, με εξαίρεση την απαίτηση: της συναφούς τουλάχιστον διετούς επαγγελματικής πείρας της επιτυχούς δοκιμασίας σε έναν διαγωνισμό επαγγελματικών ικανοτήτων, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται σε ειδικό κανονισμό και της ένταξής του σε έναν κατάλογο επαγγελματιών που μπορούν να διορίζονται διαχειριστές, και ο οποίος εκδίδεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα. Κατά των βοηθών διαχειριστών δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να έχουν επιβληθεί τα μέτρα του άρθρου 65 παράγραφος 2 στοιχείο 11 του νόμου περί τραπεζών ή του άρθρου 103 παράγραφος 2 στοιχείο 16 του νόμου περί πιστωτικών ιδρυμάτων.

Για να διοριστούν βοηθοί διαχειριστές, οι αιτούντες πρέπει να έχουν επιτύχει σε έναν διαγωνισμό επαγγελματικών ικανοτήτων κατά τη διαδικασία που ορίζεται με κανονισμό. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης εκδίδει διαταγή με την οποία εντέλλεται η ένταξη των βοηθών διαχειριστών που πληρούν τις αναγκαίες απαιτήσεις επαγγελματικών ικανοτήτων, σε ειδικό κατάλογο.

Οι βοηθοί διαχειριστές μπορεί να προβαίνουν σε ορισμένες πράξεις της αρμοδιότητας του διαχειριστή, ενεργώντας καθ’ υπόδειξη του διαχειριστή και κατά την οικεία διαδικασία (βάσει εξουσιοδότησης που αποκτάται με τη ρητή άδεια του δικαστηρίου). Ο βοηθός διαχειριστής μπορεί να υπογράφει συγκεκριμένα έγγραφα που συναρτώνται με το έργο του διαχειριστή, με την προσθήκη της λέξης «βοηθός» στην υπογραφή του. Ο βοηθός διαχειριστής ευθύνεται από κοινού και αλληλέγγυα με τον διαχειριστή για κάθε τυχόν παράνομα προκληθείσα ζημία κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Οι σχέσεις μεταξύ διαχειριστή και βοηθού διαχειριστή διέπονται από σύμβαση. Ελλείψει ειδικών κανόνων, η δραστηριότητα των βοηθών διαχειριστών διέπεται από τους κανόνες που ισχύουν για τους διαχειριστές.

Ο διαχειριστής που διορίζεται με απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου ασκεί τα δικαιώματα που του απονέμονται στη χώρα όπου έχουν κινηθεί οι διαδικασίες αφερεγγυότητας, στο μέτρο που η συμπεριφορά του δεν αντίκειται στη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας. Κατόπιν αιτήματος του διαχειριστή που έχει διοριστεί από αλλοδαπό δικαστήριο, το βουλγαρικό δικαστήριο μπορεί να κινήσει δευτερεύουσα διαδικασία αφερεγγυότητας κατά ενός εμπόρου που έχει κηρυχθεί αφερέγγυος από αλλοδαπό δικαστήριο, εάν ο έμπορος κατέχει σημαντικά περιουσιακά στοιχεία στη Βουλγαρία. Για την επικύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης στη δευτερεύουσα διαδικασία αφερεγγυότητας απαιτείται η συναίνεση του διαχειριστή στην κύρια διαδικασία. Τα αιτήματα ακύρωσης μιας συναλλαγής που κατατίθενται από τον διαχειριστή στην κύρια ή τη δευτερεύουσα διαδικασία θεωρείται ότι έχουν προβληθεί και στις δύο διαδικασίες.

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, απαίτηση πιστωτή μπορεί να συμψηφιστεί με ενοχή του έναντι του οφειλέτη, με τον όρο ότι και οι δύο οφειλές προϋπήρχαν της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, ήταν και οι δύο εκτελεστές και ομοειδείς, και η απαίτηση του πιστωτή είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη. Εάν η απαίτηση του πιστωτή καταστεί ληξιπρόθεσμη κατά τη διάρκεια των διαδικασιών αφερεγγυότητας ή ως συνέπεια της απόφασης που κηρύσσει την αφερεγγυότητα του οφειλέτη, με τον όρο ότι λόγω της απόφασης και οι δύο οφειλές κατατάσσονται στην ίδια τάξη, ο πιστωτής μπορεί να συμψηφίσει την οφειλή του μόνον αφότου έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη ή και οι δύο οφειλές έχουν καταταχθεί στην ίδια τάξη. Η δήλωση συμψηφισμού πρέπει να γνωστοποιηθεί στον διαχειριστή.

Ένας συμψηφισμός μπορεί να ακυρωθεί ως προς τους πιστωτές της πτωχευτικής περιουσίας, εάν ο πιστωτής απέκτησε την απαίτηση και επιβαρύνθηκε με οφειλή πριν από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, γνωρίζοντας όμως κατά τον εν λόγω χρόνο ότι ο οφειλέτης ήταν υπερχρεωμένος ή αφερέγγυος ή ότι έχει κατατεθεί αίτηση για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Ανεξάρτητα από τον χρόνο που δημιουργήθηκαν οι αμοιβαίες οφειλές, ο συμψηφισμός που πραγματοποιείται από τον οφειλέτη μετά την κήρυξη της αφερεγγυότητας ή της υπερχρέωσης, και πάντως μέσα στο έτος που προηγήθηκε της ημερομηνίας κατάθεσης της αίτησης, είναι άκυρος ως προς τους πιστωτές της πτωχευτικής περιουσίας, εκτός από το τμήμα της οφειλής που θα λάμβανε ο πιστωτής κατά τον χρόνο της διανομής μετά τη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων.

Η αγωγή ακύρωσης του συμψηφισμού μπορεί να ασκηθεί από τον διαχειριστή ή, εάν δεν ασκηθεί αγωγή από τον διαχειριστή, από οποιονδήποτε πιστωτή της πτωχευτικής περιουσίας μέσα σε ένα έτος από την ημερομηνία έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας ή την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την εκ νέου έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας που έχουν ανασταλεί. Εάν η οφειλή συμψηφίστηκε μετά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, η προθεσμία άσκησης αγωγής για την ακύρωση του συμψηφισμού ξεκινά από την ημερομηνία του συμψηφισμού.

Η έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας αναστέλλει όλες τις δίκες και τις διαδικασίες διαιτησίας ως προς τις περιουσιακές, αστικές και εμπορικές διαφορές στις οποίες είναι διάδικος ο οφειλέτης (εκτός από τις εργατικές διαφορές που αφορούν χρηματικές απαιτήσεις του οφειλέτη). Το ανωτέρω δεν ισχύει αν, κατά την ημερομηνία έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας σε άλλη υπόθεση στην οποία ο οφειλέτης είναι εναγόμενος, το δικαστήριο έχει συμφωνήσει να εξετάσει ένσταση του οφειλέτη κατά συμψηφισμού.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Το αργότερο σε έναν μήνα από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης περί αναστολής των διαδικασιών αφερεγγυότητας λόγω μη πληρωμής των αρχικών δαπανών των διαδικασιών αφερεγγυότητας (απόφασης που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 632 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου), ο οφειλέτης πρέπει να λύσει τις συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων του, να ενημερώσει την κατά τόπον αρμόδια διεύθυνση της Εθνικής Υπηρεσίας Εσόδων, να καταρτίσει τα αναγκαία έγγραφα που αποδεικνύουν την εργασιακή πείρα και τη διάρκεια της απασχόλησης των εν λόγω εργαζομένων για σκοπούς κοινωνικής ασφάλισης, να συντάξει ένα έγγραφο αναφοράς που να παραθέτει όλα τα πρόσωπα με εγγυημένες απαιτήσεις, σύμφωνα με τον νόμο περί των εγγυημένων απαιτήσεων των εργαζόμενων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη και τους κανονισμούς που ορίζουν τους κανόνες εφαρμογής τους, και να παραδώσει τα εταιρικά στοιχεία στο κατά τόπον αρμόδιο γραφείο του Εθνικού Ιδρύματος Ασφαλίσεων.

Ο διαχειριστής μπορεί να καταγγείλει οποιαδήποτε σύμβαση στην οποία μετέχει ο οφειλέτης ως συμβαλλόμενος λόγω μερικής εκτέλεσης ή ουσιώδους μη εκτέλεσης της σύμβασης. Ο διαχειριστής παρέχει προηγούμενη ειδοποίηση 15 ημερών για την καταγγελία της σύμβασης και πρέπει να ανταποκριθεί στα αιτήματα πληροφόρησης του αντισυμβαλλόμενου αναφορικά με το αν η σύμβαση θα λυθεί ή θα παραμείνει σε ισχύ κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου. Εάν ο διαχειριστής δεν ανταποκριθεί σε κάποιο αίτημα, η σύμβαση θεωρείται ότι έχει λυθεί. Σε περίπτωση λύσης μιας σύμβασης, ο αντισυμβαλλόμενος δικαιούται αποζημίωση. Καμία υποχρέωση δεν φέρει ο διαχειριστής για την πληρωμή των τυχόν τόκων που έχουν σωρευθεί πριν από την έκδοση της απόφασης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, όταν παραμένει σε ισχύ σύμβαση βάσει της οποίας ο οφειλέτης πραγματοποιεί περιοδικές πληρωμές.

Από την ημερομηνία που καθίσταται αμετάκλητη η απόφαση που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται για τη διευθέτηση των οφειλών του οφειλέτη παραλαμβάνονται από τον διαχειριστή. Η διευθέτηση μιας απαίτησης του οφειλέτη μετά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, αλλά πριν από την ημερομηνία της δημοσίευσης της εν λόγω απόφασης, είναι έγκυρη εάν ο διάδικος που διευθέτησε την απαίτηση δεν γνώριζε ότι είχαν ξεκινήσει οι διαδικασίες αφερεγγυότητας ή, σε περίπτωση που τις γνώριζε, εάν το οικονομικό όφελος από τη διευθέτηση της απαίτησης συμπεριλήφθηκε στην πτωχευτική περιουσία. Η καλή πίστη τεκμαίρεται έως ότου αποδειχθεί το αντίθετο.

Σύμφωνα με το άρθρο 646 του εμπορικού νόμου, οι παρακάτω πράξεις είναι άκυρες ως προς τους πιστωτές, εάν πραγματοποιήθηκαν μετά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας σε αθέτηση των πάγιων δικονομικών κανόνων:

  • η διευθέτηση μιας οφειλής που προέκυψε πριν από την έκδοση της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  • η σύσταση ενεχύρου ή υποθήκης επί δικαιώματος ή περιουσιακού στοιχείου της προσωπικής περιουσίας που ανήκει στην πτωχευτική περιουσία
  • μια συναλλαγή που περιλαμβάνει ένα δικαίωμα ή ένα περιουσιακό στοιχείο της πτωχευτικής περιουσίας.

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

Πριν από την έκδοση απόφασης επί της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει, επί αιτήματος πιστωτή ή αυτεπαγγέλτως, και εφόσον το κρίνει αναγκαίο για τη διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, την αναστολή των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης κατά των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, με εξαίρεση τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδονται δυνάμει του κώδικα φορολογικής και κοινωνικής δικονομίας. Όταν τα ασφαλιστικά μέτρα ζητά ο πιστωτής, το δικαστήριο τα κάνει δεκτά εφόσον το αίτημά του τεκμαίρεται με αδιάσειστες γραπτές αποδείξεις και/ή παρέχει εμπράγματη εξασφάλιση ποσού που ορίζεται από το δικαστήριο για την αποζημίωση του οφειλέτη σε περίπτωση ζημίας από την τυχόν μεταγενέστερη διαπίστωση ότι ο οφειλέτης δεν ήταν αφερέγγυος ή υπερχρεωμένος. Το δικαστήριο μπορεί να άρει το ασφαλιστικό μέτρο που διατάχθηκε, εάν πλέον δεν είναι αναγκαίο για τη διατήρηση της περιουσίας.

Η απόφαση κοινοποιείται στον καθού τα ασφαλιστικά μέτρα και στον διάδικο που ζήτησε την επιβολή τους. Είναι άμεσα εκτελεστή και επιτρέπεται η άσκηση έφεσης κατ’ αυτής μέσα σε προθεσμία 7 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης. Οι εφέσεις δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Τα ασφαλιστικά μέτρα θεωρείται ότι έχουν αρθεί από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης που απέρριψε την αίτηση για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Τα ασφαλιστικά μέτρα που διατάχθηκαν παράγουν τα αποτελέσματά τους ως την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Από την εν λόγω ημερομηνία τα αποτελέσματά τους ακυρώνονται και τα ασφαλιστικά μέτρα υποκαθίστανται από την απόφαση που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Η απόφαση που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας αναστέλλει τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που στρέφονται κατά των περιουσιακών στοιχείων τα οποία περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία, με εξαίρεση τα περιουσιακά στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 193 του κώδικα φορολογικής και κοινωνικής δικονομίας. Όταν η πληρωμή υπέρ ενός αιτούντος πραγματοποιείται στο διάστημα που μεσολαβεί από την ημερομηνία αναστολής των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης έως τη δημοσίευση της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, το ποσό που καταβλήθηκε επιστρέφεται στην πτωχευτική περιουσία. Όταν υπάρχει κίνδυνος να θιγούν τα συμφέροντα των πιστωτών και λαμβάνονται μέτρα για την εκτέλεση της εμπράγματης ασφάλειας υπέρ ενός ενέγγυου πιστωτή, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει τη συνέχιση των διαδικασιών με τον όρο ότι το τμήμα του προϊόντος της εκτέλεσης που υπερβαίνει το εξασφαλισμένο ποσό θα προσμετρηθεί στην πτωχευτική περιουσία. Εάν κατατίθεται αίτηση που γίνεται δεκτή στη δίκη περί αφερεγγυότητας, οι διαδικασίες που είχαν ανασταλεί, περατώνονται. Οι επισχέσεις και κατασχέσεις που επιβάλλονται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης δεν εκτελούνται κατά των απαιτήσεων των πιστωτών της πτωχευτικής περιουσίας. Δεν επιτρέπεται η χορήγηση ασφαλιστικών μέτρων δυνάμει του κώδικα φορολογικής και κοινωνικής δικονομίας επί των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη μετά την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Τα περιουσιακά στοιχεία που μνημονεύονται στο άρθρο 193 του κώδικα φορολογικής και κοινωνικής δικονομίας είναι αυτά που καταλαμβάνονται από τα ασφαλιστικά μέτρα που είχαν ήδη διαταχθεί στο πλαίσιο των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη οφειλής προς το δημόσιο, οι οποίες είχαν κινηθεί πριν από την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία ρευστοποιούνται από τον δικαστικό επιμελητή, σύμφωνα με τους κανόνες και τη διαδικασία του κώδικα φορολογικής και κοινωνικής δικονομίας. Όταν το προϊόν της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων δεν επαρκεί για την κάλυψη του πλήρους ποσού της απαίτησης, τους δεδουλευμένους τόκους και τις επιβαρύνσεις που προέκυψαν στο πλαίσιο των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης με επίσπευση του δημοσίου, η εναπομένουσα απαίτηση της κεντρικής διοίκησης ή της τοπικής αυτοδιοίκησης ικανοποιείται σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες. Όταν το προϊόν της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό της πλήρους απαίτησης, τους δεδουλευμένους τόκους και τις επιβαρύνσεις που προέκυψαν στο πλαίσιο των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης με επίσπευση του δημοσίου, ο δικαστικός επιμελητής καταθέτει το εναπομένον προϊόν στον λογαριασμό της πτωχευτικής περιουσίας. Εάν ο δικαστικός επιμελητής δεν ρευστοποιήσει όλα τα περιουσιακά στοιχεία μέσα σε διάστημα 6 μηνών από την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, τα περιουσιακά στοιχεία διαβιβάζονται από τον δικαστικό επιμελητή στον διαχειριστή και ρευστοποιούνται στις διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Μετά την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, δεν επιτρέπεται η άσκηση αγωγών για περιουσιακές διαφορές του αστικού ή του εμπορικού δικαίου ενώπιον των δικαστηρίων ή των δικαιοδοτικών διαιτητικών οργάνων, παρά μόνον στις παρακάτω περιπτώσεις:

  • για την προστασία των δικαιωμάτων τρίτων που έχουν στην κυριότητά τους περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας
  • σε εργατικές διαφορές
  • για χρηματικές απαιτήσεις που είναι εξασφαλισμένες με περιουσιακά στοιχεία της κυριότητας τρίτων

Τα παρακάτω μέρη μπορούν να ασκήσουν αναγνωριστικές αγωγές βάσει του άρθρου 694 του εμπορικού νόμου για την επικύρωση μιας υφιστάμενης απαίτησης που δεν επαληθεύθηκε στις διαδικασίες αφερεγγυότητας ή την προσβολή μιας επαληθευμένης απαίτησης:

  • ο οφειλέτης, εάν το δικαστήριο απορρίψει ένσταση κατά απαίτησης που έγινε δεκτή από τον διαχειριστή ή συμπεριλάβει την εν λόγω απαίτηση στον πίνακα των επαληθευμένων απαιτήσεων
  • πιστωτής με απορριφθείσα απαίτηση, εάν το δικαστήριο δεν υπεισέλθει στην εξέταση της ένστασης ή εξαιρέσει την απαίτηση από τον κατάλογο των επαληθευμένων απαιτήσεων
  • πιστωτής, εάν το δικαστήριο απορρίψει την ένστασή του κατά της παραδοχής μιας απαίτησης άλλου πιστωτή ή συμπεριλάβει απαίτηση άλλου πιστωτή στον πίνακα των επαληθευμένων απαιτήσεων.

Η αίτηση εξελέγξεως μιας απαίτησης μπορεί να κατατεθεί μέσα σε προθεσμία 14 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης στο Εμπορικό Μητρώο της απόφασης που επικυρώνει τον πίνακα των επαληθευμένων απαιτήσεων. Ο διαχειριστής πρέπει να συμμετάσχει στη διαδικασία. Η αμετάκλητη απόφαση έχει δεσμευτική ισχύ για τον οφειλέτη, τον διαχειριστή και όλους τους πιστωτές στις διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Η εγκυρότητα μιας πώλησης περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας για τη ρευστοποίησή τους προσβάλλεται με αγωγή ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, εάν το περιουσιακό στοιχείο αποκτήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε δικαίωμα να πλειοδοτήσει στον πλειστηριασμό ή εάν το τίμημα της πώλησης δεν καταβλήθηκε. Στην τελευταία περίπτωση, ο αγοραστής μπορεί να αντικρούσει την αγωγή καταβάλλοντας το οφειλόμενο ποσό, και τους δεδουλευμένους τόκους από την ημερομηνία που ανακηρύχθηκε αγοραστής του πωληθέντος περιουσιακού στοιχείου.

Όταν ένας διάδικος παύει πλέον να κατέχει ένα περιουσιακό δικαίωμα μετά από την εκποίηση ενός περιουσιακού στοιχείου για τη ρευστοποίησή του και την απόκτηση του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου και της κτήσης κυριότητας του αγοραστή, μπορεί να ζητήσει αποκατάσταση αποκλειστικά με την άσκηση αγωγής κυριότητας.

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

Η έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας αναστέλλει όλες τις δίκες και τις διαδικασίες διαιτησίας ως προς τις περιουσιακές διαφορές του αστικού ή εμπορικού δικαίου στις οποίες μετέχει ο οφειλέτης ως διάδικος, εκτός από τις εργατικές διαφορές που αφορούν τις χρηματικές απαιτήσεις του οφειλέτη. Το ανωτέρω δεν ισχύει αν, κατά την ημερομηνία έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας σε άλλη υπόθεση στην οποία ο οφειλέτης είναι εναγόμενος, το δικαστήριο έχει κάνει δεκτή την εξέταση της ένστασης του οφειλέτη κατά ενός συμψηφισμού. Οι διαδικασίες που έχουν ανασταλεί κινούνται εκ νέου, εάν η απαίτηση γίνει δεκτή στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, δηλαδή εάν περιληφθεί στον πίνακα των δικαστικά επαληθευμένων απαιτήσεων.

Οι διαδικασίες που έχουν ανασταλεί επαναλαμβάνονται με τη συμμετοχή: (1) του διαχειριστή και του πιστωτή, εάν η απαίτηση δεν περιλαμβάνεται στον πίνακα των απαιτήσεων που έχουν γίνει δεκτές από τον διαχειριστή ή στον πίνακα απαιτήσεων που έχει επικυρωθεί από το δικαστήριο ή (2) του διαχειριστή, του πιστωτή και του διαδίκου που πρόβαλε ένσταση, εάν η απαίτηση περιλαμβάνεται στον πίνακα των απαιτήσεων που έχουν γίνει δεκτές από τον διαχειριστή, ωστόσο έχει προσβληθεί η αναγγελία της στον εν λόγω πίνακα. Σε αυτή την περίπτωση, η απόφαση έχει δεσμευτική ισχύ για τον οφειλέτη, τον διαχειριστή και όλους τους πιστωτές που έχουν απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας.

Δεν αναστέλλονται οι εκκρεμείς διαδικασίες κατά του οφειλέτη για χρηματικές απαιτήσεις που είναι εξασφαλισμένες με περιουσιακά στοιχεία τρίτων.

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

Πιστωτής με απαίτηση κατά του οφειλέτη βάσει μιας εμπορικής συναλλαγής μπορεί να καταθέσει αίτηση αφερεγγυότητας και να μετάσχει στις διαδικασίες που έχουν κινηθεί με αίτηση αφερεγγυότητας που είχε κατατεθεί από άλλον πιστωτή. Στην αίτηση, ο οφειλέτης μπορεί επίσης να προτείνει ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης και να ορίσει ένα πρόσωπο που πληροί τις απαιτήσεις που αναφέρθηκαν για τους διαχειριστές και το οποίο μπορεί να διοριστεί αν το δικαστήριο διατάξει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Ο πιστωτής μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να διατάξει προληπτικά και συντηρητικά μέτρα πριν από την έκδοση απόφασης επί της αίτησης αφερεγγυότητας, εφόσον είναι αναγκαία για τη διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.

Όταν είναι πρόδηλο ότι η συνέχιση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης θα ήταν επιζήμια για την πτωχευτική περιουσία, το δικαστήριο μπορεί, με αίτημα ενός πιστωτή, να διατάξει τη διακοπή των δραστηριοτήτων, είτε από την ημερομηνία της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας είτε μεταγενέστερα, αλλά πάντως πριν από την παρέλευση της προθεσμίας εντός της οποίας πρέπει να προταθεί ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης.

Όταν τα περιουσιακά στοιχεία που διαθέτει ο οφειλέτης δεν επαρκούν για την κάλυψη των αρχικών δαπανών των διαδικασιών αφερεγγυότητας, το δικαστήριο ορίζει ένα ποσό το οποίο πρέπει να προκαταβληθεί από κάποιον πιστωτή σε συγκεκριμένη προθεσμία προκειμένου να κινηθούν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας. Εάν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν επαρκούν ή δεν έχουν προκαταβληθεί οι αρχικές δαπάνες, ο πιστωτής μπορεί να ζητήσει την εκ νέου έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας που έχουν ανασταλεί μέσα σε ένα έτος από την έκδοση της διαταγής αναστολής των διαδικασιών.

Οι πιστωτές μπορεί να προσβάλουν τις δικαστικές διαταγές και τις αποφάσεις που εκδίδονται στις διαδικασίες αφερεγγυότητας και τις πράξεις και αποφάσεις των διοικητικών οργάνων του οφειλέτη, σε περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τάσσει ο εμπορικός νόμος.

Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας οι ειδοποιήσεις εμφάνισης και οι κλητεύσεις επιδίδονται στους πιστωτές που έχουν δικονομική θέση διαδίκου στις διαδικασίες, στην αντίστοιχη διεύθυνσή τους στη Βουλγαρία. Εάν ένας πιστωτής έχει αλλάξει διεύθυνση χωρίς να ενημερώσει το δικαστήριο σχετικά, όλες οι κλητεύσεις και τα έγγραφα προσαρτώνται στον φάκελο της υπόθεσης και θεωρούνται ότι έχουν επιδοθεί νομίμως. Όποιος πιστωτής δεν έχει διεύθυνση στη Βουλγαρία και η έδρα του βρίσκεται σε άλλη χώρα, πρέπει να υποδείξει διεύθυνση επίδοσης στη Βουλγαρία. Όταν δεν υποδεικνύεται διεύθυνση επίδοσης στη Βουλγαρία, η κλήτευση δημοσιεύεται στο Εμπορικό Μητρώο. Έπειτα από την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, οι πράξεις του δικαστηρίου που δεν προσβλήθηκαν και δεν υπόκεινται σε καταχώριση στο Εμπορικό Μητρώο ή σε κοινοποίηση στους διαδίκους, σύμφωνα με τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας θεωρείται ότι κοινοποιήθηκαν στους διαδίκους με την καταχώρισή τους στο δικαστικό μητρώο. Όταν ο εμπορικός νόμος ορίζει ότι η κλήτευση επιδίδεται στους διαδίκους με δημοσίευση σχετικής ειδοποίησης στο Εμπορικό Μητρώο, η πρόσκληση, η ειδοποίηση ή η κλήτευση πρέπει να δημοσιευτεί τουλάχιστον 7 ημέρες πριν από την προγραμματισμένη ημερομηνία της συνέλευσης ή της δικασίμου.

Στην πρώτη συνέλευση των πιστωτών παρίστανται οι πιστωτές που περιλαμβάνονται στον πίνακα που έχει συντάξει ο προσωρινός διαχειριστής βάσει των λογιστικών βιβλίων του οφειλέτη και των αποσπασμάτων αυτών και προσκομίζεται στην πρώτη συνέλευση. Οι πιστωτές παρίστανται στη συνέλευση αυτοπροσώπως ή διά πληρεξουσίου που έχει εξουσιοδοτηθεί να εκπροσωπήσει τον πιστωτή με γραπτό πληρεξούσιο. Όταν ο πιστωτής είναι φυσικό πρόσωπο, η υπογραφή του παρέχοντος την εξουσιοδότηση με το πληρεξούσιο πρέπει να φέρει συμβολαιογραφική θεώρηση. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με την απόλυτη πλειοψηφία των ψήφων των πιστωτών που περιλαμβάνονται στον πίνακα, εξαιρουμένων των ψήφων των πιστωτών που επί του παρόντος συνδέονται με τον οφειλέτη, των πιστωτών που συνδέονταν με τον οφειλέτη κατά τα τρία έτη που προηγήθηκαν της έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας και των πιστωτών που απέκτησαν απαιτήσεις από τα μέρη που συνδέονταν με τον οφειλέτη κατά τα τρία έτη που προηγήθηκαν της έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Στην πρώτη συνέλευση των πιστωτών:

  • γίνεται ανάγνωση της έκθεσης που έχει συντάξει ο προσωρινός διαχειριστής
  • ορίζεται μόνιμος διαχειριστής και γίνεται εισήγηση του διορισμού στο δικαστήριο
  • εκλέγεται επιτροπή πιστωτών.

Δεν θα συγκαλείται συνέλευση πιστωτών στις παρακάτω περιπτώσεις:

  1. αν πριν από την κατάθεση της αίτησης αφερεγγυότητας, ο οφειλέτης δεν είχε υποβάλει για τρία έτη τις ετήσιες οικονομικές του εκθέσεις στο Εμπορικό Μητρώο
  2. αν ο οφειλέτης δεν εκπληρώσει την υποχρέωσή του να συνεργάζεται με τον διαχειριστή και αρνείται να παραδώσει τα λογιστικά του βιβλία ή εάν τα λογιστικά του βιβλία τηρούνταν με προδήλως μη νόμιμο τρόπο.

Σ’ αυτή την περίπτωση, ο προσωρινός διαχειριστής που διορίστηκε από το δικαστήριο εκτελεί τα καθήκοντά του μέχρι τον διορισμό ενός μόνιμου διαχειριστή από τη συνέλευση των πιστωτών, κατόπιν της δικαστικής επικύρωσης των απαιτήσεων που είχαν γίνει δεκτές από τον διαχειριστή.

Η συνέλευση των πιστωτών μπορεί να συγκληθεί από τον οφειλέτη, τον διαχειριστή, την επιτροπή των πιστωτών ή τους πιστωτές που εκπροσωπούν το ένα πέμπτο του συνόλου των επαληθευμένων απαιτήσεων. Η συνέλευση των πιστωτών διενεργείται ανεξάρτητα από τον αριθμό των πιστωτών που παρίστανται και ως πρόεδρος ενεργεί ο εισηγητής δικαστής. Για τον σκοπό της λήψης αποφάσεων, κάθε πιστωτής έχει τις ψήφους που αντιστοιχούν στην αναλογία της απαίτησής του επί του συνόλου των επαληθευμένων απαιτήσεων με δικαίωμα ψήφου που έχει χορηγηθεί από το δικαστήριο. Δικαίωμα ψήφου μπορεί επίσης να χορηγηθεί στους πιστωτές στις δίκες ή τις διαδικασίες διαιτησίες που επαναλαμβάνονται κατά του οφειλέτη ως προς τις περιουσιακές διαφορές του αστικού ή εμπορικού δικαίου, εφόσον η απαίτηση τεκμαίρεται με αδιάσειστες αποδείξεις οι πιστωτές με απορριφθείσες απαιτήσεις, που έχουν ασκήσει αναγνωριστικές αγωγές δυνάμει του άρθρου 694 του εμπορικού νόμου και οι πιστωτές με επαληθευμένες απαιτήσεις, κατά των οποίων έχει ασκηθεί αγωγή που προσβάλλει το υποστατό της απαίτησης δυνάμει του άρθρου 694 του εμπορικού νόμου. Δεν χορηγείται δικαίωμα ψήφου στους μη εξασφαλισμένους πιστωτές για νόμιμους ή συμβατικούς τόκους που καθίστανται πληρωτέοι μετά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, στους πιστωτές με δανειακές απαιτήσεις για δάνεια που χορηγήθηκαν στον οφειλέτη από εταίρο ή μέτοχο και στους πιστωτές με απαιτήσεις από χαριστική αιτία ή από δαπάνες που επιβαρύνθηκε ο πιστωτής στη διαδικασία, εκτός από τις προκαταβληθείσες δαπάνες, όταν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν επαρκούν για την κάλυψη των δαπανών που καταβλήθηκαν. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με τη συνήθη πλειοψηφία, εκτός αν άλλως ορίζεται στον εμπορικό νόμο.

Στη συνέλευση των πιστωτών:

  • γίνεται ανάγνωση της έκθεσης των δραστηριοτήτων του διαχειριστή
  • γίνεται ανάγνωση της έκθεσης της επιτροπής των πιστωτών
  • εκλέγεται ο διαχειριστής, σε περίπτωση που δεν έχει εκλεγεί
  • λαμβάνονται αποφάσεις για την απαλλαγή του διαχειριστή από τα καθήκοντά του και την αντικατάστασή του
  • ορίζεται η τρέχουσα αμοιβή, τροποποιείται η αμοιβή και καθορίζεται η τελική αμοιβή του διαχειριστή
  • εκλέγεται επιτροπή πιστωτών, σε περίπτωση που δεν έχει εκλεγεί επιτροπή, ή πραγματοποιούνται αλλαγές στη σύνθεσή της
  • προτείνεται στο δικαστήριο το ποσό της αξίωσης διατροφής που θα χορηγηθεί στον οφειλέτη και τα μέλη της οικογένειάς του
  • καθορίζεται ο τρόπος με τον οποίο θα ρευστοποιηθούν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, η μέθοδος και οι όροι αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων, η επιλογή των εκτιμητών και η αμοιβή τους.

Εάν η συνέλευση των πιστωτών δεν μπορεί να αποφασίσει για τον διορισμό διαχειριστή, ο διορισμός πραγματοποιείται από το δικαστήριο και εάν η συνέλευση δεν μπορεί να αποφασίσει για τον τρόπο και τους κανόνες ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, την απόφαση λαμβάνει ο διαχειριστής. Το δικαστήριο απαλλάσσει τον διαχειριστή από τα καθήκοντά του με αίτημα των πιστωτών με απαιτήσεις που υπερβαίνουν το μισό των συνολικών απαιτήσεων. Το δικαστήριο, επί αιτήματος πιστωτή, μπορεί να απαλλάξει οποτεδήποτε τον διαχειριστή από τα καθήκοντά του, εάν δεν εκτελεί τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί ή ενεργεί με τρόπο που παραβλάπτει τα συμφέροντα του πιστωτή ή του οφειλέτη.

Η συνέλευση των πιστωτών μπορεί να λάβει απόφαση για τον διορισμό ενός εποπτικού οργάνου με εξουσία άσκησης ελέγχου επί των δραστηριοτήτων του οφειλέτη για την περίοδο ισχύος του σχεδίου αναδιοργάνωσης ή για συντομότερη περίοδο, ακόμη κι όταν αυτό δεν προβλέπεται ρητά στο σχέδιο αναδιοργάνωσης.

Με τη συμφωνία της συνέλευσης των πιστωτών, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει στον διαχειριστή την πώληση της προσωπικής περιουσίας του οφειλέτη πριν από την έγκριση της ρευστοποίησης της πτωχευτικής περιουσίας, σύμφωνα με τη γενική διαδικασία, εάν το κόστος της αποθήκευσης της εν λόγω προσωπικής περιουσίας υπερβαίνει την αξία της ρευστοποιημένης περιουσίας έως ότου διαταχθεί η εν λόγω ρευστοποίηση. Τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία μπορεί να πωληθούν με συμφωνία της συνέλευσης των πιστωτών, εφόσον είναι απαραίτητο για την κάλυψη των εξόδων των διαδικασιών αφερεγγυότητας και εάν κανένας πιστωτής δεν έχει συμφωνήσει να προκαταβάλει τις δαπάνες αφότου προσκλήθηκε σχετικά.

Με πρόταση του διαχειριστή και σύμφωνα με την απόφαση που ελήφθη στη συνέλευση των πιστωτών, το πτωχευτικό δικαστήριο επιτρέπει την πώληση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη με άμεση διαπραγμάτευση ή μέσω μεσολαβητή, στην περίπτωση που η προσωπική περιουσία και τα περιουσιακά δικαιώματα, που τέθηκαν προς πώληση στο σύνολό τους, ως ξεχωριστά τμήματα ή μεμονωμένα στοιχεία και δικαιώματα, δεν πωλήθηκαν λόγω έλλειψης αγοραστών ή αποχώρησης αγοραστή.

Οι αποφάσεις της συνέλευσης των πιστωτών δεσμεύουν όλους τους πιστωτές, περιλαμβανομένων όσων δεν παρίσταντο στη συνέλευση. Με αίτημα του πιστωτή, το δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών, εάν είναι παράνομη ή ιδιαίτερα επιζήμια για τα συμφέροντα μέρους των πιστωτών.

Η συνέλευση των πιστωτών μπορεί να εκλέξει επιτροπή πιστωτών που απαρτίζεται από τουλάχιστον τρία έως εννέα μέλη κατ’ ανώτατο όριο. Η επιτροπή των πιστωτών πρέπει να απαρτίζεται από μέλη που εκπροσωπούν τους ενέγγυους και μη εξασφαλισμένους πιστωτές, με εξαίρεση όσους αναφέρονται στο άρθρο 616 παράγραφος 2 του εμπορικού νόμου (οι πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις ικανοποιούνται μετά την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων όλων των υπόλοιπων πιστωτών). Η επιτροπή των πιστωτών επικουρεί και εποπτεύει τις πράξεις του διαχειριστή ως προς τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, διενεργεί ελέγχους επί των εμπορικών αρχείων του οφειλέτη και των διαθέσιμων ταμειακών διαθεσίμων, εκφέρει τη γνώμη του για τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας της επιχείρησης του οφειλέτη και την αμοιβή του προσωρινού και του αυτεπαγγέλτως διοριζόμενου διαχειριστή, τις πράξεις που αφορούν τη ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας και την ευθύνη του διαχειριστή σε άλλες περιπτώσεις. Τα μέλη της επιτροπής των πιστωτών δικαιούνται αποζημίωση για λογαριασμό των πιστωτών ποσού που καθορίζεται κατά τον χρόνο της εκλογής τους.

Ο διαχειριστής δεν μπορεί με οποιονδήποτε τρόπο να αποκτά, άμεσα ή μέσω άλλου προσώπου, προσωπική περιουσία ή περιουσιακά δικαιώματα από την πτωχευτική περιουσία. Ο εν λόγω περιορισμός ισχύει για τον σύζυγο του διαχειριστή, τους συγγενείς σε ευθεία γραμμή, και τους συγγενείς τους σε πλάγια γραμμή έως τον έκτο βαθμό και με συγγένεια έως τρίτου βαθμού.

Οι αστικές δίκες και οι διαδικασίες διαιτησίας ως προς τις περιουσιακές διαφορές του αστικού και εμπορικού δικαίου στις οποίες ο οφειλέτης είναι διάδικος, επαναλαμβάνονται και συνεχίζονται με τη συμμετοχή του διαχειριστή και του πιστωτή, εάν η απαίτηση δεν περιλαμβάνεται στον πίνακα των απαιτήσεων που έχουν γίνει δεκτές από τον διαχειριστή ή στον πίνακα των επαληθευμένων απαιτήσεων από το δικαστήριο ή τον διαχειριστή, τον πιστωτή και τον διάδικο που είχε προβάλει την ένσταση, εάν η απαίτηση περιλαμβάνεται στον πίνακα των απαιτήσεων που έχουν γίνει δεκτές από τον διαχειριστή αλλά έχει αμφισβητηθεί η ένταξή της στον πίνακα.

Το πτωχευτικό δικαστήριο, επί αιτήματος του πιστωτή, μπορεί να κάνει δεκτά τα συντηρητικά μέτρα που ορίζει ο νόμος για την εξασφάλιση των διαθέσιμων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.

Ο πιστωτής μπορεί να συμψηφίσει οφειλή του έναντι του οφειλέτη, εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 645 του εμπορικού νόμου. Για να αυξηθεί το μέγεθος της πτωχευτικής περιουσίας, ο διαχειριστής μπορεί να καταθέσει αγωγή δυνάμει των άρθρων 645, 646 και 647 του εμπορικού νόμου και του άρθρου 135 του νόμου περί ενοχών και συμβάσεων ως προς τις διαδικασίες αφερεγγυότητας και να ασκήσει αγωγές με αίτημα την εκτέλεση ως προς τις εν λόγω απαιτήσεις. Εάν η αγωγή έχει κατατεθεί από πιστωτή, δεν επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης αγωγής ως προς την ίδια απαίτηση. Ωστόσο, ο δεύτερος πιστωτής μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να καταστεί ομόδικος ενάγων πριν από την πρώτη δικάσιμο.

Ο πιστωτής μπορεί να ζητήσει από τον διαχειριστή να προσκομίσει το αρχείο και την έκθεση προς διαβούλευση, και να συντάξει ειδική έκθεση για τα ζητήματα ενδιαφέροντος που δεν περιλήφθηκαν στην έκθεση της εκάστοτε περιόδου. Ο πιστωτής μπορεί να προβάλει ένσταση κατά της γραπτής έκθεσης του διαχειριστή ως προς την ανάκλησή του μέσα σε 7 ημέρες από την ημερομηνία που προσκομίζεται η έκθεση.

Οι πιστωτές μπορεί να προβάλουν γραπτώς τις απαιτήσεις τους ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου. Μπορεί να υποβάλουν γραπτές ενστάσεις ενώπιον του δικαστηρίου κατά απαιτήσεων, που έχουν γίνει δεκτές ή όχι από τον διαχειριστή, μέσα σε 7 ημέρες από την ημερομηνία δημοσίευσης του πίνακα στο Εμπορικό Μητρώο και να ασκήσουν αναγνωριστικές αγωγές δυνάμει του άρθρου 694 του εμπορικού νόμου μέσα σε 14 ημέρες από την ημερομηνία δημοσίευσης στο Εμπορικό Μητρώο της απόφασης που επικυρώνει τον πίνακα.

Οι πιστωτές μπορεί να προβάλουν γραπτώς τις απαιτήσεις τους ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου. Μπορεί να υποβάλουν γραπτές ενστάσεις ενώπιον του δικαστηρίου κατά των απαιτήσεων, που έχουν γίνει δεκτές ή όχι από τον διαχειριστή, μέσα σε 7 ημέρες από την ημερομηνία δημοσίευσης του πίνακα στο Εμπορικό Μητρώο και στη συνέχεια να ασκήσουν αναγνωριστικές αγωγές με αίτημα την εξέλεγξη των απορριφθεισών απαιτήσεων ή των προσβολή του υποστατού των επαληθευμένων απαιτήσεων μέσα σε 7 ημέρες από την ημερομηνία δημοσίευσης στο Εμπορικό Μητρώο της απόφασης που επικυρώνει τον πίνακα.

Σχέδιο αναδιοργάνωσης μπορούν να προτείνουν οι πιστωτές που έχουν τουλάχιστον το ένα τρίτο του συνόλου των ενέγγυων απαιτήσεων και οι πιστωτές που έχουν τουλάχιστον το ένα τρίτο των μη εξασφαλισμένων απαιτήσεων, με εξαίρεση τους πιστωτές: που έχουν απαιτήσεις από νόμιμους ή συμβατικούς τόκους ή μη εξασφαλισμένες οφειλές, οι οποίες κατέστησαν ληξιπρόθεσμες μετά από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας με απαιτήσεις από δάνεια που χορήγησε στον οφειλέτη ένας επιχειρηματικός εταίρος ή μέτοχος με απαιτήσεις από δωρεές και τις δαπάνες που επιβαρύνθηκε ο πιστωτής στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, εκτός από τις προκαταβληθείσες δαπάνες, σε περίπτωση που τα περιουσιακά δικαιώματα του οφειλέτη δεν επαρκούν για την κάλυψή τους.

Ο πιστωτής με επαληθευμένη απαίτηση ή δικαστικά αναγνωρισμένο δικαίωμα ψήφου μπορεί να προτείνει και να ψηφίσει (ακόμη και μη παριστάμενος, με συμβολαιογραφικά θεωρημένη επιστολή που φέρει την υπογραφή του) ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης για τους φορείς εκμετάλλευσης της αφερέγγυας επιχείρησης του οφειλέτη. Οι πιστωτές, περιλαμβανομένων όσων οι απαιτήσεις έχουν απορριφθεί και για τις οποίες έχει ασκηθεί αναγνωριστική αγωγή δυνάμει του άρθρου 694 του εμπορικού νόμου, μπορεί να προβάλουν ένσταση κατά του εγκριθέντος σχεδίου μέσα σε 7 ημέρες από την ημερομηνία έγκρισης του σχεδίου.

Σε περίπτωση μη εκτέλεσης εκ μέρους του οφειλέτη των υποχρεώσεων που υπέχει βάσει του σχεδίου, οι πιστωτές με ποσοστό τουλάχιστον 15 τοις εκατό του συνόλου των απαιτήσεων που ρευστοποιήθηκαν σύμφωνα με το σχέδιο, μπορεί να ζητήσουν την εκ νέου έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Ο πιστωτής μπορεί να καταθέσει γραπτώς ένσταση κατά του πίνακα διανομής και στη συνέχεια να προσφύγει κατά της δικαστικής απόφασης περί επικύρωσης του πίνακα.

Εάν ο οφειλέτης αθετήσει εξωδικαστική συμφωνία που συνήφθη με τους πιστωτές βάσει του άρθρου 740 του εμπορικού νόμου, οι πιστωτές με ποσοστό τουλάχιστον 15 τοις εκατό του συνόλου των απαιτήσεων μπορεί να ζητήσουν από το δικαστήριο την εκ νέου έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Ο οφειλέτης ή ένας πιστωτής με απαίτηση που έχει επαληθευθεί ή επικυρωθεί με αγωγή μπορεί να ζητήσει την εκ νέου έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας που έχουν ανασταλεί, μέσα σε ένα έτος από την ημερομηνία έκδοσης της δικαστικής διαταγής για την αναστολή των διαδικασιών, εάν κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου αποδεσμεύτηκαν τα ποσά που παρακρατούνταν για τις αμφισβητούμενες απαιτήσεις ή ανακαλύφθηκαν περιουσιακά στοιχεία που ήταν άγνωστα κατά τη διάρκεια των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Μέσα σε προθεσμία ενός μήνα από την ημερομηνία δημοσίευσης στο Εμπορικό Μητρώο της αίτησης του οφειλέτη για επαναφορά στην προτέρα κατάσταση, κάθε οφειλέτης με απαίτηση που έχει επαληθευθεί ή επικυρωθεί με αγωγή ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων μπορεί να καταθέσει ένσταση κατ’ αυτής.

Επί αιτήματος πιστωτή, το βουλγαρικό δικαστήριο μπορεί να εισαγάγει δευτερεύουσες διαδικασίες αφερεγγυότητας κατά ενός εμπόρου που έχει κηρυχθεί αφερέγγυος από αλλοδαπό δικαστήριο, εάν ο έμπορος κατέχει σημαντικά περιουσιακά στοιχεία στη Βουλγαρία. Ο πιστωτής που έχει πληρωθεί εν μέρει στην κύρια διαδικασία, συμμετέχει στη διανομή των περιουσιακών στοιχείων στη δευτερεύουσα διαδικασία, εάν το μερίδιο που θα λάμβανε υπερβαίνει το ποσό που θα διανεμηθεί στους λοιπούς πιστωτές στο πλαίσιο της δευτερεύουσας διαδικασίας.

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

Ο διαχειριστής έχει τις παρακάτω εξουσίες: να διεξάγει έρευνες και να επαληθεύει τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στον οφειλέτη να συμμετέχει στις αγωγές που στρέφονται κατά του οφειλέτη ή να καταθέτει αγωγές για λογαριασμό του οφειλέτη στις περιπτώσεις που προβλέπονται στον νόμο, να ζητά τη λύση ή ακύρωση των συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης είναι συμβαλλόμενο μέρος να εισπράττει τα χρηματικά ποσά που οφείλονται στον οφειλέτη και να τα καταθέτει σε ειδικό λογαριασμό με την άδεια του δικαστηρίου, να διαθέτει τα χρηματικά ποσά του οφειλέτη που είναι κατατεθειμένα σε τραπεζικούς λογαριασμούς, όταν αυτό απαιτείται για τη διαχείριση και διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και να ρευστοποιεί τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία.

Ο διαχειριστής πωλεί την προσωπική περιουσία και τα περιουσιακά δικαιώματα που περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία στο σύνολό τους, ξεχωριστά ή ως μεμονωμένα στοιχεία και δικαιώματα μετά τη λήψη άδειας από το δικαστήριο και σύμφωνα με την απόφαση που ελήφθη στη συνέλευση των πιστωτών. Όταν δεν έχει ληφθεί σχετική απόφαση, ο τρόπος και η διαδικασία ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων και οι κανόνες εκτίμησής τους από τους επιλεγμένους εκτιμητές αποφασίζονται από τον διαχειριστή.

Ο διαχειριστής συντάσσει ειδοποίηση για την πώληση, η οποία περιέχει πληροφορίες για τον οφειλέτη, περιγραφή του πωλούμενου περιουσιακού στοιχείου, τους κανόνες και τη διαδικασία της πώλησης, την ημερομηνία, την ώρα και τον τόπο της πώλησης, τον καταληκτικό χρόνο υποβολής προσφορών κατά την εν λόγω ημέρα και εκτίμηση της αξίας του πωλούμενου περιουσιακού στοιχείου. Ο διαχειριστής αναρτά την ειδοποίηση σε περίοπτη θέση στο δημοτικό κατάστημα του τόπου όπου βρίσκεται η έδρα της επιχείρησης του οφειλέτη και στην έδρα του οφειλέτη τουλάχιστον 14 ημέρες πριν από την ημερομηνία της πώλησης που μνημονεύεται στην ειδοποίηση. Επιπλέον, ο διαχειριστής συντάσσει αναλυτικό πρωτόκολλο με τις παραπάνω πράξεις και μεριμνά για τη δημοσίευσή του σε ειδικό δελτίο του Υπουργείου Οικονομίας 14 ημέρες πριν από την ημερομηνία της πώλησης που προσδιορίζεται στην ειδοποίηση.

Η πώληση διενεργείται στο γραφείο του διαχειριστή ή στην έδρα της επιχείρησης του οφειλέτη κατά την ημερομηνία που προσδιορίζεται στην ειδοποίηση. Οι πλειοδότες που επιθυμούν να συμμετάσχουν στην πώληση πρέπει να καταθέσουν ως προκαταβολή εγγυοδοσία, ίση με ποσοστό 10 τοις εκατό της εκτιμηθείσας αξίας. Κάθε πλειοδότης πρέπει να υποδείξει το προσφερόμενο τίμημα, αριθμητικά και ολογράφως, μαζί με το αποδεικτικό της κατάθεσης, μέσα σε σφραγισμένο φάκελο. Οι προσφορές υποβάλλονται στον διαχειριστή κατά την ημέρα της πώλησης έως την ταχθείσα προθεσμία και καταχωρίζονται με τη σειρά που παραλήφθηκαν σε ειδικό μητρώο. Μόλις παρέλθει η ταχθείσα προθεσμία, ο διαχειριστής ανακοινώνει τις προσφορές που ελήφθησαν ενώπιον των παριστάμενων πλειοδοτών και συντάσσει ένα ειδικό αρχείο των διαδικασιών. Είναι άκυρες οι προσφορές που υποβάλλονται από μη επιλέξιμους πλειοδότες και όσες είναι χαμηλότερου τιμήματος από το εκτιμηθέν, εφόσον υπάρχουν. Το ακίνητο πωλείται στον υπερθεματιστή. Εάν το υψηλότερο τίμημα είχε προσφερθεί από περισσότερους από έναν πλειοδότες, ο αγοραστής καθορίζεται με πλειστηριασμό, τον οποίο διενεργεί αμελλητί ο διαχειριστής ενώπιον των παριστάμενων πλειοδοτών. Ο υπερθεματιστής καταχωρίζεται στο πρακτικό που συντάσσει ο διαχειριστής, το οποίο στη συνέχεια υπογράφεται από τον διαχειριστή και όλους τους πλειοδότες. Ο αγοραστής πρέπει να καταβάλει το τίμημα, κατόπιν αφαίρεσης της εγγυοδοσίας ποσοστού 10 που είχε κατατεθεί ως προκαταβολή, μέσα σε 7 ημέρες από την ημερομηνία της πώλησης. Όταν ο αγοραστής είναι πιστωτής με επαληθευμένη απαίτηση ή ενέγγυος πιστωτής, ο διαχειριστής συντάσσει έναν λογαριασμό διανομής, στον οποίο αναγράφει το τμήμα του τιμήματος που θα καταβληθεί από τον αγοραστή και θα παρακρατηθεί για την ικανοποίηση των απαιτήσεων άλλων πιστωτών καθώς και το τμήμα του τιμήματος που θα συμψηφιστεί με την απαίτηση του πιστωτή. Σε αυτή την περίπτωση, ο αγοραστής πρέπει να καταβάλει τα ποσά που πρέπει να παρακρατηθούν για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των υπόλοιπων πιστωτών, με τον τρόπο που ορίζει ο λογαριασμός διανομής, μέσα σε 7 ημέρες από την ημερομηνία της έναρξης ισχύος του λογαριασμού ή, εάν δεν υπάρχουν άλλοι πιστωτές, την επιπλέον διαφορά του τιμήματος από την απαίτηση. Εάν το τίμημα (εκπλειστηρίασμα) δεν καταβληθεί μέσα σε 7 ημέρες, ο διαχειριστής προσφέρει το περιουσιακό στοιχείο στον πλειοδότη που προσέφερε το δεύτερο υψηλότερο τίμημα, εκτός αν αυτός έχει αποσύρει την εγγυοδοσία του. Με τη συναίνεση του εν λόγω πλειοδότη, ο διαχειριστής τον ανακηρύσσει αγοραστή. Ο διαχειριστής επαναλαμβάνει τη διαδικασία, εάν είναι αναγκαίο, έως ότου προσφερθεί το περιουσιακό στοιχείο σε όλους τους πλειοδότες που προσέφεραν τίμημα τουλάχιστον ίσο με το εκτιμηθέν.

Εάν δεν υπάρχουν πλειοδότες ή δεν έχουν ληφθεί έγκυρες προσφορές ή ο αγοραστής δεν καταβάλει το τίμημα, δημοσιεύεται νέα ειδοποίηση πώλησης και οργανώνεται νέος πλειστηριασμός με ανοικτή υποβολή προσφορών και τιμή πρώτης προσφοράς ίση με ποσοστό 80 τοις εκατό του εκτιμηθέντος. Οι προσφορές καταχωρίζονται στον πίνακα προσφορών, ενώ η βάση προσφορών καθορίζεται από τον διαχειριστή και αναγράφεται στην ειδοποίηση.

Εάν ο ανακηρυχθείς αγοραστής καταβάλει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό, το δικαστήριο διατάσσει τη μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή την ημέρα μετά την πληρωμή. Οι λοιποί πλειοδότες στον πλειστηριασμό και ο οφειλέτης μπορεί να προσβάλουν τη διαταγή ενώπιον του εφετείου. Εάν η διαταγή περί μεταβίβασης της κυριότητας ακυρωθεί ή η πώληση κηρυχθεί άκυρη, διοργανώνεται άλλος πλειστηριασμός μετά τη δημοσίευση νέας ειδοποίησης.

Ο αγοραστής αποκτά την κυριότητα του περιουσιακού δικαιώματος από τον διαχειριστή βάσει μιας ισχύουσας διαταγής μεταβίβασης κυριότητας και μιας απόδειξης που βεβαιώνει την πληρωμή των αναγκαίων τελών μεταβίβασης. Τον κίνδυνο της απώλειας του περιουσιακού δικαιώματος φέρει ο αγοραστής και οι δαπάνες διατήρησης αυτού έως τη μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή καλύπτονται από την πτωχευτική περιουσία.

Όταν έχουν κινηθεί διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης κατά περιουσιακού δικαιώματος συγκυρίων ως προς οφειλή μέρους των ιδιοκτητών, προσκομίζεται περιγραφή του συνολικού περιουσιακού δικαιώματος αλλά πωλείται μόνον το ενοχικό δικαίωμα του οφειλέτη. Το περιουσιακό στοιχείο μπορεί να πωληθεί στο σύνολό του με τη γραπτή συναίνεση των υπόλοιπων συγκυρίων.

Σε περίπτωση πώλησης του περιουσιακού στοιχείου που ο οφειλέτης έχει υποθηκεύσει ή ενεχυράσει για να εξασφαλίσει την οφειλή άλλου συμβαλλόμενου ή το οποίο είχε αποκτήσει βεβαρημένο με υποθήκη ή ενέχυρο, ο διαχειριστής αποστέλλει ειδοποίηση στον ενέγγυο πιστωτή ενημερώνοντας τον για τον χρόνο της πώλησης. Καταρτίζεται ένας χωριστός λογαριασμός διανομής στον οποίο αναγράφονται τα ποσά που πρέπει να καταβληθούν στον ενέγγυο πιστωτή από την πώληση του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου. Ο διαχειριστής παρακρατά το ποσό που πρέπει να πληρωθεί στον ενέγγυο πιστωτή βάσει του εν λόγω λογαριασμού διανομής και τον παραδίδει με προσκόμιση ενός εκτελεστού τίτλου ως προς την οφειλή ή ενός πιστοποιητικού περί της επαλήθευσης της απαίτησης στις διαδικασίες αφερεγγυότητας. Ο διαχειριστής παρακρατά το ποσό που πρέπει να καταβληθεί σε έναν ενέγγυο πιστωτή με απαίτηση από ενεχυρασμένη οφειλή, με την προσκόμιση ενός πιστοποιητικού του μητρώου που να βεβαιώνει την καταχώριση του ενεχύρου και μιας συμβολαιογραφικής δήλωση που φέρει την υπογραφή του πιστωτή και βεβαιώνει το τρέχον ποσό του εξασφαλισμένου δανείου.

Με πρόταση του διαχειριστή και σύμφωνα με την απόφαση που ελήφθη στη συνέλευση των πιστωτών, το πτωχευτικό δικαστήριο επιτρέπει την πώληση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη με άμεση διαπραγμάτευση ή μέσω μεσολαβητή, στην περίπτωση που η προσωπική περιουσία και τα περιουσιακά δικαιώματα, που τέθηκαν προς πώληση στο σύνολό τους, ως ξεχωριστά τμήματα ή μεμονωμένα στοιχεία και δικαιώματα, δεν πωλήθηκαν λόγω έλλειψης αγοραστών ή αποχώρησης αγοραστή. Το τίμημα της πώλησης δεν μπορεί να υπολείπεται ποσοστού 80 τοις εκατό της εκτίμησης. Αρχικά πρέπει να γίνει προσφορά εξαγοράς των μετοχών του οφειλέτη σε άλλες εταιρίες από τους λοιπούς εταίρους. Εάν η προσφορά δεν γίνει δεκτή σε περίοδο ενός μήνα, οι μετοχές πωλούνται. Σε αυτή την περίπτωση το τίμημα απόκτησης των μετοχών πρέπει να καταβληθεί σε περίοδο που δεν υπερβαίνει τους 60 μήνες από την ημερομηνία επιλογής του αγοραστή και σύναψης μιας σύμβασης μετά την πλήρη εξόφληση του τιμήματος.

Εάν παραμένουν μισθωμένα στους εργαζόμενους του οφειλέτη αστικά ακίνητα που του ανήκουν, κατά την ημερομηνία που η συνέλευση των πιστωτών αποφασίζει τους κανόνες και τη διαδικασία της ρευστοποίησής τους, ο διαχειριστής πρέπει πρώτα να προσφέρει προς πώληση τα εν λόγω ακίνητα στους εργαζόμενους ή σε άλλα πρόσωπα με απαιτήσεις από τις εργασιακές τους σχέσεις με τον οφειλέτη, εκτός αν εκκρεμούν δίκες ως προς τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία. Ο διαχειριστής αποστέλλει γραπτή πρόσκληση σε κάθε πρόσωπο, η οποία περιέχει περιγραφή του περιουσιακού στοιχείου, την αποτίμησή του, την προθεσμία πληρωμής, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 30 ημερών και μεγαλύτερη των 60, και τον τραπεζικό λογαριασμό στον οποίο πρέπει να κατατεθεί το χρηματικό ποσό. Οι διάδικοι πρέπει να ανταποκριθούν στην ειδοποίηση μέσα σε 14 ημέρες και ενημερώνουν τον διαχειριστή για το αν επιθυμούν να αγοράσουν το περιουσιακό στοιχείο έναντι τιμήματος που ισούται με αυτό της εκτίμησης εντός της καθορισμένης προθεσμίας. Με την καταβολή του τιμήματος, οι εργαζόμενοι μπορεί να συμψηφίσουν τις απαιτήσεις του ως προς τους μη καταβληθέντες μισθούς που τους οφείλει ο οφειλέτης. Η σύμβαση πώλησης καταρτίζεται με συμβολαιογραφική πράξη που υπογράφεται από τον διαχειριστή, ο οποίος ενεργεί ως πωλητής. Οι δαπάνες της πώλησης βαρύνουν τον πωλητή.

Ο διαχειριστής απαιτεί να του παραδοθεί ένα ενεχυρασμένο στοιχείο της προσωπικής περιουσίας ενός πιστωτή ή τρίτου και το πωλεί σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο Κεφάλαιο σαράντα έξι του εμπορικού νόμου, εκτός αν ο νόμος επιτρέπει τη διοργάνωση της πώλησης από τον πιστωτή χωρίς δικαστική παρέμβαση.

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας μπορούν να προβληθούν οι παρακάτω απαιτήσεις:

  • οι απαιτήσεις που αφορούν ενεχυρασμένες ή υποθηκευμένες οφειλές ή απαιτήσεις για οφειλές που έχουν κατασχεθεί ή επισχεθεί, και έχουν συσταθεί σύμφωνα με τον νόμο περί εμπράγματων βαρών
  • οι απαιτήσεις ως προς τις οποίες ασκείται το δικαίωμα που παρέχεται με το ενέχυρο
  • οι δαπάνες που έχουν προκύψει στις διαδικασίες αφερεγγυότητας (το τέλος χαρτοσήμου που πρέπει να πληρωθεί με την κατάθεση και κάθε άλλη δαπάνη έως την έναρξη ισχύος της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας η αμοιβή του διαχειριστή οι απαιτήσεις των εργαζόμενων όταν η επιχείρηση του οφειλέτη συνεχίζει την επιχειρηματική της δραστηριότητα οι δαπάνες αύξησης, διαχείρισης, εκτίμησης και διανομής της πτωχευτικής περιουσίας και οι αξιώσεις διατροφής υπέρ του οφειλέτη και της οικογένειάς του)
  • οι απαιτήσεις που απορρέουν από τις ήδη υφιστάμενες συμβάσεις εργασίες πριν από την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  • η νόμιμη αποζημίωση που πρέπει να καταβάλει ο οφειλέτης σε τρίτους
  • οι οφειλές του δημοσίου δικαίου προς την κεντρική διοίκηση ή την τοπική αυτοδιοίκηση, περιλαμβανομένων ενδεικτικά όσων απορρέουν από φόρους, τελωνειακούς δασμούς, τέλη και υποχρεωτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, εάν έχουν προκύψει πριν από την ημερομηνία έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  • οι απαιτήσεις που προέκυψαν μετά την κήρυξη της αφερεγγυότητας και δεν καταβλήθηκαν κατά την αντίστοιχη ημερομηνία πληρωμής
  • κάθε εναπομένουσα μη εξασφαλισμένη απαίτηση που είχε προκύψει πριν από την κήρυξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  • ο νόμιμος ή συμβατικός τόκος επί των μη εξασφαλισμένων οφειλών που οφείλεται μετά την ημερομηνία έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  • τα δάνεια που χορήγησε στον οφειλέτη ένας επιχειρηματικός εταίρος ή μέτοχος
  • οι δωρεές
  • οι δαπάνες των πιστωτών σε συνάρτηση με τις διαδικασίες αφερεγγυότητας, εκτός από τις δαπάνες του άρθρου 629β του εμπορικού νόμου (προκαταβληθείσες αρχικές δαπάνες της δίκης).

Οι πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις προέκυψαν μετά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας λαμβάνουν την πληρωμή που τους αναλογεί κατά την ημερομηνία της πληρωμής, και εάν δεν λάβουν πληρωμή, οι απαιτήσεις τους ικανοποιούνται σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 722 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου.

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

Οι πιστωτές πρέπει να αναγγείλουν γραπτώς τις απαιτήσεις τους στο πτωχευτικό δικαστήριο μέσα σε έναν μήνα από τη δημοσίευση στο Εμπορικό Μητρώο της απόφασης που διατάσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, με μνεία των λόγων και του ποσού της απαίτησης, των προνομίων και των εμπράγματων εξασφαλίσεων και μιας διεύθυνσης επίδοσης, και προσκομίζοντας γραπτές αποδείξεις.

Το αργότερο σε 7 ημέρες μετά την παρέλευση της προθεσμίας του ενός μήνα, ο διαχειριστής συντάσσει:

  • έναν πίνακα των απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν, και οι οποίες κατατάσσονται ανάλογα με τη σειρά που παρελήφθησαν, με μνεία των λόγων και του ποσού της απαίτησης, των προνομίων και των εμπράγματων ασφαλειών και την ημερομηνία της κατάθεσης
  • έναν πίνακα με τις απαιτήσεις που αυτοδικαίως υπόκεινται σε ένταξη στον πίνακα από τον διαχειριστή, ιδίως: οι απαιτήσεις των εργαζομένων από τις εργασιακές σχέσεις με τον οφειλέτη και οι οφειλές προς το δημόσιο, οι οποίες εκτιμώνται και προσδιορίζονται σε απόφαση που έχει αρχίσει να παράγει έννομα αποτελέσματα
  • έναν πίνακα με τις απορριφθείσες απαιτήσεις που αναγγέλθηκαν.

Οι απαιτήσεις που αναγγέλθηκαν μετά την προθεσμία του ενός μήνα από την καταχώριση της απόφασης στο Εμπορικό Μητρώο, και πάντως δύο μήνες μετά την ημερομηνία παρέλευσης της παραπάνω προθεσμίας, προστίθενται στον πίνακα των αναγγελθεισών απαιτήσεων και επαληθεύονται σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει ο νόμος. Μετά την παρέλευση της δεύτερης προθεσμίας δεν μπορούν να αναγγελθούν απαιτήσεις ως προς τις οφειλές που είχαν προκύψει πριν από την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Με την εκ νέου έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας που είχαν ανασταλεί, η προθεσμία αναγγελίας των απαιτήσεων ξεκινά από τη δημοσίευση της απόφασης δυνάμει του άρθρου 632 παράγραφος 2 του εμπορικού νόμου (απόφαση επανάληψης των διαδικασιών αφερεγγυότητας που είχαν ανασταλεί).

Οι απαιτήσεις που αφορούν οφειλή που δεν διευθετήθηκε κατά την ημερομηνία πληρωμής της και η οποία προέκυψε μετά την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας αλλά πριν από την επικύρωση ενός σχεδίου αναδιοργάνωσης αναγγέλλονται σύμφωνα με την ίδια διαδικασία και προστίθενται σε έναν πρόσθετο πίνακα που συντάσσεται από τον διαχειριστή.

Ο διαχειριστής μεριμνά για την ταχεία δημοσίευση των πινάκων στο Εμπορικό Μητρώο και τους καθιστά διαθέσιμους στους πιστωτές και τους οφειλέτες στο δικαστικό μητρώο.

Ο οφειλέτης, καθώς και οποιοσδήποτε πιστωτής, μπορεί να καταθέσει γραπτώς ένσταση ενώπιον του δικαστηρίου, κατά μιας επαληθευμένης ή απορριφθείσας απαίτησης μέσα σε 7 ημέρες από την ημερομηνία δημοσίευσης του πίνακα στο Εμπορικό Μητρώο, αποστέλλοντας αντίγραφο στον διαχειριστή. Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί απαίτηση που έχει επαληθευθεί με απόφαση η οποία αναπτύσσει εγκύρως τα αποτελέσματά της και εκδόθηκε μετά την έκδοση της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας στις οποίες συμμετείχε ο διαχειριστής.

Εάν δεν προβληθούν ενστάσεις κατά των πινάκων, το δικαστήριο επικυρώνει τον πίνακα των επαληθευμένων απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν αυτοδικαίως, σε συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών αμέσως μετά την παρέλευση της περιόδου των επτά ημερών. Εάν κατατεθούν ενστάσεις κατά των πινάκων, η σύνθεση του δικαστηρίου τις εξετάζει σε δημόσια δικάσιμο, μετά από κλήτευση του διαχειριστή, του οφειλέτη, του πιστωτή με την αμφισβητούμενη επαληθευμένη ή απορριφθείσα απαίτηση και του πιστωτή που πρόβαλε ένσταση κατά της απαίτησης. Όταν είναι εφικτό, όλες οι ενστάσεις εκδικάζονται σε μία και μόνη δικάσιμο. Όταν μια ένσταση θεωρείται βάσιμη, το δικαστήριο επικυρώνει τον πίνακα, έχοντας προβεί στην αναγκαία τροποποίηση. Σε αντίθετη περίπτωση, το δικαστήριο απορρίπτει τις ενστάσεις μέσα σε 14 ημέρες από την ημερομηνία της δικασίμου. Η δικαστική απόφαση περί επικύρωσης του πίνακα δημοσιεύεται στο Εμπορικό Μητρώο και δεν υπόκειται σε έφεση.

Ο πιστωτής που ανήγγειλε απαίτηση μετά από προθεσμία ενός μήνα από την καταχώριση της απόφασης στο Εμπορικό Μητρώο, και πάντως δύο μήνες από την ημερομηνία παρέλευσης της εν λόγω προθεσμίας, δεν μπορεί να προσβάλει την επαληθευμένη ή απορριφθείσα απαίτηση ή να ζητήσει τη διευθέτηση της οφειλής από την εναπομένουσα πτωχευτική περιουσία, σε περίπτωση ρευστοποίησης της πτωχευτικής περιουσίας.

Οι μεταγενέστερα αναγγελθείσες απαιτήσεις που έγιναν δεκτές σύμφωνα με τη νόμιμη διαδικασία προστίθενται στον πίνακα που επικυρώνεται από το δικαστήριο.

Ο πιστωτής ή ο οφειλέτης που κατέθεσε απορριφθείσα ένσταση κατά του πίνακα που συνέταξε ο διαχειριστής και ένας πιστωτής με απαίτηση που εξαιρέθηκε από τον πίνακα των επαληθευμένων απαιτήσεων ή ένας πιστωτής και ο οφειλέτης για απαίτηση που προστέθηκε στον πίνακα των επαληθευμένων απαιτήσεων κατόπιν παραδεκτής ένστασης, μπορούν να καταθέσουν αίτηση δυνάμει του άρθρου 694 του εμπορικού νόμου με αίτημα την εξέλεγξη απορρριφθείσας απαίτησης ή την ακύρωση επαληθευμένης απαίτησης μέσα σε 7 ημέρες από την ημερομηνία δημοσίευσης της δικαστικής απόφασης που επικυρώνει τον πίνακα των επαληθευμένων απαιτήσεων. Η έναρξη ισχύος της απόφασης έχει δεσμευτική ισχύ για τον οφειλέτη, τον διαχειριστή και όλους τους πιστωτές των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, επαληθευμένη απαίτηση είναι απαίτηση που περιλαμβάνεται στον πίνακα των δικαστικά επαληθευμένων απαιτήσεων, εκτός από τις απαιτήσεις για τις οποίες έχει κατατεθεί αίτηση εξέλεγξης δυνάμει του άρθρου 694 του εμπορικού νόμου.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Σύμφωνα με τον εμπορικό νόμο, η διανομή επιτρέπεται όταν διατίθεται επαρκές προϊόν από τη ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας.

Ο διαχειριστής συντάσσει έναν πίνακα για τη διανομή των διαθέσιμων χρηματικών ποσών μεταξύ των πιστωτών, λαμβάνοντας υπόψη την προτεραιότητα κατάταξης, τα προνόμια και τις εμπράγματες ασφάλειες. Ο πίνακας διανομής δεν καθίσταται πλήρης έως την πλήρη εξόφληση όλων των απαιτήσεων ή τη ρευστοποίηση ολόκληρης της πτωχευτικής περιουσίας, εκτός από την προσωπική περιουσία που εξαιρείται από την πώληση. Ο πίνακας διανομής παραμένει αναρτημένος σε περίοπτη θέση για 14 ημέρες σε έναν ειδικό πίνακα ανακοινώσεων στις εγκαταστάσεις του δικαστηρίου που είναι ανοικτές στο κοινό. Ο πίνακας διανομής δημοσιεύεται στο Εμπορικό Μητρώο. Μέσα στην προθεσμία που προσδιορίζεται παραπάνω, η επιτροπή πιστωτών και κάθε πιστωτής μπορεί να καταθέσει γραπτή ένσταση κατά του πίνακα διανομής στο δικαστήριο. Το δικαστήριο επικυρώνει τον πίνακα διανομής, έχοντας προβεί σε κάθε αναγκαία τροποποίηση κατόπιν επιβεβαίωσης, με αίτημά του ή άλλο αίτημα που προσβάλλει τη νομιμότητα του πίνακα. Η απόφαση επικύρωσης του πίνακα διανομής και οι ενστάσεις κατά αυτού δημοσιεύονται στο Εμπορικό Μητρώο, και με αυτό τον τρόπο ενημερώνονται οι πιστωτές και ο οφειλέτης. Η απόφαση που επικυρώνει τον πίνακα διανομής μπορεί να προσβληθεί από τον διαχειριστή, την επιτροπή πιστωτών ή πιστωτή, ανεξάρτητα από το αν ο εν λόγω πιστωτής έχει καταθέσει ένσταση κατά της απόφασης με την οποία το δικαστήριο ακύρωσε ή τροποποίησε τον πίνακα διανομής. Η διανομή βάσει του πίνακα που επικυρώνεται από το δικαστήριο πραγματοποιείται από τον διαχειριστή.

Οι παρακάτω απαιτήσεις διευθετούνται με την παρακάτω διαδικασία διευθέτησης απαιτήσεων με διανομή από την πτωχευτική περιουσία που ρευστοποιείται, που ορίζεται στο άρθρο 722 του εμπορικού νόμου:

  1. οι απαιτήσεις που είναι ασφαλισμένες με ενέχυρο ή υποθήκη, κατάσχεση ή συντηρητική κατάσχεση, που έχει συσταθεί σύμφωνα με τον νόμο περί εμπράγματων βαρών — από το προϊόν της εκτέλεσης της ασφάλειας
  2. οι απαιτήσεις ως προς τις οποίες ασκείται το δικαίωμα από το ενέχυρο — από την αξία του περιουσιακού στοιχείου που βαρύνεται με το ενέχυρο
  3. οι δαπάνες που έχουν προκύψει στις διαδικασίες αφερεγγυότητας (το τέλος χαρτοσήμου που πρέπει να πληρωθεί με την κατάθεση και κάθε άλλη δαπάνη που προκύπτει έως ότου τεθεί σε ισχύ η απόφαση που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας η αμοιβή του διαχειριστή οι απαιτήσεις των εργαζόμενων όταν η επιχείρηση του οφειλέτη συνεχίζει την επιχειρηματική της δραστηριότητα τα έξοδα αύξησης, διαχείρισης, εκτίμησης και διανομής της πτωχευτικής περιουσίας και οι πληρωμές διατροφής υπέρ του οφειλέτη και της οικογένειάς του)
  4. οι απαιτήσεις που απορρέουν από ήδη υφιστάμενες συμβάσεις εργασίας κατά την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  5. η νόμιμη αποζημίωση που πρέπει να καταβάλει ο οφειλέτης σε τρίτους
  6. οι οφειλές δημοσίου δικαίου προς την κεντρική διοίκηση ή την τοπική αυτοδιοίκηση, περιλαμβανομένων ενδεικτικά όσων απορρέουν από φόρους, τελωνειακούς δασμούς, τέλη και υποχρεωτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, εάν προηγούνται της ημερομηνίας έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  7. εισπρακτέες απαιτήσεις που προέκυψαν μετά την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας και δεν καταβλήθηκαν κατά την εκάστοτε ημερομηνία πληρωμής
  8. κάθε τυχόν εναπομένουσα μη εξασφαλισμένη απαίτηση που είχε προκύψει πριν από την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  9. ο νόμιμος ή συμβατικός τόκος στις μη εξασφαλισμένες οφειλές που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες μετά την ημερομηνία έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  10. τα δάνεια που χορήγησε στον οφειλέτη ένας επιχειρηματικός εταίρος ή μέτοχος
  11. οι δωρεές
  12. οι δαπάνες με τις οποίες επιβαρύνθηκαν οι πιστωτές σε συνάρτηση με τις διαδικασίες αφερεγγυότητας, εκτός από τις δαπάνες που προκύπτουν σύμφωνα με το άρθρο 629β του εμπορικού νόμου (προκαταβληθείσες αρχικές δαπάνες της δίκης).

Όταν τα διαθέσιμα κεφάλαια δεν επαρκούν για την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων που μνημονεύονται στα σημεία 3 ως 12, πραγματοποιούνται αναλογικές διανομές σε όλες τις τάξεις των πιστωτών. Όταν η κεντρική διοίκηση έχει αναγγείλει περισσότερες απαιτήσεις, οι οποίες έχουν επαληθευθεί, τα ποσά λαμβάνονται με μία μόνον πληρωμή από τον λογαριασμό διανομής των περιουσιακών στοιχείων, και με την παραλαβή τους, διανέμονται από την Εθνική Υπηρεσία Εσόδων, σύμφωνα με τον κώδικα φορολογικής και κοινωνικής δικονομίας. Η Εθνική Υπηρεσία Εσόδων ενημερώνει αμελλητί το πτωχευτικό δικαστήριο και τον διαχειριστή για τη διανομή που διενεργήθηκε και συγκεκριμένα για:

τις απαιτήσεις από νόμιμους ή συμβατικούς τόκους ή μη εξασφαλισμένες οφειλές, που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες μετά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας τις απαιτήσεις από δάνεια που χορήγησε στον οφειλέτη ένας επιχειρηματικός εταίρος ή μέτοχος οι πιστωτές με απαιτήσεις από δωρεές και τις δαπάνες που τους επιβάρυναν στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, εκτός από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 629β του εμπορικού νόμου (προκαταβληθείσες αρχικές δαπάνες δίκης) μπορεί να ικανοποιηθούν αποκλειστικά μετά την πλήρη διευθέτηση των απαιτήσεων όλων των άλλων πιστωτών. Ο πιστωτής που ανήγγειλε απαίτηση μετά τη διανομή προστίθεται στον πίνακα των πιστωτών με απαιτήσεις που θα διευθετηθούν από μεταγενέστερες διανομές χωρίς να έχει το δικαίωμα να διευθετηθεί η οφειλή του σε υψηλότερη αναλογία της περιουσίας που ρευστοποιείται σε μεταγενέστερες διανομές ως αποζημίωση για την αναλογία που δεν είχε λάβει από προγενέστερες διανομές.

Οι εξασφαλισμένοι πιστωτές διατηρούν τις εμπράγματες ασφάλειές τους στις διαδικασίες αφερεγγυότητας. Οι απαιτήσεις τους διευθετούνται πρώτες, ενώ το εν λόγω προνόμιο παρέχεται μόνον ως προς το προϊόν της ρευστοποίησης της ασφάλειάς τους. Όταν το τίμημα πώλησης της προσωπικής περιουσίας που βαρύνεται με ενέχυρο ή υποθήκη δεν επαρκεί για την κάλυψη του πλήρους ποσού της οφειλής, πλέον των δεδουλευμένων τόκων, ο πιστωτής συμμετέχει στη διανομή ως μη εξασφαλισμένος πιστωτής. Όταν το τίμημα πώλησης ενός περιουσιακού στοιχείου που βαρύνεται με ενέχυρο ή υποθήκη υπερβαίνει την εξασφαλισμένη οφειλή, περιλαμβανομένων των δεδουλευμένων τόκων, το εναπομένον ποσό προστίθεται στην πτωχευτική περιουσία. Ο εν λόγω κανόνας ισχύει επίσης για τη διευθέτηση των απαιτήσεων των πιστωτών με δικαίωμα ενεχύρου.

Ο πιστωτής του οποίου η απαίτηση έχει διευθετηθεί μερικώς στην κύρια διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας ο έμπορος κηρύχθηκε αφερέγγυος από αλλοδαπό δικαστήριο, συμμετέχει στη διανομή της περιουσίας στη δευτερεύουσα διαδικασία που κινείται ενώπιον ενός δικαστηρίου της Βουλγαρίας, εάν έχει στην κυριότητά του σημαντικά περιουσιακά στοιχεία στη Βουλγαρία, και η αναλογία που θα λάμβανε ο πιστωτής από τη διανομή της περιουσίας στη δευτερεύουσα διαδικασία υπερβαίνει την αναλογία των άλλων πιστωτών στην ίδια διαδικασία. Τα περιουσιακά στοιχεία που απομένουν μετά τη διανομή της περιουσίας στις δευτερεύουσες διαδικασίες άγονται στα περιουσιακά στοιχεία της κύριας διαδικασίας.

Μια απαίτηση της οποίας η εξόφληση έχει αναβληθεί, περιλαμβάνεται στην αρχική διανομή ως αμφισβητούμενη απαίτηση και στον λογαριασμό διανομής περιλαμβάνεται πρόβλεψη για τη διευθέτησή της. Η απαίτηση εξαιρείται από την τελική διανομή εάν εξακολουθεί να ισχύει η προϋπόθεση αναβολής της. Ωστόσο, απαίτηση που τελεί υπό αποσβεστική αίρεση περιλαμβάνεται στη διανομή ως ανεπιφύλακτη απαίτηση.

Στον λογαριασμό διανομής γίνονται επίσης προβλέψεις και παρακρατούνται τα ποσά της απαίτησης που προσβάλλεται με αγωγή. Όταν προσβάλλεται μόνο η εμπράγματη ασφάλεια ή το προνόμιο, η απαίτηση περιλαμβάνεται προσωρινά στη διανομή ως μη εξασφαλισμένη απαίτηση έως την επιδίκαση της διαφοράς και στον λογαριασμό διανομής γίνεται πρόβλεψη παρακράτησης ποσού ίσου με αυτό που θα λάμβανε ο πιστωτής για εξασφαλισμένη απαίτηση. Το σχέδιο αναδιοργάνωσης ή διανομής της πτωχευτικής περιουσίας που ρευστοποιήθηκε πρέπει να περιέχει πρόβλεψη για τις απορριφθείσες απαιτήσεις που προσβάλλονται με αίτηση εξελέγξεως δυνάμει του άρθρου 694 του εμπορικού νόμου.

Ο διαχειριστής, ενεργώντας με δικαστική διαταγή, καταθέτει στον τραπεζικό λογαριασμό τα ποσά που είχαν παρακρατηθεί κατά τον χρόνο της οριστικής διανομής για τις ανείσπρακτες ή αμφισβητούμενες απαιτήσεις. Ο οφειλέτης μπορεί να εισπράξει το τυχόν ποσό που απομένει από την πτωχευτική περιουσία, μετά την πλήρη και οριστική διευθέτηση των οφειλών του.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

Το δικαστήριο διατάσσει την περάτωση των διαδικασιών αφερεγγυότητας στις παρακάτω περιπτώσεις:

  • αν μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση της απόφασης δυνάμει του άρθρου 632 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου (η απόφαση περί αναστολής των διαδικασιών αφερεγγυότητας λόγω ανεπαρκών διαθέσιμων περιουσιακών στοιχείων για την κάλυψη των εξόδων των διαδικασιών αφερεγγυότητας και της μη πληρωμής των αρχικών δαπανών των διαδικασιών) δεν υποβληθεί αίτημα επανάληψης των διαδικασιών
  • μείωσης της πτωχευτικής περιουσίας
  • διευθέτησης του συνόλου των απαιτήσεων
  • επικύρωσης ενός σχεδίου αναδιοργάνωσης
  • σύναψης μιας συμφωνίας μεταξύ του οφειλέτη και όλων των πιστωτών με επαληθευμένες απαιτήσεις, εάν η συμφωνία πληροί τις ισχύουσες νόμιμες προϋποθέσεις και δεν έχει ασκηθεί αναγνωριστική αγωγή δυνάμει του άρθρου 694 του εμπορικού νόμου ως προς μη υφιστάμενη επαληθευμένη απαίτηση.

Στις πρώτες τρεις περιπτώσεις, το πτωχευτικό δικαστήριο, με την απόφαση περάτωσης των διαδικασιών, διατάσσει τη διαγραφή του εμπόρου, εκτός αν όλες οι απαιτήσεις των πιστωτών έχουν διευθετηθεί και εξακολουθούν να υπάρχουν μη ρευστοποιημένα περιουσιακά στοιχεία στην πτωχευτική περιουσία. Κατά της απόφασης επιτρέπεται η άσκηση έφεσης μέσα σε 7 ημέρες από την καταχώρισή της στο Εμπορικό Μητρώο.

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας δεν περατώνονται όταν οι υποχρεώσεις του οφειλέτη είναι εξασφαλισμένες με εμπράγματη ασφάλεια τρίτων και εκκρεμούν διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης κατά των εμπράγματων ασφαλειών ή ο οφειλέτης είναι διάδικος σε εκκρεμή δίκη.

Βάσει του εθνικού δικαίου, η αναδιάρθρωση που αποσκοπεί στη διάσωση της επιχείρησης του οφειλέτη αποτελεί στοιχείο των κύριων διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Η εξυγίανση της επιχείρησης συνιστά ένα αυτοτελές προαιρετικό στάδιο των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Το αίτημα αποκατάστασης προϋποθέτει την κατάθεση μιας ειδικής γραπτής αίτησης ενώπιον του δικαστηρίου με την οποία να προτείνεται ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης από κάποιο από τα παρακάτω πρόσωπα: τον οφειλέτη, τον διαχειριστή, τους πιστωτές με το ένα τρίτο τουλάχιστον των ασφαλισμένων απαιτήσεων, τους πιστωτές με το ένα τρίτο τουλάχιστον των μη εξασφαλισμένων απαιτήσεων τους εταίρους ή τους μετόχους που κατέχουν το ένα τρίτο τουλάχιστον του μετοχικού κεφαλαίου της επιχείρησης του οφειλέτη έναν ομόρρυθμο εταίρο ή ποσοστό είκοσι τοις εκατό του συνόλου των εργαζομένων στην επιχείρηση του οφειλέτη.

Ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης (ή περισσότερα) μπορεί να προταθεί από τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης αφερεγγυότητας έως και το πέρας ενός μήνα μετά την ημερομηνία δημοσίευσης της δικαστικής απόφασης περί επικύρωσης του πίνακα των απαιτήσεων που έχουν γίνει δεκτές στο Εμπορικό Μητρώο. Τα έξοδα που έχουν προκύψει σε συνάρτηση με ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης που προτείνεται από τον οφειλέτη ή τον διαχειριστή καλύπτονται από την πτωχευτική περιουσία και σε κάθε άλλη περίπτωση καλύπτονται από τον διάδικο που πρότεινε το σχέδιο.

Το περιεχόμενο του σχεδίου αναδιοργάνωσης πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 700 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου και να διευθετεί ζητήματα, όπως το μέτρο ικανοποίησης των απαιτήσεων που περιλαμβάνονται στους δικαστικά επικυρωμένους πίνακες κατά την ημερομηνία που προτάθηκε το σχέδιο τον τρόπο και το χρονοδιάγραμμα διευθέτησης των απαιτήσεων κάθε τάξης, τις εγγυήσεις πληρωμής των αμφισβητούμενων απορριφθεισών απαιτήσεων για τις οποίες εκκρεμούσαν δίκες κατά την ημερομηνία που προτάθηκε το σχέδιο τις προϋποθέσεις πλήρους ή εν μέρει απαλλαγής των εταίρων ομόρρυθμων ή ετερόρρυθμων εταιριών από την ευθύνη το μέτρο ικανοποίησης των απαιτήσεων κάθε τάξης πιστωτών σε σύγκριση με τα περιουσιακά στοιχεία που θα λάμβαναν βάσει μιας διανομής διενεργούμενης σύμφωνα με τη γενική διαδικασία που ορίζει ο νόμος τις εγγυήσεις που παρέχονται σε κάθε τάξη πιστωτών σε συνάρτηση με την εφαρμογή του σχεδίου τις διαχειριστικές, οργανωτικές, νομικές, οικονομικές, τεχνικές και λοιπές πράξεις που πρέπει να πραγματοποιηθούν για την εφαρμογή του σχεδίου και τον αντίκτυπο του σχεδίου στους εργαζόμενους της επιχείρησης του οφειλέτη. Το σχέδιο αναδιοργάνωσης μπορεί επιπλέον να ορίζει τις προτεινόμενες πράξεις ή συναλλαγές που αποσκοπούν στην αποκατάσταση της βιωσιμότητας της επιχείρησης, περιλαμβανομένης της πώλησης του συνόλου ή μέρους της επιχείρησης, των όρων και του τρόπου υλοποίησης της πώλησης, της κεφαλαιοποίησης του χρέους, της ανανέωσης υποχρεώσεων ή άλλων πράξεων και συναλλαγών (το σχέδιο εξαιρεί ειδικά τη δυνατότητα πώλησης των περιουσιακών στοιχείων των παρόχων ύδρευσης και αποχέτευσης που απαιτούνται για τις κύριες εργασίες του έως τον διορισμό νέου συναφούς παρόχου ύδρευσης και αποχέτευσης), τον διορισμό εποπτικού οργάνου με εξουσίες άσκησης ελέγχου επί των δραστηριοτήτων του οφειλέτη για όλη τη διάρκεια του σχεδίου αναδιοργάνωσης ή για συντομότερη περίοδο, την αναβολή των πληρωμών ή την αναστολή, την πλήρη ή μερική αποπληρωμή, την αναδιάρθρωση της εταιρίας ή άλλες πράξεις και συναλλαγές.

Εάν το σχέδιο πληροί τις απαιτήσεις του νόμου (άρθρο 700 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου), το δικαστήριο εκδίδει απόφαση με την οποία κάνει δεκτή την εξέταση του σχεδίου από τη συνέλευση των πιστωτών και διατάσσει τη δημοσίευση στο Εμπορικό Μητρώο μιας ειδοποίησης που ορίζει την ημερομηνία της συνέλευσης. Όποτε κρίνεται αναγκαίο, αποστέλλεται ειδοποίηση στον διάδικο που εισηγήθηκε το σχέδιο, με την οποία καλείται να άρει τις διαπιστωθείσες ελλείψεις. Επιτρέπεται η άσκηση έφεσης κατά της απόφασης μέσα σε προθεσμία 7 ημερών.

Μόνον οι πιστωτές, των οποίων οι απαιτήσεις με επαληθευμένες ή εξελεγμένες απαιτήσεις ή οι πιστωτές που έχουν λάβει δικαίωμα ψήφου από το δικαστήριο μπορεί να ψηφίζουν επί του σχεδίου. Οι πιστωτές ψηφίζουν ξεχωριστά στις επιμέρους τάξεις που ορίζει ο νόμος και μπορεί να ψηφίσουν χωρίς να παρίστανται στη συνέλευση μέσω μιας συμβολαιογραφικής εξουσιοδότησης υπογεγραμμένης από τον πιστωτή. Το σχέδιο εγκρίνεται από την κάθε τάξη πιστωτών με απλή πλειοψηφία επί του συνόλου των απαιτήσεων της εκάστοτε τάξης. Ενστάσεις κατά του εγκριθέντος σχεδίου μπορεί να κατατεθούν ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου μέσα σε 7 ημέρες από την ημερομηνία της ψηφοφορίας. Ενστάσεις μπορεί επίσης να κατατεθούν από πιστωτές που έχουν υποβάλει αιτήσεις εξελέγξεως των απαιτήσεών τους δυνάμει του άρθρου 694 του εμπορικού νόμου. Το σχέδιο απορρίπτεται εάν καταψηφιστεί από περισσότερους από τους μισούς πιστωτές με επαληθευμένες απαιτήσεις. Στο Εμπορικό Μητρώο δημοσιεύεται ειδοποίηση έγκρισης του σχεδίου.

Το δικαστήριο επικυρώνει το σχέδιο αναδιοργάνωσης εάν αυτό πληροί τους όρους του άρθρου 705 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου, δηλαδή αν συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις έγκρισης από τους πιστωτές διαφορετικών τάξεων εάν έχει εγκριθεί από την πλειοψηφία των πιστωτών, των οποίων οι απαιτήσεις υπερβαίνουν τις μισές από τις επαληθευμένες απαιτήσεις που περιλαμβάνονται στους δικαστικά επικυρωμένους πίνακες εάν το σχέδιο προβλέπει μερική πληρωμή, τουλάχιστον μία τάξη από τους πιστωτές που ενέκριναν το σχέδιο θα λάβει μερική πληρωμή όλοι οι πιστωτές της ίδιας τάξης αντιμετωπίζονται ισότιμα, εκτός αν οι ζημιωθέντες πιστωτές έχουν παραιτηθεί γραπτώς από τις ενστάσεις τους ως προς την έγκριση του σχεδίου το σχέδιο διασφαλίζει ότι ένας διαφωνών πιστωτής και ο διαφωνών οφειλέτης θα λάβουν την πληρωμή που θα λάμβαναν εάν τα περιουσιακά στοιχεία διανέμονταν σύμφωνα με τη γενική διαδικασία που ορίζει ο νόμος κανένας πιστωτής δεν θα λάβει μεγαλύτερο ποσό από το οφειλόμενο σε αυτόν σύμφωνα με την απαίτησή του που έχει γίνει δεκτή κανένα εισόδημα δεν θα καταβληθεί στους μετόχους ή τους εταίρους έως την πλήρη και οριστική διευθέτηση των απαιτήσεων της τάξης των πιστωτών των οποίων τα συμφέροντα θίγονται από το σχέδιο καμία καταβολή διατροφής δεν θα γίνει υπέρ των εμπόρων με ατομική επιχείρηση, των ομόρρυθμων εταίρων και των οικογενειών τους σε ποσό που υπερβαίνει αυτό που όρισε το δικαστήριο έως την πλήρη και οριστική διευθέτηση των απαιτήσεων της τάξης των πιστωτών των οποίων τα συμφέροντα θίγονται από το σχέδιο. Αν η συνέλευση των πιστωτών έχει εγκρίνει περισσότερα σχέδια και όλα τα σχέδια πληρούν τις νόμιμες απαιτήσεις, το δικαστήριο επικυρώνει το σχέδιο που εγκρίθηκε από τους πιστωτές που έχουν περισσότερες από τις μισές των απαιτήσεων που έχουν γίνει δεκτές.

Το σχέδιο αναδιοργάνωσης μπορεί να γίνει δεκτό στις δευτερεύουσες διαδικασίες αφερεγγυότητας που έχουν κινηθεί από βουλγαρικό δικαστήριο, εάν ο έμπορος έχει στην κυριότητά του σημαντικά περιουσιακά στοιχεία στη Βουλγαρία, με τη συναίνεση ωστόσο του διαχειριστή στην κύρια διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας ο έμπορος κηρύχθηκε αφερέγγυος από αλλοδαπό δικαστήριο.

Με την απόφαση για την επικύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης, το δικαστήριο κηρύσσει την περάτωση των διαδικασιών και ορίζει το εποπτικό όργανο που προτείνεται στο σχέδιο ή εκλέγεται από την επιτροπή πιστωτών. Η απόφαση επικύρωσης του σχεδίου αναδιοργάνωσης και η απόφαση που απορρίπτει ένα σχέδιο που έχει καταστρωθεί με σκοπό την εξυγίανση της επιχείρησης του οφειλέτη, και έχει εγκριθεί από τη συνέλευση των πιστωτών, μπορεί να προσβληθούν με έφεση μέσα σε 7 ημέρες από την ημερομηνία της καταχώρισης στο Εμπορικό Μητρώο.

Το σχέδιο που επικυρώνεται από το δικαστήριο είναι υποχρεωτικό για τον οφειλέτη και όλους τους πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις απορρέουν από οφειλές που προέκυψαν πριν από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Κάθε πιστωτής μπορεί να ζητήσει την έκδοση εκτελεστού τίτλου σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 405 του κώδικα πολιτικής δικονομίας με αίτημα την εκτέλεση μιας ρευστοποιημένης απαίτησης, ανεξαρτήτως του ποσού της.

Εάν ο οφειλέτης αθετήσει την εφαρμογή του σχεδίου αναδιοργάνωσης, οι πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις ρευστοποιούνται σύμφωνα με το σχέδιο και οι οποίοι εκπροσωπούν ποσοστό τουλάχιστον 15 τοις εκατό του συνόλου των απαιτήσεων, ή το εποπτικό όργανο που έχει διοριστεί από το δικαστήριο, μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο την εκ νέου κίνηση των διαδικασιών αφερεγγυότητας χωρίς να απαιτείται η απόδειξη της αφερεγγυότητας ή της υπερχρέωσης. Σε αυτή την περίπτωση, δεν θίγεται η ρευστοποίηση που προβλέπει το σχέδιο ως προς τα δικαιώματα και τις εμπράγματες ασφάλειες των πιστωτών. Δεν διεξάγονται διαδικασίες αποκατάστασης στις επαναληπτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Εάν στο επικυρωμένο σχέδιο αναδιοργάνωσης προβλέπεται η πώληση του συνόλου ή μέρους της επιχείρησης, πρέπει να συναφθεί συμφωνία πώλησης μέσα σε έναν μήνα από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της απόφασης με την οποία επικυρώνεται το σχέδιο. Εάν δεν συναφθεί η συμφωνία πώλησης μέσα στην περίοδο που ορίζεται στο επικυρωμένο σχέδιο αναδιοργάνωσης, κάθε διάδικος μπορεί, μέσα σε έναν μήνα από την παρέλευση της περιόδου του ενός μήνα για τη σύναψη μιας σύμβασης πώλησης, να ζητήσει από το δικαστήριο την κήρυξη της σύναψης της συμφωνίας. Εάν κανείς διάδικος δεν ζητήσει την κήρυξη της σύναψης της συμφωνίας και ο πιστωτής έχει καταθέσει αίτηση, το πτωχευτικό δικαστήριο επαναλαμβάνει τις διαδικασίες και κηρύσσει αφερέγγυο τον οφειλέτη.

Εκτός από την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης, ο εμπορικός νόμος παρέχει μία ακόμη δυνατότητα διακανονισμού μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών. Ο οφειλέτης μπορεί να καταρτίσει ανεξάρτητα γραπτή συμφωνία διακανονισμού των οφειλών του με τους πιστωτές που έχουν επαληθευμένες απαιτήσεις, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, χωρίς εκπροσώπηση από τον διαχειριστή. Εάν η συμφωνία πληροί τις απαιτήσεις που ορίζει ο νόμος, το δικαστήριο αναστέλλει τις διαδικασίες, εάν έχουν ασκηθεί αναγνωριστικές αγωγές που προσβάλλουν το υποστατό των επαληθευμένων απαιτήσεων, βάσει του άρθρου 694 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου. Έφεση κατά της απόφασης μπορεί να ασκηθεί μέσα σε 7 ημέρες από την ημερομηνία της δημοσίευσής της στο Εμπορικό Μητρώο.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Η τελική συνέλευση των πιστωτών λαμβάνει απόφαση για την προσωπική περιουσία του οφειλέτη που περιλαμβάνεται στην πτωχευτική περιουσία και εξαιρείται από την πώληση και μπορεί να αποφασίσει ότι η προσωπική περιουσία αμελητέας αξίας ή οι απαιτήσεις των οποίων η είσπραξη θα ήταν αδικαιολόγητα δυσχερής επιστρέφονται στον οφειλέτη. Ο διαχειριστής, ενεργώντας με δικαστική διαταγή, καταθέτει στον τραπεζικό λογαριασμό τα ποσά που είχαν παρακρατηθεί κατά τον χρόνο της οριστικής διανομής για τις ανείσπρακτες ή αμφισβητούμενες απαιτήσεις.

Με το πέρας των διαδικασιών αφερεγγυότητας η γενική κατάσχεση αίρεται και το συντηρητικό μέτρο αίρεται αυτοδικαίως από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της απόφασης που κηρύσσει την περάτωση των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Οποιαδήποτε μη αναγγελθείσα απαίτηση και τα δικαιώματα που δεν ασκήθηκαν στις διαδικασίες αφερεγγυότητας παραγράφονται. Οι απαιτήσεις που δεν ήταν δυνατό να ικανοποιηθούν κατά τη διάρκεια των διαδικασιών αφερεγγυότητας παραγράφονται, εκτός εάν επαναληφθούν οι διαδικασίες σύμφωνα με το άρθρο 744 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου (εάν μέσα σε ένα έτος από την ημερομηνία αναστολής των διαδικασιών ρευστοποιηθούν τα ποσά που είχαν παρακρατηθεί για τις αμφισβητούμενες απαιτήσεις ή ανακαλυφθούν περιουσιακά στοιχεία που ήταν άγνωστα κατά τη διάρκεια των διαδικασιών αφερεγγυότητας).

Εάν ο οφειλέτης έχει συνάψει συμφωνία διευθέτησης οφειλών με όλους τους πιστωτές με επαληθευμένες απαιτήσεις και οι διαδικασίες αφερεγγυότητας έχουν περατωθεί, οι πιστωτές μπορεί να ζητήσουν αποκατάσταση σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες του αστικού δικαίου, εκτός αν άλλως ορίζει ο εμπορικός νόμος. Εάν ο οφειλέτης αθετήσει τη συμφωνία διευθέτησης των οφειλών, οι οφειλέτες που εκπροσωπούν ποσοστό τουλάχιστον 15 τοις εκατό των συνολικών απαιτήσεων μπορεί να ζητήσουν την επανάληψη των διαδικασιών αφερεγγυότητας χωρίς την απαίτηση της απόδειξης της αφερεγγυότητας ή της υπερχρέωσης.

Με το πέρας των διαδικασιών αφερεγγυότητας μετά την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης ξεκινά νέα προθεσμία παραγραφής σύμφωνα με το άρθρο 110 του νόμου περί ενοχών και συμβάσεων για τις ενοχές που προέκυψαν πριν από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας με ισχύ από την ημερομηνία που η απόφαση επικύρωσης του σχεδίου αναδιοργάνωσης παράγει τα αποτελέσματά της, όταν οι εν λόγω ενοχές πρέπει να διευθετηθούν άμεσα ή από την ημερομηνία που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές, εάν το σχέδιο αναδιοργάνωσης προβλέπει την αναβολή τους. Σύμφωνα με το άρθρο 110 του νόμου περί ενοχών και συμβάσεων, όλες οι απαιτήσεις παραγράφονται με την παρέλευση της πενταετούς νόμιμης προθεσμίας παραγραφής, εκτός αν άλλως προβλέπει ο νόμος. Όταν κατατίθεται αίτηση επανάληψης των διαδικασιών αφερεγγυότητας, η νόμιμη προθεσμία παραγραφής των επαληθευμένων απαιτήσεων αναστέλλεται για όλη τη διάρκεια της επαναληπτικής διαδικασίας. Οι πιστωτές μπορεί να ζητήσουν την έκδοση ενός εκτελεστού τίτλου ως προς τη ρευστοποιημένη τους απαίτηση, ανεξαρτήτως του ποσού της, βάσει του σχεδίου αναδιοργάνωσης που έχει επικυρωθεί από το δικαστήριο.

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, στις δαπάνες των διαδικασιών αφερεγγυότητας περιλαμβάνονται:

  • το τέλος χαρτοσήμου που οφείλεται για τις διαδικασίες αφερεγγυότητας και κάθε άλλη δαπάνη που έχει προκύψει μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  • η αμοιβή του διαχειριστή
  • οι απαιτήσεις των εργαζόμενων της επιχείρησης του οφειλέτη όταν δεν έχει παύσει την εμπορική της δραστηριότητα
  • οι δαπάνες αύξησης, διαχείρισης, εκτίμησης και διανομής της πτωχευτικής περιουσίας
  • οι αξιώσεις διατροφής υπέρ του οφειλέτη και της οικογένειάς του

Δεν προκαταβάλλεται τέλος χαρτοσήμου όταν την αίτηση αφερεγγυότητας έχει καταθέσει ο οφειλέτης. Το τέλος χαρτοσήμου καλύπτεται από την πτωχευτική περιουσία μετά τη διανομή των περιουσιακών στοιχείων. Όταν την αίτηση αφερεγγυότητας έχει καταθέσει ο πιστωτής, και ένας άλλος πιστωτής καθίσταται διάδικος στη δίκη, το τέλος χαρτοσήμου εισπράττεται από τον πιστωτή ή τον διάδικο που έχει ομοίως καταστεί πιστωτής.

Για τον σκοπό της έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας, όταν τα διαθέσιμα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν επαρκούν για την κάλυψη των αρχικών εξόδων της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ή όταν καθορίζεται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αφερεγγυότητας ότι τα διαθέσιμα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν επαρκούν για την κάλυψη των δαπανών της διαδικασίας αφερεγγυότητας, το δικαστήριο καθορίζει ένα ποσό που θα προκαταβληθεί μέσα σε περίοδο που ορίζεται από τον οφειλέτη ή τον πιστωτή. Τα αρχικά έξοδα της διαδικασίας αφερεγγυότητας εκτιμώνται από το δικαστήριο, συνυπολογιζόμενης της τρέχουσας αμοιβής του προσωρινού διαχειριστή και των εκτιμώμενων δαπανών της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Όταν ο οφειλέτης είναι προσωπική εταιρία, το δικαστήριο αποφασίζει για την προκαταβολή των εξόδων, συνυπολογίζοντας τα περιουσιακά στοιχεία των ομόρρυθμων εταίρων.

Από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, οι δαπάνες καλύπτονται από την πτωχευτική περιουσία. Για τον σκοπό αυτό, το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει διαταγή με την οποία ο διαχειριστής εξουσιοδοτείται να προβεί στις αναγκαίες διαθέσεις.

Όταν οι διαδικασίες βρίσκονται στο στάδιο της αύξησης της πτωχευτικής περιουσίας, το τέλος χαρτοσήμου δεν προκαταβάλλεται. Δεν εισπράττεται τέλος χαρτοσήμου όταν καταχωρίζονται στο Εμπορικό Μητρώο περιστάσεις που αφορούν την αφερεγγυότητα βάσει δικαστικών αποφάσεων και διαταγών και με τη σύσταση ή άρση μιας συντηρητικής ή γενικής κατάσχεσης.

Στις διαδικασίες που κινούνται με αίτημα ακύρωσης μιας συναλλαγής βάσει των άρθρων 645, 646 και 647 του εμπορικού νόμου και του άρθρου 135 του νόμου περί ενοχών και συμβάσεων, το τέλος χαρτοσήμου δεν χρειάζεται να προκαταβληθεί, ανεξάρτητα από τον βαθμό του δικαστηρίου. Εάν το αίτημα γίνει δεκτό, το τέλος χαρτοσήμου το καταβάλλει ο διάδικος που ηττήθηκε στη δίκη. Εάν το αίτημα απορριφθεί, το τέλος χαρτοσήμου καλύπτεται από την πτωχευτική περιουσία. Εάν το αίτημα ακύρωσης της συναλλαγής κατατέθηκε από τον διαχειριστή και απορρίφθηκε, οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας που βάρυναν τρίτους καλύπτονται από την πτωχευτική περιουσία.

Δεν προκαταβάλλεται τέλος χαρτοσήμου ως προς αναγνωριστική αγωγή που ασκήθηκε από πιστωτή ή οφειλέτη δυνάμει του άρθρου 694 του εμπορικού νόμου. Εάν απορριφθεί η αγωγή, οι δαπάνες πρέπει να καταβάλλονται από τον ενάγοντα.

Μια απαίτηση πιστωτή που αναγγέλλεται μετά την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας κατάθεσης, αλλά το αργότερο δύο μήνες μετά την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας, προστίθεται στον κατάλογο των αναγγελθεισών και επαληθευμένων απαιτήσεων, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει ο νόμος. Οι πρόσθετες δαπάνες που προέκυψαν κατά την αναγγελία της απαίτησης καταβάλλονται από τον πιστωτή που κατέθεσε την απαίτηση.

Οι δαπάνες που έχουν προκύψει σε συνάρτηση με ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης που προτείνεται από τον οφειλέτη ή τον διαχειριστή καλύπτονται από την πτωχευτική περιουσία και σε κάθε άλλη περίπτωση καλύπτονται από τον διάδικο που πρότεινε το σχέδιο. Εκτός αν άλλως ορίζεται στο σχέδιο αναδιοργάνωσης, το δικαστήριο διατάσσει τον οφειλέτη να καταβάλει το τέλος χαρτοσήμου και τις δαπάνες.

Οι δαπάνες που προέκυψαν για τη διατήρηση της περιουσίας που θα ρευστοποιηθεί καλύπτονται από την πτωχευτική περιουσία έως ότου ο αγοραστής καταστεί κύριος του περιουσιακού στοιχείου. Οι δαπάνες που προέκυψαν κατά την πώληση των οικιστικών αποθεμάτων του οφειλέτη τα οποία ήταν μισθωμένα σε εργαζόμενους βαρύνουν τον πωλητή.

Κατά τη διανομή των ρευστοποιημένων περιουσιακών στοιχείων, οι απαιτήσεις που απορρέουν από τις δαπάνες των διαδικασιών αφερεγγυότητας καταβάλλονται μετά τη διευθέτηση των εξασφαλισμένων απαιτήσεων και των απαιτήσεων ως προς τις οποίες ασκείται το δικαίωμα παρακράτησης.

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

Ο εμπορικός νόμος προβλέπει εγγυήσεις προστασίας των πιστωτών της πτωχευτικής περιουσίας έναντι των πράξεων και των συναλλαγών που διενεργεί/καταρτίζει ο οφειλέτης για να μειώσει την πτωχευτική περιουσία και να παραβλάψει τα συμφέροντα των πιστωτών. Ο νόμος εισάγει την έννοια της «ύποπτης περιόδου» — ένα αμάχητο τεκμήριο ότι έχουν θιγεί τα συμφέροντα των πιστωτών, σε περίπτωση που διενεργήθηκαν/καταρτίστηκαν συγκεκριμένες πράξεις και συναλλαγές στη διάρκεια της εν λόγω περιόδου. Η διάρκεια της ύποπτης περιόδου διαφέρει ανάλογα με το είδος της συναλλαγής την οποία αφορά το νόμιμο τεκμήριο ή η πρόκληση ζημίας. Για συγκεκριμένες συναλλαγές και πράξεις, η ύποπτη περίοδος ξεκινά από την ημερομηνία κήρυξης της αφερεγγυότητας ή της υπερχρέωσης, και πάντως δεν μπορεί να απέχει πλέον του έτους από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, ενώ περατώνεται κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Σε άλλες περιπτώσεις, έχει διάρκεια τριών ετών, δύο ετών ή ενός έτους πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας και περιλαμβάνει το διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία κατατέθηκε η αίτηση για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας και της ημερομηνίας δημοσίευσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Θεωρούνται ομοίως επιζήμιες συγκεκριμένες πράξεις και συναλλαγές που διενεργήθηκαν/καταρτίστηκαν μετά τη δημοσίευση της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας σε αθέτηση της πάγιας διαδικασίας, δηλαδή χωρίς την προηγούμενη συναίνεση του διαχειριστή.

Τα είδη των πράξεων και των συναλλαγών που τεκμαίρονται επιζήμιες σύμφωνα με τον εμπορικό νόμο ορίζονται περιοριστικά και εμπίπτουν σε δύο κατηγορίες: άκυρες και ανίσχυρες για τους πιστωτές της πτωχευτικής περιουσίας.

Οι άκυρες συναλλαγές διέπονται από το άρθρο 646 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου. Το εν λόγω άρθρο ορίζει ότι οι παρακάτω πράξεις και συναλλαγές είναι άκυρες για τους πιστωτές, εάν διενεργήθηκαν/καταρτίστηκαν μετά την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας σε αθέτηση των κανόνων που θεσπίστηκαν για τη διαδικασία:

  1. η διευθέτηση μιας οφειλής που προέκυψε πριν από την ημερομηνία της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  2. η σύσταση ενεχύρου ή υποθήκης επί περιουσιακού δικαιώματος ή στοιχείου της προσωπικής περιουσίας που περιλαμβάνεται στην πτωχευτική περιουσία
  3. συναλλαγή που αφορά δικαίωμα ή περιουσιακό στοιχείο της πτωχευτικής περιουσίας.

Τα άλλα είδη των επιζήμιων πράξεων και συναλλαγών που μπορεί να κηρυχθούν ανίσχυρες διέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 645 παράγραφος 3, 646 παράγραφος 2 και 647 του εμπορικού νόμου και του άρθρου 135 του νόμου περί ενοχών και συμβάσεων. Οι εν λόγω πράξεις και συναλλαγές καθίστανται ανίσχυρες ως προς τους πιστωτές της πτωχευτικής περιουσίας μόνον αν κηρυχθούν ανίσχυρες με αμετάκλητη απόφαση.

Σύμφωνα με το άρθρο 646 παράγραφος 2 του εμπορικού νόμου οι παρακάτω πράξεις ή συναλλαγές που διενεργούνται/καταρτίζονται από τον οφειλέτη μετά την έναρξη της αφερεγγυότητας ή της υπερχρέωσης μπορεί να κηρυχθούν ανίσχυρες ως προς τους πιστωτές στις αντίστοιχες προθεσμίες:

  1. η πρώιμη διευθέτηση μιας υποχρέωσης, ανεξαρτήτως του τρόπου διευθέτησης, μέσα σε διάστημα ενός έτους πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  2. η σύσταση ενεχύρου ή υποθήκης για την εξασφάλιση μιας προηγουμένως μη εξασφαλισμένης απαίτησης κατά του οφειλέτη μέσα σε διάστημα ενός έτους πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  3. η διευθέτηση από τον οφειλέτη μιας ληξιπρόθεσμης και απαιτητής υποχρέωσης, ανεξαρτήτως του τρόπου διευθέτησης, μέσα σε περίοδο έξι μηνών πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Εάν ο πιστωτής γνώριζε ότι ο οφειλέτης ήταν αφερέγγυος ή υπερχρεωμένος, η διάρκεια της ύποπτης περιόδου στις πρώτες δύο περιπτώσεις παρατείνεται στα δύο έτη και στην τρίτη περίπτωση — σε ένα έτος. Η γνώση τεκμαίρεται όταν ο οφειλέτης και ο πιστωτής είναι συνδεδεμένα μέρη ή όταν ο πιστωτής γνώριζε ή μπορούσε να έχει γνώση των περιστάσεων που εύλογα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο οφειλέτης είναι αφερέγγυος ή υπερχρεωμένος.

Επίκληση της μη εκτελεστότητας δεν μπορεί να γίνει στην πρώτη και την τρίτη περίπτωση, εάν η υποχρέωση διευθετείται κατά τη συνήθη επιχειρηματική δραστηριότητα του οφειλέτη και όταν:

  • συμμορφώνεται με τους όρους που συμφωνούν οι διάδικοι και εκτελείται ταυτόχρονα με την παροχή αγαθών ή υπηρεσιών ίσης αξίας προς τον οφειλέτη ή μέσα σε 30 ημέρες από την ημερομηνία που κατέστη ληξιπρόθεσμη η απαιτητή υποχρέωση, ή
  • μετά την πληρωμή, ο πιστωτής παρείχε αγαθά ή υπηρεσίες ίσης αξίας στον οφειλέτη.

Επίκληση της μη εκτελεστότητας δεν μπορεί να γίνει στη δεύτερη περίπτωση, εάν το ενέχυρο ή η υποθήκη είχε συσταθεί:

  • πριν από ή ταυτόχρονα με τη χορήγηση δανείου στον οφειλέτη
  • σε αντικατάσταση άλλης εμπράγματης ασφάλειας, που δεν μπορεί να κηρυχθεί ανίσχυρη δυνάμει των κανόνων που ορίζονται στο Τμήμα I, Κεφάλαιο 41 του εμπορικού νόμου
  • προς εξασφάλιση ενός δανείου που χορηγήθηκε για τον σκοπό της απόκτησης του περιουσιακού στοιχείου που βαρύνεται με ενέχυρο ή υποθήκη.

Η ακυρότητα που κηρύσσεται βάσει του άρθρου 646 παράγραφος 2 του εμπορικού νόμου δεν θίγει τα δικαιώματα που αποκτώνται καλόπιστα από τρίτους πριν από την κατάθεση της αίτησης με την οποία ασκήθηκε αγωγή ακύρωσης μιας συναλλαγής. Τεκμαίρεται η κακή πίστη έως αποδείξεως του αντιθέτου, εάν ο τρίτος συνδέεται με τον οφειλέτη ή το πρόσωπο με το οποίο διαπραγματεύτηκε ο οφειλέτης.

Οι κρατικές απαιτήσεις δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου που υπόκεινται σε ατομικά καταδιωκτικά μέτρα, που έχουν καταβληθεί από τον οφειλέτη, δεν μπορεί να ακυρωθούν ως προς τους πιστωτές της πτωχευτικής περιουσίας, σύμφωνα με τους κανόνες και τη διαδικασία που ορίστηκαν παραπάνω.

Σύμφωνα με το άρθρο 647 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου, οι παρακάτω πράξεις και συναλλαγές του οφειλέτη, εάν εκτελούνται μέσα στις οριζόμενες χρονικές περιόδους, μπορεί να ακυρωθούν ως προς τους πιστωτές της πτωχευτικής περιουσίας:

  1. οι συναλλαγές χωρίς αντάλλαγμα, εκτός από συνήθεις δωρεές, που συνάπτονται με συμβαλλόμενο ο οποίος συνδέεται με τον οφειλέτη σε διάστημα τριών ετών πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  2. οι συναλλαγές χωρίς αντάλλαγμα που συνάπτονται σε διάστημα δύο ετών πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  3. οι συναλλαγές ελλειμματικής αξίας που συνάπτονται σε διάστημα δύο ετών πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, αλλά όχι πριν από την έναρξη της αφερεγγυότητας ή της υπερχρέωσης.
  4. οι υποθήκες, τα ενέχυρα ή οι προσωπικές ασφάλειες που συστάθηκαν ως προς υποχρεώσεις σε διάστημα ενός έτους πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, αλλά όχι πριν από την έναρξη της αφερεγγυότητας ή της υπερχρέωσης
  5. οι υποθήκες, τα ενέχυρα ή οι προσωπικές ασφάλειες που συστάθηκαν ως προς υποχρεώσεις τρίτων σε διάστημα δύο ετών πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, αλλά όχι πριν από την έναρξη της αφερεγγυότητας ή της υπερχρέωσης
  6. οι συναλλαγές που είναι επιζήμιες για τους πιστωτές και συνήφθησαν με έναν συμβαλλόμενο ο οποίος συνδέεται με τον οφειλέτη σε διάστημα δύο ετών πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Το άρθρο 647 παράγραφος 1 του εμπορικού νόμου εφαρμόζεται επίσης στις πράξεις και τις συναλλαγές που έχουν διενεργηθεί/καταρτιστεί στο διάστημα που μεσολαβεί από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας έως την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Η ακύρωση δεν θίγει τα δικαιώματα των καλόπιστων τρίτων που έχουν αποκτηθεί έναντι ανταλλάγματος πριν από την κατάθεση της αίτησης.

Ένας συμψηφισμός μπορεί να ακυρωθεί ως προς τους πιστωτές της πτωχευτικής περιουσίας, εάν ο πιστωτής απέκτησε την απαίτηση και βάρυνε τον οφειλέτη με υποχρέωση πριν από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, γνωρίζοντας κατά τον χρόνο της απόκτησης της απαίτησης ή της επιβάρυνσης με την υποχρέωση ότι ο οφειλέτης ήταν υπερχρεωμένος ή αφερέγγυος ή ότι είχε κατατεθεί αίτηση για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Ανεξάρτητα από τον χρόνο δημιουργίας των αμοιβαίων οφειλών, ο συμψηφισμός που πραγματοποιείται από τον οφειλέτη μετά την κήρυξη της αφερεγγυότητας ή της υπερχρέωσης, και πάντως μέσα στο έτος που προηγήθηκε της ημερομηνίας που κατατέθηκε η αίτηση, είναι άκυρος ως προς τους πιστωτές της πτωχευτικής περιουσίας, εκτός από το τμήμα της οφειλής που θα λάμβανε ο πιστωτής κατά τον χρόνο της διανομής μετά τη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων.

Το άρθρο 135 του νόμου περί ενοχών και συμβάσεων διέπει τις αγωγές που μπορεί να ασκήσει ο διαχειριστής ή ένας πιστωτής για την ακύρωση των επιζήμιων πράξεων του οφειλέτη εάν οι επιζήμιες επιπτώσεις τους ήταν γνωστές στον οφειλέτη. Όταν κίνητρο της αγωγής είναι το κέρδος, ο διάδικος με τον οποίο διαπραγματεύεται ο οφειλέτης ομοίως τεκμαίρεται ότι έχει γνώση της ζημίας. Η ακυρότητα δεν θίγει τα δικαιώματα των καλόπιστων τρίτων που έχουν αποκτηθεί έναντι ανταλλάγματος, πριν από την κατάθεση της αγωγής ακύρωσης της συναλλαγής. Η γνώση τεκμαίρεται έως αποδείξεως του αντιθέτου, εάν ο τρίτος είναι σύζυγος, ανιών, κατιών ή αδελφός του οφειλέτη. Η πράξη που διενεργείται πριν από την έγερση μιας απαίτησης, είναι άκυρη μόνον εφόσον πραγματοποιήθηκε από τον οφειλέτη ή το μέρος με το οποίο διαπραγματεύτηκε ο οφειλέτης με σκοπό τη ζημία του πιστωτή.

Οι αγωγές με αίτημα την ακύρωση ή κήρυξη της ακυρότητας πράξεων ή συναλλαγών ως προς τους πιστωτές της πτωχευτικής περιουσίας και οι παρακολουθηματικές αγωγές για εκτέλεση προκειμένου να αυξηθεί η πτωχευτική περιουσία μπορεί να ασκηθούν από τον διαχειριστή, ή σε περίπτωση που δεν το πράξει ο διαχειριστής, από οποιονδήποτε πιστωτή της πτωχευτικής περιουσίας. Όταν η αγωγή κατατίθεται από τον πιστωτή, το δικαστήριο καθιστά τον διαχειριστή ομόδικο ενάγοντα, με ίδια πρωτοβουλία (sua sponte). Σε περίπτωση που η αγωγή έχει κατατεθεί από πιστωτή, δεν επιτρέπεται η δεύτερη κατάθεση αγωγής ως προς την ίδια απαίτηση. Ωστόσο, ο δεύτερος πιστωτής μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να λάβει τη θέση του ομόδικου ενάγοντα πριν από την πρώτη δικάσιμο, σε περίπτωση που μια αμετάκλητη απόφαση που έχει αναπτύξει τα έννομα αποτελέσματά της, είναι έγκυρη και εκτελεστή για τον οφειλέτη, τον διαχειριστή και όλους τους πιστωτές.

Εάν το δικαστήριο κηρύξει άκυρη μια συναλλαγή που αφορά τους πιστωτές της πτωχευτικής περιουσίας, επιστρέφονται τα περιουσιακά στοιχεία που έχει παράσχει τρίτος και ο εν λόγω τρίτος αποκτά την ιδιότητα του πιστωτή στη διαδικασία εάν τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία δεν περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία ή οφείλονται χρηματικά ποσά.

Η αγωγή ακύρωσης μιας συναλλαγής του διαχειριστή στην κύρια ή δευτερεύουσα διαδικασία αφερεγγυότητας στο πλαίσιο της οποίας κηρύχθηκε αφερέγγυος ένας έμπορος από αλλοδαπό δικαστήριο ή στη δευτερεύουσα διαδικασία που κινείται από δικαστήριο της Βουλγαρίας, εάν ο έμπορος έχει στην κυριότητά του σημαντικά περιουσιακά στοιχεία στη Βουλγαρία, θεωρείται ότι έχει ασκηθεί και στις δύο διαδικασίες.

Τελευταία επικαιροποίηση: 17/02/2021

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Αφερεγγυότητα/πτώχευση - Τσεχία

Νομικό πλαίσιο

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας στην Τσεχική Δημοκρατία ρυθμίζονται κυρίως από τον νόμο αριθ. 182/2006 περί αφερεγγυότητας και διαδικασιών αφερεγγυότητας (Zákon č. 182/2006 Sb., o úpadku a způsobech jeho řešení) (ο «νόμος περί αφερεγγυότητας»), σε συνδυασμό με τον νόμο αριθ. 99/1963 περί κώδικα πολιτικής δικονομίας (Zákon č. 99/1963 Sb., občanský soudní řád).

Άλλο σημαντικό νομοθέτημα αποτελεί ο νόμος αριθ. 312/2006 σχετικά με τους διαχειριστές αφερεγγυότητας (Zákon č. 312/2006 Sb., o insolvenčních správcích), ο οποίος (σε συνδυασμό με τον νόμο περί αφερεγγυότητας) θεσπίζει το νομικό πλαίσιο για το επάγγελμα του διαχειριστή αφερεγγυότητας.

Η τρέχουσα έκδοση των εν λόγω διατάξεων είναι διαθέσιμη Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροεδώ.

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Διαδικασία αφερεγγυότητας μπορεί να κινηθεί κατά φυσικών και νομικών προσώπων, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού τους ως επιχειρηματικών οντοτήτων.

Τα διάφορα είδη διαδικασιών αφερεγγυότητας (πτώχευση, εξυγίανση, διαγραφή χρεών) διαφέρουν ως προς τις οντότητες για τις οποίες προορίζονται. Ενώ μπορεί να κατατεθεί αίτηση πτώχευσης για το σύνολο των οντοτήτων, η εξυγίανση αφορά αποκλειστικά τις επιχειρήσεις, ενώ η διαγραφή χρεών εφαρμόζεται πρωτίστως στις μη επιχειρηματικές οντότητες (όπως επεξηγείται κατωτέρω).

Δεν μπορεί να κινηθεί διαδικασία αφερεγγυότητας κατά του κράτους, των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης, πολιτικών κομμάτων και κινημάτων κατά τη διάρκεια των εκλογών, καθώς και κατά λοιπών επιλεγμένων οντοτήτων κυρίως δημοσίου δικαίου. Εφαρμόζονται ειδικοί κανόνες όσον αφορά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τις ασφαλιστικές εταιρείες.

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

Αφερεγγυότητα ή επικείμενη αφερεγγυότητα

Η διαδικασία αφερεγγυότητας συνιστά δικαστική διαδικασία για την αντιμετώπιση της αφερεγγυότητας ή επικείμενης αφερεγγυότητας οφειλέτη. Η βασική προϋπόθεση, ως εκ τούτου, είναι η ύπαρξη κατάστασης αφερεγγυότητας ή επικείμενης αφερεγγυότητας.

Λογίζεται ότι ένας οφειλέτης είναι αφερέγγυος εάν (σωρευτικοί όροι):

  • ο οφειλέτης έχει περισσότερους από έναν πιστωτές
  • ο οφειλέτης έχει οφειλές χρηματικής φύσης που είναι ληξιπρόθεσμες για πάνω από 30 ημέρες
  • ο οφειλέτης αδυνατεί να εκπληρώσει τις εν λόγω υποχρεώσεις του.

Ο οφειλέτης λογίζεται ότι είναι αφερέγγυος ιδιαίτερα εάν έχει προβεί σε παύση πληρωμών ως προς σημαντικό ποσοστό των οφειλών του ή εάν δεν εκπληρώνει τις σχετικές υποχρεώσεις του για χρονικό διάστημα άνω των τριών μηνών αφότου καταστούν ληξιπρόθεσμες ή εάν ληξιπρόθεσμες χρηματικές απαιτήσεις κατά του οφειλέτη δεν μπορούν να ικανοποιηθούν μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης ή κατάσχεσης.

Εάν ο οφειλέτης είναι επιχειρηματική οντότητα (είτε πρόκειται για νομικό είτε για φυσικό πρόσωπο) λογίζεται επίσης ως αφερέγγυος εάν είναι υπερχρεωμένος. Οι οφειλέτες χαρακτηρίζονται ως υπερχρεωμένοι εάν έχουν πολλαπλούς πιστωτές και το σύνολο των οφειλών τους υπερβαίνει την αξία των περιουσιακών τους στοιχείων.

Επικείμενη αφερεγγυότητα υπάρχει όταν, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων, μπορεί ευλόγως να συναχθεί ότι ο οφειλέτης δεν θα είναι σε θέση να ικανοποιήσει ουσιώδες τμήμα των χρηματικών του υποχρεώσεων δεόντως και εγκαίρως.

Είδη διαδικασιών αφερεγγυότητας

Το τσεχικό δίκαιο διακρίνει τρεις βασικούς τρόπους για την αντιμετώπιση της αφερεγγυότητας ή της επικείμενης αφερεγγυότητας οφειλέτη στο πλαίσιο των διαδικασιών αφερεγγυότητας:

  • την πτώχευση (konkurs)
  • την εξυγίανση (reorganizace)
  • τη διαγραφή χρεών (oddlužení).

Ο νόμος περί αφερεγγυότητας δεν ορίζει ποια από τις διαφορετικές μεθόδους αντιμετώπισης αφερεγγυότητας πρέπει να χρησιμοποιείται από τον εκάστοτε οφειλέτη, αλλά αφήνει την επιλογή στη διακριτική ευχέρεια των ενδιαφερομένων. Παρέχεται η δυνατότητα για κίνηση διαδικασίας εκκαθάρισης (πτώχευση), αλλά επίσης προσφέρεται η δυνατότητα μεθόδων ανάκαμψης (εξυγίανση και διαγραφή χρεών). Η επιλογή της κατάλληλης μεθόδου για την αντιμετώπιση της αφερεγγυότητας οφειλέτη πρέπει να γίνεται με γνώμονα τη βέλτιστη δυνατή έκβαση για τους πιστωτές.

Η πτώχευση είναι ένας γενικός τρόπος αντιμετώπισης της αφερεγγυότητας, στο πλαίσιο του οποίου, βάσει δικαστικής απόφασης που κηρύσσει τον οφειλέτη σε πτώχευση, οι αναγνωρισμένες απαιτήσεις των πιστωτών ικανοποιούνται κατά βάση από τη ρευστοποίηση της περιουσίας του οφειλέτη. Οι απαιτήσεις που δεν έχουν ικανοποιηθεί είτε εν μέρει είτε στο σύνολό τους δεν αποσβένονται, με την επιφύλαξη αντίθετης διάταξης του νόμου. Η εν λόγω μέθοδος αφερεγγυότητας χρησιμοποιείται πάντα όταν είναι αδύνατη η χρήση των επιεικέστερων μεθόδων της εξυγίανσης ή της διαγραφής χρεών κατά του οφειλέτη, η εάν καταστεί σαφές κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ότι δεν μπορούν να συνεχιστούν οι εν λόγω μέθοδοι.

H εξυγίανση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση της αφερεγγυότητας ή επικείμενης αφερεγγυότητας οφειλετών που αποτελούν επιχειρηματικές οντότητες. Συνεπάγεται την αναδιοργάνωση της επιχείρησης. Συνήθως προσδοκάται ότι οι απαιτήσεις των πιστωτών θα ικανοποιηθούν σταδιακά ενώ η επιχείρηση του οφειλέτη παραμένει σε λειτουργία σύμφωνα με μέτρα για την αναζωογόνηση της διαχείρισής της με βάση σχέδιο εξυγίανσης που έχει προηγουμένως εγκριθεί από το πτωχευτικό δικαστήριο. Οι πιστωτές παρακολουθούν την πρόοδο του σχεδίου εξυγίανσης.

Η διαγραφή χρεών συνιστά έναν τρόπο αντιμετώπισης της αφερεγγυότητας ή της επικείμενης αφερεγγυότητας οφειλετών που είναι είτε φυσικά πρόσωπα (ανεξάρτητα από το αν ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα) είτε νομικά πρόσωπα που δεν ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα. Αυτή η μέθοδος αφερεγγυότητας εστιάζει κυρίως σε κοινωνικές παρά σε οικονομικές πτυχές. Σκοπός είναι να παρέχεται στους οφειλέτες η ευκαιρία μιας «νέας αρχής» και να ενθαρρύνονται αυτοί να συμμετέχουν ενεργά στην εξόφληση των οφειλών τους. Γενικά, οι οφειλέτες πρέπει να έχουν τουλάχιστον την ικανότητα να καλύψουν πλήρως την αμοιβή και τα έξοδα του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας και να καταβάλουν τουλάχιστον το ίδιο ποσό στους λοιπούς πιστωτές και, επιπλέον, το πλήρες ποσό των τυχόν νόμιμων υποχρεώσεών τους διατροφής και τις αμοιβές του προσώπου που συνέταξε την αίτηση διαγραφής χρεών. Σε ορισμένες κατηγορίες οφειλετών (δικαιούχοι σύνταξης γήρατος ή αναπηρίας ή πρόσωπα που μπορούν να καλύψουν τις απαιτήσεις των οφειλετών τους ως ένα καθορισμένο ποσοστό) μπορεί να χορηγηθεί διαγραφή χρεών σε συντομότερο διάστημα. Τεκμαίρεται ότι οι απαιτήσεις των ενέγγυων πιστωτών θα ικανοποιηθούν από τη σχετική εμπράγματη ασφάλεια. Παράλληλος σκοπός είναι επίσης η μείωση των δημόσιων δαπανών που πραγματοποιούνται για την ανάκαμψη των προσώπων που βρίσκονται σε κατάσταση κοινωνικής κρίσης. Η διαγραφή χρεών μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ρευστοποίησης της πτωχευτικής περιουσίας ή του καθορισμού χρονοδιαγράμματος αποπληρωμής σε συνδυασμό με τη ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας.

Ποιος νομιμοποιείται ενεργητικά να κινήσει διαδικασία αφερεγγυότητας;

Διαδικασία αφερεγγυότητας μπορεί να κινηθεί μόνον με την κατάθεση σχετικής αίτησης. Η διαδικασία αρχίζει κατά την ημερομηνία κατά την οποία η αίτηση για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας άγεται ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου. Την αίτηση για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας μπορούν να καταθέσουν τόσο οι οφειλέτες όσο και οι πιστωτές, με εξαίρεση τις περιπτώσεις της επικείμενης αφερεγγυότητας, στις οποίες την αίτηση μπορεί να καταθέσει μόνο ο οφειλέτης.

Οι οφειλέτες που είναι επιχειρηματικές οντότητες (φυσικά και νομικά πρόσωπα ομοίως) οφείλουν να καταθέσουν αμελλητί αίτηση για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας μόλις λάβουν γνώση της αφερεγγυότητάς τους ή αφότου θα είχαν λάβει γνώση της αφερεγγυότητάς τους εάν είχαν επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια.

Έναρξη διαδικασίας πτώχευσης

Το πτωχευτικό δικαστήριο εκδίδει απόφαση περί κήρυξης σε πτώχευση με αυτοτελή του απόφαση. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η κήρυξη σε πτώχευση μπορεί να διατάσσεται με την απόφαση περί αφερεγγυότητας (εάν ο οφειλέτης δεν πληροί τους όρους υπαγωγής σε καθεστώς εξυγίανσης ή διαγραφής χρεών). Η κήρυξη σε πτώχευση παράγει αποτελέσματα με τη δημοσίευση της απόφασης περί κήρυξης σε πτώχευση στο μητρώο αφερεγγυότητας.

Έναρξη διαδικασίας εξυγίανσης

Η διαδικασία εξυγίανσης κινείται με την άδεια του πτωχευτικού δικαστηρίου, η οποία εκδίδεται κατόπιν σχετικής αίτησης του οφειλέτη ή αναγγελθέντος πιστωτή.

Η άδεια για τη διαδικασία εξυγίανσης χορηγείται εάν πληρούται ένας από τους παρακάτω όρους (μη σωρευτικοί όροι):

  • o συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών του οφειλέτη κατά την τελευταία λογιστική χρήση πριν από την αίτηση για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας ήταν τουλάχιστον 50 000 000 CZK , ή
  • ο οφειλέτης απασχολεί τουλάχιστον 50 υπαλλήλους, ή
  • ο οφειλέτης υποβάλλει ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, μαζί με την αίτηση για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας ή το αργότερο μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης περί αφερεγγυότητας, σχέδιο εξυγίανσης το οποίο έχει εγκριθεί από τουλάχιστον το 50 % του συνόλου των ενέγγυων πιστωτών (υπολογιζόμενο με βάση το συνολικό ποσό των απαιτήσεών τους) και τουλάχιστον το 50 % των ανέγγυων πιστωτών (επίσης υπολογιζόμενο με βάση το σύνολο των απαιτήσεών τους).

Ο οφειλέτης δεν μπορεί να υπαχθεί σε καθεστώς εξυγίανσης εάν είναι νομικό πρόσωπο υπό εκκαθάριση, εταιρεία εμπορίας κινητών αξιών ή οντότητα εξουσιοδοτημένη να δραστηριοποιείται σε χρηματιστήρια εμπορευμάτων δυνάμει ειδικού νόμου.

Το πτωχευτικό δικαστήριο επιτρέπει την εξυγίανση εφόσον πληρούνται οι αντίστοιχες νόμιμες προϋποθέσεις. Η εν λόγω απόφαση δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα.

Το πτωχευτικό δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση για χορήγηση άδειας υπαγωγής σε καθεστώς εξυγίανσης εφόσον: α) λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων, μπορεί εύλογα να συναχθεί η ύπαρξη κακόβουλης πρόθεσης, β) η αίτηση έχει κατατεθεί εκ νέου από πρόσωπο του οποίου έχει ήδη εκδικαστεί αίτηση για χορήγηση άδειας υπαγωγής σε καθεστώς εξυγίανσης ή γ) η αίτηση έχει κατατεθεί από πιστωτή αλλά δεν έχει εγκριθεί στο πλαίσιο συνέλευσης των πιστωτών. Κατά τέτοιας απόφασης μπορούν να ασκήσουν έφεση μόνο οι ασκήσαντες την αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση.

Έναρξη διαδικασίας διαγραφής χρεών

Αίτηση για υπαγωγή σε καθεστώς διαγραφής χρεών μπορεί να καταθέσει ο οφειλέτης με τη χρήση προβλεπόμενου συναφώς εντύπου, ενώ, εφόσον συντρέχει περίπτωση, η αίτηση υποβάλλεται μαζί με αίτηση για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας (εάν δεν έχει ήδη κινηθεί διαδικασία αφερεγγυότητας από πιστωτή). Συναφώς, υφίσταται ο περιορισμός ότι την αίτηση για υπαγωγή σε καθεστώς διαγραφής χρεών για τον οφειλέτη πρέπει να υποβάλει δικηγόρος, συμβολαιογράφος, δικαστικός επιμελητής, διαχειριστής διαδικασιών αφερεγγυότητας ή άλλο πρόσωπο πιστοποιημένο να εκτελεί καθήκοντα δημόσιου συμφέροντος. Ο οφειλέτης δικαιούται να υποβάλει μόνος του την αίτηση αν διαθέτει πανεπιστημιακό πτυχίο νομικής ή οικονομικών επιστημών.

Η αίτηση για τη διαγραφή χρεών μαζί με τα παραρτήματά της πρέπει να περιέχει, ιδίως, στοιχεία σχετικά με τα παρελθόντα και τα προσδοκώμενα μελλοντικά εισοδήματα του οφειλέτη, κατάλογο των περιουσιακών του στοιχείων, καθώς και ένορκη δήλωση στην οποία να δηλώνεται ότι, κατά την κατάρτιση της αίτησης αφερεγγυότητας, ο οφειλέτης ενημερώθηκε για τις υποχρεώσεις του στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ότι θα ρυθμίσει δεόντως τις οφειλές κατά την εξόφληση των υποχρεώσεών, ότι θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια που ευλόγως θα του ζητηθεί για να εξοφλήσει πλήρως τους πιστωτές του, ότι θα συμμορφωθεί με όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον νόμο περί αφερεγγυότητας και την απόφαση έγκρισης της διαγραφής χρεών, και ότι θα δηλώσει το σύνολο των εισοδημάτων του.

Το πτωχευτικό δικαστήριο εγκρίνει την αίτηση για διαγραφή χρεών εάν πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις. Απορρίπτει την αίτηση για διαγραφή χρεών εάν, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων, μπορεί εύλογα να συναχθεί η ύπαρξη κακόβουλης πρόθεσης ή ότι ο οφειλέτης δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσει την ελάχιστη καταβολή. Η ελάχιστη καταβολή πρέπει να καλύπτει πλήρως την αμοιβή και τα έξοδα του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, τις εκκρεμείς και τις τρέχουσες πληρωμές διατροφής, την αμοιβή του προσώπου που συνέταξε την αίτηση υπαγωγής σε καθεστώς διαγραφής χρεών και ορισμένο ποσό προς καταβολή στους ανέγγυους πιστωτές. Το πτωχευτικό δικαστήριο επίσης απορρίπτει την αίτηση για διαγραφή χρεών εάν από τη μέχρι τούδε διαδικασία προκύπτει ότι ο οφειλέτης επέδειξε αμέλεια ή απερισκεψία κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Ομοίως, το δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση του οφειλέτη αν α) έχει χορηγηθεί στον οφειλέτη διαγραφή χρεών εντός της προηγούμενης δεκαετίας, β) τερματίστηκε διαδικασία διαγραφής χρεών υπέρ του οφειλέτη εντός της προηγούμενης πενταετίας λόγω κακόβουλης πρόθεσης του οφειλέτη ή γ) τερματίστηκε διαδικασία διαγραφής χρεών υπέρ του οφειλέτη εντός του προηγούμενου τριμήνου λόγω ανάκλησης της σχετικής αίτησης. Αίτηση δεν απορρίπτεται για τους παραπάνω λόγους αν ο οφειλέτης ανέλαβε την υποχρέωση για δικαιολογημένη αιτία ή αν υπάρχει σημαντική ανισορροπία μεταξύ του ποσού του χρέους και της παρασχεθείσας υπηρεσίας. Μόνο ο οφειλέτης νομιμοποιείται να ασκήσει έφεση σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης.

Πότε παράγει αποτελέσματα η έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας

Η έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας παράγει αποτελέσματα με τη δημοσίευση ανακοίνωσης περί της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας στο μητρώο αφερεγγυότητας (βλ. παρακάτω). Τα αποτελέσματα που παράγονται με την έναρξη της διαδικασίας διαρκούν έως το πέρας της διαδικασίας αφερεγγυότητας, εκτός εάν ο νόμος ορίζει διαφορετικά για οποιαδήποτε εκ των μεθόδων αφερεγγυότητας.

Προσωρινά μέτρα ενώ εκκρεμεί απόφαση περί αφερεγγυότητας

Το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί να διατάξει αυτεπαγγέλτως προσωρινά μέτρα για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο εκκρεμεί η έκδοση της απόφασής του επί αίτησης για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στον νόμο. Όποιος τυχόν αιτείται τη λήψη προσωρινών μέτρων τα οποία μπορεί άλλως να διατάξει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο δεν υποχρεούται να προβεί σε κατάθεση εγγύησης. Ο οφειλέτης δεν υποχρεούται να προβεί σε κατάθεση εγγύησης όταν αιτείται τη λήψη προσωρινών μέτρων.

Βάσει τέτοιων προσωρινών μέτρων, το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί μεταξύ άλλων:

  • να διορίσει προσωρινό διαχειριστή,
  • να περιορίσει ορισμένα από τα αποτελέσματα που παράγει η έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας,
  • να διατάξει οποιονδήποτε από τους αιτούντες την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας να προβεί σε κατάθεση εγγύησης η οποία να καλύπτει την αποζημίωση για τυχόν ζημίες ή απώλειες του οφειλέτη.

Μητρώο αφερεγγυότητας

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας δημοσιεύονται στο μητρώο αφερεγγυότητας, το οποίο τελεί υπό τη διαχείριση του Υπουργείου Δικαιοσύνης (Ministerstvo spravedlnosti). Πρόκειται για διαδικτυακό σύστημα πληροφοριών της δημόσιας διοίκησης, στο οποίο παρέχεται πρόσβαση στην ηλεκτρονική διεύθυνση Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροhttps://isir.justice.cz

Πρωταρχικός λόγος της σύστασης του μητρώου αφερεγγυότητας είναι η απόδοση της μέγιστης δυνατής δημοσιότητας στις διαδικασίες αφερεγγυότητας και η παροχή της δυνατότητας παρακολούθησης της εξέλιξής τους. Το μητρώο χρησιμοποιείται για τη δημοσίευση αποφάσεων του πτωχευτικού δικαστηρίου σε διαδικασίες αφερεγγυότητας και παρεμπίπτουσες διαφορές, εγγράφων που περιλαμβάνονται σε σχετικές δικογραφίες και άλλων πληροφοριών, όπως ορίζεται από τον νόμο περί αφερεγγυότητας ή διατάσσεται από το πτωχευτικό δικαστήριο.

Το μητρώο αφερεγγυότητας είναι διαθέσιμο στο κοινό (με εξαίρεση ορισμένα στοιχεία), ενώ οποιοσδήποτε έχει το δικαίωμα να το εξετάσει, καθώς και να ζητήσει τη λήψη αντιγράφων και αποσπασμάτων από αυτό.

Εκτός από πηγή πληροφοριών, το μητρώο αφερεγγυότητας διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στη διαδικασία κοινοποίησης εγγράφων, καθώς αποτελεί το μέσο για την επίδοση των περισσότερων δικαστικών αποφάσεων και λοιπών εγγράφων. Η έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά κανόνα καταχωρίζεται στο μητρώο αφερεγγυότητας εντός δύο ωρών από την κατάθεση της σχετικής αίτησης (κατά τη διάρκεια των ωρών λειτουργίας του δικαστηρίου). Στη συνέχεια, όλες οι δικαστικές αποφάσεις και λοιπά έγγραφα δημοσιεύονται στο μητρώο αφερεγγυότητας. Με τον τρόπο αυτό παρέχεται σε όλους εικόνα των διαδικασιών αφερεγγυότητας που διεξάγονται στην Τσεχική Δημοκρατία.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Πτωχευτική περιουσία

Όταν η αίτηση για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας ασκείται από τον οφειλέτη, η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στον οφειλέτη κατά τη στιγμή που αρχίζει να παράγει αποτελέσματα η έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, μαζί με τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Όταν η αίτηση για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας ασκείται από πιστωτή, η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στον οφειλέτη κατά τη στιγμή που τίθενται σε ισχύ τα προσωρινά μέτρα του δικαστηρίου που περιορίζουν (εν όλω ή εν μέρει) το δικαίωμα του οφειλέτη διάθεσης των περιουσιακών του στοιχείων, τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στον οφειλέτη κατά τη στιγμή που τίθενται σε ισχύ οι αποφάσεις περί της αφερεγγυότητας του οφειλέτη, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αφερεγγυότητας αφότου έχουν τεθεί σε ισχύ οι εν λόγω αποφάσεις.

Σε περίπτωση συγκυριότητας του οφειλέτη επί περιουσιακών στοιχείων, στην πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνεται το αντίστοιχο μερίδιο κυριότητας του οφειλέτη. Τα περιουσιακά αυτά στοιχεία αποτελούν τμήμα της πτωχευτικής περιουσίας ακόμα και εάν αποτελούν τμήμα της κοινής γαμικής περιουσίας του οφειλέτη και του/της συζύγου του.

Εκτός από τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, τμήμα της πτωχευτικής περιουσίας αποτελούν, στις περιπτώσεις που αυτό ορίζεται από τον νόμο, και περιουσιακά στοιχεία άλλων προσώπων, ιδίως στοιχεία που έχουν δοθεί ως αντιπαροχή στο πλαίσιο ανίσχυρων δικαιοπραξιών. Για τους σκοπούς της ρευστοποίησης του ενεργητικού, τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία λογίζονται ως τμήμα της περιουσίας του οφειλέτη.

Εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από τον νόμο, η πτωχευτική περιουσία αποτελείται κυρίως από μετρητά, κινητές και ακίνητες αξίες, εξοπλισμό και εγκαταστάσεις, βιβλιάρια καταθέσεων, πιστοποιητικά κατάθεσης και λοιπές μορφές καταθέσεων, μετοχές, ομόλογα, επιταγές και άλλα χρεόγραφα, μερίδια συμμετοχής, χρηματικές και μη χρηματικές απαιτήσεις του οφειλέτη, συμπεριλαμβανόμενων των υπό αίρεση απαιτήσεων και των μη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων, μισθούς, ημερομίσθια και επιμίσθια, καθώς και έσοδα που έχουν χαρακτήρα αμοιβής για εργασία του οφειλέτη, καθώς και άλλα περιουσιακά στοιχεία με αξία αποτιμητή σε χρήμα. Η πτωχευτική περιουσία ομοίως περιλαμβάνει τους τόκους, καρπούς, προσόδους και λοιπά κέρδη που προκύπτουν από τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία.

Εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από τον νόμο, τα περιουσιακά στοιχεία που δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κατάσχεσης ή αναγκαστικής εκτέλεσης δεν αποτελούν μέρος της πτωχευτικής περιουσίας. Το ζήτημα αυτό διέπεται από τον νόμο αριθ. 99/1963 περί κώδικα πολιτικής δικονομίας. Δεν μπορεί να επισπευστεί αναγκαστική εκτέλεση επί των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη τα οποία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση των αναγκών διαβίωσης του ιδίου και της οικογένειάς του ή τα οποία είναι απαραίτητα στο πλαίσιο της εκτέλεσης των καθηκόντων της εργασίας του, καθώς και επί αντικειμένων των οποίων η εκποίηση θα ήταν αντίθετη στα χρηστά ήθη (κυρίως, είδη καθημερινής ένδυσης, κοινά οικιακά σκεύη, δαχτυλίδια γάμου και λοιπά παρόμοια αντικείμενα, ιατροφαρμακευτικά είδη και λοιπά αντικείμενα που είναι απαραίτητα λόγω ασθένειας ή σωματικής ανικανότητας, μετρητά έως το ποσό που αντιστοιχεί στο διπλάσιο του ποσού του ελάχιστου ορίου διαβίωσης, καθώς και κατοικίδια ζώα). Εντούτοις, τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του οφειλέτη δεν αποκλείονται από την πτωχευτική περιουσία. Εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από τον νόμο, η πτωχευτική περιουσία δεν περιλαμβάνει περιουσιακά στοιχεία τα οποία δυνάμει ειδικής νομοθεσίας μπορούν να διατεθούν αποκλειστικά με συγκεκριμένο τρόπο (όπως οι στοχοθετημένες επιχορηγήσεις και οι επιστρεπτέες ενισχύσεις από προϋπολογισμούς κεντρικής ή περιφερειακής διοίκησης ή κρατικού ταμείου).

Μεταχείριση των περιουσιακών στοιχείων που αποκτά ο οφειλέτης ή που περιέρχονται στον οφειλέτη μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας

Σε γενικές γραμμές, τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτά ο οφειλέτης ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας συμπεριλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία. Εντούτοις, ανάλογα με την εφαρμοζόμενη μέθοδο αφερεγγυότητας, μπορεί να υπάρχουν αποκλίσεις στον γενικό αυτό κανόνα. Οι οφειλέτες μπορούν να διαθέσουν στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας μόνο εφόσον τηρούν τους περιορισμούς του εκάστοτε σταδίου της διαδικασίας αφερεγγυότητας και της εκάστοτε μεθόδου αφερεγγυότητας.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

Καθήκοντα και καθεστώς του διαχειριστή αφερεγγυότητας

Η κύρια αποστολή του διαχειριστή αφερεγγυότητας είναι η διαχείριση της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και ο χειρισμός παρεμπιπτουσών και λοιπών διαφορών. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας επιδιώκει την επίτευξη σύμμετρης, ταχείας και οικονομικής ικανοποίησης των πιστωτών στον μέγιστο δυνατό βαθμό.

Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας έχει καθήκον να δρα με επαγγελματική ευσυνειδησία και να επιδεικνύει τη δέουσα επιμέλεια. Πρέπει να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια που μπορεί ευλόγως να απαιτηθεί από αυτόν για την ικανοποίηση των πιστωτών στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Πρέπει να θέτει το κοινό συμφέρον των πιστωτών πάνω από τα ίδια συμφέροντά του και τα συμφέροντα άλλων προσώπων.

Στις διαδικασίες πτώχευσης, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας αναλαμβάνει την εξουσία διάθεσης της πτωχευτικής περιουσίας, την άσκηση των σχετικών δικαιωμάτων και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του οφειλέτη που συνδέονται με την πτωχευτική περιουσία. Ιδίως, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ασκεί τα εταιρικά δικαιώματα που ανήκουν σε εταιρικά μερίδια τα οποία περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία, ενεργεί ως εργοδότης έναντι των εργαζομένων του οφειλέτη και είναι υπεύθυνος για τη λειτουργία της επιχείρησης του οφειλέτη, καθώς και για την τήρηση των λογιστικών βιβλίων και τη φορολογική συμμόρφωσή της. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας είναι κατά κανόνα υπεύθυνος για τη ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας.

Στις διαδικασίες εξυγίανσης, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας κυρίως επιβλέπει τις δραστηριότητες οφειλέτη που έχει τη διαχείριση της περιουσίας του, είναι υπεύθυνος για τον συνεχή προσδιορισμό της πτωχευτικής περιουσίας και την κατάρτιση σχετικού πίνακα απογραφής, χειρίζεται παρεμπίπτουσες διαφορές, καταρτίζει και συμπληρώνει τον πίνακα πιστωτών, και υποβάλλει αναφορές στην επιτροπή πιστωτών. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ασκεί επίσης τις αρμοδιότητες της γενικής συνέλευσης ή της συνέλευσης των εταίρων του οφειλέτη.

Στις διαδικασίες διαγραφής χρεών, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας, από κοινού με το πτωχευτικό δικαστήριο και τους πιστωτές, επιβλέπει τον οφειλέτη και τις ενέργειές του, ρευστοποιεί τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη και πραγματοποιεί τις μηνιαίες πληρωμές στους πιστωτές, σύμφωνα με το οριζόμενα στο σχετικό χρονοδιάγραμμα πληρωμών.

Καθεστώς του οφειλέτη

Στις διαδικασίες πτώχευσης, ο οφειλέτης χάνει την εξουσία διάθεσης της πτωχευτικής περιουσίας, καθώς και τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων και εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που συνδέονται με την πτωχευτική περιουσία. Η εξουσία αυτή μεταβιβάζεται στον διαχειριστή αφερεγγυότητας. Ο νόμος ορίζει ότι οι σχετικές δικαιοπραξίες στις οποίες προβαίνει ο οφειλέτης μετά τη μεταβίβαση της εξουσίας διάθεσης της πτωχευτικής περιουσίας στον διαχειριστή αφερεγγυότητας είναι ανίσχυρες έναντι των πιστωτών.

Στις διαδικασίες εξυγίανσης, η πτωχευτική περιουσία παραμένει υπό τη διαχείριση του οφειλέτη με ορισμένους περιορισμούς. Δικαιοπραξίες ουσιώδους σημασίας για τη διάθεση και διαχείριση της πτωχευτικής περιουσίας μπορούν να εκτελεσθούν από τον οφειλέτη που έχει τη διαχείριση της περιουσίας του μόνο κατόπιν έγκρισης της επιτροπής πιστωτών. Οφειλέτης που παραβαίνει την ως άνω υποχρέωση οφείλει να αποκαταστήσει κάθε ζημιά ή άλλη απώλεια που υπέστη συναφώς πιστωτής ή τρίτος. Τα μέλη του οργάνου διοίκησης του οφειλέτη ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρον για τις εν λόγω ζημιές ή απώλειες. «Δικαιοπραξίες ουσιώδους σημασίας» είναι εκείνες που μεταβάλλουν ουσιωδώς την αξία της πτωχευτικής περιουσίας, τη θέση των πιστωτών ή τον βαθμό ικανοποίησης των πιστωτών. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ασκεί τις αρμοδιότητες της γενικής συνέλευσης ή της συνέλευσης των εταίρων του οφειλέτη.

Στις διαδικασίες εξυγίανσης, η πτωχευτική περιουσία παραμένει υπό τη διαχείριση του οφειλέτη με ορισμένους περιορισμούς. Ο οφειλέτης τελεί υπό την εποπτεία του πτωχευτικού δικαστηρίου, του διαχειριστή αφερεγγυότητας και των πιστωτών.

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Σε γενικές γραμμές, ο συμψηφισμός ρυθμίζεται στον τσεχικό αστικό κώδικα. Κατά κανόνα, εάν τα μέρη διατηρούν αμοιβαία αντίθετες ομοειδείς απαιτήσεις, οποιοδήποτε εκ των μερών μπορεί να προβεί σε δήλωση συμψηφισμού της απαίτησής του με την ανταπαίτηση του αντισυμβαλλομένου του. Συμψηφισμός μπορεί να προβληθεί οσάκις ένα μέρος έχει το δικαίωμα τόσο να αξιώσει την ικανοποίηση της απαίτησής του όσο και να εκπληρώσει τη δική του οφειλή. Ο συμψηφισμός οδηγεί στην απόσβεση των αντίθετων απαιτήσεων στον βαθμό που συμπίπτουν. Εάν δεν αλληλοκαλύπτονται απόλυτα, οι απαιτήσεις αποσβένονται με συμψηφισμό κατά τρόπο παρόμοιο με αυτόν της εκπλήρωσης της παροχής. Τα αποτελέσματα αυτά παράγονται όταν δύο απαιτήσεις πληρούν τις προϋποθέσεις για συμψηφισμό.

Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, οι αντίθετες απαιτήσεις του πιστωτή και του οφειλέτη μπορούν να συμψηφιστούν μετά την απόφαση περί αφερεγγυότητας εφόσον οι κατά νόμο απαιτούμενες προϋποθέσεις για τον συμψηφισμό (βάσει του τσεχικού αστικού κώδικα) έχουν ήδη πληρωθεί πριν από την έκδοση της απόφασης περί της μεθόδου που θα χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση της αφερεγγυότητας, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στον νόμο περί αφερεγγυότητας (π.χ. παράταση της προθεσμίας για τις απαιτήσεις που απορρέουν από τη μίσθωση κατοικίας).

Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας ο συμψηφισμός απαγορεύεται εάν ο πιστωτής του οφειλέτη:

  • δεν έχει αναγγελθεί ως πιστωτής όσον αφορά την προτεινόμενη σε συμψηφισμό απαίτηση, ή
  • έχει αποκτήσει την προτεινόμενη σε συμψηφισμό απαίτηση βάσει ανίσχυρης δικαιοπραξίας, ή
  • γνώριζε την αφερεγγυότητα του οφειλέτη κατά τον χρόνο της απόκτησης της προτεινόμενης σε συμψηφισμό απαίτησης, ή
  • δεν έχει ικανοποιήσει ακόμη τη ληξιπρόθεσμη απαίτηση του οφειλέτη στον βαθμό που ξεπερνά την προτεινόμενη σε συμψηφισμό δική του απαίτηση, ή
  • στις περιπτώσεις που ορίζονται βάσει προσωρινών μέτρων που διατάζει το πτωχευτικό δικαστήριο.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Αμφοτεροβαρείς συμβάσεις

Εάν ο οφειλέτης, κατά τον χρόνο της κήρυξης της πτώχευσης ή της έγκρισης της υπαγωγής σε καθεστώς εξυγίανσης ή διαγραφής χρεών, είναι συμβαλλόμενο μέρος σε αμφοτεροβαρή σύμβαση, συμπεριλαμβανόμενων των προσυμφώνων, η οποία ακόμα δεν έχει εκτελεστεί πλήρως, είτε εκ μέρους του οφειλέτη είτε εκ μέρους του αντισυμβαλλομένου του, κατά τον χρόνο της κήρυξης της πτώχευσης ή της έγκρισης της υπαγωγής σε καθεστώς εξυγίανσης ή διαγραφής χρεών, ισχύουν τα ακόλουθα:

– στις διαδικασίες πτώχευσης ή διαγραφής χρεών, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί είτε να προβεί στην εκτέλεση της σύμβασης αντί του οφειλέτη και να απαιτήσει την εκπλήρωση της παροχής του αντισυμβαλλομένου είτε να αρνηθεί την εκτέλεση της σύμβασης

– στις διαδικασίες εξυγίανσης, ο οφειλέτης που έχει τη διαχείριση της περιουσίας του διαθέτει ομοίως την εξουσία να προβεί στις ως άνω ενέργειες, υπό την επιφύλαξη της έγκρισης της επιτροπής των πιστωτών.

Στις διαδικασίες πτώχευσης ή διαγραφής χρεών, αν ο διαχειριστής αφερεγγυότητας δεν δηλώσει εντός 30 ημερών από την απόφαση περί κήρυξης της πτώχευσης ή έγκρισης της υπαγωγής στο καθεστώς διαγραφής χρεών ότι η σύμβαση θα εκτελεστεί, λογίζεται ότι έχει αρνηθεί την εκτέλεση της σύμβασης. Στις διαδικασίες εξυγίανσης, αν ο οφειλέτης που διατηρεί τη διαχείριση της περιουσίας του δεν δηλώσει ότι αρνείται την εκτέλεση της σύμβασης εντός 30 ημερών από την έγκριση της υπαγωγής σε καθεστώς εξυγίανσης, υποχρεούται να εκτελέσει την αμφοτεροβαρή σύμβαση.

Αντισυμβαλλόμενος που υποχρεούται να εκπληρώσει πρώτος την παροχή του δύναται να αρνηθεί την εκπλήρωση έως ότου πραγματοποιηθεί ή διασφαλιστεί η αμοιβαία εκπλήρωση, εκτός εάν η σύμβαση συνάφθηκε από τον αντισυμβαλλόμενο μετά τη δημοσίευση της απόφασης περί αφερεγγυότητας.

Εάν ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ή ο οφειλέτης που έχει τη διαχείριση της περιουσίας του αρνηθεί την εκτέλεση της σύμβασης, ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να αξιώσει αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη, αναγγέλλοντας τη σχετική αξίωσή του εντός 30 ημερών από την άρνηση της εκτέλεσης. Οι απαιτήσεις του αντισυμβαλλομένου που απορρέουν από την εξακολούθηση της σύμβασης μετά την κήρυξη σε πτώχευση συνιστούν απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας.

Ο αντισυμβαλλόμενος δεν μπορεί να απαιτήσει την αναστροφή μερικής εκπλήρωσης στην οποία προέβη πριν από την απόφαση περί αφερεγγυότητας επικαλούμενος ότι ο οφειλέτης δεν προέβη στην αντίστοιχη αντιπαροχή.

Συμβάσεις με δήλη ημέρα ή προθεσμία εκπλήρωσης

Εάν έχει συμφωνηθεί ότι ένα παραδοτέο αγαθό με αγοραία τιμή πρέπει να παραδοθεί σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο ή εντός συγκεκριμένης προθεσμίας και το χρονικό σημείο ή η λήξη της προθεσμίας εκπλήρωσης επέλθει μετά την κήρυξη σε πτώχευση, δεν μπορεί να απαιτηθεί η εκπλήρωση της σχετικής παροχής. Μπορεί να απαιτηθεί μόνο αποζημίωση για τη ζημία που προκλήθηκε λόγω της μη εκπλήρωσης της συμβατικής υποχρέωσης του οφειλέτη. Ως «ζημία» νοείται η διαφορά μεταξύ του συμφωνηθέντος τιμήματος και της αγοραίας τιμής κατά την ημερομηνία ισχύος της κήρυξης σε πτώχευση και στον τόπο που ορίζεται στη σύμβαση ως ο τόπος εκπλήρωσης της παροχής. Ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να αξιώσει αποζημίωση ως πτωχευτικός πιστωτής, αναγγέλλοντας τη σχετική απαίτησή του εντός 30 ημερών από την κήρυξη σε πτώχευση.

Δανειακές συμβάσεις

Σε περίπτωση που ο οφειλέτης έχει συνάψει δανειακή σύμβαση, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί, μετά την κήρυξη σε πτώχευση, να απαιτήσει την επιστροφή του δανείου πριν από τη λήξη της συμβατικής περιόδου δανεισμού.

Μίσθωση, υπομίσθωση

Οι συμβάσεις μίσθωσης και υπομίσθωσης ρυθμίζονται λεπτομερώς. Μετά την κήρυξη σε πτώχευση, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας δύναται, μεταξύ άλλων, να καταγγείλει εντός της νόμιμης ή συμβατικής προθεσμίας τις συμβάσεις μίσθωσης ή υπομίσθωσης που έχει συνάψει ο οφειλέτης, ακόμα και όταν πρόκειται για συμβάσεις ορισμένου χρόνου. H περίοδος προειδοποίησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Τα ως άνω ισχύουν με την επιφύλαξη των διατάξεων του τσεχικού αστικού κώδικα με τις οποίες ρυθμίζεται πότε και υπό ποιους όρους μπορεί ο εκμισθωτής να καταγγείλει τη σύμβαση μίσθωσης.

Σχέδια συμβάσεων του οφειλέτη που δεν έχουν ακόμη γίνει δεκτά από τον αντισυμβαλλόμενο κατά τον χρόνο κήρυξης της πτώχευσης

Η κήρυξη σε πτώχευση επιφέρει την απόσβεση των προτάσεων του οφειλέτη για τη σύναψη σύμβασης των οποίων η αποδοχή τελεί σε εκκρεμότητα καθώς και τυχόν σχεδίων σύμβασης που έχουν γίνει δεκτά από τον οφειλέτη αλλά δεν έχουν ακόμη συναφθεί, κατά το μέτρο που αφορούν την πτωχευτική περιουσία. Τα σχέδια σύμβασης τα οποία δεν έχουν ακόμη γίνει δεκτά από τον οφειλέτη κατά την κήρυξη της πτώχευσης μπορούν να γίνουν δεκτά μόνο από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας.

Επιφύλαξη κυριότητας

Εάν ο οφειλέτης έχει προβεί σε πώληση αγαθού με επιφύλαξη της κυριότητας και το έχει παραδώσει στον αγοραστή πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ο αγοραστής μπορεί είτε να επιστρέψει το αγαθό είτε να εμμείνει στην εκτέλεση της σύμβασης. Εάν, πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ο οφειλέτης προβεί σε αγορά και παραλαβή αγαθού με επιφύλαξη της κυριότητας, ο πωλητής δεν μπορεί να απαιτήσει την επιστροφή του αγαθού στην περίπτωση που ο διαχειριστής αφερεγγυότητας εκπληρώσει τις συμβατικές υποχρεώσεις αμελλητί κατόπιν σχετικής όχλησης του πωλητή.

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

Η έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας παράγει τα ακόλουθα αποτελέσματα:

  • αξιώσεις και λοιπά δικαιώματα που αφορούν την πτωχευτική περιουσία δεν μπορούν να προβληθούν με αγωγή εφόσον μπορούν να προβληθούν με αναγγελία
  • το δικαίωμα ικανοποίησης δυνάμει εμπράγματης ασφάλειας επί περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία μπορεί να ασκηθεί και να αποκτηθεί μόνο υπό τους όρους που προβλέπονται στον νόμο περί αφερεγγυότητας. Το ίδιο ισχύει ως προς τη σύσταση δικαστικού ή αναγκαστικού βάρους επί ακινήτου η αίτηση για το οποίο υποβλήθηκε μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας
  • μπορεί να διαταχθεί ή να κινηθεί διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης ή συντηρητικής κατάσχεσης επί περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στον οφειλέτη, καθώς και επί άλλων περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία, αλλά δεν μπορεί ωστόσο να εκτελεσθεί. Για τις απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας καθώς και τις ισοδύναμες με αυτές απαιτήσεις, εντούτοις, είναι δυνατή η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης ή η επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης επί περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία του οφειλέτη δυνάμει σχετικής απόφασης του πτωχευτικού δικαστηρίου και υπό τους όρους που θα θέτει η εν λόγω απόφαση
  • κατά την εκτέλεση απόφασης, δεν είναι δυνατή η άσκηση δικαιώματος συμφωνηθέντος μεταξύ του πιστωτή και του οφειλέτη κατάσχεσης στα χέρια τρίτου μισθών ή άλλων εισοδημάτων που αντιμετωπίζονται ως μισθοί.

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

Οι αποφάσεις περί αφερεγγυότητας επιφέρουν την αναστολή των δικαστικών και διαιτητικών διαδικασιών που αφορούν απαιτήσεις και λοιπά δικαιώματα που σχετίζονται με την πτωχευτική περιουσία και που πρέπει να αναγγελθούν στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή που θεωρούνται ως αναγγελθέντα στη διαδικασία αφερεγγυότητας ή που αφορούν απαιτήσεις που δεν υπάγονται στη διαδικασία αφερεγγυότητας. Πλην εάν ορίζεται διαφορετικά, δεν είναι δυνατή η συνέχιση των εν λόγω διαδικασιών για όσο χρονικό διάστημα τελεί σε ισχύ η απόφαση περί αφερεγγυότητας.

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

Αρχές που σχετίζονται με τη συμμετοχή των πιστωτών

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας βασίζονται, μεταξύ άλλων, στις ακόλουθες αρχές ως προς τη συμμετοχή των πιστωτών:

  • οι διαδικασίες αφερεγγυότητας πρέπει να διεξάγονται κατά τρόπο ώστε κανένα από τα μέρη να μην θίγεται αδικαιολόγητα ή να μην ωφελείται αθέμιτα και ώστε να επιτυγχάνεται η μέγιστη δυνατή, ταχεία και οικονομική ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών
  • οι πιστωτές που εκ του νόμου υπάγονται στο ίδιο ουσιαστικά ή παρόμοιο καθεστώς έχουν όμοιες ευκαιρίες στη διαδικασία αφερεγγυότητας
  • πλην αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, δικαιώματα που απέκτησε καλόπιστα πιστωτής πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν μπορούν να περιοριστούν με απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου ή ως συνέπεια της διαδικασίας που εφαρμόζει ο διαχειριστής αφερεγγυότητας
  • οι πιστωτές υποχρεούνται να απέχουν από πράξεις που σκοπούν στην ικανοποίηση των απαιτήσεών τους εκτός του πλαισίου της διαδικασίας αφερεγγυότητας, με την εξαίρεση των περιπτώσεων που αυτό επιτρέπεται από τον νόμο.

Όργανα των πιστωτών

Τα όργανα των πιστωτών είναι τα εξής:

  • η συνέλευση των πιστωτών,
  • η επιτροπή των πιστωτών (ή ο εκπρόσωπος των πιστωτών).

Η συνέλευση των πιστωτών είναι αρμόδια για την εκλογή και καθαίρεση των μελών και αναπληρωτών μελών της επιτροπής πιστωτών (ή του εκπροσώπου των πιστωτών). Η συνέλευση των πιστωτών μπορεί να διατηρεί υπό την αρμοδιότητά της οτιδήποτε εμπίπτει στις αρμοδιότητες των οργάνων των πιστωτών. Εάν δεν διοριστεί επιτροπή πιστωτών ή εκπρόσωπος των πιστωτών, η συνέλευση των πιστωτών αναλαμβάνει τα καθήκοντα των ως άνω οργάνων, πλην αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά.

Εάν αναγγελθούν περισσότεροι από 50 πιστωτές, η συνέλευση των πιστωτών οφείλει να διορίσει επιτροπή πιστωτών. Αν δεν υπέχει την υποχρέωση αυτή, αρκεί να εκλέξει εκπρόσωπο των πιστωτών.

Η επιτροπή πιστωτών ασκεί τις εξουσίες των οργάνων των πιστωτών, με εξαίρεση τα ζητήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της συνέλευσης των πιστωτών ή που έχουν διατηρηθεί από τη συνέλευση των πιστωτών υπό τη δική της αρμοδιότητα. Ιδίως, η επιτροπή πιστωτών επιβλέπει τις ενέργειες του διαχειριστή αφερεγγυότητας και δύναται να υποβάλλει προτάσεις στο πτωχευτικό δικαστήριο σχετικά με τη διαδικασία αφερεγγυότητας. Η επιτροπή πιστωτών προστατεύει το κοινό συμφέρον των πιστωτών και, σε συνεργασία με τον διαχειριστή αφερεγγυότητας, συμβάλλει στην επίτευξη του σκοπού της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Οι διατάξεις σχετικά με την επιτροπή πιστωτών εφαρμόζονται αναλογικά και στην περίπτωση του εκπροσώπου των πιστωτών.

Κατηγορίες πιστωτών

Ο νόμος διακρίνει μεταξύ ενέγγυων και ανέγγυων πιστωτών.

Ενέγγυοι πιστωτές είναι οι πιστωτές των οποίων η απαίτηση διασφαλίζεται με περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία, με δικαίωμα εμπράγματης ασφάλειας, δικαίωμα επίσχεσης, περιορισμό μεταβίβασης, καταπιστευτική μεταβίβαση δικαιώματος, εγγυητική εκχώρηση απαίτησης ή παρόμοιο δικαίωμα που προβλέπεται από αλλοδαπό δίκαιο.

Οι ενέγγυοι πιστωτές είναι σε θέση να ασκούν σημαντική επιρροή καθ’ όλη την πορεία της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Σε περίπτωση που ο οφειλέτης αποτελεί επιχειρηματική οντότητα που μπορεί να τεθεί σε καθεστώς εξυγίανσης βάσει του νόμου περί αφερεγγυότητας, η λήψη απόφασης σχετικά με τη μέθοδο αντιμετώπισης της αφερεγγυότητας (πτώχευση ή εξυγίανση) απαιτεί τη θετική ψήφο τουλάχιστον του 50 % του συνόλου των ενέγγυων πιστωτών (καθώς επίσης και των ανέγγυων πιστωτών, αντίστοιχα) που παρίστανται στη συνέλευση των πιστωτών, ποσοστό που υπολογίζεται με βάση το ποσό των απαιτήσεών τους, εκτός εάν τουλάχιστον το 90 % των πιστωτών που παρίστανται, ποσοστό που επίσης υπολογίζεται με βάση το ποσό των απαιτήσεών τους, ψηφίσει υπέρ της σχετικής απόφασης. Ενέγγυος πιστωτής μπορεί επίσης να παρέχει δεσμευτικές οδηγίες στον κάτοχο του αγαθού σχετικά με τη διαχείριση του αγαθού που συνιστά την ασφάλεια, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω οδηγίες σκοπούν στην καλή διαχείριση του εν λόγω αγαθού. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας επίσης δεσμεύεται από τις οδηγίες των ενέγγυων πιστωτών ως προς τη μέθοδο ρευστοποίησης της ασφάλειας. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί να μην ακολουθήσει τις εν λόγω οδηγίες εάν κρίνει ότι το αγαθό που συνιστά την ασφάλεια μπορεί να ρευστοποιηθεί με ευνοϊκότερο τρόπο, στην περίπτωση δε αυτή ζητείται από το πτωχευτικό δικαστήριο να κρίνει τις εν λόγω οδηγίες στο πλαίσιο των εποπτικών καθηκόντων του. Η ρευστοποίηση πράγματος, δικαιώματος, απαίτησης ή άλλου περιουσιακού στοιχείου στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας επιφέρει την απάλειψη της ασφάλειας που καλύπτει την απαίτηση του ενέγγυου πιστωτή, ακόμη και εάν ο πιστωτής δεν είχε προβεί στην αναγγελία της απαίτησής του.

Οι απαιτήσεις των ενέγγυων πιστωτών ικανοποιούνται καταρχήν από ολόκληρο το προϊόν της ρευστοποίησης, αφού αφαιρεθεί η αμοιβή του διαχειριστή αφερεγγυότητας και τα έξοδα διαχείρισης και ρευστοποίησης, ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου σύστασης της ασφάλειας. Τυχόν τμήμα των απαιτήσεων των ενέγγυων πιστωτών που δεν ικανοποιείται δεν αποσβέννυνται στο πλαίσιο της πτώχευσης, αλλά ικανοποιείται κατ’ αναλογία με τις απαιτήσεις των ανέγγυων πιστωτών.

Όλοι οι υπόλοιποι πιστωτές καλούνται ανέγγυοι πιστωτές. Βρίσκονται σε λιγότερο ευνοϊκή θέση στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας και το προβλεπόμενο επίπεδο ικανοποίησης των σχετικών απαιτήσεών τους είναι συνήθως, βάσει των σχετικών στατιστικών στοιχείων, πολύ χαμηλότερο.

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί να χρησιμοποιεί τα περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας κατά τη διάρκεια διαδικασίας πτώχευσης. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας διαθέτει εξουσία διάθεσης των στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας, άσκησης των δικαιωμάτων και εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του οφειλέτη που συνδέονται με την πτωχευτική περιουσία. Ιδίως, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ασκεί τα εταιρικά δικαιώματα που ανήκουν σε εταιρικά μερίδια τα οποία περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία, λαμβάνει αποφάσεις επί ζητημάτων εμπορικού απορρήτου και λοιπών ζητημάτων εμπιστευτικότητας, ενεργεί ως εργοδότης έναντι των εργαζομένων του οφειλέτη και είναι υπεύθυνος για τη λειτουργία της επιχείρησης του οφειλέτη, καθώς και για την τήρηση των λογιστικών βιβλίων και τη φορολογική συμμόρφωσή της. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας είναι καταρχήν υπεύθυνος για τη ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας.

Στις διαδικασίες εξυγίανσης και διαγραφής χρεών, ο οφειλέτης συνεχίζει να διαθέτει τα εν λόγω δικαιώματα, η άσκησή τους ωστόσο υπόκειται σε σημαντικούς περιορισμούς.

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Οι απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας και οι ισοδύναμες με αυτές απαιτήσεις μπορεί να εξοφληθούν στο ακέραιο ανά πάσα στιγμή μετά την έκδοση της απόφασης περί αφερεγγυότητας.

Γίνεται η εξής διάκριση:

  • απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας που γεννώνται μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή μετά τη δήλωση αναστολής πληρωμών (ιδίως, για την επιστροφή δαπανών σε μετρητά και η αμοιβή του προσωρινού διαχειριστή, του εκκαθαριστή του οφειλέτη και των μελών της επιτροπής πιστωτών, καθώς και οι απαιτήσεις των πιστωτών που απορρέουν από χρηματοδότηση μέσω πιστώσεων),
  • απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας που γεννώνται μετά την έκδοση της απόφασης περί αφερεγγυότητας (ιδίως, οι δαπάνες σε μετρητά και η αμοιβή του διαχειριστή αφερεγγυότητας, τέλη, φόροι, εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, εισφορές που σχετίζονται με την κρατική πολιτική απασχόλησης, καθώς και εισφορές δημόσιας υγειονομικής ασφάλισης).
  • απαιτήσεις που ισοδυναμούν με απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας (ιδίως, οι εργατικές απαιτήσεις των υπαλλήλων του οφειλέτη, καθώς και απαιτήσεις πιστωτών από νόμιμη υποχρέωση διατροφής).

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

Αναγγελία των απαιτήσεων

Οι πιστωτές αναγγέλλουν τις απαιτήσεις τους ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου και με τη χρήση τυποποιημένου εντύπου, μπορούν δε να προβούν στην αναγγελία από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας μέχρι τη λήξη της προθεσμίας που τάσσει η απόφαση περί αφερεγγυότητας, η οποία είναι η ίδια για όλα τα είδη διαδικασίας: δύο μήνες. Απαιτήσεις που αναγγέλλονται μετά την πάροδο της εν λόγω προθεσμίας δεν λαμβάνονται υπόψη από το πτωχευτικό δικαστήριο και δεν ρυθμίζονται στη διαδικασία αφερεγγυότητας. Πρέπει επίσης να αναγγελθούν οι απαιτήσεις που έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής αναγνώρισης, καθώς και οι εκτελεστές απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των οποίων η ικανοποίηση επιδιώκεται μέσω διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης ή συντηρητικής κατάσχεσης. Πιστωτής που αναγγέλλει απαιτήσεις ή που θεωρείται αναγγελθείς πιστωτής μπορεί να ανακαλέσει την απαίτησή του ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Τα έγγραφα τα οποία τυχόν αναφέρονται στην αίτηση αναγγελίας πρέπει να επισυνάπτονται στην αίτηση. Η εκτελεστότητα της απαίτησης πρέπει να αποδεικνύεται μέσω δημόσιου εγγράφου.

Για τους σκοπούς του υπολογισμού της παραγραφής ή της αποσβεστικής προθεσμίας δικαιωμάτων, η αίτηση αναγγελίας απαίτησης παράγει τα ίδια αποτελέσματα με εκείνα της άσκησης αγωγής ή της με άλλον τρόπο διεκδίκησης δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου. Η προθεσμία αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου.

Ο πιστωτής είναι υπεύθυνος για την ακρίβεια των στοιχείων που περιέχονται στην αίτηση αναγγελίας απαίτησης. Το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, κατόπιν σχετικής πρότασης του διαχειριστή αφερεγγυότητας, να επιβάλει κυρώσεις σε περίπτωση υπερτίμησης του πραγματικού ποσού απαίτησης (σε ποσοστό άνω του 100%), διατάσσοντας την καταβολή υπέρ της πτωχευτικής περιουσίας ποσού το οποίο καθορίζεται λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων που σχετίζονται με την αναγγελία της απαίτησης και κατόπιν ελέγχου της ίδιας της απαίτησης, με ανώτατο όριο το ποσό κατά το οποίο η αναγγελθείσα απαίτηση υπερέβη την πραγματική βεβαιωθείσα αξία της.

Το δικαίωμα πιστωτή για ικανοποίηση της απαίτησής του από το προϊόν της ρευστοποίησης ασφάλειας δεν λαμβάνεται υπόψη εάν η απαίτηση αναγγελθεί σε εσφαλμένη σειρά κατάταξης ή εάν, κατά τον έλεγχό της, διαπιστωθεί ότι το επίπεδο κάλυψής της από την ασφάλεια είχε υπερεκτιμηθεί σε ποσοστό άνω του 100 %. Στην περίπτωση αυτή, το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί να επιβάλει κυρώσεις στον πιστωτή, διατάσσοντάς τον να καταβάλει ορισμένο (χρηματικό) ποσό υπέρ των ενέγγυων πιστωτών που ανήγγειλαν απαιτήσεις με ασφάλειες επί των ίδιων περιουσιακών στοιχείων. Το ποσό που πρέπει να καταβληθεί ορίζεται από το πτωχευτικό δικαστήριο, το οποίο λαμβάνει υπόψη του όλες τις περιστάσεις υπό τις οποίες ασκήθηκε και εξετάστηκε το δικαίωμα ικανοποίησης της απαίτησης από το προϊόν της ρευστοποίησης ασφάλειας, το δε εν λόγω ποσό μπορεί να ανέλθει έως το ποσό κατά το οποίο η αξία της ασφάλειας που δηλώθηκε στην αίτηση υπερέβαινε την πραγματική βεβαιωθείσα αξία της.

Επαλήθευση των αναγγελθεισών απαιτήσεων

Οι απαιτήσεις που αναγγέλλονται εξετάζονται αρχικά από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας, ο οποίος κυρίως προβαίνει στην αντιπαραβολή τους με τα συνοδευτικά έγγραφα και τους λογαριασμούς και αρχεία που τηρεί ο οφειλέτης σύμφωνα με τη σχετική ειδική νομοθεσία. Στη συνέχεια, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας καλεί τον οφειλέτη να υποβάλει παρατηρήσεις σχετικά με τις απαιτήσεις. Εφόσον συντρέχει περίπτωση, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας διενεργεί την απαραίτητη έρευνα όσον αφορά τις αναγγελθείσες απαιτήσεις, σε συνεργασία με τις αρχές, οι οποίες οφείλουν να παράσχουν τη συνεργασία τους.

Εάν αναγγελία απαίτησης είναι ελλιπής ή πλημμελής, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας καλεί τον οικείο πιστωτή να διορθώσει ή να συμπληρώσει την αναγγελία του εντός 15 ημερών (ή τάσσοντάς του μεγαλύτερη προθεσμία) και του παρέχει σχετικές οδηγίες. Αναγγελίες που δεν συμπληρώνονται ή δεν διορθώνονται δεόντως και εμπροθέσμως παραπέμπονται από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας στο πτωχευτικό δικαστήριο προκειμένου να αποφανθεί αυτό εάν η σχετική αναγγελία πρέπει να ληφθεί υπόψη ή όχι. Ο πιστωτής πρέπει να ενημερωθεί σχετικά.

Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας συντάσσει πίνακα με τις αναγγελθείσες απαιτήσεις. Οι ενέγγυοι πιστωτές καταχωρίζονται χωριστά. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας πρέπει να δηλώνει ρητά την τυχόν απόρριψη απαιτήσεων. Για όλους τους πιστωτές, πρέπει να αναφέρονται όλες οι πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την ταυτοποίησή τους, καθώς και για την αξιολόγηση της γενεσιουργού αιτίας, του ποσού και της κατάταξης των απαιτήσεών τους. Επιπλέον, για τους ενέγγυους πιστωτές, πρέπει να αναφέρεται η αιτία και η μορφή της ασφάλειάς τους.

Ο κατάλογος των αναγγελθεισών απαιτήσεων δημοσιεύεται από το πτωχευτικό δικαστήριο στο μητρώο αφερεγγυότητας πριν από τη συζήτηση για την επαλήθευση των απαιτήσεων. Το πτωχευτικό δικαστήριο δημοσιεύει επίσης στο μητρώο αφερεγγυότητας, χωρίς καθυστέρηση, κάθε μεταβολή που επέρχεται στον πίνακα των αναγγελθεισών απαιτήσεων.

Οι αναγγελθείσες απαιτήσεις στη συνέχεια επαληθεύονται σε συζήτηση επαλήθευσης που διατάσσεται από το πτωχευτικό δικαστήριο. Ο τόπος και η ημερομηνία της συζήτησης ορίζονται από το πτωχευτικό δικαστήριο στην απόφασή του περί αφερεγγυότητας. Οι πιστωτές δύνανται να μεταβάλουν το ποσό της αναγγελθείσας απαίτησής τους μέχρι και το πέρας της συζήτησης επαλήθευσης, εκτός εάν πρόκειται για ασφαλισμένη απαίτηση. Εντούτοις, δεν μπορούν να μεταβληθούν στο πλαίσιο αυτό ούτε η γενεσιουργός αιτία της αναγγελθείσας απαίτησης ούτε η σειρά κατάταξής της.

Αμφισβήτηση των απαιτήσεων

Το κύρος, το ύψος και η σειρά κατάταξης όλων των αναγγελθεισών απαιτήσεων μπορεί να αμφισβητηθούν από τα εξής πρόσωπα: α) τον διαχειριστή αφερεγγυότητας, β) τον οφειλέτη, ή γ) οποιονδήποτε αναγγελθέντα πιστωτή.

Η αμφισβήτηση απαίτησης πιστωτή από άλλο αναγγελθέντα πιστωτή πρέπει να περιέχει τα ίδια στοιχεία με αυτά που πρέπει να περιέχει αγωγή σύμφωνα με τον τσεχικό κώδικα πολιτικής δικονομίας, ενώ πρέπει να διευκρινίζεται με σαφήνεια εάν αμφισβητείται το κύρος, το ύψος ή η σειρά κατάταξης της σχετικής απαίτησης. Η αμφισβήτηση απαίτησης συντάσσεται βάσει τυποποιημένου εντύπου.

Ο νόμος περί αφερεγγυότητας αναγνωρίζει τις ακόλουθες μορφές αμφισβήτησης:

  • αμφισβήτηση του κύρους της απαίτησης, κατά την οποία προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η απαίτηση ουδέποτε γεννήθηκε ή ότι έχει επέλθει πλήρης απόσβεση ή παραγραφή της απαίτησης
  • αμφισβήτηση του ύψους της απαίτησης, κατά την οποία προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η υποχρέωση του οφειλέτη είναι χαμηλότερη σε αξία από το αναγγελθέν ποσό (το πρόσωπο που αμφισβητεί την απαίτηση πρέπει επίσης να δηλώσει το πραγματικό ύψος της απαίτησης)
  • αμφισβήτηση της σειράς κατάταξης της απαίτησης, κατά την οποία προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η απαίτηση έχει λιγότερο προνομιακή κατάταξη από εκείνη που αναφέρεται στην αναγγελθείσα απαίτηση ή αμφισβητείται το δικαίωμα ικανοποίησης της απαίτησης από την ασφάλεια (το πρόσωπο που αμφισβητεί τη σειρά κατάταξης της απαίτησης πρέπει επίσης να προσδιορίσει την ορθή σειρά κατάταξης με βάση την οποία θα πρέπει να ικανοποιηθεί η απαίτηση).

Σε περίπτωση αμφισβήτησης απαίτησης αναγγελθέντος πιστωτή από άλλον αναγγελθέντα πιστωτή, οι εν λόγω πιστωτές καθίστανται αντίδικοι παρεμπίπτουσας διαφοράς. Διαχειριστής αφερεγγυότητας που επιθυμεί να επικουρήσει διάδικο στο πλαίσιο παρεμπίπτουσας διαφοράς στην οποία δεν μετέχει έχει το δικαίωμα να παρέμβει.

Το πτωχευτικό δικαστήριο αποφαίνεται σχετικά με το κύρος, το ύψος και τη σειρά κατάταξης των αμφισβητούμενων απαιτήσεων.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Στο πλαίσιο διαδικασίας πτώχευσης, η πτωχευτική περιουσία ρευστοποιείται. Αυτό σημαίνει ότι το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία μετατρέπεται σε μετρητά προς τον σκοπό της σύμμετρης ικανοποίηση των πιστωτών. Υπεύθυνος για τη ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας είναι ο διαχειριστής αφερεγγυότητας. Το στάδιο αυτό μπορεί να διεξαχθεί μόνο αφότου καταστεί τελεσίδικη η απόφαση πτώχευσης και διεξαχθεί η πρώτη συνέλευση των πιστωτών. Εξαιρούνται από τη ρευστοποίηση τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία υπάρχει άμεσος κίνδυνος φθοράς ή αλλοίωσής τους, ενώ το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει εξαιρέσεις και για άλλους λόγους. Η ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας επιφέρει την απόσβεση όλων των αποτελεσμάτων τυχόν επισπευσθείσας αναγκαστικής εκτέλεσης ή τυχόν διαταχθείσας συντηρητικής κατάσχεσης και όλων των λοιπών ελαττωμάτων που συνδέονται με τη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων, πλην εάν ορίζεται διαφορετικά από τον νόμο.

Η πτωχευτική περιουσία μπορεί να ρευστοποιηθεί με τους εξής τρόπους:

  • με δημόσιο πλειστηριασμό,
  • με την πώληση κινητών και ακίνητων αγαθών βάσει των διατάξεων περί αναγκαστικής εκτέλεσης του τσεχικού κώδικα πολιτικής δικονομίας,
  • με την πώληση περιουσιακών στοιχείων εκτός του πλαισίου δημόσιου πλειστηριασμού,
  • με πλειστηριασμό από δικαστικό επιμελητή.

Εάν το προϊόν της ρευστοποίησης της πτωχευτικής περιουσίας δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του συνόλου των απαιτήσεων, καταβάλλονται αρχικά η αμοιβή του διαχειριστή αφερεγγυότητας και οι δαπάνες σε μετρητά και ακολουθούν οι απαιτήσεις των πιστωτών που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια της αναστολής πληρωμών, οι απαιτήσεις των πιστωτών που απορρέουν από χρηματοδότηση μέσω πιστώσεων, (κατ’ αναλογία) οι δαπάνες συντήρησης και διαχείρισης της πτωχευτικής περιουσίας και οι εργατικές απαιτήσεις των υπαλλήλων του οφειλέτη, οι απαιτήσεις πιστωτών για διατροφή και, τέλος, οι απαιτήσεις για αποζημίωση λόγω σωματικής βλάβης. Οι λοιπές απαιτήσεις ικανοποιούνται συμμέτρως.

Αφού καταστεί τελεσίδικη η απόφαση με την οποία εγκρίνεται η τελική έκθεση, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας υποβάλλει στο πτωχευτικό δικαστήριο σχέδιο απόφασης σχετικά με τη διανομή της πτωχευτικής περιουσίας, δηλώνοντας το ποσό που πρέπει να καταβληθεί για κάθε απαίτηση του αναθεωρημένου πίνακα αναγγελθεισών απαιτήσεων. Στη βάση αυτή, το πτωχευτικό δικαστήριο εκδίδει απόφαση σχετικά με τη διανομή της πτωχευτικής περιουσίας, στην οποία προσδιορίζει τα ποσά που πρέπει να καταβληθούν στους πιστωτές. Όλοι οι πιστωτές που συμπεριλαμβάνονται στον πίνακα διανομής ικανοποιούνται ανάλογα με το βεβαιωθέν ποσό της απαίτησής τους. Πριν από τη διανομή, ικανοποιούνται οι ανεξόφλητες απαιτήσεις που μπορούν να εξοφληθούν ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας πτώχευσης, και ειδικότερα:

  • οι απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας — δαπάνες σε μετρητά και αμοιβή του διαχειριστή αφερεγγυότητας, απαιτήσεις για δαπάνες που σχετίζονται με τη συντήρηση και τη διαχείριση της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη, φόροι, τέλη, εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, εισφορές που σχετίζονται με την κρατική πολιτική απασχόλησης, εισφορές δημόσιας υγειονομικής ασφάλισης κ.λπ.
  • οι ισοδύναμες με αυτές απαιτήσεις — εργατικές απαιτήσεις των υπαλλήλων του οφειλέτη, απαιτήσεις πιστωτών για αποζημίωση λόγω βλάβης στην υγεία, απαιτήσεις του Δημοσίου κ.λπ.
  • οι ασφαλισμένες απαιτήσεις.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

Περάτωση της διαδικασίας πτώχευσης

Μετά τη ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας υποβάλλει μια τελική έκθεση στο πτωχευτικό δικαστήριο. Στην τελική έκθεση πρέπει να περιγράφονται τα γενικά χαρακτηριστικά των ενεργειών στις οποίες προέβη ο διαχειριστής αφερεγγυότητας και να πραγματοποιείται ποσοτικός προσδιορισμός των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Η έκθεση πρέπει να προσδιορίζει το ποσό προς διανομή μεταξύ των πιστωτών και να κατονομάζει εν λόγω πιστωτές, αναφέροντας το ποσό που τους αναλογεί εκ του συνολικού ποσού. Μαζί με την τελική έκθεση, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας υποβάλλει στο πτωχευτικό δικαστήριο δήλωση της αμοιβής και των εξόδων του.

Το πτωχευτικό δικαστήριο ελέγχει την τελική έκθεση και το τιμολόγιο του διαχειριστή αφερεγγυότητας, και, κατόπιν ακρόασης του τελευταίου, διορθώνει τυχόν σφάλματα και παραλείψεις σε αυτά. Το πτωχευτικό δικαστήριο κοινοποιεί την αναθεωρημένη τελική έκθεση του διαχειριστή αφερεγγυότητας στα μέρη μέσω της δημοσίευσής της υπό τη μορφή δημόσιας ανακοίνωσης. Αφού καταστεί τελεσίδικη η απόφαση με την οποία εγκρίνεται η τελική έκθεση, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας υποβάλλει στο πτωχευτικό δικαστήριο σχέδιο απόφασης σχετικά με τη διανομή της πτωχευτικής περιουσίας, δηλώνοντας το ποσό που πρέπει να καταβληθεί για κάθε απαίτηση του αναθεωρημένου πίνακα αναγγελθεισών απαιτήσεων. Στη συνέχεια, το πτωχευτικό δικαστήριο εκδίδει απόφαση σχετικά με τη διανομή της περιουσίας, στην οποία προσδιορίζει τα ποσά που πρέπει να καταβληθούν στους πιστωτές. Όλοι οι πιστωτές που συμπεριλαμβάνονται στον πίνακα διανομής ικανοποιούνται ανάλογα με το βεβαιωθέν ποσό της απαίτησής τους. Στην απόφαση για τη διανομή, το πτωχευτικό δικαστήριο θέτει στον διαχειριστή αφερεγγυότητας προθεσμία για την πραγματοποίηση της διανομής, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση για τη διανομή αποκτά ισχύ δεδικασμένου.

Η διαδικασία πτώχευσης περατώνεται με την υποβολή της έκθεσης του διαχειριστή αφερεγγυότητας σχετικά με την εκτέλεση της απόφασης διανομής και την απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου περί περάτωσης της διαδικασίας. Το δικαστήριο αποφασίζει επίσης να περατώσει τη διαδικασία πτώχευσης σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος, π.χ. εάν διαπιστωθεί ότι τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη είναι προφανώς ανεπαρκή για την ικανοποίηση πιστωτών. Μόλις καταστεί τελεσίδικη η απόφαση περί περάτωσης της διαδικασίας πτώχευσης, η σχετική διαδικασία περατώνεται.

Περάτωση της διαδικασίας εξυγίανσης

Η διαδικασία εξυγίανσης περατώνεται με την απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου με την οποία βεβαιώνεται η ολοκλήρωση του σχεδίου εξυγίανσης ή σημαντικού μέρους αυτού. Η απόφαση αυτή δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα.

Η διαδικασία εξυγίανσης μπορεί ομοίως να περατωθεί με απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου για μετατροπή της διαδικασίας εξυγίανσης σε διαδικασία πτώχευσης, γεγονός που συμβαίνει στις οριζόμενες στον νόμο περιπτώσεις, ιδίως δε όταν προκύπτουν προβλήματα όσον αφορά την έγκριση του σχεδίου εξυγίανσης και τη συμμόρφωση με αυτό. Το πτωχευτικό δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει απόφαση για μετατροπή της διαδικασίας εξυγίανσης σε διαδικασία πτώχευσης εάν έχουν ήδη εφαρμοστεί οι σημαντικές πτυχές του σχεδίου εξυγίανσης. Απόφαση για τη μετατροπή διαδικασίας εξυγίανσης σε διαδικασία πτώχευσης μπορεί να προσβληθεί με έφεση από τον οφειλέτη, τον αιτούντα την εξυγίανση, τον διαχειριστή αφερεγγυότητας ή την επιτροπή πιστωτών. Εάν το πτωχευτικό δικαστήριο διατάξει τη μετατροπή της διαδικασίας εξυγίανσης σε διαδικασία πτώχευσης, επέρχονται τα αποτελέσματα που συνδέονται με την κήρυξη σε πτώχευση, εκτός εάν το πτωχευτικό δικαστήριο, με την απόφασή του για τη μετατροπή, ορίσει διαφορετικά.

Περάτωση της διαδικασίας διαγραφής χρεών

Η διαδικασία διαγραφής χρεών περατώνεται είτε με απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου με την οποία αναγνωρίζεται ότι επήλθε η διαγραφή χρεών είτε με απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου με την οποία αναγνωρίζεται ότι δεν επήλθε διαγραφή χρεών. Η απόφαση αυτή μπορεί να προσβληθεί από τον οφειλέτη, τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή τους πιστωτές. Αν το πτωχευτικό δικαστήριο εκδώσει απόφαση με την οποία αναγνωρίζεται ότι επήλθε η διαγραφή χρεών και ο οφειλέτης εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις του βάσει της εγκεκριμένης μεθόδου διαγραφής χρεών δεόντως και εγκαίρως, το πτωχευτικό δικαστήριο προσθέτει στην εν λόγω απόφασή του διάταξη με την οποία απαλλάσσει τον οφειλέτη από την καταβολή των χρεών που συμπεριλήφθηκαν στη διαδικασία διαγραφής χρεών στον βαθμό που δεν έχουν ακόμη εξοφληθεί. Η διάταξη αυτή δεν καλύπτει τις αξιώσεις που έχουν προκύψει μετά απόφαση περί αφερεγγυότητας.

Η διαδικασία διαγραφής χρεών μπορεί επίσης να περατωθεί με δικαστική απόφαση που διατάζει την ακύρωση διαγραφής χρεών που έχει εγκριθεί. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο αποφασίζει επίσης είτε να χειριστεί την αφερεγγυότητα του οφειλέτη μέσω διαδικασίας πτώχευσης είτε να παύσει τη διαδικασία αφερεγγυότητας, αν ο οφειλέτης είναι απολύτως αφερέγγυος. Εγκεκριμένη διαδικασία διαγραφής χρεών μπορεί να ακυρωθεί στις προβλεπόμενες από τον νόμο περιπτώσεις, ιδίως δε όταν ο οφειλέτης δεν συμμορφώνεται με τους όρους της διαγραφής χρεών.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Στις διαδικασίες πτώχευσης που αφορούν την περιουσία φυσικού προσώπου (ανά πάσα στιγμή μετά την περάτωση της διαδικασίας πτώχευσης) ή νομικού προσώπου (μέχρι τη λύση του, που επέρχεται με τη διαγραφή του από το οικείο δημόσιο μητρώο), μετά την περάτωση της διαδικασίας μπορεί να εκδοθεί απόφαση που να διατάσσει αναγκαστική εκτέλεση ή συντηρητική κατάσχεση σε σχέση με αναγνωρισμένη απαίτηση που δεν έχει αμφισβητηθεί από τον οφειλέτη και η οποία δεν έχει ικανοποιηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας πτώχευσης. Η υποβολή αίτησης για την έναρξη διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης απαιτεί μόνο την υποβολή εντύπου επαλήθευσης και έκθεσης σχετικά με την επαλήθευση της οικείας απαίτησης στη διαδικασία πτώχευσης. Το δικαίωμα αυτό παραγράφεται δέκα έτη μετά την περάτωση της διαδικασίας πτώχευσης, ενώ η προθεσμία παραγραφής αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία ισχύος της απόφασης που περατώνει τη διαδικασία.

Στις περιπτώσεις εξυγίανσης, αφότου το σχέδιο εξυγίανσης τεθεί σε ισχύ, μπορεί να διαταχθεί και να επισπευστεί αναγκαστική εκτέλεση ή συντηρητική κατάσχεση σε βάρος του οφειλέτη με σκοπό την ικανοποίηση απαίτησης που περιέχεται στο σχέδιο εξυγίανσης. Εντούτοις, σε περίπτωση αμφισβήτησης της απαίτησης, η αναγκαστική εκτέλεση ή η συντηρητική κατάσχεση είναι δυνατή μόνον αφότου καταστεί τελεσίδικη η απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου αναγνώρισης της απαίτησης, ενώ η απόφαση αυτή πρέπει να επισυναφθεί στην αίτηση.

Στη διαδικασία διαγραφής χρεών, με την ολοκλήρωση της διαγραφής χρεών και την απαλλαγή του οφειλέτη από τις υπολειπόμενες απαιτήσεις, δεν είναι πλέον δυνατή η επιδίωξη της ικανοποίησης των εν λόγω υπολειπόμενων απαιτήσεων μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης ή συντηρητικής κατάσχεσης. Δεν ασκεί επιρροή το εάν οι πιστωτές έχουν ικανοποιηθεί μόνο εν μέρει στο πλαίσιο της διαδικασίας διαγραφής χρεών ή εάν είχαν καν αναγγείλει την απαίτησή τους στη διαδικασία αφερεγγυότητας.

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Τα έξοδα, κυρίως η αμοιβή του διαχειριστή αφερεγγυότητας και οι δαπάνες σε μετρητά, θα πρέπει να καλυφθούν από την πτωχευτική περιουσία, ήτοι βαρύνουν τον οφειλέτη.

Καθώς η πτωχευτική περιουσία συχνά δεν επαρκεί για την κάλυψη των εξόδων, το πτωχευτικό δικαστήριο δύναται, προτού αποφανθεί επί αίτησης για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας, να διατάξει τον αιτούντα να προκαταβάλει μέρος των εξόδων της διαδικασίας αφερεγγυότητας, τάσσοντάς του σχετική προθεσμία, όταν αυτό είναι απαραίτητο για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας και οι αναγκαίοι πόροι δεν μπορούν να εξασφαλιστούν με άλλα μέσα. Τα ανωτέρω ισχύουν ακόμη και εάν προκύπτει με σαφήνεια ότι ο οφειλέτης δεν διαθέτει περιουσιακά στοιχεία. Ο νόμος ορίζει ανώτατο όριο του ποσού της εν λόγω προκαταβολής. Εάν η αίτηση για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας ασκείται από περισσότερους αιτούντες, αυτοί υποχρεούνται να καταβάλουν την προκαταβολή από κοινού και εις ολόκληρον.

Εάν η πτωχευτική περιουσία δεν επαρκεί για την κάλυψη των εξόδων, το εναπομένον ποσό καλύπτεται από την προκαταβολή για τα έξοδα της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ήτοι βαρύνει τον αιτούντα.

Εάν ούτε η προκαταβολή δεν επαρκεί για να καλύψει τα έξοδα, τα έξοδα καλύπτονται από το Δημόσιο, έως το ανώτατο ωστόσο όριο των 50 000 CZK για την αμοιβή του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας και των 50 000 CZK για τα έξοδα του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

Δικαιοπραξίες στις οποίες προβαίνει ο οφειλέτης για να μειώσει τις πιθανότητες ικανοποίησης πιστωτών ή για να ευνοήσει ορισμένους πιστωτές έναντι άλλων είναι ανενεργές. Τυχόν παραλείψεις του οφειλέτη στο ίδιο πλαίσιο λογίζονται επίσης ως δικαιοπραξίες. Υπάρχουν τρεις κατηγορίες ανενεργών δικαιοπραξιών: α) οι δικαιοπραξίες χωρίς επαρκή αντιπαροχή, β) οι προτιμησιακές δικαιοπραξίες που οδηγούν σε κατάσταση στην οποία ορισμένος πιστωτής λαμβάνει, σε βάρος άλλων πιστωτών, υψηλότερη ικανοποίηση από εκείνη την οποία διαφορετικά θα λάμβανε στο πλαίσιο της πτώχευσης, και γ) οι δικαιοπραξίες στις οποίες ο οφειλέτης περιορίζει με πρόθεση την ικανοποίηση απαίτησης πιστωτή, εφόσον η πρόθεσή του αυτή τελούσε σε γνώση του αντισυμβαλλομένου του ή, ενόψει του συνόλου των περιστάσεων, θα έπρεπε να τελεί σε γνώση του αντισυμβαλλομένου του.

Πλην αν προβλέπεται διαφορετικά από τον νόμο περί αφερεγγυότητας, το ανενεργό δικαιοπραξίας του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένων των δικαιοπραξιών που χαρακτηρίζονται ανενεργές από τον νόμο περί αφερεγγυότητας και τις οποίες ο οφειλέτης εκτέλεσε μετά την επέλευση των έννομων αποτελεσμάτων που επιφέρει η έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, κηρύσσεται με απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου επί αγωγής του διαχειριστή αφερεγγυότητας με την οποία προσβάλλεται η σχετική δικαιοπραξία του οφειλέτη (αγωγή πτωχευτικής ανάκλησης). Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί να ασκήσει αγωγή πτωχευτικής ανάκλησης εντός ενός έτους από την έναρξη ισχύος των αποτελεσμάτων της απόφασης περί αφερεγγυότητας. Εάν η αγωγή δεν ασκηθεί εντός της εν λόγω προθεσμίας, το δικαίωμα άσκησης αγωγής πτωχευτικής ανάκλησης αποσβένεται. Η αντιπαροχή του οφειλέτη στο πλαίσιο ανενεργού δικαιοπραξίας περιέρχεται στην πτωχευτική περιουσία μόλις καταστεί τελεσίδικη η απόφαση πτωχευτικής ανάκλησης.

Το ανενεργό μιας δικαιοπραξίας δεν θίγει τη δυνατότητα εφαρμογής της. Ωστόσο, στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, η αντιπαροχή του οφειλέτη στο πλαίσιο ανενεργών δικαιοπραξιών περιέρχεται στην πτωχευτική περιουσία. Εάν η αρχική αντιπαροχή του οφειλέτη στο πλαίσιο ανίσχυρης δικαιοπραξίας δεν μπορεί να μεταβιβαστεί στην πτωχευτική περιουσία, πρέπει να παρασχεθεί αντίστοιχη αποζημίωση.

Το πτωχευτικό δικαστήριο δεν δεσμεύεται από απόφαση άλλου δικαστηρίου ή πόρισμα άλλης αρχής που αποφαίνεται, στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας, ότι δικαιοπραξία που αφορά τα στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού του οφειλέτη είναι άκυρη, ή από οποιοδήποτε ανάλογο πόρισμα, ανεξαρτήτως του πώς έχει προκύψει. Στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας, μόνο το πτωχευτικό δικαστήριο δύναται να εξετάσει την τυχόν ακυρότητα τέτοιας δικαιοπραξίας. Εάν με την τελεσίδικη απόφαση κριθεί ακολούθως ότι η δικαιοπραξία αναφορικά με στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού του οφειλέτη είναι άκυρη, το οικονομικό όφελος που αποκτήθηκε υπό τη μορφή της αντιπαροχής πρέπει να μεταβιβαστεί και πάλι στην πτωχευτική περιουσία.

Εάν δικαιοπραξία αναφορικά με στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού του οφειλέτη κριθεί άκυρη με δικαστική απόφαση που κατέστη τελεσίδικη πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, η εν λόγω δικαιοπραξία την οποία αφορά η δικαστική απόφαση λογίζεται ως άκυρη και στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Ειδικοί κανόνες για ορισμένες κατηγορίες απαιτήσεων

Ειδικοί κανόνες εφαρμόζονται στις ακόλουθες κατηγορίες απαιτήσεων:

  • απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας που γεννώνται μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή μετά τη δήλωση αναστολής πληρωμών,
  • απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας που γεννώνται μετά την έκδοση της απόφασης περί αφερεγγυότητας,
  • απαιτήσεις που ισοδυναμούν με απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας,
  • απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης,
  • απαιτήσεις των μετόχων ή εταίρων του οφειλέτη που απορρέουν από τη συμμετοχή τους στην εταιρεία ή τον συνεταιρισμό,
  • απαιτήσεις που αποκλείονται πλήρως από την ικανοποίηση στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας.
Τελευταία επικαιροποίηση: 22/05/2023

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Αφερεγγυότητα/πτώχευση - Γερµανία

Εισαγωγή

Το ουσιαστικό δίκαιο αφερεγγυότητας και το δίκαιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας ρυθμίζονται στο γερμανικό δίκαιο από τον πτωχευτικό κώδικα (Insolvenzordnung – InsO), που άρχισε να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 1999. Η ιδιαιτερότητα του πτωχευτικού κώδικα έναντι άλλων κανονισμών διαδικασίας έγκειται στο ότι δεν περιλαμβάνει μόνο ρυθμίσεις δικονομικού αλλά και ουσιαστικού δικαίου. Παραδείγματα ρυθμίσεων ουσιαστικού δικαίου αποτελούν οι διατάξεις που ορίζουν τα αποτελέσματα της έναρξης της διαδικασίας (άρθρα 80 έως 147 InsO).

Ο πτωχευτικός κώδικας αποσκοπεί πρωταρχικά στη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών του οφειλέτη με τη ρευστοποίηση της περιουσίας του οφειλέτη και τη διανομή του προϊόντος της εκποίησης ή με τη θέσπιση αποκλίνουσας ρύθμισης με σχέδιο αναδιοργάνωσης, ιδίως για τη διάσωση της επιχείρησης (άρθρο 1 πρώτη περίοδος InsO). Συλλογική ικανοποίηση (gemeinschaftliche Befriedigung) σημαίνει ότι οι πιστωτές ικανοποιούνται καταρχήν κατ’ αναλογία των απαιτήσεών τους. Παράλληλα, η διαδικασία αφερεγγυότητας δίνει τη δυνατότητα στον καλόπιστο οφειλέτη να απαλλαγεί από τις υπόλοιπες υποχρεώσεις του (άρθρο 1 δεύτερη περίοδος InsO).

Επιπλέον της αρχής της ίσης μεταχείρισης των πιστωτών, βασική αρχή της γερμανικής διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι η αρχή της αυτονομίας των πιστωτών (Gläubigerautonomie). Οι πιστωτές διαθέτουν πολλά δικαιώματα συνδιαμόρφωσης της διαδικασίας, ιδίως σε σχέση με το είδος της ρευστοποίησης της περιουσίας του οφειλέτη. Οι πιστωτές αποφασίζουν επίσης για τη συγκεκριμένη μορφή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, καθώς πέραν της «συνήθους» διαδικασίας, ο κώδικας παρέχει τη δυνατότητα στους προνομιούχους και στους πτωχευτικούς πιστωτές να ρυθμίσουν, με σχέδιο αναδιοργάνωσης, κατά τρόπο αυτόνομο και κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του πτωχευτικού κώδικα, τη ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας, τη διανομή της στους ενδιαφερόμενους, τη διευθέτηση της πτωχευτικής διαδικασίας και την ευθύνη του οφειλέτη μετά το πέρας της διαδικασίας. Το σχέδιο αναδιοργάνωσης έχει κεντρική σημασία στο πλαίσιο της προσπάθειας για την εξυγίανση επιχείρησης, ωστόσο μπορεί επίσης να καθορίζει το πλαίσιο για την εκκαθάριση επιχείρησης.

Επίσης, χαρακτηριστική του γερμανικού δικαίου της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι η αρχή της ενότητας. Αυτό σημαίνει ότι ο νόμος για την εξυγίανση και την εκκαθάριση (Gesetz für Sanierung und Liquidation) δεν προβλέπει διαφορετικές διαδικασίες για την εξυγίανση και την εκκαθάριση. Τόσο η εκκαθάριση όσο και η εξυγίανση μπορούν να πραγματοποιηθούν σύμφωνα με τη συνήθη διαδικασία ή τη διαδικασία εφαρμογής σχεδίου αναδιοργάνωσης.

Όσον αφορά την εξυγίανση των επιχειρήσεων, θα πρέπει επίσης να γίνει αναφορά στον νόμο για το πλαίσιο σταθεροποίησης και αναδιάρθρωσης επιχειρήσεων (Gesetz über den Stabilisierungs- und Restrukturierungsrahmen für Unternehmen, γνωστός και ως Unternehmensstagisierungs- und -restrukturierungsgesetz ή StaRUG), ο οποίος άρχισε να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2021. Ο StaRUG προβλέπει διάφορα μέσα που επιτρέπουν σε επιχειρήσεις οι οποίες βρίσκονται σε δυσχερή θέση, αλλά δεν έχουν ακόμη καταστεί αφερέγγυες ή υπερχρεωμένες, να ανακάμψουν βάσει σχεδίου αναδιάρθρωσης που εγκρίνεται από την πλειονότητα των πιστωτών, χωρίς να χρειάζεται η επιχείρηση να υποβληθεί σε διαδικασία αφερεγγυότητας βάσει του InsO. Από τις 17 Ιουλίου 2022 οι διαδικασίες βάσει του StaRUG είναι δυνατόν, κατόπιν αίτησης, να διεξάγονται δημόσια, δηλαδή οι πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία, τον τόπο και τον χρόνο διεξαγωγής των ακροαματικών διαδικασιών ενώπιον του δικαστηρίου και οι δικαστικές αποφάσεις δημοσιεύονται σε δικτυακή πύλη για την αναδιάρθρωση σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 86 του StaRUG. Ως εκ τούτου, η διαδικασία πληροί επίσης τις προϋποθέσεις της διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/848, της 20ης Μαΐου 2015, για τις διαδικασίες αφερεγγυότητας (στο εξής: κανονισμός της ΕΕ για τις διαδικασίες αφερεγγυότητας).

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Σε διαδικασία αφερεγγυότητας μπορεί να υπαχθεί η περιουσία κάθε νομικού ή φυσικού προσώπου, ακόμα κι αν δεν δραστηριοποιείται επιχειρηματικά ή αν δεν ασκεί ανεξάρτητη επαγγελματική δραστηριότητα. (Τα φυσικά πρόσωπα που δεν ασκούν τέτοιου είδους δραστηριότητα καλούνται «καταναλωτές»). Σε διαδικασία αφερεγγυότητας μπορεί επίσης να υπαχθεί η περιουσία εταιρείας χωρίς νομική προσωπικότητα π.χ. ομόρρυθμη εταιρεία (offene Handelsgesellschaft) ή ετερόρρυθμη εταιρεία (Kommanditgesellschaft), καθώς και ιδιαίτερη ομάδα περιουσίας, για παράδειγμα, κληρονομιά. Για τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ισχύει η ειδική διάταξη του άρθρου 12 InsO, η οποία, μεταξύ άλλων, ορίζει ότι διαδικασία αφερεγγυότητας επί της περιουσίας της Ομοσπονδίας ή ομόσπονδου κράτους (Land) είναι απαράδεκτη (άρθρο 12 παράγραφος 1 σημείο 1 InsO).

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

Διαδικασίες αφερεγγυότητας κινούνται μόνο κατόπιν αίτησης και όχι αυτεπαγγέλτως. Η αίτηση μπορεί να υποβληθεί από τον οφειλέτη ή έναν πιστωτή. Για την προστασία του δικαστηρίου και του οφειλέτη από πρόωρες αιτήσεις ή αιτήσεις που υποβλήθηκαν με σκοπό την πρόκληση βλάβης, πιστωτής που υποβάλλει αίτηση υποχρεούται να πιθανολογήσει ότι συντρέχει λόγος κήρυξης της αφερεγγυότητας και ότι ο ίδιος είναι δικαιούχος απαίτησης κατά του οφειλέτη.

Για τα όργανα κεφαλαιουχικών εταιρειών προβλέπεται, στην περίπτωση αφερεγγυότητας, υποχρέωση υποβολής αίτησης, η αθέτηση της οποίας επισύρει ποινή. Επιπλέον, σε περίπτωση αθέτησης της εν λόγω υποχρέωσης, ενδέχεται να υφίσταται αξίωση αποζημίωσης των πιστωτών. Η παράβαση από τον οφειλέτη των υποχρεώσεών του στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης που αντιμετωπίζει, ενδέχεται, υπό προϋποθέσεις, να συνιστά αξιόποινη πράξη [άρθρα 283 επ. του ποινικού κώδικα (Strafgesetzbuch)].

Γενικός λόγος έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι η αδυναμία πληρωμών. Ο οφειλέτης περιέρχεται σε αδυναμία πληρωμών όταν δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί σε ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις πληρωμής. Κατά κανόνα, η αφερεγγυότητα τεκμαίρεται όταν ο οφειλέτης έχει παύσει τις πληρωμές τους (άρθρο 17 παράγραφος 2 InsO). Αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο ή για εταιρεία της οποίας κανένας εταίρος δεν είναι φυσικό πρόσωπο με απεριόριστη ευθύνη, λόγο έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας αποτελεί και η υπερχρέωση. Υπερχρέωση υφίσταται όταν η περιουσία του οφειλέτη έχει παύσει να καλύπτει τις υπάρχουσες υποχρεώσεις του, εκτός εάν, βάσει των περιστάσεων, κρίνεται πολύ πιθανή η συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης κατά τους επόμενους δώδεκα μήνες (άρθρο 19 παράγραφος 2 InsO). Εάν, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, η συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης κρίνεται πολύ πιθανή, το στοιχείο αυτό πρέπει να ληφθεί ως βάση για την εκτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Αίτηση μπορεί επίσης να υποβάλει ο οφειλέτης που αντιμετωπίζει επαπειλούμενο κίνδυνο περιέλευσης σε κατάστασης αδυναμίας πληρωμών (άρθρο 18 παράγραφος 1 InsO). Επαπειλούμενος κίνδυνος αδυναμίας πληρωμών συντρέχει εάν πιθανολογείται ότι ο οφειλέτης θα αδυνατεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις πληρωμής του κατά τον χρόνο που αυτές θα καταστούν ληξιπρόθεσμες (άρθρο 18 παράγραφος 2 InsO). Η εκτίμηση του αν υπάρχει επαπειλούμενος κίνδυνος αδυναμίας πληρωμών θα πρέπει κατά κανόνα να βασίζεται σε περίοδο πρόβλεψης 24 μηνών. Περαιτέρω, για την έναρξη της διαδικασίας, είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί η χρηματοδότησή της. Ως εκ τούτου, η αίτηση για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας απορρίπτεται εάν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη κατά πάσα πιθανότητα δεν επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας (άρθρο 26 παράγραφος 1 πρώτη περίοδος InsO).

Εφόσον συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις, το αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο (Insolvenzgericht) εκδίδει απόφαση για την έναρξη της διαδικασίας, η οποία δημοσιοποιείται. Η δημοσιοποίηση της απόφασης γίνεται με πρωτοβουλία του δικαστηρίου στο διαδίκτυο (Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροhttp://www.insolvenzbekanntmachungen.de/). Στην απόφαση για την έναρξη της διαδικασίας το δικαστήριο καλεί τους πτωχευτικούς πιστωτές να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους στον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας εντός καθορισμένης προθεσμίας. Ορίζεται ημερομηνία κατά την οποία οι πιστωτές αποφασίζουν, με βάση την έκθεση του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, για τη συνέχιση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, καθώς και μια ημερομηνία εξέλεγξης, κατά την οποία ελέγχονται οι αναγγελθείσες απαιτήσεις (άρθρο 29 παράγραφος 1 InsO).

Όπως ήδη αναφέρθηκε εισαγωγικά, ο πτωχευτικός κώδικας δεν προβλέπει διαφορετικές διαδικασίες για την εξυγίανση και την εκκαθάριση. Πέρα από τη συνήθη διαδικασία, ο νόμος παρέχει τη δυνατότητα εφαρμογής σχεδίου αναδιοργάνωσης ως μέσου εξυγίανσης και εκκαθάρισης.

Δεδομένου ότι ο έλεγχος της συνδρομής των προϋποθέσεων για την έναρξη της διαδικασίας από το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί να διαρκέσει περισσότερο, το δικαστήριο διατάσσει αρχικά τα ασφαλιστικά μέτρα που κρίνονται αναγκαία για να αποτραπεί δυσμενής για τους πιστωτές μεταβολή της περιουσιακής κατάστασης του οφειλέτη έως την έκδοση της απόφασης σχετικά με την αίτηση (άρθρο 21 παράγραφος 1 πρώτη περίοδος InsO). Στην πράξη, το δικαστήριο ορίζει έναν «ισχυρό» ή έναν «αδύναμο» προσωρινό διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας (vorläufiger Insolvenzverwalter). Αν οριστεί αδύναμος προσωρινός διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ο οφειλέτης διατηρεί την εξουσία διάθεσης της περιουσίας του και το δικαστήριο καθορίζει τα επιμέρους καθήκοντα του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, τα οποία ωστόσο δεν μπορεί να υπερβαίνουν τα καθήκοντα ισχυρού προσωρινού διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας (άρθρο 22 παράγραφος 2 δεύτερη περίοδος InsO). Το δικαστήριο μπορεί να ορίσει, για παράδειγμα, ότι οι πράξεις διάθεσης του οφειλέτη είναι ισχυρές μόνο με τη σύμφωνη γνώμη του προσωρινού διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Ο διορισμός αδύναμου προσωρινού διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας —σε αντίθεση με τον διορισμό ισχυρού προσωρινού διαχειριστή— δεν επιφέρει διακοπή της δίκης επί εκκρεμών διαφορών [Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο (BGH), απόφαση της 21ης Ιουνίου 1999 — II ZR 70/98 — σκέψη 4]. Αν το δικαστήριο επιβάλλει στον οφειλέτη γενική απαγόρευση διάθεσης, με αποτέλεσμα η εξουσία διαχείρισης και διάθεσης της περιουσίας του οφειλέτη να περιέρχεται στον προσωρινό διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, πρόκειται για ισχυρό προσωρινό διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, (άρθρο 22 παράγραφος 1 πρώτη περίοδος InsO).

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Η πτωχευτική περιουσία (Insolvenzmasse) περιλαμβάνει, πέραν της περιουσίας η οποία ανήκει στον οφειλέτη κατά τον χρόνο έναρξης της διαδικασίας, και τη νέα περιουσία που αποκτά κατά τη διάρκεια της διαδικασίας (δηλαδή, έως την παύση ή την περάτωση της διαδικασίας). Δεν περιλαμβάνει τα προσωποπαγή δικαιώματα του οφειλέτη και τα ακατάσχετα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία, εξάλλου, δεν υπόκεινται ούτε σε ατομική αναγκαστική εκτέλεση. Το εισόδημα από την εργασία αποτελεί, για παράδειγμα, μέρος της πτωχευτικής περιουσίας μόνο στο μέτρο που υπερβαίνει το ποσό που απαιτείται για την εξασφάλιση του ελάχιστου επιπέδου διαβίωσης του οφειλέτη. Στα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη που εξαιρούνται από την κατάσχεση περιλαμβάνονται επίσης τα περιουσιακά στοιχεία που αποδεσμεύθηκαν από τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Στο γερμανικό δίκαιο, η εξουσία διαχείρισης και διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία μεταβιβάζεται καταρχήν στον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας [εξαίρεση αποτελεί η αυτοδιαχείριση (Eigenverwaltung), δηλαδή η ανάθεση της διαχείρισης στον ίδιο τον οφειλέτη, άρθρα 270 επ. InsO], ως εκ τούτου, η παροχή εξασφάλισης υπέρ των δανειστών που παρέχουν τη λεγόμενη «πτωχευτική πίστωση» βαρύνει τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Για ιδιαίτερης βαρύτητας πράξεις, όπως για παράδειγμα η λήψη δανείου που θα επιβάρυνε σημαντικά την πτωχευτική περιουσία, ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας χρειάζεται τη συναίνεση της συνέλευσης των πιστωτών ή διορισμένης επιτροπής πιστωτών (άρθρο 160 InsO). Οι δανειακές και άλλες υποχρεώσεις που αναλήφθηκαν από τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας αποτελούν ομαδικά πιστώματα, τα οποία ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα, δηλαδή πριν από τις απαιτήσεις των πτωχευτικών πιστωτών, από την πτωχευτική περιουσία. Κατά τον τρόπο αυτόν, διασφαλίζεται ότι, μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, οι τρίτοι θα είναι πρόθυμοι να συμβληθούν με τον αφερέγγυο οφειλέτη.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

Δεδομένου ότι με την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας διαδραματίζει κατά κανόνα σημαντικό ρόλο (εξαίρεση αποτελεί η αυτοδιαχείριση, δηλαδή η ανάθεση της διαχείρισης στον ίδιο τον οφειλέτη), σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας το πτωχευτικό δικαστήριο έχει, κατ’ ουσίαν, την εξουσία επίβλεψης και διεύθυνσης της διαδικασίας (βλ. άρθρα 58 και 76 InsO) (πέραν των ειδικών εξουσιών που διαθέτει, για παράδειγμα στο πλαίσιο της διαδικασίας του σχεδίου αναδιοργάνωσης ή στο πλαίσιο της αυτοδιαχείρισης). Οι κεντρικής σημασίας αποφάσεις μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ρευστοποίηση, εκκαθάριση, εξυγίανση και σχέδιο αναδιοργάνωσης) λαμβάνονται από τους πιστωτές. Ωστόσο, το δικαστήριο έχει ιδιαίτερες αρμοδιότητες και καθήκοντα κατά το στάδιο έναρξης της διαδικασίας. Το δικαστήριο αποφασίζει, μεταξύ άλλων, για την έναρξη της διαδικασίας, για τη λήψη προσωρινών ασφαλιστικών μέτρων και για τον διορισμό διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Το δικαστήριο φέρει επίσης την ευθύνη της επίβλεψης του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Ωστόσο, απλώς επιτηρεί τη νομιμότητα και όχι τη σκοπιμότητα των ενεργειών του, ενώ δεν του υπαγορεύει τις πράξεις του. Για να διασφαλιστεί η ταχεία διεξαγωγή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, οι αποφάσεις του πτωχευτικού δικαστηρίου υπόκεινται σε ένδικα μέσα μόνο στις περιπτώσεις για τις οποίες ο νόμος προβλέπει τη δυνατότητα άσκησης άμεσης προσφυγής (sofortige Beschwerde) (βλ. άρθρο 6 παράγραφος 1 InsO). Η άμεση προσφυγή υποβάλλεται στο πτωχευτικό δικαστήριο ή σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο [στο πρωτοδικείο (Landgericht) στο οποίο υπάγεται το πτωχευτικό δικαστήριο] εγγράφως ή με καταχώριση στο πρωτόκολλο της γραμματείας του δικαστηρίου (Geschäftstelle). Η άσκηση άμεσης προσφυγής δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και ο εισηγητής δικαστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας μπορούν να διατάξουν την προσωρινή αναστολή της εκτέλεσης.

Βασικό όργανο της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Ως διαχειριστές διαδικασίας αφερεγγυότητας μπορούν να διοριστούν μόνο φυσικά και όχι νομικά πρόσωπα (άρθρο 56 παράγραφος 1 πρώτη περίοδος InsO). Το καθήκον αυτό μπορεί να ανατεθεί ιδίως σε δικηγόρους, οι λογιστές ή φορολογικούς συμβούλους. Με την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας αποκτά την εξουσία διαχείρισης και διάθεσης της περιουσίας του οφειλέτη (άρθρο 80 παράγραφος 1 InsO). Ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας οφείλει να προβεί στην αφαίρεση από την περιουσία που αναλαμβάνει κατά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας των στοιχείων που δεν ανήκουν στον οφειλέτη. Επιπλέον, πρέπει να συμπεριλάβει στην περιουσία του οφειλέτη τα στοιχεία τα οποία σύμφωνα με τον νόμο είναι υπέγγυα για τις υποχρεώσεις του οφειλέτη και πρέπει να συμπεριληφθούν στην περιουσία του, αλλά τα οποία, κατά τη στιγμή της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας, δεν περιλαμβάνονται ακόμα στην περιουσία του οφειλέτη. Η καθοριζόμενη περιουσία του οφειλέτη που καθορίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο αποτελεί τη λεγόμενη πτωχευτική περιουσία (Insolvenzmasse, άρθρο 35 InsO), την οποία ρευστοποιεί ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας και από την οποία εν συνεχεία ικανοποιούνται οι πιστωτές. Στα υπόλοιπα καθήκοντα του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων:

  • η καταβολή των αποδοχών στους εργαζομένους του αφερέγγυου οφειλέτη·
  • η λήψη αποφάσεων σχετικά με τη συνέχιση ή τη λήξη εκκρεμών διαφορών (άρθρα 85 επ. InsO) και η λήψη αποφάσεων σχετικά με συμβάσεις που δεν έχουν (πλήρως) εκτελεστεί (άρθρα 103 επ. InsO)·
  • η κατάρτιση ισολογισμού της περιουσίας (άρθρο 153 παράγραφος 1 πρώτη περίοδος InsO)·
  • η ανάκληση των δικαιοπραξιών που τελέστηκαν πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας και που είναι επιζήμιες για τους πτωχευτικούς πιστωτές (άρθρα 129 επ. InsO).

Ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας τελεί υπό την εποπτεία του πτωχευτικού δικαστηρίου (άρθρο 58 παράγραφος 1 InsO). Αν έχει συγκροτηθεί επιτροπή πιστωτών, αυτή υποστηρίζει και επιτηρεί το έργο του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας (άρθρο 69 πρώτη περίοδος InsO).

Μετά τη μεταβίβαση της εξουσίας διάθεσης στον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, με την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αυτός μπορεί καταρχήν να διαθέτει ελεύθερα τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία. Όρια υφίστανται, αφενός, για τις ιδιαίτερης σημασίας πράξεις, όπως, για παράδειγμα, την εκποίηση της επιχείρησης ή του συνόλου των εμπορευμάτων της. Τέτοιες ιδιαίτερης σημασίας δικαιοπραξίες απαιτούν την έγκριση της συνέλευσης των πιστωτών ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, της επιτροπής των πιστωτών. Τυχόν παραβίαση της απαίτησης έγκρισης δεν έχει, ωστόσο, επιπτώσεις ως προς το κύρος της σχετικής δικαιοπραξίας, αλλά έχει ως αποτέλεσμα μόνο την ευθύνη του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Αφετέρου, ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας πρέπει να λάβει υπόψη την απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών για παύση της λειτουργίας και επακόλουθη εκκαθάριση της επιχείρησης ή για συνέχιση της λειτουργίας της (άρθρα 157 και 159 InsO).

Αν ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας παραβεί υπαίτια τις υποχρεώσεις του βάσει του πτωχευτικού κώδικα, υποχρεούται να αποζημιώσει όλους τους συναφώς ζημιωθέντες (άρθρο 60 παράγραφος 1 InsO). Το άρθρο 60 παράγραφος 1 InsO ορίζει ότι: «Ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας υποχρεούται να αποζημιώσει κάθε συναφώς δικαιούχο εφόσον παραβεί υπαίτια τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τον παρόντα νόμο. Οφείλει να επιδεικνύει την επιμέλεια συνετού και ευσυνείδητου διαχειριστή διαδικασίας αφερεγγυότητας».

Ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικαιούται να λάβει αμοιβή για τη διαχείρισή του, καθώς και αποζημίωση για τις εύλογες δαπάνες του (άρθρο 63 παράγραφος 1 πρώτη περίοδος InsO). Η αμοιβή του ρυθμίζεται από τον κανονισμό για τις αμοιβές στο δίκαιο της αφερεγγυότητας (Insolvenzrechtsvergütungsverordnung – InsVV) και προσδιορίζεται με βάση την αξία της πτωχευτικής περιουσίας κατά το πέρας της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Ο InsVV προβλέπει κλιμακούμενους κοινούς συντελεστές αμοιβής, οι οποίοι, ωστόσο, μπορούν να αυξηθούν ανάλογα με το εύρος και τη δυσκολία του έργου της διαχείρισης που βαρύνει τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Ο αφερέγγυος οφειλέτης παραμένει ακόμα και μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας ο κύριος της προς ρευστοποίηση περιουσίας, κατά του οποίου στρέφονται οι αξιώσεις των πτωχευτικών πιστωτών (άρθρα 38 και 39 InsO). Ευθύνεται καταρχήν με το σύνολο της περιουσίας του. Εντούτοις, η εξουσία διαχείρισης και διάθεσης των στοιχείων που περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία περιέρχεται στον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Το δικαστήριο μπορεί, με την απόφασή του για την έναρξη της διαδικασίας και ύστερα από αίτηση του οφειλέτη, να επιτρέψει διαχείριση από τον οφειλέτη σύμφωνα με τα άρθρα 270 επ. InsO. Ο οφειλέτης πρέπει να επισυνάψει στην αίτηση σχέδιο διαχείρισης από τον ίδιο, οι λεπτομέρειες του οποίου καθορίζονται στο άρθρο 270a του InsO. Η εγκριτική απόφαση εκδίδεται αν το σχέδιο διαχείρισης από τον οφειλέτη είναι συνεκτικό και πλήρες και δεν υπάρχουν γνωστές περιστάσεις βάσει των οποίων να πιθανολογείται ότι το σχέδιο διαχείρισης από τον οφειλέτη βασίζεται σε ουσιώδη σημεία του σε ανακριβή πραγματικά περιστατικά (άρθρο 270b παράγραφος 1, άρθρο 270f παράγραφος 1 InsO). Επιπλέον, δεν πρέπει να συντρέχει κανείς από τους λόγους παύσης της προσωρινής διαχείρισης από τον οφειλέτη που παρατίθενται στο άρθρο 270e (άρθρο 270b παράγραφος 1 InsO). Συναφώς, ισχύουν καταρχήν οι γενικές διατάξεις του δικαίου της αφερεγγυότητας (άρθρο 270 παράγραφος 1 δεύτερη περίοδος InsO). Ωστόσο, στη διαχείριση από τον οφειλέτη, ο οφειλέτης διατηρεί την εξουσία διαχείρισης και διάθεσης, την οποία ασκεί υπό την επίβλεψη εκπροσώπου των συμφερόντων των πιστωτών (Sachverwalter) που διορίζεται από το δικαστήριο (άρθρο 270 παράγραφος 1 πρώτη περίοδος InsO). Οι αρμοδιότητες που κανονικά ανήκουν στον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας εν προκειμένω κατανέμονται μεταξύ του οφειλέτη και του εκπροσώπου των συμφερόντων των πιστωτών.

Η έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας δημιουργεί πολλές υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών και σύμπραξης για τον οφειλέτη. Ταυτόχρονα, ο αφερέγγυος οφειλέτης μπορεί να αξιώσει τη συμμετοχή του στη διαδικασία.

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Τα άρθρα 94 επ. InsO πραγματεύονται το ζήτημα του αν πτωχευτικός πιστωτής μπορεί να συμψηφίσει ανταπαίτησή του με απαίτηση του αφερέγγυου οφειλέτη. Ο κώδικας προβαίνει σε διάκριση καταρχήν ανάλογα με το αν η δυνατότητα αυτή υπήρχε ήδη κατά τον χρόνο έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή αν ανέκυψε μετά την έναρξη της διαδικασίας. Στην πρώτη περίπτωση, ο συμψηφισμός καταρχήν επιτρέπεται, με αποτέλεσμα οι πτωχευτικοί πιστωτές να μη χρειάζεται να αναγγείλουν την απαίτησή τους στον πίνακα (Tabelle) αλλά να μπορούν να επιτύχουν ικανοποίηση της απαίτησής τους υποβάλλοντας πρόταση συμψηφισμού στον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Ωστόσο, η πρόταση συμψηφισμού είναι ανίσχυρη αν ο πτωχευτικός πιστωτής απέκτησε τη δυνατότητα συμψηφισμού με πράξη που υπόκειται σε ανάκληση (άρθρο 96 παράγραφος 1 σημείο 3 InsO).

Στη δεύτερη περίπτωση, όταν η δυνατότητα συμψηφισμού προκύπτει σε δεύτερο στάδιο, γίνεται η εξής διάκριση:

Αν η απαίτηση προς συμψηφισμό υπήρχε ήδη κατά τη στιγμή της έναρξης της διαδικασίας αλλά δεν είχε ακόμη καταστεί ληξιπρόθεσμη, δεν αφορούσε ομοειδή παροχή ή τελούσε ακόμη υπό αναβλητική αίρεση, ο συμψηφισμός επιτρέπεται και μετά την έναρξη της διαδικασίας, μόλις αρθεί το κώλυμα πρότασης του συμψηφισμού.

Αν κατά τη στιγμή της έναρξης της διαδικασίας δεν ήταν ακόμη θεμελιωμένη η απαίτηση του οφειλέτη ή αν ο πτωχευτικός πιστωτής απέκτησε την απαίτησή του έναντι του οφειλέτη μετά την έναρξη της διαδικασίας, ο συμψηφισμός αποκλείεται (άρθρο 96 παράγραφος 1 σημεία 1 και 2 InsO), με αποτέλεσμα ο οφειλέτης να μπορεί να απαιτήσει από τον πτωχευτικό πιστωτή καταβολή προς την πτωχευτική περιουσία, και ο πτωχευτικός πιστωτής να μπορεί μόνο να αναγγείλει την απαίτησή του προς καταχώριση στον πίνακα ως πτωχευτική απαίτηση και να ικανοποιηθεί μόνο έως το ποσό που θα προκύψει βάσει της κατ’ αναλογία εξόφλησης των πτωχευτικών απαιτήσεων.

Από την άλλη πλευρά, αν ο πιστωτής δεν απέκτησε την απαίτηση μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας από άλλον πιστωτή, αλλά η απαίτηση γεννήθηκε μετά την έναρξη της διαδικασίας απευθείας στο πρόσωπό του, για παράδειγμα, με τη σύναψη σύμβασης με τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, έχει, ως ομαδικός πιστωτής, δικαίωμα συμψηφισμού.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Τα αποτελέσματα της διαδικασίας αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων προβλέπονται στο γερμανικό δίκαιο στα άρθρα 103 επ. InsO. Καταρχήν, με την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, οι υφιστάμενες συμβατικές σχέσεις είτε λύονται είτε διατηρούνται είτε παρέχεται στον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας το δικαίωμα να επιλέξει μεταξύ εκπλήρωσης και καταγγελίας.

Για ορισμένες δικαιοπραξίες τα αποτελέσματα της διαδικασίας αφερεγγυότητας ρυθμίζονται ρητά από τον νόμο (άρθρα 103 έως 118 InsO). Για τις συμβάσεις εντολής, διαχείρισης υποθέσεων και παροχής πληρεξουσιότητας που αφορούν περιουσιακά στοιχεία τα οποία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία προβλέπεται ότι λύονται με την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ενώ για τις συμβάσεις του οφειλέτη μίσθωσης ακινήτων και τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών που αφορούν την πτωχευτική περιουσία προβλέπεται ότι διατηρούνται σε ισχύ.

Για τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις που δεν έχουν εκπληρωθεί ή δεν έχουν εκπληρωθεί πλήρως από τον οφειλέτη και τον αντισυμβαλλόμενο, το άρθρο 103 παράγραφος 1 InsO παρέχει στον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας το δικαίωμα επιλογής μεταξύ εκπλήρωσης και μη εκπλήρωσης της σύμβασης. Αν ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας αποφασίσει την εκπλήρωση προς όφελος της πτωχευτικής περιουσίας, η ανταπαίτηση του πιστωτή ικανοποιείται κατά προτεραιότητα, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 55 παράγραφος 1 σημείο 2 InsO, αποτελεί πτωχευτικό πίστωμα. Αν ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας αρνηθεί την εκπλήρωση, δεν μπορεί να απαιτήσει πλέον την παροχή. Οι πιστωτές μπορούν να προβάλουν αξίωση αποζημίωσης λόγω μη εκπλήρωσης μόνο ως πτωχευτικοί πιστωτές, αναγγέλλοντας την απαίτησή τους στον πίνακα (άρθρο 103 παράγραφος 2 πρώτη περίοδος InsO). Εάν ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν ασκήσει το δικαίωμα επιλογής, ο αντισυμβαλλόμενος δικαιούται να ζητήσει από αυτόν να ασκήσει το εν λόγω δικαίωμα. Στην περίπτωση αυτή, ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας υποχρεούται να δηλώσει αμελλητί αν επιθυμεί την εκπλήρωση. Αν δεν το πράξει, χάνει το δικαίωμα να ζητήσει την εκπλήρωση. Για τις χρηματοοικονομικές παροχές και συμβάσεις ακριβόχρονης εκτέλεσης, ο νόμος αποκλείει το δικαίωμα επιλογής του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας (άρθρο 104 InsO).

Αν η τύχη της συμβατικής σχέσης δεν ρυθμίζεται ειδικά νομοθετικά στα άρθρα 103 έως 118 InsO, η σύμβαση διατηρείται σε ισχύ και μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Η εγκυρότητα των συμβατικών ρητρών που προβλέπουν τη λύση της σύμβασης αμφισβητείται. Σημείο αφετηρίας αποτελεί η διάταξη του άρθρου 119 InsO, η οποία κηρύσσει ανίσχυρες τις συμφωνίες βάσει των οποίων αποκλείεται ή περιορίζεται προκαταβολικά η εφαρμογή των άρθρων 103 επ. InsO. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, επιτρέπονται οι λεγόμενες μη εξαρτώμενες από αφερεγγυότητα ρήτρες περί λύσης της σύμβασης, οι οποίες δεν συνδέονται με την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή την υποβολή σχετικής αίτησης, αλλά, για παράδειγμα, με την υπερημερία πληρωμής του οφειλέτη. Ωστόσο, είναι προβληματικές —κυρίως λαμβανομένης υπόψη μιας απόφασης του Ομοσπονδιακού Ανώτατου Δικαστηρίου (Bundesgerichtshof) της 15ης Νοεμβρίου 2012 (IX ZR 169, 11, BGHZ 195, 348)— οι λεγόμενες εξαρτώμενες από αφερεγγυότητα ρήτρες περί λύσης της σύμβασης. Σε αυτή την απόφασή του, το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο, αποφαινόμενο σχετικά με σύμβαση προμήθειας ενέργειας, έκρινε ότι ήταν ανίσχυρη η επίμαχη εξαρτώμενη από αφερεγγυότητα ρήτρα περί λύσης της σύμβασης. Ωστόσο, το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο δεν κήρυξε ανίσχυρες καθαυτές τις εξαρτώμενες από αφερεγγυότητα ρήτρες περί λύσης της σύμβασης, αλλά χαρακτήρισε ισχυρές τις ρήτρες περί λύσης οι οποίες αντιστοιχούν σε προβλεπόμενη από τον νόμο δυνατότητα λύσης της σύμβασης. Ως εκ τούτου, δεν έχει απαντηθεί οριστικά το ερώτημα της εγκυρότητας των εξαρτώμενων από αφερεγγυότητα ρητρών περί λύσης της σύμβασης. Για τις συμβατικές ρήτρες περί λύσης της σύμβασης στις συμβάσεις ακριβόχρονης εκτέλεσης και στις συμβάσεις που προβλέπουν χρηματοοικονομική παροχή προβλέπονται ειδικοί κανόνες στο άρθρο 104 παράγραφοι 3 και 4 InsO.

Εφόσον έχει έγκυρα συμφωνηθεί μεταξύ του οφειλέτη και του πιστωτή απαγόρευση εκχώρησης σύμφωνα με τις γενικές νομοθετικές διατάξεις, η απαγόρευση αυτή καταλαμβάνει και τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Ωστόσο, στις εμπορικές συναλλαγές, η απαγόρευση εκχώρησης είναι κατά κανόνα ανίσχυρη, διότι ακόμη και αν υπάρχει συμβατική απαγόρευση εκχώρησης, η εκχώρηση χρηματικής απαίτησης παράγει αποτελέσματα εάν ο οφειλέτης και ο πιστωτής είναι έμποροι [άρθρο 354a παράγραφος 1 του εμπορικού κώδικα (Handelsgesetzbuch)].

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

Καθώς η διαδικασία αφερεγγυότητας αποσκοπεί στην ίση ικανοποίηση όλων των πιστωτών, το άρθρο 87 InsO αποσαφηνίζει ότι οι πτωχευτικοί πιστωτές μπορούν να επιδιώξουν την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους μόνο μέσω της διαδικασίας αφερεγγυότητας και σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις. Ως εκ τούτου, η έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας επιφέρει απαγόρευση εκτέλεσης, βάσει της οποίας, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, οι πτωχευτικοί πιστωτές δεν μπορούν να επισπεύσουν αναγκαστική εκτέλεση ούτε επί της πτωχευτικής περιουσίας ούτε επί των λοιπών περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη (άρθρο 89 παράγραφος 1 InsO). Η απαγόρευση εκτέλεσης λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, με αποτέλεσμα να αναστέλλονται αυτεπαγγέλτως τα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης που έχουν ήδη ξεκινήσει, χωρίς να εξετάζεται αν ο πιστωτής γνώριζε την έναρξη της διαδικασίας ή αν ο οφειλέτης υπέβαλε αίτηση για την αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης.

Το άρθρο 88 InsO περιλαμβάνει έναν αποκαλούμενο αναδρομικό φραγμό (Rückschlagsperre) των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης που λήφθηκαν πριν από την έναρξη της διαδικασίας και ορίζει ότι τα δικαιώματα ασφάλειας που αποκτήθηκαν με αναγκαστική εκτέλεση τον τελευταίο μήνα πριν από την υποβολή της αίτησης ή αργότερα καθίστανται ανίσχυρα με την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Και στην περίπτωση αυτή είναι άνευ σημασίας αν ο πιστωτής γνώριζε ότι επρόκειτο να υποβληθεί αίτηση για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Αν η ασφάλεια αποκτήθηκε με μέτρο αναγκαστικής εκτέλεσης περισσότερο χρόνο πριν από την υποβολή της αίτησης, δεν είναι μεν ανίσχυρη σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 1 του InsO, αλλά μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να ανακληθεί (Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο, απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2004 — IX ZR 39/03).

Με την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας ο οφειλέτης χάνει την ενεργητική και παθητική νομιμοποίησή του. Το δικαίωμα αυτό περιέρχεται στον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ο οποίος πλέον καθίσταται αυτοδικαίως νομιμοποιούμενος διάδικος. Ως εκ τούτου, ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας μπορεί να προβάλει, ιδίω ονόματι, αξιώσεις που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία.

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

Δεδομένου ότι ο αφερέγγυος οφειλέτης χάνει την ικανότητα διαδίκου με την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, οι ήδη εκκρεμείς δίκες που αφορούν την πτωχευτική περιουσία διακόπτονται [άρθρο 240 πρώτη περίοδος του κώδικα πολιτικής δικονομίας (Zivilprozessordnung – ZPO)].

Όσον αφορά τις δίκες στις οποίες ο οφειλέτης έχει ενεργητικό ρόλο (δηλαδή, για παράδειγμα, τις δίκες στις οποίες ο οφειλέτης είναι ενάγων ή στις οποίες προβάλλει ενστάσεις κατά απαίτησης που είναι ήδη εκτελεστή), ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας μπορεί να αναλάβει ή να αρνηθεί να αναλάβει τη δίκη (άρθρο 85 παράγραφος 1 πρώτη περίοδος InsO). Αν αναλάβει τη δίκη, η διαδικασία συνεχίζεται. Αν αρνηθεί να αναλάβει τη δίκη με αποτέλεσμα να αποδεσμευτεί το σχετικό περιουσιακό στοιχείο από την πτωχευτική περιουσία, τη δίκη μπορούν να συνεχίσουν τόσο ο οφειλέτης όσο και ο αντίδικος (άρθρο 85 παράγραφος 2 InsO).

Αν ο οφειλέτης είναι ο εναγόμενος, πρέπει να γίνεται η εξής διάκριση: εάν, κατά τον χρόνο έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας εκκρεμεί αγωγή που αφορά πτωχευτική απαίτηση, η απαίτηση πρέπει να αναγγελθεί προς καταχώριση στον πίνακα (βλ. άρθρο 87 InsO). Αν ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή πτωχευτικός πιστωτής προβάλλει αντιρρήσεις, η επαλήθευση της απαίτησης πρέπει να πραγματοποιηθεί με συνέχιση της διακοπείσας δίκης (άρθρο 180 παράγραφος 2 InsO).

Ωστόσο, αν δεν πρόκειται για πτωχευτική απαίτηση, αλλά, για παράδειγμα, για αξίωση προς αποχωρισμό από την πτωχευτική περιουσία ή για ομαδική απαίτηση, η δίκη μπορεί να συνεχιστεί τόσο από τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας όσο και από τον αντίδικο (άρθρο 86 InsO).

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

Όπως αναφέρθηκε ήδη εισαγωγικά, ο πτωχευτικός κώδικας παρέχει στους πιστωτές σημαντική επιρροή στη διαδικασία αφερεγγυότητας. Οι πιστωτές ασκούν τις εξουσίες τους μέσω της συνέλευσης των πιστωτών (Gläubigerversammlung) (άρθρα 74 επ. InsO) ή μέσω επιτροπής πιστωτών (Gläubigerausschuss), που μπορεί, προαιρετικά, να συγκροτηθεί από τη συνέλευση των πιστωτών (άρθρα 68 επ. InsO). Ενώ η συνέλευση των πιστωτών αποτελεί το βασικό όργανο αυτοδιοίκησης των πιστωτών, η επιτροπή πιστωτών αποτελεί εποπτικό όργανο των πιστωτών. Η συνέλευση των πιστωτών συγκαλείται από το πτωχευτικό δικαστήριο (άρθρο 74 παράγραφος 1 πρώτη περίοδος InsO) και δρα υπό την εποπτεία αυτού (άρθρο 76 παράγραφος 1 InsO). Δικαίωμα συμμετοχής σε αυτήν έχουν όλοι οι πιστωτές με δικαίωμα προνομιακής ικανοποίησης, όλοι οι πτωχευτικοί πιστωτές, ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, τα μέλη της επιτροπής πιστωτών και ο οφειλέτης (άρθρο 74 παράγραφος 1 δεύτερη περίοδος InsO). Οι αποφάσεις της συνέλευσης των πιστωτών λαμβάνονται πάντοτε με απλή πλειοψηφία, ενώ για την πλειοψηφία δεν είναι καθοριστικός ο αριθμός των ψήφων, αλλά το άθροισμα των ποσών των απαιτήσεων των πιστωτών που μετέχουν στην ψηφοφορία (άρθρο 76 παράγραφος 2 InsO). Αν η επιχείρηση υπερβαίνει ορισμένα όρια ως προς το μέγεθός της, το πτωχευτικό δικαστήριο πρέπει να διορίσει προσωρινή επιτροπή πιστωτών ήδη πριν από την έναρξη της διαδικασίας (άρθρο 22a InsO). Αυτή συμμετέχει στον διορισμό του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας καθώς και στο πλαίσιο της απόφασης σχετικά με την ανάθεση της διαχείρισης στον οφειλέτη (άρθρα 56a, 270b παράγραφος 3 InsO).

Η σημασία της συνέλευσης των πιστωτών φαίνεται από το ότι αυτή αποφασίζει για την πρόοδο της διαδικασίας, ιδίως για τον τρόπο ρευστοποίησης της περιουσίας του οφειλέτη. Άλλα καθήκοντα της συνέλευσης των πιστωτών είναι τα εξής:

  • η εκλογή νέου διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας (άρθρο 57 πρώτη περίοδος InsO)·
  • ο έλεγχος του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας (άρθρα 66, 79, 197 παράγραφος 1 σημείο 1 InsO)·
  • η λήψη απόφασης για την παύση ή τη συνέχιση της δραστηριότητας της επιχείρησης (άρθρο 157 InsO)·
  • η έγκριση των ιδιαίτερης βαρύτητας δικαιοπραξιών του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας (άρθρο 160 παράγραφος 1 InsO).

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

Όσον αφορά τις εξουσίες του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας σε σχέση με τα στοιχεία που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία, βλ. παραπάνω υπό την ερώτηση «Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;».

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

  1. Πιστωτές με δικαίωμα αποχωρισμού

Πιστωτές με δικαίωμα αποχωρισμού είναι οι πιστωτές (aussonderungsberechtigte Gläubiger) οι οποίοι με βάση εμπράγματο ή προσωπικό δικαίωμα δικαιούνται να ισχυριστούν ότι ορισμένο στοιχείο δεν ανήκει στην πτωχευτική περιουσία (άρθρο 47 πρώτη περίοδος InsO). Οι πιστωτές με δικαίωμα αποχωρισμού δεν είναι πτωχευτικοί πιστωτές και επομένως δεν χρειάζεται να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους στον πίνακα, αλλά μπορούν να επιδιώξουν την ικανοποίησή τους με την άσκηση αγωγής σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις (άρθρο 47 δεύτερη περίοδος InsO). Ωστόσο, εναγόμενος δεν θα είναι ο οφειλέτης, αλλά ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ο οποίος νομιμοποιείται παθητικά ως εκ της θέσης του. Δικαίωμα αποχωρισμού θεμελιώνουν ιδίως η κυριότητα [στον βαθμό που δεν πρόκειται για καταπιστευτική μεταβίβαση κυριότητας προς εξασφάλιση, διότι αυτή δίνει το δικαίωμα αποχωρισμού στον ιδιοκτήτη (άρθρο 51 σημείο 1 InsO)] και η απλή επιφύλαξη κυριότητας, αλλά και οι ενοχικές αξιώσεις απόδοσης (π.χ. του εκμισθωτή έναντι του μισθωτή).

  1. Εξασφαλισμένοι (προνομιούχοι) πιστωτές

Προνομιούχοι (absonderungsberechtigte Gläubiger) είναι οι πιστωτές οι οποίοι διαθέτουν δικαίωμα προνομιακής ικανοποίησης από τη ρευστοποίηση περιουσιακού στοιχείου που περιλαμβάνεται στην πτωχευτική περιουσία. Δεν συμμετέχουν στη διαδικασία εξέλεγξης των απαιτήσεων, αλλά τυγχάνουν προνομιακής μεταχείρισης, καθώς ικανοποιούνται από το προϊόν της ρευστοποίησης του εκάστοτε περιουσιακού στοιχείου πριν από τους πιστωτές μειωμένης εξασφάλισης ή τους ανέγγυους πτωχευτικούς πιστωτές. Μόνο το τυχόν υπολειπόμενο ποσό από τη ρευστοποίηση προστίθεται στην πτωχευτική περιουσία και διατίθεται για την ικανοποίηση των υπόλοιπων πιστωτών. Το δικαίωμα προνομιακής ικανοποίησης πιστωτή μπορεί, μεταξύ άλλων, να στηρίζεται σε υποθήκη, ενέχυρο ή δικαίωμα εξασφαλιστικής κυριότητας (άρθρα 49, 50 και 51 InsO).

Αν το προϊόν της ρευστοποίησης δεν επαρκεί για την ικανοποίηση της απαίτησης και ο προνομιούχος πιστωτής διαθέτει, πέρα από το εμπράγματο δικαίωμα, προσωπική απαίτηση κατά του οφειλέτη, μπορεί, επιπλέον του προνομίου, να ζητήσει αναλογική ικανοποίηση από την πτωχευτική περιουσία, αναγγέλλοντας την προσωπική του απαίτηση στον πίνακα ως προς το ποσό για το οποίο δεν ικανοποιήθηκε (άρθρο 52 δεύτερη περίοδος InsO).

  1. Ομαδικοί πιστωτές

Οι απαιτήσεις των ομαδικών πιστωτών (Massegläubiger) επίσης δεν αναγγέλλονται αλλά εξοφλούνται προκαταβολικά. Σύμφωνα με το άρθρο 53 InsO, στις ομαδικές απαιτήσεις περιλαμβάνονται τα έξοδα της διαδικασίας αφερεγγυότητας και οι λοιπές υποχρεώσεις που δημιουργούνται μετά την έναρξη της διαδικασίας από τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας σε συνάρτηση με τη διεκπεραίωση της διαδικασίας (π.χ. απαιτήσεις καταβολής μισθών των εργαζομένων που εξακολουθούν να απασχολούνται στην επιχείρηση ή απαιτήσεις δικηγόρου στον οποίο ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας έχει αναθέσει τη δικαστική επιδίωξη απαιτήσεων). Ο λόγος της προνομιακής τους ικανοποίησης είναι το γεγονός ότι ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας δύναται να διεξαγάγει κανονικά τη διαδικασία μόνον εφόσον έχει τη δυνατότητα να αναλαμβάνει νέες υποχρεώσεις των οποίων η πλήρης εκπλήρωση είναι εξασφαλισμένη. Επιπλέον, ομαδικές απαιτήσεις αποτελούν οι απαιτήσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό της πτωχευτικής περιουσίας καθώς και ορισμένες απαιτήσεις από την προσωρινή διαδικασία αφερεγγυότητας.

  1. Πτωχευτικοί πιστωτές

Μόνο οι πτωχευτικοί πιστωτές (Insolvenzgläubiger) συμμετέχουν στη διαδικασία εξέλεγξης των απαιτήσεων (άρθρο 174 παράγραφος 1 πρώτη περίοδος InsO). Σύμφωνα με το άρθρο 38 InsO, πτωχευτικοί πιστωτές είναι όλοι οι προσωπικοί πιστωτές οι οποίοι κατά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας έχουν θεμελιωμένη περιουσιακή αξίωση κατά του οφειλέτη. Οι απαιτήσεις των πτωχευτικών πιστωτών μειωμένης εξασφάλισης (nachrangige Insolvenzgläubiger) που αναφέρονται στο άρθρο 39 παράγραφος 1 InsO πρέπει να αναγγέλλονται μόνο εφόσον το πτωχευτικό δικαστήριο καλέσει τους εν λόγω πιστωτές να αναγγείλουν την απαίτησή τους (άρθρο 174 παράγραφος 3 πρώτη περίοδος InsO). Οι πτωχευτικές απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης εξοφλούνται μετά τις υπόλοιπες απαιτήσεις των πτωχευτικών πιστωτών. Στην κατηγορία αυτή εμπίπτουν, οι μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας γεννηθέντες τόκοι και ποινές υπερημερίας επί απαιτήσεων των πτωχευτικών πιστωτών ή οι χρηματικές ποινές και τα πρόστιμα.

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

Οι απαιτήσεις πρέπει να αναγγέλλονται εγγράφως στον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας εντός της προθεσμίας που ορίζεται από το πτωχευτικό δικαστήριο με την απόφαση έναρξης της διαδικασίας, με αναφορά της αιτίας και του ύψους της απαίτησης και με την υποβολή αντιγράφων των εγγράφων με τα οποία τεκμηριώνεται η απαίτηση (άρθρο 174 παράγραφος 1 πρώτη και δεύτερη περίοδος και άρθρο 174 παράγραφος 2 InsO). Ωστόσο, η απαίτηση εξετάζεται και σε περίπτωση εκπρόθεσμης αναγγελίας (άρθρο 177 InsO). Πρέπει να αναγγέλλονται όλες οι πτωχευτικές απαιτήσεις, ανεξάρτητα από το αν η υποκείμενη έννομη σχέση είναι αστικού ή δημόσιου δικαίου (όπως, για παράδειγμα, οι φορολογικές υποχρεώσεις).

Για τους αλλοδαπούς πιστωτές ισχύουν οι εξής ιδιαιτερότητες: Το άρθρο 55 του κανονισμού της ΕΕ για τις διαδικασίες αφερεγγυότητας ορίζει ότι οι αλλοδαποί πιστωτές μπορούν να αναγγέλλουν τις απαιτήσεις τους χρησιμοποιώντας τυποποιημένο σχετικό έντυπο. Οι απαιτήσεις μπορούν να αναγγέλλονται σε οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Ωστόσο, μπορεί να ζητηθεί από τον πιστωτή να προσκομίσει μετάφραση στην επίσημη γλώσσα του κράτους έναρξης της διαδικασίας ή σε άλλη γλώσσα την οποία το εν λόγω κράτος μέλος έχει δηλώσει ότι μπορεί να δεχθεί. Η αναγγελία των απαιτήσεων πρέπει να πραγματοποιείται κατά κανόνα εντός της προθεσμίας την οποία προβλέπει το δίκαιο του κράτους έναρξης της διαδικασίας. Σε περίπτωση αλλοδαπού πιστωτή, η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 30 ημέρες από τη δημοσίευση της έναρξης διαδικασίας αφερεγγυότητας στο μητρώο αφερεγγυότητας του κράτους έναρξης της διαδικασίας.

Ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας καταρτίζει πίνακα (Tabelle) που περιλαμβάνει κάθε αναγγελθείσα απαίτηση η οποία πληροί τις ελάχιστες απαιτήσεις νομότυπης αναγγελίας. Στο σημείο αυτό δεν εξετάζεται το περιεχόμενο. Η εξέλεγξη των απαιτήσεων ως προς το ύψος και τη σειρά κατάταξής τους πραγματοποιείται την ημέρα που ορίστηκε για τον σκοπό αυτόν από το πτωχευτικό δικαστήριο (άρθρο 176 πρώτη περίοδος InsO). Αν την ημέρα που ορίστηκε για την εξέλεγξη των απαιτήσεων δεν προβάλει αντιρρήσεις ούτε ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας ούτε πτωχευτικός πιστωτής ή αν οι προβληθείσες αντιρρήσεις απορριφθούν, θεωρείται ότι η απαίτηση επαληθεύτηκε και ο πιστωτής συμμετέχει αναλογικά στο προϊόν της ρευστοποίησης της πτωχευτικής περιουσίας. Αντιρρήσεις του οφειλέτη δεν επηρεάζουν μεν την επαλήθευση της απαίτησης (άρθρο 178 παράγραφος 1 δεύτερη περίοδος InsO), αλλά έχουν ως αποτέλεσμα ότι, στην περίπτωση αυτή, μετά την παύση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ο πτωχευτικός πιστωτής δεν μπορεί να επισπεύσει εκτέλεση με βάση τον πίνακα αλλά πρέπει να ασκήσει αγωγή κατά του οφειλέτη της διαδικασίας αφερεγγυότητας (άρθρο 201 παράγραφος 2 πρώτη περίοδος InsO).

Από την άλλη, αν την ημέρα που ορίστηκε για την εξέλεγξη των απαιτήσεων προβάλει αντιρρήσεις ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή άλλος πιστωτής, επαφίεται στον πιστωτή να εγείρει αναγνωριστική αγωγή κατά αυτού που αμφισβήτησε την απαίτησή του (άρθρο 179 παράγραφος 1 InsO). Ωστόσο, στο προϊόν της ρευστοποίησης μπορεί να συμμετάσχει μόνο αν η ύπαρξη της απαίτησης αποδειχθεί τελεσίδικα στο πλαίσιο αναγνωριστικής δίκης (άρθρα 180 επ. InsO). Πριν από τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης, ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας πρέπει να καταρτίσει κατάλογο διανομής (Verteilungsverzeichnis) (άρθρο 188 InsO). Η άσκηση της αναγνωριστικής αγωγής πρέπει να αποδειχθεί εντός δύο εβδομάδων από τη δημοσίευση του καταλόγου διανομής (άρθρο 189 παράγραφος 1 InsO). Αν δεν συμβεί αυτό, η απαίτηση δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης, ακόμη και αν στο μεταξύ η απαίτηση βεβαιώθηκε τελεσίδικα (άρθρο 189 παράγραφος 3 InsO). Ωστόσο, αν τα αποδεικτικά στοιχεία προσκομιστούν εγκαίρως, το ποσό που αναλογεί στην απαίτηση παρακρατείται κατά τη διανομή για το διάστημα της εκκρεμοδικίας (άρθρο 189 παράγραφος 2 InsO). Σε περίπτωση τελεσίδικης απόρριψης της αναγνωριστικής αγωγής, το παρακρατηθέν ποσό διανέμεται στους υπόλοιπους πτωχευτικούς πιστωτές. Αν για την αμφισβητούμενη απαίτηση υπάρχει ήδη εκτελεστός τίτλος, με την άσκηση αγωγής δεν βαρύνεται ο αναγγέλλων πιστωτής αλλά αυτός που αμφισβητεί την απαίτηση (άρθρο 179 παράγραφος 2 InsO). Οι αποφάσεις δυνάμει των οποίων γίνεται δεκτή ως βάσιμη απαίτηση ή προσφυγή κατά απαίτησης δεν ισχύουν μόνο μεταξύ των διαδίκων, αλλά δεσμεύουν και τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας και όλους τους πτωχευτικούς πιστωτές (άρθρο 183 παράγραφος 1 InsO).

Αν πτωχευτικός πιστωτής δεν αναγγείλει την απαίτησή του στον πίνακα, δεν μπορεί να συμμετάσχει στο προϊόν της ρευστοποίησης ούτε μπορεί να επιδιώξει την ικανοποίηση της απαίτησής του με άλλον τρόπο (άρθρο 87 InsO). Καταψηφιστική αγωγή πληρωμής κατά του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Στον βαθμό που δεν προβλέπεται διαφορετικά σε σχέδιο αναδιοργάνωσης, ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας προβαίνει σε ρευστοποίηση του ενεργητικού της πτωχευτικής περιουσίας, προκειμένου να μετατρέψει την πτωχευτική περιουσία σε μετρητά χρήματα και να τα διανείμει στους πιστωτές. Ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας αποφασίζει κατά τη διακριτική του ευχέρεια τον τρόπο ρευστοποίησης, με σκοπό την επίτευξη όσο το δυνατόν μεγαλύτερου ποσού από τη ρευστοποίηση του ενεργητικού. Δυνατή είναι η εκποίηση της επιχείρησης του οφειλέτη ή επιμέρους εκμεταλλεύσεών του ως συνόλου, καθώς και η διάλυση της επιχείρησης και η μεμονωμένη εκποίηση των επιμέρους στοιχείων που αποτελούν την πτωχευτική περιουσία.

Πριν καταστεί δυνατή η διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης στους πτωχευτικούς πιστωτές, πρέπει πρώτα να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις των προνομιούχων πιστωτών και των ομαδικών πιστωτών. Η διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης γίνεται με βάση κατάλογο διανομής (άρθρο 188 InsO), ο οποίος καταρτίζεται από τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας με βάση τον πίνακα των αναγγελθεισών απαιτήσεων (άρθρο 175 InsO). Ο εν λόγω κατάλογος περιλαμβάνει υποχρεωτικά όλες τις πτωχευτικές απαιτήσεις οι οποίες πρέπει να ληφθούν υπόψη για τη διανομή. Ακολούθως, το προϊόν της ρευστοποίησης διανέμεται κατ’ αναλογία στους πιστωτές με γνώμονα το ύψος της κάθε απαίτησης. Στην κατάταξη, μετά τους πτωχευτικούς πιστωτές, βρίσκονται οι πτωχευτικοί πιστωτές μειωμένης εξασφάλισης. Οι απαιτήσεις αυτών ικανοποιούνται μόνο εφόσον έχουν ικανοποιηθεί πλήρως όλοι οι πτωχευτικοί πιστωτές. Δεδομένου ότι οι πιθανότητες ικανοποίησής τους είναι περιορισμένες, οι εν λόγω πιστωτές υποχρεούνται να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους μόνο αν κληθούν ειδικά να το πράξουν από το πτωχευτικό δικαστήριο (άρθρο 174 παράγραφος 3 InsO).

Κατά κανόνα, η διανομή αρχίζει πριν από την ολοκλήρωση της ρευστοποίησης της πτωχευτικής περιουσίας. Ειδικότερα, όταν διαπιστώνεται ότι η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει επαρκή μετρητά χρήματα, πραγματοποιούνται τμηματικές πληρωμές (άρθρο 187 παράγραφος 2 πρώτη περίοδος InsO). Μόλις ολοκληρωθεί η ρευστοποίηση πραγματοποιείται η τελική διανομή (άρθρο 196 παράγραφος 1 InsO). Αυτή προϋποθέτει την έγκριση του πτωχευτικού δικαστηρίου (άρθρο 196 παράγραφος 2 InsO). Εάν καταστεί δυνατή η πλήρης ικανοποίηση του συνόλου (συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων μειωμένης εξασφάλισης) των πτωχευτικών απαιτήσεων (γεγονός σπάνιο στην πράξη), ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας αποδίδει στον αφερέγγυο οφειλέτη το υπερβάλλον ποσό (άρθρο 199 πρώτη περίοδος InsO).

Αν πιστωτής διαθέτει δικαίωμα προνομιακής ικανοποίησης από στοιχείο της πτωχευτικής περιουσίας και το προϊόν της ρευστοποίησης αυτού δεν αρκεί για την πλήρη ικανοποίησή του, ο πιστωτής μπορεί να αναγγείλει στον πίνακα μια πρόσθετη προσωπική του απαίτηση, αλλά μόνο για το ποσό ως προς το οποίο δεν ικανοποιήθηκε. (Εναλλακτικά, μπορεί να παραιτηθεί από το προνόμιο και να αναγγείλει στον πίνακα τη συνολική προσωπική απαίτησή του κατά του οφειλέτη) (άρθρο 52 δεύτερη περίοδος InsO).

Αν τρίτος εκπληρώσει την απαίτηση εμπραγμάτως ασφαλισμένου πιστωτή κατά του οφειλέτη, δεν υποκαθίσταται αυτόματα στη θέση του ασφαλισμένου πιστωτή. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις προβλέπεται εκ του νόμου η μεταβίβαση της απαίτησης, η οποία μπορεί επίσης να συμφωνηθεί με δικαιοπραξία. Αυτή όμως δεν αποτελεί ιδιαιτερότητα της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αλλά προκύπτει από τις γενικές διατάξεις. Αν ο πιστωτής, για παράδειγμα, είναι εμπραγμάτως ασφαλισμένος και δεν ικανοποιηθεί από τον οφειλέτη αλλά από τρίτο ο οποίος έχει εγγυηθεί την εκπλήρωση της οφειλής του αφερέγγυου οφειλέτη, η απαίτηση του πιστωτή κατά του οφειλέτη περιέρχεται στον εγγυητή δυνάμει εκ του νόμου μεταβίβασης απαίτησης [άρθρο 774 παράγραφος 1 πρώτη περίοδος του αστικού κώδικα (Bürgerliches Gesetzbuch – BGB)]. Όσον αφορά τα παρεπόμενα δικαιώματα που ασφαλίζουν την απαίτηση, όπως, για παράδειγμα, οι υποθήκες ή τα ενέχυρα, ο νόμος προβλέπει ρητά ότι αυτά περιέρχονται στον εγγυητή (άρθρα 412, 401 BGB). Τα μη παρεπόμενα δικαιώματα που ασφαλίζουν την απαίτηση, όπως, για παράδειγμα, η εξασφαλιστική εμπράγματη επιβάρυνση ακινήτου, δεν περιέρχονται εκ του νόμου στον εγγυητή. Εντούτοις, πιστωτής με ενοχική αξίωση υποχρεούται, κατ’ αναλογία, βάσει των άρθρων 412 και 401 BGB, να μεταβιβάσει τις μη παρεπόμενες ασφάλειες στον εγγυητή, εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί κάτι διαφορετικό μεταξύ των συμβαλλομένων. Ο εγγυητής υποκαθίσταται ακολούθως στη θέση του πιστωτή που διαθέτει εμπράγματη ασφάλεια.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

  1. Συνήθης διαδικασία

Μετά την ολοκλήρωση της τελικής διανομής παύει αυτεπαγγέλτως η διαδικασία αφερεγγυότητας (άρθρο 200 παράγραφος 1 InsO). Η απόφαση για την παύση δημοσιοποιείται. Με την παύση της διαδικασίας αφερεγγυότητας ο οφειλέτης ανακτά την εξουσία διαχείρισης και διάθεσης των στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας.

Μετά την παύση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, οι πτωχευτικοί πιστωτές μπορούν πλέον, καταρχήν χωρίς περιορισμό, να διεκδικήσουν την ικανοποίηση των υπολειπόμενων απαιτήσεών τους έναντι του οφειλέτη, δεδομένου ότι η απαίτηση αποσβέννυται μόνο μέχρι το καταβληθέν ποσό. Ως προς την αναγκαστική είσπραξη του ανεξόφλητου μέρους της απαίτησης, το άρθρο 201 παράγραφος 2 του InsO ορίζει ότι οι πτωχευτικοί πιστωτές μπορούν να επισπεύσουν αναγκαστική εκτέλεση βάσει της καταχώρισης στον πίνακα όπως θα έπρατταν βάσει εκτελεστής απόφασης κατά του οφειλέτη, εφόσον η απαίτηση επαληθεύτηκε και δεν αμφισβητήθηκε από τον οφειλέτη την ημερομηνία της εξέλεγξης. Όπως προκύπτει από την εξ αντιδιαστολής ερμηνεία του άρθρου 201 παράγραφος 2 του InsO, στις υπόλοιπες περιπτώσεις, ο πιστωτής πρέπει να εγείρει την αξίωσή του με αγωγή κατά του οφειλέτη.

Εξαίρεση ισχύει για τα φυσικά πρόσωπα. Τα πρόσωπα αυτά έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν την έναρξη διαδικασίας απαλλαγής από τις υπολειπόμενες οφειλές (Restschuldbefreiung), σύμφωνα με το άρθρο 201 παράγραφος 3 και τα άρθρα 286 επ. του InsO. Απαλλαγή από τις υπολειπόμενες οφειλές μπορεί να χορηγηθεί έπειτα από περίοδο καλόπιστης συμπεριφοράς καταρχήν τριών ετών, κατά την οποία ο οφειλέτης πρέπει να εκχωρεί όλα τα κατασχετά έσοδά του σε καταπιστευµατούχο (Treuhänder). Η απαλλαγή ενεργεί έναντι όλων των πτωχευτικών πιστωτών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δεν είχαν αναγγείλει τις απαιτήσεις τους (άρθρο 301 παράγραφος 1 InsO). Αυτό σημαίνει ότι οι πτωχευτικοί πιστωτές χάνουν οριστικά τη δυνατότητα αναγκαστικής είσπραξης των απαιτήσεών τους κατά του οφειλέτη (εξαιρούνται οι αναφερόμενες στο άρθρο 302 InsO απαιτήσεις που εξαιρούνται από την απαλλαγή από τις υπολειπόμενες οφειλές).

Τα νομικά πρόσωπα που έχουν υπαχθεί σε διαδικασία αφερεγγυότητας και τα οποία δεν διαθέτουν πλέον περιουσία διαγράφονται αυτεπαγγέλτως από το εμπορικό μητρώο και παύουν να υφίστανται.

  1. Διαδικασία εφαρμογής σχεδίου αναδιοργάνωσης

Η διαδικασία εφαρμογής σχεδίου αναδιοργάνωσης παρέχει τη δυνατότητα στους προνομιούχους πιστωτές και τους πτωχευτικούς πιστωτές να ρυθμίσουν κατά τρόπο αυτόνομο τον τρόπο ρευστοποίησης της πτωχευτικής περιουσίας, τη διανομή της στους συμμετέχοντες στο σχέδιο πιστωτές, την εξέλιξη της διαδικασίας και την ευθύνη του οφειλέτη μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Αυτό επιτυγχάνεται με την εκπόνηση σχεδίου αναδιοργάνωσης που μπορεί να παρεκκλίνει από τις διατάξεις του πτωχευτικού κώδικα (άρθρο 217 παράγραφος 1 πρώτη περίοδος InsO). Η διαδικασία εφαρμογής σχεδίου αναδιοργάνωσης δεν πρέπει να ταυτίζεται με την εξυγίανση. Η εφαρμογή σχεδίου αναδιοργάνωσης έχει μεν κεντρικό ρόλο σε κάθε προσπάθεια εξυγίανσης επιχείρησης, πλην όμως σχέδιο αναδιοργάνωσης μπορεί να εκπονηθεί και ως βάση για την εκκαθάριση επιχείρησης, για παράδειγμα, για τη ρύθμιση της ρευστοποίησης της πτωχευτικής περιουσίας και της διανομής της στους συμμετέχοντες κατά τρόπο που παρεκκλίνει από τις διατάξεις του πτωχευτικού κώδικα.

Πέρα από τη δυνατότητα απαλλαγής από τις υπολειπόμενες οφειλές, το σχέδιο αναδιοργάνωσης παρέχει για τον οφειλέτη ένα σημαντικό μέσο για την παράκαμψη των κωλυσιεργούντων πιστωτών με απόφαση της πλειοψηφίας. Το άρθρο 245 του InsO προβλέπει ότι η έγκριση ομάδας που συμμετέχει στην ψηφοφορία θεωρείται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, παρασχεθείσα ακόμη και αν δεν έχουν επιτευχθεί οι αναγκαίες πλειοψηφίες.

Δικαίωμα υποβολής σχεδίου αναδιοργάνωσης έχουν τόσο ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας όσο και ο οφειλέτης (άρθρο 218 παράγραφος 1 πρώτη περίοδος InsO). Το σχέδιο αναδιοργάνωσης αποτελείται από ένα περιγραφικό μέρος (darstellender Teil) και ένα διαπλαστικό μέρος (gestaltender Teil) (άρθρο 219 πρώτη περίοδος InsO). Στο περιγραφικό μέρος παρουσιάζονται τα μέτρα που έχουν ληφθεί μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, καθώς και τα μέτρα που πρόκειται ακόμη να ληφθούν, προκειμένου να δημιουργηθεί η βάση για τη σχεδιαζόμενη διαμόρφωση των δικαιωμάτων των συμμετεχόντων (άρθρο 220 παράγραφος 1 InsO). Στο διαπλαστικό μέρος του σχεδίου αναδιοργάνωσης καθορίζεται πώς πρέπει να μεταβληθεί μέσω του σχεδίου η νομική θέση κάθε συμμετέχοντος (άρθρο 221 πρώτη περίοδος InsO). Σύμφωνα με το άρθρο 217 δεύτερη περίοδος του InsO, αν ο οφειλέτης δεν είναι φυσικό πρόσωπο, στο σχέδιο αναδιοργάνωσης μπορούν να συμπεριληφθούν και δικαιώματα συμμετοχής στον οφειλέτη. Το άρθρο 225a παράγραφος 2 InsO επιτρέπει την κεφαλαιοποίηση οφειλών (debt to equity swap) με σκοπό τη μετατροπή απαιτήσεων πιστωτών σε δικαιώματα συμμετοχής εταιρικού δικαίου στον οφειλέτη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο μηχανισμός ψηφοφορίας που προβλέπεται στα άρθρα 243 επ. InsO. Στο διαπλαστικό μέρος του σχεδίου αναδιοργάνωσης προβλέπεται ο σχηματισμός καταρχάς διαφόρων ομάδων. Το σχέδιο αναδιοργάνωσης γίνεται δεκτό μόνο αν, σε κάθε ομάδα, το σχέδιο εγκριθεί από την πλειοψηφία των ψηφισάντων πιστωτών (πλειοψηφία προσώπων) και το άθροισμα των απαιτήσεων των πιστωτών που ενέκριναν το σχέδιο είναι μεγαλύτερο από το μισό του αθροίσματος των απαιτήσεων των ψηφισάντων πιστωτών (πλειοψηφία ποσού). Ωστόσο, ο νόμος προβλέπει ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η έγκριση ομάδας που συμμετέχει στην ψηφοφορία θα θεωρείται, κατά πλάσμα, παρασχεθείσα, ακόμη και αν δεν έχουν επιτευχθεί οι αναγκαίες πλειοψηφίες (άρθρο 245 InsO). Σκοπός της εν λόγω αποκαλούμενης απαγόρευσης κωλυσιεργίας (Obstruktionsverbot) είναι να αποτρέπεται η ματαίωση του σχεδίου εκ μέρους μεμονωμένων πιστωτών ή εταίρων. Σύμφωνα με το άρθρο 247 του InsO, χρειάζεται η έγκριση του σχεδίου και από τον οφειλέτη. Ωστόσο, οι τυχόν αντιρρήσεις του δεν λαμβάνονται υπόψη εάν αναμένεται ότι το σχέδιο δεν θα χειροτερεύσει τη θέση του οφειλέτη σε σύγκριση με τη θέση στην οποία θα βρισκόταν χωρίς το σχέδιο και εφόσον κανένας πιστωτής δεν λαμβάνει οικονομική αξία που υπερβαίνει το ποσό της συνολικής απαίτησής του.

Μετά την αποδοχή του σχεδίου αναδιοργάνωσης από τους συμμετέχοντες και την έγκρισή του από τον οφειλέτη, ακολουθεί η επικύρωσή του από το πτωχευτικό δικαστήριο. Το δικαστήριο επικυρώνει το σχέδιο αναδιοργάνωσης εφόσον τηρήθηκαν όλες οι ουσιώδεις διαδικαστικές διατάξεις και δεν υποβλήθηκε αίτηση πιστωτή ή εταίρου με την οποία αυτός να ισχυρίζεται ότι με το σχέδιο θα περιέλθει σε χειρότερη θέση από εκείνη στην οποία θα βρισκόταν χωρίς το σχέδιο (άρθρο 251 InsO). Για να αποτραπεί η αποτυχία του σχεδίου λόγω τέτοιων αντιρρήσεων, μπορεί, στο διαπλαστικό μέρος του σχεδίου, να προβλέπονται μέσα αποκατάστασης για την περίπτωση που συμμετέχων αποδείξει χειροτέρευση της θέσης του (άρθρο 251 παράγραφος 3 InsO).

Η απόφαση επικύρωσης του σχεδίου μπορεί να προσβληθεί μόνο υπό περιορισμούς (άρθρο 253 InsO).

Με την τελεσιδικία της απόφασης που επικυρώνει το σχέδιο και εφόσον το σχέδιο δεν προβλέπει άλλως, η διαδικασία αφερεγγυότητας περατώνεται από το πτωχευτικό δικαστήριο (άρθρο 258 παράγραφος 1 InsO). Ο οφειλέτης αναλαμβάνει πάλι την εξουσία διάθεσης της περιουσίας του. Με την τελεσιδικία της απόφασης επικύρωσης του σχεδίου αναδιοργάνωσης επέρχονται όλα τα αποτελέσματα που καθορίζονται στο διαπλαστικό μέρος του σχεδίου υπέρ και κατά όλων των συμμετεχόντων, ανεξάρτητα από το αν έχουν αναγγείλει τις απαιτήσεις τους ως πτωχευτικοί πιστωτές ή αν έχουν προβάλει αντιρρήσεις ως συμμετέχοντες κατά του σχεδίου αναδιοργάνωσης (άρθρο 254b InsO). Αυτό σημαίνει ότι προβλεπόμενη στο σχέδιο αναδιοργάνωσης άφεση χρέους, χορήγηση προθεσμίας πληρωμής κ.λπ. αναπτύσσει αποτελέσματα αυτοδικαίως, χωρίς να χρειάζεται ξεχωριστή δήλωση βούλησης (άρθρο 254a παράγραφος 1 InsO). Τα δικαιώματα των πτωχευτικών πιστωτών κατά τρίτων δεν θίγονται καταρχήν από το σχέδιο αναδιοργάνωσης. Εξαίρεση υφίσταται —εφόσον προβλέπεται από το σχέδιο— για τις λεγόμενες ενδοομιλικές εγγυήσεις τρίτου (gruppeninterne Drittsicherheiten) που έχουν παρασχεθεί στον πιστωτή από εταιρεία συνδεδεμένη με τον οφειλέτη κατά την έννοια του άρθρου 15 του νόμου για τις ανώνυμες εταιρείες (Aktiengesetz – AktG) (π.χ. από θυγατρική του) (άρθρο 217 παράγραφος 2, άρθρο 223a InsO).

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο οφειλέτης θα ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του που προβλέπονται στο σχέδιο αναδιοργάνωσης, μπορεί να προβλέπεται η εποπτεία του οφειλέτη από τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Στην περίπτωση αυτή και για το χρονικό διάστημα της εποπτείας, ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας πρέπει να ενημερώνει ετησίως την επιτροπή των πιστωτών, εφόσον έχει οριστεί τέτοια, και το δικαστήριο για την πορεία του σχεδίου και τις προοπτικές εκπλήρωσής του (άρθρο 261 παράγραφος 2 πρώτη περίοδος InsO).

Ανεξάρτητα από την επιβολή εποπτείας, η αποκαλούμενη ρήτρα αναβίωσης (Wiederauflebensklausel) που προβλέπεται στο άρθρο 255 του InsO διασφαλίζει την εκπλήρωση του σχεδίου από τον οφειλέτη. Αν με βάση το διαπλαστικό μέρος του σχεδίου αναδιοργάνωσης χορηγηθεί προθεσμία πληρωμής ή μερική άφεση απαιτήσεων πτωχευτικών πιστωτών, η παραπάνω διάταξη ορίζει ότι η προθεσμία πληρωμής ή η άφεση παύει να δεσμεύει πιστωτή έναντι του οποίου ο οφειλέτης τελεί σε σημαντική υστέρηση ως προς την εκπλήρωση του σχεδίου (άρθρο 255 παράγραφος 1 InsO). Το ίδιο ισχύει για όλους τους πτωχευτικούς πιστωτές αν κατά το στάδιο εκπλήρωσης του σχεδίου αρχίσει νέα διαδικασία αφερεγγυότητας επί της περιουσίας του οφειλέτη (άρθρο 255 παράγραφος 2 InsO). Οι πτωχευτικοί πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις επαληθεύτηκαν και δεν αμφισβητήθηκαν από τον οφειλέτη την ημερομηνία εξέλεγξης μπορούν να επισπεύσουν εκτέλεση κατά του οφειλέτη με βάση την τελεσίδικη απόφαση επικύρωσης του σχεδίου αναδιοργάνωσης σε συνδυασμό με την καταχώριση στον πίνακα, όπως θα έπρατταν βάσει εκτελεστής απόφασης κατά του οφειλέτη (άρθρο 257 παράγραφος 1 πρώτη περίοδος InsO).

Αν το σχέδιο αναδιοργάνωσης αποτελεί τη βάση για εξυγίανση της επιχείρησης, συχνά απαιτούνται νέες πιστώσεις. Για τη διασφάλιση των συναφών νέων δανειστών, μπορεί να προβλέπεται στο διαπλαστικό μέρος του σχεδίου αναδιοργάνωσης πλαίσιο για την παροχή πιστώσεων (άρθρο 264 InsO). Εφόσον η απαίτηση του νέου δανειστή πληροί τους όρους του εν λόγω πλαισίου, η συμφωνία του πλαισίου αυτού έχει ως αποτέλεσμα να έχει ο νέος δανειστής προτεραιότητα έναντι των πτωχευτικών πιστωτών σε περίπτωση νέας διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Η διαδικασία εφαρμογής σχεδίου αναδιοργάνωσης δίνει τη δυνατότητα στον οφειλέτη να απαλλαγεί από τις υπόλοιπες οφειλές του ανεξάρτητα από τη διαδικασία απαλλαγής από τις υπολειπόμενες οφειλές που περιγράφεται παραπάνω. Ο κώδικας ορίζει ότι οφειλέτης που ικανοποίησε τους πιστωτές του όπως όριζε το σχέδιο αναδιοργάνωσης (υπό την επιφύλαξη τυχόν αποκλίνουσας πρόβλεψης στο σχέδιο αναδιοργάνωσης) απαλλάσσεται από τις υπόλοιπες υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του (άρθρο 227 παράγραφος 1 InsO).

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Για τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, βλ. αναλυτική απάντηση υπό την ερώτηση «Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);»

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Τα έξοδα της διαδικασίας αφερεγγυότητας βαρύνουν, κατά το γερμανικό δίκαιο, την πτωχευτική περιουσία και προηγούνται των απαιτήσεων των πτωχευτικών πιστωτών ως ομαδικές απαιτήσεις (άρθρο 53 InsO). Σύμφωνα με το άρθρο 54 InsO, στα έξοδα της διαδικασίας αφερεγγυότητας περιλαμβάνονται τόσο τα δικαστικά έξοδα για τη διαδικασία αφερεγγυότητας όσο και οι αμοιβές και τα έξοδα του προσωρινού διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας και των μελών της επιτροπής πιστωτών.

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

Για την αποτροπή τυχόν βλάβης των πιστωτών, η απόκτηση στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι καταρχήν ανίσχυρη, ενώ η απόκτηση πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας στοιχείων τα οποία μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας θα ανήκαν στην πτωχευτική περιουσία είναι καταρχήν ισχυρή, μπορεί, ωστόσο, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να ανακληθεί.

Δεδομένου ότι με την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας η εξουσία διάθεσης του οφειλέτη περιέρχεται στον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, οι πράξεις διάθεσης του οφειλέτη επί στοιχείου της πτωχευτικής περιουσίας μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι καταρχήν απολύτως ανίσχυρες (με σημαντικότερη εξαίρεση την καλόπιστη απόκτηση ακινήτου, η οποία όμως είναι ακυρώσιμη) (άρθρο 81 παράγραφος 1 πρώτη περίοδος InsO). Επιπλέον, δεν είναι δυνατή η κτήση δικαιώματος επί στοιχείου της πτωχευτικής περιουσίας αν ο οφειλέτης έχει διαθέσει το εν λόγω στοιχείο της πτωχευτικής περιουσίας ήδη πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αλλά το αποτέλεσμα της πράξης διάθεσης επήλθε μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας (άρθρο 91 παράγραφος 1 InsO) (με σημαντικότερη εξαίρεση την απόκτηση ακινήτου, άρθρο 91 παράγραφος 2 InsO). Επιπλέον, δικαιώματα ασφάλειας που αποκτήθηκαν με αναγκαστική εκτέλεση τον τελευταίο μήνα πριν από την υποβολή της αίτησης ή αργότερα καθίστανται ανίσχυρα με την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας (άρθρο 88 παράγραφος 1 InsO).

Όπως προκύπτει από τα άρθρα 129 επ. InsO, η απόκτηση στοιχείου της πτωχευτικής περιουσίας πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, σε αντίθεση με την απόκτηση μετά την έναρξη της διαδικασίας, είναι μεν καταρχήν ισχυρή, ωστόσο μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να ανακληθεί. Αυτό το δικαίωμα πτωχευτικής ανάκλησης των δικαιοπραξιών του οφειλέτη έχει καθοριστική σημασία για τη λειτουργία του δικαίου αφερεγγυότητας, δεδομένου ότι παρέχει τη δυνατότητα στον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας να έχει πρόσβαση στις εκροές από τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη που έλαβαν χώρα πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Η πτωχευτική ανάκληση χρησιμεύει καθοριστικά στην αύξηση της πτωχευτικής περιουσίας και συμβάλλει σημαντικά ώστε το δίκαιο της αφερεγγυότητας να μπορεί να ανταποκριθεί στην αποστολή του για ίση ικανοποίηση των πιστωτών στο πλαίσιο μιας ρυθμισμένης διαδικασίας και για αποτροπή της προνομιακής ικανοποίησης συγκεκριμένων πιστωτών. Αν ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας εγείρει επιτυχώς αξίωση ανάκλησης, ο ωφεληθείς από την ανακληθείσα πράξη υποχρεούται να επιστρέψει ό,τι αφαιρέθηκε από την περιουσία του αφερέγγυου οφειλέτη μέσω της ανακληθείσας πράξης. Αν η εν λόγω επιστροφή δεν είναι εφικτή σε είδος, πρέπει να καταβάλει αποζημίωση. Ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας μπορεί να αξιώσει την επιστροφή με αγωγή, καθώς και να αντιτάξει την αξίωση επιστροφής ως ένσταση έναντι τυχόν αντίθετων δικαιωμάτων πιστωτή. Αν ο λήπτης ακυρώσιμης παροχής επιστρέψει την παροχή που έλαβε, τυχόν συναφείς ανταξιώσεις του λήπτη αναβιώνουν (άρθρο 144 InsO).

Προϋπόθεση της ανάκλησης είναι να έχει επέλθει ζημία των πτωχευτικών πιστωτών μέσω πράξης που τελέστηκε πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας (άρθρο 129 InsO) και να συντρέχει ένας από τους λόγους ανάκλησης που προβλέπονται στα άρθρα 130 έως 136 InsO). Αντικείμενο ανάκλησης μπορεί να αποτελέσει κάθε νομική πράξη, δηλαδή κάθε συμπεριφορά (συμπεριλαμβανομένης της παράλειψης, άρθρο 129 παράγραφος 2 InsO) που παράγει έννομα αποτελέσματα (Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο, απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2004 — IX ZR 98/03 — σκέψη 12). Στο μέτρο που δεν ορίζεται διαφορετικά στον νόμο, δεν έχει σημασία αν η νομική πράξη πραγματοποιήθηκε από τον οφειλέτη. Επιπλέον, δεν έχει σημασία αν πρόκειται για δικαιοπρακτικό ή νόμιμο αποτέλεσμα (Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο, απόφαση της 7ης Μαΐου 2013 — IX ZR 191/12 — σκέψη 6).

Λόγο ανάκλησης δικαιοπραξίας θεμελιώνουν ιδίως:

  • οι χαριστικές παροχές του οφειλέτη, εκτός εάν πραγματοποιήθηκαν τουλάχιστον τέσσερα έτη πριν από την υποβολή της αίτησης για έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας (άρθρο 134 InsO)
  • οι νομικές πράξεις στις οποίες προέβη ο οφειλέτης κατά τα τελευταία δέκα έτη πριν από την υποβολή της αίτησης για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας με πρόθεση να ζημιώσει τους πιστωτές του, εφόσον ο καθ’ ου η πτωχευτική ανάκληση γνώριζε την πρόθεση του οφειλέτη (άρθρο 133 InsO). Το εν λόγω χρονικό διάστημα περιορίζεται σε τέσσερα μόνο έτη αν με την οικεία νομική πράξη κατέστη δυνατή η χορήγηση ασφάλειας ή ικανοποίησης στον αντισυμβαλλόμενο·
  • οι νομικές πράξεις στις οποίες προέβη ο οφειλέτης κατά τους τελευταίους τρεις μήνες πριν από την υποβολή της αίτησης για έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας και οι οποίες ζημίωσαν άμεσα τους πιστωτές, εφόσον ο οφειλέτης τελούσε ήδη σε αδυναμία πληρωμών και ο καθ’ ου η πτωχευτική ανάκληση το γνώριζε (άρθρο 132 παράγραφος 1 σημείο 1 InsO)·
  • οι νομικές πράξεις με τις οποίες χορηγήθηκε σε πτωχευτικό πιστωτή ασφάλεια ή ικανοποίηση για την οποία δεν είχε αξίωση, υπό την προϋπόθεση ότι η πράξη έλαβε χώρα τον τελευταίο μήνα πριν από την υποβολή της αίτησης για έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας (άρθρο 131 παράγραφος 1 σημείο 1 InsO)·
  • οι νομικές πράξεις με τις οποίες χορηγήθηκε σε πτωχευτικό πιστωτή ασφάλεια ή ικανοποίηση για την οποία δεν είχε αξίωση, υπό την προϋπόθεση ότι η πράξη έλαβε χώρα τους τελευταίους τρεις μήνες πριν από την υποβολή της αίτησης για έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας και ότι ο οφειλέτης τελούσε κατά τον χρόνο της πράξης σε αδυναμία πληρωμών και ο καθ’ ου η πτωχευτική ανάκληση το γνώριζε (άρθρο 130 παράγραφος 1 σημείο 1 InsO).

Επιπλέον, στις ανωτέρω περιπτώσεις ενδέχεται να συντρέχει ποινική ευθύνη τόσο του οφειλέτη όσο και του ωφεληθέντος πιστωτή [άρθρα 283 έως 283d του ποινικού κώδικα (Strafgesetzbuch)].

Διαδικασία αφερεγγυότητας καταναλωτών

Η διαδικασία αφερεγγυότητας καταναλωτών (Verbraucherinsolvenzverfahren) ισχύει για τα φυσικά πρόσωπα τα οποία δεν ασκούν ή δεν έχουν ασκήσει ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα και για τα πρόσωπα τα οποία έχουν μεν ασκήσει ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα, αλλά οι περιουσιακές τους σχέσεις είναι σαφείς και δεν υφίστανται εναντίον τους απαιτήσεις από σχέση εργασίας (άρθρο 304 παράγραφος 1 πρώτη περίοδος InsO). Σε αντίθεση με τη συνήθη διαδικασία αφερεγγυότητας, το επίκεντρο της διαδικασίας αφερεγγυότητας καταναλωτών δεν είναι στην πράξη η ρευστοποίηση της περιουσίας, αλλά η απαλλαγή του καταναλωτή από τα χρέη.

Ιδιαιτερότητες σε σχέση με τη συνήθη διαδικασία υπάρχουν κυρίως όταν την αίτηση έχει υποβάλει (και) ο οφειλέτης. Στην περίπτωση αυτή, της απόφασης σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας προηγείται ένα εξωδικαστικό στάδιο, το οποίο αποσκοπεί στην επίτευξη συμφωνίας με τους πιστωτές σχετικά με τη διευθέτηση των οφειλών στη βάση ενός σχεδίου (άρθρο 305 παράγραφος 1 σημείο 1 InsO). Αν δεν καταστεί δυνατή η επίτευξη εξωδικαστικής συμφωνίας, ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει αίτηση για έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Ακολουθεί ένα στάδιο κατά το οποίο η διαδικασία έναρξης αναστέλλεται και το πτωχευτικό δικαστήριο παρέχει στους πιστωτές τη δυνατότητα να συμφωνήσουν με τον οφειλέτη ένα σχέδιο διευθέτησης των οφειλών του (Schuldenbereinigungsplan). Σε περίπτωση επίτευξης σχεδίου διευθέτησης των οφειλών, οι απαιτήσεις των πιστωτών διαμορφώνονται όπως προβλέπεται στο εν λόγω σχέδιο, το οποίο είναι εκτελεστό όπως ένας δικαστικός συμβιβασμός (Prozessvergleich) (άρθρο 308 παράγραφος 1 δεύτερη περίοδος InsO). Οι αιτήσεις έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας και απαλλαγής από τις υπολειπόμενες οφειλές λογίζονται ως ανακληθείσες (άρθρο 308 παράγραφος 2 InsO). Σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας επί σχεδίου διευθέτησης των οφειλών, η διαδικασία έναρξης κινείται εκ νέου.

Τελευταία επικαιροποίηση: 08/09/2023

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Αφερεγγυότητα/πτώχευση - Εσθονία

Η νομοθεσία της Εσθονίας προβλέπει τρεις διαφορετικές διαδικασίες αφερεγγυότητας: την πτωχευτική διαδικασία, τη διαδικασία αναδιοργάνωσης και τη διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους. Η υποβολή και διεκπεραίωση των αιτήσεων πτώχευσης και η διεξαγωγή της πτωχευτικής διαδικασίας σε σχέση με νομικό πρόσωπο διέπονται από τον πτωχευτικό νόμο. Οι διαδικασίες αναδιοργάνωσης, με τη βοήθεια των οποίων ένα νομικό πρόσωπο μπορεί να αναδιαρθρώσει τις υποχρεώσεις του, διέπονται από τον νόμο περί αναδιοργάνωσης. Η έναρξη και η διεξαγωγή διαδικασίας αφερεγγυότητας σε σχέση με φυσικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από το αν το πρόσωπο είναι αυτοαπασχολούμενο, διέπονται από τον νόμο για την αφερεγγυότητα φυσικού προσώπου. Ο νόμος για την αφερεγγυότητα φυσικού προσώπου διέπει επίσης την υποβολή αιτήσεων αφερεγγυότητας σε σχέση με φυσικό πρόσωπο. Μέσω αίτησης αφερεγγυότητας είναι δυνατόν να κινηθεί κάθε είδους διαδικασία αφερεγγυότητας σε σχέση με οφειλέτη που είναι φυσικό πρόσωπο: κήρυξη πτώχευσης, κήρυξη πτώχευσης και κίνηση διαδικασίας για την απαλλαγή του οφειλέτη από τις υποχρεώσεις του ή κίνηση διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους. Εάν κηρυχθεί πτώχευση, αυτή δεν διέπεται από τον νόμο για την αφερεγγυότητα φυσικού προσώπου· η πτωχευτική διαδικασία διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του πτωχευτικού νόμου. Ο τρόπος με τον οποίο διεξάγεται η πτωχευτική διαδικασία για τα νομικά πρόσωπα και τα φυσικά πρόσωπα είναι παρόμοιος. Οι νόμοι διατίθενται στα εσθονικά και στα αγγλικά από την επίσημη ηλεκτρονική έκδοση της Εσθονίας, Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροRiigi Teataja (Εφημερίδα της Κυβέρνησης).

Σκοπός της πτωχευτικής διαδικασίας είναι η ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών από τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη με τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή την ανασυγκρότηση της εμπορικής επιχείρησης του οφειλέτη. Οι οφειλέτες που είναι φυσικά πρόσωπα έχουν την ευκαιρία να απαλλαγούν από τις οφειλές τους μέσω της πτωχευτικής διαδικασίας. Στη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, εξακριβώνεται η αιτία της αφερεγγυότητας του οφειλέτη.

Σκοπός της αναδιοργάνωσης επιχείρησης είναι η υπέρβαση των οικονομικών δυσχερειών της, η αποκατάσταση της ρευστότητάς της, η βελτίωση της κερδοφορίας της και η διασφάλιση της βιώσιμης διαχείρισής της με την εφαρμογή δέσμης μέτρων βάσει σχεδίου αναδιοργάνωσης. Η αναδιοργάνωση μιας επιχείρησης δεν περιορίζει τις άλλες επιλογές της για την αποφυγή της αφερεγγυότητας. Στις διαδικασίες αναδιοργάνωσης, είναι σημαντικό να προστατεύονται και να λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα και τα δικαιώματα της επιχείρησης, των πιστωτών και τυχόν τρίτων.

Στόχος της αναδιάρθρωσης χρέους είναι να ξεπεραστούν τα προβλήματα φερεγγυότητας του οφειλέτη και να αποφευχθεί η πτωχευτική διαδικασία. Λαμβάνονται υπόψη τα έννομα συμφέροντα του οφειλέτη και των πιστωτών του. Η διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους παρέχει τη δυνατότητα στον οφειλέτη να αναδιαρθρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις (προσωπικά χρέη) του μέσω της παράτασης της προθεσμίας για την εκπλήρωση μιας υποχρέωσης, με αποπληρωμή της υποχρέωσης σε δόσεις ή με μείωση του ύψους της υποχρέωσης.

Το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 2015/848 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (αναδιατύπωση) καλύπτει την πτωχευτική διαδικασία και τη διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους.

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Σύμφωνα με το εσθονικό δίκαιο, φυσικό πρόσωπο είναι ένας άνθρωπος και στο πτωχευτικό δίκαιο δεν γίνεται διάκριση μεταξύ φυσικών προσώπων ως προς το αν ενεργούν με εμπορική ή επαγγελματική ιδιότητα ή όχι (με άλλα λόγια, δεν γίνεται διάκριση μεταξύ αυτοαπασχολούμενων και καταναλωτών). Νομικό πρόσωπο είναι νομική οντότητα που έχει συσταθεί σύμφωνα με τον νόμο. Νομικό πρόσωπο μπορεί να είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου. Ως «νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου» νοείται κάθε νομικό πρόσωπο το οποίο συστήνεται για την εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων και βάσει νόμου ο οποίος αφορά το αντίστοιχο είδος νομικού προσώπου. Οι ομόρρυθμες εταιρείες, οι ετερόρρυθμες εταιρείες, οι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, οι ανώνυμες εταιρείες, οι εμπορικές ενώσεις, τα ιδρύματα και οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Το Δημόσιο, οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης και άλλα νομικά πρόσωπα που συστήνονται για την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος και βάσει νόμου ο οποίος αφορά το εν λόγω νομικό πρόσωπο είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.

1. Πτωχευτική διαδικασία

Η πτωχευτική διαδικασία διεξάγεται σε σχέση με αφερέγγυα νομικά και φυσικά πρόσωπα. Το Δημόσιο και οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης δεν μπορούν να πτωχεύσουν.

2. Διαδικασία αναδιοργάνωσης

Η διαδικασία αναδιοργάνωσης διεξάγεται μόνο για νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου.

3. Διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους

Η διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους διεξάγεται για φυσικά πρόσωπα που αντιμετωπίζουν προβλήματα φερεγγυότητας, ανεξάρτητα από το αν είναι αυτοαπασχολούμενα.

4. Διαδικασία απαλλαγής από υποχρεώσεις

Η διαδικασία για την απαλλαγή φυσικού προσώπου από τις υποχρεώσεις του διεξάγεται για φυσικά πρόσωπα που αντιμετωπίζουν προβλήματα φερεγγυότητας, ανεξάρτητα από το αν είναι αυτοαπασχολούμενα.

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

1. Έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας σε σχέση με οφειλέτη που είναι νομικό πρόσωπο

1.1. Πτωχευτική διαδικασία

Ως πτώχευση νοείται η αφερεγγυότητα οφειλέτη που κηρύσσεται με δικαστική απόφαση. Συνεπώς, η πρώτη βασική προϋπόθεση για την έναρξη πτωχευτικής διαδικασίας είναι η αφερεγγυότητα του οφειλέτη.

Ο οφειλέτης είναι αφερέγγυος εάν δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις απαιτητές απαιτήσεις των πιστωτών και, λόγω της οικονομικής του κατάστασης, η αδυναμία αυτή δεν είναι προσωρινή. Οφειλέτης που είναι νομικό πρόσωπο θεωρείται επίσης αφερέγγυος εάν τα περιουσιακά στοιχεία του δεν επαρκούν για να καλύψουν τις υποχρεώσεις του και εάν, λόγω της οικονομικής κατάστασής του, αυτή η ανεπάρκεια δεν έχει προσωρινό χαρακτήρα. Οι μη απαιτητές απαιτήσεις θεωρούνται επίσης υποχρεώσεις. Αν ο οφειλέτης υποβάλει αίτηση πτώχευσης, το δικαστήριο κηρύσσει πτώχευση και σε περίπτωση πιθανής αφερεγγυότητας στο μέλλον. Αν ο οφειλέτης υποβάλει αίτηση πτώχευσης, τεκμαίρεται ότι ο οφειλέτης είναι αφερέγγυος.

Η δεύτερη βασική προϋπόθεση για την έναρξη πτωχευτικής διαδικασίας είναι η υποβολή αίτησης πτώχευσης, η οποία μπορεί να γίνει είτε από τον οφειλέτη είτε από πιστωτή. Αν η αίτηση πτώχευσης υποβληθεί από τον οφειλέτη, ο οφειλέτης πρέπει να τεκμηριώσει την αφερεγγυότητά του στην αίτηση πτώχευσης. Αν η αίτηση πτώχευσης υποβληθεί από πιστωτή, ο πιστωτής πρέπει να τεκμηριώσει την αφερεγγυότητα του οφειλέτη και να αποδείξει την ύπαρξη της απαίτησης στην αίτηση πτώχευσης. Στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τον νόμο, άλλα πρόσωπα μπορούν επίσης να υποβάλουν αιτήσεις πτώχευσης, οπότε οι διατάξεις που αφορούν τους πιστωτές εφαρμόζονται στα εν λόγω πρόσωπα, εκτός εάν ο νόμος ορίζει διαφορετικά.

Το δικαστήριο μπορεί να απαιτήσει από τον αιτούντα πιστωτή να καταβάλει το χρηματικό ποσό που ορίζεται από το δικαστήριο ως δικαστική εγγύηση για την κάλυψη της αμοιβής και των εξόδων του προσωρινού συνδίκου, εάν υπάρχουν λόγοι να πιστεύεται ότι η πτωχευτική περιουσία δεν επαρκεί για την κάλυψή τους. Αν ο πιστωτής δεν καταβάλει την εγγύηση, η διαδικασία περατώνεται. Όταν οι αιτούντες πιστωτές είναι εργαζόμενοι αφερέγγυου εργοδότη οι οποίοι δεν καταβάλουν το ποσό που έχει οριστεί ως εγγύηση για τη συνέχιση της πτωχευτικής διαδικασίας, έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση για την καταβολή χρηματικού ποσού λόγω αφερεγγυότητας του εργοδότη [μέσω του Eesti Töötukassa (το Εσθονικό Ταμείο Ασφάλισης Ανεργίας)].

Το δικαστήριο αρνείται να δεχθεί την αίτηση πτώχευσης του πιστωτή εάν η αίτηση πτώχευσης δεν αναφέρει ότι ο αιτών έχει απαίτηση κατά του οφειλέτη, η αίτηση πτώχευσης δεν τεκμηριώνει την αφερεγγυότητα του οφειλέτη ή η αίτηση πτώχευσης βασίζεται σε απαίτηση για την οποία ισχύει σχέδιο αναδιοργάνωσης. Το δικαστήριο αρνείται επίσης να κάνει δεκτή αίτηση πτώχευσης εάν συντρέχουν άλλοι λόγοι οι οποίοι προβλέπονται στον κώδικα πολιτικής δικονομίας.

Πριν από την κήρυξη πτώχευσης και την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, διεξάγεται η λεγόμενη προκαταρκτική διαδικασία. Αν το δικαστήριο αποφασίσει να κάνει δεκτή αίτηση πτώχευσης, διορίζει προσωρινό σύνδικο. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να αρνηθεί να διορίσει προσωρινό σύνδικο, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη, και να κηρύξει τον οφειλέτη σε πτώχευση. Εάν το δικαστήριο δεν διορίσει προσωρινό σύνδικο, η διαδικασία δεν συνεχίζεται στη βάση της αίτησης πτώχευσης και η διαδικασία περατώνεται. Ο προσωρινός σύνδικος καθορίζει τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων του οφειλέτη και των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης που αφορούν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, και εξακριβώνει αν επαρκούν για να καλύψουν τα έξοδα της πτωχευτικής διαδικασίας. Ο προσωρινός σύνδικος διενεργεί εκτίμηση της οικονομικής κατάστασης και της φερεγγυότητας του οφειλέτη καθώς και των προοπτικών για συνέχιση των δραστηριοτήτων της εμπορικής επιχείρησης του οφειλέτη και, αν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο, για εξυγίανση του οφειλέτη, εγγυάται τη διατήρηση των στοιχείων ενεργητικού του οφειλέτη κλπ. Οι δραστηριότητες του προσωρινού συνδίκου πρέπει να καταδείξουν αν η αίτηση πτώχευσης πρέπει να γίνει δεκτή ή να απορριφθεί.

Το δικαστήριο περατώνει τη διαδικασία με ματαίωση χωρίς να κηρύξει πτώχευση, ανεξαρτήτως της αφερεγγυότητας του οφειλέτη, εάν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων που προκύπτουν κατά την πτωχευτική διαδικασία και εάν δεν είναι δυνατή η ανάκτηση ή η επιστροφή των περιουσιακών στοιχείων ή η άσκηση αγωγής κατά μέλους διοικητικού οργάνου.

Το δικαστήριο κηρύσσει την πτώχευση με απόφασή του (απόφαση για κήρυξη πτώχευσης). H απόφαση για κήρυξη πτώχευσης πρέπει να ορίζει τον χρόνο κήρυξης της πτώχευσης. Η πτωχευτική διαδικασία αρχίζει με την κήρυξη της πτώχευσης.

Όταν το δικαστήριο κηρύσσει πτώχευση, δημοσιεύει αμέσως σχετική ανακοίνωση (ανακοίνωση πτώχευσης) στην επίσημη έκδοση Ametlikud Teadaanded (Επίσημες Ανακοινώσεις).

Οι αποφάσεις για κήρυξη πτώχευσης είναι άμεσα εκτελεστές. Η εκτέλεση απόφασης για κήρυξη πτώχευσης δεν μπορεί να ανασταλεί ή να αναβληθεί, και ο τρόπος ή η διαδικασία που προβλέπεται από τον νόμο για την εκτέλεση της απόφασης για κήρυξη πτώχευσης δεν μπορεί να αλλάξει. Εάν ανώτερο δικαστήριο ακυρώσει απόφαση για κήρυξη πτώχευσης, αυτό δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των νομικών πράξεων που εκτελούνται από ή σε σχέση με τον σύνδικο. Ο οφειλέτης και ο αιτών πιστωτής μπορούν να ασκήσουν εφέσεις κατά της απόφασης για κήρυξη πτώχευσης εντός 15 ημερών από τη δημοσίευση της ανακοίνωσης πτώχευσης. Ο οφειλέτης και ο αιτών την πτώχευση μπορούν να προσφύγουν στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά της απόφασης που εκδίδει το εφετείο επί της έφεσης κατά της δικαστικής απόφασης. Ο σύνδικος δεν δύναται να ασκήσει έφεση εξ ονόματος του οφειλέτη ούτε να εκπροσωπήσει τον οφειλέτη στην ακροαματική διαδικασία έφεσης.

Ανακοινώσεις ή διαδικαστικά έγγραφα προς δημοσίευση στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας πρέπει να δημοσιεύονται στο Ametlikud Teadaanded. Το δικαστήριο δύναται να δημοσιεύσει ανακοίνωση σχετικά με τον χρόνο και τον τόπο της ακροαματικής διαδικασίας μιας αίτησης πτώχευσης στο Ametlikud Teadaanded. Η ανακοίνωση που αφορά απόφαση για κήρυξη πτώχευσης με την οποία κηρύσσεται η πτώχευση οφειλέτη (ανακοίνωση πτώχευσης) δημοσιεύεται αμέσως από το δικαστήριο στο Ametlikud Teadaanded.

1.2. Διαδικασία αναδιοργάνωσης

Για να ξεκινήσει διαδικασία αναδιοργάνωσης για εμπορική επιχείρηση, η επιχείρηση υποβάλλει τη σχετική αίτηση.

Το δικαστήριο ξεκινά διαδικασία αναδιοργάνωσης εάν η αίτηση αναδιοργάνωσης πληροί τις απαιτήσεις του κώδικα πολιτικής δικονομίας και του νόμου περί αναδιοργάνωσης και εάν η επιχείρηση έχει τεκμηριώσει με επιχειρήματα ότι:

  1. είναι πιθανό να καταστεί αφερέγγυα στο μέλλον·
  2. η επιχείρηση χρειάζεται αναδιοργάνωση·
  3. η βιώσιμη διαχείριση της επιχείρησης είναι πιθανή μετά την αναδιοργάνωση.

Με τη συγκατάθεση μιας επιχείρησης, μπορεί επίσης να υποβληθεί αίτηση αναδιοργάνωσης σε σχέση με την επιχείρηση από πιστωτή της επιχείρησης.

Η διαδικασία αναδιοργάνωσης ξεκινά εάν η αίτηση αναδιοργάνωσης πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται από τον νόμο και η επιχείρηση ή ο πιστωτής έχουν τεκμηριώσει με επιχειρήματα ότι η επιχείρηση δεν είναι μονίμως αφερέγγυα, αλλά είναι πιθανόν να καταστεί αφερέγγυα στο μέλλον· η επιχείρηση χρειάζεται αναδιοργάνωση· η βιώσιμη διαχείριση της επιχείρησης είναι πιθανή μετά την αναδιοργάνωση.

Δεν ξεκινά διαδικασία αναδιοργάνωσης εάν έχει ξεκινήσει πτωχευτική διαδικασία κατά της επιχείρησης· έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση για υποχρεωτική λύση της επιχείρησης ή εκτελείται συμπληρωματική εκκαθάριση· έχει μεσολαβήσει διάστημα μικρότερο των δύο ετών από την περάτωση διαδικασίας αναδιοργάνωσης σε σχέση με την επιχείρηση.

Το δικαστήριο ξεκινά τη διαδικασία αναδιοργάνωσης με απόφαση αναδιοργάνωσης εντός επτά ημερών από την παραλαβή της αίτησης αναδιοργάνωσης.

Η απόφαση αναδιοργάνωσης αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

  1. τα στοιχεία του προσώπου που έχει διοριστεί ως σύμβουλος αναδιοργάνωσης·
  2. την προθεσμία για την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης·
  3. την προθεσμία εντός της οποίας το σχέδιο αναδιοργάνωσης πρέπει να υποβληθεί προς έγκριση στο δικαστήριο (κατά κανόνα, δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 60 ημέρες· εφόσον είναι αναγκαίο, το δικαστήριο μπορεί να παρατείνει την προθεσμία σε 90 ημέρες)·
  4. το ποσό που πρέπει να καταβάλει η επιχείρηση στον καθορισμένο λογαριασμό ως εγγύηση για την κάλυψη της αμοιβής και των εξόδων του συμβούλου αναδιοργάνωσης, καθώς και την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να το καταβάλει η επιχείρηση.

Τα έννομα αποτελέσματα της έναρξης της διαδικασίας αναδιοργάνωσης είναι τα εξής:

  1. το δικαστήριο αναστέλλει διαδικασία εκτέλεσης ή άλλη αναγκαστική εκτέλεση που διεξάγεται σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης έως ότου εγκριθεί το σχέδιο αναδιοργάνωσης ή περατωθεί η διαδικασία αναδιοργάνωσης, εκτός από την περίπτωση διαδικασίας εκτέλεσης που διεξάγεται για την ικανοποίηση απαίτησης που έχει γεννηθεί βάσει εργασιακής σχέσης·
  2. το δικαστήριο αίρει την κατάσχεση που έχει επιβληθεί σε περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης ή τροποποιεί το περιεχόμενό της κατόπιν αιτήματος της επιχείρησης ή του συμβούλου αναδιοργάνωσης, εκτός από την περίπτωση κατάσχεσης που έχει επιβληθεί σε περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης για την εξασφάλιση πιθανής δήμευσης ή υποκατάστασης δήμευσης στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας ή για την εξασφάλιση απαίτησης που απορρέει από εργασιακή σχέση, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για τη διεξαγωγή της διαδικασίας αναδιοργάνωσης·
  3. ο υπολογισμός τόκων υπερημερίας ή συμβατικής ποινικής ρήτρας που αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου επί απαίτησης κατά της επιχείρησης αναστέλλεται έως ότου εγκριθεί το σχέδιο αναδιοργάνωσης·
  4. το δικαστήριο μπορεί, βάσει αιτήματος επιχείρησης και με την έγκριση του συμβούλου αναδιοργάνωσης, η οποία επισυνάπτεται στην αίτηση, ή βάσει αιτήματος του συμβούλου αναδιοργάνωσης, να αναστείλει δίκη που αφορά περιουσιακή απαίτηση κατά της επιχείρησης στην οποία δεν έχει ακόμη εκδοθεί απόφαση έως ότου εγκριθεί το σχέδιο αναδιοργάνωσης ή περατωθεί η διαδικασία αναδιοργάνωσης, με εξαίρεση την περίπτωση αγωγής που έχει ασκηθεί βάσει σχέσης εργασίας, ενώ το δικαστήριο δεν αναστέλλει τυχόν δίκη σε ποινική υπόθεση·
  5. βάσει αίτησης πτώχευσης που υποβάλλεται από πιστωτή, το δικαστήριο αναβάλλει κάθε απόφαση διορισμού προσωρινού συνδίκου έως ότου εγκριθεί το σχέδιο αναδιοργάνωσης ή περατωθεί η διαδικασία αναδιοργάνωσης·
  6. κατά την έναρξη της διαδικασίας αναδιοργάνωσης, η επιχείρηση διατηρεί το δικαίωμα διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης, αλλά πρέπει να ενημερώνει αμέσως τον σύμβουλο αναδιοργάνωσης για κάθε συναλλαγή που υπερβαίνει το πεδίο εφαρμογής των συνήθων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.

Σε περίπτωση που μια επιχείρηση ζητήσει την αναστολή άλλων μέτρων, ιδίως της άσκησης δικαιώματος εξασφάλισης, το δικαστήριο μπορεί να αναστείλει τα μέτρα αυτά κατόπιν αιτήματος της επιχείρησης ή του συμβούλου αναδιοργάνωσης έως ότου εγκριθεί το σχέδιο αναδιοργάνωσης ή περατωθεί η διαδικασία αναδιοργάνωσης, εάν αυτό είναι αναγκαίο για την αναδιοργάνωση ή βοηθά στις διαπραγματεύσεις που πρέπει να γίνουν σχετικά με το σχέδιο αναδιοργάνωσης. Τα μέτρα δεν μπορούν να ανασταλούν στην περίπτωση απαιτήσεων που απορρέουν από εργασιακή σχέση.

Όταν ξεκινήσει διαδικασία αναδιοργάνωσης, η προθεσμία για την ανάκτηση συναλλαγών ή άλλων πράξεων που προβλέπονται στον πτωχευτικό νόμο και στον κώδικα διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης παρατείνεται για το χρονικό διάστημα από την έναρξη της διαδικασίας αναδιοργάνωσης έως την περάτωση της διαδικασίας αναδιοργάνωσης. Η παράταση δεν μπορεί να υπερβαίνει τα οκτώ έτη πριν από τον διορισμό προσωρινού συνδίκου ή την έναρξη των προθεσμιών ανάκτησης που προβλέπονται στον κώδικα διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης.

Αν το δικαστήριο αποφασίσει να ξεκινήσει διαδικασία αναδιοργάνωσης και εκδώσει απόφαση αναδιοργάνωσης, ο σύμβουλος αναδιοργάνωσης αποστέλλει αμέσως στους πιστωτές ανακοίνωση αναδιοργάνωσης με την οποία τους ενημερώνει για την έναρξη της διαδικασίας αναδιοργάνωσης και για το ύψος των απαιτήσεών τους κατά της επιχείρησης σύμφωνα με τον κατάλογο οφειλών.

2. Έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας σε σχέση με οφειλέτη που είναι φυσικό πρόσωπο

2.1. Υποβολή αίτησης αφερεγγυότητας, διορισμός επαγγελματία εμπιστοσύνης και ακρόαση της αίτησης

Αίτηση αφερεγγυότητας κατά οφειλέτη που είναι φυσικό πρόσωπο μπορεί να κατατεθεί από τον ίδιο τον οφειλέτη ή από τον πιστωτή του οφειλέτη. Οι οφειλέτες σύζυγοι μπορούν να υποβάλουν κοινή αίτηση αφερεγγυότητας. Η αίτηση αφερεγγυότητας μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την έναρξη κάθε είδους διαδικασίας αφερεγγυότητας για οφειλέτη που είναι φυσικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένης της κήρυξης πτώχευσης.

Η αίτηση αφερεγγυότητας πρέπει να υποβάλλεται σύμφωνα με τα έντυπα που θεσπίζονται βάσει του άρθρου 9 του νόμου για την αφερεγγυότητα φυσικών προσώπων, η χρήση των οποίων είναι υποχρεωτική.

Στην αίτηση, ο οφειλέτης πρέπει να εξηγεί τη φύση των προβλημάτων φερεγγυότητάς του και να παρέχει επισκόπηση της οικονομικής του κατάστασης, συμπεριλαμβανομένων των περιουσιακών στοιχείων, των υποχρεώσεων, του εισοδήματος και των εξόδων του. Στην αίτηση αφερεγγυότητας, ο πιστωτής πρέπει επίσης να τεκμηριώνει την αφερεγγυότητα του οφειλέτη ή να εξηγεί τη φύση των προβλημάτων φερεγγυότητας του οφειλέτη.

Η αίτηση αφερεγγυότητας υποβάλλεται στο περιφερειακό δικαστήριο είτε της κατοικίας του οφειλέτη είτε της καταστατικής έδρας επιχείρησης του αυτοαπασχολούμενου. Τεκμαίρεται ότι η κατοικία που αναφέρεται στο δημοτολόγιο ένα έτος πριν από την υποβολή της αίτησης αφερεγγυότητας είναι η κατοικία του φυσικού προσώπου και ότι η καταστατική έδρα που αναφέρεται στο μητρώο ένα έτος πριν από την υποβολή της αίτησης αφερεγγυότητας είναι η καταστατική έδρα της επιχείρησης του αυτοαπασχολούμενου, εκτός εάν αποδειχθεί ότι η κατοικία ή η καταστατική έδρα του οφειλέτη βρίσκεται αλλού. Η κοινή αίτηση αφερεγγυότητας των συζύγων υποβάλλεται στο περιφερειακό δικαστήριο της κοινής κατοικίας των συζύγων. Σε περίπτωση που οι σύζυγοι δεν έχουν κοινή κατοικία, η αίτηση υποβάλλεται στο περιφερειακό δικαστήριο της κατοικίας ή της καταστατικής έδρας επιχείρησης ενός από τους συζύγους, όπως επιλέγεται από τους συζύγους.

Το δικαστήριο αποφασίζει αν θα κάνει δεκτή την αίτηση. Εάν το δικαστήριο κάνει δεκτή την αίτηση, διορίζει επαγγελματία εμπιστοσύνης για τον οφειλέτη.

Σε περίπτωση διορισμού επαγγελματία εμπιστοσύνης, ο υπολογισμός τόκων υπερημερίας ή συμβατικής ποινικής ρήτρας που αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου επί απαίτησης κατά του οφειλέτη αναστέλλεται έως ότου εγκριθεί το σχέδιο αναδιάρθρωσης ή έως ότου περατωθεί η διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους. Αυτό δεν ισχύει για απαιτήσεις για τις οποίες ο οφειλέτης δεν επιδιώκει την αναδιάρθρωση ή εάν ο οφειλέτης κηρυχθεί σε πτώχευση. Σε περίπτωση διορισμού επαγγελματία εμπιστοσύνης, πιστωτής δεν μπορεί να καταγγείλει σύμβαση που έχει συναφθεί με τον οφειλέτη επικαλούμενος παραβίαση οικονομικής υποχρέωσης που συνέβη πριν από την υποβολή της αίτησης αφερεγγυότητας ή να αρνηθεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του βάσει της εν λόγω σύμβασης, εκτός εάν το δικαστήριο το επιτρέψει.

Όταν διορίζεται επαγγελματίας εμπιστοσύνης, το δικαστήριο αναστέλλει διαδικασία εκτέλεσης ή άλλη αναγκαστική εκτέλεση για την είσπραξη χρημάτων που διενεργείται σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη έως την κήρυξη της πτώχευσης, την έγκριση του σχεδίου αναδιάρθρωσης ή την περάτωση της διαδικασίας. Το δικαστήριο μπορεί, μέχρι την ίδια χρονική στιγμή:

  1. να αναστείλει δίκη που αφορά χρηματική απαίτηση κατά του οφειλέτη στην οποία δεν έχει ακόμη εκδοθεί απόφαση·
  2. να ακυρώσει μέτρα για την εξασφάλιση αγωγής, συμπεριλαμβανομένης της κατάσχεσης λογαριασμού πληρωμών·
  3. να απαγορεύσει στους πιστωτές να ασκήσουν τα δικαιώματά τους που απορρέουν από την εξασφάλιση που έχει παρασχεθεί από τον οφειλέτη, μεταξύ άλλων να πωλήσουν ή να ζητήσουν την πώληση του αντικειμένου της εξασφάλισης·
  4. να εφαρμόσει άλλο μέτρο προσωρινής νομικής προστασίας, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που διασφαλίζουν την υποβολή αίτησης πτώχευσης.

Το δικαστήριο δεν αναστέλλει δίκες που αφορούν επιβολή χρηματικής ποινής ή δήμευσης ή υποκατάστασης δήμευσης στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας ή εκδίκαση προσφυγών κατά προστίμων που επιβάλλονται σε πλημμελήματα και δεν χρησιμοποιεί άλλα μέτρα που αναφέρονται στο σημείο 3 της παρούσας ενότητας σε σχέση με κατάσχεση ή δικαστική υποθήκη που έχει επιβληθεί στα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη για την εξασφάλιση πιθανής δήμευσης ή υποκατάστασης δήμευσης στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας.

Λαμβάνοντας υπόψη τα έννομα συμφέροντα του πιστωτή, το δικαστήριο μπορεί, βάσει της αίτησης του πιστωτή, να επιτρέψει τη συνέχιση της διαδικασίας εκτέλεσης που έχει ανασταλεί και να επιτρέψει στον πιστωτή να ασκήσει επίσης τα δικαιώματα που απορρέουν από τις εξασφαλίσεις που παρασχέθηκαν από τον οφειλέτη πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, την έγκριση του σχεδίου αναδιάρθρωσης ή την περάτωση της διαδικασίας.

Ο επαγγελματίας εμπιστοσύνης καθορίζει την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη, καταρτίζει κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων και των χρεών του οφειλέτη και τον υποβάλει στο δικαστήριο για λογαριασμό και με την έγκριση του οφειλέτη. Ο επαγγελματίας εμπιστοσύνης παρέχει επίσης στο δικαστήριο εκτίμηση σχετικά με το ποια διαδικασία θα πρέπει να κινηθεί για την εκδίκαση των προβλημάτων φερεγγυότητας του οφειλέτη. Το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την εκτίμηση.

Στη συνέχεια, το δικαστήριο εκδικάζει την αίτηση αφερεγγυότητας και εκδίδει μία από τις ακόλουθες αποφάσεις:

  1. κηρύσσει την πτώχευση του οφειλέτη·
  2. κηρύσσει την πτώχευση του οφειλέτη και ξεκινά διαδικασία για την απαλλαγή του οφειλέτη από τις υποχρεώσεις του·
  3. ξεκινά διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους·
  4. απορρίπτει την αίτηση· ή
  5. περατώνει τη διαδικασία με ματαίωση.

2.2. Έναρξη της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους

Το δικαστήριο ξεκινά διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους εάν ο οφειλέτης έχει προβλήματα φερεγγυότητας αλλά δεν είναι ακόμη μονίμως αφερέγγυος, ιδίως εάν τα προβλήματα φερεγγυότητας του οφειλέτη δεν μπορούν σαφώς να επιλυθούν χωρίς τη διεξαγωγή διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους, μεταξύ άλλων με την πώληση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη για την κάλυψη των χρεών του σε βαθμό που μπορεί εύλογα να αναμένεται από τον οφειλέτη. Ένας οφειλέτης θεωρείται ότι έχει προβλήματα φερεγγυότητας αν δεν είναι σε θέση ή αν είναι πιθανό να μην είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του όταν αυτές καταστούν απαιτητές.

Πριν από την έναρξη της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους, το δικαστήριο καθορίζει το ποσό που πρέπει να καταβάλει ο οφειλέτης ως εγγύηση για την κάλυψη της αμοιβής και των εξόδων του επαγγελματία εμπιστοσύνης στον λογαριασμό που προβλέπεται για τον σκοπό αυτόν, καθώς και την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να το καταβάλει ο οφειλέτης. Λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει την καταβολή του καθορισθέντος ποσού σε δόσεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

Το δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί την έναρξη της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους εάν:

  1. ο οφειλέτης έχει υποβάλει, εκ προθέσεως ή λόγω βαριάς αμέλειας, ουσιωδώς ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία, το εισόδημα, τους πιστωτές ή τις υποχρεώσεις του·
  2. ο οφειλέτης αρνείται να ορκιστεί σχετικά με την ειλικρίνεια των πληροφοριών που υποβλήθηκαν ή να υποβάλει συμπληρωματικές πληροφορίες που ζητήθηκαν από το δικαστήριο·
  3. ο οφειλέτης έχει καταδικαστεί για έγκλημα σχετικό με πτωχευτική διαδικασία ή διαδικασία εκτέλεσης, φορολογικό έγκλημα ή έγκλημα που αναφέρεται στα άρθρα 381 και 3811 του ποινικού κώδικα, και οι πληροφορίες σχετικά με την καταδίκη δεν έχουν διαγραφεί από τη βάση δεδομένων ποινικού μητρώου·
  4. κατά τα τρία έτη που προηγήθηκαν της υποβολής της αίτησης ή μετά την υποβολή της αίτησης, ο οφειλέτης, εκ προθέσεως ή λόγω βαριάς αμέλειας, υπέβαλε ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες σχετικά με την οικονομική του κατάσταση, προκειμένου να λάβει ενίσχυση ή άλλα οφέλη από το κράτος, αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης ή ίδρυμα ή να αποφύγει φόρους·
  5. κατά τα τρία έτη πριν από τον διορισμό του επαγγελματία εμπιστοσύνης ή μετά τον διορισμό του επαγγελματία εμπιστοσύνης, ο οφειλέτης, εκ προθέσεως ή λόγω βαριάς αμέλειας, παρεμπόδισε την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών ή προέβη εκ προθέσεως σε συναλλαγές που έβλαψαν τους πιστωτές και, στο πλαίσιο αυτό, η ζημία των συμφερόντων των πιστωτών μπορεί να συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην απόκρυψη ή την κατασπατάληση περιουσιακών στοιχείων·
  6. ο οφειλέτης δεν κατέβαλε το ποσό που καθορίστηκε από το δικαστήριο ως εγγύηση για την κάλυψη της αμοιβής και των δαπανών του επαγγελματία εμπιστοσύνης στον λογαριασμό που καθορίστηκε για τον σκοπό αυτόν.

Το δικαστήριο αρνείται να ξεκινήσει διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους εάν έχει ήδη ξεκινήσει διαδικασία αναδιάρθρωσης του χρέους του οφειλέτη κατά τα δέκα έτη που προηγήθηκαν της υποβολής της αίτησης ή έχει αποφασίσει να απαλλάξει τον οφειλέτη από τις υποχρεώσεις του.

Εάν το δικαστήριο ξεκινήσει διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους του οφειλέτη, ορίζει προθεσμία έως 60 ημέρες κατά τη διάρκεια της οποίας ο επαγγελματίας εμπιστοσύνης πρέπει να υποβάλει σχέδιο αναδιάρθρωσης στο δικαστήριο. Εφόσον είναι αναγκαίο, το δικαστήριο μπορεί να παρατείνει την προθεσμία έως 30 ημέρες.

Εάν το δικαστήριο ξεκινήσει διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους του οφειλέτη, η προθεσμία για την ανάκτηση συναλλαγών ή άλλων πράξεων που προβλέπονται στον πτωχευτικό νόμο και στον κώδικα διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης παρατείνεται κατά το χρονικό διάστημα από τον διορισμό του επαγγελματία εμπιστοσύνης έως την περάτωση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους, αλλά όχι περισσότερο από οκτώ έτη πριν από τον διορισμό του επαγγελματία εμπιστοσύνης ή την έναρξη των προθεσμιών ανάκτησης που καθορίζονται στον κώδικα διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης.

Μετά την έναρξη της διαδικασίας, ο επαγγελματίας εμπιστοσύνης, σε συνεργασία με τον οφειλέτη, καταρτίζει το σχέδιο αναδιάρθρωσης χρέους του οφειλέτη και το υποβάλει για λογαριασμό και με την έγκριση του οφειλέτη στο δικαστήριο προς έγκριση.

2.3. Έναρξη πτωχευτικής διαδικασίας και/ή διαδικασίας απαλλαγής από υποχρεώσεις

Το δικαστήριο κηρύσσει την πτώχευση οφειλέτη που είναι φυσικό πρόσωπο και διεξάγει πτωχευτική διαδικασία σύμφωνα με τις διατάξεις του πτωχευτικού νόμου. Η διεξαγωγή της πτωχευτικής διαδικασίας σε σχέση με φυσικό πρόσωπο είναι παρόμοια με τη διεξαγωγή της πτωχευτικής διαδικασίας σε σχέση με νομικό πρόσωπο (βλ. σημείο 1.1).

Παράλληλα με την κήρυξη της πτώχευσης, είναι δυνατόν να κινηθεί διαδικασία για την απαλλαγή φυσικού προσώπου από τις υποχρεώσεις του. Είναι δυνατή η απαλλαγή του οφειλέτη από τις υποχρεώσεις του που δεν έχουν εκπληρωθεί στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας. Οι υποχρεώσεις που γεννήθηκαν πριν από την κήρυξη της πτώχευσης μπορούν να συμπεριληφθούν στην πτωχευτική διαδικασία. Κατά γενικό κανόνα, η διαδικασία απαλλαγής από υποχρεώσεις διαρκεί τρία έτη. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο οφειλέτης πρέπει να ικανοποιήσει όσο το δυνατόν περισσότερο τις απαιτήσεις των πιστωτών. Κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, όλα τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη εκποιούνται και χρησιμοποιούνται για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών. Ο οφειλέτης πρέπει επίσης να ασκεί κερδοφόρες δραστηριότητες ή να καταβάλλει εύλογες προσπάθειες για την εξεύρεση τέτοιων δραστηριοτήτων. Το εισόδημα του οφειλέτη χρησιμοποιείται επίσης για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών. Ο νόμος ορίζει ένα ποσό που δεν υπόκειται σε κατάσχεση για την ελάχιστη διαβίωση του οφειλέτη, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών. Εάν ο οφειλέτης έχει εξοφλήσει σημαντικό μέρος των απαιτήσεων των πιστωτών, ο οφειλέτης μπορεί να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις του ακόμη και πριν από την παρέλευση τριών ετών, αλλά όχι νωρίτερα από ένα έτος μετά την έναρξη της διαδικασίας. Εάν ο οφειλέτης αθετήσει τις υποχρεώσεις του, αλλά η αθέτηση δεν είναι σοβαρή, το δικαστήριο μπορεί να παρατείνει την προθεσμία για την απαλλαγή του οφειλέτη από τις υποχρεώσεις του έως ένα έτος. Εάν η αθέτηση είναι σοβαρή, το δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να απαλλάξει τον οφειλέτη από τις υποχρεώσεις του.

3. Έναρξη πτωχευτικής διαδικασίας όσον αφορά την κληρονομιαία περιουσία φυσικού προσώπου

Εάν, σε περίπτωση θανάτου του οφειλέτη, η κληρονομιαία περιουσία του οφειλέτη είναι αφερέγγυα, μπορεί να υποβληθεί αίτηση πτώχευσης για την κήρυξη της κληρονομιαίας περιουσίας του οφειλέτη σε πτώχευση. Σε περίπτωση θανάτου του οφειλέτη, αίτηση πτώχευσης σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη μπορεί επίσης να υποβληθεί από κληρονόμο του οφειλέτη, τον εκτελεστή διαθήκης του οφειλέτη ή τον διαχειριστή κληρονομιάς του οφειλέτη. Στην περίπτωση αυτή, οι διατάξεις σχετικά με τις αιτήσεις πτώχευσης οφειλετών εφαρμόζονται στην αίτηση πτώχευσης. Η πτωχευτική διαδικασία σχετικά με την κληρονομιαία περιουσία διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του πτωχευτικού νόμου.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Με την κήρυξη της πτώχευσης τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη συνιστούν την πτωχευτική περιουσία και το δικαίωμα του οφειλέτη να διαχειρίζεται και να διαθέτει την πτωχευτική περιουσία μεταβιβάζεται στον σύνδικο πτώχευσης.

Τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη συνιστούν την πτωχευτική περιουσία βάσει δικαστικής απόφασης για κήρυξη πτώχευσης και χρησιμοποιούνται ως περιουσιακά στοιχεία τα οποία προορίζονται για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών και τη διεξαγωγή της πτωχευτικής διαδικασίας. Ως πτωχευτική περιουσία νοούνται τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη κατά τον χρόνο κήρυξης της πτώχευσης, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία που επιστρέφονται ή ανακτώνται και τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη στη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας. Περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη επί των οποίων δεν είναι δυνατό, βάσει του νόμου, να ασκηθεί απαίτηση πληρωμής δεν περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία.

Περιουσιακά στοιχεία επί των οποίων δεν είναι δυνατό, βάσει του νόμου, να ασκηθεί απαίτηση πληρωμής διέπονται από τον κώδικα διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Ο νόμος ορίζει έναν μη εξαντλητικό κατάλογο αντικειμένων που δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κατάσχεσης. Βασικός σκοπός του καταλόγου αντικειμένων που δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κατάσχεσης είναι να διασφαλιστεί μια ελάχιστη κοινωνική προστασία για τον οφειλέτη. Η απαγόρευση πώλησης περιουσιακών στοιχείων που δεν υπόκεινται σε κατάσχεση απορρέει επίσης από την ανάγκη προστασίας άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων: του δικαιώματος του καθενός να επιλέγει ελεύθερα τον τομέα δραστηριότητας, το επάγγελμα και τη θέση του, του δικαιώματος άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας, του δικαιώματος στην εκπαίδευση, τη θρησκευτική ελευθερία, την προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής κλπ. Επιπροσθέτως, η κατάσχεση ορισμένων αντικειμένων αντιβαίνει στα χρηστά ήθη.

Σύμφωνα με τη νομοθεσία της Εσθονίας, εφαρμόζονται επίσης περιορισμοί στη κατάσχεση εισοδήματος, με βασικό σκοπό να διασφαλίζεται ότι ο οφειλέτης διαθέτει τα ελάχιστα μέσα διαβίωσης που είναι αναγκαία για τον ίδιο και τα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα σύμφωνα με τους όρους της διαδικασίας που διεξάγεται σε σχέση με τον οφειλέτη.

Μετά την κήρυξη της πτώχευσης, κάθε διάθεση από τον οφειλέτη όσον αφορά αντικείμενα τα οποία αποτελούν μέρος της πτωχευτικής περιουσίας είναι άκυρη. Τα περιουσιακά στοιχεία που μεταβιβάζονται από τον αντισυμβαλλόμενο μετά από πράξη διάθεσης επιστρέφονται στον συμβαλλόμενο εάν τα περιουσιακά στοιχεία παραμένουν στην πτωχευτική περιουσία ή χορηγείται αποζημίωση εάν η πτωχευτική περιουσία αυξήθηκε ως αποτέλεσμα της μεταβίβασης. Εάν ο οφειλέτης έχει διαθέσει τις μελλοντικές απαιτήσεις του πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, η διάθεση καθίσταται άκυρη με την κήρυξη της πτώχευσης σε σχέση με τις απαιτήσεις που γεννήθηκαν μετά την κήρυξη της πτώχευσης. Οφειλέτης που είναι φυσικό πρόσωπο δύναται να διαθέσει την πτωχευτική περιουσία με τη συγκατάθεση του συνδίκου. Τυχόν διάθεση περιουσιακών στοιχείων χωρίς τη συγκατάθεση του συνδίκου είναι άκυρη.

Μετά την κήρυξη πτώχευσης, η εκπλήρωση υποχρέωσης που περιλαμβάνεται στην πτωχευτική περιουσία και είναι οφειλόμενη στον οφειλέτη μπορεί να γίνει δεκτή μόνον από τον σύνδικο. Αν η υποχρέωση εκπληρώθηκε προς όφελος του οφειλέτη, η υποχρέωση θεωρείται ότι έχει εκπληρωθεί μόνον εάν τα περιουσιακά στοιχεία που μεταβιβάστηκαν για την εκπλήρωση της υποχρέωσης παραμένουν στην πτωχευτική περιουσία ή εάν η πτωχευτική περιουσία αυξήθηκε ως αποτέλεσμα της μεταβίβασης. Αν η υποχρέωση εκπληρώθηκε προς όφελος του οφειλέτη πριν από τη δημοσίευση της ανακοίνωσης πτώχευσης, η υποχρέωση θεωρείται ότι έχει εκπληρωθεί εάν το πρόσωπο που εκπλήρωσε την υποχρέωση δεν γνώριζε και δεν όφειλε να γνωρίζει την κήρυξη της πτώχευσης κατά τον χρόνο εκπλήρωσης της υποχρέωσης.

Κατά την έναρξη της διαδικασίας αναδιοργάνωσης, η επιχείρηση διατηρεί το δικαίωμα διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης, αλλά πρέπει να ενημερώνει αμέσως τον σύμβουλο αναδιοργάνωσης για συναλλαγές που υπερβαίνουν το πεδίο εφαρμογής των συνήθων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.

Στη διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους, οφειλέτης που είναι φυσικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από το αν είναι αυτοαπασχολούμενος, διατηρεί το δικαίωμα διάθεσης των περιουσιακών του στοιχείων.

Στη διαδικασία απαλλαγής από υποχρεώσεις, όταν η εν λόγω διαδικασία συνεχίζεται και μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας, το εισόδημα του οφειλέτη υπόκειται σε εκχώρηση ή μεταβίβαση στον επαγγελματία εμπιστοσύνης. Ο οφειλέτης δεν υποχρεούται να μεταβιβάσει το εισόδημα ή το μέρος του εισοδήματος επί του οποίου δεν μπορεί να ασκηθεί απαίτηση πληρωμής σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, ή το προαναφερόμενο εισόδημα ή μέρος του εισοδήματος υπόκειται σε επιστροφή στον οφειλέτη από τον επαγγελματία εμπιστοσύνης.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

Με την κήρυξη της πτώχευσης οφειλέτης που είναι φυσικό πρόσωπο χάνει το δικαίωμά του να συνάπτει συναλλαγές σε σχέση με την πτωχευτική περιουσία, ενώ οφειλέτης που είναι νομικό πρόσωπο χάνει το δικαίωμά του να συνάπτει οποιαδήποτε συναλλαγή.

Ο οφειλέτης παρέχει αμέσως στο δικαστήριο, στον προσωρινό σύνδικο, στον σύνδικο, στην επιτροπή πτώχευσης και στο τμήμα αφερεγγυότητας τις πληροφορίες που χρειάζονται σε σχέση με την πτωχευτική διαδικασία τόσο πριν όσο και μετά την κήρυξη της πτώχευσης, ιδίως όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων, και τις επιχειρηματικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες του οφειλέτη. Ο οφειλέτης υποχρεούται να παράσχει στον σύνδικο ισολογισμό και απογραφή των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένου και του παθητικού, κατά την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης.

Το δικαστήριο μπορεί να ζητήσει από τον οφειλέτη να βεβαιώσει ενόρκως ότι οι πληροφορίες που υποβλήθηκαν στο δικαστήριο σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία, τα χρέη και τις επιχειρηματικές ή επαγγελματικές δραστηριότητές του είναι ορθές εξ όσων γνωρίζει ο οφειλέτης.

Ο οφειλέτης οφείλει να παρέχει τη συνδρομή του στον προσωρινό σύνδικο και στον σύνδικο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Ο οφειλέτης δεν μπορεί να φύγει από την Εσθονία χωρίς την άδεια του δικαστηρίου μετά την κήρυξη της πτώχευσης και πριν ορκιστεί.

Το δικαστήριο δύναται να επιβάλει πρόστιμο, να διατάξει την υποχρέωση εμφάνισης στις αρχές ή τη σύλληψη του οφειλέτη σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με δικαστική διαταγή ή προκειμένου να διασφαλιστεί η εκπλήρωση υποχρέωσης που προβλέπεται από τον νόμο.

Ο οφειλέτης έχει δικαίωμα να εξετάσει τον φάκελο του συνδίκου και τον δικαστικό φάκελο της πτώχευσης. Ο σύνδικος δύναται να αρνηθεί αίτημα του οφειλέτη για εξέταση εγγράφου το οποίο περιλαμβάνεται στον φάκελο του συνδίκου, τεκμηριώνοντας δεόντως την άρνησή του, εάν αυτό θα έβλαπτε τη διεξαγωγή της πτωχευτικής διαδικασίας.

Σύνδικος πτώχευσης

  • Ο σύνδικος πτώχευσης προβαίνει σε συναλλαγές που αφορούν την πτωχευτική περιουσία και εκτελεί άλλες πράξεις. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις δραστηριότητες του συνδίκου ανήκουν στον οφειλέτη. Ο σύνδικος, σύμφωνα με τα καθήκοντά του, συμμετέχει στο δικαστήριο σε διαφορές που αφορούν την πτωχευτική περιουσία αντί του οφειλέτη.
  • Με την κήρυξη της πτώχευσης το δικαίωμα του οφειλέτη να διαχειρίζεται και να διαθέτει την πτωχευτική περιουσία μεταβιβάζεται στον σύνδικο πτώχευσης. Στην πτωχευτική διαδικασία οφειλέτη που είναι νομικό πρόσωπο, ο σύνδικος μπορεί να συνάπτει κάθε συναλλαγή και να προβαίνει σε κάθε δικαιοπραξία σε σχέση με την πτωχευτική περιουσία. Σε περίπτωση πτώχευσης οφειλέτη που είναι φυσικό πρόσωπο, ο σύνδικος μπορεί να συνάπτει συναλλαγές και να προβαίνει σε δικαιοπραξίες σε σχέση με την πτωχευτική περιουσία μόνο στον βαθμό που κρίνονται αναγκαίες για την επίτευξη του σκοπού της πτωχευτικής διαδικασίας και για την άσκηση των καθηκόντων του συνδίκου.
  • Ο σύνδικος υπερασπίζεται τα δικαιώματα και τα συμφέροντα όλων των πιστωτών και του οφειλέτη και διασφαλίζει ότι η πτωχευτική διαδικασία είναι νόμιμη, άμεση και οικονομικά εύλογη. Ο σύνδικος πρέπει να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του με τη μέριμνα που είναι αναμενόμενη από έναν επιμελή και έντιμο σύνδικο και να λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα όλων των πιστωτών και του οφειλέτη.
  • Ο σύνδικος καθορίζει τις απαιτήσεις των πιστωτών, διαχειρίζεται την πτωχευτική περιουσία, οργανώνει τον σχηματισμό και την εκποίηση της και ικανοποιεί τις απαιτήσεις των πιστωτών από την πτωχευτική περιουσία· εξακριβώνει τα αίτια της αφερεγγυότητας του οφειλέτη και τη χρονική στιγμή κατά την οποία προέκυψε η αφερεγγυότητα· προβαίνει σε ενέργειες ώστε να συνεχιστούν οι επιχειρηματικές δραστηριότητες του οφειλέτη, κατά περίπτωση· διενεργεί την εκκαθάριση του οφειλέτη που είναι νομικό πρόσωπο, κατά περίπτωση· παρέχει πληροφορίες στους πιστωτές και στον οφειλέτη στις περιπτώσεις που ορίζεται από τον νόμο· υποβάλλει εκθέσεις για τις δραστηριότητές του και παρέχει πληροφορίες σχετικά με την πτωχευτική διαδικασία στο δικαστήριο, στον υπάλληλο που ασκεί εποπτεία και στη επιτροπή πτώχευσης· εκτελεί άλλες υποχρεώσεις που προβλέπονται από τον νόμο. Εάν η αφερεγγυότητα του οφειλέτη προκλήθηκε λόγω σοβαρού διαχειριστικού σφάλματος, ο σύνδικος οφείλει να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης κατά του προσώπου που ευθύνεται για το σφάλμα αμέσως μόλις τεκμηριωθεί επαρκώς το βάσιμο της αγωγής αποζημίωσης. Εκτός από τα δικαιώματα του συνδίκου που προβλέπονται από τον νόμο, ο σύνδικος έχει επίσης τα δικαιώματα του προσωρινού συνδίκου.

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Στην Εσθονία επιτρέπεται ο συμψηφισμός στην πτωχευτική διαδικασία. Ο συμψηφισμός απαιτήσεων στην πτωχευτική διαδικασία υπόκειται στις εξής προϋποθέσεις:

  1. οι απαιτήσεις προς συμψηφισμό πρέπει να είναι οικονομικές υποχρεώσεις ή άλλες υποχρεώσεις του ίδιου τύπου·
  2. το δικαίωμα του πιστωτή να εκπληρώσει την υποχρέωσή του πρέπει να έχει γεννηθεί και η υποχρέωση του οφειλέτη να έχει καταστεί απαιτητή·
  3. ο πιστωτής πρέπει να υποβάλει δήλωση συμψηφισμού στον οφειλέτη έως ότου εγκριθεί ο κατάλογος των πιστωτών και η δήλωση δεν πρέπει να έχει υποβληθεί υπό όρους ή με τον καθορισμό προθεσμίας·
  4. το δικαίωμα του πιστωτή να συμψηφίσει την απαίτησή του με την απαίτηση του οφειλέτη πρέπει να έχει γεννηθεί πριν από την κήρυξη της πτώχευσης.

Αν η απαίτηση του οφειλέτη τελούσε υπό αναβλητική αίρεση ή δεν είχε καταστεί ακόμη απαιτητή όταν κηρύχθηκε η πτώχευση ή δεν αφορά την εκπλήρωση υποχρεώσεων του ίδιου είδους, η απαίτηση μπορεί να συμψηφιστεί μόνον αφού πληρωθεί η αναβλητική αίρεση, καταστεί απαιτητή η απαίτηση του οφειλέτη ή οι υποχρεώσεις καταστούν υποχρεώσεις του ίδιου είδους. Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός εάν επέλθει πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης όσον αφορά την απαίτηση του οφειλέτη ή καταστεί απαιτητή η απαίτηση προτού ο πιστωτής αποκτήσει δικαίωμα συμψηφισμού της απαίτησής του.

Εάν η απαίτηση πιστωτή έχει παραγραφεί, ο πιστωτής μπορεί και πάλι να προχωρήσει σε συμψηφισμό της απαίτησης, αν το δικαίωμα συμψηφισμού θεμελιώθηκε πριν από την παραγραφή της απαίτησης. Ένας πιστωτής μπορεί επίσης να συμψηφίσει απαίτηση που απορρέει από αδυναμία του οφειλέτη να τηρήσει σύμβαση, η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι ο σύνδικος παραιτήθηκε από την υποχρέωση του οφειλέτη μετά την κήρυξη της πτώχευσης. Αν το αντικείμενο συμβατικής υποχρέωσης είναι διαιρετό και ο πιστωτής έχει εκπληρώσει εν μέρει την υποχρέωσή του πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ο πιστωτής μπορεί να προχωρήσει σε συμψηφισμό με την οικονομική υποχρέωση του οφειλέτη που αντιστοιχεί στο μέρος της υποχρέωσης του πιστωτή που έχει εκπληρωθεί. Αν ο οφειλέτης είναι εκμισθωτής αστικού ή εμπορικού ακινήτου και ο μισθωτής αστικού ή εμπορικού ακινήτου έχει προκαταβάλει στον οφειλέτη το μίσθωμα για το ακίνητο ή τις εγκαταστάσεις πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, αυτό θεμελιώνει απαίτηση για αδικαιολόγητο πλουτισμό κατά του οφειλέτη την οποία ο μισθωτής του αστικού ή εμπορικού ακινήτου μπορεί να συμψηφίσει με την απαίτηση του οφειλέτη κατά του μισθωτή του αστικού ή εμπορικού ακινήτου και ο μισθωτής του αστικού ή εμπορικού ακινήτου μπορεί επίσης να προχωρήσει σε συμψηφισμό απαίτησης αποζημίωσης λόγω πρόωρης λύσης της σύμβασης ή υπαναχώρησης από τη σύμβαση.

Απαίτηση που αποκτήθηκε μέσω εκχώρησης μπορεί να συμψηφιστεί σε πτωχευτική διαδικασία μόνον εάν η απαίτηση εκχωρήθηκε και ο οφειλέτης έλαβε σχετική γραπτή ειδοποίηση τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από την κήρυξη της πτώχευσης. Απαίτηση κατά του οφειλέτη η οποία αποκτήθηκε μέσω εκχώρησης δεν μπορεί να συμψηφιστεί εάν η απαίτηση εκχωρήθηκε εντός των τριών ετών που προηγήθηκαν του διορισμού προσωρινού συνδίκου ή επαγγελματία εμπιστοσύνης και ο οφειλέτης ήταν αφερέγγυος εκείνη τη χρονική στιγμή και το πρόσωπο που απέκτησε την απαίτηση γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την αφερεγγυότητα κατά τον χρόνο της εκχώρησης.

Αναγνωρισμένη απαίτηση εξασφαλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια, ακόμη και αν η απαίτηση έχει αποκτηθεί μέσω εκχώρησης, μπορεί να συμψηφιστεί όταν το ίδιο αντικείμενο εμπράγματης ασφάλειας πωληθεί στην τιμή αγοράς του αντικειμένου της εμπράγματης ασφάλειας σε βαθμό ισοδύναμο με το ποσό που θα δικαιούταν να λάβει ο πιστωτής κατά τη διανομή του χρηματικού ποσού που εισπράχθηκε από την πώληση του αντικειμένου που αγοράστηκε από τον πιστωτή και από το οποίο έχουν αφαιρεθεί οι πληρωμές και οι δαπάνες, όπως οι ενοποιημένες υποχρεώσεις και τα έξοδα που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας, με την επιφύλαξη της αφαίρεσης της πληρωμής πριν από την καταβολή χρηματικών ποσών βάσει των ποσοστών διανομής. Κάθε μέρος του τιμήματος αγοράς που δεν μπορεί να συμψηφιστεί με την απαίτηση του πιστωτή καταβάλλεται από τον πιστωτή στην πτωχευτική περιουσία.

Στις απαιτήσεις που δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συμψηφισμού συγκαταλέγονται οι απαιτήσεις για διατροφή, οι απαιτήσεις για αποζημίωση λόγω πρόκλησης βλάβης στην υγεία ή λόγω θανάτου προσώπου και οι απαιτήσεις που γεννήθηκαν από παράνομη και εκ προθέσεως πρόκληση βλάβης τις οποίες έχει το άλλο μέρος κατά του μέρους που αιτείται τον συμψηφισμό· οι απαιτήσεις του άλλου μέρους επί των οποίων δεν μπορεί να ασκηθεί απαίτηση πληρωμής σύμφωνα με τον νόμο· κατασχεθείσα απαίτηση έναντι της απαίτησης του μέρους κατά του άλλου μέρους εάν το μέρος που αιτείται τον συμψηφισμό απέκτησε την απαίτηση μετά την κατάσχεση ή εάν η απαίτησή του κατέστη ληξιπρόθεσμη μετά την κατάσχεση και μεταγενέστερα από την κατασχεθείσα απαίτηση· απαίτηση έναντι της οποίας το άλλο μέρος μπορεί να προβάλει ενστάσεις ή απαίτηση του άλλου μέρους της οποίας ο συμψηφισμός δεν επιτρέπεται για άλλους λόγους που απορρέουν από τη νομοθεσία.

Ο συμψηφισμός δεν διέπεται από χωριστούς κανόνες στην περίπτωση της διαδικασίας αναδιοργάνωσης και της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους και, συνεπώς, ισχύει για αυτόν η γενική διαδικασία βάσει του νόμου για το ενοχικό δίκαιο.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Πτωχευτική διαδικασία

Ο σύνδικος έχει δικαίωμα να εκπληρώσει μη εκπληρωθείσα υποχρέωση που απορρέει από σύμβαση την οποία σύναψε ο οφειλέτης και να απαιτήσει από τον αντισυμβαλλόμενο να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του ή να παραιτηθεί από υποχρέωση του οφειλέτη που απορρέει από σύμβαση, εκτός εάν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Ο σύνδικος δεν μπορεί να παραιτηθεί από υποχρέωση του οφειλέτη η οποία απορρέει από σύμβαση εάν η υποχρέωση εξασφαλίζεται με προσημείωση που έχει καταχωριστεί στο κτηματολόγιο. Αν ο σύνδικος συνεχίσει να εκπληρώνει υποχρέωση του οφειλέτη ή διαβιβάσει ειδοποίηση ότι προτίθεται να εκπληρώσει την υποχρέωση, ο αντισυμβαλλόμενος συνεχίζει να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του. Σε αυτήν την περίπτωση, ο σύνδικος χάνει το δικαίωμά του να αρνηθεί την εκπλήρωση της υποχρέωσης του οφειλέτη. Αν ο σύνδικος ζητήσει από τον αντισυμβαλλόμενο να τηρήσει τους όρους της σύμβασης, ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ζητήσει από τον σύνδικο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της υποχρέωσης του οφειλέτη. Ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να αρνηθεί να εκπληρώσει την υποχρέωσή του, να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση ή να ακυρώσει τη σύμβαση έως ότου ο σύνδικος εξασφαλίσει την εκπλήρωση της υποχρέωσης του οφειλέτη. Απαίτηση του αντισυμβαλλομένου κατά του οφειλέτη η οποία γεννήθηκε από εκπλήρωση υποχρέωσης μετά από αίτημα του συνδίκου για εκπλήρωση της υποχρέωσης από τον αντισυμβαλλόμενο συνιστά ενοποιημένη υποχρέωση. Αν ο σύνδικος παραιτήθηκε από υποχρέωση του οφειλέτη μετά την κήρυξη της πτώχευσης, ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να εγείρει απαίτηση η οποία απορρέει από αθέτηση σύμβασης με την ιδιότητα του πιστωτή στην πτωχευτική διαδικασία. Αν το αντικείμενο συμβατικής υποχρέωσης είναι διαιρετό και ο αντισυμβαλλόμενος έχει εκπληρώσει εν μέρει την υποχρέωσή του πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ζητήσει την εκπλήρωση της οικονομικής υποχρέωσης του οφειλέτη στον βαθμό που αντιστοιχεί στο μέρος της υποχρέωσης του αντισυμβαλλομένου που έχει εκπληρωθεί μόνον με την ιδιότητα του πιστωτή στην πτωχευτική διαδικασία.

Ο νόμος προβλέπει επίσης ειδικές περιπτώσεις για ορισμένους τύπους συμβάσεων:

  1. εάν ο οφειλέτης έχει πωλήσει κινητή περιουσία με επιφύλαξη κυριότητας πριν από την κήρυξη της πτώχευσης και έχει μεταβιβάσει την κατοχή της κινητής περιουσίας στον αγοραστή, ο αγοραστής έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την εκτέλεση της σύμβασης πώλησης. Σε αυτήν την περίπτωση, ο σύνδικος δεν μπορεί να παραιτηθεί από τις υποχρεώσεις του οφειλέτη που απορρέουν από τη σύμβαση πώλησης·
  2. η πτώχευση εκμισθωτή αστικού ή εμπορικού ακινήτου δεν αποτελεί αιτία για την καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης αστικού ή εμπορικού ακινήτου, εκτός εάν η σύμβαση ορίζει διαφορετικά. Αν η σύμβαση μίσθωσης αστικού ή εμπορικού ακινήτου ορίζει ότι η πτώχευση αποτελεί αιτία καταγγελίας της σύμβασης, ο σύνδικος μπορεί να ακυρώσει τη σύμβαση εντός προθεσμίας ενός μήνα, ή και σε μικρότερο διάστημα εάν αυτό προβλέπεται στη σύμβαση. Η πτώχευση εκμισθωτή κατοικίας δεν αποτελεί αιτία για καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης της κατοικίας. Αν το μίσθωμα για ακίνητο ή εγκαταστάσεις έχει προκαταβληθεί στον οφειλέτη πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ο μισθωτής αστικού ή εμπορικού ακινήτου μπορεί να συμψηφίσει απαίτηση για αδικαιολόγητο πλουτισμό έναντι της απαίτησης του οφειλέτη κατά του μισθωτή αστικού ή εμπορικού ακινήτου·
  3. σε περίπτωση πτώχευσης του μισθωτή αστικού ή εμπορικού ακινήτου, ο εκμισθωτής αστικού ή εμπορικού ακινήτου μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση μίσθωσης αστικού ή εμπορικού ακινήτου μόνο σύμφωνα με τη γενική διαδικασία και η σύμβαση μίσθωσης αστικού ή εμπορικού ακινήτου δεν μπορεί να ακυρωθεί λόγω καθυστέρησης καταβολής του μισθώματος, εάν η καθυστέρηση αφορά την καταβολή οφειλόμενου μισθώματος πριν από την υποβολή της αίτησης πτώχευσης. Ο σύνδικος έχει δικαίωμα να ακυρώσει τη σύμβαση μίσθωσης αστικού ή εμπορικού ακινήτου που σύναψε ο οφειλέτης εντός προθεσμίας ενός μήνα, ή και σε μικρότερο διάστημα εάν αυτό προβλέπεται στη σύμβαση. Αν το ακίνητο ή η εγκατάσταση δεν έχουν παραδοθεί στον οφειλέτη έως την κήρυξη της πτώχευσης, τόσο ο σύνδικος όσο και ο αντισυμβαλλόμενος μπορούν να υπαναχωρήσουν από τη σύμβαση. Σε περίπτωση υπαναχώρησης από τη σύμβαση ή ακύρωσης της σύμβασης, ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ζητήσει αποζημίωση για ζημίες που προέκυψαν από την πρόωρη λύση της σύμβασης με την ιδιότητα του πιστωτή στην πτωχευτική διαδικασία ή μέσω συμψηφισμού·
  4. η διαδικασία για τη σύμβαση αστικής και εμπορικής μίσθωσης ισχύει και για τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης που έχει συνάψει ο οφειλέτης.

Ο σύνδικος έχει το δικαίωμα να αποφασίσει τη συνέχιση ή τη λύση μιας σύμβασης, αλλά αν ο αντισυμβαλλόμενος υποβάλει πρόταση στον σύνδικο για άσκηση του δικαιώματος επιλογής, ο σύνδικος πρέπει αμέσως, και το αργότερο εντός επτά ημερών, να γνωστοποιήσει αν προτίθεται να εκπληρώσει ή να παραιτηθεί από την υποχρέωση του οφειλέτη. Μετά από αίτημα συνδίκου, το δικαστήριο μπορεί επίσης να παρατείνει την εν λόγω προθεσμία. Αν ο σύνδικος δεν γνωστοποιήσει εγκαίρως την πρόθεσή του να εκπληρώσει την υποχρέωση ή να παραιτηθεί από αυτήν, ο σύνδικος δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον αντισυμβαλλόμενο να τηρήσει τους όρους της σύμβασης πριν ο σύνδικος εκπληρώσει την υποχρέωση του οφειλέτη.

Είναι επίσης δυνατό ορισμένες συμβάσεις που έχουν συναφθεί από τον οφειλέτη να είναι ανακτήσιμες. Π.χ. το δικαστήριο ακυρώνει συμβάσεις που έχουν συναφθεί κατά τη διάρκεια της περιόδου από τον διορισμό προσωρινού συνδίκου έως την κήρυξη της πτώχευσης. Εκτός από τον όρο που αφορά τον χρόνο σύναψης, προϋπόθεση για την ανάκτηση είναι η πρόκληση βλάβης στα συμφέροντα των πιστωτών λόγω της σύμβασης. Αν δεν έχει προκληθεί βλάβη στα συμφέροντα των πιστωτών και αν η πτωχευτική περιουσία δεν αυξάνεται ως αποτέλεσμα της ανάκτησης, δεν συντρέχει λόγος εκτέλεσης της ανάκτησης.

Γενικά, ένας οφειλέτης σε κατάσταση πτώχευσης ή ο σύνδικός του δεν έχουν το δικαίωμα να τροποποιούν συμβάσεις. Ωστόσο, είναι δυνατή η τροποποίηση συμβάσεων εάν συναφθεί πτωχευτικός συμβιβασμός μετά την κήρυξη της πτώχευσης. Σε αυτήν την περίπτωση, είναι δυνατή η μερική διαγραφή των χρεών ή η παράταση της πληρωμής κατόπιν συμφωνίας μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών. Το ίδιο αποτέλεσμα μπορεί επίσης να επιτευχθεί μέσω διαδικασίας αναδιοργάνωσης ή διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους. Ο πτωχευτικός νόμος, ο νόμος περί αναδιοργάνωσης και ο νόμος για την αφερεγγυότητα φυσικού προσώπου δεν καλύπτουν χωριστά την εκχώρηση απαιτήσεων ή την ανάληψη υποχρεώσεων και, ως εκ τούτου, εφαρμόζεται η γενική διαδικασία που προβλέπεται στον νόμο για το ενοχικό δίκαιο.

Διαδικασία αναδιοργάνωσης

Η αναδιάρθρωση συμβάσεων μέσω σχεδίου αναδιοργάνωσης επιτρέπεται στη διαδικασία αναδιοργάνωσης.

Είναι άκυρη συμφωνία βάσει της οποίας πιστωτής μπορεί να αρνηθεί την εκπλήρωση, να επισπεύσει, να καταγγείλει ή να τροποποιήσει με οποιονδήποτε άλλο τρόπο εις βάρος επιχείρησης σύμβαση λόγω της υποβολής αίτησης αναδιοργάνωσης, της έναρξης διαδικασίας αναδιοργάνωσης, της έγκρισης σχεδίου αναδιοργάνωσης, της υποβολής αίτησης αναστολής μέτρων είσπραξης οφειλών ή της αναστολής των εν λόγω μέτρων.

Ο πιστωτής δεν μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση, να επισπεύσει, να καταγγείλει ή να τροποποιήσει με οποιονδήποτε άλλο τρόπο εις βάρος επιχείρησης ουσιώδεις εκτελεστικές συμβάσεις κατά τη διάρκεια της αναστολής των μέτρων, ως αποτέλεσμα χρεών που γεννήθηκαν πριν από την αναστολή των μέτρων είσπραξης οφειλών που αναφέρονται στον νόμο περί αναδιοργάνωσης και αποκλειστικά και μόνο λόγω του γεγονότος ότι δεν έχουν καταβληθεί από την επιχείρηση. Ο περιορισμός δεν ισχύει για τις συμβάσεις πίστωσης και χρηματοδότησης. Εάν η επιβολή του περιορισμού στον πιστωτή είναι δυσανάλογα επαχθής, το δικαστήριο μπορεί να τερματίσει πρόωρα τον εν λόγω περιορισμό.

Απαιτήσεις που γεννήθηκαν βάσει σύμβασης εργασίας ή από συναλλαγή με παράγωγα δεν είναι δυνατό να αναδιαρθρωθούν στο πλαίσιο σχεδίου αναδιοργάνωσης.

Διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους

Αν διοριστεί επαγγελματίας εμπιστοσύνης, ο πιστωτής δεν μπορεί, επικαλούμενος παραβίαση οικονομικής υποχρέωσης που επήλθε πριν από την υποβολή της αίτησης αφερεγγυότητας, να καταγγείλει σύμβαση που έχει συναφθεί με τον οφειλέτη ή να αρνηθεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του για τον λόγο αυτό. Συμφωνία βάσει της οποίας πιστωτής μπορεί να καταγγείλει σύμβαση όταν υποβληθεί αίτηση αφερεγγυότητας ή εγκριθεί σχέδιο αναδιάρθρωσης είναι άκυρη. Εάν η συνέχιση της εκτέλεσης σύμβασης είναι καταχρηστική για τον πιστωτή και μη αναγκαία κατά τον οφειλέτη, ιδίως εάν είναι απίθανο να ξεκινήσει διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους ή δεν είναι αναγκαίο να συνεχιστεί η εκτέλεση της σύμβασης προκειμένου να διεξαχθεί διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει στον πιστωτή να καταγγείλει τη σύμβαση βάσει αίτησης του πιστωτή.

Υποχρεώσεις που απορρέουν από συνεχιζόμενη σύμβαση οι οποίες δημιουργούνται ή καθίστανται απαιτητές μετά την υποβολή αίτησης αναδιάρθρωσης χρέους μπορούν να συμπεριληφθούν στη διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους. Το σχέδιο αναδιάρθρωσης μπορεί να ορίζει ότι σύμβαση πίστωσης ή άλλη συνεχιζόμενη σύμβαση η οποία έχει συναφθεί από οφειλέτη πριν από την υποβολή αίτησης αναδιάρθρωσης χρέους και η οποία επιβάλλει στον οφειλέτη οικονομικές υποχρεώσεις που καθίστανται απαιτητές μετά την υποβολή της αίτησης αναδιάρθρωσης χρέους λύεται με την έγκριση του σχεδίου αναδιάρθρωσης. Η λύση σύμβασης έχει τις ίδιες συνέπειες με την έκτακτη ακύρωση σύμβασης λόγω συνθηκών που σχετίζονται με τον οφειλέτη. Οι υποχρεώσεις του οφειλέτη που απορρέουν από τη λύση σύμβασης μπορούν να αναδιαρθρωθούν προηγουμένως βάσει σχεδίου αναδιάρθρωσης. Αν πρόκειται να αναδιαρθρωθούν υποχρεώσεις που προκύπτουν από σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, ο εκμισθωτής που έχει και την ιδιότητα του πιστωτή μπορεί να ακυρώσει εκτάκτως τη σύμβαση εντός μίας εβδομάδας από την έγκριση του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

Μετά την κήρυξη πτώχευσης, οι πιστωτές στην πτωχευτική διαδικασία μπορούν να εγείρουν τις απαιτήσεις τους κατά του οφειλέτη μόνο στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας. Όλες οι απαιτήσεις των πιστωτών κατά του οφειλέτη οι οποίες γεννήθηκαν πριν από την κήρυξη της πτώχευσης αναγγέλλονται στον σύνδικο, ανεξαρτήτως της βάσης ή των προθεσμιών για την ικανοποίηση των απαιτήσεων. Διαδικασία εκτέλεσης που έχει ξεκινήσει κατά οφειλέτη περατώνεται σε περίπτωση κήρυξης πτώχευσης, και ο πιστωτής πρέπει να υποβάλει την απαίτησή του στον σύνδικο πτώχευσης.

Στη διαδικασία αναδιοργάνωσης και στη διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους, δεν μπορεί να κινηθεί νέα διαδικασία κατά τη διάρκεια ισχύος του σχεδίου αναδιοργάνωσης ή αναδιάρθρωσης χρέους, αντίστοιχα, μόνον από τους πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις περιλαμβάνονται στο εν λόγω σχέδιο. Στην περίπτωση της αναδιοργάνωσης, η διαδικασία εκτέλεσης αναστέλλεται, εκτός από την περίπτωση διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης που διεξάγεται για την ικανοποίηση απαίτησης που γεννήθηκε βάσει σχέσης εργασίας. Στη διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους, το δικαστήριο μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία εκτέλεσης ως μέτρο προσωρινής δικαστικής προστασίας ακόμη και πριν από την έκδοση απόφασης ή την υποβολή αίτησης αφερεγγυότητας. Όταν διορίζεται επαγγελματίας εμπιστοσύνης, το δικαστήριο αναστέλλει διαδικασία εκτέλεσης (ή αναγκαστικής εκτέλεσης) για την είσπραξη χρημάτων που διενεργείται σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη έως την κήρυξη της πτώχευσης, την έγκριση του σχεδίου αναδιάρθρωσης ή την περάτωση της διαδικασίας.

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

Πτωχευτική διαδικασία

Σε αντιδικίες επί της πτωχευτικής περιουσίας ή επί των περιουσιακών στοιχείων που μπορούν να συμπεριληφθούν στην πτωχευτική περιουσία, το δικαίωμα συμμετοχής στη δίκη με την ιδιότητα του διαδίκου αντί του οφειλέτη μεταβιβάζεται στον σύνδικο. Εάν εκδικάζεται αγωγή ή άλλη αίτηση σχετικά με την πτωχευτική περιουσία η οποία έχει υποβληθεί από τον οφειλέτη κατά άλλου προσώπου σε δίκη η οποία ξεκίνησε πριν από την κήρυξη της πτώχευσης ή εάν ο οφειλέτης συμμετέχει σε δίκη ως τρίτος, ο σύνδικος μπορεί, στο πλαίσιο των καθηκόντων του, να συμμετάσχει στη δίκη αντί του οφειλέτη. Εάν ο σύνδικος δεν συμμετάσχει στην εν λόγω δίκη, ο οφειλέτης μπορεί να συνεχίσει να συμμετέχει ως ενάγων, αιτών ή τρίτος.

Εάν υπάρχει αγωγή ιδιοκτησίας κατά οφειλέτη ή προσφυγή κατά διοικητικής πράξης που έχει εκδοθεί προς τον οφειλέτη σχετικά με οικονομική απαίτηση δημοσίου δικαίου σε δίκη που άρχισε πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, αλλά δεν έχει εκδοθεί ακόμη απόφαση σχετικά με την αγωγή ή την προσφυγή, το δικαστήριο αρνείται να εκδικάσει την αγωγή ή την έφεση, με εξαίρεση την απόφαση για την επιβολή χρηματικής ποινής ή δήμευσης ή υποκατάστασης δήμευσης στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, για αξίωση που αφορά υποχρέωση διατροφής σε διαδικασία ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων ή για έφεση κατά προστίμου που επιβλήθηκε για πλημμέλημα. Το δικαστήριο ξεκινά εκ νέου τη διαδικασία βάσει αίτησης του ενάγοντος, εάν ανώτερο δικαστήριο έχει ακυρώσει την πτωχευτική απόφαση και έχει τελεσιδικήσει απόφαση με την οποία απορρίπτεται η αίτηση πτώχευσης ή αφερεγγυότητας ή εάν η πτωχευτική διαδικασία έχει περατωθεί με ματαίωση μετά την κήρυξη της πτώχευσης.

Εάν έχει υποβληθεί αγωγή για εξαίρεση αντικειμένου από την πτωχευτική περιουσία κατά του οφειλέτη σε δίκη η οποία ξεκίνησε πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, το δικαστήριο εκδικάζει την αγωγή. Σε αυτήν την περίπτωση, ο σύνδικος πτώχευσης μπορεί να συμμετάσχει στη διαδικασία αντί του οφειλέτη. Ο σύνδικος έχει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του οφειλέτη ως εναγομένου. Αν ο σύνδικος δεν συμμετάσχει στη δίκη, η δίκη μπορεί να συνεχιστεί μετά από αίτημα του ενάγοντα.

Εάν υπάρχει αγωγή ιδιοκτησίας κατά οφειλέτη ή προσφυγή κατά διοικητικής πράξης που έχει εκδοθεί για τον οφειλέτη σχετικά με οικονομική απαίτηση δημοσίου δικαίου στο πλαίσιο δίκης και η απόφαση που εκδοθεί επί του θέματος υπόκειται σε έφεση, ο σύνδικος μπορεί να ασκήσει έφεση για λογαριασμό του οφειλέτη μετά την κήρυξη της πτώχευσης. Ο οφειλέτης μπορεί να ασκήσει την έφεση με τη συγκατάθεση του συνδίκου. Ο οφειλέτης μπορεί να ασκήσει έφεση κατά χρηματικής ποινής ή δήμευσης ή υποκατάστασης δήμευσης στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, αγωγή αποζημίωσης για ζημία που προκλήθηκε από ποινικό αδίκημα ή επιβολή προστίμου σε διαδικασία ενώπιον πλημμελειοδικείου, ανεξάρτητα από τη συγκατάθεση του συνδίκου. Εάν διοικητική πράξη κατά οφειλέτη αποτελεί αντικείμενο δικαστικής προσφυγής, αναστέλλεται η προθεσμία για προσφυγή κατά της διοικητικής πράξης.

Πρόσωπο που έχει απαίτηση διατροφής κατά του οφειλέτη η οποία κατέστη απαιτητή μετά την κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση δεν είναι πιστωτής στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας σε σχέση με την εν λόγω απαίτηση και η απαίτηση αυτή δεν μπορεί να αναγγελθεί στην πτωχευτική διαδικασία. Η απαίτηση αυτή μπορεί να υποβληθεί στο δικαστήριο και η δίκη μπορεί να διεξαχθεί κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας.

Διαδικασία αναδιοργάνωσης και διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους

Μετά την υποβολή αίτησης αναδιοργάνωσης, το δικαστήριο που εξετάζει την υπόθεση μπορεί, κατόπιν αίτησης από επιχείρηση και με την έγκριση του συμβούλου αναδιοργάνωσης, η οποία επισυνάπτεται στην αίτηση, να αναστείλει δίκη με αντικείμενο οικονομική απαίτηση κατά της επιχείρησης έως την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης ή την περάτωση της διαδικασίας αναδιοργάνωσης, με εξαίρεση την περίπτωση αγωγής που έχει κατατεθεί με βάση σχέση εργασίας ή αγωγής για πληρωμή διατροφής για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί ακόμη δικαστική απόφαση. Κατά την αποδοχή αίτησης αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου, το δικαστήριο διορίζει επαγγελματία εμπιστοσύνης, και μετά τον εν λόγω διορισμό το δικαστήριο μπορεί να αναστείλει δίκη που αφορά οικονομική απαίτηση κατά του οφειλέτη για την οποία δεν έχει ακόμη εκδοθεί δικαστική απόφαση. Το δικαστήριο μπορεί να αναστείλει τη δίκη μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης, την έγκριση του σχεδίου αναδιάρθρωσης χρέους ή την περάτωση της διαδικασίας.

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

Συμμετοχή των πιστωτών στην πτωχευτική διαδικασία

Οι πιστωτές εκπροσωπούν την απαίτησή τους στην πτωχευτική διαδικασία. Οι πιστωτές οφείλουν να αναγγείλουν στον σύνδικο όλες τις απαιτήσεις τους κατά του οφειλέτη οι οποίες είχαν γεννηθεί πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ανεξαρτήτως της βάσης ή των προθεσμιών για την ικανοποίηση των απαιτήσεων, το αργότερο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης της ανακοίνωσης πτώχευσης στο Ametlikud Teadaanded. Οι απαιτήσεις αναγγέλλονται στον σύνδικο με έγγραφη αίτηση (απόδειξη απαίτησης). Οι απαιτήσεις υποστηρίζονται γραπτώς. Αφού όλοι οι πιστωτές αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους στον σύνδικο, ο σύνδικος καταρτίζει προκαταρκτικό κατάλογο πιστωτών. Ο κατάλογος υποβάλλεται στους πιστωτές για εξέταση. Οι πιστωτές και ο οφειλέτης έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν ενστάσεις κατά των απαιτήσεων όλων των πιστωτών. Εάν συντρέχει λόγος, ο σύνδικος πρέπει επίσης να υποβάλει τις ενστάσεις του. Στη συνέχεια, οι πιστωτές για τις απαιτήσεις των οποίων υποβλήθηκαν ενστάσεις μπορούν να εκφράσουν τις απόψεις τους στον σύνδικο. Ο σύνδικος καταρτίζει οριστικό κατάλογο πιστωτών βάσει των απαιτήσεων, των ενστάσεων και των απόψεων που διατυπώθηκαν σχετικά με αυτές και τον υποβάλλει στο δικαστήριο προς έγκριση. Η υποστήριξη των δικαιωμάτων εξασφάλισης γίνεται μαζί με την αναγγελία των απαιτήσεων που αυτά εξασφαλίζουν. Μια απαίτηση, η κατάταξή της και το δικαίωμα εξασφάλισης της απαίτησης θεωρείται ότι έχουν γίνει δεκτά εάν ούτε ο σύνδικος ούτε κάποιος από τους πιστωτές υποβάλλει ένσταση σε αυτά στη συνέλευση για την υποστήριξη των απαιτήσεων και το δικαστήριο εγκρίνει τον κατάλογο των πιστωτών. Απαίτηση που έγινε δεκτή ή η κατάταξή της δεν μπορούν να αμφισβητηθούν στη συνέχεια.

Πέραν του γεγονότος ότι κάθε πιστωτής εκπροσωπεί την απαίτησή του και την υποστήριξή της, οι πιστωτές συμμετέχουν επίσης στη διεξαγωγή της πτωχευτικής διαδικασίας μέσω της γενικής συνέλευσης των πιστωτών. Η γενική συνέλευση των πιστωτών είναι αρμόδια να εγκρίνει τον σύνδικο και να εκλέγει την πτωχευτική επιτροπή, να αποφασίζει για τη συνέχιση ή τη λύση της επιχείρησης του οφειλέτη, να αποφασίζει για τη λύση του οφειλέτη εάν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο, να προβαίνει σε πτωχευτικό συμβιβασμό, να αποφασίζει στον βαθμό που προβλέπεται από τον νόμο για ζητήματα που αφορούν την εκποίηση της πτωχευτικής περιουσίας, να επιλύει καταγγελίες κατά των δραστηριοτήτων του συνδίκου, να αποφασίζει για την αμοιβή των μελών της πτωχευτικής επιτροπής και να επιλύει άλλα ζητήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης των πιστωτών σύμφωνα με τον νόμο. Αν η γενική συνέλευση των πιστωτών αποφασίσει να εκλέξει πτωχευτική επιτροπή, η τελευταία έχει καθήκον, μεταξύ άλλων, να προστατεύει τα συμφέροντα όλων των πιστωτών στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας.

Συμμετοχή των πιστωτών στη διαδικασία αναδιοργάνωσης

Ο σύμβουλος αναδιοργάνωσης ενημερώνει αμέσως τους πιστωτές για την έναρξη της διαδικασίας αναδιοργάνωσης και για το ύψος των απαιτήσεών τους κατά της επιχείρησης σύμφωνα με τον κατάλογο οφειλών. Για τον σκοπό αυτόν, ο σύμβουλος παρέχει στους πιστωτές ειδοποίηση αναδιοργάνωσης. Εάν πιστωτής του οποίου η απαίτηση ζητείται να αναδιαρθρωθεί στο πλαίσιο σχεδίου αναδιοργάνωσης δεν συμφωνεί με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην ειδοποίηση αναδιοργάνωσης, ο πιστωτής υποβάλλει στον σύμβουλο αναδιοργάνωσης, εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην ειδοποίηση αναδιοργάνωσης, γραπτή αίτηση στην οποία εξηγεί σε ποιο σημείο δεν συμφωνεί με την απαίτηση στην ειδοποίηση αναδιοργάνωσης, καθώς και αποδεικτικά στοιχεία για την τεκμηρίωση των όσων υποστηρίζει. Αν δεν υποβληθεί η αίτηση εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, θεωρείται ότι ο πιστωτής συμφωνεί με το ύψος της απαίτησης. Ο σύμβουλος αναδιοργάνωσης ελέγχει αν η απαίτηση του πιστωτή που δεν συμφώνησε με την απαίτηση είναι νόμιμη και εκτιμά αν η απαίτηση προς αναδιάρθρωση είναι αποδεδειγμένη και ενημερώνει το δικαστήριο για κάθε απαίτηση που δεν υφίσταται στην πραγματικότητα, το μέγεθος της οποίας είναι ασαφές ή στην περίπτωση της οποίας δεν μπορεί να εκτιμηθεί αν η απαίτηση είναι νόμιμη ή αποδεδειγμένη. Αν ο σύμβουλος αναδιοργάνωσης δεν συμφωνεί με ισχυρισμό που διατυπώνεται στην αίτηση του πιστωτή, καταθέτει αμέσως την αίτηση συνοδευόμενη από αποδεικτικά στοιχεία στο δικαστήριο και τεκμηριώνει γιατί διαφωνεί με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην αίτηση. Ο σύμβουλος αναδιοργάνωσης οφείλει να αιτιολογεί τους ισχυρισμούς του. Με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν προσκομιστεί, το δικαστήριο αποφασίζει για το ύψος της κύριας και παρεπόμενης απαίτησης του πιστωτή και για την ύπαρξη και το πεδίο εφαρμογής της εξασφάλισης.

Συμμετοχή των πιστωτών στη διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους

Η διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους αφορά τους πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις κατά του οφειλέτη έχουν καταστεί απαιτητές κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης αφερεγγυότητας. Επιπλέον, οι υποχρεώσεις που απορρέουν από συνεχιζόμενη σύμβαση και οι οποίες δημιουργούνται ή καθίστανται απαιτητές μετά την υποβολή αίτησης αφερεγγυότητας μπορούν να αναδιαρθρωθούν υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

Μετά την κατάρτιση του σχεδίου αναδιάρθρωσης και πριν από την υποβολή του στο δικαστήριο, ο επαγγελματίας εμπιστοσύνης το παραδίδει αμέσως, μαζί με την αίτηση, τον κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων και των οφειλών του οφειλέτη και άλλα παραρτήματα, στους πιστωτές που προσδιορίζονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης για τις απαιτήσεις των οποίων ζητείται η αναδιάρθρωση. Κατά την υποβολή σχεδίου αναδιάρθρωσης, ο επαγγελματίας εμπιστοσύνης τάσσει στον πιστωτή προθεσμία τουλάχιστον δύο εβδομάδων, αλλά όχι μεγαλύτερη από τέσσερις εβδομάδες, μετά την παραλαβή του σχεδίου αναδιάρθρωσης, για να διατυπώσει τη γνώμη του στον επαγγελματία εμπιστοσύνης. Ο πιστωτής διατυπώνει τις απόψεις του σχετικά με το αν συμφωνεί με τα στοιχεία του οφειλέτη όσον αφορά την απαίτηση και την εξασφάλιση, με τον υπολογισμό του χρέους από τον οφειλέτη και με την αναδιάρθρωση του χρέους κατά τον τρόπο που προτείνει ο οφειλέτης. Εάν ο πιστωτής δεν συμφωνεί με την αναδιάρθρωση του χρέους κατά τον τρόπο που προτείνει ο οφειλέτης, ο πιστωτής πρέπει να διευκρινίσει αν θα συμφωνούσε με την αναδιάρθρωση του χρέους κατ' άλλον τρόπο. Ο επαγγελματίας εμπιστοσύνης αναφέρει επίσης τις συνέπειες της μη διατύπωσης γνώμης. Ο επαγγελματίας εμπιστοσύνης αποστέλλει στο δικαστήριο τις γνώμες των πιστωτών μαζί με το σχέδιο αναδιάρθρωσης.

Εάν ο πιστωτής του οποίου η απαίτηση ζητείται να αναδιαρθρωθεί δεν συμφωνεί με το ύψος της απαίτησης και με άλλες πληροφορίες που παρέχονται στον κατάλογο οφειλών, ο πιστωτής, εντός της καθορισμένης προθεσμίας, υποβάλλει στον επαγγελματία εμπιστοσύνης αίτηση στην οποία εκθέτει τις περιστάσεις με τις οποίες δεν συμφωνεί στον κατάλογο οφειλών και υποβάλλει αποδεικτικά στοιχεία για τις ενστάσεις του. Αν δεν υποβληθεί αίτηση εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, θεωρείται ότι ο πιστωτής συμφωνεί με το ύψος της απαίτησης. Εάν ο επαγγελματίας εμπιστοσύνης δεν συμφωνεί με ένσταση που διατυπώνεται στην αίτηση του πιστωτή, υποβάλλει, μαζί με το σχέδιο αναδιάρθρωσης, την αίτηση με αποδεικτικά στοιχεία στο δικαστήριο και τεκμηριώνει τους λόγους για τους οποίους διαφωνεί με τις πληροφορίες που περιέχονται στην αίτηση. Μαζί με το σχέδιο αναδιάρθρωσης, ο επαγγελματίας εμπιστοσύνης υποβάλλει επίσης στο δικαστήριο τις γνώμες, τις αιτήσεις και τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλαν οι πιστωτές. Με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν, το δικαστήριο αποφασίζει σχετικά με το ύψος της κύριας και παρεπόμενης απαίτησης του πιστωτή και σχετικά με την ύπαρξη εξασφάλισης κατά την έγκριση του σχεδίου. Εφόσον απαιτείται, το δικαστήριο ακούει προηγουμένως τον οφειλέτη και τον θιγόμενο πιστωτή. Το δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να καθορίσει το ύψος της απαίτησης του πιστωτή ή να την καθορίσει μόνο εν μέρει, όταν η απαίτηση που ζητείται να αναδιαρθρωθεί δεν υφίσταται στην πραγματικότητα κατά την κρίση του δικαστηρίου, το ύψος της είναι ασαφές ή δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί εύλογα αν η απαίτηση είναι νόμιμη ή αποδεδειγμένη. Μετά την έγκριση ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης, οι έννομες συνέπειες που προβλέπονται σε αυτό αρχίζουν να ισχύουν για τον οφειλέτη και το πρόσωπο τα δικαιώματα του οποίου επηρεάζονται από το σχέδιο αναδιάρθρωσης.

Συμμετοχή των πιστωτών στη διαδικασία απαλλαγής από υποχρεώσεις

Εάν ξεκινήσει διαδικασία απαλλαγής από υποχρεώσεις, αυτό γίνεται ταυτόχρονα με την κήρυξη της πτώχευσης. Για όσο χρονικό διάστημα συνεχίζεται η πτωχευτική διαδικασία, οι πιστωτές συμμετέχουν στη διαδικασία σύμφωνα με τις διατάξεις για την πτωχευτική διαδικασία. Αν η πτωχευτική διαδικασία περατωθεί και η διαδικασία απαλλαγής από υποχρεώσεις συνεχίζεται και μετά από αυτήν, οι πιστωτές που ανήγγειλαν τις απαιτήσεις τους στην πτωχευτική διαδικασία και των οποίων η απαίτηση ή μέρος της απαίτησής τους δεν έχει ικανοποιηθεί έχουν το δικαίωμα να εισπράττουν πληρωμές κατά τη διάρκεια της περιόδου απαλλαγής από υποχρεώσεις.

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας απαλλαγής ενός οφειλέτη από τις υποχρεώσεις του, οι πιστωτές της πτωχευτικής διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων των πιστωτών της πτωχευτικής διαδικασίας που δεν έχουν αναγγείλει τις απαιτήσεις τους κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, δεν μπορούν να εγείρουν αξιώσεις πληρωμής επί των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Οι πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις κατά του οφειλέτη γεννήθηκαν μετά την κήρυξη της πτώχευσης δεν μπορούν, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας απαλλαγής του οφειλέτη από τις υποχρεώσεις του, να εγείρουν αξιώσεις πληρωμής για τα χρηματικά ποσά που πρόκειται να μεταβιβαστούν στον επαγγελματία εμπιστοσύνης.

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

Τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη συνιστούν την πτωχευτική περιουσία βάσει δικαστικής απόφασης για κήρυξη πτώχευσης και χρησιμοποιούνται ως περιουσιακά στοιχεία τα οποία προορίζονται για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών και τη διεξαγωγή της πτωχευτικής διαδικασίας. Ως πτωχευτική περιουσία νοούνται τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη κατά τον χρόνο κήρυξης της πτώχευσης, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία που επιστρέφονται ή ανακτώνται και τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη στη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας. Περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη επί των οποίων δεν είναι δυνατό, βάσει του νόμου, να ασκηθεί απαίτηση πληρωμής δεν περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία.

Με την κήρυξη της πτώχευσης, το δικαίωμα του οφειλέτη να διαχειρίζεται και να διαθέτει την πτωχευτική περιουσία μεταβιβάζεται στον σύνδικο πτώχευσης. Μετά την κήρυξη της πτώχευσης, κάθε διάθεση από τον οφειλέτη όσον αφορά αντικείμενα τα οποία αποτελούν μέρος της πτωχευτικής περιουσίας είναι άκυρη. Πριν από την κήρυξη πτώχευσης, το δικαστήριο μπορεί να απαγορεύσει σε οφειλέτη τη διάθεση περιουσιακών στοιχείων ή μέρους περιουσιακών στοιχείων χωρίς τη συγκατάθεση του προσωρινού συνδίκου.

Τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη πρέπει να περιέλθουν στην κατοχή του συνδίκου και ο σύνδικος να ξεκινήσει τη διαχείριση της πτωχευτικής περιουσίας αμέσως μετά την έκδοση απόφασης για κήρυξη πτώχευσης. Ο σύνδικος πρέπει να απαιτήσει επιστροφή των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη που έχουν περιέλθει στην κατοχή τρίτου για την πτωχευτική περιουσία, εκτός εάν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Η διαχείριση πτωχευτικής περιουσίας περιλαμβάνει την εκτέλεση πράξεων σε σχέση με την πτωχευτική περιουσία οι οποίες είναι αναγκαίες για τη διατήρηση της πτωχευτικής περιουσίας και τη διεξαγωγή της πτωχευτικής διαδικασίας, καθώς και τη διαχείριση των δραστηριοτήτων του οφειλέτη εάν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο ή την οργάνωση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του οφειλέτη εάν ο τελευταίος είναι αυτοαπασχολούμενος. Στην πτωχευτική διαδικασία οφειλέτη που είναι νομικό πρόσωπο, ο σύνδικος έχει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του διοικητικού συμβουλίου ή του οργάνου που υποκαθιστά το διοικητικό συμβούλιο του νομικού προσώπου στον βαθμό που δεν έρχονται σε σύγκρουση με τον σκοπό της πτωχευτικής διαδικασίας. Η ευθύνη του συνδίκου είναι ισοδύναμη με την ευθύνη μέλους διοικητικού οργάνου.

Ο σύνδικος μπορεί να συνάπτει συναλλαγές σε μετρητά σε σχέση με την πτωχευτική περιουσία μόνο με άδεια του δικαστηρίου. Ο σύνδικος δεν πραγματοποιεί καμία πληρωμή σε μετρητά στους πιστωτές με βάση το ποσοστό διανομής. Ο σύνδικος μπορεί να συνάπτει συναλλαγές ιδιαίτερης σημασίας για την πτωχευτική διαδικασία μόνο με τη συγκατάθεση της πτωχευτικής επιτροπής. Συναλλαγές ιδιαίτερης σημασίας είναι, πρωτίστως, ο δανεισμός και, στην περίπτωση επιχείρησης που περιλαμβάνεται στην πτωχευτική περιουσία, όλες οι συναλλαγές που δεν εμπίπτουν στις συνήθεις επιχειρηματικές δραστηριότητες της επιχείρησης. Ο σύνδικος δεν μπορεί να συνάπτει συναλλαγές με τον εαυτό του ή με πρόσωπα που σχετίζονται με αυτόν σε σχέση με ή για την πτωχευτική περιουσία, ούτε να συνάπτει άλλες συναλλαγές παρεμφερούς χαρακτήρα ή συναλλαγές που ενέχουν σύγκρουση συμφερόντων, ούτε, τέλος, να ζητεί αποζημίωση για τις δαπάνες που προκύπτουν στο πλαίσιο αυτών των συναλλαγών.

Ο σύνδικος μπορεί να αρχίσει την εκποίηση της πτωχευτικής περιουσίας μετά την πρώτη γενική συνέλευση των πιστωτών, εκτός εάν η συνέλευση των πιστωτών αποφασίσει διαφορετικά. Αν ο οφειλέτης έχει ασκήσει έφεση κατά της απόφασης για κήρυξη πτώχευσης, τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν μπορούν να εκποιηθούν χωρίς τη συγκατάθεση του οφειλέτη πριν από την εκδίκαση της έφεσης που έχει ασκηθεί ενώπιον του εφετείου. Οι περιορισμοί αυτοί δεν ισχύουν για την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων τα οποία υπόκεινται σε άμεση φθορά ή υποτίμηση της αξίας τους ή έχουν υψηλό κόστος φύλαξης ή διατήρησης. Αν η επιχείρηση του οφειλέτη συνεχίζει τις δραστηριότητες της, τα περιουσιακά στοιχεία δεν μπορούν να εκποιηθούν αν αυτό δημιουργεί εμπόδια στη συνέχιση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης. Αν υποβληθεί πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού, τα περιουσιακά στοιχεία δεν μπορούν να εκποιηθούν πριν από τη σύναψη του πτωχευτικού συμβιβασμού, εκτός εάν η γενική συνέλευση των πιστωτών αποφασίσει ότι μπορούν να εκποιηθούν, ανεξαρτήτως της πρότασης πτωχευτικού συμβιβασμού. Η πτωχευτική περιουσία εκποιείται με πλειστηριασμό σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στον κώδικα διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης.

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Αναγγελία απαιτήσεων κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη

Όλες οι απαιτήσεις που γεννήθηκαν κατά του οφειλέτη πριν από την κήρυξη της πτώχευσης αναγγέλλονται κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη, ανεξαρτήτως της βάσης ή των προθεσμιών για την ικανοποίηση των απαιτήσεων. Με την κήρυξη της πτώχευσης, όλες οι απαιτήσεις των πιστωτών κατά του οφειλέτη θεωρούνται ότι έχουν καταστεί απαιτητές, εκτός εάν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Εάν πιστωτής έχει καταθέσει σχετική αγωγή ενώπιον του δικαστηρίου επί της οποίας δεν έχει εκδοθεί ακόμη δικαστική απόφαση, το δικαστήριο αναστέλλει την εκδίκαση της αγωγής και ο πιστωτής πρέπει να αναγγείλει την απαίτηση στον σύνδικο πτώχευσης. Εάν πιστωτής έχει καταθέσει αγωγή ενώπιον του δικαστηρίου και το δικαστήριο έχει εκδώσει απόφαση που έχει τελεσιδικήσει, ο πιστωτής πρέπει επίσης να αναγγείλει την απαίτησή του στον σύνδικο πτώχευσης, αλλά η εν λόγω απαίτηση θεωρείται ότι έχει υποστηριχθεί. Εάν ο οφειλέτης μπορούσε να αμφισβητήσει τη δικαστική απόφαση, ο σύνδικος πτώχευσης έχει το ίδιο δικαίωμα.

Χειρισμός των απαιτήσεων που γεννώνται μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας

Μετά την κήρυξη πτώχευσης, οι πιστωτές στην πτωχευτική διαδικασία μπορούν να εγείρουν τις απαιτήσεις τους κατά του οφειλέτη μόνο σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στον πτωχευτικό νόμο. Οι απαιτήσεις μπορούν να αναγγελθούν μόνο στον σύνδικο πτώχευσης και μπορούν να αναγγελθούν μόνο οι απαιτήσεις που είχαν γεννηθεί πριν από την κήρυξη πτώχευσης. Δεν είναι δυνατή η έγερση απαιτήσεων που γεννώνται μετά την κήρυξη πτώχευσης πριν από την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας. Επισημαίνεται το γεγονός ότι, στην περίπτωση των νομικών προσώπων, στις περισσότερες περιπτώσεις η περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας συνεπάγεται εκκαθάριση του νομικού προσώπου, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πλέον πρόσωπο κατά του οποίου μπορούν να εγερθούν απαιτήσεις μετά την πτωχευτική διαδικασία. Συνεπώς, απαιτείται προσοχή και συνεκτίμηση του εν λόγω κινδύνου κατά τη σύναψη συναλλαγών με νομικό πρόσωπο που έχει πτωχεύσει. Οι απαιτήσεις κατά φυσικού προσώπου που γεννώνται κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας μπορούν να εγερθούν μετά την πτωχευτική διαδικασία σύμφωνα με τη γενική διαδικασία, αλλά αυτό υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς εάν διεξάγεται επίσης διαδικασία για την απαλλαγή οφειλέτη που είναι φυσικό πρόσωπο από τις υποχρεώσεις του. Υποχρεώσεις καταβολής αποζημίωσης για βλάβη που προκλήθηκε κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας από παράνομη πράξη οφειλέτη που είναι νομικό πρόσωπο συνιστούν ενοποιημένες υποχρεώσεις και, συνεπώς, ο οφειλέτης μπορεί να κληθεί να τις εκπληρώσει κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας σύμφωνα με τη γενική διαδικασία. Μπορεί επίσης να διεξαχθεί διαδικασία εκτέλεσης σε σχέση με την πτωχευτική περιουσία για τις υποχρεώσεις που πρέπει να εκπληρωθούν.

Είναι επίσης δυνατό να προκύψει κατάσταση στην οποία ο οφειλέτης προβαίνει, μετά την κήρυξη της πτώχευσης, σε διάθεση αντικειμένου που ανήκει στην πτωχευτική περιουσία. Η εν λόγω διάθεση είναι άκυρη, καθώς, με την κήρυξη πτώχευσης, το δικαίωμα διαχείρισης και διάθεσης της πτωχευτικής περιουσίας μεταβιβάζεται στον σύνδικο πτώχευσης. Εάν ωστόσο υπάρξει εκποίηση από τον οφειλέτη, τα περιουσιακά στοιχεία που μεταβιβάζονται από τον αντισυμβαλλόμενο μετά από πράξη διάθεσης επιστρέφονται στον συμβαλλόμενο εάν τα περιουσιακά στοιχεία παραμένουν στην πτωχευτική περιουσία ή χορηγείται αποζημίωση αν η πτωχευτική περιουσία αυξήθηκε ως αποτέλεσμα της μεταβίβασης. Εάν ο οφειλέτης διαθέσει το αντικείμενο την ημέρα κήρυξης της πτώχευσης, θεωρείται ότι η διάθεση πραγματοποιήθηκε μετά την κήρυξη της πτώχευσης. Εάν ο οφειλέτης έχει διαθέσει τις μελλοντικές απαιτήσεις του πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, η διάθεση καθίσταται άκυρη με την κήρυξη της πτώχευσης σε σχέση με τις απαιτήσεις που γεννήθηκαν μετά την κήρυξη της πτώχευσης. Οφειλέτης που είναι φυσικό πρόσωπο δύναται να διαθέσει την πτωχευτική περιουσία με τη συγκατάθεση του συνδίκου. Τυχόν διάθεση περιουσιακών στοιχείων χωρίς τη συγκατάθεση του συνδίκου είναι άκυρη.

Χειρισμός των απαιτήσεων που γεννώνται μετά την έναρξη της διαδικασίας αναδιοργάνωσης και της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους

Κατά τη διάρκεια ισχύος σχεδίου αναδιοργάνωσης, δεν μπορεί να κατατεθεί αγωγή με βάση απαίτηση η οποία εντάσσεται στο σχέδιο αναδιοργάνωσης. Μπορούν να κατατεθούν αγωγές για άλλες απαιτήσεις. Κατά τη διάρκεια ισχύος σχεδίου αναδιάρθρωσης, δεν μπορεί να κατατεθεί αγωγή ή αίτηση στο πλαίσιο διαδικασίας βάσει αίτησης για απαίτηση η οποία εντάσσεται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης. Μπορούν να κατατεθούν αγωγές για άλλες απαιτήσεις. Η έγκριση σχεδίου αναδιάρθρωσης δεν περιορίζει το δικαίωμα του πιστωτή να προσφύγει ενώπιον δικαστηρίου για τις απαιτήσεις που δεν έγιναν δεκτές στο σχέδιο αναδιάρθρωσης. Ο πιστωτής μπορεί επίσης προσφύγει ενώπιον δικαστηρίου κατά του ύψους της απαίτησης στον βαθμό του μέρους που δεν έγινε δεκτή.

Η υποβολή αίτησης αναδιοργάνωσης ή αίτησης αναδιάρθρωσης χρέους από οφειλέτη επιφέρει αναστολή της περιόδου παραγραφής σε σχέση με τις απαιτήσεις κατά του οφειλέτη. Μετά την υποβολή αίτησης αναδιοργάνωσης, το δικαστήριο που εξετάζει την υπόθεση μπορεί, κατόπιν αίτησης από επιχείρηση και με την έγκριση του συμβούλου αναδιοργάνωσης, η οποία επισυνάπτεται στην αίτηση, να αναστείλει δίκη με αντικείμενο οικονομική απαίτηση κατά της επιχείρησης έως την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης ή την περάτωση της διαδικασίας αναδιοργάνωσης, με εξαίρεση την περίπτωση αγωγής που έχει κατατεθεί με βάση σχέση εργασίας για την οποία δεν έχει εκδοθεί ακόμη δικαστική απόφαση. Όταν γίνεται δεκτή αίτηση αναδιάρθρωσης χρέους, το δικαστήριο αναστέλλει δίκη που αφορά οικονομική απαίτηση κατά του οφειλέτη για την οποία δεν έχει ακόμη εκδοθεί δικαστική απόφαση έως ότου εγκριθεί το σχέδιο αναδιάρθρωσης ή περατωθεί η διαδικασία.

Το σχέδιο αναδιοργάνωσης δεν απαλλάσσει πρόσωπο το οποίο είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπόχρεο για την εκπλήρωση υποχρέωσης μιας επιχείρησης από την εκπλήρωση της υποχρέωσης του προσώπου αυτού. Η έγκριση σχεδίου αναδιάρθρωσης δεν απαλλάσσει πρόσωπο που είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπόχρεο για την εκπλήρωση υποχρέωσης του οφειλέτη από την εκπλήρωση της υποχρέωσής του.

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

Κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την επαλήθευση και την αποδοχή των απαιτήσεων στην πτωχευτική διαδικασία

Οι πιστωτές οφείλουν να αναγγείλουν στον σύνδικο όλες τις απαιτήσεις τους κατά του οφειλέτη οι οποίες είχαν γεννηθεί πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ανεξαρτήτως της βάσης ή των προθεσμιών για την ικανοποίηση των απαιτήσεων, το αργότερο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης της ανακοίνωσης πτώχευσης στο Ametlikud Teadaanded. Με την κήρυξη της πτώχευσης, όλες οι απαιτήσεις των πιστωτών κατά του οφειλέτη θεωρούνται ότι έχουν καταστεί απαιτητές. Οι απαιτήσεις αναγγέλλονται στον σύνδικο με έγγραφη αίτηση (απόδειξη απαίτησης). Η απόδειξη απαίτησης περιγράφει το περιεχόμενο, τη βάση και το ύψος της απαίτησης και αναφέρει αν η απαίτηση είναι εξασφαλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια. Τα έγγραφα που αποδεικνύουν τις περιστάσεις που αναφέρονται στην απόδειξη απαίτησης επισυνάπτονται σε αυτή.

Η υποστήριξη των απαιτήσεων γίνεται στο πλαίσιο έγγραφης διαδικασίας. Η υποστήριξη των δικαιωμάτων εξασφάλισης γίνεται μαζί με την αναγγελία των απαιτήσεων που αυτά εξασφαλίζουν. Ο σύνδικος καταρτίζει προκαταρκτικό κατάλογο πιστωτών βάσει των αποδεικτικών στοιχείων των απαιτήσεων που προσκομίστηκαν. Όλοι οι πιστωτές και ο οφειλέτης μπορούν να υποβάλουν ενστάσεις κατά των απαιτήσεων των πιστωτών. Ο σύνδικος πρέπει επίσης να υποβάλει ενστάσεις, εφόσον είναι αναγκαίο. Στη συνέχεια, παρέχεται η δυνατότητα στους πιστωτές για τους οποίους υποβλήθηκε ένσταση να εκφράσουν τη γνώμη τους επί της ένστασης. Ο σύνδικος καταρτίζει τελικό κατάλογο πιστωτών βάσει των αποδεικτικών στοιχείων των απαιτήσεων, των ενστάσεων και των γνωμών που υποβλήθηκαν και τον υποβάλλει στο δικαστήριο προς έγκριση.

Κατά την έγκριση του καταλόγου πιστωτών, το δικαστήριο αποφαίνεται επί της ουσίας των υποβληθεισών ενστάσεων, γνωμών, αιτημάτων και αιτήσεων που υποβάλλονται μαζί με τον κατάλογο, καθορίζει το ύψος, την κατάταξη και το ποσοστό κατανομής των απαιτήσεων και εγκρίνει τον κατάλογο των πιστωτών με δικαστική απόφαση. Η απαίτηση, η κατάταξή της και το δικαίωμα εξασφάλισης της απαίτησης θεωρείται ότι έχουν γίνει δεκτά εάν ούτε ο σύνδικος ούτε κάποιος από τους πιστωτές αντιτίθεται σε αυτά ή εάν ο σύνδικος ή ο πιστωτής που υπέβαλε ένσταση παραιτηθεί από την ένσταση. Για να υπάρξει παραίτηση από ένσταση, πρέπει να υποβληθεί αίτηση στο δικαστήριο.

Τα ακόλουθα θεωρούνται αποδεκτά χωρίς υποστήριξη:

  1. απαιτήσεις που έχουν γίνει δεκτές με δικαστική απόφαση που έχει τελεσιδικήσει ή με απόφαση διαιτητικού οργάνου η οποία αποτελεί εκτελεστό τίτλο σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 6 ή 61 του κώδικα διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης·
  2. δικαιώματα εξασφάλισης που έχουν γίνει δεκτά με δικαστική απόφαση που έχει τελεσιδικήσει ή με απόφαση διαιτητικού οργάνου η οποία αποτελεί εκτελεστό τίτλο σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 6 ή 61 του κώδικα διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, ή δικαιώματα εξασφάλισης που έχουν καταχωριστεί στο κτηματολόγιο, στο νηολόγιο, στο εμπορικό μητρώο εμπράγματων ασφαλειών ή στο μητρώο αξιογράφων·
  3. απαιτήσεις που έχουν γίνει δεκτές με αποφάσεις και διαταγές του Ενιαίου Δικαστηρίου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας που έχουν τελεσιδικήσει και προσδιορίζονται στο άρθρο 82 της συμφωνίας για την ίδρυση Ενιαίου Δικαστηρίου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (ΕΕ C 175 της 20.6.2013, σ. 1)·
  4. απαιτήσεις που έχουν γίνει δεκτές με αποφάσεις δικαστηρίων ξένων κρατών, οι οποίες έχουν κηρυχθεί εκτελεστές ή υπόκεινται σε εκτέλεση χωρίς αναγνώριση στην Εσθονία·
  5. απαιτήσεις για την εκπλήρωση οικονομικών υποχρεώσεων δημοσίου δικαίου που απορρέουν από διοικητική πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του κώδικα διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, εάν η προθεσμία προσφυγής κατά της διοικητικής πράξης έχει παρέλθει πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, καθώς και σε περίπτωση που οι απαιτήσεις αυτές απορρέουν από επίσημο έγγραφο ξένου κράτους το οποίο έχει κηρυχθεί εκτελεστό ή υπόκειται σε εκτέλεση χωρίς αναγνώριση στην Εσθονία.

Ο κατάλογος των πιστωτών που πρέπει να εγκριθεί με δικαστική απόφαση περιλαμβάνει:

  1. το όνομα του πιστωτή·
  2. τον κωδικό μητρώου ή τον προσωπικό κωδικό ταυτότητας του πιστωτή·
  3. το ύψος της απαίτησης του πιστωτή που έγινε δεκτή·
  4. την κατάταξη της απαίτησης που έγινε δεκτή και το ποσοστό κατανομής·
  5. αν η απαίτηση είναι εξασφαλισμένη με δικαίωμα εξασφάλισης·
  6. αν η απαίτηση είναι αλληλέγγυα ενοχή ή απαίτηση που απορρέει από συναλλαγή υπό αίρεση ή διοικητική πράξη με δευτερεύουσα προϋπόθεση·
  7. αν η απαίτηση υπόκειται σε ένσταση από τον οφειλέτη.

Κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την επαλήθευση και την αποδοχή των απαιτήσεων στη διαδικασία αναδιοργάνωσης και στη διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους

Στη διαδικασία αναδιοργάνωσης, ο οφειλέτης καταθέτει κατάλογο οφειλών στον οποίο περιλαμβάνονται όλες οι απαιτήσεις κατά του οφειλέτη, καθώς και οι αντίστοιχοι πιστωτές. Συνεπώς, οι ίδιοι οι πιστωτές δεν αναγγέλλουν απαιτήσεις. Πιστωτής του οποίου η απαίτηση ζητείται να αναδιαρθρωθεί στο πλαίσιο σχεδίου αναδιοργάνωσης και ο οποίος δεν συμφωνεί με το ύψος της απαίτησής του στη διαδικασία αναδιοργάνωσης μπορεί να υποβάλει στον σύμβουλο αναδιοργάνωσης γραπτή αίτηση στην οποία εξηγεί σε ποιο σημείο δεν συμφωνεί με την απαίτηση στην ειδοποίηση αναδιοργάνωσης, συνοδευόμενη από αποδεικτικά στοιχεία για την τεκμηρίωση των όσων υποστηρίζει. Αν δεν υποβληθεί η αίτηση εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, θεωρείται ότι ο πιστωτής συμφωνεί με το ύψος της απαίτησης. Ο οφειλέτης μπορεί να προβάλει ενστάσεις στα επιχειρήματα του πιστωτή, αλλά οφείλει να τεκμηριώσει τις θέσεις του. Με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν προσκομιστεί, το δικαστήριο αποφασίζει για το ύψος της κύριας και παρεπόμενης απαίτησης του πιστωτή και για την ύπαρξη και το πεδίο εφαρμογής της εξασφάλισης.

Στη διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους, ο οφειλέτης παρέχει επισκόπηση των οφειλών του σε μια αίτηση και ο επαγγελματίας εμπιστοσύνης καταρτίζει λεπτομερή κατάλογο οφειλών. Το σχέδιο αναδιάρθρωσης χρέους αναφέρει τις υποχρεώσεις που πρέπει να αναδιαρθρωθούν και τον τρόπο αναδιάρθρωσης που ζητεί ο οφειλέτης. Όπως και στη διαδικασία αναδιοργάνωσης, οι ίδιοι οι πιστωτές δεν αναγγέλλουν απαιτήσεις. Εάν πιστωτής του οποίου η απαίτηση ζητείται να αναδιαρθρωθεί δεν συμφωνεί με τα στοιχεία που υποβλήθηκαν από τον οφειλέτη στον κατάλογο οφειλών, ο πιστωτής ενημερώνει το δικαστήριο ή, εάν αυτό ορίζεται από το δικαστήριο, τον σύμβουλο, εντός της προθεσμίας που έχει τεθεί από το δικαστήριο σε ποιο σημείο δεν συμφωνεί με την απαίτηση και υποβάλλει αποδεικτικά στοιχεία για την τεκμηρίωση των όσων υποστηρίζει. Αν δεν υποβληθεί η αίτηση εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, θεωρείται ότι ο πιστωτής συμφωνεί με το ύψος της απαίτησης. Εάν ο οφειλέτης ή ο επαγγελματίας εμπιστοσύνης δεν συμφωνεί με ισχυρισμό που διατυπώνεται στην αίτηση του πιστωτή, υποβάλλει την αίτηση μαζί με αποδεικτικά στοιχεία στο δικαστήριο και τεκμηριώνει τους λόγους για τους οποίους διαφωνεί με τα στοιχεία που περιέχονται στην αίτηση. Με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν προσκομιστεί, το δικαστήριο αποφασίζει για το ύψος της κύριας και παρεπόμενης απαίτησης του πιστωτή και για την ύπαρξη της εξασφάλισης.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Εφαρμόζεται η αρχή της ισότιμης μεταχείρισης όλων των πιστωτών. Ωστόσο, προβλέπονται ορισμένες εξαιρέσεις οι οποίες παρέχουν σε ορισμένους πιστωτές προνομιακό δικαίωμα.

Πριν από την καταβολή χρηματικών ποσών με βάση τα ποσοστά διανομής, οι πληρωμές που σχετίζονται με την πτωχευτική διαδικασία πραγματοποιούνται από την πτωχευτική περιουσία κατά την εξής σειρά:

  1. απαιτήσεις που απορρέουν από τις συνέπειες του αποκλεισμού ή της ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων·
  2. διατροφή που είναι καταβλητέα στον οφειλέτη και στα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα·
  3. στην πτωχευτική διαδικασία σχετικά με κληρονομιαία περιουσία, τα έξοδα που αναφέρονται στο άρθρο 142 παράγραφος 1 σημείο 1 του νόμου για το κληρονομικό δίκαιο·
  4. ενοποιημένες υποχρεώσεις·
  5. έξοδα και δαπάνες που προκύπτουν από την πτωχευτική διαδικασία.

Αφού πραγματοποιηθούν οι ανωτέρω πληρωμές, ικανοποιούνται οι απαιτήσεις των πιστωτών κατά την εξής σειρά:

  1. απαιτήσεις που έχουν γίνει δεκτές εξασφαλισμένες με εμπράγματη ασφάλεια·
  2. άλλες απαιτήσεις που έχουν γίνει δεκτές οι οποίες αναγγέλθηκαν εντός της καθορισμένης προθεσμίας·
  3. άλλες απαιτήσεις που δεν αναγγέλθηκαν εντός της καθορισμένης προθεσμίας, αλλά έγιναν δεκτές·
  4. στην πτωχευτική διαδικασία σχετικά με κληρονομιαία περιουσία, οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 142 παράγραφος 1 σημείο 3 του νόμου για το κληρονομικό δίκαιο και οι απαιτήσεις για νόμιμη μοίρα.

Εάν σύμβαση προβλέπει ότι η απαίτηση του πιστωτή πρέπει να ικανοποιηθεί σε χαμηλότερη σειρά κατάταξης από αυτήν που αναφέρεται ανωτέρω, η απαίτηση ικανοποιείται σύμφωνα με την κατάταξη που προβλέπεται στη σύμβαση. Αυτό σημαίνει ότι είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη η εθελοντική χαμηλότερη κατάταξη των υποχρεώσεων.

Είναι δυνατό να υπάρχει ευθύνη τρίτου για υποχρεώσεις του οφειλέτη στην περίπτωση αλληλέγγυων οφειλετών. Σε αυτήν την περίπτωση, ο αλληλέγγυος οφειλέτης φέρει ευθύνη έναντι του πιστωτή, ανεξαρτήτως της αφερεγγυότητας του οφειλέτη. Αν ένας αλληλέγγυος οφειλέτης καταβάλει μέρος της οφειλής την οποία έχει επίσης αναγγείλει ο πιστωτής κατά του οφειλέτη, το μέρος αυτό αφαιρείται από την απαίτηση.

Είναι επίσης δυνατή η μεταβίβαση υποχρέωσης του οφειλέτη σε τρίτο βάσει της νομοθεσίας. Αν ο εργοδότης έχει καταστεί αφερέγγυος, αν δηλαδή ο εργοδότης έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή αν η πτωχευτική διαδικασία έχει τερματιστεί με ματαίωση, ο εργαζόμενος λαμβάνει αποζημίωση για τους μισθούς που δεν εισέπραξε πριν από την κήρυξη πτώχευσης του εργοδότη, για τα επιδόματα αδείας που δεν εισέπραξε πριν από την κήρυξη πτώχευσης του εργοδότη και για τις παροχές που δεν εισέπραξε όταν λύθηκε η σύμβαση εργασίας πριν από ή μετά την κήρυξη αφερεγγυότητας του εργοδότη. Σε περίπτωση αφερεγγυότητας εργοδότη, πιστωτής στην πτωχευτική διαδικασία για τις εισφορές ασφάλισης κατά της ανεργίας που δεν εισπράχθηκαν εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας καθίσταται το Δημόσιο.

Στη διαδικασία αναδιοργάνωσης και στη διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους δεν μπορεί να γίνει αναφορά σε πτωχευτική περιουσία και οι απαιτήσεις ικανοποιούνται σύμφωνα με το σχέδιο αναδιοργάνωσης ή αναδιάρθρωσης χρέους. Το σχέδιο αναδιοργάνωσης δεν απαλλάσσει πρόσωπο το οποίο είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπόχρεο για την εκπλήρωση υποχρέωσης μιας επιχείρησης από την εκπλήρωση της υποχρέωσης του προσώπου αυτού. Αν το πρόσωπο που είναι αλληλλεγγύως και εις ολόκληρον υπόχρεο για την εκπλήρωση υποχρέωσης μιας επιχείρησης έχει εκπληρώσει την υποχρέωση, το πρόσωπο έχει δικαίωμα αναγωγής κατά της επιχείρησης μόνο στον βαθμό που η επιχείρηση είναι υπόχρεη για την εκπλήρωση της υποχρέωσης βάσει του σχεδίου αναδιοργάνωσης. Η έγκριση σχεδίου αναδιάρθρωσης δεν απαλλάσσει πρόσωπο που είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπόχρεο για την εκπλήρωση υποχρέωσης του οφειλέτη από την εκπλήρωση της υποχρέωσής του. Αν το πρόσωπο που είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπόχρεο για την εκπλήρωση υποχρέωσης του οφειλέτη έχει εκπληρώσει την υποχρέωση, το πρόσωπο έχει δικαίωμα αναγωγής κατά του οφειλέτη μόνο στον βαθμό που ο οφειλέτης είναι υπόχρεος για την εκπλήρωση της υποχρέωσης βάσει του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

Περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας και έννομες συνέπειες της περάτωσης

Η διαδικασία που αφορά αίτηση πτώχευσης μπορεί να περατωθεί πριν από την κήρυξη της πτώχευσης. Μετά την εκδίκαση της αίτησης πτώχευσης, το δικαστήριο κηρύσσει πτώχευση, απορρίπτει την αίτηση ή περατώνει τη διαδικασία με ματαίωση.

Το δικαστήριο περατώνει τη διαδικασία με ματαίωση με δικαστική απόφαση χωρίς να κηρύξει πτώχευση, ανεξαρτήτως της αφερεγγυότητας του οφειλέτη, εάν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων που προκύπτουν κατά την πτωχευτική διαδικασία και εάν δεν είναι δυνατή η ανάκτηση ή η επιστροφή των περιουσιακών στοιχείων ή η άσκηση αγωγής κατά μέλους διοικητικού οργάνου. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να περατώσει τη διαδικασία με ματαίωση χωρίς να κηρύξει πτώχευση, ανεξαρτήτως της αφερεγγυότητας του οφειλέτη, εάν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη συνίστανται κατά κύριο λόγο σε απαιτήσεις για ανάκτηση ή σε απαιτήσεις κατά τρίτων και η ικανοποίηση αυτών των απαιτήσεων θεωρείται απίθανη. Το δικαστήριο δεν περατώνει τη διαδικασία με ματαίωση εάν ο οφειλέτης, πιστωτής ή τρίτος καταθέσει το ποσό που καθορίστηκε από το δικαστήριο ως εγγύηση για την κάλυψη των εξόδων που προκύπτουν κατά την πτωχευτική διαδικασία στον λογαριασμό που ορίστηκε για τον σκοπό αυτόν ή εάν το δικαστήριο κάνει δεκτή την αίτηση του τμήματος αφερεγγυότητας για τη διεξαγωγή πτωχευτικής διαδικασίας κατά οφειλέτη που είναι νομικό πρόσωπο με τη μορφή δημόσιας έρευνας. Αν η πτωχευτική διαδικασία οφειλέτη που είναι νομικό πρόσωπο περατωθεί με ματαίωση, ο προσωρινός σύνδικος διενεργεί εκκαθάριση του νομικού προσώπου εντός δύο μηνών από την τελεσιδικία της απόφασης για την περάτωση της διαδικασίας χωρίς διαδικασία εκκαθάρισης. Αν κατά τη ματαίωση της πτωχευτικής διαδικασίας ο οφειλέτης διαθέτει τυχόν περιουσιακά στοιχεία, καταβάλλεται η αμοιβή του προσωρινού συνδίκου και καλύπτονται τα αναγκαία έξοδα κατά προτεραιότητα.

Η πτωχευτική διαδικασία περατώνεται με ματαίωση της πτωχευτικής διαδικασίας, μετά την παύση ύπαρξης των λόγων της πτώχευσης, με τη συγκατάθεση των πιστωτών, με την έγκριση της τελικής έκθεσης, με την έγκριση πτωχευτικού συμβιβασμού ή για άλλους λόγους που προβλέπονται από τον νόμο.

Το δικαστήριο περατώνει την πτωχευτική διαδικασία με ματαίωση εάν η πτωχευτική περιουσία δεν επαρκεί για την κάλυψη των ενοποιημένων υποχρεώσεων και των εξόδων που προκύπτουν κατά την πτωχευτική διαδικασία. Στην περίπτωση οφειλέτη που είναι νομικό πρόσωπο, το δικαστήριο υποβάλλει πρόταση στο τμήμα αφερεγγυότητας να υποβάλει αίτηση για τη διεξαγωγή πτωχευτικής διαδικασίας με τη μορφή δημόσιας έρευνας, παρέχοντας εύλογη προθεσμία για την υποβολή της αίτησης. Εάν η αίτηση γίνει δεκτή, η διαδικασία δεν περατώνεται και συνεχίζεται με τη μορφή δημόσιας έρευνας.

Το δικαστήριο περατώνει την πτωχευτική διαδικασία μετά από αίτηση του οφειλέτη εάν έχουν πάψει να υφίστανται οι λόγοι για την πτωχευτική διαδικασία, υπό την προϋπόθεση ότι ο οφειλέτης μπορεί να αποδείξει ότι δεν είναι αφερέγγυος ή ότι δεν είναι πιθανό να καταστεί αφερέγγυος εάν η πτώχευση κηρύχθηκε επειδή ο οφειλέτης ήταν πιθανό να καταστεί αφερέγγυος στο μέλλον. Αν η πτωχευτική διαδικασία περατωθεί επειδή έχουν πάψει να υφίστανται οι λόγοι για την πτωχευτική διαδικασία, το νομικό πρόσωπο δεν λύεται.

Το δικαστήριο περατώνει την πτωχευτική διαδικασία μετά από αίτηση του οφειλέτη εάν όλοι οι πιστωτές που ανήγγειλαν εμπρόθεσμα τις απαιτήσεις τους συναινούν στην περάτωση της διαδικασίας. Εάν οφειλέτης που είναι νομικό πρόσωπο είναι μονίμως αφερέγγυος, το δικαστήριο αποφαίνεται σχετικά με την εκκαθάριση του οφειλέτη που είναι νομικό πρόσωπο με απόφαση για την περάτωση της διαδικασίας.

Η πτωχευτική διαδικασία περατώνεται με την έγκριση τελικής έκθεσης, όταν ο σύνδικος καταθέσει την τελική έκθεση στην πτωχευτική επιτροπή και στο δικαστήριο. Στην τελική έκθεση ο σύνδικος παρέχει πληροφορίες σχετικά με την πτωχευτική περιουσία και τα χρηματικά ποσά που εισπράχθηκαν από την εκποίησή της, τις πληρωμές, τις απαιτήσεις που έγιναν δεκτές από τους πιστωτές, τις αγωγές που έχουν ασκηθεί και τις αγωγές που δεν έχουν ασκηθεί ακόμη κλπ. Οι πιστωτές δύνανται να υποβάλουν ενστάσεις επί της τελικής έκθεσης ενώπιον του δικαστηρίου. Το δικαστήριο αποφασίζει σχετικά με την έγκριση της τελικής έκθεσης και την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας. Το δικαστήριο αρνείται να εγκρίνει την τελική έκθεση και, με απόφασή του, την επιστρέφει στον σύνδικο για τη συνέχιση της πτωχευτικής διαδικασίας, εάν η τελική έκθεση αποκαλύψει ότι τα δικαιώματα του οφειλέτη ή των πιστωτών παραβιάστηκαν κατά την πτωχευτική διαδικασία.

Η πτωχευτική διαδικασία μπορεί επίσης να περατωθεί με την κήρυξη πτωχευτικού συμβιβασμού. Ο πτωχευτικός συμβιβασμός είναι μια συμφωνία μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών του η οποία έχει ως αντικείμενο την πληρωμή των οφειλών και περιλαμβάνει μείωση των οφειλών ή παράταση της προθεσμίας πληρωμής. Ο πτωχευτικός συμβιβασμός συνάπτεται στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας με βάση πρόταση του οφειλέτη ή του συνδίκου μετά την κήρυξη πτώχευσης. Η γενική συνέλευση των πιστωτών λαμβάνει απόφαση πτωχευτικού συμβιβασμού. Το δικαστήριο αποφασίζει για την έγκριση του πτωχευτικού συμβιβασμού. Το δικαστήριο περατώνει την πτωχευτική διαδικασία μέσω απόφασης που εγκρίνει τον πτωχευτικό συμβιβασμό.

Εάν η πτωχευτική διαδικασία δεν έχει περατωθεί εντός δύο ετών από την κήρυξη της πτώχευσης, ο σύνδικος υποβάλλει έκθεση στην πτωχευτική επιτροπή και στο δικαστήριο κάθε έξι μήνες έως την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας. Στην εν λόγω έκθεση ο σύνδικος εκθέτει τους λόγους για τους οποίους δεν έχει ολοκληρωθεί η πτωχευτική διαδικασία και παρέχει πληροφορίες σχετικά με την εκποιηθείσα και τη μη εκποιηθείσα πτωχευτική περιουσία και σχετικά με τη διαχείριση της πτωχευτικής περιουσίας. Το δικαστήριο απαλλάσσει τον σύνδικο από τα καθήκοντά του όταν περατωθεί η πτωχευτική διαδικασία, εκτός εάν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να απαλλάξει τον σύνδικο από τα καθήκοντά του αν, κατά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας, η πτωχευτική περιουσία δεν έχει εκποιηθεί στο σύνολό της, αν εκκρεμεί η είσπραξη χρηματικών ποσών για την πτωχευτική περιουσία, αν οι αγωγές που ασκήθηκαν από τον σύνδικο δεν έχουν εκδικαστεί ή αν ο σύνδικος προτίθεται ή είναι υποχρεωμένος να ασκήσει αγωγή. Σε αυτήν την περίπτωση, ο σύνδικος συνεχίζει να εκτελεί τα καθήκοντά του και μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας. Εάν μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας και την απαλλαγή του συνδίκου από τα καθήκοντά του, εισπραχθούν χρήματα για την πτωχευτική περιουσία, καταστούν διαθέσιμα χρηματικά ποσά που κατατέθηκαν για διανομή ή καταστεί προφανές ότι η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει αντικείμενα που δεν ελήφθησαν υπόψη κατά τη διεξαγωγή της πτωχευτικής διαδικασίας, το δικαστήριο εκδίδει απόφαση για μεταγενέστερη διανομή αυτεπαγγέλτως ή βάσει αίτησης του συνδίκου ή πιστωτή.

Περάτωση της διαδικασίας αναδιοργάνωσης και έννομες συνέπειες της περάτωσης

Η διαδικασία αναδιοργάνωσης τερματίζεται αν περατωθεί πριν από την προβλεπόμενη προθεσμία, αν ακυρωθεί το σχέδιο αναδιοργάνωσης, αν το σχέδιο αναδιοργάνωσης υλοποιηθεί πριν από την προβλεπόμενη προθεσμία ή αν παρέλθει η προθεσμία για την υλοποίηση του σχεδίου αναδιοργάνωσης όπως ορίζεται στο σχέδιο αναδιοργάνωσης. Σε περίπτωση που το σχέδιο αναδιοργάνωσης υλοποιηθεί πριν από την προβλεπόμενη προθεσμία, η διαδικασία αναδιοργάνωσης τερματίζεται αν η επιχείρηση έχει εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις που ανέλαβε βάσει του σχεδίου αναδιοργάνωσης πριν λήξει η προθεσμία για την υλοποίηση του σχεδίου αναδιοργάνωσης.

Η διαδικασία αναδιοργάνωσης μπορεί να περατωθεί πριν από την προβλεπόμενη προθεσμία μόνο πριν από την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης. Το δικαστήριο περατώνει τη διαδικασία αναδιοργάνωσης πριν από τη λήξη της προθεσμίας, εάν η επιχείρηση αθετήσει την υποχρέωσή της να συνεργαστεί ή δεν καταβάλει το ποσό που έχει οριστεί από το δικαστήριο ως εγγύηση για την κάλυψη της αμοιβής και των εξόδων του συμβούλου αναδιοργάνωσης ή του πραγματογνώμονα, εάν το σχέδιο αναδιοργάνωσης δεν εγκριθεί, η επιχείρηση υποβάλει σχετική αίτηση, οι λόγοι για την έναρξη της διαδικασίας αναδιοργάνωσης παύσουν να υφίστανται, τα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης σπαταλώνται ή τα συμφέροντα των πιστωτών ζημιώνονται, το σχέδιο αναδιοργάνωσης δεν υποβληθεί εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας ή η επιχείρηση έχει υποβάλει ανακριβή στοιχεία σχετικά με τις απαιτήσεις. Αν το δικαστήριο περατώσει τη διαδικασία αναδιοργάνωσης πριν από την προβλεπόμενη προθεσμία, παύουν να υφίστανται αναδρομικά όλες οι συνέπειες της έναρξης της διαδικασίας αναδιοργάνωσης.

Με τη λήξη της προθεσμίας για την υλοποίηση του σχεδίου αναδιοργάνωσης περατώνεται η διαδικασία αναδιοργάνωσης.

Η διαδικασία αναδιοργάνωσης μπορεί επίσης να περατωθεί με την ακύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης. Το σχέδιο αναδιοργάνωσης ακυρώνεται εάν η επιχείρηση έχει καταδικαστεί για αδίκημα σχετικό με πτώχευση ή ποινικό αδίκημα που σχετίζεται με διαδικασία εκτέλεσης μετά την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης, η επιχείρηση αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από το σχέδιο αναδιοργάνωσης σε σημαντικό βαθμό, εάν είναι προφανές, όταν έχει παρέλθει τουλάχιστον το ήμισυ της διάρκειας ισχύος του σχεδίου αναδιοργάνωσης, ότι η επιχείρηση αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που ανέλαβε στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιοργάνωσης, βάσει αίτησης του συμβούλου αναδιοργάνωσης εάν δεν καταβληθεί η αμοιβή εποπτείας ή η επιχείρηση δεν παρέχει συνδρομή στον σύμβουλο αναδιοργάνωσης κατά την εκπλήρωση της υποχρέωσης εποπτείας ή δεν παρέχει στον σύμβουλο αναδιοργάνωσης τις πληροφορίες που αυτός ζητά για την άσκηση εποπτείας, εάν η επιχείρηση υποβάλει αίτηση ακύρωσης του σχεδίου αναδιοργάνωσης ή εάν η επιχείρηση κηρυχθεί σε πτώχευση. Αν το σχέδιο αναδιοργάνωσης ακυρωθεί, παύουν να υφίστανται αναδρομικά οι συνέπειες της έναρξης της διαδικασίας αναδιοργάνωσης. Οι συνέπειες της έναρξης της διαδικασίας αναδιοργάνωσης περιλαμβάνουν επίσης την παράταση των προθεσμιών ανάκτησης που προβλέπονται σε κάθε ενδεχόμενη μεταγενέστερη πτωχευτική διαδικασία ή διαδικασία εκτέλεσης. Η συνέπεια αυτή δεν παύει να υφίσταται.

Περάτωση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους και έννομες συνέπειες της περάτωσης

Η διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους περατώνεται με την ακύρωση του σχεδίου αναδιάρθρωσης χρέους, την περάτωση της διαδικασίας ή τη λήξη της προθεσμίας υλοποίησης όπως ορίζεται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης χρέους. Όταν το σχέδιο εξυγίανσης υλοποιηθεί πριν από την προβλεπόμενη προθεσμία, η διαδικασία περατώνεται αν ο οφειλέτης έχει εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις που ανέλαβε βάσει του σχεδίου αναδιάρθρωσης πριν λήξει η προθεσμία για την υλοποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

Το δικαστήριο ακυρώνει το σχέδιο αναδιάρθρωσης μετά από αίτηση του οφειλέτη ή αν ο οφειλέτης κηρυχθεί σε πτώχευση. Το δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει το σχέδιο αναδιάρθρωσης εάν ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει σε σημαντικό βαθμό τις υποχρεώσεις στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιάρθρωσης, εάν είναι προφανές, όταν έχει παρέλθει τουλάχιστον το ήμισυ της διάρκειας ισχύος του σχεδίου αναδιάρθρωσης, ότι ο οφειλέτης αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που ανέλαβε βάσει αυτού, ο οφειλέτης δεν έχει προβλήματα φερεγγυότητας ή τα έχει αντιμετωπίσει, ο οφειλέτης, εκ προθέσεως ή λόγω βαριάς αμέλειας, έχει υποβάλει ουσιωδώς ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία, το εισόδημα, τους πιστωτές ή τις υποχρεώσεις του, ο οφειλέτης έχει πραγματοποιήσει πληρωμές σε πιστωτές που δεν αναφέρονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης, ζημιώνοντας έτσι τα συμφέροντα των άλλων πιστωτών σε σημαντικό βαθμό, ο οφειλέτης δεν παρέχει συνδρομή στο δικαστήριο ή στον σύμβουλο κατά την εκτέλεση της υποχρέωσης εποπτείας ή δεν παρέχει τις πληροφορίες που απαιτούνται για την άσκηση της εποπτείας, ή εάν ο οφειλέτης δεν καταβάλει το ποσό που έχει καθοριστεί από το δικαστήριο ως εγγύηση για την κάλυψη της αμοιβής και των εξόδων του επαγγελματία εμπιστοσύνης ή του πραγματογνώμονα. Αν το σχέδιο αναδιάρθρωσης ακυρωθεί, παύουν να υφίστανται αναδρομικά οι συνέπειες της έγκρισης της αίτησης αναδιάρθρωσης χρέους. Οι συνέπειες της έναρξης της διαδικασίας αναδιάρθρωσης περιλαμβάνουν επίσης την παράταση των προθεσμιών ανάκτησης που προβλέπονται σε κάθε ενδεχόμενη μεταγενέστερη πτωχευτική διαδικασία ή διαδικασία εκτέλεσης. Η συνέπεια αυτή δεν παύει να υφίσταται.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας

Μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας, απαιτήσεις οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν αναγγελθεί αλλά δεν αναγγέλθηκαν κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας και απαιτήσεις οι οποίες αναγγέλθηκαν αλλά δεν ικανοποιήθηκαν ή κατά των οποίων ο οφειλέτης πρόβαλε ενστάσεις μπορούν να εγερθούν από τους πιστωτές κατά του οφειλέτη σύμφωνα με τη γενική διαδικασία. Σε αυτήν την περίπτωση, δεν υπολογίζονται τόκοι και τόκοι υπερημερίας για την περίοδο της πτωχευτικής διαδικασίας.

Εάν οφειλέτης που είναι φυσικό πρόσωπο απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις του οι οποίες δεν εκπληρώθηκαν κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, οι απαιτήσεις των πιστωτών στην πτωχευτική διαδικασία κατά του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων των πιστωτών στην πτωχευτική διαδικασία οι οποίοι δεν ανήγγειλαν τις απαιτήσεις τους κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, εξαιρουμένων των υποχρεώσεων καταβολής αποζημίωσης για βλάβη που προκλήθηκε με πρόθεση από παράνομη πράξη ή πληρωμής διατροφής για τέκνο ή γονέα, διαγράφονται.

Μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας, οι πιστωτές δύνανται επίσης να εγείρουν απαιτήσεις οι οποίες γεννήθηκαν από ενοποιημένες υποχρεώσεις οι οποίες δεν ικανοποιήθηκαν στην πτωχευτική διαδικασία κατά του οφειλέτη. Απαιτήσεις που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας και δεν μπορούσαν να αναγγελθούν στην πτωχευτική διαδικασία μπορούν επίσης να εγερθούν κατά του οφειλέτη σύμφωνα με τη γενική διαδικασία. Σε αυτήν την περίπτωση, η περίοδος παραγραφής ξεκινά από την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας. Στον βαθμό που απαίτηση πιστωτή η οποία έγινε δεκτή στην πτωχευτική διαδικασία δεν ικανοποιήθηκε στην πτωχευτική διαδικασία, εκτελεστός τίτλος είναι η δικαστική απόφαση εκτός αν ο οφειλέτης έχει υποβάλει ένσταση κατά της απαίτησης ή αν το δικαστήριο έκανε δεκτή την απαίτηση του πιστωτή.

Δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αναδιοργάνωσης

Εάν η διαδικασία αναδιοργάνωσης περατωθεί όταν λήξει η προθεσμία για την υλοποίηση σχεδίου αναδιοργάνωσης, πιστωτής μπορεί να επιδιώξει την ικανοποίηση απαίτησης η οποία αναδιαρθρώθηκε βάσει του σχεδίου αναδιοργάνωσης μόνο στον βαθμό που υπήρξε συμφωνία σχετικά με αυτήν στο σχέδιο αναδιοργάνωσης αλλά δεν εκπληρώθηκε σύμφωνα με το σχέδιο αναδιοργάνωσης.

Αν το σχέδιο αναδιοργάνωσης ακυρωθεί ή τερματιστεί πρόωρα, παύουν να υφίστανται αναδρομικά οι συνέπειες της έναρξης της διαδικασίας αναδιοργάνωσης. Το δικαίωμα διεκδίκησης απαίτησης πιστωτή του οποίου η απαίτηση αναδιαρθρώθηκε βάσει του σχεδίου αναδιοργάνωσης αποκαθίσταται στο αρχικό ποσό κατά της επιχείρησης. Πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη τα κέρδη του πιστωτή κατά το χρονικό διάστημα υλοποίησης του σχεδίου αναδιοργάνωσης.

Δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους

Μετά τη λήξη της προθεσμίας για την υλοποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης, πιστωτής μπορεί να επιδιώξει την ικανοποίηση απαίτησης η οποία αναδιαρθρώθηκε βάσει του σχεδίου μόνο στον βαθμό που υπήρξε συμφωνία σχετικά με αυτήν στο σχέδιο αλλά δεν εκπληρώθηκε. Εάν το σχέδιο ακυρωθεί, το δικαίωμα διεκδίκησης απαίτησης του πιστωτή του οποίου η απαίτηση αναδιαρθρώθηκε βάσει του σχεδίου αναδιάρθρωσης αποκαθίσταται κατά του οφειλέτη στο αρχικό ποσό. Πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη τα κέρδη του πιστωτή κατά το χρονικό διάστημα υλοποίησης του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Πτωχευτική διαδικασία

Εάν η αίτηση πτώχευσης γίνει δεκτή ή εάν η πτωχευτική διαδικασία περατωθεί με πτωχευτικό συμβιβασμό, το κόστος της πτωχευτικής διαδικασίας καλύπτεται από την πτωχευτική περιουσία. Αν το δικαστήριο απορρίψει αίτηση πτώχευσης πιστωτή ή αν η διαδικασία περατωθεί επειδή ο πιστωτής ανακαλέσει την αίτηση πτώχευσης, το κόστος της πτωχευτικής διαδικασίας επιβαρύνει τον πιστωτή. Σε περίπτωση ματαίωσης της πτωχευτικής διαδικασίας, το δικαστήριο αποφασίζει για τον επιμερισμό των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας ανάλογα με τις συνθήκες.

Εάν διαδικασία που ξεκίνησε μετά από αίτηση του οφειλέτη περατωθεί με ματαίωση χωρίς να κηρυχθεί πτώχευση και τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν επαρκούν για τις απαιτούμενες πληρωμές, το δικαστήριο διατάσσει τον οφειλέτη να καταβάλει την αμοιβή και τα έξοδα που είναι επιλέξιμα για επιστροφή του προσωρινού συνδίκου, αλλά μπορεί να διατάξει την επιστροφή τους από κρατικούς πόρους. Κάθε επιστροφή της αμοιβής και των εξόδων του προσωρινού συνδίκου από κρατικούς πόρους δεν υπερβαίνει έναν ελάχιστο μηνιαίο μισθό (συμπεριλαμβανομένων των φόρων που προβλέπονται από τον νόμο, εκτός από τον φόρο προστιθέμενης αξίας). Το δικαστήριο δεν διατάσσει επιστροφή για την αμοιβή και τα έξοδα του προσωρινού συνδίκου από κρατικούς πόρους εάν ο οφειλέτης, πιστωτής ή τρίτο πρόσωπο έχει καταθέσει το ποσό που ορίστηκε από το δικαστήριο ως εγγύηση για την κάλυψη της αμοιβής και των εξόδων που είναι επιλέξιμα για επιστροφή του προσωρινού συνδίκου στον λογαριασμό ο οποίος έχει οριστεί για τον σκοπό αυτόν.

Σε περίπτωση αίτησης αφερεγγυότητας που υποβάλλεται από ή κατά οφειλέτη που είναι φυσικό πρόσωπο, εφαρμόζεται παρόμοια διαδικασία. Αντί για προσωρινό σύνδικο, διορίζεται επαγγελματίας εμπιστοσύνης για το φυσικό πρόσωπο.

Διαδικασία αναδιοργάνωσης

Εάν ξεκινήσει διαδικασία αναδιοργάνωσης, το δικαστήριο ορίζει προθεσμία εντός της οποίας η επιχείρηση πρέπει να καταθέσει το ποσό που καθορίζεται από το δικαστήριο ως εγγύηση για την κάλυψη της αρχικής αμοιβής και των αρχικών εξόδων του συμβούλου αναδιοργάνωσης στον λογαριασμό που ορίζεται για τον σκοπό αυτόν. Αν η επιχείρηση δεν καταβάλει αυτό το ποσό, το δικαστήριο περατώνει τη διαδικασία αναδιοργάνωσης. Το ποσό της αμοιβής και των εξόδων του συμβούλου αναδιοργάνωσης προς επιστροφή αποφασίζεται από το δικαστήριο μετά την απαλλαγή του συμβούλου αναδιοργάνωσης από τα καθήκοντά του ή την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης με βάση την έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες και τα έξοδα του συμβούλου αναδιοργάνωσης.

Αν το δικαστήριο ζητήσει τη συμβολή πραγματογνωμόνων στη διαδικασία αναδιοργάνωσης, οι πραγματογνώμονες έχουν δικαίωμα επιστροφής των αναγκαίων και δικαιολογημένων εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν κατά την εκτέλεση των υποχρεώσεών τους και δικαίωμα αμοιβής για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Το ποσό της αμοιβής και των εξόδων που πρέπει να επιστραφούν στον πραγματογνώμονα αποφασίζεται από το δικαστήριο. Κατά τον καθορισμό της αμοιβής του πραγματογνώμονα, το δικαστήριο μπορεί επίσης να ακούσει την επιχείρηση.

Διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους

Ο οφειλέτης επιβαρύνεται με τα έξοδα της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους. Τα διαδικαστικά έξοδα των πιστωτών επιβαρύνουν τους ίδιους τους πιστωτές. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τον οφειλέτη να καταβάλει τα διαδικαστικά έξοδα των πιστωτών αν ο οφειλέτης υπέβαλε εν γνώσει του αβάσιμη αίτηση αναδιάρθρωσης χρέους ή αν ο οφειλέτης έγινε αιτία να υποβληθούν οι πιστωτές σε διαδικαστικά έξοδα υποβάλλοντας εν γνώσει του ψευδείς πληροφορίες ή υποβάλλοντας εν γνώσει του αβάσιμη αίτηση ή ένσταση με διαφορετικό τρόπο. Αν το σχέδιο αναδιάρθρωσης χρέους υλοποιηθεί, ο οφειλέτης δεν είναι υποχρεωμένος να επιστρέψει τα έξοδα της διαδικαστικής συνδρομής που παρασχέθηκε από το Δημόσιο. Εάν ξεκινήσει διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους, το δικαστήριο καθορίζει το ποσό που πρέπει να καταθέσει ο οφειλέτης ως εγγύηση για την κάλυψη της αμοιβής και των εξόδων του επαγγελματία εμπιστοσύνης στον λογαριασμό που ορίζεται για τον σκοπό αυτόν. Εάν το δικαστήριο διορίσει πραγματογνώμονα, μπορεί επίσης να καθορίσει το ποσό που πρέπει να καταθέσει εκ των προτέρων ο οφειλέτης για την πληρωμή της αμοιβής και των εξόδων του πραγματογνώμονα.

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

Πτωχευτική διαδικασία

Με την κήρυξη της πτώχευσης, το δικαίωμα του οφειλέτη να διαχειρίζεται και να διαθέτει την πτωχευτική περιουσία μεταβιβάζεται στον σύνδικο πτώχευσης. Μετά την κήρυξη της πτώχευσης, κάθε διάθεση από τον οφειλέτη όσον αφορά αντικείμενα τα οποία αποτελούν μέρος της πτωχευτικής περιουσίας είναι άκυρη. Οφειλέτης που είναι φυσικό πρόσωπο δύναται να διαθέσει την πτωχευτική περιουσία με τη συγκατάθεση του συνδίκου. Τυχόν διάθεση περιουσιακών στοιχείων χωρίς τη συγκατάθεση του συνδίκου είναι άκυρη.

Το δικαστήριο ακυρώνει, μέσω διαδικασίας ανάκτησης, συναλλαγές ή άλλες δικαιοπραξίες του οφειλέτη οι οποίες συνάφθηκαν ή πραγματοποιήθηκαν πριν από την κήρυξη της πτώχευσης και προκαλούν βλάβη στα συμφέροντα των πιστωτών. Εάν έχει συναφθεί συναλλαγή που υπόκειται σε ανάκτηση ή έχει πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε άλλη δικαιοπραξία που υπόκειται σε ανάκτηση κατά το χρονικό διάστημα από τον διορισμό προσωρινού συνδίκου ή επαγγελματία εμπιστοσύνης έως την κήρυξη της πτώχευσης, η συναλλαγή ή άλλη δικαιοπραξία θεωρείται ότι έχει βλάψει τα συμφέροντα των πιστωτών.

Ο οφειλέτης, πιστωτής ή ο σύνδικος μπορεί να ζητήσουν από το δικαστήριο ακύρωση απόφασης της γενικής συνέλευσης των πιστωτών εάν η απόφαση είναι αντίθετη με τον νόμο ή λήφθηκε κατά παράβαση της διαδικασίας που προβλέπεται από τον νόμο ή αν το δικαίωμα προσφυγής κατά της απόφασης προβλέπεται ρητώς από τον νόμο. Μπορεί επίσης να ζητηθεί ακύρωση απόφασης της γενικής συνέλευσης των πιστωτών εάν η απόφαση προκαλεί βλάβη στα κοινά συμφέροντα των πιστωτών.

Αν έχει ξεκινήσει διαδικασία για την απαλλαγή οφειλέτη ο οποίος είναι φυσικό πρόσωπο από τις υποχρεώσεις του, το δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αιτήματος πιστωτή, να ακυρώσει τη δικαστική απόφαση που απαλλάσσει τον οφειλέτη από τις υποχρεώσεις του οι οποίες δεν εκπληρώθηκαν κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας εντός ενός έτους από την έκδοση της δικαστικής απόφασης, εάν καταστεί προφανές ότι ο οφειλέτης έχει αθετήσει εκ προθέσεως τις υποχρεώσεις του κατά τη διάρκεια της διαδικασίας για την απαλλαγή του οφειλέτη από τις υποχρεώσεις του και, με αυτόν τον τρόπο, έχει εμποδίσει ουσιαστικά την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών.

Αν ο οφειλέτης και οι πιστωτές συμφωνήσουν να συνάψουν πτωχευτικό συμβιβασμό μετά την κήρυξη της πτώχευσης, το δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει τον πτωχευτικό συμβιβασμό αν ο οφειλέτης έχει καταδικαστεί για αδίκημα σχετικό με πτώχευση ή για ποινικό αδίκημα σε σχέση με διαδικασία εκτέλεσης ή αν καταστεί προφανές, αφού παρέλθει τουλάχιστον το ήμισυ της διάρκειας ισχύος του πτωχευτικού συμβιβασμού, ότι ο οφειλέτης αδυνατεί να εκπληρώσει τους όρους του πτωχευτικού συμβιβασμού. Η ακύρωση του πτωχευτικού συμβιβασμού έχει συνέπειες για όλους τους πιστωτές που συμμετείχαν στον συμβιβασμό και, συνεπώς, προστατεύει το σύνολο των πιστωτών.

Διαδικασία αναδιοργάνωσης

Το δικαστήριο ακυρώνει το σχέδιο αναδιοργάνωσης εάν η επιχείρηση έχει καταδικαστεί για αδίκημα σχετικό με πτώχευση ή ποινικό αδίκημα που σχετίζεται με διαδικασία εκτέλεσης μετά την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης, η επιχείρηση αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από το σχέδιο αναδιοργάνωσης σε σημαντικό βαθμό, εάν είναι προφανές, όταν έχει παρέλθει τουλάχιστον το ήμισυ της διάρκειας ισχύος του σχεδίου αναδιοργάνωσης, ότι η επιχείρηση αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που ανέλαβε στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιοργάνωσης, βάσει αίτησης του συμβούλου αναδιοργάνωσης εάν δεν καταβληθεί η αμοιβή εποπτείας ή η επιχείρηση δεν παρέχει συνδρομή στον σύμβουλο αναδιοργάνωσης κατά την εκπλήρωση της υποχρέωσης εποπτείας ή δεν παρέχει στον σύμβουλο αναδιοργάνωσης τις πληροφορίες που αυτός ζητά για την άσκηση εποπτείας ή βάσει αίτησης της επιχείρησης ή εάν η επιχείρηση κηρυχθεί σε πτώχευση. Το δικαίωμα διεκδίκησης απαίτησης πιστωτή του οποίου η απαίτηση αναδιαρθρώθηκε βάσει του σχεδίου αναδιοργάνωσης αποκαθίσταται στο αρχικό ποσό κατά της επιχείρησης, ενώ πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη τα κέρδη του πιστωτή κατά το χρονικό διάστημα υλοποίησης του σχεδίου αναδιοργάνωσης.

Διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους

Το δικαστήριο ακυρώνει το σχέδιο αναδιάρθρωσης βάσει αίτησης του οφειλέτη ή εάν ο οφειλέτης κηρυχθεί σε πτώχευση ή εάν ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει σε σημαντικό βαθμό τις υποχρεώσεις του στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιάρθρωσης, εάν είναι προφανές, όταν έχει παρέλθει τουλάχιστον το ήμισυ της διάρκειας ισχύος του σχεδίου αναδιάρθρωσης, ότι ο οφειλέτης αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που ανέλαβε βάσει αυτού, ο οφειλέτης δεν έχει προβλήματα φερεγγυότητας ή τα έχει αντιμετωπίσει και η αναδιάρθρωση των απαιτήσεων των πιστωτών δεν είναι πλέον δίκαιη για τους πιστωτές λόγω ουσιαστικής μεταβολής των περιστάσεων, εάν ο οφειλέτης, εκ προθέσεως ή λόγω βαριάς αμέλειας, έχει υποβάλει ουσιωδώς ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία, το εισόδημα, τους πιστωτές ή τις υποχρεώσεις του, ο οφειλέτης έχει πραγματοποιήσει πληρωμές σε πιστωτές που δεν αναφέρονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης, ζημιώνοντας έτσι τα συμφέροντα των άλλων πιστωτών σε σημαντικό βαθμό, ο οφειλέτης δεν παρέχει συνδρομή στο δικαστήριο ή στον σύμβουλο κατά την εκτέλεση της υποχρέωσης εποπτείας ή δεν παρέχει τις πληροφορίες που απαιτούνται για την άσκηση της εποπτείας ή εάν ο οφειλέτης δεν καταβάλει το ποσό που έχει καθοριστεί από το δικαστήριο ως εγγύηση. Το δικαίωμα διεκδίκησης απαίτησης πιστωτή του οποίου η απαίτηση αναδιαρθρώθηκε βάσει του σχεδίου αναδιάρθρωσης αποκαθίσταται στο αρχικό ποσό κατά του οφειλέτη. Πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη τα κέρδη του πιστωτή κατά το χρονικό διάστημα υλοποίησης του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

Τελευταία επικαιροποίηση: 24/08/2023

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Η πρωτότυπη γλωσσική έκδοση αγγλικά αυτής της σελίδας τροποποιήθηκε πρόσφατα. Η γλωσσική έκδοση που βλέπετε τώρα βρίσκεται στο στάδιο της μετάφρασης.

Αφερεγγυότητα/πτώχευση - Ιρλανδία

Η αφερεγγυότητα των φυσικών προσώπων στην Ιρλανδία διέπεται από τον πτωχευτικό νόμο του 1988 (Bankruptcy Act 1988) (όπως έχει τροποποιηθεί) και από τους νόμους για την αφερεγγυότητα των φυσικών προσώπων του 2012 έως 2015 (Personal Insolvency Acts 2012-2015) (συνολικά ο «νόμος PI»). Ο νόμος PI προβλέπει τρεις μεθόδους διευθέτησης χρεών και θεσπίζει τροποποιήσεις της πτωχευτικής νομοθεσίας.

Όλες οι διαδικασίες αφερεγγυότητας φυσικών προσώπων, συμπεριλαμβανομένης της πτώχευσης, τίθενται υπό τη διαχείριση της Υπηρεσίας Αφερεγγυότητας της Ιρλανδίας (Insolvency Service of Ireland — «ISI»), η οποία είναι ανεξάρτητος θεσμοθετημένος φορέας, που συστάθηκε το 2013 και λειτουργεί υπό την αιγίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Ισότητας.

Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας φυσικών προσώπων, οι οποίες διέπονται από τον νόμο PI, περιλαμβάνονται οι ακόλουθες τρεις ρυθμίσεις:

  1. Η διαδικασία της πράξης απαλλαγής από χρέη (Debt Relief Notice — «DRN»): για πρόσωπα χωρίς ουσιώδη περιουσία και με πολύ χαμηλό εισόδημα τα οποία βαρύνονται με χρέη ύψους έως 35 000 EUR.
  2. Η διαδικασία της ρύθμισης χρεών (Debt Settlement Arrangement — «DSA»): για τη ρύθμιση, βάσει συμφωνίας, μη εξασφαλισμένων χρεών, απεριόριστου ύψους, σε βάθος περιόδου έως πέντε ετών (η οποία μπορεί να επεκταθεί στα έξι έτη υπό ορισμένες προϋποθέσεις).
  3. Η διαδικασία της ρύθμισης της αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου (Personal Insolvency Arrangement — «PIA»): για τη ρύθμιση ή την αναδιάρθρωση, βάσει συμφωνίας, εξασφαλισμένων χρεών ύψους έως 3 εκατ. EUR (ποσό που μπορεί να αυξηθεί με συμφωνία των πιστωτών) και μη εξασφαλισμένων χρεών απεριόριστου ύψους, σε βάθος περιόδου έως έξι ετών (η οποία μπορεί να επεκταθεί στα επτά έτη υπό ορισμένες προϋποθέσεις).

Τόσο η DSA και η PIA ακολουθούν μια διαδικασία τριών σταδίων:

Στάδιο 1: Το αρμόδιο δικαστήριο εκδίδει πιστοποιητικό προστασίας (Protective Certificate —«PC»), το οποίο, από την έκδοσή του, απαγορεύει σε ορισμένους κατονομαζόμενους ή «προσδιοριζόμενους» πιστωτές να λάβουν καταδιωκτικά μέτρα ή να ασκήσουν ένδικα βοηθήματα, συμπεριλαμβανομένης της υποβολής αίτησης πτώχευσης, σε βάρος του οφειλέτη για την είσπραξη των απαιτήσεών τους. Μετά την έκδοσή του από το αρμόδιο δικαστήριο, το πιστοποιητικό προστασίας ισχύει για 70 ημέρες, αλλά η ισχύς του μπορεί να παραταθεί για 40 επιπλέον ημέρες αν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι [i].

Στάδιο 2: Το στάδιο αυτό περιλαμβάνει τη διαπραγμάτευση μεταξύ ενός συνδίκου διαδικασιών αφερεγγυότητας φυσικών προσώπων (Personal Insolvency Practitioner — «PIP»), που ενεργεί για λογαριασμό του οφειλέτη, και των προσδιοριζόμενων πιστωτών, και την έγκριση της πρότασης με ψηφοφορία σε τακτική συνέλευση των πιστωτών. Πρόσφατη νομοθετική διάταξη προβλέπει, αποκλειστικά για τη διαδικασία της PIA, δυνατότητα του οφειλέτη να ζητήσει δικαστική επανεξέταση της πρότασης αν οι πιστωτές απέρριψαν την πρόταση PIA στη συνέλευση των πιστωτών [ii].

Στάδιο 3: Εφαρμογή των ρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένων περιοδικών διανομών προς τους πιστωτές από τον PIP και, στο μέτρο που απαιτείται, ετήσιων επανεξετάσεων από τον PIP.

Οφειλέτης μπορεί να υπαχθεί σε διαδικασία DRN, DSA ή PIA μόνο μία φορά.

Η πτώχευση αποτελεί επιλογή για τους οφειλέτες οι οποίοι, λόγω των περιστάσεών τους, δεν πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας για τις προαναφερθείσες τρεις λύσεις για τα χρέη τους ή οι οποίοι υπήχθησαν κατά το παρελθόν σε κάποια από τις εν λόγω λύσεις, αλλά η ρύθμιση στην οποία κατέληξαν με τους πιστωτές τους αποδείχθηκε μη βιώσιμη.

Αν ένα φυσικό πρόσωπο έχει καταδείξει ότι η οικονομική του κατάσταση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με ρύθμιση αφερεγγυότητας και διαθέτει επιστολή PIP που το βεβαιώνει, μπορεί να υποβάλει αίτηση στο Ανώτερο Δικαστήριο (High Court) για να κηρυχθεί σε πτώχευση. Συναφώς, το οικείο πρόσωπο πρέπει να υποβάλει αίτηση για την έκδοση διαταγής πτώχευσης (Order of Adjudication) στο Γραφείο του Εξεταστή του Ανώτερου Δικαστηρίου (Examiner’s Office of the High Court) και να καταβάλει τέλος κατάθεσης ύψους 200 EUR. Οι αιτούντες εξετάζονται προφορικά ενώπιον του Ανώτερου Δικαστηρίου, ενώ, αφότου ορισμένο φυσικό πρόσωπο κηρυχθεί σε πτώχευση, υποχρεούται από τον νόμο να συμμορφώνεται προς τις εντολές του επίσημου συνδίκου της πτώχευσης (Official Assignee in Bankruptcy) και του γραφείου του (δηλ. του Τμήματος Πτωχεύσεων της ISI), που έχουν την αρμοδιότητα διαχείρισης της πτωχευτικής περιουσίας.

Αφότου ένας οφειλέτης κηρυχθεί σε πτώχευση, τα μη εξασφαλισμένα χρέη του αποσβέννυνται πλήρως, ωστόσο όλα τα περιουσιακά του στοιχεία περιέρχονται στην κυριότητα του επίσημου συνδίκου της πτώχευσης, ο οποίος είναι ο διορισμένος από το Ανώτερο Δικαστήριο διαχειριστής της πτωχευτικής περιουσίας.

Πτωχευτική διαδικασία μπορεί να κινηθεί με τους ακόλουθους δύο τρόπους:

  1. Από αιτούντα πιστωτή, ο οποίος πρέπει να υποβάλει αίτηση στο Ανώτερο Δικαστήριο ζητώντας να κηρυχθεί σε πτώχευση φυσικό πρόσωπο το οποίο βαρύνεται με χρέη έναντί του, και να αποδείξει ότι αποτελεί πιστωτή του καθ’ ου φυσικού προσώπου και ότι το εν λόγω φυσικό πρόσωπο δεν έχει καταβάλει ικανοποιητικές προσπάθειες για την τακτοποίηση των χρεών του.
  2. Από το ίδιο το φυσικό πρόσωπο-οφειλέτη, περίπτωση που καλείται «αυτόβουλη πτώχευση» (Self-Adjudicating bankruptcy).

Ο πτωχεύσας αποκαθίσταται αυτόματα κατά την πρώτη επέτειο της κήρυξής του σε πτώχευση, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει εκδοθεί σε βάρος του διαταγή παράτασης της πτώχευσης (εκδίδεται από τον επίσημο σύνδικο σε περίπτωση μη συμμόρφωσης).

Ο νόμος PI δημιουργεί ένα νέο ρυθμιζόμενο από την ISI επάγγελμα, τα μέλη του οποίου χωρίζονται σε δύο κατηγορίες:

1. Εγκεκριμένοι διαμεσολαβητές (Approved Intermediaries — «AI»): φυσικά ή νομικά πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από την ISI να παρέχουν υπηρεσίες υποστήριξης οφειλετών που επιθυμούν να υποβάλουν αίτηση για DRN.

2. Σύνδικοι διαδικασιών αφερεγγυότητας φυσικών προσώπων (Personal Insolvency Practitioners — «PIP»): φυσικά πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από την ISI να ενεργούν ως σύνδεσμος μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών του προς τον σκοπό της επίτευξης συμφωνίας DSA ή PIA. Οι PIP υποχρεούνται εκ του νόμου να ενεργούν σε συμμόρφωση προς τον νόμο PI και τους συναφείς κανονισμούς [iii].

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Στην Ιρλανδία, τα φυσικά πρόσωπα (συμπεριλαμβανομένων των προσωπικών εταιρειών) κινούν διαδικασίες αφερεγγυότητας φυσικών προσώπων μέσω των διαδικασιών που ορίζονται στον νόμο PI. Οι πιστωτές μπορούν να κινήσουν διαδικασία πτώχευσης κατά οφειλέτη ή οφειλέτης μπορεί να υποβάλει αυτοβούλως αίτηση για να κηρυχθεί σε πτώχευση.

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

Διαδικασίες αφερεγγυότητας

Πρωταρχική προϋπόθεση για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου είναι να είναι ο οφειλέτης αφερέγγυος, δηλαδή να μην είναι σε θέση να εξοφλεί τις οφειλές του καθώς καθίστανται απαιτητές.  Κατόπιν τούτου, η φύση και η έκταση των οφειλών και το εισόδημα του οφειλέτη καθορίζουν ποιο από τα τρία είδη ρύθμισης αρμόζει.

Προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα φυσικά πρόσωπα που εντάσσονται σε ρύθμιση αφερεγγυότητας μπορούν να διατηρήσουν ένα εύλογο βιοτικό επίπεδο, η ISI έχει εκδώσει σχετικές κατευθυντήριες γραμμές (κατόπιν εκτεταμένων διαβουλεύσεων) με τίτλο «Εύλογες δαπάνες διαβίωσης» (Reasonable Living Expenses — «RLE»). Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, πέραν του ότι διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα της ρύθμισης αφερεγγυότητας, συμβάλλουν επίσης στη διασφάλιση του νόμιμου δικαιώματος του οφειλέτη σε ένα εύλογο βιοτικό επίπεδο, εξασφαλίζοντας μια δίκαιη και διαφανή μέθοδο τυποποίησης των καθημερινών δαπανών διαβίωσης για τους οφειλέτες που βρίσκονται σε οικονομική δυσπραγία. Οι εύλογες δαπάνες διαβίωσης του οφειλέτη, με βάση το υπόδειγμα που έχει καταρτίσει η ISI, υπολογίζονται από τον AI ή τον PIP κατά την υποβολή της αίτησης για τη ρύθμιση αφερεγγυότητας.

1. Πράξη απαλλαγής από χρέη (Debt Relief Notice — «DRN»)

Για να μπορεί να υποβάλει αίτηση για DRN, ο οφειλέτης πρέπει:

  • να αδυνατεί να εξοφλεί ολοσχερώς τις οφειλές του καθώς καθίστανται απαιτητές
  • να έχει καθαρό μηνιαίο διαθέσιμο εισόδημα 60 EUR ή χαμηλότερο μετά την αφαίρεση των εύλογων δαπανών διαβίωσής του
  • να διαθέτει περιουσιακά στοιχεία αξίας 400 EUR ή χαμηλότερης. Ο οφειλέτης επιτρέπεται να διαθέτει επιπλέον:
    • ένα κόσμημα αξίας που δεν υπερβαίνει τα 750 EUR
    • ένα μηχανοκίνητο όχημα αξίας 2 000 EUR ή χαμηλότερης και
    • οικιακό εξοπλισμό ή εργαλεία, υπό τον όρο ότι η συνολική αξία τους δεν υπερβαίνει τις 6 000 EUR
  • να έχει την κατοικία του στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας ή να είχε, κατά το τελευταίο έτος, τη συνήθη διαμονή του ή επαγγελματική εγκατάσταση στην Ιρλανδία
  • να έχει συμπληρώσει και υπογράψει την προβλεπόμενη οικονομική δήλωση (Prescribed Financial Statement — «PFS») και να έχει υποβάλει υπεύθυνη δήλωση ότι είναι αληθής και ακριβής.

Τυπικά παραδείγματα χρεών που εντάσσονται σε DRN είναι τα χρέη από πιστωτικές κάρτες, τα χρέη από υπεραναλήψεις, τα χρέη από προσωπικά δάνεια, τα χρέη από δάνεια από συνεταιριστικούς πιστωτικούς οργανισμούς, τα χρέη από λογαριασμούς υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και τα χρέη από κάρτες καταστημάτων.

2. Ρύθμιση χρεών (Debt Settlement Arrangement — «DSA»):

Οφειλέτης είναι επιλέξιμος να ζητήσει DSA αν:

  • αδυνατεί να εξοφλεί ολοσχερώς τις οφειλές του καθώς καθίστανται απαιτητές
  • έχει έναν ή περισσότερους μη εξασφαλισμένους πιστωτές
  • έχει την κατοικία του στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας ή είχε, κατά το τελευταίο έτος, τη συνήθη διαμονή του ή επαγγελματική εγκατάσταση στην Ιρλανδία
  • έχει συμπληρώσει την προβλεπόμενη οικονομική δήλωση (Prescribed Financial Statement — «PFS») και έχει υποβάλει υπογεγραμμένη υπεύθυνη δήλωση ότι οι πληροφορίες που παρέχει είναι αληθείς και ακριβείς
  • έχει λάβει δήλωση από PIP με την οποία βεβαιώνεται ότι κατά την άποψη του PIP:
    • οι πληροφορίες που περιέχονται στην PFS είναι αληθείς και ακριβείς
    • ο οφειλέτης είναι επιλέξιμος να υποβάλει πρόταση για DSA
    • κατόπιν εξέτασης της PFS του οφειλέτη, ο οφειλέτης δεν είναι πιθανό να καταστεί φερέγγυος εντός των προσεχών 5 ετών
    • αν ο οφειλέτης συνάψει DSA, υπάρχει εύλογη προοπτική να καταστεί φερέγγυος εντός των προσεχών 5 ετών.

Επιπρόσθετα στα προαναφερθέντα στο πλαίσιο της DRN χρέη, συνήθη χρέη που υπάγονται σε DSA είναι χρέη από δάνεια και χρέη από προσωπικές εγγυήσεις.

3. Ρύθμιση της αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου (Personal Insolvency Arrangement — «PIA»):

Οφειλέτης είναι επιλέξιμος να ζητήσει PIA αν:

  • αδυνατεί να εξοφλεί ολοσχερώς τις οφειλές του καθώς καθίστανται απαιτητές
  • έχει οφειλές έναντι τουλάχιστον ενός εξασφαλισμένου πιστωτή ο οποίος διαθέτει την εν λόγω ασφάλεια επί ιρλανδικών υλικών ή άυλων περιουσιακών στοιχείων
  • έχει εξασφαλισμένες οφειλές ύψους χαμηλότερου των 3 εκατ. EUR (αν συναινεί το σύνολο των εξασφαλισμένων πιστωτών, το όριο αυτό μπορεί να αυξηθεί)
  • έχει συνεργαστεί στο πλαίσιο διαδικασίας καθυστερούμενων οφειλών ενυπόθηκων δανείων [π.χ. της διαδικασίας διακανονισμού καθυστερούμενων ενυπόθηκων δανείων (Mortgage Arrears Resolution Process — «MARP») που διαχειρίζεται η Κεντρική Τράπεζα της Ιρλανδίας] για διάστημα 6 μηνών με τον εξασφαλισμένο πιστωτή όσον αφορά την κύρια ιδιωτική κατοικία και —
    • το αποτέλεσμα ήταν ότι δεν συμφωνήθηκε καμία εναλλακτική ρύθμιση εξόφλησης, ή
    • ο εξασφαλισμένος πιστωτής επιβεβαίωσε ότι δεν θα αποδεχθεί τέτοια ρύθμιση, ή
    • ο οφειλέτης συνήψε εναλλακτική ρύθμιση εξόφλησης και προσπάθησε να τηρήσει την εν λόγω ρύθμιση, γεγονός το οποίο έχει επιβεβαιώσει ο PIP
  • έχει την κατοικία του στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας ή είχε, κατά το τελευταίο έτος, τη συνήθη διαμονή του ή επαγγελματική εγκατάσταση στην Ιρλανδία
  • έχει συμπληρώσει και υπογράψει την προβλεπόμενη οικονομική δήλωση (Prescribed Financial Statement — «PFS») και έχει υποβάλει υπεύθυνη δήλωση ότι είναι αληθής και ακριβής
  • έχει λάβει δήλωση από PIP με την οποία βεβαιώνεται ότι κατά την άποψη του PIP:
    • οι πληροφορίες που περιέχονται στην PFS είναι αληθείς και ακριβείς
    • ο οφειλέτης είναι επιλέξιμος να υποβάλει πρόταση για PIA
    • κατόπιν εξέτασης της PFS του οφειλέτη, ο οφειλέτης δεν είναι πιθανό να καταστεί φερέγγυος εντός των προσεχών 5 ετών
    • αν ο οφειλέτης συνάψει PIA, υπάρχει εύλογη προοπτική να καταστεί φερέγγυος εντός των προσεχών 5 ετών.

Επιπρόσθετα στα προαναφερθέντα στο πλαίσιο της DRN και της DSA χρέη, συνήθη χρέη που υπάγονται σε PIA είναι χρέη από στεγαστικά δάνεια για κύρια ιδιωτική κατοικία, χρέη από δάνεια για επενδύσεις σε ακίνητα και χρέη από ενυπόθηκα δάνεια για την αγορά ακινήτων προς εκμίσθωση.

Πτώχευση

Στην Ιρλανδία τα φυσικά πρόσωπα έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση για αυτόβουλη πτώχευση, δηλαδή μπορούν να υποβάλουν αίτηση στο Ανώτερο Δικαστήριο ζητώντας την κήρυξή τους σε πτώχευση. Οι όροι για την υποβολή τέτοιας αίτησης είναι:

  • το οικείο φυσικό πρόσωπο-οφειλέτης πρέπει να αδυνατεί να εξοφλεί τις οφειλές του καθώς καθίστανται απαιτητές
  • οι οφειλές του οφειλέτη πρέπει να υπερβαίνουν την αξία των περιουσιακών στοιχείων του κατά τουλάχιστον 20 000 EUR
  • ο οφειλέτης πρέπει να έχει καταβάλει εύλογη προσπάθεια για να ενταχθεί σε κάποια από τις διαδικασίες αφερεγγυότητας που αναφέρονται ανωτέρω για τον διακανονισμό των οφειλών του. Το γεγονός αυτό πρέπει να αποδεικνύεται ενώπιον των δικαστηρίων με επιστολή από PIP ή AI.

Οι πιστωτές μπορούν επίσης να υποβάλουν αίτηση για την έναρξη διαδικασίας πτώχευσης.  Αν την αίτηση πτώχευσης υποβάλλει πιστωτής, δεν πρέπει να έχει αρνηθεί χωρίς εύλογη αιτία να αποδεχθεί πρόταση για DSA ή για PIA.

Η αίτηση για την έκδοση διαταγής πτώχευσης υποβάλλεται υπό τη μορφή της «Petition», γεγονός που σημαίνει ότι ο αιτών υποχρεούται να υποβάλει στο Γραφείο του Εξεταστή του Ανώτερου Δικαστηρίου (Examiners Office of the High Court) διάφορα ζητούμενα από το Ανώτερο Δικαστήριο έγγραφα και ένορκες βεβαιώσεις. Αφού εκδοθεί, η διαταγή πτώχευσης παράγει αποτελέσματα από την ημερομηνία της έκδοσής της δεν παράγει αναδρομικά αποτελέσματα από την ημερομηνία της έκδοσης της αίτησης πτώχευσης, όπως ενδεχομένως συμβαίνει σε άλλες έννομες τάξεις.

Έως την έκδοση της διαταγής πτώχευσης, οι πιστωτές δεν διαθέτουν βάσει του πτωχευτικού νόμου κάποιο συγκεκριμένο ένδικο βοήθημα για τον διορισμό προσωρινού διαχειριστή — το άρθρο 23 του πτωχευτικού νόμου προβλέπει τη δυνατότητα σύλληψης του πτωχεύσαντος μετά την έκδοση της διαταγής πτώχευσης αν ο πτωχεύσας ετοιμάζεται να φύγει από τη χώρα προκειμένου να αποφύγει τις συνέπειες της πτώχευσης.

Ο οφειλέτης ή πιστωτής μπορεί να προβάλει αντιρρήσεις κατά της διαταγής πτώχευσης με την κατάθεση ενώπιον του Ανώτερου Δικαστηρίου σχετικού δικογράφου και ένορκων βεβαιώσεων που εκθέτουν τους λόγους των αντιρρήσεων.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Γενικός στόχος του νόμου PI είναι η προστασία, στο μέτρο του ευλόγως εφικτού, της κύριας ιδιωτικής κατοικίας του οφειλέτη και οι σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας έχουν διαμορφωθεί με γνώμονα τον στόχο αυτόν.

Περιουσιακά στοιχεία στο πλαίσιο των διαδικασιών αφερεγγυότητας

Στην περίπτωση DSA ή PIA, ο PIP κατά κανόνα δεν αποκτά την κατοχή ή την κυριότητα των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, αλλά ο PIP αναλαμβάνει τον έλεγχο της ροής εσόδων του οφειλέτη για τη διάρκεια της ρύθμισης και ικανοποιεί τις απαιτήσεις των πιστωτών από την εν λόγω ροή εσόδων με βάση τους όρους της ρύθμισης. Η ροή εσόδων που διατίθεται προς τον σκοπό αυτόν είναι αυτή που απομένει μετά την αφαίρεση των εύλογων δαπανών διαβίωσης, των πληρωμών μισθωμάτων ή δόσεων ενυπόθηκων δανείων και των άλλων πληρωμών για ειδική αιτία, π.χ. των ιατρικών εξόδων. Οι πληρωμές έναντι εξασφαλισμένων δανείων πραγματοποιούνται συνήθως απευθείας από τον οφειλέτη στον πιστωτή τους, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας τους.  Αν στο πλαίσιο της ρύθμισης προβλέπεται η πώληση κάποιου περιουσιακού στοιχείου, η πώληση πραγματοποιείται συνήθως απευθείας από τον οφειλέτη.

Περιουσιακά στοιχεία στο πλαίσιο πτώχευσης

Βάσει της πτωχευτικής νομοθεσίας, όλα τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στον πτωχεύσαντα κατά την ημερομηνία της κήρυξής του σε πτώχευση περιέρχονται αμέσως στον επίσημο σύνδικο της πτώχευσης (αυτό σημαίνει ότι ο επίσημος σύνδικος της πτώχευσης αποκτά κατά τον χρόνο αυτόν την κυριότητα όλων των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας). Για λόγους σαφήνειας, διευκρινίζεται ότι στα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνονται:

  • τα μετρητά
  • οι λογαριασμοί σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων των τρεχούμενων λογαριασμών, των λογαριασμών ταμιευτηρίου, των λογαριασμών επενδύσεων κ.λπ.
  • όλα τα γεωτεμάχια και κτίσματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που θεωρούνται οικογενειακή κατοικία
  • τα μηχανήματα, ο εξοπλισμός, τα επαγγελματικά εργαλεία, τα έπιπλα, τα είδη και οι συσκευές οικιακής χρήσης
  • όλα τα οχήματα
  • οι συντάξεις (με ορισμένες εξαιρέσεις), τα επενδυτικά προϊόντα, οι μετοχές και τα εταιρικά μερίδια
  • τα υφιστάμενα αποθέματα κάθε επιχείρησης που διατηρεί ο πτωχεύσας στο όνομά του ή στο πλαίσιο προσωπικής εταιρίας
  • οι απαιτήσεις έναντι τρίτων που διατηρεί ο πτωχεύσας.

Τα παραπάνω υπόκεινται σε εξαιρέσεις:

  • ο οφειλέτης μπορεί να διεκδικήσει εξαιρούμενα προσωπικά περιουσιακά στοιχεία αξίας έως 6 000 EUR και μπορεί να ζητήσει από το Ανώτερο Δικαστήριο αύξηση του ορίου αυτού
  • τα περιουσιακά στοιχεία που προέρχονται από την προσβολή προσωποπαγών δικαιωμάτων εξαιρούνται από την πτώχευση, καθώς δεν αποτελούν δικαιώματα τα οποία θα πρέπει να περιέλθουν στον διαχειριστή προς όφελος των πιστωτών, διότι είναι προσωποπαγή
  • ορισμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα (για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. τη σχετική νομοθεσία).

Ο πτωχεύσας υποχρεούται να ενημερώσει τον επίσημο σύνδικο για κάθε περιουσιακό στοιχείο που τυχόν αποκτήσει ενόσω τελεί σε πτώχευση, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο απέκτησε το περιουσιακό στοιχείο. Τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία περιέρχονται στον επίσημο σύνδικο, αν αυτός τα ζητήσει, και εισέρχονται στην πτωχευτική περιουσία.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

Διαδικασίες αφερεγγυότητας

Ο PIP, όταν προσλαμβάνεται από οφειλέτη, ενεργεί ως διαπραγματευτής μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών του. Οι PIP υποχρεούνται από τη νομοθεσία να ενεργούν προς το συμφέρον τόσο του οφειλέτη όσο και του πιστωτή ή των πιστωτών του και, ως εκ τούτου, υποχρεούνται να εκπονήσουν τη βέλτιστη δυνατή ρύθμιση για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της ρύθμισης αφερεγγυότητας.

Στον ρόλο και τα καθήκοντα του PIP συμπεριλαμβάνονται:

  • η συνεργασία με τον οφειλέτη που εξετάζει το ενδεχόμενο να υποβάλει πρόταση για ρύθμιση αφερεγγυότητας
  • η αποδοχή του διορισμού του ως διαχειριστή διαδικασίας αφερεγγυότητας
  • η εξέταση της προβλεπόμενης οικονομικής δήλωσης (Prescribed Financial Statement — «PFS») που έχει καταρτίσει ο οφειλέτης και η παροχή συμβουλών προς τον οφειλέτη σχετικά με τις επιλογές και την επιλεξιμότητά του να υποβάλει πρόταση για ρύθμιση χρεών ή για ρύθμιση της αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου
  • η επιβεβαίωση της ακρίβειας και της πληρότητας των οικονομικών πληροφοριών που του παρείχε ο οφειλέτης
  • η διατύπωση γνώμης, με βάση τα κριτήρια που ορίζονται στη νομοθεσία, σχετικά με το είδος της διαδικασίας αφερεγγυότητας (DSA ή PIA) που αρμόζει καλύτερα στην κατάσταση του οφειλέτη
  • η παροχή πληροφοριών σχετικά με τη διαδικασία που επελέγη, τις γενικές συνέπειες και το πιθανό κόστος της υπαγωγής σε ρύθμιση αφερεγγυότητας
  • η υποβολή, για λογαριασμό του οφειλέτη, αίτησης έκδοσης πιστοποιητικού προστασίας (Protective Certificate — «PC»)
  • η γνωστοποίηση σε όλους τους πιστωτές του πιστοποιητικού προστασίας και του διορισμού PIP, με συγκοινοποίηση αντιγράφου της PFS του οφειλέτη
  • η κατάρτιση πρότασης προς τους πιστωτές και η σύγκληση τακτικής συνέλευσης των πιστωτών για την εξέταση και ψηφοφορία επί της πρότασης
  • αν εγκριθεί η πρόταση, η γνωστοποίηση του αποτελέσματος στην ISI και σε όλους τους πιστωτές
  • αφού εγκριθεί από το δικαστήριο ή κατόπιν δικαστικής επανεξέτασης, η εκτέλεση των όρων της ρύθμισης, συμπεριλαμβανομένης της είσπραξης χρημάτων από τον οφειλέτη και της καταβολής τους στους πιστωτές καθ’ όλη τη διάρκεια της ρύθμισης
  • η παρακολούθηση της υλοποίησης της ρύθμισης καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της
  • η επανεξέταση της ρύθμισης σε ετήσια τουλάχιστον βάση.

Στο πλαίσιο των διαδικασιών αφερεγγυότητας, ο ρόλος του οφειλέτη είναι να συμμετέχει με έντιμο τρόπο στη διαδικασία, να συμφωνήσει στη ρύθμιση που διαπραγματεύτηκε ο PIP και να εκπληρώσει τους αναγκαίους όρους της ρύθμισης.

Πτώχευση

Από την κήρυξη της πτώχευσης, όλα τα περιουσιακά στοιχεία του πτωχεύσαντος περιέρχονται στον επίσημο σύνδικο της πτώχευσης (Official Assignee in Bankruptcy). Ο επίσημος σύνδικος της πτώχευσης είναι ανεξάρτητο, προβλεπόμενο από τον νόμο όργανο με ρόλο τη διαχείριση των πτωχευτικών περιουσιών και τη διοίκηση του Τμήματος Πτωχεύσεων (Bankruptcy Division) της ISI.

Στην Ιρλανδία, ιδιώτης-φυσικό πρόσωπο μπορεί να διοριστεί ως σύνδικος πτώχευσης σε αντικατάσταση του διορισμένου από το Ανώτερο Δικαστήριο επίσημου συνδίκου της πτώχευσης. Στην πράξη, ωστόσο, τέτοιοι διορισμοί είναι εξαιρετικά σπάνιοι. Ο πτωχευτικός νόμος δεν προβλέπει συγκεκριμένα προσόντα για τον εν λόγω διορισμό.

Οι εξουσίες του οφειλέτη στην πτώχευση περιορίζονται στη δυνατότητά του να προσβάλλει ενώπιον του Ανώτερου Δικαστηρίου ορισμένες αποφάσεις του επίσημου συνδίκου της πτώχευσης. Ο οφειλέτης υποχρεούται να συμμορφώνεται προς τα αιτήματα του γραφείου του επίσημου συνδίκου της πτώχευσης τα οποία σχετίζονται με τη διαχείριση της πτωχευτικής περιουσίας.

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Τόσο ο νόμος PI όσο και ο πτωχευτικός νόμος του 1988 (όπως έχει τροποποιηθεί) επιτρέπουν την πρόταση συμψηφισμών. Ειδικότερα, ορίζεται ότι, κατά τον προσδιορισμό της αξίας οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου ή ποσού οφειλής, κάθε χρεωστικό ή πιστωτικό υπόλοιπο (β) έναντι του ίδιου πιστωτή μπορεί να συμψηφισθεί με το αρχικό ποσό (α). Ως εκ τούτου, το εναπομένον υπόλοιπο θεωρείται η οφειλή ή το περιουσιακό στοιχείο, το οποίο μπορεί να οφείλεται στον οφειλέτη ή στον/στους πιστωτή/-ές του [iv].

Αν ο οφειλέτης τηρεί αποταμιεύσεις σε συνεταιριστικό πιστωτικό οργανισμό προς τον οποίο έχει επίσης οφειλές, ο συνεταιριστικός πιστωτικός οργανισμός συμψηφίζει τις εν λόγω αποταμιεύσεις με το ποσό που του οφείλει ο οφειλέτης [v].

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Διαδικασίες αφερεγγυότητας

Το πιστοποιητικό προστασίας απαγορεύει στους πιστωτές να λάβουν καταδιωκτικά μέτρα κατά τη διάρκεια ισχύος του.  Η τελική ρύθμιση θα καθορίσει τα συμφωνηθέντα όσον αφορά τις προϋφιστάμενες συμβάσεις.

Πτώχευση

Η πτώχευση δεν θίγει τα δικαιώματα των εξασφαλισμένων πιστωτών επί της ασφάλειάς τους, δηλαδή οι εξασφαλισμένοι πιστωτές διατηρούν όλα τα δικαιώματα που είχαν με βάση τους όρους της ασφάλειάς τους πριν από την πτώχευση — η μόνη διαφορά είναι ότι κύριος του περιουσιακού στοιχείου είναι πλέον ο επίσημος σύνδικος της πτώχευσης και όχι ο πτωχεύσας.

Ο επίσημος σύνδικος της πτώχευσης έχει καθήκον να ρευστοποιήσει (να πωλήσει ή να διαθέσει με άλλον τρόπο) όλα τα στοιχεία ενεργητικού της πτωχευτικής περιουσίας, προκειμένου να ικανοποιήσει, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, τις υποχρεώσεις της πτωχευτικής περιουσίας. Ως εκ τούτου, όλες οι αξιώσεις λόγω ευθύνης από σύμβαση κατά του οφειλέτη καθίστανται υποχρεώσεις της πτωχευτικής περιουσίας. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις συνεχίζει ο επίσημος σύνδικος της πτώχευσης την εκτέλεση συμβάσεων υπηρεσιών των οποίων ο πτωχεύσας αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος.

Αν ο επίσημος σύνδικος της πτώχευσης συνεχίσει την εκτέλεση σύμβασης, καθίσταται προσωπικά υπεύθυνος με δικαίωμα αποζημίωσης από τα κεφάλαια της πτωχευτικής περιουσίας [vi].

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

Διαδικασίες αφερεγγυότητας

DSA ή PIA: Το πρώτο βήμα οφειλέτη που επιδιώκει DSA/PIA είναι να υποβάλει αίτηση για πιστοποιητικό προστασίας από το αρμόδιο δικαστήριο. Το πιστοποιητικό αυτό, αν χορηγηθεί, απαγορεύει σε ορισμένους κατονομαζόμενους ή προσδιοριζόμενους πιστωτές, που αποτελούν το αντικείμενο του πιστοποιητικού προστασίας, να λάβουν οποιαδήποτε μέτρα κατά του οφειλέτη για την είσπραξη ή την αναγκαστική εκτέλεση των προσδιοριζόμενων οφειλών. Επί της ουσίας, στους πιστωτές απαγορεύεται:

  • η κίνηση οποιασδήποτε νομικής διαδικασίας σε σχέση με τις απαιτήσεις τους
  • η συνέχιση οποιασδήποτε νομικής διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών διαταγών, αποφάσεων κ.λπ., που είχε ξεκινήσει πριν από τη χορήγηση του πιστοποιητικού προστασίας δηλαδή, οι εν λόγω νομικές διαδικασίες θεωρείται ότι έχουν ανασταλεί για τη διάρκεια ισχύος του πιστοποιητικού προστασίας
  • η λήψη οποιουδήποτε μέτρου για την είσπραξη ή την εξασφάλιση της πληρωμής της απαίτησής τους
  • η επικοινωνία με τον οφειλέτη σχετικά με την απαίτησή τους, εκτός αν τους έχει ζητηθεί από τον οφειλέτη
  • η τροποποίηση ή η καταγγελία οποιασδήποτε σύμβασης με τον οφειλέτη, και
  • η κίνηση διαδικασίας πτώχευσης κατά του οφειλέτη.

Μόλις ο οφειλέτης υπαχθεί σε ρύθμιση, θα ισχύουν για τους πιστωτές κατά τη διάρκεια της ρύθμισης παρόμοιοι περιορισμοί εκτέλεσης με τους αναφερόμενους αμέσως παραπάνω.

DRN: Στην περίπτωση της DRN, αφότου αυτή χορηγηθεί από το αρμόδιο δικαστήριο, ισχύουν για τη διάρκεια της DRN τα ίδια μέτρα προστασίας που προαναφέρονται για τις περιπτώσεις των DSA και PIA.

Πτώχευση

Στο πλαίσιο της πτώχευσης, οι εξασφαλισμένοι και οι μη εξασφαλισμένοι πιστωτές τυγχάνουν διαφορετικής μεταχείρισης. Η μόνη επιλογή που έχουν οι μη εξασφαλισμένοι πιστωτές του πτωχεύσαντος για να εισπράξουν τις απαιτήσεις τους είναι να αναγγελθούν στην πτώχευση για το ποσό που τους οφείλεται. Οι μη εξασφαλισμένοι πιστωτές δεν μπορούν να κινήσουν νομικές διαδικασίες κατά του πτωχεύσαντος μετά την ημερομηνία της κήρυξής του σε πτώχευση. Η απαγόρευση αυτή αποτελεί άμεση και αυτόματη συνέπεια της διαταγής πτώχευσης που εκδίδει το Ανώτερο Δικαστήριο. Τα δικαιώματα των εξασφαλισμένων πιστωτών δεν θίγονται από την πτωχευτική διαδικασία.

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

Διαδικασίες αφερεγγυότητας

DSA, PIA, DRN:

Βλ. απάντηση στην ερώτηση 7.

Πτώχευση

Όπως συμβαίνει και με τα περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας, ο επίσημος σύνδικος της πτώχευσης υπεισέρχεται στη θέση του πτωχεύσαντος ως εναγόμενος σε κάθε εκκρεμή αγωγή που έχει ασκηθεί από πιστωτή κατά του πτωχεύσαντος. Ο επίσημος σύνδικος της πτώχευσης έχει τη δυνατότητα να αντιδικήσει, να επιλύσει τη διαφορά συμβιβαστικά ή να παραιτηθεί από τη δίκη. Αν ο επίσημος σύνδικος της πτώχευσης αντιδικήσει με επιτυχία, κάθε τυχόν ανταξίωση ή δαπάνη που θα του επιδικαστεί θα καταβληθεί στην πτωχευτική περιουσία προς όφελος όλων των πιστωτών. Αν η αγωγή γίνει δεκτή ή συναφθεί συμβιβασμός, το καταβλητέο στον ενάγοντα ποσό καθίσταται επαληθευμένη απαίτηση στο πλαίσιο της πτώχευσης.

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

Η ISI έχει καταρτίσει, με τη συμμετοχή των ενδιαφερόμενων μερών, ένα πρότυπο (υπόδειγμα) έγγραφο πρωτοκόλλου τόσο για τη DSA όσο και για την PIA. Το έγγραφο αυτό παραθέτει τις υποχρεώσεις τόσο των οφειλετών όσο και των πιστωτών κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της ρύθμισης. Δείγματα εγγράφων πρωτοκόλλου για τη DSA και για την PIA επισυνάπτονται στο παρόν έγγραφο.

Οι πιστωτές συμμετέχουν ως εξής:

1. Απόδειξη απαιτήσεων Στις περιπτώσεις DSA ή PIA, μετά τη χορήγηση από το δικαστήριο στον οφειλέτη πιστοποιητικού προστασίας, ο PIP πρέπει να επικοινωνήσει εγγράφως με τους οικείους πιστωτές για να τους ενημερώσει για τον διορισμό του και να τους καλέσει να προσκομίσουν αποδείξεις για τις απαιτήσεις τους και να δηλώσουν πώς θα πρέπει να αντιμετωπιστούν οι απαιτήσεις τους στο πλαίσιο των όρων της συμφωνίας.

Σε περίπτωση πτώχευσης, όλοι οι πιστωτές υποχρεούνται να αποδείξουν επίσημα τις απαιτήσεις τους πριν από οποιαδήποτε καταβολή μερίσματος προς αυτούς.

2. Ψηφοφορία: Όταν συγκαλείται συνέλευση των πιστωτών από PIP που ενεργεί για λογαριασμό οφειλέτη ο οποίος επιθυμεί να συνάψει DSA ή PIA, οι οικείοι πιστωτές έχουν δικαίωμα ψήφου επί των όρων της συμφωνίας, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν αποδείξει την απαίτησή τους.

3. Αντιρρήσεις: Πιστωτής μπορεί να προσφύγει με αντιρρήσεις ενώπιον των δικαστηρίων πριν από την έναρξη ισχύος των όρων της DSA ή της PIA. Οι σχετικοί ειδικοί όροι καθορίζονται στη νομοθεσία [vii].

4. Πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού: Οι πιστωτές έχουν δικαίωμα ψήφου επί της πρότασης πτωχευτικού συμβιβασμού που τυχόν έχει υποβάλει ο πτωχεύσας. Τέτοια πρόταση υποβάλλεται όταν ο πτωχεύσας επιθυμεί να καταλήξει σε συμβιβασμό με ορισμένους ή όλους τους πιστωτές του πριν από την πάροδο της περιόδου της πτώχευσης, προκειμένου να διατηρήσει το σύνολο των περιουσιακών του στοιχείων.

10 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Διαδικασίες αφερεγγυότητας

Όσον αφορά τις διαδικασίες της DSA και της PIA, οι απαιτήσεις δεν αναγγέλλονται επίσημα από τους πιστωτές κατά του οφειλέτη. Το πρώτο στάδιο της διαδικασίας συνίσταται στη συμπλήρωση της προβλεπόμενης οικονομικής δήλωσης (Prescribed Financial Statement — «PFS») του οφειλέτη. Η PFS απαριθμεί όλους τους πιστωτές και τα ποσά που οφείλονται σε κάθε πιστωτή, και συνιστά την πραγματική βάση επί της οποίας εκδίδεται πιστοποιητικό προστασίας.  Μετά την έκδοση του πιστοποιητικού προστασίας, ο PIP μπορεί να ζητήσει από τους πιστωτές να αποδείξουν τις απαιτήσεις τους ενόψει της προετοιμασίας ρύθμισης αφερεγγυότητας από τον PIP.  Αν πιστωτής δεν προσκομίσει αποδείξεις για την απαίτησή του αφότου κληθεί να το πράξει, υφίσταται επιπτώσεις όσον αφορά τα δικαιώματά του ψήφου επί της ρύθμισης και το μερίδιό του στη διανομή.

Όσον αφορά τις αιτήσεις για DRN, οι απαιτήσεις των πιστωτών δεν αναγγέλλονται επίσημα, αλλά ο AI μπορεί να ζητήσει από πιστωτή επιβεβαίωση ότι το ποσό που δήλωσε ο οφειλέτης ως απαιτητό είναι ορθό.

Απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την ημερομηνία της ρύθμισης δεν καλύπτονται από τη ρύθμιση.  Σε περίπτωση που προϋφιστάμενες οφειλές μεταβληθούν ποσοτικά, ενδέχεται να απαιτηθεί τροποποίηση της συνολικής ρύθμισης (π.χ. σε περίπτωση αποκρυστάλλωσης οφειλής που τελούσε υπό αίρεση).

Πτώχευση

Στην πτώχευση, το προφίλ της πτωχευτικής περιουσίας (το σύνολο του ενεργητικού και του παθητικού του πτωχεύσαντος) καταγράφεται σε δύο έντυπα, τα οποία ο πτωχεύσας υποχρεούται να συμπληρώσει και να υποβάλει στον επιθεωρητή πτωχεύσεων (Bankruptcy Inspector) κατά την ημέρα της κήρυξής του σε πτώχευση: τη δήλωση σχετικά με την κατάσταση της περιουσίας του (Statement of Affairs) και τη δήλωση προσωπικών στοιχείων (Statement of Personal Information). Όλες οι υποχρεώσεις, ανεξαρτήτως είδους, περιλαμβάνονται στην πτώχευση ως αναπόδεικτες απαιτήσεις, υπό την προϋπόθεση ότι γεννήθηκαν σε βάρος του οφειλέτη πριν από την ημερομηνία της κήρυξής του σε πτώχευση, δηλαδή πριν από την ημερομηνία της έναρξης της περιόδου της πτώχευσης. Απαιτήσεις που γεννώνται σε βάρος του πτωχεύσαντος μετά την ημερομηνία της κήρυξής του σε πτώχευση δεν μπορούν να συμπεριληφθούν ως απαιτήσεις στην πτωχευτική διαδικασία [viii].

11 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

Διαδικασίες αφερεγγυότητας

Μετά την έκδοση πιστοποιητικού προστασίας στις διαδικασίες αφερεγγυότητας της DSA και της PIA, στους προσδιοριζόμενους πιστωτές κοινοποιούνται η έκδοση του πιστοποιητικού προστασίας και αντίγραφο της PFS του οφειλέτη. Από τους πιστωτές μπορεί να ζητηθεί να προσκομίσουν αποδείξεις για τις απαιτήσεις τους, ενώ ερωτώνται και ποια μεταχείριση επιθυμούν για τις απαιτήσεις τους. Οι απαιτήσεις των πιστωτών αποδεικνύονται με τον ίδιο τρόπο που αποδεικνύονται οι οφειλές του πτωχεύσαντος βάσει του πτωχευτικού νόμου.

Αφότου πιστωτής αποδείξει την απαίτησή του, δικαιούται να συμμετάσχει στην ψηφοφορία της τακτικής συνέλευσης των πιστωτών που συγκαλείται για να εγκρίνει την πρόταση του οφειλέτη.  Αν πιστωτής δεν προσκομίσει επαρκείς αποδείξεις για την απαίτησή του, δεν μπορεί να συμμετάσχει στη συνέλευση των πιστωτών ή σε οποιαδήποτε πληρωμή μερίσματος που προβλέπεται στη ρύθμιση.

Πτώχευση

Το Τμήμα Πτωχεύσεων της ISI κοινοποιεί σε σειρά χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και κρατικών υπηρεσιών τα στοιχεία των φυσικών προσώπων που κηρύσσονται σε πτώχευση, την επομένη της ημέρας κήρυξής τους σε πτώχευση. Ανακοίνωση των εν λόγω πτωχεύσεων δημοσιεύεται επίσης στον ιστότοπο της ISI και στην Iris Oifigiul, η οποία είναι η επίσημη εφημερίδα του ιρλανδικού κράτους.

Σε όλους τους εξασφαλισμένους πιστωτές της πτωχευτικής περιουσίας γνωστοποιείται (εγγράφως ή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο) ότι έχουν προθεσμία τριάντα ημερών από την ημερομηνία της κήρυξης σε πτώχευση για να προσκομίσουν αποδείξεις για τις απαιτήσεις τους έναντι της πτωχευτικής περιουσίας. Οι αποδείξεις αυτές μπορεί να έχουν τη μορφή πράξεων σύστασης υποθήκης, τιμολογίων, εκκαθαριστικών καταστάσεων και λογαριασμών, ενώ, σε κάποιες περιπτώσεις, μπορεί να απαιτείται η υποβολή από πιστωτή ένορκης βεβαίωσης.

Πριν από την πληρωμή μερισμάτων προς τους πιστωτές πτωχευτικής περιουσίας, η ISI δημοσιοποιεί τις επικείμενες πληρωμές και τις υποθέσεις τις οποίες αφορούν. Στους πιστωτές (τόσο τους εξασφαλισμένους όσο και τους μη εξασφαλισμένους) παρέχεται εκ νέου προθεσμία τριάντα ημερών για την αναγγελία των απαιτήσεών τους στην ISI, αυτοί δε φέρουν το ίδιο βάρος απόδειξης.

Σε όλες τις περιπτώσεις, οι πιστωτές καλούνται από το Τμήμα Πτωχεύσεων της ISI να συμπληρώσουν τυποποιημένα έντυπα απόδειξης απαίτησης (Proof of Debt Forms), τα οποία είναι διαθέσιμα στον ιστότοπο της ISI.

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Προνομιούχες απαιτήσεις

Στις περιπτώσεις της ρύθμισης της αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου (Personal Insolvency Arrangement — «PIA») και της ρύθμισης χρεών (Debt Settlement Arrangement — «DSA»), οι προνομιούχες απαιτήσεις ικανοποιούνται σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας, ενώ στην περίπτωση της πτώχευσης οι προνομιούχες απαιτήσεις κατατάσσονται αμέσως μετά τα τέλη της πτωχευτικής διαδικασίας και τα έξοδα και τις δαπάνες στα οποία προέβη ο επίσημος σύνδικος της πτώχευσης για τη διαχείριση της πτωχευτικής περιουσίας. Απαιτήσεις που χαρακτηρίζονται προνομιούχες είναι:

  • οι απαιτήσεις για ορισμένα ποσά που οφείλονται στους Επιτρόπους Εσόδων (Revenue Commissioners), όπως για φόρο εισοδήματος, φόρο κεφαλαιουχικών κερδών, ΦΠΑ, παρακρατούμενο φόρο για εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες, εισφορές κοινωνικής ασφάλισης κ.λπ.
  • οι απαιτήσεις για ορισμένα τέλη τοπικής αυτοδιοίκησης που γεννήθηκαν κατά τους 12 μήνες πριν από την ημερομηνία της κήρυξης του οφειλέτη σε πτώχευση ή την ημερομηνία υπαγωγής του οφειλέτη σε ρύθμιση («ημερομηνία έναρξης»). Στα εν λόγω τέλη συμπεριλαμβάνονται τα τέλη και τα έξοδα που επιβάλλουν τα τοπικά συμβούλια
  • οι απαιτήσεις για μισθούς ή ημερομίσθια που οφείλονται σε εργαζομένους του οφειλέτη για τους 4 μήνες πριν από την ημερομηνία έναρξης
  • οι απαιτήσεις που αφορούν συνταξιοδοτικές παροχές, αποδοχές άδειας ή αποδοχές απουσίας λόγω ασθένειας που οφείλονται σε τέτοιους εργαζομένους [ix].

Εξασφαλισμένες απαιτήσεις

Στην περίπτωση PIA, ο εξασφαλισμένος πιστωτής δεσμεύεται από τους όρους της συμφωνίας. Στις συνήθεις περιπτώσεις PIA, ο εξασφαλισμένος δανειστής ικανοποιείται από το εισόδημα του οφειλέτη στον βαθμό που έχει συμφωνηθεί στη ρύθμιση. Το εναπομένον μηνιαίο εισόδημα του οφειλέτη, αν υπάρχει τέτοιο, μετά την αφαίρεση των εύλογων δαπανών διαβίωσης του οφειλέτη και της αμοιβής του PIP, διανέμεται στους μη εξασφαλισμένους πιστωτές του υπό τη μορφή μερίσματος.

Η πτώχευση δεν θίγει τα δικαιώματα των εξασφαλισμένων πιστωτών. Οι εν λόγω πιστωτές μπορούν να επιλέξουν μία από τις ακόλουθες τρεις επιλογές όσον αφορά τις εξασφαλισμένες απαιτήσεις τους:

  • να στηριχθούν στην ασφάλειά τους — αυτό σημαίνει ότι παραμένουν ουσιαστικά εκτός της διαδικασίας πτώχευσης
  • να ρευστοποιήσουν ή να αποτιμήσουν την αξία του περιουσιακού στοιχείου που αποτελεί το αντικείμενο της ασφάλειάς τους και να αναγγείλουν απαίτηση για το εναπομένον έλλειμμα (αν απομένει έλλειμμα) — ο πιστωτής υπολογίζει την εύλογη αγοραία αξία του περιουσιακού στοιχείου που αποτελεί το αντικείμενο της ασφάλειάς του και αφαιρεί την εν λόγω αξία από τη συνολική απαίτησή του. Το εναπομένον έλλειμμα (αν απομένει έλλειμμα) εντάσσεται στην πτωχευτική περιουσία ως μη εξασφαλισμένη απαίτηση. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, ο εξασφαλισμένος πιστωτής μπορεί να πωλήσει το σχετικό περιουσιακό στοιχείο
  • να παραιτηθούν από την ασφάλειά τους — ο εξασφαλισμένος πιστωτής έχει τη δυνατότητα να παραιτηθεί ολοσχερώς από την ασφάλειά του και να αναγγείλει την απαίτησή του έναντι της πτωχευτικής περιουσίας ως μη εξασφαλισμένη απαίτηση.

Μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις

Τόσο στην περίπτωση PIA όσο και στην περίπτωση DSA οι απαιτήσεις των μη εξασφαλισμένων πιστωτών διακανονίζονται βάσει των συμφωνηθέντων όρων της ρύθμισης. Στην περίπτωση DRN, αν οι συνθήκες του οικείου προσώπου βελτιωθούν κατά τη διάρκεια της περιόδου εποπτείας, υποχρεούται να ενημερώσει την ISI και, ανάλογα με το μέγεθος της βελτίωσης, μπορεί να κληθεί να καταβάλει μέρος των οφειλών του.

Οι απαιτήσεις των μη εξασφαλισμένων πιστωτών πτωχευτικής περιουσίας κατατάσσονται στην ίδια τάξη. Οι απαιτήσεις αυτές τακτοποιούνται με τη διανομή των κεφαλαίων που τυχόν απομένουν μετά την εξόφληση των τελών της πτωχευτικής διαδικασίας, των εξόδων του επίσημου συνδίκου της πτώχευσης και των προνομιούχων απαιτήσεων.

13 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

Διαδικασίες αφερεγγυότητας

Γενική προϋπόθεση για την ικανοποιητική περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι η εκπλήρωση από τον οφειλέτη των υποχρεώσεών του βάσει της ρύθμισης καθ’ όλη τη διάρκεια της ρύθμισης. Αφότου συμβεί αυτό, ο οφειλέτης απαλλάσσεται από τις μη εξασφαλισμένες οφειλές του.  Η κατάσταση ως προς τις εξασφαλισμένες οφειλές του εξαρτάται από τους ειδικούς όρους της ρύθμισης.

Αν ο οφειλέτης αθετήσει τους όρους της DRN, της DSA ή της PIA, αυτή μπορεί να καταγγελθεί. Αν ο οφειλέτης περιέλθει σε υπερημερία πληρωμών έξι μηνών, η συμφωνία θεωρείται ότι έχει αποτύχει. Σε κάθε περίπτωση, ο οφειλέτης υποχρεούται πλέον να καταβάλει το σύνολο των οφειλών του, συμπεριλαμβανομένων όλων των καθυστερούμενων ποσών κεφαλαίου, των επιβαρύνσεων και των τόκων που γεννήθηκαν κατά την περίοδο της μη πληρωμής των οφειλών αυτών.

Πτώχευση

Πτωχεύσας που εκπλήρωσε τους όρους της διαδικασίας πτώχευσης αποκαθίσταται αυτόματα με την πάροδο ενός έτους. Ο πτωχεύσας μπορεί, σε οποιοδήποτε στάδιο της περιόδου πτώχευσής του, να υποβάλει στους πιστωτές του πρόταση (πτωχευτικού συμβιβασμού) για τον διακανονισμό των απαιτήσεών τους. Προς τον σκοπό αυτόν, ο πτωχεύσας πρέπει να υποβάλει στο Ανώτερο Δικαστήριο αίτηση αναστολής της διαδικασίας πτώχευσης, ώστε να σταματήσει η περαιτέρω ρευστοποίηση στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας από τον επίσημο σύνδικο της πτώχευσης. Κατόπιν τούτου, ο πτωχεύσας μπορεί να καταθέσει στο Ανώτερο Δικαστήριο την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού προς τους πιστωτές του. Επί της πρότασης πτωχευτικού συμβιβασμού ψηφίζουν οι πιστωτές του πτωχεύσαντος αν τουλάχιστον το 60% των εν λόγω πιστωτών (κατά κεφαλές και κατά την αξία των απαιτήσεών τους) αποδεχθεί τους όρους της πρότασης, αυτή γίνεται δεκτή.

Η πληρωμή του ποσού που συμφωνήθηκε στο πλαίσιο της πρότασης πτωχευτικού συμβιβασμού μπορεί να προέλθει από αποδόσεις της πτωχευτικής περιουσίας ή από κεφάλαια του ίδιου του πτωχεύσαντος. Τυχόν έξοδα ή δαπάνες που ανέλαβε το γραφείο του επίσημου συνδίκου της πτώχευσης στο πλαίσιο της διαχείρισης της πτώχευσης, καθώς και τυχόν προνομιούχες απαιτήσεις πρέπει να εξοφληθούν. Μόλις ο επίσημος σύνδικος της πτώχευσης αποδεχθεί την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού που υποβάλλεται με τη μεσολάβηση του Ανώτερου Δικαστηρίου, επέρχεται αποκατάσταση του πτωχεύσαντος.

14 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Διαδικασίες αφερεγγυότητας

Μη εξασφαλισμένοι πιστωτές — άνευ αντικειμένου.

Εξασφαλισμένοι πιστωτές — η κατάσταση ως προς τις εξασφαλισμένες απαιτήσεις εξαρτάται από τους ειδικούς όρους της ρύθμισης.

Πτώχευση

Στην πτώχευση, οι πιστωτές δεν μπορούν, μετά την κήρυξη της πτώχευσης, να λάβουν καταδιωκτικά μέτρα σε βάρος του πτωχεύσαντος για προϋφιστάμενες οφειλές του (για οφειλές που δημιούργησε ο πτωχεύσας μετά την κήρυξή του σε πτώχευση μπορούν να ληφθούν καταδιωκτικά μέτρα κατά τα γενικώς ισχύοντα) αντιθέτως, πρέπει να απευθυνθούν απευθείας στον επίσημο σύνδικο της πτώχευσης. Μόλις ο πτωχεύσας αποκατασταθεί, γεγονός που επέρχεται με την πάροδο ενός έτους στην πλειονότητα των περιπτώσεων (περιστατικά μη συμμόρφωσης κ.λπ. μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα παράταση της περιόδου αυτής έως και κατά 15 έτη), όλες οι μη εξασφαλισμένες οφειλές (συμπεριλαμβανομένων των προνομιούχων) αποσβέννυνται. Οι απαιτήσεις των εξασφαλισμένων πιστωτών που έχουν επιλέξει να στηριχθούν στην ασφάλειά τους διατηρούνται και μετά την ημερομηνία της πτωχευτικής αποκατάστασης. Όσον αφορά τους εξασφαλισμένους πιστωτές, η πτωχευτική διαδικασία δεν θίγει τα δικαιώματά τους επί του περιουσιακού στοιχείου που αποτελεί το αντικείμενο της ασφάλειας.

Αν εξασφαλισμένος πιστωτής αποτίμησε την ασφάλειά του και ανήγγειλε στην πτώχευση την απαίτησή του για το εναπομένον έλλειμμα (ως μη εξασφαλισμένη απαίτηση), το τμήμα της εν λόγω απαίτησης που θα απομείνει μετά την καταβολή των τυχόν μερισμάτων θα αποσβεστεί με την πτωχευτική αποκατάσταση. Επισημαίνεται ότι, ακόμη και αν ένας εξασφαλισμένος πιστωτής ασκήσει μόνο την επιλογή του να στηριχθεί στην ασφάλειά του (και δεν αναγγελθεί για το έλλειμμα στην πτώχευση), δεν θα μπορεί να λάβει για το εν λόγω έλλειμμα καταδιωκτικά μέτρα σε βάρος του οφειλέτη μετά την αποκατάστασή του. Στο σενάριο αυτό, το καθαρό αποτέλεσμα που έχει η πτώχευση σε ένα εξασφαλισμένο δάνειο (ή ένα ενυπόθηκο δάνειο) είναι ότι το μέρος του δανείου που υπερβαίνει την αξία του συνδεδεμένου περιουσιακού στοιχείου (κατά την ημερομηνία της κήρυξης της πτώχευσης) αντιμετωπίζεται ως μη εξασφαλισμένη απαίτηση.

15 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Διαδικασίες αφερεγγυότητας

DSA ή PIA: Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, το κόστος της ρύθμισης βαρύνει γενικώς τους πιστωτές. Η αμοιβή του PIP, όπως συμφωνήθηκε με τους πιστωτές κατά την ψήφιση και την έγκριση της ρύθμισης ή όπως εγκρίθηκε μεταγενέστερα από το δικαστήριο κατόπιν επανεξέτασης, αφαιρείται από τα διαθέσιμα κεφάλαια του οφειλέτη. Αν πιστωτής προβάλει αντιρρήσεις κατά της έκδοσης πιστοποιητικού προστασίας ή κατά της ρύθμισης, οι σχετικές δαπάνες βαρύνουν γενικώς τον ίδιο [x].  Αν πιστωτής προβάλει αντιρρήσεις κατά προτεινόμενης PIA, ο πιστωτής μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να του επιδικαστεί η δαπάνη του σε περίπτωση νίκης του [xi]. Κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, το κόστος ακολουθεί την αιτία, δηλαδή το κόστος βαρύνει το μέρος του οποίου οι ενέργειες αποτελούν την αιτία γένεσης του κόστους.

DRN: Η διαδικασία της DRN δεν εμπεριέχει έξοδα.

Πτώχευση

Το κόστος της πτωχευτικής διαδικασίας βαρύνει τους πιστωτές, καθώς καταβάλλεται από τα διαθέσιμα κεφάλαια της πτωχευτικής περιουσίας.

16 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

Διαδικασίες αφερεγγυότητας

Ένας από τους όρους που πρέπει να πληροί ο οφειλέτης για να ενταχθεί σε διαδικασία αφερεγγυότητας είναι να έχει υποβάλει πλήρη και ακριβή δήλωση για την κατάσταση της περιουσίας του και να έχει υπογράψει υπεύθυνη δήλωση που να επιβεβαιώνει τις εν λόγω πληροφορίες. Εξάλλου, ο σύνδικος της διαδικασίας αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου (Personal Insolvency practitioner — «PIP») πρέπει να πειστεί ότι ο οφειλέτης είναι ειλικρινής και ότι του έχει γνωστοποιήσει πλήρως όλες τις συναφείς πληροφορίες σχετικά με την οικονομική του κατάσταση. Πιστωτής ή ο PIP, ή, μόνο στην περίπτωση DRN, η ISI, μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να διατάξει την παύση της διαδικασίας αφερεγγυότητας για ορισμένους λόγους που προβλέπονται στον νόμο PI, μεταξύ των οποίων:

  • ο οφειλέτης διαμόρφωσε μέσω της συμπεριφοράς του τις οικονομικές του υποθέσεις κατά τρόπο ώστε να καταστεί επιλέξιμος για ρύθμιση ή για DRN
  • δεν τηρήθηκαν διαδικαστικές απαιτήσεις που επιβάλλει ο νόμος
  • ανακρίβειες ή παραλείψεις στην προβλεπόμενη οικονομική δήλωση (Prescribed Financial Statement — «PFS») του οφειλέτη είχαν ή μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα ουσιώδη βλάβη του πιστωτή
  • ο οφειλέτης δεν πληροί τους όρους επιλεξιμότητας
  • ο οφειλέτης επιφύλαξε προνομιακή μεταχείριση σε τρίτο, μειώνοντας με τον τρόπο αυτόν το ποσό που είναι διαθέσιμο για την εξόφληση των χρεών του
  • ο οφειλέτης έχει διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα από τα προβλεπόμενα από τον νόμο για την αφερεγγυότητα των φυσικών προσώπων του 2012 (Personal Insolvency Act 2012) (όπως έχει τροποποιηθεί).

Οι πιστωτές δεν έχουν δικαίωμα να ζητήσουν την ακύρωση συναλλαγών ή μεταβιβάσεων περιουσιακών στοιχείων πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Ωστόσο, αν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο οφειλέτης έχει καταβάλει υπερβολικές εισφορές σε ταμείο συντάξεων, ο πιστωτής μπορεί να αξιώσει οικονομική αποκατάσταση ενώπιον των δικαστηρίων. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τον διαχειριστή του ταμείου να επιστρέψει ολοσχερώς το ποσό για να διανεμηθεί μεταξύ των πιστωτών που συμμετέχουν στη ρύθμιση.

Πτώχευση

Οι προγενέστερες μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων και πληρωμές στις οποίες προέβη ο πτωχεύσας προς πιστωτές ή άλλα πρόσωπα μπορούν να ακυρωθούν βάσει της πτωχευτικής νομοθεσίας. Στις συναλλαγές που υπόκεινται σε ακύρωση περιλαμβάνονται οι εξής:

  • ο πτωχεύσας κατέβαλε ποσό ή μεταβίβασε περιουσιακό στοιχείο σε πιστωτή κατά τρόπο που συνιστά προνομιακή μεταχείριση του εν λόγω πιστωτή έναντι των άλλων πιστωτών έναντι των οποίων έχει οφειλές. Ο επίσημος σύνδικος της πτώχευσης μπορεί να ζητήσει την ακύρωση των πληρωμών αυτού του είδους που πραγματοποιήθηκαν εντός των τριών ετών πριν από την ημερομηνία της κήρυξης του πτωχεύσαντος σε πτώχευση. Αν το αίτημα του επίσημου συνδίκου της πτώχευσης γίνει δεκτό, διατάσσεται η επιστροφή του σχετικού ποσού στην πτωχευτική περιουσία προς όφελος όλων των πιστωτών [xii]
  • ο πτωχεύσας δώρισε ή μεταβίβασε περιουσιακό στοιχείο σε τρίτο έναντι αντιτίμου χαμηλότερου της εύλογης αγοραίας αξίας του περιουσιακού στοιχείου. Βάσει αίτησης του επίσημου συνδίκου της πτώχευσης προς το Ανώτερο Δικαστήριο, οι μεταβιβάσεις αυτού του είδους που πραγματοποιήθηκαν εντός των τριών ετών πριν από την ημερομηνία της κήρυξης του πτωχεύσαντος σε πτώχευση μπορούν να ακυρωθούν και να διαταχθεί η καταβολή στην πτωχευτική περιουσία, προς όφελος όλων των πιστωτών, της διαφοράς μεταξύ του αντιτίμου και της εύλογης αγοραίας αξίας του περιουσιακού στοιχείου [xiii]
  • ο πτωχεύσας μεταβίβασε περιουσιακό στοιχείο ή πραγματοποίησε πληρωμή που μπορεί να θεωρηθεί «συναλλαγή αποφυγής», δηλαδή συναλλαγή στην οποία ο πτωχεύσας προέβη με την πρόθεση να αποφύγει τη συμπερίληψη του περιουσιακού στοιχείου ή του χρηματικού ποσού στην πτωχευτική περιουσία. Στις περιπτώσεις αυτές, κρίσιμες είναι δύο χρονικές περίοδοι:
    • οι συναλλαγές αυτού του είδους που πραγματοποιήθηκαν εντός των τριών ετών πριν από την ημερομηνία της κήρυξης του πτωχεύσαντος σε πτώχευση μπορούν να ακυρωθούν βάσει αίτησης του επίσημου συνδίκου της πτώχευσης προς το Ανώτερο Δικαστήριο, ενώ
    • οι συναλλαγές αυτού του είδους που πραγματοποιήθηκαν εντός των πέντε ετών πριν από την ημερομηνία της κήρυξης του πτωχεύσαντος σε πτώχευση μπορούν να ακυρωθούν υπό την προϋπόθεση ότι ο πτωχεύσας δεν αποδεικνύει ότι ήταν φερέγγυος κατά τον χρόνο της συναλλαγής [xiv].

Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, ο επίσημος σύνδικος της πτώχευσης πρέπει να αποδείξει με ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ανώτερου Δικαστηρίου ότι οι επίμαχες συναλλαγές πράγματι πραγματοποιήθηκαν υπό τις παραπάνω περιστάσεις, παρέχοντας βαθμό απόδειξης επαρκή για το Ανώτερο Δικαστήριο βάσει των όρων της νομοθεσίας επομένως, οι επίμαχες συναλλαγές θα πρέπει να θεωρηθούν βλαπτικές για τους πιστωτές της πτωχευτικής περιουσίας.


[i] Βλ. κεφάλαιο 3 άρθρα 59-64 (DSA) και κεφάλαιο 4 άρθρα 93-98 (PIA) του νόμου για την αφερεγγυότητα των φυσικών προσώπων του 2012 (Personal Insolvency Act 2012) (όπως έχει τροποποιηθεί) για τη νομοθεσία σχετικά με τα πιστοποιητικά προστασίας (Protective Certificates).

[ii] Άρθρο 115A του νόμου για την αφερεγγυότητα των φυσικών προσώπων του 2012 (Personal Insolvency Act 2012) (όπως έχει τροποποιηθεί).

[iii] Βλ. μέρος 5 του νόμου για την αφερεγγυότητα των φυσικών προσώπων του 2012 (Personal Insolvency Act 2012) για τη νομική βάση του ρόλου του συνδίκου διαδικασίας αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου (Personal Insolvency practitioner), και τους κανονισμούς του 2013 σχετικά με τον νόμο για την αφερεγγυότητα των φυσικών προσώπων του 2012 (Αδειοδότηση και εποπτεία των συνδίκων διαδικασιών αφερεγγυότητας φυσικών προσώπων) [Personal Insolvency Act 2012 (Authorisation and Supervision of Personal Insolvency Practitioners) Regulations 2013] (S.I. αριθ. 209 του 2013) για τα κριτήρια επάρκειας, τα κανονιστικά πρότυπα και τις απαιτήσεις αδειοδότησης.

[iv] Άρθρο 135 του νόμου για την αφερεγγυότητα των φυσικών προσώπων του 2012 (Personal Insolvency Act 2012) (όπως έχει τροποποιηθεί) και άρθρο 17 του πρώτου παραρτήματος του πτωχευτικού νόμου του 1988 (First Schedule of the Bankruptcy Act 1988) (όπως έχει τροποποιηθεί).

[v] Άρθρο 135 παράγραφος 2 του νόμου για την αφερεγγυότητα των φυσικών προσώπων του 2012 (Personal Insolvency Act 2012) (όπως έχει τροποποιηθεί).

[vi] Άρθρο 61 και άρθρο 136 του πτωχευτικού νόμου του 1988 (Bankruptcy Act 1988) (όπως έχει τροποποιηθεί).

[vii] Άρθρο 87 (DSA ) και άρθρο 120 (PIA) του νόμου για την αφερεγγυότητα των φυσικών προσώπων του 2012 (Personal Insolvency Act 2012) (όπως έχει τροποποιηθεί).

[viii] Άρθρο 75 του πτωχευτικού νόμου του 1988 (Bankruptcy Act 1988) (όπως έχει τροποποιηθεί).

[ix] Άρθρο 81 και άρθρο 101 του πτωχευτικού νόμου του 1988 (Bankruptcy Act 1988) (όπως έχει τροποποιηθεί).

[x] Άρθρο 97 του νόμου για την αφερεγγυότητα των φυσικών προσώπων του 2012 (Personal Insolvency Act 2012) (όπως έχει τροποποιηθεί).

[xi] Άρθρο 115 παράγραφος 1 στοιχείο α) του νόμου για την αφερεγγυότητα των φυσικών προσώπων του 2012 (Personal Insolvency Act 2012) (όπως έχει τροποποιηθεί).

[xii] Άρθρο 57 του πτωχευτικού νόμου του 1988 (Bankruptcy Act 1988) (όπως έχει τροποποιηθεί).

[xiii] Άρθρο 58 του πτωχευτικού νόμου του 1988 (Bankruptcy Act 1988) (όπως έχει τροποποιηθεί).

[xiv] Άρθρο 59 του πτωχευτικού νόμου του 1988 (Bankruptcy Act 1988) (όπως έχει τροποποιηθεί).

Τελευταία επικαιροποίηση: 15/12/2023

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Αφερεγγυότητα/πτώχευση - Ελλάδα

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας μπορούν να στραφούν κατά εμπόρων και κατά ενώσεων προσώπων  με νομική προσωπικότητα που επιδιώκουν οικονομικό σκοπό.

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

Για την έναρξη της διαδικασίας απαιτείται  αίτηση  από τον ίδιο τον οφειλέτη ή  από  πιστωτή που έχει έννομο συμφέρον ή από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών  όταν υφίστανται λόγοι δημοσίου συμφέροντος . Προϋποθέσεις  για το άνοιγμα της διαδικασίας : α) όταν την κήρυξη ζητεί  πιστωτής, να έχει περιέλθει ο οφειλέτης σε κατάσταση  παύσης των πληρωμών, β)  όταν την κήρυξη της ζητά ο ίδιος ο οφειλέτης αρκεί και επαπειλούμενη αδυναμία του  πληρωμών. Το δικαστήριο ορίζει την ημερομηνία παύσης των πληρωμών, η οποία δεν μπορεί να απέχει πλέον των δυο ετών από την δημοσίευση της απόφασης. Ο  Πρόεδρος του Δικαστηρίου, μετά την αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον , μπορεί να διατάζει όποιο μέτρο κρίνει αναγκαίο  για να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστωτές  μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη.  Τα  μέτρα αυτά παύουν αυτοδικαίως με την έκδοση της πτωχευτικής απόφασης.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Στην πτωχευτική περιουσία ανήκει το σύνολο της περιουσίας που ανήκει στον οφειλέτη οπουδήποτε και αν βρίσκεται , κατά την κήρυξη της πτώχευσης. Δεν περιλαμβάνονται α)  τα ακατάσχετα, ήτοι πράγματα απολύτως απαραίτητα για τις στοιχειώδεις ανάγκες επιβίωσης του οφειλέτη και της οικογένειάς του  και πράγματα που είναι απαραίτητα για πρόσωπα (οφειλέτες) που με την προσωπική εργασία τους αποκτούν όσα τους χρειάζονται για να ζήσουν, β) τα εξαιρούμενα με ειδικές διατάξεις νόμου. Επίσης δεν περιλαμβάνονται ότι αποκτά ο οφειλέτης μετά την κήρυξη της πτώχευσης.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

Ο οφειλέτης από την κήρυξη της πτώχευσης, στερείται αυτοδικαίως  την διοίκηση της περιουσίας του ήτοι την διαχείριση και την διάθεσή της .Κάθε πράξη διοίκησης εκ μέρους του , χωρίς την σύμπραξη του συνδίκου είναι ανενεργής. Την διοίκηση της περιουσίας αναλαμβάνει ο σύνδικος . Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις,  που ορίζει ο νόμος,  μπορεί να ανατεθεί στον οφειλέτη η διοίκηση της περιουσίας του. Ως σύνδικος διορίζεται δικηγόρος με πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία. Το έργο του συνδίκου επιβλέπει ο Εισηγητής Δικαστής. Για ορισμένες πράξεις του συνδίκου,  απαιτείται  άδεια του Πτωχευτικού Δικαστηρίου. Το Πτωχευτικό Δικαστήριο ασκεί την ανώτατη εποπτεία στη διεύθυνση των εργασιών της πτώχευσης.

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Η κήρυξη της πτώχευσης δεν θίγει  το δικαίωμα του πιστωτή να προτείνει συμψηφισμό ανταπαίτησης του προς την αντίστοιχη απαίτηση του οφειλέτη, εφόσον  οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού συνέτρεξαν  πριν την κήρυξη της πτώχευσης. Οι απαγορεύσεις συμψηφισμού όπου ισχύουν , εφαρμόζονται και στην πτώχευση.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Οι κατά το χρόνο κήρυξης της πτώχευσης εκκρεμείς αμφοτεροβαρείς συμβάσεις , στις οποίες συμβαλλόμενος είναι ο οφειλέτης, διατηρούν της ισχύ τους, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από τον Πτωχευτικό Κώδικα . Ο σύνδικος με την άδεια του Εισηγητή Δικαστή, έχει το δικαίωμα να εκπληρώσει τις εκκρεμείς συμβάσεις και να απαιτήσει την εκπλήρωση από τον αντισυμβαλλόμενο. Συμβάσεις διαρκούς χαρακτήρα  διατηρούν την ισχύ τους, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά από τον  νόμο. Εξαιρούνται  οι χρηματοοικονομικές συμβάσεις. Οι ρυθμίσεις του πτωχευτικού νόμου δεν θίγουν το δικαίωμα καταγγελίας που προβλέπει ο νόμος ή η σύμβαση. Η κήρυξη της πτώχευσης  αποτελεί λόγο λύσεως των συμβάσεων προσωπικού χαρακτήρα, όπου συμβαλλόμενο μέρος είναι ο οφειλέτης. Ο σύνδικος μπορεί να μεταβιβάσει σε τρίτο συμβατική σχέση με αντισυμβαλλόμενο τον οφειλέτη. Με την κήρυξη της πτώχευσης λύεται η σχέση εργασίας.

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

Από την κήρυξη της πτωχεύσεως αναστέλλονται αυτοδικαίως  όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη για την ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών τους απαιτήσεων,  με την επιφύλαξη των ρυθμίσεων για τους ενέγγυους πιστωτές , για τους οποίους δεν ισχύει η αναστολή επί των συγκεκριμένων υπέγγυων στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας. Και για τους εν λόγω πιστωτές όμως,  μπορεί υπό προϋποθέσεις να ισχύσει ολιγόμηνη αναστολή. Ειδικότερα,   με την κήρυξη της πτώχευσης απαγορεύεται η έναρξη συνέχιση αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών η καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση δικών επ΄αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ενδίκων μέσων η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως ή εκτέλεσή τους με στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας.

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

Οι εκκρεμείς κατά το χρόνο κήρυξης της πτώχευσης δίκες,  εφόσον δανειστής είναι ο οφειλέτης συνεχίζονται από τον σύνδικο. Εφόσον είναι  οφειλέτης οι δίκες διακόπτονται να ακολουθείται η διαδικασία αναγγελίας και επαλήθευσης.

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

Οι πιστωτές υποχρεούνται να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους κατά του οφειλέτη,  στο γραμματέα των Πτωχεύσεων ‘Ολοι οι πιστωτές ανεξαρτήτως προνομίων ή εμπραγμάτων ασφαλειών καθώς και οι πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις τελούν οι υπό αίρεση,  συγκροτούν  τη συνέλευση των πιστωτών. Η συνέλευση συγκαλείται  αρχικά με την απόφαση του κηρύσσει την πτώχευση. Η συνέλευση μπορεί να εκλέξει τριμελή επιτροπή πιστωτών, η οποία με τη σειρά της  πρέπει να ορίσει κοινό  για όλα τα μέλη, αντίκλητο. Η τριμελής επιτροπή πιστωτών παρακολουθεί την πορεία των εργασιών της πτώχευσης.

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

Μετά την περάτωση της απογραφής της κινητής και ακίνητης περιουσίας του  οφειλέτη, ο σύνδικος και μόνο  για την αντιμετώπιση των τρεχουσών αναγκών, απευθύνεται στο εισηγητή δικαστή και ζητεί  να του επιτρέψει την πώληση εμπορευμάτων ή κινητών της περιουσίας. Μόνο μετά την ολοκλήρωση της εξέλεγξης των πιστώσεων και εφόσον δεν επιτευχθεί αποδοχή ή επικύρωση σχεδίου αναδιοργάνωσης  της επιχείρησης ή αυτή ακυρώθηκε , ο σύνδικος προβαίνει στη ρευστοποίηση  του ενεργητικού της περιουσίας του οφειλέτη και στη διανομή του προϊόντος  αυτής στους πιστωτές  με την εκποίηση είτε της επιχείρησης ως συνόλου είτε επιμέρους στοιχείων της .Ειδικότερα για την εκποίηση ακινήτων του οφειλέτη απαιτείται η άδεια του πτωχευτικού δικαστηρίου που παρέχεται μετά από αίτηση του συνδίκου και έκθεση του εισηγητή Δικαστή.

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

΄Ολοι οι πιστωτές  του οφειλέτη μπορούν να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους και να καταθέσουν τα έγγραφά τους στον γραμματέα των πτωχεύσεων ανεξαρτήτως αν οι απαιτήσεις τους έχουν ή όχι προνομιακό χαρακτήρα ή εμπράγματη ασφάλεια. Ως πτωχευτικοί πιστωτές λογίζονται εκείνοι που κατά την κήρυξη της πτώχευσης έχουν κατά του οφειλέτη γεννημένη και δικαστικώς επιδιώξιμη χρηματική ενοχική απαίτηση. Οι μεταπτωχευτικές απαιτήσεις δεν αναγγέλλονται .Τα δικαστικά έξοδα του συνδίκου, τα έξοδα διοίκησης της πτωχευτικής περιουσίας,   αλλά και η αντιμισθία του συνδίκου και τα τυχόν ομαδικά πιστώματα προαφαιρούνται,  μετά την ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας και ικανοποιούνται,  πριν την κατάταξη των πιστωτών του οφειλέτη.

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

‘Οσον αφορά την αναγγελία των απαιτήσεων αυτή πρέπει να γίνει εγγράφως (όπου πρέπει αναφέρεται το είδος η αιτία, ο χρόνος γένεσης αυτών κλπ),  στο γραμματέα των Πτωχεύσεων, μέσα σε ένα μήνα από την δημοσίευση της απόφασης που κήρυξε την πτώχευση στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών. Αν χαθεί η ως άνω προθεσμία αναγγελίας, ο πιστωτής μπορεί να ασκήσει ανακοπή  και να ζητήσει να επαληθευφθεί η απαίτησή του  από το Πτωχευτικό Δικαστήριο. ΄Οσον αφορά την διαδικασία επαληθεύσεων  ισχύουν τα ακόλουθα : α) διενεργείται  από τον σύνδικο ενώπιον του εισηγητή δικαστή,   τρεις ημέρες μετά την λήξη της προθεσμίας αναγγελίας, β) ο πιστωτής του οποίου επαληθεύεται η απαίτηση, μπορεί να παρίσταται προσωπικά ή δια τρίτου προσώπου πληρεξουσίου του, γ) η επαλήθευση γίνεται με αντιπαραβολή των εγγράφων του πιστωτή με τα βιβλία και τα έγγραφα του οφειλέτη, δ) ο εισηγητής δικαστής συντάσσει Έκθεση  για την επαλήθευση των πιστώσεων, ε)σε περίπτωση αμφισβήτησης ο εισηγητής αποφασίζει  την προσωρινή ή μη παραδοχή της  απαίτησης, στ) κατά τη διαδικασία των επαληθεύσεων αντιρρήσεις μπορούν να προβάλλουν ο οφειλέτης, ο σύνδικος, οι πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις έχουν ήδη γίνει δεκτές. Τελος δεν υπάρχει ειδικό website που να περιέχει ειδικές φόρμες για τις παραπάνω διαδικασία. Υπάρχουν όμως ειδικές φόρμες στη γραμματεία των Πτωχεύσεων του Πρωτοδικείου.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Ο σύνδικος μετά την ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας, συντάσσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση πίνακα διανομής του εκπλειστηριάσματος, τον οποίο υποβάλλει στον εισηγητή δικαστή. Ο τελευταίος κηρύσσει τον πίνακα εκτελεστό και ο πίνακας τοιχοκολλάται στα γραφεία του. Κατά την διανομή λαμβάνονται υπ’ οψιν τα τυχόν υπάρχοντα  γενικά προνόμια: (i.)απαιτήσεις από χρηματοδότηση οποιασδήποτε φύσεως για συνέχιση της δραστηριότητας του οφειλέτη, ii)απαιτήσεις για τη κηδεία και νοσήλεια του οφειλέτη, iii)απαιτήσεις για την παροχή αναγκαίων τροφίμων, iv)απαιτήσεις από την παροχή εξηρτημένης εργασίας αμοιβές δικηγόρων , ,v) απαιτήσεις αγροτών, vi)απαιτήσεις του Δημοσίου και ΟΤΑ, vii)  απαιτήσεις του Συνεγγυητικού   ή ειδικά προνόμια των πιστωτών ήτοι  απαιτήσεις που έχουν προνόμιο σε ορισμένο κινητό ή ακίνητο πράγμα του οφειλέτη ή σε ποσότητα χρημάτων .Επί συρροής προνομίων ήτοι όταν πρόκειται για  προϊόν  εκποίησης πράγματος ή χρηματικής ποσότητας,  εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές  αντίστοιχες διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

Σχέδιο αναδιοργάνωσης μπορεί να υποβάλλει στο πτωχευτικό δικαστήριο ο οφειλέτης και ο σύνδικος. Πρέπει να περιλαμβάνει ως ελάχιστο περιεχόμενο την πληροφόρηση ως προς την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη  και την προτεινομένη ικανοποίηση των πιστωτών, περιγραφή των ληπτέων  μέτρων,  όπως διοργανωτικές μεταβολές, επιχειρησιακά προγράμματα,  τη διαμόρφωση των δικαιωμάτων και γενικά της θέσης κάθε πιστωτή ανάλογα με την κατηγορία όπου ανήκει κλπ..Το πτωχευτικό δικαστήριο προβαίνει αυτεπάγγελτα σε προεξέταση του σχεδίου,  εντός 20 ημερών από την υποβολή του., απορρίπτει δε αυτό για τους  συγκεκριμένους  από τον νόμο προβλεπόμενους λόγους.  Αν δεν απορρίψει το σχέδιο,  το δικαστήριο καθορίζει με την απόφασή του,   αμέσως,  προθεσμία όχι μεγαλύτερη των 3 μηνών,    για την αποδοχή η μη αυτού από τους πιστωτές και καθορίζει ημερομηνία σύγκλησής τους.  Η συζήτηση και η ψηφοφορία επί του σχεδίου γίνεται ενώπιον  του εισηγητή δικαστή . Για την αποδοχή του σχεδίου απαιτούνται ειδικές πλειοψηφίες. Μετά την αποδοχή του από τους πιστωτές το σχέδιο αναδιοργάνωσης  υποβάλλεται στο δικαστήριο για επικύρωση . Μετά την τελεσιδικία της απόφασης που το επικυρώνει,   το σχέδιο αποκτά δεσμευτική ισχύ για όλους τους πιστωτές,   οποιαδήποτε κατηγορίας ανεξάρτητα αν έχουν αναγγείλει ή όχι τις απαιτήσεις τους.  Η πτωχευτική διαδικασία περατώνεται .Οι πτωχευτικοί πιστωτές αναλαμβάνουν τις ατομικές διώξεις.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Μετά την κήρυξη της παύσης της πτώχευσης  αίρεται η πτωχευτική απαλλοτρίωση, ο οφειλέτης αναλαμβάνει τη διοίκηση της περιουσίας του και οι πιστωτές αναλαμβάνουν τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα. Ειδικότερα μετά την ρευστοποίησής περιουσίας,  περατώνεται η πτώχευση  και εντός μηνός  ο σύνδικος καταθέτει έκθεση λογοδοσίας.

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας καταλογίζονται στη πτωχευτική περιουσία.

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

Πράξεις του οφειλέτη που διενεργήθηκαν εντός του χρόνου που περιλαμβάνεται από την παύση των πληρωμών μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης( ύποπτη περίοδο) και είναι επιζήμιες για την ομάδα των πιστωτών ανακαλούνται (πράξεις υποχρεωτικής ανάκλησης )ή μπορούν να ανακληθούν (πράξεις δυνητικής ανάκλησης )υπό τους όρους που  προσδιορίζει η πτωχευτική νομοθεσία .Την σχετική ανακλητική αξίωση ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, ασκεί ο σύνδικος και υπό ορισμένες προϋποθέσεις και πιστωτής . ‘Οποιος με ανακαλούμενη πράξη απέκτησε περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη υποχρεούται να το  αναμεταβιβάσει στην πτωχευτική περιουσία.

Τελευταία επικαιροποίηση: 15/11/2016

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Η πρωτότυπη γλωσσική έκδοση ισπανικά αυτής της σελίδας τροποποιήθηκε πρόσφατα. Η γλωσσική έκδοση που βλέπετε τώρα βρίσκεται στο στάδιο της μετάφρασης.

Αφερεγγυότητα/πτώχευση - Ισπανία

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας, καλούμενες concurso de acreedores («συνέλευση πιστωτών») εφαρμόζονται σε οφειλέτες του αστικού δικαίου και σε εμπόρους, φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Οι ρυθμίσεις που τις διέπουν καθορίζονται στο αναδιατυπωμένο κείμενο του νόμου περί αφερεγγυότητας (Texto Refundido de la Ley Concursal), που εγκρίθηκε με το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/2020 της 5ης Μαΐου 2020. Το εν λόγω αναδιατυπωμένο κείμενο ενσωματώνει επίσης και αποσαφηνίζει τις τροποποιήσεις και τα ειδικά χαρακτηριστικά της κήρυξης φυσικών προσώπων αφερέγγυων, οι οποίες εισήχθησαν στην ισπανική νομοθεσία περί αφερεγγυότητας δυνάμει του νόμου 25/2015, ώστε να καταστεί δυνατή η απαλλαγή των οφειλετών από ανεξόφλητες οφειλές σε διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Οποιοσδήποτε οφειλέτης μπορεί να κηρυχθεί αφερέγγυος, είτε είναι φυσικό πρόσωπο (περιλαμβανομένων των ανηλίκων ή των προσώπων χωρίς ικανότητα προς δικαιοπραξία) είτε νομικό πρόσωπο, επιχειρηματίας ή καταναλωτής, παρότι ο νόμος περιέχει ορισμένες ειδικές διατάξεις ανάλογα με το καθεστώς του εκάστοτε οφειλέτη, ιδίως ως προς τις εμπορικές εταιρίες ή τους καταναλωτές.

Τα νομικά πρόσωπα μπορούν να κηρυχθούν αφερέγγυα, ακόμη κι αν βρίσκονται σε εκκαθάριση. Καμία επιρροή δεν έχει το αν ανήκουν σε όμιλο εταιριών, διότι η αφερεγγυότητα μπορεί να κηρυχθεί για μια ή περισσότερες εταιρίες του ομίλου, και όχι για τον ίδιο τον όμιλο.

Διαδικασίες αφερεγγυότητας είναι δυνατόν να κινηθούν και για κληρονομία, με τον όρο ότι δεν έχει γίνει ανεπιφύλακτη αποδοχή της κληρονομιάς.

Οι αρχές της τοπικής αυτοδιοίκησης του κράτους, τα όργανα του δημοσίου τομέα και άλλα όργανα δημοσίου δικαίου δεν μπορούν να κηρυχθούν αφερέγγυα.

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

2.1 Προϋποθέσεις για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας:

Ο νόμος ορίζει ορισμένες υποκειμενικές και αντικειμενικές προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν ώστε να ξεκινήσουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας:

Α) Υποκειμενική προϋπόθεση: οποιοσδήποτε οφειλέτης μπορεί να κηρυχθεί αφερέγγυος, είτε είναι φυσικό είτε νομικό πρόσωπο, επιχειρηματίας ή καταναλωτής, παρότι ο νόμος περιέχει ορισμένες ειδικές διατάξεις ανάλογα με τον νομικό τύπο του εκάστοτε οφειλέτη, ιδίως ως προς τις εμπορικές εταιρίες ή τους καταναλωτές.

Οι αρχές της τοπικής αυτοδιοίκησης του κράτους, τα όργανα του δημοσίου τομέα και άλλα όργανα δημοσίου δικαίου δεν μπορούν να κηρυχθούν αφερέγγυα.

Β) Αντικειμενική προϋπόθεση: η αφερεγγυότητα του οφειλέτη, που ορίζεται ως η αδυναμία εκπλήρωσης των οικονομικών του υποχρεώσεων σε τακτική βάση.

2.2 Μέρη που μπορούν να υποβάλουν αίτηση για την έναρξη των διαδικασιών

Τα προαπαιτούμενα για την υποβολή της αίτησης διαφέρουν ανάλογα με το αν η αίτηση για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας κατατίθεται από τον οφειλέτη ή τους πιστωτές.

Εάν την αίτηση για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας υποβάλλει ο οφειλέτης (εκούσια διαδικασία), πρέπει να δικαιολογήσει ενώπιον του δικαστηρίου ότι βρίσκεται σε παρούσα ή επικείμενη αφερεγγυότητα δηλαδή, ότι δεν μπορεί να εκπληρώνει τις οικονομικές του υποχρεώσεις σε τακτική βάση. Εάν η αφερεγγυότητα είναι παροντική, ο οφειλέτης πρέπει να υποβάλει αίτηση για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας μέσα σε δύο μήνες αφότου περιήλθε ή θα έπρεπε να περιέλθει σε γνώση του η αφερεγγυότητά του.

Ωστόσο, σύμφωνα με τον νόμο, στο εν λόγω διάστημα των δύο μηνών, ο οφειλέτης μπορεί να γνωστοποιήσει στο δικαστήριο ότι διαπραγματεύεται συμφωνία με τους πιστωτές για την αναχρηματοδότηση της οφειλής σε αυτήν την περίπτωση, η προθεσμία αναστέλλεται για το διάστημα των διαπραγματεύσεων και οι πιστωτές δεν μπορούν να ξεκινήσουν ατομικές διώξεις σε βάρος των περιουσιακών στοιχείων που είναι αναγκαία για τη δραστηριότητα του οφειλέτη για τρεις μήνες. Μετά την παρέλευση της εν λόγω περιόδου, εφόσον δεν καταρτιστεί συμφωνία με τους πιστωτές, οι οφειλέτες πρέπει σε διάστημα ενός μήνα να υποβάλουν αίτηση για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Οι οφειλέτες πρέπει να καταθέσουν ορισμένα έγγραφα μαζί με την αίτηση, όπως έκθεση για την οικονομική τους δραστηριότητα, απογραφή των περιουσιακών τους στοιχείων, πίνακα πιστωτών από τον οποίο να προκύπτει η εκάστοτε πιστωτική εξασφάλιση, κατάλογο εργαζομένων και τις οικονομικές τους καταστάσεις, εφόσον έχουν υποχρέωση τήρησης λογιστικών στοιχείων.

Οι οφειλέτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, απαιτείται να υποβάλουν αίτηση για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας όταν βρίσκονται σε κατάσταση παρούσας αφερεγγυότητας, η οποία ορίζεται ως η αδυναμία του προσώπου να εκπληρώνει τις οικονομικές του υποχρεώσεις σε τακτική βάση. Αντιθέτως, εάν η αφερεγγυότητα επίκειται (δεν υφίσταται ήδη αλλά αναμένεται) οι οφειλέτες έχουν απλώς το δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση για την κήρυξη αφερεγγυότητας.

Η αίτηση που υποβάλλεται στο εμπορικό δικαστήριο (juzgado de lo mercantil) πρέπει να πληροί τις υποχρεωτικές απαιτήσεις που θέτει το άρθρο 6 παράγραφος 7 του αναδιατυπωμένου κειμένου του νόμου περί αφερεγγυότητας: έκθεση του οικονομικού και νομικού ιστορικού του οφειλέτη μνεία του αν διενεργείται ορισμένη οικονομική δραστηριότητα ή όχι σε περίπτωση νομικού προσώπου, πρέπει να προσδιορίζονται οι μέτοχοι, οι διαχειριστές ή οι εκκαθαριστές και ο επίσημος ορκωτός ελεγκτής απογραφή των περιουσιακών στοιχείων και των δικαιωμάτων, με τις ανάλογες πληροφορίες που απαιτούνται για την επαλήθευσή τους αλφαβητικό πίνακα πιστωτών, που να αναγράφει τη διεύθυνση, το ύψος, τη λήξη των απαιτήσεων, και τις εγγυήσεις που έχουν παρασχεθεί όταν είναι εφικτό, κατάλογο εργαζομένων εάν ο οφειλέτης υποχρεούται να τηρεί λογιστικά στοιχεία, οφείλει να προσκομίσει τα λογιστικά βιβλία και εάν ανήκει σε όμιλο εταιριών, οφείλει να το αναφέρει και να υποβάλει τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις του ομίλου.

Οι οφειλέτες έχουν την υποχρέωση να συνεργάζονται με τον πτωχευτικό δικαστή και τους διαχειριστές, όχι μόνον παθητικά, τηρώντας δηλαδή τις απαιτήσεις που τους επιβάλλουν, αλλά ενεργητικά, γνωστοποιώντας κάθε σημαντική πληροφορία. Η εν λόγω υποχρέωση περιλαμβάνει επίσης την υποχρέωση εμφάνισης (ενώπιον του δικαστηρίου και των διαχειριστών), συνεργασίας και ενημέρωσης. Οι εν λόγω υποχρεώσεις βαρύνουν τους οφειλέτες που είναι φυσικά πρόσωπα και τα πραγματικά ή νομικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου των νομικών προσώπων, είτε υφιστάμενα είτε είχαν την ιδιότητα του μέλους κατά τα προηγούμενα δύο έτη.  Η μη συμμόρφωση με την εν λόγω υποχρέωση τεκμαίρει δόλια παράβαση ή βαριά αμέλεια, για τους σκοπούς της κήρυξης της αφερεγγυότητας ως υπαίτιας (στις περιπτώσεις όπου εφαρμόζονται τα άρθρα περί υπαιτιότητας δηλαδή, λόγω της επικύρωσης επιζήμιας συμφωνίας ή της έναρξης της εκκαθάρισης).

Ο οφειλέτης μπορεί να κηρυχθεί υπαίτιος για την αφερεγγυότητα και να του επιβληθούν κυρώσεις.  Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας αποσκοπούν μεταξύ άλλων να αναλύσουν τις αιτίες της αφερεγγυότητας, και ιδίως το κατά πόσον η συμπεριφορά του οφειλέτη ή άλλων προσώπων που συνδέονται με αυτόν άμεσα ή επικουρικά, συνέβαλε στην πρόκληση ή την επιδείνωση της αφερεγγυότητας. Στην εν λόγω ανάλυση περιλαμβάνεται η διευκρίνιση των σχετικών ευθυνών, με χρήση του πίνακα κυρώσεων που παρατίθεται στα άρθρα 455 και 456 του αναδιατυπωμένου κειμένου του νόμου περί αφερεγγυότητας.

2.3 Έναρξη των διαδικασιών και χρόνος κατά τον οποίο παράγουν έννομα αποτελέσματα οι διαδικασίες:

Ο δικαστής πρέπει να εξετάσει τα έγγραφα που του υποβλήθηκαν και αν η υφιστάμενη ή επικείμενη αφερεγγυότητα είναι δικαιολογημένη πρέπει να κηρύξει αφερέγγυο τον οφειλέτη από την ημερομηνία της αίτησης ή την επόμενη ημέρα. Εάν τα έγγραφα που υποβλήθηκαν είναι ελλιπή, ο δικαστής μπορεί να χορηγήσει αποκλειστική προθεσμία πέντε ημερών για τη συμπλήρωσή τους.

Την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας μπορεί επίσης να ζητήσει οποιοσδήποτε πιστωτής, οπότε και οι διαδικασίες είναι υποχρεωτικές (concurso necesario). Οι πιστωτές που υποβάλλουν αίτηση κήρυξης αφερεγγυότητας πρέπει να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία της υφιστάμενης αφερεγγυότητας του οφειλέτη και να αποδείξουν ότι έχει εκδοθεί εκτελεστός τίτλος κατά του οφειλέτη από τον οποίο να προκύπτει ότι δεν έχουν ληφθεί επαρκή περιουσιακά στοιχεία για την είσπραξη της οφειλής ή πρέπει να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία ορισμένων πραγματικών περιστατικών που τεκμαίρουν την αφερεγγυότητα, όπως: ότι ο οφειλέτης έχει διακόψει την πληρωμή των υποχρεώσεών του εν γένει· ότι τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη είναι ως επί το πλείστον κατασχεμένα· ότι έγινε εσπευσμένη απόκρυψη ή ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων ή ότι δεν έχουν πληρωθεί ορισμένες οφειλές (φόροι, εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, απαιτήσεις εργαζόμενων).

Εάν την αίτηση για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας υποβάλλει πιστωτής, τότε κλητεύεται ο οφειλέτης ο οποίος έχει δικαίωμα να προσβάλει τη διαταγή κήρυξης της αφερεγγυότητας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο δικαστής ορίζει συζήτηση, στην οποία οι διάδικοι μπορούν να προσκομίσουν τις αποδείξεις τους, με την επιφύλαξη ορισμένων περιορισμών και ο δικαστής οφείλει να αποφασίσει αν ο οφειλέτης βρίσκεται σε αφερεγγυότητα ή όχι, και όταν το κρίνει πρόσφορο, κηρύσσει την αφερεγγυότητα. Οι διαδικασίες ξεκινούν επίσης εάν ο οφειλέτης αποδεχθεί την κήρυξη της αφερεγγυότητας, δεν εναντιωθεί σε αυτή ή δεν εμφανιστεί στη συζήτηση.

Οι οφειλέτες που είναι φυσικά πρόσωπα σε κατάσταση υφιστάμενης ή επικείμενης αφερεγγυότητας, με οικονομικές υποχρεώσεις που κατ’ εκτίμηση δεν υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων ευρώ έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν αίτηση για την έναρξη διαδικασίας που αποσκοπεί στη σύναψη εξωδικαστικής συμφωνίας πληρωμής. Το ίδιο δικαίωμα έχουν τα νομικά πρόσωπα που πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 631 του αναδιατυπωμένου κειμένου του νόμου περί αφερεγγυότητας.

Η απόφαση έναρξης διαδικασιών αφερεγγυότητας παράγει έννομα αποτελέσματα από την έκδοσή της, ακόμη και αν έχει ασκηθεί έφεση κατ’ αυτής.

2.4 Δημοσίευση της διαταγής κήρυξης της αφερεγγυότητας:

Η διαταγή κήρυξης της αφερεγγυότητας πρέπει να δημοσιευτεί κατά προτίμηση με ηλεκτρονικά μέσα και απόσπασμα της απόφασης πρέπει να δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα. Αν ωστόσο ο δικαστής το κρίνει αναγκαίο μπορεί να διατάξει τη δημοσίευσή της σε περισσότερα μέσα.

2.5 Προσωρινά μέτρα:

Έπειτα από αίτημα του αιτούντος την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας και, ανάλογα με την περίπτωση, μετά την παροχή εξασφάλισης για την κάλυψη δυνητικών υποχρεώσεων, ο δικαστής, αφού κάνει δεκτή την αίτηση, μπορεί να διατάξει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει τη διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, κατά τον τρόπο που προβλέπει το γενικό δικονομικό δίκαιο.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

3.1 Περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία

Όλα τα περιουσιακά στοιχεία και τα δικαιώματα του οφειλέτη κατά τον χρόνο κήρυξης της αφερεγγυότητας ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία ή στα «περιουσιακά στοιχεία που υπάγονται στη διαδικασία», όπως και όλα τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτά ή επαναποκτά ο οφειλέτης κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Εξαιρούνται τα περιουσιακά στοιχεία που κατά τον νόμο είναι ακατάσχετα.

Οι πιστωτές με ειδικά προνόμια σε πλοία ή αεροσκάφη μπορούν να διαχωρίσουν τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία από την πτωχευτική περιουσία, προβαίνοντας στις πράξεις που τους επιτρέπει η ειδική νομοθεσία.

Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας στις οποίες ο οφειλέτης είναι έγγαμο φυσικό πρόσωπο, τα χωριστά περιουσιακά στοιχεία του θα ανήκουν στα περιουσιακά στοιχεία που υπάγονται στη διαδικασία, και εάν έχει συνάψει συμφωνία κοινοκτημοσύνης, τα κοινά περιουσιακά στοιχεία θα περιλαμβάνονται επίσης στη διαδικασία, εάν είναι αναγκαία για την κάλυψη των υποχρεώσεων του οφειλέτη.

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας δεν επιτάσσουν τη διακοπή της δραστηριότητας του οφειλέτη και ο οφειλέτης μπορεί να συνεχίσει την επιχειρηματική του δραστηριότητα, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας για την έγκριση ή την αναστολή των εξουσιών του. Γενικά, οι διαχειριστές πρέπει να εγκρίνουν τη διαχείριση ή τη διάθεση των περιουσιακών στοιχείων όταν οι εξουσίες του οφειλέτη είναι εποπτευόμενες, ωστόσο μπορεί να επιτρέπεται η έγκριση ορισμένων πράξεων γενικής φύσης που εντάσσονται στη συνήθη δραστηριότητα της εταιρίας. Καταρχήν, έως την επικύρωση της συμφωνίας με τους πιστωτές ή την έναρξη της εκκαθάρισης, δεν επιτρέπεται η σύσταση βάρους επί των περιουσιακών στοιχείων για τη χρηματοδότηση της αφερέγγυας εταιρίας, χωρίς την έγκριση του δικαστή. Στην παρακάτω ενότητα εξηγούνται οι συμφωνίες αναστολής ή εποπτείας των εξουσιών του οφειλέτη.

Το ήμισυ των νέων ταμειακών διαθεσίμων που προκύπτουν στο πλαίσιο διαδικασίας αναχρηματοδότησης θεωρείται απαίτηση κατά της πτωχευτικής περιουσίας.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

4.1 Οι εξουσίες του οφειλέτη

Καταρχήν, γίνεται διάκριση μεταξύ των εκούσιων και των υποχρεωτικών διαδικασιών (άρθρο 29). Στην πρώτη περίπτωση, ο οφειλέτης εξακολουθεί να διαχειρίζεται και να διαθέτει τα περιουσιακά του στοιχεία και υπόκειται στην εποπτεία του διαχειριστή, από τον οποίο απαιτείται να λαμβάνει έγκριση ή συγκατάθεση. Στις υποχρεωτικές διαδικασίες, αναστέλλονται οι εξουσίες του οφειλέτη περί διαχείρισης και διάθεσης των περιουσιακών του στοιχείων, και ο οφειλέτης υποκαθίσταται από τον διαχειριστή. Σκοπός της εν λόγω ρύθμισης είναι να διατηρηθούν τα περιουσιακά στοιχεία και να διαφυλαχθεί η έκβαση της διαδικασίας και όχι να επιβληθεί κύρωση στον οφειλέτη.

Κριτήριο, ωστόσο, αποτελεί η συνέχιση της οικονομικής δραστηριότητας του οφειλέτη, και για αυτόν τον λόγο, το άρθρο 111 επιτρέπει στον διαχειριστή να συντάξει κατάλογο των δραστηριοτήτων που λόγω της φύσης και του αριθμού τους εξαιρούνται από τον αναγκαίο έλεγχο.  Το εν λόγω σύστημα είναι ευέλικτο, διότι ο δικαστής μπορεί, με αιτιολογημένη απόφαση, να διατάξει την αναστολή των εξουσιών στις εκούσιες διαδικασίες και την άσκηση εποπτείας, με τους όρους μιας συμφωνίας έγκρισης ή συγκατάθεσης στις υποχρεωτικές διαδικασίες, κάνοντας μνεία των κινδύνων που επιδιώκει να αποτρέψει και του οφέλους που επιδιώκει να αποκομίσει.

Παρομοίως, με αίτημα του διαχειριστή, η αρχική συμφωνία περιορισμού ή μεταβίβασης εξουσιών μπορεί να τροποποιηθεί σε μεταγενέστερο στάδιο, και πάλι με αιτιολογημένη απόφαση και μετά από εξέταση του οφειλέτη (η αλλαγή δεν επέρχεται αυτοδίκαια), με την προϋπόθεση ότι η εν λόγω αλλαγή θα υποβληθεί στις ίδιες διατυπώσεις δημοσιότητας με την απόφαση κήρυξης της αφερεγγυότητας.

Η περάτωση των διαδικασιών συνεπάγεται την άρση του περιορισμού των εξουσιών. Διαφορετικά, αυτοί παρατείνονται έως την επικύρωση της συμφωνίας με τους πιστωτές, με την οποία μπορεί να επιβάλλονται περιορισμοί στις εξουσίες του οφειλέτη ή να αποκλείονται. Εάν η διαδικασία αφερεγγυότητας περατωθεί με εκκαθάριση, η έναρξη αυτού του σταδίου συνεπάγεται αναστολή των εξουσιών του οφειλέτη.

Το αναδιατυπωμένο κείμενο του νόμου περί αφερεγγυότητας, κατά κανόνα, αποσκοπεί να διατηρήσει αμετάβλητα τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη που υπάγονται στις διαδικασίες αφερεγγυότητας ωστόσο, ενίοτε, είναι πιθανή η πώληση επιμέρους περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη κατά τη διάρκεια διαδικασιών αφερεγγυότητας, με την έγκριση του δικαστή, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις δεν θα είναι αναγκαία. Η πώληση μονάδων παραγωγής κατά τη διάρκεια διαδικασιών αφερεγγυότητας είναι επίσης δυνατή, σύμφωνα με τα άρθρα 215 επ. του αναδιατυπωμένου κειμένου του νόμου περί αφερεγγυότητας.

Κατ’ εξαίρεση από τον γενικό κανόνα της συνέχισης της δραστηριότητας του οφειλέτη, ορίζεται ότι έπειτα από αίτημα του διαχειριστή και εξέταση του οφειλέτη και των εκπροσώπων των εργαζόμενων, τα γραφεία του οφειλέτη μπορεί να σφραγιστούν και η δραστηριότητά του να ανασταλεί. Όταν αυτό συνεπάγεται τη συλλογική λύση, αναστολή ή τροποποίηση των συμβάσεων εργασίας, ο δικαστής οφείλει να ενεργήσει σύμφωνα με ειδικούς κανόνες.

Ο νόμος επιβάλλει επίσης συγκεκριμένες υποχρεώσεις ως προς τις οικονομικές καταστάσεις του οφειλέτη, ενώ τα έννομα αποτελέσματα των διαδικασιών αφερεγγυότητας επί των διοικητικών οργάνων των αφερέγγυων νομικών προσώπων ρυθμίζονται ξεχωριστά.

4.2 Διορισμός και εξουσίες των διαχειριστών αφερεγγυότητας:

Ο διαχειριστής είναι το πρόσωπο ή το όργανο που διορίζεται υποχρεωτικά, συνεπικουρεί τον δικαστή και αναλαμβάνει τη διαχείριση των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Μετά την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, ο δικαστής διατάσσει την έναρξη της δεύτερης φάσης της διαδικασίας, που περιλαμβάνει οτιδήποτε αφορά τον διορισμό, τις εφαρμοστέες διατάξεις, τις εξουσίες και τις αρμοδιότητες του διαχειριστή.

Ο διαχειριστής επιλέγεται από τον κατάλογο των φυσικών και νομικών προσώπων που έχουν εγγραφεί εκουσίως στο Δημόσιο Μητρώο Αφερεγγυότητας (Registro Público Concursal), σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του νόμου. Για τους εν λόγω σκοπούς, οι διαδικασίες αφερεγγυότητας διακρίνονται σε μικρής, μεσαίας και μεγάλης κλίμακας διαδικασίες. Ο πρώτος διορισμός από τον κατάλογο πραγματοποιείται αρχικά με κλήρωση και στη συνέχεια κατά σειρά, με εξαίρεση τις μεγάλης κλίμακας διαδικασίες, στις οποίες ο δικαστής μπορεί να διορίσει τον διαχειριστή που θεωρεί καταλληλότερο, εκθέτοντας τους σχετικούς λόγους και σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζει ο νόμος. Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων, ο δικαστής πρέπει να διορίσει τον διαχειριστή από τους διαχειριστές που προτείνει το Ταμείο Εύτακτης Αναδιάρθρωσης των Τραπεζικών Ιδρυμάτων (Fondo de Reestructuración Ordenada Bancaria). Ο δικαστής πρέπει να διορίσει τους διαχειριστές από τα πρόσωπα που προτείνει η Εθνική Επιτροπή Χρηματαγορών (Comisión Nacional del Mercado de Valores) στις διαδικασίες αφερεγγυότητας ιδρυμάτων που τελούν υπό την εποπτεία της ή την εποπτεία της Κοινοπραξίας Ασφαλιστικών Αποζημιώσεων (Consorcio de Compensación de Seguros) στην περίπτωση ασφαλιστικών εταιριών.

Κατά κανόνα, διορίζεται μόνον ένας διαχειριστής.  Κατ’ εξαίρεση, στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, όταν δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος, ο πτωχευτικός δικαστής μπορεί να διορίσει ως δεύτερο διαχειριστή έναν πιστωτή της δημόσιας διοίκησης ή έναν πιστωτή που είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που συνδέεται ή λογοδοτεί στην εν λόγω αρχή δημόσιας διοίκησης.

Τα άρθρα 57 επ. του αναδιατυπωμένου κειμένου του νόμου περί αφερεγγυότητας ορίζουν λεπτομερώς το νομικό καθεστώς του διαχειριστή, ο οποίος αναλαμβάνει τα ακόλουθα είδη καθηκόντων: αρμοδιότητες δικονομικής φύσης αρμοδιότητες ως προς τον οφειλέτη ή τα διοικητικά του όργανα αρμοδιότητες ως προς εργασιακά ζητήματα αρμοδιότητες ως προς τα δικαιώματα των πιστωτών αρμοδιότητες υποβολής εκθέσεων και αξιολόγησης αρμοδιότητες ως προς τη ρευστοποίηση ή την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων και γραμματειακές αρμοδιότητες. Η πιο σημαντική αρμοδιότητα των διαχειριστών είναι η υποβολή της έκθεσης του άρθρου 292, στην οποία πρέπει να επισυνάψουν πρόταση απογραφής των περιουσιακών στοιχείων και τον πίνακα των πιστωτών.

Η πληρωμή των διαχειριστών καθορίζεται από τον δικαστή, σύμφωνα με την κλίμακα αμοιβών που προβλέπεται στο Βασιλικό Διάταγμα αριθ. 1860/2004, της 6ης Σεπτεμβρίου 2004.

Ο διαχειριστής οφείλει να αποδεχθεί τον διορισμό του, τον οποίο ο δικαστής μπορεί να απορρίψει ή να ανακαλέσει για δικαιολογημένη αιτία. Οι διαχειριστές μπορεί επίσης να διορίζουν εξουσιοδοτημένους βοηθούς για να τους παρέχουν συνδρομή στην εκτέλεση των καθηκόντων τους.

4.3 Ο πτωχευτικός δικαστής

Αρμόδια για τις διαδικασίες αφερεγγυότητας είναι τα εμπορικά δικαστήρια, τα οποία αποτελούν εξειδικευμένα δικαστήρια του συστήματος απονομής της αστικής δικαιοσύνης. Ο δικαστής κηρύσσει την αφερεγγυότητα και καθοδηγεί τη διαδικασία. Το άρθρο 86γ του Οργανικού Νόμου αριθ. 6/1985, της 1ης Ιουλίου 1985, περί του δικαστικού σώματος (Ley Orgánica del Poder Judicial) παραθέτει σε κατάλογο τις αρμοδιότητες των εμπορικών δικαστών, στις οποίες περιλαμβάνονται, ιδίως, τα ζητήματα που προκύπτουν στις διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Με τη διαταγή κήρυξης της αφερεγγυότητας, ή προγενέστερα ως ασφαλιστικό μέτρο, ο δικαστής μπορεί να περιορίσει τα θεμελιώδη δικαιώματα του οφειλέτη. Στους εν λόγω περιορισμούς μπορεί να περιλαμβάνεται: α) η παρακολούθηση των ταχυδρομικών και τηλεφωνικών επικοινωνιών β) η υποχρέωση διαμονής στην περιοχή όπου βρίσκεται η διεύθυνσή του, επιτρεπομένης της κατ’ οίκον σύλληψης και γ) η είσοδος και έρευνα της κατοικίας.   Εάν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο, τα εν λόγω μέτρα μπορεί να ληφθούν ως προς το σύνολο ή μέρος των μελών του υφιστάμενου διοικητικού συμβουλίου ή των εκκαθαριστών του, και ως προς τα πρόσωπα που είχαν ασκήσει τα εν λόγω καθήκοντα κατά τα προηγούμενα δύο έτη.

Τα άρθρα 52 και 53 απονέμουν «αποκλειστική και αποκλείουσα» αρμοδιότητα στον πτωχευτικό δικαστή για σειρά ζητημάτων που αφορούν, σε γενικές γραμμές, όλες τις πράξεις που στρέφονται κατά των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή συναρτώνται άμεσα με αυτά. Ο δικαστής είναι επίσης αρμόδιος να αποφασίζει για τη συλλογική αναστολή των εργασιακών συμβάσεων, όταν ο εργοδότης κηρύσσεται αφερέγγυος, και να εκδικάζει τις αγωγές αποζημίωσης που ασκούνται κατά των μελών του διοικητικού συμβουλίου ή των εκκαθαριστών της αφερέγγυας εταιρίας.

Για την έκδοση προδικαστικών αποφάσεων, και αποκλειστικά για τους σκοπούς των διαδικασιών αφερεγγυότητας, η αρμοδιότητα του δικαστή εκτείνεται επίσης στα διοικητικά ή κοινωνικά ζητήματα που συνδέονται άμεσα με τις διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Ο νόμος περί αφερεγγυότητας ορίζει επίσης κανόνες για τη διεθνή και την κατά τόπον αρμοδιότητα και ειδικούς κανόνες για τη δικονομική διαδικασία που πρέπει να τηρηθεί, οι οποίοι υπερισχύουν των γενικών δικονομικών κανόνων που θεσπίζει η νομοθεσία.

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν επιτρέπεται ο συμψηφισμός των απαιτήσεων ή των οφειλών του οφειλέτη. Ωστόσο, ο συμψηφισμός επιτρέπεται εάν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτού πριν από την κήρυξη της αφερεγγυότητας, ακόμη κι αν η απόφαση εκδόθηκε μεταγενέστερα. Οι εν λόγω προϋποθέσεις ορίζονται γενικά στο άρθρο 1196 του Αστικού Κώδικα (Código Civil) (αμοιβαίες απαιτήσεις, ομοειδείς οφειλές που να έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και απαιτητές).

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας που έχουν στοιχείο αλλοδαπότητας εξαιρούνται από τον εν λόγω κανόνα, εάν το δίκαιο που διέπει την ανταπαίτηση του οφειλέτη επιτρέπει την εξαίρεση σε καταστάσεις αφερεγγυότητας.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

6.1 Αποτελέσματα επί των συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος:

Το αναδιατυπωμένο κείμενο του νόμου περί αφερεγγυότητας ρυθμίζει τα αποτελέσματα των διαδικασιών αφερεγγυότητας επί των συμβάσεων που έχει συνάψει ο οφειλέτης με τρίτους, στα άρθρα 156 επ., οι διατάξεις των οποίων διέπουν τις συμβάσεις εκείνες των οποίων η εκτέλεση εκκρεμούσε πριν από την κήρυξη της αφερεγγυότητας. Το ζήτημα εξετάζεται σε συνάρτηση με τις διμερείς συμβάσεις, διότι οι μονομερείς συμβάσεις θα καθορίζουν την αναγνώριση των απαιτήσεων των τρίτων πιστωτών ή το αίτημα να περιληφθούν οι απαιτήσεις τους στα περιουσιακά στοιχεία που υπάγονται στις διαδικασίες, όπως ορίζει το άρθρο 157. Οι συμβάσεις με τη δημόσια διοίκηση ρυθμίζονται με ειδικό διοικητικό νόμο.

Κατά γενική αρχή, το άρθρο 156 ορίζει ότι μόνη η κήρυξη της αφερεγγυότητας δεν θίγει τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, στις οποίες εκκρεμεί η εκτέλεση ενοχών από τον οφειλέτη ή τον αντισυμβαλλόμενο. Οι ενοχές του οφειλέτη βαρύνουν την πτωχευτική περιουσία. Κάθε τυχόν αποζημίωση λόγω καταγγελίας συνιστά επίσης απαίτηση κατά της πτωχευτικής περιουσίας.

Για την ενίσχυση του κύρους των εν λόγω συμβάσεων, ο νόμος θεωρεί άκυρη κάθε ρήτρα που παρέχει εξουσία ακύρωσης ή καταγγελίας της σύμβασης αποκλειστικά λόγω της κήρυξης της αφερεγγυότητας ενός από τους συμβαλλόμενους.

Προς όφελος των διαδικασιών αφερεγγυότητας, ο διαχειριστής (σε περίπτωση αναστολής) ή ο οφειλέτης (σε περίπτωση εποπτείας) μπορεί να ζητήσει τη λύση της σύμβασης από τον εισηγητή δικαστή. Στις εν λόγω περιπτώσεις, ο δικαστής πρέπει να κλητεύσει τον οφειλέτη, τον διαχειριστή και τον αντισυμβαλλόμενο να εμφανιστούν ενώπιον του δικαστηρίου. Εάν έχει συναφθεί συμφωνία μεταξύ των προσώπων που προσέρχονται στο δικαστήριο, ο δικαστής θα εκδώσει διαταγή λύσης της σύμβασης. Διαφορετικά, η διαφορά θα εξεταστεί μέσω παρεμπίπτουσας διαδικασίας αφερεγγυότητας και ο δικαστής θα αποφασίσει για κάθε ζήτημα που αφορά την επιστροφή των πληρωμών και την αποζημίωση, οι οποίες θα βαρύνουν την πτωχευτική περιουσία, και μάλιστα σημαντικά εάν το ποσό είναι υψηλό.

6.2 Καταγγελία λόγω αθέτησης της σύμβασης

Η κήρυξη της αφερεγγυότητας δεν θίγει την καταγγελία των διμερών συμβάσεων από οποιονδήποτε συμβαλλόμενο, λόγω μεταγενέστερης αθέτησης. Σε περίπτωση συμβάσεων διαρκούς εκτέλεσης, το δικαίωμα της καταγγελίας μπορεί επίσης να ασκηθεί εάν η αθέτηση επήλθε πριν από την κήρυξη της αφερεγγυότητας. Ωστόσο, ακόμη κι αν υπάρχουν λόγοι καταγγελίας, ο δικαστής, ενεργώντας υπέρ των διαδικασιών αφερεγγυότητας, μπορεί να διατάξει την εκτέλεση της σύμβασης, ενώ οι πληρωμές που οφείλει ή πρέπει να εκτελέσει ο οφειλέτης βαρύνουν την πτωχευτική περιουσία.

Οι αγωγές που έχουν ως αντικείμενο τη λύση των συμβάσεων πρέπει να ασκούνται ενώπιον του πτωχευτικού δικαστή, στο πλαίσιο παρεμπίπτουσας διαδικασίας αφερεγγυότητας. Εάν το αίτημα γίνει δεκτό (και, ως εκ τούτου, συμφωνηθεί η λύση της σύμβασης), αίρεται κάθε ανεξόφλητη οικονομική υποχρέωση. Ως προς τις ληξιπρόθεσμες οικονομικές υποχρεώσεις, στις διαδικασίες αφερεγγυότητας θα περιλαμβάνονται οι απαιτήσεις των πιστωτών που έχουν εκτελέσει τις συμβατικές τους ενοχές, αν ο οφειλέτης αθέτησε τη σύμβαση πριν από την κήρυξη της αφερεγγυότητας εάν η αθέτηση επήλθε μεταγενέστερα, οι απαιτήσεις των συμβαλλομένων που έχουν εκτελέσει τις ενοχές τους θα βαρύνουν την πτωχευτική περιουσία. Στις απαιτήσεις θα περιλαμβάνεται κάθε τυχόν αποζημίωση λόγω ζημίας.

Το άρθρο 169 επ. του αναδιατυπωμένου κειμένου του νόμου περί αφερεγγυότητας περιλαμβάνει συγκεκριμένες διατάξεις που ρυθμίζουν τα έννομα αποτελέσματα επί των συμβάσεων εργασίας, και το επόμενο άρθρο ρυθμίζει τα έννομα αποτελέσματα επί των συμβάσεων με τα στελέχη της ανώτερης διοίκησης (sic).

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

7.1 Απαγόρευση άσκησης αγωγών για την έκδοση νέων αναγνωριστικών αποφάσεων

Οι δικαστές των πολιτικών και εργατικών δικαστηρίων δεν μπορούν να κάνουν δεκτές τις αγωγές που θα έπρεπε να εκδικαστούν από τον πτωχευτικό δικαστή (κυρίως, όσες στρέφονται κατά των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη).

Εάν κάποια από τις εν λόγω αγωγές έγινε δεκτή εκ παραδρομής, θα διαταχθεί η περάτωση όλων των διαδικασιών και κάθε τυχόν μέτρο που θα ληφθεί θα είναι άκυρο. Οι δικαστές των εμπορικών δικαστηρίων δεν πρέπει επίσης να κάνουν δεκτή οποιαδήποτε αγωγή ασκείται μετά την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας και έως την περάτωσή τους, εάν η εν λόγω αγωγή αφορά εταιρικές υποχρεώσεις και στρέφεται κατά των μελών του διοικητικού συμβουλίου των αφερέγγυων κεφαλαιουχικών εταιριών λόγω παράβασης των καθηκόντων τους, εφόσον υπάρχουν λόγοι υπαγωγής σε εκκαθάριση.

7.2 Αποτελέσματα της κήρυξης της αφερεγγυότητας επί των διαδικασιών εκτέλεσης και είσπραξης επί των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη:

Ο γενικός κανόνας είναι ότι μετά την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, δεν επιτρέπεται η έναρξη ατομικών διώξεων, δικαστικά ή εξωδικαστικά, και η συνέχιση των διοικητικών ή φοροεισπρακτικών διαδικασιών σε βάρος των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Σε περίπτωση παράβασης της εν λόγω απαγόρευσης η εν λόγω πράξη κηρύσσεται άκυρη. Ο κανόνας θεσπίζει δύο εξαιρέσεις κατά τις οποίες η εκτέλεση μπορεί να συνεχιστεί παρά την κήρυξη της αφερεγγυότητας και έως την επικύρωση του σχεδίου της εκκαθάρισης: α) στις διοικητικές διαδικασίες εκτέλεσης για τις οποίες έχουν εκδοθεί διαταγές κατάσχεσης και β) στις διαδικασίες εκτέλεσης λόγω εργατικών απαιτήσεων, με τις οποίες κατάσχονται περιουσιακά στοιχεία που ανήκαν στον οφειλέτη πριν από την κήρυξη της αφερεγγυότητας, με τον όρο ότι τα κατασχεμένα περιουσιακά στοιχεία δεν είναι αναγκαία για τη συνέχιση της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του οφειλέτη.

Ως προς τις εκκρεμείς διαδικασίες εκτέλεσης, το άρθρο 55 παράγραφος 2 ορίζει ότι οι πράξεις που βρίσκονται σε εξέλιξη πρέπει να ανασταλούν από την ημερομηνία κήρυξης της αφερεγγυότητας, παρότι οι αντίστοιχες απαιτήσεις μπορεί να εξεταστούν στο πλαίσιο των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Η εκτέλεση των εμπράγματων ασφαλειών διέπεται από ειδικούς κανόνες, που παρατίθενται στην επόμενη ενότητα, διότι περιλαμβάνει τη διαχείριση των αποτελεσμάτων επί συγκεκριμένων απαιτήσεων.

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

8.1 Αποτελέσματα επί των εκκρεμών αναγνωριστικών δικών κατά τον χρόνο κήρυξης της αφερεγγυότητας

Οι αναγνωριστικές δίκες στις οποίες μετέχει ο οφειλέτης και οι οποίες εκκρεμούν κατά τον χρόνο κήρυξης της αφερεγγυότητας θα συνεχίζονται έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, ωστόσο, κατά παρέκκλιση των παραπάνω, οι αγωγές αποζημίωσης των νομικών προσώπων κατά των μελών του διοικητικού συμβουλίου, των εκκαθαριστών ή των ορκωτών ελεγκτών τους, θα συνεκδικάζονται με τις διαδικασίες αφερεγγυότητας, ενώ θα τηρείται η δικονομική τους διαδικασία.

Διαιτησία: οι συμφωνίες διαιτησίας στις οποίες συμβάλλεται ο οφειλέτης, καθίστανται άκυρες κατά τη διάρκεια των διαδικασιών αφερεγγυότητας (άρθρο 52) ως εκ τούτου, απαγορεύεται η έναρξη της διαιτησίας μετά την κήρυξη της αφερεγγυότητας. Όσες δίκες διαιτησίας βρίσκονται σε εξέλιξη θα συνεχίζονται έως την έκδοση της αμετάκλητης απόφασης διαιτησίας.

8.2 Το δικαίωμα του οφειλέτη για την άσκηση αγωγών:

Ο νόμος οριοθετεί το δικαίωμα του οφειλέτη να ασκεί αγωγές σύμφωνα με τις εξουσίες που του επιφυλάσσονται. Γενικά, εάν ο οφειλέτης τελεί υπό διαχείριση, ο διαχειριστής έχει το δικαίωμα να ασκεί τις μη προσωποπαγείς αγωγές εάν ο οφειλέτης τελεί υπό εποπτεία, έχει το δικαίωμα να ασκεί αγωγές έπειτα από τη λήψη κατάλληλης έγκρισης του διαχειριστή, εφόσον αυτές θίγουν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη. Σε περίπτωση εποπτείας, εάν ο διαχειριστής θεωρήσει σκόπιμη την άσκηση αγωγής προς όφελος των διαδικασιών αφερεγγυότητας και ο οφειλέτης δεν προβεί στην εν λόγω άσκηση, ο δικαστής μπορεί να εξουσιοδοτήσει τον διαχειριστή προς τούτο.

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

9.1 Συμμετοχή των πιστωτών στις διαδικασίες αφερεγγυότητας

Οι πιστωτές επιτρέπεται να υποβάλουν στον δικαστή αίτηση κήρυξης αφερεγγυότητας και ο οφειλέτης δύναται να εναντιωθεί στην εν λόγω αίτηση, οπότε και θα διεξαχθεί συζήτηση στο ακροατήριο και ο δικαστής θα εκδώσει απόφαση με τη μορφή διαταγής. Εάν ο δικαστής κηρύξει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, αυτές θα θεωρούνται «υποχρεωτικές», πράγμα που κατά κανόνα συνεπάγεται την αναστολή των δικαιωμάτων του οφειλέτη περί διαχείρισης και διάθεσης των περιουσιακών του στοιχείων και την αντικατάστασή του από τον διαχειριστή.

Μετά την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, οι πιστωτές λαμβάνουν προθεσμία ενός μήνα από τη δημοσίευση της διαταγής στην Επίσημη Εφημερίδα για να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους, και ο διαχειριστής οφείλει να ενημερώσει κάθε πιστωτή που προσδιορίζεται στα έγγραφα του διαχειριστή για την υποχρέωσή του να αναγγείλει τις απαιτήσεις του. Η προθεσμία δεν διαφέρει για τους πιστωτές που είναι κάτοικοι εξωτερικού. Η εν λόγω αναγγελία πρέπει να είναι γραπτή, να απευθύνεται στον διαχειριστή, να προσδιορίζει την απαίτηση με τις αναγκαίες πληροφορίες για το ποσό, τις ημερομηνίες κατά τις οποίες γεννήθηκε και κατέστη ληξιπρόθεσμη η απαίτηση, τα χαρακτηριστικά και την αναμενόμενη κατάταξη, και εάν γίνεται επίκληση ειδικού προνομίου, να προσδιορίζονται τα περιουσιακά στοιχεία ή τα δικαιώματα που υπόκεινται σε πληρωμή και τα στοιχεία καταχώρισής τους στο μητρώο. Πρέπει επίσης να συμπεριληφθούν τα αποδεικτικά έγγραφα. Η εν λόγω αναγγελία μπορεί να γίνει ηλεκτρονικά.

Ο διαχειριστής οφείλει να αποφασίσει για κάθε απαίτηση αν θα συμπεριληφθεί ή θα αποκλειστεί και το ποσό αυτής, καθώς επίσης και την κατάταξή της στον πίνακα πιστωτών που θα επισυνάψει στην έκθεσή του. Οι πιστωτές που δεν έχουν ικανοποιηθεί από την κατάταξη ή το ποσό της απαίτησης ή δεν περιλήφθηκαν στον πίνακα μπορούν να προσβάλουν την έκθεση μέσα σε προθεσμία 10 ημερών, με αίτηση για παρεμπίπτουσα διαδικασία αφερεγγυότητας, επί της οποίας θα εκδώσει απόφαση ο δικαστής. Πριν από την υποβολή της έκθεσης (εντός των 10 ημερών που προηγούνται της υποβολής της) ο διαχειριστής αποστέλλει ηλεκτρονική γνωστοποίηση στους πιστωτές στη διεύθυνση που έχει στη διάθεσή του, ενημερώνοντας τους για το προσχέδιο του πίνακα πιστωτών και της απογραφής. Οι πιστωτές που δεν έχουν ικανοποιηθεί μπορεί να απευθυνθούν στον διαχειριστή για τη διόρθωση οποιουδήποτε σφάλματος ή την παροχή κάθε άλλης αναγκαίας πληροφορίας.

Οι πιστωτές συμμετέχουν επίσης στα στάδια της συμφωνίας και της εκκαθάρισης. Στο στάδιο της συμφωνίας, μπορεί να υποβάλουν πρόταση συμφωνίας και να παράσχουν τη συναίνεσή τους ως προς την αρχική πρόταση συμφωνίας που είχε καταθέσει ο οφειλέτης. Σε κάθε περίπτωση, θα κλητευτούν σε συνέλευση πιστωτών στην οποία θα συζητηθεί η συμφωνία και θα ψηφιστεί η επικύρωσή της. Τα παραπάνω προϋποθέτουν την απαρτία που ορίζει το άρθρο 124 του νόμου περί αφερεγγυότητας. Η εν λόγω διαδικασία μπορεί επίσης να είναι γραπτή όταν οι πιστωτές είναι περισσότεροι από τριακόσιοι.

Ορισμένοι πιστωτές μπορεί να προσβάλουν την επικύρωση της συμφωνίας (όσοι δεν συμμετέχουν στη συνέλευση ή όσοι στερήθηκαν παράτυπα το δικαίωμα ψήφου), ενώ μετά την επικύρωση, οι πιστωτές μπορεί να ζητήσουν τη μη συμμόρφωση με τη συμφωνία.

Στο στάδιο της εκκαθάρισης, οι πιστωτές μπορεί να υποβάλουν σχόλια για το σχέδιο εκκαθάρισης που προσκόμισε ο διαχειριστής και την τελική έκθεση, πριν από την κήρυξη της περάτωσης των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Στο στάδιο της κατάταξης, οι πιστωτές έχουν την ιδιότητα του διαδίκου και μπορεί να υποβάλουν σχόλια επί της έκθεσης του διαχειριστή και της γνώμης της εισαγγελίας, αν και δεν μπορούν να εγείρουν νομότυπα χωριστές απαιτήσεις κατάταξης.

Τέλος, ως προς την περάτωση των διαδικασιών αφερεγγυότητας, οι πιστωτές μπορεί επίσης να υποβάλουν σχόλια προσβάλλοντας την περάτωση σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

10.1 Διάθεση των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας στο αρχικό στάδιο

Με δεδομένο ότι οι διαδικασίες αφερεγγυότητας δεν αναστέλλουν τη δραστηριότητα του οφειλέτη, μετά την κήρυξη της αφερεγγυότητας, ο οφειλέτης μπορεί να συνεχίσει να διαθέτει τα περιουσιακά του στοιχεία με τους όρους της συμφωνίας εποπτείας που έχει συναφθεί: εάν τελεί υπό εποπτεία, θα πρέπει να λάβει την έγκριση και τη συναίνεση του διαχειριστή, και εάν τελεί υπό διαχείριση, υπεύθυνος για τη διάθεση των περιουσιακών του στοιχείων θα είναι ο διαχειριστής.

Έως την επικύρωση της συμφωνίας ή την έναρξη της εκκαθάρισης, καταρχήν, τα περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας δεν μπορεί να διατίθενται ή να επιβαρύνονται χωρίς την έγκριση του δικαστή. Δεν περιλαμβάνονται: α) η εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων που ο διαχειριστής θεωρεί αναγκαία για την κατοχύρωση της βιωσιμότητας της εταιρίας ή των ταμειακών διαθεσίμων που απαιτούνται για τη διαδικασία β) η εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων που δεν είναι αναγκαία για τη συνέχιση της δραστηριότητας του οφειλέτη, με τη διαβεβαίωση ότι το τίμημα ανταποκρίνεται αντικειμενικά στην αξία του περιουσιακού στοιχείου, όπως προκύπτει από την απογραφή και γ) η διάθεση των περιουσιακών στοιχείων που είναι σύμφυτα με τη συνέχιση της δραστηριότητας του οφειλέτη.

Στην τελευταία περίπτωση, όταν δεν αναστέλλεται το δικαίωμα του οφειλέτη περί διαχείρισης και διάθεσης των περιουσιακών του στοιχείων, ο διαχειριστής μπορεί να καθορίσει εκ των προτέρων τις πράξεις ή τις εργασίες που είναι σύμφυτες με την επιχειρηματική ή εμπορική δραστηριότητα της εταιρίας, και τις οποίες μπορεί να εκτελεί ο ίδιος ο οφειλέτης ανάλογα με τη φύση και το ποσό τους. Ο οφειλέτης μπορεί επίσης να προβαίνει στις εν λόγω πράξεις από τον χρόνο κήρυξης της αφερεγγυότητας και έως την ανάληψη καθηκόντων από τον διαχειριστή.

10.2 Διάθεση των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας στο στάδιο της εκκαθάρισης:

Δύο είναι τα κύρια στάδια της διαδικασίας της εκκαθάρισης:

α) Διαχείριση των εργασιών εκκαθάρισης σύμφωνα με σχέδιο που έχει συντάξει ο διαχειριστής, το οποίο υπόκειται σε σχολιασμό από τον οφειλέτη, τους πιστωτές και τους εκπροσώπους των εργαζόμενων και σε δικαστική επικύρωση. Σκοπός του νόμου είναι, όποτε είναι εφικτό, να διαφυλάττει την εταιρία, και γι’ αυτό τον λόγο θεσπίζει ορισμένους κανόνες για την πώληση των μονάδων παραγωγής. Το σχέδιο μπορεί να προσβληθεί δικαστικά, και οι εργασίες της εκκαθάρισης πρέπει να εκτελεστούν σύμφωνα με τις διατάξεις του σχεδίου. Εάν το σχέδιο δεν επικυρωθεί, εφαρμόζονται οι προκαθορισμένοι κανόνες του νόμου.

β) Πληρωμή των πιστωτών, με τον όρο ότι η πληρωμή μπορεί να ξεκινήσει ακόμη κι αν δεν έχει περατωθεί η εκκαθάριση.

Ωστόσο, πρέπει να διευκρινιστεί ότι στο εν λόγω στάδιο της διαδικασίας δεν διενεργούνται όλες οι εργασίες της εκκαθάρισης. Ορισμένα περιουσιακά στοιχεία μπορεί να ρευστοποιηθούν στο αρχικό στάδιο για σκοπούς εκτός της πληρωμής των πιστωτών, όπως στις παρακάτω περιπτώσεις: τα περιουσιακά στοιχεία που υπάγονται στις διαδικασίες μπορεί να διαφυλαχθούν για τη διατήρηση της οικονομικής δραστηριότητας του οφειλέτη οι πιστωτές με προνόμια επί πλοίων ή αεροσκαφών μπορεί να διαχωρίσουν τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία από την πτωχευτική περιουσία προβαίνοντας στις πράξεις που τους επιτρέπει η ειδική νομοθεσία και τέλος, ορισμένες ατομικές διώξεις που κινούνται από επιμέρους προνομιούχους πιστωτές πριν από τις διαδικασίες αφερεγγυότητας μπορεί να συνεχιστούν, όπως και οι διοικητικές διαδικασίες εκτέλεσης εάν η διαταγή κατάσχεσης είχε εκδοθεί πριν από την κήρυξη της αφερεγγυότητας.

Η εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων στο στάδιο της εκκαθάρισης, πραγματοποιείται καταρχήν, χωρίς ιδιαίτερους περιορισμούς, σύμφωνα με το σχέδιο εκκαθάρισης που έχει εγκρίνει ο δικαστής. Ο διαχειριστής μπορεί επίσης να προσλάβει ένα εξειδικευμένο πρόσωπο για την εκποίηση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων, κατά κανόνα με αμοιβή ίση με τη δική του. Ωστόσο, η διαδικασία μεταρρυθμίστηκε με τον νόμο αριθ. 9/2015, της 25ης Μαΐου 2015, ο οποίος θέσπισε υποχρεωτικούς κανόνες, ιδίως ως προς τα περιουσιακά στοιχεία και τα δικαιώματα που υπόκεινται σε προνομιακές απαιτήσεις. Τα ζητήματα που δεν καλύπτονται από το σχέδιο, θα διέπονται από τους κανόνες για τη διάθεση των περιουσιακών στοιχείων στις ατομικές διώξεις που κινούνται στο πλαίσιο της αστικής δίκης. Κατά κανόνα, η εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων πραγματοποιείται μέσω ενός συστήματος άμεσης πώλησης, με δικλείδες δημοσιότητας, ανάλογες με τη φύση του εκάστοτε περιουσιακού στοιχείου. Επιτρέπεται επίσης η εκχώρηση για την άμεση ή έμμεση πληρωμή των πιστωτών που δεν ανήκουν στον δημόσιο τομέα.

Ο νόμος θεσπίζει συγκεκριμένους κανόνες για την εκποίηση των μονάδων παραγωγής κατά τη διάρκεια των διαδικασιών αφερεγγυότητας (με γνώμονα την αρχή της προστασίας της εταιρίας), ώστε με μία μόνον σύμβαση πώλησης να μεταβιβάζονται όλα τα περιουσιακά στοιχεία, και με ειδικούς κανόνες για τη μεταβίβαση των ευθυνών της επίμαχης δραστηριότητας.

Καταρχήν, η εκποίηση των παραγωγικών μονάδων συνεπάγεται τη μεταβίβαση όλων των συμβάσεων που συνδέονται οργανικά με τη δραστηριότητα, αλλά όχι την ανάληψη των οφειλών που προϋπήρχαν των διαδικασιών αφερεγγυότητας, εκτός αν οι αγοραστές συνδέονται με τον οφειλέτη ή εφαρμόζονται οι εργασιακοί κανόνες για τη διαδοχή στην επιχειρηματική δραστηριότητα. Στις εν λόγω περιπτώσεις, ο δικαστής μπορεί να συναινέσει ώστε ο αγοραστής να μην αναλάβει τους οφειλόμενους μισθούς ή τις αποζημιώσεις που εκκρεμούσαν πριν από τη διάθεση και να διατάξει την κάλυψή τους από το Ταμείο Εγγυήσεως Μισθών (Fondo de Garantía Salarial). Για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας της εταιρίας, ο νέος αγοραστής και οι εργαζόμενοι μπορεί να συνάψουν συμφωνίες για την τροποποίηση των συλλογικών όρων εργασίας.

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Μετά την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, οι απαιτήσεις όλων των πιστωτών, ανέγγυων ή προνομιούχων, ανεξαρτήτως εθνικότητας και κατοικίας ανήκουν στο παθητικό του οφειλέτη. Σκοπός αυτού, σύμφωνα με τις αρχές της par condicio creditorum και της συμμόρφωσης με το «δίκαιο του επιμερισμού» (ley del dividendo), είναι να γίνεται ίση μεταχείριση του συνόλου των απαιτήσεων στο πλαίσιο της επαληθευμένης αφερεγγυότητας του οφειλέτη και κατά τη ρύθμιση του συνόλου των οφειλών του.

Αρχικά γίνεται μια σημαντική διάκριση μεταξύ των πτωχευτικών πιστωτών και των πιστωτών που δεν θίγονται από τις διαδικασίες αφερεγγυότητας: των πιστωτών της πτωχευτικής περιουσίας.

Οι απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας περιγράφονται στο άρθρο 242 του αναδιατυπωμένου κειμένου του νόμου περί αφερεγγυότητας, σε εξαντλητικό κατάλογο, πράγμα που σημαίνει ότι οι απαιτήσεις που δεν περιλαμβάνονται στον εν λόγω κατάλογο δεν θεωρούνται απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας. Καταρχήν, και στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, πρόκειται για απαιτήσεις που προέκυψαν μετά την κήρυξη της αφερεγγυότητας, λόγω των διαδικασιών ή της συνέχισης της δραστηριότητας του οφειλέτη ή από εξωσυμβατική ευθύνη. Ωστόσο, περιλαμβάνονται και άλλες περιπτώσεις, όπως οι απαιτήσεις καταβολής μισθού για τις τελευταίες 30 ημέρες εργασίας πριν από την κήρυξη της αφερεγγυότητας, ποσού που δεν υπερβαίνει το διπλάσιο του κατώτατου διεπαγγελματικού κατοχυρωμένου μισθού και οι απαιτήσεις διατροφής του οφειλέτη ή των προσώπων για τα οποία φέρει τη νομική υποχρέωση διατροφής.

Σε άλλες περιπτώσεις, οι εν λόγω απαιτήσεις απορρέουν από αποφάσεις που εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια των διαδικασιών για παράδειγμα, κατά τον καθορισμό των επιπτώσεων των αγωγών διάρρηξης ή λόγω της καταγγελίας συμβάσεων.

Το ήμισυ του ποσού των απαιτήσεων που απορρέουν από την εισροή νέων ταμειακών διαθεσίμων στο πλαίσιο συμφωνίας αναχρηματοδότησης μπορεί επίσης να θεωρηθεί απαίτηση κατά της πτωχευτικής περιουσίας.

Στην εκκαθάριση, οι απαιτήσεις που χορηγήθηκαν στον οφειλέτη στο πλαίσιο μιας συμφωνίας, και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου, επίσης αποτελούν απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας.

Οι απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας «αφαιρούνται εκ των προτέρων» δηλαδή, έχουν προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων απαιτήσεων και δεν θίγονται από την αναστολή της σώρευσης των τόκων.

Οι απαιτήσεις μισθών για τις τελευταίες 30 ημέρες εργασίας πρέπει να καταβάλλονται αμέσως. Οι υπόλοιπες απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας καταβάλλονται μόλις καταστούν πληρωτέες, ωστόσο ο διαχειριστής μπορεί να μεταβάλει τον εν λόγω κανόνα, εφόσον αυτό απαιτείται προς όφελος των διαδικασιών αφερεγγυότητας και τα περιουσιακά στοιχεία επαρκούν για την πληρωμή όλων των απαιτήσεων κατά της πτωχευτικής περιουσίας.

Ωστόσο, ο νόμος θεσπίζει συγκεκριμένους κανόνες (άρθρο 473) για τις περιπτώσεις όπου τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη τεκμαίρεται ότι δεν επαρκούν για την πληρωμή των απαιτήσεων κατά της πτωχευτικής περιουσίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι υποχρεωτική η περάτωση των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Εάν ο διαχειριστής το προβλέψει, πρέπει να ενημερώσει τον δικαστή και να προχωρήσει στην πληρωμή των απαιτήσεων κατά της πτωχευτικής περιουσίας, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά προτεραιότητας.

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

Μετά την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, οι πιστωτές λαμβάνουν προθεσμία ενός μήνα από τη δημοσίευση της διαταγής στην Επίσημη Εφημερίδα για να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους, και ο διαχειριστής οφείλει να ενημερώσει κάθε πιστωτή που προσδιορίζεται στα έγγραφα του διαχειριστή για την υποχρέωσή του να αναγγείλει τις απαιτήσεις του. Δεν διατίθεται ειδικό έντυπο γι’ αυτόν τον σκοπό. Η προθεσμία είναι η ίδια για τους πιστωτές που είναι κάτοικοι εξωτερικού, αν και θα εφαρμοστούν οι διατάξεις των άρθρων 53 και 55 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2015/848 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Μαΐου 2015 περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Η αναγγελία της απαίτησης πρέπει να είναι έγγραφη, να απευθύνεται στον διαχειριστή, και να προσδιορίζει την απαίτηση με τις αναγκαίες πληροφορίες για το ποσό, τις ημερομηνίες κατά τις οποίες γεννήθηκε και κατέστη ληξιπρόθεσμη η απαίτηση, τα χαρακτηριστικά και την αναμενόμενη κατάταξη, και εάν γίνεται επίκληση ειδικού προνομίου, να προσδιορίζονται τα περιουσιακά στοιχεία ή τα δικαιώματα που υπόκεινται σε πληρωμή και τα στοιχεία καταχώρισής τους στο μητρώο. Πρέπει επίσης να συμπεριληφθούν τα αποδεικτικά έγγραφα. Η εν λόγω αναγγελία μπορεί να γίνει ηλεκτρονικά.

Ο διαχειριστής οφείλει να αποφασίσει για κάθε απαίτηση αν θα συμπεριληφθεί ή θα αποκλειστεί και το ποσό αυτής, καθώς επίσης και την κατάταξή της στον πίνακα πιστωτών που θα επισυνάψει στην έκθεσή του. Οι πιστωτές που δεν έχουν ικανοποιηθεί από την κατάταξη ή το ποσό της απαίτησης ή δεν περιλήφθηκαν στον πίνακα μπορούν να προσβάλουν την έκθεση μέσα σε προθεσμία 10 ημερών, με αίτηση για παρεμπίπτουσα διαδικασία αφερεγγυότητας, επί της οποίας θα εκδώσει απόφαση ο δικαστής. Πριν από την υποβολή της έκθεσης (εντός των 10 ημερών που προηγούνται της υποβολής της) ο διαχειριστής αποστέλλει ηλεκτρονική γνωστοποίηση στους πιστωτές στη διεύθυνση που έχει στη διάθεσή του, ενημερώνοντας τους για το προσχέδιο του πίνακα πιστωτών και της απογραφής. Οι πιστωτές που δεν έχουν ικανοποιηθεί μπορεί να απευθυνθούν στον διαχειριστή για τη διόρθωση οποιουδήποτε σφάλματος ή την παροχή κάθε άλλης αναγκαίας πληροφορίας.

Οι πιστωτές που δεν αναγγέλλουν εγκαίρως τις απαιτήσεις τους μπορεί και πάλι να περιληφθούν στον πίνακα από τον διαχειριστή ή τον δικαστή, κατά την έκδοση απόφασης επί των ενστάσεων κατά του πίνακα των πιστωτών, αλλά με μειωμένη εξασφάλιση. Ωστόσο, οι απαιτήσεις του άρθρου 86 παράγραφος 3, οι απαιτήσεις που απορρέουν από τα έγγραφα του οφειλέτη, οι απαιτήσεις που περιλαμβάνονται σε έναν εκτελεστό τίτλο, οι απαιτήσεις που είναι εξασφαλισμένες με εμπράγματη ασφάλεια καταχωρισμένη στο δημόσιο μητρώο, οι απαιτήσεις που έχουν καταχωριστεί με άλλον τρόπο στις διαδικασίες αφερεγγυότητας ή σε άλλη δίκη, και οι απαιτήσεις που χρήζουν επαλήθευσης από τη δημόσια διοίκηση δεν θα έχουν μειωμένη εξασφάλιση γι’ αυτούς τους λόγους και θα καταταχθούν ανάλογα.

Οι απαιτήσεις που δεν πληρούν ακόμη και τα εν λόγω κριτήρια για την περίληψή τους στον πίνακα, λόγω της εκπρόθεσμης αναγγελίας τους αποκλείονται από την πληρωμή στο πλαίσιο των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Ο νόμος κατατάσσει τις απαιτήσεις αφερεγγυότητας σε τρεις κατηγορίες (άρθρο 269): προνομιακές, μη εξασφαλισμένες και μειωμένης εξασφάλισης. Οι προνομιακές απαιτήσεις υποδιαιρούνται σε ειδικές και γενικές κατηγορίες και στη συνέχεια σε διαφορετικές κατηγορίες, όπως ορίζεται στο άρθρο 287. Η κατάταξη των απαιτήσεων σύμφωνα με τον νόμο περί αφερεγγυότητας πραγματοποιείται με αυτόματο τρόπο. Οι μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις συγκροτούν την κατηγορία των απαιτήσεων που απομένουν: όλες οι απαιτήσεις που δεν εμπίπτουν στις δύο κατηγορίες των προνομιακών απαιτήσεων ή των απαιτήσεων μειωμένης εξασφάλισης είναι μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις.

Α) Στις απαιτήσεις με ειδικό προνόμιο (άρθρο 270) περιλαμβάνονται: Στις απαιτήσεις με ειδικό προνόμιο περιλαμβάνονται:

1. Οι απαιτήσεις για τις οποίες έχει συσταθεί υποθήκη ακινήτου, ενέχυρο κινητών ή εμπράγματη ασφάλεια στα υποθηκευμένα ή ενεχυρασμένα περιουσιακά στοιχεία ή δικαιώματα.

2. Οι απαιτήσεις για τις οποίες έχει συσταθεί ενέχυρο στις προσόδους από βεβαρημένη περιουσία.

3. Οι δανειακές απαιτήσεις επί πάγιων περιουσιακών στοιχείων, περιλαμβανομένων των απαιτήσεων των εργαζόμενων για τα πράγματα που κατασκεύασαν οι ίδιοι, όσο αυτά παραμένουν στην κυριότητα ή την κατοχή του οφειλέτη.

4. Οι απαιτήσεις επί πληρωμών από χρηματοδοτική μίσθωση ή επί τιμήματος σε καθορισμένη τιμή σε περίπτωση αγοράς κινητών ή ακίνητων περιουσιακών στοιχείων, προς όφελος των εκμισθωτών ή των πωλητών, και ανάλογα με την περίπτωση, υπέρ των χρηματοδοτών, επί περιουσιακών στοιχείων που έχουν μισθωθεί ή πωληθεί με παρακράτηση κυριότητας, με απαγόρευση διάθεσης ή με παρεπόμενο όρο σε περίπτωση μη πληρωμής.

5. Οι απαιτήσεις που είναι εξασφαλισμένες με πιστωτικούς τίτλους οι οποίοι εμφαίνονται στις λογιστικές εγγραφές, στους βεβαρημένους πιστωτικούς τίτλους.

6. Οι απαιτήσεις που είναι εξασφαλισμένες με ενέχυρο το οποίο προκύπτει από δημόσια έγγραφα, επί ενεχυρασμένων περιουσιακών στοιχείων ή δικαιωμάτων που βρίσκονται στην κατοχή του πιστωτή ή τρίτου.

Το ειδικό προνόμιο θα αφορά μόνον το μέρος της απαίτησης που δεν υπερβαίνει την αξία της εκάστοτε εξασφάλισης που είναι καταχωρισμένη στον πίνακα πιστωτών. Το ποσό της απαίτησης που υπερβαίνει το ποσό για το οποίο αναγνωρίζεται το ειδικό προνόμιο θα κατατάσσεται ανάλογα με τη φύση του.

Β) Στις απαιτήσεις με γενικό προνόμιο (άρθρο 280) περιλαμβάνονται:

1. Οι απαιτήσεις μισθών που δεν διαθέτουν ειδικό προνόμιο, ποσού που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του τριπλάσιου του κατώτατου διεπαγγελματικού κατοχυρωμένου μισθού με τον αριθμό των ημερομισθίων που δεν έχουν πληρωθεί η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης, ίση με το ελάχιστο νόμιμο ποσό και υπολογιζόμενη έως το τριπλάσιο του κατώτατου διεπαγγελματικού κατοχυρωμένου μισθού η αποζημίωση λόγω εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών νόσων, που είχε σωρευθεί πριν από την κήρυξη της αφερεγγυότητας.

2. Οι παρακρατήσεις φόρων και κοινωνικής ασφάλισης που βαρύνουν τον οφειλέτη κατά τον νόμο.

3. Οι απαιτήσεις φυσικών προσώπων που απορρέουν από ανεξάρτητη εξωτερική συνεργασία και οι απαιτήσεις των συγγραφέων για την εκχώρηση των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης των έργων που υπόκεινται σε προστασία διανοητικής ιδιοκτησίας, και έχουν σωρευθεί κατά τους έξι μήνες που προηγήθηκαν της κήρυξης της αφερεγγυότητας.

4. Οι φορολογικές απαιτήσεις και άλλες απαιτήσεις του δημοσίου δικαίου, καθώς και οι απαιτήσεις από εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που δεν απολαύουν ειδικών προνομίων. Το εν λόγω προνόμιο μπορεί να ισχύσει σε ποσοστό έως 50 % των συνολικών απαιτήσεων της φορολογικής αρχής και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, αντίστοιχα.

5. Απαιτήσεις από εξωσυμβατική αστική ευθύνη.

6. Οι απαιτήσεις που απορρέουν από τις εισροές νέων ταμειακών διαθεσίμων λόγω μιας συμφωνίας αναχρηματοδότησης, η οποία πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 71 παράγραφος 6, και έως ποσού που δεν αναγνωρίζεται ως απαίτηση κατά της πτωχευτικής περιουσίας.

7. Ποσοστό έως 50% των απαιτήσεων του πιστωτή που εντάχθηκαν στις διαδικασίες αφερεγγυότητας και οι οποίες δεν θεωρούνται μειωμένης εξασφάλισης.

Γ) Οι απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης περιλαμβάνονται στο άρθρο 281:

1. Οι απαιτήσεις που αναγγέλθηκαν εκπρόθεσμα, εκτός εάν αφορούν αξιώσεις που απορρέουν από αναγκαστική αναγνώριση ή από δικαστικές αποφάσεις.

2. Οι απαιτήσεις οι οποίες είναι μειωμένης εξασφάλισης, βάσει συμβατικής συμφωνίας.

3. Οι απαιτήσεις για προσαυξήσεις και τόκους.

4. Οι απαιτήσεις από πρόστιμα και κυρώσεις.

5. Οι απαιτήσεις προσώπων με ειδική σχέση με τον οφειλέτη σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στον παρόντα νόμο.

6. Οι απαιτήσεις που απορρέουν από αγωγές διάρρηξης όταν αναγνωρίζεται ότι ορισμένο πρόσωπο ενήργησε κακόπιστα κατά την προσβαλλόμενη πράξη.

7. Απαιτήσεις που απορρέουν από αμφοτεροβαρείς συμβάσεις ή, σε περίπτωση αποκατάστασης, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στη διάταξη.

13.1 Πληρωμή απαιτήσεων

Η πληρωμή των απαιτήσεων με ειδικό προνόμιο βαρύνει τα περιουσιακά στοιχεία και τα δικαιώματα που υπάγονται στις διαδικασίες, είτε υπόκεινται σε ατομική είτε σε συλλογική δίωξη. Για τις εν λόγω απαιτήσεις ισχύουν ειδικοί κανόνες, που επιτρέπουν στον διαχειριστή να τις πληρώνει από την πτωχευτική περιουσία χωρίς να ρευστοποιεί συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία, αίροντας τα βάρη. Επιτρέπεται επίσης η πώληση των περιουσιακών στοιχείων με το βάρος και η ανάληψη των υποχρεώσεων του οφειλέτη από τον αγοραστή. Για την πώληση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων, ο νόμος ορίζει συγκεκριμένους κανόνες στα άρθρα 429 επ.

Οι απαιτήσεις με γενικό προνόμιο πληρώνονται ανάλογα με τη σειρά προτεραιότητάς τους και αναλογικά στο πλαίσιο της κάθε κατηγορίας. Στη συνέχεια, πληρώνονται οι μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις, παρότι ο δικαστής μπορεί να μεταβάλει την τάξη προτεραιότητάς τους, έπειτα από αίτημα του διαχειριστή και υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Οι μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις πληρώνονται αναλογικά και ανάλογα με τη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας.

Οι απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης πληρώνονται τελευταίες και σύμφωνα με την τάξη προτεραιότητας που ορίζει το άρθρο 309.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

14.1 Διαδικασία αναδιοργάνωσης

Η «διαδικασία αναδιοργάνωσης» μπορεί να παραπέμπει σε δύο διαφορετικές καταστάσεις: στη συμφωνία των πιστωτών ως μέσο περάτωσης των διαδικασιών αφερεγγυότητας, και στη δυνατότητα να αποφύγει ο οφειλέτης τις διαδικασίες αφερεγγυότητας μέσω συμφωνίας αναδιοργάνωσης της οφειλής του ή αναδιάρθρωσης με τους πιστωτές του. Και οι δύο καταστάσεις ρυθμίζονται από τον νόμο περί αφερεγγυότητας.

Α) Συμφωνία πιστωτών

Μετά το αρχικό στάδιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας, όταν έχουν καθοριστεί οριστικά τα περιουσιακά στοιχεία και το παθητικό που υπάγονται στις διαδικασίες, δύο είναι οι πιθανές λύσεις: η συμφωνία των πιστωτών ή η εκκαθάριση. Προηγείται η επίτευξη της συμφωνίας πιστωτών, διότι ο νόμος ορίζει ότι πρέπει πάντοτε να κινείται η διαδικασία σύναψης συμφωνίας, εκτός αν ο οφειλέτης έχει ζητήσει την έναρξη της διαδικασίας της εκκαθάρισης.

Τόσο ο οφειλέτης όσο και οι πιστωτές με απαιτήσεις άνω του ενός πέμπτου του παθητικού του οφειλέτη μπορεί να υποβάλουν πρόταση συμφωνίας μετά το πέρας του αρχικού σταδίου. Ο οφειλέτης έχει επίσης την εξουσία να υποβάλει μια αρχική πρόταση συμφωνίας, παρότι ορισμένοι οφειλέτες δεν διαθέτουν το εν λόγω προνόμιο (όσοι έχουν καταδικαστεί για ορισμένα αδικήματα κι όσοι δεν υποβάλλουν ετήσιους λογαριασμούς παρότι φέρουν τη σχετική υποχρέωση).

Η αρχική πρόταση συμφωνίας αποσκοπεί στη σύναψη συμφωνίας από τον οφειλέτη και τους πιστωτές του με ταχύτητα και χωρίς να εξαντληθούν όλα τα στάδια των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Η εξέταση της πρότασης προϋποθέτει την προσχώρηση συγκεκριμένου ποσοστού πιστωτών σε αυτή. Μετά την κατάθεση, η αίτηση πρέπει να αξιολογηθεί από τον διαχειριστή και οι υπόλοιποι πιστωτές μπορεί να προσχωρήσουν σε αυτή σε περίπτωση επίτευξης των απαιτούμενων πλειοψηφιών, ο δικαστής θα εκδώσει απόφαση επικύρωσης της συμφωνίας που κατατέθηκε.

Το στάδιο της κατεξοχήν εξέτασης της συμφωνίας ξεκινά με δικαστική απόφαση που περατώνει το αρχικό στάδιο στην εν λόγω απόφαση, ο δικαστής ορίζει ημερομηνία για τη διεξαγωγή της συνέλευσης των πιστωτών, αν και η εξέταση μπορεί να γίνει γραπτώς εάν οι πιστωτές είναι περισσότεροι από τριακόσιοι. Από το εν λόγω σημείο, ξεκινά η προθεσμία του οφειλέτη και των πιστωτών να υποβάλουν τις προτάσεις συμφωνίας, οι οποίες πρέπει να έχουν ένα βασικό ελάχιστο περιεχόμενο. Εάν πληρούν όλες τις προϋποθέσεις, ο δικαστής κάνει δεκτές τις προτάσεις και τις αποστέλλει στον διαχειριστή για αξιολόγηση.

Στη συνέλευση των πιστωτών προεδρεύει ο δικαστής, ενώ για το νόμιμο της σύγκλησής της, απαιτείται η προσέλευση των πιστωτών που εκπροσωπούν ποσοστό άνω του μισού των μη εξασφαλισμένων απαιτήσεων. Παρίστανται υποχρεωτικά ο οφειλέτης και ο διαχειριστής. Στη συνέλευση, διεξάγεται συζήτηση και ψηφοφορία επί των προτάσεων συμφωνίας, και για την επικύρωση απαιτείται η θετική ψήφος των πλειοψηφιών που ορίζει το άρθρο 124 του νόμου, ανάλογα με το περιεχόμενό τους. Στη συνέχεια, ο δικαστής εκδίδει απόφαση που επικυρώνει την πρόταση που έγινε δεκτή από τη συνέλευση, ενώ ο διαχειριστής και οι πιστωτές που δεν συμμετείχαν ή στερήθηκαν τα δικαιώματά τους να προσβάλουν την πρόταση μπορούν να προσφύγουν σε μια διαδικασία που προηγείται της εν λόγω απόφασης.

Η συμφωνία παράγει έννομα αποτελέσματα από την ημέρα της απόφασης που την επικυρώνει, και έκτοτε οι διαδικασίες αφερεγγυότητας παύουν να παράγουν έννομα αποτελέσματα και αντικαθίστανται από τα οριζόμενα στη συμφωνία. Επίσης περατώνεται ο ρόλος του διαχειριστή. Η συμφωνία δεσμεύει τον οφειλέτη και τους ανέγγυους και μειωμένης εξασφάλισης πιστωτές, καθώς και τους προνομιακούς πιστωτές που υπερψήφισαν. Μπορεί επίσης να δεσμεύει τους προνομιακούς πιστωτές ανάλογα με τις πλειοψηφίες που συγκεντρώθηκαν κατά την επικύρωσή της. Εάν η συμφωνία εφαρμοστεί, ο δικαστής κηρύσσει την εφαρμογή της και διατάσσει την περάτωση των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Σε περίπτωση μη τήρησης της συμφωνίας, οποιοσδήποτε πιστωτής μπορεί να ζητήσει από τον δικαστή την κήρυξη της μη συμμόρφωσης.

Β) Αναδιάρθρωση οφειλών μέσω συμφωνιών αναχρηματοδότησης για την αποτροπή των διαδικασιών αφερεγγυότητας

Από την πείρα που έχει αποκτηθεί μετά τη δημοσίευση του νόμου περί αφερεγγυότητας αποδεικνύεται η αποτυχία των διαδικασιών αφερεγγυότητας ως μέσου επίτευξης επιχειρηματικής συνέχειας στη βάση της συμφωνημένης λύσης. Ως εκ τούτου, με τη σύσταση της Επιτροπής της 12ης Μαρτίου 2014 για μια νέα προσέγγιση για την επιχειρηματική αποτυχία και την αφερεγγυότητα, προτάθηκε στα κράτη μέλη η θέσπιση μέτρων για την αποτροπή των διαδικασιών αφερεγγυότητας μέσω συμφωνιών αναχρηματοδότησης οφειλών μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών. Με τις πλέον πρόσφατες τροποποιήσεις του νόμου περί αφερεγγυότητας, ο Ισπανός νομοθέτης εισήγαγε τέσσερα είδη μέτρων: α) την καθιέρωση ενός συστήματος προηγούμενης επικοινωνίας, με το οποίο ο οφειλέτης θα γνωστοποιεί στο εμπορικό δικαστήριο ότι έχει ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές του για τη σύναψη συμφωνίας αναχρηματοδότησης που αναστέλλει την υποχρέωση αίτησης για την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας και επιτρέπει την αναστολή των ατομικών διώξεων σε ορισμένες περιπτώσεις και για συγκεκριμένο διάστημα β) την καθιέρωση προληπτικών μηχανισμών για την προστασία των συμφωνιών αναχρηματοδότησης έναντι αγωγών διάρρηξης γ) την καθιέρωση επίσημης διαδικασίας επικύρωσης των συμφωνιών αναχρηματοδότησης για την ενίσχυση των αποτελεσμάτων τους και δ) την παροχή κινήτρων για τη μετατροπή των οφειλών σε ίδια κεφάλαια. Στην παρούσα ενότητα, επικεντρωνόμαστε στη ρύθμιση της δικαστικής επικύρωσης των συμφωνιών αναχρηματοδότησης, που περιλαμβάνεται στην τέταρτη πρόσθετη διάταξη του νόμου περί αφερεγγυότητας.

Οι συμφωνίες αναχρηματοδότησης που υπογράφονται από τους πιστωτές που εκπροσωπούν ποσοστό 51 % του παθητικού μπορεί να εγκριθούν δικαστικά. Ο νόμος ορίζει συγκεκριμένους κανόνες για τον υπολογισμό του παθητικού και τα κοινοπρακτικά δάνεια.

Η διαδικασία περιλαμβάνει την υποβολή από τον οφειλέτη ή από τους πιστωτές αίτησης συνοδευόμενης από πιστοποιητικό του ορκωτού ελεγκτή που να επιβεβαιώνει τη συμμετοχή των εκάστοτε απαιτούμενων πλειοψηφιών, σύμφωνα με το επίπεδο της επιδιωκόμενης προστασίας, με κατώτατο όριο το ποσοστό του 51 % του παθητικού.  Ο δικαστής εξετάζει την αίτηση και εφόσον την κάνει δεκτή, εκδίδει διαταγή με την οποία κηρύσσει την αναστολή των ατομικών διώξεων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της επικύρωσης.

Μετά τη δημοσίευση της διαταγής επικύρωσης, οι διαφωνούντες πιστωτές έχουν στη διάθεσή τους προθεσμία 15 ημερών για να την προσβάλουν. Μοναδικοί δικαιολογητικοί λόγοι της προσβολής είναι η μη συμμόρφωση με τις επίσημες διατυπώσεις ή ο δυσανάλογος χαρακτήρας της απαιτούμενης περικοπής. Οι ενστάσεις εξετάζονται σε παρεμπίπτουσα διαδικασία αφερεγγυότητας, στην οποία μετέχουν ο οφειλέτης και οι υπόλοιποι πιστωτές που αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη στη συμφωνία, και εκδίδεται ανέκκλητη απόφαση. Ορίζεται επίσης ρητά ότι, ως προς τα αποτελέσματα της συμφωνίας που έχει επικυρωθεί δικαστικά, τα οποία αναπτύσσουν ισχύ από την επόμενη ημέρα της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα, ο δικαστής μπορεί να διατάξει την άρση οποιασδήποτε κατάσχεσης έχει επιβληθεί με ατομική δίωξη που κινήθηκε επί οφειλών που περιλαμβάνονται στη συμφωνία αναχρηματοδότησης.

Τα αποτελέσματα της δικαστικής επικύρωσης δεν περιορίζονται στην επέκταση, κατά παρέκκλιση της αρχής της σχετικότητας των συμβάσεων, των αποτελεσμάτων της συμφωνημένης επέκτασης. Το γενικό αποτέλεσμα είναι η προστασία από τις αγωγές διάρρηξης, ωστόσο η επέκταση των αποτελεσμάτων στους διαφωνούντες πιστωτές θα εξαρτηθεί από το ποσοστό της επικύρωσης. Συνεπώς: α) αίρεται η προστασία των πιστωτών με εμπράγματη εξασφάλιση  β) τα αποτελέσματα της συμφωνίας τροποποιούνται σύμφωνα με τις πλειοψηφίες που την επικύρωσαν και ανάλογα με το εάν η απαίτηση καλύπτεται επαρκώς από την εμπράγματη ασφάλεια.

Οι πιστωτές με οικονομικές απαιτήσεις, που δεν έχουν υπογράψει τη συμφωνία αλλά θίγονται από τη δικαστική επικύρωση διατηρούν τα δικαιώματά τους έναντι όσων ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον οφειλέτη και των τριτεγγυητών ή εγγυητών, οι οποίοι δεν μπορούν να επικαλεστούν την αποδοχή της συμφωνίας αναχρηματοδότησης ή τα αποτελέσματα της δικαστικής επικύρωσης. Ως προς τους πιστωτές με οικονομικές απαιτήσεις, οι οποίοι έχουν υπογράψει τη συμφωνία, η διατήρηση των αποτελεσμάτων αυτής επί των τριτεγγυητών ή των εγγυητών θα εξαρτηθεί από τους όρους της συμφωνίας που διέπουν τις εκάστοτε μεταξύ τους έννομες σχέσεις.

Οποιοσδήποτε πιστωτής, είτε έχει υπογράψει τη συμφωνία είτε όχι, μπορεί να ζητήσει την κήρυξη της μη συμμόρφωσης από το δικαστήριο που την επικύρωσε, μέσω μιας παρεμπίπτουσας διαδικασίας αφερεγγυότητας. Η απόφαση είναι ανέκκλητη. Εάν κηρυχθεί η μη συμμόρφωση, οι πιστωτές μπορεί να ζητήσουν την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας ή να ξεκινήσουν ατομικές διώξεις.

Εάν τα δικαιώματα από την εμπράγματη ασφάλεια εκτελεστούν επί απαιτήσεων που περιλαμβάνονται στη συμφωνία, και εκτός αν άλλως συμφωνηθεί, ο πιστωτής μπορεί να αποκτήσει τα ποσά που έχουν αποκτηθεί με συγκεκριμένους όρους.

14.2 Απαλλαγή των οφειλετών που είναι φυσικά πρόσωπα από ανεξόφλητες απαιτήσεις

Ο νόμος αριθ. 25/2015, της 28ης Ιουλίου 2015, εισήγαγε στον νόμο περί αφερεγγυότητας τον λεγόμενο μηχανισμό «δεύτερης ευκαιρίας», στο νέο άρθρο 178α.

Η διάταξη εξαιρεί τα φυσικά πρόσωπα από τον γενικό κανόνα του άρθρου 178 παράγραφος 2, σύμφωνα με τον οποίο, στην περίπτωση περάτωσης των διαδικασιών αφερεγγυότητας λόγω εκκαθάρισης ή ανεπάρκειας των περιουσιακών στοιχείων που υπάγονται στις διαδικασίες, οι οφειλέτες που είναι φυσικά πρόσωπα ευθύνονται για την πληρωμή των υπολειπόμενων απαιτήσεων.

Για να επωφεληθεί από την εν λόγω απαλλαγή, ο οφειλέτης οφείλει να έχει ενεργήσει καλόπιστα και να συντρέχουν στο πρόσωπό του οι παρακάτω προϋποθέσεις:

1. η αφερεγγυότητα να μην έχει κηρυχθεί υπαίτια

2. ο οφειλέτης να μην έχει καταδικαστεί με αμετάκλητη απόφαση για αδίκημα κατά της ιδιοκτησίας, απάτη ή οικονομικό έγκλημα, πλαστογραφία, αδικήματα κατά της φορολογικής αρχής και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης ή κατά των δικαιωμάτων των εργαζόμενων τα τελευταία 10 έτη πριν από την κήρυξη της αφερεγγυότητας

3. σύμφωνα με τις προδιαγραφές του άρθρου 231, ο οφειλέτης να έχει συνάψει ή έστω να έχει αποπειραθεί να συνάψει εξωδικαστική συμφωνία πληρωμής

4. ο οφειλέτης να έχει εξοφλήσει τις απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας και τις προνομιακές πτωχευτικές απαιτήσεις και, εάν δεν έχει αποπειραθεί να συνάψει προηγούμενη εξωδικαστική συμφωνία, σε ποσοστό τουλάχιστον 25 % του ποσού των μη εξασφαλισμένων πτωχευτικών απαιτήσεων

5. εναλλακτικά με το προηγούμενο εδάφιο:

i) ο οφειλέτης να έχει προσχωρήσει σε ένα σχέδιο πληρωμών

ii) να έχει συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις συνεργασίας με τον δικαστή και τον διαχειριστή

iii) να μην έχει τύχει της εν λόγω απαλλαγής τα τελευταία 10 έτη

iv) να μην έχει απορρίψει προσφορά εργασίας που ανταποκρίνεται στις ικανότητές του κατά τα τέσσερα έτη που προηγούνται της κήρυξης της αφερεγγυότητας

v) να αποδεχτεί ρητά, στην αίτηση απαλλαγής από ανεξόφλητες απαιτήσεις, ότι η εν λόγω απαλλαγή θα παραμείνει εγγεγραμμένη στο ειδικό τμήμα του Δημόσιου Μητρώου Αφερεγγυότητας για διάστημα πέντε ετών.

Η χορήγηση της εν λόγω απαλλαγής προϋποθέτει την έναρξη των διαδικασιών έπειτα από αίτηση του οφειλέτη και τη συμμετοχή του διαχειριστή και των πιστωτών που είναι διάδικοι. Ο οφειλέτης οφείλει να υποβάλει σχέδιο πληρωμών για τις απαιτήσεις που εξαιρούνται από την απαλλαγή, το οποίο πρέπει να εξοφληθεί μέσα σε προθεσμία πέντε ετών το ανώτερο.

Μετά την παρέλευση της προθεσμίας που έχει ταχθεί για τη συμμόρφωση με το σχέδιο πληρωμών, χωρίς να έχει ανακληθεί η απαλλαγή, ο πτωχευτικός δικαστής, έπειτα από αίτημα του οφειλέτη, εκδίδει διαταγή οριστικής απαλλαγής από τις απαιτήσεις που δεν εξοφλήθηκαν κατά τη διάρκεια των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Ο δικαστής μπορεί επίσης, ανάλογα με τις περιστάσεις της υπόθεσης και κατόπιν εξέτασης των πιστωτών να διατάξει την οριστική απαλλαγή από τις ανεξόφλητες απαιτήσεις των οφειλετών που δεν έχουν συμμορφωθεί πλήρως με το σχέδιο πληρωμών αλλά έχουν αποδώσει τουλάχιστον το μισό των ταμειακών διαθεσίμων που έχουν ληφθεί (και δεν θεωρούνται ακατάσχετα) μέσα στην προθεσμία των πέντε ετών από τη χορήγηση της προσωρινής απαλλαγής ή το ένα τέταρτο των εν λόγω διαθεσίμων, όταν ο οφειλέτης πληροί τις περιστάσεις που ορίζει η νομοθεσία για την προστασία των ενυπόθηκων οφειλετών που δεν διαθέτουν τους αναγκαίους πόρους, εν όψει του οικογενειακού εισοδήματος και ιδιαίτερα δυσχερών οικογενειακών περιστάσεων.

Όλες οι μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις και οι απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης που παραμένουν ανεξόφλητες κατά την ημερομηνία περάτωσης των διαδικασιών αφερεγγυότητας θα περιληφθούν στην εν λόγω απαλλαγή, εκτός από τις απαιτήσεις δημοσίου δικαίου και τις απαιτήσεις διατροφών. Ως προς τις απαιτήσεις με ειδικό προνόμιο, η απαλλαγή θα χωρήσει για το μέρος των απαιτήσεων που δεν μπόρεσε να διευθετηθεί με την εκτέλεση της εμπράγματης ασφάλειας.

Η απαλλαγή μπορεί να ανακληθεί έπειτα από αίτημα οποιουδήποτε πιστωτή της πτωχευτικής περιουσίας, εάν μέσα σε πέντε έτη από τη χορήγησή της, αποδειχθεί η ύπαρξη εισοδημάτων, περιουσιακών στοιχείων ή δικαιωμάτων του οφειλέτη που δεν έχουν δηλωθεί.

Αίτηση ανάκλησης μπορεί επίσης να υποβληθεί εάν μέσα στην προθεσμία που έχει ταχθεί για τη συμμόρφωση με το σχέδιο πληρωμών: α) ο οφειλέτης βρεθεί σε μια από τις περιστάσεις που, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 178α παράγραφος 3, αποκλείουν τη χορήγηση απαλλαγής από ανεξόφλητες απαιτήσεις β) ανάλογα με την περίσταση, δεν έχει τηρηθεί η υποχρέωση πληρωμής μη απαλλασσόμενων οφειλών σύμφωνα με το περιεχόμενο του σχεδίου πληρωμών ή γ) η οικονομική κατάσταση του οφειλέτη έχει βελτιωθεί ουσιωδώς λόγω κληρονομιάς, κληροδοσίας ή δωρεάς, ή τυχερών παιγνίων, με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να πληρώσει όλες τις ανεξόφλητες οφειλές του χωρίς να θιγούν οι υποχρεώσεις διατροφής που υπέχει.

Εάν ο δικαστής διατάξει την ανάκληση της απαλλαγής, οι πιστωτές ανακτούν πλήρως το δικαίωμά τους να στραφούν κατά του οφειλέτη για την εκτέλεση των απαιτήσεων που παραμένουν ανεξόφλητες κατά την περάτωση των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

14.3 Περάτωση των διαδικασιών αφερεγγυότητας

Οι αιτίες περάτωσης των διαδικασιών αφερεγγυότητας ορίζονται στο άρθρο 465 του αναδιατυπωμένου κειμένου του νόμου περί αφερεγγυότητας. Κατά κύριο λόγο, οι διαδικασίες αφερεγγυότητας περατώνονται για τις παρακάτω αιτίες:

α) ανακαλείται η διαταγή κήρυξης της αφερεγγυότητας από το Περιφερειακό Δικαστήριο (Audiencia Provincial)

β) κηρύσσεται η συμμόρφωση με τη συμφωνία

γ) επαληθεύεται ότι τα περιουσιακά στοιχεία που υπάγονται στη διαδικασία δεν επαρκούν για την πληρωμή των απαιτήσεων κατά της αφερέγγυας περιουσίας

δ) επαληθεύεται η πληρωμή όλων των αναγνωρισμένων απαιτήσεων ή η πλήρης ικανοποίηση των πιστωτών με άλλα μέσα

ε) μετά την περάτωση του αρχικού σταδίου, όλοι οι πιστωτές αποχωρούν ή παραιτούνται από τη διαδικασία.

Η περάτωση πρέπει να επικυρωθεί από τον δικαστή και οι διάδικοι έχουν τη δυνατότητα να την προσβάλουν. Ο νόμος περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις για την περάτωση των διαδικασιών αφερεγγυότητας, λόγω ανεπάρκειας των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη κατά τον χρόνο που καλείται να πληρώσει τις απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας. Το παραπάνω μπορεί να επαληθευθεί με την αίτηση του ίδιου του οφειλέτη για την έναρξη των διαδικασιών, οπότε και ο δικαστής κηρύσσει ταυτόχρονα την έναρξη και την περάτωση των διαδικασιών αφερεγγυότητας με την ίδια απόφαση και κατά τον ίδιο χρόνο.

Με την κήρυξη της περάτωσης των διαδικασιών αφερεγγυότητας, αίρονται όλοι οι περιορισμοί επί των εξουσιών του οφειλέτη. Εάν ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο, ο νόμος ορίζει συγκεκριμένους κανόνες προκειμένου να τύχει απαλλαγής ο οφειλέτης από την πληρωμή των απαιτήσεων που δεν διευθετήθηκαν κατά τη διάρκεια των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Οι προϋποθέσεις της εν λόγω απαλλαγής ορίζονται στα άρθρα 486 επ. Ο οφειλέτης πρέπει να έχει ενεργήσει καλόπιστα και να έχει εκπληρώσει συγκεκριμένες υποχρεώσεις. Ο ίδιος ο οφειλέτης πρέπει να υποβάλει την αίτηση απαλλαγής και τόσο οι πιστωτές όσο και ο διαχειριστής οφείλουν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Η απαλλαγή μπορεί να ανακληθεί σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα, αν ο οφειλέτης βελτιώσει την οικονομική του θέση ή δεν συμμορφώνεται με το σχέδιο πληρωμής στο οποίο προσχώρησε για την πληρωμή των μη απαλλασσόμενων οφειλών.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Σε περίπτωση περάτωσης των διαδικασιών αφερεγγυότητας των νομικών προσώπων λόγω εκκαθάρισης, τα νομικά πρόσωπα στερούνται τη νομική τους προσωπικότητα.

Εάν η περάτωση οφείλεται στην εφαρμογή της συμφωνίας, οι απαιτήσεις των πιστωτών θα πληρωθούν σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας. Οι προνομιακοί πιστωτές που δεν έχουν υπογράψει τη συμφωνία των πιστωτών μπορεί να συνεχίσουν ή να ξεκινήσουν ατομικές διώξεις, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις.

Κατά τη διάρκεια της εφαρμογής της συμφωνίας των πιστωτών, ο οφειλέτης μπορεί επίσης να στερηθεί τη νομική του προσωπικότητα μέσω διαδικασίας τροποποίησης της διάρθρωσής του, που έχει ως αποτέλεσμα την ανάληψη των υποχρεώσεων από μια νέα εταιρία ή την εταιρία που πραγματοποιεί την εξαγορά.

Για τους οφειλέτες που είναι φυσικά πρόσωπα, η περάτωση των διαδικασιών αφερεγγυότητας λόγω εκκαθάρισης ή ανεπάρκειας των περιουσιακών στοιχείων συνεπάγεται ότι οι πιστωτές μπορεί να ξεκινήσουν ατομικές διώξεις σε βάρος του οφειλέτη, εκτός εάν αυτός έχει απαλλαγεί από τις ανεξόφλητες απαιτήσεις, με τον τρόπο που ορίζει το άρθρο 178α.

15.1 Επανέναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας

Η έκδοση διαταγής κήρυξης της αφερεγγυότητας οφειλέτη που είναι φυσικό πρόσωπο μέσα σε πέντε έτη από την περάτωση των προηγούμενων διαδικασιών αφερεγγυότητας λόγω εκκαθάρισης ή ανεπάρκειας των περιουσιακών στοιχείων συνιστά επανέναρξη των προηγούμενων διαδικασιών.

Στην περίπτωση οφειλετών που είναι νομικά πρόσωπα, την επανέναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας που είχαν περατωθεί λόγω εκκαθάρισης ή ανεπάρκειας των περιουσιακών στοιχείων διατάσσει το δικαστήριο που επιλήφθηκε της πρώτης διαδικασίας, το οποίο εξετάζει την υπόθεση με την ίδια διαδικασία, ενώ η εν λόγω επανέναρξη περιορίζεται στο στάδιο της εκκαθάρισης των περιουσιακών στοιχείων και των δικαιωμάτων που προέκυψαν μεταγενέστερα.

Μέσα στο επόμενο έτος από την ημερομηνία της απόφασης περάτωσης των διαδικασιών αφερεγγυότητας λόγω ανεπάρκειας των περιουσιακών στοιχείων, οι πιστωτές μπορεί να ζητήσουν την επανέναρξη των διαδικασιών για τον σκοπό της λήψης συγκεκριμένων μέτρων είσπραξης, με μνεία των συγκεκριμένων μέτρων που θα ληφθούν ή με γραπτή έκθεση των οικείων πραγματικών περιστατικών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στον χαρακτηρισμό της αφερεγγυότητας ως υπαίτιας, εκτός εάν είχε εκδοθεί απόφαση για τον χαρακτηρισμό της στις διαδικασίες αφερεγγυότητας που περατώθηκαν.

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Σύμφωνα με το άρθρο 242 του αναδιατυπωμένου κειμένου του νόμου περί αφερεγγυότητας, όλα τα νομικά έξοδα των διαδικασιών αφερεγγυότητας και η πληρωμή τους αποτελούν απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας. Ιδίως, περιλαμβάνονται όλες οι απαιτήσεις που απορρέουν από τα αναγκαία νομικά έξοδα και τις δαπάνες για την αίτηση και κήρυξη της έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας, την έκδοση ασφαλιστικών μέτρων, τη δημοσίευση των αποφάσεων που ορίζει ο εν λόγω νόμος και τη συμμετοχή και εκπροσώπηση του οφειλέτη και του διαχειριστή σε ολόκληρη τη διαδικασία αφερεγγυότητας και τις παρεμπίπτουσες διαδικασίες, όταν η συμμετοχή τους είναι υποχρεωτική από τον νόμο ή τελεί προς όφελος της πτωχευτικής περιουσίας, έως την έναρξη ισχύος της συμφωνίας ή διαφορετικά έως την περάτωση των διαδικασιών αφερεγγυότητας, με εξαίρεση τις απαιτήσεις που απορρέουν από τις εφέσεις που έχουν ασκηθεί κατά δικαστικών αποφάσεων όταν έχουν απορριφθεί πλήρως ή εν μέρει και περιέχουν ρητή διάταξη πληρωμής των εξόδων.

Στις απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας περιλαμβάνονται επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 84 παράγραφος 2 εδάφιο 3, τα νομικά έξοδα και οι δαπάνες που προκύπτουν από τη συμμετοχή και την εκπροσώπηση του οφειλέτη, του διαχειριστή ή των νομιμοποιούμενων πιστωτών στις διαδικασίες που, προς όφελος της πτωχευτικής περιουσίας, συνεχίζονται ή ξεκινούν σύμφωνα με το περιεχόμενο του εν λόγω νόμου, με εξαίρεση τις διατάξεις που αφορούν την παραίτηση, την αποδοχή, τον συμβιβασμό ή την ξεχωριστή υπεράσπιση του οφειλέτη, και ανάλογα με την περίπτωση, έως τα ποσά που ορίζει ο εν λόγω νόμος.

Σε περίπτωση περάτωσης των διαδικασιών αφερεγγυότητας λόγω ανεπάρκειας της πτωχευτικής περιουσίας, οι απαιτήσεις για τις νομικές δαπάνες και τα έξοδα πληρώνονται πριν από τις υπόλοιπες απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας, με εξαίρεση τις απαιτήσεις των εργαζόμενων και τις απαιτήσεις διατροφής (άρθρο 473).

Η αμοιβή του διαχειριστή βαρύνει την πτωχευτική περιουσία και ορίζεται από τον δικαστή σύμφωνα με νομίμως επικυρωμένη κλίμακα αμοιβών προς το παρόν, εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ η κλίμακα αμοιβών που επικυρώθηκε με το Βασιλικό Διάταγμα αριθ. 1860/2004, της 6ης Σεπτεμβρίου 2004. Το άρθρο 84 ορίζει ειδικούς κανόνες για τον καθορισμό και την ισχύ τους.

Ο νόμος επιτρέπει τον διορισμό εξουσιοδοτημένων βοηθών που παρέχουν συνδρομή στον διαχειριστή, ο οποίος και καλύπτει την αμοιβή τους.

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

Η ρύθμιση των αγωγών διάρρηξης στις διαδικασίες αφερεγγυότητας περιλαμβάνεται στα άρθρα 226 επ. του αναδιατυπωμένου κειμένου του νόμου περί αφερεγγυότητας. Οι εν λόγω διατάξεις έχουν υποβληθεί σε διαδοχικές τροποποιήσεις, κυρίως ως προς τη φύση των «μηχανισμών προστασίας» των συμφωνιών αναχρηματοδότησης.

Το άρθρο 226 ορίζει το νομικό σύστημα που διέπει τις αγωγές ανάκλησης, σύμφωνα με γενική ρήτρα που κηρύσσει όλες τις πράξεις του οφειλέτη που είναι «επιζήμιες για τα περιουσιακά στοιχεία που υπάγονται στις διαδικασίες» ως «υποκείμενες σε διάρρηξη», ανεξάρτητα από το αν υπήρχε «πρόθεση παραπλάνησης» ή όχι. Για τη διαφύλαξη των αποτελεσμάτων της διάρρηξης, τάσσεται ορισμένη προθεσμία: τα δύο έτη που προηγούνται της ημερομηνίας κήρυξης της αφερεγγυότητας.

Α) Προθεσμία διάρρηξης

Ο νόμος ορίζει συγκεκριμένη προθεσμία διάρρηξης: δύο έτη πριν από την ημερομηνία της κήρυξης της αφερεγγυότητας.

Β) Η έννοια της «περιουσιακής ζημίας»

Οι πράξεις που διενεργούνται κατά την «ύποπτη περίοδο» από τον οφειλέτη υπόκεινται σε διάρρηξη εάν είναι επιζήμιες για τα περιουσιακά στοιχεία που υπάγονται στις διαδικασίες. Η περιουσιακή ζημία πρέπει να αποδειχθεί επαρκώς από τον διάδικο που την επικαλείται. Ωστόσο, λόγω των δυσκολιών που κατά κανόνα συνεπάγεται η απόδειξη των επιζήμιων πράξεων, ο νόμος περί αφερεγγυότητας διευκολύνει την άσκηση των αγωγών θεσπίζοντας ένα πλέγμα τεκμηρίων.  Όπως και σε άλλα σημεία του νόμου, τα τεκμήρια μπορεί να είναι μαχητά ή αμάχητα. Συνεπώς: α) η περιουσιακή ζημία τεκμαίρεται αμάχητα σε δύο περιπτώσεις: i) σε περίπτωση δωρεάν διάθεσης περιουσιακών στοιχείων, με εξαίρεση τη δωρεάν παραχώρηση χρήσης, και ii) σε περίπτωση πληρωμών και άλλων πράξεων που καθίστανται ληξιπρόθεσμες μετά την κήρυξη της αφερεγγυότητας, εκτός αν είναι εξασφαλισμένες με εμπράγματη ασφάλεια, οπότε και επιτρέπεται η ανταπόδειξη του τεκμηρίου β) το τεκμήριο της περιουσιακής ζημίας ορίζεται μαχητό σε τρεις περιπτώσεις: i) σε περίπτωση διάθεσης περιουσιακών στοιχείων αντί τιμήματος, σε πρόσωπα με ειδική σχέση με τον αφερέγγυο οφειλέτη, ii) σε περίπτωση επιβολής βαρών στα περιουσιακά στοιχεία για την εξασφάλιση υποχρεώσεων που προϋπήρχαν ή νέων ενοχών που προέκυψαν σε αντικατάσταση των προηγούμενων, και iii) σε περίπτωση πληρωμών ή άλλων πράξεων ρύθμισης υποχρεώσεων που είναι εξασφαλισμένες με εμπράγματη ασφάλεια και καθίστανται ληξιπρόθεσμες μετά την κήρυξη της αφερεγγυότητας.

Γ) Διαδικασία

Έννομο συμφέρον για την άσκηση αγωγών διάρρηξης έχει ο διαχειριστής. Ωστόσο, για την προστασία των πιστωτών από την αδράνεια των διαχειριστών, ο νόμος απονέμει ένα δευτερεύον ή δεύτερου βαθμού έννομο συμφέρον στους πιστωτές που έχουν καλέσει γραπτώς τον διαχειριστή να ασκήσει αγωγή διάρρηξης, εάν μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την ημερομηνία του αιτήματος ο διαχειριστής δεν ασκήσει την εν λόγω αγωγή. Ο νόμος περιέχει κανόνες που αποσκοπούν στη διασφάλιση της αποτελεσματικής εκτέλεσης του καθήκοντος των διαχειριστών να διασφαλίζουν τη διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων που υπάγονται στις διαδικασίες. Έννομο συμφέρον για την άσκηση αγωγών κατά των συμφωνιών αναχρηματοδότησης, έχει αποκλειστικά ο διαχειριστής, αποκλειόμενου κάθε τυχόν δευτερεύοντος συμφέροντος.

Για την προστασία των συμφωνιών αναχρηματοδότησης, έχουν θεσπιστεί ειδικοί κανόνες που απορρέουν από πρόσφατες νομοθετικές τροποποιήσεις, οι οποίες ορίζουν μηχανισμούς προστασίας, ώστε οι εν λόγω συμφωνίες (που επικυρώνονται κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις) να μην επηρεάζονται από αγωγές διάρρηξης (άρθρο 604 του αναδιατυπωμένου κειμένου του νόμου περί αφερεγγυότητας).

Τελευταία επικαιροποίηση: 28/10/2021

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Η πρωτότυπη γλωσσική έκδοση γαλλικά αυτής της σελίδας τροποποιήθηκε πρόσφατα. Η γλωσσική έκδοση που βλέπετε τώρα βρίσκεται στο στάδιο της μετάφρασης.

Αφερεγγυότητα/πτώχευση - Γαλλία

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Κάθε πρόσωπο το οποίο ασκεί εμπορική ή βιοτεχνική δραστηριότητα, κάθε γεωργός, κάθε άλλο φυσικό πρόσωπο που ασκεί ανεξάρτητη επαγγελματική δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένου ελεύθερου επαγγέλματος ρυθμιζόμενου από νομοθετικό ή κανονιστικό καθεστώς ή του οποίου ο τίτλος προστατεύεται, και κάθε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαδικασίας διάσωσης, δικαστικής εξυγίανσης ή δικαστικής εκκαθάρισης.

Οι αυτοαπασχολούμενοι μπορούν να επωφεληθούν της κίνησης διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Μόνο πρόσωπο το οποίο ασκεί πράγματι δραστηριότητα μπορεί να επωφεληθεί της κίνησης διαδικασίας διάσωσης. Σε περίπτωση δικαστικής εξυγίανσης ή δικαστικής εκκαθάρισης, το πρόσωπο μπορεί να έχει ήδη παύσει να ασκεί τη δραστηριότητά του κατά την κίνηση της διαδικασίας.

Τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου τα οποία μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι οι εμπορικές εταιρείες, οι αστικές εταιρείες, οι όμιλοι οικονομικού σκοπού, οι ενώσεις προσώπων, οι επαγγελματικές συνδικαλιστικές οργανώσεις καθώς και τα συμβούλια των επιχειρήσεων.

Οι ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, όπως οι αφανείς εταιρείες ή οι εταιρείες υπό σύσταση, δεν μπορούν να επωφεληθούν της κίνησης διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Εξαιρούνται επίσης όλα τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.

Ταχεία διάσωση και ταχεία οικονομική διάσωση:

Ο οφειλέτης μπορεί να καταφύγει σε διαδικασία ταχείας διάσωσης ή διαδικασία ταχείας οικονομικής διάσωσης, εάν οι οικονομικές καταστάσεις του έχουν ελεγχθεί από ελεγκτή ή καταρτιστεί από ορκωτό λογιστή και εάν έχει περισσότερους από 20 εργαζομένους ή κύκλο εργασιών άνω των 3 εκατομμυρίων ευρώ προ φόρων, ή συνολικό ισολογισμό άνω του 1,5 εκατομμυρίου ευρώ. Οι διαδικασίες ταχείας διάσωσης και ταχείας οικονομικής διάσωσης μπορούν επίσης να κινηθούν από οφειλέτη που έχει καταρτίσει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις.

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

Η διαδικασία διάσωσης κινείται όταν υπάρχουν ανυπέρβλητες δυσκολίες για τον οφειλέτη και εφόσον αυτός δεν έχει περιέλθει σε παύση πληρωμών.

Η διαδικασία δικαστικής εξυγίανσης κινείται όταν ο οφειλέτης αδυνατεί να ανταποκριθεί στις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του με το διαθέσιμο ενεργητικό του και έχει περιέλθει σε παύση πληρωμών.

Σκοπός της δικαστικής εξυγίανσης είναι να καταστεί εφικτή η συνέχιση της δραστηριότητας της επιχείρησης, η διατήρηση των θέσεων απασχόλησης και η εκκαθάριση του παθητικού. Την κίνηση της διαδικασίας πρέπει να ζητήσει ο επιχειρηματίας εντός 45 ημερών από την παύση των πληρωμών.

Η διαδικασία δικαστικής εκκαθάρισης κινείται όταν η επιχείρηση έχει περιέλθει σε παύση πληρωμών και η ανάκαμψη είναι προδήλως αδύνατη.

Μόνο ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει την κίνηση διαδικασίας διάσωσης.

Αντιθέτως, την κίνηση διαδικασίας δικαστικής εξυγίανσης ή δικαστικής εκκαθάρισης μπορούν να ζητήσουν, εκτός από τον οφειλέτη, οι πιστωτές ή η εισαγγελική αρχή, εφόσον δεν βρίσκεται σε εξέλιξη διαδικασία συνδιαλλαγής (προ-πτωχευτική διαδικασία).

Η απόφαση για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία έκδοσής της. Ως εκ τούτου, αρχίζει να παράγει αποτελέσματα από τις δώδεκα τα μεσάνυχτα της ημερομηνίας κατά την οποία εκδίδεται.

Η δικαστική απόφαση κοινοποιείται στον οφειλέτη εντός οκτώ ημερών από την ημερομηνία έκδοσής της και ανακοινώνεται στους διαχειριστές αφερεγγυότητας και στην εισαγγελική αρχή, καθώς και σε άλλα κράτη μέλη στα οποία ο οφειλέτης διαθέτει εγκατάσταση.

Η δικαστική απόφαση παράγει αμέσως αποτελέσματα έναντι όλων.

Εντός δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία της δικαστικής απόφασης για το άνοιγμα της διαδικασίας αφερεγγυότητας, σχετική εγγραφή καταχωρίζεται στο μητρώο εμπορίου και εταιρειών, στον κατάλογο επαγγελμάτων ή σε ειδικό μητρώο που τηρείται στη γραμματεία του πολυμελούς πρωτοδικείου.

Απόσπασμα της δικαστικής απόφασης καταχωρίζεται στο Bodacc (Bulletin officiel des annonces civiles et commerciales, επίσημο δελτίο αστικών και εμπορικών αναγγελιών) και σε εφημερίδα νομικών αναγγελιών στον τόπο της έδρας ή της επαγγελματικής διεύθυνσης του οφειλέτη.

Ταχεία διάσωση και ταχεία οικονομική διάσωση

Προβλέπονται επίσης διαδικασίες ταχείας διάσωσης και ταχείας οικονομικής διάσωσης.

Την κίνηση της διαδικασίας ταχείας διάσωσης μπορεί να ζητήσει οφειλέτης ο οποίος συμμετέχει σε διαδικασία συνδιαλλαγής και αποδεικνύει την εκπόνηση πρότασης σχεδίου με σκοπό τη διασφάλιση της βιωσιμότητας της επιχείρησης.

Το γεγονός ότι ο οφειλέτης έχει περιέλθει σε παύση πληρωμών δεν εμποδίζει την κίνηση της διαδικασίας ταχείας διάσωσης, εφόσον η παύση πληρωμών δεν προηγείται της ημερομηνίας της αίτησης για το άνοιγμα διαδικασίας συμβιβασμού κατά περισσότερες από 45 ημέρες.

Η διαδικασία ταχείας οικονομικής διάσωσης μπορεί να κινηθεί υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με εκείνες που ισχύουν για τη διαδικασία ταχείας διάσωσης και εφόσον από τις οικονομικές καταστάσεις του οφειλέτη διαφαίνεται ότι οι οφειλές του επιτρέπουν την έγκριση σχεδίου μόνο από τους πιστωτές που έχουν την ιδιότητα μέλους της επιτροπής πιστωτικών ιδρυμάτων.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Όλη η περιουσία του οφειλέτη αποτελεί αντικείμενο της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Αν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο, μόνο τα περιουσιακά στοιχεία του ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία.

Εάν ο οφειλέτης είναι ατομική επιχείρηση, η διαδικασία αφερεγγυότητας περιλαμβάνει και την προσωπική περιουσία του.

Ωστόσο, η κύρια κατοικία οφειλέτη ο οποίος είναι ατομική επιχείρηση και ασκεί εμπορική, βιομηχανική, βιοτεχνική, γεωργική ή ελεύθερη δραστηριότητα δεν μπορεί, εκ του νόμου, να κατασχεθεί από πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις προκύπτουν στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας (επαγγελματίες πιστωτές – créanciers professionnels).

Άλλα ακίνητα, δομημένα ή μη, τα οποία δεν προορίζονται για επαγγελματική χρήση μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δήλωσης ακατάσχετου. Η δήλωση αυτή, η οποία πρέπει να περιβληθεί τον συμβολαιογραφικό τύπο και να δημοσιευθεί, ισχύει μόνο έναντι των επαγγελματιών πιστωτών των οποίων τα δικαιώματα γεννώνται μετά τη δημοσίευση.

Το ακατάσχετο της κύριας κατοικίας του οφειλέτη από τους επαγγελματίες πιστωτές ανταποκρίνεται στον στόχο της προστασίας του οφειλέτη και της οικογένειάς του.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

Η πτωχευτική απαλλοτρίωση του οφειλέτη

Διάσωση και δικαστική εξυγίανση

Σε περίπτωση κίνησης διαδικασίας διάσωσης ή δικαστικής εξυγίανσης, ο οφειλέτης δεν χάνει την εξουσία διάθεσης και διαχείρισης της περιουσίας του και συνεχίζει να διαχειρίζεται την επιχείρησή του.

Στη διαδικασία διάσωσης, το δικαστήριο μπορεί να διορίσει δικαστικό διαχειριστή (administrateur judiciaire) ο οποίος επιβλέπει ή βοηθά τον οφειλέτη στη διαχείριση της επιχείρησης, σύμφωνα με τα καθήκοντα που ορίζει το δικαστήριο στην απόφασή του. Σε ορισμένες περιπτώσεις (εταιρεία με τουλάχιστον 20 εργαζόμενους και κύκλο εργασιών τουλάχιστον 3 εκατ. ευρώ προ φόρων), ο εν λόγω διορισμός είναι υποχρεωτικός.

Στη διαδικασία δικαστικής εξυγίανσης, το δικαστήριο μπορεί επίσης να διορίσει δικαστικό διαχειριστή ο οποίος βοηθά τον οφειλέτη στη διαχείριση ή την αναλαμβάνει ο ίδιος αντ’ αυτού, εν όλω ή εν μέρει. Ο εν λόγω διορισμός είναι υποχρεωτικός στις ίδιες περιπτώσεις με τη διάσωση.

Δικαστική εκκαθάριση

Σε περίπτωση κίνησης διαδικασίας δικαστικής εκκαθάρισης, ο οφειλέτης χάνει την εξουσία διάθεσης και διαχείρισης της περιουσίας του. Τα δικαιώματα και οι πράξεις που σχετίζονται με την επαγγελματική περιουσία του ασκούνται από τον εκκαθαριστή. Επομένως, ο εκκαθαριστής διασφαλίζει τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.

Οι διαχειριστές αφερεγγυότητας

Οι διαχειριστές αφερεγγυότητας είναι δικαστικοί πληρεξούσιοι οι οποίοι τελούν υπό την εποπτεία της εισαγγελικής αρχής και ασκούν νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα.

Αυτοί οι ειδικευμένοι ελεύθεροι επαγγελματίες πρέπει να εγγράφονται σε εθνικούς καταλόγους και να πληρούν αυστηρές προϋποθέσεις ικανότητας και ήθους.

Διαχειριστές αφερεγγυότητας μπορούν επίσης να οριστούν πρόσωπα μη εγγεγραμμένα στους καταλόγους, τα οποία διαθέτουν ωστόσο ειδική πείρα ή προσόντα σε σχέση με την υπόθεση.

Οι διαχειριστές αφερεγγυότητας διορίζονται από το δικαστήριο κατά το άνοιγμα της διαδικασίας.

Οι διαχειριστές αφερεγγυότητας μπορεί να υπέχουν αστική και ποινική ευθύνη σύμφωνα με το κοινό δίκαιο.

Η αμοιβή τους καθορίζεται σε πίνακα αμοιβών που καταρτίζεται με διάταγμα ο δικαστής επιβαρύνει τον οφειλέτη με την αμοιβή που προσδιορίζεται κατ' αυτόν τον τρόπο.

Οι εξουσίες του διαχειριστή αφερεγγυότητας και του οφειλέτη

Ο δικαστικός διαχειριστής

Καταρχήν, το δικαστήριο που αποφασίζει την κίνηση διαδικασίας διάσωσης ή δικαστικής εξυγίανσης διορίζει δικαστικό διαχειριστή, τον οποίο μπορούν να προτείνουν ο οφειλέτης στη διαδικασία διάσωσης ή η εισαγγελική αρχή.

Ο ορισμός του δεν είναι υποχρεωτικός εάν ο οφειλέτης έχει λιγότερους από είκοσι εργαζόμενους και ο κύκλος εργασιών του είναι μικρότερος των τριών εκατομμυρίων ευρώ, προ φόρων.

Σε περίπτωση ταχείας διάσωσης και ταχείας οικονομικής διάσωσης, είναι πάντοτε υποχρεωτικός ο διορισμός δικαστικού διαχειριστή (administrateur judiciaire).

Σε περίπτωση διάσωσης, ο οφειλέτης δεν χάνει την εξουσία διάθεσης και διαχείρισης της περιουσίας του και εξακολουθεί να μπορεί να τη διαθέσει και να την διοικήσει, εκτός αν το δικαστήριο αποφασίσει διαφορετικά.

Ο δικαστικός διαχειριστής, εφόσον διοριστεί, επιβλέπει ή βοηθά τον οφειλέτη στη διαχείριση της επιχείρησης, σύμφωνα με τα καθήκοντα που ορίζει το δικαστήριο.

Στη διαδικασία δικαστικής εξυγίανσης, βοηθά τον οφειλέτη στη διαχείριση ή αναλαμβάνει ο ίδιος τη διαχείριση, εν όλω ή εν μέρει, αντί του οφειλέτη.

Ο δικαστικός διαχειριστής οφείλει να εκτελεί τις πράξεις οι οποίες είναι απαραίτητες για τη διατήρηση των δικαιωμάτων της επιχείρησης κατά των οφειλετών της και εκείνες που είναι απαραίτητες για τη διατήρηση των ικανοτήτων παραγωγής ή να μεριμνά για την εκτέλεση των εν λόγω πράξεων από τον οφειλέτη.

Ο δικαστικός διαχειριστής διαθέτει ίδιες εξουσίες, όπως την κίνηση, με την υπογραφή του, των τραπεζικών λογαριασμών του οφειλέτη, στον οποίο έχει απαγορευθεί η έκδοση επιταγών, την απαίτηση διατήρησης των εκκρεμών συμβάσεων και την πραγματοποίηση των απαραίτητων απολύσεων.

Ο δικαστικός πληρεξούσιος

Ο δικαστικός πληρεξούσιος ορίζεται υποχρεωτικά από το δικαστήριο σε κάθε συλλογική διαδικασία.

Καθήκον του είναι να εκπροσωπεί τους πιστωτές και το συλλογικό συμφέρον τους.

Καταρτίζει κατάλογο των αναγγελθεισών απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένων απαιτήσεων από μισθούς, με τις προτάσεις του περί παραδοχής, απόρριψης ή παραπομπής στο αρμόδιο δικαστήριο, και διαβιβάζει τον κατάλογο στον εισηγητή της πτώχευσης.

Ο εκκαθαριστής

Στην απόφαση δικαστικής εκκαθάρισης, το δικαστήριο ορίζει εκκαθαριστή.

Ο εκκαθαριστής πρέπει να επαληθεύει τις απαιτήσεις και να προβαίνει στις πράξεις ρευστοποίησης του ενεργητικού του οφειλέτη, με σκοπό την ικανοποίηση των πιστωτών.

Προβαίνει σε απολύσεις και μπορεί να επιλέξει τη διατήρηση των εκκρεμών συμβάσεων.

Εκπροσωπεί τον οφειλέτη και ασκεί τα περισσότερα από τα δικαιώματα και πράξεις που σχετίζονται με την περιουσία του οφειλέτη, τα οποία έχουν αφαιρεθεί από αυτόν, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας δικαστικής εκκαθάρισης. Αντιθέτως, δεν μπορεί να ασκεί τα μη περιουσιακά δικαιώματα του οφειλέτη.

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Ο συμψηφισμός είναι ένας τρόπος διαγραφής των αμοιβαίων υποχρεώσεων έως το ύψος της κατώτερης εξ αυτών.

Χωρεί μόνο μεταξύ δύο προσώπων που είναι αντίστοιχα οφειλέτης και πιστωτής ο ένας του άλλου.

Έτσι, ο συμψηφισμός επιτρέπει με συνοπτικό τρόπο την ταυτόχρονη εξόφληση αμοιβαίων απαιτήσεων.

Καταρχήν απαγορεύεται στον οφειλέτη να εξοφλήσει οποιαδήποτε απαίτηση γεννήθηκε πριν από τη δικαστική απόφαση ανοίγματος της διαδικασίας διάσωσης ή δικαστικής εξυγίανσης.

Ωστόσο, η απαγόρευση εξόφλησης προγενέστερων απαιτήσεων δεν ισχύει για την εξόφληση μέσω συμψηφισμού συναφών απαιτήσεων. Ως συναφείς νοούνται οι αμοιβαίες απαιτήσεις της ίδιας φύσης οι οποίες προέρχονται ή απορρέουν από την εκτέλεση ή τη μη εκτέλεση της ίδιας σύμβασης ή συνόλου συμβάσεων.

Εάν απαίτηση συναφής με την προγενέστερη απαίτηση γεννηθεί μετά τη δικαστική απόφαση ανοίγματος της διαδικασίας, είναι δυνατή η εξόφλησή της, μέσω συμψηφισμού με την προγενέστερη απαίτηση, εφόσον η τελευταία έχει αναγγελθεί.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Διαδικασία διατήρησης των εκκρεμών συμβάσεων

Η κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν επηρεάζει την ύπαρξη των συμβάσεων που συνδέουν τον οφειλέτη με τους εταίρους του (προμηθευτές, πελάτες), οι οποίες βρίσκονται σε ισχύ κατά την ημερομηνία ανοίγματος της διαδικασίας.

Εκκρεμής σύμβαση είναι η σύμβαση η οποία υφίσταται και εκπληρώνεται κατά την έναρξη της διαδικασίας, η σύμβαση διαδοχικής εκτέλεσης η οποία δεν έχει λήξει κατά την εν λόγω ημερομηνία ή η σύμβαση άμεσης εκτέλεσης, η οποία δεν έχει εκπληρωθεί ακόμη, αλλά έχει ήδη συναφθεί.

Οι ειδικές διατάξεις που αφορούν τις εκκρεμείς συμβάσεις δεν εφαρμόζονται στις συμβάσεις εργασίας.

Διάσωση και δικαστική εξυγίανση

Η σύμβαση διατηρείται, καταρχήν, αυτοδικαίως σε ισχύ.

Ως εκ τούτου, ο αντισυμβαλλόμενος πρέπει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του παρά το γεγονός ότι ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει δεσμεύσεις που είναι προγενέστερες της απόφασης για την έναρξη της διαδικασίας.

Οι καταβολές προς αυτόν για παροχές που διενεργήθηκαν μετά την απόφαση για την έναρξη της διαδικασίας διενεργούνται όταν καταστούν ληξιπρόθεσμες.

Μόνο ο δικαστικός διαχειριστής το διαθέτει δικαίωμα επιλογής δημόσιας τάξης, το οποίο του επιτρέπει να απαιτήσει τη συνέχιση της σύμβασης με υποχρέωση πληρωμής των παροχών που θα του παρασχεθούν.

Εάν δεν έχει διοριστεί δικαστικός διαχειριστής, ο οφειλέτης μπορεί να απαιτήσει την εκπλήρωση των εκκρεμών συμβάσεων, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του δικαστικού πληρεξουσίου.

Ο δικαστικός διαχειριστής έχει επίσης τη δυνατότητα να καταγγείλει τη σύμβαση σταδιακής εκπλήρωσης ή στην οποία προβλέπεται εξόφληση με δόσεις σε βάθος χρόνου, εφόσον διαπιστώσει ότι δεν υπάρχουν επαρκή κεφάλαια για την εκτέλεση των υποχρεώσεων του οφειλέτη.

Ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να απευθύνει στον δικαστικό διαχειριστή (ή στον οφειλέτη, αν δεν υπάρχει δικαστικός διαχειριστής) ειδοποίηση ώστε αυτός να αποφασίσει σχετικά με το μέλλον της σύμβασης.

Εκκρεμής σύμβαση λύεται αυτοδικαίως εάν, στη λήξη προθεσμίας ενός μήνα, ο δικαστικός διαχειριστής (ή ο οφειλέτης) δεν απαντήσει στην εν λόγω ειδοποίηση.

Το ίδιο ισχύει σε περίπτωση μη πληρωμής και μη συμφωνίας του αντισυμβαλλομένου για τη συνέχιση των συμβατικών σχέσεων.

Επιπλέον, ο δικαστικός διαχειριστής (ή, ελλείψει αυτού, ο οφειλέτης) μπορεί να ζητήσει από τον εισηγητή της πτώχευσης να καταγγείλει εκκρεμή σύμβαση, εάν η καταγγελία είναι απαραίτητη για τη διάσωση ή την εξυγίανση του οφειλέτη, και εφόσον δεν θίγει σε υπερβολικό βαθμό τα συμφέροντα του αντισυμβαλλομένου.

Δικαστική εκκαθάριση

Όπως και στην περίπτωση της διάσωσης και της δικαστικής εξυγίανσης, διατηρούνται καταρχήν όλες οι εκκρεμείς συμβάσεις. Ως εκ τούτου, ο αντισυμβαλλόμενος πρέπει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του παρά το γεγονός ότι ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει δεσμεύσεις που είναι προγενέστερες της απόφασης για την έναρξη της διαδικασίας.

Οι καταβολές προς αυτόν για παροχές που διενεργήθηκαν μετά την απόφαση για την έναρξη της διαδικασίας διενεργούνται όταν καταστούν ληξιπρόθεσμες.

Μόνο ο εκκαθαριστής έχει τη δυνατότητα να απαιτήσει την εκπλήρωση των εκκρεμών συμβάσεων εκτελώντας την υποσχεθείσα από τον οφειλέτη παροχή.

Ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να απευθύνει στον εκκαθαριστή ειδοποίηση ώστε αυτός να αποφασίσει σχετικά με το μέλλον της σύμβασης.

Η σύμβαση λύεται αυτοδικαίως εάν, στη λήξη προθεσμίας ενός μήνα, ο εκκαθαριστής δεν απαντήσει στην εν λόγω ειδοποίηση. Το ίδιο ισχύει όταν η παροχή του οφειλέτη αφορά την πληρωμή χρηματικού ποσού, την ημέρα που ο αντισυμβαλλόμενος ενημερώνεται για την απόφαση του εκκαθαριστή να μην συνεχιστεί η εκπλήρωση της σύμβασης, καθώς και σε περίπτωση μη πληρωμής, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος δεν συμφωνεί ως προς την εξακολούθηση των συμβατικών σχέσεων.

Εάν η παροχή δεν αφορά την πληρωμή χρηματικού ποσού, ο εκκαθαριστής μπορεί επίσης να ζητήσει από τον εισηγητή της πτώχευσης να κηρύξει την καταγγελία της σύμβασης, εάν αυτή είναι απαραίτητη για τις εργασίες της εκκαθάρισης και δεν θίγει σε υπερβολικό βαθμό τα συμφέροντα του αντισυμβαλλομένου.

Μεταβίβαση των εκκρεμών συμβάσεων

Όσον αφορά τη διάσωση, τη δικαστική εξυγίανση ή τη δικαστική εκκαθάριση, εάν διαταχθεί ολική ή μερική μεταβίβαση της επιχείρησης, το δικαστήριο μπορεί να καθορίσει ποιες συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης, μίσθωσης ή παροχής αγαθών ή υπηρεσιών οι οποίες είναι αναγκαίες για τη συνέχιση της δραστηριότητας θα μεταβιβαστούν.

Αντισυμβαλλόμενος του οποίου η σύμβαση δεν έχει μεταβιβαστεί μπορεί να ζητήσει από τον εισηγητή της πτώχευσης να κηρύξει τη λύση της εν λόγω σύμβασης αν ο διαχειριστής ή, απουσία αυτού, ο οφειλέτης, ή ο εκκαθαριστής δεν ζητήσει τη συνέχιση της εκπλήρωσής της.

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

Σε περίπτωση διαδικασίας αφερεγγυότητας, οι πιστωτές οφείλουν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους κατά του οφειλέτη αποκλειστικά στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας και δεν μπορούν να κινηθούν μεμονωμένα κατά του οφειλέτη για την εξόφλησή τους.

Η δικαστική απόφαση κλεισίματος της διαδικασίας δικαστικής εκκαθάρισης λόγω ανεπάρκειας ενεργητικού δεν επιτρέπει στους πιστωτές να ανακτήσουν τη δυνατότητα να κινηθούν μεμονωμένα κατά του οφειλέτη.

Εξαιρέσεις από τον ως άνω κανόνα είναι οι ακόλουθες:

  • ένδικα βοηθήματα που αφορούν περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν βάσει επαγωγής κληρονομίας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας δικαστικής εκκαθάρισης
  • η απαίτηση είναι αποτέλεσμα αδικήματος για το οποίο διαπιστώθηκε η υπαιτιότητα του οφειλέτη ή αφορά δικαιώματα που συνδέονται με το πρόσωπο του πιστωτή
  • η απαίτηση γεννήθηκε λόγω απάτης εις βάρος οργανισμών κοινωνικής προστασίας. Η παράνομη προέλευση της απαίτησης διαπιστώνεται είτε με δικαστική απόφαση είτε με κύρωση που επιβάλλεται από οργανισμό κοινωνικής προστασίας.

Οι πιστωτές αποκτούν επίσης εκ νέου δικαίωμα κίνησης μεμονωμένης διαδικασίας στις ακόλουθες περιπτώσεις:

  • κήρυξη του οφειλέτη σε προσωπική πτώχευση
  • αναγνώριση της υπαιτιότητας του οφειλέτη για την πτώχευση
  • υπαγωγή του οφειλέτη, για οποιαδήποτε περιουσία του, ή νομικού προσώπου του οποίου υπήρξε διαχειριστής, σε προγενέστερη διαδικασία δικαστικής εκκαθάρισης, η οποία έκλεισε λόγω ανεπάρκειας ενεργητικού τουλάχιστον πέντε χρόνια πριν από την κίνηση της διαδικασίας στην οποία υπάγεται, καθώς και διαγραφή των οφειλών του οφειλέτη κατά τα πέντε χρόνια πριν από την εν λόγω ημερομηνία
  • κίνηση της διαδικασίας ως τοπικής διαδικασίας, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1346/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Επιπλέον, σε περίπτωση απάτης έναντι ενός ή περισσότερων πιστωτών, το δικαστήριο επιτρέπει την επαναφορά του δικαιώματος κίνησης μεμονωμένης διαδικασίας κάθε πιστωτή κατά του οφειλέτη. Το δικαστήριο αποφαίνεται κατά το κλείσιμο της διαδικασίας αφού ακούσει ή κλητεύσει νομίμως τον οφειλέτη, τον εκκαθαριστή και τους ελεγκτές. Μπορεί να αποφανθεί μεταγενέστερα, κατόπιν αιτήματος κάθε ενδιαφερομένου, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις.

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

Η δικαστική απόφαση κίνησης διαδικασίας αφερεγγυότητας διακόπτει ή απαγορεύει την άσκηση αγωγών κατά του οφειλέτη με αντικείμενο την πληρωμή χρηματικού ποσού ή την καταγγελία σύμβασης λόγω μη πληρωμής χρηματικών ποσών.

Οι διαδικασίες εκτέλεσης και τα συντηρητικά μέτρα αναστέλλονται επίσης.

Οι αγωγές πιστωτών οι οποίες ασκήθηκαν πριν από την κίνηση της συλλογικής διαδικασίας διακόπτονται ή αναστέλλονται.

Επομένως, αυτό αφορά όλους τους προγενέστερους πιστωτές, είτε διαθέτουν εξασφαλίσεις είτε όχι.

Η διακοπή και η απαγόρευση άσκησης ενδίκων βοηθημάτων εφαρμόζονται σε όλες τις διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Οι εκκρεμείς διαδικασίες διακόπτονται έως ότου ο επισπεύδων πιστωτής αναγγείλει την απαίτησή του.

Επαναλαμβάνονται στη συνέχεια αυτοδικαίως, αλλά έχουν ως αντικείμενο μόνο την αναγνώριση της απαίτησης και τον καθορισμό του ύψους της, και όχι την καταδίκη του οφειλέτη.

Άλλες αγωγές και διαδικασίες εκτέλεσης εκτός των προαναφερθεισών, ασκούνται κατά την περίοδο παρατήρησης κατά του οφειλέτη κατόπιν κλήτευσης του δικαστικού πληρεξούσιου και του δικαστικού διαχειριστή, όταν αυτός έχει καθήκον παροχής συνδρομής ή εκπροσώπησης του οφειλέτη, ή κατόπιν επανάληψης της διαδικασίας με πρωτοβουλία του δικαστικού πληρεξούσιου ή του προσωρινού συνδίκου.

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

Διάσωση και δικαστική εξυγίανση

Με σκοπό την έγκριση του σχεδίου διάσωσης, πραγματοποιείται διαβούλευση με τους πιστωτές σχετικά με τις προθεσμίες εξόφλησης ή άφεσης οφειλών.

Οι προτάσεις διαβιβάζονται από τον δικαστικό διαχειριστή (ή, ελλείψει αυτού, από τον οφειλέτη) στον δικαστικό πληρεξούσιο, ο οποίος εκπροσωπεί τους πιστωτές.

Ο δικαστικός πληρεξούσιος συγκεντρώνει ατομικά ή συλλογικά τη σύμφωνη γνώμη κάθε πιστωτή που ανήγγειλε την απαίτησή του.

Ο δικαστικός πληρεξούσιος δεν υποχρεούται να διαβουλευθεί με τους πιστωτές για τους οποίους το προτεινόμενο σχέδιο δεν τροποποιεί τους όρους πληρωμής ή για τους οποίους προβλέπει πλήρη εξόφληση τοις μετρητοίς από την έγκριση του σχεδίου ή την παραδοχή των απαιτήσεων.

Επιτροπές πιστωτών

Όταν ο πιστωτής έχει περισσότερους από 150 εργαζόμενους και ο κύκλος εργασιών του υπερβαίνει τα 20 εκατομμύρια ευρώ, συστήνονται επιτροπές πιστωτών οι οποίες αποφασίζουν σχετικά με τα προτεινόμενα σχέδια εκκαθάρισης του παθητικού. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να αποφασίσει να εφαρμόσει τις εν λόγω διατάξεις ακόμα και όταν δεν πληρούται η προϋπόθεση των εν λόγω κατώτατων ορίων.

Οι επιτροπές πιστωτών συγκαλούν ξεχωριστές συνελεύσεις για διαφορετικές κατηγορίες πιστωτών, με σκοπό να τους υποβάλλουν προτάσεις τις οποίες θα μπορέσουν να συζητήσουν και επί των οποίων θα αποφασίσουν συλλογικά, πράγμα που σημαίνει ότι οι πιστωτές μειοψηφίας θα πρέπει να συμμορφωθούν προς την απόφαση των πιστωτών πλειοψηφίας.

Υπάρχει επιτροπή πιστωτικών ιδρυμάτων, η οποία απαρτίζεται από τις εταιρείες χρηματοδότησης και από πιστωτικά ή συναφή μ’ αυτά ιδρύματα, και επιτροπή απαρτιζόμενη από τους κύριους παρόχους αγαθών ή υπηρεσιών. Όταν υπάρχουν ομολογιούχοι, συγκαλείται γενική συνέλευση απαρτιζόμενη από το σύνολο των πιστωτών κατόχων ομολογιών εκδοθεισών στη Γαλλία ή στο εξωτερικό, με σκοπό να συζητήσει σχετικά με το προτεινόμενο σχέδιο που ενέκριναν οι επιτροπές πιστωτών.

Ο δικαστικός διαχειριστής οφείλει να διαβουλεύεται με τις επιτροπές πιστωτών σχετικά με το προτεινόμενο σχέδιο και αυτές πρέπει να υπερψηφίσουν ένα σχέδιο προτού μπορέσει το δικαστήριο να αποφανθεί επ' αυτού.

Ενώπιον των επιτροπών πιστωτών, κάθε πιστωτής μέλος επιτροπής μπορεί να διατυπώσει εναλλακτικές προτάσεις στο προτεινόμενο σχέδιο που υποβάλλει ο οφειλέτης.

Επομένως, το προτεινόμενο σχέδιο μπορεί να προέρχεται από τον οφειλέτη (ενδεχομένως με τη συνδρομή του δικαστικού διαχειριστή) ή, σε περίπτωση δικαστικής εξυγίανσης, από τον διαχειριστή με τη συνδρομή του οφειλέτη, αλλά μπορεί επίσης να είναι αποτέλεσμα πρωτοβουλίας των πιστωτών που είναι μέλη των εν λόγω επιτροπών. Το σχέδιο που εγκρίνουν οι επιτροπές και, εάν είναι διαφορετικό, εκείνο που υποστηρίζει ο οφειλέτης ή ο δικαστικός διαχειριστής μπορούν ακολούθως να υποβληθούν στο δικαστήριο, παράλληλα.

Ταχεία διάσωση

Σε περίπτωση κίνησης διαδικασίας ταχείας διάσωσης, συγκροτούνται υποχρεωτικά οι επιτροπές πιστωτών -επιτροπή πιστωτικών ιδρυμάτων και επιτροπή παρόχων αγαθών και υπηρεσιών, όπως επίσης και η γενική συνέλευση των ομολογιούχων, εφόσον συντρέχει περίπτωση.

Πραγματοποιούνται επίσης μεμονωμένες διαβουλεύσεις με τους πιστωτές που δεν είναι μέλη επιτροπών.

Ταχεία οικονομική διάσωση

Σε περίπτωση κίνησης διαδικασίας ταχείας οικονομικής διάσωσης, μόνο η επιτροπή πιστωτικών ιδρυμάτων συγκροτείται υποχρεωτικά, και συγκαλείται επίσης η γενική συνέλευση των ομολογιούχων, εφόσον συντρέχει περίπτωση.

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

Η διάθεση των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας μπορεί να λάβει τη μορφή της ολικής η μερικής μεταβίβασης της επιχείρησης ή να πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο μεμονωμένων μεταβιβάσεων. Οι πράξεις αυτές υπόκεινται σε διαφορετικά καθεστώτα.

Η μεταβίβαση της επιχείρησης διατάσσεται από το δικαστήριο και δεν διενεργείται από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας.

Στην περίπτωση της διάσωσης, η μεταβίβαση της επιχείρησης μπορεί να είναι μόνο μερική. Είναι μερική ή ολική στο πλαίσιο της δικαστικής εξυγίανσης και εκκαθάρισης.

Σ’ αυτήν την περίπτωση, το δικαστήριο εκδίδει απόφαση με την οποία ορίζει την προθεσμία εντός της οποίας οι προσφορές εξαγοράς πρέπει να περιέλθουν στον δικαστικό πληρεξούσιο, στον εκκαθαριστή ή, ενδεχομένως, στον διαχειριστή. Οι προσφορές πρέπει να είναι γραπτές και να περιέχουν ορισμένες υποχρεωτικές αναφορές.

Οι μεμονωμένες μεταβιβάσεις στοιχείων του ενεργητικού διέπονται από διαφορετικούς κανόνες.

Κατά διάρκεια της περιόδου διάσωσης και δικαστικής εξυγίανσης, εφόσον ο οφειλέτης δεν έχει χάσει την εξουσία διάθεσης και διαχείρισης της περιουσίας του, μπορεί, με την επιφύλαξη των καθηκόντων του διαχειριστή, να συνεχίσει να διαθέτει ο ίδιος την περιουσία του.

Αν η πράξη διάθεσης που επιφέρει τη ρευστοποίηση του ενεργητικού δεν εμπίπτει στην καθημερινή διαχείριση της εταιρείας, ο οφειλέτης πρέπει να λάβει προηγουμένως την έγκριση του εισηγητή της πτώχευσης.

Στο πλαίσιο του σχεδίου διάσωσης ή δικαστικής εξυγίανσης, ο οφειλέτης ανακτά πλήρεις εξουσίες επί της περιουσίας του.

Στο πλαίσιο της δικαστικής εκκαθάρισης, ο εκκαθαριστής πρέπει να λάβει την άδεια του εισηγητή της πτώχευσης για να προβεί σε μεταβίβαση στοιχείων του ενεργητικού.

Τα ακίνητα πωλούνται στο πλαίσιο διαδικασίας πλειστηριασμού. Ο εισηγητής της πτώχευσης ορίζει την τιμή πρώτης προσφοράς και τους ουσιώδεις όρους της πώλησης. Ο εισηγητής της πτώχευσης μπορεί επίσης να επιτρέψει την πώληση με φιλικό διακανονισμό επί της τιμής πρώτης προσφοράς την οποία ορίζει. Μπορεί επίσης να εγκρίνει την πώληση με κοινή συμφωνία των αντισυμβαλλομένων, στην τιμή και με τους όρους που αυτός καθορίζει.

Στη συνέχεια, ο εκκαθαριστής κατανέμει το προϊόν της πώλησης ανάλογα με την κατάταξη των πιστωτών.

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Κάθε απαίτηση γεννηθείσα πριν από τη δικαστική απόφαση κίνησης της διαδικασίας πρέπει να αναγγέλλεται, ανεξαρτήτως φύσης ή χαρακτήρα: εμπορική, αστική, διοικητική (δημόσιο ταμείο, οργανισμοί πρόνοιας και κοινωνικής ασφάλισης) ή ποινική (πρόστιμο). Δεν έχει σημασία εάν η απαίτηση είναι εγχειρόγραφη ή προνομιακή, απαιτητή ή υπό προθεσμία, βέβαιη ή υπό αίρεση. Οι διατάξεις αυτές δεν καταλαμβάνουν τους μισθωτούς.

Οι απαιτήσεις που γεννώνται κανονικά μετά τη δικαστική απόφαση κίνησης της διαδικασίας για τις ανάγκες διεξαγωγής της διαδικασίας ή ως αντάλλαγμα παροχής προς τον οφειλέτη για την επαγγελματική του δραστηριότητα, εξοφλούνται στο χρόνο λήξης τους.

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

Κάθε πιστωτής του οποίου η απαίτηση γεννήθηκε πριν από τη δικαστική απόφαση ανοίγματος της διαδικασίας οφείλει να αναγγείλει την απαίτησή του στον δικαστικό πληρεξούσιο σε περίπτωση διάσωσης ή εξυγίανσης ή στον εκκαθαριστή σε περίπτωση εκκαθάρισης.

Η προθεσμία αναγγελίας λήγει δύο μήνες μετά τη νόμιμη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης ανοίγματος της διαδικασίας.

Ο οφειλέτης μπορεί επίσης να αναγγείλει ο ίδιος την απαίτηση ενός εκ των πιστωτών του υπό τις ίδιες προϋποθέσεις.

Η αναγγελία αφορά επίσης ορισμένες απαιτήσεις που γεννώνται μετά τη δικαστική απόφαση κίνησης της διαδικασίας, εκείνες οι οποίες δεν εξοφλούνται κατά προτεραιότητα η οποία ισχύει για τις απαιτήσεις που είναι πρόσφορες για την επιχείρηση ή συνδέονται με τις ανάγκες της διαδικασίας.Στην αναγγελθείσα απαίτηση πρέπει να αναφέρονται το ύψος των οφειλόμενων ποσών και εκείνων που πρόκειται να καταστούν ληξιπρόθεσμα, οι ημερομηνίες λήξης, η φύση του υφιστάμενου προνομίου ή της εξασφάλισης, ο τρόπος υπολογισμού των τόκων.

Κανένας ιδιαίτερος τύπος δεν επιβάλλεται για την αναγγελία απαίτησης. Συγκεκριμένα, η αναγγελία πρέπει να εκφράζει αφ' εαυτής και σαφώς τη βούληση του πιστωτή να αξιώσει την πληρωμή της απαίτησής του, να περιληφθεί στον πίνακα απαιτήσεων και να συμμετάσχει στη διαδικασία.

Αφού λάβει τις παρατηρήσεις του οφειλέτη, ο δικαστικός πληρεξούσιος καταρτίζει τον κατάλογο των αναγγελθεισών απαιτήσεων με τις προτάσεις του περί παραδοχής, απόρριψης ή παραπομπής στο αρμόδιο δικαστήριο.

Ο κατάλογος διαβιβάζεται στον εισηγητή της πτώχευσης και κοινοποιείται στον δικαστικό διαχειριστή.

Πριν κάνει δεκτή ή απορρίψει μια απαίτηση, ο εισηγητής της πτώχευσης επαληθεύει την ύπαρξη, το ύψος και τη φύση της, βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζει το πρόσωπο που προβαίνει στην αναγγελία και, ενδεχομένως, των στοιχείων που προσκομίζουν τα πρόσωπα που ακούγονται στη διαδικασία και ο δικαστικός πληρεξούσιος.

Οι πιστωτές οι οποίοι δεν ανήγγειλαν τις απαιτήσεις τους εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών αποκλείονται και, επομένως, δεν μπορούν να συμμετάσχουν στις διανομές ούτε να αξιώσουν μερίσματα σε περίπτωση έγκρισης σχεδίου ή ρευστοποίησης του ενεργητικού του οφειλέτη, εάν δεν εξασφαλίσουν την άρση του αποκλεισμού τους από τον εισηγητή της πτώχευσης.

Σε περίπτωση άρσης του αποκλεισμού, μπορούν να συμμετάσχουν στις διανομές που είναι μεταγενέστερες της αίτησής τους.

Ταχεία διάσωση και ταχεία οικονομική διάσωση

Ο οφειλέτης καταρτίζει κατάλογο των απαιτήσεων κάθε πιστωτή που έλαβε μέρος στη συνδιαλλαγή, οι οποίες πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο αναγγελίας απαιτήσεων. Ο κατάλογος πιστοποιείται από τον ελεγκτή του οφειλέτη και κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου.

Ο δικαστικός πληρεξούσιος διαβιβάζει σε κάθε πιστωτή απόσπασμα του καταλόγου που αφορά την απαίτησή του.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Ο προνομιούχος πιστωτής διαθέτει εγγύηση η οποία του εξασφαλίζει προτεραιότητα εξόφλησης από τον οφειλέτη του σε σχέση με τους άλλους απλούς πιστωτές, οι οποίοι ονομάζονται εγχειρόγραφοι πιστωτές, σε περίπτωση κίνησης συλλογικής διαδικασίας εναντίον του οφειλέτη.

Επομένως, ο πιστωτής μπορεί να είναι προνομιούχος:

  • εφόσον διαθέτει εξασφάλιση, χορηγηθείσα από τον οφειλέτη του ή από το δικαστήριο, ή
  • εφόσον ο νόμος του παρέχει προνόμιο λόγω της ιδιότητάς του.

Όλοι οι προνομιούχοι πιστωτές δεν είναι ίσοι. Σε περίπτωση περισσότερων προνομιούχων πιστωτών, η σειρά ικανοποίησής τους καθορίζεται από τον νόμο, αλλά ικανοποιούνται πάντοτε πριν από τους εγχειρόγραφους πιστωτές.

Οι εγχειρόγραφοι πιστωτές ικανοποιούνται από το εναπομένον ενεργητικό του οφειλέτη, μετά την ικανοποίηση των προνομιούχων πιστωτών. Η διανομή πραγματοποιείται αναλογικά.

Η κατάταξη των προνομίων

Διάσωση και δικαστική εξυγίανση

Η διανομή του εκπλειστηριάσματος από την πώληση ακίνητου μεταξύ των πιστωτών πραγματοποιείται με την ακόλουθη σειρά:

  1. «υπερπρονομιούχες» απαιτήσεις από μισθούς: πληρωμή της αμοιβής των εξήντα τελευταίων ημερών εργασίας πριν από τη δικαστική απόφαση έναρξης της διαδικασίας
  2. δικαστικά έξοδα τα οποία προκύπτουν κανονικά μετά τη δικαστική απόφαση έναρξης της διαδικασίας για τις ανάγκες διεξαγωγής της διαδικασίας: έξοδα σχετικά με τη διατήρηση, τη ρευστοποίηση των αγαθών και τη διανομή του εκπλειστηριάσματος μεταξύ των πιστωτών (έξοδα απογραφής και δημοσιότητας, αμοιβή των δικαστικών πληρεξουσίων κ.λπ.)
  3. απαιτήσεις εξασφαλισμένες με το προνόμιο του συμβιβασμού ισχύει υπέρ των πιστωτών οι οποίοι παρέχουν νέα χρηματική εισφορά ή νέο αγαθό ή νέα υπηρεσία, με σκοπό να διασφαλιστεί η συνέχιση της δραστηριότητας της επιχείρησης και η βιωσιμότητά της
  4. προνόμιο των απαιτήσεων που έπονται της δικαστικής απόφασης κίνησης της διαδικασίας: απαιτήσεις που γεννώνται για τις ανάγκες διεξαγωγής της διαδικασίας ή προσωρινής συνέχισης της δραστηριότητας, ή απαιτήσεις που γεννώνται ως αντάλλαγμα παροχής προς τον οφειλέτη κατά τη συνέχιση της δραστηριότητας ή σε εκπλήρωση εκκρεμούς σύμβασης που διατηρήθηκε σε ισχύ από τον εκκαθαριστή, ή απαιτήσεις που γεννώνται για τις ανάγκες της καθημερινής ζωής του οφειλέτη που είναι φυσικό πρόσωπο
  5. απαιτήσεις εξασφαλισμένες με το γενικό προνόμιο των μισθωτών: πληρωμή της αμοιβής των έξι μηνών εργασίας πριν από τη δικαστική απόφαση ανοίγματος της διαδικασίας
  6. απαιτήσεις εξασφαλισμένες με ειδικό προνόμιο ή υποθήκη
  7. εγχειρόγραφες απαιτήσεις.

Η διανομή του εκπλειστηριάσματος από την πώληση κινητού μεταξύ των πιστωτών πραγματοποιείται με την ακόλουθη σειρά:

  1. απαιτήσεις εξασφαλισμένες με ειδική ασφάλεια επί κινητού συνοδευόμενη από δικαίωμα παρακράτησης
  2. «υπερ-προνομιούχες» απαιτήσεις από μισθούς: πληρωμή της αμοιβής των εξήντα τελευταίων ημερών εργασίας πριν από τη δικαστική απόφαση ανοίγματος της διαδικασίας
  3. δικαστικά έξοδα τα οποία προκύπτουν κανονικά μετά τη δικαστική απόφαση έναρξης της διαδικασίας για τις ανάγκες διεξαγωγής της διαδικασίας: έξοδα σχετικά με τη διατήρηση, τη ρευστοποίηση των αγαθών και τη διανομή του εκπλειστηριάσματος μεταξύ των πιστωτών (έξοδα απογραφής και δημοσιότητας, αμοιβή των δικαστικών πληρεξουσίων κ.λπ.)
  4. απαιτήσεις εξασφαλισμένες με το προνόμιο του συμβιβασμού ισχύει υπέρ των πιστωτών οι οποίοι παρέχουν νέα χρηματική εισφορά ή νέο αγαθό ή νέα υπηρεσία, με σκοπό να διασφαλιστεί η συνέχιση της δραστηριότητας της επιχείρησης και η βιωσιμότητά της
  5. προνόμιο των απαιτήσεων που έπονται της δικαστικής απόφασης κίνησης της διαδικασίας: απαιτήσεις που γεννώνται για τις ανάγκες διεξαγωγής της διαδικασίας ή προσωρινής συνέχισης της δραστηριότητας, ή απαιτήσεις που γεννώνται ως αντάλλαγμα παροχής προς τον οφειλέτη κατά τη συνέχιση της δραστηριότητας ή σε εκπλήρωση εκκρεμούς σύμβασης που διατηρήθηκε σε ισχύ από τον εκκαθαριστή, ή απαιτήσεις που γεννώνται για τις ανάγκες της καθημερινής ζωής του οφειλέτη που είναι φυσικό πρόσωπο
  6. προνόμιο του δημόσιου
  7. απαιτήσεις εξασφαλισμένες με ειδικό προνόμιο επί κινητού χωρίς δικαίωμα παρακράτησης
  8. απαιτήσεις εξασφαλισμένες με άλλα γενικά προνόμια επί κινητών
  9. εγχειρόγραφες απαιτήσεις.

Δικαστική εκκαθάριση

Η διανομή του εκπλειστηριάσματος από την πώληση ακίνητου μεταξύ των πιστωτών πραγματοποιείται με την ακόλουθη σειρά:

  1. «υπερπρονομιούχες» απαιτήσεις από μισθούς: πληρωμή της αμοιβής των εξήντα τελευταίων ημερών εργασίας πριν από τη δικαστική απόφαση έναρξης της διαδικασίας
  2. δικαστικά έξοδα τα οποία προκύπτουν κανονικά μετά τη δικαστική απόφαση έναρξης της διαδικασίας για τις ανάγκες διεξαγωγής της διαδικασίας: έξοδα απογραφής και δημοσιότητας, αμοιβή των δικαστικών πληρεξουσίων κ.λπ.
  3. απαιτήσεις εξασφαλισμένες με το προνόμιο του συμβιβασμού ισχύει υπέρ των πιστωτών οι οποίοι παρέχουν νέα χρηματική εισφορά ή νέο αγαθό ή νέα υπηρεσία, με σκοπό να διασφαλιστεί η συνέχιση της δραστηριότητας της επιχείρησης και η βιωσιμότητά της
  4. απαιτήσεις εξασφαλισμένες με ειδικές ασφάλειες επί ακινήτων
  5. προνόμιο των απαιτήσεων που έπονται της δικαστικής απόφασης κίνησης της διαδικασίας: απαιτήσεις που γεννώνται για τις ανάγκες διεξαγωγής της διαδικασίας ή προσωρινής συνέχισης της δραστηριότητας, ή απαιτήσεις που γεννώνται ως αντάλλαγμα παροχής προς τον οφειλέτη κατά τη συνέχιση της δραστηριότητας ή σε εκπλήρωση εκκρεμούς σύμβασης που διατηρήθηκε σε ισχύ από τον εκκαθαριστή, ή απαιτήσεις που γεννώνται για τις ανάγκες της καθημερινής ζωής του οφειλέτη που είναι φυσικό πρόσωπο
  6. εγχειρόγραφες απαιτήσεις.

Η διανομή του εκπλειστηριάσματος από την πώληση κινητού μεταξύ των πιστωτών πραγματοποιείται με την ακόλουθη σειρά:

  1. απαιτήσεις εξασφαλισμένες με ειδική ασφάλεια επί κινητού συνοδευόμενη από δικαίωμα παρακράτησης
  2. «υπερ-προνομιούχες» απαιτήσεις από μισθούς: πληρωμή της αμοιβής των εξήντα τελευταίων ημερών εργασίας πριν από τη δικαστική απόφαση έναρξης της διαδικασίας
  3. δικαστικά έξοδα τα οποία προκύπτουν κανονικά μετά τη δικαστική απόφαση έναρξης της διαδικασίας για τις ανάγκες διεξαγωγής της διαδικασίας: έξοδα απογραφής και δημοσιότητας, αμοιβή των δικαστικών πληρεξουσίων κ.λπ.
  4. απαιτήσεις εξασφαλισμένες με το προνόμιο του συμβιβασμού
  5. προνόμιο των απαιτήσεων που έπονται της δικαστικής απόφασης κίνησης της διαδικασίας: απαιτήσεις που γεννώνται για τις ανάγκες διεξαγωγής της διαδικασίας ή προσωρινής συνέχισης της δραστηριότητας, ή απαιτήσεις που γεννώνται ως αντάλλαγμα παροχής προς τον οφειλέτη κατά τη συνέχιση της δραστηριότητας ή σε εκπλήρωση εκκρεμούς σύμβασης που διατηρήθηκε σε ισχύ από τον εκκαθαριστή, ή απαιτήσεις που γεννώνται για τις ανάγκες της καθημερινής ζωής του οφειλέτη που είναι φυσικό πρόσωπο
  6. απαιτήσεις εξασφαλισμένες με υποθήκη επί κινητού ή απαιτήσεις εξασφαλισμένες με ενέχυρο επί του εξοπλισμού ή των εργαλείων
  7. προνόμιο του δημόσιου
  8. απαιτήσεις εξασφαλισμένες με ειδική ασφάλεια επί κινητών χωρίς δικαίωμα παρακράτησης
  9. άλλα προνόμια επί κινητών (άρθρο 2331 του Αστικού Κώδικα) και γενικό προνόμιο από μισθούς
  10. εγχειρόγραφες απαιτήσεις.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

Διάσωση και δικαστική εξυγίανση

Οι διαδικασίες διάσωσης και δικαστικής εξυγίανσης θεσπίστηκαν για να καταστήσουν εφικτές, μέσω ενός σχεδίου, τη διάσωση της επιχείρησης, τη συνέχιση της δραστηριότητάς της, και τη διατήρηση των θέσεων απασχόλησης και την εκκαθάριση του παθητικού. Το σχέδιο διάσωσης ή εξυγίανσης μπορεί να εγκριθεί μόνο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές.

Ο οφειλέτης, σε περίπτωση διάσωσης, ή ο διαχειριστής, σε περίπτωση δικαστικής εξυγίανσης, ή ένας πιστωτής, αν έχει συσταθεί επιτροπή πιστωτών, καταρτίζουν το προτεινόμενο σχέδιο, εφόσον υπάρχει σοβαρή πιθανότητα διάσωσης της επιχείρησης. Το σχέδιο περιλαμβάνει τρία σκέλη:

  • το οικονομικό και χρηματοοικονομικό σκέλος, στο οποίο καθορίζονται οι προοπτικές εξυγίανσης ανάλογα με τις δυνατότητες και τους όρους των δραστηριοτήτων, την κατάσταση της αγοράς και τα διαθέσιμα μέσα χρηματοδότησης
  • τον ορισμό των όρων διακανονισμού του παθητικού και των τυχόν εγγυήσεων που πρέπει να παράσχει ο επιχειρηματίας για να διασφαλίσει την εκτέλεσή του
  • το κοινωνικό σκέλος, στο οποίο εκτίθενται και δικαιολογούνται το επίπεδο και οι προοπτικές απασχόλησης καθώς και οι κοινωνικοί όροι που προβλέπονται για τη συνέχιση της δραστηριότητας. Όταν το σχέδιο προβλέπει απολύσεις για οικονομικούς λόγους, πρέπει να υπενθυμίζονται σε αυτό τα ήδη ληφθέντα μέτρα και να καθορίζονται οι δράσεις που θα αναληφθούν για τη διευκόλυνση της επανένταξης στην αγορά εργασίας και την αποζημίωση των υπαλλήλων των οποίων κινδυνεύει η απασχόληση.

Στο σχέδιο αναφέρονται όλες οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν τα πρόσωπα που έχουν την ευθύνη της εφαρμογής του και οι οποίες είναι απαραίτητες για την εξυγίανση της επιχείρησης.

Ακολούθως, το δικαστήριο αποφαίνεται επί της πρότασης σχεδίου που του υπέβαλε ο οφειλέτης ή πιστωτής.

Η απόφαση του δικαστηρίου με την οποία εγκρίνεται σχέδιο διάσωσης ή εξυγίανσης ή σχέδιο μεταβίβασης είναι δικαστική απόφαση. Το σχέδιο έχει επίσης μια συμβατική πτυχή, εάν συγκροτήθηκαν επιτροπές πιστωτών.

Η διάρκεια του σχεδίου δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δέκα έτη (δεκαπέντε έτη για τους γεωργούς).

Το δικαστήριο διορίζει, για τη διάρκεια ισχύος του σχεδίου, τον δικαστικό διαχειριστή ή τον δικαστικό πληρεξούσιο ως επίτροπο εκτέλεσης του σχεδίου για να επιβλέπει την εκτέλεσή του.

Με την έγκριση του σχεδίου τερματίζεται η περίοδος παρατήρησης. Ο οφειλέτης ανακτά τον έλεγχο των περιουσιακών στοιχείων του και μπορεί εκ νέου να διοικεί την επιχείρησή του, με την επιφύλαξη των μέτρων που το δικαστήριο του επέβαλε με το σχέδιο.

Πράγματι, ο οφειλέτης οφείλει να τηρεί τις διατάξεις του σχεδίου από κάθε άποψη.

Διαφορετικά, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του ή σε περίπτωση παύσης πληρωμών κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του σχεδίου διάσωσης ή δικαστικής εξυγίανσης, ο οφειλέτης διατρέχει τον κίνδυνο λύσης του σχεδίου και επανάληψης της διαδικασίας.

Μετατροπή σε δικαστική εκκαθάριση

Η δικαστική εκκαθάριση μπορεί να αποφασιστεί κατά τη διάρκεια ή στο τέλος της περιόδου επιτήρησης που ξεκινά με τη δικαστική απόφαση διάσωσης ή τη δικαστική απόφαση δικαστικής εξυγίανσης.

Το δικαστήριο πρέπει να αποφασίσει τη δικαστική εκκαθάριση μόλις καταστεί σαφές ότι η συνέχιση της δραστηριότητας της επιχείρησης είναι αδύνατη ή ότι το σχέδιο εκχώρησης δεν μπορεί να εγκριθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας δικαστικής εξυγίανσης.

Λήξη των υποχρεώσεων στο πλαίσιο της δικαστικής εκκαθάρισης για τον οφειλέτη που είναι φυσικό πρόσωπο

Η πτωχευτική απαλλοτρίωση του οφειλέτη ξεκινά από την ημέρα της απόφασης της δικαστικής εκκαθάρισης και διαρκεί έως την περάτωση της εκκαθάρισης. Στο σημείο αυτό, ο οφειλέτης ανακτά τα δικαιώματά του και μπορεί να προβαίνει ξανά σε σχετικές πράξεις.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Η ολοκλήρωση της εκτέλεσης του σχεδίου διάσωσης ή δικαστικής εξυγίανσης δεν επιτρέπει στους πιστωτές που δεν είχαν αναγγείλει τις απαιτήσεις τους να κινηθούν κατά του οφειλέτη.

Η κατ' εξαίρεση δυνατότητα κίνησης μεμονωμένης διαδικασίας προβλέπεται ρητώς μόνο σε περίπτωση κλεισίματος της δικαστικής εκκαθάρισης λόγω ανεπάρκειας ενεργητικού.

Χρόνος κατά τον οποίο η διαδικασία αφερεγγυότητας θεωρείται περατωθείσα

Η περίοδος παρατήρησης είναι η περίοδος από την ημερομηνία της δικαστικής απόφασης ανοίγματος της διαδικασίας έως την ημερομηνία της δικαστικής απόφασης με την οποία εγκρίνεται το σχέδιο διάσωσης ή δικαστικής εξυγίανσης ή αποφασίζεται η δικαστική εκκαθάριση.

Τόσο στη διαδικασία διάσωσης όσο και στη διαδικασία δικαστικής εξυγίανσης, η δραστηριότητα συνεχίζεται κατά την περίοδο παρατήρησης και ο οφειλέτης συνεχίζει, καταρχήν, να διοικεί την επιχείρησή του, με ορισμένους περιορισμούς.

Όταν υπάρχει σημαντική πιθανότητα διάσωσης της επιχείρησης, η περίοδος παρατήρησης ολοκληρώνεται κανονικά με σχέδιο διάσωσης ή δικαστικής εξυγίανσης.

Η έγκριση σχεδίου διάσωσης ή εξυγίανσης επιτρέπει στον οφειλέτη να ανακτήσει τον έλεγχο των υποθέσεών του, αλλά δεν θέτει τέλος στη διαδικασία.

Πράγματι, η διαδικασία κλείνει όταν εγκριθεί από τον εισηγητή της πτώχευσης η έκθεση ολοκλήρωσης των καθηκόντων του δικαστικού διαχειριστή και του δικαστικού πληρεξουσίου. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου εκδίδει τότε διάταξη περάτωσης, η οποία αποτελεί μέτρο δικαστικής διαχείρισης κατά του οποίου δεν χωρεί προσφυγή.

Επομένως, η διαδικασία περατώνεται δικαστικά με την έκδοση της διάταξης περάτωσης.

Ωστόσο, τα αποτελέσματα της διαδικασίας δεν σταματούν με τη διάταξη περάτωσης, δεδομένου ότι το σχέδιο διάσωσης ή δικαστικής εξυγίανσης βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη.

Ο οφειλέτης οφείλει να τηρεί τις διατάξεις του σχεδίου από κάθε άποψη.

Διαφορετικά, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του ή σε περίπτωση παύσης πληρωμών κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του σχεδίου διάσωσης ή δικαστικής εξυγίανσης, ο οφειλέτης διατρέχει τον κίνδυνο λύσης του σχεδίου και επανάληψης της διαδικασίας.

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας βαρύνουν την επιχείρηση που αποτελεί αντικείμενο της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

Όταν το δικαστήριο διατάσσει το άνοιγμα διαδικασίας δικαστικής εξυγίανσης ή δικαστικής εκκαθάρισης, τεκμαίρεται καταρχήν ότι η ημερομηνία παύσης των πληρωμών του οφειλέτη είναι η ημερομηνία της δικαστικής απόφασης για το άνοιγμα της διαδικασίας.

Ωστόσο, το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να καθορίσει την ημερομηνία παύσης των πληρωμών σε ημερομηνία η οποία προηγείται έως 18 μήνες της ημερομηνίας ανοίγματος της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Το διάστημα από την ημερομηνία παύσης των πληρωμών έως την ημερομηνία ανοίγματος της διαδικασίας δικαστικής εξυγίανσης ή δικαστικής εκκαθάρισης ονομάζεται στην περίπτωση αυτή «ύποπτη περίοδος».

Ορισμένες πράξεις οι οποίες τελούνται από τον οφειλέτη κατά την ύποπτη περίοδο και φαίνονται δόλιες ακυρώνονται.

Η αγωγή ακύρωσης των πράξεων που τελέσθηκαν κατά την ύποπτη περίοδο υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της διαδικασίας.

Την αγωγή μπορούν να ασκήσουν μόνο ο δικαστικός διαχειριστής, ο δικαστικός πληρεξούσιος, ο εκκαθαριστής και η εισαγγελική αρχή.

Οι πιστωτές μπορούν να ασκήσουν ατομικά, ή συλλογικά μέσω του δικαστικού πληρεξουσίου, αγωγή μη αντιταξιμότητας των πράξεων του οφειλέτη.

Η πράξη είναι άκυρη έναντι όλων και καταργείται με αναδρομική ισχύ.

Υποχρεωτικά άκυρες είναι οι ακόλουθες δώδεκα περιπτώσεις παράτυπων πράξεων:

  • κάθε πράξη μεταβίβασης κινητής ή ακίνητης περιουσίας με χαριστική αιτία
  • κάθε αμφοτεροβαρής ανταλλακτική σύμβαση στην οποία οι υποχρεώσεις του οφειλέτη υπερβαίνουν σημαντικά εκείνες του αντισυμβαλλομένου
  • κάθε πληρωμή, με οποιονδήποτε τρόπο, οφειλών μη ληξιπρόθεσμων κατά την ημερομηνία πληρωμής
  • κάθε πληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών, η οποία πραγματοποιείται με οποιονδήποτε άλλο τρόπο εκτός μετρητών, χρεογράφων, εμβασμάτων, σημειωμάτων εκχώρησης απαιτήσεων ή με κάθε άλλον τρόπο πληρωμής γενικά αποδεκτό στις επιχειρηματικές σχέσεις
  • κάθε κατάθεση και κάθε παρακαταθήκη χρηματικών ποσών σε συνέχεια ενεχυρίασης περιουσιακού στοιχείου απουσία δικαστικής απόφασης με ισχύ δεδικασμένου
  • κάθε συμβατική υποθήκη, κάθε δικαστική υποθήκη καθώς και κάθε νόμιμη υποθήκη των συζύγων και κάθε δικαίωμα από ασφάλεια ή ενέχυρο επί κινητού που έχουν συσταθεί επί περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη για προηγούμενες οφειλές
  • κάθε συντηρητικό μέτρο, εκτός εάν η εγγραφή ή η πράξη κατάσχεσης προηγείται της ημερομηνίας παύσης των πληρωμών
  • κάθε εξουσιοδότηση και άσκηση δικαιώματος προαίρεσης από τους υπαλλήλους της επιχείρησης
  • κάθε μεταβίβαση περιουσίας ή δικαιωμάτων προς καταπίστευμα, εκτός εάν η εν λόγω μεταβίβαση διενεργήθηκε ως εγγύηση οφειλής που συνήφθη ταυτόχρονα
  • κάθε τροποποίηση σύμβασης καταπιστεύματος η οποία επηρεάζει τα δικαιώματα ή περιουσιακά στοιχεία που ήδη μεταβιβάστηκαν προς το καταπίστευμα για την εγγύηση οφειλών που συνήφθησαν πριν από την εν λόγω τροποποίηση
  • όταν ο οφειλέτης είναι ατομική επιχείρηση με περιορισμένη ευθύνη, κάθε διάθεση ή τροποποίηση της διάθεσης περιουσιακού στοιχείου, με την επιφύλαξη της καταβολής των μη διατεθέντων εσόδων στην επαγγελματική δραστηριότητα, από την οποία προκαλείται μείωση της περιουσίας που αφορά η διαδικασία προς όφελος άλλης περιουσίας του εν λόγω οφειλέτη
  • η συμβολαιογραφική δήλωση ακατάσχετου που καταρτίζει ο οφειλέτης.

Οι ως άνω πράξεις πρέπει να ακυρώνονται από το δικαστήριο, ανεξάρτητα από το κατά πόσον οι συμβαλλόμενοι ενήργησαν καλόπιστα ή κακόπιστα.

Επιπλέον, το δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει τις πράξεις μεταβίβασης με χαριστική αιτία κινητής ή ακίνητης περιουσίας και τη δήλωση ακατάσχετου, οι οποίες καταρτίστηκαν κατά τους έξι μήνες πριν από την ημερομηνία παύσης των πληρωμών. Στις περιπτώσεις αυτές οι πράξεις είναι δυνητικά άκυρες.

Τελευταία επικαιροποίηση: 08/05/2020

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Η πρωτότυπη γλωσσική έκδοση κροατικά αυτής της σελίδας τροποποιήθηκε πρόσφατα. Η γλωσσική έκδοση που βλέπετε τώρα βρίσκεται στο στάδιο της μετάφρασης.

Αφερεγγυότητα/πτώχευση - Κροατία

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Η προπτωχευτική και η πτωχευτική διαδικασία στρέφονται κατά νομικών προσώπων καθώς και κατά των περιουσιακών στοιχείων ενός ιδιώτη οφειλέτη, εκτός αν άλλως ορίζει ο νόμος. Για τους σκοπούς του πτωχευτικού νόμου (Stečajni zakon - «SZ»), ιδιώτης οφειλέτης είναι ένα φυσικό πρόσωπο που υπόκειται σε φόρο εισοδήματος από αυτοαπασχόληση, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου περί φορολογίας εισοδήματος (Zakon o porezu na dohodak) ή ένα φυσικό πρόσωπο που υπόκειται σε εταιρικό φόρο εισοδήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου περί φορολογίας εισοδήματος εταιριών (Zakon o porezu na dobit).

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

α) Η προπτωχευτική διαδικασία κινείται αν το δικαστήριο κρίνει ότι υφίσταται επαπειλούμενη αφερεγγυότητα, δηλαδή αν το δικαστήριο συναγάγει ότι ο οφειλέτης δεν θα είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υφιστάμενες υποχρεώσεις του κατά την ημερομηνία που θα καταστούν ληξιπρόθεσμες.

Επαπειλούμενη αφερεγγυότητα υφίσταται αν δεν έχουν ήδη ανακύψει οι περιστάσεις που καθιστούν αφερέγγυο τον οφειλέτη και αν:

− στο Μητρώο καταχώρισης των οικονομικών υποχρεώσεων κατά προτεραιότητα, το οποίο τηρείται από την Οικονομική Υπηρεσία (Financijska agencija), υπάρχουν καταχωρισμένες μια ή περισσότερες εκκρεμείς υποχρεώσεις του οφειλέτη με νόμιμη βάση πληρωμής, και οι οποίες θα έπρεπε να έχουν εισπραχθεί χωρίς την περαιτέρω έγκριση του οφειλέτη, από οποιονδήποτε λογαριασμό του, ή

− ο οφειλέτης είναι πλέον των 30 ημερών υπερήμερος ως προς την καταβολή των μισθών που οφείλονται στους εργαζόμενους σύμφωνα με μια σύμβαση εργασίας, τους κανονισμούς της εργατικής νομοθεσίας, μια συλλογική σύμβαση ή ειδικούς κανονισμούς ή άλλο έγγραφο που ρυθμίζει τις υποχρεώσεις των εργοδοτών έναντι των εργαζόμενων ή

− ο οφειλέτης δεν καταβάλει τις εισφορές και τους φόρους που οφείλονται για τους μισθούς της προηγούμενης υποπαραγράφου, μέσα σε 30 ημέρες από την ημερομηνία που όφειλε να καταβάλει τους μισθούς στους εργαζόμενους.

β) Το δικαστήριο κηρύσσει την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας αν κρίνει ότι υφίστανται οι λόγοι της πτώχευσης, δηλαδή η αφερεγγυότητα ή η υπερχρέωση.

Αφερεγγυότητα υφίσταται εάν ο οφειλέτης δεν είναι σε θέση να εκπληρώνει τις εκκρεμείς οικονομικές του υποχρεώσεις σε συνεχή βάση. Η εκ μέρους του οφειλέτη ικανοποίηση των απαιτήσεων ορισμένων πιστωτών ή η δυνατότητα να τις ικανοποιήσει πλήρως ή μερικώς δεν αρκεί για να χαρακτηριστεί φερέγγυος ο οφειλέτης.

Ο οφειλέτης θεωρείται αφερέγγυος:

− εάν, στο Μητρώο καταχώρισης των υποχρεώσεων κατά προτεραιότητα το οποίο τηρεί η Οικονομική Υπηρεσία, υπάρχουν καταχωρισμένες μια ή περισσότερες εκκρεμείς υποχρεώσεις του, ληξιπρόθεσμες πλέον των 60 ημερών, με νόμιμη βάση πληρωμής, και οι οποίες θα έπρεπε να έχουν εισπραχθεί, χωρίς την περαιτέρω έγκριση του οφειλέτη, από οποιονδήποτε λογαριασμό του

− εάν δεν έχει καταβάλει στους εργαζομένους του τρεις διαδοχικούς μισθούς που οφείλονται σύμφωνα με σύμβαση εργασίας, τους κανονισμούς της εργατικής νομοθεσίας, συλλογική σύμβαση ή ειδικούς κανονισμούς ή άλλο έγγραφο που ρυθμίζει τις υποχρεώσεις των εργοδοτών έναντι των εργαζόμενων.

Υπερχρέωση υφίσταται αν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη- νομικού προσώπου- πλέον δεν αρκούν για την κάλυψη των υφιστάμενων υποχρεώσεών του.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Στην πτώχευση, η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων που είχε στην κυριότητά του ο οφειλέτης κατά την ημερομηνία έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας και τα περιουσιακά στοιχεία που απέκτησε ο οφειλέτης κατά τη διάρκεια αυτής. Οι δαπάνες της πτωχευτικής διαδικασίας, οι απαιτήσεις των πιστωτών του οφειλέτη, και οι απαιτήσεις που έχουν εξασφαλιστεί με συγκεκριμένα δικαιώματα επί των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη πληρώνονται από την πτωχευτική περιουσία.

H ελεύθερη χρήση των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας από τα πρόσωπα που είχαν προηγουμένως νόμιμη εξουσία εκπροσώπησης του οφειλέτη ή από τον ιδιώτη οφειλέτη μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, με εξαίρεση τη χρήση που διέπεται από τους γενικούς κανόνες για την τήρηση της αρχής της πίστης προς τα δημόσια μητρώα. Το αντάλλαγμα αποδίδεται στον αντισυμβαλλόμενο από την πτωχευτική περιουσία, αν αυτό συνέβαλε στην αύξηση της πτωχευτικής περιουσίας.

Εάν ο ιδιώτης οφειλέτης έγινε δικαιούχος κληρονομίας ή κληροδοσίας πριν από την έναρξη ή κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, μόνον ο ίδιος δικαιούται να αποδεχθεί ή να αποποιηθεί την κληρονομία ή την κληροδοσία.

Εάν ο οφειλέτης συστήσει κοινή περιουσία ή άλλη έννομη σχέση ή κοινοπραξία με τρίτον, η διανομή των περιουσιακών στοιχείων διενεργείται εκτός του πλαισίου της πτωχευτικής διαδικασίας. Για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την εν λόγω σχέση μπορεί να ζητηθεί χωριστή ικανοποίηση από το μερίδιο του οφειλέτη.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

α) Προπτωχευτική διαδικασία – ο διορισμός του συνδίκου υπόκειται στα ίδια προαπαιτούμενα με αυτά του διορισμού εκκαθαριστή. Το δικαστήριο, αν το θεωρήσει αναγκαίο, διορίζει σύνδικο με την απόφασή του για την έναρξη της προπτωχευτικής διαδικασίας. Τα καθήκοντα του συνδίκου παύουν κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που επικυρώνει την προπτωχευτική συμφωνία, κατά την ημερομηνία έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας ή με απόφαση των πιστωτών.

Στην προπτωχευτική διαδικασία ο σύνδικος οφείλει:

1. να εξετάζει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του οφειλέτη

2. να εξετάζει τον κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του οφειλέτη

3. να εξετάζει τη βασιμότητα των καταχωρισμένων απαιτήσεων

4. να προσβάλλει το κύρος απαιτήσεων εάν, βάσει των δηλώσεων των πιστωτών ή για άλλους λόγους, αμφιβάλλει για την εγκυρότητά τους

5. να επιβλέπει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του οφειλέτη, ιδίως τις οικονομικές του εργασίες, τη σύσταση υποχρεώσεων απέναντι σε τρίτους, την έκδοση μέσων ασφαλιστικής αποζημίωσης και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που διεξάγονται στο πλαίσιο της πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών, διαφυλάττοντας ταυτόχρονα τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη από οποιαδήποτε ζημία

6. να ασκεί αγωγές σε περίπτωση που ο οφειλέτης αθετεί τις διατάξεις του άρθρου 67 του SZ

7. να εκδίδει διαταγές και πιστοποιητικά δυνάμει των άρθρων 69 και 71 του SZ

8. να διασφαλίζει την έγκαιρη και πλήρη εξόφληση των δαπανών της προπτωχευτικής διαδικασίας

9. να διεξάγει τις λοιπές δραστηριότητες που προβλέπει ο SZ.

Από την ημερομηνία έναρξης της προπτωχευτικής διαδικασίας και έως την περάτωσή της, ο οφειλέτης μπορεί να πραγματοποιεί μόνο τις πληρωμές που είναι αναγκαίες για τις συνήθεις επιχειρηματικές του δραστηριότητες. Κατά το εν λόγω διάστημα, ο οφειλέτης δεν μπορεί να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που είχαν ανακύψει και κατέστησαν ληξιπρόθεσμες πριν από την έναρξη της προπτωχευτικής διαδικασίας, παρά μόνον τις υποχρεώσεις καταβολής ακαθάριστων αμοιβών που υπέχει έναντι των νυν και πρώην εργαζομένων του βάσει σύμβασης εργασίας, αν οι απαιτήσεις είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμες πριν από την ημερομηνία έναρξης της προπτωχευτικής διαδικασίας, τις αποζημιώσεις απόλυσης έως το ποσό που ορίζει ο νόμος και οι συλλογικές συμβάσεις, τις απαιτήσεις αποζημίωσης λόγω εργατικού ατυχήματος ή ασθένειας που προκλήθηκε από την εργασία και απαιτήσεις από μισθούς εργαζομένων προσαυξημένες κατά το ποσό των νόμιμων εισφορών και άλλα στοιχειώδη δικαιώματα των εργαζομένων, σύμφωνα με τις συμβάσεις εργασίας και τις συλλογικές συμβάσεις που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες μετά την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της προπτωχευτικής διαδικασίας, καθώς και κάθε άλλη πληρωμή που ορίζεται από ειδική νομοθεσία και είναι απαραίτητη για τη διεξαγωγή των συνήθων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.

Από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης για την έναρξη της προπτωχευτικής διαδικασίας έως την έκδοση της απόφασης που κηρύσσει την έναρξη αυτής, ο οφειλέτης δεν μπορεί να εκποιήσει τα περιουσιακά του στοιχεία ή να συστήσει βάρος επ’ αυτών, παρά μόνον με την προηγούμενη έγκριση του συνδίκου ή του δικαστηρίου αν δεν έχει διοριστεί σύνδικος.

β) Πτωχευτική διαδικασία – ο σύνδικος της πτώχευσης επιλέγεται τυχαία από τον «A» κατάλογο συνδίκων της περιφέρειας του κατά τόπον αρμόδιου δικαστηρίου, εκτός αν άλλως ορίζει ο SZ. Βάσει της εν λόγω επιλογής, το δικαστήριο διορίζει τον σύνδικο με την απόφασή του για την κήρυξη της έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας. Κατ’ εξαίρεση, εάν είχε διοριστεί σύνδικος στην προπτωχευτική διαδικασία που προηγήθηκε της πτωχευτικής διαδικασίας, ή είχε διοριστεί προσωρινός σύνδικος, το δικαστήριο διορίζει σύνδικο της πτώχευσης τον σύνδικο της προπτωχευτικής διαδικασίας ή τον προσωρινό σύνδικο.

Στον σύνδικο απονέμονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των εταιρικών οργάνων του οφειλέτη, εκτός αν άλλως ορίζει ο SZ. Εάν ο οφειλέτης εξακολουθεί να διεξάγει την επιχειρηματική του δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 217 παράγραφος 2 του SZ, ο σύνδικος αναλαμβάνει τη διαχείρισή της.

Ο σύνδικος εκπροσωπεί τον οφειλέτη. Ο σύνδικος διαχειρίζεται μόνον τις δραστηριότητες του ιδιώτη οφειλέτη που αφορούν την πτωχευτική περιουσία και τον εκπροσωπεί ως ο νόμιμος εκπρόσωπός του.

Ο σύνδικος οφείλει να ενεργεί ευσυνείδητα και με μεθοδικότητα και ιδίως οφείλει

1. να τακτοποιήσει σε χρονολογική σειρά τα λογιστικά στοιχεία έως την ημερομηνία έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας

2. να συντάξει μια προκαταρκτική εκτίμηση των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας και να την υποβάλει στην επιτροπή των πιστωτών προς έγκριση

3. να συστήσει επιτροπή για την απογραφή των περιουσιακών στοιχείων

4. να συντάξει έναν αρχικό ισολογισμό των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη

5. να διαχειριστεί με τη δέουσα επιμέλεια την περάτωση των εκκρεμών δραστηριοτήτων του οφειλέτη και τις δραστηριότητες που είναι αναγκαίες για να διαφυλαχθούν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη

6. να διασφαλίσει την εκτέλεση των απαιτήσεων του οφειλέτη

7. να διεξάγει με ευσυνειδησία τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του οφειλέτη που αναφέρονται στο άρθρο 217 παράγραφος 2 του SZ

8. να προσκομίσει στο Ασφαλιστικό Ίδρυμα Συνταξιοδότησης της Κροατίας τα έγγραφα που αφορούν το καθεστώς των δικαιούχων κατά το εργατικό δίκαιο

9. να ρευστοποιήσει ή να εισπράξει με τη δέουσα επιμέλεια τα περιουσιακά στοιχεία και τα δικαιώματα του οφειλέτη που απαρτίζουν την πτωχευτική περιουσία

10. να προπαρασκευάσει τη διανομή προς τους πιστωτές και να την εκτελέσει έπειτα από έγκριση

11. να υποβάλει μια τελική οικονομική κατάσταση στην επιτροπή των πιστωτών

12. να πραγματοποιήσει μεταγενέστερες διανομές στους πιστωτές

13. μετά το πέρας της πτωχευτικής διαδικασίας, να εκπροσωπεί την πτωχευτική περιουσία σύμφωνα με τον SZ.

Ο σύνδικος πρέπει να υποβάλλει γραπτές εκθέσεις για την πορεία της πτωχευτικής διαδικασίας και το υπόλοιπο αυτής, τουλάχιστον μια φορά ανά τρίμηνο και σε τυποποιημένη μορφή.

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Εάν, κατά τον χρόνο έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας, ο πιστωτής είχε νόμιμο ή συμβατικό δικαίωμα συμψηφισμού, αυτό δεν θίγεται από την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας.

Εάν κατά τον χρόνο έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας, υφίστανται μια ή περισσότερες απαιτήσεις που υπόκεινται σε συμψηφισμό υπό αναβλητικό όρο ή δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες ή δεν θα εκτελεστούν με τον ίδιο τρόπο, ο συμψηφισμός θα πραγματοποιηθεί μετά την εκπλήρωση των αναγκαίων όρων. Δεν ισχύει για τον συμψηφισμό ο κανόνας που προβλέπει ότι οι εκκρεμείς απαιτήσεις καθίστανται ληξιπρόθεσμες κατά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, και ότι οι μη χρηματικές απαιτήσεις ή οι απαιτήσεις μη καθορισμένου χρηματικού ποσού έχουν τη χρηματική αξία που τους αποδίδεται κατ’ εκτίμηση κατά τον χρόνο έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας. Εάν η απαίτηση που θα συμψηφιζόταν καταστεί ανεπιφύλακτη και ληξιπρόθεσμη πριν να γίνει εφικτός ο συμψηφισμός, τότε ο συμψηφισμός αποκλείεται.

Ο συμψηφισμός δεν αποκλείεται για απαιτήσεις που εκφράζονται σε διαφορετικό νόμισμα ή για ομάδες λογαριασμών, με τον όρο ότι οι εν λόγω ισοτιμίες ή ομάδες λογαριασμών μπορούν ευχερώς να εκφραστούν σε συνάλλαγμα στον τόπο εκπλήρωσης της απαίτησης που υπόκειται σε συμψηφισμό. Η μετατροπή διεξάγεται σύμφωνα με την ισχύουσα συναλλαγματική ισοτιμία στον τόπο του διακανονισμού κατά τον χρόνο παραλαβής της δήλωσης για τον συμψηφισμό.

Ο συμψηφισμός είναι απαράδεκτος:

1. εάν η υποχρέωση του πιστωτή έναντι της πτωχευτικής περιουσίας προέκυψε μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας

2. εάν η απαίτηση εκχωρήθηκε στον πιστωτή από άλλον πιστωτή μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας

3. εάν ο πιστωτής απέκτησε την απαίτηση με εκχώρηση κατά τους τελευταίους έξι μήνες πριν από την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας ή αν η προπτωχευτική διαδικασία δεν είχε κινηθεί κατά τους τελευταίους έξι μήνες πριν από την ημερομηνία έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας και ο πιστωτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι ο οφειλέτης έχει καταστεί αφερέγγυος ή ότι έχει κατατεθεί αίτηση έναρξης της προπτωχευτικής ή της πτωχευτικής διαδικασίας κατά του οφειλέτη. Κατά παρέκκλιση, ο συμψηφισμός επιτρέπεται εάν η απαίτηση εκχωρήθηκε για την εκτέλεση μιας σύμβασης που δεν έχει εκτελεστεί ή αν το δικαίωμα ικανοποίησης της απαίτησης αναβίωσε μετά την επιτυχή προσβολή μιας δικαιοπραξίας του οφειλέτη.

4. εάν ο πιστωτής απέκτησε το δικαίωμα του συμψηφισμού με ακυρώσιμη δικαιοπραξία.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Εάν κατά τον χρόνο έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας, ο οφειλέτης και ο αντισυμβαλλόμενός του δεν έχουν εκτελέσει πλήρως ή εν μέρει μια αμφοτεροβαρή σύμβαση, ο σύνδικος μπορεί να εκτελέσει τη σύμβαση αντί του οφειλέτη και να απαιτήσει την εκτέλεση από τον αντισυμβαλλόμενο. Εάν ο σύνδικος αρνηθεί να εκτελέσει τη σύμβαση, ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να εκτελέσει την απαίτησή του λόγω αθέτησης μόνον ως πτωχευτικός πιστωτής. Εάν ο αντισυμβαλλόμενος καλέσει τον σύνδικο να υποβάλει παρατηρήσεις ως προς το δικαίωμα προαίρεσης, ο σύνδικος πρέπει αμέσως, και το αργότερο μετά την εξέταση της χρηματοοικονομικής αναφοράς, να ενημερώσει τον αντισυμβαλλόμενο με συστημένη επιστολή σχετικά με την πρόθεσή του να απαιτήσει την εκτέλεση της σύμβασης ή όχι. Κατά παρέκκλιση, εάν ο αντισυμβαλλόμενος θα υφίστατο σημαντική ζημία κατά τον χρόνο της εξέτασης της χρηματοοικονομικής αναφοράς και έχει ενημερώσει σχετικά τον σύνδικο, ο τελευταίος οφείλει να γνωστοποιήσει στον αντισυμβαλλόμενο την πρόθεσή του να απαιτήσει την εκτέλεση της σύμβασης ή όχι, αποστέλλοντάς του συστημένη επιστολή μέσα σε οκτώ ημέρες. Διαφορετικά, ο σύνδικος δεν θα έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την εκτέλεση της σύμβασης.

Εάν οι υποχρεώσεις παροχής είναι διαιρετές, και ο αντισυμβαλλόμενος έχει εκπληρώσει εν μέρει τις υποχρεώσεις παροχής του κατά τον χρόνο έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας, τότε ο εν λόγω συμβαλλόμενος δικαιούται να ασκήσει το δικαίωμά του στην αντιπαροχή που αναλογεί στη μερική παροχή ως πτωχευτικός πιστωτής, ακόμη κι αν ο σύνδικος απαίτησε την εκπλήρωση της εναπομένουσας ενοχής. Ο αντισυμβαλλόμενος δεν έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την απόδοση της αξίας κατά την οποία αυξήθηκαν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη με τη μερική παροχή του, λόγω μη εκτέλεσης του δικαιώματός του στην αντιπαροχή.

Εάν έχει εγγραφεί προσημείωση στο κτηματολόγιο για την εξασφάλιση της απαίτησης που αφορά την κτήση ή ανάκληση δικαιωμάτων σε ένα από τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, ή σε ένα από τα δικαιώματα που έχουν συσταθεί υπέρ του οφειλέτη ή για την εξασφάλιση της απαίτησης για μια αλλαγή του αντικειμένου ή της προτεραιότητας του εν λόγω δικαιώματος, ο πιστωτής μπορεί να ικανοποιήσει την απαίτησή του ως πτωχευτικός πιστωτής. Το ίδιο ισχύει αν ο οφειλέτης είχε αναλάβει οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση την οποία στη συνέχεια δεν εκπλήρωσε πλήρως ή εν μέρει. Η εν λόγω διάταξη ισχύει αναλογικά για τις εγγραφές προσημειώσεων στο νηολόγιο, το μητρώο πλοίων υπό ναυπήγηση ή το μητρώο αεροσκαφών.

Εάν πριν από την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, ο οφειλέτης πώλησε την ακίνητη περιουσία του με παρακράτηση κυριότητας και παρέδωσε το ακίνητο στην κατοχή του αγοραστή, ο αγοραστής μπορεί να απαιτήσει την εκτέλεση της σύμβασης αγοραπωλησίας. Το ίδιο ισχύει εάν ο οφειλέτης ανέλαβε περαιτέρω υποχρεώσεις έναντι του αγοραστή τις οποίες δεν εκπλήρωσε πλήρως ή τις οποίες εκπλήρωσε μόνον εν μέρει. Εάν πριν από την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, ο οφειλέτης αγόρασε ένα ακίνητο με παρακράτηση κυριότητας και ο πωλητής το παρέδωσε στην κατοχή του, ο σύνδικος έχει το δικαίωμα προαίρεσης του άρθρου 181 του SZ.

Η μίσθωση και η εκμίσθωση ακινήτων ή εγκαταστάσεων δεν λύονται με την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας. Το ίδιο ισχύει για τις μισθωτικές σχέσεις που είχε συνάψει ο οφειλέτης ως εκμισθωτής ως προς πράγματα τα οποία μεταβιβάστηκαν για ασφαλιστικούς σκοπούς σε τρίτον ο οποίος χρηματοδότησε την αγορά ή παραγωγή τους. Τα δικαιώματα που αφορούν το διάστημα πριν από την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, καθώς και η ζημία που προέκυψε από την πρόωρη καταγγελία της σύμβασης, μπορεί να ασκηθούν από τον αντισυμβαλλόμενο μόνο με την ιδιότητα του πτωχευτικού πιστωτή.

Ο σύνδικος μπορεί να ακυρώσει τις μισθωτικές συμβάσεις επί ακινήτων ή εγκαταστάσεων που έχει συνάψει ο οφειλέτης ως μισθωτής χωρίς να λάβει υπόψη τη συμβατική διάρκεια, με την επιφύλαξη όμως της νόμιμης προθεσμίας ειδοποίησης. Εάν ο σύνδικος κηρύξει την ακύρωση της σύμβασης, ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ζητήσει αποζημίωση για πρόωρη καταγγελία της σύμβασης, ως πτωχευτικός πιστωτής. Εάν κατά τον χρόνο έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας, ο οφειλέτης δεν είχε αποκτήσει κατοχή επί του ακινήτου ή των εγκαταστάσεων, ο σύνδικος και ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να υπαναχωρήσουν από τη σύμβαση. Εάν ο σύνδικος υπαναχωρήσει, ο αντισυμβαλλόμενος, μπορεί να ζητήσει αποζημίωση για ζημίες από την πρόωρη καταγγελία της σύμβασης, ως πτωχευτικός πιστωτής. Κάθε συμβαλλόμενος οφείλει να ενημερώσει τον αντισυμβαλλόμενο για την πρόθεσή του να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση ή όχι, με αίτημα του αντισυμβαλλόμενου και μέσα σε 15 ημέρες από αυτό. Διαφορετικά, ο συμβαλλόμενος χάνει το δικαίωμά του σε υπαναχώρηση.

Οι τυχόν απαιτήσεις του οφειλέτη, ως εκμισθωτή του ακινήτου ή των εγκαταστάσεων πριν από την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, από μισθωτικές συμβάσεις που αφορούν μελλοντικό χρόνο, παράγουν έννομα αποτελέσματα στο μέτρο που αφορούν τη μίσθωση ή την εκμίσθωση, για τον τρέχοντα ημερολογιακό μήνα κατά τον χρόνο έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας. Εάν η πτωχευτική διαδικασία κινηθεί μετά τη δέκατη πέμπτη ημέρα του μήνα, η ύπαρξη των απαιτήσεων επίσης παράγει έννομα αποτελέσματα τον επόμενο ημερολογιακό μήνα και αφορά ειδικά την καταβολή των μισθωμάτων. Οι απαιτήσεις από την αναγκαστική εκτέλεση εξομοιώνονται με συμβατικές απαιτήσεις.

Ο σύνδικος μπορεί, για λογαριασμό του οφειλέτη ως εκμισθωτή να ακυρώσει τη μισθωτική σχέση μέσα στη νόμιμη προθεσμία ειδοποίησης, ανεξάρτητα από τη συμβατική προθεσμία.

Εάν ο σύνδικος ανέλαβε από τρίτο το ακίνητο ή τις εγκαταστάσεις που είχε εκμισθώσει ο οφειλέτης και υπεισήλθε έτσι στη μισθωτική σύμβαση αντί του οφειλέτη, ο εν λόγω τρίτος μπορεί να ακυρώσει τη σύμβαση μέσα σε μια νόμιμα καθορισμένη προθεσμία ειδοποίησης.

Εάν ο οφειλέτης είναι ο μισθωτής, ο αντισυμβαλλόμενος δεν μπορεί να ακυρώσει τη μισθωτική σύμβαση μετά την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας:

1. λόγω καθυστέρησης στην καταβολή του μισθώματος πριν από την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας

2. λόγω επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης του οφειλέτη.

Η έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας δεν συνεπάγεται την λύση των συμβάσεων εργασίας ή παροχής υπηρεσιών με τον οφειλέτη. Η έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας αποτελεί ειδικό δικαιολογητικό λόγο της ακύρωσης της σύμβασης εργασίας. Μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, ο σύνδικος μπορεί για λογαριασμό του εργοδότη και του εργαζόμενου, να ακυρώσει τη σύμβαση εργασίας, ανεξάρτητα από τη συμβατική διάρκεια ισχύος και τις νόμιμες ή συμβατικές διατάξεις για την προστασία των εργαζόμενων. Η προθεσμία ειδοποίησης είναι ένας μήνας, εκτός αν ο νόμος ορίζει συντομότερη προθεσμία. Εάν οι εργαζόμενοι θεωρούν ότι η λύση της σύμβασης εργασίας τους δεν είναι σύμφωνη με τον νόμο, μπορεί να διεκδικήσουν την προστασία των δικαιωμάτων τους σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία (Zakon o radu).

Ο σύνδικος μπορεί, με την έγκριση του δικαστηρίου, να συνάψει νέες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου χωρίς τους περιορισμούς που προβλέπουν οι γενικοί κανόνες που διέπουν τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, με σκοπό την ολοκλήρωση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που έχουν ήδη ξεκινήσει και την αποτροπή πιθανής ζημίας. Ο σύνδικος προσδιορίζει τους μισθούς και τις λοιπές παροχές από την εργασία, βασιζόμενος στη δικαστική έγκριση και σύμφωνα με τον νόμο και τη συλλογική σύμβαση. Οι μισθοί και οι παροχές από την εργασία που έγιναν απαιτητές από τους εργαζόμενους μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας ικανοποιούνται ως υποχρεώσεις της πτωχευτικής περιουσίας.

Το δικαίωμα συμμετοχής του εργαζόμενου παύει με την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας. Οι συμφωνίες με το συμβούλιο των εργαζόμενων δεν δεσμεύουν τον σύνδικο.

Οι εντολές του οφειλέτη ως προς τα περιουσιακά στοιχεία που απαρτίζουν την πτωχευτική περιουσία παύουν να ισχύουν κατά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας. Εάν ο εντολοδόχος δεν γνώριζε ότι έχει κινηθεί η πτωχευτική διαδικασία για λόγο που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του και συνέχισε τις δραστηριότητές του, η εντολή θεωρείται ότι παραμένει σε ισχύ. Οι απαιτήσεις του εντολοδόχου ως προς τις εν λόγω συνεχιζόμενες δραστηριότητες ικανοποιούνται ως απαιτήσεις πτωχευτικού πιστωτή. Για τον σκοπό της αποκατάστασης της ζημίας, ο εντολοδόχος πρέπει να συνεχίσει να διεξάγει τις δραστηριότητές του μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας έως ότου τις αναλάβει ο σύνδικος. Οι απαιτήσεις του εντολοδόχου ως προς τις εν λόγω δραστηριότητες ικανοποιούνται ως απαιτήσεις πιστωτή από την πτωχευτική περιουσία.

Οι προσφορές προς ή από τον οφειλέτη παύουν να ισχύουν κατά την ημέρα έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας, εκτός εάν είχαν γίνει αποδεκτές πριν από την εν λόγω ημέρα.

Ως προς τις συμβάσεις εργασίας με τις οποίες ένα πρόσωπο ανέλαβε την παροχή ορισμένων υπηρεσιών για λογαριασμό του οφειλέτη και ως προς την εξουσία του οφειλέτη να διαχειρίζεται τα περιουσιακά στοιχεία που εντάσσονται στην πτωχευτική περιουσία, αν η εν λόγω εξουσία παύσει με την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, ο εντολοδόχος πρέπει, για τον σκοπό της αποκατάστασης της ζημίας, να συνεχίσει τη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων ακόμη και μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, έως ότου ο σύνδικος αναλάβει τη διεξαγωγή τους. Οι απαιτήσεις του εντολοδόχου, που απορρέουν από τη συνέχιση των δραστηριοτήτων ικανοποιούνται ως απαιτήσεις πιστωτή από την πτωχευτική περιουσία.

Οι συμβατικές διατάξεις που εκ των προτέρων αποκλείουν ή περιορίζουν την εφαρμογή των διατάξεων του SZ δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα.

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

α) Προπτωχευτική διαδικασία – από την ημερομηνία έναρξης της προπτωχευτικής διαδικασίας έως την περάτωσή της δεν επιτρέπεται η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης και η κίνηση διοικητικής διαδικασίας ή ασφαλιστικών μέτρων κατά του οφειλέτη. Οποιαδήποτε τέτοια εκκρεμής διαδικασία αναστέλλεται κατά την ημέρα έναρξης της προπτωχευτικής διαδικασίας. Η διαδικασία που έχει ανασταλεί θα συνεχιστεί με πρόταση των πιστωτών:

- έπειτα από τη σύναψη μιας προπτωχευτικής συμφωνίας – ως προς τις απαιτήσεις ή το μέρος των απαιτήσεων που είχαν προσβληθεί στην προπτωχευτική διαδικασία

- έπειτα από μια αμετάκλητη απόφαση που παύει την προπτωχευτική διαδικασία.

Οι εν λόγω διατάξεις δεν ισχύουν στη διαδικασία που δεν θίγεται από την προπτωχευτική διαδικασία ή στη διαδικασία που κινείται για την ικανοποίηση των απαιτήσεων οι οποίες ανέκυψαν μετά την έναρξη της προπτωχευτικής διαδικασίας.

Η διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου στην οποία διατάχθηκε η αναστολή της διαδικασίας λόγω της έναρξης της προπτωχευτικής διαδικασίας, και μεταγενέστερα εκδόθηκε μια αμετάκλητη απόφαση επικύρωσης της προπτωχευτικής συμφωνίας που κάλυπτε την απαίτηση του πιστωτή, θα συνεχιστεί και το δικαστήριο θα απορρίψει την αγωγή ή θα διακόψει την αναγκαστική εκτέλεση ή τα ασφαλιστικά μέτρα, εκτός αν αφορούν τις απαιτήσεις ή μέρος των απαιτήσεων που προσβλήθηκαν στην προπτωχευτική διαδικασία.

β) Πτωχευτική διαδικασία – μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, οι ατομικοί δανειστές δεν μπορούν να αναζητήσουν την επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την εξασφάλιση σε βάρος του οφειλέτη κατά των περιουσιακών τους στοιχείων που απαρτίζουν την πτωχευτική περιουσία ή λοιπών περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Οι μη πτωχευτικοί πιστωτές δεν δικαιούνται να ζητήσουν την εκτέλεση ή την εξασφάλιση έναντι μελλοντικών απαιτήσεων των ιδιωτών οφειλετών από την εργασιακή τους σχέση ή άλλη υπηρεσία, ή των δικών τους απαιτήσεων από αυτή τη βάση στην πτωχευτική διαδικασία, εκτός από την αναγκαστική εκτέλεση ή την εξασφάλιση για την ικανοποίηση των απαιτήσεων διατροφής και άλλων απαιτήσεων που μπορεί να ικανοποιηθούν από το τμήμα της αμοιβής του οφειλέτη για την εργασία του, από το οποίο δεν μπορεί να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις άλλων πιστωτών. Οι εν λόγω διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και ασφαλιστικών μέτρων που εκκρεμούν κατά τον χρόνο έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας διακόπτονται. Αν οι εν λόγω διαδικασίες συνεχιστούν, το δικαστήριο της εκτέλεσης διακόπτει τη διαδικασία.

Μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, οι πιστωτές που δικαιούνται να ζητήσουν την εξαίρεση τμημάτων των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη από την πτωχευτική περιουσία (izlučni vjerovnici) μπορεί, για τον σκοπό της άσκησης των δικαιωμάτων τους, να επισπεύσουν την αναγκαστική εκτέλεση και να ασκήσουν ασφαλιστικά μέτρα κατά του οφειλέτη, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η αναγκαστική εκτέλεση και η διαδικασία έκδοσης ασφαλιστικών μέτρων που είχαν κινήσει οι πιστωτές πριν από την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας θα συνεχιστούν και θα εκτελεστούν από το δικαστήριο της εκτέλεσης, σύμφωνα με τους κανόνες της αναγκαστικής εκτέλεσης.

Μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, οι πιστωτές με δικαίωμα να ζητήσουν χωριστή ικανοποίηση (razlučni vjerovnici) δεν έχουν το δικαίωμα να κινήσουν τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή των ασφαλιστικών μέτρων. Η αναγκαστική εκτέλεση και τα ασφαλιστικά μέτρα, που εκκρεμούν κατά τον χρόνο έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας, αναστέλλονται. Οι διαδικασίες της αναγκαστικής εκτέλεσης και των ασφαλιστικών μέτρων που έχουν ανασταλεί συνεχίζονται από το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της πτωχευτικής διαδικασίας, με εφαρμογή των κανόνων που ισχύουν για τη ρευστοποίηση των στοιχείων επί των οποίων υφίσταται δικαίωμα χωριστής ικανοποίησης στην πτωχευτική διαδικασία.

Μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, η καταχώριση σε δημόσιο μητρώο επιτρέπεται αν οι προϋποθέσεις της καταχώρισης είχαν εκπληρωθεί πριν από την επέλευση των έννομων επιπτώσεων της έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας.

Κατά τους έξι μήνες μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, δεν επιτρέπεται η επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση των απαιτήσεων από την πτωχευτική περιουσία που δεν βασίζονται σε δικαιοπραξίες του συνδίκου.

Η διάταξη αυτή δεν ισχύει για:

1. υποχρεώσεις της πτωχευτικής περιουσίας που απορρέουν από αμφοτεροβαρή σύμβαση της οποίας την εκτέλεση ανέλαβε ο σύνδικος

2. υποχρεώσεις που απορρέουν από μια μόνιμη συμβατική σχέση μετά την παρέλευση της πρώτης προθεσμίας κατά την οποία ο σύνδικος θα έπρεπε να έχει ακυρώσει τη σύμβαση

3. υποχρεώσεις που απορρέουν από μια μόνιμη συμβατική σχέση, εάν ο σύνδικος έχει λάβει αντάλλαγμα υπέρ της πτωχευτικής περιουσίας.

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

α) Προπτωχευτική διαδικασία - δεν μπορεί να ασκηθεί αγωγή κατά του οφειλέτη, από την ημέρα έναρξης της προπτωχευτικής διαδικασίας έως την περάτωσή της. Κάθε τέτοια εκκρεμής διαδικασία αναστέλλεται κατά την ημέρα έναρξης της προπτωχευτικής διαδικασίας. Η διαδικασία που έχει ανασταλεί συνεχίζεται με πρόταση του πιστωτή:

- έπειτα από τη σύναψη μιας προπτωχευτικής συμφωνίας – ως προς τις απαιτήσεις ή το μέρος των απαιτήσεων που είχαν προσβληθεί στην προπτωχευτική διαδικασία

- έπειτα από μια αμετάκλητη απόφαση που παύει την προπτωχευτική διαδικασία.

Οι εν λόγω διατάξεις δεν ισχύουν στη διαδικασία που δεν θίγεται από την προπτωχευτική διαδικασία ή στη διαδικασία για την ικανοποίηση των απαιτήσεων που ανέκυψαν μετά την έναρξη της προπτωχευτικής διαδικασίας.

Η διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου στην οποία διατάχθηκε η αναστολή της διαδικασίας λόγω της έναρξης της προπτωχευτικής διαδικασίας, και μεταγενέστερα εκδόθηκε μια αμετάκλητη απόφαση επικύρωσης της προπτωχευτικής συμφωνίας που κάλυπτε την απαίτηση του πιστωτή, θα συνεχιστεί και το δικαστήριο θα απορρίψει την αγωγή ή θα διακόψει την αναγκαστική εκτέλεση ή τα ασφαλιστικά μέτρα, εκτός αν αφορούν τις απαιτήσεις ή μέρος των απαιτήσεων που προσβλήθηκαν στην προπτωχευτική διαδικασία.

β) Πτωχευτική διαδικασία - ο σύνδικος θα αναλάβει τις αγωγές, και τις δίκες της διαιτησίας, που αφορούν τα περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας και εκκρεμούν κατά τον χρόνο έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας, ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό του οφειλέτη. Οι αγωγές που αφορούν αναγγελθείσες απαιτήσεις στην πτωχευτική διαδικασία δεν μπορούν να συνεχιστούν έως ότου ελεγχθούν στη διαδικασία εξελέγξεως.

Ο σύνδικος αναλαμβάνει στο όνομά του τις αγωγές κατά του οφειλέτη που εκκρεμούν κατά τον χρόνο έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας, σε περίπτωση που αφορούν:

1. την εξαίρεση περιουσιακών στοιχείων από την πτωχευτική περιουσία

2. τη χωριστή ικανοποίηση

3. τις υποχρεώσεις της πτωχευτικής περιουσίας.

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

α) Προπτωχευτική διαδικασία - πιστωτές του οφειλέτη στην προπτωχευτική διαδικασία είναι τα πρόσωπα που, κατά τον χρόνο έναρξης της προπτωχευτικής διαδικασίας, έχουν χρηματικές απαιτήσεις κατά του οφειλέτη. Οι κανόνες του SZ που διέπουν το δικαίωμα ψήφου στον πτωχευτικό συμβιβασμό εφαρμόζονται αναλογικά στο δικαίωμα ψήφου των πιστωτών επί του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

Οι πιστωτές ψηφίζουν γραπτώς με χρήση του πρότυπου ψηφοδελτίου. Το ψηφοδέλτιο πρέπει να κατατεθεί στο δικαστήριο το αργότερο με την έναρξη της συνέλευσης της ψηφοφορίας και πρέπει να υπογραφεί και να επικυρωθεί από ένα εξουσιοδοτημένο πρόσωπο. Εάν κατά την έναρξη της εν λόγω συνέλευσης, οι πιστωτές δεν καταθέσουν το ψηφοδέλτιο ή καταθέσουν ένα ψηφοδέλτιο από το οποίο δεν μπορεί να προκύψει σαφώς ο τρόπος που ψήφισαν, θεωρείται ότι έχουν ψηφίσει κατά του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

Οι πιστωτές που παρίστανται στη συνέλευση ψηφίζουν με χρήση του πρότυπου ψηφοδελτίου. Εάν οι πιστωτές με δικαίωμα ψήφου δεν ψηφίσουν στην εν λόγω συνέλευση, θεωρείται ότι έχουν ψηφίσει κατά του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

Κάθε ομάδα πιστωτών με δικαίωμα ψήφου, ψηφίζει χωριστά επί του σχεδίου αναδιάρθρωσης. Οι κανόνες που διέπουν την κατάταξη των συμμετεχόντων στον πτωχευτικό συμβιβασμό ισχύουν αναλογικά στην κατάταξη των πιστωτών στην προπτωχευτική διαδικασία.

Οι πιστωτές θεωρείται ότι έχουν αποδεχθεί το σχέδιο αναδιάρθρωσης εάν η πλειοψηφία των πιστωτών το υπερψήφισε και αν σε κάθε ομάδα, το συνολικό ποσό των απαιτήσεων των πιστωτών που ψήφισαν υπέρ του σχεδίου είναι τουλάχιστον το διπλάσιο από το ποσό των απαιτήσεων των πιστωτών που το καταψήφισαν.

Οι πιστωτές με κοινό δικαίωμα ή των οποίων τα δικαιώματα συνιστούσαν έναν ενιαίο δικαίωμα έως τον χρόνο που ανέκυψαν οι λόγοι κήρυξης της προπτωχευτικής διαδικασίας υπολογίζονται ως ένας πιστωτής στην ψηφοφορία. Αντίστοιχα αντιμετωπίζονται οι δικαιούχοι αυτοτελών δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων επικαρπίας αντιμετωπίζονται.

β) Πτωχευτική διαδικασία - επιτροπή πιστωτών – το δικαστήριο μπορεί, πριν από την πρώτη συνέλευση των πιστωτών και για την προστασία των συμφερόντων τους, να συστήσει επιτροπή πιστωτών και να διορίσει τα μέλη της.

Στην επιτροπή των πιστωτών πρέπει να εκπροσωπούνται τόσο οι πιστωτές με τις μεγαλύτερες απαιτήσεις όσο και οι πιστωτές με μικρές απαιτήσεις. Επίσης, στην επιτροπή των πιστωτών πρέπει να εκπροσωπείται ένας εκπρόσωπος των πρώην εργαζόμενων του οφειλέτη, εκτός αν οι εν λόγω εργαζόμενοι συμμετέχουν στη διαδικασία ως πιστωτές με ασήμαντες απαιτήσεις.

Μέλη της επιτροπής των πιστωτών μπορεί να διοριστούν οι πιστωτές με δικαίωμα να ζητήσουν χωριστή ικανοποίηση (razlučni vjerovnici) και τα πρόσωπα που δεν είναι πιστωτές αλλά μπορεί να συνεισφέρουν στο έργο της επιτροπής με την τεχνογνωσία τους.

Η επιτροπή των πιστωτών πρέπει να απαρτίζεται από μονό αριθμό μελών, εννέα το ανώτερο. Εάν οι πιστωτές είναι λιγότεροι από πέντε, απονέμονται σε όλους οι εξουσίες της επιτροπής των πιστωτών.

Εάν κατά τη διαδικασία της εξελέγξεως, οι αναγνωρισμένες απαιτήσεις των πιστωτών έχουν προσδιοριστεί σε αξία άνω των 50 εκατομμυρίων HRK (κούνες Κροατίας) και ο οφειλέτης κατά την ημέρα έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας διαθέτει συμβάσεις εργασίας με περισσότερους από 20 εργαζόμενους σε ισχύ, το δικαστήριο είναι αρμόδιο να επιτρέψει στους πιστωτές να αποφασίσουν τη σύσταση μιας επιτροπής πιστωτών.

Η επιτροπή των πιστωτών πρέπει να επιβλέπει τον σύνδικο και να τον επικουρεί στη διεξαγωγή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, καθώς και να επιτηρεί τις δραστηριότητες δυνάμει του άρθρου 217 του SZ, να εξετάζει τα βιβλία και τα λοιπά στοιχεία που αφορούν την επιχειρηματική δραστηριότητα, και να διατάσσει την επαλήθευση του κύκλου εργασιών και του ποσού των ταμειακών διαθεσίμων. Η επιτροπή των πιστωτών μπορεί να επιτρέψει στα επιμέρους μέλη της επιτροπής να διεξάγουν επιμέρους δραστηριότητες που εμπίπτουν στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων της.

Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, η επιτροπή των πιστωτών ιδίως:

1. εξετάζει τις εκθέσεις του συνδίκου για την πορεία της πτωχευτικής διαδικασίας και την κατάσταση της πτωχευτικής περιουσίας

2. επανεξετάζει τα εμπορικά βιβλία και το σύνολο των δικαιολογητικών εγγράφων που παραδόθηκαν στον σύνδικο

3. προβάλλει ενστάσεις ενώπιον του δικαστηρίου κατά των πράξεων του συνδίκου

4. εγκρίνει την εκτίμηση κόστους για την πτωχευτική διαδικασία

5. παρέχει στο δικαστήριο τη γνώμη της για την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, με αίτημα του δικαστηρίου

6. παρέχει στο δικαστήριο τη γνώμη της για τη συνέχιση των επιχειρηματικών εργασιών που βρίσκονται σε εξέλιξη ή τις δραστηριότητες του συνδίκου, με αίτημα του δικαστηρίου

7. παρέχει στο δικαστήριο τη γνώμη της για την αναγνώριση των δικαιολογημένων ζημιών που περιλήφθηκαν στην απογραφή των περιουσιακών στοιχείων, με αίτημα του δικαστηρίου

(3) Η επιτροπή των πιστωτών πρέπει να ενημερώσει τους πιστωτές για την πορεία της διαδικασίας και την κατάσταση της πτωχευτικής περιουσίας.

Συνέλευση πιστωτών

Το δικαστήριο συγκαλεί τη συνέλευση των πιστωτών. Δικαίωμα συμμετοχής έχουν όλοι οι πτωχευτικοί πιστωτές, όλοι οι πτωχευτικοί πιστωτές με δικαίωμα χωριστής ικανοποίησης, ο σύνδικος και ο ιδιώτης οφειλέτης.

Κατά την εξέταση της χρηματοοικονομικής αναφοράς ή σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη διαδικασία, η συνέλευση των πιστωτών έχει δικαίωμα:

1. να συστήσει μια επιτροπή πιστωτών, αν αυτή δεν έχει ήδη συσταθεί, ή να μεταβάλει τη σύνθεσή της ή να την αποδεσμεύσει από τα καθήκοντά της

2. να διορίσει νέο εκκαθαριστή

3. να αποφασίσει τη συνέχιση ή τη διακοπή των δραστηριοτήτων του οφειλέτη και τον τρόπο και τους όρους εκκαθάρισης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη

4. να διατάξει τον σύνδικο να καταρτίσει έναν πτωχευτικό συμβιβασμό

5. να λάβει οποιαδήποτε απόφαση εμπίπτει στην αρμοδιότητα της επιτροπής των πιστωτών

6. να αποφασίσει για άλλα ζητήματα που είναι συναφή για την εφαρμογή και την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας σύμφωνα με τον SZ.

Η συνέλευση των πιστωτών έχει το δικαίωμα να ζητήσει από τον σύνδικο να υποβάλει γνωστοποιήσεις και εκθέσεις για την κατάσταση της επιχείρησης και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες. Εάν δεν έχει συσταθεί επιτροπή πιστωτών, η συνέλευση των πιστωτών μπορεί να διατάξει την επαλήθευση του κύκλου εργασιών και ταμειακών διαθεσίμων που διαχειρίζεται ο σύνδικος.

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

Με την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, τα δικαιώματα του οφειλέτη που είναι νομικό πρόσωπο παύουν και μεταβιβάζονται στον σύνδικο. Κατά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, τα δικαιώματα ενός ιδιώτη οφειλέτη για τη διαχείριση και διάθεση των περιουσιακών στοιχείων που απαρτίζουν την πτωχευτική περιουσία μεταβιβάζονται στον σύνδικο.

Μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, ο σύνδικος πρέπει αμέσως να αναλάβει την κατοχή και τη διαχείριση όλων των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας.

Ο σύνδικος μπορεί, βάσει ενός εκτελεστού τίτλου που κηρύσσει την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, να ζητήσει από το δικαστήριο να διατάξει την παράδοση των περιουσιακών στοιχείων εκ μέρους του οφειλέτη και να ορίσει μέτρα για την αναγκαστική εκτέλεση της διαταγής.

Ο σύνδικος μπορεί, αφού καταστεί αμετάκλητη η απόφαση που κηρύσσει την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, να ζητήσει από το δικαστήριο να διατάξει τους τρίτους που έχουν στην κατοχή τους περιουσιακά στοιχεία από την πτωχευτική περιουσία να τα παραδώσουν. Μαζί με το εν λόγω αίτημα, ο σύνδικος πρέπει να προσκομίσει ένα έγγραφο που να αποδεικνύει την κυριότητα επί των περιουσιακών στοιχείων. Το δικαστήριο εκδίδει απόφαση επί της αίτησης του συνδίκου αφού εξετάσει τα πρόσωπα που κατέχουν περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας.

O σύνδικος συντάσσει κατάλογο των επιμέρους περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας. Για τη σύνταξη του εν λόγω καταλόγου, ο ιδιώτης οφειλέτης και τα πρόσωπα που είχαν προηγουμένως εξουσία εκπροσώπησης του οφειλέτη πρέπει να συνεργαστούν με τον σύνδικο. Ο σύνδικος πρέπει να συλλέξει τις αναγκαίες πληροφορίες από τα παραπάνω πρόσωπα εκτός αν αυτό θα προκαλούσε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη διαδικασία.

Ο σύνδικος συντάσσει έναν πίνακα του συνόλου των πιστωτών του οφειλέτη οι οποίοι προκύπτουν από τα εμπορικά βιβλία του οφειλέτη και τα επιχειρηματικά έγγραφα, από άλλα στοιχεία που έδωσε ο οφειλέτης, από αναγγελίες απαιτήσεων ή άλλως.

Ο σύνδικος συντάσσει μια αναλυτική επισκόπηση, ως προς τον χρόνο έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας, στην οποία παραθέτει και συγκρίνει τα περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας και τις υποχρεώσεις του οφειλέτη και την εκτίμησή τους.

Η απογραφή της πτωχευτικής περιουσίας, ο πίνακας των πιστωτών και η επισκόπηση των περιουσιακών στοιχείων και του παθητικού πρέπει να προσκομιστούν στη γραμματεία του δικαστηρίου το αργότερο οκτώ ημέρες πριν από τη διαδικασία εξέτασης της χρηματοοικονομικής αναφοράς.

Η υποχρέωση του οφειλέτη να τηρεί εμπορικά βιβλία και να υποβάλλει οικονομικές εκθέσεις, σύμφωνα με το εμπορικό και φορολογικό δίκαιο, δεν θίγεται από την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας. Ο σύνδικος πρέπει να εκτελεί τα καθήκοντα που αφορούν την πτωχευτική περιουσία.

Ο σύνδικος πρέπει, το αργότερο 15 ημέρες πριν από την εξέταση της χρηματοοικονομικής αναφοράς, να προσκομίσει στο δικαστήριο μια έκθεση για την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη και τους λόγους αυτής, που θα δημοσιευτεί στον ηλεκτρονικό πίνακα ανακοινώσεων (e-Oglasna ploča suda) το αργότερο οκτώ ημέρες πριν από την εξέταση της χρηματοοικονομικής αναφοράς.

Μετά την εξέταση της χρηματοοικονομικής αναφοράς, ο σύνδικος πρέπει, χωρίς καθυστέρηση, να ρευστοποιήσει τα περιουσιακά στοιχεία που απαρτίζουν την πτωχευτική περιουσία, αν αυτό δεν αντίκειται στην απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών.

Ο σύνδικος πρέπει να ρευστοποιήσει τα περιουσιακά στοιχεία της πτώχευσης, σύμφωνα με τις αποφάσεις της συνέλευσης των πιστωτών και της επιτροπής των πιστωτών.

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Με την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, τα δικαιώματα του οφειλέτη που είναι νομικό πρόσωπο παύουν και μεταβιβάζονται στον σύνδικο. Κατά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, τα δικαιώματα ενός ιδιώτη οφειλέτη για τη διαχείριση και διάθεση των περιουσιακών στοιχείων που απαρτίζουν την πτωχευτική περιουσία μεταβιβάζονται στον σύνδικο.

Μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, ο σύνδικος πρέπει αμέσως να αναλάβει την κατοχή και τη διαχείριση όλων των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας.

Ο σύνδικος μπορεί, βάσει ενός εκτελεστού τίτλου που κηρύσσει την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, να ζητήσει από το δικαστήριο να διατάξει την παράδοση των περιουσιακών στοιχείων εκ μέρους του οφειλέτη και να ορίσει μέτρα για την αναγκαστική εκτέλεση της διαταγής.

Ο σύνδικος μπορεί, αφού καταστεί αμετάκλητη η απόφαση που κηρύσσει την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, να ζητήσει από το δικαστήριο να διατάξει τους τρίτους που έχουν στην κατοχή τους περιουσιακά στοιχεία από την πτωχευτική περιουσία να τα παραδώσουν. Μαζί με το εν λόγω αίτημα, ο σύνδικος πρέπει να προσκομίσει ένα έγγραφο που να αποδεικνύει την κυριότητα επί των περιουσιακών στοιχείων. Το δικαστήριο εκδίδει απόφαση επί της αίτησης του συνδίκου αφού εξετάσει τα πρόσωπα που κατέχουν περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας.

Ο σύνδικος συντάσσει κατάλογο των επιμέρους περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας. Για τη σύνταξη του εν λόγω καταλόγου, ο ιδιώτης οφειλέτης και τα πρόσωπα που είχαν προηγουμένως εξουσία εκπροσώπησης του οφειλέτη πρέπει να συνεργαστούν με τον σύνδικο. Ο σύνδικος πρέπει να συλλέξει τις αναγκαίες πληροφορίες από τα παραπάνω πρόσωπα, εκτός αν αυτό θα προκαλούσε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη διαδικασία.

Ο σύνδικος συντάσσει έναν πίνακα του συνόλου των πιστωτών του οφειλέτη οι οποίοι προκύπτουν από τα εμπορικά βιβλία του οφειλέτη και τα επιχειρηματικά έγγραφα, από άλλα στοιχεία που έδωσε ο οφειλέτης, από αναγγελίες απαιτήσεων ή άλλως.

Ο σύνδικος συντάσσει μια αναλυτική επισκόπηση, ως προς τον χρόνο έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας, στην οποία παραθέτει και συγκρίνει τα περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας και τις υποχρεώσεις του οφειλέτη και την εκτίμησή τους.

Η απογραφή της πτωχευτικής περιουσίας, ο πίνακας των πιστωτών και η επισκόπηση των περιουσιακών στοιχείων και του παθητικού πρέπει να προσκομιστούν στη γραμματεία του δικαστηρίου το αργότερο οκτώ ημέρες πριν από τη διαδικασία εξέτασης της χρηματοοικονομικής αναφοράς.

Η υποχρέωση του οφειλέτη να τηρεί εμπορικά βιβλία και να υποβάλλει οικονομικές εκθέσεις, σύμφωνα με το εμπορικό και φορολογικό δίκαιο, δεν θίγεται από την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας. Ο σύνδικος πρέπει να εκτελεί τα καθήκοντα που αφορούν την πτωχευτική περιουσία.

Ο σύνδικος πρέπει, το αργότερο 15 ημέρες πριν από την εξέταση της χρηματοοικονομικής αναφοράς, να προσκομίσει στο δικαστήριο μια έκθεση για την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη και τους λόγους αυτής, που θα δημοσιευτεί στον ηλεκτρονικό πίνακα ανακοινώσεων (e-Oglasna ploča suda) το αργότερο οκτώ ημέρες πριν από την εξέταση της χρηματοοικονομικής αναφοράς.

Μετά την εξέταση της χρηματοοικονομικής αναφοράς, ο σύνδικος πρέπει να ρευστοποιήσει τα περιουσιακά στοιχεία που απαρτίζουν την πτωχευτική περιουσία, αν αυτό δεν αντίκειται στην απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών.

Ο σύνδικος πρέπει να ρευστοποιήσει τα περιουσιακά στοιχεία της πτώχευσης, σύμφωνα με τις αποφάσεις της συνέλευσης των πιστωτών και της επιτροπής των πιστωτών.

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

α) Προπτωχευτική διαδικασία – οι απαιτήσεις αναγγέλλονται στο αρμόδιο τμήμα της Οικονομικής Υπηρεσίας σε ένα πρότυπο έντυπο που συνοδεύεται από τα αντίγραφα των εγγράφων που στηρίζουν ή αποδεικνύουν την απαίτηση.

Το Υπουργείο Οικονομικών – Φορολογική Διοίκηση (Ministarstvo financija – Porezna uprava) μπορεί να αναγγείλει απαιτήσεις από φόρους, πρόσθετους φόρους, εισφορές υποχρεωτικής ασφάλισης που κατά νόμο καταβάλλονται από εισοδήματα και μισθούς, καθώς και κάθε άλλη απαίτηση που δικαιούται να εισπράξει βάσει ειδικών κανονισμών, εκτός από τις απαιτήσεις από τον φόρο και τον πρόσθετο φόρο που επιβάλλεται στο εισόδημα από την απασχόληση και τις εισφορές από το βασικό ποσό για τα πρόσωπα που ασφαλίζονται στο πλαίσιο μιας εργασιακής σχέσης.

Στην προπτωχευτική διαδικασία, οι νυν και πρώην εργαζόμενοι του οφειλέτη και το Υπουργείο Οικονομικών – Φορολογική Διοίκηση δεν μπορούν να αναγγείλουν απαιτήσεις από εργασιακή σχέση, από την αποζημίωση απόλυσης έως το ποσό που ορίζει ο νόμος ή μια συλλογική σύμβαση και από απαιτήσεις αποζημίωσης λόγω ζημίας από εργατικό ατύχημα ή ασθένεια που προκλήθηκε από την εργασία οι εν λόγω απαιτήσεις δεν υπόκεινται στην προπτωχευτική διαδικασία. Εάν ο αιτών δεν δήλωσε τις εν λόγω απαιτήσεις στην αίτηση για την έναρξη της προπτωχευτικής διαδικασίας ή τις δήλωσε εσφαλμένα, οι νυν και πρώην εργαζόμενοι του οφειλέτη και το Υπουργείο Οικονομικών – Φορολογική Διοίκηση έχουν το δικαίωμα να προβάλουν ένσταση.

Στην αναγγελία των απαιτήσεων, οι πιστωτές με δικαίωμα να αναζητήσουν χωριστή ικανοποίηση (razlučni vjerovnici) πρέπει να παράσχουν πληροφορίες για τα δικαιώματά τους, τη νομική βάση για τη χωριστή ικανοποίηση, το τμήμα των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη για το οποίο ισχύει το δικαίωμα της χωριστής ικανοποίησης και να δηλώσουν αν θα παραιτηθούν από το δικαίωμα χωριστής ικανοποίησης ή όχι.

Στην αναγγελία των απαιτήσεων, οι πιστωτές που δικαιούνται να ζητήσουν την εξαίρεση μέρους των περιουσιακών στοιχείων από την πτωχευτική περιουσία (izlučni vjerovnici) πρέπει να παράσχουν πληροφορίες για τα δικαιώματά τους, τη νομική βάση για το δικαίωμα εξαίρεσης και το τμήμα των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη για το οποίο ισχύει το δικαίωμα εξαίρεσης.

Στην αναγγελία τους, και οι δύο αυτές ομάδες πιστωτών (razlučni vjerovnici και izlučni vjerovnici) πρέπει να συντάξουν μια δήλωση με την οποία θα συναινούν ή θα αντιτίθενται στην αναστολή της ικανοποίησης από τα περιουσιακά στοιχεία στα οποία εφαρμόζεται το δικαίωμά τους για χωριστή ικανοποίηση ή την αναστολή του διαχωρισμού των περιουσιακών στοιχείων επί των οποίων εφαρμόζεται το δικαίωμα εξαίρεσης, για τους σκοπούς της εφαρμογής του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

Η προπτωχευτική συμφωνία δεν πρέπει να θίγει το δικαίωμα των πιστωτών για χωριστή ικανοποίηση των απαιτήσεων για τις οποίες ισχύει το δικαίωμα χωριστής ικανοποίησης, εκτός αν άλλως ορίζει η εν λόγω συμφωνία. Εάν η προπτωχευτική συμφωνία άλλως ορίζει ρητά, πρέπει να προσδιορίζεται το μέρος των δικαιωμάτων των εν λόγω πιστωτών που θα μειωθεί, το διάστημα για το οποίο θα αναβληθεί η ικανοποίηση και ποιες άλλες διατάξεις τις προπτωχευτικής διαδικασίας ισχύουν για τα εν λόγω δικαιώματα.

Η απαίτηση του πιστωτή που δεν αναγγέλθηκε αλλά περιλήφθηκε στην αίτηση έναρξης της προπτωχευτικής διαδικασίας θεωρείται αναγγελθείσα.

Ο οφειλέτης και ο σύνδικος, εάν έχει διοριστεί, πρέπει να γνωστοποιήσουν τη θέση τους αναφορικά με τις αναγγελθείσες απαιτήσεις. Η εν λόγω δήλωση υποβάλλεται στο αρμόδιο τμήμα της Οικονομικής Υπηρεσίας με χρήση ενός πρότυπου εντύπου, που περιέχει τα παρακάτω στοιχεία για κάθε απαίτηση:

1. τον αριθμό της απαίτησης από τον πίνακα των απαιτήσεων που έχουν αναγγελθεί

2. τα στοιχεία επαλήθευσης της ταυτότητας των πιστωτών

3. το ποσό της αναγγελθείσας απαίτησης

4. τη δήλωση του οφειλέτη και του συνδίκου, εάν έχει διοριστεί, με την οποία γίνεται δεκτή ή προσβάλλεται η απαίτηση

5. το προσβαλλόμενο ποσό της απαίτησης

6. τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν την εικονικότητα της προσβαλλόμενης απαίτησης ή μέρους της απαίτησης.

Με την παρέλευση της προθεσμίας για τη δήλωση της θέσης τους ως προς τις αναγγελθείσες απαιτήσεις, ο οφειλέτης και ο σύνδικος, εάν έχει διοριστεί, δεν μπορούν πλέον να αντιταχθούν στις απαιτήσεις που έχουν κάνει δεκτές.

Ένας πιστωτής μπορεί να προσβάλει την απαίτηση που έχει αναγγείλει άλλος πιστωτής.

Η ένσταση κατά της απαίτησης ασκείται γραπτώς ενώπιον του αρμόδιου τμήματος της Οικονομικής Υπηρεσίας με χρήση ενός πρότυπου εντύπου που πρέπει να περιλαμβάνει τα εξής στοιχεία:

1. τα στοιχεία επαλήθευσης της ταυτότητας του πιστωτή που προσβάλλει την απαίτηση

2. τον αριθμό καταχώρισης της προσβαλλόμενης απαίτησης στον πίνακα των απαιτήσεων που έχουν αναγγελθεί

3. τα στοιχεία επαλήθευσης της ταυτότητας του πιστωτή που ανήγγειλε την προσβαλλόμενη απαίτηση

4. το ποσό της προσβαλλόμενης απαίτησης που αναγγέλθηκε

5. τη δήλωση του πιστωτή που προσβάλλει την απαίτηση

6. το προσβαλλόμενο ποσό της απαίτησης

7. τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν την εικονικότητα της προσβαλλόμενης απαίτησης ή μέρους της απαίτησης.

Η Οικονομική Υπηρεσία συντάσσει έναν πίνακα με τις αναγγελθείσες απαιτήσεις και έναν πίνακα με τις προσβαλλόμενες απαιτήσεις με χρήση πρότυπων εντύπων.

β) Πτωχευτική διαδικασία – οι απαιτήσεις αναγγέλλονται στον σύνδικο με χρήση ενός πρότυπου εντύπου σε διπλότυπο, το οποίο συνοδεύεται από αντίγραφα των εγγράφων που στηρίζουν ή αποδεικνύουν την απαίτηση.

Ο σύνδικος θα συντάξει έναν πίνακα με το σύνολο των απαιτήσεων των νυν και πρώην εργαζόμενων του οφειλέτη έως την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, οι οποίες πρέπει να δηλωθούν σε ακαθάριστα και καθαρά ποσά δύο αντίγραφα της αναγγελίας των απαιτήσεων πρέπει να υποβληθούν προς υπογραφή.

Οι απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης αναγγέλλονται μόνον κατόπιν ειδικής πρόσκλησης του δικαστηρίου. Στην αναγγελία των εν λόγω απαιτήσεων θα πρέπει να αναγράφεται ότι οι απαιτήσεις έχουν μειωμένη εξασφάλιση και η σειρά κατάταξης που δικαιούται να λάβει ο πιστωτής.

Οι πιστωτές που έχουν δικαίωμα να ζητήσουν εξαίρεση (izlučni vjerovnici) πρέπει να ενημερώσουν τον σύνδικο για το δικαίωμά τους να ζητήσουν εξαίρεση και τη νομική βάση αυτού, και να υποδείξουν τα περιουσιακά στοιχεία στα οποία εφαρμόζεται το εν λόγω δικαίωμα ή να υποδείξουν στη γνωστοποίησή τους το δικαίωμά τους σε αποζημίωση για το δικαίωμα εξαίρεσης.

Οι πιστωτές που δικαιούνται χωριστή ικανοποίηση (razlučni vjerovnici) πρέπει να ενημερώσουν τον σύνδικο για το δικαίωμά τους σε χωριστή ικανοποίηση και τη νομική βάση του εν λόγω δικαιώματος και να υποδείξουν τα περιουσιακά στοιχεία στα οποία εφαρμόζεται το εν λόγω δικαίωμα. Εάν οι εν λόγω πιστωτές επίσης αναγγείλουν μια απαίτηση ως πτωχευτικοί πιστωτές, πρέπει να υποδείξουν στην αναγγελία τους το τμήμα των περιουσιακών στοιχείων του πτωχεύσαντος στο οποίο εφαρμόζεται το δικαίωμά τους για χωριστή ικανοποίηση και το ποσό που προβλέπεται ότι δεν θα ικανοποιηθεί από το εν λόγω δικαίωμα χωριστής ικανοποίησης.

Οι πιστωτές που δικαιούνται χωριστή ικανοποίηση και δεν ενημερώνουν σχετικά τον σύνδικο για το εν λόγω δικαίωμα δεν στερούνται το δικαίωμά τους για χωριστή ικανοποίηση. Κατ’ εξαίρεση, οι πιστωτές που δικαιούνται χωριστή ικανοποίηση στερούνται το δικαίωμα χωριστής ικανοποίησης και διεκδίκησης αποζημίωσης λόγω ζημίας ή άλλης αποζημίωσης από τον οφειλέτη ή πιστωτή αν το αντικείμενο του εν λόγω δικαιώματος ρευστοποιήθηκε στην πτωχευτική διαδικασία χωρίς αυτούς, και το δικαίωμα χωριστής ικανοποίησης δεν καταχωρίστηκε σε δημόσιο μητρώο ή ο σύνδικος δεν το γνώριζε ή δεν μπορούσε να το γνωρίζει.

Οι αναγγελθείσες απαιτήσεις ελέγχονται ως προς τα ποσά τους και τη σειρά κατάταξής τους κατά τη διαδικασία της εξελέγξεως.

Ο σύνδικος πρέπει να απαντήσει συγκεκριμένα αν κάνει δεκτή ή προσβάλλει κάθε αναγγελθείσα απαίτηση.

Οι απαιτήσεις που προσβάλλονται από τον σύνδικο, τον ιδιώτη οφειλέτη ή έναν από τους πτωχευτικούς πιστωτές πρέπει να εξελεγχθούν χωριστά. Δεν υπόκεινται σε έλεγχο το δικαίωμα εξαίρεσης και χωριστής ικανοποίησης.

Μια απαίτηση θεωρείται επαληθευμένη εάν, κατά τη διαδικασία της εξελέγξεως γίνει δεκτή από τον σύνδικο και δεν προσβληθεί από έναν πτωχευτικό πιστωτή ή εάν απορριφθεί μια ασκηθείσα ένσταση. Η τυχόν προσβολή μιας απαίτησης από τον ιδιώτη οφειλέτη δεν αποκλείει την επαλήθευσή της.

Το δικαστήριο συντάσσει έναν πίνακα με τις απαιτήσεις που ελέγχθηκαν, στον οποίο καταχωρίζει το ποσό για το οποίο επαληθεύθηκε η κάθε απαίτηση, τη σειρά κατάταξής της και το πρόσωπο που προσέβαλε την απαίτηση. Στον πίνακα καταχωρίζονται επίσης οι ενστάσεις που προβάλλει ένας ιδιώτης οφειλέτης κατά των απαιτήσεων. Η επαλήθευση της απαίτησης υποδεικνύεται επίσης από το δικαστήριο για τις συναλλαγματικές και για άλλα έγγραφα που αποδεικνύουν την οφειλή.

Βάσει του πίνακα των απαιτήσεων που ελέγχθηκαν, το δικαστήριο εκδίδει μια απόφαση που καθορίζει το ποσό και την κατάταξη των επιμέρους απαιτήσεων που έχουν επαληθευθεί ή προσβληθεί. Δυνάμει της εν λόγω απόφασης, το δικαστήριο αποφασίζει επίσης να παραπέμψει στην άσκηση αγωγής για την επαλήθευση ή την προσβολή των απαιτήσεων.

Εάν ο σύνδικος έχει προσβάλει την απαίτηση, το δικαστήριο θα καλέσει τον πιστωτή να ασκήσει αγωγή κατά του οφειλέτη για την απόδειξη της προσβαλλόμενης απαίτησης.

Εάν ένας πτωχευτικός πιστωτής έχει προσβάλει μια απαίτηση που έγινε δεκτή από τον σύνδικο, το δικαστήριο θα καλέσει τον εν λόγω πιστωτή να ασκήσει αγωγή για να αποδείξει την προσβαλλόμενη απαίτηση. Σε αυτή την αγωγή το πρόσωπο που προσβάλλει την απαίτηση ενεργεί αντί και για λογαριασμό του οφειλέτη.

Εάν είχαν προσβληθεί οι απαιτήσεις των νυν και πρώην εργαζόμενων του οφειλέτη, η αγωγή με αντικείμενο την απόδειξη των προσβαλλόμενων απαιτήσεων ασκείται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις για τη διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου και τις ειδικές διατάξεις για τη διαδικασία των εργατικών διαφορών.

Εάν έχει εκδοθεί εκτελεστός τίτλος για την προσβαλλόμενη απαίτηση, το δικαστήριο θα καλέσει τον διάδικο που προσέβαλε την απαίτηση να ασκήσει αγωγή για να αποδείξει τη βάση της ένστασής του.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Η ικανοποίηση των πιστωτών πραγματοποιείται σύμφωνα με τις ταμειακές ροές. Οι πιστωτές με μειωμένη εξασφάλιση δεν συνυπολογίζονται στη μερική διανομή. Η διανομή διενεργείται από τον σύνδικο. Πριν από κάθε διανομή, ο σύνδικος πρέπει να λάβει τη συναίνεση των πιστωτών ή του δικαστηρίου, εάν δεν έχει συσταθεί επιτροπή πιστωτών.

Στις απαιτήσεις προνομιακής εξασφάλισης που κατατάσσονται πρώτες περιλαμβάνονται οι απαιτήσεις των νυν και πρώην εργαζόμενων του οφειλέτη που είχαν προκύψει έως την ημέρα έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας στο πλαίσιο μιας σχέσης εργασίας, για το συνολικό ακαθάριστο ποσό, η αποζημίωση απόλυσης στο ποσό που ορίζει ο νόμος ή η συλλογική σύμβαση και οι απαιτήσεις που απορρέουν από την αποζημίωση της ζημίας λόγω εργατικού ατυχήματος ή ασθένειας που προκλήθηκε από την εργασία.

Στις απαιτήσεις προνομιακής εξασφάλισης που κατατάσσονται δεύτερες περιλαμβάνονται όλες οι λοιπές απαιτήσεις κατά του οφειλέτη εκτός από τις απαιτήσεις που κατατάσσονται ως μειωμένης εξασφάλισης.

Μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων προνομιακής εξασφάλισης, οι απαιτήσεις που κατατάσσονται ως μειωμένης εξασφάλισης ικανοποιούνται με την παρακάτω σειρά:

1. οι τόκοι επί των απαιτήσεων των πτωχευτικών πιστωτών από την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας

2. τα έξοδα των ατομικών δανειστών από τη συμμετοχή τους στη διαδικασία

3. τα πρόστιμα που έχουν επιβληθεί για ποινικά αδικήματα ή παραβάσεις και τα έξοδα που προκύπτουν στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας ή της διαδικασίας που κινήθηκε λόγω παράβασης

4. οι απαιτήσεις δωρεάν παροχής υπηρεσιών από τον οφειλέτη

5. οι απαιτήσεις αποπληρωμής δανείων για την υποκατάσταση του κεφαλαίου ενός μέλους της εταιρίας ή αντίστοιχες απαιτήσεις.

Οι εκκρεμείς απαιτήσεις καθίστανται απαιτητές κατά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας.

Οι απαιτήσεις με διαλυτική αίρεση η οποία πληρούται κατά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας θεωρούνται ανεπιφύλακτες απαιτήσεις έως ότου πληρωθεί η εν λόγω αίρεση.

Τα έξοδα της πτωχευτικής διαδικασίας και οι λοιπές υποχρεώσεις της πτωχευτικής περιουσίας ικανοποιούνται πρώτα από την πτωχευτική περιουσία. Ο σύνδικος ικανοποιεί τις απαιτήσεις με τη σειρά ληκτότητάς τους.

Πριν από τη διανομή, ο σύνδικος συντάσσει έναν πίνακα με τις απαιτήσεις που θα ληφθούν υπόψη για τη διανομή (πίνακας διανομής). Οι απαιτήσεις των νυν και πρώην εργαζόμενων του οφειλέτη που απορρέουν από μια εργασιακή σχέση και είχαν ανακύψει έως την ημέρα έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας λαμβάνονται υπόψη στο ακαθάριστο ποσό τους. Ο πίνακας πρέπει να περιλαμβάνει το σύνολο των απαιτήσεων και το διαθέσιμο ποσό της πτωχευτικής περιουσίας που θα διανεμηθεί μεταξύ των πιστωτών.

Ο πιστωτής που δικαιούται χωριστή ικανοποίηση για την οποία ευθύνεται επίσης προσωπικά ο οφειλέτης, θα πρέπει να υποβάλει στον σύνδικο τα αποδεικτικά στοιχεία της παραίτησής του από το δικαίωμα χωριστής ικανοποίησης – και για ποιο ποσό – ή ότι δεν πραγματοποιήθηκε χωριστή ικανοποίηση, σε 15 ημέρες το αργότερο από την ανακοίνωση του πίνακα διανομής. Εάν δεν προσκομίσει εγκαίρως τα αποδεικτικά στοιχεία, η απαίτησή του δεν θα ληφθεί υπόψη στη μερική διανομή.

Κατά τη διάρκεια της μερικής διανομής, οι απαιτήσεις με αναβλητική αίρεση λαμβάνονται υπόψη στο συνολικό τους ποσό. Το μερίδιο που αναλογεί στις εν λόγω απαιτήσεις παρακρατείται από τη διανομή.

Κατά την τελική διανομή, οι απαιτήσεις με αναβλητική αίρεση δεν λαμβάνονται υπόψη εάν η πιθανότητα εκπλήρωσης της αίρεσης είναι τόσο μικρή που κατά τον χρόνο της διανομής δεν έχει ιδιαίτερη αξία. Σε αυτή την περίπτωση, τα ποσά που παρακρατήθηκαν κατά τις προηγούμενες διανομές για την ικανοποίηση της εν λόγω απαίτησης περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία από την οποία θα γίνει η τελική διανομή.

Οι πιστωτές που είχαν αποκλειστεί από τη μερική διανομή και μεταγενέστερα εκπλήρωσαν τους όρους των άρθρων 275 και 276 του SZ λαμβάνουν κατά την επόμενη διανομή ποσό ίσο με αυτό που διανέμεται στους λοιπούς πιστωτές από το υπόλοιπο της πτωχευτικής περιουσίας. Μόνο τότε θα είναι εφικτή η ικανοποίηση των απαιτήσεων των λοιπών πιστωτών.

Η τελική διανομή θα ξεκινήσει μόλις ολοκληρωθεί η ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας. Η τελική διανομή μπορεί να ξεκινήσει μόνο με τη συναίνεση του δικαστηρίου.

Εάν οι απαιτήσεις όλων των πιστωτών μπορούν να ικανοποιηθούν πλήρως μόνο κατά την τελική διανομή, ο σύνδικος θα μεταβιβάσει το τυχόν εναπομένον πλεόνασμα στον ιδιώτη οφειλέτη. Εάν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο, ο σύνδικος θα εκχωρήσει στα πρόσωπα που έχουν συμφέρον στην περιουσία του οφειλέτη το υπερβάλλον ποσό που θα δικαιούνταν σε περίπτωση εκκαθάρισης εκτός της πτωχευτικής διαδικασίας.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

α) Προπτωχευτική διαδικασία – εάν οι πιστωτές αποδεχθούν το σχέδιο αναδιάρθρωσης, το δικαστήριο με απόφασή του θα πιστοποιήσει την επικύρωση του σχεδίου αναδιάρθρωσης και την επικύρωση μιας προπτωχευτικής συμφωνίας, εκτός αν:

− αποδειχθεί με επαρκή βεβαιότητα από πιστωτή ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης του παρέχει λιγότερα δικαιώματα από αυτά που εύλογα αναμενόταν να αποκτήσει αν δεν πραγματοποιούνταν η ανασυγκρότηση

− δεν πιθανολογείται ότι η εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης θα επέτρεπε στον οφειλέτη να καταστεί φερέγγυος έως το τέλος του τρέχοντος έτους και μέσα στα επόμενα δύο ημερολογιακά έτη

− το σχέδιο αναδιάρθρωσης δεν ορίζει σαφώς το ποσό που θα λάμβαναν οι πιστωτές εάν οι απαιτήσεις τους δεν είχαν προσβληθεί

− στο σχέδιο αναδιάρθρωσης προτείνεται η κεφαλαιοποίηση των απαιτήσεων ενός ή περισσότερων πιστωτών και τα μέλη του οφειλέτη δεν έχουν λάβει απόφαση υπέρ της εν λόγω δραστηριότητας, σύμφωνα με τον νόμο περί εταιριών (Zakon o trgovačkim društvima).

Εάν δεν έχουν εκπληρωθεί οι όροι επικύρωσης της προπτωχευτικής συμφωνίας, το δικαστήριο με απόφασή του θα απορρίψει την επικύρωση αυτής και θα αναστείλει τη διαδικασία.

Μια επικυρωμένη προπτωχευτική συμφωνία επιφέρει έννομα αποτελέσματα έναντι όλων των πιστωτών που δεν συμμετείχαν στη διαδικασία και των πιστωτών που συμμετείχαν στη διαδικασία των οποίων οι απαιτήσεις προσβλήθηκαν και επαληθεύθηκαν μεταγενέστερα.

Ο οφειλέτης που αποκόμισε κέρδος από τις υποχρεώσεις που διαγράφηκαν στο πλαίσιο μιας επικυρωμένης προπτωχευτικής συμφωνίας πρέπει να παρακρατήσει το εν λόγω αποκτηθέν κέρδος έως τη λήξη της προθεσμίας εκπλήρωσης όλων των υποχρεώσεων που απορρέουν από την προπτωχευτική συμφωνία.

Όποτε ο πιστωτής διαγράφει μια απαίτηση πιστωτή, σύμφωνα με μια επικυρωμένη προπτωχευτική συμφωνία, το ποσό της απαίτησης που διαγράφεται αναγνωρίζεται ως εκπιπτόμενη δαπάνη του πιστωτή.

β) Πτωχευτική διαδικασία - αμέσως μετά την ολοκλήρωση της τελικής διανομής, το δικαστήριο εκδίδει μια απόφαση που περατώνει την πτωχευτική διαδικασία και κοινοποιείται στην Αρχή που διαχειρίζεται το μητρώο στο οποίο είναι καταχωρισμένος ο οφειλέτης. Με τη διαγραφή του από το μητρώο, ο οφειλέτης που είναι νομικό πρόσωπο παύει να υφίσταται και ο οφειλέτης που είναι φυσικό πρόσωπο χάνει την εμπορική ιδιότητα, την ιδιότητα του επιχειρηματία ή του αυτοαπασχολούμενου.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Οι πτωχευτικοί πιστωτές μπορεί, μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας κατά ενός ιδιώτη οφειλέτη, να διεκδικήσουν χωρίς περιορισμό τις εναπομένουσες απαιτήσεις τους.

Οι πτωχευτικοί πιστωτές μπορεί να εκτελέσουν τις απαιτήσεις τους κατά του πιστωτή δυνάμει μιας απόφασης που επαληθεύει τις απαιτήσεις τους, αν οι απαιτήσεις επαληθεύθηκαν και δεν προσβλήθηκαν από τον οφειλέτη κατά τη διαδικασία της εξελέγξεως. Οι απαιτήσεις κατά των οποίων η ένσταση δεν τελεσφόρησε εξομοιώνονται με απαιτήσεις που δεν προσβλήθηκαν.

Με πρόταση του συνδίκου ή πιστωτή ή αυτεπάγγελτα, το δικαστήριο θα διατάξει τη συνέχιση της διαδικασίας για τον σκοπό μιας μεταγενέστερης διανομής, εάν μετά την τελική συζήτηση:

1. εκπληρώθηκαν τα προαπαιτούμενα για τα παρακρατηθέντα ποσά που θα διανεμηθούν στους πιστωτές

2. τα ποσά που καταβλήθηκαν από την πτωχευτική περιουσία ενσωματώθηκαν εκ νέου στην πτωχευτική περιουσία

3. ανακαλύφθηκαν περιουσιακά στοιχεία που απαρτίζουν την πτωχευτική περιουσία

Το δικαστήριο θα διατάξει τη συνέχιση της διαδικασίας με σκοπό τη διενέργεια μεταγενέστερης διανομής ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η διαδικασία περατώθηκε.

Το δικαστήριο μπορεί να απόσχει από τη μεταγενέστερη διανομή και να μεταβιβάσει το ποσό που διατίθεται προς διανομή στους πιστωτές ή το πράγμα που βρέθηκε να ανήκει στον ιδιώτη οφειλέτη, εάν το κρίνει ενδεδειγμένο εν όψει του ασήμαντου ποσού που διακυβεύεται ή της μικρής αξίας του πράγματος και των εξόδων για τη συνέχιση της διαδικασίας για τη μεταγενέστερη διανομή. Το δικαστήριο μπορεί να εξαρτήσει τη συνέχιση της διαδικασίας για τη μεταγενέστερη διανομή από την προκαταβολή των εξόδων αυτής.

Μετά την υλοποίηση της μεταγενέστερης διανομής, το δικαστήριο θα εκδώσει μια απόφαση με την οποία θα περατώνει την πτωχευτική διαδικασία.

Αφού διαταχθεί η μεταγενέστερη διανομή, ο σύνδικος θα διανείμει, σύμφωνα με τον οριστικό πίνακα, το ποσό που μπορεί να διατεθεί ελεύθερα ή το ποσό που ελήφθη από τη ρευστοποίηση μέρους της πτωχευτικής περιουσίας το οποίο ανακαλύφθηκε μεταγενέστερα. Ο σύνδικος προσκομίζει τον οριστικό πίνακα στο δικαστήριο.

Οι πτωχευτικοί πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις έγιναν γνωστές στον σύνδικο:

1. κατά τη διάρκεια της μερικής διανομής, μετά τον καθορισμό του τμήματος της διανομής,

2. κατά τη διάρκεια της τελική διανομής, μετά το πέρας της τελικής συζήτησης,

3. κατά τη διάρκεια της μεταγενέστερης διανομής, μετά τη δημοσίευση του πίνακα αυτής,

μπορεί να ζητήσουν ικανοποίηση μόνον από το υπόλοιπο της πτωχευτικής περιουσίας που απομένει μετά τη διανομή.

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Κάθε πιστωτής ευθύνεται για την καταβολή των δαπανών που τον βαρύνουν στην προπτωχευτική και την πτωχευτική διαδικασία, εκτός αν άλλως ορίζει ο SZ.

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

Οι δικαιοπραξίες που καταρτίστηκαν πριν από την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας και ανακόπτουν την ενιαία ικανοποίηση των πτωχευτικών πιστωτών (προκαλώντας ζημία στους πιστωτές) ή ευνοούν ορισμένους πιστωτές έναντι άλλων (προνομιακή μεταχείριση πιστωτών) μπορεί να προσβληθούν από τον σύνδικο για λογαριασμό του οφειλέτη και από τους πτωχευτικούς πιστωτές, σύμφωνα με τις διατάξεις του SZ. Οι παραλείψεις που επέφεραν απώλεια του δικαιώματος του οφειλέτη που αποτελούσε τη βάση σύστασης, διατήρησης ή εξασφάλισης χρηματικών απαιτήσεων κατά αυτού εξομοιώνονται με τις εν λόγω δικαιοπραξίες.

Μια δικαιοπραξία που παρέχει ή επιτρέπει την εξασφάλιση ή την ικανοποίηση ενός πιστωτή με τρόπο και σε χρόνο συμβατό με την ουσία των δικαιωμάτων του (σύμμετρη ικανοποίηση) και καταρτίστηκε τους τελευταίους τρεις μήνες πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας μπορεί να προσβληθεί εάν, κατά τον χρόνο της πράξης, ο οφειλέτης ήταν αφερέγγυος και ο πιστωτής γνώριζε την εν λόγω αφερεγγυότητα.

Μια δικαιοπραξία που παρέχει ή επιτρέπει σε έναν πιστωτή την εμπράγματη εξασφάλιση ή την ικανοποίηση σύμφωνα με την ουσία των δικαιωμάτων του μπορεί να προσβληθεί αν καταρτίστηκε μετά την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας και εάν ο πιστωτής, κατά τον χρόνο της πράξης, γνώριζε την αφερεγγυότητα ή την αίτηση για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας.

Ο πιστωτής θεωρείται ότι γνώριζε την αφερεγγυότητα ή την αίτηση κήρυξης της πτώχευσης εάν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τις περιστάσεις που καθιστούσαν πρόδηλη την αφερεγγυότητα ή ότι είχε κατατεθεί αίτηση για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας.

Τα πρόσωπα που διατηρούσαν στενή σχέση με τον οφειλέτη κατά τον χρόνο της πράξης θεωρείται ότι γνώριζαν την αφερεγγυότητα και την αίτηση κήρυξης της πτώχευσης.

Μια δικαιοπραξία που παρέχει ή επιτρέπει την εξασφάλιση ή ικανοποίηση ενός πιστωτή που δεν είχε δικαίωμα να εγείρει απαίτηση ή δεν είχε δικαίωμα να εγείρει απαίτηση με τέτοιο τρόπο ή στον εν λόγω χρόνο, μπορεί να προσβληθεί:

1. εάν καταρτίστηκε μέσα στον τελευταίο μήνα πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας ή μετά την κατάθεση της αίτησης ή

2. εάν καταρτίστηκε μέσα στον τρίτο ή τον δεύτερο μήνα πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας και ο οφειλέτης ήταν αφερέγγυος κατά τον εν λόγω χρόνο ή

3. εάν η δικαιοπραξία καταρτίστηκε μέσα στον τρίτο ή τον δεύτερο μήνα πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας και ο πιστωτής γνώριζε κατά τον εν λόγω χρόνο ότι καταρτίστηκε μια δικαιοπραξία που θα προκαλούσε ζημία στους πτωχευτικούς πιστωτές.

Ο πιστωτής θεωρείται ότι γνώριζε ότι η δικαιοπραξία θα προκαλούσε ζημία στους λοιπούς πιστωτές εάν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τις περιστάσεις από τις οποίες προδήλως προέκυπτε ότι οι πιστωτές θα υφίσταντο ζημία. Τα πρόσωπα που διατηρούσαν στενή σχέση με τον οφειλέτη κατά τον χρόνο της δικαιοπραξίας θεωρείται ότι γνώριζαν ότι θα προκαλούνταν ζημία στους πτωχευτικούς πιστωτές.

Μια δικαιοπραξία του οφειλέτη που επιφέρει άμεση ζημία στους πτωχευτικούς πιστωτές μπορεί να προσβληθεί:

1. εάν είχε καταρτιστεί μέσα σε τρεις μήνες πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, εάν ο οφειλέτης ήταν αφερέγγυος κατά τον χρόνο της πράξης και εάν ο αντισυμβαλλόμενος γνώριζε την αφερεγγυότητα ή

2. εάν καταρτίστηκε μετά την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας και εάν ο αντισυμβαλλόμενος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει κατά τον χρόνο της δικαιοπραξίας την αφερεγγυότητα ή την αίτηση για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας.

Κάθε τυχόν δικαιοπραξία του οφειλέτη που επιφέρει απώλεια δικαιώματος του οφειλέτη ή αποτρέπει τη διεκδίκηση οποιουδήποτε δικαιώματος του οφειλέτη ή κάθε τυχόν πράξη βάσει της οποίας μια χρηματική απαίτηση κατά του οφειλέτη μπορεί να παραμείνει έγκυρη ή εκτελεσθείσα, αντιμετωπίζεται όπως ακριβώς μια πράξη που επιφέρει άμεση ζημία στους πιστωτές.

Μια δικαιοπραξία που κατάρτισε ο οφειλέτης μέσα στα τελευταία δέκα έτη πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, ή μεταγενέστερα, με πρόθεση να προκαλέσει ζημία στους πιστωτές, μπορεί να προσβληθεί εάν ο αντισυμβαλλόμενος γνώριζε την πρόθεση του οφειλέτη κατά τον χρόνο της πράξης. Η γνώση της πρόθεσης τεκμαίρεται εάν ο αντισυμβαλλόμενος γνώριζε ότι ο οφειλέτης βρισκόταν σε επαπειλούμενη αφερεγγυότητα και ότι η εν λόγω πράξη θα προκαλούσε ζημία στους πιστωτές.

Ο πιστωτής θεωρείται ότι γνώριζε ότι ο οφειλέτης βρισκόταν σε επαπειλούμενη αφερεγγυότητα και ότι η εν λόγω πράξη θα προκαλούσε ζημία στους πιστωτές εάν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τις περιστάσεις από τις οποίες πρόδηλα προέκυπτε ότι ο οφειλέτης ήταν αφερέγγυος και ότι η εν λόγω πράξη θα προκαλούσε ζημία στους πιστωτές.

Οι συμβάσεις με χρηματικό αντικείμενο που συνήφθησαν από τον οφειλέτη και τα πρόσωπα που είχαν στενή σχέση με τον οφειλέτη μπορεί να προσβληθούν εάν προκαλούν άμεση ζημία στους πιστωτές. Οι εν λόγω συμβάσεις δεν μπορεί να προσβληθούν εάν είχαν συναφθεί δύο έτη πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας ή εάν ο αντισυμβαλλόμενος αποδείξει ότι, κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης, δεν γνώριζε την πρόθεση του οφειλέτη να προκαλέσει ζημία στους πιστωτές.

Μια χαριστική δικαιοπραξία του οφειλέτη ή μια αδικοπραξία με ασήμαντο αντάλλαγμα μπορεί να προσβληθεί μόνον αν είχε καταρτιστεί τέσσερα έτη πριν την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας. Σε περίπτωση περιστασιακού δώρου ασήμαντης αξίας, η πράξη δεν μπορεί να προσβληθεί.

Μια δικαιοπραξία με την οποία ένα μέλος της εταιρίας ζητά την αποπληρωμή του δανείου που χρησιμοποιήθηκε για την υποκατάσταση κεφαλαίου ή με την οποία προβάλλει άλλη παρόμοια απαίτηση είναι άκυρη:

1. εάν παρέχει εξασφάλιση και η πράξη είχε συναφθεί μέσα στα τελευταία πέντε έτη πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας ή μεταγενέστερα

2. εάν εγγυάται την ικανοποίηση της απαίτησης και η πράξη είχε συναφθεί κατά το τελευταίο έτος πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας ή μεταγενέστερα.

Μια δικαιοπραξία με την οποία αποδίδεται πλήρως ή εν μέρει στον αφανή εταίρο της εταιρίας το μερίδιό του ή με την οποία παραιτείται πλήρως ή εν μέρει ο εν λόγω εταίρος από το μερίδιό του ως προς τις ζημίες που υπέστη, μπορεί να προσβληθεί εάν η σύμβαση στην οποία βασίζεται η εν λόγω πράξη συνήφθη κατά το τελευταίο έτος πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας κατά της εταιρίας ή μεταγενέστερα. Το ίδιο ισχύει αν ο αφανής εταίρος τεθεί σε εκκαθάριση σύμφωνα με τη σύμβαση.

Σε περίπτωση σύμμετρης ικανοποίησης, οι πληρωμές από τον οφειλέτη που πραγματοποιούνται με συναλλαγματικές δεν μπορεί να ανακτηθούν από τον λήπτη εάν, σύμφωνα με τον νόμο για τους διαπραγματεύσιμους τίτλους, ο λήπτης θα έχανε την απαίτησή του έναντι άλλων οφειλετών εάν δεν κάνει δεκτή την πληρωμή.

Μια δικαιοπραξία θεωρείται ότι καταρτίστηκε κατά τον χρόνο που επήλθαν τα έννομα αποτελέσματά της.

Εάν η καταχώριση σε δημόσιο καθολικό, μητρώο ή αρχείο είναι αναγκαία για το νομικό κύρος μιας δικαιοπραξίας, η εν λόγω δικαιοπραξία θεωρείται ότι καταρτίστηκε μόλις εκπληρωθούν οι προϋποθέσεις του κύρους τους, καταστεί δεσμευτική η δήλωση προθέσεως του οφειλέτη να προβεί στην εν λόγω καταχώριση, και ο αντισυμβαλλόμενος καταθέσει ένα αίτημα καταχώρισης νομικής μεταβολής. Η εν λόγω διάταξη ισχύει επίσης για τα αιτήματα της εκ των προτέρων καταχώρισης για τη διασφάλιση του δικαιώματος για μια νομική μεταβολή.

Εάν μια δικαιοπραξία υπόκειται σε αίρεση ή προθεσμία, λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος που καταρτίστηκε και όχι ο χρόνος πλήρωσης της αίρεσης ή παρέλευσης της προθεσμίας.

Μια δικαιοπραξία για την οποία έχει εκδοθεί εκτελεστός τίτλος και μια δικαιοπραξία που καταρτίστηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης μπορεί να προσβληθούν.

Εάν ο οφειλέτης έλαβε για την παροχή του αντάλλαγμα ίσης αξίας, που ενσωματώθηκε άμεσα στα περιουσιακά του στοιχεία, η υποκείμενη δικαιοπραξία της εν λόγω παροχής μπορεί να προσβληθεί μόνον με την προϋπόθεση της δόλιας ζημίας.

Ο σύνδικος μπορεί για λογαριασμό του οφειλέτη να ασκήσει αγωγή ακύρωσης των δικαιοπραξιών του οφειλέτη βάσει δικαστικής έγκρισης. Η αγωγή κατατίθεται κατά του προσώπου έναντι του οποίου αναλήφθηκε η προσβαλλόμενη πράξη.

Ο σύνδικος μπορεί να καταθέσει αγωγή ακύρωσης δικαιοπραξίας μέσα σε ενάμιση έτος από την ημέρα έναρξης της πτωχευτικής διαδικασίας.

Κάθε πτωχευτικός πιστωτής μπορεί να ασκήσει αγωγή ακύρωσης δικαιοπραξίας για λογαριασμό του και με δικά του έξοδα εάν:

- ο σύνδικος δεν έχει ασκήσει αγωγή ακύρωσης δικαιοπραξίας μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στο άρθρο 212 παράγραφος 3 του SZ – μέσα σε τρεις μήνες από την παρέλευση της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 212 παράγραφος 3 του SZ.

- ο σύνδικος ανακαλέσει μια αγωγή ακύρωσης δικαιοπραξίας– μέσα σε τρεις μήνες από τη δημοσίευση της αμετάκλητης απόφασης που βεβαιώνει την ανάκληση της αγωγής από τον ηλεκτρονικό πίνακα ανακοινώσεων του δικαστηρίου (e-Oglasna ploča suda)

- είχε προηγουμένως ζητήσει μια δήλωση του συνδίκου και ο σύνδικος είχε δηλώσει ότι δεν θα ασκήσει αγωγή ακύρωσης της δικαιοπραξίας - μέσα σε τρεις μήνες από τη δημοσίευση της δήλωσης του συνδίκου στον ηλεκτρονικό πίνακα ανακοινώσεων του δικαστηρίου

- είχε προηγουμένως ζητήσει μια δήλωση του συνδίκου και ο σύνδικος δεν δήλωσε μέσα σε τρεις μήνες αν θα ασκήσει αγωγή ακύρωσης δικαιοπραξίας ή όχι - μέσα σε τρεις μήνες από τη δημοσίευση της πρόσκλησης για την εν λόγω δήλωση.

Εάν η αίτηση ακύρωσης δικαιοπραξίας γίνει δεκτή, η προσβαλλόμενη δικαιοπραξία δεν θα έχει έννομα αποτελέσματα ως προς την πτωχευτική περιουσία, και ο αντισυμβαλλόμενος πρέπει να αποδώσει στην πτωχευτική περιουσία όλα τα ουσιώδη οφέλη που αποκόμισε από την προσβαλλόμενη συναλλαγή, εκτός αν άλλως ορίζει ο SZ. Η αίτηση κίνησης της αναγκαστικής εκτέλεσης βάσει της απόφασης που κάνει δεκτή την αίτηση ακύρωσης δικαιοπραξίας μπορεί να κατατεθεί από τον σύνδικο αντί και για λογαριασμό του οφειλέτη ή της πτωχευτικής περιουσίας και από πιστωτή για λογαριασμό του και υπέρ του πτωχεύσαντα οφειλέτη ή της πτωχευτικής περιουσίας.

Το πρόσωπο που αποδέχεται την παροχή χωρίς αντάλλαγμα, ή με ασήμαντο αντάλλαγμα, οφείλει να αποδώσει ό,τι έλαβε μόνο εάν κατέστη πλουσιότερος από αυτό, εκτός αν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η εν λόγω παροχή θα προκαλούσε ζημία στους πιστωτές.

Η αμετάκλητη απόφαση που εκδίδεται επί αγωγής ακύρωσης δικαιοπραξίας δεσμεύει τον πτωχεύσαντα οφειλέτη, την πτωχευτική περιουσία και όλους τους πτωχευτικούς πιστωτές, εκτός αν άλλως ρητά ορίζεται στον SZ.

Εάν το δικαστήριο έχει αποδειχθεί την αίτηση ακύρωσης δικαιοπραξίας, ο αντίδικος καλείται να αποδώσει στην πτωχευτική περιουσία όλα τα ουσιώδη οφέλη που απέκτησε από την προσβαλλόμενη συναλλαγή. Αφού αποδοθούν τα εν λόγω οφέλη στην πτωχευτική περιουσία, οι ενάγοντες πιστωτές δικαιούνται προνομιακή ικανοποίηση από τα εν λόγω οφέλη, αναλογικά με το ποσό των επαληθευμένων απαιτήσεών τους.

Οι δικαιοπραξίες του οφειλέτη μπορεί να προσβληθούν με ένσταση στο πλαίσιο αγωγής χωρίς χρονικό περιορισμό.

Μια δικαιοπραξία μπορεί να προσβληθεί έναντι του κληρονόμου ή άλλων καθολικών διαδόχων του αντισυμβαλλόμενου.

Μια δικαιοπραξία μπορεί να προσβληθεί έναντι άλλων διαδόχων του αντισυμβαλλόμενου:

1. εάν ο διάδοχος γνώριζε κατά τον χρόνο κτήσης τις περιστάσεις στις οποίες βασίζεται η ακυρωσία της κτήσης εκ μέρους του δικαιοπαρόχου του

2. εάν ο διάδοχος, κατά τον χρόνο κτήσης, είχε στενή σχέση με τον οφειλέτη, εκτός αν αποδείξει ότι δεν γνώριζε τις περιστάσεις στις οποίες βασίζεται η ακυρωσία της κτήσης εκ μέρους του δικαιοπαρόχου του

3. εάν το αποκτηθέν μεταβιβάστηκε χαριστικά ή με ασήμαντο αντάλλαγμα στον διάδοχο.

Μια δικαιοπραξία που καταρτίστηκε μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας και παραμένει έγκυρη, σύμφωνα με τους κανόνες για την προστασία της πίστης στα δημόσια μητρώα, μπορεί να προσβληθεί σύμφωνα με τους κανόνες για την προσβολή των δικαιοπραξιών που καταρτίστηκαν πριν από την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας.

Τελευταία επικαιροποίηση: 13/02/2023

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Η πρωτότυπη γλωσσική έκδοση ιταλικά αυτής της σελίδας τροποποιήθηκε πρόσφατα. Η γλωσσική έκδοση που βλέπετε τώρα βρίσκεται στο στάδιο της μετάφρασης.

Αφερεγγυότητα/πτώχευση - Ιταλία

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Διαδικασίες αφερεγγυότητας μπορούν να κινηθούν εναντίον εμπόρων (φυσικών προσώπων ή εταιρειών), υπό τον όρο ότι αυτοί διαθέτουν:

α) είτε ενεργητικό αξίας 300 000 ευρώ και άνω κατά τα τρία έτη που προηγούνται της αίτησης πτώχευσης ή συμβιβασμού με τους πιστωτές

α) είτε μικτό ετήσιο εισόδημα ύψους 200 000 ευρώ και άνω κατά τα τρία έτη που προηγούνται της αίτησης πτώχευσης ή συμβιβασμού με τους πιστωτές

γ) είτε συνολικές οφειλές (κατά την ημερομηνία της αίτησης πτώχευσης ή συμβιβασμού με τους πιστωτές) ύψους 500 000 ευρώ και άνω (ανεξαρτήτως της ημερομηνίας κατά την οποία γεννήθηκαν)

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

α) Για την πτώχευση απαιτείται η αφερεγγυότητα του επιχειρηματία ή της επιχείρησης. Η σχετική αίτηση μπορεί να υποβληθεί από:

- τον οφειλέτη

- πιστωτή

- την Εισαγγελία

β) Για τον προληπτικό διακανονισμό με τους πιστωτές (concordato preventivo) απαιτείται ο επιχειρηματίας ή η επιχείρηση να βρίσκεται σε δυσχερή θέση (δηλαδή να αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες που δεν είναι αρκετά σοβαρές ώστε να επιφέρουν πτώχευση). Η σχετική αίτηση μπορεί να υποβληθεί μόνο από τον οφειλέτη.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Όλα τα περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία, εκτός από:

1) περιουσιακά στοιχεία και δικαιώματα αυστηρά προσωπικού χαρακτήρα

2) επιδόματα διατροφής, μισθούς, συντάξεις, ημερομίσθια και τα εισοδήματα του πτωχού από τη δραστηριότητά του, εντός του αναγκαίου ορίου για τη συντήρηση του ίδιου και της οικογένειάς του

3) εισοδήματα που απορρέουν από τη νόμιμη επικαρπία επί περιουσιακών στοιχείων των τέκνων του πτωχού, περιουσιακά στοιχεία που δεσμεύονται ειδικά για τις ανάγκες της οικογένειας (fondo patrimoniale) και το εισόδημα από αυτά τα περιουσιακά στοιχεία, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 170 του Αστικού Κώδικα

4) εκ του νόμου ακατάσχετα στοιχεία.

Η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει επίσης όλα τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία αποκτώνται από τον πτωχό μετά την έναρξη της διαδικασίας, δεν περιλαμβάνει όμως τις υποχρεώσεις που δημιουργήθηκαν για την απόκτηση και διατήρηση των στοιχείων αυτών.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας (σύνδικος) έχει την εξουσία και το καθήκον να διοικεί την περιουσία, να την εκποιεί και να διανέμει το προϊόν της πώλησης στους πιστωτές.

Ο πτωχός μπορεί να υποβάλλεται σε ερωτήσεις από τον σύνδικο με σκοπό την απόκτηση πληροφοριών. Μπορεί επίσης να προσβάλλει μέτρα που λαμβάνονται από τον σύνδικο και τον εισηγητή δικαστή, μόνο όμως εάν αυτά έχουν ληφθεί κατά παράβαση του νόμου (συνεπώς, δεν μπορεί να αμφισβητήσει απλώς τη σκοπιμότητα τέτοιων μέτρων).

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Πρόσωπα που πρέπει να καταβάλουν χρήματα στον διαχειριστή αφερεγγυότητας μπορούν να συμψηφίσουν την οφειλή τους με δική τους ανταπαίτηση (controcredito) στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας, μόνο όμως εάν τόσο η οφειλή όσο και η ανταπαίτηση γεννήθηκαν πριν από την έναρξη της διαδικασίας.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Ο σύνδικος αποφασίζει εάν θα καταγγελθούν ή όχι οι συμβάσεις που βρίσκονταν σε ισχύ κατά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

Μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, οι πιστωτές μπορούν να κινήσουν νομικές διαδικασίες μόνο εάν δεν το πράξει ο σύνδικος (σκοπίμως ή εξ αμελείας).

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

Αγωγές πιστωτή κατά προσώπου το οποίο στη συνέχεια κηρύσσεται σε πτώχευση συνεχίζονται μόνο από τον σύνδικο.

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

Η επιτροπή πιστωτών αποτελείται από τρεις ή πέντε πιστωτές και έχει εκτενείς εξουσίες, καθώς:

- εγκρίνει συναλλαγές, συμβιβασμούς, την παραίτηση από αγωγή, την αναγνώριση δικαιωμάτων τρίτων, την εξάλειψη υποθήκης, την επιστροφή εμπράγματων ασφαλειών, την αποδέσμευση εγγυήσεων, την αποδοχή κληρονομιάς και δωρεάς, και κάθε άλλη πράξη ειδικής διαχείρισης

- υποβάλλει αίτηση στο δικαστήριο για την αντικατάσταση του συνδίκου

- εγκρίνει το σχέδιο της εκκαθάρισης

- εξουσιοδοτεί τον σύνδικο να αναλάβει τις συμβάσεις που βρίσκονται σε ισχύ κατά την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης

- παρίσταται στις εργασίες απογραφής της πτωχευτικής περιουσίας

- έχει πρόσβαση στον φάκελο της διαδικασίας

- εξουσιοδοτεί τον σύνδικο να εξαιρέσει από το ενεργητικό ένα ή περισσότερα στοιχεία ή να μην προβεί στη ρευστοποίηση αυτών εάν η ρευστοποίηση φαίνεται προδήλως απρόσφορη

- υποβάλλει αίτηση προς τον εισηγητή δικαστή για την αναστολή της εκποίησης περιουσιακών στοιχείων.

Επιπροσθέτως των ανωτέρω εξουσιών ενεργητικής διαχείρισης, η επιτροπή των πιστωτών τοποθετείται επί μέτρων που λαμβάνονται από τον εισηγητή δικαστή ή από το δικαστήριο, και συγκεκριμένα επί των παρακάτω:

- της εξουσιοδότησης των ενέγγυων πιστωτών να πουλήσουν περιουσιακά στοιχεία που διακρατούνται ως ασφάλεια

- της εξουσιοδότησης του εισηγητή δικαστή να συνεχίσει προσωρινά τη λειτουργία της επιχείρησης (η συνέχιση της λειτουργίας απαιτεί την έγκριση της επιτροπής των πιστωτών)

- της εξουσιοδότησης του εισηγητή δικαστή να εκμισθώσει την επιχείρηση (η εκμίσθωση απαιτεί την έγκριση της επιτροπής των πιστωτών)

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

Ο σύνδικος έχει το δικαίωμα (υπό τον όρο ότι θα έχει λάβει την προηγούμενη έγκριση):

- να συνεχίσει τη δραστηριότητα της επιχείρησης

- να εκμισθώσει την επιχείρηση

- να εκποιήσει το σύνολο της περιουσίας με σκοπό να διανείμει το προϊόν στους πιστωτές

- να αποφασίσει να μην εκποιήσει περιουσιακά στοιχεία χαμηλής αξίας.

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Κάθε πιστωτής μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο αίτηση για κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση. Δεν είναι απαραίτητο ο πιστωτής να διαθέτει εκτελεστό τίτλο. Αυτό που έχει σημασία είναι να τεκμηριώνεται η απαίτηση.

Όλοι οι πιστωτές (συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που έχουν υποβάλει αίτηση για κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση και η αίτησή τους έχει γίνει δεκτή) οφείλουν να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

Οι πιστωτές μπορούν να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους χωρίς να διαθέτουν νομική εκπροσώπηση.

Η αναγγελία πρέπει να περιλαμβάνει τα έγγραφα που τεκμηριώνουν την απαίτηση και υποβάλλεται ηλεκτρονικά (μέσω πιστοποιημένου ηλεκτρονικού ταχυδρομείου).

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Το προϊόν από την εκποίηση της περιουσίας διανέμεται στους πιστωτές κατά σειρά προτεραιότητας. Για πολλές απαιτήσεις (υποθήκες, ενέχυρα, γενικές ή ειδικές προνομιούχες απαιτήσεις), ο νόμος προβλέπει δικαίωμα προνομιακής ικανοποίησης επί ολόκληρης της περιουσίας ή επί μέρους αυτής.

Εάν, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα, το προϊόν της εκποίησης δεν επαρκεί για την ικανοποίηση όλων των απαιτήσεων, διανέμεται όχι κατ’ αναλογία με το ύψος της απαίτησης αλλά σύμφωνα με τη σειρά προτεραιότητας που προβλέπεται στον Αστικό Κώδικα.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

Η διαδικασία αφερεγγυότητας περατώνεται όταν:

- δεν έχουν αναγγελθεί απαιτήσεις

- έχουν ικανοποιηθεί όλες οι απαιτήσεις

- έχει διανεμηθεί το σύνολο του προϊόντος από την εκποίηση της περιουσίας

- διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία προς εκποίηση ή άλλα ποσά προς είσπραξη.

Με την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ο πτωχός ανακτά την ενεργητική νομιμοποίηση και την ικανότητα διαδίκου και μπορεί να αποκτά περιουσία χωρίς να αυτή να περιέρχεται στην κατοχή του συνδίκου.

O προληπτικός διακανονισμός και ο πτωχευτικός συμβιβασμός περατώνονται με την επικύρωση της συμφωνίας μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών, όταν όμως η συμφωνία απαιτεί τη διάθεση περιουσιακών στοιχείων (concordato liquidatorio), η διαδικασία συνεχίζεται για την εκποίηση και ως εκ τούτου ολοκληρώνεται όταν πουληθούν όλα τα περιουσιακά στοιχεία και διανεμηθεί το προϊόν στους πιστωτές.

Με την περάτωση του προληπτικού διακανονισμού και του πτωχευτικού συμβιβασμού, ο πτωχός απαλλάσσεται από όλες τις οφειλές του.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, οι πιστωτές μπορούν να επισπεύσουν καταδιωκτικά μέτρα κατά του οφειλέτη με σκοπό να εισπράξουν τις ανεξόφλητες οφειλές (δηλαδή το μέρος των οφειλών που δεν ικανοποιήθηκε από τον σύνδικο), εκτός εάν έχει λάβει χώρα διαδικασία απαλλαγής από τις οφειλές, οπότε οι πιστωτές δεν μπορούν να προβάλουν καμία αξίωση κατά του πτωχού.

Μετά την ολοκλήρωση συμβιβασμού με τους πιστωτές, οι πιστωτές δεν μπορούν να προβάλουν καμία αξίωση κατά του οφειλέτη. Εάν, ωστόσο, ο οφειλέτης δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, οι πιστωτές μπορούν να υποβάλουν αίτηση διάρρηξης του συμβιβασμού. Η αίτηση αυτή υποβάλλεται εντός προθεσμίας ενός έτους.

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Το κόστος της διαδικασίας αφερεγγυότητας βαρύνει την ίδια τη διαδικασία και εξοφλείται από το προϊόν της εκποίησης της περιουσίας.

Εάν δεν υπάρχει περιουσία, ο σύνδικος και οι δαπάνες που αναλαμβάνει ο σύνδικος εξοφλούνται από το δημόσιο.

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

Πράξεις του πτωχού που διενεργήθηκαν πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας μπορούν να ανακληθούν εάν διενεργήθηκαν εντός συγκεκριμένης περιόδου (ένα έτος ή έξι μήνες) πριν από την έναρξη της διαδικασίας.

Πράξεις που διενεργήθηκαν από τον πτωχό μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι άκυρες.

Πράξεις ειδικής διαχείρισης που διενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια του προληπτικού διακανονισμού χωρίς την έγκριση του δικαστηρίου είναι άκυρες.

Τελευταία επικαιροποίηση: 21/07/2022

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Αφερεγγυότητα/πτώχευση - Κύπρος

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Πτώχευση: Η έκδοση Διατάγματος Πτώχευσης γίνεται αποκλειστικά εναντίον αφερέγγυων φυσικών προσώπων.

Εκκαθάριση: Το Διάταγμα Εκκαθάρισης στρέφεται εναντίον οποιουδήποτε νομικού προσώπου. Το ίδιο ισχύει και για τις διαδικασίες της εκούσιας εκκαθάρισης, είτε με επίβλεψη του Δικαστηρίου είτε εκτός Δικαστηρίου.

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

Πτώχευση: Οι νομοθετικές πρόνοιες για την πτώχευση φυσικού προσώπου βρίσκονται στον περί Πτώχευσης  Νόμο (Κεφ.5) ο οποίος έχει τροποποιηθεί σε μεγάλο βαθμό τα τελευταία δύο χρόνια ούτως ώστε να ανταποκρίνεται στα μεταβαλλόμενα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα.

Η αίτηση πτώχευσης μπορεί να προέλθει είτε από πιστωτή είτε από τον ίδιο τον χρεώστη για οφειλές για ποσό άνω τον ΕΥΡ15,000, νοουμένου ότι έχει διαπραχθεί πράξη πτώχευσης και ο χρεώστης βρισκόταν προσωπικά στην Κύπρο, ή είχε τη σύνηθη διαμονή του στην Κύπρο, ή διεξήγαγε εργασίες στην Κύπρο, ή ήταν μέλος οίκου ή συνεταιρισμού που διεξήγαγε εργασίες στην Κύπρο.

Ο χρεώστης διαπράττει πράξη πτώχευσης, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση που:

(α) πιστωτής εξασφαλίσει εναντίον του τελεσίδικη απόφαση για οποιοδήποτε ποσό και ο χρεώστης παραλείπει να πληρώσει,

(β) καταθέσει δήλωση ανικανότητας να πληρώσει τα χρέη του,

(γ) υποβάλει αίτηση για πτώχευση,

(δ) το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής στο οποίο μετείχε θεωρείται ότι έχει αποτύχει ή τερματιστεί σύμφωνα με τισ διατάξεις του περί Αφερεγγυότητσ Φυσικών Προσώπων Νόμου.

Εκκαθάριση Εταιρειών: Η εκκαθάριση είναι η διαδικασία στην οποία τίθεται μια εταιρεία, είτε λόγω ανικανότητας να πληρώσει τα χρέη της είτε με ειδικό ψήφισμα της  Εταιρείας, με σκοπό τη διάλυσή της μέσω της ρευστοποίησης των περιουσιακών της στοιχείων και της εξόφλησης όλων ή μέρους των χρεών της. Για να εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης σημαίνει ότι η εταιρεία αδυνατεί να εξοφλήσει τις οφειλές της. Θα πρέπει το οφειλόμενο ποσό να είναι άνω των ΕΥΡ 5.000. Η αίτηση εκκαθάρισης υποβάλλεται στο Δικαστήριο είτε από τον πιστωτή είτε από τους μετόχους.

Εκούσιες Εκκαθαρίσεις:

Υπάρχουν τα ακόλουθα είδη εκούσιας εκκαθάρισης:

  • Εκούσια εκκαθάριση από πιστωτές: Η διαδικασία αυτή αποτελεί εκκαθάριση εκτός Δικαστηρίου και γίνεται στην περίπτωση που η εταιρεία είναι αφερέγγυα και το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας αποφασίσει την εκκαθάρισή της. Η εκούσια εκκαθάριση από πιστωτές ξεκινά με την σύγκληση συνέλευσης πιστωτών όπου παρουσιάζεται το ειδικό ψήφισμα της γενικής συνέλευσης της εταιρίας για την εκούσια εκκαθάρισή της.
  • Εκούσια εκκαθάριση από μέλη: Αποτελεί και εδώ διαδικασία εκκαθάρισης εκτός Δικαστηρίου, η οποία ενεργοποιείται με ειδικό ψήφισμα της γενικής συνέλευσης των μετόχων όταν η εταιρεία είναι φερέγγυα.
  • Εκούσια εκκαθάριση υπό την εποπτεία του Δικαστηρίου: Πρόκειται για την περίπτωση της εκούσιας εκκαθάρισης όταν η εταιρεία έχει εγκρίνει ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση και το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα για τη συνέχιση της εκκαθάρισης υπό την εποπτεία του Δικαστηρίου.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Πτώχευση: Τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία είναι όλη η περιουσία που δυνατόν να ανήκει ή που κατέχεται από τον πτωχεύσαντα κατά την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης ή που δυνατόν να αποκτήθηκε ή να περιήλθε σε αυτόν πριν από την αποκατάσταση του, εκτός από βασικά στοιχεία της περιουσίας του, τα οποία είναι απαραίτητα για την επιβίωση του ιδίου και της οικογένειας του.

Τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται μετά την έναρξη της πτώχευσης και πριν την αποκατάσταση ή την ακύρωση της πτώχευσης, περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία.

Εκκαθάριση: Τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην εκκαθαριστική περιουσία είναι όλη η περιουσία που άνηκε στην εταιρεία πριν την έκδοση του διατάγματος εκκαθάρισης ή πριν από την ημερομηνία του ειδικού ψηφίσματος για εκούσια εκκαθάριση.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

Πτώχευση: Με την έκδοση διατάγματος πτώχευσης, ο επίσημος Παραλήπτης καθίσταται Διαχειριστής της περιουσίας του πτωχεύσαντα. Σε μεταγενέστερο στάδιο δύναται να διοριστεί ως τέτοιος Διαχειριστής οποιοσδήποτε αδειοδοτημένος Σύμβουλος Αφερεγγυότητας. Καθήκον του Διαχειριστή είναι να εκποιήσει την περιουσία του πτωχεύσαντα και να διανέμει το προϊόν αυτής στους πιστωτές του. Μόλις αναλάβει καθήκοντα Διαχειριστή ο Επίσημος Παραλήπτης ή  οποιοσδήποτε Σύμβουλος Αφερεγγυότητας, ο πτωχεύσας εξακολουθεί να διατηρεί την κυριότητα όλης της περιουσίας που κατέχει, την οποία, όμως, από την ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας πτώχευσης, θα την διαχειρίζεται εξ ολοκλήρου ο Διαχειριστής.

Εκκαθάριση: Με την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, και σε περίπτωση που δεν διορίζεται εκκαθαριστής από τους πιστωτές, εκκαθαριστής καθίσταται λόγω του αξιώματος του ο Επίσημος Παραλήπτης, εκτός εάν κατόπιν αιτήσεως του Επίσημου Παραλήπτη στο Δικαστήριο ή κατόπιν σχετικής απόφασης της συνέλευσης πιστωτών και συνεισφορέων της εταιρείας, διοριστεί ως εκκαθαριστής αδειοδοτημένος Σύμβουλος Αφερεγγυότητας. Καθήκον του εκκαθαριστή είναι να ρευστοποιήσει την περιουσία της υπό διάλυση εταιρείας και να διανέμει το προϊόν αυτής στους πιστωτές και συνεισφορείς της. Μόλις αναλάβει καθήκοντα ο Επίσημος Παραλήπτης ή οποιοσδήποτε ΣΑ ως Εκκαθαριστής της περιουσίας της υπό εκκαθάριση νομικής οντότητας, παρόλο που η εταιρεία διατηρεί την κυριότητα όλης της περιουσίας που κατέχει, από την ημερομηνία έναρξης της εκκαθάρισης την περιουσία αυτή τη διαχειρίζεται πλέον, με σκοπό την ρευστοποίηση της, ο Εκκαθαριστής.

Εκούσιες Εκκαθαρίσεις: Σε περίπτωση εκούσιας εκκαθάρισης, η εταιρεία από την έναρξη της εκκαθάρισης, παύει να διεξάγει τις εργασίες της, εκτός στην έκταση που απαιτείται για την επωφελή εκκαθάριση της. Καθήκον του εκκαθαριστή είναι να ρευστοποιήσει την περιουσία της υπό εκκαθάριση εταιρείας και να διανέμει το προϊόν αυτής στους πιστωτές και συνεισφορείς της.

  • Εκούσια εκκαθάριση από πιστωτές: Οι πιστωτές και η εταιρεία σε αντίστοιχες συνελεύσεις τους υποδεικνύουν ποιον Σύμβουλο Αφερεγγυότητας επιθυμούν να ορίσουν ως εκκαθαριστή της εταιρείας, αλλά σε περίπτωση διαφωνίας των δύο συνελεύσεων εκκαθαριστής διορίζεται ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας που υπέδειξαν οι πιστωτές.
  • Εκούσια εκκαθάριση από μέλη: Η εταιρεία με σχετική απόφαση της γενικής συνέλευσης διορίζει ως εκκαθαριστή αδειοδοτημένο Σύμβουλο Αφερεγγυότητα, ο οποίος καθίσταται υπεύθυνος για την εκκαθάριση των υποθέσεων και τη διανομή του ενεργητικού της εταιρείας. Με το διορισμό του εκκαθαριστή παύουν όλες οι εξουσίες των συμβούλων, εκτός στην έκταση που η εταιρεία σε γενική συνέλευση ή ο εκκαθαριστής εγκρίνει τη συνέχιση τους.
  • Εκούσια εκκαθάριση με την εποπτεία Δικαστηρίου: Όταν εκδίδεται διάταγμα για εκκαθάριση με εποπτεία, το Δικαστήριο δύναται με εκείνο το διάταγμα ή με οποιοδήποτε μεταγενέστερο διάταγμα, να διορίσει επιπρόσθετο εκκαθαριστή. Εκκαθαριστής που διορίστηκε από το Δικαστήριο έχει τις ίδιες εξουσίες, υπόκειται στις ίδιες υποχρεώσεις και βρίσκεται στην ίδια θέση με εκκαθαριστές που διορίζονται με ειδικό ψήφισμα ή με απόφαση των πιστωτών, ως αναφέρεται πιο πάνω.

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Πτώχευση: Οι νομοθετημένες προϋποθέσεις για να προταθεί συμψηφισμός περιλαμβάνουν τη ύπαρξη αμοιβαίων πιστώσεων ή αμοιβαίων χρεών ή άλλων αμοιβαίων συναλλαγών μεταξύ του πτωχεύσαντα και οποιουδήποτε άλλου προσώπου πριν την έκδοση του διατάγματος πτώχευσης, εκτός εάν το άλλο πρόσωπο είχε γνώση, κατά τον χρόνο παραχώρησης της πίστωσης, της πράξης πτώχευσης που τελέστηκε από τον πτωχέυσαντα.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Πτώχευση: Οι υφιστάμενες νόμιμες συμβάσεις στις οποίες ο πτωχεύσαντας είναι συμβαλλόμενο μέρος διατηρούνται σε ισχύ και ο πτωχεύσας παραμένει προσωπικά υπεύθυνος για την τήρηση των όρων τους.

Εκκαθάριση: Οι υφιστάμενες νόμιμες συμβάσεις στις οποίες η υπό εκκαθάριση εταιρεία είναι συμβαλλόμενο μέρος παραμένουν σε ισχύ. Το ίδιο ισχύει και για τις νόμιμες συμβάσεις εταιρειών που εκκαθαρίζονται εκούσια.

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

Πτώχευση: Όσο αφορά αγωγές που δυνατόν να εγερθούν εναντίον πτωχεύσαντα μετά την έκδοση διατάγματος πτώχευσης, απαιτείται άδεια Δικαστηρίου για τη συνέχισή τους.

Εκκαθάριση: Όσο αφορά αγωγές που δυνατόν να εγερθούν εναντίον της υπό εκκαθάρισης εταιρείας μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, απαιτείται άδεια Δικαστηρίου για τη συνέχισή τους.

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

Πτώχευση: Αγωγές που εκκρεμούν εναντίον πτωχεύσαντα συνεχίζονται κανονικά χωρίς να απαιτείται άδεια Δικαστηρίου για τη συνέχισή τους.

Εκκαθάριση: Αναφορικά με νομικές διαδικασίες που εκκρεμούν εναντίον της υπό εκκαθάρισης εταιρείας, θα πρέπει να εξασφαλιστεί διάταγμα Δικαστηρίου για τη συνέχισή τους. Συνεπώς, ο χειρισμός τους ανήκει πλέον στον Επίσημο Παραλήπτη ή στον εκάστοτε εκκαθαριστή τους.

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

Πτώχευση: Για να επιτραπεί σε πιστωτή να συμμετάσχει στην πτωχευτική διαδικασία θα πρέπει να έχει συμπληρώσει τα έντυπα επαλήθευσης χρέους με όλα τα αποδεικτικά στοιχεία. Ο Επίσημος Παραλήπτης ή ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας που ενεργεί ως Διαχειριστής αποφασίζει, ακολούθως, για την αποδοχή ή την απόρριψη των επαληθεύσεων. Στη συνέχεια, δίνεται μέρισμα στους πιστωτές σύμφωνα με τη σειρά προτεραιότητας που καθορίζεται από τις πρόνοιες του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ.5. Με την καταχώρηση της επαλήθευσης, οι πιστωτές μπορούν να συμμετάσχουν σε συνελεύσεις που συγκαλεί ο Επίσημος Παραλήπτης ή Σύμβουλος Αφερεγγυότητας - Εκκαθαριστής της εταιρείας.

Εκκαθάριση: Για να επιτραπεί σε πιστωτή να συμμετάσχει στην εκκαθαριστική διαδικασία θα πρέπει να έχει συμπληρώσει τα έντυπα επαλήθευσης χρέους με όλα τα αποδεικτικά στοιχεία. Ισχύει ότι αναφέρεται στην πιο πάνω περίπτωση πλην όμως η διανομή του μερίσματος γίνεται, σε αυτή την περίπτωση, με βάσει τις πρόνοιες περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ.113.

Τα πιο πάνω ισχύουν και σε διαδικασίες εκούσιας εκκαθάρισης και εφαρμόζονται ιδιαίτερα σε εκούσιες εκκαθαρίσεις από πιστωτές, όπου η συμμετοχή των πιστωτών είναι άμεση από την αρχή της διαδικασίας καθότι καλούνται να προτείνουν εκκαθαριστή της επιλογής τους.

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

Πτώχευση: Ο Διαχειριστής έχει την εξουσία ή/και τη δυνατότητα να εκποιήσει ακίνητη περιουσία με οποιοδήποτε τρόπο κρίνει πρέπον και προς το συμφέρον της διαδικασίας. Ακολούθως, δίνεται μέρισμα στους πιστωτές σύμφωνα με τη σειρά προτεραιότητας που καθορίζεται από τις πρόνοιες του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ.5. Σε περίπτωση υποθηκευμένης περιουσίας, θα πρέπει να εξασφαλιστεί σχετικό Διάταγμα από το Δικαστήριο.

Εκκαθάριση: Ο Εκκαθαριστής της υπό εκκαθάριση εταιρείας δύναται να εκποιήσει ακίνητη ιδιοκτησία της εταιρείας με οποιονδήποτε τρόπο κρίνει ότι είναι προς το συμφέρον της διαδικασίας. Ακολούθως, δίνεται μέρισμα στους πιστωτές σύμφωνα με τη σειρά προτεραιότητας που καθορίζεται στον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ.113. Σε περίπτωση υποθηκευμένης περιουσίας, θα πρέπει να εξασφαλιστεί σχετικό διάταγμα Δικαστηρίου. Οι ίδιες πρόνοιες ισχύουν αναφορικά με τις εκούσιες εκκαθαρίσεις.

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Πτώχευση: Όταν εκδοθεί ένα διάταγμα πτώχευσης, οι πιστωτές δύνανται να κάνουν επαλήθευση χρέους για οφειλές οι οποίες προέκυψαν μέχρι την ημέρα που εκδόθηκε το διάταγμα πτώχευσης ή εκκαθάρισης και αφορούν εκκαθαρισμένες απαιτήσεις. Απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έκδοση του διατάγματος πτώχευσης δεν εμπίπτουν στην πτωχευτική διαδικασία και οι πιστωτές θα πρέπει να στραφούν εναντίον του ίδιου του πτωχεύσαντα.

Εκκαθάριση: Με την έκδοση του διατάγματος εκκαθάρισης ή του ειδικού ψηφίσματος για εκούσια εκκαθάριση της εταιρείας, οι πιστωτές δύνανται να κάνουν επαλήθευση χρέους για οφειλές οι οποίες προέκυψαν μέχρι την ημέρα που εκδόθηκε το εν λόγω διάταγμα ή λήφθηκε η απόφαση για εκούσια εκκαθάριση και αφορούν εκκαθαρισμένες απαιτήσεις. Οι οποιεσδήποτε απαιτήσεις προκύψουν μετά το διάταγμα εκκαθάρισης ή το ειδικό ψήφισμα δεν εμπίπτουν στην εκκαθαριστική διαδικασία και οι πιστωτές θα πρέπει να στραφούν εναντίον των αξιωματούχων της υπό εκκαθάρισης εταιρείας.

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

Πτώχευση: Όταν εκδοθεί ένα διάταγμα πτώχευσης, κάθε πιστωτής θα πρέπει εντός 35 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης του διατάγματος να υποβάλει γραπτώς στον Επίσημο Παραλήπτη ή τον διαχειριστή επαλήθευση χρέους. Η επαλήθευση πρέπει να αποδεικνύει τις λεπτομέρειες του χρέους, τα ονόματα όλων των εγγυητών και κατά πόσο είναι εξασφαλισμένος πιστωτής. Ο Επίσημος Παραλήπτης ή ο διαχειριστής θα πρέπει εντός 10 ημερών να αποδεχτεί ή να απορρίψει την επαλήθευση χρέους γραπτώς για σκοπούς μερίσματος. Ο πιστωτής ή ο εγγυητής που δεν ικανοποιούνται με την απόφαση του Επίσημου Παραλήπτη ή του διαχειριστή δύνανται εντός 21 ημερών να προσφύγουν στο Δικαστήριο.

Εκκαθάριση: Με την έκδοση του διατάγματος εκκαθάρισης, κάθε πιστωτής πρέπει εντός 35 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης του διατάγματος να υποβάλει γραπτώς στον Επίσημο Παραλήπτη ή τον εκκαθαριστή επαλήθευση χρέους. Η επαλήθευση πρέπει να αποδεικνύει τις λεπτομέρειες του χρέους, τα ονόματα όλων των εγγυητών και κατά πόσο είναι εξασφαλισμένος πιστωτής. Ο Επίσημος Παραλήπτης ή ο εκκαθαριστής θα πρέπει εντός 10 ημερών να αποδεχτεί ή να απορρίψει την επαλήθευση χρέους γραπτώς για σκοπούς μερίσματος. Ο πιστωτής ή ο εγγυητής που δεν ικανοποιούνται με την απόφαση του Επίσημου Παραλήπτη ή του εκκαθαριστή δύνανται εντός 21 ημερών να προσφύγουν στο Δικαστήριο. Οι ίδιες πρόνοιες ισχύουν και για εκούσιες εκκαθαρίσεις.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Πτώχευση: Κατά τη διανομή της πτωχευτικής περιουσίας τα χρέη κατατάσσονται εξίσου και κατά αναλογία ανά κατηγορία (pari passu rule), εκτός αν η περιουσία είναι αρκετή για να πληρωθούν όλοι εξ ολοκλήρου. Η κατάταξη των απαιτήσεων έχει ως εξής:

  • Πραγματικά έξοδα και αμοιβή Διαχειριστή
  • Δικαιώματα Επίσημου Παραλήπτη
  • Έξοδα αιτούντα πιστωτή
  • Προνομιούχα χρέη
  • Ανασφάλιστα χρέη

Εκκαθάριση: Κατά τη διανομή της εκκαθαριστικής περιουσίας τα χρέη κατατάσσονται εξίσου και κατά αναλογία ανά κατηγορία (pari passu rule), εκτός αν η περιουσία είναι αρκετή για να πληρωθούν όλοι εξ ολοκλήρου. Η κατάταξη των απαιτήσεων έχει ως εξής:

  • Πραγματικά έξοδα και αμοιβή του Εκκαθαριστή
  • Δικαιώματα Επίσημου Παραλήπτη ή Εκκαθαριστή
  • Έξοδα αιτούντα πιστωτή
  • Προνομιούχα χρέη
  • Κάτοχοι ομολόγων κυμαινόμενης επιβάρυνσης
  • Ανασφάλιστοι πιστωτές

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

Πτώχευση: Ο πτωχεύσαντας μπορεί να υποβάλει γραπτώς πρόταση για συμβιβασμό με τους πιστωτές του στον Επίσημο Παραλήπτη ή τον Διαχειριστή. Ακολούθως συγκαλείται συνέλευση των πιστωτών και για να γίνει αποδεκτή η πρόταση πρέπει να ψηφιστεί από την πλειοψηφία σε αριθμό και αξία των τριών τετάρτων( ¾ ) όλων των πιστωτών των οποίων τα χρέη τους επαληθεύτηκαν. Όταν γίνει αποδεκτή η πρόταση από τους πιστωτές καταχωρείται από τον πτωχεύσαντα, ή τον Επίσημο Παραλήπτη, ή τον Διαχειριστή αίτηση στο Δικαστήριο για έγκριση της πρότασης. Η έγκριση από το Δικαστήριο δεσμεύει όλους τους πιστωτές των οποίων τα χρέη είναι επαληθεύσιμα. Με την ολοκλήρωση των όρων του συμβιβασμού θεωρείται ότι τα επαληθεύσιμα χρέη έχουν πληρωθεί στο ακέραιο.

Η ολοκληρωτική περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας επέρχεται με την ακύρωση του διατάγματος πτώχευσης.

Εκκαθάριση: Η ολοκληρωτική περάτωση της εκκαθαριστικής διαδικασίας επέρχεται με την τελική διάλυση και/ή ακύρωση του διατάγματος εκκαθάρισης.

Στις εκούσιες εκκαθαρίσεις η περάτωση της διαδικασίας και τελική διάλυση της υπό εκκαθάριση εταιρείας επέρχεται τρείς μήνες μετά την παράδοση στον Επίσημο Παραλήπτη τελικών λογαριασμών της εταιρείας, οι οποίοι ετοιμάζονται μόλις ολοκληρωθεί τυχόν ρευστοποίηση και διανομή της περιουσίας της υπό εκκαθάριση εταιρείας.

Ωστόσο αν οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον να επαναφέρει εταιρεία η οποία διαλύθηκε κατόπιν εκούσιας εκκαθάρισης ή με διάταγμα του Δικαστηρίου, μπορεί να το πράξει εντός των επόμενων δύο (2) ετών από τη διάλυση της, με σχετική αίτηση του προς το Δικαστήριο.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Πτώχευση: Στην περίπτωση ακύρωσης του διατάγματος πτώχευσής και όταν οι πιστωτές έδωσαν την συγκατάθεση τους χωρίς να εξοφληθούν πλήρως, οι τελευταίοι διατηρούν το δικαίωμα διεκδίκησης των οφειλόμενων ποσών μετά την ακύρωση των προαναφερθέντων διαταγμάτων.

Εκκαθάριση: Στην περίπτωση ακύρωσης του διατάγματος εκκαθάρισης και όταν οι πιστωτές έδωσαν την συγκατάθεση τους χωρίς να εξοφληθούν πλήρως, οι τελευταίοι διατηρούν το δικαίωμα διεκδίκησης των οφειλόμενων ποσών μετά την ακύρωση των προαναφερθέντων διαταγμάτων.

Αν οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον να επαναφέρει εταιρεία η οποία διαλύθηκε κατόπιν εκούσιας εκκαθάρισης ή με διάταγμα του Δικαστηρίου, μπορεί να το πράξει εντός των επόμενων δύο (2) ετών από τη διάλυση της, με σχετική αίτηση του προς το Δικαστήριο.

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Πτώχευση: Το κόστος της έκδοσης του διατάγματος πτώχευσης το επωμίζεται ο πιστωτής ο οποίος καταχωρεί την αίτηση για έκδοση των εν λόγω διαταγμάτων. Τα έξοδα που καταβάλλονται στον Επίσημο Παραλήπτη ανέρχονται στο ποσό των €500. Οι δαπάνες που προκύπτουν κατά τη διαδικασία της πτώχευσης καταβάλλονται από την πτωχευτική περιουσία.

Εκκαθάριση: Το κόστος της έκδοσης του διατάγματος εκκαθάρισης το επωμίζεται ο πιστωτής ο οποίος καταχωρεί την αίτηση για έκδοση των εν λόγω διαταγμάτων. Τα έξοδα που καταβάλλονται στον Επίσημο Παραλήπτη ανέρχονται στο ποσό των €500. Οι δαπάνες που προκύπτουν κατά τη διαδικασία της εκκαθάρισης, ρευστοποίησης και διανομής της περιουσίας της εταιρείας, καταβάλλονται από την εκκαθαριστική περιουσία.

Το κόστος υποβολής και καταχώρησης εγγράφων στον Επίσημο Παραλήπτη σχετικά με διαδικασία εκούσιας εκκαθάρισης ανέρχεται συνολικά περί τα €440. Οι δαπάνες που προκύπτουν κατά τη διαδικασία της εκκαθάρισης, ρευστοποίησης και διανομής της περιουσίας της εταιρείας, καταβάλλονται από την εκκαθαριστική περιουσία.

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

Πτώχευση: Υπάρχουν ορισμένες διατάξεις που ισχύουν για τις διαδικασίες πτώχευσης, οι οποίες επιτρέπουν στο Διαχειριστή να προσφύγει στο δικαστήριο και να διεκδικήσει την ανάκτηση περιουσίας υπέρ των πιστωτών. Οι κυριότερες διατάξεις είναι οι ακόλουθες:

Α. Δόλια Μεταβίβαση:

Σε περίπτωση που ο διαχειριστής ή ο εκκαθαριστής διαθέτει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας ή των φυσικών προσώπων, μεταβιβάστηκαν χωρίς αντάλλαγμα ή σε τιμή αισθητά χαμηλότερη από την πραγματική τους αξία, μπορεί να προσφύγει στο δικαστήριο προκειμένου να εκδοθεί διάταγμα για ακύρωση της δόλιας μεταβίβασης ή πράξης.

Για να ισχύει η εν λόγω διάταξη η μεταβίβαση πρέπει να έχει πραγματοποιηθεί: α) εντός τριών (3) ετών πριν από τη ημερομηνία πτώχευσης και στην περίπτωση που η μεταβίβαση δεν έχει γίνει καλή τη πίστη και έναντι αξιόλογης αντιπαροχής. β) 10 χρόνια πριν από την ημερομηνία πτώχευσης, όταν το φυσικό πρόσωπο δεν ήταν ικανό την περίοδο της μεταβίβασης να πληρώσει όλα τα χρέη του χωρίς τη συνδρομή αυτής της περιουσίας. Σε εταιρεία υπό εκκαθάριση η περίοδος για να θεωρηθεί μία πράξη ως δόλια πρέπει να έγινε μέσα σε έξι μήνες πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης της, η οποία είναι η ημερομηνία καταχώρισης της αίτησης για εκκαθάριση.

Β. Δόλια Προτίμηση:

Σε περίπτωση που ο διαχειριστής ή ο εκκαθαριστής διαθέτει αποδεικτικά στοιχεία ότι πιστωτής έτυχε προνομιακής μεταχείρισης τότε, μπορεί να προσφύγει στο Δικαστήριο για την έκδοση Δικαστικής απόφασης για την άρση της προνομιακής μεταχείρισης .

Εκκαθάριση: Υπάρχουν ορισμένες διατάξεις που ισχύουν για τις διαδικασίες, εκκαθάρισης, οι οποίες επιτρέπουν στον Εκκαθαριστή να προσφύγει στο δικαστήριο και να διεκδικήσει την ανάκτηση περιουσίας υπέρ των πιστωτών. Οι κυριότερες διατάξεις είναι οι ακόλουθες:

Α. Δόλια Μεταβίβαση:

Σε περίπτωση που ο διαχειριστής ή ο εκκαθαριστής διαθέτει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας ή των φυσικών προσώπων, μεταβιβάστηκαν χωρίς αντάλλαγμα ή σε τιμή αισθητά χαμηλότερη από την πραγματική τους αξία, μπορεί να προσφύγει στο δικαστήριο προκειμένου να εκδοθεί διάταγμα για ακύρωση της δόλιας μεταβίβασης ή πράξης.

Για να ισχύει η εν λόγω διάταξη η μεταβίβαση πρέπει να έχει πραγματοποιηθεί: α) εντός τριών (3) ετών πριν από τη ημερομηνία πτώχευσης και στην περίπτωση που η μεταβίβαση δεν έχει γίνει καλή τη πίστη και έναντι αξιόλογης αντιπαροχής. β) 10 χρόνια πριν από την ημερομηνία πτώχευσης, όταν το φυσικό πρόσωπο δεν ήταν ικανό την περίοδο της μεταβίβασης να πληρώσει όλα τα χρέη του χωρίς τη συνδρομή αυτής της περιουσίας. Σε εταιρεία υπό εκκαθάριση η περίοδος για να θεωρηθεί μία πράξη ως δόλια πρέπει να έγινε μέσα σε έξι μήνες πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης της, η οποία είναι η ημερομηνία καταχώρισης της αίτησης για εκκαθάριση.

Β. Δόλια Προτίμηση:

Σε περίπτωση που ο διαχειριστής ή ο εκκαθαριστής διαθέτει αποδεικτικά στοιχεία ότι πιστωτής έτυχε προνομιακής μεταχείρισης τότε, μπορεί να προσφύγει στο Δικαστήριο για την έκδοση Δικαστικής απόφασης για την άρση της προνομιακής μεταχείρισης .

Τελευταία επικαιροποίηση: 19/02/2024

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Αφερεγγυότητα/πτώχευση - Λεττονία

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Ο νόμος για την αφερεγγυότητα που ορίζει τις διαδικασίες αφερεγγυότητας στη Λετονία εφαρμόζεται σε νομικά και φυσικά πρόσωπα που μπορούν να υπαχθούν στις διαδικασίες αφερεγγυότητας που προβλέπονται στον εν λόγω νόμο.

Ο νόμος για την αφερεγγυότητα προβλέπει τρία είδη διαδικασιών αφερεγγυότητας: διαδικασία νομικής προστασίας (διαδικασία εξυγίανσης), διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου και διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου.

Επισημαίνεται ότι ο νόμος για την αφερεγγυότητα δεν εφαρμόζεται σε διαδικασίες αφερεγγυότητας πιστωτικών ιδρυμάτων που διέπονται από τον νόμο για τα πιστωτικά ιδρύματα.

Η διαδικασία νομικής προστασίας [συμπεριλαμβανομένης της εξωδικαστικής διαδικασίας νομικής προστασίας (διαδικασία pre-pack)] είναι διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους που μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σε νομικά πρόσωπα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας νομικής προστασίας δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένους φορείς της χρηματοπιστωτικής αγοράς και της κεφαλαιαγοράς, όπως ασφαλιστικές εταιρείες, εταιρείες μεσιτείας ασφαλίσεων και επενδύσεων, ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία κ.λπ.

Η διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου είναι μια διαδικασία για την εκκαθάριση οφειλέτη (νομικού προσώπου) και εφαρμόζεται σε νομικά πρόσωπα, προσωπικές εταιρείες και ατομικές επιχειρήσεις. Οι προσωπικές εταιρείες δεν έχουν το καθεστώς νομικού προσώπου, αλλά μπορούν να αποκτούν δικαιώματα και να αναλαμβάνουν υποχρεώσεις. Φυσικό πρόσωπο με το καθεστώς ατομικής επιχείρησης μπορεί να προβαίνει σε εμπορικές συναλλαγές (χρησιμοποιώντας το όνομα της ατομικής επιχείρησης) και σε άλλες οικονομικές συναλλαγές ως φυσικό πρόσωπο. Επί του παρόντος, πρόσωπο με την ιδιότητα ατομικής επιχείρησης υπόκειται πρώτα σε διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου, μετά την οποία το φυσικό πρόσωπο μπορεί να υποβάλει αίτηση για διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου για τυχόν εναπομένουσες υποχρεώσεις. Η λύση για τις ατομικές επιχειρήσεις ισχύει επίσης για τις γεωργικές και τις αλιευτικές επιχειρήσεις.

Η διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου εφαρμόζεται σε φυσικά πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών φορέων και των καταναλωτών, και αποσκοπεί στην απαλλαγή των οφειλετών από το χρέος τους και στην αποκατάσταση της φερεγγυότητάς τους. Κάθε φυσικό πρόσωπο που ήταν φορολογούμενος στη Λετονία κατά τους τελευταίους έξι μήνες μπορεί να υπαχθεί σε διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου.

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

Διαδικασία νομικής προστασίας

Σύμφωνα με τον νόμο για την αφερεγγυότητα, αίτηση για διαδικασία νομικής προστασίας μπορεί να κατατεθεί από τον οφειλέτη μόνο όταν έχουν ανακύψει ή αναμένεται να ανακύψουν οικονομικές δυσκολίες. Ο νόμος για την αφερεγγυότητα δεν ορίζει συγκεκριμένους δείκτες, η ύπαρξη των οποίων θα παρείχε στον οφειλέτη το δικαίωμα να υποβάλει αίτηση για διαδικασία νομικής προστασίας. Όταν ανακύπτουν οικονομικές δυσκολίες, ο οφειλέτης πρέπει να αξιολογεί αν το επίπεδο των οικονομικών δυσκολιών καθιστά δυνατή την επίτευξη εξωδικαστικής συμφωνίας με τους πιστωτές ή αν πρέπει να υποβάλει αίτηση για διαδικασία νομικής προστασίας για την αναδιάρθρωση των υποχρεώσεών του υπό δικαστική προστασία.

Η αίτηση για διαδικασία νομικής προστασίας υπόκειται στην καταβολή κρατικού τέλους ύψους 145 ευρώ.

Διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου

Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στον νόμο για την αφερεγγυότητα, τόσο ο οφειλέτης όσο και οι πιστωτές του οφειλέτη (συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων του οφειλέτη) μπορούν να ζητήσουν την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου. Ομοίως, αίτηση για διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου μπορεί να υποβληθεί από το πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 37 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2015/848 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

Ο νόμος για την αφερεγγυότητα ορίζει τις περιπτώσεις στις οποίες ο οφειλέτης υποχρεούται να υποβάλει αμέσως αίτηση για διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου. Η μη υποβολή αίτησης για διαδικασία αφερεγγυότητας συνεπάγεται διοικητική ευθύνη για τον οφειλέτη. Ο οφειλέτης υποχρεούται να υποβάλει αίτηση για διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου στις ακόλουθες περιπτώσεις:

  • ο οφειλέτης δεν έχει εξοφλήσει οφειλή της οποίας η ημερομηνία εξόφλησης έχει παρέλθει πριν από δύο και πλέον μήνες, και δεν έχει καταλήξει σε συμφωνία παράτασης της οφειλής με τους πιστωτές, ή δεν έχει κινηθεί διαδικασία νομικής προστασίας (είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η κίνηση διαδικασίας νομικής προστασίας δεν αποτελεί προϋπόθεση για την υποβολή αίτησης για διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου· η διάταξη απαλλάσσει τον οφειλέτη από τη διοικητική ευθύνη μόνο εάν έχει προσπαθήσει να επιλύσει τις οικονομικές του δυσκολίες όταν προέκυψαν αλλά έχει καταστεί αφερέγγυος)·
  • σύμφωνα με την αρχική οικονομική έκθεση στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης, ο οφειλέτης δεν διαθέτει επαρκή περιουσιακά στοιχεία για να ικανοποιήσει όλες τις δικαιωμένες απαιτήσεις των πιστωτών ή η κατάσταση αυτή ανακαλύπτεται κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης·
  • ο οφειλέτης αδυνατεί πλέον να συμμορφωθεί με το σχέδιο μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας.

Πιστωτής δικαιούται να υποβάλει αίτηση για διαδικασία αφερεγγυότητας εάν:

  • δικαστική απόφαση για την είσπραξη οφειλής από τον οφειλέτη δεν μπορεί να εκτελεστεί με μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης·
  • ο οφειλέτης (εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ή ανώνυμη εταιρεία) δεν έχει εξοφλήσει αρχική οφειλή ύψους 4.268 ευρώ και ο πιστωτής του έχει κοινοποιήσει την πρόθεσή του να υποβάλει αίτηση για διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου·
  • ο οφειλέτης (νομικό πρόσωπο εκτός από εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ή ανώνυμη εταιρεία) δεν έχει εξοφλήσει αρχική οφειλή ύψους 2.134 ευρώ και ο πιστωτής έχει κοινοποιήσει σε αυτόν την πρόθεσή του να υποβάλει αίτηση για διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου·
  • ο οφειλέτης δεν κατέβαλε σε εργαζόμενο το σύνολο του μισθού του, αποζημίωση λόγω εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας ή δεν κατέβαλε τις υποχρεωτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης εντός δύο μηνών από την καθορισμένη ημέρα καταβολής (εκτός εάν η ημέρα καταβολής ορίζεται στη σύμβαση εργασίας, ως ημέρα καταβολής θεωρείται η πρώτη εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα). Στην περίπτωση αυτήν, το ποσό της οφειλόμενης καταβολής δεν έχει σημασία.

Το δικαστήριο κηρύσσει την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου εάν κατά την ημέρα εξέτασης της αίτησης διαπιστώσει ότι ο δείκτης που αναφέρεται στην αίτηση ισχύει.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, κατά την υποβολή αίτησης για διαδικασία αφερεγγυότητας, τόσο ο οφειλέτης όσο και ο πιστωτής πρέπει να καταβάλουν ένα κρατικό τέλος, δηλαδή ένα λειτουργικό τέλος για την εξέταση της αίτησης από δικαστήριο. Το τέλος ανέρχεται σε 70 ευρώ για τον οφειλέτη και σε 355 ευρώ για τον πιστωτή. Ομοίως, πριν από την υποβολή αίτησης για διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου, τόσο ο οφειλέτης όσο και ο πιστωτής πρέπει να καταβάλουν εγγύηση ύψους δύο κατώτατων μηνιαίων μισθών στη Λετονία.

Διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου

Οφειλέτης που είναι φυσικό πρόσωπο μπορεί να υπαχθεί σε διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου εάν συντρέχει οποιοσδήποτε από τους ακόλουθους δείκτες αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου:

  1. το πρόσωπο αδυνατεί να εξοφλήσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του και η συνολική οφειλή υπερβαίνει τα 5.000 ευρώ·
  2. λόγω περιστάσεων που μπορούν να αποδειχθούν, το πρόσωπο αδυνατεί να εξοφλήσει οφειλές που καθίστανται ληξιπρόθεσμες εντός ενός έτους και οι συνολικές οφειλές υπερβαίνουν τα 10.000 ευρώ·
  3. το πρόσωπο αδυνατεί να εξοφλήσει οφειλές, από τις οποίες τουλάχιστον μία βασίζεται σε μη εξοφληθείσες παρεπόμενες υποχρεώσεις ή κοινές υποχρεώσεις του οφειλέτη και του/της συζύγου του ή συγγενούς του οφειλέτη ή συγγενούς με συγγένεια έως τον δεύτερο βαθμό, εάν η συνολική οφειλή υπερβαίνει το ποσό των 5.000 ευρώ.

Αίτηση για διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου μπορεί να υποβληθεί μόνο από τον οφειλέτη· οι πιστωτές δεν έχουν το δικαίωμα να την υποβάλουν.

Η αίτηση για διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου υπόκειται επίσης στην καταβολή κρατικού τέλους ύψους 70 ευρώ και εγγύησης δύο κατώτατων μηνιαίων μισθών.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Διαδικασία νομικής προστασίας

Η πτωχευτική περιουσία στο πλαίσιο της διαδικασίας νομικής προστασίας περιλαμβάνει όλα τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη και ο οφειλέτης διατηρεί όλα τα δικαιώματα διάθεσης της περιουσίας του. Σύμφωνα με τον νόμο για την αφερεγγυότητα, ένας από τους τρόπους στο πλαίσιο της διαδικασίας νομικής προστασίας είναι η εκποίηση κινητής ή ακίνητης περιουσίας ή η σύσταση εμπράγματης ασφάλειας επί αυτών με σκοπό την παράταση της προθεσμίας για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών ή την εξόφληση των απαιτήσεων των πιστωτών. Η σκοπιμότητα και η διαδικασία υλοποίησης του τρόπου αυτού πρέπει να καθορίζονται στο σχέδιο μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας.

Διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου

Μόλις κηρυχθεί η διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου, ο οφειλέτης χάνει το δικαίωμα να διαθέτει τα περιουσιακά του στοιχεία, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν σε τρίτους που ελέγχονται ή ανήκουν σε αυτόν, και τα δικαιώματα αυτά μεταβιβάζονται στον διαχειριστή.

Σύμφωνα με τον νόμο για την αφερεγγυότητα, η πτωχευτική περιουσία αποτελείται από τα ακόλουθα:

  1. τα ακίνητα και τα κινητά περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένων των χρημάτων·
  2. χρήματα που εισπράττονται από τη διάθεση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη·
  3. περιουσιακά στοιχεία που ανακτώνται κατά τη διάρκεια διαδικασίας αφερεγγυότητας (π.χ. ποσά που ανακτήθηκαν βάσει απαιτήσεων έναντι τρίτων, καθώς και ποσά που εισπράχθηκαν από μέλη διοικητικών οργάνων του νομικού προσώπου βάσει της ευθύνης τους για ζημίες που προκλήθηκαν)·
  4. έσοδα από τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη που εισπράττονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου·
  5. άλλα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται νόμιμα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου.

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου, πωλούνται όλα τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη και τα έσοδα χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των δαπανών της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου και για την εξόφληση των απαιτήσεων των πιστωτών. Ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας (διαχειριστής) είναι υπεύθυνος για την πώληση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη σύμφωνα με το σχέδιο πώλησης περιουσιακών στοιχείων. Ο διαχειριστής πρέπει να διασφαλίζει ότι τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη πωλούνται στην υψηλότερη δυνατή τιμή, προκειμένου να ικανοποιηθούν όσο το δυνατόν περισσότερο οι απαιτήσεις των πιστωτών.

Διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου

Μόλις κηρυχθεί η διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου, ο οφειλέτης χάνει το δικαίωμα να διαθέτει τα περιουσιακά του στοιχεία, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν σε τρίτους που ελέγχονται ή ανήκουν σε αυτόν (εξαιρούνται τα περιουσιακά στοιχεία που δεν υπάγονται σε αναγκαστική εκτέλεση), και τα δικαιώματα αυτά μεταβιβάζονται στον διαχειριστή. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου, πωλούνται όλα τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη και τα έσοδα χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των άμεσων δαπανών της διαδικασίας αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου και για την εξόφληση των απαιτήσεων των πιστωτών.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

Διαδικασία νομικής προστασίας

Ο οφειλέτης. Μετά την κήρυξη της εφαρμογής της διαδικασίας νομικής προστασίας, ο οφειλέτης διατηρεί τον έλεγχο της εταιρείας του και διαχειρίζεται τα δικά του περιουσιακά στοιχεία και περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του ή στην κατοχή του, σύμφωνα με το σχέδιο μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας που έχει συμφωνηθεί από τους πιστωτές και εγκριθεί από το δικαστήριο. Ταυτόχρονα, ισχύουν ορισμένες υποχρεώσεις και περιορισμοί για τον οφειλέτη, προκειμένου να διασφαλιστεί η νομιμότητα της διαδικασίας νομικής προστασίας και ο έλεγχος της εφαρμογής του σχεδίου μέτρων από τον επόπτη της διαδικασίας νομικής προστασίας (επόπτης) και τους πιστωτές.

Κύρια υποχρέωση του οφειλέτη είναι να συμμορφώνεται με το σχέδιο μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας. Ο οφειλέτης έχει επίσης τις ακόλουθες υποχρεώσεις:

  1. να καλύπτει τα έξοδα της διαδικασίας νομικής προστασίας·
  2. να υποβάλει γραπτές εκθέσεις σχετικά με την εφαρμογή του σχεδίου μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας στον επόπτη τουλάχιστον μία φορά τον μήνα·
  3. κατόπιν αιτήματος του επόπτη, να υποβάλει εγγράφως και χωρίς καθυστέρηση όλες τις πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή του σχεδίου μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας και να του παρέχει τη δυνατότητα να εξετάσει αυτοπροσώπως τις οικονομικές δραστηριότητες και τα έγγραφα του οφειλέτη·
  4. να ενημερώνει αμέσως τον επόπτη για τυχόν περιστάσεις που ενδέχεται να εμποδίσουν τον οφειλέτη να εφαρμόσει το σχέδιο μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας κ.λπ.

Όσον αφορά τους περιορισμούς, πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας νομικής προστασίας ο οφειλέτης απαγορεύεται:

  1. να πραγματοποιεί συναλλαγές ή να ασκεί δραστηριότητες που ενδέχεται να επιδεινώσουν την οικονομική του κατάσταση ή να βλάψουν τα συμφέροντα του συνόλου των πιστωτών·
  2. να εκδίδει δάνεια (πιστώσεις), εκτός εάν η έκδοση δανείων (πιστώσεων) αποτελεί την κύρια δραστηριότητα του οφειλέτη και αυτό αποτυπώνεται στο σχέδιο μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας·
  3. να εκδίδει εγγυήσεις, να κάνει δώρα ή δωρεές, να δίνει πριμοδοτήσεις ή άλλου είδους πρόσθετες υλικές αμοιβές στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή του συμβουλίου του οφειλέτη.

Ο επόπτης. Μόλις ο οφειλέτης καταρτίσει το σχέδιο μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας, ο επόπτης της διαδικασίας νομικής προστασίας παρέχει τη γνώμη του σχετικά με το σχέδιο και αξιολογεί τη συμμόρφωσή του με τον νόμο. Ο επόπτης πρέπει να περιλαμβάνει αξιολόγηση του αν το σχέδιο μπορεί να επιτύχει τον στόχο της διαδικασίας νομικής προστασίας που προβλέπεται από τον νόμο. Η γνώμη του επόπτη της διαδικασίας νομικής προστασίας υποβάλλεται στο δικαστήριο μαζί με το σχέδιο μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας. Μόλις κηρυχθεί η εφαρμογή της διαδικασίας νομικής προστασίας, ο επόπτης της διαδικασίας νομικής προστασίας καθίσταται υπεύθυνος για την εποπτεία της εφαρμογής του σχεδίου μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας, την παροχή πληροφοριών στους πιστωτές και την παρακολούθηση της συμμόρφωσης του οφειλέτη με τους περιορισμούς που προβλέπονται στον νόμο για την αφερεγγυότητα.

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας νομικής προστασίας, ο επόπτης πρέπει να διαχειρίζεται τις διατυπώσεις που σχετίζονται με τη διαδικασία στο ηλεκτρονικό λογιστικό σύστημα αφερεγγυότητας (στο εξής: σύστημα).

Διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου

Ο οφειλέτης. Μόλις κηρυχθεί η διαδικασία αφερεγγυότητας, ο οφειλέτης χάνει όλα τα δικαιώματα των οργάνων διαχείρισης που ορίζονται στους κανονισμούς, στο καταστατικό ή στις συμβάσεις του οφειλέτη και τα δικαιώματα αυτά μεταβιβάζονται στον διαχειριστή. Ο διαχειριστής διορίζει εκπρόσωπο του οφειλέτη ο οποίος πρέπει να συμμετέχει στη διαδικασία αφερεγγυότητας. Κατά κανόνα, ως εκπρόσωπος του οφειλέτη ορίζεται ένα (ή περισσότερα) μέλη του εκτελεστικού οργάνου του οφειλέτη. Αμέσως μετά την ημέρα της κήρυξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου, ο εκπρόσωπος του οφειλέτη οφείλει να μεταβιβάσει στον διαχειριστή όλα τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, τα έγγραφα που σχετίζονται με την οργάνωση, το προσωπικό και τη λογιστική με δήλωση μεταβίβασης και παραλαβής. Ο εκπρόσωπος του οφειλέτη πρέπει να καταρτίσει κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων και των εγγράφων του οφειλέτη που πρόκειται να μεταβιβαστούν και, κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, τα έγγραφα πρέπει να είναι οργανωμένα σύμφωνα με τους κανονισμούς τήρησης αρχείων. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ο εκπρόσωπος του οφειλέτη πρέπει να παρέχει στον διαχειριστή τις πληροφορίες που ζητεί και να συμμετέχει στις συνελεύσεις των πιστωτών.

Ο διαχειριστής. Ο διαχειριστής είναι επιφορτισμένος με όλα τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες των οργάνων διαχείρισης που ορίζονται σε κανονισμούς, στο καταστατικό του οφειλέτη ή σε συμβάσεις.

Ο διαχειριστής μπορεί, μεταξύ άλλων, να λάβει απόφαση σχετικά με τη συνέχιση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του οφειλέτη εν όλω ή εν μέρει, υπό την προϋπόθεση ότι η συνέχιση αυτή δικαιολογείται από οικονομική άποψη· επίσης, είναι υπεύθυνος για την καταβολή των τρεχόντων φόρων και μπορεί να εκκαθαρίσει θυγατρικές του οφειλέτη.

Ο διαχειριστής εκτελεί επίσης δραστηριότητες που σχετίζονται με την εφαρμογή της διαδικασίας αφερεγγυότητας: σύνοψη, εξέταση και λήψη αποφάσεων σχετικά με τις απαιτήσεις των πιστωτών· προσδιορισμός των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και λήψη μέτρων για την ανάκτηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη [συμπεριλαμβανομένης της άσκησης αγωγής αποζημίωσης κατά μελών των οργάνων διαχείρισης νομικού προσώπου και εταίρων (μετόχων) κεφαλαιουχικής εταιρείας για ζημίες που προκλήθηκαν από αυτούς]· πώληση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και εξόφληση των απαιτήσεων των πιστωτών σύμφωνα με τον νόμο για την αφερεγγυότητα· αξιολόγηση των συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν πριν από τη διαδικασία αφερεγγυότητας· άλλες δραστηριότητες που απαιτούνται για τους σκοπούς της διαδικασίας, όπως η υποβολή των εγγράφων του οφειλέτη στο δημόσιο αρχείο.

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου, ο διαχειριστής είναι υπεύθυνος για την τήρηση αρχείων στο σύστημα.

Όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου, ο διαχειριστής εκτελεί όλες τις νόμιμες δραστηριότητες για τη διαγραφή του οφειλέτη από το δημόσιο μητρώο στο οποίο ήταν καταχωρισμένος, π.χ. διαγραφή οφειλέτη (εμπορικού φορέα) από το εμπορικό μητρώο.

Διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου

Ο οφειλέτης. Μόλις κηρυχθεί η διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου, ο οφειλέτης χάνει το δικαίωμα να διαθέτει τα περιουσιακά του στοιχεία, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν σε τρίτους που ελέγχονται ή ανήκουν σε αυτόν (εξαιρούνται τα περιουσιακά στοιχεία που δεν υπάγονται σε αναγκαστική εκτέλεση), και τα δικαιώματα αυτά μεταβιβάζονται στον διαχειριστή. Μετά την κήρυξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου, απαγορεύεται στον οφειλέτη να ασκεί δραστηριότητες που ενδέχεται να προκαλέσουν ζημίες στους πιστωτές. Ο οφειλέτης πρέπει να παρέχει στον διαχειριστή όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τη διαδικασία αφερεγγυότητας.

Όλα τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στον οφειλέτη πωλούνται κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας και τα έσοδα από τις πωλήσεις χρησιμοποιούνται για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών σύμφωνα με τον νόμο για την αφερεγγυότητα.

Κατά τη διαδικασία εξόφλησης υποχρεώσεων, ο οφειλέτης πρέπει να κερδίζει εισόδημα στον βαθμό των δυνατοτήτων του και να μεταβιβάζει μέρος του τακτικού εισοδήματός του για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών σύμφωνα με το σχέδιο εξόφλησης υποχρεώσεων.

Ο διαχειριστής.

Εάν ο οφειλέτης διαθέτει χρήματα ή περιουσιακά στοιχεία που αναμένεται να πωληθούν κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, ο διαχειριστής ανοίγει λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα στο όνομά του για τους σκοπούς της εν λόγω διαδικασίας αφερεγγυότητας. Όπως και στη διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου, ο διαχειριστής είναι υπεύθυνος για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για τους σκοπούς της διαδικασίας αφερεγγυότητας: σύνοψη, εξέταση και λήψη αποφάσεων σχετικά με τις απαιτήσεις των πιστωτών· προσδιορισμός των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και λήψη μέτρων όσον αφορά την ανάκτηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη (συμπεριλαμβανομένης της άσκησης αγωγής για την κήρυξη ακυρότητας συναλλαγών τις οποίες πραγματοποίησε ο οφειλέτης σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι ο οφειλέτης είχε ενεργήσει κακόπιστα)· πώληση της περιουσίας του οφειλέτη και ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών σύμφωνα με τον νόμο για την αφερεγγυότητα.

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Διαδικασία νομικής προστασίας

Ο συμψηφισμός επιτρέπεται στη διαδικασία νομικής προστασίας εάν η απαίτηση του οφειλέτη κατά του πιστωτή γεννήθηκε τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από την απόφαση του δικαστηρίου να κινήσει διαδικασία νομικής προστασίας.

Διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου

Ο συμψηφισμός επιτρέπεται στη διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου, εάν οι αμοιβαίες απαιτήσεις του οφειλέτη και του πιστωτή γεννήθηκαν τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την κήρυξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου.

Διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου

Δεν υπάρχουν ειδικοί κανόνες για τον συμψηφισμό στη διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου και, ως εκ τούτου, σύμφωνα με τον νόμο για την αφερεγγυότητα, στην περίπτωση αυτήν εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου, δηλαδή ο συμψηφισμός επιτρέπεται εάν οι αμοιβαίες απαιτήσεις του οφειλέτη και του πιστωτή γεννήθηκαν τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την κήρυξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Διαδικασία νομικής προστασίας

Δεδομένου ότι ο οφειλέτης διατηρεί τον έλεγχο της εταιρείας του, δηλαδή διαχειρίζεται τα δικά του περιουσιακά στοιχεία και τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχει ή ελέγχει, μετά την κίνηση της διαδικασίας νομικής προστασίας, μπορεί να συνεχίσει τις συμβάσεις που είχαν συναφθεί πριν από την κίνηση της διαδικασίας νομικής προστασίας. Οι πιστωτές παρέχουν τη γνώμη τους σχετικά με τη χρησιμότητα της συνέχισης των συμβάσεων κατά την εξέταση του σχεδίου μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας από τον επόπτη της διαδικασίας νομικής προστασίας κατά την κατάρτιση της έκθεσής του και από το δικαστήριο κατά την έγκριση του σχεδίου μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας. Οι δαπάνες που προκύπτουν από τις συμβάσεις αυτές πρέπει να εγκρίνονται στο σχέδιο μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας.

Διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου

Εάν σύμβαση που έχει συναφθεί από τον οφειλέτη δεν έχει εκτελεστεί ή έχει εκτελεστεί εν μέρει κατά την ημέρα κήρυξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου, ο διαχειριστής μπορεί να ζητήσει από τον αντισυμβαλλόμενο να εκτελέσει τη σύμβαση ή να υπαναχωρήσει μονομερώς από τη σύμβαση. Ο διαχειριστής μπορεί να εκτελέσει μια σύμβαση εάν δεν έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.

Εάν ο διαχειριστής υπαναχωρήσει μονομερώς από μια σύμβαση, ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να διεκδικήσει την απαίτησή του ως πιστωτής.

Η συνέχιση της εκτέλεσης συμβάσεων που δεν έχουν καταγγελθεί στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τον νόμο και η εκτέλεση συμβάσεων με τρίτους που υπογράφονται από τον διαχειριστή για λογαριασμό του οφειλέτη κατά τη διάρκεια διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου χρηματοδοτείται από τα κεφάλαια του οφειλέτη.

Εάν ο οφειλέτης είναι ασφαλιστική εταιρεία, ο διαχειριστής, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα των ληπτών της ασφάλισης, αξιολογεί την ανάγκη μεταβίβασης, καταγγελίας ή συνέχισης των υφιστάμενων ασφαλιστικών συμβάσεων και λαμβάνει όλα τα αναγκαία νομικά μέτρα για τη μεταβίβαση, την καταγγελία ή τη συνέχιση των υφιστάμενων ασφαλιστικών συμβάσεων.

Εκχώρηση του οφειλέτη σε εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο (επίσης σε πληρεξούσιο και εμπορικό αντιπρόσωπο) όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη που υπόκεινται στις απαιτήσεις των πιστωτών καθίσταται άκυρη από την ημέρα της κήρυξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου.

Μετά την κήρυξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας του οφειλέτη, ο διαχειριστής μπορεί να καταγγείλει σύμβαση εργασίας με εργαζόμενο του οφειλέτη.

Διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου

Ο νόμος για την αφερεγγυότητα δεν προβλέπει ειδικές διατάξεις για την εξέταση ή την καταγγελία συμβάσεων που έχουν υπογραφεί από τον οφειλέτη και, ως εκ τούτου, σύμφωνα με τον νόμο για την αφερεγγυότητα, στην περίπτωση αυτήν εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου, δηλαδή ο σύνδικος έχει το δικαίωμα να εξετάζει τις συμβάσεις που υπέγραψε ο οφειλέτης πριν από την κήρυξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου και να υπαναχωρεί από αυτές. Η πρακτική αυτή κατοχυρώνεται επίσης στη νομολογία. Μετά την κήρυξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ο διαχειριστής καθίσταται υπεύθυνος για τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων του προσώπου, με σκοπό την επίλυση των ζητημάτων που αφορούν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων και την εξόφληση των απαιτήσεων των πιστωτών. Αυτό σημαίνει επίσης ότι ο αφερέγγυος οφειλέτης χάνει το δικαίωμα να ενεργεί ως διάδικος σε υποθέσεις περιουσιακών απαιτήσεων και στο δικαίωμα αυτό υπεισέρχεται ο διαχειριστής ως νόμιμος εκπρόσωπος του οφειλέτη.

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

Ανεξάρτητα από τη διαδικασία αφερεγγυότητας, ο νόμος για την αφερεγγυότητα θεσπίζει την αρχή της απαγόρευσης της αυθαιρεσίας, δηλαδή οι μεμονωμένες δραστηριότητες του πιστωτή και του οφειλέτη δεν πρέπει να βλάπτουν τα συμφέροντα του γενικού συνόλου των πιστωτών.

Διαδικασία νομικής προστασίας

Εξουσιοδοτημένος δικαστικός επιμελητής αναστέλλει τη διαδικασία εκτέλεσης δικαστικής απόφασης εάν κινηθεί διαδικασία νομικής προστασίας σε σχέση με τον οφειλέτη ή ληφθεί απόφαση για την κίνηση διαδικασίας νομικής προστασίας σε περίπτωση εξωδικαστικής διαδικασίας νομικής προστασίας. Εάν, κατά τον χρόνο κίνησης της διαδικασίας, έχουν ήδη εισπραχθεί ποσά ως αποτέλεσμα πράξεων εκτέλεσης, ο εξουσιοδοτημένος δικαστικός επιμελητής παρακρατεί τα έξοδα της εκτέλεσης και ικανοποιεί την απαίτηση του επισπεύδοντος. Οι διαδικασίες εκτέλεσης δικαστικής απόφασης αναστέλλονται καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας νομικής προστασίας έως την ολοκλήρωσή της, εκτός εάν τα βεβαρημένα με εμπράγματη ασφάλεια περιουσιακά στοιχεία δεν είναι αναγκαία για την εφαρμογή της διαδικασίας νομικής προστασίας και, ως εκ τούτου, δεν περιλαμβάνονται στο σχέδιο μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας, ή το δικαστήριο επιτρέψει σε εξασφαλισμένο πιστωτή να πωλήσει τα βεβαρημένα με εμπράγματη ασφάλεια περιουσιακά στοιχεία.

Διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου

Εάν οι διαδικασίες εκτέλεσης δικαστικής απόφασης κινηθούν πριν από την κήρυξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου, πρέπει να περατωθούν σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στον κώδικα πολιτικής δικονομίας. Συγκεκριμένα, ο εξουσιοδοτημένος δικαστικός επιμελητής ολοκληρώνει την εκκρεμή πώληση περιουσιακών στοιχείων εάν έχει ήδη ανακοινωθεί ή εάν τα περιουσιακά στοιχεία έχουν μεταβιβαστεί προς πώληση σε εταιρεία εμπορίας. Ο διαχειριστής μπορεί να ζητήσει την ακύρωση των ανακοινωθέντων πλειστηριασμών, ώστε τα περιουσιακά στοιχεία να μπορέσουν να πωληθούν στο πλαίσιο συλλογής αντικειμένων. Ο εξουσιοδοτημένος δικαστικός επιμελητής παρακρατεί τα έξοδα εκτέλεσης δικαστικής απόφασης από το εισπραχθέν ποσό και μεταβιβάζει το υπόλοιπο ποσό στον διαχειριστή για την εξόφληση των απαιτήσεων των πιστωτών σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στον νόμο για την αφερεγγυότητα, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα του εξασφαλισμένου πιστωτή. Ο εξουσιοδοτημένος δικαστικός επιμελητής ενημερώνει τον κάτοχο των περιουσιακών στοιχείων για την υποχρέωσή του να μεταβιβάσει στον διαχειριστή τα περιουσιακά στοιχεία των οποίων οι πωλήσεις δεν έχουν αρχίσει.

Διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου

Μόλις κηρυχθεί η διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου, απαγορεύεται στον πιστωτή η άσκηση οποιασδήποτε μεμονωμένης δραστηριότητας που μπορεί να προκαλέσει ζημία στους άλλους πιστωτές. Τα περιουσιακά δικαιώματα του πιστωτή ή τρίτου που προκύπτουν από τις εν λόγω δραστηριότητες θεωρούνται ανίσχυρα.

Ο εξουσιοδοτημένος δικαστικός επιμελητής αναστέλλει τη διαδικασία εκτέλεσης δικαστικής απόφασης εάν έχει κηρυχθεί διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου σε σχέση με τον οφειλέτη. Ο εξουσιοδοτημένος δικαστικός επιμελητής μπορεί να ολοκληρώσει την εκκρεμή πώληση περιουσιακών στοιχείων μόνο εάν η πώληση έχει ήδη ανακοινωθεί ή εάν το περιουσιακό στοιχείο έχει μεταβιβαστεί προς πώληση σε εταιρεία εμπορίας, εκτός εάν το σχέδιο πώλησης περιουσιακών στοιχείων του φυσικού προσώπου προβλέπει αναβολή της πώλησης κατοικίας σύμφωνα με το άρθρο 148 του νόμου για την αφερεγγυότητα. Ο εξουσιοδοτημένος δικαστικός επιμελητής παρακρατεί τα έξοδα εκτέλεσης δικαστικής απόφασης από το εισπραχθέν ποσό και μεταβιβάζει το υπόλοιπο ποσό στον διαχειριστή για την εξόφληση των απαιτήσεων των πιστωτών σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στον νόμο για την αφερεγγυότητα, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα του εξασφαλισμένου πιστωτή.

Ταυτόχρονα, οι διαδικασίες εκτέλεσης για απαιτήσεις των οποίων η εξόφληση δεν σχετίζεται με την είσπραξη περιουσιακών στοιχείων ή χρημάτων του οφειλέτη δεν αναστέλλονται.

Εάν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου περατωθούν χωρίς να διαγραφούν οι υποχρεώσεις, οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης για το υπόλοιπο ποσό συνεχίζονται.

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

Διαδικασία νομικής προστασίας

Σύμφωνα με τον νόμο για την αφερεγγυότητα, η έναρξη διαδικασίας νομικής προστασίας δεν επηρεάζει τις δίκες στις οποίες ο οφειλέτης είναι ένας από τους διαδίκους.

Πρέπει να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με τις διαδικασίες αφερεγγυότητας, οι διαδικασίες νομικής προστασίας δεν περιλαμβάνουν διαδικασία αποδοχής των απαιτήσεων. Ωστόσο, η νομολογία αναγνωρίζει ότι ο οφειλέτης, αποφαινόμενος μονομερώς για την επιλεξιμότητα μιας απαιτήσεως, θα μπορούσε να αποκλείσει αδικαιολόγητα τον δανειστή από τον κατάλογο των προσώπων των οποίων η έγκριση απαιτείται για το σχέδιο μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας. Ταυτόχρονα, αγωγή πιστωτή για είσπραξη οφειλής που ασκείται ενώπιον δικαστηρίου δεν παρέχει νομικούς λόγους για να αγνοηθούν τα συμφέροντα του πιστωτή στο πλαίσιο της διαδικασίας νομικής προστασίας. Ως εκ τούτου, η νομολογία αναγνωρίζει επίσης ότι, εάν οι υποχρεώσεις του οφειλέτη αντικατοπτρίζονται στους λογαριασμούς του οφειλέτη και ο επόπτης της διαδικασίας νομικής προστασίας δεν έχει διαπιστώσει ότι είναι μη αληθινή εκ πρώτης όψεως, η απαίτηση πρέπει να περιλαμβάνεται στο σχέδιο μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας ως απαίτηση των πιστωτών, ακόμα και αν ο οφειλέτης και ο δανειστής εμπλέκονται σε δίκη.

Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι εάν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι το σχέδιο μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας περιλαμβάνει υποχρεώσεις που αποτελούν αντικείμενο διαφοράς σχετικά με τα δικαιώματα, και το ύψος των υποχρεώσεων επηρεάζει σημαντικά τη διαδικασία έγκρισης του σχεδίου μέτρων, το δικαστήριο δεν προβαίνει σε περαιτέρω ενέργειες σχετικά με την αίτηση για διαδικασία νομικής προστασίας.

Διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου

Δικαστική απόφαση που κηρύσσει διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου αποτελεί λόγο αναστολής δικών που αφορούν περιουσιακά στοιχεία κατά του οφειλέτη. Μετά την κήρυξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου, οι πιστωτές μπορούν να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους στον διαχειριστή σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στον νόμο για την αφερεγγυότητα.

Ομοίως, η απόφαση του δικαστηρίου με την οποία κηρύσσεται η διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου αποτελεί λόγο ανάκλησης της εξασφάλισης για απαιτήσεις σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στον νόμο για την αφερεγγυότητα.

Διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου

Δικαστική απόφαση που κηρύσσει διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου αποτελεί λόγο αναστολής δίκης κατά του οφειλέτη και ανάκλησης της εξασφάλισης για απαιτήσεις σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στον κώδικα πολιτικής δικονομίας. Μετά την κήρυξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου, οι πιστωτές μπορούν να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους στον διαχειριστή σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στον νόμο για την αφερεγγυότητα.

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

Για την επίτευξη του στόχου της διαδικασίας αφερεγγυότητας, είναι σημαντικό οι πιστωτές να συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία. Ο νόμος για την αφερεγγυότητα κατοχυρώνει την αρχή της ισότητας των πιστωτών: οι πιστωτές έχουν ίσες ευκαιρίες συμμετοχής στη διαδικασία και οι απαιτήσεις τους ικανοποιούνται σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που δημιουργήθηκαν μεταξύ αυτών και του οφειλέτη πριν από την έναρξη της διαδικασίας.

Διαδικασία νομικής προστασίας

Ο οφειλέτης διαβιβάζει το σχέδιο μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας σε όλους τους πιστωτές, καλώντας τους να συναινέσουν στο σχέδιο και τάσσοντας προθεσμία για την έγκρισή του. Ο πιστωτής δικαιούται να υποβάλει στον οφειλέτη γραπτές ενστάσεις κατά του σχεδίου μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας εντός πέντε ημερών από την παραλαβή του σχεδίου. Εάν ο οφειλέτης θεωρήσει ότι οι ενστάσεις είναι δικαιολογημένες, τροποποιεί ανάλογα το σχέδιο μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας. Η προθεσμία για την εφαρμογή της διαδικασίας νομικής προστασίας μπορεί να παραταθεί, με την επιφύλαξη της συναίνεσης της πλειονότητας των πιστωτών. Οι πιστωτές έχουν το δικαίωμα να ζητούν και να λαμβάνουν από τον επόπτη πληροφορίες σχετικά με την πρόοδο της διαδικασίας νομικής προστασίας και την εφαρμογή του σχεδίου, καθώς και να υποβάλλουν καταγγελίες. Ομοίως, ο δανειστής μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να περατώσει τη διαδικασία νομικής προστασίας εάν ο οφειλέτης δεν συμμορφώνεται με το σχέδιο που εγκρίθηκε από το δικαστήριο.

Διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου

Ένας πιστωτής μπορεί επίσης να κινήσει διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου υποβάλλοντας αίτηση στο δικαστήριο. Ομοίως, οι πιστωτές δικαιούνται να αναγγείλουν απαιτήσεις πιστωτών σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στον νόμο για την αφερεγγυότητα. Ο διαχειριστής επαληθεύει αν οι απαιτήσεις των πιστωτών είναι δικαιολογημένες και πληρούν τις νομοθετικές απαιτήσεις και λαμβάνει απόφαση αποδοχής, απόρριψης ή μερικής αποδοχής της απαίτησης. Ο πιστωτής μπορεί να ασκήσει προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου κατά της απόφασης του διαχειριστή εντός ενός μήνα από την παραλαβή της απόφασης ή να υποβάλει αίτηση σε δικαστήριο για τη διαφορά σχετικά με τα δικαιώματα που πρέπει να εξεταστούν, εντός ενός μήνα από την παραλαβή της απόφασης του διαχειριστή. Ο πιστωτής έχει το δικαίωμα να επιθεωρεί το μητρώο των απαιτήσεων των πιστωτών. Από την όγδοη ημέρα μετά τη λήξη της προθεσμίας για την αναγγελία των απαιτήσεων των πιστωτών, κάθε πιστωτής δικαιούται να επιθεωρήσει τις απαιτήσεις που αναγγέλθηκαν από όλους τους πιστωτές και τα αποδεικτικά στοιχεία τους. Ο διαχειριστής ενημερώνει τους πιστωτές σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος για την αφερεγγυότητα. Εάν οι πιστωτές έχουν ενστάσεις όσον αφορά τις εν λόγω πληροφορίες, πρέπει να τις γνωστοποιήσουν στον διαχειριστή. Εάν οι ενστάσεις δεν ληφθούν υπόψη, ο διαχειριστής πρέπει να παράσχει αιτιολογημένη απάντηση στον πιστωτή. Εάν οι πιστωτές διαφωνούν με την ανακοινωθείσα απόφαση του διαχειριστή, έχουν το δικαίωμα να προσβάλουν τις ενέργειες του διαχειριστή, να ασκήσουν αγωγή αποζημίωσης σε δικαστήριο για ζημία που προκλήθηκε από τον διαχειριστή ή να προτείνουν την σύγκληση συνέλευσης των πιστωτών. Η συνέλευση των πιστωτών αποφασίζει σχετικά με την αμοιβή του διαχειριστή, προτείνει την παύση του, εγκρίνει δαπάνες στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας ως δικαιολογημένες, τον τρόπο πώλησης της περιουσίας του οφειλέτη ή την παράταση της προθεσμίας πώλησης, καθώς και τις περαιτέρω ενέργειες σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία που εξαιρούνται από το σχέδιο πώλησης περιουσιακών στοιχείων. Ομοίως, οι πιστωτές που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 25 % του αποδεκτού ποσού των κύριων απαιτήσεων στην ομάδα των εξασφαλισμένων ή μη εξασφαλισμένων πιστωτών μπορούν να ζητήσουν τη διενέργεια ελέγχου του έργου του διαχειριστή στο πλαίσιο της αντίστοιχης διαδικασίας αφερεγγυότητας από εξωτερικό ορκωτό ελεγκτή ή εταιρεία ορκωτών ελεγκτών.

Διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου

Οι πιστωτές δικαιούνται να αναγγείλουν απαιτήσεις σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στον νόμο για την αφερεγγυότητα. Κάθε πιστωτής μπορεί να συγκαλέσει συνέλευση των πιστωτών. Εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία καταχωρίστηκε στο μητρώο αφερεγγυότητας η κήρυξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας του οφειλέτη, οι πιστωτές μπορούν να υποβάλουν στον διαχειριστή αίτηση για την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου, εάν οι πιστωτές έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες που αναφέρονται στον νόμο για την αφερεγγυότητα, σε πληροφορίες σχετικά με περιορισμούς στην εφαρμογή της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή της διαδικασίας εξόφλησης υποχρεώσεων. Οι πιστωτές έχουν επίσης το δικαίωμα να υποβάλουν τις ενστάσεις και τις προτάσεις τους σχετικά με το σχέδιο εξόφλησης υποχρεώσεων που έχει καταρτίσει ο οφειλέτης.

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

Διαδικασία νομικής προστασίας

Ο οφειλέτης διατηρεί τον έλεγχο της εταιρείας του και διαθέτει ο ίδιος την περιουσία του.

Διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου

Μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου, το διοικητικό συμβούλιο χάνει τις εξουσίες του και τα περιουσιακά στοιχεία, και τα κεφάλαια του οφειλέτη στους τραπεζικούς λογαριασμούς του τελούν υπό τη διαχείριση του διορισμένου διαχειριστή και διατίθενται από αυτόν. Ο διαχειριστής αποκτά το δικαίωμα τόσο να διαχωρίσει τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη όσο και να ανακτήσει περιουσιακά στοιχεία που τέθηκαν υπό διαχείριση, περιλαμβάνοντας τα στο σχέδιο πώλησης περιουσιακών στοιχείων, κατά περίπτωση. Ομοίως, μετά την κήρυξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου, ο διαχειριστής αποφασίζει σχετικά με την παύση ή τη συνέχιση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του οφειλέτη εν όλω ή εν μέρει.

Εντός δύο μηνών από την κήρυξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου, ο διαχειριστής οφείλει να καταρτίσει σχέδιο πώλησης περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή έκθεση που βεβαιώνει την απουσία περιουσιακών στοιχείων. Τα περιουσιακά στοιχεία μπορούν να πωληθούν τόσο σε πλειστηριασμό όσο και σε ελεύθερη τιμή που καθορίζεται από τους πιστωτές κατόπιν πρότασης του διαχειριστή. Τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη πωλούνται στην υψηλότερη δυνατή τιμή, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις των πιστωτών. Τα έσοδα από την πώληση των περιουσιακών στοιχείων χρησιμοποιούνται για την εξόφληση των απαιτήσεων των πιστωτών.

Εάν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν μπορούν να πωληθούν ή το κόστος της πώλησής τους υπερβαίνει τα αναμενόμενα έσοδα, ο διαχειριστής τα εξαιρεί από το σχέδιο πώλησης περιουσιακών στοιχείων και ενημερώνει αμέσως όλους τους πιστωτές, καλώντας τους να διατηρήσουν τα περιουσιακά στοιχεία στην αρχική τιμή.

Κατά την κατάρτιση του σχεδίου πώλησης περιουσιακών στοιχείων, ο διαχειριστής εξετάζει τη δυνατότητα πώλησης της εταιρείας του οφειλέτη ή ανεξάρτητου μέρους αυτής. Το κέρδος των πιστωτών από την πώληση της εταιρείας ή ανεξάρτητου μέρους της πρέπει να είναι μεγαλύτερο απ’ ό, τι αν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη πωλούνταν χωριστά.

Διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου

Ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι υπεύθυνος για την πώληση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη σύμφωνα με το σχέδιο πώλησης περιουσιακών στοιχείων. Ο διαχειριστής ξεκινά την πώληση περιουσιακών στοιχείων το νωρίτερο δύο μήνες μετά την κήρυξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου.

Ο οφειλέτης δικαιούται να διατηρήσει το εισόδημα που είναι αναγκαίο για την κάλυψη των έμμεσων εξόδων της διαδικασίας αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου και τα περιουσιακά στοιχεία που είναι απολύτως αναγκαία για την απόκτηση εισοδήματος. Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας προβλέπει επίσης περιουσιακά στοιχεία τα οποία δεν υπόκεινται σε είσπραξη στο πλαίσιο αναγκαστικής εκτέλεσης.

Σύμφωνα με τον νόμο για την αφερεγγυότητα, ο οφειλέτης μπορεί να διατηρήσει κατοικία που είναι υποθηκευμένη σε εξασφαλισμένο πιστωτή βάσει συμφωνίας με τον εν λόγω εξασφαλισμένο πιστωτή.

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Διαδικασία νομικής προστασίας

Μετά την κήρυξη της διαδικασίας νομικής προστασίας, οι εξασφαλισμένοι πιστωτές δεν μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους επί ενυπόθηκου περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη που περιλαμβάνεται στο σχέδιο μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία.

Ο εξασφαλισμένος πιστωτής μπορεί να ζητήσει την πώληση ενυπόθηκου περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη εάν ο περιορισμός που εμποδίζει τον εξασφαλισμένο πιστωτή να πωλήσει το ενυπόθηκο περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη βλάπτει σημαντικά τα συμφέροντα του εν λόγω πιστωτή (συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες υπάρχει κίνδυνος καταστροφής του ενυπόθηκου περιουσιακού στοιχείου ή σημαντικής μείωσης της αξίας του). Η απόφαση να επιτραπεί η πώληση ενυπόθηκου περιουσιακού στοιχείου λαμβάνεται από το δικαστήριο στο οποίο κινήθηκε η σχετική διαδικασία νομικής προστασίας.

Διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου

Ο εξασφαλισμένος πιστωτής μπορεί να ζητήσει την πώληση της περιουσίας του οφειλέτη που χρησιμοποιείται ως εξασφάλιση (ενυπόθηκο περιουσιακό στοιχείο) δύο μήνες μετά την ημερομηνία κήρυξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου.

Τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν σε τρίτους και ελέγχονται ή κατέχονται από τον οφειλέτη δεν περιλαμβάνονται στα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη που μπορούν να υπαχθούν στις απαιτήσεις των πιστωτών. Ο διαχειριστής αποθηκεύει τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν σε τρίτους μέχρι την παράδοσή τους σε αυτούς. Οι τρίτοι πρέπει να καταβάλουν τις δαπάνες για την αποθήκευση των περιουσιακών τους στοιχείων, εάν δεν αναλάβουν τα περιουσιακά στοιχεία τους μετά την πρόσκληση του διαχειριστή. Εάν περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν σε τρίτους έχουν διατεθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αφερεγγυότητας, οι τρίτοι πρέπει να αποζημιωθούν για την αξία των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων από το μέρος που προκάλεσε την πώληση των περιουσιακών στοιχείων. Εάν τα έσοδα από την πώληση του ενυπόθηκου περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη δεν καλύπτουν τις απαιτήσεις των εξασφαλισμένων πιστωτών, οι εν λόγω πιστωτές αποκτούν τα δικαιώματα των μη εξασφαλισμένων πιστωτών για το υπόλοιπο μέρος της απαίτησης με απόφαση του διαχειριστή.

Οι υποχρεώσεις του οφειλέτη που καθίστανται ληξιπρόθεσμες μετά την ημερομηνία κήρυξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου θεωρούνται ότι κατέστησαν ληξιπρόθεσμες κατά την ημερομηνία κήρυξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου. Οι απαιτήσεις που γεννώνται γενικά μετά την κήρυξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου λογίζονται ως έξοδα της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου

Οι υποχρεώσεις του οφειλέτη που καθίστανται ληξιπρόθεσμες μετά την ημερομηνία κήρυξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου θεωρούνται ότι κατέστησαν ληξιπρόθεσμες κατά την ημερομηνία κήρυξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Οι απαιτήσεις που γεννώνται μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου θεωρούνται ως έξοδα της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

Διαδικασία νομικής προστασίας

Ο οφειλέτης είναι υπεύθυνος για τη δήλωση όλων των απαιτήσεων στο σχέδιο μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας, με την επιφύλαξη της έγκρισης των πιστωτών. Το σχέδιο μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας πρέπει να περιλαμβάνει όλους τους πιστωτές. Ο οφειλέτης δεν μπορεί να επιλέξει να συμπεριλάβει συγκεκριμένους πιστωτές στο σχέδιο, ενώ παραλείπει άλλους.

Διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου

Οι απαιτήσεις των πιστωτών κατά του οφειλέτη πρέπει να αναγγελθούν στον διαχειριστή εντός ενός μήνα από την ημερομηνία καταχώρισης στο μητρώο αφερεγγυότητας της διαδικασίας αφερεγγυότητας σε σχέση με τον οφειλέτη. Εάν ο πιστωτής δεν τηρήσει την προθεσμία υποβολής των απαιτήσεων που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου, ο πιστωτής μπορεί να αναγγείλει την απαίτησή του κατά του οφειλέτη εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία καταχωρίστηκε στο μητρώο αφερεγγυότητας η κήρυξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας σε σχέση με τον οφειλέτη, αλλά όχι αργότερα από την ημερομηνία κατάρτισης του σχεδίου εξόφλησης των απαιτήσεων των πιστωτών σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στον σχετικό νόμο. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, η προθεσμία για την παραγραφή λήγει και ο πιστωτής χάνει την ιδιότητα του πιστωτή μαζί με το δικαίωμα διεκδίκησης απαιτήσεων κατά του οφειλέτη.

Ο διαχειριστής επαληθεύει αν οι απαιτήσεις των πιστωτών είναι δικαιολογημένες και πληρούν τις νομοθετικές απαιτήσεις. Εάν η απαίτηση του πιστωτή δεν πληροί τις νομοθετικές απαιτήσεις, ο διαχειριστής ζητεί αμέσως από τον πιστωτή να διορθώσει τις διαπιστωθείσες παρατυπίες εντός 10 ημερών από την αποστολή του αιτήματος του διαχειριστή. Εάν ο πιστωτής διορθώσει εμπρόθεσμα τις παρατυπίες, η απαίτηση του πιστωτή θεωρείται ότι έχει αναγγελθεί εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Εάν ο πιστωτής δεν διορθώσει εμπρόθεσμα τις παρατυπίες, ο διαχειριστής εκδίδει απόφαση με την οποία απορρίπτει την απαίτηση του πιστωτή ή την αποδέχεται εν μέρει εντός 10 ημερών από την προθεσμία που έχει οριστεί για την αντιμετώπιση των παρατυπιών.

Μετά την επαλήθευση των απαιτήσεων των πιστωτών, ο διαχειριστής εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση αποδοχής, απόρριψης ή μερικής αποδοχής της απαίτησης πιστωτή. Απαίτηση που αποτελεί αντικείμενο διαφοράς μεταξύ του οφειλέτη και του πιστωτή απορρίπτεται εν όλω ή εν μέρει από τον διαχειριστή. Ο διαχειριστής μπορεί να απορρίψει ή να αποδεχθεί εν μέρει απαίτηση πιστωτή που έχει βεβαιωθεί με δικαστική απόφαση μόνο εάν υπάρχουν αποδείξεις ότι ο οφειλέτης έχει εξοφλήσει εν μέρει ή πλήρως τις υποχρεώσεις του μετά την έναρξη ισχύος της δικαστικής απόφασης.

Διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου

Οι απαιτήσεις των πιστωτών κατά του οφειλέτη αναγγέλλονται, επαληθεύονται και γίνονται δεκτές σύμφωνα με τη διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου. Εάν ο πιστωτής δεν τηρήσει την προθεσμία αναγγελίας απαιτήσεων, ο πιστωτής μπορεί να αναγγείλει την απαίτησή του κατά του οφειλέτη εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία καταχωρίστηκε στο μητρώο αφερεγγυότητας η κήρυξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας σε σχέση με τον οφειλέτη, και το αργότερο έως την ημερομηνία κατάρτισης του τελικού καταλόγου εξόδων στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στον σχετικό νόμο.

Εάν ο πιστωτής δεν αναγγείλει την απαίτησή του εντός της ανωτέρω προθεσμίας, η προθεσμία για την παραγραφή λήγει και ο πιστωτής χάνει την ιδιότητα του πιστωτή μαζί με το δικαίωμα διεκδίκησης απαιτήσεων κατά του οφειλέτη τόσο κατά τη διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου όσο και αργότερα όταν ο οφειλέτης απαλλαχθεί από τις υποχρεώσεις του. Η προθεσμία παραγραφής δεν ισχύει για τις πληρωμές διατροφής, τις απαιτήσεις που προκύπτουν από απαγορευμένες δραστηριότητες και τις απαιτήσεις που προκύπτουν από κυρώσεις που επιβλήθηκαν στο πλαίσιο διοικητικών διαδικασιών παράβασης και κυρώσεις που προβλέπονται στον ποινικό κώδικα, καθώς και για αποζημίωση για ζημία που έχει προκληθεί.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Διαδικασία νομικής προστασίας

Το σχέδιο μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας μπορεί να περιλαμβάνει πλεονεκτήματα για τα πρόσωπα που διαθέτουν κεφάλαια για την εφαρμογή του σχεδίου, ανάλογα με το ύψος των διατιθέμενων κεφαλαίων.

Το σχέδιο μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας μπορεί να προβλέπει μόνο αναλογική εξόφληση ή μείωση της αρχικής οφειλής, της ποινικής ρήτρας ή των τόκων εντός μιας ομάδας πιστωτών και για κάθε είδος απαίτησης πιστωτή (αρχική οφειλή, ποινική ρήτρα ή τόκοι). Το σχέδιο μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας μπορεί να προβλέπει σημαντικά δυσμενέστερους όρους για έναν πιστωτή σε σύγκριση με άλλους πιστωτές μόνο με τη συναίνεση του σχετικού πιστωτή.

Οι διαδικασίες νομικής προστασίας δεν εφαρμόζονται στους εργαζομένους, εκτός εάν έχουν δώσει τη ρητή συγκατάθεσή τους.

Διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου

Το προϊόν της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου διανέμεται κυρίως με βάση το είδος της απαίτησης (π.χ. εξασφαλισμένη ή μη εξασφαλισμένη απαίτηση). Σε ειδικές περιπτώσεις μπορεί να ληφθεί υπόψη το καθεστώς του πιστωτή (π.χ. φορολογική αρχή).

Τα έσοδα από την πώληση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη που χρησιμοποιήθηκαν ως εξασφάλιση χρησιμοποιούνται για την ικανοποίηση της απαίτησης του εξασφαλισμένου πιστωτή. Τα έξοδα πλειστηριασμού, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων που επιβαρύνονται με εμπράγματη ασφάλεια και της αμοιβής του διαχειριστή, παρακρατούνται κατά προτεραιότητα από το προϊόν της πώλησης των περιουσιακών στοιχείων που επιβαρύνονται με εμπράγματη ασφάλεια, ενώ το υπόλοιπο ποσό χρησιμοποιείται για την εξόφληση της απαίτησης του εξασφαλισμένου πιστωτή. Εάν απομένουν κεφάλαια μετά την κάλυψη των ανωτέρω εξόδων και την ικανοποίηση της απαίτησης, αυτά περιλαμβάνονται στα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη και χρησιμοποιούνται για την ικανοποίηση απαιτήσεων άλλων πιστωτών.

Τα υπόλοιπα κεφάλαια του οφειλέτη χρησιμοποιούνται κυρίως για την πλήρη κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου.

Μετά την κάλυψη των εξόδων, εξοφλείται η απαίτηση της Υπηρεσίας Ελέγχου Αφερεγγυότητας, εάν το ταμείο εγγυήσεων απαιτήσεων εργαζομένων χρησιμοποιήθηκε για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των εργαζομένων του οφειλέτη. Στη συνέχεια, εξοφλούνται οι απαιτήσεις των εργαζομένων και της φορολογικής αρχής.

Μετά την πλήρη εξόφληση των απαιτήσεων των ανωτέρω πιστωτών, τα υπόλοιπα κεφάλαια του οφειλέτη καταμερίζονται για την εξόφληση του κεφαλαίου των απαιτήσεων (μη περιλαμβανομένων των τόκων) των λοιπών μη εξασφαλισμένων πιστωτών. Το μη εξασφαλισμένο μέρος των απαιτήσεων των εξασφαλισμένων πιστωτών και το μη εξοφληθέν μέρος των απαιτήσεων των εξασφαλισμένων πιστωτών εξοφλούνται επίσης σε αυτό το στάδιο.

Εάν τα κεφάλαια του οφειλέτη δεν επαρκούν για την κάλυψη του συνολικού ποσού των απαιτήσεων των πιστωτών που αναφέρονται στο πέμπτο εδάφιο του παρόντος άρθρου, οι εν λόγω απαιτήσεις πρέπει να ικανοποιηθούν αναλογικά προς το ποσό που οφείλεται σε κάθε πιστωτή.

Τα κεφάλαια του οφειλέτη που απομένουν μετά την εξόφληση του κεφαλαίου των απαιτήσεων των μη εξασφαλισμένων πιστωτών χρησιμοποιούνται για την εξόφληση συναφών απαιτήσεων των μη εξασφαλισμένων πιστωτών (αναλογικά προς το ποσό που οφείλεται σε κάθε πιστωτή).

Τα κεφάλαια του οφειλέτη που απομένουν μετά την εξόφληση όλων των ανωτέρω απαιτήσεων κατανέμονται μεταξύ των συμμετεχόντων (μετόχων) ή εταίρων του οφειλέτη αναλογικά προς το ποσό της ατομικής τους επένδυσης, του οφειλέτη (φυσικού προσώπου), του κληρονόμου του (λόγω κληρονομικής διαδοχής) ή προσώπων που έχουν αξίωση στα περιουσιακά στοιχεία συλλόγου ή ιδρύματος σύμφωνα με τη νομοθεσία ή το καταστατικό του οικείου συλλόγου ή ιδρύματος.

Διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου

Κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, ο οφειλέτης δικαιούται να διατηρήσει το εισόδημα που είναι απαραίτητο για την κάλυψη των έμμεσων δαπανών της διαδικασίας αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου και τα περιουσιακά στοιχεία που είναι απολύτως αναγκαία για την απόκτηση εισοδήματος.

Οι πληρωμές διατροφής, συμπεριλαμβανομένων των εισφορών στο Εγγυητικό Ταμείο Αξιώσεων Διατροφής, και τα έξοδα της διαδικασίας αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου καλύπτονται κατά προτεραιότητα από τα κεφάλαια του οφειλέτη.

Τα έσοδα από την πώληση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη που χρησιμοποιήθηκαν ως εξασφάλιση χρησιμοποιούνται για την ικανοποίηση της απαίτησης του εξασφαλισμένου πιστωτή.

Οι απαιτήσεις των μη εξασφαλισμένων πιστωτών ενώνονται σε μία ομάδα χωρίς κατάταξη. Τα υπόλοιπα κεφάλαια χρησιμοποιούνται για την εξόφληση των απαιτήσεων των μη εξασφαλισμένων πιστωτών αναλογικά προς το κεφάλαιο που οφείλεται σε κάθε πιστωτή. Τα κεφάλαια του οφειλέτη που απομένουν μετά την εξόφληση του κεφαλαίου των απαιτήσεων των μη εξασφαλισμένων πιστωτών χρησιμοποιούνται για την εξόφληση συναφών απαιτήσεων των μη εξασφαλισμένων πιστωτών (αναλογικά προς το ποσό που οφείλεται σε κάθε πιστωτή).

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξόφλησης υποχρεώσεων, ο οφειλέτης μπορεί να διατηρεί έως και τα δύο τρίτα του εισοδήματός του για να καλύπτει τα έξοδα διαβίωσής του και να διατηρήσει περιουσιακά στοιχεία ζωτικής σημασίας για την απόκτηση του εισοδήματός του.

Ως εκ τούτου, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του σχεδίου εξόφλησης υποχρεώσεων, ο οφειλέτης μεταβιβάζει το ένα τρίτο του εισοδήματός του (αλλά τουλάχιστον το ένα τρίτο του ακαθάριστου κατώτατου μηνιαίου μισθού στη Λετονία) για την εξόφληση των απαιτήσεων των πιστωτών. Κατά την κατάρτιση του σχεδίου εξόφλησης υποχρεώσεων, ο οφειλέτης περιλαμβάνει τα αρχικά ποσά όλων των απαιτήσεων των πιστωτών και μεριμνά για την εξόφλησή τους αναλογικά προς την απαίτηση κάθε πιστωτή.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

Διαδικασία νομικής προστασίας

Οι διαδικασίες νομικής προστασίας περατώνονται από το δικαστήριο εάν:

  1. η πλειονότητα των πιστωτών που ορίζονται στον νόμο για την αφερεγγυότητα δεν υποστήριξαν το σχέδιο μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας σύμφωνα με τη διαδικασία και το χρονικό πλαίσιο που προβλέπονται στον νόμο για την αφερεγγυότητα·
  2. το σχέδιο μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας δεν είναι σύμφωνο με τις διατάξεις του νόμου για την αφερεγγυότητα.

Το δικαστήριο περατώνει τη διαδικασία νομικής προστασίας και κινεί διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου εάν:

  1. οι διαδικασίες νομικής προστασίας σε σχέση με τον οφειλέτη κινήθηκαν για δεύτερη φορά εντός ενός έτους, αλλά δεν έχει κηρυχθεί η εφαρμογή της διαδικασίας νομικής προστασίας·
  2. μετά την παραλαβή της αίτησης πιστωτή, ο οφειλέτης δεν εφαρμόζει το σχέδιο μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από 30 ημέρες και δεν έχει υποβάλει στο δικαστήριο τροποποιήσεις του σχεδίου·
  3. μετά την παραλαβή αίτησης που υποβάλλεται από εκπρόσωπο της πλειονότητας των πιστωτών που ορίζεται στον νόμο για την αφερεγγυότητα, ο οφειλέτης δεν έχει προβεί στις ενέργειες που προβλέπονται στον νόμο για την αφερεγγυότητα ή έχει παράσχει ψευδείς πληροφορίες, εάν ο οφειλέτης δεν εφαρμόζει το σχέδιο μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από 30 ημέρες και δεν έχει υποβάλει στο δικαστήριο τροποποιήσεις του σχεδίου ή ο οφειλέτης δεν συμμορφώνεται με τους περιορισμούς δραστηριότητας που προβλέπονται στον νόμο για την αφερεγγυότητα.

Εάν έχει εφαρμοστεί το σχέδιο μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας, ο οφειλέτης υποβάλλει στο δικαστήριο αίτηση για την περάτωση της διαδικασίας νομικής προστασίας. Αντιθέτως, εάν ο οφειλέτης αδυνατεί να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο σχέδιο μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας, ο οφειλέτης υποβάλλει στο δικαστήριο αίτηση για διαδικασία αφερεγγυότητας μαζί με αίτημα περάτωσης της διαδικασίας νομικής προστασίας.

Η περάτωση της διαδικασίας νομικής δικαστικής προστασίας μετά την εφαρμογή του σχεδίου μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας αποτελεί λόγο άρσης των περιορισμών δραστηριότητας που επιβλήθηκαν στον οφειλέτη στο πλαίσιο της διαδικασίας νομικής προστασίας και τερματισμού του τρόπου που χρησιμοποιήθηκε για τη διαδικασία.

Εάν το σχέδιο μέτρων της διαδικασίας νομικής προστασίας δεν έχει εγκριθεί από την πλειονότητα των πιστωτών σύμφωνα με τη διαδικασία και το χρονικό πλαίσιο που προβλέπονται στον νόμο για την αφερεγγυότητα και η διαδικασία νομικής προστασίας περατωθεί, αίρονται οι περιορισμοί που συνδέονται με την κήρυξη της διαδικασίας νομικής προστασίας και υπολογίζεται πλήρως το ποσό της ποινικής ρήτρας, των τόκων και των χρεώσεων υπερημερίας για τις μη εξοφληθείσες υποχρεώσεις.

Διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου

Η διαδικασία αφερεγγυότητας περατώνεται με δικαστική απόφαση, μόλις ο διαχειριστής εφαρμόσει το σχέδιο πώλησης περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και το σχέδιο εξόφλησης των απαιτήσεων των πιστωτών. Ομοίως, το δικαστήριο περατώνει τη διαδικασία αφερεγγυότητας εάν ο διαχειριστής, στην έκθεσή του σχετικά με την απουσία περιουσιακών στοιχείων, έχει προτείνει την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας και οι πιστωτές έχουν εγκρίνει την πρόταση. Στην περίπτωση αυτήν, ο οφειλέτης (νομικό πρόσωπο) διαγράφεται από το σχετικό δημόσιο μητρώο.

Η διαδικασία αφερεγγυότητας περατώνεται με δικαστική απόφαση εάν το σχέδιο μέτρων νομικής προστασίας έχει εγκριθεί και το δικαστήριο έχει αποφασίσει να μεταβάλει τη διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου σε διαδικασία νομικής προστασίας. Στην περίπτωση αυτήν, ο οφειλέτης συνεχίζει τις δραστηριότητές του με το προηγούμενο καθεστώς του.

Διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου μπορούν να περατωθούν χωρίς να κινηθεί διαδικασία εξόφλησης υποχρεώσεων. Το δικαστήριο περατώνει την πτωχευτική διαδικασία μαζί με τη διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου, εάν έχουν διαπιστωθεί περιορισμοί όσον αφορά την εφαρμογή της διαδικασίας αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου σε σχέση με τον οφειλέτη. Στην περίπτωση αυτήν, η αίτηση για την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας υποβάλλεται από τον διαχειριστή εντός τριών μηνών από την κήρυξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου. Ομοίως, το δικαστήριο μπορεί να περατώσει την πτωχευτική διαδικασία μαζί με τη διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου, εάν δεν έχουν αναγγελθεί απαιτήσεις από τους πιστωτές. Στην περίπτωση αυτήν, η αίτηση περάτωσης της πτωχευτικής διαδικασίας υποβάλλεται από τον οφειλέτη εντός ενός μήνα από τη λήξη της προθεσμίας για την αναγγελία των απαιτήσεων των πιστωτών.

Εάν η διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου περατωθεί μαζί με την ολοκλήρωση ή την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας, παύουν επίσης οι εξουσίες του διαχειριστή και οι περιορισμοί που εμποδίζουν τον οφειλέτη να διαθέτει τα περιουσιακά του στοιχεία, οι πιστωτές ανακτούν το δικαίωμά τους να απαιτήσουν την εξόφληση των υποχρεώσεων του οφειλέτη στο μέτρο που δεν έχουν εκπληρωθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου, και συνεχίζονται οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης σχετικά με οφειλές που έχουν επιδικαστεί αλλά δεν έχουν εισπραχθεί ακόμη και οι δίκες για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του οφειλέτη.

Εάν ο οφειλέτης έχει ολοκληρώσει επιτυχώς τα στάδια που προβλέπονται στο σχέδιο εξόφλησης υποχρεώσεων φυσικού προσώπου, οι υποχρεώσεις του οφειλέτη που ορίζονται στο σχέδιο και παραμένουν μετά την εφαρμογή του σχεδίου διαγράφονται και οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη των υποχρεώσεων που έχουν διαγραφεί περατώνονται.

Η διαδικασία εξόφλησης υποχρεώσεων δεν εφαρμόζεται ή περατώνεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

  • ο οφειλέτης, κατά τη διάρκεια των τριών ετών που προηγήθηκαν της κήρυξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου ή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αφερεγγυότητας, σύναψε συναλλαγές που είχαν ως αποτέλεσμα την αφερεγγυότητα του οφειλέτη ή τη ζημία των πιστωτών του, όταν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι οι εν λόγω συναλλαγές μπορούσαν να οδηγήσουν σε αφερεγγυότητα ή σε ζημία των πιστωτών·
  • ο οφειλέτης έχει παράσχει εν γνώσει του ψευδείς πληροφορίες σχετικά με την οικονομική του κατάσταση και δεν γνωστοποίησε το πραγματικό εισόδημά του·
  • ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας ή της διαδικασίας εξόφλησης υποχρεώσεων, εμποδίζοντας σημαντικά την πρόοδο της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Εάν η διαδικασία εξόφλησης υποχρεώσεων περατωθεί χωρίς να απαλλαγεί ο οφειλέτης από τις υποχρεώσεις του, οι απαιτήσεις των πιστωτών αναβιώνουν και υπολογίζονται πλήρως, ενώ συνεχίζονται επίσης οι δίκες και η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων που είχαν ανασταλεί προηγουμένως.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Διαδικασία νομικής προστασίας

Οι συνήθεις διατάξεις σχετικά με τις δραστηριότητες του οφειλέτη και τα δικαιώματα του πιστωτή εφαρμόζονται μετά την περάτωση της διαδικασίας νομικής προστασίας.

Διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου

Ο διαχειριστής υποβάλλει στο μητρώο επιχειρήσεων αίτηση διαγραφής του οφειλέτη από το σχετικό μητρώο εντός πέντε ημερών από την παραλαβή της δικαστικής απόφασης για την περάτωση της διαδικασίας. Μετά τη διαγραφή του από το μητρώο, ο οφειλέτης εκκαθαρίζεται και οι πιστωτές χάνουν το δικαίωμά τους να διεκδικήσουν απαιτήσεις κατά του οφειλέτη, επειδή ο οφειλέτης παύει να υφίσταται.

Θα πρέπει να προστεθεί ότι ένας πιστωτής μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά των μελών του διοικητικού συμβουλίου του οφειλέτη στο ύψος του ανεξόφλητου ποσού της απαίτησης εντός ενός έτους από την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, εάν ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν έλαβε τα λογιστικά έγγραφα του οφειλέτη ή ήταν σε κατάσταση που δεν παρείχαν τη δυνατότητα να σχηματιστεί σαφής εικόνα σχετικά με τις συναλλαγές και την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη κατά τα τρία έτη πριν από την κήρυξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Πριν από την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας μπορεί να ασκήσει αγωγή για την απαίτηση αυτή για λογαριασμό του οφειλέτη, ενώ ο πιστωτής δικαιούται να παρέμβει στη δίκη ως τρίτος.

Διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου

Εάν η διαδικασία αφερεγγυότητας περατωθεί πριν από την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξόφλησης υποχρεώσεων, παύουν επίσης τα δικαιώματα του διαχειριστή και οι περιορισμοί που εμποδίζουν τον οφειλέτη να διαθέτει τα περιουσιακά του στοιχεία όπως προβλέπονται στον νόμο για την αφερεγγυότητα, οι πιστωτές ανακτούν το δικαίωμά τους να απαιτήσουν την εξόφληση των υποχρεώσεων του οφειλέτη στο μέτρο που δεν έχουν εκπληρωθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου, και συνεχίζονται οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης σχετικά με οφειλές που έχουν επιδικαστεί αλλά δεν έχουν εισπραχθεί ακόμη και οι δίκες για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του οφειλέτη.

Εάν ο οφειλέτης έχει ολοκληρώσει επιτυχώς τα στάδια που προβλέπονται στο σχέδιο εξόφλησης υποχρεώσεων φυσικού προσώπου, οι υποχρεώσεις του οφειλέτη που ορίζονται στο σχέδιο και παραμένουν μετά την εφαρμογή του σχεδίου διαγράφονται και οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη των υποχρεώσεων που έχουν διαγραφεί περατώνονται.

Ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται από τις υπόλοιπες υποχρεώσεις που προβλέπονται στο σχέδιο εξόφλησης υποχρεώσεων φυσικού προσώπου, εάν ο οφειλέτης δεν έχει προβεί στις ενέργειες που ορίζονται στο σχέδιο.

Ακόμα και αν έχει εφαρμοστεί επιτυχώς σχέδιο εξόφλησης υποχρεώσεων, οι ακόλουθες απαιτήσεις δεν αποσβένονται στο πλαίσιο διαδικασίας εξόφλησης υποχρεώσεων:

  • απαιτήσεις για καταβολή διατροφής·
  • απαιτήσεις που προκύπτουν από απαγορευμένες δραστηριότητες·
  • εξασφαλισμένη απαίτηση, εάν ο οφειλέτης έχει διατηρήσει την κατοικία που χρησιμοποιήθηκε ως εξασφάλιση στο πλαίσιο της εν λόγω απαίτησης, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά σε σύμβαση μεταξύ του οφειλέτη και του εξασφαλισμένου πιστωτή. Οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης για την εξόφληση των ανωτέρω υποχρεώσεων συνεχίζεται μέχρι του ύψους του ανεξόφλητου ποσού της οφειλής·
  • απαιτήσεις που προκύπτουν από κυρώσεις που επιβλήθηκαν στο πλαίσιο διοικητικών διαδικασιών παράβασης και κυρώσεις που προβλέπονται στον ποινικό κώδικα, καθώς και για αποζημίωση για ζημίες.

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Διαδικασία νομικής προστασίας

Τα έξοδα της διαδικασίας νομικής προστασίας περιλαμβάνουν την αμοιβή του επόπτη της διαδικασίας νομικής προστασίας και τις δαπάνες που προκύπτουν από τη νόμιμη και αποτελεσματική διεξαγωγή της διαδικασίας νομικής προστασίας. Τα έξοδα της διαδικασίας νομικής προστασίας καλύπτονται από τα κεφάλαια του οφειλέτη.

Διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου

Τα έξοδα της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου (τόσο η αμοιβή του διαχειριστή όσο και τα έξοδα της διαδικασίας αφερεγγυότητας) καλύπτονται από τα κεφάλαια του οφειλέτη.

Εάν τα έξοδα που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου δεν μπορούν να καλυφθούν από τα κεφάλαια του οφειλέτη, τα κεφάλαια των πιστωτών ή άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη των εξόδων, εάν έχει επιτευχθεί τέτοια συμφωνία σύμφωνα με τον νόμο.

Στις περιπτώσεις που τα έξοδα της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου δεν μπορούν να καλυφθούν από τις ανωτέρω πηγές και ο διαχειριστής συντάσσει έκθεση που βεβαιώνει την απουσία περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, όταν σχεδιάζει την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου, τα έξοδα της διαδικασίας καλύπτονται από την εγγύηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου, η οποία μεταβιβάζεται στον διαχειριστή για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου και της αμοιβής του.

Εάν έχει υποβληθεί αίτηση για διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου από εργαζόμενο του οφειλέτη ο οποίος απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής εγγύησης εν όλω ή εν μέρει, τα έξοδα της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου καλύπτονται από το ταμείο εγγυήσεων απαιτήσεων εργαζομένων.

Διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου

Στη διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου υπάρχει διάκριση ανάμεσα στα άμεσα και στα έμμεσα έξοδα.

Τα άμεσα έξοδα της διαδικασίας αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου περιλαμβάνουν τα έξοδα που σχετίζονται με τη διασφάλιση της διαδικασίας:

  • τα έξοδα των ανακοινώσεων, των πλειστηριασμών, του ανοίγματος, της λειτουργίας και του κλεισίματος λογαριασμού πληρωμών·
  • τα έξοδα των υπηρεσιών ταχυδρομικής αλληλογραφίας·
  • τα έξοδα που σχετίζονται με την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων φυσικού προσώπου·
  • τα έξοδα των συμβολαιογραφικών υπηρεσιών·
  • τα έξοδα που σχετίζονται με την αποθήκευση των περιουσιακών στοιχείων φυσικού προσώπου σε περίπτωση μεταβίβασής τους στον διαχειριστή, επαλήθευσης των συναλλαγών και ασφάλισης των περιουσιακών στοιχείων και των συναλλαγών.

Τα έξοδα αυτά καλύπτονται από το προϊόν της πώλησης των περιουσιακών στοιχείων του φυσικού προσώπου, αλλά, εάν δεν υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία ή δεν επαρκούν για την κάλυψη των άμεσων εξόδων, ο διαχειριστής μπορεί να ζητήσει από τον οφειλέτη να καλύψει τα έξοδα. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο οφειλέτης μπορεί να διατηρεί τα δύο τρίτα του εισοδήματός του και μπορεί να υποχρεωθεί να μεταβιβάσει όχι παραπάνω από το ένα τρίτο για την κάλυψη των άμεσων εξόδων.

Οι έμμεσες δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου, όπως τρέχουσες πληρωμές φόρων ή τελών, τρέχουσες πληρωμές διατροφής, μισθώματα και πληρωμές υπηρεσιών κοινής ωφελείας, καλύπτονται από το εισόδημα του φυσικού προσώπου (τα δύο τρίτα του εισοδήματος που επιτρέπεται να διατηρεί ο υπόχρεος).

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

Διαδικασία νομικής προστασίας

Ο επόπτης δεν δικαιούται να αμφισβητήσει συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν πριν από την έναρξη της διαδικασίας νομικής προστασίας. Μετά την έναρξη της διαδικασίας νομικής προστασίας, οι ενέργειες του οφειλέτη περιορίζονται: δεν επιτρέπεται να πραγματοποιεί συναλλαγές ή να ασκεί δραστηριότητες που ενδέχεται να επιδεινώσουν την οικονομική του κατάσταση ή να βλάψουν τα συμφέροντα του συνόλου των πιστωτών.

Διαδικασία αφερεγγυότητας νομικού προσώπου

Ο διαχειριστής πρέπει να αξιολογήσει τις συναλλαγές του οφειλέτη και να ασκήσει αγωγή ενώπιον δικαστηρίου ζητώντας να κηρυχθεί άκυρη η σχετική συναλλαγή ανεξάρτητα από το είδος της, εάν η συναλλαγή πραγματοποιήθηκε:

  1. μετά την ημερομηνία κήρυξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου ή τέσσερις μήνες πριν από την ημερομηνία κήρυξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου, και είχε ως αποτέλεσμα ζημία του οφειλέτη, ανεξάρτητα από το αν το πρόσωπο με το οποίο ή προς όφελος του οποίου πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή γνώριζε τη ζημία των πιστωτών·
  2. τρία έτη πριν από την ημερομηνία κήρυξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου, και είχε ως αποτέλεσμα ζημία του οφειλέτη, και το πρόσωπο με το οποίο ή προς όφελος του οποίου πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τη ζημία των πιστωτών.

Εάν μια συναλλαγή που προκάλεσε ζημία στον οφειλέτη πραγματοποιήθηκε με μέρη ή υπέρ μερών που έχουν συμφέρον στον οφειλέτη, τα μέρη θεωρείται ότι γνώριζαν τη ζημία που προκλήθηκε, εκτός εάν αποδείξουν το αντίθετο.

Εξασφαλισμένος πιστωτής μπορεί να ζητήσει να κηρυχθεί άκυρη μια συναλλαγή του διαχειριστή, εάν η εν λόγω συναλλαγή αφορά περιουσιακά στοιχεία που έχουν επιβαρυνθεί με εμπράγματη ασφάλεια στο πλαίσιο της απαίτησης και υπονομεύονται τα συμφέροντα του εξασφαλισμένου πιστωτή.

Ο διαχειριστής πρέπει να αξιολογήσει και να ασκήσει αγωγή ενώπιον δικαστηρίου ζητώντας την επιστροφή περιουσιακών στοιχείων ή του μέρους τους που χαρίστηκε από τον οφειλέτη, εάν η συναλλαγή πραγματοποιήθηκε κατά τα τρία έτη πριν από την ημερομηνία κήρυξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή μετά την εν λόγω ημερομηνία, όταν η ανισότητα των υποχρεώσεων των μερών υποδηλώνει ότι όντως το περιουσιακό στοιχείο χαρίστηκε. Δωρεά μπορεί να προσβληθεί και μπορεί να ζητηθεί η επιστροφή του περιουσιακού στοιχείου μόνο εάν ήταν παράνομη ή δεν χρησιμοποιήθηκε σύμφωνα με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

Τα χρηματικά ποσά που καταβλήθηκαν από τον οφειλέτη για την κάλυψη οφειλών κατά το εξάμηνο πριν από την κήρυξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου και μετά την ημερομηνία της κήρυξης (εκτός από τα ποσά που καταβλήθηκαν από τον διαχειριστή στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου) επιστρέφονται εφόσον διαπιστωθεί ένας από τους ακόλουθους παράγοντες:

  1. η πληρωμή πραγματοποιήθηκε προτού καταστούν ληξιπρόθεσμες οι υποχρεώσεις, εάν δεν εκπληρώθηκαν άλλες υποχρεώσεις στις οποίες οι πληρωμές είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμες και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο του παρόντος άρθρου μπορούν ανανεωθούν·
  2. η οφειλή καταβλήθηκε σε πρόσωπα με συμφέρον στον οφειλέτη, ενώ άλλες υποχρεώσεις, οι οποίες κατέστησαν ληξιπρόθεσμες πριν από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστησαν ληξιπρόθεσμες οι υποχρεώσεις έναντι των προσώπων με συμφέρον στον οφειλέτη, δεν εκπληρώθηκαν. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται επίσης στις οφειλές που εισπράττονται από δικαστικούς επιμελητές με παρακράτηση των εξόδων εκτέλεσης.

Πιστωτής επιστρέφει το ποσό που κατέβαλε ο οφειλέτης εντός των τριών μηνών πριν από την ημερομηνία κήρυξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου, προκειμένου να αποφύγει την κήρυξη διαδικασίας αφερεγγυότητας του οφειλέτη βάσει αίτησης που υποβλήθηκε από τον πιστωτή που εισέπραξε το ποσό.

Εάν τα ποσά που καταβλήθηκαν για την κάλυψη οφειλής επιστραφούν στις περιπτώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, οι υποχρεώσεις (συμπεριλαμβανομένης της συμπλήρωσης των υποχρεώσεων) και τα αντίστοιχα δικαιώματα που ίσχυαν πριν από την εξόφληση της οφειλής ανανεώνονται.

Επιπλέον, ο διαχειριστής υποχρεούται να ασκήσει αγωγή ενώπιον δικαστηρίου ζητώντας να κηρυχθεί άκυρη η συμφωνία εμπράγματης ασφάλειας όταν το δικαίωμα εμπράγματης ασφάλειας δημιουργήθηκε μετά την καταχώριση στο μητρώο αφερεγγυότητας της κήρυξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας σε σχέση με τον οφειλέτη.

Διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου

Οι συναλλαγές τις οποίες έχει πραγματοποιήσει ο οφειλέτης μπορούν να προσβληθούν σύμφωνα με τη διαδικασία στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας νομικού προσώπου, εάν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αφερεγγυότητας διαπιστωθούν τα ακόλουθα:

  • ο οφειλέτης, κατά τη διάρκεια των τριών ετών που προηγήθηκαν της κήρυξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου ή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αφερεγγυότητας, σύναψε συναλλαγές που είχαν ως αποτέλεσμα την αφερεγγυότητα του οφειλέτη ή τη ζημία των πιστωτών του, όταν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι οι εν λόγω συναλλαγές μπορούσαν να οδηγήσουν σε αφερεγγυότητα ή σε ζημία των πιστωτών·
  • ο οφειλέτης έχει παράσχει εν γνώσει του ψευδείς πληροφορίες σχετικά με την οικονομική του κατάσταση και δεν γνωστοποίησε το πραγματικό εισόδημά του·
  • ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας ή της διαδικασίας εξόφλησης υποχρεώσεων, εμποδίζοντας σημαντικά την πρόοδο της διαδικασίας αφερεγγυότητας.
Τελευταία επικαιροποίηση: 18/12/2023

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Αφερεγγυότητα/πτώχευση - Λιθουανία

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Διαδικασία αφερεγγυότητας κινείται σε βάρος νομικών και φυσικών προσώπων.

Τα νομικά πρόσωπα υπόκεινται σε πτωχευτική διαδικασία, εξωδικαστική πτωχευτική διαδικασία και διαδικασία αναδιάρθρωσης.

Πτωχευτική διαδικασία ή εξωδικαστική πτωχευτική διαδικασία μπορεί να κινηθεί σε βάρος νομικών προσώπων κάθε είδους, εκτός από δημοσιονομικά όργανα, πολιτικά κόμματα, συνδικαλιστικές ενώσεις και θρησκευτικές κοινότητες και σωματεία.

Με την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας ή της εξωδικαστικής πτωχευτικής διαδικασίας, τα περιουσιακά στοιχεία του νομικού προσώπου εκποιούνται και τα έσοδα από την εκποίηση χρησιμοποιούνται για την ικανοποίηση των συμφερόντων των πιστωτών, ενώ το νομικό πρόσωπο τίθεται σε εκκαθάριση λόγω πτώχευσης.

Διαδικασία αναδιάρθρωσης μπορεί να κινηθεί σε βάρος νομικών προσώπων οποιασδήποτε νομικής μορφής, εκτός από δημοσιονομικά όργανα, πολιτικά κόμματα, συνδικαλιστικές ενώσεις, θρησκευτικές κοινότητες και σωματεία, πιστωτικά ιδρύματα, οργανισμούς πληρωμών, ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εταιρείες, εταιρείες διαχείρισης, εταιρείες επενδύσεων και χρηματιστές που πραγματοποιούν συναλλαγές σε δημόσια χρεόγραφα. Σκοπός της διαδικασίας αναδιάρθρωσης είναι να παρέχει τη δυνατότητα στα νομικά πρόσωπα τα οποία αντιμετωπίζουν χρηματοοικονομικές δυσχέρειες να αποκαθιστούν τη φερεγγυότητά τους, να διατηρούν και να αναπτύσσουν τις εργασίες τους, να πληρώνουν τις οφειλές τους και να αποφεύγουν την πτώχευση, ενώ παράλληλα συνεχίζουν να διεξάγουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα. Γι’ αυτό τον σκοπό, οι υποχρεώσεις του νομικού προσώπου σε αναδιάρθρωση διανέμονται σε περίοδο τεσσάρων ετών σύμφωνα με σχέδιο αναδιάρθρωσης, το οποίο πρέπει να εγκριθεί τόσο από τους εταίρους όσο και από τους πιστωτές του νομικού προσώπου. Η περίοδος υλοποίησης του σχεδίου μπορεί να παραταθεί για ένα επιπλέον έτος. Δεν προβλέπεται εξωδικαστική διαδικασία αναδιάρθρωσης.

Πτωχευτική διαδικασία μπορεί να κινηθεί από φυσικό πρόσωπο κατά άλλου φυσικού προσώπου, περιλαμβανομένων των αγροτών και των αυτοαπασχολούμενων. Δεν προβλέπεται εξωδικαστική πτωχευτική διαδικασία σε βάρος φυσικού προσώπου.

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

Πτωχευτική διαδικασία μπορεί να κινηθεί σε βάρος νομικού προσώπου, εφόσον το δικαστήριο έχει κρίνει ότι συντρέχει τουλάχιστον μία από τις παρακάτω περιστάσεις:

  • η εταιρεία είναι αφερέγγυα
  • η εταιρεία είναι υπερήμερη στις πληρωμές που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις με τους εργαζομένους της
  • η εταιρεία δεν μπορεί ή δεν θα μπορεί στο μέλλον να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της.

Ως αφερεγγυότητα εταιρείας νοείται η κατάσταση στην οποία βρίσκεται μια εταιρεία η οποία δεν είναι σε θέση να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της (δεν πληρώνει οφειλές, δεν παρέχει έργο για το οποίο έχει λάβει προκαταβολή κ.ο.κ.) και οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της εταιρείας (οφειλές, υπερωριακή εργασία κ.ο.κ.) υπερβαίνουν το ήμισυ της λογιστικής αξίας των περιουσιακών της στοιχείων.

Σε βάρος νομικού προσώπου μπορεί επίσης να κινηθεί εξωδικαστική πτωχευτική διαδικασία, εφόσον δεν εκκρεμούν δίκες με αντικείμενο περιουσιακές απαιτήσεις σε βάρος της εταιρείας και δεν επιδιώκεται είσπραξη σε βάρος της εταιρείας με βάση εκτελεστούς τίτλους που έχουν εκδοθεί από δικαστήρια ή άλλες αρχές. Στην εξωδικαστική πτωχευτική διαδικασία, τα ζητήματα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου αποφασίζονται από τη συνέλευση των πιστωτών της εταιρείας.

Διαδικασία αναδιάρθρωσης μπορεί να κινηθεί σε βάρος νομικού προσώπου:

  • το οποίο δεν έχει παύσει τις εργασίες του
  • το οποίο δεν βρίσκεται σε κατάσταση πτώχευσης ούτε έχει ήδη κηρυχθεί σε πτώχευση
  • το οποίο συστάθηκε τουλάχιστον τρία έτη πριν από την κατάθεση της αίτησης αναδιάρθρωσης στο δικαστήριο
  • εάν έχουν παρέλθει τουλάχιστον πέντε έτη από:

α) την έκδοση της δικαστικής απόφασης η οποία περατώνει την αναδιάρθρωση

β) τη δικαστική διαταγή περάτωσης της αναδιάρθρωσης λόγω της παραίτησης όλων των πιστωτών από τις απαιτήσεις τους ή της εκπλήρωσης όλων των απαιτήσεων των πιστωτών από την εταιρεία σε αναδιάρθρωση πριν από την προθεσμία που ορίζεται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης.

Πτωχευτική διαδικασία μπορεί να κινηθεί σε βάρος φυσικού προσώπου που είναι αφερέγγυο και ενεργεί καλόπιστα. Ένα φυσικό πρόσωπο μπορεί να κηρυχθεί αφερέγγυο εφόσον δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις ληξιπρόθεσμες οικονομικές του υποχρεώσεις ποσού που υπερβαίνει κατά 25 φορές τον κατώτατο μηνιαίο μισθό, όπως αυτός έχει εγκριθεί από την κυβέρνηση της Λιθουανίας.

Η καλή πίστη ενός φυσικού προσώπου κρίνεται έπειτα από αξιολόγηση του κατά πόσον έχει παράσχει πλήρη και ακριβή στοιχεία και του εάν κατέστη αφερέγγυο ενώ ενεργούσε καλόπιστα, δηλαδή του κατά πόσον οι πράξεις του φυσικού προσώπου τα τελευταία τρία έτη πληρούσαν τα κριτήρια της δέουσας επιμέλειας και μέριμνας και το εν λόγω πρόσωπο δεν επέτρεψε εν γνώσει του τη σώρευση ληξιπρόθεσμων οφειλών.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Όλα τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας σε πτώχευση ή αναδιάρθρωση, ανεξάρτητα από τη φύση τους (κινητά ή ακίνητα, ενσώματα ή ασώματα, περιουσιακά δικαιώματα κ.ο.κ.) ή την τοποθεσία τους, απαρτίζουν την περιουσία της εταιρείας. Τα περιουσιακά στοιχεία ή τα έσοδα που αποκτώνται από την εταιρεία κατά τη διάρκεια της πτώχευσης ή της αναδιάρθρωσης επίσης εμπίπτουν στην περιουσία της εταιρείας και χρησιμοποιούνται για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών. Σε περίπτωση πτώχευσης, η κατάταξη των απαιτήσεων των πιστωτών ορίζεται από τον νόμο, ενώ σε περίπτωση αναδιάρθρωσης η κατάταξη προκύπτει από το σχέδιο αναδιάρθρωσης. Στην πτωχευτική διαδικασία, ολόκληρη η πτωχευτική περιουσία ρευστοποιείται και τα έσοδα που προκύπτουν χρησιμοποιούνται για να καλύψουν τα έξοδα διαχείρισης της πτώχευσης και τις απαιτήσεις των πιστωτών. Αντιθέτως, σε περίπτωση αναδιάρθρωσης, ρευστοποιούνται μόνον τα περιουσιακά στοιχεία που προσδιορίζονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης.

Για τα έσοδα από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες εταιρείας σε πτώχευση ισχύει ειδική διαδικασία: τα εν λόγω έσοδα χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των αντίστοιχων λειτουργικών εξόδων. Όλες οι πληρωμές που αφορούν τις επιχειρηματικές δραστηριότητες πραγματοποιούνται μέσω του ειδικού λογαριασμού της εταιρείας που έχει καθοριστεί για επιχειρηματικές δραστηριότητες (ο επιχειρηματικός λογαριασμός της εταιρείας), ο οποίος δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πληρωμές σε άλλους πιστωτές.

Σε περίπτωση πτώχευσης φυσικού προσώπου, στην πτωχευτική περιουσία εντάσσονται όλα τα περιουσιακά του στοιχεία, ανεξάρτητα από τη φύση τους (κινητά/ακίνητα, ασώματα/ενσώματα, περιουσιακά δικαιώματα κ.ο.κ.) ή την τοποθεσία τους. Από τους λογαριασμούς εξαιρούνται μόνον τα χρηματικά διαθέσιμα του φυσικού προσώπου τα οποία δεν υπερβαίνουν έναν κατώτατο μηνιαίο μισθό. Τα συμφέροντα των πιστωτών ικανοποιούνται από τα έσοδα πώλησης του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων του προσώπου (με τις εξαιρέσεις που απαριθμούνται παρακάτω).

Στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας φυσικών προσώπων, ο πτωχεύσας έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί ορισμένο ποσό από τα εισοδήματά του για να ικανοποιεί τις βασικές του ανάγκες. Το εν λόγω ποσό καθορίζεται από το δικαστήριο κατά την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας, εν όψει των αναγκών του φυσικού προσώπου και των εξαρτώμενων μελών του έπειτα από τη δικαστική έγκριση του σχεδίου αποκατάστασης της φερεγγυότητας του εν λόγω προσώπου, στο εν λόγω σχέδιο προσδιορίζεται το ποσό που έχει στη διάθεσή του το φυσικό πρόσωπο.

Σε ειδικό καθεστώς υπάγονται επίσης η μοναδική κατοικία του φυσικού προσώπου η οποία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση των βασικών αναγκών του φυσικού προσώπου και των εξαρτώμενων μελών του, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία που είναι αναγκαία για την αυτοαπασχόληση του φυσικού προσώπου και/ή τις αγροτικές εργασίες του. Ένα φυσικό πρόσωπο σε πτώχευση μπορεί επίσης να διατηρήσει το δικαίωμα στο εν λόγω ακίνητο, ακόμη κι αν αυτό βαρύνεται με υποθήκη, εφόσον έχει συμφωνήσει σχετικά με τον ενυπόθηκο δανειστή και η εν λόγω παρακράτηση δεν παραβιάζει τα δικαιώματα άλλων πιστωτών.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

Στο πλαίσιο της εταιρικής πτωχευτικής διαδικασίας, ο διορισμένος σύνδικος της πτώχευσης αναλαμβάνει τη διαχείριση της εταιρείας, διαθέτει την περιουσία της, οργανώνει την εκποίηση της περιουσίας και προβαίνει σε διακανονισμό με τους πιστωτές κάνοντας χρήση των εσόδων της εκποίησης, και λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την εκκαθάριση της εταιρείας. Οι κύριες αρμοδιότητες του συνδίκου της πτώχευσης της εταιρείας είναι οι εξής:

  • να εκπροσωπεί την εταιρεία και να προασπίζεται τα συμφέροντα της εταιρείας και όλων των πιστωτών της
  • να αναλάβει τη διοίκηση της εταιρείας σε πτώχευση και της πτωχευτικής περιουσίας
  • να λύει τις εταιρικές συμβάσεις που πλέον δεν θα εκτελούνται (συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων με μέλη των διοικητικών οργάνων και το προσωπικό)
  • να αιτείται χρηματικά ποσά από το Ταμείο Εγγυήσεων για να συμβιβάζεται με πιστωτές/εργαζόμενους
  • όποτε είναι αναγκαίο, να συνάπτει ορισμένου χρόνου συμβάσεις εργασίας ή παροχής υπηρεσιών που απαιτούνται για τους σκοπούς της πτωχευτικής διαδικασίας
  • να επαληθεύει τις απαιτήσεις των πιστωτών που έχουν αναγγελθεί και να υποβάλει τον κατάλογο αυτών προς έγκριση στο δικαστήριο
  • να εποπτεύει τις επιχειρηματικές λειτουργίες της εταιρείας σε πτώχευση
  • να ελέγχει τις συναλλαγές της εταιρείας που έχουν συναφθεί κατά τα τρία προηγούμενα έτη από την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας
  • να αμφισβητεί δικαστικά τις συναλλαγές της εταιρείας, εφόσον αντίκεινται στους λειτουργικούς σκοπούς της εταιρείας και ενδέχεται να έχουν συμβάλει στην αδυναμία της εταιρείας να εξοφλήσει τους πιστωτές της
  • όποτε είναι δικαιολογημένο, να προσφεύγει στο δικαστήριο για την κήρυξη της πτώχευσης ως δόλιας
  • να συγκαλεί συνελεύσεις πιστωτών
  • να συντάσσει εκθέσεις δραστηριοτήτων και να τις υποβάλλει στις συνελεύσεις των πιστωτών
  • να καταρτίζει και να υποβάλλει τις ετήσιες και ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας
  • να υλοποιεί τις αποφάσεις του δικαστηρίου και της συνέλευσης των πιστωτών
  • να παρέχει πληροφορίες για την πτωχευτική διαδικασία
  • να οργανώνει την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευμένης εταιρείας
  • να κάνει χρήση των κεφαλαίων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας για να καταλήξει σε πτωχευτικό συμβιβασμό
  • να προβαίνει στις αναγκαίες ενέργειες για τη λύση και τη διαγραφή της εταιρείας.

Σε περίπτωση αναδιάρθρωσης εταιρείας, ο διορισμένος διαχειριστής αναδιάρθρωσης ενεργεί ως επαγγελματίας σύμβουλος και ανεξάρτητο πρόσωπο που έχει τον έλεγχο της διαδικασίας αναδιάρθρωσης. Οι κύριες αρμοδιότητες του διαχειριστή αναδιάρθρωσης είναι οι εξής:

  • να συμβάλλει στην κατάρτιση και την εξέταση του σχεδίου αναδιάρθρωσης της εταιρείας και να λαμβάνει μέτρα για τη διασφάλιση της κατάρτισης του σχεδίου αναδιάρθρωσης, της υποβολής του προς έγκριση και της υλοποίησής του στην προθεσμία που όρισε το δικαστήριο
  • να καταρτίζει γραπτά πορίσματα για τη βιωσιμότητα του προσχεδίου του σχεδίου αναδιάρθρωσης
  • να επιβλέπει τις δραστηριότητες των διοικητικών οργάνων της εταιρείας σε αναδιάρθρωση στον βαθμό που αφορούν την υλοποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης, να γνωστοποιεί στα μέλη των διοικητικών οργάνων της εταιρείας τις ελλείψεις που εντοπίζει στις δραστηριότητές τους, να ορίζει προθεσμία για την αποκατάσταση αυτών, και να προσφεύγει στο δικαστήριο με αίτημα την παύση των διοικητικών οργάνων της εταιρείας
  • να συγκαλεί συνελεύσεις των μελών της εταιρείας, των εκπροσώπων των οργάνων που ασκούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ιδιοκτήτη δημόσιας ή δημοτικής επιχείρησης και να συμμετέχει στις εν λόγω συνελεύσεις χωρίς δικαίωμα ψήφου
  • να παρέχει πληροφορίες για τη διαδικασία αναδιάρθρωσης και να ενημερώνει το δικαστήριο για την πρόοδο του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

Ο διαχειριστής αναδιάρθρωσης, από κοινού με τα διοικητικά όργανα της εταιρείας που υπόκειται σε αναδιάρθρωση, ευθύνονται για την υλοποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης που έχει επικυρωθεί από το δικαστήριο.

Στην περίπτωση πτώχευσης φυσικού προσώπου, ο διορισμένος σύνδικος πτώχευσης διαθέτει τα περιουσιακά στοιχεία του φυσικού προσώπου, οργανώνει την εκποίησή τους και χρησιμοποιεί τα έσοδα για τον πτωχευτικό συμβιβασμό. Οι κύριες αρμοδιότητες του συνδίκου πτώχευσης φυσικού προσώπου είναι οι εξής:

  • να διαθέτει τα περιουσιακά στοιχεία του φυσικού προσώπου και τα κεφάλαια του λογαριασμού καταθέσεων
  • να τηρεί λογαριασμό όλων των κεφαλαίων που λαμβάνονται από το φυσικό πρόσωπο και της χρήσης αυτών
  • να οργανώνει την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων και να συμβιβάζεται με τους πιστωτές
  • να συγκαλεί συνελεύσεις πιστωτών και να λαμβάνει μέρος σε αυτές χωρίς δικαίωμα ψήφου
  • να παρέχει πληροφορίες για την πτωχευτική διαδικασία του φυσικού προσώπου και να υποβάλει την έκθεση υλοποίησης του σχεδίου αποκατάστασης
  • να εισάγει τροποποιήσεις στο σχέδιο αποκατάστασης της φερεγγυότητας
  • να εκπροσωπεί το φυσικό πρόσωπο σε διαδικασίες είσπραξης περιουσιακών στοιχείων για λογαριασμό του φυσικού προσώπου που έχει πτωχεύσει και να λαμβάνει μέτρα για την είσπραξη οφειλών από τους οφειλέτες
  • να υπερασπίζεται τα δικαιώματα και τα νόμιμα συμφέροντα του φυσικού προσώπου και όλων των πιστωτών
  • να αξιολογεί τη σκοπιμότητα της αυτοαπασχόλησης και/ή των αγροτικών δραστηριοτήτων του φυσικού προσώπου.

Ένα φυσικό πρόσωπο που πτωχεύει πρέπει να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να ικανοποιεί τις απαιτήσεις των πιστωτών. Για τον σκοπό αυτό, ο πτωχεύσας πρέπει, εφόσον είναι εφικτό, να εργάζεται ή να αναπτύσσει άλλες προσοδοφόρες δραστηριότητες, να αναζητά ενεργά απασχόληση ή καλύτερα αμειβόμενη εργασία, να διανέμει το εισόδημά του για να ικανοποιεί τις απαιτήσεις των πιστωτών, να καταρτίζει και, μετά τη δικαστική επικύρωσή του, να υλοποιεί το σχέδιο αποκατάστασης της φερεγγυότητας και να συνεργάζεται με τον διορισμένο σύνδικο της πτώχευσης.

Κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, ένα φυσικό πρόσωπο που έχει πτωχεύσει έχει το δικαίωμα να λαμβάνει πληροφορίες από τον σύνδικο της πτώχευσης, να παρευρίσκεται στις συνελεύσεις των πιστωτών και να προσβάλλει παράνομες αποφάσεις αυτών, να ζητά την αντικατάσταση του συνδίκου της πτώχευσης και να αιτείται αποζημίωση σε περίπτωση που ο σύνδικος δεν εκτελεί ορθά τα καθήκοντά του.

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Στην πτώχευση εταιρειών, καθώς και στην πτώχευση φυσικών προσώπων, ο συμψηφισμός μεταξύ απαιτήσεων του πτωχεύσαντος και των πιστωτών απαγορεύεται από τη δικαστική απόφαση που κινεί την πτωχευτική διαδικασία και μετά, εκτός από τους συμψηφισμούς που επιτρέπονται με τις διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας που αφορούν τους συμψηφισμούς σε περίπτωση καταβολής μεγαλύτερου ποσού φόρου (φορολογική διαφορά).

Από την έναρξη της διαδικασίας αναδιάρθρωσης εταιρείας με δικαστική απόφαση έως την ημερομηνία επικύρωσης του σχεδίου αναδιάρθρωσης με δικαστική απόφαση, αναστέλλεται κάθε συμψηφισμός απαιτήσεων της εταιρείας με απαιτήσεις των πιστωτών της. Στη συνέχεια, τέτοιοι συμψηφισμοί είναι εφικτοί σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης που έχει επικυρωθεί από το δικαστήριο.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Στην περίπτωση πτώχευσης εταιρείας, εντός 30 ημερών από την έναρξη ισχύος της δικαστικής απόφασης με την οποία κινείται η πτωχευτική διαδικασία, ο διορισμένος σύνδικος της πτώχευσης ενημερώνει τα πρόσωπα που έχουν έννομο συμφέρον ότι οι συμβάσεις της εταιρείας που βρίσκονται σε ισχύ (με εξαίρεση τις συμβάσεις απασχόλησης και τις συμβάσεις που θεμελιώνουν δικαίωμα έγερσης απαιτήσεων εκ μέρους της εταιρείας σε πτώχευση) δεν θα εφαρμόζονται και θεωρείται ότι έχουν λήξει.

Από την έναρξη ισχύος της δικαστικής απόφασης με την οποία κινείται η πτωχευτική διαδικασία, τα διοικητικά όργανα της εταιρείας χάνουν τις εξουσίες τους και ο διαχειριστής της εταιρείας, με προηγούμενη γραπτή ειδοποίηση 15 ημερών, καταγγέλλει τις συμβάσεις απασχόλησης ή τις αστικές συμβάσεις με τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και τα εκτελεστικά στελέχη της εταιρείας.

Ο σύνδικος της πτώχευσης ενημερώνει τους λοιπούς εργαζόμενους για την επερχόμενη λύση των συμβάσεων απασχόλησης αυτών εντός τριών εργάσιμων ημερών από την έναρξη ισχύος της δικαστικής απόφασης με την οποία κινείται η πτωχευτική διαδικασία σε βάρος της εταιρείας και καταγγέλλει τις συμβάσεις απασχόλησης με τους εργαζόμενους εντός 15 εργάσιμων ημερών από την εν λόγω ειδοποίηση. Με τους εργαζόμενους που έχουν απολυθεί αλλά παραμένει αναγκαία η απασχόλησή τους για τη διεξαγωγή της πτωχευτικής διαδικασίας της εταιρείας συνάπτονται συμβάσεις απασχόλησης ορισμένου χρόνου. Ο απαιτούμενος αριθμός εργαζομένων ανά θέση εργασίας καθορίζεται από τη συνέλευση των πιστωτών.

Η αναδιάρθρωση της εταιρείας δεν έχει αντίκτυπο στις ισχύουσες συμβάσεις του νομικού προσώπου. Όλες οι συμβάσεις που έχουν υπογραφεί αξιολογούνται υπό το πρίσμα της σκοπιμότητάς τους και το σχέδιο αναδιάρθρωσης προβλέπει την καταγγελία των μη βιώσιμων συμβάσεων. Οι συμβάσεις αυτές καταγγέλλονται με τη συνήθη διαδικασία, διότι ο νόμος δεν περιλαμβάνει ειδική πρόβλεψη για τη λύση των συμβάσεων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναδιάρθρωσης.

Για την πτωχευτική διαδικασία που αφορά φυσικό πρόσωπο, το σχέδιο αποκατάστασης της φερεγγυότητας προσδιορίζει τις συμβάσεις που πρέπει να καταγγελθούν και αυτές που θα συνεχίσουν να εφαρμόζονται. Μετά την επικύρωση του σχεδίου αποκατάστασης της φερεγγυότητας από το δικαστήριο, ο πτωχεύσας πρέπει να ενημερώσει τα οικεία πρόσωπα για τις συμβάσεις που θα καταγγελθούν σύμφωνα με το σχέδιο αποκατάστασης της φερεγγυότητας.

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

Σε περίπτωση πτώχευσης εταιρείας ή φυσικού προσώπου, οι απαιτήσεις των πιστωτών πρέπει να αναγγελθούν στον διορισμένο σύνδικο της πτώχευσης. Στη συνέχεια οι απαιτήσεις επαληθεύονται από το δικαστήριο, ενώ οι τυχόν διαφορές ως προς την πραγματική βάση ή το ποσό οποιασδήποτε απαίτησης διευθετούνται στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας.

Στη διαδικασία αναδιάρθρωσης εταιρείας, οι απαιτήσεις που προέκυψαν πριν από την κίνηση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης αναγγέλλονται στον διορισμένο διαχειριστή της αναδιάρθρωσης εντός της προθεσμίας που ορίζει το δικαστήριο. Στη συνέχεια, το δικαστήριο επαληθεύει τις απαιτήσεις, ενώ οι τυχόν διαφορές ως προς την πραγματική βάση ή το ποσό οποιασδήποτε απαίτησης διευθετούνται στο πλαίσιο της διαδικασίας αναδιάρθρωσης. Οι απαιτήσεις των πιστωτών που προκύπτουν μετά την κίνηση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης αναγγέλλονται σύμφωνα με τους γενικούς δικονομικούς κανόνες και οι τυχόν συναφείς διαφορές επιλύονται βάσει αυτών.

Μετά την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας ή της διαδικασίας αναδιάρθρωσης, ο δικαστικός επιμελητής πρέπει να αναστείλει τις πράξεις εκτέλεσης και την αναγκαστική εκτέλεση και να διαβιβάσει τους εκτελεστούς τίτλους στο δικαστήριο το οποίο έχει κινήσει την αντίστοιχη πτωχευτική διαδικασία ή διαδικασία αναδιάρθρωσης.

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

Εάν πριν από την έκδοση της δικαστικής διαταγής που ορίζει δικάσιμο για την αγωγή με αντικείμενο περιουσιακές απαιτήσεις κατά του εναγομένου, προκύψει ότι σε βάρος αυτού έχει κινηθεί πτωχευτική διαδικασία, η δίκη για τις περιουσιακές απαιτήσεις κατά του εναγομένου αναστέλλεται και η διαφορά παραπέμπεται στο πτωχευτικό δικαστήριο.

Σε άλλες περιπτώσεις, δηλαδή α) όταν η δικαστική διαταγή που ορίζει δικάσιμο για τη διαφορά έχει ήδη εκδοθεί κατά τον χρόνο που γίνεται γνωστή η κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας κατά του εναγομένου ή β) όταν κινείται διαδικασία αναδιάρθρωσης όσον αφορά τον εναγόμενο, το πραγματικό γεγονός της κίνησης της διαδικασίας αναδιάρθρωσης όσον αφορά τον εναγόμενο δεν αποτελεί επαρκή δικαιολογητικό λόγο για την παραπομπή της υπόθεσης στο δικαστήριο που έχει επιληφθεί της αγωγής για την πτώχευση ή την αναδιάρθρωση αντίστοιχα.

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

Τα κύρια δικαιώματα των πιστωτών στην εταιρική πτωχευτική διαδικασία είναι τα εξής:

  • να προσφεύγουν στο δικαστήριο και να αιτούνται την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας σε βάρος της αφερέγγυας εταιρείας
  • να αποφασίζουν την κίνηση εξωδικαστικής πτωχευτικής διαδικασίας
  • να αναγγέλλουν τις απαιτήσεις τους στον διορισμένο σύνδικο της πτώχευσης εντός της προθεσμίας που ορίζει το δικαστήριο
  • να συμμετέχουν στις συνελεύσεις των πιστωτών και να ψηφίζουν για:
    • την έγκριση των εκθέσεων δραστηριοτήτων που υποβάλλονται από τον σύνδικο
    • την έγκριση και τροποποίηση της εκτίμησης των εξόδων διαχείρισης
    • την έγκριση του τιμήματος εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας
    • την έγκριση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων οι οποίες καταρτίστηκαν κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας σε βάρος της εταιρείας
    • τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της εταιρείας (τη συνέχιση, την ανανέωση, τον περιορισμό και τη διακοπή αυτών, την έγκριση της εκτίμησης κόστους κ.ο.κ.)
    • τον αριθμό και τις θέσεις του προσωπικού που θα απασχοληθεί κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας της εταιρείας
    • την αμοιβή του συνδίκου
    • τους διακανονισμούς με τους πιστωτές
    • την αίτηση ανάκλησης του συνδίκου
    • άλλα ζητήματα
  • να λαμβάνουν, στο πλαίσιο της διαδικασίας που καθορίζεται από τη συνέλευση των πιστωτών, πληροφορίες για την πρόοδο της πτωχευτικής διαδικασίας της εταιρείας από τον σύνδικο
  • να προσβάλλουν τις συναλλαγές που έχουν συναφθεί από την εταιρεία (παυλιανή αγωγή - actio Pauliana)
  • να προσφεύγουν στο δικαστήριο με αίτημα την κήρυξη της πτώχευσης ως δόλιας
  • να προσβάλλουν τις αποφάσεις της συνέλευσης των πιστωτών
  • να προσφεύγουν στο δικαστήριο με αίτημα την ανάκληση του συνδίκου
  • να ικανοποιούν τις απαιτήσεις τους από τα περιουσιακά στοιχεία και τα εισοδήματα της εταιρείας σε πτώχευση.

Τα κύρια δικαιώματα των πιστωτών πτωχεύσαντος φυσικού προσώπου είναι τα εξής:

  • εντός της προθεσμίας που ορίζεται από το δικαστήριο, να αναγγείλουν στον σύνδικο της πτώχευσης τις απαιτήσεις τους που είχαν ανακύψει πριν από την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας σε βάρος του φυσικού προσώπου
  • να ζητούν ικανοποίηση των απαιτήσεων σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο σχέδιο
  • να συμμετέχουν στις συνελεύσεις των πιστωτών (μετά την υιοθέτηση του σχεδίου αποκατάστασης της φερεγγυότητας του πτωχεύσαντος, συνελεύσεις των πιστωτών πρέπει να συγκαλούνται τουλάχιστον ανά έξι μήνες) και να ψηφίζουν επί:
    • των αντιρρήσεων πιστωτών ως προς πράξεις του συνδίκου της πτώχευσης
    • της υποχρέωσης του συνδίκου της πτώχευσης να καταρτίζει εκθέσεις δραστηριοτήτων
    • της έγκρισης και τροποποίησης της εκτίμησης των εξόδων διαχείρισης της πτώχευσης
    • της έγκρισης του τιμήματος εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη
    • της αυτοαπασχόλησης και/ή των αγροτικών δραστηριοτήτων του φυσικού προσώπου (τη συνέχιση, την έναρξη, την ανανέωση, τον περιορισμό, την παύση κ.ο.κ.)
    • των προτάσεων επικαιροποίησης του σχεδίου αποκατάστασης της φερεγγυότητας
    • των αιτήσεων αντικατάστασης του συνδίκου της πτώχευσης
    • άλλων ζητημάτων
  • να λαμβάνουν από τον σύνδικο της πτώχευσης, στο πλαίσιο της διαδικασίας που ορίζεται από τη συνέλευση των πιστωτών, πληροφορίες για την πρόοδο της πτωχευτικής διαδικασίας
  • να παρέχουν συνδρομή για την εκπλήρωση των οφειλόμενων υποχρεώσεων
  • να εισηγούνται προτάσεις που αφορούν το σχέδιο αποκατάστασης της φερεγγυότητας
  • να απευθύνονται στη συνέλευση των πιστωτών αναφορικά με τις δραστηριότητες ή την αντικατάσταση του συνδίκου της πτώχευσης ή να προτείνουν άλλον υποψήφιο για τη θέση του συνδίκου της πτώχευσης
  • να προσφεύγουν κατά των αποφάσεων της συνέλευσης των πιστωτών εντός 14 ημερών από την ημέρα που αποκτούν γνώση ή οφείλουν να αποκτούν γνώση των εν λόγω αποφάσεων
  • να προσφεύγουν στο δικαστήριο για την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας σε βάρος του φυσικού προσώπου
  • να προσφεύγουν στο δικαστήριο για την ανάκληση του συνδίκου της πτώχευσης
  • να ικανοποιούν τις απαιτήσεις τους από τα περιουσιακά στοιχεία και τα εισοδήματα του πτωχεύσαντος.

Τα κύρια δικαιώματα των πιστωτών στη διαδικασία αναδιάρθρωσης εταιρείας είναι τα εξής:

  • να αναγγείλουν στον διορισμένο διαχειριστή της αναδιάρθρωσης τις απαιτήσεις που είχαν ανακύψει πριν από την κίνηση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης όσον αφορά τον οφειλέτη
  • να συμμετέχουν στις συνελεύσεις των πιστωτών και να ψηφίζουν επί:
    • της έγκρισης του σχεδίου αναδιάρθρωσης
    • της ανάκλησης του διαχειριστή της αναδιάρθρωσης και της πρότασης άλλου υποψηφίου για τη θέση του διαχειριστή της αναδιάρθρωσης
    • της αίτησης περιορισμού της αρμοδιότητας των διοικητικών οργάνων της εταιρείας
    • της αίτησης περάτωσης της διαδικασίας αναδιάρθρωσης της εταιρείας σε περίπτωση μη υλοποίησης ή ανεπαρκούς υλοποίησης του σχεδίου αναδιάρθρωσης
    • του αιτήματος παράτασης της περιόδου υλοποίησης του σχεδίου αναδιάρθρωσης
    • άλλων ζητημάτων
  • να λαμβάνουν πληροφορίες για την αναδιάρθρωση της εταιρείας, εκτός από όσες αποτελούν εμπορικό/βιομηχανικό απόρρητο, από το διοικητικό όργανο της εταιρείας και τον διαχειριστή της αναδιάρθρωσης
  • να παρέχουν συνδρομή για την εκπλήρωση των οφειλόμενων υποχρεώσεων
  • να υποβάλλουν προτάσεις για το σχέδιο αναδιάρθρωσης στον διαχειριστή της αναδιάρθρωσης ή το διοικητικό όργανο της εταιρείας
  • να απευθύνονται στη συνέλευση των πιστωτών αναφορικά με τις δραστηριότητες του διαχειριστή της αναδιάρθρωσης ή την αντικατάσταση αυτού
  • να προσφεύγουν κατά των αποφάσεων της συνέλευσης/επιτροπής των πιστωτών εντός 14 ημερών από την ημέρα που αποκτούν γνώση ή πρέπει να αποκτήσουν γνώση των εν λόγω αποφάσεων
  • να ικανοποιούν απαιτήσεις κατά τη διάρκεια της περιόδου αναδιάρθρωσης.

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

Σε περίπτωση κήρυξης εταιρείας σε πτώχευση, μετά την έναρξη ισχύος της δικαστικής απόφασης με την οποία έχει κινηθεί η πτωχευτική διαδικασία σε βάρος της εταιρείας, τα διοικητικά όργανα της εταιρείας χάνουν την εξουσία τους, ενώ ο διορισμένος σύνδικος της πτώχευσης διαχειρίζεται και χρησιμοποιεί τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας σε πτώχευση και διαθέτει τα εταιρικά κεφάλαια που είναι κατατεθειμένα σε τραπεζικούς λογαριασμούς. Ο διαχειριστής διοργανώνει την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας σε πτώχευση και τα πωλεί ή τα μεταβιβάζει στους πιστωτές. Για την πώληση διαφορετικών ειδών περιουσιακών στοιχείων ισχύουν διαφορετικές διαδικασίες. Για παράδειγμα, τα ακίνητα ή τα ενυπόθηκα περιουσιακά στοιχεία, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία αξίας τουλάχιστον 250 φορές μεγαλύτερης από το ποσό της βασικής κοινωνικής παροχής εκποιούνται σε δημόσιο πλειστηριασμό, ενώ τα αναλώσιμα πράγματα πωλούνται στην αγοραία αξία τους. Η διαδικασία και η τιμή πώλησης των άλλων περιουσιακών στοιχείων καθορίζονται από τη συνέλευση των πιστωτών της εταιρείας σε πτώχευση. Επιπλέον, για την πώληση ορισμένων ειδών περιουσιακών στοιχείων ισχύουν πρόσθετες κανονιστικές απαιτήσεις (όπως τα χρεόγραφα και τα ραδιενεργά υλικά).

Όταν μια εταιρεία βρίσκεται σε αναδιάρθρωση, τα διοικητικά όργανα της εταιρείας εξακολουθούν να επιβλέπουν τις δραστηριότητές της και να διαθέτουν τα περιουσιακά της στοιχεία, ωστόσο πρέπει να τηρούν το εγκεκριμένο σχέδιο αναδιάρθρωσης. Κατά τη διάρκεια της αναδιάρθρωσης, οι δραστηριότητες των διοικητικών οργάνων της εταιρείας επιτηρούνται από τον διαχειριστή της αναδιάρθρωσης που έχει διοριστεί από το δικαστήριο. Από την κίνηση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης έως την επικύρωση του σχεδίου αναδιάρθρωσης (δηλαδή, κατά την προπαρασκευή του σχεδίου αναδιάρθρωσης), απαγορεύεται χωρίς την άδεια του δικαστηρίου η πώληση, μεταβίβαση της κυριότητας ή η δωρεάν παραχώρηση της εταιρείας ή μέρους αυτής, των πάγιων περιουσιακών στοιχείων της, των ακινήτων που κατατάσσονται ως βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις ή εμπράγματων δικαιωμάτων της, ενώ η εταιρεία σε αναδιάρθρωση δεν επιτρέπεται να παρέχει εγγυήσεις ή ασφάλειες ή άλλως να εξασφαλίζει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τρίτων.

Φυσικό πρόσωπο σε πτώχευση δεν επιτρέπεται να διαθέτει τα περιουσιακά στοιχεία του. Τα περιουσιακά στοιχεία πτωχεύσαντος φυσικού προσώπου διατίθενται από τον σύνδικο της πτώχευσης βάσει του δικαστικά εγκεκριμένου σχεδίου για την αποκατάσταση της φερεγγυότητας του φυσικού προσώπου. Φυσικό πρόσωπο που κηρύσσεται σε πτώχευση μπορεί να κάνει χρήση μόνον του μηνιαίου ποσού που διατίθεται για την κάλυψη των βασικών του αναγκών, καθώς και των αναγκαίων κεφαλαίων για τη συνέχιση των δραστηριοτήτων του. Το αναγκαίο ποσό για την κάλυψη των βασικών αναγκών κατά την περίοδο από την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας έως την έγκριση του σχεδίου αποκατάστασης της φερεγγυότητας ορίζεται από το δικαστήριο μετά την επικύρωση του σχεδίου αποκατάστασης της φερεγγυότητας, το εν λόγω ποσό προσδιορίζεται στο σχέδιο.

Κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας για φυσικό πρόσωπο, η αναγκαία εκποίηση περιουσιακών στοιχείων για την ικανοποίηση των πιστωτών οργανώνεται από τον σύνδικο της πτώχευσης σύμφωνα με τη σειρά και τις προθεσμίες που καθορίζονται στο σχέδιο αποκατάστασης της φερεγγυότητας. Λαμβανομένης υπόψη της τιμής εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων που προσδιορίζεται στο σχέδιο αποκατάστασης της φερεγγυότητας και της αγοραίας αξίας των περιουσιακών στοιχείων που εκποιούνται, η αρχική τιμή πώλησης εγκρίνεται από τη συνέλευση των πιστωτών. Η πώληση περιουσιακών στοιχείων σε τιμή χαμηλότερη από αυτή που προσδιορίζεται στο σχέδιο αποκατάστασης της φερεγγυότητας μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον με τη συναίνεση του πτωχεύσαντος φυσικού προσώπου.

Τα ακίνητα και τα ενυπόθηκα περιουσιακά στοιχεία εκποιούνται σε δημόσιο πλειστηριασμό (εκτός από τα περιουσιακά στοιχεία με αρχική τιμή εκποίησης χαμηλότερη από το κόστος της διοργάνωσης δημόσιου πλειστηριασμού). Η τιμή εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων που δεν κατέστη δυνατόν να εκποιηθούν σε δύο δημόσιους πλειστηριασμούς, καθώς και η τιμή και η διαδικασία εκποίησης των άλλων περιουσιακών στοιχείων καθορίζονται από τη συνέλευση των πιστωτών. Τα περιουσιακά στοιχεία που δεν εκποιήθηκαν μπορούν να παραδοθούν στους πιστωτές κατόπιν αιτήματός τους και με τη συναίνεση της συνέλευσης των πιστωτών.

Όταν ανήλικα τέκνα (συμπεριλαμβανομένων των θετών) και/ή πρόσωπα υπό κηδεμονία/επιμέλεια συγκατοικούν με φυσικό πρόσωπο, η μοναδική τους κατοικία (ενυπόθηκη ή μη) μπορεί να πωληθεί, βάσει δικαστικής απόφασης, μόνο αφού παρέλθουν 6 μήνες από την επικύρωση του σχεδίου. Κατά το διάστημα αυτό, το φυσικό πρόσωπο πρέπει να αγοράσει ή να μισθώσει νέα κατοικία. Φυσικό πρόσωπο δικαιούται να συμφωνήσει με τον ενυπόθηκο δανειστή ότι στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας θα διατηρήσει την κυριότητα του ενυπόθηκου ακινήτου (συνήθως της κατοικίας του). Σε μια τέτοια περίπτωση, το ακίνητο δεν μπορεί να πωληθεί.

Πρόσθετες κανονιστικές απαιτήσεις ισχύουν ως προς τη διαδικασία εκποίησης συγκεκριμένων ειδών περιουσιακών στοιχείων (όπως χρεογράφων και ραδιενεργών υλικών).

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Με την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας σε βάρος εταιρείας, οι επιχειρηματικές της δραστηριότητες κατά κανόνα περατώνονται, και επομένως δεν μπορούν να ανακύψουν από αυτές νέες απαιτήσεις όσον αφορά την εταιρεία. Εάν μια εταιρεία συνεχίζει τις δραστηριότητές της μετά την κήρυξη της πτώχευσης (αυτό είναι εφικτό όταν οι δραστηριότητες μειώνουν τις ζημίες), οι απαιτήσεις που απορρέουν από τις εν λόγω δραστηριότητες καλύπτονται από τα έσοδα που προκύπτουν από αυτές. Οι απαιτήσεις που δεν κατέστη δυνατό να καλυφθούν από τα εν λόγω έσοδα αποτελούν απαιτήσεις της τρίτης τάξης και ικανοποιούνται σύμφωνα με τη γενική διαδικασία (βλ., επίσης την απάντηση στην ερώτηση 13).

Οι απαιτήσεις που ανακύπτουν μετά την έναρξη της αναδιάρθρωσης εταιρείας ικανοποιούνται σύμφωνα με τη γενική διαδικασία, διότι η νομοθεσία δεν περιλαμβάνει σχετικές ειδικές διατάξεις.

Έπειτα από την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας σε βάρος φυσικού προσώπου, το δικαστήριο κάνει δεκτές και επαληθεύει τις τυχόν απαιτήσεις πιστωτών που σχετίζονται με την αυτοαπασχόληση και/ή τις αγροτικές δραστηριότητες του πτωχεύσαντος, καθώς και τις οικονομικές υποχρεώσεις που έχει αναλάβει ο πτωχεύσας για να διεξαγάγει τις εν λόγω δραστηριότητες και/ή να εκτελέσει τις πτωχευτικές διαδικασίες. Μετά την επαλήθευση των εν λόγω απαιτήσεων, ενημερώνεται το σχέδιο αποκατάστασης της φερεγγυότητας του φυσικού προσώπου. Άλλες απαιτήσεις που αναγγέλλονται μετά την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας σε βάρος φυσικού προσώπου ικανοποιούνται στο πλαίσιο της γενικής διαδικασίας, διότι η νομοθεσία δεν περιλαμβάνει σχετικές ειδικές διατάξεις.

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

Στην περίπτωση της πτώχευσης εταιρειών και φυσικών προσώπων και στην περίπτωση της αναδιάρθρωσης εταιρείας, το δικαστήριο που κινεί την πτώχευση ή την αναδιάρθρωση ορίζει προθεσμία κατά τη διάρκεια της οποίας οι πιστωτές μπορούν να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους στον διορισμένο σύνδικο της πτώχευσης ή τον διαχειριστή της αναδιάρθρωσης και να υποβάλουν τα συναφή αποδεικτικά στοιχεία για τη στοιχειοθέτηση των εν λόγω απαιτήσεων. Για την εταιρική πτώχευση ή αναδιάρθρωση ορίζεται προθεσμία έως 45 ημερών, ενώ για την πτώχευση φυσικού προσώπου ορίζεται προθεσμία τουλάχιστον 15 ημερών και έως 30 ημερών. Ο διορισμένος σύνδικος/διαχειριστής ελέγχει τις απαιτήσεις που έχουν αναγγελθεί και, αν δεν υπάρχουν αντιρρήσεις ως προς την ύπαρξη ή το ποσό αυτών, τις υποβάλλει στο δικαστήριο προς επαλήθευση. Αντιρρήσεις κατά των απαιτήσεων ή μέρους αυτών από τον σύνδικο/διαχειριστή επιλύονται από το δικαστήριο. Η δικαστική απόφαση με την οποία επικυρώνεται η απαίτηση πιστωτή υπόκειται σε ένδικα μέσα. Εάν αναγγελθούν απαιτήσεις μετά τη λήξη της προθεσμίας αναγγελίας που έχει ορίσει το δικαστήριο, η προθεσμία μπορεί να παραταθεί, εφόσον οι λόγοι της μη τήρησής της κριθούν βάσιμοι.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Οι απαιτήσεις των πιστωτών που είναι εξασφαλισμένες με ενέχυρο ή υποθήκη ικανοποιούνται αρχικά από τα έσοδα της εκποίησης του ενεχυριασμένου/ενυπόθηκου περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη ή με τη μεταβίβαση του ενεχυριασμένου/ενυπόθηκου περιουσιακού στοιχείου στον πιστωτή. Όταν η αξία του ενεχυριασμένου/ενυπόθηκου περιουσιακού στοιχείου δεν επαρκεί για την κάλυψη της απαίτησης του ενεχυρούχου/ενυπόθηκου πιστωτή, το εναπομένον μέρος της απαίτησης που δεν έχει ικανοποιηθεί αποτελεί απαίτηση τρίτης τάξης στις εταιρικές πτωχεύσεις και απαίτηση δεύτερης τάξης στις αναδιαρθρώσεις και στις πτωχεύσεις φυσικού προσώπου. Σε περίπτωση πτώχευσης φυσικού προσώπου μπορεί να καταρτιστεί συμφωνία για τη μη εκποίηση ενυπόθηκου ακινήτου. Σε αυτή την περίπτωση, το σχέδιο αποκατάστασης της φερεγγυότητας ορίζει μηνιαίες πληρωμές στον ενυπόθηκο πιστωτή.

Εάν από την εκποίηση των ενεχυριασμένων/ενυπόθηκων περιουσιακών στοιχείων προκύπτουν περισσότερα έσοδα από τα αναγκαία για τον συμβιβασμό με τον ενεχυρούχο/ενυπόθηκο πιστωτή, τα εναπομένοντα έσοδα διανέμονται για την πληρωμή των απαιτήσεων άλλων πιστωτών.

Οι απαιτήσεις των άλλων πιστωτών ικανοποιούνται σύμφωνα με την κατάταξη των απαιτήσεων και τα στάδια.

Στην εταιρική πτώχευση, οι απαιτήσεις των πιστωτών ικανοποιούνται σε δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο, οι απαιτήσεις των πιστωτών πληρώνονται άτοκα και χωρίς ποινές υπερημερίας τόκοι και ποινές υπερημερίας καταβάλλονται στο δεύτερο στάδιο. Σε κάθε στάδιο, οι απαιτήσεις των πιστωτών κάθε επόμενης τάξης ικανοποιούνται μετά την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων πιστωτών της προηγούμενης τάξης. Εάν τα περιουσιακά στοιχεία δεν επαρκούν για την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων μιας τάξης σε ένα στάδιο, οι εν λόγω απαιτήσεις πρέπει να ικανοποιηθούν αναλογικά με το ποσό που οφείλεται σε κάθε πιστωτή.

Στην πρώτη τάξη υπάγονται οι εργατικές απαιτήσεις που απορρέουν από την εργασιακή σχέση οι απαιτήσεις αποζημίωσης λόγω ακρωτηριασμού ή άλλης σωματικής βλάβης, επαγγελματικής ασθένειας ή θανάτου λόγω εργατικού ατυχήματος (οι εν λόγω απαιτήσεις μπορούν να καλυφθούν από το Ταμείο Εγγυήσεων) και οι απαιτήσεις αγροτικών επιχειρήσεων με αίτημα των πληρωμή πωληθέντων γεωργικών προϊόντων (έως 40 τοις εκατό των εν λόγω απαιτήσεων μπορεί να πληρωθεί από τα δημοσιονομικά κονδύλια που διατίθενται από το Υπουργείο Γεωργίας για τον εν λόγω σκοπό).

Στη δεύτερη τάξη υπάγονται οι απαιτήσεις για φόρους και άλλες εισφορές στον προϋπολογισμό του κράτους και των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και οι απαιτήσεις για υποχρεωτικές εισφορές ασφάλισης υγείας οι απαιτήσεις από κρατικά δάνεια και δάνεια που είναι εξασφαλισμένα με εγγύηση του κράτους ή οργανισμού εγγυήσεων ο οποίος τελεί υπό την εγγύηση του κράτους και οι απαιτήσεις που σχετίζονται με στήριξη που παρασχέθηκε με κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κονδύλια του κρατικού προϋπολογισμού.

Όλες οι άλλες απαιτήσεις πιστωτών υπάγονται στην τρίτη τάξη.

Στην εταιρική αναδιάρθρωση, οι απαιτήσεις των πιστωτών ικανοποιούνται σε δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο, οι απαιτήσεις των πιστωτών πληρώνονται άτοκα και χωρίς ποινές υπερημερίας τόκοι και ποινές υπερημερίας καταβάλλονται στο δεύτερο στάδιο.

Στην πρώτη τάξη υπάγονται οι εργατικές απαιτήσεις που απορρέουν από την εργασιακή σχέση οι απαιτήσεις αποζημίωσης λόγω ακρωτηριασμού ή άλλης σωματικής βλάβης, επαγγελματικής ασθένειας ή θανάτου λόγω εργατικού ατυχήματος οι απαιτήσεις φυσικών και νομικών προσώπων τα οποία αξιώνουν πληρωμή για αγροτικά προϊόντα που παρέδωσαν προς επεξεργασία και οι απαιτήσεις πιστωτών που είναι εξασφαλισμένες με ενέχυρο και/ή υποθήκη και δεν υπερβαίνουν την αξία των περιουσιακών στοιχείων που έχουν ενεχυριαστεί/υποθηκευθεί και δεν διατίθενται προς πώληση κατά τη διάρκεια της αναδιάρθρωσης.

Στη δεύτερη τάξη υπάγονται οι εναπομένουσες απαιτήσεις πιστωτών, εκτός από τις απαιτήσεις της τρίτης τάξης και τις εξασφαλισμένες απαιτήσεις, όταν τα ενεχυριασμένα/υποθηκευμένα περιουσιακά στοιχεία δεν προσφέρονται προς πώληση κατά τη διάρκεια της αναδιάρθρωσης.

Οι απαιτήσεις από δάνεια που χορηγήθηκαν κατά τη διάρκεια της αναδιάρθρωσης και δεν είναι εξασφαλισμένες ικανοποιούνται μετά τη διευθέτηση των απαιτήσεων της πρώτης τάξης και πριν από τη διευθέτηση αυτών της δεύτερης τάξης.

Στην τρίτη τάξη υπάγονται οι μη εργατικές απαιτήσεις εταίρων της επιχείρησης υπό αναδιάρθρωση που κατέστησαν πιστωτές της επιχείρησης πριν από την κίνηση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης και που, μόνοι ή με άλλους εταίρους, έχουν τον έλεγχο της εταιρείας που υπόκειται σε αναδιάρθρωση.

Σε κάθε στάδιο, οι απαιτήσεις των πιστωτών κάθε επόμενης τάξης ικανοποιούνται μετά την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων πιστωτών της προηγούμενης τάξης. Εάν τα περιουσιακά στοιχεία δεν επαρκούν για την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων μιας τάξης σε ένα στάδιο, οι εν λόγω απαιτήσεις πρέπει να ικανοποιηθούν αναλογικά με το ποσό που οφείλεται σε κάθε πιστωτή.

Στην πτώχευση φυσικού προσώπου, οι απαιτήσεις των πιστωτών ικανοποιούνται σε δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο, οι απαιτήσεις των πιστωτών πληρώνονται άτοκα και χωρίς ποινές υπερημερίας τόκοι και ποινές υπερημερίας καταβάλλονται στο δεύτερο στάδιο.

Στην πρώτη τάξη υπάγονται οι εργατικές απαιτήσεις που απορρέουν από την εργασιακή σχέση οι απαιτήσεις αποζημίωσης λόγω ακρωτηριασμού ή άλλης σωματικής βλάβης, επαγγελματικής ασθένειας ή θανάτου λόγω εργατικού ατυχήματος (οι εν λόγω απαιτήσεις μπορούν να καλυφθούν από το Ταμείο Εγγυήσεων) οι χρηματικές απαιτήσεις για διατροφή τέκνου και οι απαιτήσεις αγροτικών επιχειρήσεων με αίτημα των πληρωμή πωληθέντων γεωργικών προϊόντων (οι εν λόγω απαιτήσεις μπορούν να καταβληθούν από ειδικά κονδύλια που τηρεί το Υπουργείο Γεωργίας της Λιθουανίας για τον εν λόγω σκοπό).

Μεταξύ της πρώτης και δεύτερης τάξης υπάγονται οι απαιτήσεις πιστωτών που απορρέουν από αυτοαπασχόληση και/ή αγροτικές δραστηριότητες κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας σε βάρος φυσικού προσώπου και οι απαιτήσεις που απορρέουν από οφειλές σχετιζόμενες με έξοδα της αυτοαπασχόλησης ή τα έξοδα διαχείρισης της πτώχευσης.

Όλες οι άλλες απαιτήσεις πιστωτών υπάγονται στη δεύτερη τάξη.

Σε κάθε στάδιο, οι απαιτήσεις των πιστωτών κάθε επόμενης τάξης ικανοποιούνται μετά την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων πιστωτών της προηγούμενης τάξης. Εάν τα περιουσιακά στοιχεία δεν επαρκούν για την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων μιας τάξης σε ένα στάδιο, οι εν λόγω απαιτήσεις πρέπει να ικανοποιηθούν αναλογικά με το ποσό που οφείλεται σε κάθε πιστωτή.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

Κατά τη διάρκεια της εταιρικής πτωχευτικής διαδικασίας, μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία με τους πιστωτές. Με την υπογραφή τέτοιου διακανονισμού, περατώνεται η πτωχευτική διαδικασία και η εταιρεία συνεχίζει τις συνήθεις εργασίες της ενώ υλοποιεί τον διακανονισμό.

Στην εταιρική πτώχευση, διακανονισμός με τους πιστωτές είναι εφικτός σε οποιοδήποτε στάδιο της πτωχευτικής διαδικασίας πριν από την έναρξη ισχύος της δικαστικής απόφασης που θέτει σε εκκαθάριση την εταιρεία λόγω πτώχευσης. Τέτοιος διακανονισμός μπορεί να προταθεί από τους πιστωτές, τον σύνδικο και τους ιδιοκτήτες της εταιρείας. Ο σύνδικος της πτώχευσης πρέπει να προτείνει διακανονισμό με τους πιστωτές πριν από την έναρξη της είσπραξης από τα περιουσιακά στοιχεία του ιδιοκτήτη επιχείρησης με απεριόριστη ευθύνη (όταν η εν λόγω επιχείρηση δεν διαθέτει περιουσιακά στοιχεία ή τα περιουσιακά της στοιχεία δεν επαρκούν για την κάλυψη των δικαστικών και διαχειριστικών εξόδων και την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών). Ο διακανονισμός πρέπει να παραθέτει τις παραχωρήσεις των πιστωτών προς την εταιρεία, τις απαιτήσεις τους, τις δεσμεύσεις της εταιρείας, τις μεθόδους και τις προθεσμίες ικανοποίησης των απαιτήσεων των πιστωτών και την ευθύνη για μη συμμόρφωση με τον συμβιβασμό.

Ο διακανονισμός με τους πιστωτές θεωρείται ότι έχει καταρτιστεί εφόσον έχει υπογραφεί από πιστωτές των οποίων οι ανεξόφλητες απαιτήσεις αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον τα δύο τρίτα της αξίας του συνόλου των εναπομενουσών ανεξόφλητων απαιτήσεων πριν από την ημερομηνία του διακανονισμού. Ο διακανονισμός επικυρώνεται από το δικαστήριο ή τον συμβολαιογράφο στην εξωδικαστική πτωχευτική διαδικασία.

Στην περίπτωση της εταιρικής αναδιάρθρωσης και της πτώχευσης φυσικού προσώπου, δεν είναι εφικτός ο διακανονισμός με τους πιστωτές, ωστόσο η διαδικασία αναδιάρθρωσης μπορεί να περατωθεί, ενώ η πτωχευτική διαδικασία σε βάρος φυσικού προσώπου μπορεί να αρθεί, αν οι πιστωτές παραιτηθούν από τις απαιτήσεις τους ή ο οφειλέτης εξοφλήσει όλες τις απαιτήσεις πιστωτών που έχουν επαληθευθεί από το δικαστήριο και περιλαμβάνονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης ή το σχέδιο αποκατάστασης της φερεγγυότητας του φυσικού προσώπου.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Μετά την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση, η εταιρεία τίθεται σε εκκαθάριση και διαγράφεται από το Μητρώο Νομικών Προσώπων. Τυχόν εναπομένουσες ανεξόφλητες απαιτήσεις των πιστωτών δεν διευθετούνται. Τυχόν εταιρικά περιουσιακά στοιχεία που ανακύπτουν μετά την εκκαθάριση χρησιμοποιούνται για την ικανοποίηση τυχόν εναπομενουσών ανεξόφλητων απαιτήσεων πιστωτών.

Στην περίπτωση της αναδιάρθρωσης, η εταιρεία συνεχίζει τις συνήθεις εργασίες της και οι πιστωτές απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα σαν να επρόκειτο για εταιρεία που λειτουργεί κανονικά.

Μετά την ολοκλήρωση της πτωχευτικής διαδικασίας για φυσικό πρόσωπο, οι πιστωτές δικαιούνται να απαιτήσουν από το φυσικό πρόσωπο την ικανοποίηση τυχόν εναπομενουσών ανεξόφλητων απαιτήσεων για αποζημίωση λόγω ακρωτηριασμού ή άλλης σωματικής βλάβης, για κεφάλαια που αφορούν τη διατροφή τέκνου, την πληρωμή προστίμων στο δημόσιο για τυχόν διοικητικές παραβάσεις ή ποινικά αδικήματα του φυσικού προσώπου και την αποζημίωση της ζημίας που προκλήθηκε από ποινικά αδικήματα, καθώς και την ικανοποίηση τυχόν εναπομενουσών ανεξόφλητων απαιτήσεων που είναι εξασφαλισμένες με ενέχυρο ή υποθήκη (αν η ενεχυριασμένη περιουσία δεν εκποιήθηκε κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας). Άλλες απαιτήσεις πιστωτών που περιλαμβάνονται στο σχέδιο αποκατάστασης της φερεγγυότητας και παραμένουν ανεξόφλητες διαγράφονται και οι πιστωτές χάνουν το δικαίωμά τους να ζητήσουν ικανοποίηση αυτών.

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Στην εταιρική πτώχευση, τα διαχειριστικά έξοδα καλύπτονται από τα κεφάλαια της εταιρείας, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων που προκύπτουν στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας. Όταν μια εταιρεία δεν διαθέτει κεφάλαια ή τα κεφάλαια αυτής δεν επαρκούν για να καλύψουν τα έξοδα διαχείρισης της πτώχευσης, αυτά μπορούν να καταβληθούν από το πρόσωπο που κατέθεσε την αίτηση πτώχευσης ή μπορεί να διοριστεί σύνδικος πτώχευσης ο οποίος συμφωνεί να αναλάβει τον κίνδυνο ότι τα κεφάλαια που θα αποκτηθούν κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας ενδέχεται να μην επαρκούν για την κάλυψη των δικαστικών και διαχειριστικών εξόδων, στην περίπτωση δε αυτή τα έξοδα διαχείρισης της πτώχευσης θα καταβληθούν από πόρους του συνδίκου.

Κατά την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας σε βάρος εταιρείας, το δικαστήριο ορίζει ένα χρηματικό ποσό το οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσει ο σύνδικος για να καλύψει τα διαχειριστικά έξοδα της εταιρείας που κηρύσσεται σε πτώχευση έως την έγκριση της εκτίμησης των διαχειριστικών εξόδων από τη συνέλευση των πιστωτών. Για τα μεταγενέστερα διαστήματα, η εκτίμηση των εξόδων διαχείρισης της πτώχευσης εγκρίνεται από τη συνέλευση των πιστωτών της εταιρείας σε πτώχευση. Ο σύνδικος της πτώχευσης δεν έχει το δικαίωμα να υπερβεί την εγκεκριμένη εκτίμηση των διαχειριστικών εξόδων, εκτός αν για λόγους που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν απαιτείται η λήψη έκτακτων μέτρων για την προστασία των συμφερόντων της εταιρείας και των πιστωτών της.

Στην αναδιάρθρωση εταιρείας, τα διαχειριστικά έξοδα καλύπτονται από τα κεφάλαια της εταιρείας, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων που προκύπτουν στο πλαίσιο της διαδικασίας αναδιάρθρωσης.

Κατά την κίνηση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης, το δικαστήριο εγκρίνει την εκτίμηση των διαχειριστικών εξόδων για το διάστημα από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της δικαστικής απόφασης με την οποία κινείται η διαδικασία αναδιάρθρωσης έως την ημερομηνία έναρξης ισχύος της δικαστικής απόφασης που επικυρώνει το σχέδιο αναδιάρθρωσης. Το ποσό των εξόδων της αναδιάρθρωσης για το μεταγενέστερο διάστημα προσδιορίζεται στο επικυρωμένο σχέδιο αναδιάρθρωσης.

Τα έξοδα διαχείρισης της πτώχευσης φυσικού προσώπου καλύπτονται από κεφάλαια οποιουδήποτε είδους του φυσικού προσώπου, περιλαμβανομένων όσων αποκτώνται κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας. Η εκτίμηση των διαχειριστικών εξόδων της πτώχευσης εγκρίνεται και τροποποιείται από τη συνέλευση των πιστωτών, ενώ το ποσό της αμοιβής του συνδίκου της πτώχευσης προσδιορίζεται στη σύμβαση εντολής μεταξύ του φυσικού προσώπου και του συνδίκου της πτώχευσης.

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

Κάθε συναλλαγή του οφειλέτη η οποία παραβιάζει τα δικαιώματα των πιστωτών μπορεί να προσβληθεί από τον διορισμένο διαχειριστή αφερεγγυότητας ή μεμονωμένο πιστωτή με παυλιανή αγωγή εντός προθεσμίας ενός έτους, η οποία ξεκινά από την ημέρα κατά την οποία η συναλλαγή κατέστη γνωστή ή θα έπρεπε να έχει καταστεί γνωστή. Για να προσβληθεί επιτυχώς συναλλαγή με παυλιανή αγωγή, απαιτείται η συνδρομή όλων των παρακάτω προϋποθέσεων:

  1. ο πιστωτής πρέπει να διαθέτει βέβαιη και έγκυρη απαίτηση, δηλαδή ο οφειλέτης πρέπει να μην έχει εκπληρώσει την υποχρέωση στο σύνολό της ή να μην την έχει εκπληρώσει προσηκόντως
  2. η προσβαλλόμενη συναλλαγή πρέπει να παραβιάζει τα δικαιώματα του πιστωτή. Τα δικαιώματα του πιστωτή παραβιάζονται όταν η συναλλαγή καθιστά αφερέγγυο τον οφειλέτη ή όταν φερέγγυος οφειλέτης δίνει προτεραιότητα σε άλλον πιστωτή ή όταν η συναλλαγή, παρότι δεν καθιστά αφερέγγυο τον οφειλέτη, μεταβάλλει (μειώνει) την ικανότητα του οφειλέτη να εκπληρώσει την υποχρέωσή του έναντι του πιστωτή, για παράδειγμα, μειώνει την αξία των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη (η εν λόγω κατάσταση μπορεί να προκύψει, για παράδειγμα, όταν το αντίτιμο της πώλησης περιουσιακού στοιχείου είναι σημαντικά χαμηλότερο από την αγοραία αξία του)
  3. ο οφειλέτης δεν ήταν υποχρεωμένος να συνάψει την επίμαχη συναλλαγή
  4. ο οφειλέτης δεν ενήργησε καλόπιστα, επειδή γνώριζε ότι η συναλλαγή θα παραβίαζε τα δικαιώματα των πιστωτών
  5. ο τρίτος που συνήψε τη διμερή συναλλαγή με τον οφειλέτη με χρηματικό αντάλλαγμα δεν ενήργησε καλόπιστα.

Επιπλέον, κατά τη διάρκεια πτώχευσης ή αναδιάρθρωσης, η διάθεση της περιουσίας του οφειλέτη περιορίζεται από τον νόμο (βλ. επίσης την απάντηση στην ερώτηση 10) και οι συναλλαγές του οφειλέτη που καταρτίστηκαν κατά παράβαση των εν λόγω περιορισμών είναι άκυρες από την ημερομηνία της κατάρτισής τους.

Τελευταία επικαιροποίηση: 09/06/2020

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Η πρωτότυπη γλωσσική έκδοση γαλλικά αυτής της σελίδας τροποποιήθηκε πρόσφατα. Η γλωσσική έκδοση που βλέπετε τώρα βρίσκεται στο στάδιο της μετάφρασης.

Αφερεγγυότητα/πτώχευση - Λουξεµβούργο

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου γνωρίζει οκτώ διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Τρεις από αυτές αφορούν αποκλειστικά τους εμπόρους (φυσικά και νομικά πρόσωπα):

  1. Η πτωχευτική διαδικασία, όπως προβλέπεται από τον εμπορικό κώδικα, συνιστά μια διαδικασία που αποσκοπεί στη ρευστοποίηση της περιουσίας του εμπόρου που κατέστη αφερέγγυος και του οποίου η πιστοληπτική ικανότητα έχει κλονιστεί.
  2. Ο προληπτικός πτωχευτικός συμβιβασμός, όπως προβλέπεται στον νόμο της 14ης Απριλίου 1886 σχετικά με τον προληπτικό πτωχευτικό συμβιβασμό, συνιστά μια διαδικασία που μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να κινηθεί από τον οφειλέτη που πληροί τις προϋποθέσεις της πτώχευσης. Όταν ο συμβιβασμός γίνεται με εγκατάλειψη του ενεργητικού, η διαδικασία έχει ως στόχο, όπως και η διαδικασία της πτώχευσης, να επιτρέψει τη ρευστοποίηση του ενεργητικού του εμπόρου ο οποίος εγκατέλειψε το ενεργητικό του. Ωστόσο, αυτή η διαδικασία διαφέρει από την πτώχευση ως προς το γεγονός ότι ο έμπορος αποφεύγει τις συνέπειες της διαδικασίας πτώχευσης.
  3. Η διαδικασία της ελεγχόμενης διαχείρισης, όπως προβλέπεται από το διάταγμα του Μεγάλου Δουκάτου της 24ης Μαΐου 1935 σχετικά με τη θέσπιση της ελεγχόμενης διαχείρισης, συνιστά μια διαδικασία που αποσκοπεί στην αναδιοργάνωση των υποθέσεων του αιτούντος εμπόρου. Ωστόσο, αυτή η διαδικασία μπορεί επίσης να ζητηθεί και από έμπορο που επιθυμεί τη βέλτιστη δυνατή ρευστοποίηση του ενεργητικού του.

Εκτός από τις προαναφερθείσες διαδικασίες, το δίκαιο του Λουξεμβούργου προβλέπει επίσης, στα άρθρα 593 επ. του Εμπορικού Κώδικα, μια διαδικασία η οποία επιτρέπει να χορηγηθεί στον έμπορο, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, αναστολή πληρωμών.

  1. Μια τέταρτη διαδικασία μπορεί να κινηθεί αποκλειστικά από φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν την εμπορική ιδιότητα: πρόκειται για τη διαδικασία υπερχρέωσης, η οποία προβλέπεται από τον νόμο της 8ης Ιανουαρίου 2013 περί υπερχρέωσης, που αποσκοπεί στο να επιτρέψει στον αιτούντα να εξυγιάνει την οικονομική του κατάσταση μέσω της κατάρτισης ενός σχεδίου εξόφλησης των χρεών του.

Επιπλέον, υπάρχουν ειδικές διαδικασίες αφερεγγυότητας για τους συμβολαιογράφους, τα πιστωτικά ιδρύματα, τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις καθώς και τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων (αυτές αφορούν αποκλειστικά μία επαγγελματική κατηγορία ή έναν τομέα δραστηριότητας και δεν θα παρουσιαστούν στο πλαίσιο του παρόντος δελτίου).

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

1. Πτώχευση

Η πτωχευτική διαδικασία κινείται είτε με δήλωση του οφειλέτη, είτε από έναν ή περισσότερους πιστωτές, είτε αυτεπαγγέλτως.

Η δήλωση πτώχευσης πρέπει να υποβληθεί από τον έμπορο στη γραμματεία του εμπορικού τμήματος του περιφερειακού δικαστηρίου (tribunal d’arrondissement) του τόπου της κατοικίας ή της έδρας, ανάλογα με την περίπτωση, του εμπόρου. Η δήλωση του εμπόρου πρέπει να υποβληθεί εντός προθεσμίας ενός μήνα από τη χρονική στιγμή της πλήρωσης των προϋποθέσεων για την κήρυξη της πτώχευσης.

Αν ένας ή περισσότεροι δανειστές του οφειλέτη εμπόρου αποφασίσουν να κινήσουν διαδικασία πτώχευσης, πρέπει να απευθυνθούν σε δικαστικό επιμελητή ο οποίος, με σχετική κλήση του, καλεί τον έμπορο να εμφανιστεί ενώπιον του εμπορικού τμήματος του αρμόδιου περιφερειακού δικαστηρίου εντός προθεσμίας 8 ημερών (κλήση σε ορισμένη ημερομηνία) προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της ουσίας της κλήσης για την κήρυξη του εμπόρου σε πτώχευση.

Η πτωχευτική διαδικασία δύναται επίσης να κινηθεί αυτεπαγγέλτως βάσει στοιχείων που διαθέτει το δικαστήριο. Στο πλαίσιο αυτό, το δικαστήριο πρέπει να κλητεύσει, μέσω της γραμματείας, τον πτωχεύσαντα προκειμένου να του παράσχει τη δυνατότητα ακρόασης εν συμβουλίω.

Πριν από την κήρυξη της πτώχευσης εμπόρου, το εμπορικό τμήμα του αρμόδιου περιφερειακού δικαστηρίου (στο εξής «εμποροδικείο») πρέπει να επαληθεύσει αν το οικείο φυσικό πρόσωπο ή εταιρεία πληροί τις ακόλουθες τρεις προϋποθέσεις:

  • εμπορική ιδιότητα: φυσικό πρόσωπο που ασκεί κατ’ επάγγελμα (κύριο ή δευτερεύον) πράξεις που χαρακτηρίζονται από τον νόμο ως εμπορικές (για παράδειγμα, πράξεις που απαριθμούνται στο άρθρο 2 του εμπορικού κώδικα) ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει περιβληθεί μία από τις εταιρικές μορφές που προβλέπονται στον τροποποιημένο νόμο της 10ης Αυγούστου 1915 περί εμπορικών εταιρειών (για παράδειγμα: ανώνυμη εταιρεία, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, συνεταιρισμός, ...)
  • παύση πληρωμών: η παύση πληρωμών προϋποθέτει ληξιπρόθεσμες οφειλές που είναι ορισμένες, εκκαθαρισμένες και απαιτητές (για παράδειγμα: μισθοί, εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, ...) οι οφειλές υπό αίρεση ή προθεσμία και οι απλώς φυσικές ενοχές δεν αρκούν και
  • μη περαιτέρω χορήγηση πιστώσεων: ο έμπορος δεν μπορεί πλέον να λάβει πίστωση από τις τράπεζες, τους προμηθευτές ή τους πιστωτές του.

Αν και η άρνηση ή η αδυναμία πληρωμής μίας μόνο οφειλής (ανεξαρτήτως του ύψους της) που είναι ορισμένη, εκκαθαρισμένη και απαιτητή αρκεί, καταρχήν, για να κριθεί ότι πληρούται η προϋπόθεση της παύσης πληρωμών, μια πρόσκαιρη ταμειακή δυσχέρεια δεν αρκεί για την κήρυξη πτώχευσης, αν ο έμπορος είναι σε θέση να λάβει την αναγκαία πίστωση προκειμένου να συνεχίσει τις δραστηριότητές του και να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του.

2. Προληπτικός πτωχευτικός συμβιβασμός

Ο προληπτικός πτωχευτικός συμβιβασμός αφορά τον «ατυχήσαντα και καλόπιστο οφειλέτη« («débiteur malheureux et de bonne foi»). Η ύπαρξη των ιδιοτήτων αυτών εκτιμάται από το δικαστήριο βάσει των πραγματικών περιστατικών της εκάστοτε υπόθεσης.

Μετά την υποβολή της αίτησης, το εμποροδικείο αναθέτει σε έναν από τους δικαστές του να επαληθεύσει την κατάσταση του αιτούντος και να εκπονήσει έκθεση.

Βάσει αυτής της έκθεσης, το δικαστήριο μπορεί να χορηγήσει περίοδο αναστολής προκειμένου να επιτρέψει στον έμπορο να υποβάλλει συμβιβαστικές προτάσεις προς τους πιστωτές του.

3. Ελεγχόμενη διαχείριση

Ο οφειλέτης έμπορος πρέπει να υποβάλει αιτιολογημένη αίτηση στο εμποροδικείο της περιφέρειας στην οποία έχει την κύρια εγκατάστασή του ή, αν πρόκειται για εταιρεία, την έδρα του.

Για να μπορεί έμπορος να ενταχθεί στη διαδικασία της ελεγχόμενης διαχείρισης, πρέπει να έχει κλονιστεί η πιστοληπτική του ικανότητα ή να τελεί σε κίνδυνο η πλήρης εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Επιπλέον, με την αίτηση πρέπει να επιδιώκεται είτε η αναδιάρθρωση των υποθέσεων του οφειλέτη είτε η βέλτιστη δυνατή ρευστοποίηση του ενεργητικού του. Τέλος, η νομολογία απαιτεί να είναι ο οφειλέτης καλόπιστος. Στο πλαίσιο αυτό, το δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να εκτιμήσει, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, αν υπάρχει ή λείπει η απαιτούμενη καλή πίστη για τη χορήγηση αυτού του πλεονεκτήματος.

4. Υπερχρέωση

Ως υπερχρέωση φυσικού προσώπου χαρακτηρίζεται η κατάσταση κατά την οποία οφειλέτης που έχει την κατοικία του στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου αδυνατεί καταφανώς να ανταποκριθεί στο σύνολο των μη επαγγελματικών οφειλών του, ληξιπρόθεσμων ή που πρόκειται να λήξουν, καθώς και στις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει ως εγγυητής ή ως πρωτοφειλέτης για την εξόφληση των οφειλών ατομικής επιχείρησης ή εταιρείας της οποίας δεν ήταν, πραγματικά ή νομικά, διαχειριστής.

Η διαδικασία της συλλογικής ρύθμισης των οφειλών αποτελείται από 3 στάδια, και συγκεκριμένα:

  • το στάδιο της συμβατικής ρύθμισης, το οποίο διεξάγεται ενώπιον της επιτροπής διαμεσολάβησης σε περιπτώσεις υπερχρέωσης,
  • το στάδιο του δικαστικού διακανονισμού, το οποίο διεξάγεται ενώπιον του ειρηνοδικείου του τόπου κατοικίας του υπερχρεωμένου οφειλέτη,
  • και το στάδιο της προσωπικής αποκατάστασης, καλούμενης και «πτώχευσης ιδιώτη», το οποίο διεξάγεται ενώπιον του ειρηνοδικείου του τόπου κατοικίας του υπερχρεωμένου οφειλέτη.

Επισημαίνεται ότι το στάδιο της «προσωπικής αποκατάστασης», το οποίο είναι επικουρικό έναντι των άλλων δύο σταδίων της διαδικασίας συλλογικής ρύθμισης των οφειλών, μπορεί να ενεργοποιηθεί μόνο όταν ο υπερχρεωμένος οφειλέτης βρίσκεται σε ανεπανόρθωτα επισφαλή κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την αδυναμία εφαρμογής:

  • των μέτρων του σχεδίου συμβατικής ρύθμισης ή έστω
  • των μέτρων που πρότεινε η επιτροπή διαμεσολάβησης στο πλαίσιο της διαδικασίας συμβατικής ρύθμισης και
  • των μέτρων που καθορίστηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας του δικαστικού διακανονισμού.

Επισημαίνεται ακόμη ότι οι αιτήσεις υπαγωγής στη διαδικασία συμβατικής ρύθμισης των οφειλών υποβάλλονται στον πρόεδρο της επιτροπής διαμεσολάβησης.

Έντυπο αίτησης υπαγωγής στη διαδικασία συμβατικής ρύθμισης των οφειλών διατίθεται στον ιστότοπο Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροhttps://justice.public.lu/fr.html στην ακόλουθη διαδικτυακή διεύθυνση: Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροhttps://justice.public.lu/fr/creances/surendettement.html.

Επιπλέον, οι πιστωτές του υπερχρεωμένου οφειλέτη υποχρεούνται να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους στην υπηρεσία ενημέρωσης και συμβουλών για θέματα υπερχρέωσης. Έντυπο αναγγελίας απαιτήσεων διατίθεται στον ιστότοπο Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροhttps://justice.public.lu/fr.html στην ακόλουθη διαδικτυακή διεύθυνση: Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροhttps://justice.public.lu/fr/creances/surendettement.html.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

1. Πτώχευση

Από την έκδοση της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευση, ο πτωχεύσας στερείται αυτοδικαίως του δικαιώματος διαχείρισης όλων των περιουσιακών του στοιχείων, ακόμη και εκείνων που μπορεί να περιέλθουν στον ίδιο μετά την έκδοση της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευση.

Η αποστέρηση αφορά τόσο τα κινητά όσο και τα ακίνητα περιουσιακά στοιχεία του πτωχεύσαντος. Αυτός ο μηχανισμός αποσκοπεί στην προστασία των συμφερόντων των υφιστάμενων πιστωτών, που συγκροτούν την ομάδα των πιστωτών.

Γενικά, ο σύνδικος της πτώχευσης μεταβαίνει στις εγκαταστάσεις του πτωχεύσαντος προκειμένου να συντάξει απογραφή των περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται εκεί. Συναφώς, ο σύνδικος πρέπει να διακρίνει μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν πλήρως στον πτωχεύσαντα και των περιουσιακών στοιχείων επί των οποίων τρίτοι διατηρούν εμπράγματα δικαιώματα.

Στη συνέχεια, ο σύνδικος πρέπει, στο πλαίσιο της ρευστοποίησης της κινητής και ακίνητης περιουσίας, να εκποιήσει την περιουσία του πτωχεύσαντα προς το συμφέρον της ομάδας των πιστωτών. Ο σύνδικος χρειάζεται δικαστική άδεια για την εκποίηση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων. Τα κινητά και ακίνητα περιουσιακά στοιχεία εκποιούνται όπως ορίζεται από τον Εμπορικό Κώδικα. Το προϊόν της ρευστοποίησης πιστώνεται σε τραπεζικό λογαριασμό που ανοίγεται στο όνομα της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

2. Υπερχρέωση

Ο δικαστής μεριμνά ώστε να καταρτιστεί ισολογισμός της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης του οφειλέτη, να επαληθευθούν οι απαιτήσεις και να αποτιμηθούν τα στοιχεία τόσο του ενεργητικού όσο και του παθητικού.

Αφού αποφασίσει την έναρξη της διαδικασίας προσωπικής αποκατάστασης και διαπιστώσει την ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων προς ρευστοποίηση, ο δικαστής προβαίνει στη δικαστική ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.

Ο ειρηνοδίκης αποφαίνεται σχετικά με τις αμφισβητούμενες απαιτήσεις και διατάσσει τη ρευστοποίηση της προσωπικής περιουσίας του οφειλέτη. Μόνο τα αντικείμενα οικιακής χρήσης που είναι απαραίτητα για την καθημερινή διαβίωση και τα μη επαγγελματικά αντικείμενα που είναι απαραίτητα για την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας εξαιρούνται από τη ρευστοποίηση. Η δικαστική ρευστοποίηση της περιουσίας του υπερχρεωμένου οφειλέτη στο πλαίσιο της διαδικασίας προσωπικής αποκατάστασης γίνεται σύμφωνα με τον σκοπό του νόμου, που είναι η εξυγίανση της οικονομικής κατάστασης του οφειλέτη, με ταυτόχρονη παροχή σ' αυτόν και στην οικογένειά του της δυνατότητας αξιοπρεπούς διαβίωσης.

Τα δικαιώματα και οι πράξεις του οφειλέτη επί της περιουσίας του ασκούνται καθ’ όλη τη διάρκεια της εκκαθάρισης από εκκαθαριστή που διορίζει το δικαστήριο.

Ο εκκαθαριστής έχει προθεσμία 6 μηνών για την πώληση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη μέσω απευθείας πώλησης ή αναγκαστικού πλειστηριασμού.

Αποτελέσματα της διαδικασίας προσωπικής αποκατάστασης:

  1. αν το προϊόν της δικαστικής ρευστοποίησης της περιουσίας επαρκεί για την ικανοποίηση των πιστωτών: ο δικαστής κηρύσσει την περάτωση της διαδικασίας
  2. αν το προϊόν της δικαστικής ρευστοποίησης της περιουσίας δεν επαρκεί για την ικανοποίηση των πιστωτών: ο δικαστής κηρύσσει την περάτωση της διαδικασίας λόγω ανεπάρκειας ενεργητικού
  3. ο οφειλέτης δεν διαθέτει άλλα περιουσιακά στοιχεία πέραν από αντικείμενα οικιακής χρήσης που είναι απαραίτητα για την καθημερινή διαβίωσή του και από μη επαγγελματικά αντικείμενα που είναι απαραίτητα για την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας: ο δικαστής κηρύσσει την περάτωση της διαδικασίας λόγω ανεπάρκειας ενεργητικού
  4. το ενεργητικό αποτελείται μόνο από στοιχεία που στερούνται αγοραίας αξίας ή των οποίων το κόστος πώλησης θα ήταν προδήλως δυσανάλογο σε σχέση με την αγοραία αξία τους: ο δικαστής κηρύσσει την περάτωση της διαδικασίας λόγω ανεπάρκειας ενεργητικού.

Η περάτωση της διαδικασίας λόγω ανεπάρκειας ενεργητικού έχει ως αποτέλεσμα τη διαγραφή όλων των μη επαγγελματικών οφειλών του οφειλέτη.

Ωστόσο, εξαιρούνται από τη διαγραφή των μη επαγγελματικών οφειλών του οφειλέτη:

  • οι οφειλές που έχουν εξοφληθεί από εγγυητή ή συνοφειλέτη αντί του οφειλέτη
  • οι οφειλές που προβλέπονται στο άρθρο 46 του νόμου, δηλαδή οι τρέχουσες οφειλές διατροφής και οι χρηματικές αποζημιώσεις που έχουν επιδικαστεί σε θύματα εκ προθέσεως εγκλήματος βίας για τη σωματική βλάβη που υπέστησαν.

Εντούτοις, οι οφειλές που προβλέπονται στο άρθρο 46 του νόμου μπορούν να διαγραφούν στο μέτρο που ο ενδιαφερόμενος πιστωτής έχει δώσει τη συγκατάθεσή του για την άφεση, την αναδιάρθρωση ή τη διαγραφή των εν λόγων οφειλών.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

1. Πτώχευση

Από την έκδοση της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευση, ο πτωχεύσας στερείται αυτοδικαίως του δικαιώματος διαχείρισης όλων των περιουσιακών του στοιχείων, ακόμη και εκείνων που μπορεί να περιέλθουν σε αυτόν.

Από την έκδοση της προαναφερθείσας απόφασης, η διαχείριση της περιουσίας του πτωχεύσαντος ανατίθεται στον σύνδικο.

Όταν ο πτωχεύσας είναι νομικό πρόσωπο, η πτωχευτική περιουσία αποτελείται από το σύνολο του ενεργητικού και του παθητικού της εταιρείας, χωρίς να συνυπολογίζονται τα δικαιώματα που διαθέτουν οι εταίροι με την ιδιότητά τους αυτή.

Οι σύνδικοι επιλέγονται μεταξύ προσώπων που παρέχουν τις υψηλότερες δυνατές εγγυήσεις ως προς την αποτελεσματικότητα και την εντιμότητα της εκ μέρους τους διαχείρισης.

Στην πράξη, οι δικαστές του εμπορικού τμήματος του αρμόδιου περιφερειακού δικαστηρίου επιλέγουν τους συνδίκους από τον κατάλογο δικηγόρων. Εντούτοις, στην περίπτωση που το συμφέρον της πτωχευτικής διαδικασίας το απαιτεί, το δικαστήριο μπορεί επίσης να διορίσει συμβολαιογράφους ή λογιστές/ελεγκτές επιχειρήσεων.

Οι πτωχευτικές υποθέσεις, όπως όλες οι υποθέσεις που αφορούν εμπόρους, υπάγονται στην αρμοδιότητα του εμποροδικείου.

Το εμποροδικείο εκδίδει την απόφαση κήρυξης της πτώχευσης, καθορίζει την ημερομηνία της παύσης των πληρωμών, διορίζει τους διάφορους συμμετέχοντες στη διαδικασία (εισηγητή-δικαστή, σύνδικο), ορίζει την ημερομηνία της αναγγελίας των απαιτήσεων και την ημερομηνία κλεισίματος του πρακτικού επαλήθευσης των απαιτήσεων και κηρύσσει την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας.

Η διαχείριση της περιουσίας του πτωχεύσαντος ανατίθεται σε σύνδικο που διορίζεται από το δικαστήριο και ο οποίος είναι επιφορτισμένος με τη ρευστοποίηση της περιουσίας του οφειλέτη και με διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης μεταξύ των διαφόρων πιστωτών, τηρουμένων των κανόνων για τα προνόμια και τις εμπράγματες ασφάλειες.

Ο εισηγητής-δικαστής είναι επιφορτισμένος με την παρακολούθηση των διαδικασιών, της διαχείρισης και της εκκαθάρισης της πτώχευσης. Ο εισηγητής-δικαστής παρουσιάζει, σε επ’ ακροατηρίου συζήτηση, έκθεση σχετικά με τις διαφορές που μπορεί να προκύψουν και διατάσσει τα επείγοντα μέτρα που είναι αναγκαία για την προστασία και τη διατήρηση των στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας. Ο εισηγητής-δικαστής προεδρεύει επίσης των συνελεύσεων των πιστωτών του πτωχεύσαντος.

Από την κήρυξη της πτώχευσης, ο πτωχεύσας έμπορος στερείται της διαχείρισης των περιουσιακών στοιχείων του και δεν μπορεί να πραγματοποιεί πληρωμές, συναλλαγές και άλλες πράξεις επ’ αυτών.

2. Υπερχρέωση

Όσον αφορά τις υποχρεώσεις του οφειλέτη και τα αποτελέσματα της υπαγωγής των περιουσιακών του στοιχείων στη διαδικασία της συλλογικής ρύθμισης οφειλών, πρέπει να σημειωθεί ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να τηρεί προσήκουσα συμπεριφορά.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου προσήκουσας συμπεριφοράς, ο οφειλέτης υποχρεούται:

  • να συνεργάζεται με τις αρχές και τα όργανα που συμμετέχουν στη διαδικασία, αποδεχόμενος να κοινοποιεί αυτοβούλως όλες τις πληροφορίες σχετικά με την περιουσία του, τα εισοδήματά του, τις οφειλές του και τις μεταβολές που επέρχονται στην κατάστασή του,
  • να ασκεί, στο μέτρο του εφικτού, αμειβόμενη δραστηριότητα που αντιστοιχεί στις ικανότητές του,
  • να μην επιδεινώνει τον βαθμό της αφερεγγυότητάς του και να ενεργεί καλόπιστα με σκοπό τη μείωση των οφειλών του,
  • να μην ευνοεί κανέναν πιστωτή, με εξαίρεση τους δικαιούχους διατροφής ως προς τις τρέχουσες απαιτήσεις τους, τους εκμισθωτές ως προς τις τρέχουσες απαιτήσεις τους για τα μισθώματα μιας κατοικίας που αντιστοιχεί στις στοιχειώδεις ανάγκες του οφειλέτη, τους παρόχους υπηρεσιών και προϊόντων που είναι αναγκαία για μια αξιοπρεπή διαβίωση, και τους πιστωτές του που διατηρούν τρέχουσες απαιτήσεις που σχετίζονται με την εκτέλεση κατά του οφειλέτη απόφασης που επιδικάζει αποζημίωση λόγω σωματικής βλάβης απορρέουσας από εκ προθέσεως έγκλημα βίας,
  • να τηρεί τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει στο πλαίσιο της διαδικασίας.

Στη διαδικασία συμμετέχουν δύο τύποι οργάνων, ανάλογα με το αν πρόκειται για το συμβατικό στάδιο ή το δικαστικό στάδιο.

Το στάδιο της συμβατικής ρύθμισης των οφειλών διεξάγεται ενώπιον της επιτροπής διαμεσολάβησης. Η επιτροπή διαμεσολάβησης αποτελείται από μέλη τα οποία διορίζονται από τον υπουργό, περιλαμβάνει έναν πρόεδρο και έναν γραμματέα και συνεδριάζει τουλάχιστον μία φορά ανά τρίμηνο. Για να γίνουν δεκτοί στην επιτροπή διαμεσολάβησης, οι υποψήφιοι πρέπει να προσκομίσουν, μεταξύ άλλων, αντίγραφο του ποινικού τους μητρώου, ενώ, αφού διοριστούν, υποχρεούνται από τον νόμο να ενημερώνουν τον υπουργό για κάθε ποινική δίωξη ή καταδίκη εναντίον τους, ώστε να αντικατασταθούν. Τα μέλη της επιτροπής διαμεσολάβησης λαμβάνουν αποζημίωση ύψους 10 ευρώ ανά συνεδρίαση, ενώ ο πρόεδρος λαμβάνει αποζημίωση ύψους 20 ευρώ ανά συνεδρίαση.

Η επιτροπή διαμεσολάβησης αποφαίνεται, μεταξύ άλλων, για την αποδοχή των αιτήσεων υπαγωγής στη διαδικασία και το παραδεκτό των αναγγελιών απαιτήσεων, ενώ εγκρίνει ή τροποποιεί τα προσχέδια συμβατικής ρύθμισης των οφειλών που της υποβάλλονται, κατόπιν έρευνας της υπηρεσίας ενημέρωσης και συμβουλών για θέματα υπερχρέωσης (εφεξής «υπηρεσία».

Αν, εντός έξι μηνών από την απόφαση της επιτροπής για κίνηση της διαδικασίας, το προταθέν σχέδιο δεν έχει γίνει αποδεκτό από τα ενδιαφερόμενα μέρη, η επιτροπή συντάσσει πρακτικό αποτυχίας με το οποίο πιστοποιείται η αποτυχία της διαδικασίας της συμβατικής ρύθμισης. Εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης του πρακτικού αποτυχίας, ο οφειλέτης μπορεί να κινήσει διαδικασία δικαστικού διακανονισμού ενώπιον του ειρηνοδικείου του τόπου κατοικίας του. Αν ο οφειλέτης δεν υποβάλει τέτοια αίτηση εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, δεν μπορεί να κινήσει εκ νέου διαδικασία συλλογικής ρύθμισης των οφειλών του πριν από την πάροδο δύο ετών από την ημερομηνία δημοσίευσης του πρακτικού αποτυχίας στο μητρώο.

Σε περίπτωση που τεθεί σε εφαρμογή το στάδιο του δικαστικού διακανονισμού, τα μέρη καλούνται ενώπιον του ειρηνοδίκη, ο οποίος μπορεί να απαιτήσει να του κοινοποιηθούν όλα τα έγγραφα ή στοιχεία που θα του επιτρέψουν να διαπιστώσει την περιουσία του οφειλέτη (ενεργητικό και παθητικό).

Βάσει των στοιχείων που του υποβάλλονται, ο δικαστής καταρτίζει σχέδιο διακανονισμού, το οποίο περιλαμβάνει μέτρα που θα επιτρέψουν στον οφειλέτη να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του.

Το σχέδιο διακανονισμού που καταρτίζεται από τον δικαστή έχει μέγιστη διάρκεια επτά ετών και μπορεί να καταργηθεί σε περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων (κυρίως αν ο οφειλέτης δεν έχει συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που του έχουν επιβληθεί με το σχέδιο διακανονισμού).

3. Ελεγχόμενη διαχείριση

Στο πλαίσιο της διαδικασίας ελεγχόμενης διαχείρισης, ο οφειλέτης χάνει την εξουσία λήψης αποφάσεων προς όφελος των επιτρόπων, οι οποίοι επιφορτίζονται με την πραγματοποίηση απογραφής και την κατάρτιση είτε σχεδίου αναδιοργάνωσης είτε σχεδίου ρευστοποίησης και κατανομής του ενεργητικού. Συνεπώς, απαγορεύεται στον οφειλέτη να παρεμβαίνει κατά τρόπο που παρεμποδίζει την αποστολή των επιτρόπων που διορίζονται στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας.

4. Πτωχευτικός συμβιβασμός

Κατά τη διάρκεια του πτωχευτικού συμβιβασμού, ο οφειλέτης δεν μπορεί να προβεί σε πώληση, παραχώρηση υποθήκης ή ανάληψη υποχρεώσεων χωρίς την άδεια του εντεταλμένου δικαστή. Ο εντεταλμένος δικαστής, από την πλευρά του, προβαίνει σε απογραφή και ανάλυση της κατάστασης της επιχείρησης, ενώ μπορεί, εφόσον το κρίνει απαραίτητο, να διορίσει εμπειρογνώμονες για να τον συνδράμουν.

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Με εξαίρεση τη διαδικασία του πτωχευτικού συμβιβασμού, οι διάφορες διαδικασίες που προαναφέρθηκαν δεν καταργούν τα προνόμια των πιστωτών.

1. Πτωχευτικός συμβιβασμός

Οι εμπραγμάτως ασφαλισμένοι πιστωτές που συμμετέχουν στην ψηφοφορία του πτωχευτικού συμβιβασμού χάνουν την ιδιότητά τους των προνομιούχων πιστωτών (άρθρο 10 του νόμου της 14ης Απριλίου 1886).

2. Πτώχευση

«Σε περίπτωση πτώχευσης, σύμφωνα με πάγια νομολογία, από την έκδοση της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευση, δεν μπορεί να υπάρξει κανένας συμψηφισμός, ούτε εκ του νόμου ούτε δικαστικός ούτε συμβατικός, ακόμη και μεταξύ προϋφιστάμενων απαιτήσεων, αν έχουν εν τω μεταξύ απολέσει κάποια από τις τρεις ιδιότητες της ρευστότητας, του απαιτητού και της αντιταξιμότητας. Μολονότι η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση εμποδίζει τον εκ του νόμου συμψηφισμό, δεν θα πρέπει να συναχθεί ότι αυτό είναι απόλυτο ή ότι ισχύει αναδρομικά. Η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση δεν εμποδίζει τον εκ του νόμου συμψηφισμό αν οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού πληρούνταν πριν από την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας. Το εφετείο έχει κρίνει ότι “η ύποπτη περίοδος δεν εμποδίζει τέτοιου είδους συμψηφισμό. Ο εκ του νόμου συμψηφισμός επέρχεται παρά την παύση πληρωμών. Δεν πρόκειται για πράξη του οφειλέτη, επέρχεται ανεξαρτήτως γνώσης του το άρθρο 445 του εμπορικού κώδικα δεν τον προβλέπει.”

Όσον αφορά τον δικαστικό συμψηφισμό, τέτοιος συμψηφισμός δεν μπορεί να επιβληθεί μετά την έναρξη συλλογικής διαδικασίας. Εντούτοις, μπορεί να επέλθει κατά τη διάρκεια της ύποπτης περιόδου, υπό την προϋπόθεση ότι η απόφαση που τον επιβάλλει έχει καταστεί αμετάκλητη (αδυναμία άσκησης ένδικων μέσων). Στην περίπτωση αυτή, ο συμψηφισμός μπορεί να παραγάγει αποτελέσματα μόνο από την ημέρα έκδοσης της απόφασης.

Όσον αφορά τον συμβατικό συμψηφισμό, προφανώς δεν μπορεί να επέλθει μετά την έναρξη της συλλογικής διαδικασίας. Επιπλέον, δεν μπορεί να επέλθει κατά τη διάρκεια της ύποπτης περιόδου, διότι θεωρείται από το άρθρο 445 του εμπορικού κώδικα ως ανώμαλος τρόπος εκπλήρωσης οφειλής, με αποτέλεσμα να είναι άκυρος. [1

Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι ο νόμος της 5ης Αυγούστου 2005 για τις χρηματοοικονομικές εγγυήσεις προβλέπει ειδικές εξαιρέσεις από τους προαναφερθέντες κανόνες όσον αφορά, για παράδειγμα, τις ρήτρες συμψηφισμού που έχουν συναφθεί μεταξύ των μερών κατά την ημέρα έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας [ή ακόμα και μετά την έναρξη της διαδικασίας (βλ. άρθρα 18 και επόμενα του νόμου της 5ης Αυγούστου 2005 ια τις χρηματοοικονομικές εγγυήσεις)].

3. Ελεγχόμενη διαχείριση

Σε περίπτωση ελεγχόμενης διαχείρισης, πτωχευτικού συμβιβασμού ή αναστολής πληρωμών, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί συμψηφισμός από τη στιγμή που ο οφειλέτης στερηθεί την εξουσία διάθεσης των δικαιωμάτων και των περιουσιακών στοιχείων του.


[1] «La compensation comme garantie d’une créance sur un débiteur en faillite» (Ο συμψηφισμός ως εξασφάλιση απαίτησης έναντι οφειλέτη υπό πτώχευση), Pierre HURT, J.T. 2010, σελ. 30.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Μία από τις πρώτες δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο σύνδικος μετά την έναρξη της πτώχευσης είναι η διαχείριση των ισχυουσών συμβάσεων που έχουν συναφθεί πριν από την κήρυξη της πτώχευσης. Εκτός από τις συμβάσεις εργασίας, οι οποίες λήγουν αυτοδικαίως την ημέρα της κήρυξης της πτώχευσης (άρθρο 12-1 του εργατικού κώδικα), γίνεται παραδοσιακά δεκτό ότι οι ισχύουσες συμβάσεις παραμένουν σε ισχύ μέχρις ότου καταγγελθούν από τον σύνδικο.

Ο σύνδικος πρέπει να εξισορροπήσει τα αντίρροπα συμφέροντα προκειμένου να αποφασίσει αν θα συνεχίσει προσωρινά την εκτέλεση των συμβάσεων ή όχι. Σε περίπτωση ύπαρξης συμβατικών ρητρών που προβλέπουν λύση της σύμβασης σε περίπτωση πτώχευσης ενός από τα μέρη, ο σύνδικος πρέπει να αποφασίσει αν θα αμφισβητήσει την ισχύ αυτών των ρητρών ή όχι (δεδομένου ότι η ισχύς αυτών των ρητρών είναι αμφισβητήσιμη για παράδειγμα, αυτές οι ρήτρες θεωρούνται άκυρες στο Βέλγιο όταν περιέχονται σε σύμβαση εμπορικής μίσθωσης).

Εν πάση περιπτώσει, ο σύνδικος είναι, καταρχήν, αυτός που επιλέγει μεταξύ της εκτέλεσης και της καταγγελίας των συμβάσεων. Σε περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος αντιδράσει επικαλούμενος αυτόματη λύση της σύμβασης λόγω της πτώχευσης, ο σύνδικος αναλαμβάνει τον κίνδυνο δικαστικής διαφοράς με αβέβαιο αποτέλεσμα και δημιουργίας νέων εξόδων που θα επιβαρύνουν την πτωχευτική περιουσία[1].


[1] Πηγές: «Les procédures collectives au Luxembourg» (Συλλογικές διαδικασίες στο Λουξεμβούργο), Yvette HAMILIUS και Brice HELLINCKX (συγγραφείς του 3ου κεφαλαίου), εκδόσεις Larcier 2014, σελ. 86.

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

1. Πτωχευτικός συμβιβασμός, πτώχευση, αναστολή πληρωμών και ελεγχόμενη διαχείριση

Κατά τις διαδικασίες του πτωχευτικού συμβιβασμού, της πτώχευσης, της αναστολής πληρωμών και της ελεγχόμενης διαχείρισης, οι πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του εμπόρου και της περιουσίας του αναστέλλονται. Αντιθέτως, , στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου δεν υπάρχει νομοθεσία που να εμποδίζει τους πιστωτές να διενεργήσουν πράξεις που αποσκοπούν στη διατήρηση της ακεραιότητας της περιουσίας του οφειλέτη τους.

Σε όλες αυτές τις διαδικασίες, ο οφειλέτης στερείται της εξουσίας ελεύθερης διάθεσης της περιουσίας του. «Από την έκδοση της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευση μέχρι την περάτωση της διαδικασίας, δεν μπορεί να ασκηθεί ένδικο βοήθημα κατά μόνου του πτωχεύσαντος αναφορικά με τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία καταλαμβάνει η αποστέρηση της εξουσίας διάθεσης.» (Λουξ. 12 Ιανουαρίου 1935, αρ. 14, σελ. 27) «Οι εγχειρόγραφοι και οι γενικώς προνομιούχοι πιστωτές δεν μπορούν, κατά τη διάρκεια της πτώχευσης, να ζητήσουν την έκδοση απόφασης καταδίκης του πτωχεύσαντος ή του συνδίκου, αλλά μπορούν να ενεργήσουν μόνο με την αναγγελία της απαίτησής τους ή με την άσκηση αγωγής για την αναγνώριση της απαίτησής τους». (Εφ. 13 Νοεμβρίου 1997, αρ. 30, σελ. 265).

Σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο, πράξεις διάθεσης μπορούν να διενεργηθούν με την έγκριση του προσώπου που έχει διοριστεί από το εμποροδικείο (σε υποθέσεις αναστολής πληρωμών ή ελεγχόμενης διαχείρισης).

Επιπλέον, η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση καθιστά τις μη ληξιπρόθεσμες οφειλές απαιτητές και διακόπτει την τοκογονία.

2. Υπερχρέωση

Σε περίπτωση συλλογικής ρύθμισης των οφειλών, η απόφαση αποδοχής της αίτησης του οφειλέτη από την επιτροπή επιφέρει αυτοδικαίως αναστολή της εφαρμογής μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της περιουσίας του οφειλέτη, με εξαίρεση τα μέτρα που αφορούν οφειλές διατροφής, αναστολή της τοκογονίας και το απαιτητό των μη ληξιπρόθεσμων οφειλών.

Σε περίπτωση αποτυχίας του συμβατικού σταδίου, ο ειρηνοδίκης ενώπιον του οποίου διεξάγεται το δικαστικό στάδιο μπορεί να αναστείλει την εφαρμογή μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης υπό τους ίδιους όρους.

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

Οι διαδικασίες που εκκρεμούν κατά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας συνεχίζονται εγκύρως από τον σύνδικο υπό την ιδιότητά του αυτή. Ωστόσο, οι διάδικοι που έχουν κινήσει τις εν λόγω δίκες πρέπει να ομαλοποιήσουν τη διαδικασία προσεπικαλώντας τον σύνδικο, ο οποίος είναι ο μόνος που νομιμοποιείται να εκπροσωπεί έγκυρα τον πτωχεύσαντα οφειλέτη.

Σε περίπτωση καταδίκης του οφειλέτη, οι πιστωτές που κίνησαν τη διαδικασία πριν από την πτώχευσή του αποκτούν τίτλο τον οποίο μπορούν να επικαλεστούν στο πλαίσιο της εκκαθάρισης της πτώχευσης. Ωστόσο, η αναγκαστική εκτέλεση του τίτλου αυτού δεν είναι εφικτή δεδομένου ότι η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση έχει ως αποτέλεσμα την αποστέρηση του οφειλέτη από τη διαχείριση της περιουσίας του.

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

1. Πτώχευση

Η δημοσίευση της πτώχευσης σε μία ή περισσότερες εφημερίδες που διανέμονται στο Λουξεμβούργο ενημερώνει τους πιστωτές για την πτώχευση του οφειλέτη τους. Στη συνέχεια, αυτοί οφείλουν να καταθέσουν στη γραμματεία του εμπορικού τμήματος του αρμόδιου περιφερειακού δικαστηρίου την αναγγελία των απαιτήσεών τους και τους σχετικούς τίτλους τους, εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση. Ο γραμματέας καταχωρίζει τις απαιτήσεις και χορηγεί απόδειξη.

Οι αναγγελίες των απαιτήσεων πρέπει να υπογράφονται και να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, το όνομα, το επώνυμο, το επάγγελμα και την κατοικία των πιστωτών, το ύψος και την αιτία της απαίτησης, καθώς και τις τυχόν εγγυήσεις και τους τίτλους που διασφαλίζουν ή αποδεικνύουν, αντίστοιχα, τις απαιτήσεις. Στη συνέχεια, πραγματοποιείται επαλήθευση των αναγγελθεισών απαιτήσεων παρουσία του συνδίκου, του πτωχεύσαντος οφειλέτη και του εισηγητή-δικαστή.

Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, αν υπάρξουν αμφισβητήσεις, μπορούν να κληθούν οι πιστωτές για να παράσχουν εξηγήσεις σχετικά με την απαίτησή τους, ώστε να εξακριβωθεί π.χ. η βασιμότητα ή το ακριβές ύψος αυτής, στο πλαίσιο κατ’ αντιμωλία εξέτασης.

Αν ο σύνδικος έχει εντοπίσει στοιχεία ενεργητικού που μπορούν να διανεμηθούν μεταξύ των πιστωτών, καλεί τους πιστωτές σε συνεδρίαση απόδοσης λογαριασμού, στην οποία οι πιστωτές μπορούν να λάβουν θέση ως προς το σχέδιο διανομής.

Σε περίπτωση ανεπάρκειας του ενεργητικού, κηρύσσεται η περάτωση της πτώχευσης.

Αν ο σύνδικος δεν εκπληρώνει τα καθήκοντά του κατά τρόπο ικανοποιητικό για τους πιστωτές, αυτοί μπορούν να απευθυνθούν στον εισηγητή-δικαστή, ο οποίος, αν το κρίνει απαραίτητο, μπορεί να αντικαταστήσει τον σύνδικο.

2. Ελεγχόμενη διαχείριση

Στο πλαίσιο της ελεγχόμενης διαχείρισης, οι επίτροποι οφείλουν να κοινοποιήσουν στους πιστωτές τις λεπτομέρειες του προτεινόμενου σχεδίου αναδιοργάνωσης ή ρευστοποίησης του ενεργητικού.

Στην περίπτωση αυτή, οι πιστωτές μπορούν να κληθούν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Εντός δεκαπέντε ημερών από την ενημέρωσή τους, οι πιστωτές οφείλουν να ενημερώσουν τη γραμματεία σχετικά με τη συμφωνία ή την αντίθεσή τους στο σχέδιο, το οποίο μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή μόνο αν εγκριθεί από περισσότερους από τους μισούς πιστωτές και οι απαιτήσεις αυτών αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ήμισυ του παθητικού.

3. Πτωχευτικός συμβιβασμός

Στο πλαίσιο του συμβιβασμού, συγκαλείται συνέλευση των πιστωτών, προκειμένου να δοθεί στους πιστωτές η δυνατότητα να συζητήσουν τις προτάσεις συμβιβασμού που έχει καταρτίσει ο εντεταλμένος δικαστής. Στο πλαίσιο αυτό, οι πιστωτές οφείλουν να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους και, επιπλέον, να δηλώσουν αν συμφωνούν ή όχι με τις εν λόγω προτάσεις συμβιβασμού.

Στη συνέχεια, οι πιστωτές μπορούν να υποβάλουν εκ νέου τις παρατηρήσεις τους κατά τη συζήτηση για την επικύρωση του συμβιβασμού. Μπορούν επίσης να ασκήσουν έφεση κατά της απόφασης επικύρωσης του συμβιβασμού, αν δεν είχαν κληθεί στη συνέλευση των πιστωτών ή είχαν καταψηφίσει τις προτάσεις συμβιβασμού.

4. Υπερχρέωση

Καταρχάς, κατά το στάδιο της συμβατικής ρύθμισης, οι πιστωτές οφείλουν να αναγγείλουν την απαίτησή τους στην υπηρεσία ενημέρωσης και συμβουλών για θέματα υπερχρέωσης. Στη συνέχεια, οι πιστωτές μπορούν να συμμετάσχουν ενεργά στην εκπόνηση σχεδίου συμβατικής ρύθμισης από την εν λόγω υπηρεσία.

Ακολούθως, η επιτροπή διαμεσολάβησης σε θέματα υπερχρέωσης συγκαλεί τους πιστωτές και τους εκθέτει τις προτάσεις που εκπονήθηκαν στο πλαίσιο της συμβατικής ρύθμισης. Στη συνέχεια, για να εγκριθεί το σχέδιο συμβατικής ρύθμισης, πρέπει να γίνει δεκτό από τουλάχιστον το εξήντα τοις εκατό των πιστωτών των οποίων οι απαιτήσεις αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το εξήντα τοις εκατό του συνόλου των απαιτήσεων. Σιωπή πιστωτή λογίζεται ως αποδοχή του σχεδίου.

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

Οι σύνδικοι της πτώχευσης εκπροσωπούν τόσο τον πτωχεύσαντα όσο και την ομάδα των πιστωτών αυτού υπό τη διττή τους αυτή ιδιότητα, δεν είναι επιφορτισμένοι μόνο με τη διαχείριση της πτωχευτικής περιουσίας, αλλά νομιμοποιούνται επίσης να προβαίνουν, ως ενάγοντες ή εναγόμενοι, σε όλες τις ενέργειες που αποσκοπούν στη διατήρηση της υπέγγυας έναντι των πιστωτών περιουσίας του οφειλέτη, καθώς και στην ανάκτηση ή την αύξηση αυτής της περιουσίας, προς το κοινό συμφέρον των εν λόγω πιστωτών. (Εφετείο, 2 Ιουλίου 1880, αρ. 2, σελ. 49).

Ο σύνδικος ασκεί τα ένδικα βοηθήματα αναφορικά με την υπέγγυα έναντι των πιστωτών περιουσία του οφειλέτη, δηλαδή τα ένδικα βοηθήματα που αποσκοπούν στην ανάκτηση, την προστασία ή την εκκαθάριση της εν λόγω περιουσίας. (Εφετείο, 25 Φεβρουαρίου 2015, αρ. 37, σελ. 483).

Όσον αφορά τις συμβάσεις που είναι σε ισχύ μετά την κήρυξη της πτώχευσης, ο σύνδικος πρέπει να αποφασίσει κατά πόσον είναι σκόπιμο να τις καταγγείλει ή αν ενδείκνυται, εφόσον παράγουν ενεργητικό, να συνεχίσει να τις εκτελεί με σκοπό την επακόλουθη εκπλήρωση υποχρεώσεων του πτωχεύσαντος.

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Όλοι οι πιστωτές πρέπει να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους, ανεξάρτητα από τη φύση της απαίτησης και από το αν είναι προνομιούχα ή όχι. Ωστόσο, από τη διαδικασία αυτή εξαιρούνται οι ομαδικές απαιτήσεις, δηλαδή εκείνες που προέκυψαν μεταγενέστερα και δημιουργήθηκαν προς το συμφέρον της πτωχευτικής διαδικασίας (για παράδειγμα: αμοιβή του συνδίκου, μισθώματα που προέκυψαν μετά την κήρυξη της πτώχευσης κ.λπ.).

Όσον αφορά τις ομαδικές απαιτήσεις, οι οποίες προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας και ως αποτέλεσμα της διαχείρισης της πτώχευσης ή της συνέχισης ορισμένων δραστηριοτήτων της πτωχεύσασας επιχείρησης, αυτές ικανοποιούνται πρώτες, πριν από τη διανομή του υπόλοιπου ενεργητικού μεταξύ των πτωχευτικών πιστωτών. Συνεπώς, οι ομαδικές απαιτήσεις ικανοποιούνται σε κάθε περίπτωση κατά προτεραιότητα έναντι των απαιτήσεων των λοιπών πιστωτών.

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

1. Πτώχευση

Στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας, η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση δημοσιεύεται με διάφορα μέσα (Τύπος, καταχώριση στο εμποροδικείο), ώστε οι δανειστές του πτωχεύσαντος οφειλέτη να λάβουν γνώση της κατάστασης και να παρουσιαστούν (άρθρο 472 του εμπορικού κώδικα).

Οι πιστωτές πρέπει στη συνέχεια να προβούν σε αναγγελία των απαιτήσεών τους στη γραμματεία του εμποροδικείου και να καταθέσουν τα δικαιολογητικά τους (άρθρο 496 του εμπορικού κώδικα).

Σχετικό έντυπο που επιτρέπει στους πιστωτές να προβούν στην αναγγελία της απαίτησής τους διατίθεται ηλεκτρονικά στην ακόλουθη διεύθυνση: Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροhttps://justice.public.lu/fr/creances/declaration-creance.html.

Οι απαιτήσεις επαληθεύονται από τον σύνδικο που είναι επιφορτισμένος με την εκκαθάριση της πτώχευσης και μπορούν να αμφισβητηθούν από αυτόν (άρθρο 500 του εμπορικού κώδικα).

Οποιαδήποτε αναγγελθείσα απαίτηση αμφισβητηθεί παραπέμπεται στο δικαστήριο.

Ωστόσο, αν υπάρχουν διαφορές οι οποίες, λόγω του αντικειμένου τους, δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του εμπορικού τμήματος του περιφερειακού δικαστηρίου, παραπέμπονται στο αρμόδιο δικαστήριο για να κριθούν επί της ουσίας τους. Επιπλέον, παραπέμπονται στο εμπορικό τμήμα του περιφερειακού δικαστηρίου, το οποίο αποφαίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 504, για το ποσό μέχρι το οποίο ο οικείος πιστωτής μπορεί να συμμετάσχει στις συνεδριάσεις του πτωχευτικού συμβιβασμού (Άρθρο 502).

2. Πτωχευτικός συμβιβασμός

Σε περίπτωση πτωχευτικού συμβιβασμού, ο οφειλέτης που αιτείται τον συμβιβασμό πρέπει να αναφέρει στην αίτησή του την ταυτότητα και τον τόπο κατοικίας των πιστωτών του, καθώς και το ύψος των απαιτήσεών τους (άρθρο 3 του νόμου της 14ης Απριλίου 1886).

Η ενημέρωση των πιστωτών πραγματοποιείται με συστημένη επιστολή (άρθρο 8 του νόμου της 14ης Απριλίου 1886). Με την επιστολή αυτή προσκαλούνται να συμμετάσχουν στη συνέλευση των πιστωτών.

Η πρόσκληση δημοσιεύεται επίσης στον Τύπο.

Στο πλαίσιο της συνέλευσης, οι πιστωτές αναγγέλλουν το ποσό των απαιτήσεών τους.

Όπως προαναφέρθηκε, οι εμπραγμάτως ασφαλισμένοι πιστωτές που συμμετέχουν στην ψηφοφορία του πτωχευτικού συμβιβασμού χάνουν την ιδιότητά τους των προνομιούχων πιστωτών (άρθρο 10 του νόμου της 14ης Απριλίου 1886).

3. Αναστολή πληρωμών

Σε περίπτωση αναστολής πληρωμών, ο οφειλέτης επίσης πρέπει να επισυνάψει κατάλογο με τα ονόματα των πιστωτών του, το ύψος των απαιτήσεών τους και την κατοικία τους.

Οι πιστωτές προσκαλούνται με συστημένη επιστολή (άρθρο 596 του εμπορικού κώδικα) και μέσω του Τύπου.

Κατά τη συνέλευση στην οποία έχουν προσκληθεί, πρέπει να αναγγείλουν το ποσό των απαιτήσεών τους (άρθρο 597 του εμπορικού κώδικα).

4. Ελεγχόμενη διαχείριση

Στην περίπτωση της ελεγχόμενης διαχείρισης δεν προβλέπεται διαδικασία αναγγελίας και αποδοχής των απαιτήσεων. Ο οφειλέτης καταγράφει στην αίτησή προς το δικαστήριο την ταυτότητα των πιστωτών του.

Αυτοί ενημερώνονται μεταγενέστερα από το δικαστήριο για το σχέδιο αναδιοργάνωσης ή ρευστοποίησης του ενεργητικού που έχει καταρτιστεί από τους διορισμένους από το δικαστήριο επιτρόπους.

5. Διαδικασία Υπερχρέωσης:

Εντός προθεσμίας ενός μήνα από τη δημοσίευση της ανακοίνωσης της συλλογικής ρύθμισης των οφειλών στο μητρώο, οι πιστωτές του υπερχρεωμένου οφειλέτη οφείλουν να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους στην υπηρεσία ενημέρωσης και συμβουλών για θέματα υπερχρέωσης.

Οι αναγγελίες των απαιτήσεων πρέπει να πληρούν τους όρους των άρθρων 6 και 7 του κανονισμού του Μεγάλου Δουκάτου, της 17ης Ιανουαρίου 2014, του για την εκτέλεση του νόμου της 8ης Ιανουαρίου 2013 περί υπερχρέωσης.

Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροΥπόδειγμα αναγγελίας παρέχεται στους πιστωτές.

Η επιτροπή διαμεσολάβησης εξετάζει το παραδεκτό των αναγγελθεισών απαιτήσεων.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Η θεμελιώδης αρχή που διέπει το πτωχευτικό δίκαιο είναι ότι κάθε πιστωτής πρέπει να λάβει μερίδιο ακριβώς ανάλογο προς το ποσό της απαίτησής του.

Ορισμένοι πιστωτές που διαθέτουν προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια ικανοποιούνται κατά προτίμηση.

Οι προνομιούχοι πιστωτές κατατάσσονται κατά σειρά προτεραιότητας που ρυθμίζεται με διατάξεις αναγκαστικού δικαίου (εκμισθωτές ακινήτων, ενυπόθηκοι δανειστές, δανειστές με ενέχυρο επί του συνόλου της επιχείρησης και κυρίως το δημόσιο υπό ευρεία έννοια).

Σε γενικές γραμμές, ο σύνδικος ανατρέχει στα άρθρα 2096 έως 2098, 2101 και 2102 του αστικού κώδικα.

Ο σύνδικος πρέπει να επαληθεύσει κάθε απαίτηση ξεχωριστά, ανατρέχοντας στις νομοθετικές διατάξεις και τη νομολογία.

Το καθαρό ενεργητικό προς διανομή μεταξύ των εγχειρόγραφων πιστωτών διανέμεται αναλογικά σύμφωνα με το άρθρο 561 πρώτο εδάφιο του εμπορικού κώδικα.

Όταν ο σύνδικος γνωρίζει το ποσό των αμοιβών που έχει καθορίσει το δικαστήριο, έχει κατατάξει τους προνομιούχους πιστωτές κατά σειρά προτεραιότητας και γνωρίζει το υπολειπόμενο ποσό προς διανομή μεταξύ των εγχειρόγραφων πιστωτών, καταρτίζει σχέδιο διανομής του ενεργητικού, το οποίο υποβάλλει στον εισηγητή-δικαστή. Σύμφωνα με το άρθρο 533 του εμπορικού κώδικα, ο σύνδικος προσκαλεί όλους τους πιστωτές στην απόδοση λογαριασμού με συστημένη επιστολή και επισυνάπτει στην πρόσκληση αντίγραφο του σχεδίου διανομής του ενεργητικού.

Ο πτωχεύσας πρέπει να προσκληθεί με κλήση από δικαστικό επιμελητή, διαφορετικά με δημοσίευμα σε εφημερίδα του Λουξεμβούργου.

Σε περίπτωση που η απόδοση λογαριασμού του συνδίκου δεν αμφισβητηθεί από πιστωτή, ο σύνδικος υποβάλλει το πρακτικό της απόδοσης λογαριασμού, το οποίο καταρτίζεται στη βάση του σχεδίου διανομής του ενεργητικού, στον εισηγητή-δικαστή και στον γραμματέα για υπογραφή.

Με την απόδοση λογαριασμού, ο σύνδικος πληρώνει τους πιστωτές.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

1. Πτώχευση

Σε περίπτωση πτώχευσης, όταν έχουν πραγματοποιηθεί οι πληρωμές, ο σύνδικος μπορεί να υποβάλει αίτημα περάτωσης, επί του οποίου εκδίδεται η απόφαση περάτωσης, η οποία, όπως δηλώνει το όνομά της, περατώνει τη διαδικασία πτώχευσης.

Σύμφωνα με το άρθρο 536 του εμπορικού κώδικα, πτωχεύσας που δεν έχει κηρυχθεί απλός ή δόλιος χρεοκόπος δεν μπορεί πλέον να διωχθεί από τους πιστωτές του, εκτός αν βελτιωθεί η οικονομική του κατάσταση εντός επτά ετών από την απόφαση που περατώνει τη διαδικασία λόγω ανεπάρκειας ενεργητικού.

Σύμφωνα με το άρθρο 586 του εμπορικού κώδικα, πτωχεύσας ο οποίος έχει εξοφλήσει πλήρως, κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, όλες τις οφειλές του, μπορεί να αποκατασταθεί, βάσει σχετικής αίτησης στο Ανώτατο Δικαστήριο.

2. Πτωχευτικός συμβιβασμός, αναστολή πληρωμών, ελεγχόμενη διαχείριση

Όσον αφορά τον πτωχευτικό συμβιβασμό, την αναστολή πληρωμών και την ελεγχόμενη διαχείριση, η απόφαση του δικαστηρίου που χορηγεί το αιτούμενο μέτρο περατώνει τη διαδικασία.

Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει στον πτωχεύσαντα οφειλέτη τόσο αστικές όσο και ποινικές κυρώσεις.

Αν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι η πτώχευση είναι συνέπεια σοβαρού και κατάφωρου παραπτώματος του πτωχεύσαντος, μπορεί να του απαγορεύσει την άσκηση εμπορικής δραστηριότητας είτε άμεσα είτε μέσω άλλου προσώπου. Αυτή η απαγόρευση περιλαμβάνει επίσης απαγόρευση της ανάληψης θέσης με εξουσίες λήψης αποφάσεων σε εταιρεία.

Μεταξύ των άλλων αστικών κυρώσεων περιλαμβάνονται, στις περιπτώσεις πτώχευσης εμπορικής εταιρείας, η δυνατότητα επέκτασης της πτώχευσης στους διαχειριστές της, καθώς και η δυνατότητα άσκησης αγωγής βάσει των άρθρων 1382 και 1383 του αστικού κώδικα (ευθύνη βάσει του κοινού δικαίου) και βάσει των άρθρων 59 και 192 του νόμου περί εμπορικών εταιρειών.

Μπορεί επίσης να επιβληθούν ποινικές κυρώσεις (για χρεοκοπία) σε βάρος του πτωχεύσαντος.

Όσον αφορά τον πτωχευτικό συμβιβασμό, ο επωφελούμενος από αυτόν οφειλέτης υποχρεούται να ικανοποιήσει τους πιστωτές του σε περίπτωση βελτίωσης της οικονομικής του κατάστασης (άρθρο 25 του νόμου της 14ης Απριλίου 1886 σχετικά με τον προληπτικό πτωχευτικό συμβιβασμό).

Ο συμβιβασμός δεν έχει καμία επίπτωση στις ακόλουθες οφειλές:

  • τους φόρους και τις λοιπές δημόσιες επιβαρύνσεις,
  • τις απαιτήσεις που εξασφαλίζονται με προνόμιο, υποθήκη ή ενέχυρο,
  • τις απαιτήσεις για οφειλόμενη διατροφή.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, οι πιστωτές λαμβάνουν, σε περίπτωση ύπαρξης ενεργητικού, είτε το πλήρες ποσό της απαίτησής τους είτε ποσοστό του ποσού της απαίτησής τους, ανάλογα με την περίπτωση, σύμφωνα με τους όρους της διανομής που ορίζονται στην απόφαση περάτωσης.

Αν ο πτωχεύσας δεν έχει κηρυχθεί απλός ή δόλιος χρεοκόπος, δεν μπορεί πλέον να διωχθεί από τους πιστωτές του, εκτός αν βελτιωθεί η οικονομική του κατάσταση εντός επτά ετών από την απόφαση περάτωσης της διαδικασίας πτώχευσης.

Οι πιστωτές μπορούν επίσης να ασκήσουν αγωγή βάσει των άρθρων 1382 και 1383 του αστικού κώδικα, επικαλούμενοι ευθύνη των διαχειριστών του πτωχεύσαντος βάσει του κοινού δικαίου, ή να ασκήσουν αγωγή βάσει των άρθρων 59 και 192 του νόμου περί εμπορικών εταιρειών (ευθύνη διευθυντών και διαχειριστών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους).

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Τα έξοδα της αίτησης πτώχευσης εντάσσονται στα έξοδα της πτωχευτικής περιουσίας.

Δεδομένου ότι πρόκειται για έξοδα που πραγματοποιήθηκαν προς το συμφέρον της πτωχευτικής διαδικασίας, τα έξοδα αυτά καταβάλλονται από την πτωχευτική περιουσία πριν ο σύνδικος διανείμει το υπόλοιπο ενεργητικό στους διάφορους πιστωτές.

Ο νόμος της 29ης Μαρτίου 1893 σχετικά με τη δικαστική συνδρομή και τη διαδικασία ελλείμματος καθορίζει στα άρθρα 1 και 2 τα διάφορα έξοδα που μπορεί να προκύψουν από τις διατυπώσεις που απαιτούνται για την διαδικασία αφερεγγυότητας και ρυθμίζει τη σειρά καταβολής τους σε περίπτωση ανεπάρκειας του ενεργητικού.

Το αρμόδιο περιφερειακό δικαστήριο καθορίζει τις αμοιβές του συνδίκου βάσει του κανονισμού του Μεγάλου Δουκάτου της 18ης Ιουλίου 2003.

Εναπόκειται στον σύνδικο να υποβάλει στο εμπορικό τμήμα του περιφερειακού δικαστηρίου δήλωση των αμοιβών και των εξόδων του βάσει του ενεργητικού που έχει ανακτηθεί.

Το άρθρο 536-1 του εμπορικού κώδικα προβλέπει στο δεύτερο εδάφιό του ότι τα έξοδα και οι αμοιβές για τις πτωχεύσεις που περατώνονται λόγω ανεπάρκειας ενεργητικού καταβάλλονται από την Υπηρεσία Έμμεσων Φόρων υπό τους όρους που καθορίζονται από τον νόμο της 29ης Μαρτίου 1893 σχετικά με τη δικαστική συνδρομή και τη διαδικασία ελλείμματος.

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

1. Πτώχευση

Η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση μπορεί να ορίσει ως χρόνο παύσης των πληρωμών του πτωχεύσαντος ημερομηνία προγενέστερη της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευση. Εντούτοις, η ημερομηνία αυτή δεν μπορεί να προηγείται της εν λόγω απόφασης περισσότερο από 6 μήνες.

Προκειμένου να διαφυλαχθούν τα συμφέροντα των πιστωτών, η περίοδος μεταξύ της παύσης των πληρωμών και της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευση χαρακτηρίζεται ως «ύποπτη περίοδος».

Ορισμένες πράξεις εντός αυτής της περιόδου που θα μπορούσαν να βλάψουν τα συμφέροντα των πιστωτών είναι άκυρες και χωρίς αποτέλεσμα. Πρόκειται κυρίως για:

  • κάθε πράξη διάθεσης από τον πτωχεύσαντα κινητού ή ακινήτου περιουσιακού στοιχείου από χαριστική αιτία, ή από επαχθή αιτία αν η τιμή διάθεσης είναι προδήλως υπερβολικά χαμηλή σε σχέση με την αξία του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου,
  • κάθε πληρωμή που έχει πραγματοποιηθεί, είτε με μετρητά είτε σε είδος, με εκχώρηση, συμψηφισμό ή άλλως, για χρέος που δεν ήταν ακόμη ληξιπρόθεσμο,
  • κάθε πληρωμή που έχει πραγματοποιηθεί με τρόπο άλλον από την καταβολή μετρητών ή εμπορικών αξιογράφων για χρέος που ήταν ληξιπρόθεσμο,
  • κάθε πράξη παραχώρησης από τον οφειλέτη εμπράγματου βάρους ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος για χρέος προγενέστερο της παύσης των πληρωμών.

Αντίθετα, άλλες πράξεις δεν είναι αυτοδίκαια άκυρες.

Ορισμένες πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν από τον πτωχεύσαντα για ληξιπρόθεσμες οφειλές και όλες οι άλλες επαχθείς δικαιοπραξίες που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της ύποπτης περιόδου μπορούν να ακυρωθούν αν αποδειχθεί ότι οι τρίτοι που έλαβαν τις πληρωμές ή που συναλλάχθηκαν με τον πτωχεύσαντα γνώριζαν ότι αυτός τελούσε σε κατάσταση παύσης πληρωμών.

Όταν ένας πιστωτής γνωρίζει ότι ο οφειλέτης του βρίσκεται σε αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του, δεν πρέπει να επιδιώκει την προνομιακή ικανοποίησή του σε βάρος της ομάδας των πιστωτών.

Οι Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυρουποθήκες και τα προνόμια που έχουν αποκτηθεί εγκύρως μπορούν να εγγραφούν μέχρι την ημέρα της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευση. Αντιθέτως, οι εγγραφές που έλαβαν χώρα εντός του δεκαημέρου πριν από την παύση των πληρωμών ή μεταγενέστερα μπορούν να κηρυχθούν άκυρες αν παρήλθαν περισσότερες από 15 ημέρες μεταξύ της ημερομηνίας της πράξης σύστασης της υποθήκης και της ημερομηνίας της εγγραφής.

Τέλος, όλες οι πράξεις ή πληρωμές που έγιναν κατ’ εξαπάτηση των πιστωτών, δηλαδή που πραγματοποιήθηκαν από τον οφειλέτη εν γνώσει της ζημίας που θα προκαλούσε στον πιστωτή (π.χ. μειώνοντας την πτωχευτική περιουσία, παραβιάζοντας τη σειρά κατάταξης των πιστωτών κ.λπ.) θεωρούνται άκυρες, ανεξάρτητα από την ημερομηνία κατά την οποία έλαβαν χώρα.

Ο θεσμός της ύποπτης περιόδου δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις χρηματοοικονομικής εγγύησης, καθώς και στις μελλοντικές απαιτήσεις που έχουν εκχωρηθεί σε οργανισμό τιτλοποίησης.

2. Πτωχευτικός συμβιβασμός

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που διεξάγεται για την επίτευξη του πτωχευτικού συμβιβασμού, ο οφειλέτης δεν μπορεί να προβεί σε πώληση, παραχώρηση υποθήκης ή ανάληψη υποχρεώσεων χωρίς την άδεια του εντεταλμένου δικαστή.

3. Ελεγχόμενη διαχείριση

Από την ημερομηνία της απόφασης που διορίζει εντεταλμένο δικαστή για την πραγματοποίηση της απογραφής της επιχείρησης, ο έμπορος δεν μπορεί, επί ποινή ακυρότητας, προβεί σε πώληση, παραχώρηση υποθήκης ή ενεχύρου, ανάληψη υποχρεώσεων ή λήψη κινητών κεφαλαιουχικών στοιχείων χωρίς έγγραφη άδεια του εντεταλμένου δικαστή.

Επισημαίνεται επίσης ότι ο νόμος σχετικά με την ελεγχόμενη διαχείριση προβλέπει ποινικές κυρώσεις για τον έμπορο ο οποίος αποκρύπτει μέρος του ενεργητικού του, διογκώνει το παθητικό του ή επιτρέπει τη συμμετοχή πιστωτών των οποίων οι απαιτήσεις εμφανίζονται διογκωμένες.

4. Υπερχρέωση

Ο δικαστής μπορεί, κατά περίπτωση, να διορίσει πρόσωπα επιφορτισμένα να παράσχουν βοήθεια κοινωνική, εκπαιδευτική ή οικονομικής διαχείρισης, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι το μέρος του εισοδήματος του οφειλέτη που δεν προορίζεται για την αποπληρωμή των χρεών του θα χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό για τον οποίο προορίζεται.

Κατά την εκπλήρωση της αποστολής τους, τα πρόσωπα αυτά νομιμοποιούνται να λάβουν κάθε μέτρο που αποσκοπεί στην αποτροπή της χρησιμοποίησης του εν λόγω εισοδήματος για σκοπούς άλλους από αυτούς για τους οποίους προορίζεται ή της βλάβης των συμφερόντων του οικογενειακού περιβάλλοντος του οφειλέτη.

Τελευταία επικαιροποίηση: 29/10/2019

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Αφερεγγυότητα/πτώχευση - Ουγγαρία

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας των νομικών προσώπων διέπονται από τον νόμο XLIX του 1991 περί των διαδικασιών πτώχευσης και εκκαθάρισης (πτωχευτικός νόμος).

Ο πτωχευτικός νόμος ρυθμίζει δύο είδη διαδικασιών αφερεγγυότητας: την πτώχευση και την εκκαθάριση.

Η πτώχευση είναι μια διαδικασία αναδιοργάνωσης που αποσκοπεί στη χορήγηση αναστολής πληρωμών στον αφερέγγυο οφειλέτη, με απώτερο σκοπό την επίτευξη ενός εκούσιου διακανονισμού και την απόπειρα κατάρτισης ενός τέτοιου διακανονισμού προκειμένου να εμπεδωθεί εκ νέου η φερεγγυότητα.

Η εκκαθάριση είναι μια διαδικασία που αποσκοπεί στην ικανοποίηση των πιστωτών σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες σε περίπτωση που ένας αφερέγγυος οφειλέτης λύεται χωρίς νόμιμο διάδοχο – στο πλαίσιο μιας διαδικασίας που αποσκοπεί στη διανομή του συνόλου του ενεργητικού της αφερέγγυας περιουσίας του οφειλέτη μεταξύ των πιστωτών. Η εκκαθάριση, ωστόσο, πρέπει να περατωθεί, αν ο οφειλέτης έχει εξοφλήσει τα χρέη του και τα έξοδα της διαδικασίας ή αν έχει καταρτιστεί εκούσιος διακανονισμός με τους πιστωτές για τη ρύθμιση των χρεών και ο διακανονισμός έχει επικυρωθεί από το δικαστήριο.

Ειδικοί κανόνες, που εν μέρει διαφοροποιούνται από τους γενικούς, προβλέπονται, για παράδειγμα, στους νόμους που διέπουν τα ουγγρικά υποκαταστήματα επιχειρήσεων που έχουν έδρα στην αλλοδαπή, τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και τις επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα (πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, ασφαλιστικές επιχειρήσεις, επενδυτικές εταιρίες, δημόσιες αποθήκες).

Δεν προβλέπεται πτωχευτική διαδικασία για τις επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα, ωστόσο οι εποπτικές αρχές μπορούν να παρέμβουν στα αρχικά στάδια του τυχόν οικονομικού τους κλονισμού για να αποτρέψουν την αφερεγγυότητα, ενώ πρέπει να συσταθούν ταμεία (Ταμείο Διακανονισμού Ζημιών, Ταμείο Προστασίας Επενδυτών, Ταμείο Ασφάλισης Καταθέσεων) για να προστατεύονται και να αποζημιώνονται οι πελάτες.

Στις επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα, η Εθνική Τράπεζα της Ουγγαρίας, υπό την ιδιότητά της ως χρηματοπιστωτικής εποπτικής αρχής, μπορεί να κινήσει δικαστική διαδικασία εκκαθάρισης, αφού ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της οικείας επιχείρησης.

Όσον αφορά τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, ισχύουν οι διατάξεις του πτωχευτικού νόμου με ορισμένες παρεκκλίσεις ως προς την πτώχευση και την εκκαθάριση των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών (σωματείων, ιδρυμάτων) οι οποίες προβλέπονται στον νόμο για τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών.

Διαδικασία διακανονισμού οφειλών των φυσικών προσώπων (πτώχευση φυσικών προσώπων)

Ο νόμος CV του 2015 περί των διακανονισμών των οφειλών των φυσικών προσώπων τέθηκε σε ισχύ την 1η Σεπτεμβρίου 2015. Σκοπός του νόμου είναι να θεσπίσει ένα νομικό πλαίσιο για τον διακανονισμό των οφειλών και επιπλέον να παράσχει πτωχευτική προστασία μέσω της συνεργασίας του οφειλέτη με τους πιστωτές του. Ο νόμος προστατεύει πρωτίστως τους ενυπόθηκους οφειλέτες, ιδίως όσους έχουν μακροχρόνιες ληξιπρόθεσμες οφειλές έναντι περισσότερων πιστωτών και επαπειλείται η αναγκαστική εκποίηση της κατοικίας τους.

Η διαδικασία κινείται εξωδικαστικά, και συντονίζεται από τον πρώτο ενυπόθηκο δανειστή. Η δικαστική διαδικασία της πτώχευσης κινείται εφόσον δεν επιτευχθεί εξωδικαστικός διακανονισμός. Στο πρώτο της στάδιο, η δικαστική διαδικασία αποσκοπεί επίσης στην επίτευξη συμφωνίας, αλλά αν αυτή δεν υπερψηφιστεί, το δικαστήριο καθορίζει τους όρους διακανονισμού των οφειλών.

Το κράτος έχει συστήσει την Υπηρεσία Αφερέγγυων Νοικοκυριών του Κράτους. Ο εν λόγω οργανισμός επιτελεί σημαντικό ρόλο στη διαδικασία του διακανονισμού των οφειλών. Η Υπηρεσία Αφερέγγυων Νοικοκυριών επαληθεύει το αν ο οφειλέτης πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις, τηρεί τα κρατικά αρχεία με τα δεδομένα της διαδικασίας και απασχολεί διαχειριστές νοικοκυριών. Οι διαχειριστές νοικοκυριών εκτελούν προπαρασκευαστικά καθήκοντα, συνεργάζονται με το δικαστήριο στο πλαίσιο του διακανονισμού οφειλών ενώπιον του δικαστηρίου, εκτελούν τις δικαστικές αποφάσεις, υποστηρίζουν τον οφειλέτη, επιτηρούν τη διαχείριση του νοικοκυριού του οφειλέτη, εκποιούν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη που έχουν εμπορική αξία και πληρώνουν τους πιστωτές.

Επιτυχής διακανονισμός των οφειλών συνεπάγεται ότι δεν μπορεί να απαιτηθεί μεταγενέστερα από τον οφειλέτη η καταβολή οφειλής που αποσβέστηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας και οι πιστωτές λαμβάνουν συγκεκριμένη αναλογία της απαίτησής τους μέσα σε προβλέψιμο χρονικό διάστημα.

Η διαδικασία του διακανονισμού των οφειλών των φυσικών προσώπων δεν έχει ενημερωθεί ακόμη σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/848 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

Σύμφωνα με τον πτωχευτικό νόμο, η πτωχευτική διαδικασία μπορεί να κινηθεί από εταιρεία-οφειλέτη, βάσει απόφασης του κύριου οργάνου της λήψης αποφάσεων, με τη χρήση ενός εντύπου – η νομική εκπροσώπηση είναι αναγκαία κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Ο οφειλέτης δεν μπορεί να υποβάλει τέτοια αίτηση αν εκκρεμεί πτωχευτική διαδικασία ή έχει εκδοθεί απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που διατάσσει την εκκαθάριση του οφειλέτη. Οι προϋποθέσεις και οι προθεσμίες για το παραδεκτό νέας αίτησης για την κίνηση διαδικασίας πτώχευσης είναι η ικανοποίηση των απαιτήσεων πιστωτών που υφίσταντο ή προέκυψαν κατά τη διάρκεια της προηγούμενης πτωχευτικής διαδικασίας, η παρέλευση δύο ετών από την τελεσίδικη περάτωση της προηγούμενης πτωχευτικής διαδικασίας ή η παρέλευση ενός έτους από την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης σε περίπτωση που η προηγούμενη αίτηση απορρίφθηκε αυτεπαγγέλτως.

Ο γενικός κανόνας είναι ότι, εάν ο οφειλέτης είναι αφερέγγυος, μπορεί να κινηθεί διαδικασία εκκαθάρισης έπειτα από αίτημα του οφειλέτη ή των πιστωτών του ή αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο στις περιπτώσεις που ορίζει ο πτωχευτικός νόμος. Ο πτωχευτικός νόμος ορίζει ρητά ποιος μπορεί να κινήσει διαδικασία εκκαθάρισης και καθορίζει τους κανόνες της διαδικασίας ανάλογα με το αν έχει κινηθεί κατόπιν αίτησης ή αυτεπαγγέλτως.

Και τα δύο είδη διαδικασιών συνιστούν συλλογικές διαδικασίες διακανονισμού οφειλών, οι πιστωτές του οφειλέτη πρέπει να μετάσχουν στη διαδικασία και όσο αυτή εκκρεμεί δεν μπορούν να επιδιώξουν την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους με άλλον τρόπο ή σε άλλη διαδικασία κατά του οφειλέτη.

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

Πτώχευση:

Αίτηση πτώχευσης μπορεί να υποβάλει το όργανο διοίκησης του οφειλέτη, ενώ είναι υποχρεωτική η εκπροσώπηση από δικηγόρο ή νομικό σύμβουλο.

Μόνο μία πτωχευτική διαδικασία μπορεί να εκκρεμεί κάθε φορά κατά του οφειλέτη, ενώ δεν μπορεί επίσης να εκκρεμεί διαδικασία εκκαθάρισής του. Εκ νέου πτωχευτική διαδικασία μπορεί να ξεκινήσει μόνο αν ο οφειλέτης έχει διακανονίσει τις οφειλές που περιλήφθηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης διαδικασίας και δεν έχουν παρέλθει δύο έτη. Αν το δικαστήριο απέρριψε αυτεπαγγέλτως την προηγούμενη αίτηση πτώχευσης για τυπικά ελαττώματα, δεν μπορεί να κινηθεί νέα πτωχευτική διαδικασία για ένα έτος.

Εκκαθάριση:

Διαδικασία εκκαθάρισης μπορεί να κινηθεί από τον οφειλέτη, πιστωτή, τον διαχειριστή προηγούμενης εκούσιας διαδικασίας εκκαθάρισης ή από δικαστήριο ή διοικητική αρχή στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος. Για παράδειγμα, διαδικασία εκκαθάρισης κινείται από το δικαστήριο στην περίπτωση που δεν καταρτίστηκε εκούσιος διακανονισμός στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας ή έχει διαταχθεί η λύση εταιρείας που τελεί σε σοβαρή παράβαση του νόμου στο πλαίσιο της νόμιμης εποπτείας που ασκεί το εμπορικό δικαστήριο.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Η πτωχευτική περιουσία του οφειλέτη απαρτίζεται από το σύνολο των υλικών και άυλων περιουσιακών στοιχείων του, όπως αυτά ορίζονται στη λογιστική νομοθεσία.

Κάθε τυχόν επαύξηση του ενεργητικού κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας επίσης ανήκει στην πτωχευτική περιουσία.

Ο οφειλέτης διατηρεί τα δικαιώματα που αφορούν τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας, υπό την επίβλεψη όμως του συνδίκου. Στην εκκαθάριση, ο οφειλέτης δεν διατηρεί τα δικαιώματα που αφορούν τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας: τα εν λόγω δικαιώματα μεταβιβάζονται στον εκκαθαριστή. Ο εκκαθαριστής είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος της επιχείρησης του οφειλέτη, καταχωρίζει και εκτιμά τις απαιτήσεις των πιστωτών, ρευστοποιεί το ενεργητικό και διανέμει το προϊόν της ρευστοποίησης μεταξύ των πιστωτών, υπό την εποπτεία του δικαστηρίου.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

Στην πτώχευση και την εκκαθάριση, οφειλέτης κατά την έννοια του πτωχευτικού νόμου μπορεί να είναι κάποιος από τους οικονομικούς φορείς που απαριθμούνται στον νόμο. Στην πτωχευτική διαδικασία, τη διαδικασία κινεί ο οφειλέτης, ο οποίος μπορεί να συνεχίσει να διεξάγει τις οικονομικές του δραστηριότητες κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Τα εκτελεστικά στελέχη και οι ιδιοκτήτες του οφειλέτη δεν υφίστανται περιορισμούς ως προς την άσκηση των δικαιωμάτων τους, μπορούν όμως να τα ασκούν μόνο στο μέτρο που δεν παραβιάζουν τα δικαιώματα που απονέμει ο νόμος στον σύνδικο. Ο οφειλέτης καταρτίζει τον πίνακα των απαιτήσεων και τις κατατάσσει σε συνεργασία με τον σύνδικο, ενώ με τη συμμετοχή του τελευταίου καταρτίζει και ένα σχέδιο και μια πρόταση για τις διαπραγματεύσεις του πτωχευτικού συμβιβασμού, ώστε να επιτευχθεί συμβιβασμός που αποσκοπεί στην αποκατάσταση ή τη διαφύλαξη της φερεγγυότητας. Ο πτωχευτικός συμβιβασμός περιέχει τη συμφωνία του οφειλέτη και των πιστωτών για τους όρους ρύθμισης των οφειλών και κάθε άλλο όρο που κρίνεται σημαντικός για την αναδιοργάνωση.

Στο πλαίσιο διαδικασίας πτώχευσης ή εκκαθάρισης και έως την έναρξη της διαδικασίας, ως πιστωτής νοείται πρόσωπο που έχει ληξιπρόθεσμες χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις που αποτιμώνται σε χρήμα οι οποίες απορρέουν από τελική και εκτελεστή απόφαση δικαστηρίου ή δημόσιας αρχής ή έχουν συνομολογηθεί ή δεν αμφισβητούνται από τον οφειλέτη. Πιστωτής είναι επίσης, στο πλαίσιο διαδικασίας πτώχευσης, κάθε πρόσωπο του οποίου απαίτηση η οποία κατέστη ληξιπρόθεσμη κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας ή η οποία θα καταστεί ληξιπρόθεσμη μετά την εν λόγω διαδικασία καταχωρίστηκε από τον σύνδικο, και, στο πλαίσιο διαδικασίας εκκαθάρισης, κάθε πρόσωπο του οποίου απαίτηση καταχωρίστηκε από τον εκκαθαριστή.

Στο πλαίσιο διαδικασίας πτώχευσης, ο σύνδικος είναι νομικό πρόσωπο που διορίζεται από το δικαστήριο με την εντολή να διεξαγάγει το έργο του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Ο σύνδικος οφείλει να αναθέσει τη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων του συνδίκου σε ένα από τα πρόσωπα που απασχολεί και το οποίο έχει τα κατάλληλα προσόντα προς τούτο. Το καθήκον του εν λόγω προσώπου είναι να εποπτεύει τις οικονομικές δραστηριότητες του οφειλέτη προς τον σκοπό της επίτευξης πτωχευτικού συμβιβασμού, έχοντας υπόψη τα συμφέροντα των πιστωτών, να καταχωρίζει σε πίνακα τις απαιτήσεις των πιστωτών, να συμβάλλει στη σύνταξη της πρότασης πτωχευτικού συμβιβασμού και να προσυπογράφει τα πρακτικά των αποφάσεων που λαμβάνονται κατά τις διαπραγματεύσεις του πτωχευτικού συμβιβασμού.

Ως εκκαθαριστής νοείται η οντότητα (νομικό πρόσωπο που νομιμοποιείται να εκτελεί τα καθήκοντα του διαχειριστή της διαδικασίας φερεγγυότητας) που έχει διοριστεί από το δικαστήριο, αποτελεί τον νόμιμο εκπρόσωπο της επιχείρησης που βρίσκεται υπό εκκαθάριση και ταυτόχρονα εγγυάται τα συμφέροντα των πιστωτών και εκτελεί τα καθήκοντα που προβλέπει ο νόμος. Η νομοθεσία προβλέπει αυστηρές προσωπικές και επαγγελματικές απαιτήσεις για τους εκκαθαριστές, περιλαμβανομένης της τακτικής επαγγελματικής επιμόρφωσης.

Ο εκκαθαριστής διορίζει έναν διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας για να διεξαγάγει τις δραστηριότητες του εκκαθαριστή.

Το όνομα του εκκαθαριστή και του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας καταχωρίζονται επίσης στο δικαστικό μητρώο νομικών προσώπων.

Οι διαδικασίες πτώχευσης και εκκαθάρισης είναι αστικές δικαστικές διαδικασίες εκούσιας δικαιοδοσίας. Στα ζητήματα που δεν ρυθμίζονται από τον πτωχευτικό νόμο, εφαρμόζονται οι κανόνες του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με τις παρεκκλίσεις που απορρέουν από τις ειδικές απαιτήσεις των διαδικασιών της εκούσιας δικαιοδοσίας. Η διαδικασία πτώχευσης διατάσσεται από το δικαστήριο, ενώ η διαδικασία εκκαθάρισης διατάσσεται από το δικαστήριο αν ο οφειλέτης κηρυχθεί αφερέγγυος ή σε άλλες περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος ή κατόπιν αιτήματος άλλου δικαστηρίου, δημόσιας αρχής ή του διαχειριστή. Κατά την έναρξη της διαδικασίας το δικαστήριο διορίζει τον σύνδικο ή τον εκκαθαριστή από τον κατάλογο των εκκαθαριστών. Όταν κινείται διαδικασία εκκαθάρισης, το δικαστήριο διορίζει —κατόπιν αιτήματος των πιστωτών— έναν εκκαθαριστή ως προσωρινό διαχειριστή για να επιτηρεί τις δραστηριότητες του οφειλέτη έως ότου διαταχθεί η εκκαθάριση.

Το δικαστήριο εκδικάζει τις ανακοπές που ασκούνται κατά μέτρων ή παραλείψεων του συνδίκου ή του εκκαθαριστή και, σε περίπτωση που μέτρο ή παράλειψη κριθεί παράνομο, το δικαστήριο διατάζει τον σύνδικο ή τον εκκαθαριστή να διεξαγάγει τις δραστηριότητές του σύμφωνα με τον νόμο, ενώ σε περίπτωση παράβασης της διαταγής αυτής, ο σύνδικος ή ο εκκαθαριστής παύεται και ορίζεται νέος.

Κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, ο οφειλέτης τελεί υπό πτωχευτική προστασία, οι διαδικασίες εκτέλεσης αναστέλλονται και χορηγείται στον οφειλέτη αναστολή πληρωμών ή χρεοστάσιο των ήδη υφιστάμενων οφειλών.

Στο πλαίσιο της διαδικασίας πτώχευσης, αν η πλειοψηφία που ορίζει ο πτωχευτικός νόμος κάνει δεκτό τον εκούσιο διακανονισμό και ο διακανονισμός πληροί τις απαιτήσεις του νόμου, το δικαστήριο επικυρώνει τον διακανονισμό και οι οφειλέτες δεσμεύονται απ’ αυτόν.

Αν δεν επιτευχθεί εκούσιος διακανονισμός, το δικαστήριο διατάζει αυτεπαγγέλτως τη λύση του νομικού προσώπου του οφειλέτη.

Συμφωνία μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών μπορεί να καταρτιστεί και στη διαδικασία της εκκαθάρισης. Το δικαστήριο ορίζει την ημερομηνία των διαπραγματεύσεων για τον πτωχευτικό συμβιβασμό στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης και, αν ο εκούσιος διακανονισμός υπερψηφιστεί και πληροί τις απαιτήσεις του νόμου, το δικαστήριο τον επικυρώνει. Στη διαδικασία εκκαθάρισης, προϋπόθεση της επικύρωσης εκούσιου διακανονισμού είναι να παύσει μέσω αυτού ο οφειλέτης να είναι αφερέγγυος και να ικανοποιούνται ή να παρέχεται ασφάλεια για τις προνομιούχες απαιτήσεις.

Η απόφαση περάτωσης ή παύσης της διαδικασίας πτώχευσης ή εκκαθάρισης ανήκει στο δικαστήριο.

Αν περατωθεί η διαδικασία εκκαθάρισης χωρίς να υπάρχει νόμιμος διάδοχος του οφειλέτη, έπειτα από γνωστοποίηση του δικαστηρίου, το εμπορικό δικαστήριο διαγράφει τον οφειλέτη που έχει λυθεί με εκκαθάριση από το εμπορικό μητρώο ή την οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών από το μητρώο των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών.

Στη διαδικασία εκκαθάρισης, την πληρωμή των μισθών των εργαζομένων εγγυώνται κονδύλια του Ταμείου Εγγύησης Μισθών, υπό τους όρους που προβλέπονται στον νόμο για το Ταμείο Εγγύησης Μισθών.

Έννομες συνέπειες της κίνησης της διαδικασίας:

Στο πλαίσιο της διαδικασίας πτώχευσης, το δικαστήριο, κατόπιν αιτήματος του οφειλέτη, λαμβάνει μέτρα για την άμεση δημοσίευση προσωρινής αναστολής πληρωμών στην Εφημερίδα των Εταιρειών, σύμφωνα με τον πτωχευτικό νόμο. Στη συνέχεια, εξετάζεται το βάσιμο του αιτήματος και το δικαστήριο είτε απορρίπτει αυτεπαγγέλτως το αίτημα, στις υποθέσεις που ορίζει ο νόμος, είτε διατάζει την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης. Η διαδικασία πτώχευσης ξεκινά με τη δημοσίευση της διαταγής έναρξης της διαδικασίας στην Εφημερίδα των Εταιρειών. Η έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης συνεπάγεται την επέλευση υπέρ του οφειλέτη αναστολής πληρωμών για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων έως τις 00.00 της δεύτερης εργάσιμης ημέρας μετά την 120ή ημέρα (με ελάχιστες εξαιρέσεις), ενώ η αναστολή πληρωμών μπορεί να παραταθεί έως και για 365 ημέρες. Κατά τη διάρκεια της αναστολής πληρωμών μπορούν να πληρωθούν μόνο οι απαιτήσεις που προβλέπονται στον νόμο, δεν επέρχονται οι έννομες συνέπειες της μη εκπλήρωσης ή της υπερημερίας εκπλήρωσης υποχρεώσεων πληρωμής, και αναστέλλονται τα μέτρα εκτέλεσης κατά του οφειλέτη για την είσπραξη χρηματικών απαιτήσεων, ώστε να παρασχεθεί έμπρακτα στον οφειλέτη η ευκαιρία να καταρτίσει ένα σχέδιο που θα αποσκοπεί στην αποκατάσταση της φερεγγυότητας και τη ρύθμιση των οφειλών του.

Αν το δικαστήριο κηρύξει αφερέγγυο τον οφειλέτη για οποιονδήποτε λόγο αφερεγγυότητας που προβλέπεται στον νόμο, εκδίδει διαταγή εκκαθάρισης του οφειλέτη και, μόλις αυτή καταστεί τελεσίδικη, διορίζει εκκαθαριστή με διαταγή του που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα Εταιριών και στην οποία περιλαμβάνεται επίσης πρόσκληση προς τους πιστωτές να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους. Από τη διαταγή έναρξης της εκκαθάρισης, ο οφειλέτης δεν μπορεί πλέον να ασκεί τα δικαιώματά του κυριότητας επί της πτωχευτικής περιουσίας, ώστε αυτή να προστατεύεται, και από την ημερομηνία της έναρξης της εκκαθάρισης μόνο ο εκκαθαριστής, ως εκπρόσωπος του οφειλέτη, μπορεί να προβαίνει σε δικαιοπραξίες αναφορικά με τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη. Κατά την ημερομηνία έναρξης της εκκαθάρισης λήγουν (καθίστανται ληξιπρόθεσμες) όλες οι οφειλές του οικονομικού φορέα.

Σκοπός της εκκαθάρισης είναι η διανομή ολόκληρου του ενεργητικού του οφειλέτη μεταξύ των πιστωτών του, ενώ οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος περιουσιακών στοιχείων τα οποία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία πρέπει να διακοπούν. Οι κατ’ αντιδικία δίκες και οι δίκες εκούσιας δικαιοδοσίας που είχαν ξεκινήσει πριν από την ημερομηνία έναρξης της εκκαθάρισης συνεχίζονται ενώπιον του επιληφθέντος δικαστηρίου. Μετά την ημερομηνία έναρξης της εκκαθάρισης, κάθε χρηματική απαίτηση που αφορά τα περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας μπορεί να βεβαιωθεί μόνο στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης. Κάθε ισχύουσα απαγόρευση διάθεσης ή επιβάρυνσης της ακίνητης ή άλλης περιουσίας του οφειλέτη αποσβένεται κατά την ημερομηνία της έναρξης της εκκαθάρισης, ενώ τα τυχόν υφιστάμενα δικαιώματα προαίρεσης για αγορά και επαναγοράς, καθώς και τα τυχόν υφιστάμενα εμπράγματα βάρη αποσβένονται με την πώληση του περιουσιακού στοιχείου. Εγγυήσεις που έχουν παρασχεθεί από τον οφειλέτη έως την ημερομηνία έναρξης της εκκαθάρισης μπορούν να παρακρατηθούν από τον λήπτη τους για την ικανοποίηση της απαίτησής του, το τυχόν υπόλοιπο όμως πρέπει να κατατεθεί στον εκκαθαριστή.

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθάρισης, πιστωτής μπορεί να προβάλει απαίτησή του κατά του οφειλέτη μόνο με την αναγγελία της στη διαδικασία, ενώ δεν μπορεί να προταθεί εξωδικαστικά συμψηφισμός, εκτός από εκκαθαριστικό συμψηφισμό βάσει διεθνούς εμπορικής συμφωνίας. Αν, ωστόσο, εκκρεμεί προγενέστερη αγωγή μεταξύ του πιστωτή και του οφειλέτη, ο πιστωτής μπορεί να συμψηφίσει τις αγωγικές απαιτήσεις του με οφειλή του έναντι του οφειλέτη.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Η έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης δεν επιφέρει από μόνη της τη λύση των συμβάσεων που είχε προγενέστερα συνάψει ο οφειλέτης. Οι συμβάσεις μπορούν να καταγγελθούν στο πλαίσιο της διαδικασίας, υπό την εποπτεία του συνδίκου σε περίπτωση πτώχευσης και από τον εκκαθαριστή ως νόμιμο εκπρόσωπο του οφειλέτη στην περίπτωση εκκαθάρισης. Ο εκκαθαριστής έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τις συμβάσεις με άμεση ισχύ ή να υπαναχωρήσει απ’ αυτές

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

Τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν μπορούν να υπαχθούν σε εκτέλεση και ενεχυρούχος δανειστής δεν μπορεί να πωλήσει το στοιχείο επί του οποίου διατηρεί το δικαίωμα ενεχύρου, αλλά όλες οι οφειλές ρυθμίζονται στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης.

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

Οι ήδη ασκηθείσες αγωγές εκδικάζονται από το επιληφθέν δικαστήριο. Αν ο οφειλέτης χάσει τη δίκη, ο νικήσας αντίδικός του συμμετέχει ως πιστωτής στην εκκαθάριση. Αν ο οφειλέτης κερδίσει τη δίκη, κάθε περιουσιακό στοιχείο ή ποσό που του επιδικάστηκε περιλαμβάνεται στην πτωχευτική περιουσία. Ο πτωχευτικός νόμος ορίζει σε διάφορα σημεία ότι η παροχή πληροφοριών στους πιστωτές αποτελεί υποχρέωση του συνδίκου ή του εκκαθαριστή.

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

Οι πιστωτές μπορούν να συγκροτούν επιτροπές πιστωτών ή να εκλέγουν εκπρόσωπο των πιστωτών με τον οποίο ο εκκαθαριστής υποχρεούται να διαβουλεύεται και του οποίου η ρητή ή σιωπηρή συναίνεση είναι αναγκαία για τη λήψη ορισμένων μέτρων.

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

Ο εκκαθαριστής μπορεί να πωλήσει τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη στον υπερθεματιστή διαδικασίας δημόσιας πώλησης που διενεργείται σε ελεγχόμενη διαδικτυακή πύλη πωλήσεων.

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Τόσο οι ήδη υφιστάμενες οφειλές όσο και όσες προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας μπορούν να προβληθούν από τον πιστωτή με αναγγελία τους στη διαδικασία πτώχευσης ή εκκαθάρισης.

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

O διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ο σύνδικος της πτώχευσης ή ο εκκαθαριστής στην εκκαθάριση) καταχωρίζει σε πίνακα τις απαιτήσεις των πιστωτών και υποβάλλει τις αμφισβητούμενες απαιτήσεις προς κρίση ενώπιον του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της διαδικασίας.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Ο εκκαθαριστής χρησιμοποιεί το προϊόν της πώλησης στοιχείου επί του οποίου υφίσταται εμπράγματο βάρος –μετά την αφαίρεση ορισμένων δαπανών– για να εξοφλήσει τον εμπραγμάτως ασφαλισμένο πιστωτή. Το υπόλοιπο ποσό διανέμεται μεταξύ των πιστωτών, σύμφωνα με τον ενδιάμεσο ισολογισμό της εκκαθάρισης ή τον ισολογισμό του κλεισίματος της εκκαθάρισης και σύμφωνα με την κατάταξη των απαιτήσεων των πιστωτών που ορίζεται στον πτωχευτικό νόμο.

Το προϊόν της πώλησης των λοιπών περιουσιακών στοιχείων μπορεί να διανεμηθεί μετά την έγκριση του ενδιάμεσου ισολογισμού της εκκαθάρισης ή του ισολογισμού κλεισίματος της εκκαθάρισης, σύμφωνα με το σχέδιο διανομής της πτωχευτικής περιουσίας που έχει εγκρίνει το δικαστήριο και την κατάταξη των πιστωτών που ορίζεται στον πτωχευτικό νόμο.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

Ο οφειλέτης μπορεί να συμφωνήσει εκούσιο διακανονισμό με τους πιστωτές τόσο στη διαδικασία πτώχευσης όσο και στη διαδικασία εκκαθάρισης. Αν ο διακανονισμός πληροί τις απαιτήσεις του νόμου, το δικαστήριο τον επικυρώνει και κηρύσσει περατωμένη τη διαδικασία. Στις περιπτώσεις αυτές, ο οφειλέτης συνεχίζει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες. Οι απαιτήσεις των πιστωτών ικανοποιούνται με τον τρόπο και στον βαθμό που καθορίζει ο διακανονισμός και ο οφειλέτης δεν έχει την υποχρέωση να καταβάλει οποιοδήποτε άλλο ποσό που δεν προβλέπεται σ’ αυτόν.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Αν η διαδικασία πτώχευσης περατωθεί με εκούσιο διακανονισμό επικυρωμένο από το δικαστήριο, οι απαιτήσεις των πιστωτών ικανοποιούνται με τον τρόπο και σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που ορίζει ο διακανονισμός. Αν ο οφειλέτης δεν τηρήσει τον διακανονισμό, οι πιστωτές μπορεί να κινήσουν διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης ή διαδικασία εκκαθάρισης κατά του οφειλέτη.

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Οι πιστωτές καταβάλλουν ένα τέλος αναγγελίας. Η αίτηση κίνησης διαδικασίας αφερεγγυότητας (πτώχευσης, εκκαθάρισης) υπόκειται σε τέλος. Κατά τα λοιπά, τα έξοδα βαρύνουν τον οφειλέτη.

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

Ο εκκαθαριστής ή οι πιστωτές μπορεί να προσφύγουν κατά των εν λόγω συναλλαγών και να ζητήσουν να κηρυχθούν άκυρες. Κάθε περιουσιακό στοιχείο που επιστρέφεται με τον τρόπο αυτόν στον οφειλέτη προστίθεται στην πτωχευτική περιουσία.

Ο εκκαθαριστής ή οι πιστωτές μπορούν να προσφύγουν κατά των πρώην διοικητών του οφειλέτη για τις επιβλαβείς για τα συμφέροντα των πιστωτών ενέργειές τους, αποδεικνύοντας ότι οι πρώην διοικητές του οφειλέτη δεν εκτέλεσαν τα διοικητικά τους καθήκοντα λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα των πιστωτών όταν ανέκυψε κατάσταση επαπειλούμενης αφερεγγυότητας, με αποτέλεσμα να επέλθει μείωση της περιουσίας του οικονομικού φορέα, ή ότι εμπόδισαν την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων των δανειστών ή αμέλησαν να ρυθμίσουν περιβαλλοντικές κατηγορίες. Αν αποδειχθούν τα ανωτέρω, οι πρώην διοικητές του οφειλέτη υποχρεούνται να αποζημιώσουν τους πιστωτές για τη ζημία που υπέστησαν συναφώς.

Τελευταία επικαιροποίηση: 15/01/2024

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Αφερεγγυότητα/πτώχευση - Μάλτα

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Διαδικασίες αφερεγγυότητας (ανώνυμες εταιρείες) και διαδικασίες πτώχευσης (προσωπικές εταιρείες και έμποροι)

Σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, διακρίνονται δύο μορφές προσώπων σε σχέση με τα οποία μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας, και αυτές είναι οι εμπορικές εταιρείες και οι έμποροι. Για αυτούς τους τύπους προσώπων ισχύουν διαφορετικά καθεστώτα. Οι εμπορικές εταιρείες μπορούν να υποδιαιρεθούν σε ομόρρυθμες εταιρείες (partnerships en nom collectif), ετερόρρυθμες εταιρείες (partnerships en commandite) και ανώνυμες εταιρείες (limited liability companies).

Διαδικασίες αφερεγγυότητας μπορούν να κινηθούν κατά όλων των ανωτέρω αναφερόμενων προσώπων (φυσικών και νομικών), αλλά εφαρμόζονται διαφορετικές διαδικασίες, κανόνες και νομοθεσία. Στο πλαίσιο αυτό, διαδικασία πτώχευσης (κεφάλαιο 13 της νομοθεσίας της Μάλτας) μπορεί να κινηθεί κατά των ομόρρυθμων εταιρειών, των ετερόρρυθμων εταιρειών και των εμπόρων. Οι ομόρρυθμες εταιρείες και οι ετερόρρυθμες εταιρείες θεωρούνται σε κάθε περίπτωση έμποροι όσον αφορά τις διαδικασίες πτώχευσης. Ως «έμπορος» ορίζεται στο κεφάλαιο 13 κάθε πρόσωπο το οποίο διενεργεί επαγγελματικά εμπορικές πράξεις στο όνομά του, και ο όρος αυτός περιλαμβάνει κάθε εμπορική εταιρεία.

Διαδικασία αναδιοργάνωσης (ανάκαμψη ανώνυμων εταιρειών)

Διαδικασία αναδιοργάνωσης μπορεί να κινηθεί κατά των ανώνυμων εταιρειών σύμφωνα με τα άρθρα 327 έως 329Β του κεφαλαίου 386 (νόμος περί εταιρειών του 1995).

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

Διαδικασίες αφερεγγυότητας (ανώνυμες εταιρείες)

Κατόπιν απόφασης της γενικής συνέλευσης, του διοικητικού συμβουλίου, οποιουδήποτε ομολογιούχου, πιστωτή ή πιστωτών, ή οποιουδήποτε υπόχρεου ή υπόχρεων σε συνεισφορά, η εταιρεία μπορεί να καταθέσει αίτηση στο δικαστήριο για τη λύση και, στη συνέχεια, την εκκαθάρισή της, εάν η εταιρεία δεν είναι σε θέση να εξοφλήσει τις οφειλές της. Σύμφωνα με το άρθρο 214 παράγραφος 2 στοιχείο α) σημείο ii) του κεφαλαίου 386, πρέπει να διενεργείται ο ακόλουθος έλεγχος:

Ανώνυμη εταιρεία θεωρείται ότι δεν είναι σε θέση να εξοφλήσει τις οφειλές της -

α) εάν οφειλή της εταιρείας παραμένει πλήρως ή εν μέρει ανεξόφλητη είκοσι τέσσερις εβδομάδες μετά την εκτέλεση εκτελεστού τίτλου κατά της εταιρείας με οποιαδήποτε από τις πράξεις εκτέλεσης που προσδιορίζονται στο άρθρο 273 του κώδικα οργάνωσης και αστικής διαδικασίας· ή

β) εάν αποδειχθεί σε βαθμό ικανοποιητικό για το δικαστήριο ότι η εταιρεία δεν είναι σε θέση να εξοφλήσει τις οφειλές της, λαμβανομένων επίσης υπόψη των υπό αίρεση και των υπό προθεσμία υποχρεώσεων της εταιρείας.

Το δικαστήριο θα δώσει στους διαδίκους την ευκαιρία να προβάλουν τα επιχειρήματά τους και θα αποφασίσει τελικά εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις αφερεγγυότητας. Εάν πληρούνται, το δικαστήριο θα διατάξει τη λύση της εταιρείας και ως ημερομηνία επέλευσης της αφερεγγυότητας θα θεωρείται η ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης στο δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 223 του κεφαλαίου 386.

Κατά το διάστημα μεταξύ της κατάθεσης στο δικαστήριο της αίτησης κήρυξης σε αφερεγγυότητα και της έκδοσης της απόφασης λύσης της εταιρείας λόγω αφερεγγυότητας, το δικαστήριο δύναται ανά πάσα στιγμή να διορίσει προσωρινό διαχειριστή και να του αναθέσει τη διαχείριση της περιουσίας ή των δραστηριοτήτων της εταιρείας, όπως το ίδιο κατά την κρίση του θα καθορίσει με την απόφαση διορισμού του προσωρινού διαχειριστή. Η θητεία του προσωρινού διαχειριστή λήγει όταν εκδοθεί η απόφαση εκκαθάρισης ή όταν απορριφθεί η αίτηση εκκαθάρισης, εκτός εάν αυτός παραιτηθεί ή παυθεί νωρίτερα από το δικαστήριο για αποδεδειγμένο βάσιμο λόγο.

Αφερεγγυότητα - εκούσια εκκαθάριση από τους πιστωτές

Εκτός των ανωτέρω, ανώνυμη εταιρεία μπορεί να λυθεί και εκουσίως. Εάν το διοικητικό συμβούλιο θεωρεί ότι τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας δεν επαρκούν για την κάλυψη των υποχρεώσεών της, συγκαλείται συνέλευση των πιστωτών για τον διορισμό διαχειριστή αφερεγγυότητας (και/ή επιτροπής εκκαθάρισης), ο οποίος πρέπει να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη και των πιστωτών και ο οποίος αναλαμβάνει να εκκαθαρίσει την εταιρεία χωρίς να απαιτείται δικαστική διαδικασία. Οι εφαρμοστέοι συναφώς κανόνες ορίζονται στα άρθρα 277 επ. του κεφαλαίου 386.

Διαδικασία αναδιοργάνωσης (ανάκαμψη ανώνυμων εταιρειών)

Η εταιρεία κατόπιν απόφασης έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου κατόπιν απόφασης του διοικητικού συμβουλίου, ή πιστωτές της εταιρείας που συγκεντρώνουν άνω του 50% σε όρους αξίας των συνολικών απαιτήσεων κατά της εταιρείας δύνανται να καταθέσουν αίτηση αναδιοργάνωσης (διαδικασία ανάκαμψης σύμφωνα με το άρθρο 329Β του κεφαλαίου 386) στο δικαστήριο, εάν η επιχείρηση δεν είναι σε θέση να εξοφλήσει τις οφειλές της ή πιθανολογείται ότι πολύ σύντομα δεν θα είναι σε θέση να εξοφλήσει τις οφειλές της. Όπως και στην προηγούμενη περίπτωση, εταιρεία θεωρείται ότι δεν είναι σε θέση να εξοφλήσει τις οφειλές της -

α) εάν οφειλή της εταιρείας παραμένει πλήρως ή εν μέρει ανεξόφλητη είκοσι τέσσερις εβδομάδες μετά την εκτέλεση εκτελεστού τίτλου κατά της εταιρείας με οποιαδήποτε από τις πράξεις εκτέλεσης που προσδιορίζονται στο άρθρο 273 του κώδικα οργάνωσης και αστικής διαδικασίας· ή

β) εάν αποδειχθεί σε βαθμό ικανοποιητικό για το δικαστήριο ότι η εταιρεία δεν είναι σε θέση να εξοφλήσει τις οφειλές της, λαμβανομένων επίσης υπόψη των υπό αίρεση και των υπό προθεσμία υποχρεώσεων της εταιρείας.

Το δικαστήριο θα αποφασίσει αν θα θέσει την εταιρεία υπό αναδιοργάνωση και, επομένως, θα εκδώσει απόφαση για τη θέση της εταιρείας σε καθεστώς ανάκαμψης, εντός είκοσι εργάσιμων ημερών από την κατάθεση στο δικαστήριο της αίτησης διαχείρισης των δραστηριοτήτων της εταιρείας για διάστημα που καθορίζεται από το δικαστήριο (προς το παρόν, το εν λόγω διάστημα είναι ενός έτους και δύναται να παραταθεί για ένα ακόμα έτος· ωστόσο, βάσει τροποποιήσεων που πρόκειται να επέλθουν, η διάρκεια του διαστήματος αυτού θα μειωθεί στους τέσσερις μήνες, με τη δυνατότητα να παρατείνεται για τέσσερις ακόμη μήνες κάθε φορά και έως μέγιστη συνολική διάρκεια δώδεκα μηνών.

Διαδικασία πτώχευσης (προσωπικές εταιρείες και έμποροι)

Διαδικασία πτώχευσης μπορεί να κινηθεί από οποιονδήποτε πιστωτή, ανεξάρτητα από το εάν η προς αυτόν οφειλή είναι εμπορική ή όχι και ακόμη και στην περίπτωση που η εν λόγω οφειλή δεν έχει καταστεί ακόμη ληξιπρόθεσμη, με την υποβολή αίτησης για την κίνηση συνοπτικής διαδικασίας ενώπιον του Πρώτου Τμήματος του Αστικού Δικαστηρίου (Civil Court, First Hall) κατά του οφειλέτη ή του νόμιμου εκπροσώπου του, για την κήρυξη του εν λόγω οφειλέτη σε πτώχευση.

Το κριτήριο για την κήρυξη σε πτώχευση είναι η αναστολή της πληρωμής οφειλών από τον οφειλέτη. Το δικαστήριο θα εκδώσει την απόφαση κήρυξης πτώχευσης και θα διορίσει έναν ή περισσότερους συνδίκους για την άσκηση των καθηκόντων που ανατίθενται σε αυτούς σύμφωνα με το κεφάλαιο 13 του Εμπορικού Κώδικα.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Διαδικασίες αφερεγγυότητας (ανώνυμες εταιρείες) (συμπεριλαμβανομένης της εκούσιας εκκαθάρισης από τους πιστωτές)

Όλα τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας θα ρευστοποιηθούν για την κάλυψη των υποχρεώσεων του οφειλέτη. Δεν γίνεται διάκριση μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων που αποτελούσαν ήδη μέρος της περιουσίας του οφειλέτη και εκείνων που μεταβιβάζονται στον οφειλέτη μετά την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Διαδικασία πτώχευσης (προσωπικές εταιρείες και έμποροι)

Στη διαδικασία πτώχευσης που αφορά εμπόρους και ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρείες, όλα τα περιουσιακά στοιχεία, κινητά και ακίνητα, μπορούν να συμπεριλαμβάνονται στην προς ρευστοποίηση περιουσία. Στην περίπτωση πτώχευσης, μόλις κηρυχθεί η πτώχευση, ο πτωχεύσας εκπίπτει αυτοδικαίως από τη διαχείριση του συνόλου της περιουσίας του, είτε η εν λόγω περιουσία αφορά την επιχείρησή του είτε όχι, με την εξαίρεση του δικαιώματος είσπραξης ενός ημερήσιου ποσού για σκοπούς επιβίωσης.

Τα περιουσιακά στοιχεία του περιέρχονται στην κατοχή συνδίκου, ο οποίος έχει το δικαίωμα να πωλήσει και να διαθέσει την περιουσία με την άδεια του δικαστηρίου. Τα υποκείμενα σε φθορά περιουσιακά στοιχεία του πτωχεύσαντος πωλούνται μέσω αδειοδοτημένου εκπλειστηριαστή κατόπιν άδειας του δικαστηρίου.

Όσον αφορά τα μη υποκείμενα σε φθορά εμπορεύματα και λοιπά περιουσιακά στοιχεία, επίσης απαιτείται άδεια από το δικαστήριο.

Στις περιπτώσεις αυτές, ο δικαστής παρέχει τις οδηγίες που θεωρεί τις πλέον συμφέρουσες για τον πτωχεύσαντα και τους πιστωτές, ακόμη και εάν ανακύπτουν οι σχετικές συνθήκες, ώστε ο σύνδικος να μπορέσει να αποκαταστήσει τις υποθέσεις του πτωχεύσαντος ή να αυξήσει τα περιουσιακά στοιχεία του, εφόσον αυτό είναι και προς το συμφέρον των πιστωτών.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

Διαδικασίες αφερεγγυότητας (ανώνυμες εταιρείες)

Μόλις το δικαστήριο διατάξει τη λύση ανώνυμης εταιρείας λόγω αφερεγγυότητας, διορίζει διαχειριστή αφερεγγυότητας.

Το κεφάλαιο 386 ορίζει ότι ο εν λόγω διαχειριστής αφερεγγυότητας πρέπει να είναι φυσικό πρόσωπο και να είναι δικηγόρος ή ορκωτός λογιστής και/ή ελεγκτής, ή να είναι καταχωρισμένος στο μητρώο εταιρειών ως αδειοδοτημένος να ασκεί το έργο του διαχειριστή αφερεγγυότητας.

Ένας περαιτέρω περιορισμός είναι ότι διαχειριστής αφερεγγυότητας δεν μπορεί να αναλάβει τον ρόλο διαχειριστή αφερεγγυότητας εταιρείας εάν είχε υπάρξει μέλος του διοικητικού συμβουλίου ή γραμματέας της εν λόγω εταιρείας ή εάν είχε διοριστεί σε οποιαδήποτε άλλη θέση στην εν λόγω εταιρεία ή σε σχέση με την εν λόγω εταιρεία, οποιαδήποτε στιγμή κατά τα τέσσερα τελευταία έτη πριν από τη λύση της εταιρείας.

Το δικαστήριο διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια να αποφασίζει ποιος θα καταβάλει την αμοιβή του διαχειριστή αφερεγγυότητας. Καταρχήν, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας αμείβεται από την περιουσία της εταιρείας. Ωστόσο, εάν αυτή δεν επαρκεί, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την καταβολή της αμοιβής από άλλα (συνδεδεμένα) πρόσωπα και κατά τον τρόπο που θα ορίσει το δικαστήριο.

Σύμφωνα με το άρθρο 296 του κεφαλαίου 386, οι εξουσίες των στελεχών της εταιρείας (των μελών του διοικητικού συμβουλίου και του γραμματέα της εταιρείας) παύουν με τον διορισμό διαχειριστή αφερεγγυότητας και, επομένως, ούτε τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένου οποιουδήποτε εκπροσώπου τους, ούτε ο γραμματέας της επιχείρησης έχουν εξουσία να συναλλάσσονται στο όνομα και για λογαριασμό της υπό εκκαθάριση εταιρείας. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας θέτει υπό την επιμέλεια ή τον έλεγχό του το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και το σύνολο των δικαιωμάτων τα οποία έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι ανήκουν στην εταιρεία.

Σύμφωνα με το άρθρο 238 του κεφαλαίου 386, στο πλαίσιο εκκαθάρισης εταιρείας με απόφαση δικαστηρίου, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας έχει την εξουσία, με την άδεια είτε του δικαστηρίου είτε της επιτροπής εκκαθάρισης:

α) να καταθέσει ή να υπερασπιστεί οποιαδήποτε αγωγή ή να κινήσει ή να υπερασπιστεί οποιαδήποτε άλλη νομική διαδικασία στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρείας·

β) να συνεχίσει τις δραστηριότητες της εταιρείας στον βαθμό που τυχόν είναι απαραίτητο για την επωφελή εκκαθάρισή της·

γ) να εξοφλήσει πιστωτές κατά την προβλεπόμενη από τον νόμο σειρά προτεραιότητάς τους·

δ) να προβεί σε οποιονδήποτε συμβιβασμό ή ρύθμιση με πιστωτές ή πρόσωπα που ισχυρίζονται ότι είναι πιστωτές, ή που προβάλουν οποιαδήποτε απαίτηση ή ισχυρίζονται ότι έχουν οποιαδήποτε απαίτηση, παρούσα ή μελλοντική, βέβαιη ή υπό αίρεση, βεβαιωμένη ή ενδεχομένως οφειλόμενη ως αποζημίωση, κατά της εταιρείας ή για την εξόφληση της οποίας τυχόν ευθύνεται η εταιρεία, καθώς και να παραπέμψει οποιοδήποτε τέτοιο ζήτημα σε διαιτησία·

ε) να επικοινωνήσει με υπόχρεους σε συνεισφορά ή φερόμενους ως υπόχρεους σε συνεισφορά και να προβεί σε οποιονδήποτε συμβιβασμό ή ρύθμιση σε σχέση με οφειλές, υποχρεώσεις και απαιτήσεις της εταιρείας, παρούσες ή μελλοντικές, βέβαιες ή υπό αίρεση, βεβαιωμένες ή ενδεχομένως οφειλόμενες ως αποζημίωση, υφιστάμενες ή φερόμενες ως υφιστάμενες μεταξύ της εταιρείας και υπόχρεου σε συνεισφορά ή φερόμενου ως υπόχρεου σε συνεισφορά ή άλλου οφειλέτη ή φερόμενου ως οφειλέτη, καθώς και σε σχέση με οποιοδήποτε ζήτημα που σχετίζεται ή επηρεάζει με οποιονδήποτε τρόπο την περιουσία ή την εκκαθάριση της εταιρείας, υπό τους όρους που θα συμφωνηθούν, και να λάβει οποιαδήποτε εξασφάλιση για την εκπλήρωση οποιασδήποτε τέτοιας όχλησης, οφειλής, υποχρέωσης ή απαίτησης και να παράσχει πλήρη απαλλαγή σε σχέση με τα ανωτέρω·

στ) να εκπροσωπεί την εταιρεία για κάθε ζήτημα και να πράττει οτιδήποτε τυχόν είναι απαραίτητο για την εκκαθάριση των υποθέσεων της εταιρείας και τη διανομή των περιουσιακών στοιχείων της.

Επιπροσθέτως, το δικαστήριο μπορεί να ορίσει ότι ο διαχειριστής αφερεγγυότητας δύναται, στην περίπτωση που δεν υπάρχει επιτροπή εκκαθάρισης, να ασκεί οποιαδήποτε από τις εξουσίες που αναφέρονται στα στοιχεία α) ή β) ανωτέρω χωρίς την άδεια του δικαστηρίου.

Γενικά, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας στο πλαίσιο εκκαθάρισης με απόφαση δικαστηρίου έχει την εξουσία -

α) να πωλήσει την κινητή και ακίνητη περιουσία, συμπεριλαμβανομένου κάθε δικαιώματος, της εταιρείας σε πλειστηριασμό ή με ιδιωτικό συμφωνητικό, έχοντας την εξουσία να μεταβιβάσει το σύνολο ή οποιοδήποτε μέρος της εν λόγω περιουσίας·

β) να προβεί σε οποιαδήποτε πράξη και να θέσει σε ισχύ, στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρείας, οποιαδήποτε πράξη, απόδειξη ή άλλο έγγραφο·

γ) να συγκεντρώσει οποιαδήποτε χρηματικά ποσά απαιτούνται παρέχοντας ως ασφάλεια περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας·

δ) να διορίσει εντολοδόχο ο οποίος θα ενεργεί εκ μέρους του με την ιδιότητα του διαχειριστή αφερεγγυότητας για συγκεκριμένους σκοπούς.

Στην περίπτωση εκκαθάρισης με απόφαση δικαστηρίου, η άσκηση από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας των εξουσιών που παρέχονται από το παρόν άρθρο υπόκειται σε έλεγχο από το δικαστήριο, και οποιοσδήποτε πιστωτής ή υπόχρεος σε συνεισφορά δύναται να προσφύγει στο δικαστήριο αναφορικά με οποιαδήποτε πράξη ή σχεδιαζόμενη πράξη άσκησης οποιασδήποτε από τις εν λόγω εξουσίες.

Στην περίπτωση που το δικαστήριο διορίσει προσωρινό διαχειριστή κατά το ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ της κατάθεσης στο δικαστήριο της αίτησης κήρυξης σε αφερεγγυότητα και της έκδοσης της απόφασης λύσης της εταιρείας λόγω αφερεγγυότητας, οι εξουσίες των στελεχών της επιχείρησης επίσης παύουν, στον βαθμό που το δικαστήριο θα αναθέσει στον διαχειριστή τη διαχείριση της περιουσίας ή των δραστηριοτήτων της εταιρείας, όπως το ίδιο κατά την κρίση του θα καθορίσει με την απόφαση διορισμού του προσωρινού διαχειριστή.

Διαδικασία αναδιοργάνωσης (ανάκαμψη ανώνυμων εταιρειών)

Σύμφωνα με το άρθρο 329Β παράγραφος 6 στοιχείο α) του κεφαλαίου 386, κατά το διάστημα ισχύος απόφασης ανάκαμψης (αναδιοργάνωσης), η εταιρεία εξακολουθεί να ασκεί τις κανονικές δραστηριότητές της υπό τη διαχείριση του ειδικού ελεγκτή.

Ο ειδικός ελεγκτής πρέπει να είναι φυσικό πρόσωπο για το οποίο το δικαστήριο έκρινε ότι διαθέτει αποδεδειγμένη ικανότητα και πείρα στη διαχείριση εμπορικών επιχειρήσεων, ότι διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα και είναι πρόθυμο να αποδεχτεί τον διορισμό και ότι δεν βρίσκεται σε κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων σε σχέση με τον διορισμό του.

Η αμοιβή του ειδικού ελεγκτή καλύπτεται από την εταιρεία. Συναφώς, στην απόφαση διορισμού, το δικαστήριο τάσσει προθεσμία διάρκειας έως δέκα εργάσιμων ημερών από την έκδοση της απόφασης για τη θέση της εταιρείας σε καθεστώς ανάκαμψης, εντός της οποίας η εταιρεία πρέπει να καταθέσει ένα χρηματικό ποσό στο δικαστήριο ή να προσφέρει άλλη κατάλληλη εγγύηση ή να προβεί σε άλλη κατάλληλη ρύθμιση η οποία κρίνεται από το δικαστήριο ότι επαρκεί για την κάλυψη της αμοιβής και των εξόδων του ειδικού ελεγκτή σε σχέση με τον διορισμό του.

Μόλις διοριστεί ο ειδικός ελεγκτής, κάθε εξουσία που διαθέτει η εταιρεία με βάση οποιαδήποτε διάταξη νόμου ή την ιδρυτική πράξη και το καταστατικό της αναστέλλεται, εκτός εάν ο ειδικός ελεγκτής συναινέσει στην άσκηση της εν λόγω εξουσίας από την εταιρεία. Η εν λόγω συναίνεση μπορεί να παρέχεται είτε γενικά είτε σε σχέση με συγκεκριμένη υπόθεση ή υποθέσεις. Εάν δεν δοθεί η εν λόγω συναίνεση, κάθε τέτοια εξουσία ανατίθεται στον ειδικό ελεγκτή.

Γενικά, ο ειδικός ελεγκτής νομιμοποιείται:

α) να θέσει υπό την επιμέλεια ή υπό τον έλεγχό του το σύνολο της περιουσίας της εταιρείας και να αναλάβει εφεξής τη διαχείριση και την εποπτεία των δραστηριοτήτων, της επιχείρησης και της περιουσίας της εταιρείας·

β) κατόπιν ενημέρωσης του δικαστηρίου, να παύσει οποιονδήποτε διοικητικό σύμβουλο της εταιρείας και να διορίσει οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο στη θέση του διαχειριστή·

γ) να προσλάβει πρόσωπα για την παροχή επαγγελματικών ή διοικητικών υπηρεσιών και να δεσμεύσει την εταιρεία για την καταβολή των αντίστοιχων αμοιβών ή εξόδων τους· και

δ) να συγκαλέσει οποιαδήποτε συνέλευση των μετόχων ή των πιστωτών της εταιρείας.

Επιπροσθέτως, ο ειδικός ελεγκτής έχει την εξουσία, κατόπιν προηγούμενης ρητής άδειας του δικαστηρίου:

i) να αναλάβει για λογαριασμό της εταιρείας οποιαδήποτε δέσμευση διάρκειας άνω των έξι μηνών·

ii) να απολύσει υπαλλήλους της επιχείρησης στο μέτρο που το κρίνει απαραίτητο για να εξασφαλίσει τη βιώσιμη συνέχιση της δραστηριότητας της εταιρείας πλήρως ή εν μέρει.

Διαδικασία πτώχευσης (προσωπικές εταιρείες και έμποροι)

Όπως εξηγείται ανωτέρω, όσον αφορά τους εμπόρους που διατηρούν ατομική επιχείρηση και τις προσωπικές εταιρείες, εφαρμογής τυγχάνουν οι διατάξεις του κεφαλαίου για την πτώχευση του εμπορικού κώδικα.

Όσον αφορά τις εξουσίες του διαχειριστή αφερεγγυότητας στο πλαίσιο πτώχευσης, εν προκειμένω, ο εν λόγω διαχειριστής αφερεγγυότητας ονομάζεται «σύνδικος». Ως «σύνδικος» διορίζονται ένα ή περισσότερα πρόσωπα που κρίνονται κατάλληλα από το δικαστήριο για την καλή εκπλήρωση των καθηκόντων της εν λόγω θέσης, ενώ ως «σύνδικος» μπορεί να διοριστεί και συγγενής ή πιστωτής του πτωχεύσαντος.

Με την ανάληψη των καθηκόντων του, ο σύνδικος παίρνει στην κατοχή του το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων του πτωχεύσαντος. Επίσης, ο πτωχεύσας οφείλει να προβεί σε κάθε απαραίτητη ενέργεια για να διαφυλάξει τα δικαιώματα του πτωχεύσαντος έναντι των οφειλετών του, καθώς και για να καταχωρίσει στο δημόσιο μητρώο κάθε υποθήκη που επηρεάζει την περιουσία των οφειλετών του πτωχεύσαντος. Ο σύνδικος είναι υπεύθυνος έναντι του πτωχεύσαντος για τις ενέργειές του.

Ο σύνδικος έχει επίσης το καθήκον να ασκεί αγωγές για την εξόφληση οφειλών προς τον πτωχεύσαντα, αλλά δεν έχει νόμιμο δικαίωμα να προβεί σε οποιονδήποτε συμβιβασμό ή να παραπέμψει οποιαδήποτε διαφορά σε διαιτησία χωρίς την έγγραφη συναίνεση της πλειοψηφίας, σε όρους αξίας, των πιστωτών του πτωχεύσαντος και την άδεια του δικαστηρίου.

Εντός ενός μήνα από την έκδοση της απόφασης πτώχευσης, ο σύνδικος οφείλει να διενεργήσει απογραφή της περιουσίας του πτωχεύσαντος.

Κάθε πιστωτής δικαιούται να δει τον εν λόγω κατάλογο, ενώ οι πιστωτές και ο πτωχεύσας υποχρεούνται να συνδράμουν στη διενέργεια της απογραφής.

Η εν λόγω απογραφή περιλαμβάνει αληθή κατάλογο, καθώς και περιγραφή και αποτίμηση του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων του πτωχεύσαντος.

Ο σύνδικος δεν μπορεί να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία χωρίς την άδεια του δικαστηρίου και ολόκληρη η διαδικασία είναι ανοικτή σε δημόσιο έλεγχο. Τα έσοδα κάθε πώλησης που πραγματοποιεί ο σύνδικος για λογαριασμό του πτωχεύσαντος ή της προσωπικής εταιρείας καταγράφονται και όλες οι αποδείξεις και τα τιμολόγια πρέπει να τεκμηριώνονται καταλλήλως.

Το δικαστήριο έχει την εξουσία να ζητήσει από τους συνδίκους, τον πτωχεύσαντα και τους πιστωτές να παράσχουν ενόρκως όλες τις πληροφορίες που τυχόν κρίνει αναγκαίες.

Όσον αφορά τις εξουσίες του οφειλέτη (πτωχεύσαντος φυσικού προσώπου ή πτωχεύσασας προσωπικής εταιρείας), ο οφειλέτης δικαιούται να επιβλέπει εάν ο σύνδικος διεκπεραιώνει τις υποθέσεις της πτώχευσης νομίμως και ορθώς.

Ο οφειλέτης δικαιούται να ενημερώσει το δικαστήριο εάν ο σύνδικος προβαίνει σε ενέργειες που δεν συνάδουν με τους όρους της απόφασης του δικαστηρίου ή εάν ο σύνδικος δεν διαχειρίζεται σωστά τις υποθέσεις του.

Τα βιβλία και τα έγγραφα του πτωχεύσαντος είναι διαθέσιμα για έλεγχο ανά πάσα στιγμή. Αυτό καταδεικνύει επίσης ότι ο οφειλέτης έχει δικαίωμα να γνωρίζει, να ελέγχει και να επαληθεύει τις ενέργειες του συνδίκου που έχει διοριστεί από το δικαστήριο.

Ο οφειλέτης έχει επίσης νόμιμο δικαίωμα να εισπράττει τακτικά ένα ποσό για τη διαβίωσή του. Αυτό σημαίνει ότι το δικαστήριο θα επιτρέψει στον οφειλέτη να λαμβάνει κάποια κεφάλαια από την περιουσία του, τα οποία θα του δίδονται από τον σύνδικο και θα συνιστούν επίδομα διαβίωσης για τον ίδιο και την οικογένειά του, εφόσον δεν υπάρχουν υπόνοιες ότι ο πτωχεύσας ενήργησε με δόλο.

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Διαδικασίες αφερεγγυότητας και αναδιοργάνωσης (ανώνυμες εταιρείες) / διαδικασία πτώχευσης (προσωπικές εταιρείες και έμποροι)

Σύμφωνα με το κεφάλαιο 459, κάθε διάταξη περί εκκαθαριστικού συμψηφισμού και κάθε άλλη διάταξη σύμβασης η οποία προβλέπει ή αφορά τον συμψηφισμό ή την αντιστάθμιση ποσών εκατέρωθεν οφειλόμενων μεταξύ των μερών σε σχέση με αμοιβαίες πιστώσεις, αμοιβαίες οφειλές ή άλλες αμοιβαίες συναλλαγές είναι εφαρμοστέα σύμφωνα με τους όρους της, είτε πριν είτε κατόπιν της πτώχευσης ή της αφερεγγυότητας, όσον αφορά αμοιβαίες οφειλές, αμοιβαίες πιστώσεις ή αμοιβαίες συναλλαγές που ανέκυψαν ή προέκυψαν πριν από την πτώχευση ή την αφερεγγυότητα ενός εκ των συμβαλλόμενων μερών έναντι:

α) των συμβαλλόμενων μερών της σύμβασης,

β) οποιουδήποτε εγγυητή ή οποιουδήποτε προσώπου που παρέχει εξασφαλίσεις για οποιοδήποτε συμβαλλόμενο μέρος της σύμβασης,

γ) του διαχειριστή αφερεγγυότητας, συνδίκου, διαχειριστή πτώχευσης, ελεγκτή, ειδικού ελεγκτή ή άλλου αντίστοιχου οργάνου οποιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους της σύμβασης, και

δ) των πιστωτών των συμβαλλόμενων μερών της σύμβασης.

Τα ανωτέρω δεν ισχύουν σε σχέση με οποιαδήποτε συμφωνία εκκαθαριστικού συμψηφισμού η οποία έχει συναφθεί σε χρόνο κατά τον οποίο το έτερο μέρος γνώριζε ή θα έπρεπε να γνωρίζει ότι εκκρεμούσε αίτηση για τη λύση και την εκκαθάριση της εταιρείας λόγω αφερεγγυότητας ή ότι η εταιρεία έχει προβεί σε επίσημες ενέργειες σύμφωνα με οποιοδήποτε ισχύον νομοθέτημα για τη λύση και την εκκαθάρισή της λόγω αφερεγγυότητας.

Επίσης, δεν ισχύει στην περίπτωση που το αφερέγγυο μέρος είναι φυσικό πρόσωπο (όχι έμπορος) ή εμπορική εταιρεία πλην ανώνυμης εταιρείας (ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρεία) και το έτερο μέρος γνώριζε ή θα έπρεπε να γνωρίζει γεγονότα παρόμοιου χαρακτήρα με αυτά αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο σε σχέση με το αφερέγγυο μέρος.

Οποιαδήποτε συμβατική εξουσία ή εντολή για την εφαρμογή οποιασδήποτε ρήτρας εκκαθαριστικού συμψηφισμού δεν ανακαλείται με την κήρυξη πτώχευσης ή αφερεγγυότητας οποιουδήποτε άλλου μέρους της σύμβασης.

Επιπλέον, προβλέπεται ότι, ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου εθνικού δικαίου, τίποτε δεν θα περιορίζει ή καθυστερεί την εφαρμογή οποιασδήποτε συμβατικής ρήτρας η οποία προβλέπει ή αφορά αντιστάθμιση ή συμψηφισμό και η οποία θα ήταν άλλως εφαρμοστέα, και ότι καμία δικαστική απόφαση, διαταγή ή ασφαλιστικό μέτρο, καμία άλλη παρόμοια διάταξη δικαστηρίου ή άλλη και καμία διαδικασία οποιουδήποτε είδους δεν έχει επίπτωση σε τέτοια συμβατική ρήτρα. Ωστόσο, παρά τα όσα αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, τίποτα δεν εμποδίζει την εφαρμογή οποιουδήποτε νόμου που θα καθιστούσε τον συμψηφισμό ή την αντιστάθμιση ανεφάρμοστο σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη περίπτωση λόγω απάτης ή για οποιονδήποτε άλλο παρόμοιο λόγο, και τίποτα δεν ισχυροποιεί συμψηφισμό ή αντιστάθμιση εάν οποιαδήποτε διάταξη σύμβασης μεταξύ των οικείων συμβαλλόμενων μερών θα καθιστούσε τον συμψηφισμό ή την αντιστάθμιση άκυρο λόγω απάτης ή για οποιονδήποτε άλλο παρόμοιο λόγο.

Η νομοθεσία προβλέπει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη σύμβασης μπορούν νομίμως:

  • να συμφωνήσουν οποιοδήποτε σύστημα ή μηχανισμό που επιτρέπει στα συμβαλλόμενα μέρη να μετατρέψουν μη χρηματική υποχρέωση σε χρηματική υποχρέωση ισοδύναμης αξίας και να αποτιμήσουν την εν λόγω υποχρέωση για τους σκοπούς οποιουδήποτε συμψηφισμού ή αντιστάθμισης·
  • να συμφωνήσουν οποιαδήποτε συναλλαγματική ισοτιμία ή τη μέθοδο που θα χρησιμοποιηθεί για τον καθορισμό της συναλλαγματικής ισοτιμίας που θα εφαρμοστεί για την εκτέλεση οποιουδήποτε συμψηφισμού αντιστάθμισης, όταν τα ποσά που πρόκειται να συμψηφιστούν ή να αντισταθμιστούν εκφράζονται σε διαφορετικό νόμισμα, και να καθορίσουν το νόμισμα στο οποίο θα πραγματοποιηθεί η καταβολή του καθαρού εναπομένοντος ποσού·
  • να συμφωνήσουν ότι οποιεσδήποτε συναλλαγές ή άλλες πράξεις εκτελεσθείσες βάσει οποιασδήποτε σύμβασης, είτε αυτές προσδιορίζονται ειδικά είτε με αναφορά σε οποιονδήποτε τύπο ή κατηγορία συναλλαγών ή πράξεων, θα αντιμετωπίζονται ως μία ενιαία συναλλαγή ή πράξη για τον σκοπό των διατάξεων της σύμβασης περί συμψηφισμού ή αντιστάθμισης και ότι όλες οι εν λόγω συναλλαγές ή πράξεις θα αντιμετωπίζονται ως μία ενιαία συναλλαγή ή πράξη των συμβαλλόμενων μερών ή οποιουδήποτε διαχειριστή αφερεγγυότητας, συνδίκου, διαχειριστή πτώχευσης, ελεγκτή ή ειδικού ελεγκτή ή άλλου οργάνου που ενεργεί για λογαριασμό των μερών και οποιουδήποτε δικαστηρίου.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Διαδικασίες αφερεγγυότητας (ανώνυμες εταιρείες)

Το άρθρο 303 του κεφαλαίου 386 προβλέπει ότι προνόμια, υποθήκες και άλλα βάρη, μεταβιβάσεις και άλλες πράξεις διάθεσης περιουσιακών στοιχείων ή δικαιωμάτων και κάθε πληρωμή, παροχή ή άλλη πράξη σχετικά με περιουσιακά στοιχεία ή δικαιώματα που έχουν πραγματοποιηθεί από ή έναντι ανώνυμης εταιρείας, καθώς και κάθε υποχρέωση που έχει αναλάβει η εταιρεία κατά το διάστημα των έξι μηνών που προηγούνται της λύσης της εταιρείας θεωρούνται πράξεις δόλιας προτίμησης έναντι των πιστωτών της εταιρείας, ανεξαρτήτως του εάν η σχετική συναλλαγή πραγματοποιήθηκε από επαχθή αιτία ή όχι, εάν αυτή συνιστά υποτιμολογημένη συναλλαγή ή εάν εμπεριέχει προτιμησιακή μεταχείριση. Στις εν λόγω περιπτώσεις, η συναλλαγή (δόλια προτίμηση) είναι άκυρη.

Η υποτιμολόγηση ορίζεται ως εξής:

α) εταιρεία συνάπτει υποτιμολογημένη συναλλαγή εάν:

i) η εταιρεία προβαίνει σε δωρεά ή άλλως συνάπτει συναλλαγή οι όροι της οποίας προβλέπουν τη μη λήψη αντιτίμου από την εταιρεία, ή

ii) η εταιρεία συνάπτει συναλλαγή έναντι αντιτίμου η αξία του οποίου, σε χρήματα ή αποτιμώμενη σε χρήματα, είναι σημαντικά μικρότερη της αξίας, σε χρήματα ή αποτιμώμενης σε χρήματα, της παροχής που κατέβαλε η εταιρεία.

Η προτιμησιακή μεταχείριση ορίζεται ως εξής:

β) εταιρεία επιφυλάσσει προτιμησιακή μεταχείριση σε πρόσωπο εάν:

i) το εν λόγω πρόσωπο αποτελεί πιστωτή της εταιρείας ή έχει παράσχει ασφάλεια ή εγγύηση για οποιαδήποτε από τις οφειλές ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρείας· και

ii) η εταιρεία προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη ή ανέχεται τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης που, σε κάθε περίπτωση, έχει ως αποτέλεσμα να περιέλθει το εν λόγω πρόσωπο σε θέση η οποία, στην περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρείας λόγω αφερεγγυότητας, θα είναι πλεονεκτικότερη από τη θέση στην οποία θα βρισκόταν εάν δεν είχε λάβει χώρα η εν λόγω πράξη ή παράλειψη.

Εξαίρεση στα ανωτέρω αποτελεί η περίπτωση στην οποία το πρόσωπο υπέρ του οποίου πραγματοποιήθηκε ή εκτελέστηκε η συναλλαγή αποδείξει ότι δεν γνώριζε και δεν είχε λόγους να πιστεύει ότι η εταιρεία κινδύνευε να λυθεί λόγω αφερεγγυότητας.

Πέραν των ανωτέρω, δεν υπάρχει άλλη διάταξη η οποία να επηρεάζει άμεσα τις συμβάσεις.

Διαδικασία αναδιοργάνωσης (ανάκαμψη ανώνυμων εταιρειών)

Δεν υπάρχουν ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν τις επιπτώσεις της διαδικασίας αναδιοργάνωσης σε συμβάσεις.

Διαδικασία πτώχευσης (προσωπικές εταιρείες και έμποροι)

Σύμφωνα με τον εμπορικό κώδικα, και ειδικότερα το άρθρο 485, κάθε πράξη μεταβίβασης περιουσίας, κάθε ανάληψη υποχρέωσης και κάθε αποποίηση δικαιωμάτων από διαδοχή που πραγματοποιείται από τον πτωχεύσαντα, είτε από επαχθή είτε από μη επαχθή αιτία, η οποία έχει σκοπό να εξαπατήσει τους πιστωτές του μπορεί να ακυρωθεί.

Σε αντίθεση με τον νόμο περί εταιρειών, ο εμπορικός κώδικας δεν καθορίζει προθεσμία, όπως στο άρθρο 303 του κεφαλαίου 386 της νομοθεσίας της Μάλτας.

Στις ανωτέρω περιπτώσεις, εάν αποδειχθεί ότι ο πτωχεύσας γνώριζε την ύπαρξη περιστάσεων που επιφέρουν κήρυξη πτώχευσης, οι εν λόγω πράξεις μπορούν να ακυρωθούν.

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

Διαδικασίες αφερεγγυότητας (ανώνυμες εταιρείες)

Μόλις ανοίξει διαδικασία αφερεγγυότητας (η εταιρεία λύεται με δικαστική απόφαση λόγω αφερεγγυότητας), δεν μπορεί να κινηθεί οποιαδήποτε αγωγή ή διαδικασία (απαγόρευση άσκησης αγωγής) κατά της εταιρείας ή της περιουσίας της, παρά μόνο με την άδεια του δικαστηρίου και υπό τους όρους που το δικαστήριο τυχόν θα επιβάλει. Η νομοθεσία δεν προσδιορίζει τις περιπτώσεις στις οποίες το δικαστήριο θα επέτρεπε την κίνηση ή τη συνέχιση δικαστικής διαδικασίας από πιστωτή, αλλά η γενική αρχή είναι ότι, κατά τη διάρκεια διαδικασίας αφερεγγυότητας, τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας τελούν υπό διαχείριση κατά τρόπο συντεταγμένο προς όφελος όλων των πιστωτών και ότι επιμέρους πιστωτές δεν θα πρέπει να μπορούν να αποκτήσουν πλεονέκτημα ασκώντας αγωγές κατά της εταιρείας.

Διαδικασία αναδιοργάνωσης (ανάκαμψη ανώνυμων εταιρειών)

Το εθνικό δίκαιο προβλέπει αναστολή διώξεων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναδιοργάνωσης (ανάκαμψης ανώνυμης εταιρείας). Ειδικότερα, το άρθρο 329Β παράγραφος 4 του κεφαλαίου 386 ορίζει ότι με την υποβολή αίτησης αναδιοργάνωσης (ανάκαμψης ανώνυμης εταιρείας) και εφόσον αυτή δεν απορριφθεί ή κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της διαδικασίας ανάκαμψης της εταιρείας:

α) αναστέλλεται η εκδίκαση κάθε εκκρεμούσας ή νέας αίτησης εκκαθάρισης·

β) δεν δύναται να ληφθεί ή να τεθεί σε ισχύ απόφαση γενική συνέλευσης για τη λύση και την επακόλουθη εκκαθάριση της εταιρείας·

γ) αναστέλλεται η εκτέλεση κάθε χρηματικής απαίτησης κατά της εταιρείας και ο καταλογισμός οποιουδήποτε τόκου που σε αντίθετη περίπτωση θα καταλογιζόταν·

δ) κατά τη διάρκεια της μίσθωσης, ο ιδιοκτήτης ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο στο οποίο είναι καταβλητέο μίσθωμα δεν μπορεί να ασκήσει οποιοδήποτε δικαίωμα καταγγελίας της μίσθωσης όσον αφορά χώρους που έχουν εκμισθωθεί στην εταιρεία λόγω μη εκπλήρωσης από την εταιρεία οποιουδήποτε όρου ή προϋπόθεσης της μίσθωσης των εν λόγω χώρων, εκτός εάν δοθεί σχετική άδεια από το δικαστήριο και υπό τους όρους που το δικαστήριο τυχόν κρίνει σκόπιμο να επιβάλει·

ε) δεν δύναται να ληφθούν άλλα μέτρα για την αναγκαστική ρευστοποίηση οποιασδήποτε εμπράγματης ασφάλειας επί περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας ή για την ανάκτηση αγαθών που βρίσκονται στην κατοχή της εταιρείας δυνάμει οποιασδήποτε σύμβασης πώλησης με δόσεις, εκτός εάν δοθεί σχετική άδεια από το δικαστήριο και υπό τους όρους που το δικαστήριο τυχόν κρίνει σκόπιμο να επιβάλει·

στ) δεν επιτρέπεται η έκδοση οποιασδήποτε προληπτικής ή εκτελεστικής πράξης ή εντάλματος εκ των αναφερόμενων στο κεφάλαιο 16 (κώδικας οργάνωσης και αστικής διαδικασίας) κατά της εταιρείας ή οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου της εταιρείας, εκτός εάν δοθεί σχετική άδεια από το δικαστήριο και υπό τους όρους που το δικαστήριο τυχόν κρίνει σκόπιμο να επιβάλει και

ζ) δεν δύναται να κινηθεί ή να συνεχιστεί δικαστική διαδικασία κατά της εταιρείας ή της περιουσίας της, εκτός εάν δοθεί σχετική άδεια από το δικαστήριο και υπό τους όρους που το δικαστήριο τυχόν κρίνει σκόπιμο να επιβάλει.

Διαδικασία πτώχευσης (προσωπικές εταιρείες και έμποροι)

Στις διαδικασίες πτώχευσης κατά εμπόρου ή προσωπικής εταιρείας, μόλις διοριστεί σύνδικος από το δικαστήριο, οποιαδήποτε αγωγή κατά του προσώπου και της περιουσίας του πτωχεύσαντος μπορεί να κατατεθεί μόνο εναντίον του συνδίκου / των συνδίκων και όχι εναντίον του πτωχεύσαντος ή της πτωχεύσασας προσωπικής εταιρείας, και τούτο σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 500 του κεφαλαίου 13.

Ο πιστωτής έχει δικαίωμα να γνωρίζει, να ελέγχει και να εξακριβώνει πώς ο σύνδικος διαχειρίζεται τις υποθέσεις του πτωχεύσαντος και να προσφεύγει στο δικαστήριο εάν ο σύνδικος / οι σύνδικοι θίγουν τα δικαιώματά του.

Στις διαδικασίες ανάκαμψης, το δικαστήριο διαθέτει τη διακριτική ευχέρεια να εκδώσει προσωρινή απόφαση η οποία θα επιβάλλει αναστολή των ατομικών διώξεων για την ανάκαμψη των δραστηριοτήτων του πτωχεύσαντος / της προσωπικής εταιρείας.

Ωστόσο, σε αντίθεση με τη διαδικασία ανάκαμψης ανώνυμων εταιρειών, οι πιστωτές εξακολουθούν να μπορούν να ασκήσουν αγωγές, στρεφόμενες κατά του συνδίκου που εκπροσωπεί τον πτωχεύσαντα έμπορο ή την πτωχεύσασα προσωπική εταιρεία.

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

Διαδικασίες αφερεγγυότητας (ανώνυμες εταιρείες)

Μόλις ανοίξει διαδικασία αφερεγγυότητας (η εταιρεία λύεται με δικαστική απόφαση λόγω αφερεγγυότητας), δεν μπορεί να συνεχιστεί (αναστολή) αγωγή ή διαδικασία κατά της εταιρείας ή της περιουσίας της, παρά μόνο με την άδεια του δικαστηρίου και υπό τους όρους που τυχόν θα επιβάλει το δικαστήριο. Η νομοθεσία δεν προσδιορίζει τις περιπτώσεις στις οποίες το δικαστήριο θα επέτρεπε την κίνηση ή τη συνέχιση δικαστικής διαδικασίας από πιστωτή, αλλά η γενική αρχή είναι ότι, κατά τη διάρκεια διαδικασίας αφερεγγυότητας, τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας τελούν υπό διαχείριση κατά τρόπο συντεταγμένο προς όφελος όλων των πιστωτών και ότι επιμέρους πιστωτές δεν θα πρέπει να μπορούν να αποκτήσουν πλεονέκτημα ασκώντας αγωγές κατά της εταιρείας.

Διαδικασία αναδιοργάνωσης (ανάκαμψη ανώνυμων εταιρειών)

Το εθνικό δίκαιο προβλέπει αναστολή διώξεων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναδιοργάνωσης (ανάκαμψης ανώνυμης εταιρείας). Ειδικότερα, το άρθρο 329Β παράγραφος 4 του κεφαλαίου 386 ορίζει ότι με την υποβολή αίτησης αναδιοργάνωσης (ανάκαμψης ανώνυμης εταιρείας) και εφόσον αυτή δεν απορριφθεί ή κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της διαδικασίας ανάκαμψης της εταιρείας:

α) αναστέλλεται η εκδίκαση κάθε εκκρεμούσας ή νέας αίτησης εκκαθάρισης·

β) δεν δύναται να ληφθεί ή να τεθεί σε ισχύ απόφαση γενική συνέλευσης για τη λύση και την επακόλουθη εκκαθάριση της εταιρείας·

γ) αναστέλλεται η εκτέλεση κάθε χρηματικής απαίτησης κατά της εταιρείας και ο καταλογισμός οποιουδήποτε τόκου που σε αντίθετη περίπτωση θα καταλογιζόταν·

δ) κατά τη διάρκεια της μίσθωσης, ο ιδιοκτήτης ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο στο οποίο είναι καταβλητέο μίσθωμα δεν μπορεί να ασκήσει οποιοδήποτε δικαίωμα καταγγελίας της μίσθωσης όσον αφορά χώρους που έχουν εκμισθωθεί στην εταιρεία λόγω μη εκπλήρωσης από την εταιρεία οποιουδήποτε όρου ή προϋπόθεσης της μίσθωσης των εν λόγω χώρων, εκτός εάν δοθεί σχετική άδεια από το δικαστήριο και υπό τους όρους που το δικαστήριο τυχόν κρίνει σκόπιμο να επιβάλει·

ε) δεν δύναται να ληφθούν άλλα μέτρα για την αναγκαστική ρευστοποίηση οποιασδήποτε εμπράγματης ασφάλειας επί περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας ή για την ανάκτηση αγαθών που βρίσκονται στην κατοχή της εταιρείας δυνάμει οποιασδήποτε σύμβασης πώλησης με δόσεις, εκτός εάν δοθεί σχετική άδεια από το δικαστήριο και υπό τους όρους που το δικαστήριο τυχόν κρίνει σκόπιμο να επιβάλει·

στ) δεν επιτρέπεται η έκδοση οποιασδήποτε προληπτικής ή εκτελεστικής πράξης ή εντάλματος εκ των αναφερόμενων στο κεφάλαιο 16 (κώδικας οργάνωσης και αστικής διαδικασίας) κατά της εταιρείας ή οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου της εταιρείας, εκτός εάν δοθεί σχετική άδεια από το δικαστήριο και υπό τους όρους που το δικαστήριο τυχόν κρίνει σκόπιμο να επιβάλει και

ζ) δεν δύναται να κινηθεί ή να συνεχιστεί δικαστική διαδικασία κατά της εταιρείας ή της περιουσίας της, εκτός εάν δοθεί σχετική άδεια από το δικαστήριο και υπό τους όρους που το δικαστήριο τυχόν κρίνει σκόπιμο να επιβάλει.

Διαδικασία πτώχευσης (προσωπικές εταιρείες και έμποροι)

Το εθνικό δίκαιο και, ειδικότερα, ο εφαρμοστέος συναφώς εμπορικός κώδικας δεν προβλέπει αναστολή διώξεων. Ωστόσο, ο σύνδικος μπορεί να ζητήσει να εκδικαστεί σχετική ένδικη υπόθεση από τον ίδιο δικαστή που διεξάγει την πτώχευση, έτσι ώστε ο εν λόγω δικαστής να μπορεί να ρυθμίσει και να διεκπεραιώσει τις υποθέσεις της πτώχευσης κατά τρόπο που διασφαλίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του πτωχεύσαντος και που εξασφαλίζει την εξέταση και εκδίκαση των αξιώσεων που προβάλλει ο πιστωτής με το δικόγραφό του.

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

Διαδικασίες αφερεγγυότητας (ανώνυμες εταιρείες)

Οι πιστωτές δύνανται να παρέμβουν στη διαδικασία αφερεγγυότητας, εφόσον αποδεικνύουν ότι έχουν δικαστικό έννομο συμφέρον και, συνεπώς, νομιμοποιούνται να προβάλουν ισχυρισμούς κατά τις διαδικασίες ενώπιον του δικαστηρίου.

Οι πιστωτές ενημερώνονται για την εν εξελίξει διαδικασία από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας, ο οποίος συγκαλεί συνελεύσεις στις οποίες οι πιστωτές μπορούν να εκφράζουν τις απόψεις τους.

Διαδικασία αναδιοργάνωσης (ανάκαμψη ανώνυμων εταιρειών)

Το άρθρο 329Β του κεφαλαίου 386 ορίζει συγκεκριμένα ότι τόσο το δικαστήριο όσο και ο ειδικός ελεγκτής ενεργούν, μεταξύ άλλων, προς το βέλτιστο συμφέρον των πιστωτών.

Ο ειδικός ελεγκτής υποχρεούται επίσης να συγκαλεί συνελεύσεις των πιστωτών, η πρώτη εκ των οποίων πρέπει να λαμβάνει χώρα εντός ενός μήνα από τον διορισμό του.

Στο πλαίσιο των εν λόγω συνελεύσεων, ο ειδικός ελεγκτής πρέπει να διορίσει μια κοινή επιτροπή πιστωτών και μετόχων για την παροχή στον ειδικό ελεγκτή των συμβουλών και της υποστήριξης που τυχόν θα χρειαστεί για τη διαχείριση των υποθέσεων, των δραστηριοτήτων και της περιουσίας της εταιρείας και την ανάκαμψή της ως βιώσιμη λειτουργούσα επιχείρηση.

Διαδικασία πτώχευσης (προσωπικές εταιρείες και έμποροι)

Οι πιστωτές δύνανται να παρέμβουν και να συμμετάσχουν στη διαδικασία πτώχευσης, εφόσον αποδεικνύουν ότι έχουν δικαστικό έννομο συμφέρον και, συνεπώς, νομιμοποιούνται να προβάλουν ισχυρισμούς κατά τις διαδικασίες ενώπιον του δικαστηρίου.

Οι πιστωτές ενημερώνονται για την εν εξελίξει διαδικασία από τον σύνδικο, ο οποίος συγκαλεί συνελεύσεις στις οποίες οι πιστωτές μπορούν να εκφράζουν τις απόψεις τους.

Οι πιστωτές έχουν επίσης δικαίωμα ψήφου, καθώς, για να υπάρξει τελική συμφωνία όσον αφορά την προτεινόμενη ρύθμιση συμβιβασμού, απαιτείται η συναίνεση πιστωτών που εκπροσωπούν τα τρία τέταρτα σε όρους αξίας των συνολικών αποδεδειγμένων απαιτήσεων.

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

Διαδικασίες αφερεγγυότητας (ανώνυμες εταιρείες)

Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί να πωλήσει περιουσιακά στοιχεία αποδεχόμενος την πλέον συμφέρουσα προσφορά για τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας.

Διαδικασία αναδιοργάνωσης (ανάκαμψη ανώνυμων εταιρειών)

Ο ειδικός ελεγκτής δεν μπορεί να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας παρ’ εκτός με ειδική άδεια από το δικαστήριο ή όπως προβλέπεται από το σχέδιο ανάκαμψης που εγκρίνεται στη συνέχεια, με ή χωρίς τροποποιήσεις από το δικαστήριο. Σε κάθε περίπτωση, το δικαστήριο θα καθορίσει ή θα εγκρίνει τη μέθοδο διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας.

Διαδικασία πτώχευσης (προσωπικές εταιρείες και έμποροι)

Στη διαδικασία πτώχευσης, ο σύνδικος προβαίνει στη διάθεση των περιουσιακών στοιχείων αποδεχόμενος την πλέον συμφέρουσα προσφορά για τα περιουσιακά στοιχεία, και εφόσον λάβει την άδεια του δικαστηρίου να το πράξει.

Στο πλαίσιο ανάκαμψης προσωπικής εταιρείας ή πτωχεύσαντος, σύμφωνα με το άρθρο 498 του κεφαλαίου 13, ο σύνδικος ακολουθεί το σχέδιο ανάκαμψης. Ωστόσο, ο δικαστής διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια να δίνει τις οδηγίες που θεωρεί ότι είναι οι πλέον συμφέρουσες για τον πτωχεύσαντα και τους πιστωτές.

Εντούτοις, πιστωτής μπορεί να εναντιωθεί στην εν λόγω εξουσία του δικαστή, εάν αποδείξει ότι αυτό δεν είναι προς το συμφέρον των πιστωτών.

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Διαδικασίες αφερεγγυότητας (ανώνυμες εταιρείες)

Οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας δεν αντιμετωπίζονται διαφορετικά από αυτές που προϋπήρχαν. Ωστόσο, στη διαδικασία αφερεγγυότητας, το δικαστήριο δύναται, στην περίπτωση που τα περιουσιακά στοιχεία δεν επαρκούν για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων, να διατάξει την πληρωμή, από την περιουσία της εταιρείας, των εξόδων, των χρεώσεων και των δαπανών που ανέκυψαν κατά τη λύση και την εκκαθάριση, κατά τη σειρά προτεραιότητας που θα κρίνει ενδεδειγμένη το δικαστήριο. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την ακόλουθη γενική σειρά προτεραιότητας:

α) δεόντως απαιτητές δαπάνες ή δαπάνες στις οποίες προέβη ο Δημόσιος Σύνδικος ή ο διαχειριστής αφερεγγυότητας για τη διατήρηση, τη ρευστοποίηση ή την είσπραξη οποιωνδήποτε περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας·

β) οποιεσδήποτε άλλες δαπάνες που αναλήφθηκαν ή πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν από τον Δημόσιο Σύνδικο ή υπό την ευθύνη του, συμπεριλαμβανομένων όσων αναλήφθηκαν ή πραγματοποιήθηκαν κατά τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της εταιρείας·

γ) η αμοιβή του προσωρινού διαχειριστή, εάν υπάρχει·

δ) τα έξοδα του αιτούντος και οποιουδήποτε προσώπου που εμφανίζεται στην αίτηση τα έξοδα του οποίου γίνονται δεκτά από το δικαστήριο·

ε) η αμοιβή του ειδικού διαχειριστή, εάν υπάρχει·

στ) οποιοδήποτε ποσό πληρωτέο σε πρόσωπο το οποίο απασχολείται ή στο οποίο έχει ανατεθεί να συνδράμει στην κατάρτιση ισολογισμού ή λογιστικής κατάστασης·

ζ) οποιαδήποτε έξοδα που πραγματοποιήθηκαν με εντολή του δικαστηρίου σχετικά με αίτηση απαλλαγής από την υποχρέωση υποβολής ισολογισμού ή παράτασης της προθεσμίας υποβολής του εν λόγω ισολογισμού·

η) οποιεσδήποτε απαραίτητες πληρωμές που πραγματοποίησε ο διαχειριστής αφερεγγυότητας στο πλαίσιο της διαχείρισής του, συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε δαπανών στις οποίες προέβησαν μέλη της επιτροπής εκκαθάρισης ή οι εκπρόσωποί τους και οι οποίες εγκρίθηκαν από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας·

θ) η αμοιβή οποιουδήποτε προσώπου που απασχολήθηκε από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας για την παροχή οποιωνδήποτε υπηρεσιών για την εταιρεία, όπως απαιτείται ή επιτρέπεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου 386·

ι) η αμοιβή του Δημόσιου Συνδίκου και του διαχειριστή αφερεγγυότητας.

Διαδικασία αναδιοργάνωσης (ανάκαμψη ανώνυμων εταιρειών)

Άνευ αντικειμένου

Διαδικασία πτώχευσης (προσωπικές εταιρείες και έμποροι)

Οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης δεν αντιμετωπίζονται διαφορετικά από αυτές που προϋπήρχαν. Στη διαδικασία πτώχευσης, το δικαστήριο δύναται, στην περίπτωση που τα περιουσιακά στοιχεία δεν επαρκούν για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων, να διατάξει την πληρωμή, από την πτωχευτική περιουσία, των εξόδων, των χρεώσεων και των δαπανών που ανέκυψαν κατά τη λύση και την εκκαθάριση, κατά τη σειρά προτεραιότητας που θα κρίνει ενδεδειγμένη το δικαστήριο. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την ακόλουθη γενική σειρά προτεραιότητας:

α) δεόντως απαιτητές δαπάνες ή δαπάνες στις οποίες προέβη ο σύνδικος για τη διατήρηση, τη ρευστοποίηση ή την είσπραξη οποιωνδήποτε περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας·

β) οποιεσδήποτε άλλες δαπάνες που αναλήφθηκαν ή πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν από τον σύνδικο ή υπό την ευθύνη του, συμπεριλαμβανομένων όσων αναλήφθηκαν ή πραγματοποιήθηκαν κατά τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της εταιρείας·

γ) η αμοιβή του συνδίκου, εάν υπάρχει·

δ) τα έξοδα του αιτούντος και οποιουδήποτε προσώπου που εμφανίζεται στην αίτηση τα έξοδα του οποίου γίνονται δεκτά από το δικαστήριο·

ε) η αμοιβή του ειδικού διαχειριστή και του γραμματέα, εάν υπάρχουν·

στ) οποιοδήποτε ποσό πληρωτέο σε πρόσωπο το οποίο απασχολείται ή στο οποίο έχει ανατεθεί να συνδράμει στην κατάρτιση ισολογισμού ή λογιστικής κατάστασης·

ζ) οποιαδήποτε έξοδα που πραγματοποιήθηκαν με εντολή του δικαστηρίου σχετικά με αίτηση απαλλαγής από την υποχρέωση υποβολής ισολογισμού ή παράτασης της προθεσμίας υποβολής του εν λόγω ισολογισμού·

η) οποιεσδήποτε απαραίτητες πληρωμές που πραγματοποίησε ο σύνδικος στο πλαίσιο της διαχείρισής του, συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε δαπανών στις οποίες προέβησαν μέλη της επιτροπής, εάν υπάρχουν, ή οι εκπρόσωποί τους και οι οποίες εγκρίθηκαν από τον σύνδικο·

Μετά την καταβολή αυτών των ποσών, πληρώνονται οι ασφαλισμένοι πιστωτές σύμφωνα με την ημερομηνία καταχώρισης της απαίτησής τους και, έπειτα από αυτούς τους ασφαλισμένους πιστωτές, πληρώνονται όλοι οι άλλοι πιστωτές με βάση την ημερομηνία καταχώρισης των απαιτήσεών τους. Εάν τα κεφάλαια δεν επαρκούν για την κάλυψη των τελευταίων αυτών απαιτήσεων (των μη ασφαλισμένων πιστωτών), οι εν λόγω απαιτήσεις κατατάσσονται ως ίσης προτεραιότητας (pari passu).

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

Διαδικασίες αφερεγγυότητας (ανώνυμες εταιρείες)

Οι απαιτήσεις γίνονται δεκτές κατά τη διακριτική ευχέρεια του διαχειριστή αφερεγγυότητας. Δεν υπάρχουν ειδικοί κανόνες σχετικά με τον τρόπο υποβολής των απαιτήσεων. Επισημαίνεται σχετικά ότι, στην περίπτωση που ο Δημόσιος Σύνδικος ορίζεται ως διαχειριστής αφερεγγυότητας, χρησιμοποιείται το ακόλουθο έντυπο υποβολής απαιτήσεων:

OFFICIAL RECEIVER (ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΣΥΝΔΙΚΟΣ)

c/o MFSA

Notabile Road

Attard, BKR3000

Στοιχεία λυθείσας εταιρείας

1

Επωνυμία και αριθμός μητρώου

2

Ημερομηνία επέλευσης της λύσης

Στοιχεία πιστωτή

3

Ονοματεπώνυμο / αριθμός μητρώου

4

Διεύθυνση

5

Διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου

6

Αριθμός τηλεφώνου / κινητού τηλεφώνου

/

Στοιχεία οφειλής

7

Συνολικό ποσό απαίτησης, συμπεριλαμβανομένου οποιουδήποτε μη κεφαλαιοποιημένου οφειλόμενου τόκου κατά την ημερομηνία της λύσης

8

Συνολικό ποσό μη κεφαλαιοποιημένων τόκων κατά την ημερομηνία της λύσης

9

Περιγράψτε την προέλευση της οφειλής, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν σχετικών ημερομηνιών

(Αν είναι αναγκαίο, επισυνάψτε συμπληρωματικά φύλλα)

10

Στοιχεία εγγράφων και/ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων της απαίτησης (επισυνάψτε επικυρωμένο αντίγραφο και αριθμήστε κάθε έγγραφο διαδοχικά)

(Αν είναι αναγκαίο, επισυνάψτε συμπληρωματικά φύλλα)

Στοιχεία εμπράγματης ασφάλειας (εάν υπάρχει)

11

Περιγράψτε το είδος της ασφάλειας που έχει παρασχεθεί/ληφθεί

(Αν είναι αναγκαίο, επισυνάψτε συμπληρωματικά φύλλα)

12

Ημερομηνία/-ες παροχής/λήψης της ασφάλειας

13

Ποσό ασφαλισμένης οφειλής

Δήλωση του πιστωτή

14

Ο/Η κάτωθι υπογεγραμμένος/-η δηλώνω ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν έντυπο είναι, εξ όσων γνωρίζω, αληθείς, ορθές και πλήρεις:

Υπογραφή πιστωτή

Ονοματεπώνυμο με κεφαλαία γράμματα

Αριθμός δελτίου ταυτότητας

15

Εάν υπογράφετε ως εκπρόσωπος νομικού προσώπου, συμπληρώστε ακολούθως:

Στο όνομα και για λογαριασμό της ____________________________________________________

αρ. μητρώου _________________________ με την ιδιότητά μου ως _____________________________.

Όσον αφορά το χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου μπορεί να εγερθούν οι εν λόγω απαιτήσεις, το άρθρο 255 του κεφαλαίου 386 εξουσιοδοτεί το δικαστήριο να ορίσει την προθεσμία ή τις προθεσμίες εντός των οποίων οι πιστωτές πρέπει να αποδείξουν τις οφειλές ή τις απαιτήσεις τους, επί ποινή αποκλεισμού από οποιαδήποτε διανομή που θα πραγματοποιηθεί πριν αποδειχθούν οι εν λόγω οφειλές.

Διαδικασία αναδιοργάνωσης (ανάκαμψη ανώνυμων εταιρειών)

Δεν υπάρχουν ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις σχετικά με τις επιπτώσεις της διαδικασίας αναδιοργάνωσης όσον αφορά την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Διαδικασίες αφερεγγυότητας (ανώνυμες εταιρείες)

Επισημαίνεται ότι, όσον αφορά την αφερεγγυότητα, στη νομοθεσία της Μάλτας δεν υπάρχει εξαντλητικός κατάλογος με τη σειρά κατάταξης των πιστωτών, καθώς η κατάταξή τους δεν καθορίζεται σε ένα συγκεκριμένο νομοθέτημα αλλά σε διάφορα νομοθετήματα. Νομοθετικές διατάξεις σχετικά με τη σειρά κατάταξης των απαιτήσεων παρατίθενται παρακάτω:

Το άρθρο 302 του κεφαλαίου 386 ορίζει ότι, κατά την εκκαθάριση εταιρείας τα περιουσιακά στοιχεία της οποίας δεν επαρκούν για την κάλυψη των υποχρεώσεων, τα δικαιώματα των ασφαλισμένων και των μη ασφαλισμένων πιστωτών και η προτεραιότητα και σειρά κατάταξης των οφειλών τους ρυθμίζονται από την ισχύουσα τη δεδομένη στιγμή νομοθεσία.

Το άρθρο 535 του κεφαλαίου 13 επίσης ορίζει ότι η σειρά κατάταξης των πιστωτών που είναι ασφαλισμένοι με ενέχυρα, προνόμια ή υποθήκες ορίζεται σύμφωνα με την ισχύουσα τη δεδομένη στιγμή νομοθεσία.

Τόσο στο άρθρο 535 του κεφαλαίου 13 όσο και στο άρθρο 302 του κεφαλαίου 386 ορίζεται ότι η σειρά κατάταξης των οφειλών ρυθμίζεται από την ισχύουσα τη δεδομένη στιγμή νομοθεσία.

Στο δίκαιο της Μάλτας, η αρχή της ίσης προτεραιότητας (pari passu) προβλέπεται έμμεσα στο άρθρο 1996 του κεφαλαίου 16 (αστικός κώδικας), το οποίο ορίζει ότι τα προνόμια, οι υποθήκες και το δικαίωμα διαχωρισμού των περιουσιών συνιστούν νόμιμες αιτίες προτίμησης. Ορίζεται επίσης ότι πιστωτής μπορεί νομίμως να υποτάξει, να αναβάλει, να παραιτηθεί από ή άλλως να τροποποιήσει υφιστάμενα ή μελλοντικά δικαιώματά του πληρωμής, εκτέλεσης, προνομιακής κατάταξης και άλλα παρόμοια υφιστάμενα ή μελλοντικά δικαιώματά του, προς όφελος άλλου προσώπου. Η εν λόγω υπόταξη, αναβολή, παραίτηση, τροποποίηση ή άλλη παρόμοια ενέργεια μπορεί να πραγματοποιηθεί με συμφωνία ή με μονομερή δήλωση προς οποιοδήποτε πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένου άλλου πιστωτή, είτε αυτό έχει προσδιοριστεί είτε δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί κατά τον χρόνο σύναψης της εν λόγω συμφωνίας ή πραγματοποίησης της εν λόγω δήλωσης.

Δηλαδή, η σειρά κατάταξης μπορεί να αλλάξει με συμφωνία. Συνεπώς, εάν δεν υπάρχουν προνόμια, υποθήκες ή δικαίωμα διαχωρισμού των περιουσιών, οι οφειλέτες κατατάσσονται ως ίσης προτεραιότητας.

Όσον αφορά τα ανωτέρω, πρέπει να εξετάζονται οι διάφοροι ειδικοί νόμοι που παρέχουν προτεραιότητα σε συγκεκριμένες απαιτήσεις, όπως ο νόμος περί φόρου προστιθέμενης αξίας (κεφάλαιο 406), ο νόμος περί απασχόλησης και εργασιακών σχέσεων (κεφάλαιο 452) και ο νόμος περί κοινωνικής ασφάλισης (κεφάλαιο 318).

Το άρθρο 62 του νόμου περί φόρου προστιθέμενης αξίας ορίζει ότι:

«Ο Επίτροπος έχει ειδικό προνόμιο επί των περιουσιακών στοιχείων που εντάσσονται στην οικονομική δραστηριότητα προσώπου όσον αφορά οποιονδήποτε φόρο που το εν λόγω πρόσωπο οφείλει βάσει του παρόντος νόμου, ενώ ο εν λόγω φόρος, ανεξαρτήτως κάθε άλλης διάταξης νόμου, εξοφλείται κατά προτεραιότητα έναντι οποιασδήποτε προνομιούχου οφειλής, με την εξαίρεση των οφειλών που διαθέτουν γενικό προνόμιο και των οφειλών που αναφέρονται στο άρθρο 2009 στοιχείο α) ή β) του αστικού κώδικα».

Το άρθρο 20 του νόμου περί απασχόλησης και εργασιακών σχέσεων ορίζει ότι:

«Ανεξαρτήτως κάθε άλλης διάταξης νόμου, κάθε απαίτηση εργαζομένου για την καταβολή αποδοχών καταβλητέων από τον εργοδότη στον εργαζόμενο και έως το ποσό που αντιστοιχεί στους τρέχοντες μισθούς τριών μηνών, για την καταβολή αποζημίωσης άδειας την οποία δικαιούται ο εργαζόμενος, καθώς και για την καταβολή αποζημίωσης που οφείλεται στον εργαζόμενο λόγω απόλυσης ή ειδοποίησης απόλυσης συνιστά απαίτηση ασφαλισμένη με προνόμιο επί των περιουσιακών στοιχείων του εργοδότη και εξοφλείται κατά προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το αν αυτές είναι ασφαλισμένες με προνόμιο ή υποθήκη.

Σε κάθε περίπτωση, το ανώτατο ποσό της προνομιούχου απαίτησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που ισούται με τον εθνικό κατώτατο μισθό που είναι καταβλητέος κατά τον χρόνο της απαίτησης για περίοδο έξι μηνών.»

Το άρθρο 116 παράγραφος 3 του νόμου περί κοινωνικής ασφάλισης ορίζει ότι:

«Ανεξαρτήτως κάθε άλλης διάταξης νόμου, η απαίτηση του Διευθυντή για οποιοδήποτε ποσό οφειλόμενο βάσει οποιασδήποτε εισφοράς πρώτης ή δεύτερης κλάσης σύμφωνα με το παρόν άρθρο συνιστά απαίτηση ασφαλισμένη με προνόμιο στην περίπτωση εισφοράς πρώτης κλάσης, η οποία έχει ίση προτεραιότητα με τους μισθούς των εργαζομένων σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία του εργοδότη, και, στην περίπτωση εισφοράς δεύτερης κλάσης, σε σχέση με την περιουσία του οικείου αυτοαπασχολούμενου, και εξοφλείται κατά προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων απαιτήσεων (με την εξαίρεση των μισθών), ανεξάρτητα από το αν αυτές είναι ασφαλισμένες με προνόμιο ή υποθήκη».

Περαιτέρω, τα άρθρα 2088 έως 2095 του αστικού κώδικα ρυθμίζουν ειδικά τη σειρά προτεραιότητας των προνομίων. Αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι οι οφειλές πρέπει να εξοφλούνται σύμφωνα με τη σειρά καταχώρισής τους. Οι υποθήκες που καταχωρίζονται την ίδια ημέρα είναι, επομένως, ίσης προτεραιότητας.

Ωστόσο, στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, στην περίπτωση που τα περιουσιακά στοιχεία δεν επαρκούν για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων, το δικαστήριο δύναται να διατάξει (και στις περισσότερες περιπτώσεις το πράττει) την πληρωμή, από την περιουσία, των εξόδων, των χρεώσεων και των δαπανών που ανέκυψαν κατά τη λύση και την εκκαθάριση κατά τη σειρά προτεραιότητας που θα κρίνει ενδεδειγμένη το δικαστήριο. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την ακόλουθη γενική σειρά προτεραιότητας:

α) δεόντως απαιτητές δαπάνες ή δαπάνες στις οποίες προέβη ο Δημόσιος Σύνδικος ή ο διαχειριστής αφερεγγυότητας για τη διατήρηση, τη ρευστοποίηση ή την είσπραξη οποιωνδήποτε περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας·

β) οποιεσδήποτε άλλες δαπάνες που αναλήφθηκαν ή πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν από τον Δημόσιο Σύνδικο ή υπό την ευθύνη του, συμπεριλαμβανομένων όσων αναλήφθηκαν ή πραγματοποιήθηκαν κατά τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της εταιρείας·

γ) η αμοιβή του προσωρινού διαχειριστή, εάν υπάρχει·

δ) τα έξοδα του αιτούντος και οποιουδήποτε προσώπου που εμφανίζεται στην αίτηση τα έξοδα του οποίου γίνονται δεκτά από το δικαστήριο·

ε) η αμοιβή του ειδικού διαχειριστή, εάν υπάρχει·

στ) οποιοδήποτε ποσό πληρωτέο σε πρόσωπο το οποίο απασχολείται ή στο οποίο έχει ανατεθεί να συνδράμει στην κατάρτιση ισολογισμού ή λογιστικής κατάστασης·

ζ) οποιαδήποτε έξοδα που πραγματοποιήθηκαν με εντολή του δικαστηρίου σχετικά με αίτηση απαλλαγής από την υποχρέωση υποβολής ισολογισμού ή παράτασης της προθεσμίας υποβολής του εν λόγω ισολογισμού·

η) οποιεσδήποτε απαραίτητες πληρωμές που πραγματοποίησε ο διαχειριστής αφερεγγυότητας στο πλαίσιο της διαχείρισής του, συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε δαπανών στις οποίες προέβησαν μέλη της επιτροπής εκκαθάρισης ή οι εκπρόσωποί τους και οι οποίες εγκρίθηκαν από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας·

θ) η αμοιβή οποιουδήποτε προσώπου που απασχολήθηκε από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας για την παροχή οποιωνδήποτε υπηρεσιών για την εταιρεία, όπως απαιτείται ή επιτρέπεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου 386·

ι) η αμοιβή του Δημόσιου Συνδίκου και του διαχειριστή αφερεγγυότητας.

Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας συντάσσει έκθεση στην οποία περιλαμβάνεται η σειρά κατάταξης των πιστωτών και σχέδιο διανομής και την υποβάλει στο δικαστήριο. Οι πιστωτές μπορούν να προβάλουν αντιρρήσεις εάν διαφωνούν με το περιεχόμενο της εν λόγω έκθεσης και το δικαστήριο δύναται να διατάξει τη διόρθωσή της. Το δικαστήριο εγκρίνει τελικώς την εν λόγω σειρά κατάταξης και το σχέδιο διανομής και διατάσσει τον διαχειριστή αφερεγγυότητας να προχωρήσει στην πληρωμή των πιστωτών.

Διαδικασία αναδιοργάνωσης (ανάκαμψη ανώνυμων εταιρειών)

Άνευ αντικειμένου

Διαδικασία πτώχευσης (προσωπικές εταιρείες και έμποροι)

Καταρχάς και πρωτίστως, η διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης διέπεται κυρίως από το άρθρο 531 του εμπορικού κώδικα και από τις διατάξεις του αστικού κώδικα που προβλέπουν τη σειρά κατάταξης των πιστωτών όσον αφορά τους πιστωτές που έχουν προνόμιο κατά τον νόμο και τους πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις είναι ασφαλισμένες με υποθήκη. Οι εν λόγω πιστωτές είναι ασφαλισμένοι είτε δυνάμει διατάξεων του νόμου είτε δυνάμει δημόσιου εγγράφου σύμφωνα με την ημερομηνία καταχώρισης της εν λόγω εγγραφής και διέπονται επίσης από το άρθρο 535 του εμπορικού κώδικα.

Στη συνέχεια, οι απλοί πιστωτές (που δεν αποτελούν καταχωρισμένους πιστωτές) κατατάσσονται με ίση προτεραιότητα (pari passu) βάσει των απαιτήσεών τους.

Μόλις ένα πρόσωπο κηρυχθεί σε πτώχευση και εντός δέκα ημερών από την εν λόγω κήρυξη, πραγματοποιείται συνέλευση κατά την οποία εξετάζονται οι απαιτήσεις ενώπιον του δικαστή, του γραμματέα, του συνδίκου, του πτωχεύσαντος και των πιστωτών, και διενεργείται απογραφή.

Στην εν λόγω συνέλευση, ο πτωχεύσας εκφράζει τις απόψεις του και προτείνει τους όρους του πτωχευτικού συμβιβασμού. Κατά την ίδια συνέλευση συζητείται επίσης εάν θα πρέπει στην υπό εξέταση υπόθεση να συναφθεί πτωχευτικός συμβιβασμός, στο πλαίσιο της οποίας ορίζεται μια ομάδα των πιστωτών (όσων δεν αποτελούν καταχωρισμένους πιστωτές βάσει προνομίου, υποθήκης ή ενεχύρου) για να παρίσταται αντί του συνόλου των πιστωτών, ενώ οι πιστωτές έχουν ακόμα και ατομικά το δικαίωμα να προβάλουν αντιρρήσεις ως προς την πρόταση εντός 8 ημερών.

Στη συνέχεια, λαμβάνει χώρα και δεύτερη συνέλευση υπό την προεδρία του δικαστή. Στην εν λόγω συνέλευση, για να γίνει δεκτός ο πτωχευτικός συμβιβασμός, θα πρέπει να υπερψηφιστεί από πιστωτές που εκπροσωπούν τα τρία τέταρτα σε όρους αξίας του συνολικού ποσού των απαιτήσεων που έχουν γίνει αποδεκτές ως οφειλόμενες από τον πτωχεύσαντα.

Μετά τη διαδικασία αυτή και αφού διεξαχθεί η απογραφή όλων των πιστωτών, πραγματοποιείται νέα συνέλευση, υπό την προεδρία του δικαστή, κατόπιν σχετικής πρόσκλησης η οποία πρέπει να έχει δημοσιευτεί σύμφωνα με τον νόμο.

Στην εν λόγω συνέλευση, κάθε πιστωτής παρουσιάζει τις απαιτήσεις του και, εάν ο σύνδικος προβάλει αντιρρήσεις ως προς οποιαδήποτε απαίτηση, ο οικείος πιστωτής πρέπει να την αποδείξει στον σύνδικο και στην ομάδα των πιστωτών.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

Διαδικασίες αφερεγγυότητας (ανώνυμες εταιρείες)

Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, αφού ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ρευστοποιήσει το σύνολο της περιουσίας της εταιρείας, ή όσο μεγαλύτερο μέρος αυτής μπορεί, κατά τη γνώμη του, να ρευστοποιηθεί χωρίς να καθυστερήσει αδικαιολόγητα η διαδικασία αφερεγγυότητας, πραγματοποιήσει την τελική πληρωμή, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, στους πιστωτές, ρυθμίσει τα δικαιώματα των υπόχρεων σε συνεισφορά μεταξύ τους, πραγματοποιήσει την τελική επιστροφή, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, στους υπόχρεους σε συνεισφορά και υποβάλει τους λογαριασμούς με τις δαπάνες της εταιρείας, το δικαστήριο, εφόσον θεωρεί ότι ο διαχειριστής αφερεγγυότητας έχει συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του κεφαλαίου 386 και οποιεσδήποτε άλλες απαιτήσεις που τυχόν έχει ορίσει το ίδιο, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, και λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση και οποιαδήποτε ένσταση που τυχόν έχει προβληθεί από οποιονδήποτε πιστωτή, υπόχρεο σε συνεισφορά ή άλλο ενδιαφερόμενο, απαλλάσσει τον διαχειριστή αφερεγγυότητας από τα καθήκοντά του.

Στη συνέχεια, το δικαστήριο διατάσσει να διαγραφεί η επωνυμία της εταιρείας από το μητρώο από την ημερομηνία έκδοσης της εν λόγω απόφασής του. Η εν λόγω απόφαση κοινοποιείται στον υπεύθυνο του μητρώου εταιρειών, ο οποίος πραγματοποιεί τη διαγραφή.

Διαδικασία αναδιοργάνωσης (ανάκαμψη ανώνυμων εταιρειών)

Το άρθρο 329Β παράγραφος 12 προβλέπει τα παρακάτω διαφορετικά σενάρια σχετικά με τον τερματισμό της διαδικασίας ανάκαμψης:

α) Εάν, οποιαδήποτε χρονική στιγμή κατά την εκτέλεση της διαδικασίας ανάκαμψης της εταιρείας, ο ειδικός ελεγκτής, κατόπιν διαβούλευσης με την κοινή επιτροπή πιστωτών και μετόχων, κρίνει ότι η συνέχιση της εν λόγω διαδικασίας δεν θα εξυπηρετούσε κανέναν χρήσιμο σκοπό για την εταιρεία, υποβάλλει αμέσως αίτηση στο δικαστήριο για τον τερματισμό της διαδικασίας ανάκαμψης της εταιρείας, στην οποία αναφέρονται κατά τρόπο αναλυτικό και ολοκληρωμένο οι σχετικοί λόγοι, και το δικαστήριο διατάσσει τη λύση της εταιρείας.

Εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στο κεφάλαιο 386 σχετικά με τις διαδικασίες αφερεγγυότητας.

β) Εάν, οποιαδήποτε χρονική στιγμή κατά την εκτέλεση της διαδικασίας ανάκαμψης της εταιρείας, ο ειδικός ελεγκτής, κατόπιν διαβούλευσης με την κοινή επιτροπή πιστωτών και μετόχων, κρίνει ότι οι υποθέσεις της εταιρείας έχουν βελτιωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε η εταιρεία να είναι σε θέση να εξοφλήσει τις οφειλές της, υποβάλλει αίτηση στο δικαστήριο, στην οποία αναφέρονται κατά τρόπο αναλυτικό και ολοκληρωμένο οι σχετικοί λόγοι, και ζητά από το δικαστήριο να διατάξει τον τερματισμό της διαδικασίας ανάκαμψης της εταιρείας. Εάν το δικαστήριο κάνει δεκτή την αίτηση, καθορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους που κρίνει απαραίτητους με βάση τις περιστάσεις της υπόθεσης.

Στην περίπτωση αυτή, η εταιρεία θα εξακολουθήσει τη δραστηριότητά της ως βιώσιμη λειτουργούσα επιχείρηση. Η αναστολή των διώξεων παύει μόλις το δικαστήριο κάνει δεκτή την ανωτέρω αναφερόμενη αίτηση.

γ) Εάν, οποιαδήποτε χρονική στιγμή κατά την εκτέλεση της διαδικασίας ανάκαμψης της εταιρείας, το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας ή οι μέτοχοί της στο πλαίσιο έκτακτης γενικής συνέλευσης κρίνουν ότι οι υποθέσεις της εταιρείας έχουν βελτιωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε η εταιρεία να είναι σε θέση να εξοφλήσει τις οφειλές της, μπορούν να υποβάλουν αίτηση στο δικαστήριο, συνοδευόμενη από κατάλληλη τεκμηρίωση και πληροφορίες, στην οποία θα επιβεβαιώνουν την εν λόγω άποψή τους και θα ζητούν από το δικαστήριο να διατάξει τον τερματισμό της διαδικασίας ανάκαμψης της εταιρείας. Το δικαστήριο εκδίδει απόφαση με την οποία κάνει δεκτή ή απορρίπτει την αίτηση μόνο κατόπιν ακρόασης του ειδικού ελεγκτή. Εάν το δικαστήριο κάνει δεκτή την αίτηση, καθορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους που κρίνει απαραίτητους με βάση τις περιστάσεις της υπόθεσης.

Όπως και στην προηγούμενη περίπτωση, η εταιρεία θα εξακολουθήσει τη δραστηριότητά της ως βιώσιμη λειτουργούσα επιχείρηση. Η αναστολή των διώξεων παύει μόλις το δικαστήριο κάνει δεκτή την ανωτέρω αναφερόμενη αίτηση.

δ) Στο τέλος της θητείας του, ο ειδικός ελεγκτής υποβάλλει γραπτή τελική έκθεση στο δικαστήριο η οποία περιέχει κατά τρόπο αναλυτικό και ολοκληρωμένο την άποψή του και τους λόγους για τους οποίους πιστεύει ότι η εταιρεία έχει ή δεν έχει εύλογες προοπτικές να εξακολουθήσει τη δραστηριότητά της ως βιώσιμη λειτουργούσα επιχείρηση, πλήρως ή εν μέρει, και ότι θα είναι ή δεν θα είναι σε θέση να εξοφλεί κανονικά τις οφειλές της στο μέλλον.

Στην περίπτωση που η τελική έκθεση του ειδικού ελεγκτή εκφράζει τη γνώμη ότι η εταιρεία έχει εύλογες προοπτικές να συνεχίσει τη δραστηριότητά της ως βιώσιμη λειτουργούσα επιχείρηση, πλήρως ή εν μέρει, πρέπει να συνοδεύεται από επακριβές και λεπτομερές σχέδιο ανάκαμψης το οποίο να περιέχει προτάσεις για όλα τα μέτρα που απαιτούνται για να καταφέρει η εταιρεία να εξακολουθήσει τη δραστηριότητά της ως βιώσιμη λειτουργούσα επιχείρηση, καθώς και τις επεξηγήσεις που απαιτούνται για την πραγματοποίηση της εν λόγω ανάκαμψης, συμπεριλαμβανομένων προτάσεων μέτρων σχετικά με τους οικονομικούς πόρους, τη διατήρηση του προσωπικού και τη μελλοντική διαχείριση της εταιρείας. Το εν λόγω σχέδιο ανάκαμψης θα εξηγεί επίσης τον προτεινόμενο τρόπο εξόφλησης του συνόλου ή ενός ποσοστού των απαιτήσεων των πιστωτών, εάν έχει επιτευχθεί συμβιβασμός με το σύνολο των πιστωτών σε εθελοντική βάση ή εάν προτείνεται η επικύρωση από το δικαστήριο συμβιβασμού που δεν έχει εγκριθεί από το σύνολο των πιστωτών.

Μετά τη λήψη της τελικής έκθεσης και του σχεδίου ανάκαμψης, το δικαστήριο δύναται να ζητήσει οποιεσδήποτε επεξηγήσεις και διευκρινίσεις κρίνει σκόπιμες, οι οποίες υποβάλλονται είτε προφορικώς είτε γραπτώς, ανάλογα με τις οδηγίες του δικαστηρίου. Στη συνέχεια, το δικαστήριο δύναται είτε να απορρίψει το προτεινόμενο σχέδιο ανάκαμψης είτε να το κάνει δεκτό και να το εγκρίνει πλήρως ή εν μέρει, ενώ μπορεί επίσης να απαιτήσει την τροποποίησή του. Στην περίπτωση που το δικαστήριο εγκρίνει το σχέδιο ανάκαμψης του ειδικού ελεγκτή, είτε με τροποποιήσεις είτε χωρίς τροποποιήσεις, όπως θα ορίσει το δικαστήριο, το σχέδιο ανάκαμψης τίθεται σε ισχύ και είναι δεσμευτικό για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη για κάθε νόμιμο σκοπό. Η αναστολή των διώξεων παύει μόλις το δικαστήριο εγκρίνει το σχέδιο ανάκαμψης.

ε) Εάν το δικαστήριο διατάξει τον τερματισμό της διαδικασίας ανάκαμψης της εταιρείας για τον λόγο ότι η εταιρεία δεν έχει εύλογες προοπτικές να εξακολουθήσει τη δραστηριότητά της ως βιώσιμη λειτουργούσα επιχείρηση και ότι δεν θα είναι σε θέση να εξοφλεί κανονικά τις οφειλές της στο μέλλον, διατάσσει τη λύση της εταιρείας.

Εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στο κεφάλαιο 386 σχετικά με τις διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Διαδικασία πτώχευσης (προσωπικές εταιρείες και έμποροι)

Κατά τη διαδικασία πτώχευσης, αφού ο σύνδικος ρευστοποιήσει το σύνολο της περιουσίας της εταιρείας, ή όσο μεγαλύτερο μέρος αυτής μπορεί, κατά τη γνώμη του, να ρευστοποιηθεί χωρίς να καθυστερήσει άνευ λόγου η διαδικασία πτώχευσης, πραγματοποιήσει την τελική πληρωμή, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, στους πιστωτές, ρυθμίσει τα δικαιώματα των υπόχρεων σε συνεισφορά μεταξύ τους, πραγματοποιήσει την τελική επιστροφή, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, στους υπόχρεους σε συνεισφορά και υποβάλει τους λογαριασμούς με τις δαπάνες της εταιρείας, το δικαστήριο, εφόσον θεωρεί ότι ο σύνδικος έχει συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του κεφαλαίου 13 και οποιεσδήποτε άλλες απαιτήσεις που τυχόν έχει ορίσει το ίδιο, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, και λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση και οποιαδήποτε ένσταση που τυχόν έχει προβληθεί από οποιονδήποτε πιστωτή, υπόχρεο σε συνεισφορά ή άλλο ενδιαφερόμενο, απαλλάσσει τον σύνδικο από τα καθήκοντά του.

Στη συνέχεια, το δικαστήριο διατάσσει να διαγραφεί η επωνυμία της προσωπικής εταιρείας από το μητρώο από την ημερομηνία έκδοσης της εν λόγω απόφασής του. Η εν λόγω απόφαση κοινοποιείται στον υπεύθυνο του μητρώου εταιρειών, ο οποίος πραγματοποιεί τη διαγραφή.

Φυσικά, τα ανωτέρω ισχύουν στην περίπτωση των προσωπικών εταιρειών.

Όσον αφορά τους εμπόρους, αφού ένας έμπορος κηρυχθεί σε πτώχευση και διανεμηθεί το προϊόν της ρευστοποίησης της περιουσίας του, ο πτωχεύσας δύναται να ζητήσει, υποβάλλοντας σχετική αίτηση στον γραμματέα, να εμφανιστεί ενώπιον του δικαστηρίου ώστε το δικαστήριο να αποφασίσει εάν θα χορηγηθεί εκ νέου στον έμπορο το δικαίωμα να αναπτύξει εμπορικές δραστηριότητες. Το δικαστήριο θα καλέσει τους πιστωτές του εν λόγω εμπόρου και τον σύνδικο της πτώχευσης να παραστούν στην εν λόγω ακρόαση του εμπόρου.

Εάν ο εν λόγω έμπορος δεν έχει ενεργήσει δόλια ή κακόβουλα, μπορεί να αποκτήσει εκ νέου το δικαίωμα να αναπτύξει εμπορικές δραστηριότητες. Αυτή η αποκατάσταση του εμπόρου απαλλάσσει τον πτωχεύσαντα, όσον αφορά τόσο το πρόσωπό του όσο και την περιουσία που αποκτά στη συνέχεια, από κάθε αξίωση η οποία θα μπορούσε να έχει εγερθεί εναντίον του οποιαδήποτε στιγμή πριν από την κήρυξη της πτώχευσης.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Διαδικασίες αφερεγγυότητας (ανώνυμες εταιρείες)

Σύμφωνα με το άρθρο 315 παράγραφος 1 του κεφαλαίου 386, πιστωτής μπορεί να διεκδικήσει τα δικαιώματά του εναντίον οποιουδήποτε μέρους που κρίνεται ότι έχει διεξαγάγει τις δραστηριότητες της εταιρείας με σκοπό να εξαπατήσει τους πιστωτές της εταιρείας ή τους πιστωτές οποιουδήποτε άλλου προσώπου, ή με οποιονδήποτε άλλο δόλιο σκοπό. Στις εν λόγω περιπτώσεις, κατόπιν αίτησης προς το δικαστήριο, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι οποιαδήποτε πρόσωπα που εν γνώσει τους συμμετείχαν στη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων της εταιρείας κατά τον ανωτέρω αναφερόμενο τρόπο φέρουν προσωπική ευθύνη, χωρίς οποιονδήποτε περιορισμό της ευθύνης τους για το σύνολο ή για οποιαδήποτε από τις οφειλές ή άλλες υποχρεώσεις της επιχείρησης, όπως θα ορίσει το δικαστήριο.

Διαδικασία αναδιοργάνωσης (ανάκαμψη ανώνυμων εταιρειών)

Δεν υπάρχουν ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις οι οποίες να αφορούν τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Διαδικασία πτώχευσης (προσωπικές εταιρείες και έμποροι)

Μετά τον τερματισμό της διαδικασίας πτώχευσης, προσωπικής εταιρείας ή εμπόρου, οι πιστωτές δεν έχουν κανένα δικαίωμα, εκτός εάν μπορούν να αποδείξουν ότι η προσωπική εταιρεία ή ο έμπορος ενέργησε κακόβουλα ή δόλια έναντι των πιστωτών.

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Διαδικασίες αφερεγγυότητας (ανώνυμες εταιρείες)

Το κόστος βαρύνει είτε το πρόσωπο που υποβάλλει την αίτηση αφερεγγυότητας είτε την επιχείρηση, όπως θα αποφασίσει το δικαστήριο.

Διαδικασία αναδιοργάνωσης (ανάκαμψη ανώνυμων εταιρειών)

Στη διαδικασία αναδιοργάνωσης (ανάκαμψη ανώνυμων εταιρειών), το κόστος της διαδικασίας βαρύνει την εταιρεία.

Διαδικασία πτώχευσης (προσωπικές εταιρείες και έμποροι)

Το κόστος και οι δαπάνες βαρύνουν το πρόσωπο που υποβάλλει την αίτηση ή τον πτωχεύσαντα.

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

Διαδικασίες αφερεγγυότητας (ανώνυμες εταιρείες)

Το άρθρο 303 του κεφαλαίου 386 προβλέπει ότι προνόμια, υποθήκες και άλλα βάρη, μεταβιβάσεις και άλλες πράξεις διάθεσης περιουσιακών στοιχείων ή δικαιωμάτων και κάθε πληρωμή, παροχή ή άλλη πράξη σχετικά με περιουσιακά στοιχεία ή δικαιώματα που έχουν πραγματοποιηθεί από ή έναντι ανώνυμης εταιρείας, καθώς και κάθε υποχρέωση που έχει αναλάβει η εταιρεία κατά το διάστημα των έξι μηνών που προηγούνται της λύσης της εταιρείας θεωρούνται πράξεις δόλιας προτίμησης έναντι των πιστωτών της εταιρείας, ανεξαρτήτως του εάν η σχετική συναλλαγή πραγματοποιήθηκε από επαχθή αιτία ή όχι, εάν αυτή συνιστά υποτιμολογημένη συναλλαγή ή εάν εμπεριέχει προτιμησιακή μεταχείριση. Στις εν λόγω περιπτώσεις, η συναλλαγή (δόλια προτίμηση) είναι άκυρη.

Η υποτιμολόγηση ορίζεται ως εξής:

α) μια εταιρεία συνάπτει υποτιμολογημένη συναλλαγή εάν:

i) η εταιρεία προβαίνει σε δωρεά ή άλλως συνάπτει συναλλαγή οι όροι της οποίας προβλέπουν τη μη λήψη αντιτίμου από την εταιρεία, ή

ii) η εταιρεία συνάπτει συναλλαγή έναντι αντιτίμου η αξία του οποίου, σε χρήματα ή αποτιμώμενη σε χρήματα, είναι σημαντικά μικρότερη της αξίας, σε χρήματα ή αποτιμώμενης σε χρήματα, της παροχής που κατέβαλε η εταιρεία.

Η προτιμησιακή μεταχείριση ορίζεται ως εξής:

β) εταιρεία επιφυλάσσει προτιμησιακή μεταχείριση σε πρόσωπο εάν:

i) το εν λόγω πρόσωπο αποτελεί πιστωτή της εταιρείας ή έχει παράσχει ασφάλεια ή εγγύηση για οποιαδήποτε από τις οφειλές ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρείας· και

ii) η εταιρεία προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη ή ανέχεται τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης που, σε κάθε περίπτωση, έχει ως αποτέλεσμα να περιέλθει το εν λόγω πρόσωπο σε θέση η οποία, στην περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρείας λόγω αφερεγγυότητας, θα είναι πλεονεκτικότερη από τη θέση στην οποία θα βρισκόταν εάν δεν είχε λάβει χώρα η εν λόγω πράξη ή παράλειψη.

Εξαίρεση στα ανωτέρω αποτελεί η περίπτωση στην οποία το πρόσωπο υπέρ του οποίου πραγματοποιήθηκε ή εκτελέστηκε η συναλλαγή αποδείξει ότι δεν γνώριζε και δεν είχε λόγους να πιστεύει ότι η εταιρεία κινδύνευε να λυθεί λόγω αφερεγγυότητας.

Διαδικασία αναδιοργάνωσης (ανάκαμψη ανώνυμων εταιρειών)

Δεν υπάρχουν ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να προβλέπουν την ακυρότητα, την ακυρωσία ή το ανενεργό των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών στο πλαίσιο διαδικασίας αναδιοργάνωσης (ανάκαμψη ανώνυμων εταιρειών).

Διαδικασία πτώχευσης (προσωπικές εταιρείες και έμποροι)

Δεν υπάρχουν ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να προβλέπουν την ακυρότητα, την ακυρωσία ή το ανενεργό των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών στο πλαίσιο διαδικασίας πτώχευσης ή ανάκαμψης.

Τελευταία επικαιροποίηση: 15/02/2018

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Η πρωτότυπη γλωσσική έκδοση γερμανικά αυτής της σελίδας τροποποιήθηκε πρόσφατα. Η γλωσσική έκδοση που βλέπετε τώρα βρίσκεται στο στάδιο της μετάφρασης.
Υπάρχει ήδη μετάφραση στις ακόλουθες γλώσσες: αγγλικά

Αφερεγγυότητα/πτώχευση - Αυστρία

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Το αυστριακό δίκαιο αφερεγγυότητας δεν περιορίζεται στους επιχειρηματίες. Η πτωχευτική ικανότητα ορίζεται μάλλον ως μέρος της ιδιωτικοδικαιικής ικανότητας δικαίου: Όποιος μπορεί να είναι φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει επίσης πτωχευτική ικανότητα. Αντιθέτως, η πτωχευτική ικανότητα δεν εξαρτάται από τη δικαιοπρακτική ικανότητα. Ως εκ τούτου, κάθε φυσικό πρόσωπο (ακόμη και παιδί) μπορεί να καταστεί αφερέγγυος οφειλέτης, καθώς επίσης τα νομικά πρόσωπα (ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου), οι καταχωρισμένες προσωπικές εταιρείες σύμφωνα με τον εμπορικό κώδικα (ομόρρυθμη εταιρεία, ετερόρρυθμη εταιρεία) και οι κληρονομίες. Αντιθέτως, δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα η αφανής εταιρεία και η εταιρεία αστικού δικαίου.

Μετά τη λύση νομικού προσώπου ή καταχωρισμένης προσωπικής εταιρείας, η έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας επιτρέπεται ενόσω δεν έχει διανεμηθεί η περιουσία του [άρθρο 68 του κανονισμού περί αφερεγγυότητας (Insolvenzordnung – IO)].

Επί της περιουσίας πιστωτικών ιδρυμάτων, επιχειρήσεων επενδύσεων, επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και ασφαλιστικών εταιρειών μπορεί να κινηθεί διαδικασία πτώχευσης, όχι όμως διαδικασία εξυγίανσης [άρθρο 82 παράγραφος 1 του νόμου περί τραπεζών (Bankwesengesetz – BWG), άρθρο 79 του νόμου περί εποπτείας του τομέα των αξιογράφων του 2018 (Wertpapieraufsichtsgesetz 2018 – WAG 2018), άρθρο 309 παράγραφος 3 του νόμου περί εποπτείας του ασφαλιστικού τομέα του 2016 (Versicherungsaufsichtsgesetz 2016 – VAG 2016)].

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

Το αυστριακό δίκαιο, από τον νόμο περί τροποποίησης του δικαίου αφερεγγυότητας του 2010 και μετά, προβλέπει μόνο μία ενιαία διαδικασία αφερεγγυότητας. Ταυτόχρονα, όμως, ανάλογα με τη συγκεκριμένη εξέλιξη της διαδικασίας, δίδονται διαφορετικοί χαρακτηρισμοί:

Η διαδικασία αφερεγγυότητας ονομάζεται πτωχευτική διαδικασία, αν κατά την έναρξη της διαδικασίας δεν υπάρχει ακόμη σχέδιο εξυγίανσης. Κατ’ αρχήν, στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας είναι δυνατή τόσο η ρευστοποίηση όσο και η εξυγίανση.

Η διαδικασία αφερεγγυότητας ονομάζεται διαδικασία εξυγίανσης, αν κατά την έναρξη της διαδικασίας ήδη υπάρχει σχέδιο εξυγίανσης. Η διαδικασία αποσκοπεί στην εξυγίανση του οφειλέτη. Σ’ αυτήν μπορούν να υπαχθούν φυσικά πρόσωπα που λειτουργούν επιχείρηση, νομικά πρόσωπα, προσωπικές εταιρείες και κληρονομίες (άρθρο 166 του IO).

Στη διαδικασία εξυγίανσης ο οφειλέτης είναι δυνατόν να διατηρεί ή όχι τη διαχείριση της περιουσίας του. Ο οφειλέτης διατηρεί τη διαχείριση της περιουσίας του (υπό την εποπτεία διαχειριστή διαδικασίας εξυγίανσης) αν με το σχέδιο εξυγίανσης προσφέρει στους πτωχευτικούς πιστωτές ποσοστό τουλάχιστον 30% των απαιτήσεών τους και επιπλέον υπάρχουν ορισμένα περαιτέρω δικαιολογητικά. Απαιτείται, για παράδειγμα, χρηματοοικονομικό σχέδιο από το οποίο να προκύπτει ότι η χρηματοδότηση έχει εξασφαλιστεί για 90 ημέρες.

Μια άλλη παραλλαγή της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι η διαδικασία διακανονισμού χρεών, στην οποία μπορούν να υπαχθούν φυσικά πρόσωπα που δεν λειτουργούν επιχείρηση.

Για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας, απαιτείται αίτηση είτε του ίδιου του οφειλέτη είτε πιστωτή. Σε περίπτωση διαδικασίας εξυγίανσης, πρέπει να υπάρχει οπωσδήποτε αίτηση του οφειλέτη καθώς και σχέδιο εξυγίανσης.

Η έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας προϋποθέτει κατ’ αρχήν να τελεί ο οφειλέτης σε αδυναμία πληρωμών (άρθρο 66 του IO). Με τη μορφή της διαδικασίας εξυγίανσης, διαδικασία αφερεγγυότητας μπορεί να αρχίσει και σε περίπτωση επαπειλούμενης αδυναμίας πληρωμών (άρθρο 167 παράγραφος 2 του IO). Διαδικασία αφερεγγυότητας σε βάρος καταχωρισμένης προσωπικής εταιρείας της οποίας κανείς απεριόριστα ευθυνόμενος εταίρος δεν είναι φυσικό πρόσωπο, σε βάρος της περιουσίας νομικού προσώπου, καθώς και σε βάρος κληρονομίας μπορεί να αρχίσει και σε περίπτωση υπερχρέωσης (άρθρο 67 του IO).

Μία επιπλέον προϋπόθεση για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων που να καλύπτουν τα έξοδα. Πρέπει να καλύπτεται τουλάχιστον το κόστος εκκίνησης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (εξαίρεση: διαδικασία διακανονισμού χρεών σε ορισμένες περιπτώσεις).

Η έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας δημοσιεύεται στο διαδίκτυο με ανακοίνωση στο αρχείο υποθέσεων αφερεγγυότητας (www.edikte.gv.at). Οι νομικές συνέπειες της έναρξης διαδικασίας αφερεγγυότητας επέρχονται από την αρχή της ημέρας κατά την οποία δημοσιεύεται η ανακοίνωση. Η έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας σημειώνεται επίσης σε δημόσια μητρώα (κτηματολόγιο, μητρώο εταιρειών κ.λπ.).

Αν η διαδικασία αφερεγγυότητας δεν μπορεί να αρχίσει αμέσως, το πτωχευτικό δικαστήριο οφείλει, για τη διασφάλιση της πτωχευτικής περιουσίας, ιδίως για την αποτροπή ακυρώσιμων νομικών πράξεων και για τη διασφάλιση της συνέχισης μιας επιχείρησης, να διατάξει τη λήψη προσωρινών μέτρων, εφόσον η αίτηση για την έναρξη της διαδικασίας δεν είναι προφανώς αβάσιμη (άρθρο 73 του IO). Το δικαστήριο μπορεί να απαγορεύσει στον οφειλέτη ορισμένες νομικές πράξεις (π.χ. την εκποίηση ή την επιβάρυνση ακινήτων) ή να τις εξαρτήσει από την έγκριση του δικαστηρίου. Είναι επίσης δυνατός ο διορισμός προσωρινού διαχειριστή.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Μέσω της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας, το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται σε εκτέλεση και τα οποία ανήκουν στον οφειλέτη εκείνη τη στιγμή ή τα οποία αποκτά ο οφειλέτης κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αφερεγγυότητας εξαιρείται από το δικαίωμα ελεύθερης διάθεσης του οφειλέτη (άρθρο 2 παράγραφος 2 του IO). Εντάσσεται στην πτωχευτική περιουσία.

Ως εκ τούτου, στην πτωχευτική περιουσία ανήκουν όλα τα κινητά και ακίνητα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, όπως μερίδια επί ακινήτων, μερίδια συνιδιοκτησίας, απαιτήσεις, δικαιώματα από σύμβαση μίσθωσης, κληρονομιές κ.λπ. Δεν ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία οι απαιτήσεις του οφειλέτη για διατροφή σε είδος, η προσωπική εργασία του και το ακατάσχετο μέρος των αποδοχών του (ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης). Ομοίως, δεν συμπεριλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία τα ακατάσχετα κινητά πράγματα (π.χ. αντικείμενα προσωπικής χρήσης) καθώς και τα αυστηρώς προσωπικά δικαιώματα (π.χ. επαγγελματικά δικαιώματα).

Αν ο οφειλέτης κατοικεί σε σπίτι (ή σε διαμέρισμα) που ανήκει στην πτωχευτική περιουσία, αφήνεται προσωρινά στον ίδιο και στην οικογένειά του η χρήση των απαραίτητων χώρων κατοικίας (άρθρο 5 παράγραφος 3 του IO). Ωστόσο, αυτό δεν εμποδίζει τη ρευστοποίηση του σπιτιού (ή του διαμερίσματος) στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Το πτωχευτικό δικαστήριο οφείλει να θέσει επίσης στην ελεύθερη διάθεση του οφειλέτη τα δικαιώματα μίσθωσης (ή άλλα δικαιώματα χρήσης) χώρων κατοικίας οι οποίοι είναι απαραίτητοι στον οφειλέτη και στην οικογένειά του (άρθρο 5 παράγραφος 4 του IO). Η θέση των εν λόγω δικαιωμάτων στην ελεύθερη διάθεση του οφειλέτη οδηγεί στην αφαίρεσή τους από την πτωχευτική περιουσία.

Η επιτροπή των πιστωτών μπορεί επίσης να αποφασίσει, με τη συγκατάθεση του πτωχευτικού δικαστηρίου, να εξαιρεθούν από την πτωχευτική περιουσία απαιτήσεις με ανεπαρκείς πιθανότητες επιτυχούς είσπραξης ή πράγματα ευτελούς αξίας (άρθρο 119 παράγραφος 5 του IO). Σκοπός της εν λόγω εξαίρεσης είναι να αποφευχθεί η δαπάνη ρευστοποίησης στοιχείων που δεν θα απέφεραν κέρδος για την πτωχευτική περιουσία.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

Πτωχευτική διαδικασία

  • Ο οφειλέτης
    • έχει δικαίωμα να υποβάλει αίτηση για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας και να ασκήσει ένδικα μέσα κατά της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας
    • με την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας χάνει την εξουσία διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία
    • έχει δικαίωμα να συμμετέχει στις συνεδριάσεις της συνέλευσης των πιστωτών και της επιτροπής των πιστωτών
    • έχει δικαίωμα να υποβάλει αίτηση για την κατάρτιση σχεδίου εξυγίανσης.
  • Ο σύνδικος της πτώχευσης
    • είναι υπεύθυνος για την πρακτική διεκπεραίωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας
    • ελέγχει την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη
    • συνεχίζει τη λειτουργία της επιχείρησης, εφόσον αυτή δεν έχει ήδη κλείσει κατά την έναρξη της διαδικασίας και δεν προκαλείται από τη συνέχισή της βλάβη στους πιστωτές
    • ελέγχει τις απαιτήσεις που αναγγέλλονται
    • ελέγχει κατά πόσον ένα σχέδιο εξυγίανσης είναι προς το συμφέρον των πιστωτών και κατά πόσον μπορεί να πιθανολογηθεί η επιτυχία του
    • διακριβώνει τα στοιχεία του ενεργητικού και τα ρευστοποιεί
    • διαχειρίζεται και εκπροσωπεί την πτωχευτική περιουσία
    • ασκεί το δικαίωμα πτωχευτικής ανάκλησης για την πτωχευτική περιουσία
    • διανέμει το προϊόν της ρευστοποίησης της πτωχευτικής περιουσίας.

Στις πτωχευτικές διαδικασίες που αφορούν φυσικά πρόσωπα τα οποία δεν λειτουργούν επιχείρηση (διαδικασία διακανονισμού χρεών), ο διορισμός συνδίκου αποτελεί την εξαίρεση. Αν το πτωχευτικό δικαστήριο δεν διορίσει σύνδικο, πρέπει να διεκπεραιώσει το ίδιο τα καθήκοντα που, βάσει του κανονισμού περί αφερεγγυότητας, ανατίθενται στον σύνδικο.

Διαδικασία εξυγίανσης χωρίς ο οφειλέτης να διατηρεί τη διαχείριση της περιουσίας του

  • Ο οφειλέτης
    • αιτείται την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης και την κατάρτιση σχεδίου εξυγίανσης
    • με την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, χάνει την εξουσία διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία
    • έχει δικαίωμα να συμμετέχει στις συνεδριάσεις της συνέλευσης των πιστωτών και της επιτροπής των πιστωτών.
  • Ο σύνδικος
    • είναι υπεύθυνος για την πρακτική διεκπεραίωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας
    • ελέγχει την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη
    • συνεχίζει τη λειτουργία της επιχείρησης, εφόσον αυτή δεν έχει ήδη κλείσει κατά την έναρξη της διαδικασίας και δεν προκαλείται από τη συνέχισή της βλάβη στους πιστωτές
    • ελέγχει τις απαιτήσεις που αναγγέλλονται
    • ελέγχει κατά πόσον ένα σχέδιο εξυγίανσης είναι προς το συμφέρον των πιστωτών και κατά πόσον μπορεί να πιθανολογηθεί η επιτυχία του
    • διαχειρίζεται και εκπροσωπεί την πτωχευτική περιουσία
    • ασκεί το δικαίωμα πτωχευτικής ανάκλησης για την πτωχευτική περιουσία.

Διαδικασία εξυγίανσης με τον οφειλέτη να διατηρεί τη διαχείριση της περιουσίας του

  • Ο οφειλέτης
    • αιτείται την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης με διατήρηση από τον ίδιο της διαχείρισης της περιουσίας του, καθώς και την κατάρτιση σχεδίου εξυγίανσης, ενώ συνυποβάλλει επιπλέον με την αίτηση τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για τη διατήρηση από τον ίδιο της διαχείρισης της περιουσίας του
    • διατηρεί την (περιορισμένη) εξουσία διάθεσης που έχει και κατ’ αρχήν εξακολουθεί να διαχειρίζεται τα περιουσιακά του στοιχεία
    • τελεί υπό την εποπτεία του διαχειριστή της διαδικασίας εξυγίανσης και του πτωχευτικού δικαστηρίου.
  • Ο διαχειριστής της διαδικασίας εξυγίανσης
    • εποπτεύει τον οφειλέτη και τη διαχείρισή του
    • χορηγεί ή απορρίπτει την έγκρισή του για νομικές πράξεις που δεν ανήκουν στη συνήθη λειτουργία της επιχείρησης
    • εκπροσωπεί τον οφειλέτη σε όλα τα ζητήματα για τα οποία αυτός δεν έχει εξουσία διάθεσης
    • διακριβώνει την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη
    • ελέγχει κατά πόσον το σχέδιο εξυγίανσης είναι υλοποιήσιμο και κατά πόσον υπάρχουν λόγοι να αφαιρεθεί από τον οφειλέτη η διαχείριση της περιουσίας του
    • ελέγχει τις απαιτήσεις που αναγγέλλονται
    • ασκεί το δικαίωμα πτωχευτικής ανάκλησης για την πτωχευτική περιουσία.

Το πτωχευτικό δικαστήριο οφείλει να εποπτεύει τη δραστηριότητα του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Μπορεί να του δίνει γραπτές ή προφορικές οδηγίες, να του ζητεί εκθέσεις και ενημέρωση, να εξετάζει τιμολόγια και άλλα έγγραφα και να πραγματοποιεί απαιτούμενες έρευνες. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να επιβάλλει στον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας να ζητεί οδηγίες από την επιτροπή των πιστωτών σχετικά με επιμέρους ζητήματα. Ορισμένες δικαιοπραξίες πρέπει να κοινοποιούνται από τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας στο δικαστήριο πριν από την εκτέλεσή τους (άρθρο 116 του IO), ενώ άλλες δικαιοπραξίες χρήζουν υποχρεωτικά της συγκατάθεσης της επιτροπής των πιστωτών και του πτωχευτικού δικαστηρίου (άρθρο 117 του IO).

Διορισμός και αμοιβή του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας:

Ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας διορίζεται αυτεπαγγέλτως από το πτωχευτικό δικαστήριο κατά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Το εν λόγω πρόσωπο πρέπει να είναι άμεμπτου χαρακτήρα και αξιόπιστο και να διαθέτει εμπειρία στις συναλλαγές και γνώση του τομέα της αφερεγγυότητας (άρθρο 80 παράγραφος 2 του IO). Στην περίπτωση της αφερεγγυότητας επιχείρησης απαιτούνται επαρκείς γνώσεις στο οικονομικό δίκαιο ή στη διοίκηση επιχειρήσεων (άρθρο 80 παράγραφος 3 του IO). Οι ενδιαφερόμενοι να διοριστούν διαχειριστές διαδικασίας αφερεγγυότητας μπορούν να εγγραφούν σε κατάλογο διαχειριστών διαδικασιών αφερεγγυότητας. Ο κατάλογος είναι διαθέσιμος στο διαδίκτυο (www.iv.justiz.gv.at) και διευκολύνει τους εισηγητές δικαστές διαδικασίας αφερεγγυότητας στην επιλογή κατάλληλου διαχειριστή της διαδικασίας.

Ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν μπορεί να είναι κοντινός συγγενής (άρθρο 32 του IO) αλλά ούτε ανταγωνιστής του οφειλέτη, και πρέπει να είναι ανεξάρτητος τόσο από τον οφειλέτη όσο και από τους πιστωτές (άρθρο 80b παράγραφος 1 του IO).

Ως διαχειριστές διαδικασίας αφερεγγυότητας μπορούν να διοριστούν και νομικά πρόσωπα. Αυτά πρέπει να δηλώσουν στο δικαστήριο ένα φυσικό πρόσωπο που θα τα εκπροσωπεί κατά την άσκηση της διαχείρισης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (άρθρο 80 παράγραφος 5 του IO).

Ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικαιούται αποζημίωση για τα έξοδα που πραγματοποιεί σε μετρητά, καθώς και αμοιβή για το έργο του, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ (άρθρο 82 εδάφιο 1 του IO). Το ύψος της αμοιβής του διαχειριστή καθορίζεται από τον νόμο (άρθρο 82 του IO) και εξαρτάται από το ύψος των ακαθάριστων εσόδων που επιτυγχάνει ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας με τη ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας. Ωστόσο, συναφώς συνυπολογίζονται μόνο τα έσοδα στην πραγματοποίηση των οποίων έχει συμβάλει ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικαιούται το ποσό των 3.000 ευρώ ως ελάχιστη αμοιβή. Επιπρόσθετη αμοιβή του προβλέπεται σε περίπτωση αποδοχής σχεδίου εξυγίανσης ή αποπληρωμής (άρθρο 82a του IO) και για τη ρευστοποίηση ιδιαίτερης ομάδας στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας (άρθρο 82d του IO). Η συνέχιση της λειτουργίας επιχείρησης επίσης αμείβεται χωριστά (άρθρο 82 παράγραφος 3 του IO).

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Η δυνατότητα να προταθεί συμψηφισμός με απαίτηση του οφειλέτη διατηρείται κατ’ αρχήν και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Ωστόσο, προϋπόθεση είναι να συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού των απαιτήσεων κατά την έναρξη της διαδικασίας. Συμψηφισμός δεν επιτρέπεται αν ο πτωχευτικός πιστωτής δεν κατέστη οφειλέτης της πτωχευτικής περιουσίας παρά μόνο μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή αν η απαίτηση κατά του οφειλέτη δεν αποκτήθηκε παρά μόνο μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας (άρθρο 20 παράγραφος 1 πρώτη περίοδος του IO). Επιπλέον, συμψηφισμός αποκλείεται αν ο τρίτος απέκτησε την ανταπαίτησή του κατά του οφειλέτη κατά τους τελευταίους έξι μήνες πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας και κατά τον χρόνο της απόκτησής της είχε ή όφειλε να έχει γνώση της αδυναμίας πληρωμών (άρθρο 20 παράγραφοι 1 και 2 του IO). Στις περιπτώσεις αυτές, ακόμη και ελαφρά αμέλεια του τρίτου αρκεί για την απώλεια της δυνατότητάς του συμψηφισμού.

Στη διαδικασία αφερεγγυότητας είναι δυνατός ο συμψηφισμός και με απαίτηση υπό αίρεση, ανεξάρτητα από το αν είναι η απαίτηση του πτωχευτικού πιστωτή ή η απαίτηση του οφειλέτη που τελεί υπό αίρεση. Αν πτωχευτικός πιστωτής διατηρεί απαίτηση υπό αίρεση, το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί να εξαρτήσει τον συμψηφισμό από εγγυοδοσία (άρθρο 19 παράγραφος 2 του IO). Συμψηφισμός στη διαδικασία αφερεγγυότητας δεν αποκλείεται ούτε αν η απαίτηση του πτωχευτικού πιστωτή δεν είναι χρηματική (άρθρο 19 παράγραφος 2 του IO), καθώς, με την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, οι απαιτήσεις αυτές μετατρέπονται σε χρηματικές (άρθρο 14 παράγραφος 1 του IO).

Οι πτωχευτικοί πιστωτές που διατηρούν απαιτήσεις οι οποίες μπορούν να προταθούν σε συμψηφισμό δεν χρειάζεται να τις αναγγείλουν στη διαδικασία αφερεγγυότητας στο μέτρο που αυτές καλύπτονται από τη σχετική ανταπαίτηση (άρθρο 19 παράγραφος 1 του IO). Ωστόσο, το Ανώτατο Δικαστήριο έχει κρίνει ότι πτωχευτικός πιστωτής που δεν κάνει χρήση της δυνατότητας που του παρέχει ο νόμος να προβεί σε συμψηφισμό κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αφερεγγυότητας σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 του IO, μετά την τελεσίδικη επιβεβαίωση του σχεδίου εξυγίανσης και την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, μπορεί κανονικά να προτείνει σε συμψηφισμό μόνο το ποσοστό της απαίτησής του που διατηρείται βάσει του σχεδίου εξυγίανσης (RIS-Justiz RS0051601 [T4]).

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Αμφοτεροβαρείς συμβάσεις

Σε περίπτωση που αμφοτεροβαρής σύμβαση δεν έχει ακόμη εκπληρωθεί ή δεν έχει εκπληρωθεί πλήρως από τον οφειλέτη και το αντισυμβαλλόμενό του μέρος κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας μπορεί είτε να εκπληρώσει (πλήρως) τη σύμβαση αντί του οφειλέτη και να απαιτήσει εκπλήρωση από το αντισυμβαλλόμενο μέρος είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση (άρθρο 21 παράγραφος 1 του IO). Στη διαδικασία εξυγίανσης με διατήρηση από τον οφειλέτη της διαχείρισης της περιουσίας του, ο οφειλέτης οφείλει να υποβάλει δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 21 του ΙΟ. Αν επιθυμεί να υπαναχωρήσει, πρέπει να λάβει τη συγκατάθεση του διαχειριστή της διαδικασίας εξυγίανσης (άρθρο 171 παράγραφος 1 του IO). Αν ο αντισυμβαλλόμενος του οφειλέτη υποχρεούται σε προεκπλήρωση, μπορεί να αρνηθεί την παροχή του έως την καταβολή εγγύησης, εκτός αν κατά τη σύναψη της σύμβασης του ήταν γνωστή η κακή περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη (άρθρο 21 παράγραφος 3 του IO).

Συμβάσεις μίσθωσης

Σε περίπτωση διαδικασίας αφερεγγυότητας σε βάρος του μισθωτή, ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση μίσθωσης, τηρουμένης της νόμιμης ή της τυχόν συντομότερης συμφωνηθείσας προθεσμίας προειδοποίησης (άρθρο 23 του IO).

Συμβάσεις εργασίας

Αν ο οφειλέτης είναι εργοδότης και η σύμβαση εργασίας έχει ήδη αρχίσει να εκτελείται, μπορεί να λυθεί, κατ’ αρχήν εντός ενός μήνα από τη δημοσίευση της απόφασης με την οποία διατάσσεται, εγκρίνεται ή διαπιστώνεται το κλείσιμο της επιχείρησης ή τμήματος της επιχείρησης, από τον εργαζόμενο μέσω πρόωρης αποχώρησης και από τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας μέσω καταγγελίας, τηρουμένης της προθεσμίας προειδοποίησης που προβλέπεται από τον νόμο ή συλλογική σύμβαση ή της τυχόν συντομότερης προθεσμίας προειδοποίησης που έχει νόμιμα συμφωνηθεί, και τηρουμένων των νόμιμων περιορισμών στις απολύσεις. Ειδικές διατάξεις ισχύουν για τη διαδικασία αφερεγγυότητας με διατήρηση από τον οφειλέτη της διαχείρισης της περιουσίας του.

Απαγόρευση καταγγελίας της σύμβασης

Αν η καταγγελία σύμβασης μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη συνέχιση της επιχείρησης, ο αντισυμβαλλόμενος του οφειλέτη μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση που έχει συνάψει με τον οφειλέτη προτού παρέλθουν έξι μήνες από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας μόνο για σπουδαίο λόγο. Δεν θεωρούνται σπουδαίοι λόγοι η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης του οφειλέτη και η υπερημερία του οφειλέτη στην εκπλήρωση απαιτήσεων που έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας (άρθρο 25a παράγραφος 1 του IO). Οι εν λόγω περιορισμοί δεν ισχύουν αν η λύση της σύμβασης είναι απαραίτητη για την αποτροπή σοβαρής προσωπικής ή οικονομικής βλάβης του αντισυμβαλλομένου, στην περίπτωση των απαιτήσεων καταβολής πιστώσεων και στην περίπτωση των συμβάσεων εργασίας (άρθρο 25α παράγραφος 2 του IO).

Ανίσχυρες συμφωνίες

Σύμφωνα με το άρθρο 25b παράγραφος 2 του IO, συμφωνία που προβλέπει δικαίωμα υπαναχώρησης ή τη λύση της σύμβασης σε περίπτωση έναρξης διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι άκυρη. Αυτό ισχύει κατ’ αρχήν για όλες τις συμβάσεις [προβλέπονται κάποιες εξαιρέσεις για συμβάσεις βάσει του νόμου περί του τραπεζικού συστήματος (Bankwesengesetz) και του νόμου περί χρηματιστηρίου (Börsegesetz)].

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

Οι πτωχευτικοί πιστωτές, από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας και μετά, δεν μπορούν να προβάλλουν δικαστικά τις απαιτήσεις τους κατά του οφειλέτη ατομικά ή εκτός της διαδικασίας αφερεγγυότητας (δικονομικό κώλυμα, άρθρο 6 παράγραφος 1 του IO). Επίσης, δεν μπορούν να εκδοθούν ασφαλιστικά μέτρα υπέρ πτωχευτικών απαιτήσεων. Μόνο στη διαδικασία εξυγίανσης με διατήρηση από τον οφειλέτη της διαχείρισης της περιουσίας του διατηρεί ο οφειλέτης την εξουσία, στον βαθμό που πρόκειται για ζήτημα που εμπίπτει στο πλαίσιο της από τον ίδιο διαχείρισης της περιουσίας του, διεξαγωγής δικών και λοιπών διαδικασιών (άρθρο 173 του IO). Αν, κατά παράβαση του άρθρου 6 παράγραφος 1 του IO, ασκηθεί αγωγή από ή κατά του οφειλέτη μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αυτή απορρίπτεται.

Επιπλέον, μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, δεν μπορεί να αποκτηθεί βάσει πτωχευτικής απαίτησης κανένα εκτελεστικό δικαίωμα ενεχύρου ή ικανοποίησης (απαγόρευση εκτέλεσης, άρθρο 10 παράγραφος 1 του IO). Ως προς τα δικαιώματα αποχωρισμού και προνομιακής ικανοποίησης που έχουν θεμελιωθεί πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν υφίσταται γενική απαγόρευση εκτέλεσης ως εκ τούτου, αυτά μπορούν να ασκηθούν με εκτέλεση και στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Το δικονομικό κώλυμα και η απαγόρευση εκτέλεσης λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως και καταλαμβάνουν όλους τους πτωχευτικούς πιστωτές.

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

Οι ήδη εκκρεμείς δίκες που αφορούν την πτωχευτική περιουσία διακόπτονται εκ του νόμου με την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας (άρθρο 7 παράγραφος 1 του IO). Η διακοπή λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως.

Οι δίκες σχετικά με πτωχευτικές απαιτήσεις παραμένουν σε διακοπή, σε κάθε περίπτωση, έως τη συνεδρίαση εξέλεγξης των απαιτήσεων (άρθρο 7 παράγραφος 3 του IO). Αν κατά τη συνεδρίαση εξέλεγξης των απαιτήσεων η απαίτηση αμφισβητηθεί από τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή από νομιμοποιούμενο σ’ αυτό πιστωτή, η διακοπείσα δίκη μπορεί να συνεχιστεί ως διαδικασία επαλήθευσης (άρθρο 113 του IO).

Οι δίκες σχετικά με απαιτήσεις που δεν υπόκεινται σε αναγγελία στη διαδικασία αφερεγγυότητας μπορούν να επαναληφθούν αμέσως.

Δίκες περί την εκτέλεση που άρχισαν πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας κατ’ αρχήν δεν διακόπτονται. Ωστόσο, εκτελεστικά δικαιώματα ενεχύρου και ικανοποίησης που έχουν αποκτηθεί κατά τις τελευταίες 60 ημέρες πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας αποσβένονται εκ του νόμου, εκτός αν έχουν συσταθεί υπέρ απαίτησης δημόσιου δικαίου (άρθρο 12 παράγραφος 1 του IO). Στην περίπτωση απόσβεσης, η εκτελεστική διαδικασία ρευστοποίησης αναστέλλεται, κατόπιν αιτήματος του πτωχευτικού δικαστηρίου ή αίτησης του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας (άρθρο 12 παράγραφος 2 του IO).

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

Συνέλευση των πιστωτών

Η συνέλευση των πιστωτών συγκροτείται από το σύνολο των πτωχευτικών πιστωτών και χρησιμεύει για να παρέχεται η δυνατότητα στους πτωχευτικούς πιστωτές να συμμετέχουν στη διαδικασία. Η σύγκληση και η διεύθυνση της συνέλευσης των πιστωτών είναι καθήκον του πτωχευτικού δικαστηρίου (άρθρο 91 παράγραφος 1 του IO). Η πρώτη συνέλευση των πιστωτών συγκαλείται με την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας και προβλέπεται από τον νόμο. Το πτωχευτικό δικαστήριο συγκαλεί περαιτέρω συνελεύσεις των πιστωτών κατά τη διακριτική του ευχέρεια. Συνέλευση των πιστωτών συγκαλείται ειδικά όταν αυτό ζητηθεί από τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, την επιτροπή των πιστωτών ή τουλάχιστον δύο πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις αντιστοιχούν περίπου στο ένα τέταρτο των πτωχευτικών απαιτήσεων, με προσδιορισμό των ζητημάτων της ημερήσιας διάταξης.

Η συνέλευση των πιστωτών έχει ορισμένα δικαιώματα υποβολής αιτήσεων (π.χ., για τη σύσταση επιτροπής των πιστωτών ή την παύση του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας). Επιπλέον, είναι αρμόδια να ψηφίζει για την έγκριση σχεδίου εξυγίανσης.

Για τις αποφάσεις και τις αιτήσεις της συνέλευσης των πιστωτών απαιτείται, κατά κανόνα, απόλυτη πλειοψηφία των ψήφων, η οποία υπολογίζεται με βάση το ποσό των απαιτήσεων (άρθρο 92 παράγραφος 1 του IO).

Επιτροπή των πιστωτών

Επιτροπή των πιστωτών δεν διορίζεται υποχρεωτικά σε κάθε διαδικασία αφερεγγυότητας, παρά μόνο αν η ιδιαιτερότητα ή το σημαντικό μέγεθος της επιχείρησης καθιστούν απαραίτητο τον διορισμό τέτοιας επιτροπής. Αν επίκειται εκποίηση ή εκμίσθωση της επιχείρησης ή μέρους της επιχείρησης (άρθρο 117 παράγραφος 1 σημείο 1 του IO), πρέπει πάντοτε να διορίζεται επιτροπή των πιστωτών. Ρόλος της είναι να εποπτεύει και να συνδράμει τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας (άρθρο 89 παράγραφος 1 του IO). Σε περίπτωση που προτίθεται να λάβει σημαντικά μέτρα, ο διαχειριστής πρέπει να ζητεί τη γνώμη της επιτροπής των πιστωτών (άρθρο 114 παράγραφος 1 του IO). Για ορισμένες πράξεις (π.χ. πώληση της επιχείρησης) η συγκατάθεση της επιτροπής των πιστωτών αποτελεί προϋπόθεση της εγκυρότητάς τους.

Η επιτροπή των πιστωτών αποτελείται από τρία έως επτά μέλη. Ο διορισμός της πραγματοποιείται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν σχετικής αίτησης. Ως μέλη μπορούν να διοριστούν όχι μόνο πιστωτές, αλλά και άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

Ενώσεις προστασίας των πιστωτών

Στην πράξη, τα συμφέροντα των πτωχευτικών πιστωτών προστατεύονται συχνά από τις ενώσεις προστασίας των πιστωτών. Αυτές διενεργούν τις αναγγελίες των απαιτήσεων, συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του δικαστηρίου και ασκούν τα δικαιώματα ψήφου ως προς το σχέδιο εξυγίανσης των πτωχευτικών πιστωτών που εκπροσωπούν. Οι ενώσεις προστασίας των πιστωτών παρακολουθούν επίσης τις πληρωμές του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

Κατ’ αρχήν, τα στοιχεία που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία πρέπει να ρευστοποιηθούν από τον σύνδικο εξωδικαστικά, ιδίως μέσω απευθείας πώλησης. Μόνο κατ’ εξαίρεση, αν αυτό αποφασιστεί από το πτωχευτικό δικαστήριο κατόπιν αίτησης του συνδίκου, πραγματοποιείται δικαστικός πλειστηριασμός, σύμφωνα με τον κώδικα αναγκαστικής εκτέλεσης (Exekutionsordnung).

Η επιτροπή των πιστωτών μπορεί να αποφασίσει, με τη συγκατάθεση του πτωχευτικού δικαστηρίου, να τεθούν στην ελεύθερη διάθεση του οφειλέτη απαιτήσεις με ανεπαρκείς πιθανότητες επιτυχούς είσπραξης και πράγματα ευτελούς αξίας.

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Πτωχευτικές απαιτήσεις

Πτωχευτικές απαιτήσεις είναι οι απαιτήσεις πιστωτών οι οποίοι κατά τον χρόνο έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας διατηρούν περιουσιακές αξιώσεις κατά του οφειλέτη (άρθρο 51 του IO). Ωστόσο, δεν αποτελούν πτωχευτικές απαιτήσεις οι τόκοι που γεννώνται από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας και μετά, τα έξοδα συμμετοχής στη διαδικασία αφερεγγυότητας, τα πρόστιμα για κάθε είδους αξιόποινες πράξεις, καθώς και οι απαιτήσεις από δωρεές και, στις διαδικασίες αφερεγγυότητας που αφορούν κληρονομία, οι απαιτήσεις από κληροδοσίες (άρθρο 58 του IO).

Για τις πτωχευτικές απαιτήσεις ισχύει κατ’ αρχήν η αρχή της ίσης μεταχείρισης. Στη διαδικασία αφερεγγυότητας δεν απολαμβάνουν προνομιακή μεταχείριση ούτε το δημόσιο ούτε οι εργαζόμενοι.

Ωστόσο, οι απαιτήσεις εταίρου για την επιστροφή δανείου του προς την εταιρεία σε υποκατάσταση ιδίων κεφαλαίων αποτελούν απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης.

Αν πιστωτής επιθυμεί να ικανοποιηθεί από την πτωχευτική περιουσία, πρέπει να αναγγείλει την πτωχευτική απαίτησή του στην πτωχευτική διαδικασία, ακόμη και αν εκκρεμεί σχετική δίκη ή υπάρχει ήδη σχετική δικαστική απόφαση.

Ομαδικές απαιτήσεις

Ως ομαδικές απαιτήσεις νοούνται ορισμένες απαιτήσεις που απαριθμούνται ρητώς στον νόμο και οι οποίες γεννώνται μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Οι ομαδικές απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας, οι οποίες ικανοποιούνται από αυτήν προνομιακά, δηλαδή πριν από τους πτωχευτικούς πιστωτές (άρθρο 47 παράγραφος 1 του IO). Οι σημαντικότερες ομαδικές απαιτήσεις είναι (άρθρο 46 παράγραφος 1 του IO):

  • τα έξοδα της διαδικασίας αφερεγγυότητας
  • οι δαπάνες που συνδέονται με τη διαφύλαξη, τη διοίκηση και τη διαχείριση της πτωχευτικής περιουσίας
  • όλα τα τέλη υπέρ του Δημοσίου που βαρύνουν την πτωχευτική περιουσία, αν και στο μέτρο που τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία απορρέει η υποχρέωση καταβολής του τέλους έλαβαν χώρα μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας
  • οι απαιτήσεις των εργαζομένων για τρέχουσες αμοιβές για περιόδους μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας
  • οι απαιτήσεις για εκπλήρωση αμφοτεροβαρών συμβάσεων στις οποίες υπεισέρχεται ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας
  • οι απαιτήσεις που απορρέουν από νομικές πράξεις του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας
  • οι απαιτήσεις από αδικαιολόγητο εμπλουτισμό της πτωχευτικής περιουσίας
  • οι απαιτήσεις λόγω της λήξης σχέσης εργασίας, αν αυτή συστάθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Οι ομαδικές απαιτήσεις δεν χρειάζεται να αναγγελθούν στη διαδικασία αφερεγγυότητας. Αν ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας αρνείται την ικανοποίηση ληξιπρόθεσμων ομαδικών απαιτήσεων, ο πιστωτής μπορεί να επιδιώξει την ικανοποίησή τους δικαστικά.

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

Οι πτωχευτικές απαιτήσεις πρέπει να αναγγελθούν εγγράφως στο πτωχευτικό δικαστήριο. Η αναγγελία πρέπει να γίνει στο τοπικό νόμισμα (ευρώ), ενώ, σε περίπτωση που απαιτείται συναλλαγματική μετατροπή, κρίσιμος χρόνος είναι η ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Στην αναγγελία πρέπει να αναφέρονται το ποσό της απαίτησης και τα γεγονότα στα οποία αυτή βασίζεται, καθώς και τα αποδεικτικά στοιχεία που μπορούν να προσκομιστούν για την απόδειξη της προβαλλόμενης απαίτησης. Ο πιστωτής πρέπει επίσης να δηλώσει αν για την απαίτηση υφίσταται παρακράτηση κυριότητας και ποια περιουσιακά στοιχεία αποτελούν το αντικείμενο της παρακράτησης κυριότητας, καθώς και αν προβάλλεται συμψηφισμός και, σε καταφατική περίπτωση, τα ποσά των κατά τον χρόνο έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας υφιστάμενων αντίθετων απαιτήσεων. Επιπλέον, ο πιστωτής πρέπει να δηλώσει τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του και τα στοιχεία του τραπεζικού λογαριασμού του.

Για την αναγγελία της απαίτησης ενδείκνυται να χρησιμοποιηθεί το σχετικό τυποποιημένο έντυπο που αναρτάται στον ιστότοπο για τη δικαιοσύνη (www.justiz.gv.at). Αναγγελίες απαιτήσεων που πραγματοποιούνται χωρίς να χρησιμοποιείται το εν λόγω τυποποιημένο έντυπο πρέπει να περιλαμβάνουν τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο τυποποιημένο έντυπο.

Για την αναγγελία απαίτησης αλλοδαπού πιστωτή κατά την έννοια του ενωσιακού κανονισμού περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας εφαρμόζονται οι διατάξεις του εν λόγω κανονισμού. Αν ο πιστωτής δεν χρησιμοποιήσει το τυποποιημένο έντυπο κατά τον εκτελεστικό κανονισμό, η αναγγελία πρέπει να περιλαμβάνει τα στοιχεία που ορίζει ο κανονισμός περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Οι πτωχευτικές απαιτήσεις πρέπει να αναγγελθούν εντός της προθεσμίας αναγγελίας που αναφέρεται συναφώς στην ανακοίνωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Σε περίπτωση εκπρόθεσμης αναγγελίας, ο πιστωτής μπορεί να επιβαρυνθεί με τα έξοδα ιδιαίτερης συνεδρίασης για την εξέλεγξη της απαίτησής του. Δεν λαμβάνονται υπόψη απαιτήσεις που αναγγέλλονται αργότερα από 14 ημέρες πριν από τη συνεδρίαση για τον έλεγχο του τελικού λογαριασμού (άρθρο 107 παράγραφος 1 τελευταία περίοδος του IO).

Σε περίπτωση που αναγγελθείσα απαίτηση αναγνωριστεί από τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας και δεν αμφισβητηθεί από άλλο πτωχευτικό πιστωτή, θεωρείται ότι έχει επαληθευθεί στη διαδικασία αφερεγγυότητας. Αυτό σημαίνει ειδικότερα ότι ο πτωχευτικός πιστωτής θα ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της διανομής.

Σε περίπτωση που αναγγελθείσα απαίτηση αμφισβητηθεί από τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή πτωχευτικό πιστωτή, αυτή μπορεί να εξελεγθεί μόνο στο πλαίσιο πολιτικής δίκης. Στην περίπτωση αυτή, το αν η απαίτηση θα χαρακτηριστεί επαληθευμένη στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας εξαρτάται από το αποτέλεσμα της εν λόγω πολιτικής δίκης.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Η διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης της πτωχευτικής περιουσίας ρυθμίζεται στα άρθρα 128-138 του IO.

Από την πτωχευτική περιουσία ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα οι ομαδικές απαιτήσεις και στη συνέχεια οι πτωχευτικοί πιστωτές.

Οι ομαδικοί πιστωτές ικανοποιούνται ανεξάρτητα από την πορεία της διαδικασίας, μόλις οι απαιτήσεις τους οριστικοποιηθούν και καταστούν ληξιπρόθεσμες. Αν οι διαθέσιμοι πόροι δεν επαρκούν για να καλύψουν πλήρως τις ομαδικές απαιτήσεις, αυτές ικανοποιούνται με την εξής σειρά προτεραιότητας (άρθρο 47 του IO):

  • έξοδα σε μετρητά που έχει προκαταβάλει ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας
  • λοιπά έξοδα της διαδικασίας
  • προκαταβολή έναντι των εξόδων που έχει καταβάλει τρίτος, εφόσον δαπανήθηκε για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας
  • απαιτήσεις των εργαζομένων, στο μέτρο που δεν είναι ασφαλισμένες βάσει του νόμου για την προστασία των αποδοχών των εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη (Insolvenz-Entgeltsicherungsgesetz)
  • απαιτήσεις αποζημίωσης λόγω απόλυσης των εργαζομένων, στο μέτρο που δεν είναι ασφαλισμένες βάσει του νόμου για την προστασία των αποδοχών των εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη
  • λοιπές ομαδικές απαιτήσεις.

Το ποσό που απομένει μετά την πλήρη κάλυψη των ομαδικών απαιτήσεων διανέμεται πτωχευτικούς πιστωτές κατ’ αναλογία προς το ποσό των απαιτήσεών τους. Η ικανοποίηση των πτωχευτικών πιστωτών μπορεί να αρχίσει μόνο μετά τη γενική συνεδρίαση εξέλεγξης των απαιτήσεων. Ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας πρέπει κατ’ αρχήν να πραγματοποιήσει τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης με τη συγκατάθεση της επιτροπής των πιστωτών και σύμφωνα με την απόφαση έγκρισης του σχεδίου διανομής από το πτωχευτικό δικαστήριο.

Οι ασφαλισμένοι πιστωτές, στο μέτρο που οι απαιτήσεις τους καλύπτονται από το αντικείμενο της ασφάλειας (π.χ. ενέχυρο), έχουν προτεραιότητα έναντι των πτωχευτικών και των ομαδικών πιστωτών. Τυχόν πλεόνασμα από το προϊόν της ρευστοποίησης προστίθεται στην κοινή πτωχευτική περιουσία (άρθρο 48 παράγραφοι 1 και 2 του IO).

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

Σχέδιο εξυγίανσης

Το σχέδιο εξυγίανσης είναι μια συμφωνία του οφειλέτη με τους πτωχευτικούς πιστωτές η οποία αποσκοπεί στη διευθέτηση των χρεών του οφειλέτη μέσω της μείωσης και της παράτασης του χρόνου πληρωμής των πτωχευτικών απαιτήσεων, και η οποία συνάπτεται στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Απαιτεί την έγκριση της πλειοψηφίας των πιστωτών και επικύρωση από το πτωχευτικό δικαστήριο. Αν, στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας, η πρόταση σχεδίου εξυγίανσης του οφειλέτη γίνει δεκτή από την πλειοψηφία των πιστωτών και το σχέδιο εξυγίανσης επικυρωθεί από το πτωχευτικό δικαστήριο, ο οφειλέτης απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις του στον βαθμό που αυτές υπερβαίνουν το ποσοστό ικανοποίησής τους που προβλέπεται από το σχέδιο εξυγίανσης.

Ο οφειλέτης μπορεί κατ’ αρχήν να συνάψει σχέδιο εξυγίανσης σε κάθε μορφής διαδικασία αφερεγγυότητας, δηλαδή όχι μόνο στη διαδικασία εξυγίανσης, αλλά και στην πτωχευτική διαδικασία (η πτωχευτική διαδικασία δεν προσανατολίζεται εξαρχής στη ρευστοποίηση και στη διάλυση αντιθέτως, και στην πτωχευτική διαδικασία πρέπει πρώτα να εξετάζεται αν είναι δυνατή η εφαρμογή σχεδίου εξυγίανσης).

Στο πλαίσιο σχεδίου εξυγίανσης, ο οφειλέτης πρέπει να προτείνει στους πτωχευτικούς πιστωτές να καταβάλει τουλάχιστον το 20% των πτωχευτικών απαιτήσεων εντός δύο ετών. Για τα φυσικά πρόσωπα που δεν είναι επιχειρηματίες, η προθεσμία πληρωμής μπορεί να ανέλθει σε έως πέντε έτη. Από το σχέδιο εξυγίανσης δεν πρέπει να θίγονται οι απαιτήσεις που διατηρούν πιστωτές βάσει δικαιωμάτων αποχωρισμού και προνομιακής ικανοποίησης. Οι ομαδικοί πιστωτές πρέπει να ικανοποιηθούν πλήρως, ενώ οι πτωχευτικοί πιστωτές πρέπει κατ’ αρχήν να αντιμετωπιστούν ισότιμα.

Η διαδικασία αφερεγγυότητας ονομάζεται διαδικασία εξυγίανσης αν κατά την έναρξη της διαδικασίας υφίσταται ήδη σχέδιο εξυγίανσης.

Διαδικασία διακανονισμού χρεών

Η δυνατότητα εκπόνησης σχεδίου εξυγίανσης παρέχεται όχι μόνο στους επιχειρηματίες και τα νομικά πρόσωπα, αλλά και στα φυσικά πρόσωπα που δεν είναι επιχειρηματίες. Στην περίπτωση που στο πλαίσιο τέτοιας διαδικασίας διακανονισμού χρεών δεν υπάρξει σχέδιο εξυγίανσης, τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη ρευστοποιούνται. Περαιτέρω επιλογή για την απαλλαγή από χρέη αποτελούν η εκπόνηση σχεδίου πληρωμής και, επικουρικά, η κίνηση διαδικασίας εισφοράς. Το σχέδιο πληρωμής αποτελεί ειδική μορφή σχεδίου εξυγίανσης. Η κύρια διαφορά τους συνίσταται στο ότι στην περίπτωση του σχεδίου πληρωμής δεν υφίσταται ελάχιστο υποχρεωτικό ποσοστό ικανοποίησης των απαιτήσεων.

Αν οι πιστωτές δεν συναινέσουν στο σχέδιο πληρωμής, το δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί επί της αίτησης του οφειλέτη για τη διεξαγωγή διαδικασίας εισφοράς με απαλλαγή από το υπόλοιπο των απαιτήσεων. Εν προκειμένω δεν απαιτείται η έγκριση των πιστωτών. Εισφέρεται κατά πρώτο λόγο το υποκείμενο σε κατάσχεση μέρος του εισοδήματος του οφειλέτη. Ο οφειλέτης υποχρεούται να εκχωρήσει τις σχετικές απαιτήσεις του (καταβολής μισθών) σε εντολοδόχο των πιστωτών για πέντε έτη. Μετά το πέρας της διάρκειας της εκχώρησης, το δικαστήριο κηρύσσει τη λήξη της διαδικασίας εισφοράς που δεν είχε περατωθεί και ταυτόχρονα απαλλάσσει τον οφειλέτη από τις ανεξόφλητες υποχρεώσεις του έναντι των πτωχευτικών πιστωτών (απαλλαγή από το υπόλοιπο των απαιτήσεων).

Περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας

Στην περίπτωση που επικυρωθεί από το πτωχευτικό δικαστήριο σχέδιο εξυγίανσης (ή σχέδιο πληρωμής), η διαδικασία αφερεγγυότητας περατώνεται με την τελεσιδικία της απόφασης έγκρισης του σχεδίου. Αυτόματη περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας επέρχεται, εξάλλου, με την τελεσιδικία της απόφασης έναρξης διαδικασίας εισφοράς.

Αν δεν υπάρξει σχέδιο εξυγίανσης ή πληρωμής, η διαδικασία αφερεγγυότητας πρέπει να περατωθεί με απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου, μόλις αποδειχθεί η ολοκλήρωση της τελικής διανομής.

Περαιτέρω, η διαδικασία αφερεγγυότητας πρέπει επίσης να περατωθεί αν συναινέσουν όλοι οι ομαδικοί και όλοι οι πτωχευτικοί πιστωτές ή αν, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αφερεγγυότητας, προκύψει ότι το ενεργητικό δεν επαρκεί για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Οι αποφάσεις περί περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δημοσιεύονται στο αρχείο υποθέσεων αφερεγγυότητας.

Με την τελεσίδικη περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ο οφειλέτης ανακτά εκ νέου (εκτός αν κινηθεί διαδικασία εισφοράς) την πλήρη εξουσία διάθεσης της περιουσίας του, ενώ λήγουν οι εξουσίες του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Επιπλέον, ο οφειλέτης ανακτά εκ νέου πλήρη ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση διεξαγωγής δικών. Όσον αφορά τις εκκρεμείς δίκες, επέρχεται εκ του νόμου μεταβολή του προσώπου του διαδίκου, αντικαθιστάμενης της πτωχευτικής περιουσίας από τον οφειλέτη. Σε ορισμένους τομείς, υφίστανται, βάσει διατάξεων διοικητικού δικαίου (π.χ. βάσει του κανονισμού περί επιτηδευμάτων – Gewerbeordnung) ή διατάξεων επαγγελματικού δικαίου (π.χ. βάσει του κώδικα δικηγόρων – Rechtsanwaltsordnung) περιορισμοί της ικανότητας του οφειλέτη να δραστηριοποιηθεί εκ νέου επιχειρηματικά. Ποινικές κυρώσεις απειλούνται ιδίως για την περίπτωση της εκ προθέσεως πρόκλησης βλάβης στους πιστωτές.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Στην περίπτωση που διαδικασία αφερεγγυότητας περατωθεί χωρίς απαλλαγή από τα χρέη (βάσει σχεδίου εξυγίανσης, σχεδίου πληρωμής ή απαλλαγής από το υπόλοιπο των απαιτήσεων κατόπιν διαδικασίας εισφοράς), οι πτωχευτικοί πιστωτές διαθέτουν, μετά την τελεσίδικη περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, δικαίωμα συμπληρωματικής καταδίωξης, δηλαδή δύνανται και πάλι να επιδιώξουν την ικανοποίηση του μέρους των απαιτήσεών τους που δεν εξοφλήθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας με την άσκηση αγωγής ή την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης.

Αντιθέτως, οι παραλλαγές της διαδικασίας αφερεγγυότητας που επιφέρουν απαλλαγή από τα χρέη έχουν ως αποτέλεσμα να καθίσταται το μέρος των απαιτήσεων που υπερβαίνει το προβλεπόμενο ποσοστό ικανοποίησής τους φυσική ενοχή, δηλαδή μη αγώγιμη οφειλή, η οποία είναι μεν πληρωτέα, αλλά δεν παρέχει τη δυνατότητα αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίησή της.

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Τα έξοδα της διαδικασίας αφερεγγυότητας βαρύνουν την πτωχευτική περιουσία.

Στην περίπτωση που δεν υπάρχει ενεργητικό ικανό να καλύψει τα έξοδα, η διαδικασία αφερεγγυότητας κινείται εφόσον ο πιστωτής που υποβάλλει τη σχετική αίτηση καταβάλει προκαταβολικά ένα ποσό για την κάλυψη των εξόδων. Η απαίτηση του εν λόγω πιστωτή για επιστροφή του ποσού που προκατέβαλε ικανοποιείται κατά προτεραιότητα έναντι των απαιτήσεων των λοιπών ομαδικών πιστωτών (άρθρο 46 σημείο 1 του IO).

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

Νομικές πράξεις του οφειλέτη πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας

Ορισμένες νομικές πράξεις οι οποίες τελέστηκαν πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας και οι οποίες είναι επιβλαβείς για τους πιστωτές είναι ακυρώσιμες (άρθρα 27 επ. του IO). Ακυρώσιμες μπορεί να είναι τόσο θετικές πράξεις όσο και παραλείψεις που αφορούν την περιουσία του οφειλέτη. Προϋπόθεση της ακύρωσης είναι να έχει προκαλέσει η προσβαλλόμενη δικαιοπραξία βλάβη στους πτωχευτικούς πιστωτές. Η προϋπόθεση αυτή πληρούται όταν η προσβαλλόμενη νομική πράξη οδήγησε σε ελάττωση της ικανοποίησης των λοιπών πιστωτών, π.χ. μέσω μείωσης του ενεργητικού ή αύξησης του παθητικού του οφειλέτη. Περαιτέρω προϋπόθεση της ακύρωσης είναι να βελτιώνονται μέσω της ακύρωσης οι προοπτικές ικανοποίησης των πιστωτών. Εκτός από τις γενικές αυτές προϋποθέσεις, πρέπει να πληρούνται τα στοιχεία ενός από τα εξής πραγματικά που οδηγούν σε ακυρωσία:

  • Ακυρωσία λόγω πρόθεσης πρόκλησης βλάβης (άρθρο 28 σημεία 1-3 του IO)

Αν ο οφειλέτης ενήργησε με πρόθεση πρόκλησης βλάβης και ο τρίτος είχε θετική γνώση του γεγονότος αυτού, η ακυρωσία καταλαμβάνει διάστημα δέκα ετών πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας (άρθρο 28 σημείο 1 του IO). Σε περίπτωση άγνοιας λόγω αμέλειας της πρόθεσης βλάβης, η ακυρωσία περιορίζεται σε διάστημα δύο ετών πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

  • Ακυρωσία λόγω διασπάθισης περιουσίας (άρθρο 28 σημείο 4 του IO)

Ακυρώσιμες είναι οι συμβάσεις αγοράς, ανταλλαγής και προμήθειας που συνάφθηκαν εντός του τελευταίου έτους πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, εφόσον είχαν ως αποτέλεσμα βλαπτική για τους πιστωτές διασπάθιση περιουσιακών στοιχείων και το αντισυμβαλλόμενο μέρος αναγνώρισε ή όφειλε να αναγνωρίσει το γεγονός αυτό.

  • Ακυρωσία χαριστικών διαθέσεων (άρθρο 29 του IO)

Ακυρώσιμες είναι επίσης οι χαριστικές διαθέσεις του οφειλέτη που πραγματοποιήθηκαν εντός των τελευταίων δύο ετών πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

  • Ακυρωσία λόγω ευνοϊκής μεταχείρισης (άρθρο 30 του IO)

Βάσει του πραγματικού αυτού, είναι δυνατή η διάρρηξη ορισμένων νομικών πράξεων μέσω των οποίων έχει ευνοηθεί κάποιος πιστωτής έναντι των άλλων. Προϋπόθεση της ακυρωσίας είναι η πραγματοποίηση της πράξης εντός του τελευταίου έτους πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Ταυτόχρονα, τίθεται ως προϋπόθεση να έχει επέλθει η αδυναμία πληρωμών ή η υπερχρέωση, ή να υφίσταται αίτηση για έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή να πραγματοποιήθηκε η πράξη εντός των τελευταίων 60 ημερών πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Αν η κάλυψη (ικανοποίηση ή εξασφάλιση) ήταν ανάρμοστη (δηλαδή, ο πιστωτής δεν μπορούσε να την απαιτήσει βάσει του περιεχομένου της έννομης σχέσης ή δεν μπορούσε να την απαιτήσει με τον τρόπο ή στον χρόνο που αυτή παρασχέθηκε), δεν τίθενται περαιτέρω (υποκειμενικές) προϋποθέσεις για την ακυρωσία. Εξάλλου, ακόμη και στην περίπτωση αρμόζουσας ικανοποίησης ή εξασφάλισης (δηλαδή, ικανοποίησης ή εξασφάλισης οφειλόμενης στο αντισυμβαλλόμενο μέρος κατ’ αυτόν τον τρόπο και σ’ αυτόν τον χρόνο), αυτή μπορεί να είναι ακυρώσιμη σύμφωνα με το άρθρο 30 του IO. Στις περιπτώσεις αυτές, για την ακύρωση απαιτείται πρόθεση ευνοϊκής μεταχείρισης εκ μέρους του οφειλέτη και γνώση ή άγνοια λόγω αμέλειας του αντισυμβαλλόμενου μέρους.

  • Ακυρωσία λόγω γνώσης της αδυναμίας πληρωμών (άρθρο 31 του IO)

Το πραγματικό αυτό καταλαμβάνει ορισμένες νομικές πράξεις που πραγματοποιήθηκαν εντός των τελευταίων έξι μηνών πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας και μετά την επέλευση της αδυναμίας πληρωμών (υπερχρέωσης), εφόσον το αντισυμβαλλόμενο μέρος γνώριζε ή τουλάχιστον όφειλε να γνωρίζει την αδυναμία πληρωμών, την υπερχρέωση ή την αίτηση έναρξης της διαδικασίας. Προϋπόθεση αποτελεί επίσης να λαμβάνει ο πιστωτής με τη νομική πράξη εξασφάλιση ή ικανοποίηση, ή να είναι η δικαιοπραξία άμεσα επιζήμια.

Νομιμοποιούμενος να επιδιώξει την ακύρωση είναι μόνο ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ο οποίος οφείλει προηγουμένως να διαβουλευθεί με την επιτροπή των πιστωτών (άρθρο 114 παράγραφος 1 του IO). Η ακύρωση μπορεί να επιδιωχθεί με αγωγή, ένσταση (άρθρο 43 παράγραφος 1 του IO), ανακοπή στην εκτελεστική διαδικασία ρευστοποίησης ή αναγγελία στη διαδικασία αφερεγγυότητας του αντιδίκου. Η αγωγή ακύρωσης πρέπει να ασκηθεί εντός αποσβεστικής προθεσμίας ενός έτους από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, προθεσμία που μπορεί να παραταθεί με συμφωνία του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας και του αντιδίκου εντούτοις, τέτοια παράταση μπορεί να συμφωνηθεί μόνο μία φορά και δεν μπορεί να υπερβαίνει σε διάρκεια τους τρεις μήνες (άρθρο 43 παράγραφος 2 του IO).

Νομικές πράξεις του οφειλέτη μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας

Αν ο οφειλέτης δεν διατηρεί το δικαίωμα διαχείρισης της περιουσίας του, οι νομικές πράξεις του οφειλέτη οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας και οι οποίες αφορούν την πτωχευτική περιουσία είναι κατ’ αρχήν ανίσχυρες έναντι των πτωχευτικών πιστωτών (άρθρο 3 παράγραφος 1 του IO). Πρόκειται για το αποκαλούμενο σχετικώς ανίσχυρο. Ο οφειλέτης μπορεί μεν να αναλαμβάνει δικαιοπρακτικές υποχρεώσεις και μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ωστόσο, οι αξιώσεις που απορρέουν από αυτές δεν μπορούν να ασκηθούν σε βάρος των πτωχευτικών πιστωτών έως την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Εντούτοις, ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας μπορεί να ισχυροποιήσει τέτοια δικαιοπραξία μέσω εκ των υστέρων έγκρισής της.

Τελευταία επικαιροποίηση: 11/03/2021

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Η πρωτότυπη γλωσσική έκδοση πολωνικά αυτής της σελίδας τροποποιήθηκε πρόσφατα. Η γλωσσική έκδοση που βλέπετε τώρα βρίσκεται στο στάδιο της μετάφρασης.

Αφερεγγυότητα/πτώχευση - Πολωνία

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Στην Πολωνία, οι διαδικασίες αφερεγγυότητας με την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/848 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Μαΐου 2015 περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (αναδιατύπωση) διέπονται από δύο νόμους:

  • τον νόμο της 28ης Φεβρουαρίου 2003 –πτωχευτικός νόμος (Prawo upadłościowe, Δελτίο Νομοθεσίας (Dziennik Ustaw) 2016, αριθ. 2171)– στο εξής, «πτωχευτικός νόμος».
  • τον νόμο της 15ης Μαΐου 2015 –νόμος περί αφερεγγυότητας (Prawo restrukturyzacyjne, Δελτίο Νομοθεσίας 2016, αριθ. 1574)– στο εξής, «νόμος περί αφερεγγυότητας».

Οι διατάξεις του πτωχευτικού νόμου διέπουν τη διαδικασία της εκκαθάρισης στο πλαίσιο της αφερεγγυότητας, δηλαδή την «πτώχευση» (upadłość). Ο νόμος περί αφερεγγυότητας διέπει τις διαδικασίες αφερεγγυότητας που κινούνται σε περίπτωση κινδύνου αφερεγγυότητας, δηλαδή τη «διαδικασία επικύρωσης πτωχευτικού συμβιβασμού» (postępowanie o zatwierdzenie układu, άρθρα 210-226), την «ταχεία διαδικασία σύναψης πτωχευτικού συμβιβασμού» (przyspieszone postępowanie układowe, άρθρα 227-264), τη «διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού» (postępowanie układowe, άρθρα 267-282) και τη «διαδικασία εξυγίανσης» (postępowanie sanacyjne, άρθρα 283-323).

Σκοπός της πτωχευτικής διαδικασίας είναι η ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών στον μέγιστο δυνατό βαθμό, και εάν είναι εύλογα εφικτό, η διάσωση της επιχείρησης του οφειλέτη. Η διαδικασία κινείται αποκλειστικά με αίτηση και απαρτίζεται από δύο στάδια: τη διαδικασία για την κήρυξη της πτώχευσης και τη διαδικασία μετά την κήρυξη της πτώχευσης.

Η διαδικασία επικύρωσης πτωχευτικού συμβιβασμού παρέχει στον οφειλέτη τη δυνατότητα να συνάψει πτωχευτικό συμβιβασμό αποκλειστικά με τη συγκέντρωση των ψήφων των πιστωτών, χωρίς τη συμμετοχή του δικαστηρίου. Η εν λόγω διαδικασία μπορεί να διεξαχθεί εάν οι αμφισβητούμενες απαιτήσεις που παρέχουν στους πιστωτές το δικαίωμα ψήφου επί ενός πτωχευτικού συμβιβασμού δεν υπερβαίνουν το 15% του συνόλου των απαιτήσεων που παρέχουν στους πιστωτές δικαίωμα ψήφου επί ενός πτωχευτικού συμβιβασμού.

H ταχεία διαδικασία σύναψης πτωχευτικού συμβιβασμού παρέχει στον οφειλέτη τη δυνατότητα να συνάψει πτωχευτικό συμβιβασμό μετά τη σύνταξη και επικύρωση πίνακα απαιτήσεων μέσω απλοποιημένης διαδικασίας. Η εν λόγω διαδικασία μπορεί να διεξαχθεί εάν οι αμφισβητούμενες απαιτήσεις που παρέχουν στους πιστωτές δικαίωμα ψήφου επί πτωχευτικού συμβιβασμού δεν υπερβαίνουν το 15% του συνόλου των απαιτήσεων που παρέχουν στους πιστωτές δικαίωμα ψήφου επί ενός πτωχευτικού συμβιβασμού.

Η διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού παρέχει τη δυνατότητα στον οφειλέτη να συνάψει πτωχευτικό συμβιβασμό μετά τη σύνταξη και επικύρωση πίνακα απαιτήσεων. Η εν λόγω διαδικασία μπορεί να διεξαχθεί εάν οι αμφισβητούμενες απαιτήσεις που παρέχουν στους πιστωτές δικαίωμα ψήφου επί ενός πτωχευτικού συμβιβασμού δεν υπερβαίνουν το 15% του συνόλου των απαιτήσεων που παρέχουν στους πιστωτές δικαίωμα ψήφου επί ενός πτωχευτικού συμβιβασμού.

Η διαδικασία εξυγίανσης παρέχει στον οφειλέτη τη δυνατότητα να λάβει μέτρα εξυγίανσης (που αποσκοπούν στην αναδιοργάνωση της επιχείρησης του οφειλέτη) και να συνάψει πτωχευτικό συμβιβασμό μετά τη σύνταξη και επικύρωση ενός πίνακα απαιτήσεων. Τα μέτρα εξυγίανσης περιλαμβάνουν τα νομικά και πρακτικά μέτρα που αποσκοπούν στη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης του οφειλέτη και την αποκατάσταση της ικανότητάς του να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του, ενώ ταυτόχρονα του παρέχουν προστασία έναντι της αναγκαστικής εκτέλεσης.

Η πτωχευτική διαδικασία μπορεί να κινηθεί κατά εμπόρων. Σύμφωνα με το άρθρο 431 του πολωνικού Αστικού Κώδικα (kodeks cywilny) έμπορος μπορεί να είναι ένα φυσικό πρόσωπο, ένα νομικό πρόσωπο ή μια οργανωτική μονάδα χωρίς νομική προσωπικότητα και εκ του νόμου δικαιοπρακτική ικανότητα, που ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες για ίδιο λογαριασμό.

Αίτηση πτώχευσης μπορεί να καταθέσει ο οφειλέτης και κάθε ατομικός δανειστής του.

Η πτωχευτική διαδικασία μπορεί επίσης να κινηθεί κατά:

  1. εταιρειών περιορισμένης ευθύνης και ανωνύμων εταιρειών που δεν ασκούν εμπορικές δραστηριότητες
  2. ομόρρυθμων εταίρων σε εμπορικές προσωπικές εταιρείες που ευθύνονται απεριόριστα με το σύνολο των περιουσιακών τους στοιχείων, για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την εταιρική τους συμμετοχή
  3. εταίρων προσωπικών εταιριών.

Η πτωχευτική διαδικασία μπορεί επίσης να κινηθεί κατά φυσικών προσώπων που δεν ασκούν εμπορικές δραστηριότητες (άρθρο 4911 και επ. του πτωχευτικού νόμου). Η εν λόγω διαδικασία διεξάγεται αποκλειστικά με αίτηση του οφειλέτη, εκτός εάν ο οφειλέτης είναι πρώην έμπορος, οπότε την αίτηση πτώχευσης μπορεί επίσης να καταθέσει ένας πιστωτής έως και ένα έτος μετά τη διαγραφή του εμπόρου από το οικείο μητρώο.

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας μπορεί να κινηθούν κατά:

εμπόρων με την έννοια του άρθρου 431 του Αστικού Κώδικα

  1. εταιριών περιορισμένης ευθύνης (spółka z ograniczoną odpowiedzialnością) και ανωνύμων εταιρειών (spółka akcyjna) που δεν ασκούν εμπορικές δραστηριότητες
  2. ομόρρυθμων εταίρων σε εμπορικές προσωπικές εταιρίες (osobowa spółka handlowa), που ευθύνονται απεριόριστα με το σύνολο των περιουσιακών τους στοιχείων για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την εταιρική τους συμμετοχή
  3. εταίρων ετερόρρυθμων εταιρειών (spółka partnerska).

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας δεν στρέφονται κατά φυσικών προσώπων που δεν ασκούν εμπορική δραστηριότητα. Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας διεξάγονται μόνο με αίτηση του οφειλέτη, εκτός από τη διαδικασία εξυγίανσης, που μπορεί επίσης να κινηθεί με αίτηση πιστωτή, εάν ο οφειλέτης είναι αφερέγγυος.

Η διαδικασία επικύρωσης πτωχευτικού συμβιβασμού παρέχει στον οφειλέτη τη δυνατότητα να συνάψει πτωχευτικό συμβιβασμό αποκλειστικά με τη συγκέντρωση των ψήφων των πιστωτών, χωρίς τη συμμετοχή του δικαστηρίου. Η εν λόγω διαδικασία μπορεί να διεξαχθεί μόνον εάν οι αμφισβητούμενες απαιτήσεις που παρέχουν στους πιστωτές το δικαίωμα ψήφου επί ενός πτωχευτικού συμβιβασμού δεν υπερβαίνουν το 15% του συνόλου των απαιτήσεων.

H ταχεία διαδικασία σύναψης πτωχευτικού συμβιβασμού παρέχει στον οφειλέτη τη δυνατότητα να συνάψει πτωχευτικό συμβιβασμό μετά τη σύνταξη και επικύρωση ενός πίνακα απαιτήσεων στο πλαίσιο μιας απλοποιημένης διαδικασίας. Η εν λόγω διαδικασία μπορεί να διεξαχθεί εάν οι αμφισβητούμενες απαιτήσεις που παρέχουν στους πιστωτές δικαίωμα ψήφου επί ενός πτωχευτικού συμβιβασμού δεν υπερβαίνουν το 15% του συνόλου των απαιτήσεων που παρέχουν στους πιστωτές δικαίωμα ψήφου επί ενός πτωχευτικού συμβιβασμού.

Η διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού παρέχει τη δυνατότητα στον οφειλέτη να συνάψει πτωχευτικό συμβιβασμό μετά τη σύνταξη και επικύρωση πίνακα απαιτήσεων. Η εν λόγω διαδικασία μπορεί να διεξαχθεί εάν οι αμφισβητούμενες απαιτήσεις που παρέχουν στους πιστωτές δικαίωμα ψήφου επί ενός πτωχευτικού συμβιβασμού δεν υπερβαίνουν το 15 % του συνόλου των απαιτήσεων που παρέχουν στους πιστωτές δικαίωμα ψήφου επί ενός πτωχευτικού συμβιβασμού.

H διαδικασία εξυγίανσης παρέχει στον οφειλέτη τη δυνατότητα να λάβει μέτρα εξυγίανσης (που αποσκοπούν στην αναδιοργάνωση της επιχείρησης του οφειλέτη) και να συνάψει πτωχευτικό συμβιβασμό μετά τη σύνταξη και επικύρωση ενός πίνακα απαιτήσεων. Τα μέτρα εξυγίανσης περιλαμβάνουν τα νομικά και πρακτικά μέτρα που αποσκοπούν στη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης του οφειλέτη και την αποκατάσταση της ικανότητάς του να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του, ενώ ταυτόχρονα του παρέχουν προστασία έναντι της αναγκαστικής εκτέλεσης.

Η πτωχευτική διαδικασία μπορεί να κινηθεί κατά των προσώπων που έχουν την εμπορική ιδιότητα. Σύμφωνα με το άρθρο 431 του Αστικού Κώδικα, έμποροι είναι φυσικά πρόσωπα, νομικά πρόσωπα ή οργανωτικές μονάδες χωρίς νομική προσωπικότητα με νομική ικανότητα εκ του νόμου, που διεξάγουν επιχειρηματικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες για λογαριασμό τους.

Επιπλέον, η πτωχευτική διαδικασία μπορεί επίσης να κινηθεί κατά:

  1. εταιριών περιορισμένης ευθύνης και εταιριών κατά μετοχές που δεν διεξάγουν επιχειρηματικές δραστηριότητες
  2. ομόρρυθμων εταίρων σε εμπορικές προσωπικές εταιρείες που ευθύνονται απεριόριστα με το σύνολο των περιουσιακών τους στοιχείων, για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την εταιρική τους συμμετοχή
  3. εταίρων προσωπικών εταιριών.

Η διαδικασία για την κήρυξη πτώχευσης μπορεί επίσης να κινηθεί κατά φυσικών προσώπων που δεν διεξάγουν επιχειρηματική δραστηριότητα (άρθρα 4911 και επ. του πτωχευτικού νόμου).

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας μπορεί να στραφούν κατά:

  1. εμπόρων με την έννοια του νόμου της 23ης Απριλίου 1964 - του Αστικού Κώδικα (kodeks cywilny, Δελτίο Νομοθεσίας 2016, στοιχεία 380 και 585), στο εξής: ο «Αστικός Κώδικας»
  2. εταιριών περιορισμένης ευθύνης (spółka z ograniczoną odpowiedzialnością) και εταιριών κατά μετοχές (spółka akcyjna) που δεν διεξάγουν επιχειρηματικές δραστηριότητες
  3. ομόρρυθμων εταίρων σε εμπορικές προσωπικές εταιρείες (osobowa spółka handlowa), που ευθύνονται απεριόριστα με το σύνολο των περιουσιακών τους στοιχείων, για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την εταιρική τους συμμετοχή
  4. εταίρων προσωπικών εταιριών (spółka partnerska).

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας δεν στρέφονται κατά φυσικών προσώπων που δεν ασκούν εμπορική δραστηριότητα. Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας διεξάγονται μόνο με αίτηση του οφειλέτη, εκτός από τη διαδικασία εξυγίανσης, που μπορεί επίσης να κινηθεί με αίτηση πιστωτή, εάν ο οφειλέτης είναι αφερέγγυος.

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

Η πτωχευτική διαδικασία κινείται κατά ενός οφειλέτη που έχει καταστεί αφερέγγυος (άρθρο 10 του πτωχευτικού νόμου).

Αφερέγγυος είναι ο οφειλέτης που δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις όταν αυτές καθίστανται απαιτητές. Ένας οφειλέτης θεωρείται ότι δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις όταν είναι υπερήμερος για διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών. Ο οφειλέτης που είναι νομικό πρόσωπο ή οργανωτική μονάδα χωρίς νομική προσωπικότητα αλλά με δικαιοπρακτική ικανότητα σύμφωνα με ξεχωριστή νομοθετική πράξη είναι επίσης αφερέγγυος όταν οι οικονομικές του υποχρεώσεις υπερβαίνουν την αξία των περιουσιακών του στοιχείων και η εν λόγω κατάσταση εξακολουθεί για διάστημα μεγαλύτερο των 24 μηνών. Το δικαστήριο μπορεί να απορρίψει μια αίτηση πτώχευσης εάν δεν υφίσταται βραχυπρόθεσμος κίνδυνος ότι ο οφειλέτης δεν θα είναι σε θέση να εκπληρώσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις όταν αυτές καταστούν απαιτητές.

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας μπορεί να στραφούν κατά ενός αφερέγγυου οφειλέτη ή ενός οφειλέτη με επαπειλούμενη αφερεγγυότητα. Ως αφερέγγυος οφειλέτης νοείται ο οφειλέτης που είναι αφερέγγυος κατά τα άρθρα 10 και 11 του πτωχευτικού νόμου. Ως οφειλέτης σε κίνδυνο αφερεγγυότητας νοείται ο οφειλέτης του οποίου η οικονομική κατάσταση υπαγορεύει ότι βραχυπρόθεσμα μπορεί να καταστεί αφερέγγυος.

Το δικαστήριο δεν κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας αν θα ήταν επιζήμιες για τους πιστωτές.

Επιπλέον, ο νόμος περί αφερεγγυότητας ορίζει συγκεκριμένες προϋποθέσεις για την έναρξη κάθε είδους διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Η διαδικασία επικύρωσης του πτωχευτικού συμβιβασμού και η ταχεία διαδικασία σύναψης πτωχευτικού συμβιβασμού μπορεί να διεξαχθούν εάν οι αμφισβητούμενες απαιτήσεις που παρέχουν στους πιστωτές δικαίωμα ψήφου επί ενός πτωχευτικού συμβιβασμού δεν υπερβαίνουν το 15% του συνόλου των απαιτήσεων που παρέχουν στους πιστωτές δικαίωμα ψήφου επί ενός πτωχευτικού συμβιβασμού.

Η διαδικασία του πτωχευτικού συμβιβασμού και η διαδικασία εξυγίανσης μπορεί να διεξαχθούν αν οι αμφισβητούμενες απαιτήσεις που παρέχουν στους πιστωτές δικαίωμα ψήφου επί ενός πτωχευτικού συμβιβασμού υπερβαίνουν το 15% του συνόλου των απαιτήσεων που παρέχουν στους πιστωτές δικαίωμα ψήφου επί ενός πτωχευτικού συμβιβασμού. Επιπλέον, το δικαστήριο δεν κηρύσσει την έναρξη των εν λόγω διαδικασιών αν δεν υπάρχουν prima facie αποδείξεις ότι ο οφειλέτης θα είναι ανά πάσα στιγμή σε θέση να καλύπτει τα έξοδα της διαδικασίας και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν μετά την έναρξή τους.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Στην πτωχευτική διαδικασία, ως πτωχευτική περιουσία νοούνται τα περιουσιακά στοιχεία του πτωχεύσαντος κατά την ημέρα κήρυξης της πτώχευσης, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία που απέκτησε κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας (άρθρο 62 του πτωχευτικού νόμου). Οι εξαιρέσεις στον εν λόγω κανόνα προσδιορίζονται στα άρθρα 63-67a του πτωχευτικού νόμου.

Η πτωχευτική περιουσία δεν περιλαμβάνει τα περιουσιακά στοιχεία που εξαιρούνται από την αναγκαστική εκτέλεση δυνάμει του νόμου της 17ης Νοεμβρίου 1964 - Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (Δελτίο Νομοθεσίας 2016, στοιχεία 1822, 1823, 1860 και 1948), την αμοιβή για την εργασία του πτωχεύσαντος ως προς το ακατάσχετο τμήμα αυτής, το προϊόν της εκτέλεσης ενός ενεχύρου ή μιας υποθήκης εάν ο πτωχεύσας ήταν διαχειριστής του ενεχύρου ή της υποθήκης, ως προς το τμήμα που αντιστοιχεί σε άλλους πιστωτές, βάσει της συμφωνίας διαχείρισης.

Περαιτέρω, με απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών μπορεί να εξαιρεθούν και άλλα περιουσιακά στοιχεία του πτωχεύσαντος από την πτωχευτική περιουσία.

Η πτωχευτική περιουσία δεν περιλαμβάνει επίσης τα περιουσιακά στοιχεία που προορίζονται για τη συνδρομή των εργαζόμενων του πτωχεύσαντος και των οικογενειών τους, τα οποία τηρούνται ως μετρητά στον λογαριασμό ενός εταιρικού ταμείου κοινωνικών παροχών, που έχει συσταθεί σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τα εταιρικά ταμεία κοινωνικών παροχών, από κοινού με τα χρηματικά ποσά που θα καταβληθούν στον εν λόγω λογαριασμό μετά την κήρυξη της πτώχευσης, περιλαμβανομένης της αποπληρωμής των στεγαστικών δανείων, της πληρωμής των δεδουλευμένων τραπεζικών τόκων ως προς το ποσό που τηρείται στο εν λόγω ταμείο και των ποσών που εισπράχθηκαν από τα πρόσωπα που επωφελήθηκαν από τις κοινωνικές υπηρεσίες και παροχές οι οποίες χρηματοδοτούνται από το εν λόγω ταμείο και οργανώθηκαν από τον πτωχεύσαντα.

Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει τα περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται για τη λειτουργία της επιχείρησης και τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη (άρθρα 240, 273 και 294 του νόμου περί αφερεγγυότητας).

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

Στην πτωχευτική διαδικασία (διαδικασία που αποσκοπεί στην εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη) ο οφειλέτης στερείται το δικαίωμα διαχείρισης των περιουσιακών του στοιχείων. Η διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων (της πτωχευτικής περιουσίας) ανατίθεται στον σύνδικο (syndyk). Ο σύνδικος επιφορτίζεται επίσης με τις λοιπές αρμοδιότητες που αφορούν τη λειτουργία της επιχείρησης του οφειλέτη – διοίκηση της εταιρείας, εκπλήρωση των υποχρεώσεων χρηματοοικονομικής αναφοράς, κ.ο.κ.

Ο οφειλέτης εξακολουθεί να συμμετέχει στην πτωχευτική διαδικασία και μπορεί να προσβάλει ορισμένες δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, δηλαδή τις αποφάσεις για την εξαίρεση περιουσιακών στοιχείων από την πτωχευτική περιουσία και την αμοιβή του συνδίκου.

Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, οι εξουσίες του οφειλέτη και του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας ποικίλλουν ανάλογα με το είδος της διαδικασίας.

Στη διαδικασία επικύρωσης του πτωχευτικού συμβιβασμού, ο οφειλέτης μπορεί να διενεργεί κάθε είδους πράξεις, εκτός από αυτές που πρέπει να διενεργηθούν στο διάστημα από την ημέρα έκδοσης της απόφασης περί επικύρωσης του πτωχευτικού συμβιβασμού έως την ημέρα που η εν λόγω απόφαση καθίσταται αμετάκλητη. Κατά το εν λόγω διάστημα, ισχύουν οι κανόνες της ταχείας διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού, δηλαδή ο οφειλέτης μπορεί να διενεργεί τις συνήθεις πράξεις διαχείρισης. Για έκτακτες πράξεις διαχείρισης απαιτείται η συναίνεση του επόπτη του πτωχευτικού συμβιβασμού.

Στην ταχεία διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού και στη συνήθη διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού ο οφειλέτης μπορεί να διενεργεί τις συνήθεις πράξεις διαχείρισης ωστόσο για τις πράξεις που δεν συνιστούν συνήθη διαχείριση απαιτείται η συναίνεση του δικαστικά διορισμένου επόπτη, εκτός αν απαιτείται η συναίνεση της επιτροπής των πιστωτών.

Στη διαδικασία εξυγίανσης, ο οφειλέτης στερείται το δικαίωμα διαχείρισης και οι πράξεις διαχείρισης διενεργούνται από τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, εκτός αν απαιτείται η συναίνεση της επιτροπής των πιστωτών.

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Στην πτωχευτική διαδικασία, οι απαιτήσεις του πτωχεύσαντος μπορεί να συμψηφιστούν έναντι των απαιτήσεων του πιστωτή, εάν οι εκατέρωθεν απαιτήσεις υπήρχαν κατά την ημέρα κήρυξης της πτώχευσης, ακόμη κι αν κάποια από αυτές δεν είχε καταστεί ακόμη απαιτητή (άρθρο 93 του πτωχευτικού νόμου).

Ο συμψηφισμός είναι απαράδεκτος εάν ο πιστωτής του πτωχεύσαντος απέκτησε την απαίτηση με εκχώρηση ή παραχώρηση μετά την κήρυξη της πτώχευσης ή μέσα στους 12 μήνες πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, γνωρίζοντας ότι υπήρχαν οι δικαιολογητικοί λόγοι της κήρυξης της πτώχευσης, εκτός αν η απόκτηση της απαίτησης συνδεόταν με την αποπληρωμή της οφειλής για την οποία ευθυνόταν ο αποκτών (ανεξαρτήτως εάν επρόκειτο για προσωπική ευθύνη ή ευθύνη που εξασφαλιζόταν με συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο) (άρθρο 94 του πτωχευτικού νόμου)

Ο συμψηφισμός είναι απαράδεκτος εάν ο πιστωτής κατέστη οφειλέτης του πτωχεύσαντος μετά την ημέρα κήρυξης της πτώχευσης (άρθρο 95 του πτωχευτικού νόμου).

Ο πιστωτής που επιθυμεί να κάνει χρήση του δικαιώματος συμψηφισμού υποβάλλει σχετική δήλωση το αργότερο κατά την ημέρα αναγγελίας της απαίτησης (άρθρο 96 του πτωχευτικού νόμου).

Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας οι γενικοί κανόνες που διέπουν τον συμψηφισμό των απαιτήσεων υπόκεινται στους παρακάτω περιορισμούς:

  • ο πιστωτής πρέπει να έχει καταστεί οφειλέτης του οφειλέτη μετά την ημέρα έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας
  • μετά την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας του οφειλέτη, ο οφειλέτης του οφειλέτη κατά του οποίου στρέφονται οι διαδικασίες πρέπει να έχει καταστεί δανειστής με κτήση, εκχώρηση ή παραχώρηση απαίτησης που προϋπήρχε της ημέρας έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Οι αμοιβαίες απαιτήσεις μπορεί να συμψηφιστούν εάν η απαίτηση είχε προκύψει από την αποπληρωμή μιας οφειλής για την οποία ευθυνόταν ο αποκτών (με προσωπική ευθύνη ή ευθύνη που εξασφαλιζόταν με συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο) και ο αποκτών κατέστη υπεύθυνος για την οφειλή πριν από την ημέρα κατάθεσης της αίτησης για την έναρξη της ταχείας διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού.

Ο πιστωτής που επιθυμεί να επωφεληθεί ενός συμψηφισμού στις διαδικασίες αφερεγγυότητας υποβάλλει σχετική δήλωση στον οφειλέτη ή τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας εάν ο οφειλέτης έχει στερηθεί το δικαίωμα διαχείρισης, το αργότερο 30 ημέρες μετά την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας ή εάν οι λόγοι του συμψηφισμού προέκυψαν μεταγενέστερα, το αργότερο 30 ημέρες αφού ανέκυψαν οι λόγοι του συμψηφισμού. Μια τέτοια δήλωση είναι επίσης έγκυρη αν υποβλήθηκε στον δικαστικά διορισμένο επόπτη (άρθρα 253, 273 και 297 του νόμου περί αφερεγγυότητας).

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Ειδικές διατάξεις για τις έννομες συνέπειες της κήρυξης της πτώχευσης περιλαμβάνονται στα άρθρα 83-118 του πτωχευτικού νόμου ως προς τις υποχρεώσεις του πτωχεύσαντος, στα άρθρα 119-123 ως προς κληρονομιαία περιουσία που περιήλθε στον πτωχεύσαντα και στα άρθρα 124-126 ως προς τα περιουσιακά στοιχεία των συζύγων.

Τα άρθρα 81-82 του πτωχευτικού νόμου απαγορεύουν τη σύσταση ενεχύρου, πλασματικού ενεχύρου ή υποθήκης επί των περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία.

Οι διατάξεις σύμβασης της οποίας αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος ο πτωχεύσας είναι άκυρες ως προς την πτωχευτική περιουσία αν αποτρέπουν ή παρεμποδίζουν την επίτευξη του στόχου της πτωχευτικής διαδικασίας. Η σύμβαση με την οποία μεταβιβάζεται η κυριότητα περιουσιακού στοιχείου, απαίτηση ή άλλο δικαίωμα και η οποία έχει συναφθεί για την εξασφάλιση μιας απαίτησης είναι έγκυρη ως προς την πτωχευτική περιουσία αν είχε συναφθεί εγγράφως σε βεβαία ημερομηνία, εκτός αν πρόκειται για σύμβαση σύστασης χρηματοοικονομικής ασφάλειας (άρθρο 84 του πτωχευτικού νόμου).

Τα άρθρα 85 και 85a ορίζουν διεξοδικούς κανόνες για τις συμβάσεις-πλαίσιο που αφορούν χρηματοπιστωτικές πράξεις επί συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης ή προθεσμιακών συμβολαίων ή την πώληση κινητών αξιών σύμφωνα με συμβάσεις επαναγοράς.

Οι μη ληξιπρόθεσμες οικονομικές υποχρεώσεις του πτωχεύσαντα καθίστανται απαιτητές κατά την ημέρα κήρυξης της πτώχευσης. Κατά την ημέρα κήρυξης της πτώχευσης οι μη οικονομικές υποχρεώσεις καθίστανται οικονομικές, πληρωτέες κατά την εν λόγω ημέρα, ακόμη κι αν η προθεσμία παροχής δεν έχει ακόμη παρέλθει (άρθρο 91 του πτωχευτικού νόμου).

Απαίτηση που απορρέει από σύμβαση, η οποία συνήφθη με την αποδοχή της προσφοράς του πτωχεύσαντος, μπορεί να προβληθεί από τον πιστωτή στην πτωχευτική διαδικασία μόνον εάν η δήλωση αποδοχής της προσφοράς είχε υποβληθεί στον πτωχεύσαντα πριν από την κήρυξη της πτώχευσης.

Εάν κατά την ημέρα κήρυξης της πτώχευσης δεν έχουν εκτελεστεί πλήρως ή εν μέρει οι υποχρεώσεις που απορρέουν από αμφοτεροβαρή σύμβαση, ο σύνδικος μπορεί, με τη συναίνεση του εισηγητή δικαστή (sędzia komisarz), να εκτελέσει τις υποχρεώσεις του πτωχεύσαντος και να ζητήσει από τον αντισυμβαλλόμενο την αντιπαροχή ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, με ισχύ από την ημέρα κήρυξης της πτώχευσης. Εάν κατά την ημέρα κήρυξης της πτώχευσης, ο πτωχεύσας ήταν συμβαλλόμενος σε άλλη μη αμφοτεροβαρή σύμβαση, ο σύνδικος μπορεί να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός αν άλλως ορίζει ο νόμος.

Μετά από αίτημα του αντισυμβαλλόμενου, που υποβάλλεται σε βεβαία ημερομηνία, ο σύνδικος δηλώνει μέσα σε τρεις μήνες εάν θα υπαναχωρήσει από τη σύμβαση ή θα ζητήσει την εκτέλεσή της. Η μη υποβολή της εν λόγω δήλωσης από τον σύνδικο μέσα στο εν λόγω διάστημα θεωρείται υπαναχώρηση από τη σύμβαση.

Ο αντισυμβαλλόμενος που καλείται να εκτελέσει νωρίτερα την υποχρέωσή του, μπορεί να αναστείλει την εν λόγω εκτέλεση έως την εκτέλεση ή εξασφάλιση της αντιπαροχής. Ο αντισυμβαλλόμενος δεν έχει το εν λόγω δικαίωμα αν κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι υφίσταντο λόγοι για την κήρυξη πτώχευσης (άρθρο 98 του πτωχευτικού νόμου).

Εάν ο σύνδικος υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, ο αντισυμβαλλόμενος δικαιούται την απόδοση της παροχής του, ακόμη και αν αυτή έχει περιληφθεί στην πτωχευτική περιουσία. Στην πτωχευτική διαδικασία ο διάδικος μπορεί να ζητήσει την αποζημίωση για την παροχή του ή τη ζημία που υπέστη από την κατάθεση των εν λόγω απαιτήσεων ενώπιον του εισηγητή δικαστή (άρθρο 99 του πτωχευτικού νόμου).

Ο πωλητής μπορεί να ζητήσει την απόδοση ενός κινητού –περιλαμβανομένων των κινητών αξιών– που απέστειλε στον πτωχεύσαντα χωρίς να λάβει το αντίτιμο, εάν το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο δεν αποκτήθηκε πριν από την κήρυξη της πτώχευσης από τον πτωχεύσαντα ή από το πρόσωπο που εξουσιοδότησε για να διαθέσει το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο. Επίσης ο παραλήπτης που απέστειλε το περιουσιακό στοιχείο στον πτωχεύσαντα δικαιούται την απόδοσή του. Ο πωλητής ή ο παραλήπτης στον οποίο αποδόθηκε το περιουσιακό στοιχείο καταβάλλει τα έξοδα που προέκυψαν ή θα προκύψουν και τις προκαταβολές. Ωστόσο, ο σύνδικος μπορεί να αποδώσει το περιουσιακό στοιχείο εάν καταβάλει ή εξασφαλίσει το τίμημα και τα έξοδα που πρέπει να καταβάλει ο πτωχεύσας. Ο σύνδικος δικαιούται να πράξει το παραπάνω σε διάστημα ενός μήνα από το αίτημα απόδοσης (άρθρο 100 του πτωχευτικού νόμου).

Οι συμφωνίες παραγγελίας ή αποστολής που σύναψε ο πτωχεύσας με την ιδιότητά του ως παραγγελιοδότης ή αποστολέας, καθώς και οι συμφωνίες διαχείρισης κινητών αξιών που σύναψε ο πτωχεύσας λύονται με την κήρυξη της πτώχευσης. Ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση παραγγελίας ή αποστολής που είχε συνάψει ο πτωχεύσας ως παραγγελιοδόχος ή αποστολέας, κατά την ημέρα κήρυξης της πτώχευσης (άρθρο 102 του πτωχευτικού νόμου).

Οι συμβάσεις αντιπροσωπείας λύονται την ημέρα που κηρύσσει πτώχευση οποιοσδήποτε από τους συμβαλλόμενους. Εάν πτωχεύσει ο παραγγελιοδότης, ο αντιπρόσωπος μπορεί να αξιώσει την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από τη λύση της σύμβασης στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας (άρθρο 103 του πτωχευτικού νόμου).

Εάν ο δανειστής ή ο δανειζόμενος κηρύξει πτώχευση, η συμφωνία χρησιδανείου λύεται με καταγγελία οποιουδήποτε συμβαλλόμενου, αν το πράγμα είχε ήδη χρησιδανειστεί. Εάν το πράγμα δεν είχε ακόμη χρησιδανειστεί, η συμφωνία λύεται αυτοδικαίως (άρθρο 104 του πτωχευτικού νόμου).

Εάν ένας συμβαλλόμενος σε δανειακή συμφωνία κηρύξει πτώχευση, η δανειακή συμφωνία λύεται αυτοδικαίως αν δεν είχε ήδη παραδοθεί το δάνειο (άρθρο 105 του πτωχευτικού νόμου).

Η μισθωτική συμφωνία δεσμεύει τα μέρη εάν το αντικείμενο της συμφωνίας είχε διατεθεί στον μισθωτή (άρθρα 106-108 του πτωχευτικού νόμου). Δυνάμει απόφασης του εισηγητή δικαστή, ο σύνδικος λύει τη μισθωτική συμφωνία που είχε συνάψει ο πτωχεύσας με ειδοποίηση προ τριών μηνών, ακόμη κι αν δεν θα επιτρεπόταν η καταγγελία της εν λόγω συμφωνίας (άρθρα 109-110 του πτωχευτικού νόμου).

Μια πιστωτική συμφωνία λύεται με την κήρυξη της πτώχευσης, εάν ο δανειστής δεν είχε προηγουμένως διαθέσει τα κεφάλαια αυτής στον πτωχεύσαντα (άρθρο 111 του πτωχευτικού νόμου).

Η κήρυξη της πτώχευσης δεν θίγει τη συμφωνία για τον τραπεζικό λογαριασμό, τον λογαριασμό κινητών αξιών ή τον γενικό λογαριασμό του πτωχεύσαντος (άρθρο 112 του πτωχευτικού νόμου).

Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, από την ημέρα έναρξης έως την ημέρα περάτωσης ή την ημέρα που καθίσταται αμετάκλητη η απόφαση διακοπής της διαδικασίας, ο οφειλέτης ή ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν επιτρέπεται να εκτελούν υποχρεώσεις που απορρέουν από απαιτήσεις οι οποίες εκ του νόμου καλύπτονται από πτωχευτικό συμβιβασμό.

Οι συμβατικές διατάξεις που διέπουν την τροποποίηση ή την καταγγελία μιας έννομης σχέσης της οποίας αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος οφειλέτης είναι άκυρες αν κατατεθεί αίτηση έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας ή ξεκινήσει η εν λόγω διαδικασία.

Οι διατάξεις μιας σύμβασης της οποίας αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος ο πτωχεύσας είναι άκυρες ως προς την πτωχευτική περιουσία αν αποτρέπουν ή παρεμποδίζουν την επίτευξη του στόχου της πτωχευτικής διαδικασίας.

Το άρθρο 250 του νόμου περί αφερεγγυότητας παραθέτει διεξοδικούς κανόνες για τις συμβάσεις-πλαίσιο που αφορούν χρηματοπιστωτικές πράξεις επί συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης ή προθεσμιακών συμβολαίων ή την πώληση κινητών αξιών σύμφωνα με συμβάσεις επαναγοράς.

Από την ημέρα έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας έως την ημέρα περάτωσής τους ή την ημέρα που καθίσταται αμετάκλητη η απόφαση διακοπής της διαδικασίας, ο εκμισθωτής δεν επιτρέπεται να καταγγείλει τη μίσθωση για τις εγκαταστάσεις ή το ακίνητο στο οποίο διεξάγονται οι επιχειρηματικές δραστηριότητες του οφειλέτη χωρίς τη συναίνεση της επιτροπής των πιστωτών.

Οι προαναφερθέντες κανόνες για τις μισθωτικές συμφωνίες ισχύουν αναλογικά στις πιστωτικές συμφωνίες, ως προς τα κεφάλαια που είχαν διατεθεί στον πιστολήπτη πριν από την ημέρα έναρξης της διαδικασίας, τη χρηματοδοτική μίσθωση, την ασφάλιση περιουσιακών στοιχείων, τις συμφωνίες για τραπεζικούς λογαριασμούς, τις εγγυητικές συμφωνίες, τις συμφωνίες για τις άδειες που χορηγήθηκαν στον οφειλέτη και τις εγγυήσεις ή τις ενέγγυες πιστώσεις που είχαν εκδοθεί πριν από την ημέρα έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας (άρθρα 256, 273 και 297 του νόμου περί αφερεγγυότητας).

Επιπλέον, στη διαδικασία εξυγίανσης ο σύνδικος μπορεί να υπαναχωρήσει από μια αμφοτεροβαρή σύμβαση που δεν είχε εκτελεστεί πλήρως ή εν μέρει πριν από την ημέρα έναρξης της διαδικασίας εξυγίανσης, με τη συναίνεση του εισηγητή δικαστή, σε περίπτωση αδιαίρετης αντιπαροχής. Εάν η αντιπαροχή είναι διαιρετή, η εν λόγω διάταξη ισχύει αναλογικά στο μέτρο που παρασχέθηκε από τον αντισυμβαλλόμενο μετά την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης. Εάν ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να απαιτήσει την απόδοση της παροχής που πραγματοποιήθηκε μετά την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης και πριν να λάβει ο αντισυμβαλλόμενος την ειδοποίηση υπαναχώρησης, εάν η εν λόγω παροχή περιλαμβάνεται στα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη. Εάν αυτό δεν είναι εφικτό, ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί μόνο να ζητήσει αποζημίωση για την παροχή και τις ζημίες που υπέστη. Οι εν λόγω απαιτήσεις δεν υπόκεινται σε πτωχευτικό συμβιβασμό (άρθρο 298 του νόμου περί αφερεγγυότητας).

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

Μετά την κατάθεση της αίτησης πτώχευσης το δικαστήριο μπορεί, με αίτηση του οφειλέτη, του προσωρινού επόπτη ή του πιστωτή που κατέθεσε την αίτηση πτώχευσης, να αναστείλει την αναγκαστική εκτέλεση και να άρει την κατάσχεση του τραπεζικού λογαριασμού, εάν αυτό είναι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων της πτωχευτικής διαδικασίας (άρθρο 39 του πτωχευτικού νόμου).

Μετά την κήρυξη της πτώχευσης η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας, που κινήθηκε πριν από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλεται αυτοδίκαια από την ημέρα κήρυξης της πτώχευσης. Η διαδικασία περατώνεται αυτοδίκαια, όταν η απόφαση κήρυξης της πτώχευσης καταστεί αμετάκλητη (άρθρο 146 του πτωχευτικού νόμου).

Μετά την κήρυξη της πτώχευσης, οι δικαστικές, διοικητικές και δικαστικές διοικητικές διαδικασίες που κινήθηκαν ως προς την πτωχευτική περιουσία μπορεί να κινηθούν και να διεξαχθούν μόνον από τον σύνδικο ή κατά του συνδίκου. Οι πιστωτές δεν μπορούν να κινήσουν δικαστική διαδικασία ως προς τις απαιτήσεις τους που πρέπει να αναγγελθούν (άρθρο 144 του πτωχευτικού νόμου).

Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας η αναγκαστική εκτέλεση για την εξασφάλιση μιας απαίτησης που υπόκειται εκ του νόμου σε πτωχευτικό συμβιβασμό και είχε ξεκινήσει πριν από την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, αναστέλλεται αυτοδίκαια από την ημέρα έναρξης των διαδικασιών (άρθρα 259 και 278 του νόμου περί αφερεγγυότητας). Στη διαδικασία της εξυγίανσης αναστέλλονται όλες οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που στρέφονται κατά των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη τα οποία περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία (άρθρο 312 του νόμου περί αφερεγγυότητας).

Κατά την ημέρα που καθίσταται αμετάκλητη η απόφαση επικύρωσης του πτωχευτικού συμβιβασμού, περατώνονται αυτοδίκαια οι διαδικασίες έκδοσης ασφαλιστικών μέτρων και επιβολής αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του οφειλέτη για την ικανοποίηση των απαιτήσεων που περιλαμβάνονται στον πτωχευτικό συμβιβασμό. Οι διαδικασίες των ασφαλιστικών μέτρων και της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του οφειλέτη που κινήθηκαν για την ικανοποίηση απαιτήσεων που δεν υπόκεινται σε συμβιβασμό και έχουν ανασταλεί, μπορεί να επαναληφθούν με αίτηση του πιστωτή (άρθρο 170 του νόμου περί αφερεγγυότητας).

Η έναρξη της διαδικασίας σύναψης πτωχευτικού συμβιβασμού, της ταχείας σύναψης πτωχευτικού συμβιβασμού ή της εξυγίανσης δεν παρεμποδίζει τον οφειλέτη από την κίνηση δικαστικών, διοικητικών και δικαστικών διοικητικών διαδικασιών ή διαδικασιών ενώπιον διαιτητικών δικαστηρίων με αντικείμενο την επικύρωση απαιτήσεων που πρέπει να περιληφθούν στον πίνακα απαιτήσεων (άρθρα 257, 276 και 310 του νόμου περί αφερεγγυότητας).

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

Μετά την κήρυξη της πτώχευσης το δικαστήριο αναστέλλει αυτεπαγγέλτως τις διαδικασίες αν αφορούν την πτωχευτική περιουσία, δηλαδή τις διαδικασίες των οποίων η έκβαση μπορεί να θίξει την πτωχευτική περιουσία (όσες αφορούν πράγμα που ανήκει στην πτωχευτική περιουσία) και έχει κηρυχθεί η πτώχευση και εάν είχε διοριστεί αναγκαστικός διαχειριστής στη διαδικασία κήρυξης της πτώχευσης (άρθρο 174 παράγραφος 1 περίπτωση 4 και παράγραφος 5 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (kodeks postępowania cywilnego)). Το δικαστήριο καλεί τον σύνδικο ή τον αναγκαστικό διαχειριστή να μετάσχουν στις διαδικασίες (άρθρο 174 παράγραφος 3 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Εάν ο πτωχεύσας (οφειλέτης) είναι ο αιτών, το δικαστήριο επαναλαμβάνει αυτεπαγγέλτως τις διαδικασίες που είχαν ανασταλεί, αμέσως μετά τον διορισμό του συνδίκου (αναγκαστικού διαχειριστή) (άρθρο 180 παράγραφος 1 περίπτωση 5 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).

Μπορεί να κινηθούν διαδικασίες κατά του συνδίκου μόνο αν στην πτωχευτική διαδικασία μια απαίτηση δεν περιλήφθηκε στον πίνακα των απαιτήσεων, αφού εξαντληθούν οι δυνατότητες που παρέχει ο Κώδικας (Άρθρο 145 του πτωχευτικού νόμου).

Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας οι δικαστικές διαδικασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη (εκκρεμείς κατά τον χρόνο έναρξης της διαδικασίας) αναστέλλονται αν αφορούν την πτωχευτική περιουσία και έχει διοριστεί διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας στις διαδικασίες αφερεγγυότητας ή προσωρινός σύνδικος στη διαδικασία για την έναρξη της εξυγίανσης και αν αφορούν περιουσιακά στοιχεία που είναι εξασφαλισμένα με εμπράγματη ασφάλεια [άρθρο 174 παράγραφος 1 σημείο 4) και παράγραφος 5 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας]. Το δικαστήριο καλεί τον προσωρινό διαχειριστή ή τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας να μετάσχει στις διαδικασίες (άρθρο 174 παράγραφος 3 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).

Η αποδοχή μιας απαίτησης, η παραίτηση από απαίτηση, ο πτωχευτικός συμβιβασμός ή η αποδοχή συναφών πραγματικών περιστατικών από τον οφειλέτη στις εν λόγω περιπτώσεις, χωρίς τη συναίνεση του δικαστικά διορισμένου συνδίκου, δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα (άρθρο 258 του νόμου περί αφερεγγυότητας).

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

Η συμμετοχή των πιστωτών στην πτωχευτική διαδικασία διέπεται από τα άρθρα 189-213 του πτωχευτικού νόμου. Οι πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις έχουν γίνει δεκτές δικαιούνται να λάβουν μέρος και να ψηφίσουν στη συνέλευση των πιστωτών.

Ο εισηγητής δικαστής, ενεργώντας αυτεπαγγέλτως ή έπειτα από αίτημα, συστήνει την επιτροπή των πιστωτών και ανακαλεί τα μέλη της. Η επιτροπή επικουρεί τον σύνδικο, ελέγχει τις ενέργειές του, εξετάζει την κατάσταση των κεφαλαίων που απαρτίζουν την πτωχευτική περιουσία, παρέχει άδεια διενέργειας των πράξεων που μπορεί να διενεργηθούν μόνον με την άδεια της επιτροπής των πιστωτών και γνωμοδοτεί για άλλα ζητήματα έπειτα από αίτημα του εισηγητή δικαστή ή του συνδίκου. Η επιτροπή των πιστωτών μπορεί να ζητά διευκρινίσεις από τον πτωχεύσαντα ή τον σύνδικο και να εξετάζει τα βιβλία και τα έγγραφα που αφορούν την πτώχευση, στο μέτρο που δεν παραβιάζεται το απόρρητο της επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Οι παρακάτω πράξεις του συνδίκου είναι έγκυρες μόνον μετά από άδεια της επιτροπής των πιστωτών:

  1. η συνέχιση της διοίκησης της επιχείρησης από τον σύνδικο εάν πρόκειται να υπερβεί τους τρεις μήνες από την κήρυξη της πτώχευσης
  2. η παραίτηση από την πώληση της επιχείρησης ως συνόλου
  3. η απευθείας πώληση των περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία
  4. η σύναψη δανείων ή πιστώσεων και η επιβάρυνση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη με περιορισμένα εμπράγματα δικαιώματα
  5. η έγκριση, η παραίτηση από τη σύναψη ενός πτωχευτικού συμβιβασμού αναφορικά με αμφισβητούμενες απαιτήσεις και η προσφυγή σε διαιτητικό δικαστήριο ως προς ορισμένη διαφορά.

Εξαίρεση επιτρέπεται μόνο αν μια από τις παραπάνω πράξεις πρέπει να διενεργηθεί αμέσως και αφορά απαίτηση κάτω των 10 000 PLN – οπότε και ο σύνδικος, ή ο δικαστικά διορισμένος επόπτης ή ο διαχειριστής της αφερεγγυότητας μπορεί να τη διενεργήσει χωρίς την άδεια της επιτροπής.

Επιπλέον, δεν απαιτείται η άδεια της επιτροπής των πιστωτών για την πώληση κινητών, αν η εκτιμώμενη αξία όλων των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας, σύμφωνα με την απογραφή, δεν υπερβαίνει τα 50 000 PLN και για την πώληση απαιτήσεων και λοιπών δικαιωμάτων, εάν η ονομαστική αξία του συνόλου των απαιτήσεων και άλλων δικαιωμάτων που περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία, σύμφωνα με την απογραφή, δεν υπερβαίνει τα 50 000 PLN.

Στην πτωχευτική διαδικασία ο πιστωτής μπορεί να υποβάλει πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού.

Οι πιστωτές μπορεί επίσης να προσβάλουν την απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου ή του εισηγητή δικαστή που αφορά την έγκριση των λογιστικών εκθέσεων του συνδίκου, τις αποφάσεις που αφορούν τον πίνακα απαιτήσεων, και σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις άλλων πιστωτών, το σχέδιο διανομής, την αμοιβή του συνδίκου και την απόφαση διακοπής ή περάτωσης της πτωχευτικής διαδικασίας.

Η συμμετοχή των πιστωτών στις διαδικασίες αφερεγγυότητας διέπεται από τα άρθρα 104-139 του νόμου περί αφερεγγυότητας. Οι πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις περιλήφθηκαν στον επικυρωμένο πίνακα απαιτήσεων καθώς και οι πιστωτές που παρίστανται στη συνέλευση των πιστωτών και υποβάλλουν στον εισηγητή δικαστή έναν εκτελεστό τίτλο που βεβαιώνει την απαίτησή τους, δικαιούνται να συμμετάσχουν και να ψηφίσουν στη συνέλευση των πιστωτών.

Στη συνέλευση των πιστωτών μπορεί να συναφθεί πτωχευτικός συμβιβασμός εάν συμμετέχει τουλάχιστον το ένα πέμπτο των πιστωτών με δικαίωμα ψήφου επί του συμβιβασμού.

Ο εισηγητής δικαστής συστήνει την επιτροπή των πιστωτών και διορίζει και ανακαλεί τα μέλη της αυτεπαγγέλτως ή έπειτα από αίτηση. Η επιτροπή των πιστωτών επικουρεί τον δικαστικά διορισμένο επόπτη ή τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ελέγχει τις πράξεις του, εξετάζει την κατάσταση των κεφαλαίων που απαρτίζουν την πτωχευτική περιουσία παρέχει άδεια για τις πράξεις που μπορεί να διενεργηθούν μόνο με την άδεια της επιτροπής των πιστωτών και γνωμοδοτεί για άλλα ζητήματα κατόπιν αιτήματος του εισηγητή δικαστή, του δικαστικά διορισμένου επόπτη, του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή του οφειλέτη. Η συνέλευση των πιστωτών και τα μέλη της επιτροπής μπορεί να υποβάλουν στον εισηγητή δικαστή τα σχόλιά τους για τις ενέργειες του οφειλέτη, του δικαστικά διορισμένου επόπτη ή του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Η επιτροπή μπορεί να ζητά διευκρινίσεις από τον οφειλέτη, τον δικαστικά διορισμένο επόπτη ή τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας και να εξετάζει τα βιβλία και τα έγγραφα του οφειλέτη, σε περίπτωση που δεν παραβιάζεται το επαγγελματικό απόρρητο. Σε άλλες περιπτώσεις και προς άρση αμφιβολιών, ο εισηγητής δικαστής προσδιορίζει την εμβέλεια του δικαιώματος που έχουν τα μέλη της επιτροπής πιστωτών ως προς την εξέταση των βιβλίων και στοιχείων της επιχείρησης του οφειλέτη.

Οι παρακάτω πράξεις του οφειλέτη ή του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι έγκυρες μόνο με την προηγούμενη συναίνεση της επιτροπής των πιστωτών:

  • η σύσταση υποθήκης, ενεχύρου, πλασματικού ενεχύρου ή ναυτικής υποθήκης επί των περιουσιακών στοιχείων που απαρτίζουν την πτωχευτική περιουσία, για την εξασφάλιση απαιτήσεων που δεν υπόκεινται στον πτωχευτικό συμβιβασμό
  • η μεταβίβαση της κυριότητας ενός πράγματος ή ενός δικαιώματος για την εξασφάλιση απαίτησης που δεν υπόκειται σε πτωχευτικό συμβιβασμό
  • η σύσταση άλλων βαρών επί των πραγμάτων της πτωχευτικής περιουσίας
  • η σύναψη πιστώσεων ή δανείων
  • η σύναψη συμφωνίας χρηματοδοτικής μίσθωσης της επιχείρησης του οφειλέτη ή οργανωμένου τμήματος αυτής ή άλλης παρόμοιας συμφωνίας.

(εάν διενεργούνται με τη συναίνεση της επιτροπής των πιστωτών, οι παραπάνω πράξεις δεν μπορούν να θεωρηθούν ανίσχυρες ως προς την πτωχευτική περιουσία)

  • η πώληση από τον οφειλέτη ακινήτων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων αξίας άνω των 500 000 PLN.

Οι πιστωτές μπορεί επίσης να προσβάλουν την απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου ή του εισηγητή δικαστή που αφορά την έγκριση των λογιστικών εκθέσεων του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, τις αποφάσεις που αφορούν τον πίνακα απαιτήσεων (στη διαδικασία σύναψης πτωχευτικού συμβιβασμού και τη διαδικασία εξυγίανσης) και τις απαιτήσεις των λοιπών πιστωτών, την αμοιβή του δικαστικά διορισμένου επόπτη ή του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας και την απόφαση διακοπής ή περάτωσης της πτωχευτικής διαδικασίας.

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

Στην πτωχευτική διαδικασία, μετά την κήρυξη της πτώχευσης, ο σύνδικος συντάσσει την απογραφή, εκτιμά την πτωχευτική περιουσία και συντάσσει ένα σχέδιο ρευστοποίησής της. Το σχέδιο της ρευστοποίησης προσδιορίζει τον τρόπο που προτείνεται για την πώληση των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας, ιδίως της επιχείρησης, τον χρόνο της πώλησης, εκτίμηση των δαπανών και το οικονομικό σκεπτικό για τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας (άρθρο 306 του πτωχευτικού νόμου). Μετά τη σύνταξη της απογραφής και της οικονομικής έκθεσης ή την υποβολή γενικής γραπτής έκθεσης, ο σύνδικος ρευστοποιεί την πτωχευτική περιουσία (άρθρο 308 του πτωχευτικού νόμου).

Μετά τη ρευστοποίηση, ο σύνδικος μπορεί να συνεχίσει να διοικεί την επιχείρηση του πτωχεύσαντος εάν είναι εφικτή η σύναψη ενός πτωχευτικού συμβιβασμού με τους πιστωτές ή αν είναι εφικτή η πώληση του συνόλου ή οργανωμένων τμημάτων της επιχείρησης (άρθρο 312 του πτωχευτικού νόμου).

Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, δηλαδή στην ταχεία διαδικασία σύναψης πτωχευτικού συμβιβασμού και στη διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού, ο οφειλέτης κατά κανόνα συνεχίζει να διοικεί την επιχείρησή του. Δυνάμει του άρθρου 239 παράγραφος 1 και του άρθρου 295 του νόμου περί αφερεγγυότητας, ο οφειλέτης μπορεί να στερηθεί το δικαίωμα διαχείρισης αν:

  1. ο οφειλέτης, δόλια ή άλλως, παραβιάζει τον νόμο μέσω των διαχειριστικών του πράξεων που ζημιώνουν τους πιστωτές ή ενδέχεται να τους ζημιώσουν στο μέλλον
  2. πρόδηλα ο τρόπος διαχείρισης δεν εγγυάται την υλοποίηση του πτωχευτικού συμβιβασμού ή έχει διοριστεί διαχειριστής (kurator) του οφειλέτη δυνάμει του άρθρου 68 παράγραφος 1
  3. ο οφειλέτης δεν συμμορφώνεται με τις υποδείξεις του εισηγητή δικαστή ή του δικαστικά διορισμένου επόπτη, ιδίως αν δεν υποβάλει νόμιμες προτάσεις σύναψης πτωχευτικού συμβιβασμού μέσα στην προθεσμία που έχει ορίσει ο εισηγητής δικαστής.

Στη διαδικασία της εξυγίανσης, εάν για την αποτελεσματική διεξαγωγή της απαιτείται η προσωπική συμμετοχή του οφειλέτη ή των εκπροσώπων του, και ταυτόχρονα διασφαλίζεται η ορθή διαχείριση, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει στον διαχειριστή να διοικεί το σύνολο ή μέρος της επιχείρησής του στο πλαίσιο των πράξεων της συνήθους διαχείρισης (άρθρο 288 παράγραφος 3 του νόμου περί αφερεγγυότητας).

Στη διαδικασία επικύρωσης του πτωχευτικού συμβιβασμού ο οφειλέτης διοικεί την επιχείρησή του καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Στην πτωχευτική διαδικασία αναγγέλλονται όλες οι απαιτήσεις των ατομικών δανειστών. Μια απαίτηση μπορεί επίσης να αναγγελθεί από τον πιστωτή του οποίου η απαίτηση εξασφαλιζόταν με υποθήκη, ενέχυρο, πλασματικό ενέχυρο, φορολογικό ενέχυρο, ναυτική υποθήκη ή άλλη καταχώριση βάρους στο κτηματολόγιο και το υποθηκοφυλακείο ή το νηολόγιο (εάν δεν αναγγελθεί από τον πιστωτή θα περιληφθεί αυτεπαγγέλτως στον πίνακα). Οι απαιτήσεις που απορρέουν από σχέση εργασίας περιλαμβάνονται αυτεπαγγέλτως στον πίνακα (άρθρα 236 παράγραφος 1 και 2 και 237 του πτωχευτικού νόμου).

Τα έξοδα της πτωχευτικής διαδικασίας καλύπτονται πρώτα, πριν από τις υποχρεώσεις της πτωχευτικής περιουσίας που προέκυψαν μετά την κήρυξη της πτώχευσης – (άρθρο 230 παράγραφος 2 και άρθρο 343 παράγραφος 1 και (11) του πτωχευτικού νόμου), χωρίς σύνταξη σχεδίου διανομής.

Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας ο πίνακας των απαιτήσεων καλύπτει τις προσωπικές απαιτήσεις κατά του οφειλέτη που προέκυψαν πριν από την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας (άρθρο 76 του νόμου περί αφερεγγυότητας). Ο πίνακας των απαιτήσεων περιλαμβάνει ξεχωριστά τις απαιτήσεις που υπόκεινται αυτοδίκαια σε πτωχευτικό συμβιβασμό και τις απαιτήσεις που υπόκεινται σε πτωχευτικό συμβιβασμό με τη συναίνεση του πιστωτή (άρθρο 86 του νόμου περί αφερεγγυότητας).

Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας δεν αναγγέλλονται απαιτήσεις. Ο πίνακας των απαιτήσεων συντάσσεται από τον επόπτη ή τον διαχειριστή των διαδικασιών αφερεγγυότητας, σύμφωνα με τα λογιστικά στοιχεία του οφειλέτη, τα λοιπά του έγγραφα, τις καταχωρίσεις στο κτηματολόγιο και το υποθηκοφυλακείο και σε άλλα μητρώα.

Ο πτωχευτικός συμβιβασμός δεσμεύει τους πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις υπόκεινται στον συμβιβασμό, δυνάμει του νόμου, ακόμη κι αν δεν έχουν περιληφθεί στον πίνακα των απαιτήσεων.

Ο συμβιβασμός δεν δεσμεύει τους πιστωτές που δεν είχε γνωστοποιήσει ο οφειλέτης και οι οποίοι δεν συμμετείχαν στις διαδικασίες (άρθρο 166 του νόμου περί αφερεγγυότητας)

Ο πτωχευτικός συμβιβασμός δεν μπορεί να καλύπτει απαιτήσεις διατροφής, παροχές που καταβάλλονται ως αποζημίωση για την πρόκληση ασθένειας, ανικανότητας εργασίας, αναπηρίας ή θανάτου και τις ετήσιες προσόδους που χορηγούνται σε αντάλλαγμα των δικαιωμάτων που απονέμονται με σύμβαση ετησίων προσόδων απαιτήσεις μεταβίβασης κυριότητας και παύσης της παραβίασης δικαιωμάτων απαιτήσεις για τις οποίες ευθύνεται ο οφειλέτης και αφορούν την επαγωγή κληρονομίας μετά την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας ή μετά την ένταξη της κληρονομίας στην πτωχευτική περιουσία απαιτήσεις που αφορούν το τμήμα των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που χρηματοδοτείται από τον ασφαλισμένο, όταν πληρωτής είναι ο οφειλέτης.

Από τον πτωχευτικό συμβιβασμό εξαιρούνται επίσης οι απαιτήσεις που απορρέουν από μια σχέση εργασίας και οι απαιτήσεις που είναι εξασφαλισμένες με περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη με τη μορφή υποθήκης, ενεχύρου, πλασματικού ενεχύρου, φορολογικού ενεχύρου ή ναυτικής υποθήκης, κατά το μέρος του οποίου η αξία καλύπτεται από την εμπράγματη ασφάλεια, εκτός αν ο πιστωτής συναινεί στην περίληψή τους στον πτωχευτικό συμβιβασμό (άρθρο 151 του νόμου περί αφερεγγυότητας).

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

Οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την επαλήθευση και αποδοχή των απαιτήσεων στην πτωχευτική διαδικασία ορίζονται στα άρθρα 239-266 του πτωχευτικού νόμου.

Στην πτωχευτική διαδικασία οι πιστωτές είναι υπεύθυνοι για την αναγγελία των απαιτήσεών τους. Οι απαιτήσεις πρέπει να αναγγελθούν το αργότερο σε 30 ημέρες μετά τη δημοσίευση της απόφασης περί κήρυξης της πτώχευσης στη Δικαστική και Εμπορική Εφημερίδα (Monitor Sądowy i Gospodarczy) και έπειτα στο Κεντρικό Μητρώο Αφερεγγυότητας και Πτώχευσης (Centralny Rejestr Restrukturyzacji i Upadłości), (άρθρο 51 του πτωχευτικού νόμου και άρθρο 455 του νόμου περί αφερεγγυότητας).

Οι απαιτήσεις που απορρέουν από συμβάσεις εργασίας δεν χρειάζεται να αναγγελθούν. Οι εν λόγω απαιτήσεις περιλαμβάνονται αυτοδίκαια στον πίνακα των απαιτήσεων (άρθρο 237 του πτωχευτικού νόμου).

Ο πιστωτής αναγγέλλει γραπτώς την απαίτησή του, σε δύο αντίγραφα. Στην αναγγελία θα πρέπει να αναγράφεται το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνση του πιστωτή, ο αριθμός PESEL (δελτίο ταυτότητας) ή ο αριθμός KRS (Εθνικό Δικαστικό Μητρώο), αλλιώς θα πρέπει να παρατίθενται λεπτομερή στοιχεία που να καθιστούν εφικτή τη σαφή επαλήθευση της ταυτότητας του πιστωτή, να προσδιορίζεται η απαίτηση μαζί με τα πρόσθετα έξοδα και η αξία της μη χρηματικής απαίτησης, τα αποδεικτικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη της εν λόγω απαίτησης (εάν η απαίτηση είχε περιληφθεί στον πίνακα απαιτήσεων που συντάχθηκε στις διαδικασίες αφερεγγυότητας αρκεί η επίκληση αυτού του γεγονότος), η κατηγορία στην οποία μπορεί να περιληφθεί, οι εμπράγματες ασφάλειες που συνδέονται μʼ αυτή και η κατάσταση της υπόθεσης εάν η απαίτηση αποτελεί το αντικείμενο εκκρεμούς δικαστικής, διοικητικής, διοικητικής δικαστικής ή διαιτητικής διαδικασίας. Εάν αναγγελθεί απαίτηση για την οποία ο πτωχεύσας δεν ευθύνεται προσωπικά, πρέπει να προσδιοριστεί το εξασφαλισμένο πράγμα που θα χρησιμοποιηθεί για την ικανοποίηση της απαίτησης. Εάν ο πιστωτής είναι εταίρος ή μέτοχος πτωχευμένης εταιρείας, στην αναγγελία του προσδιορίζει τον αριθμό και το είδος των μετοχών που κατέχει.

Ο εισηγητής δικαστής μεταβιβάζει την αναγγελία που έχει γίνει με ορθό τρόπο στον σύνδικο, ο οποίος επαληθεύει αν οι αναγγελθείσες απαιτήσεις πιστοποιούνται από τα λογιστικά βιβλία ή άλλα έγγραφα του πτωχεύσαντα ή με καταχωρίσεις στο κτηματολόγιο και το υποθηκοφυλακείο ή άλλα μητρώα και καλεί τον πτωχεύσαντα να δηλώσει μέσα σε συγκεκριμένη προθεσμία αν κάνει δεκτή την απαίτηση. Εάν η απαίτηση που αναγγέλθηκε δεν πιστοποιηθεί από τα λογιστικά βιβλία ή άλλα έγγραφα του πτωχεύσαντα ή από καταχωρίσεις στο κτηματολόγιο και το υποθηκοφυλακείο ή άλλα μητρώα, ο σύνδικος καλεί τον πιστωτή να υποβάλει, μέσα σε μια εβδομάδα, τα έγγραφα που κατονομάζονται στην αναγγελία της απαίτησης με ποινή απόρριψης της απαίτησης. Ωστόσο, ο σύνδικος μπορεί να λάβει υπόψη έγγραφα που υποβλήθηκαν μετά την εν λόγω προθεσμία, εάν αυτό δεν συνιστά λόγο καθυστέρησης της υποβολής του πίνακα στον εισηγητή δικαστή.

Μέσα σε δυο εβδομάδες από την ανακοίνωση της επισύναψης του πίνακα απαιτήσεων στον φάκελο της διαδικασίας, ο πιστωτής μπορεί να ασκήσει ένσταση ενώπιον του εισηγητή δικαστή. Επίσης, ο πτωχεύσας μπορεί να προβάλει ένσταση εάν το προσχέδιο του πίνακα απαιτήσεων δεν συνάδει με τα αιτήματα ή τις δηλώσεις του. Εάν ο πτωχεύσας δεν είχε υποβάλει δηλώσεις παρότι κλήθηκε να το πράξει, μπορεί να προβάλει ένταση μόνο αν αποδείξει ότι δεν υπέβαλε τις δηλώσεις για λόγους εκτός της σφαίρας ελέγχου του.

Ο εισηγητής δικαστής τροποποιεί τον πίνακα απαιτήσεων αφού καταστεί αμετάκλητη η απόφαση επί της ένστασης —και αν ασκηθεί προσφυγή κατ’ αυτής, αφού καταστεί αμετάκλητη η δικαστική απόφαση— και επικυρώνει τον πίνακα απαιτήσεων. Εάν δεν ασκηθεί ένσταση, ο εισηγητής δικαστής επικυρώνει τον πίνακα απαιτήσεων μετά την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής ενστάσεων. Ο εισηγητής δικαστής μπορεί να τροποποιήσει αυτεπαγγέλτως τον πίνακα απαιτήσεων. Εάν διαπιστωθεί ότι μια απαίτηση που δεν υφίστατο ή υφίστατο εν μέρει περιλήφθηκε στον πίνακα απαιτήσεων ή ότι οι απαιτήσεις που έπρεπε να περιληφθούν αυτεπαγγέλτως δεν περιλήφθηκαν στον πίνακα, ο εισηγητής δικαστής μπορεί να τροποποιήσει τον πίνακα.

Απαίτηση που δεν χρειάζεται να αναγγελθεί, η οποία αναγγέλλεται ή γνωστοποιείται μετά την παρέλευση της προθεσμίας, περιλαμβάνεται στον συμπληρωματικό πίνακα απαιτήσεων. Ο πίνακας των απαιτήσεων διορθώνεται σύμφωνα με αμετάκλητες αποφάσεις. Εάν το ποσό μιας απαίτησης μεταβληθεί μετά τη σύνταξη του πίνακα απαιτήσεων, η εν λόγω μεταβολή λαμβάνεται υπόψη κατά τη σύνταξη του σχεδίου διανομής ή την ψηφοφορία στη συνέλευση των πιστωτών.

Μετά την περάτωση ή τη διακοπή της πτωχευτικής διαδικασίας, το απόσπασμα του πίνακα απαιτήσεων που επικυρώθηκε από τον εισηγητή δικαστή, στο οποίο αναγράφεται η απαίτηση και το ποσό που έλαβε ο πιστωτής για την ικανοποίησή της, αποτελεί εκτελεστό τίτλο κατά του πτωχεύσαντα (αυτό δεν ισχύει για τους πιστωτές έναντι των οποίων ο πτωχεύσας δεν υπείχε προσωπική ευθύνη). Ο πτωχεύσας μπορεί να ζητήσει να κηρυχθεί ανύπαρκτη ή μικρότερου ποσού μια απαίτηση που έχει περιληφθεί στον πίνακα απαιτήσεων, εάν δεν έχει κάνει δεκτή την απαίτηση που αναγγέλθηκε κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας και δεν έχει εκδοθεί ακόμη σχετική αμετάκλητη απόφαση. Αφού κηρυχθεί εκτελεστό το απόσπασμα του πίνακα, ο πτωχεύσας μπορεί να προβάλει την ένσταση ότι η απαίτηση που περιλήφθηκε στον πίνακα των απαιτήσεων είναι ανύπαρκτη ή μικρότερου ποσού, ασκώντας αγωγή για την κήρυξη ανίσχυρου του εκτελεστού τίτλου.

Η σύνταξη του πίνακα απαιτήσεων στις διαδικασίες αφερεγγυότητας διέπεται από τα άρθρα 84-102 του νόμου περί αφερεγγυότητας.

Ο πίνακας των απαιτήσεων συντάσσεται από τον επόπτη ή τον διαχειριστή αφερεγγυότητας, σύμφωνα με τα λογιστικά στοιχεία του οφειλέτη, τα λοιπά του έγγραφα, τις καταχωρίσεις στο κτηματολόγιο και το υποθηκοφυλακείο και σε άλλα μητρώα. Στη διαδικασία εξυγίανσης που κινείται με απλοποιημένη αίτηση, ο πίνακας απαιτήσεων συντάσσεται, στο μέτρο του δυνατού, σύμφωνα με τον πίνακα απαιτήσεων που συντάχθηκε κατά τις προηγούμενες διαδικασίες αφερεγγυότητας. Εάν μια πρόταση σύναψης πτωχευτικού συμβιβασμού διαχωρίζει τους πιστωτές σε ομάδες, ο πίνακας απαιτήσεων συντάσσεται με συνυπολογισμό της προτεινόμενης κατανομής.

Ο πίνακας των απαιτήσεων περιλαμβάνει ξεχωριστά τις απαιτήσεις που υπόκεινται αυτεπάγγελτα σε πτωχευτικό συμβιβασμό και τις απαιτήσεις που υπόκεινται στον πτωχευτικό συμβιβασμό με τη συναίνεση του πιστωτή.

Στην ταχεία διαδικασία σύναψης πτωχευτικού συμβιβασμού, ο οφειλέτης μπορεί να προβάλει ένσταση κατά της περίληψης της απαίτησης στον πίνακα των απαιτήσεων. Η εν λόγω απαίτηση θεωρείται αμφισβητούμενη απαίτηση. Σ’ αυτή την περίπτωση, ο εισηγητής δικαστής τροποποιεί ανάλογα τον πίνακα των απαιτήσεων και τον πίνακα των αμφισβητούμενων απαιτήσεων.

Στη διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού και στη διαδικασία εξυγίανσης, μέσα σε δύο εβδομάδες από την ανακοίνωση της ημερομηνίας υποβολής του πίνακα των απαιτήσεων και των αμφισβητούμενων απαιτήσεων, οι συμμετέχοντες στη διαδικασία μπορεί να προβάλουν ένσταση ενώπιον του εισηγητή δικαστή ως προς την περίληψη της απαίτησης στον πίνακα των απαιτήσεων. Ο οφειλέτης μπορεί να προβάλει ένσταση εάν ο πίνακας των απαιτήσεων δεν συνάδει με τη δήλωσή του περί αποδοχής ή απόρριψης μιας απαίτησης. Εάν ο οφειλέτης δεν υπέβαλε δήλωση μπορεί να προβάλει ένσταση μόνον εάν αποδείξει ότι δεν υπέβαλε δήλωση για λόγους που βρίσκονται εκτός της σφαίρας ελέγχου του. Μέσα στην ίδια προθεσμία, ο οφειλέτης ή ο πιστωτής που δεν περιλήφθηκε στον πίνακα απαιτήσεων μπορεί να προβάλει ένσταση για την παράλειψή του από τον πίνακα.

Η ένσταση που προβλήθηκε εκπρόθεσμα ή είναι απαράδεκτη για άλλους λόγους ή έχει ελλείψεις που δεν αποκαταστάθηκαν από τον ενιστάμενο ή ως προς την οποία δεν καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος μέσα στην καθορισμένη προθεσμία απορρίπτεται από τον πτωχευτικό δικαστή.

Ο εισηγητής δικαστής δεν λαμβάνει υπόψη τις δηλώσεις και τα αποδεικτικά στοιχεία που δεν περιλαμβάνονται στην ένσταση, εκτός αν ο ενιστάμενος αποδείξει επαρκώς ότι δεν τις συμπεριέλαβε στην ένσταση για λόγο που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του ή ότι η καθυστερημένη υποβολή δηλώσεων και αποδείξεων δεν θα καθυστερήσει την εξέταση της υπόθεσης.

Τα πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν την ένσταση μπορεί να αποδειχθούν μόνον με έγγραφα ή πραγματογνωμοσύνη. Εάν η απαίτηση επικυρωθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, η ένσταση κατά της ένταξης της απαίτησης στον πίνακα απαιτήσεων μπορεί να βασιστεί αποκλειστικά σε γεγονότα που συνέβησαν μετά το πέρας της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε απόφαση.

Η ένσταση εξετάζεται σε συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών μέσα σε δύο μήνες από την υποβολή της, από τον εισηγητή δικαστή, τον αναπληρωτή του ή διορισμένο δικαστή. Εάν ο δικαστής που εκδικάζει την ένσταση αποφασίσει ότι απαιτείται η διεξαγωγή διαδικασίας στο ακροατήριο, ενημερώνει τον δικαστικά διορισμένο επόπτη ή τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, τον οφειλέτη, τον ενιστάμενο πιστωτή και τον πιστωτή του οποίου η απαίτηση προσβλήθηκε. Η τυχόν μη εμφάνιση τους, ακόμη και δικαιολογημένη, δεν εμποδίζει την έκδοση απόφασης. Ο εισηγητής δικαστής, ο αναπληρωτής του ή ο διορισμένος δικαστής μπορεί να αρνηθεί τη διεξαγωγή αποδείξεων με πραγματογνωμοσύνη, εάν ο πραγματογνώμονας έχει ήδη γνωμοδοτήσει σε άλλη διαδικασία ενώπιον διαιτητικού ή άλλου δικαστηρίου ή διοικητικού οργάνου. Σ’ αυτή την περίπτωση, τα έγγραφα που περιέχουν τη γνώμη του πραγματογνώμονα συνιστούν απόδειξη.

Κατά απόφασης που έχει εκδοθεί επί ένστασης έφεση μπορεί να ασκηθεί από τον οφειλέτη, τον δικαστικά διορισμένο επόπτη ή τους διαχειριστές της διαδικασίας αφερεγγυότητας και τους πιστωτές.

Ο πίνακας των απαιτήσεων τροποποιείται στο μέτρο που ορίζει η απόφαση, αφού καταστεί αμετάκλητη η απόφαση που κάνει δεκτή την ένσταση. Στην ταχεία διαδικασία σύναψης πτωχευτικού συμβιβασμού, ο πίνακας των απαιτήσεων επικυρώνεται από τον εισηγητή δικαστή στη συνέλευση των πιστωτών.

Στη διαδικασία του πτωχευτικού συμβιβασμού και της εξυγίανσης, ο εισηγητής δικαστής επικυρώνει τον πίνακα των απαιτήσεων κατά την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής ενστάσεων και, εάν έχει υποβληθεί ένσταση, αφού καταστεί αμετάκλητη η απόφαση που εκδόθηκε επί της ένστασης.

Ο εισηγητής δικαστής επικυρώνει τον πίνακα των απαιτήσεων που δεν έχουν προσβληθεί με ένσταση αλλά εκκρεμεί η λήψη οριστικής απόφασης επ’ αυτών, εάν το προσβαλλόμενο ποσό δεν υπερβαίνει το 15% του συνόλου των απαιτήσεων που παρέχουν στους πιστωτές δικαίωμα ψήφου επί ενός πτωχευτικού συμβιβασμού. Η διαδικασία που διεξάγεται για τις εν λόγω ενστάσεις διακόπτεται από το δικαστήριο ή τον εισηγητή δικαστή εάν δεν είχε εκδοθεί οριστική απόφαση κατ’ αυτών κατά τον χρόνο ψηφοφορίας επί του πτωχευτικού συμβιβασμού.

Εάν διαπιστωθεί ότι στον πίνακα απαιτήσεων έχει περιληφθεί μια ανύπαρκτη απαίτηση ή μια απαίτηση που υφίσταται εν μέρει ή μια απαίτηση που αναλογεί σε άλλο πρόσωπο από το κατονομαζόμενο πιστωτή στον πίνακα, ο εισηγητής δικαστής μπορεί να διαγράψει αυτεπαγγέλτως την απαίτηση από τον πίνακα. Η απόφαση διαγραφής της απαίτησης από τον πίνακα επιδίδεται στον ενδιαφερόμενο πιστωτή, τον οφειλέτη, τον επόπτη ή τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Οι παραπάνω δεν μπορούν να προσφύγουν κατά της απόφασης.

Εάν, μετά την υποβολή του πίνακα απαιτήσεων, γνωστοποιηθεί απαίτηση που δεν είχε περιληφθεί στον πίνακα, ο επόπτης ή ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας συντάσσει συμπληρωματικό πίνακα απαιτήσεων.

Μετά την αμετάκλητη απόρριψη ενός πτωχευτικού συμβιβασμού ή την αμετάκλητη διακοπή των διαδικασιών αφερεγγυότητας, εκδίδεται απόσπασμα του επικυρωμένου πίνακα απαιτήσεων, που αναγράφει το όνομα του πιστωτή και την απαίτησή του, το οποίο αποτελεί εκτελεστό τίτλο κατά του οφειλέτη.

Μετά την αμετάκλητη επικύρωση ενός πτωχευτικού συμβιβασμού, εκδίδεται απόσπασμα από τον επικυρωμένο κατάλογο απαιτήσεων μαζί με απόσπασμα από την οριστική απόφαση που επικυρώνει τον πτωχευτικό συμβιβασμό, που αποτελούν εκτελεστό τίτλο κατά του οφειλέτη και του προσώπου που παρείχε την εμπράγματη ασφάλεια για την εξασφάλιση της υλοποίησης του πτωχευτικού συμβιβασμού, εάν είχε υποβληθεί στο δικαστήριο δηλωτικό έγγραφο της εμπράγματης ασφάλειας, και κατά του προσώπου που όφειλε να προβεί σε πρόσθετη πληρωμή, εάν ο πτωχευτικός συμβιβασμός προβλέπει πρόσθετες πληρωμές μεταξύ των πιστωτών.

Ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει την περίληψη μιας απαίτησης στον πίνακα των απαιτήσεων που έχουν κηρυχθεί ανύπαρκτες ή υφιστάμενες σε μικρότερο ποσό, εάν ο οφειλέτης είχε προβάλει ένσταση στις διαδικασίες αφερεγγυότητας και το δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί οριστικά επί της απαίτησης.

Αφού κηρυχθεί εκτελεστό το απόσπασμα του πίνακα, ο οφειλέτης μπορεί να προβάλει την ένσταση ότι η απαίτηση που περιλήφθηκε στον πίνακα απαιτήσεων δεν υφίσταται ή υφίσταται σε μικρότερο ποσό, ασκώντας αγωγή για την κήρυξη ανίσχυρου του εκτελεστού τίτλου.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Στην πτωχευτική διαδικασία, οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος ορίζονται στα άρθρα 335-351 του πτωχευτικού νόμου.

Πρώτα καλύπτονται τα έξοδα της διαδικασίας και στη συνέχεια, εάν επαρκεί το προϊόν, οι λοιπές υποχρεώσεις της πτωχευτικής περιουσίας, καθώς τα οικεία ποσά προστίθενται στην πτωχευτική περιουσία.

Οι απαιτήσεις διατροφής που ανακύπτουν μετά την κήρυξη της πτώχευσης ικανοποιούνται από τον σύνδικο μόλις καταστούν απαιτητές, μέχρι να συνταχθεί το σχέδιο τελικής διανομής, πάντοτε όμως και για κάθε δικαιούχο σε ποσό που δεν υπερβαίνει τον κατώτατο μισθό. Το εναπομένον ποσό των εν λόγω απαιτήσεων δεν ικανοποιείται από την πτωχευτική περιουσία.

Οι απαιτήσεις που πρέπει να εξοφληθούν από την πτωχευτική περιουσία (μετά την πλήρη εξόφληση των εξόδων της διαδικασίας, των υποχρεώσεων της πτωχευτικής περιουσίας και των απαιτήσεων διατροφής) εμπίπτουν στις παρακάτω κατηγορίες:

  1. στην πρώτη κατηγορία – απαιτήσεις που απορρέουν από σύμβαση εργασίας για το διάστημα πριν από την κήρυξη της πτώχευσης (ισχύει αναλογικά για τις απαιτήσεις του Ταμείου Εγγυημένων Παροχών Εργαζομένων για την αποπληρωμή, από την πτωχευτική περιουσία, των παροχών που καταβάλλονται στους εργαζόμενους του πτωχεύσαντα) με εξαίρεση τις απαιτήσεις που αφορούν την αμοιβή των εκπροσώπων του πτωχεύσαντα ή προσώπου που διενεργεί πράξεις οι οποίες αφορούν τη διοίκηση ή την εποπτεία της επιχείρησης του πτωχεύσαντα, απαιτήσεις γεωργών από συμβάσεις προμήθειας των αγροτικών τους προϊόντων, απαιτήσεις διατροφής και παροχές που καταβάλλονται ως αποζημίωση για την πρόκληση ασθένειας, ανικανότητας προς εργασία, αναπηρίας ή θανάτου και ετήσιες πρόσοδοι σε αντάλλαγμα δικαιωμάτων που απονέμονται με μια συμφωνία ετήσιας προσόδου για τα τρία έτη πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, απαιτήσεις που αφορούν εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και απαιτήσεις που προέκυψαν κατά τις διαδικασίες αφερεγγυότητας και αποδίδονται στις πράξεις του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή απαιτήσεις που αποδίδονται σε πράξεις του οφειλέτη, οι οποίες είχαν διενεργηθεί πριν από την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας και δεν απαιτούσαν τη συναίνεση της επιτροπής των πιστωτών ή τη συναίνεση του δικαστικά διορισμένου επόπτη ή διενεργήθηκαν με τη συναίνεση της επιτροπής των πιστωτών ή του δικαστικά διορισμένου επόπτη σε περίπτωση που η πτώχευση κηρύχθηκε κατόπιν απλοποιημένης αίτησης πτώχευσης, καθώς και απαιτήσεις που αφορούν πιστώσεις, δάνεια, ομόλογα, εγγυήσεις ή ενέγγυες πιστώσεις ή άλλα χρηματοδοτικά μέσα που προβλέπονται στον πτωχευτικό συμβιβασμό ο οποίος επικυρώθηκε κατά τις διαδικασίες αφερεγγυότητας και χορηγήθηκαν για την υλοποίηση του εν λόγω πτωχευτικού συμβιβασμού, σε περίπτωση που η πτώχευση κηρύχθηκε κατόπιν αίτησης που κατατέθηκε μέσα σε τρεις μήνες το αργότερο από την οριστική ακύρωση του πτωχευτικού συμβιβασμού
  2. στη δεύτερη κατηγορία - λοιπές απαιτήσεις, εάν δεν ικανοποιήθηκαν σε άλλες κατηγορίες, και ιδίως από φόρους και κρατικές εισφορές, καθώς και άλλες απαιτήσεις από εισφορές κοινωνικής ασφάλισης
  3. στην τρίτη κατηγορία - τόκοι επί των απαιτήσεων των παραπάνω κατηγοριών, με τη σειρά καταβολής του κεφαλαίου των απαιτήσεων, καθώς και τα δικαστικά και διοικητικά πρόστιμα και οι απαιτήσεις από δωρεές και κληροδοσίες
  4. στην τέταρτη κατηγορία - απαιτήσεις εταίρων ή μετόχων από δάνειο ή άλλη δικαιοπραξία με παρόμοιες έννομες συνέπειες, και ιδίως από την προμήθεια αγαθών επί προθεσμία στον πτωχεύσαντα που ήταν κεφαλαιουχική εταιρεία, κατά τα πέντε έτη πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, έντοκα.

Εάν το διανεμητέο ποσό δεν επαρκεί για την κάλυψη όλων των απαιτήσεων, οι απαιτήσεις της επόμενης κατηγορίας ικανοποιούνται μόνον μετά την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων της προηγούμενης κατηγορίας και εάν το διανεμητέο ποσό δεν επαρκεί για την ικανοποίηση όλων των απαιτήσεων μιας συγκεκριμένης κατηγορίας, οι εν λόγω απαιτήσεις πληρούνται αναλογικά με το ποσό της καθεμίας.

Οι απαιτήσεις που είναι εξασφαλισμένες με υποθήκη, ενέχυρο, πλασματικό ενέχυρο, φορολογικό ενέχυρο και ναυτική υποθήκη, καθώς και τα δικαιώματα που αποσβένονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου και τις έννομες συνέπειες της γνωστοποίησης προσωπικών δικαιωμάτων και απαιτήσεων επί ακινήτων, το δικαίωμα επικαρπίας αορίστου χρόνου, το δικαίωμα κυριότητας του μέλους ενός συνεταιρισμού επί εγκαταστάσεων ή επί ενός ποντοπόρου πλοίου που έχει καταχωριστεί στο νηολόγιο, ικανοποιούνται από το προϊόν της ρευστοποίησης του βεβαρημένου πράγματος μείον τα έξοδα της εν λόγω ρευστοποίησης και τα λοιπά έξοδα της πτωχευτικής διαδικασίας, σε ποσό που δεν υπερβαίνει το ένα δέκατο του ποσού που αποκτήθηκε από τη ρευστοποίηση ωστόσο, το ποσό που παρακρατείται για την κάλυψη των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας δεν μπορεί να υπερβαίνει το μερίδιο που αντιστοιχεί στην αναλογία της αξίας του βεβαρημένου πράγματος ως προς την αξία της συνολικής πτωχευτικής περιουσίας. Οι παραπάνω απαιτήσεις και τα παραπάνω δικαιώματα ικανοποιούνται με τη σειρά προτεραιότητάς τους. Εάν το προϊόν της ρευστοποίησης του βεβαρημένου πράγματος χρησιμοποιηθεί για την ικανοποίηση τόσο των απαιτήσεων που εξασφαλίζονται με υποθήκη και των δικαιωμάτων που αποσβένονται, όσο και των προσωπικών δικαιωμάτων και απαιτήσεων, η προτεραιότητα εξαρτάται από τον χρόνο που άρχισε να παράγει έννομα αποτελέσματα η εγγραφή μιας υποθήκης, ενός δικαιώματος ή μιας απαίτησης στο υποθηκοφυλακείο.

Οι εγγυημένες απαιτήσεις που είναι εξασφαλισμένες με εμπράγματη ασφάλεια σύμφωνα με ξεχωριστές Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροδιατάξεις ικανοποιούνται στο ίδιο μέτρο με τις παραπάνω απαιτήσεις. Το ποσό που αναλογεί στον πιστωτή υπολογίζεται πρώτα ως προς το κεφάλαιο της απαίτησης, έπειτα ως προς τον τόκο και τις λοιπές εγγυημένες απαιτήσεις, ενώ τα έξοδα της διαδικασίας καλύπτονται στο τέλος.

Εάν το ακίνητο, το δικαίωμα επικαρπίας αορίστου χρόνου, το δικαίωμα κυριότητας του μέλους ενός συνεταιρισμού επί εγκαταστάσεων ή επί ενός ποντοπόρου πλοίου που έχει καταχωριστεί στο νηολόγιο πωληθεί πριν από την ικανοποίηση των απαιτήσεων που είναι εξασφαλισμένες με υποθήκη ή ναυτική υποθήκη και άλλα δικαιώματα, περιλαμβανομένων των προσωπικών δικαιωμάτων και των απαιτήσεων που βαρύνουν το πωληθέν πράγμα και αποσβέστηκαν λόγω της πώλησης, ικανοποιούνται οι απαιτήσεις διατροφής, καθώς και οι παροχές που καταβάλλονται ως αποζημίωση για πρόκληση ασθένειας, ανικανότητας προς εργασία, αναπηρίας ή θανάτου και οι πρόσοδοι που παρέχονται σε αντάλλαγμα δικαιωμάτων που απονέμονται με μια συμφωνία προσόδων για το διάστημα μετά την κήρυξη της πτώχευσης, και η αμοιβή των εργαζόμενων για το έργο που έχουν παράσχει στο ακίνητο, το πλοίο ή τις εγκαταστάσεις για διάστημα τριών μηνών πριν από την πώληση, μόνο όμως έως τρεις φορές το ποσό του κατώτατου μισθού.

Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, οι απαιτήσεις ικανοποιούνται σύμφωνα με τον πτωχευτικό συμβιβασμό που έχει επικυρωθεί από το δικαστήριο. Οι κανόνες που διέπουν την ικανοποίηση των απαιτήσεων ορίζονται στα άρθρα 155-163 του νόμου περί αφερεγγυότητας.

Ο πτωχευτικός συμβιβασμός μπορεί να προβλέπει τον διαχωρισμό των πιστωτών σε ομάδες με διαφορετικές κατηγορίες συμφερόντων, και ιδίως σε:

  • πιστωτές με απαιτήσεις που απορρέουν από εργασιακή σχέση, οι οποίοι έχουν συμφωνήσει να ικανοποιηθούν από τον πτωχευτικό συμβιβασμό
  • γεωργοί με απαιτήσεις που αφορούν την προμήθεια γεωργικών προϊόντων παραγωγής τους
  • πιστωτές με απαιτήσεις που είναι εξασφαλισμένες με υποθήκη, ενέχυρο, προσημείωση ενεχύρου, φορολογικό ενέχυρο ή ναυτική υποθήκη επί των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, καθώς και με μεταβίβαση κυριότητας πράγματος, απαίτησης ή άλλου δικαιώματος στον πιστωτή, και οι οποίοι συμφώνησαν να ικανοποιηθούν από τον εν λόγω πτωχευτικό συμβιβασμό
  • πιστωτές που έχουν την ιδιότητα εταίρου ή μετόχου του οφειλέτη που είναι κεφαλαιουχική εταιρεία, με εταιρικά μερίδια που τους παρέχουν τουλάχιστον ποσοστό 5% των ψήφων στη συνέλευση των εταίρων ή τη γενική συνέλευση των μετόχων,

οι όροι αναδιάρθρωσης των υποχρεώσεων του οφειλέτη είναι ίδιοι για όλους τους πιστωτές και εάν η ψηφοφορία επί του πτωχευτικού συμβιβασμού διεξάγεται κατά ομάδες πιστωτών, τότε είναι οι ίδιοι για τους πιστωτές της ίδιας ομάδας, εκτός αν ένας πιστωτής αποδεχτεί ρητά λιγότερο ευνοϊκούς όρους.

Οι ευνοϊκότεροι όροι αναδιάρθρωσης των υποχρεώσεων του οφειλέτη είναι αποδεκτοί σε περίπτωση που ένας πιστωτής, μετά την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας, χορήγησε ή θα χορηγήσει χρηματοδότηση με τη μορφή πίστωσης, τραπεζικών εγγυήσεων, ενέγγυων πιστώσεων ή με άλλο χρηματοδοτικό μέσο, η οποία είναι αναγκαία για την υλοποίηση του πτωχευτικού συμβιβασμού.

Οι όροι αναδιάρθρωσης των απαιτήσεων από μια σχέση εργασίας δεν μπορεί να είναι τέτοιοι που να στερούν από τους εργαζόμενους τον κατώτατο μισθό τους.

Η αναδιάρθρωση αφορά εξίσου τις οικονομικές και τις μη οικονομικές υποχρεώσεις. Εάν μέσα σε μια εβδομάδα από την παραλαβή της πρόσκλησης στη συνέλευση των πιστωτών, μαζί με αντίγραφο της πρότασης του πτωχευτικού συμβιβασμού, ο πιστωτής προβάλει ένσταση κατά της αναδιάρθρωσης της απαίτησής του ως μη χρηματικής απαίτησης, με σχετική δήλωση στον επόπτη ή τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή αν λόγω της φύσης της μη χρηματικής απαίτησης δεν είναι εφικτή η αναδιάρθρωση, η απαίτηση μετατρέπεται σε χρηματική απαίτηση. Η εν λόγω έννομη συνέπεια επέρχεται με την έναρξη της διαδικασίας.

Οι όροι αναδιάρθρωσης των απαιτήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 161 παράγραφος 1 σημείο 3) μπορεί να διαφοροποιούνται ανάλογα με την προτεραιότητά τους.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

Η πτωχευτική διαδικασία περατώνεται από το δικαστήριο μετά την υλοποίηση του τελικού σχεδίου διανομής ή αν έχουν ικανοποιηθεί όλοι οι πιστωτές στο πλαίσιο της διαδικασίας.

Την ημέρα που καθίσταται αμετάκλητη η απόφαση περάτωσης της πτωχευτικής διαδικασίας, ο πτωχεύσας ανακτά το δικαίωμα διαχείρισης και διάθεσης των περιουσιακών του στοιχείων.

Μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας περατώνεται κάθε τυχόν εκκρεμής διαδικασία που είχε κινήσει ο σύνδικος για την κήρυξη της ακυρότητας μιας πράξης που διενήργησε ο πτωχεύσας σε βάρος των πιστωτών και αποσβένονται οι εκατέρωθεν απαιτήσεις για την είσπραξη των εξόδων της διαδικασίας. Στις λοιπές αστικές διαδικασίες, ο πτωχεύσας αντικαθιστά τον σύνδικο.

Μέσα σε 30 ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει την πτωχευτική διαδικασία, ο πτωχεύσας που είναι φυσικό πρόσωπο μπορεί να υποβάλει μια αίτηση για τη σύνταξη ενός σχεδίου πληρωμής των πιστωτών και την απόσβεση της εναπομένουσας οφειλής που δεν ικανοποιήθηκε κατά την πτωχευτική διαδικασία. Το δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση, εάν ο ίδιος ο πτωχεύσας προκάλεσε την αφερεγγυότητα ή αύξησε ουσιωδώς τον βαθμό αυτής με δόλο ή με βαριά αμέλεια και εάν:

  1. από τις αποδείξεις της υπόθεσης προκύπτει ότι υφίστανται πραγματικοί λόγοι για τους οποίους ο πτωχεύσας πρέπει να στερηθεί το δικαίωμα διεξαγωγής επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ως ελεύθερος επαγγελματίας ή στο πλαίσιο αστικής εταιρείας, και το δικαίωμα να ενεργεί ως μέλος εποπτικού συμβουλίου, ελεγκτικής επιτροπής, ως εκπρόσωπος φυσικού προσώπου που διεξάγει επιχειρηματικές δραστηριότητες στον ίδιο επιχειρηματικό κλάδο, εμπορικής εταιρείας, δημόσιας εταιρείας, συνεταιρισμού, ιδρύματος ή ένωσης ή
  2. ο πτωχεύσας δεν εκτέλεσε ορθά τις υποχρεώσεις που του επιβλήθηκαν στην πτωχευτική διαδικασία ή
  3. σε διάστημα δέκα ετών πριν από την κατάθεση της αίτησης πτώχευσης, είχε κινηθεί πτωχευτική διαδικασία κατά του πτωχεύσαντα κατά την οποία το σύνολο ή μέρος των οφειλών του αποσβέστηκε, εκτός αν ο πτωχεύσας κατέστη αφερέγγυος ή αυξήθηκε ο βαθμός της αφερεγγυότητάς του παρά τη δέουσα επιμέλεια του πτωχεύσαντος ή
  4. στο διάστημα των δέκα ετών πριν από την κατάθεση της αίτησης πτώχευσης, ακυρώθηκε το σχέδιο πληρωμής πιστωτών που είχε συντάξει ο πτωχεύσας, δυνάμει του άρθρου 370e παράγραφος 1 ή 2 ή του άρθρου 49120 ή
  5. σε διάστημα δέκα ετών πριν από την κατάθεση της αίτησης πτώχευσης, διαπιστώθηκε στην τελική διαδικασία ότι μια δικαιοπραξία που κατάρτισε ο πτωχεύσας ήταν επιζήμια για τους πιστωτές

- εκτός αν η απόσβεση της εναπομένουσας οφειλής του πτωχεύσαντα δικαιολογείται για λόγους δικαιότητας ή ανθρωπιστικής ανάγκης.

Στην απόφασή του για τη σύνταξη του σχεδίου πληρωμής των πιστωτών, το δικαστήριο προσδιορίζει το μέτρο και τον χρόνο (το αργότερο σε 36 μήνες) που ο οφειλέτης οφείλει να καταβάλει τις οφειλές που έγιναν δεκτές στον πίνακα των απαιτήσεων και δεν καταβλήθηκαν στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας, σύμφωνα με τα σχέδια διανομής, και το μέρος των υποχρεώσεων του πτωχεύσαντος που προϋπήρχαν της κήρυξης της πτώχευσης που θα αποσβεστεί μετά την υλοποίηση του σχεδίου πληρωμής των πιστωτών. Κατά την υλοποίηση του σχεδίου πληρωμής των πιστωτών, δεν μπορεί να κινηθεί αναγκαστική εκτέλεση για τις απαιτήσεις που προϋπήρχαν της κήρυξης της πτώχευσης (εκτός από τις απαιτήσεις που απορρέουν από τις υποχρεώσεις του άρθρου 370f παράγραφος 2 και τις απαιτήσεις που δεν γνωστοποίησε ο πτωχεύσας, σε περίπτωση που ο πιστωτής δεν είχε συμμετάσχει στη διαδικασία) ούτε μπορεί ο πτωχεύσας να καταρτίζει δικαιοπραξίες που μπορεί να υπονομεύσουν την ικανότητά του να υλοποιήσει το σχέδιο πληρωμής πιστωτών (σε εξαιρετικές περιπτώσεις το δικαστήριο μπορεί, με αίτηση του πτωχεύσαντα, να συναινέσει ή να εγκρίνει την εν λόγω δικαιοπραξία).

Κάθε έτος, έως το τέλος Απριλίου, ο πτωχεύσας πρέπει να καταθέτει στο δικαστήριο έκθεση επί της υλοποίησης του σχεδίου πληρωμής πιστωτών κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος, στην οποία θα γνωστοποιεί τα έσοδα που προέκυψαν, τα ποσά που αποπληρώθηκαν και τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν σε μεγαλύτερη αξία από τη μέση μηνιαία αμοιβή στον συναφή επιχειρηματικό τομέα, με εξαίρεση την πληρωμή μερίσματος επί των κερδών στο τρίτο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.

Το δικαστήριο μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο πληρωμής των πιστωτών εάν ο πτωχεύσας δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο εν λόγω σχέδιο, μετά από αίτησή του και από εξέταση των πιστωτών. Μπορεί επίσης να παρατείνει την περίοδο αποπληρωμής οφειλών έως 18 μήνες το αργότερο.

Εάν η οικονομική κατάσταση του πτωχεύσαντα βελτιωθεί ουσιωδώς κατά την υλοποίηση του σχεδίου πληρωμής πιστωτών και η εν λόγω βελτίωση αποδίδεται σε άλλες αιτίες εκτός από την αύξηση στους μισθούς ή τα έσοδα από την εμπορική δραστηριότητα που παρείχε προσωπικά ο πτωχεύσας, ο πιστωτής και ο πτωχεύσας μπορούν να καταθέσουν αίτηση τροποποίησης του σχεδίου πληρωμής των πιστωτών. Το δικαστήριο εκδίδει απόφαση τροποποίησης του σχεδίου πληρωμής πιστωτών μετά την εξέταση του πτωχεύσαντος και των πιστωτών που καλύπτονται από το σχέδιο πληρωμής.

Το δικαστήριο, ενεργώντας αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση του πιστωτή, ακυρώνει το σχέδιο πληρωμής των πιστωτών εάν ο πτωχεύσας δεν εκτελέσει τις υποχρεώσεις που προσδιορίζονται στο σχέδιο πληρωμής των πιστωτών μετά την εξέταση του πτωχεύσαντος και των πιστωτών που καλύπτονται από το σχέδιο πληρωμών, εκτός αν η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων είναι ασήμαντη ή η απόσβεση της εναπομένουσας οφειλής του πτωχεύσαντος δικαιολογείται για λόγους δικαιότητας ή ανθρωπιστικής ανάγκης το παραπάνω ισχύει αναλογικά για τον πτωχεύσαντα:

  1. εάν δεν κατέθεσε εγκαίρως έκθεση για την υλοποίηση του σχεδίου πληρωμής πιστωτών
  2. δεν γνωστοποίησε στην έκθεση για την υλοποίηση του σχεδίου πληρωμής των πιστωτών τα έσοδα που προέκυψαν ή τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν
  3. έχει συνάψει δικαιοπραξία που μπορεί να υπονομεύσει την ικανότητά του να εφαρμόσει το σχέδιο πληρωμής των πιστωτών χωρίς τη συναίνεση του δικαστηρίου ή αν η εν λόγω δικαιοπραξία δεν είχε εγκριθεί από το δικαστήριο
  4. απέκρυψε περιουσιακά στοιχεία ή διαπιστώθηκε με αμετάκλητη απόφαση ότι είχε συνάψει δικαιοπραξία επιζήμια για τους πιστωτές.

Εάν ακυρωθεί το σχέδιο πληρωμής, οι υποχρεώσεις του πτωχεύσαντα δεν αποσβένονται.

Το δικαστήριο εκδίδει απόφαση που επικυρώνει την υλοποίηση του σχεδίου πληρωμών και απαλλάσσει τον πτωχεύσαντα από τις υποχρεώσεις που προέκυψαν πριν από την κήρυξη της πτώχευσης και δεν ικανοποιήθηκαν με την υλοποίηση του σχεδίου πληρωμής πιστωτών αφότου ο πτωχεύσας εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις που προσδιορίζονται στο σχέδιο πληρωμής πιστωτών. Οι απαιτήσεις διατροφής, οι υποχρεώσεις ως προς παροχές που καταβάλλονται ως αποζημίωση για την πρόκληση ασθένειας, ανικανότητας εργασίας, αναπηρίας ή θανάτου, τα καταβλητέα πρόστιμα που επιβάλλονται από το δικαστήριο, καθώς και οι υποχρεώσεις αποζημίωσης της ζημίας που προκλήθηκε, οι υποχρεώσεις καταβολής πρόσθετης ζημίας ή οι χρηματικές παροχές που επιδικάζονται από το δικαστήριο ως ποινικά ή υπό όρους μέτρα, καθώς και οι υποχρεώσεις αποζημίωσης για τη ζημία που απορρέει από αξιόποινη πράξη ή αδίκημα που βεβαιώθηκε με αμετάκλητη απόφαση και οι απαιτήσεις που ο πτωχεύσας απέκρυψε δόλια, εάν ο πιστωτής δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία, δεν αποσβένονται.

Οι αλλαγές στις έννομες σχέσεις που πραγματοποιούνται δυνάμει των διατάξεων του νόμου δεσμεύουν τον πτωχεύσαντα και τον αντισυμβαλλόμενο και μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας, εκτός αν άλλως ορίζουν οι διατάξεις ξεχωριστής νομοθετικής πράξης.

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας περατώνονται όταν καταστεί αμετάκλητη η απόφαση του δικαστηρίου που επικυρώνει ή απορρίπτει τον πτωχευτικό συμβιβασμό. Έπειτα, ο οφειλέτης ανακτά το δικαίωμα διαχείρισης των περιουσιακών του στοιχείων εάν το στερήθηκε ή αν είχε περιοριστεί, εκτός αν άλλως ορίζει ο πτωχευτικός συμβιβασμός (άρθρο 171 του νόμου περί αφερεγγυότητας).

Μετά την υλοποίηση του πτωχευτικού συμβιβασμού ή την αναγκαστική εκτέλεση των απαιτήσεων που καλύπτονταν από τον πτωχευτικό συμβιβασμό, το δικαστήριο με αίτηση του οφειλέτη, του επόπτη του πτωχευτικού συμβιβασμού ή άλλου προσώπου που δικαιούται σύμφωνα με τον πτωχευτικό συμβιβασμό να υλοποιήσει ή να επιτηρεί την υλοποίηση του πτωχευτικού συμβιβασμού, εκδίδει απόφαση που βεβαιώνει την υλοποίηση του πτωχευτικού συμβιβασμού (άρθρο 172 του νόμου περί αφερεγγυότητας).

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Εάν μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας κατά των φυσικών προσώπων που διεξάγουν οικονομική ή επαγγελματική δραστηριότητα, καταρτιστεί σχέδιο πληρωμών, ο πιστωτής μπορεί να ζητήσει την ακύρωσή του από το δικαστήριο, εάν ο πτωχεύσας δεν εκτελέσει τις υποχρεώσεις που προσδιορίζονται στο σχέδιο ή δεν υποβάλει έκθεση για την έγκαιρη υλοποίηση του σχεδίου, δεν γνωστοποιήσει τα έσοδα που προέκυψαν ή τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν στην έκθεση επί της υλοποίησης του σχεδίου πληρωμής των πιστωτών, καταρτίσει χωρίς τη συναίνεση του δικαστηρίου δικαιοπραξία που θα μπορούσε να υπονομεύσει την ικανότητά του να υλοποιήσει το σχέδιο πληρωμής των πιστωτών ή αν η εν λόγω δικαιοπραξία δεν εγκρίθηκε από το δικαστήριο, δεν γνωστοποιήσει τα περιουσιακά του στοιχεία ή διαπιστωθεί με αμετάκλητη απόφαση ότι έχει καταρτίσει δικαιοπραξία που ήταν επιζήμια για τους πιστωτές (άρθρο 370e του πτωχευτικού νόμου).

Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, ο πιστωτής μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να ακυρώσει τον πτωχευτικό συμβιβασμό εάν ο οφειλέτης δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις του ή είναι πρόδηλο ότι δεν θα υλοποιηθεί ο συμβιβασμός (τεκμαίρεται ότι ο πτωχευτικός συμβιβασμός δεν θα υλοποιηθεί εάν ο οφειλέτης δεν ικανοποιήσει τις υποχρεώσεις που εγκρίθηκαν μετά την επικύρωση του πτωχευτικού συμβιβασμού). Ο αιτών μπορεί να προσφύγει κατά της απόφασης που απέρριψε την αίτηση (άρθρο 176 του νόμου περί αφερεγγυότητας).

Εάν ο πτωχευτικός συμβιβασμός ακυρωθεί ή λήξει, οι υφιστάμενοι πιστωτές μπορεί να διεκδικήσουν τις απαιτήσεις τους στο αρχικό τους ποσό, συνυπολογιζόμενων των ποσών που καταβλήθηκαν βάσει του πτωχευτικού συμβιβασμού. Η υποθήκη, το ενέχυρο, το πλασματικό ενέχυρο, το φορολογικό ενέχυρο ή η ναυτική υποθήκη εξασφαλίζουν μια απαίτηση έως το υπόλοιπο ποσό που πρέπει να ικανοποιηθεί (άρθρο 177 του νόμου περί αφερεγγυότητας).

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Η πτωχευτική διαδικασία απαρτίζεται βασικά από δύο στάδια, δηλαδή τη διαδικασία για την κήρυξη της πτώχευσης και τη διαδικασία μετά την κήρυξη της πτώχευσης.

Πρώτα καλύπτονται τα έξοδα της διαδικασίας για την κήρυξη της πτώχευσης, από προκαταβολή του αιτούντα που ισούται με τη μέση μηνιαία αμοιβή στον υπόψη επιχειρησιακό κλάδο, εξαιρούμενης της πληρωμής ενός μερίσματος επί των κερδών κατά το τρίτο τρίμηνο της προηγούμενης χρήσης, όπως έχει ανακοινωθεί από τον πρόεδρο της Κεντρικής Στατιστικής Αρχής. Εάν η διαδικασία κινηθεί με αίτηση πιστωτή, τα έξοδά του βαρύνουν τον πτωχεύσαντα σε περίπτωση κήρυξης της πτώχευσης ή απόρριψης του αιτήματος λόγω της εξαιρετικά ανεπαρκούς περιουσίας του.

Τα έξοδα της διαδικασίας που ανακύπτουν μετά την κήρυξη της πτώχευσης καταβάλλονται από την πτωχευτική περιουσία. Εάν τα περιουσιακά στοιχεία του αφερέγγυου οφειλέτη δεν επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας ή επαρκούν μόνο εν μέρει, το δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση για την κήρυξη της πτώχευσης.

Τα έξοδα των διαδικασιών αφερεγγυότητας βαρύνουν τον οφειλέτη. Τα έξοδα που καταβάλλει ο οφειλέτης που στερήθηκε το δικαίωμα διαχείρισης καταβάλλονται από τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας με αίτηση του δικαστηρίου ή του εισηγητή δικαστή.

Οι συμμετέχοντες στη διαδικασία φέρουν τα έξοδα από τη συμμετοχή τους.

Τα έξοδα της διαδικασίας που κινήθηκε μετά την άσκηση ένστασης ως προς την περίληψη της απαίτησης άλλου πιστωτή καταβάλλονται από τον οφειλέτη στον ενιστάμενο πιστωτή, εάν η ένσταση επέφερε την απόρριψη της περίληψης της προσβαλλόμενης απαίτησης, εκτός αν ο οφειλέτης προσέβαλε την περίληψη της απαίτησης στον πίνακα απαιτήσεων καταθέτοντας τη δήλωση του άρθρου 86 παράγραφος 2 σημείο 9) ή ασκώντας ένσταση.

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

Στην πτωχευτική διαδικασία οι δικαιοπραξίες του πτωχεύσαντα ως προς την πτωχευτική περιουσία είναι άκυρες. Η διάθεση εκ μέρους του πτωχεύσαντα του συνόλου ή μέρους της κληρονομίας ή ενός κληρονομικού μεριδίου είναι επίσης άκυρη, όπως και η εκ μέρους του διάθεση μεριδίου επί ενός πράγματος που περιλαμβάνεται στην κληρονομία, καθώς και η συναίνεση αυτού για τη διάθεση μεριδίου επί κληρονομιαίου πράγματος εκ μέρους άλλου κληρονόμου.

Με ποινή ακυρότητας, οι παρακάτω πράξεις διενεργούνται αποκλειστικά με την προηγούμενη συναίνεση της επιτροπής των πιστωτών (άρθρο 206 του πτωχευτικού νόμου):

  1. η συνέχιση της διοίκησης της επιχείρησης από τον σύνδικο, εάν πρόκειται να υπερβεί τους τρεις μήνες από την κήρυξη της πτώχευσης
  2. η παραίτηση από την πώληση της επιχείρησης ως συνόλου
  3. η απευθείας πώληση των περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία
  4. η σύναψη δανείων ή πιστώσεων και η επιβάρυνση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη με περιορισμένα εμπράγματα δικαιώματα
  5. η έγκριση, η παραίτηση από τη σύναψη ενός πτωχευτικού συμβιβασμού αναφορικά με αμφισβητούμενες απαιτήσεις και η εισαγωγή μιας διαιτητικής δίκης ως προς ορισμένη διαφορά.

Εξαίρεση επιτρέπεται μόνον αν μια από τις παραπάνω πράξεις πρέπει να διενεργηθεί αμέσως και αφορά αξία μικρότερων των 10 000 PLN – οπότε ο σύνδικος, ο δικαστικά διορισμένος επόπτης ή ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας μπορεί να τη διενεργήσει χωρίς τη συναίνεση της επιτροπής.

Επιπλέον, δεν απαιτείται η συναίνεση της επιτροπής των πιστωτών για την πώληση κινητών, σε περίπτωση που η εκτιμώμενη αξία όλων των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας, σύμφωνα με την απογραφή, δεν υπερβαίνει τα 50 000 PLN και για την πώληση απαιτήσεων και λοιπών δικαιωμάτων, εάν η ονομαστική αξία του συνόλου των απαιτήσεων και των λοιπών δικαιωμάτων που περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία, σύμφωνα με την απογραφή, δεν υπερβαίνει τα 50 000 PLN. Αυτό ισχύει για τη συναίνεση περί πώλησης των απαιτήσεων και άλλων δικαιωμάτων, σε περίπτωση που η ονομαστική αξία όλων των απαιτήσεων και των λοιπών δικαιωμάτων της πτωχευτικής περιουσίας, σύμφωνα με τον πίνακα απαιτήσεων, δεν υπερβαίνει το αντίστοιχο των 50 000 PLN.

Μια καταχώριση στο κτηματολόγιο ή το υποθηκοφυλακείο σε άλλο μητρώο με την οποία συστήνεται βάρος στα περιουσιακά στοιχεία του πτωχεύσαντα με περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα, χωρίς τη συναίνεση που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 1, διαγράφεται αυτεπαγγέλτως. Βάση της διαγραφής αποτελεί αμετάκλητη απόφαση του εισηγητή δικαστή με την οποία κρίθηκε απαράδεκτη η καταχώριση (άρθρο 206 παράγραφος 5 του πτωχευτικού νόμου).

Ο εισηγητής δικαστής προσδιορίζει τις πράξεις που δεν πρέπει να διενεργήσει ο σύνδικος χωρίς τη συναίνεσή του ή τη συναίνεση της επιτροπής των πιστωτών. Αυτό έχει την έννοια ότι ο εισηγητής δικαστής μπορεί να διευρύνει τον κατάλογο των πράξεων που παρατίθενται στο άρθρο 206 και για τις οποίες θα απαιτείται η συναίνεση της επιτροπής των πιστωτών με ποινή ακυρότητας.

Οι δικαιοπραξίες με τις οποίες ο πτωχεύσας διέθεσε τα περιουσιακά του στοιχεία κατά τους 12 μήνες πριν από την κατάθεση της αίτησης πτώχευσης είναι άκυρες εάν διενεργήθηκαν δωρεάν ή με αντάλλαγμα, αλλά η αξία της παροχής του πτωχεύσαντα πρόδηλα υπερέβαινε την αντιπαροχή ή παρακρατήθηκε για τον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο ή για τρίτο. Ο εν λόγω κανόνας ισχύει επίσης αναλογικά στον δικαστικό συμβιβασμό, την αποδοχή μιας απαίτησης και την παραίτηση από απαίτηση.

Επίσης, η εμπράγματη εξασφάλιση και η αποπληρωμή της οφειλής που δεν έχει καταστεί απαιτητή δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα αν πραγματοποιήθηκαν από τον πτωχεύσαντα κατά τους έξι μήνες πριν από την κατάθεση της αίτησης πτώχευσης. Ωστόσο, ο συμβαλλόμενος που έλαβε την πληρωμή ή την εμπράγματη ασφάλεια, με μορφή απαίτησης ή ένστασης, μπορεί να ζητήσει να κηρυχθούν ισχυρές οι εν λόγω δικαιοπραξίες, αν δεν γνώριζε την ύπαρξη των λόγων της πτώχευσης κατά τον χρόνο κατάρτισής τους.

Οι παραπάνω κανόνες δεν ισχύουν για εμπράγματες ασφάλειες που είχαν συσταθεί πριν από την κήρυξη της πτώχευσης ως προς προθεσμιακές/μελλοντικές οικονομικές δραστηριότητες, τον δανεισμό χρηματοπιστωτικών μέσων ή την πώληση κινητών αξιών σύμφωνα με τις συμβάσεις μεταπώλησης που αναφέρονται στο άρθρο 85 παράγραφος 1.

Με αίτηση τρίτου, ο εισηγητής δικαστής μπορεί να διατάξει την απόδοση της αντιπαροχής του εν λόγω τρίτου από την πτωχευτική περιουσία, εάν η παροχή του πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο δικαιοπραξίας μεταξύ του τρίτου και του πτωχεύσαντα που αφορούσε τα περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. Ως προς την εν λόγω παροχή ισχύουν αναλογικά οι Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροδιατάξεις για τις αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές. Η απόδοση της εν λόγω παροχής μπορεί να διαταχθεί εάν η δικαιοπραξία καταρτίστηκε μετά την κήρυξη της πτώχευσης και πριν τη δημοσίευση της απόφασης στο μητρώο, ενώ ο τρίτος ενεργώντας με τη δέουσα επιμέλεια δεν μπορούσε να γνωρίζει την κήρυξη της πτώχευσης (άρθρο 77 του νόμου περί αφερεγγυότητας).

Η εκχώρηση μιας μελλοντικής απαίτησης δεν παράγει έννομα αποτελέσματα ως προς την πτωχευτική περιουσία εάν η εν λόγω απαίτηση ανακύψει μετά την κήρυξη της πτώχευσης, εκτός αν η συμφωνία εκχώρησης της απαίτησης καταρτίστηκε μέσα σε έξι μήνες το ανώτερο πριν από την κατάθεση, σε βεβαία ημερομηνία, της αίτησης πτώχευσης.

Μια δικαιοπραξία που καταρτίστηκε από επαχθή αιτία, κηρύσσεται άκυρη ως προς την πτωχευτική περιουσία αυτεπάγγελτα από τον εισηγητή δικαστή ή με αίτηση του συνδίκου, εάν είχε καταρτιστεί μέσα σε έξι μήνες πριν από την κατάθεση της αίτησης, μεταξύ του πτωχεύσαντα με τον/την σύζυγο, με συγγενή του, περιλαμβανομένου του εξ αγχιστείας συγγενή, σε ευθεία γραμμή, με συγγενή του σε πλάγια γραμμή, περιλαμβανομένου του εξ αγχιστείας συγγενή, σε πλάγια γραμμή έως και τον δεύτερο βαθμό συγγένειας, με πρόσωπο σε εν τοις πράγμασι σχέση με τον ιδιώτη πτωχεύσαντα, με πρόσωπο που συμβιώνει με τον οφειλέτη ή είναι θετός γονέας ή τέκνο του, εκτός αν ο αντισυμβαλλόμενος αποδείξει ότι δεν ζημιώθηκαν τα συμφέροντα των πιστωτών. Επιτρέπεται η άσκηση έφεσης κατά της απόφασης του εισηγητή δικαστή.

Ο παραπάνω κανόνας ισχύει επίσης για δικαιοπραξίες που κατάρτισε ο πτωχεύσας με μια εταιρεία της οποίας είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου ή μοναδικός εταίρος ή μέτοχος και με εταιρείες στις οποίες τα πρόσωπα της πρώτης παραγράφου είναι μέλη του συμβουλίου ή μοναδικοί εταίροι ή μέτοχοι. Ισχύει επίσης αναλογικά στις δικαιοπραξίες που κατάρτισε ο πτωχεύσας, ο οποίος είναι εταιρεία ή νομικό πρόσωπο, με εταίρους, εκπροσώπους ή συζύγους, και με συνδεδεμένες εταιρείες, τους εταίρους, τους εκπροσώπους και τους συζύγους των εν λόγω εταιριών, και στις δικαιοπραξίες που κατάρτισε ο πτωχεύσας που είναι εταιρεία, με άλλη εταιρεία, εάν η μια ήταν η μητρική εταιρεία ή η εν λόγω εταιρεία ήταν η μητρική εταιρεία και του πτωχεύσαντα και του αντισυμβαλλόμενου.

Ενεργώντας αυτεπάγγελτα ή με αίτηση του συνδίκου, ο εισηγητής δικαστής κηρύσσει άκυρο ως προς την πτωχευτική περιουσία ένα συγκεκριμένο μέρος της αμοιβής για το διάστημα πριν από την κήρυξη της πτώχευσης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες πριν από την κατάθεση της αίτησης πτώχευσης, εάν η αμοιβή για το έργο που παρείχε εκπρόσωπος του πτωχεύσαντα ή εργαζόμενου με καθήκοντα επιχειρησιακής διαχείρισης ή η αμοιβή προσώπου που παρέχει υπηρεσίες διαχείρισης ή εποπτείας της επιχείρησης σύμφωνα με σύμβαση εργασίας, σύμβαση παροχής υπηρεσιών ή απόφαση του διοικητικού οργάνου του πτωχεύσαντα που καταρτίστηκε ή εκδόθηκε πριν από την κήρυξη της πτώχευσης είναι ουσιωδώς μεγαλύτερη από τη μέση αμοιβή για αυτό το είδος εργασίας ή υπηρεσιών και δεν δικαιολογείται από τον όγκο της εργασίας, ακόμη κι αν η εν λόγω αμοιβή έχει ήδη καταβληθεί.

Ο εισηγητής δικαστής μπορεί να κηρύξει άκυρη, στο σύνολό της ή εν μέρει, την αμοιβή των παραπάνω προσώπων για το διάστημα μετά την κήρυξη της πτώχευσης ως προς την πτωχευτική περιουσία, εάν δεν δικαιολογείται από τον όγκο του έργου, με δεδομένο ότι ο σύνδικος ανέλαβε τη διαχείριση.

Με αίτηση του συνδίκου, ο εισηγητής δικαστής κηρύσσει επίσης άκυρες τις παρακάτω πράξεις που αφορούν την πτωχευτική περιουσία:

  • τη σύσταση υποθήκης, ενεχύρου, πλασματικού ενεχύρου ή ναυτικής υποθήκης επί των περιουσιακών στοιχείων του πτωχεύσαντα, εάν ο πτωχεύσας δεν ευθυνόταν προσωπικά έναντι του οφειλέτη και το βάρος συστάθηκε κατά τους 12 μήνες πριν από την κατάθεση της αίτησης πτώχευσης και δεν υπήρξε παροχή προς τον οφειλέτη όσον αφορά την εν λόγω επιβάρυνση
  • τη σύσταση υποθήκης, ενεχύρου, πλασματικού ενεχύρου ή ναυτικής υποθήκης επί των περιουσιακών στοιχείων του πτωχεύσαντα, εάν το εμπράγματο βάρος συστάθηκε αντί παροχής με αξία που είναι δυσανάλογα μικρότερη από την αξία της εμπράγματης ασφάλειας
  • τα παραπάνω βάρη, ανεξάρτητα από την αξία της παροχής, εάν εξασφαλίζουν τις οφειλές των προσώπων του άρθρου 128 του πτωχευτικού νόμου) (οικείοι ή πρόσωπα που συνδέονται με τον πτωχεύσαντα), εκτός αν ο αντισυμβαλλόμενος αποδείξει ότι δεν ζημιώθηκε το συμφέρον των πιστωτών
  • συμβατικές ποινικές ρήτρες που έχουν οριστεί για τη μη εκπλήρωση ή τη μη ορθή εκπλήρωση μιας συμβατικής ενοχής, εάν αυτή εκπληρώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της από τον πτωχεύσαντα ή αν η συμβατική ποινική ρήτρα είναι υπέρμετρα επαχθής.

Οι δικαιοπραξίες του πτωχεύσαντα που είναι δυσμενείς για τους πιστωτές και δεν καλύπτονται από τον πτωχευτικό νόμο διέπονται αναλογικά από τις διατάξεις Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροτου Αστικού Κώδικα περί της προστασίας του πιστωτή έναντι της αφερεγγυότητας του οφειλέτη.

Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, σύμφωνα με το άρθρο 129 του νόμου περί αφερεγγυότητας, οι παρακάτω πράξεις του οφειλέτη ή του διαχειριστή αφερεγγυότητας προϋποθέτουν τη συναίνεση της επιτροπής των πιστωτών, με ποινή ακυρότητας:

  • η σύσταση υποθήκης, ενεχύρου, πλασματικού ενεχύρου ή ναυτικής υποθήκης επί των περιουσιακών στοιχείων που απαρτίζουν την πτωχευτική περιουσία, για την εξασφάλιση απαιτήσεων που δεν υπόκεινται στον πτωχευτικό συμβιβασμό
  • η μεταβίβαση της κυριότητας ενός πράγματος ή ενός δικαιώματος για την εξασφάλιση απαίτησης που δεν υπόκειται σε πτωχευτικό συμβιβασμό
  • η σύσταση άλλων βαρών επί των πραγμάτων της πτωχευτικής περιουσίας
  • η σύναψη πιστώσεων ή δανείων
  • η σύναψη συμφωνίας χρηματοδοτικής μίσθωσης της επιχείρησης του οφειλέτη ή οργανωμένου τμήματος αυτής ή άλλης παρόμοιας συμφωνίας

(Οι παραπάνω πράξεις που εκτελούνται με τη συναίνεση της επιτροπής των πιστωτών δεν μπορούν να θεωρηθούν άκυρες ως προς την πτωχευτική περιουσία).

  • η πώληση από τον οφειλέτη ακινήτων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων αξίας άνω των 500 000 PLN.

Οι διατάξεις μιας σύμβασης της οποίας αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος ο οφειλέτης είναι άκυρες ως προς την πτωχευτική περιουσία αν αποτρέπουν ή παρεμποδίζουν την επίτευξη του στόχου της ταχείας διαδικασίας σύναψης πτωχευτικού συμβιβασμού (άρθρο 248, άρθρο 273, άρθρο 297 του νόμου περί αφερεγγυότητας).

Στη διαδικασία της εξυγίανσης, οι δικαιοπραξίες του οφειλέτη με αντικείμενο τη διάθεση των περιουσιακών του στοιχείων είναι άκυρες ως προς την πτωχευτική περιουσία εάν η αξία της παροχής εκ μέρους του οφειλέτη είναι ουσιωδώς μεγαλύτερη της παροχής προς τον οφειλέτη ή της παροχής που παρακρατήθηκε για τον οφειλέτη ή τρίτο και καταρτίστηκαν κατά τους 12 μήνες πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της διαδικασίας της εξυγίανσης. Ο εν λόγω κανόνας ισχύει επίσης αναλογικά στον δικαστικό συμβιβασμό, την αποδοχή μιας απαίτησης και την παραίτηση από απαίτηση.

Επίσης άκυρες είναι οι εμπράγματες ασφάλειες επί της πτωχευτικής περιουσίας που συστάθηκαν σε άμεση συνάρτηση με την παροχή προς τον οφειλέτη, που συστάθηκαν από τον οφειλέτη κατά τους 12 μήνες πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της διαδικασίας της εξυγίανσης και οι εμπράγματες ασφάλειες στο τμήμα της περιουσίας που, κατά την ημέρα σύστασής τους, υπερβαίνει το μισό της αξίας της εξασφαλισμένης παροχής προς τον οφειλέτη από κοινού με τις παρεπόμενες απαιτήσεις που ορίζονται στο συστατικό έγγραφο της εμπράγματης εξασφάλισης, και συστάθηκαν κατά τους 12 μήνες πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της διαδικασίας της εξυγίανσης (άρθρο 304 του νόμου περί αφερεγγυότητας).

Στη διαδικασία της εξυγίανσης, ο εισηγητής δικαστής ενεργώντας αυτεπάγγελτα ή με αίτηση του διαχειριστή της διαδικασίας της αφερεγγυότητας, κηρύσσει άκυρο ως προς την πτωχευτική περιουσία ένα συγκεκριμένο μέρος της αμοιβής, για το διάστημα πριν από την κήρυξη της πτώχευσης που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της διαδικασίας της εξυγίανσης, εάν η αμοιβή για το έργο που παρείχε εκπρόσωπος του πτωχεύσαντα ή εργαζόμενου με καθήκοντα επιχειρησιακής διαχείρισης ή η αμοιβή προσώπου που παρέχει υπηρεσίες διαχείρισης ή εποπτείας της επιχείρησης σύμφωνα με σύμβαση εργασίας, σύμβαση παροχής υπηρεσιών ή απόφαση του διοικητικού οργάνου του πτωχεύσαντα που καταρτίστηκε ή εκδόθηκε πριν από την έναρξη της διαδικασίας της εξυγίανσης είναι ουσιωδώς μεγαλύτερη από τη μέση αμοιβή για αυτό το είδος εργασίας ή υπηρεσιών και δεν δικαιολογείται από τον όγκο της εργασίας, ακόμη κι αν η εν λόγω αμοιβή έχει ήδη καταβληθεί.

Ο εισηγητής δικαστής μπορεί να κηρύξει άκυρη, στο σύνολό της ή εν μέρει, την αμοιβή των παραπάνω προσώπων για το διάστημα μετά την κήρυξη της πτώχευσης ως προς την πτωχευτική περιουσία, εάν δεν δικαιολογείται από τον όγκο του έργου, με δεδομένο ότι ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας ανέλαβε τη διαχείριση (άρθρο 305 του νόμου περί αφερεγγυότητας).

Ο διαχειριστής της αφερεγγυότητας μπορεί να κινήσει διαδικασίες για την κήρυξη ανίσχυρων ορισμένων πράξεων και των διαδικασιών στις οποίες η απαίτηση βασίζεται στην ακυρότητα μιας πράξης.

Μια πράξη δεν μπορεί να κηρυχθεί άκυρη μετά την παρέλευση ενός έτους από την έναρξη της διαδικασίας της εξυγίανσης, εκτός αν η εν λόγω εξουσία είχε παύσει νωρίτερα δυνάμει του Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροΑστικού Κώδικα. Η εν λόγω προθεσμία δεν ισχύει εάν το αίτημα κήρυξης ανίσχυρης μιας πράξης υποβλήθηκε ως ένσταση.

Οι δικαιοπραξίες του πτωχεύσαντα που είναι δυσμενείς για τους πιστωτές και δεν καλύπτονται από τις παραπάνω διατάξεις μπορεί να προσβληθούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροΑστικού Κώδικα περί της προστασίας του πιστωτή έναντι της αφερεγγυότητας του οφειλέτη (άρθρα 306 – 308 του νόμου περί αφερεγγυότητας).

Τελευταία επικαιροποίηση: 09/12/2019

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Η πρωτότυπη γλωσσική έκδοση πορτογαλικά αυτής της σελίδας τροποποιήθηκε πρόσφατα. Η γλωσσική έκδοση που βλέπετε τώρα βρίσκεται στο στάδιο της μετάφρασης.
Υπάρχει ήδη μετάφραση στις ακόλουθες γλώσσες: αγγλικά

Αφερεγγυότητα/πτώχευση - Πορτογαλία

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Σημείωση:

Η νομική βάση για τις πληροφορίες που παρέχονται στο παρόν έγγραφο είναι κατά βάση ο κώδικας αφερεγγυότητας και αναδιοργάνωσης επιχειρήσεων (Código da Insolvência e da Recuperação de Empresas) που εγκρίθηκε με το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 53/2004 της 18ης Μαρτίου 2004, όπως αναθεωρήθηκε τελευταία με τον νόμο αριθ. 84/2019 της 28ης Ιουνίου, ο οποίος θα αναφέρεται πλέον ως «κώδικας αφερεγγυότητας».

Μπορείτε να συμβουλευθείτε τον κώδικα αφερεγγυότητας στα πορτογαλικά, στην καταρχήν πιο πρόσφατη έκδοσή του, στον ιστότοπο της γενικής εισαγγελίας Λισαβόνας: Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροhttp://www.pgdlisboa.pt/leis/lei_mostra_articulado.php?nid=85&tabela=leis

Λόγω του ιδιαίτερα εξειδικευμένου χαρακτήρα των ερωτημάτων που τέθηκαν, των συστάσεων ως προς τις απαντήσεις τις οποίες διατύπωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με το παρόν ερωτηματολόγιο και της υποχρέωσης που απορρέει από το άρθρο 86 του κανονισμού 2015/848 για τα σημεία επαφής του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου για αστικές και εμπορικές υποθέσεις ως προς την παροχή πληροφοριών σχετικά με το εθνικό δίκαιο οι οποίες απευθύνονται, κατά βάση, σε επαγγελματίες σε άλλα κράτη μέλη οι οποίοι ασχολούνται με διασυνοριακές υποθέσεις αφερεγγυότητας, σε πολλές από τις απαντήσεις που ακολουθούν επελέγη η παράθεση των νομικών διατάξεων που εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση, με σκοπό την αποφυγή ανακριβειών στις τεχνικές πληροφορίες που ζητούνται και καθώς κρίθηκε ότι η αντικατάσταση του λεκτικού τους με άλλη επεξήγηση θα είχε ως αποτέλεσμα ένα πιο μακροσκελές κείμενο. Σε άλλες περιπτώσεις, κρίθηκε επαρκές να γίνει αναφορά στις νομικές διατάξεις, χωρίς παράθεσή τους, καθώς και να παρασχεθεί μια σύνοψη των καταστάσεων στις οποίες αυτές εφαρμόζονται.

Οι απαντήσεις στο παρόν έντυπο περιέχουν πληροφορίες για τη διαδικασία αφερεγγυότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του κώδικα αφερεγγυότητας.

Εκτός από την ίδια τη διαδικασία αφερεγγυότητας, ο κώδικας αφερεγγυότητας προβλέπει επίσης δύο ειδικές διαδικασίες: την ειδική διαδικασία διάσωσης (processo especial de revitalização) που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κώδικα αφερεγγυότητας και την ειδική διαδικασία περί συμφωνίας ρύθμισης οφειλών (processo especial para acordo de pagamento) που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 του κώδικα αφερεγγυότητας. Οι πληροφορίες σχετικά με αυτές τις δύο ειδικές διαδικασίες παρέχονται στην απάντηση της ερώτησης 2.

Τα στοιχεία που υπόκεινται σε δημοσιότητα στο πλαίσιο διαδικασιών αφερεγγυότητας (ιδίως αυτά που απαριθμούνται στο άρθρο 24 του κανονισμού 2015/848), στις ειδικές διαδικασίες διάσωσης και στις ειδικές διαδικασίες περί συμφωνίας ρύθμισης οφειλών είναι διαθέσιμα στη δικτυακή πύλη Citius, που είναι ο ιστότοπος που τίθεται στη διάθεση των δικαστηρίων από το Υπουργείο Δικαιοσύνης στην ακόλουθη διεύθυνση:

Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροhttps://www.citius.mj.pt/portal/consultas/ConsultasCire.aspx

ΕΙΔΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ

Στο άρθρο 1 του κώδικα αφερεγγυότητας προβλέπονται τρία διαφορετικά είδη διαδικασιών που μπορούν να κινηθούν για διαφορετικές κατηγορίες πιστωτών:

  1. Η διαδικασία αφερεγγυότητας που μπορεί να αφορά επιχειρήσεις ή φυσικά πρόσωπα
  2. Η ειδική διαδικασία διάσωσης που μπορεί να απευθύνεται μόνο σε επιχειρήσεις (άρθρα 17-A έως 17-J του κώδικα αφερεγγυότητας)
  3. Η ειδική διαδικασία περί συμφωνίας ρύθμισης οφειλών, που μπορεί να απευθύνεται σε οποιονδήποτε οφειλέτη πλην επιχείρησης (άρθρα 222-A έως 222-J του κώδικα αφερεγγυότητας).

Το λεκτικό του άρθρου 1 του κώδικα αφερεγγυότητας έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Σκοπός

1 - Η διαδικασία αφερεγγυότητας είναι διαδικασία γενικής εκτέλεσης που έχει ως σκοπό την ικανοποίηση των πιστωτών με τη μορφή που προβλέπεται σε σχέδιο αφερεγγυότητας το οποίο βασίζεται ιδίως στην αναδιάρθρωση της επιχείρησης που περιλαμβάνεται στην πτωχευτική περιουσία ή, όταν αυτό δεν κρίνεται δυνατό, στη ρευστοποίηση της περιουσίας του αφερέγγυου οφειλέτη και τη διανομή του προϊόντος αυτής στους πιστωτές.

2 - Επιχείρηση που βρίσκεται σε δυσχερή οικονομική κατάσταση ή σε κατάσταση επαπειλούμενης αφερεγγυότητας μπορεί να αιτηθεί από το δικαστήριο την κίνηση της ειδικής διαδικασίας διάσωσης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 17.-A έως 17.-J.

3 - Οφειλέτης άλλου τύπου που βρίσκεται σε οικονομική δυσχέρεια ή σε κατάσταση επαπειλούμενης αφερεγγυότητας μπορεί να αιτηθεί από το δικαστήριο την κίνηση της ειδικής διαδικασίας περί συμφωνίας ρύθμισης οφειλών που προβλέπεται στα 222.-A έως 222.-J.»

Ειδικότερα, όσον αφορά τις διαδικασίες αφερεγγυότητας, από το άρθρο 2 του κώδικα αφερεγγυότητας προκύπτουν τα ακόλουθα:

Οι διαδικασίες αυτές μπορούν να κινηθούν κατά:

  • οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου
  • σχολάζουσας κληρονομιάς
  • ενώσεων χωρίς νομική προσωπικότητα και ειδικών επιτροπών
  • αστικών εταιρειών
  • εμπορικών εταιρειών και αστικών εταιρειών με εμπορική μορφή μέχρι την ημερομηνία οριστικής καταχώρισης της εταιρικής σύμβασης με την οποία συστήνονται
  • συνεταιρισμών, πριν από την καταχώριση της σύστασής τους
  • ατομικών επιχειρήσεων περιορισμένης ευθύνης (estabelecimento individual de responsabilidade limitada)
  • οποιασδήποτε άλλης αυτόνομης περιουσίας.

Οι διαδικασίες δεν μπορούν να κινηθούν κατά:

  • νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και δημοσίων επιχειρήσεων
  • ασφαλιστικών εταιρειών, πιστωτικών ιδρυμάτων, χρηματοδοτικών εταιρειών, επενδυτικών εταιρειών που παρέχουν υπηρεσίες που περιλαμβάνουν την κατοχή κεφαλαίων ή κινητών αξιών τρίτων και οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, στον βαθμό που η ένταξη σε διαδικασία αφερεγγυότητας είναι ασυμβίβαστη με τα ειδικά καθεστώτα που προβλέπονται για τις εν λόγω οντότητες.

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ

Προϋποθέσεις για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας βάσει του άρθρου 1 παράγραφος 1 του κώδικα αφερεγγυότητας:

Η διαδικασία αφερεγγυότητας μπορεί να αποσκοπεί στην αναδιοργάνωση της επιχείρησης ή στην εκκαθάριση της πτωχευτικής περιουσίας και την εξόφληση των πιστωτών.

Στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ο κώδικας αφερεγγυότητας προβλέπει επίσης ειδικές διατάξεις σχετικά με την αφερεγγυότητα των φυσικών προσώπων, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων που δεν ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα και των ιδιοκτητών μικρών επιχειρήσεων, καθώς και την αφερεγγυότητα αμφότερων των συζύγων, στα άρθρα 235 έως 266.

Κίνηση της διαδικασίας

Η διαδικασία αφερεγγυότητας μπορεί να κινηθεί εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του κώδικα αφερεγγυότητας, το λεκτικό του οποίου έχει ως εξής:

«Άρθρο 3

Κατάσταση αφερεγγυότητας

1 – Σε κατάσταση αφερεγγυότητας θεωρείται ότι βρίσκεται οφειλέτης που αδυνατεί να εκπληρώνει τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του.

2 – Νομικά πρόσωπα και αυτόνομες περιουσίες για τα χρέη των οποίων δεν ευθύνεται προσωπικά και απεριόριστα κανένα φυσικό πρόσωπο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, θεωρούνται επίσης αφερέγγυα όταν το παθητικό τους είναι προδήλως μεγαλύτερο από το ενεργητικό τους, κατόπιν αποτίμησης σύμφωνα με τα ισχύοντα λογιστικά πρότυπα.

3 – Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου παύουν να ισχύουν όταν το ενεργητικό υπερβεί το παθητικό, κατόπιν αποτίμησης σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:

a) Λογίζονται στο ενεργητικό και στο παθητικό τα αναγνωρίσιμα στοιχεία, ακόμα και αν δεν εμφανίζονται στον ισολογισμό, στην εύλογη αξία τους

b) Όταν ο οφειλέτης είναι ιδιοκτήτης επιχείρησης, η αποτίμηση βασίζεται σε προσέγγιση συνέχισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας ή εκκαθάρισης, ανάλογα με το ποια εκ των δύο είναι πιθανότερη, αλλά σε κάθε περίπτωση εξαιρουμένου του κονδυλίου της υπεραξίας

c) Δεν περιλαμβάνονται στο παθητικό χρέη που πρέπει να καταβληθούν μόνο από διανεμητέα κεφάλαια ή από το ενεργητικό που απομένει μετά την ικανοποίηση ή τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των υπολοίπων πιστωτών του οφειλέτη.

4 – Η επαπειλούμενη αφερεγγυότητα εξισούται με πραγματική αφερεγγυότητα αν ο οφειλέτης ζητήσει να κηρυχθεί σε αφερεγγυότητα».

Ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση

Επιπλέον, τα άρθρα 18, 19 και 20 του κώδικα αφερεγγυότητας, το λεκτικό των οποίων παρατίθεται στη συνέχεια, προβλέπουν ποιος έχει το δικαίωμα να αιτηθεί την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας και ποιος πρέπει να υποβάλει αίτηση κήρυξής του σε αφερεγγυότητα και υπό ποιες συνθήκες:

«Άρθρο 18

Υποχρέωση του οφειλέτη να υποβάλει αίτηση κήρυξής του σε αφερεγγυότητα

1 – Ο οφειλέτης πρέπει να υποβάλει αίτηση κήρυξής του σε αφερεγγυότητα εντός 30 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία περιήλθε ή θα έπρεπε να περιέλθει σε γνώση της κατάστασης αφερεγγυότητας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1.

2 – Εξαιρούνται από την υποχρέωση υποβολής αίτησης κήρυξής τους σε αφερεγγυότητα τα φυσικά πρόσωπα που δεν είναι ιδιοκτήτες επιχείρησης κατά την ημερομηνία που περιέρχονται σε κατάσταση αφερεγγυότητας.

3 – Όταν ο οφειλέτης είναι ιδιοκτήτης επιχείρησης, τεκμαίρεται αμάχητα ότι υπήρχε γνώση της κατάστασης αφερεγγυότητας μετά την πάροδο τουλάχιστον τριών μηνών από την γενική αθέτηση οποιασδήποτε υποχρέωσης που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο g)».

«Άρθρο 19

Πρόσωπο που υποβάλλει την αίτηση

Αν ο οφειλέτης δεν είναι φυσικό πρόσωπο με ικανότητα δικαίου, αρμόδιο για την υποβολή της αίτησης κήρυξής του σε αφερεγγυότητα είναι το αρμόδιο διοικητικό εταιρικό όργανο ή, εάν δεν υπάρχει τέτοιο όργανο, ένας από τους διευθυντές του».

«Άρθρο 20

Άλλα νομιμοποιούμενα πρόσωπα

1 – Την κήρυξη ενός οφειλέτη σε αφερεγγυότητα μπορεί να αιτηθεί οποιοδήποτε πρόσωπο ευθύνεται εκ του νόμου για τις οφειλές του, οποιοσδήποτε πιστωτής, ακόμα εάν οι απαιτήσεις του είναι υπό αίρεση και ανεξαρτήτως της φύσης αυτών, ή η εισαγγελία για λογαριασμό των φορέων τα συμφέροντα των οποίων εκπροσωπεί εκ του νόμου, εάν συντρέχουν οποιεσδήποτε εκ των κάτωθι προϋποθέσεων:

a) γενική αναστολή εκπλήρωσης ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων

b) μη εκπλήρωση μίας ή περισσότερων υποχρεώσεων η οποία, λόγω του ύψους της ή των περιστάσεων της αθέτησης, υποδεικνύει ότι ο οφειλέτης βρίσκεται σε αδυναμία έγκαιρης εκπλήρωσης της πλειονότητας των υποχρεώσεών του

c) διαφυγή του ιδιοκτήτη της επιχείρησης ή των διευθυντών του οφειλέτη ή εγκατάλειψη του τόπου στον οποίο η επιχείρηση διατηρεί την έδρα της ή ασκεί την κύρια δραστηριότητά της, που σχετίζονται με τη μη φερεγγυότητα του οφειλέτη και χωρίς διορισμό κατάλληλου αντικαταστάτη

d) διασπορά, εγκατάλειψη, εσπευσμένη ή βλαπτική ρευστοποίηση περιουσίας και εικονική δημιουργία απαιτήσεων

e) ανεπάρκεια κατασχετών περιουσιακών στοιχείων για την εξόφληση της απαίτησης του επισπεύδοντος πιστωτή η οποία διαπιστώνεται στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης που έχει κινηθεί κατά του οφειλέτη

f) αθέτηση υποχρεώσεων που προβλέπονται σε σχέδιο αφερεγγυότητας ή πληρωμών υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 218 παράγραφος 1 στοιχείο a) και παράγραφος 2

ζ) γενικευμένη αθέτηση, κατά τη διάρκεια των προηγούμενων έξι μηνών, οφειλών που εμπίπτουν σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες κατηγορίες:

i) φορολογικές

ii) ασφαλιστικές εισφορές

iii) οφειλές που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από την αθέτηση ή τη λύση της

iv) μισθώματα από μίσθωση οποιουδήποτε είδους, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδοτικής, καταβολές τιμήματος αγοράς ή ενυπόθηκου δανείου, που σχετίζονται με τον τόπο στον οποίο ο οφειλέτης ασκεί τη δραστηριότητά του ή διατηρεί την έδρα του ή την κατοικία του

h) ο οφειλέτης είναι μία από τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 και το παθητικό του υπερβαίνει το ενεργητικό του σύμφωνα με τον τελευταίο εγκεκριμένο ισολογισμό ή καθυστερεί περισσότερο από εννέα μήνες σε ό,τι αφορά την έγκριση και την κατάθεση των λογαριασμών του, εάν υπέχει σχετική εκ του νόμου υποχρέωση.

2 – Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν θίγουν τη δυνατότητα εκπροσώπησης των δημόσιων φορέων σύμφωνα με το άρθρο 13».

Τύπος και περιεχόμενο της αίτησης

Οι λόγοι της αίτησης κήρυξης σε αφερεγγυότητα που πρέπει να προβληθούν και να αποδειχθούν προβλέπονται στα άρθρα 23 έως 25 του κώδικα αφερεγγυότητας, το λεκτικό των οποίων ακολουθεί:

«Άρθρο 23

Τύπος και περιεχόμενο της αίτησης

1 – Η αίτηση του ίδιου του οφειλέτη ή πιστωτή για την κήρυξη του οφειλέτη σε αφερεγγυότητα διατυπώνεται με γραπτή αίτηση, στην οποία εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τις προϋποθέσεις της αιτηθείσας κήρυξης και ολοκληρώνεται με τη διατύπωση του αντίστοιχου αιτήματος.

2 – Στην αίτηση, ο αιτών:

a) εφόσον ο οφειλέτης είναι ο ίδιος, αναφέρει εάν η αφερεγγυότητα υφίσταται επί του παρόντος ή επίκειται και, αν ο αιτών είναι φυσικό πρόσωπο, αν επιδιώκει την απαλλαγή από τις εναπομείνασες οφειλές, σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου XII κεφάλαιο I

β) υποδεικνύει τους πραγματικούς και εκ του νόμου διευθυντές του οφειλέτη και τους πέντε μεγαλύτερους πιστωτές του, εκτός από τον ίδιο τον αιτούντα

γ) αν ο οφειλέτης είναι έγγαμος, υποδεικνύει τον/την σύζυγό του και αναφέρει το καθεστώς των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων

δ) επισυνάπτει πιστοποιητικό ληξιαρχείου, εμπορικού μητρώου ή άλλου δημόσιου μητρώου στο οποίο μπορεί να υπόκειται ο οφειλέτης.

3 – Αν δεν είναι δυνατό για τον αιτούντα να υποβάλει τα στοιχεία και να επισυνάψει τα έγγραφα της προηγούμενης παραγράφου, ζητεί να τα προσκομίσει ο οφειλέτης».

«Άρθρο 24

Έγγραφα που προσκομίζονται από τον οφειλέτη

1 – Αν ο αιτών είναι ο ίδιος ο οφειλέτης, επισυνάπτει επίσης στην αίτηση τα ακόλουθα έγγραφα:

a) αλφαβητικό κατάλογο όλων των πιστωτών, στον οποίο αναφέρεται η διεύθυνση των πιστωτών, το ύψος των απαιτήσεών τους, η ημερομηνία κατά την οποία οι απαιτήσεις καθίστανται ληξιπρόθεσμες και το είδος, τυχόν ασφάλειες των οποίων απολαύουν καθώς και τυχόν ειδικές σχέσεις του άρθρου 49.

b) αναφορά και προσδιορισμό όλων των αγωγών και εκτελέσεων που εκκρεμούν εναντίον του

c) έγγραφο στο οποίο διευκρινίζεται η δραστηριότητα ή δραστηριότητες του οφειλέτη κατά τα τελευταία τρία έτη και οι εγκαταστάσεις των οποίων είναι ιδιοκτήτης, καθώς και τις εικαζόμενες, σύμφωνα με τον οφειλέτη, αιτίες της κατάστασης στην οποία βρίσκεται

d) έγγραφο στον οποίο προσδιορίζεται ο κληρονομούμενος, σε περίπτωση σχολάζουσας κληρονομιάς, οι εταίροι, οι συνεργάτες ή τα γνωστά μέλη του νομικού προσώπου, εάν υπάρχουν και, στις υπόλοιπες περιπτώσεις κατά τις οποίες η αφερεγγυότητα δεν αφορά φυσικό πρόσωπο, τα πρόσωπα που σύμφωνα με τον νόμο ευθύνονται για τις απαιτήσεις αφερεγγυότητας

e) κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων που κατέχει υπό καθεστώς μίσθωσης ακινήτου ή κινητού ή χρηματοδοτικής μίσθωσης ή πώλησης με παρακράτηση κυριότητας και όλων των υπολοίπων περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων των οποίων είναι κύριος ή δικαιούχος, αναφέροντας τη φύση τους, τον τόπο στον οποίο βρίσκονται, στοιχεία καταχώρησης, αν υπάρχουν, αξία κτήσης και εκτίμηση της τρέχουσας αξίας τους

f) αν ο οφειλέτης υποχρεούται να τηρεί λογιστικά βιβλία και στοιχεία, τους ετήσιους λογαριασμούς για τα τρία τελευταία οικονομικά έτη και τις συναφείς εκθέσεις πεπραγμένων της διοίκησης, παρακολούθησης και ελέγχου, γνωμοδοτήσεις του εποπτικού οργάνου και έγγραφα νομικής πιστοποίησης, εφόσον είναι υποχρεωτικά ή εφόσον υπάρχουν, και πληροφορίες ως προς τις σημαντικότερες μεταβολές των περιουσιακών στοιχείων που επήλθαν μετά την ημερομηνία των τελευταίων λογαριασμών και για τις πράξεις οι οποίες, λόγω της φύσης, του αντικειμένου ή της διάστασής τους, υπερβαίνουν τις τρέχουσες επιχειρηματικές δραστηριότητες του οφειλέτη

g) στην περίπτωση εταιρείας που περιλαμβάνεται σε ενοποιημένους λογαριασμούς, τις ενοποιημένες εκθέσεις πεπραγμένων της διοίκησης, τους ετήσιους ενοποιημένους λογαριασμούς και τα λοιπά λογιστικά έγγραφα των τριών τελευταίων οικονομικών ετών, καθώς και τις αντίστοιχες εκθέσεις παρακολούθησης και ελέγχου, τις γνωμοδοτήσεις του εποπτικού οργάνου, τα έγγραφα νομικής πιστοποίησης και τις εκθέσεις των ενδοομιλικών συναλλαγών που καταρτίστηκαν την ίδια περίοδο

h) τις ειδικές εκθέσεις και λογαριασμούς και τις τριμηνιαίες και εξαμηνιαίες πληροφορίες, σε μεμονωμένη και ενοποιημένη βάση, που αναφέρονται σε ημερομηνίες μεταγενέστερες του τελευταίου οικονομικού έτους και τις οποίες η εταιρεία υποχρεούται να υποβάλει σύμφωνα με τον κώδικα περί κινητών αξιών (Código dos Valores Mobiliários) και τους κανόνες της επιτροπής κεφαλαιαγοράς (Comissão do Mercado de Valores Mobiliários).

i) Κατάλογο του προσωπικού που απασχολεί ο οφειλέτης.

2 – Ο οφειλέτης υποχρεούται επίσης:

a) να προσκομίσει έγγραφο που πιστοποιεί τις εξουσίες των διευθυντών που το εκπροσωπούν και αντίγραφο της πράξης που τεκμηριώνει τη διαβούλευση ως προς την κατάθεση της αίτησης από το αντίστοιχο εταιρικό διαχειριστικό όργανο, κατά περίπτωση

b) να αιτιολογήσει τη μη προσκόμιση ή μη συμμόρφωση οποιωνδήποτε εκ των εγγράφων που απαιτούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1.

3 – Με την επιφύλαξη μεταγενέστερης υποβολής αίτησης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 223 και επ., η αίτηση που υποβάλλεται από τον οφειλέτη μπορεί να συνοδεύεται από σχέδιο αφερεγγυότητας.»

«Άρθρο 25

Υποβολή αίτησης από τρίτον νομιμοποιούμενο

1 – Αν η αίτηση δεν υποβάλλεται από τον ίδιο τον οφειλέτη, ο αιτών την κήρυξη της αφερεγγυότητας πρέπει να αιτιολογήσει στην αίτησή του την προέλευση, τη φύση και το ύψος της απαίτησής του, ή την ευθύνη του σχετικά με τις απαιτήσεις αφερεγγυότητας, ανάλογα με την περίπτωση, και να υποβάλει με την αίτηση τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του σχετικά με το ενεργητικό και το παθητικό του οφειλέτη.

2 – Ο αιτών πρέπει επίσης να υποβάλει όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του και υποχρεούται να παρουσιάσει τους μάρτυρες που έχουν προταθεί, εντός των ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 511 του κώδικα πολιτικής δικονομίας.»

Ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας και προθεσμίες

Η ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας, οι προθεσμίες για την άσκηση ανακοπής ή/και για την έκδοση απόφασης, καθώς για την απόφαση με την οποία κηρύσσεται η αφερεγγυότητα καθορίζονται κυρίως στα άρθρα 4, 27 έως 30, 35 και 36 του κώδικα αφερεγγυότητας, τα οποία παρατίθενται κατωτέρω:

«Άρθρο 4

Ημερομηνία κήρυξης της αφερεγγυότητας και έναρξη της διαδικασίας

1 – Όταν η ακρίβεια μπορεί να έχει βαρύνουσα σημασία, οι παραπομπές του παρόντος κώδικα στην ημερομηνία κήρυξης της αφερεγγυότητας νοούνται ως αναφορές στην ώρα έκδοσης της απόφασης.

2 – Όλες οι προθεσμίες που καθορίζονται στον παρόντα κώδικα μέχρι το τέλος της διαδικασίας αφερεγγυότητας πρέπει επίσης να καλύπτουν την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας αυτής και της ημερομηνίας της κήρυξης της αφερεγγυότητας.

3 – Εάν η αφερεγγυότητα έχει κηρυχθεί σε διαδικασία η οποία θα έπρεπε να είχε ανασταλεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2, λόγω προγενέστερης εκκρεμούσας διαδικασίας που έχει κινηθεί κατά του ίδιου οφειλέτη, η ημερομηνία έναρξης αυτής θα χρησιμοποιείται για τους σκοπούς των προθεσμιών της προηγούμενης παραγράφου το ίδιο ισχύει σε περίπτωση αναστολής της προγενέστερης διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 264 παράγραφος 3 στοιχείο b).»

«Άρθρο 27

Προσωρινή αξιολόγηση

1 – Την ημέρα της διανομής ή, αν αυτό δεν είναι δυνατό, έως και την τρίτη εργάσιμη ημέρα μετά απ’ αυτήν, ο δικαστής:

a) απορρίπτει προσωρινά την αίτηση κήρυξης αφερεγγυότητας αν αυτή είναι προδήλως αβάσιμη ή αν σε περίπτωση πρόδηλων ανυπέρβλητων παρελκυστικών εξαιρέσεων τις οποίες πρέπει να λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως

b) παραχωρεί στον αιτούντα, υπό ποινή απόρριψης, προθεσμία πέντε ημερών για τη διόρθωση των ιάσιμων πλημμελειών της αίτησης, ιδίως όταν η αίτηση δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του νόμου ή δεν συνοδεύεται από τα απαραίτητα για την κατάθεσή της έγγραφα, σε περιπτώσεις όπου η εν λόγω έλλειψη δεν δικαιολογείται δεόντως.

2 — Σε περίπτωση αίτησης του οφειλέτη για την κήρυξή του σε αφερεγγυότητα, διαταγή προσωρινής απόρριψης που δεν βασίζεται, εν όλω ή εν μέρει, στη μη προσκόμιση των εγγράφων του άρθρου 24 παράγραφος 2 στοιχείο a) δημοσιεύεται στη δικτυακή πύλη Citius εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 38 παράγραφος 8 και περιλαμβάνει τα στοιχεία του άρθρου 37 παράγραφος 8.»

«Άρθρο 28

Άμεση κήρυξη σε κατάσταση αφερεγγυότητας

Η αίτηση του οφειλέτη για την κήρυξή του σε αφερεγγυότητα συνεπάγεται ότι αυτός αναγνωρίζει την κατάσταση αφερεγγυότητας στην οποία βρίσκεται, η οποία κηρύσσεται μέχρι την τρίτη εργάσιμη ημέρα μετά τη διανομή της αρχικής αίτησης ή, σε περίπτωση ιάσιμων πλημμελειών, μετά την ίασή τους.»

«Άρθρο 29

Κλήτευση του οφειλέτη

1 – Με την επιφύλαξη του άρθρου 31 παράγραφος 3, εάν η αίτηση δεν υποβληθεί από τον ίδιο τον οφειλέτη και δεν υπάρχει λόγος προσωρινής απόρριψής της, ο δικαστής διατάζει την κλήτευση του οφειλέτη εντός της προθεσμίας του προηγούμενου άρθρου.

2 – Στην κλήση, ο οφειλέτης ενημερώνεται για τις επιπτώσεις της παραγράφου 5 του επόμενου άρθρου, καθώς και για το ότι τα έγγραφα του άρθρου 24 παράγραφος 1 πρέπει να είναι έτοιμα για άμεση παράδοση στον διαχειριστή αφερεγγυότητας σε περίπτωση κήρυξης της αφερεγγυότητας.»

«Άρθρο 30

Ανακοπή του οφειλέτη

1 – Εντός 10 ημερών ο οφειλέτης μπορεί να ασκήσει ανακοπή, για την οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 25 παράγραφος 2.

2 – Με την επιφύλαξη των διατάξεων της επόμενης παραγράφου, ο οφειλέτης, υπό ποινή απόρριψης, επισυνάπτει στην ανακοπή τον κατάλογο των πέντε μεγαλύτερων πιστωτών του, εξαιρουμένου του αιτούντος, αναφέροντας τη διεύθυνση του καθενός.

3 – Η ανακοπή του οφειλέτη στην αίτηση πιστωτή για κήρυξή του σε αφερεγγυότητα μπορεί να βασίζεται στην απουσία των περιστατικών στα οποία βασίζεται η υποβληθείσα αίτηση ή σε ανυπαρξία της κατάστασης αφερεγγυότητας.

4 – Είναι ευθύνη του οφειλέτη να αποδείξει τη φερεγγυότητά του, βάσει υποχρεωτικά τηρουμένων λογιστικών στοιχείων, κατά περίπτωση, που τηρούνται με τη δέουσα οργάνωση και επιμέλεια, με την επιφύλαξη του άρθρου 3 παράγραφος 3.

5 – Εάν δεν έχει χορηγηθεί εξαίρεση του οφειλέτη ως προς την παράστασή του στη συζήτηση σύμφωνα με το άρθρο 12 και ο οφειλέτης δεν έχει ασκήσει ανακοπή, τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στην αρχική αίτηση θεωρούνται καθομολογημένα και κηρύσσεται η αφερεγγυότητα την εργάσιμη ημέρα που έπεται της λήξης της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, εάν τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά πληρούν τις προϋποθέσεις οποιουδήποτε σημείου του άρθρου 20 παράγραφος 1.»

«Άρθρο 35

Συζήτηση και έκδοση απόφασης

1 – Αν ο οφειλέτης ασκήσει ανακοπή ή εξαιρεθεί από την ακρόαση, ορίζεται αμέσως, για μία από τις επόμενες πέντε ημέρες, συζήτηση για την έκδοση απόφασης, γεγονός που κοινοποιείται στον αιτούντα, στον οφειλέτη και σε όλους τους πραγματικούς και εκ του νόμου διευθυντές που αναφέρονται στην αρχική αίτηση, ώστε να παραστούν αυτοπροσώπως ή να εκπροσωπηθούν από πρόσωπο εξουσιοδοτημένο να προβεί σε συμβιβασμό.

2 – Αν ο οφειλέτης ή ο εκπρόσωπός του δεν παραστούν, τα γεγονότα που αναφέρονται στην αρχική αίτηση θεωρούνται καθομολογημένα, σε περίπτωση που ο οφειλέτης δεν έχει εξαιρεθεί από την ακρόαση σύμφωνα με το άρθρο 12.

3 – Αν δεν υφίστανται οι περιστάσεις της προηγούμενης παραγράφου, σε περίπτωση που ο αιτών δεν παραστεί, είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω εκπροσώπου, το γεγονός αυτό ισοδυναμεί με παραίτηση από την αίτηση.

4 – Ο δικαστής καταχωρίζει αμέσως στα πρακτικά, ανάλογα με την περίπτωση, είτε απόφαση κήρυξης της αφερεγγυότητας, αν τα γεγονότα που αναφέρονται στην αρχική αίτηση μπορούν να υπαχθούν στο άρθρο 20 παράγραφος 1, είτε απόφαση με την οποία επικυρώνεται η παραίτηση από την αίτηση.

5 – Αν παραστούν αμφότεροι οι διάδικοι, ή μόνο ο αιτών ή μόνο ο εκπρόσωπός του, αλλά ο οφειλέτης έχει εξαιρεθεί από την ακρόαση, ο δικαστής εκδίδει διαταγή προσδιορισμού του αντικειμένου της διαφοράς και απαρίθμησης των αποδεικτικών στοιχείων.

6 – Στη συνέχεια, λαμβάνεται απόφαση ως προς τις προβληθείσες απαιτήσεις και αμέσως μετά ακολουθεί η προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων.

7 – Μετά την ολοκλήρωση της προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων, πραγματοποιείται προφορική συζήτηση και στη συνέχεια το δικαστήριο εκδίδει απόφαση.

8 – Αν δεν είναι δυνατή η έκδοση της απόφασης αμέσως, αυτή εκδίδεται εντός πέντε ημερών.»

«Άρθρο 36

Απόφαση κήρυξης της αφερεγγυότητας

1 – Στην απόφαση με την οποία κηρύσσεται η αφερεγγυότητα, ο δικαστής:

a) αναφέρει την ημερομηνία και την ώρα της δημοσίευσης της απόφασης, ενώ σε αντίθετη περίπτωση θεωρείται ότι η απόφαση εκδόθηκε το μεσημέρι

b) προσδιορίζει τον αφερέγγυο οφειλέτη, αναφέροντας την έδρα ή τον τόπο κατοικίας του

c) προσδιορίζει τους πραγματικούς και εκ του νόμου διευθυντές του οφειλέτη, αναφέροντας παράλληλα τη διεύθυνσή τους, καθώς και τον ίδιο τον οφειλέτη, εφόσον αυτός είναι φυσικό πρόσωπο

d) διορίζει τον διαχειριστή αφερεγγυότητας, αναφέροντας την επαγγελματική του έδρα

e) διατάσσει τη διασφάλιση της διαχείρισης της πτωχευτικής περιουσίας από τον οφειλέτη εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 224 παράγραφος 2

f) διατάσσει την άμεση παράδοση από τον οφειλέτη στον διαχειριστή αφερεγγυότητας των εγγράφων του άρθρου 24 παράγραφος 1 τα οποία δεν έχουν ακόμη συμπεριληφθεί στον φάκελο

g) διατάσσει την κατάσχεση, προς άμεση παράδοση στον διαχειριστή αφερεγγυότητας, των λογιστικών βιβλίων και στοιχείων του οφειλέτη και όλων των περιουσιακών στοιχείων του, ακόμα και αν αυτά έχουν κατασχεθεί, ενεχυριαστεί ή άλλως δεσμευτεί ή παρακρατηθεί, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 150 παράγραφος 1

h) διατάσσει την παράδοση στην εισαγγελία, για κάθε νόμιμη χρήση, των στοιχείων που υποδεικνύουν την τέλεση εγκλήματος

i) αν έχει στη διάθεσή του στοιχεία που δικαιολογούν την κίνηση της διαδικασίας χαρακτηρισμού της αφερεγγυότητας (qualificação da insolvência), κηρύσσει την έναρξη της διαδικασίας χαρακτηρισμού, πλήρους ή περιορισμένης έκτασης, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 187

j) προσδιορίζει προθεσμία έως και 30 ημερών για την αναγγελία απαιτήσεων

l) ενημερώνει τους πιστωτές ότι πρέπει να γνωστοποιήσουν αμελλητί στον διαχειριστή αφερεγγυότητας τις εμπράγματες ασφάλειες των οποίων απολαύουν

m) γνωστοποιεί στους οφειλέτες του αφερέγγυου οφειλέτη ότι οι πληρωμές τους πρέπει να καταβληθούν στον διαχειριστή αφερεγγυότητας και όχι στον αφερέγγυο οφειλέτη

n) προσδιορίζει ημερομηνία και ώρα, η οποία θα είναι από 45 έως 60 ημέρες αργότερα, για τη συνέλευση των πιστωτών του άρθρου 156, η οποία ονομάζεται «συνέλευση για την αξιολόγηση της έκθεσης» (assembleia de apreciação do relatório), ή δηλώνει, αιτιολογημένα, ότι δεν απαιτείται η διενέργεια της εν λόγω συνέλευσης.

2 – Η τελευταία διάταξη του στοιχείου n) της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου προβλέπεται η υποβολή σχεδίου αφερεγγυότητας ή όπου έχει οριστεί ότι η διαχείριση της αφερεγγυότητας θα πραγματοποιηθεί από τον οφειλέτη.

3 – Αν δεν προσδιοριστεί ημέρα για τη διενέργεια της συνέλευσης για την αξιολόγηση της έκθεσης σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο n), και οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος, εντός της προθεσμίας αναγγελίας απαιτήσεων στο δικαστήριο, ζητήσει από το δικαστήριο τη σύγκληση της συνέλευσης, ο δικαστής ορίζει ημέρα και ώρα για τη διενέργειά της η οποία είναι 45 έως 60 ημέρες μετά την ημερομηνία της απόφασης κήρυξης της αφερεγγυότητας.

4 – Αν δεν προσδιοριστεί ημερομηνία για τη συνέλευση αξιολόγησης της έκθεσης σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο n), οι προθεσμίες που προβλέπονται στον παρόντα κώδικα, οι οποίες υπολογίζονται με σημείο αναφοράς την ημερομηνία διενέργειας της εν λόγω συνέλευσης, τρέχουν με σημείο αναφοράς την τεσσαρακοστή πέμπτη ημέρα από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης κήρυξης της αφερεγγυότητας.

5 – Ο δικαστής που αποφάσισε τη μη διενέργεια της συνέλευσης εξέτασης της έκθεσης, πρέπει, στην απόφαση, να προσαρμόσει τη σχετική διαδικασία σ’ αυτό το γεγονός, λαμβάνοντας υπόψη τη συγκεκριμένη υπόθεση.»

Κοινοποίηση και δημοσιότητα της απόφασης

Η κοινοποίηση και η δημοσιότητα της απόφασης κήρυξης της αφερεγγυότητας προβλέπονται στα άρθρα 37 και 38 του κώδικα αφερεγγυότητας, το λεκτικό των οποίων ακολουθεί:

«Άρθρο 37

Κοινοποίηση της απόφασης και επίδοση

1 – Η απόφαση επιδίδεται άμεσα στους διευθυντές του οφειλέτη των οποίων η διεύθυνση έχει προσδιοριστεί, με τον τρόπο και με τον τρόπο που προβλέπεται από το δικονομικό δίκαιο της ως προς τις επιδόσεις, και τους αποστέλλονται επίσης αντίγραφα της αίτησης.

2 – Με την επιφύλαξη των κοινοποιήσεων που είναι υποχρεωτικές σύμφωνα με το εργατικό δίκαιο, ιδίως προς το ταμείο εγγύησης μισθών (Fundo de Garantia Salarial), η απόφαση κοινοποιείται επίσης στην εισαγγελία, το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Instituto de Segurança Social), τον αιτούντα την κήρυξη της πτώχευσης, τον οφειλέτη, όπως προβλέπεται για τις επιδόσεις, αν η απόφαση δεν του έχει ήδη επιδοθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας, και, αν ο οφειλέτης είναι ιδιοκτήτης επιχείρησης, στην επιτροπή των εργαζομένων.

3 – Κοινοποίηση διενεργείται προς τους πέντε μεγαλύτερους γνωστούς πιστωτές, εκτός του αιτούντος, σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή με συστημένη επιστολή, ανάλογα με το αν διατηρούν τη συνήθη διαμονή, έδρα ή κατοικία τους στην Πορτογαλία.

4 – Οι γνωστοί πιστωτές που διατηρούν τη συνήθη διαμονή, κατοικία ή έδρα τους σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο στο οποίο κινήθηκε η διαδικασία, συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών αρχών και των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης των εν λόγω κρατών μελών, λαμβάνουν αμέσως κοινοποίηση με συστημένη επιστολή, σύμφωνα με το άρθρο 54 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/848 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015.

5 – Σε περίπτωση απαιτήσεων του Δημοσίου, δημόσιων οργανισμών που δεν είναι δημόσιες επιχειρήσεις ή φορέων κοινωνικής ασφάλισης, η επίδοση ή κοινοποίηση γίνεται με συστημένη επιστολή.

6 – Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων δεν θίγουν τη δυνατότητα επίδοσης ή κοινοποίησης με ηλεκτρονικά μέσα, υπό τους όρους που καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.

7 – Η κοινοποίηση προς τους λοιπούς πιστωτές και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη διενεργείται με δημόσια ανακοίνωση, με περίοδο χάριτος πέντε ημερών, η οποία αναρτάται στην έδρα ή στην κατοικία του οφειλέτη, στις εγκαταστάσεις του και στο ίδιο το δικαστήριο, και με ανακοίνωση που δημοσιεύεται στη δικτυακή πύλη Citius.

8 – Οι δημόσιες ανακοινώσεις και οι δημοσιεύσεις της προηγούμενης παραγράφου πρέπει να αναφέρουν τον αριθμό της διαδικασίας, την περίοδο χάριτος και τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής ή ανακοπής και να περιλαμβάνουν τα στοιχεία και τις πληροφορίες που αναφέρονται στα στοιχεία a) έως e) και i) έως n) του προηγούμενου άρθρου καθώς και να αναφέρουν ότι η προθεσμία προσφυγής, ανακοπής και αναγγελλίας απαιτήσεων αρχίζει να τρέχει μετά τη λήξη της περιόδου χάριτος, και ότι η εν λόγω περίοδος χάριτος τρέχει από τη δημοσίευση της ανακοίνωσης της προηγούμενης παραγράφου.»

«Άρθρο 38

Δημοσιότητα και μητρώο

[…]

2 – Η κήρυξη της αφερεγγυότητας και ο διορισμός διαχειριστή αφερεγγυότητας καταχωρίζονται αυτεπαγγέλτως, με βάση το αντίστοιχο πιστοποιητικό, που αποστέλλεται για τον σκοπό αυτό από τη γραμματεία:

a) στο ληξιαρχείο, αν ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο

b) στο εμπορικό μητρώο, αν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με τον αφερέγγυο οφειλέτη που υπόκεινται σε υποχρέωση καταχώρισης

c) στον φορέα που είναι υπεύθυνος για την τήρηση άλλου δημόσιου μητρώου στο οποίο υπόκειται, ενδεχομένως, ο οφειλέτης.

3 – Με την επιφύλαξη του άρθρου 43 παράγραφος 5 του κώδικα κτηματολογίου (Código de Registo Predial), η κήρυξη της αφερεγγυότητας καταχωρίζεται και στο κτηματολόγιο για τα στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας, σύμφωνα με το πιστοποιητικό του δικαστηρίου ως προς την οριστική απόφαση κήρυξης σε αφερεγγυότητα, εφόσον η υπηρεσία μητρώου δεν είναι σε θέση να έχει ηλεκτρονική πρόσβαση στις απαιτούμενες πληροφορίες, καθώς και με τη δήλωση του διαχειριστή αφερεγγυότητας η οποία προσδιορίζει τα εν λόγω στοιχεία.

4 – Όταν η καταχώριση της προηγούμενης παραγράφου είναι προσωρινή, διενεργείται βάσει των πληροφοριών που περιέχονται στον δικτυακό τόπο του δικαστηρίου σύμφωνα με την παράγραφο 6 στοιχείο b)και τη δήλωση του διαχειριστή αφερεγγυότητας η οποία προσδιορίζει τα στοιχεία.

5 – Εάν υπάρχει στο μητρώο, ως προς τα στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας, οποιαδήποτε εγγραφή κτήσης ή αναγνώρισης του δικαιώματος κυριότητας ή της απλής κατοχής υπέρ προσώπου άλλου από τον αφερέγγυο οφειλέτη, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας περιλαμβάνει στο φάκελο πιστοποιητικό των αντίστοιχων εγγραφών.

6 – Η γραμματεία:

a) καταχωρίζει αυτεπαγγέλτως την κήρυξη της αφερεγγυότητας και τον διορισμό διαχειριστή αφερεγγυότητας στο μηχανογραφικό μητρώο εκτελέσεων που συστάθηκε από τον κώδικα πολιτικής δικονομίας

b) φροντίζει για τη δημοσίευση των εν λόγω πληροφοριών, καθώς και για την προθεσμία αναγγελίας απαιτήσεων, στην ιστοσελίδα του δικαστηρίου

c) γνωστοποιεί την κήρυξη της αφερεγγυότητας στην Τράπεζα της Πορτογαλίας ώστε αυτή να προχωρήσει στην καταχώρισή της στην κεντρική βάση πιστωτικών κινδύνων.

7 – Η έδρα του διαχειριστή αφερεγγυότητας αναγράφεται στα μητρώα διορισμού του.

8 – Όλες οι σχετικές με τη δημοσιότητα και την καταχώριση διατυπώσεις πρέπει να έχουν διεκπεραιωθεί εντός πέντε ημερών.

9 – Η δημοσιότητα και η καταχώριση της απόφασης κίνησης της διαδικασίας αφερεγγυότητας στην αλλοδαπή και, κατά περίπτωση, της απόφασης διορισμού διαχειριστή αφερεγγυότητας σύμφωνα με τα άρθρα 28 και 29 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/848 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ης Μαΐου 2015, πρέπει να ζητηθούν από το πορτογαλικό δικαστήριο του τόπου εγκατάστασης του οφειλέτη ή, σε αντίθετη περίπτωση, στο από το εμποροδικείο Λισαβόνας, και το δικαστήριο μπορεί να ζητήσει επίσημη μετάφραση από πρόσωπο εξουσιοδοτημένο προς τούτο σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

10 – Με την επιφύλαξη των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, αν το δίκαιο του κράτους της διαδικασίας αφερεγγυότητας προβλέπει καταχώριση η οποία δεν προβλέπεται από το πορτογαλικό δίκαιο, προσδιορίζεται το μητρώο με τις μεγαλύτερες ομοιότητες.

11 – Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 9, η δημοσίευση σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/848 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, προσδιορίζεται αυτοδικαίως από τις αρμόδιες υπηρεσίες μητρώου εάν ο οφειλέτης διαθέτει εγκατάσταση στην Πορτογαλία.»

Συντηρητικά μέτρα

Η δυνατότητα να διαταχθούν συντηρητικά μέτρα προβλέπεται στο άρθρο 31 του κώδικα αφερεγγυότητας, το λεκτικό του οποίου έχει ως εξής:

«Άρθρο 31

Συντηρητικά μέτρα

1 – Αν υπάρχουν αιτιολογημένοι φόβοι για πράξεις κακοδιαχείρισης, ο δικαστής, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως του αιτούντος, διατάσσει τα συντηρητικά μέτρα που είναι αναγκαία ή πρόσφορα για την πρόληψη της υποβάθμισης της περιουσιακής κατάστασης του οφειλέτη μέχρι την έκδοση δικαστικής απόφασης.

2 – Τα συντηρητικά μέτρα μπορούν ιδίως να συνίστανται στον διορισμό προσωρινού συνδίκου με αποκλειστικές εξουσίες για τη διαχείριση της περιουσίας του οφειλέτη ή στην παροχή συνδρομής στον οφειλέτη στην εν λόγω διαχείριση.

3 – Η λήψη συντηρητικών μέτρων μπορεί να πραγματοποιηθεί πριν από την κλήτευση του οφειλέτη, σε περίπτωση που η εν λόγω πρόληψη κριθεί απαραίτητη προκειμένου να μην τεθεί σε κίνδυνο η αποτελεσματικότητά τους, ωστόσο η κλήτευση δεν μπορεί να διενεργηθεί σε καμία περίπτωση περισσότερο από 10 ημέρες μετά την προθεσμία που άλλως θα ίσχυε.»

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΑΣΩΣΗΣ

Προϋποθέσεις για την έναρξη της ειδικής διαδικασίας διάσωσης βάσει του άρθρου 1 παράγραφος 2 του κώδικα αφερεγγυότητας:

Η δεύτερη ως άνω διαδικασία, που προβλέπεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κώδικα αφερεγγυότητας, είναι η ειδική διαδικασία αφερεγγυότητας, την κίνηση της οποίας μπορεί να αιτηθεί εταιρεία η οποία βρίσκεται σε δυσχερή οικονομική κατάσταση ή σε κατάσταση επαπειλούμενης αφερεγγυότητας.

Σκοπός και διατυπώσεις της ειδικής διαδικασίας διάσωσης

Ο σκοπός της ειδικής διαδικασίας διάσωσης, η υποβολή σχετικής αίτησης και οι διατυπώσεις της, καθώς και η έννοια της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης καθορίζονται, αντίστοιχα, στα άρθρα 17-A, 17-B και 17-C του κώδικα αφερεγγυότητας, το λεκτικό των οποίων ακολουθεί.

«Άρθρο 17-A

Σκοπός και φύση της ειδικής διαδικασίας διάσωσης

1 – Η ειδική διαδικασία διάσωσης έχει σκοπό να επιτρέψει στην επιχείρηση που έχει αποδειχθεί ότι βρίσκεται σε δυσχερή οικονομική κατάσταση ή σε κατάσταση επαπειλούμενης αφερεγγυότητας, αλλά που εξακολουθεί να είναι ικανή να ανακάμψει, να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές της προκειμένου να συνάψει μ’ αυτούς συμφωνία η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα την αναδιοργάνωσή της.

2 – Η διαδικασία της προηγούμενης παραγράφου μπορεί να χρησιμοποιηθεί από οποιαδήποτε επιχείρηση η οποία βεβαιώνει με γραπτή και υπογεγραμμένη δήλωση ότι πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις εξυγίανσης και η οποία, εφόσον ο έλεγχος των λογαριασμών της είναι υποχρεωτικός από τον νόμο, υποβάλλει δήλωση υπογεγραμμένη από ορκωτό λογιστή ή ελεγκτή, με ημερομηνία που δεν υπερβαίνει τις 30 ημέρες πριν, με την οποία βεβαιώνεται ότι η επιχείρηση δεν βρίσκεται επί του παρόντος σε κατάσταση αφερεγγυότητας σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 3,

3 – Η ειδική διαδικασία διάσωσης έχει επείγοντα χαρακτήρα και εφαρμόζεται σε όλους τους κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα κώδικα και δεν είναι ασύμβατοι προς τη φύση της.»

«Άρθρο 17-B

Έννοια της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης

Για τους σκοπούς του παρόντος κώδικα, μια επιχείρηση βρίσκεται σε δυσχερή οικονομική κατάσταση όταν αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες όσον αφορά την έγκαιρη εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, ιδίως λόγω της έλλειψης ρευστότητας ή λόγω της μη πρόσβασής της σε πίστωση.»

«Άρθρο 17-C

Αίτηση και διατυπώσεις

1 – Η ειδική διαδικασία διάσωσης κινείται με την έκφραση της βούλησης της επιχείρησης και του ή των πιστωτών της που δεν διαθέτουν ιδιαίτερη σχέση με την επιχείρηση αλλά κατέχουν τουλάχιστον το 10 % των προνομιούχων απαιτήσεων, οι οποίες αναγγέλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο b) η εν λόγω βούληση εκφράζεται με γραπτή δήλωση ως προς την έναρξη διαπραγματεύσεων που θα οδηγήσουν στη διάσωση της επιχείρησης με την έγκριση σχεδίου αναδιοργάνωσης.

2 – Η δήλωση της προηγούμενης παραγράφου πρέπει να υπογράφεται από όλους τους δηλούντες και να φέρει ημερομηνία υπογραφής.

3 – Η επιχείρηση υποβάλλει στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την κήρυξή της σε αφερεγγυότητα αίτηση με την οποία εκφράζεται η βούληση της παραγράφου 1 και η οποία συνοδεύεται από τα ακόλουθα έγγραφα:

a) τη γραπτή αίτηση των προηγούμενων παραγράφων

b) αντίγραφο των εγγράφων που απαριθμούνται στο άρθρο 24 παράγραφος 1, τα οποία παραμένουν διαθέσιμα στη γραμματεία του δικαστηρίου ώστε οι πιστωτές να τα συμβουλεύονται καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας

c) πρόταση για σχέδιο αναδιοργάνωσης το οποίο συνοδεύεται τουλάχιστον από την περιγραφή της περιουσιακής, οικονομικής και πιστωτικής θέσης της εταιρείας.

4 – Μετά την κατάθεση της αίτησης που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο, ο δικαστής διορίζει αμέσως, με απόφαση, προσωρινό σύνδικο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 έως 34, τηρουμένων των αναλογιών.

5 – Η απόφαση της προηγούμενης παραγράφου κοινοποιείται αμέσως στην επιχείρηση και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 37 και 38, τηρουμένων των αναλογιών.

6 – Κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της επιχείρησης και του ή των πιστωτών που πληρούν τις διατάξεις της παραγράφου 1 και κατέχουν απαιτήσεις που ανέρχονται τουλάχιστον σε 5 % των σχετικών απαιτήσεων ή κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της επιχείρησης, ο δικαστής μπορεί να μειώσει το ανώτατο όριο του 10 % της παραγράφου 1, λαμβάνοντας υπόψη κατά την εξέταση της αίτησης το απόλυτο ποσό των σχετιζόμενων απαιτήσεων και τη σύνθεση των πιστωτών.

7 – Αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αίτησης του προσωρινού συνδίκου, επισυνάπτονται στον φάκελο οι ειδικές διαδικασίες διάσωσης που έχουν κινηθεί από εμπορικές εταιρείες με τις οποίες η εταιρεία βρίσκεται σε σχέση ελέγχου ή ομίλου σύμφωνα με τους όρους του κώδικα εμπορικών εταιρειών και η εν λόγω αίτηση μπορεί να υποβληθεί από όλες τις εταιρείες στις περιπτώσεις που έχουν κινήσει ειδικές διαδικασίες διάσωσης.

8 – Η επισύναψη της προηγούμενης παραγράφου μπορεί να ζητηθεί μόνο μέχρι την έναρξη της προθεσμίας διαπραγματεύσεων του άρθρου 17-D παράγραφος 5 για τη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας πρέπει να επισυναφθούν, και εφαρμόζεται το άρθρο 86 παράγραφος 4 τηρουμένων των αναλογιών.»

Επιπλέον, τα άρθρα 17-D έως 17-I του κώδικα αφερεγγυότητας ως προς την ειδική διαδικασία διάσωσης προβλέπουν τα ακόλουθα:

  • τη διαδικασία που ακολουθεί (π.χ. πρόσκληση σε όλους τους πιστωτές που δεν έχουν υπογράψει τη δήλωση με την οποία κινήθηκε η διαδικασία να συμμετάσχουν στις διαδικασίες που αποσκοπούν στη διάσωση)
  • τα αποτελέσματα (π.χ. απαγόρευση της κίνησης οποιασδήποτε διαδικασίας κατά του οφειλέτη για την κάλυψη οφειλών)
  • την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων με την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης που θα οδηγήσει στην ανάκαμψη της επιχείρησης ή χωρίς την έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης
  • τις εγγυήσεις που συμφωνήθηκαν μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών
  • την έγκριση εξωδικαστικών συμφωνιών για την αναδιοργάνωση του οφειλέτη.

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΟΦΕΙΛΩΝ

Προϋποθέσεις για την έναρξη της ειδικής διαδικασίας περί συμφωνίας ρύθμισης οφειλών βάσει του άρθρου 1 παράγραφος 3 του κώδικα αφερεγγυότητας:

Η τρίτη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 του κώδικα αφερεγγυότητας είναι η ειδική διαδικασία περί συμφωνίας ρύθμισης οφειλών (processo especial para acordo de pagamento) που αναφέρεται στα άρθρα 222-A έως 222-J του κώδικα αφερεγγυότητας.

Η ειδική διαδικασία περί συμφωνίας ρύθμισης οφειλών έχει χαρακτήρα επείγοντος και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κάθε οφειλέτη που δεν είναι επιχείρηση, αλλά αποδεδειγμένα βρίσκεται σε δυσχερή οικονομική κατάσταση ή σε κατάσταση επαπειλούμενης πτώχευσης.

Σύμφωνα με το άρθρο 222-B του κώδικα αφερεγγυότητας, ένας οφειλέτης βρίσκεται σε δυσχερή οικονομική κατάσταση όταν αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες όσον αφορά την έγκαιρη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του, ιδίως λόγω της έλλειψης ρευστότητας ή λόγω της μη πρόσβασής του σε πίστωση.

Η εν λόγω ειδική διαδικασία κινείται:

  • Με γραπτή δήλωση του οφειλέτη και ενός ή περισσότερων πιστωτών του, με την οποία εκφράζουν την επιθυμία τους να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμφωνίας ρύθμισης οφειλών,

ή

  • Με την υποβολή εξωδικαστικής συμφωνίας ρύθμισης οφειλών, υπογεγραμμένης από τον οφειλέτη και από πιστωτές που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον την πλειοψηφία.

Η προαναφερόμενη δήλωση ή συμφωνία, καθώς και ο κατάλογος των πιστωτών και ο κατάλογος όλων των εκκρεμών αγωγών είσπραξης οφειλών, υποβάλλονται στο δικαστήριο. Όταν το δικαστήριο λάβει τη δήλωση ή τη συμφωνία διορίζει τον προσωρινό σύνδικο.

Μόλις ενημερωθεί σχετικά με την απόφαση διορισμού προσωρινού συνδίκου, ο οφειλέτης αποστέλλει συστημένη επιστολή σε όλους τους πιστωτές που δεν έχουν υπογράψει την αρχική δήλωση ή τη συμφωνία, καλώντας τους να συμμετάσχουν. Σε περίπτωση που ο οφειλέτης έχει υποβάλει εξωδικαστική συμφωνία ρύθμισης οφειλών, η γραμματεία του δικαστηρίου ενημερώνει τους πιστωτές που δεν είναι μέρη της εν λόγω εξωδικαστικής συμφωνίας και που περιλαμβάνονται στον κατάλογο των απαιτήσεων που έχει αναγγείλει ο οφειλέτης.

Από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης διορισμού του προσωρινού συνδίκου στη δικτυακή πύλη Citius, κάθε πιστωτής διαθέτει προθεσμία 20 ημερών για την αναγγελία των απαιτήσεών του στον σύνδικο.

Στη συνέχεια, ο προσωρινός σύνδικος καταρτίζει τον κατάλογο των απαιτήσεων και τον υποβάλλει στη γραμματεία του δικαστηρίου. Ο κατάλογος δημοσιεύεται στη δικτυακή πύλη Citius. Ο εν λόγω κατάλογος μπορεί να προσβληθεί εντός πέντε εργάσιμων ημερών.

Τα αποτελέσματα σε άλλες διαδικασίες είναι τα ακόλουθα:

  • με την κίνηση της ειδικής διαδικασίας για περί συμφωνίας ρύθμισης οφειλών και τον επακόλουθο διορισμό προσωρινού συνδίκου, δεν μπορεί πλέον να κινηθεί οποιαδήποτε διαδικασία είσπραξης οφειλών κατά του οφειλέτη
  • δεν επιτρέπεται η αναστολή παροχής ουσιωδών δημόσιων υπηρεσιών
  • αναστέλλονται διαδικασίες αφερεγγυότητας στο πλαίσιο των οποίων έχει ζητηθεί προηγουμένως η κήρυξη του οφειλέτη σε αφερεγγυότητα, εφόσον δεν έχει εκδοθεί απόφαση με την οποία κηρύσσεται η αφερεγγυότητα (και παύουν οριστικά αμέσως μόλις εγκριθεί και επικυρωθεί συμφωνία ρύθμισης οφειλών)
  • αναστέλλονται οι εκκρεμούσες διαδικασίες είσπραξης οφειλών (και παύουν οριστικά αμέσως μόλις εγκριθεί και επικυρωθεί συμφωνία ρύθμισης οφειλών, εκτός εάν στη συμφωνία προβλέπεται η συνέχισή τους).
  • διακόπτονται οι προθεσμίες παραγραφής και οι αποσβεστικές προθεσμίες τις οποίες μπορεί να προσβάλει ο οφειλέτης.

Από την έναρξη της διαδικασίας, δεν επιτρέπεται στον οφειλέτη να εκτελεί πράξεις ιδιαίτερης σημασίας χωρίς την προηγούμενη έγκριση του συνδίκου.

Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών διέπονται από τους όρους που έχουν συμφωνηθεί από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη ή, ελλείψει συμφωνίας, από τους κανόνες που καθορίζονται από τον προσωρινό σύνδικο.

Μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων με την ομόφωνη έγκριση συμφωνίας διευθέτησης οφειλών, στις οποίες συμμετέχουν όλοι οι πιστωτές, η συμφωνία πρέπει να υπογραφεί από όλους τους πιστωτές και εντάσσεται αμέσως στη διαδικασία ώστε να επικυρωθεί ή να απορριφθεί από τον δικαστή.

Εάν οι διαπραγματεύσεις ολοκληρωθούν με την έγκριση της συμφωνίας διευθέτησης οφειλών αλλά χωρίς να συμμετάσχουν σε αυτές όλοι οι πιστωτές, η συμφωνία παραπέμπεται στο δικαστήριο ώστε να επικυρωθεί ή να απορριφθεί από τον δικαστή και δημοσιεύεται στη δικτυακή πύλη Citius τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν στη διάθεσή τους προθεσμία δέκα ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης ώστε να αιτηθούν τη μη επικύρωση του σχεδίου.

Η συμφωνία διευθέτησης οφειλών θεωρείται ότι έχει εγκριθεί εφόσον:

  • την ψηφίσουν οι πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το ένα τρίτο του συνόλου των απαιτήσεων που συνδέονται με δικαίωμα ψήφου και που περιλαμβάνονται στον κατάλογο των απαιτήσεων και λάβει θετική ψήφο που υπερβαίνει τα δύο τρίτα των ψηφισάντων και περισσότερο από το ήμισυ των ψήφων αντιστοιχεί σε προνομιούχες απαιτήσεις, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η αποχή.

ή

  • λάβει τη θετική ψήφο των πιστωτών οι απαιτήσεις των οποίων αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ήμισυ του συνόλου των απαιτήσεων που συνδέονται με δικαίωμα ψήφου και περισσότερο από το ήμισυ των εν λόγων ψήφων αντιστοιχεί σε προνομιούχες απαιτήσεις, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η αποχή

Εάν ο οφειλέτης ή η πλειοψηφία των πιστωτών καταλήξει εκ των προτέρων στο συμπέρασμα ότι δεν είναι δυνατή η επίτευξη συμφωνίας, ή σε περίπτωση υπέρβασης της δίμηνης προθεσμίας για την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, η διαδικασία διαπραγμάτευσης παύει. Ελλείψει συμφωνίας, η παύση της διαδικασίας σημαίνει ότι δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα ως προς τον οφειλέτη, αν αυτός δεν βρίσκεται ακόμα σε κατάσταση αφερεγγυότητας. Ειδάλλως, η παύση της διαδικασίας θα έχει ως αποτέλεσμα την αφερεγγυότητα του οφειλέτη.

Οι εγγυήσεις που συμφωνήθηκαν με τον οφειλέτη κατά τη διάρκεια της ειδικής διαδικασίας περί συμφωνίας ρύθμισης οφειλών προκειμένου να του παρασχεθούν τα οικονομικά μέσα για να συνεχίσει τη δραστηριότητά του διατηρούνται ακόμα και αν, μετά το πέρας της διαδικασίας, ο οφειλέτης κηρυχθεί σε αφερεγγυότητα εντός προθεσμίας δύο ετών. Επιπλέον, οι πιστωτές που έχουν χρηματοδοτήσει τη δραστηριότητα του οφειλέτη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προκειμένου να συμμορφωθούν με τη συμφωνία ρύθμισης οφειλών απολαμβάνουν γενικό προνόμιο επί των κινητών που κατατάσσεται πριν από το γενικό προνόμιο επί των κινητών το οποίο έχουν οι εργαζόμενοι.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Το άρθρο 46 του κώδικα αφερεγγυότητας προβλέπει ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία:

«Άρθρο 46

Έννοια της πτωχευτικής περιουσίας

1 – Η πτωχευτική περιουσία αποσκοπεί στην ικανοποίηση των πτωχευτικών πιστωτών μετά την εξόφληση των οφειλών της εν λόγω περιουσίας και, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά, περιλαμβάνει όλα τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη κατά τον χρόνο της κήρυξης της αφερεγγυότητας, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία και τα δικαιώματα που αποκτά κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

2 – Τα ακατάσχετα πράγματα περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία μόνον εάν ο οφειλέτης τα αναφέρει οικειοθελώς και το ακατάσχετο δεν είναι απόλυτο.»

Συναφώς, το άρθρο 736 του πορτογαλικού κώδικα πολιτικής δικονομίας προβλέπει ότι εκτός από τα πράγματα που είναι εξαιρούνται από την κατάσχεση με ειδική διάταξη, είναι επίσης απολύτως ακατάσχετα τα ακόλουθα: τα αναπαλλοτρίωτα πράγματα και δικαιώματα τα πράγματα που ανήκουν στην κυριότητα του δημοσίου και άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου τα αντικείμενα των οποίων η κατάσχεση μπορεί να προσβάλλει τα χρηστά ήθη ή στερείται οικονομικής λογικής λόγω της αμελητέας αγοραίας αξίας τους τα αντικείμενα που προορίζονται ειδικά για τη δημόσια λατρεία οι τάφοι τα εργαλεία και αντικείμενα που είναι απαραίτητα σε άτομα με αναπηρία και προοριζόμενα για τη θεραπεία ασθενών.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

Οι εν λόγω εξουσίες προβλέπονται στα άρθρα 223 και 224 του κώδικα αφερεγγυότητας, το λεκτικό των οποίων ακολουθεί:

Διαχείριση από τον οφειλέτη

«Άρθρο 223

Περιορισμός στις επιχειρήσεις

Η διάταξη του παρόντος τίτλου εφαρμόζονται μόνο στις περιπτώσεις που στην πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνεται επιχείρηση.»

«Άρθρο 224

Προϋποθέσεις για τη διαχείριση από τον οφειλέτη

1 – Στην απόφαση με την οποία κηρύσσεται η αφερεγγυότητα, ο δικαστής μπορεί να ορίσει ότι η διαχείριση της πτωχευτικής περιουσίας πραγματοποιείται από τον οφειλέτη.

2 – Για την απόφαση της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

a) Έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα από τον οφειλέτη

b) Ο οφειλέτης έχει ήδη υποβάλει ή δεσμεύεται να υποβάλει εντός 30 ημερών μετά την ημερομηνία της απόφασης κήρυξης της αφερεγγυότητας σχέδιο αφερεγγυότητας το οποίο προβλέπει τη συνέχιση της διαχείρισης της επιχείρησης από τον ίδιο

c) Δεν υπάρχει λόγος που αιτιολογεί τον φόβο καθυστερήσεων στην πρόοδο της διαδικασίας ή άλλων μειονεκτημάτων για τους πιστωτές

d) Ο αιτών την κήρυξη της αφερεγγυότητας συναινεί, υπό την προϋπόθεσή ότι αυτός δεν είναι ο οφειλέτης.

3 – Η διαχείριση ανατίθεται επίσης στον οφειλέτη κατόπιν αίτησής του και σχετικής απόφασης των πιστωτών κατά τη συνεδρίαση αξιολόγησης της έκθεσης ή στην προηγούμενη αυτής συνέλευση, ανεξαρτήτως της πλήρωσης των προϋποθέσεων της προηγούμενης παραγράφου στοιχεία c) και d), και η προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου στοιχείο b) αρχίζει να τρέχει από την απόφαση των πιστωτών.»

Διορισμός και καθεστώς διαχειριστή

Σε ό,τι αφορά τις εξουσίες του διαχειριστή αφερεγγυότητας και τα απαιτούμενα προσόντα, αυτά προκύπτουν από τα άρθρα 52, 53 και 55 του κώδικα αφερεγγυότητας, το λεκτικό των οποίων ακολουθεί:

«Άρθρο 52

Διορισμός από τον διαχειριστή και καθεστώς

1 – Ο διορισμός του διαχειριστή αφερεγγυότητας εμπίπτει στην αρμοδιότητα του δικαστή.

2 – Οι διατάξεις του άρθρου 32 παράγραφος 1 εφαρμόζονται ως προς τον διορισμό του διαχειριστή αφερεγγυότητας και ο δικαστής μπορεί επίσης να λάβει υπόψη τυχόν υποδείξεις που έχουν γίνει είτε από τον ίδιο τον οφειλέτη είτε από την επιτροπή πιστωτών, εάν υπάρχει, ή από τους πιστωτές, ακόμη και στην περίπτωση που η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει επιχείρηση με εν ενεργεία εγκατάσταση ή εγκαταστάσεις ή που η διαδικασία αφερεγγυότητας είναι μεγάλης πολυπλοκότητας, και στον αρχικό διορισμό δίνεται προτεραιότητα στον προσωρινό σύνδικο που ασκούσε τα εν λόγω καθήκοντα κατά την ημερομηνία της κήρυξης της αφερεγγυότητας.

3 – Η διαδικασία συμπερίληψης στους επίσημους καταλόγους, καθώς και το καθεστώς του διαχειριστή αφερεγγυότητας, προβλέπονται σε χωριστό νόμο, με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κώδικα.

4 – Αν η διαδικασία αφερεγγυότητας είναι ιδιαιτέρως πολύπλοκη ή όταν απαιτούνται ειδικές γνώσεις από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας, ο δικαστής μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου, να διορίσει περισσότερους από έναν διαχειριστή αφερεγγυότητας και, σε περίπτωση υποβολής σχετικής αίτησης, ο αιτών είναι υπεύθυνος να προτείνει, σε αιτιολογημένη βάση, τον διαχειριστή αφερεγγυότητας που θα διοριστεί, καθώς και να καταβάλει την αμοιβή του διαχειριστή αφερεγγυότητας τον οποίο έχει προτείνει, υπό την προϋπόθεση ότι έχει διοριστεί ο εν λόγω διαχειριστής αφερεγγυότητας και η πτωχευτική περιουσία δεν επαρκεί για την κάλυψη της αμοιβής του.

5 – Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ του διαχειριστή αφερεγγυότητας που έχει διοριστεί από τον δικαστή σύμφωνα με την παράγραφο 1 και των διαχειριστών αφερεγγυότητας που διορίζονται κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε ενδιαφερομένου, υπερισχύει, σε περίπτωση ισοψηφίας, η γνώμη του πρώτου.

6 – Αν ο οφειλέτης είναι εμπορική εταιρεία η οποία, σύμφωνα με τους όρους του κώδικα εμπορικών εταιρειών, με τις οποίες η εταιρεία βρίσκεται σε σχέση ελέγχου ή ομίλου με άλλες εταιρείες για τις οποίες έχει κινηθεί διαδικασία αφερεγγυότητας, ο δικαστής, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν υπόδειξης του οφειλέτη ή των πιστωτών, μπορεί να διορίσει έναν διαχειριστή αφερεγγυότητας για όλες τις εταιρείες στην περίπτωση αυτή ο δικαστής διορίζει, υπό γενικούς όρους, άλλον διαχειριστή αφερεγγυότητας με αρμοδιότητες που περιορίζονται στην εκτίμηση των απαιτήσεων μεταξύ οφειλετών του ίδιου ομίλου, αμέσως μόλις αυτές επαληθευτούν, ιδίως κατόπιν υπόδειξης του αρχικού διαχειριστή.

«Άρθρο 53

Επιλογή άλλου διαχειριστή από τους πιστωτές

1 – Υπό την προϋπόθεση ότι η αποδοχή της προσφοράς θα περιληφθεί στον φάκελο πριν από την ψηφοφορία, οι πιστωτές που συνέρχονται σε συνέλευση πιστωτών δύνανται, μετά το διορισμό του διαχειριστή αφερεγγυότητας, να εκλέξουν για τον σκοπό αυτό άλλο πρόσωπο, το οποίο μπορεί να είναι ή να μην είναι εγγεγραμμένο στον επίσημο κατάλογο, και να καθορίσουν την αμοιβή του, με απόφαση που λαμβάνεται από την πλειοψηφία των ψηφισάντων, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η αποχή.

2 – Πρόσωπο που δεν περιλαμβάνεται στον επίσημο κατάλογο μπορεί να διοριστεί μόνο σε περιπτώσεις που δικαιολογούνται δεόντως από το συγκεκριμένο μέγεθος της επιχείρησης που περιλαμβάνεται στην πτωχευτική περιουσία, από την ιδιαιτερότητα του κλάδου δραστηριότητάς της ή από την πολυπλοκότητα της υπόθεσης.

3 – Ο δικαστής μπορεί να αρνηθεί τον διορισμό του προσώπου που θα υποδείξουν οι πιστωτές ως διαχειριστή αφερεγγυότητας στη θέση του υφιστάμενου διαχειριστή μόνο εάν θεωρεί ότι το διορισθέν πρόσωπο δεν διαθέτει εχέγγυα αξιοπιστίας ή τα προσόντα για την άσκηση των καθηκόντων του, ότι η εγκριθείσα από τους πιστωτές αμοιβή του είναι προδήλως υπερβολική ή, στην περίπτωση προσώπου που δεν περιλαμβάνεται στον επίσημο κατάλογο, ότι δεν πληρείται καμία από τις προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου.»

«Άρθρο 55

Καθήκοντα και άσκηση αυτών

1 – Εκτός από τα υπόλοιπα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας, με τη συνεργασία και υπό την εποπτεία της επιτροπής πιστωτών, έχει τις εξής αρμοδιότητες:

a) να προετοιμάσει την εξόφληση των οφειλών του αφερέγγυου οφειλέτη από τα ρευστά διαθέσιμα που περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία, ιδίως τα ποσά που προέρχονται από εκποίηση των πραγμάτων που περιλαμβάνονται σ’ αυτήν, για την οποία είναι αρμόδιος ο διαχειριστής αφερεγγυότητας

b) να διασφαλίσει ότι ο αφερέγγυος οφειλέτης διατηρεί εντωμεταξύ τα δικαιώματά του και απολαύει αυτών καθώς και ότι συνεχίζεται η εκμετάλλευση της επιχείρησης, ανάλογα με την περίπτωση, αποφεύγοντας, στο μέτρο του δυνατού, την περαιτέρω επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης του οφειλέτη.

2 – Με την επιφύλαξη των περιπτώσεων υποχρεωτικής νομικής εκπροσώπησης ή της απαίτησης πρότερης συμφωνίας της επιτροπής πιστωτών, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ασκεί αυτοπροσώπως τα καθήκοντά του δικαιούται επίσης να αναθέσει, εγγράφως, τη διενέργεια συγκεκριμένων πράξεων σε άλλο διαχειριστή αφερεγγυότητας ο οποίος είναι εγγεγραμμένος στους εν ισχύ επίσημους καταλόγους.

3 – Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, να επικουρείται υπ’ ευθύνη του από τεχνικούς ή άλλους επικουρικούς υπαλλήλους, είτε αμειβόμενους είτε όχι, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του οφειλέτη, με την επιφύλαξη της πρότερης συμφωνίας της επιτροπής πιστωτών ή, ελλείψει αυτής, του δικαστή.

4 – Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί να συνάπτει συμβάσεις απασχόλησης ορισμένου ή αορίστου χρόνου με εργαζόμενους που είναι απαραίτητοι για την εκκαθάριση της πτωχευτικής περιουσίας ή για τη συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης, αλλά οι νέες συμβάσεις λήγουν κατά την οριστική παύση λειτουργίας της εγκατάστασης στην οποία οι εργαζόμενοι παρέχουν τις υπηρεσίες τους ή, εκτός εάν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά, κατά τη μεταβίβασή της.

5 – Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας είναι επίσης αρμόδιος για την παροχή στην επιτροπή πιστωτών και στο δικαστήριο όλων των αναγκαίων πληροφοριών σχετικά με τη διαχείριση και την εκκαθάριση της πτωχευτικής περιουσίας.

6 – Κατόπιν αιτήματος του διαχειριστή αφερεγγυότητας και εφόσον αυτός δεν έχει άμεση πρόσβαση στις ζητούμενες πληροφορίες, ο δικαστής διατάσσει οποιαδήποτε δημόσια αρχή και πιστωτικό ίδρυμα να παράσχει, βάσει των αρχείων του, τις πληροφορίες που κρίνονται απαραίτητες ή πρόσφορες για τους σκοπούς της διαδικασίας, ιδίως όσον αφορά την ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν μέρος της πτωχευτικής περιουσίας.

7 – Η αμοιβή του διαχειριστή αφερεγγυότητας που αναφέρεται στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 αποτελεί ευθύνη του υποκατασταθέντος διαχειριστή αφερεγγυότητας, και ο τελευταίος ευθύνεται για όλες τις πράξεις που διενεργούνται από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας στο πλαίσιο της υποκατάστασης που αναφέρεται στην ίδια παράγραφο.

8 – Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας έχει την εξουσία να προβαίνει σε παραίτηση, ομολογία ή συμβιβασμό, μετά από σύμφωνη γνώμη της επιτροπής πιστωτών, στο πλαίσιο οποιασδήποτε δικαστικής διαδικασίας της οποίας διάδικος είναι ο αφερέγγυος οφειλέτης ή η πτωχευτική περιουσία.»

Δικαστική εποπτεία

Ο δικαστής εποπτεύει τη δραστηριότητα του διαχειριστή αφερεγγυότητας σύμφωνα με το άρθρο 58 του κώδικα αφερεγγυότητας, το λεκτικό του οποίου έχει ως εξής:

«Άρθρο 58

Εποπτεία από τον δικαστή

Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ασκεί τη δραστηριότητά του υπό την εποπτεία του δικαστή, ο οποίος μπορεί ανά πάσα στιγμή να απαιτήσει από τον διαχειριστή να παράσχει πληροφορίες για οποιοδήποτε θέμα ή να υποβάλει έκθεση σχετικά με τη δραστηριότητά του και την κατάσταση της διαχείρισης και της εκκαθάρισης.»

Η επιτροπή πιστωτών έχει επίσης εξουσία εποπτείας των δραστηριοτήτων του διαχειριστή αφερεγγυότητας σύμφωνα με το άρθρο 68 του κώδικα αφερεγγυότητας.

Αμοιβή διαχειριστή

Η αμοιβή του διαχειριστή αφερεγγυότητας καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 60 του κώδικα αφερεγγυότητας, το λεκτικό του οποίου έχει ως εξής:

«Άρθρο 60

Αμοιβή

1 – Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας που διορίζεται από τον δικαστή δικαιούται την αμοιβή που προβλέπεται από τον σχετικό κανονισμό για το εν λόγω επάγγελμα, καθώς και την επιστροφή των εξόδων που ευλόγως θεώρησε χρήσιμα ή απαραίτητα.

2 – Όταν ο διαχειριστής αφερεγγυότητας εκλέγεται από τη συνέλευση των πιστωτών, η αμοιβή του είναι αυτή που προβλέπεται στη σχετική απόφαση.

3 – Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ο οποίος δεν έχει συναινέσει ως προς την αμοιβή που καθορίστηκε από τη συνέλευση των πιστωτών η οποία συνήλθε με σκοπό την κατάρτιση σχεδίου αφερεγγυότητας, τη διαχείριση της εταιρείας μετά τη συνέλευση για την αξιολόγηση της έκθεσης ή την εποπτεία του εγκεκριμένου σχεδίου αφερεγγυότητας, μπορεί να παραιτηθεί από την άσκηση των καθηκόντων του, υπό τον όρο ότι το πράττει κατά τη συνεδρίαση στην οποία λαμβάνεται η απόφαση.»

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Υπάρχει η δυνατότητα συμψηφισμού απαιτήσεων κατά της πτωχευτικής περιουσίας με ανταπαιτήσεις αυτής, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 99 του κώδικα αφερεγγυότητας, το λεκτικό του οποίου έχει ως εξής:

«Άρθρο 99

Συμψηφισμός

1 – Με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων του παρόντος κώδικα, από την ημερομηνία της κήρυξης της αφερεγγυότητας, οι δικαιούχοι απαιτήσεων αφερεγγυότητας μπορούν να συμψηφίσουν τις απαιτήσεις τους με ανταπαιτήσεις από την πτωχευτική περιουσία μόνο εφόσον πληρούται τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

a) οι εκ του νόμου προβλεπόμενες υποθέσεις για τον συμψηφισμό πληρούνται πριν από την ημερομηνία κήρυξης της αφερεγγυότητας

b) η απαίτηση αφερεγγυότητας πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 847 του Αστικού Κώδικα πριν από την ανταπαίτηση.

2 – Για τους σκοπούς των στοιχείων a) και b) της προηγούμενης παραγράφου δεν λαμβάνονται υπόψη:

a) η απώλεια του ευεργετήματος της προθεσμίας του άρθρου 780 παράγραφος 1 του Αστικού Κώδικα

b) η πρόωρη λήξη και η μετατροπή σε χρήμα που προκύπτουν από τις διατάξεις του άρθρου 91 παράγραφος 1 και του άρθρου 96.

3 – Ο συμψηφισμός δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι οι υποχρεώσεις αφορούν διαφορετικά νομίσματα ή μονάδες υπολογισμού, αν η αμοιβαία μετατροπή τους διενεργείται αντί της καταβολής της ανταπαίτησης και η μετατροπή διενεργείται με βάση τις τιμές που ισχύουν στον εκάστοτε τόπο κατά την ημερομηνία που ο συμψηφισμός παράγει τα αποτελέσματά του.

4 –Συμψηφισμός δεν επιτρέπεται:

a) αν οι απαιτήσεις προς την πτωχευτική περιουσία γεννήθηκαν μετά την ημερομηνία της κήρυξης της αφερεγγυότητας, ιδίως σε συνέχεια ανάκλησης πράξης προς όφελος της πτωχευτικής περιουσίας

b) αν ο πτωχευτικός πιστωτής έχει αποκτήσει την απαίτησή του από άλλον μετά την ημερομηνία κήρυξης της αφερεγγυότητας

c) ως προς απαιτήσεις του αφερέγγυου οφειλέτη για τις οποίες δεν ευθύνεται η πτωχευτική περιουσία

d) μεταξύ απαιτήσεων προς την πτωχευτική περιουσία και απαιτήσεων αφερεγγυότητας μειωμένης εξασφάλισης.»

Εκτός από τον γενικό κανόνα του άρθρου 99 του κώδικα αφερεγγυότητας, υπάρχουν άλλες νομικές διατάξεις που προβλέπουν ενίοτε τη δυνατότητα συμψηφισμού: το άρθρο 102 παράγραφος 3 στοιχείο e), το άρθρο 154 παράγραφος 1, το άρθρο 242 παράγραφος 3 και το άρθρο 286 του κώδικα αφερεγγυότητας.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Τα αποτελέσματα της αφερεγγυότητας επί των υφιστάμενων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος εξαρτώνται από τη φύση της σύμβασης και καθορίζονται, ειδικότερα, στα άρθρα 102 έως 119 του κώδικα αφερεγγυότητας, το λεκτικό των οποίων ακολουθεί:

«Άρθρο 102

Γενική αρχή ως προς τις συναλλαγές που δεν έχουν ακόμα ολοκληρωθεί

1 – Με την επιφύλαξη των ακόλουθων άρθρων, σε οποιαδήποτε διμερή σύμβαση η οποία, κατά την ημερομηνία της κήρυξης της αφερεγγυότητας, δεν έχει ακόμα εκπληρωθεί πλήρως είτε από τον αφερέγγυο οφειλέτη είτε από τον αντισυμβαλλόμενο, η εκπλήρωσή της αναστέλλεται έως ότου ο διαχειριστής αφερεγγυότητας αποφασίσει την εκπλήρωση ή τη μη εκπλήρωσή της.

2 – Ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί, ωστόσο, να τάξει εύλογη προθεσμία στον διαχειριστή αφερεγγυότητας προς άσκηση του δικαιώματος επιλογής, μετά την παρέλευση της οποίας θεωρείται ότι ο διαχειριστής επιλέγει τη μη εκπλήρωση της σύμβασης.

3 – Αν ο διαχειριστής αφερεγγυότητας επιλέξει τη μη εκπλήρωση της σύμβασης και με την επιφύλαξη του δικαιώματος αποχωρισμού του πράγματος, κατά περίπτωση:

a) κανένα εκ των μερών δεν δικαιούται απόδοση της παροχής του

b) η πτωχευτική περιουσία έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την αξία της αντιπαροχής που αντιστοιχεί στην παροχή που έχει ήδη εκπληρώσει ο οφειλέτης, στον βαθμό που αυτή δεν έχει ακόμα εκπληρωθεί από τον αντισυμβαλλόμενο

c) ο αντισυμβαλλόμενος δικαιούται να προβάλει ως απαίτηση αφερεγγυότητας την αξία της παροχής του οφειλέτη, κατά το μέρος που αυτή δεν έχει εκπληρωθεί, αφαιρώντας την αξία της αντίστοιχης αντιπαροχής που δεν έχει ακόμα εκπληρωθεί

d) το δικαίωμα αποζημίωσης για τη ζημία που έχει προκληθεί στον αντισυμβαλλόμενο λόγω της μη εκπλήρωσης:

i) υφίσταται μόνο έως και την αξία τυχόν υποχρέωσης που επιβάλλεται σύμφωνα με το στοιχείο b)

ii) αφαιρείται από το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντισυμβαλλόμενος, κατ’ εφαρμογή του στοιχείου c)

iii) αποτελεί απαίτηση αφερεγγυότητας

e) οποιοδήποτε εκ των μερών μπορεί να δηλώσει τον συμψηφισμό των υποχρεώσεων των στοιχείων c) και d) με τις υποχρεώσεις του στοιχείου b), έως και το αντίστοιχο ποσό.

4 – Η επιλογή της εκπλήρωσης είναι καταχρηστική εάν η έγκαιρη εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων από την πτωχευτική περιουσία είναι προδήλως απίθανη.»

«Άρθρο 103

Αδιαίρετες παροχές

1 – Εάν η σύμβαση επιβάλλει στον αντισυμβαλλόμενο παροχή μη αντικαταστατής φύσης ή παροχή που είναι διαιρετή σε πράγματα που δεν υποκαθίστανται εύκολα, μεταξύ των οποίων υπάρχει λειτουργική σχέση, και ο διαχειριστής αφερεγγυότητας επιλέξει τη μη εκπλήρωση:

a) το δικαίωμα της παραγράφου 3 στοιχείο b) του προηγούμενου άρθρου υποκαθίσταται από το δικαίωμα να απαιτηθεί από τον αντισυμβαλλόμενο η απόδοση της προς αυτόν παροχής, στο μέτρο του πλουτισμού του κατά την ημερομηνία της κήρυξης της αφερεγγυότητας

b) το αντικείμενο του δικαιώματος της παραγράφου 3 στοιχείο c) του προηγούμενου άρθρου είναι η διαφορά μεταξύ της αξίας του συνόλου των συμβατικών παροχών, αν αυτή είναι ευνοϊκή έναντι του αντισυμβαλλόμενου

c) ο αντισυμβαλλόμενος, ως πτωχευτικός πιστωτής, δικαιούται την απόδοση της δαπάνης ή της αξίας του μέρους της παροχής που έχει εκπληρωθεί πριν από την κήρυξη της αφερεγγυότητας, ανάλογα με το αν η παροχή είναι αντικαταστατή ή όχι.

2 – Ο αντισυμβαλλόμενος δικαιούται, ωστόσο, να ολοκληρώσει την παροχή και να προβάλει ως απαίτηση αφερεγγυότητας το μέρος της οφειλόμενης αντιπαροχής, περίπτωση στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 1 και του προηγούμενου άρθρου.

3 – Εάν ο διαχειριστής αφερεγγυότητας δεν αρνηθεί την εκπλήρωση, το δικαίωμα του αντισυμβαλλόμενου στην αντιπαροχή αποτελεί απαίτηση επί της πτωχευτικής περιουσίας μόνο στον βαθμό που υπερβαίνει την αξία η οποία θα είχε υπολογιστεί κατόπιν εφαρμογής των διατάξεων της παραγράφου 1 στοιχείο c) εφόσον ο διαχειριστής αφερεγγυότητας είχε επιλέξει να αρνηθεί την εκπλήρωση.

4 – Αν η εκπλήρωση παροχής της παραγράφου 1 αποτελεί συμβατική υποχρέωση του αφερέγγυου οφειλέτη και ο διαχειριστής αφερεγγυότητας αρνηθεί την εκπλήρωσή της:

a) το δικαίωμα της παραγράφου 3 στοιχείο b) του προηγούμενου άρθρου δεν ισχύει ή υποκαθίσταται από το δικαίωμα απόδοσης της αξίας του τμήματος της παροχής που έχει ήδη εκπληρωθεί πριν από την κήρυξη της αφερεγγυότητας, ανάλογα με το αν η παροχή είναι αντικαταστατή ή όχι

b) εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 1 στοιχείο b) και ο αντισυμβαλλόμενος έχει επιπλέον το δικαίωμα επιστροφής της παροχής την οποία έχει ήδη εκπληρώσει επίσης ως απαίτηση αφερεγγυότητας.

5 –Αν η εκπλήρωση παροχής της παραγράφου 1 αποτελεί συμβατική υποχρέωση του αφερέγγυου οφειλέτη και ο διαχειριστής αφερεγγυότητας δεν αρνηθεί την εκπλήρωσή της, το δικαίωμα του αντισυμβαλλόμενου στην οφειλόμενη αντιπαροχή αποτελεί, στο σύνολό του, απαίτηση επί της πτωχευτικής περιουσίας.

6 – Αν η μη αντικαταστατή παροχή διαιρείται σε αυτόνομα τμήματα και ένα ή περισσότερα εξ αυτών έχουν ήδη εκπληρωθεί, οι διατάξεις των ανωτέρω παραγράφων εφαρμόζονται μόνο στα εναπομένοντα τμήματα, και η αντιπαροχή κατανέμεται δεόντως σε όλα.»

«Άρθρο 104

Πώληση με επιφύλαξη κυριότητας και παρόμοιες πράξεις

1 – Στη σύμβαση αγοραπωλησίας με επιφύλαξη κυριότητας στην οποία ο πωλητής είναι ο αφερέγγυος οφειλέτης, ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να απαιτήσει την εκπλήρωση της σύμβασης αν τα πράγματα έχουν ήδη παραδοθεί σ’ αυτόν κατά την ημερομηνία της κήρυξης της αφερεγγυότητας.

2 – Σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εκμισθωτή, οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται σε συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης και σε συμβάσεις μίσθωσης που περιέχουν ρήτρα ότι το μίσθιο θα περιέρχεται στην κυριότητα του μισθωτή μετά την καταβολή όλων των συμφωνηθέντων μισθωμάτων.

3 – Αν ο αγοραστής ή ο μισθωτής είναι ο αφερέγγυος οφειλέτης και έχει στην κατοχή του το πράγμα, η προθεσμία που τάσσεται στον διαχειριστή αφερεγγυότητας σύμφωνα με το άρθρο 102 παράγραφος 2 δεν λήγει πριν παρέλθουν πέντε ημέρες από την ημερομηνία της συνέλευσης για την αξιολόγηση της έκθεσης, εκτός εάν το πράγμα υπόκειται σε σημαντική απόσβεση κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου και ο αντισυμβαλλόμενος γνωστοποιήσει ρητά το γεγονός αυτό στον διαχειριστή αφερεγγυότητας.

4 – Η ρήτρα επιφύλαξης κυριότητας στις συμβάσεις πώλησης εκποίησης συγκεκριμένου πράγματος στις οποίες ο αφερέγγυος οφειλέτης είναι ο αγοραστής είναι αντιτάξιμη κατά της πτωχευτικής περιουσίας μόνο εάν έχει συνομολογηθεί γραπτώς μέχρι τον χρόνο της παράδοσης του πράγματος.

5 – Τα αποτελέσματα της άρνησης εκπλήρωσης από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας, εφόσον είναι παραδεκτά, είναι αυτά που προβλέπονται στο άρθρο 102 παράγραφος 3, με την προϋπόθεση ότι το δικαίωμα του στοιχείου c) έχει ως αντικείμενο την πληρωμή, ως απαίτηση αφερεγγυότητας, της τυχόν θετικής διαφοράς μεταξύ του ποσού των παροχών ή των μισθωμάτων που προβλέπονται έως τη λήξη της σύμβασης, επικαιροποιημένων έως την ημερομηνία της κήρυξης της αφερεγγυότητας σύμφωνα με το άρθρο 91 παράγραφος 2, και της αξίας του πράγματος κατά την ημερομηνία της άρνησης, αν ο αντισυμβαλλόμενος είναι ο αγοραστής ή ο εκμισθωτής, ή της τυχόν θετικής διαφοράς μεταξύ της τελευταίας αυτής αξίας και του εν λόγω ποσού, αν ο αντισυμβαλλόμενος είναι ο αγοραστής ή ο μισθωτής.»

«Άρθρο 105

Πώληση χωρίς παράδοση

1 – Με την επιφύλαξη του άρθρου 107, εάν η υποχρέωση παράδοσης από τον πωλητή δεν έχει εκπληρωθεί ακόμη, αλλά έχει ήδη μεταβιβαστεί η κυριότητα:

a) Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας δεν μπορεί να αρνηθεί την εκπλήρωση της σύμβασης, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του πωλητή

b) Η άρνηση εκπλήρωσης από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του αγοραστή, παράγει τα αποτελέσματα της παραγράφου 5 του προηγούμενου άρθρου, που εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών.

2 – Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται επίσης, τηρουμένων των αναλογιών, και στις συμβάσεις μεταβίβασης άλλων εμπράγματων δικαιωμάτων χρήσης και κάρπωσης.»

«Άρθρο 106

Υποσχετική σύμβαση

1 – Σε περίπτωση αφερεγγυότητας του υποσχεθέντος πωλητή, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας δεν μπορεί να αρνηθεί την εκπλήρωση της υποσχετικής σύμβασης με γνήσιες συμβάσεις, εάν τα πράγματα έχουν ήδη παραδοθεί υπέρ του υποσχεθέντος αγοραστή.

2 – Σε περίπτωση που ο διαχειριστής αφερεγγυότητας αρνηθεί την εκπλήρωση υποσχετικής σύμβασης αγοραπωλησίας εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι διατάξεις του άρθρου 104 παράγραφος 5, ανεξάρτητα από το αν η αφερεγγυότητα αφορά τον υποσχεθέντα αγοραστή ή τον υποσχεθέντα πωλητή.»

«Άρθρο 107

Προθεσμιακές πράξεις

1 – Σε περίπτωση που η παράδοση εμπορευμάτων ή η παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που έχουν αγοραία τιμή πρέπει να πραγματοποιηθεί σε ορισμένη ημερομηνία ή εντός ορισμένης προθεσμίας και η ημερομηνία εκπλήρωσης ή η προθεσμία επέρχεται ή εκπνέει αντίστοιχα μετά την κήρυξη της αφερεγγυότητας, δεν μπορεί να απαιτηθεί εκπλήρωση από κανένα από τα μέρη και ο αγοραστής ή ο πωλητής, ανάλογα με την περίπτωση, δικαιούται μόνο την καταβολή της διαφοράς μεταξύ της προσαρμοσμένης τιμής και της αγοραίας τιμής του πράγματος ή της χρηματοοικονομικής παροχής τη δεύτερη ημέρα μετά την κήρυξη της αφερεγγυότητας για συμβάσεις με την ίδια ημερομηνία ή προθεσμία εκπλήρωσης η οποία, καθώς είναι απαιτητή κατά του αφερέγγυου οφειλέτη, συνιστά απαίτηση αφερεγγυότητας.

2 – Σε κάθε περίπτωση, ο πωλητής επιστρέφει τα ποσά που έχουν ήδη καταβληθεί και μπορεί να συμψηφίσει την υποχρέωση αυτή έναντι της απαίτησης που του αναγνωρίζεται με βάση την προηγούμενη παράγραφο, έως το ύψος των αντίστοιχων ποσών αν ο πωλητής είναι ο αφερέγγυος οφειλέτης, το δικαίωμα επιστροφής των ποσών αποτελεί απαίτηση αφερεγγυότητας υπέρ του αντισυμβαλλόμενου.

3 – Για τους σκοπούς της προηγούμενης παραγράφου, θεωρούνται ως χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες:

a) Η παράδοση κινητών αξιών, εκτός εάν πρόκειται για μετοχές που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 10 % του εταιρικού κεφαλαίου και ο διακανονισμός που προβλέπεται στη σύμβαση δεν είναι αποκλειστικά οικονομικής φύσης

b) Η παράδοση πολύτιμων μετάλλων

c) Οι καταβολές σε μετρητά το ύψος των οποίων καθορίζεται άμεσα ή έμμεσα από τη συναλλαγματική ισοτιμία ξένου νομίσματος, από το νόμιμο επιτόκιο, από μονάδα υπολογισμού ή από την τιμή άλλων εμπορευμάτων ή υπηρεσιών

d) Δικαιώματα προαίρεσης ή άλλα δικαιώματα πώλησης ή παράδοσης των πραγμάτων που αναφέρονται στα στοιχεία a) και b) καταβολής που αναφέρεται στο στοιχείο c).

4 – Σε περίπτωση που διάφορες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες εντάσσονται σε σύμβαση-πλαίσιο η οποία μπορεί να καταγγελθεί στο σύνολό της μόνο σε περίπτωση αθέτησης, το σύνολο των εν λόγω συναλλαγών θεωρείται διμερής σύμβαση για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και του άρθρου 102.

5 – Στις προθεσμιακές πράξεις που δεν εμπίπτουν στην παράγραφο 1 εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 104 παράγραφος 5, τηρουμένων των αναλογιών.»

«Άρθρο 108

Μίσθωση στην οποία ο αφερέγγυος οφειλέτης είναι ο μισθωτής

1 – Η κήρυξη αφερεγγυότητας δεν αναστέλλει τη σύμβαση μίσθωσης στην οποία ο μισθωτής είναι ο αφερέγγυος οφειλέτης, αλλά ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί πάντοτε να καταγγείλει την εν λόγω σύμβαση με πρότερη ειδοποίηση 60 ημερών εάν εκ του νόμου ή σύμφωνα με τη σύμβαση δεν επιτρέπεται μικρότερη περίοδος προειδοποίησης.

2 – Από την προηγούμενη παράγραφο εξαιρείται μίσθωση στο πλαίσιο της οποίας το μίσθιο προορίζεται για κατοικία του αφερέγγυου οφειλέτη σ’ αυτήν την περίπτωση, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί μόνο να δηλώσει ότι το δικαίωμα στην καταβολή των καταβλητέων μισθωμάτων μετά την πάροδο 60 ημερών από την εν λόγω δήλωση δεν μπορεί να ασκηθεί στο πλαίσιο της αφερεγγυότητας, οπότε ο κύριος του ακινήτου μπορεί να απαιτήσει στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας την αποζημίωσή του για τη ζημία που υπέστη λόγω έξωσης εξαιτίας μη καταβολής ενός ή περισσότερων εκ των εν λόγω μισθωμάτων, έως ποσό που αντιστοιχεί σε μισθώματα ενός τριμήνου.

3 – Για την καταγγελία της σύμβασης από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας σύμφωνα με την παράγραφο 1 απαιτείται η καταβολή, ως απαίτηση αφερεγγυότητας, του τιμήματος που αντιστοιχεί στην περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία η καταγγελία παράγει τα αποτελέσματά της και της ημερομηνίας λήξης της συμβατικής περιόδου, ή της ημερομηνίας κατά την οποία θα ήταν άλλως δυνατή η καταγγελία από τον αφερέγγυο οφειλέτη, μείον το κόστος που απορρέει από την παροχή από τον εκμισθωτή για την εν λόγω περίοδο, καθώς και τα κέρδη που προέκυψαν από διαφορετική χρήση του μίσθιου, εφόσον αυτά οφείλονται στην πρόωρη λύση της σύμβασης, και όλα τα ποσά επικαιροποιούνται, σύμφωνα με το άρθρο 91 παράγραφος 2, έως την ημερομηνία κατά την οποία η καταγγελία παράγει τα αποτελέσματά της.

4 – Ο εκμισθωτής δεν μπορεί να ζητήσει τη λύση της σύμβασης μετά την κήρυξη της αφερεγγυότητας του μισθωτή για οποιονδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

a) Μη καταβολή μισθωμάτων για κινητά ή ακίνητα που αντιστοιχούν σε χρόνο που προηγείται της κήρυξης της αφερεγγυότητας

b) Επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης του μισθωτή.

5 – Αν το μίσθιο δεν έχει ακόμη παραδοθεί στον μισθωτή κατά την ημερομηνία κήρυξης της αφερεγγυότητας, τόσο ο διαχειριστής αφερεγγυότητας όσο και ο εκμισθωτής μπορούν να καταγγείλουν τη σύμβαση και οποιοσδήποτε εξ αυτών μπορεί να τάξει στον αντισυμβαλλόμενο εύλογη προθεσμία γι’ αυτόν τον σκοπό, στη λήξη της οποίας παύει να ισχύει το δικαίωμα καταγγελίας.»

«Άρθρο 109

Μίσθωση στην οποία ο αφερέγγυος οφειλέτης είναι ο εκμισθωτής

1 – Η κήρυξη της πτώχευσης δεν αναστέλλει την εκπλήρωση σύμβασης μίσθωσης όπου ο εκμισθωτής είναι ο αφερέγγυος οφειλέτης και η καταγγελία της από οποιοδήποτε μέρος είναι δυνατή μόνο κατά τη λήξη της υφιστάμενης προθεσμίας, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων υποχρεωτικής ανανέωσης.

2 – Αν, ωστόσο, το μίσθιο δεν έχει ακόμη παραδοθεί στον μισθωτή κατά την ημερομηνία κήρυξης της αφερεγγυότητας, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 5 του προηγούμενου άρθρου.

3 – Η εκποίηση του μίσθιου σε διαδικασία αφερεγγυότητας ακινήτου δεν στερεί από τον μισθωτή τα σχετικά δικαιώματά του στο πλαίσιο του αστικού δικαίου.»

«Άρθρο 110

Συμβάσεις εντολής και διαχείρισης

1 – Οι συμβάσεις εντολής, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων παραγγελίας, που δεν αποδεικνύεται ότι είναι ξένες προς την πτωχευτική περιουσία, λύονται με την κήρυξη της αφερεγγυότητας του εντολέα, ακόμα και αν η εντολή έχει ανατεθεί και υπέρ του εντολοδόχου ή τρίτου, χωρίς ο εντολοδόχος να δικαιούται αποζημίωσης για τη ζημία που υπέστη.

2 – Ωστόσο, η σύμβαση εντολής θεωρείται ότι διατηρείται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

a) Αν είναι απαραίτητη η διεκπεραίωση πράξεων από τον εντολοδόχο για την αποφυγή προβλέψιμης ζημίας για την πτωχευτική περιουσία, μέχρις ότου ο διαχειριστής αφερεγγυότητας λάβει τα απαραίτητα μέτρα

b) Για το διάστημα κατά το οποίο ο εντολοδόχος άσκησε τα καθήκοντά του τελώντας ανυπαίτια σε άγνοια της κήρυξης του εντολέα σε αφερεγγυότητα.

3 – Η αμοιβή του εντολοδόχου και η επιστροφή σ’ αυτόν των εξόδων του αποτελούν οφειλή της πτωχευτικής περιουσίας στην περίπτωση του στοιχείου a) της προηγούμενης παραγράφου και οφειλή αφερεγγυότητας στην περίπτωση του στοιχείου b).

4 – Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, σε κάθε άλλη σύμβαση με την οποία ο αφερέγγυος οφειλέτης έχει αναθέσει σε τρίτον τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, με ένα ελάχιστο επίπεδο αυτονομίας, ιδίως συμβάσεων διαχείρισης χαρτοφυλακίου και διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.»

«Άρθρο 111

Σύμβαση διαρκούς παροχής υπηρεσιών διαρκούς χαρακτήρα

1 – Οι συμβάσεις που υποχρεώνουν σε παροχή υπηρεσίας διαρκούς χαρακτήρα προς όφελος του αφερέγγυου οφειλέτη και οι οποίες δεν λύονται σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου, δεν αναστέλλονται λόγω της κήρυξης της αφερεγγυότητας και μπορούν να καταγγελθούν από οποιοδήποτε από τα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 1, τηρουμένων των αναλογιών.

2 – Η πρόωρη καταγγελία της σύμβασης υποχρεώνει σε αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας μόνο αν στην καταγγελία προέβη ο διαχειριστής αφερεγγυότητας και σ’ αυτήν την περίπτωση η αποζημίωση υπολογίζεται, τηρουμένων των αναλογιών, σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 3 και αποτελεί, για τον αντισυμβαλλόμενο, απαίτηση αφερεγγυότητας.»

«Άρθρο 112

Πληρεξουσιότητες

1 – Με την εξαίρεση των περιπτώσεων του άρθρου 110 παράγραφος 2 στοιχείο a), με την κήρυξη της αφερεγγυότητας παύουν να ισχύουν οι πληρεξουσιότητες που αφορούν περιουσιακά στοιχεία τα οποία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία, ακόμα και αν οι εξουσίες έχουν ανατεθεί υπέρ του εντολοδόχου ή τρίτου.

2 – Οι διατάξεις του άρθρου 81 παράγραφοι 6 και 7 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στις πράξεις που εκτελούνται από τον εντολοδόχο μετά τη λήξη ισχύος της πληρεξουσιότητας.

3 – Εντολοδόχος που, ανυπαίτια, δεν έχει γνώση ως προς την κήρυξη της αφερεγγυότητας του εντολέα δεν ευθύνεται έναντι τρίτων για το ανίσχυρο πράξης που οφείλεται στην έλλειψη εξουσιών εκπροσώπησης.»

«Άρθρο 113

Αφερεγγυότητα εργαζομένου

1 – Η κήρυξη του εργαζομένου σε αφερεγγυότητα δεν αναστέλλει τη σύμβαση εργασίας.

2 – Η αποκατάσταση ζημίας που απορρέει από ενδεχόμενη αθέτηση συμβατικών υποχρεώσεων μπορεί να απαιτηθεί μόνο από τον ίδιο τον αφερέγγυο οφειλέτη.»

«Άρθρο 114

Παροχή υπηρεσίας από τον οφειλέτη

1 – Οι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζονται σε συμβάσεις με τις οποίες οφειλέτης που είναι φυσικό πρόσωπο υποχρεούται να παράσχει υπηρεσία, εκτός εάν η τελευταία αποτελεί μέρος της δραστηριότητας επιχείρησης κυριότητας του αφερέγγυου οφειλέτη και είναι μη αντικαταστατής φύσης.

2 – Με την επιφύλαξη των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, στις συμβάσεις το αντικείμενο των οποίων είναι η διαρκής παροχή υπηρεσίας από τον οφειλέτη εφαρμόζεται, τηρουμένων των αναλογιών, το άρθρο 111, αλλά η υποχρέωση αποζημίωσης ισχύει μόνο όταν η καταγγελία διενεργείται από τον αντισυμβαλλόμενο.»

«Άρθρο 115

Εκχώρηση και ενεχυρίαση μελλοντικών απαιτήσεων

1 – Σε περίπτωση που ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο και έχει προηγουμένως εκχωρήσει ή ενεχυριάσει, πριν από την κήρυξη της αφερεγγυότητας, μελλοντικές απαιτήσεις που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή παροχής υπηρεσιών, ή το δικαίωμα σε μελλοντικές παροχές υποκατάστασης, όπως επιδόματα ανεργίας και συνταξιοδότησης, τα αποτελέσματα της πράξης θα περιορίζονται στα έσοδα που αφορούν την περίοδο πριν από την ημερομηνία της κήρυξης της αφερεγγυότητας, στο υπόλοιπο του τρέχοντος μήνα που έπεται της εν λόγω ημερομηνίας και στους επόμενους 24 μήνες.

2 – Τα αποτελέσματα της εκχώρησης ή της ενεχυρίασης από τον οφειλέτη πριν από την κήρυξη της αφερεγγυότητας, το αντικείμενο της οποίας είναι μισθώματα επί κινητών ή ακινήτων που οφείλονται βάσει σύμβασης μίσθωσης την οποία ο διαχειριστής αφερεγγυότητας δεν μπορεί να καταγγείλει ή να λύσει, αντιστοίχως, σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 2 και το άρθρο 109 παράγραφος 1, περιορίζονται, ανεξάρτητα από το αν ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο ή όχι, στα μισθώματα που αφορούν την περίοδο πριν από την ημερομηνία της κήρυξης της αφερεγγυότητας, στο υπόλοιπο του τρέχοντος μήνα που έπεται της εν λόγω ημερομηνίας και στον επόμενο μήνα.

3 – Ο οφειλέτης με απαιτήσεις που προκύπτουν σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους μπορεί να τις συμψηφίσει με οφειλές προς την πτωχευτική περιουσία, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 99 παράγραφος 1 στοιχείο b) παράγραφος 4 στοιχεία b) έως d).»

«Άρθρο 116

Αλληλόχρεοι λογαριασμοί

Η κήρυξη της αφερεγγυότητας συνεπάγεται την καταγγελία των συμβάσεων αλληλόχρεων λογαριασμών στις οποίες ο αφερέγγυος οφειλέτης είναι συμβαλλόμενο μέρος, καθώς και κλείσιμο των λογαριασμών.»

«Άρθρο 117

Αφανής εταιρεία

1 – Η αφανής εταιρεία λύεται σε περίπτωση πτώχευσης του εμφανούς εταίρου.

2 – Ο αφανής εταίρος υποχρεούται να αποδώσει στην πτωχευτική περιουσία του εμφανούς εταίρου το μερίδιο που του αναλογεί στις ζημίες και που δεν έχει ακόμα καταβληθεί, διατηρώντας παράλληλα το δικαίωμα να προβάλει, ως απαίτηση αφερεγγυότητας, τις καταβολές στις οποίες έχει προβεί και που δεν πρέπει να περιληφθούν στη συμμετοχή του στις ζημίες.»

«Άρθρο 118

Όμιλος οικονομικού σκοπού και ευρωπαϊκός όμιλος οικονομικού σκοπού

1 – Με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων της σύμβασης, ο όμιλος οικονομικού σκοπού και ο ευρωπαϊκός όμιλος οικονομικού σκοπού δεν λύονται λόγω αφερεγγυότητας ενός ή περισσότερων μελών του ομίλου.

2 – Το μέλος που κηρύσσεται σε αφερεγγυότητα μπορεί να αποδεσμευτεί από τον όμιλο οικονομικού σκοπού.

3 – Συμβατική ρήτρα που υποχρεώνει από το μέλος που κηρύσσεται σε αφερεγγυότητα να αποζημιώσει τα υπόλοιπα μέλη ή τον όμιλο για προκληθείσα ζημία είναι άκυρη.»

«Άρθρο 119

Κανόνες αναγκαστικού δικαίου

1 – Κάθε συμφωνία των μερών η οποία αποκλείει ή περιορίζει την εφαρμογή των ως άνω κανόνων του παρόντος κεφαλαίου είναι άκυρη.

2 – Είναι ιδίως άκυρη ρήτρα που αποδίδει στην κατάσταση αφερεγγυότητας ενός εκ των μερών αξία διαλυτικής αίρεσης ως προς τη συναλλαγή ή αποδίδει, σ’ αυτήν την περίπτωση, στον αντισυμβαλλόμενο δικαίωμα αποζημίωσης, λύσης ή καταγγελίας άλλο από αυτά που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο.

3 – Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων δεν απαγορεύουν να αποτελέσει η κατάσταση αφερεγγυότητας βάσιμο λόγο λύσης ή καταγγελίας λόγω της φύσης και του περιεχομένου των συμβατικών παροχών.»

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

Αποτελέσματα για τις διαδικασίες

Η κήρυξη της αφερεγγυότητας αποκλείει τη λήψη εκτελεστικών μέτρων εκ μέρους των πτωχευτικών πιστωτών (άρθρο 88 παράγραφος 1 του κώδικα αφερεγγυότητας).

Αποτελέσματα για τις απαιτήσεις

Τα αποτελέσματα της αφερεγγυότητας επί των υφιστάμενων απαιτήσεων επί της πτωχευτικής περιουσίας προβλέπονται στα άρθρα 90 έως 101 του κώδικα αφερεγγυότητας, το λεκτικό των οποίων ακολουθεί:

«Άρθρο 90

Προβολή απαιτήσεων αφερεγγυότητας

Οι πτωχευτικοί πιστωτές μπορούν να ασκούν τα δικαιώματά τους μόνο σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κώδικα, στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας.»

«Άρθρο 91

Οφειλές που καθίστανται ληξιπρόθεσμες με άμεση ισχύ

1 – Η κήρυξη της αφερεγγυότητας έχει ως αποτέλεσμα να καθίστανται ληξιπρόθεσμες όλες οι οφειλές του αφερέγγυου οφειλέτη που δεν τελεί υπό αναβλητική αίρεση.

2 –Κάθε οφειλή που δεν έχει ακόμα καταστεί απαιτητή κατά την ημερομηνία κήρυξης της αφερεγγυότητας και για την οποία δεν οφείλεται αντισταθμιστικός τόκος ή για την οποία οφείλονται τόκοι μικρότεροι του νόμιμου επιτοκίου, θεωρείται ότι μειώνεται στο ποσό που θα αντιστοιχούσε στην αξία της εν λόγω οφειλής αν είχαν προστεθεί στο ίδιο ποσό τόκοι υπολογισμένοι επί αυτού βάσει, αντιστοίχως, του νόμιμου συντελεστή ή συντελεστή ίσου προς τη διαφορά μεταξύ του νόμιμου και του συμφωνηθέντος τόκου, για την περίοδο κατά την οποία επισπεύδεται το ληξιπρόθεσμο της οφειλής.

3 – Σε περίπτωση διαιρετής οφειλής, οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν για κάθε καταβολή που ακόμα δεν έχει καταστεί απαιτητή.

4 – Κατά τον υπολογισμό της περιόδου επίσπευσης του ληξιπρόθεσμου, θεωρείται ότι αυτό θα επερχόταν κατά την ημερομηνία που οι οφειλές θα καθίσταντο απαιτητές, ή κατά την οποία θα ήταν πιθανό να συμβεί αυτό, αν η εν λόγω ημερομηνία δεν έχει προσδιοριστεί.

5 – Η μείωση του ποσού της οφειλής που προβλέπεται στις προηγούμενες παραγράφους ισχύει ακόμη και στην περίπτωση απώλειας του ευεργετήματος της προθεσμίας εξαιτίας κατάστασης η οποία δεν έχει ακόμη κηρυχθεί από το δικαστήριο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 780 παράγραφος 1 του Αστικού Κώδικα.

6 – Η υποκατάσταση στα δικαιώματα του πιστωτή που απορρέει από την εκπλήρωση υποχρέωσης τρίτου από τον αφερέγγυο οφειλέτη πραγματοποιείται κατ’ αναλογία προς το καταβληθέν ποσό σε σχέση με το ύψος της οφειλής του εν λόγω τρίτου, που επικαιροποιείται σύμφωνα με την παράγραφο 2.

7 – Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου ισχύει για το δικαίωμα προσφυγής κατά άλλων συνοφειλετών.»

«Άρθρο 92

Σχέδια ρύθμισης

Όταν οφειλές που καλύπτονται από σχέδιο ρύθμισης φορολογικών και ασφαλιστικών εισφορών καθίστανται ληξιπρόθεσμες με άμεση ισχύ σύμφωνα με την παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου, τα αποτελέσματα είναι αυτά που προβλέπονται από τη σχετική νομοθετική πράξη ως προς τη μη εκπλήρωση του σχεδίου και τα απαιτητά ποσά υπολογίζονται σύμφωνα με τους οικείους κανόνες των εν λόγω πράξεων.»

«Άρθρο 93

Αξιώσεις διατροφής

Το δικαίωμα προβολής αξίωσης διατροφής κατά του αφερέγγυου οφειλέτη το οποίο αφορά περίοδο που προηγείται της κήρυξης της αφερεγγυότητας μπορεί να ασκηθεί κατά της πτωχευτικής περιουσίας μόνο αν κανένα από τα πρόσωπα του άρθρου 2009 του Αστικού Κώδικα δεν είναι σε θέση να καταβάλλει τη διατροφή και, σ’ αυτήν την περίπτωση, ο δικαστής ορίζει το αντίστοιχο ποσό.»

«Άρθρο 94

Απαιτήσεις που υπόκεινται σε διαλυτική αίρεση

Στη διαδικασία αφερεγγυότητας, οι απαιτήσεις αφερεγγυότητας που υπόκεινται σε διαλυτική αίρεση θεωρούνται ως μη τελούσες υπό αίρεση έως ότου εκπληρωθεί η αίρεση, με την επιφύλαξη της υποχρέωσης επιστροφής των εισπραχθεισών πληρωμών μετά την επαλήθευση της πλήρωσης της αίρεσης.»

«Άρθρο 95

Αλληλεγγύως ευθυνόμενοι οφειλέτες και εγγυητές

1 – Ο πιστωτής έχει δικαίωμα εις ολόκληρον επί της απαίτησής του κατά κάθε μίας εκ των διαφορετικών πτωχευτικών περιουσιών αλληλεγγύως ευθυνόμενων οφειλετών και εγγυητών, ωστόσο το άθροισμα των ποσών που θα λάβει από αυτές δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της απαίτησης.

2 – Το δικαίωμα κατά του αφερέγγυου οφειλέτη που απορρέει από ενδεχόμενη μελλοντική καταβολή της οφειλής από αλληλεγγύως ευθυνόμενο συνοφειλέτη ή εγγυητή μπορεί να ασκηθεί μόνο στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ως απαίτηση τελούσα υπό αναβλητική αίρεση, εφόσον ο ίδιος ο πιστωτής που έχει την απαίτηση δεν την προβάλει.»

«Άρθρο 96

Μετατροπή απαιτήσεων

1 – Για τον σκοπό της συμμετοχής του αντίστοιχου δικαιούχου στη διαδικασία:

a) Οι μη χρηματικές απαιτήσεις λαμβάνονται υπόψη στην εκτιμώμενη αξία τους σε ευρώ κατά την ημερομηνία της κήρυξης της αφερεγγυότητας

b) Οι χρηματικές απαιτήσεις το ύψος των οποίων δεν είναι προσδιορισμένο λαμβάνονται υπόψη στην εκτιμώμενη αξία τους σε ευρώ κατά την ημερομηνία της κήρυξης της αφερεγγυότητας

c) Οι απαιτήσεις που εκφράζονται σε ξένο νόμισμα ή δείκτη λαμβάνονται υπόψη στην αξία τους σε ευρώ στην ισοτιμία που ίσχυε κατά την ημερομηνία κήρυξης της αφερεγγυότητας στον τόπο της αντίστοιχης πληρωμής.

2 – Οι απαιτήσεις των στοιχείων a) και c) της προηγούμενης παραγράφου θεωρούνται οριστικά μετατραπείσες σε ευρώ μετά την αναγνώρισή τους.»

«Άρθρο 97

Εξάλειψη των πιστωτικών προνομίων και των εμπράγματων ασφαλειών

1 – Με την κήρυξη της αφερεγγυότητας εξαλείφονται τα ακόλουθα:

a) Τα γενικά πιστωτικά προνόμια που συνδέονται με απαιτήσεις αφερεγγυότητας, δικαιούχοι των οποίων είναι το δημόσιο, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και φορείς κοινωνικής ασφάλισης, και που έχουν συσταθεί περισσότερο από 12 μήνες πριν από την ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας

b) Τα ειδικά πιστωτικά προνόμια που συνδέονται με απαιτήσεις αφερεγγυότητας, δικαιούχοι των οποίων είναι το δημόσιο, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και φορείς κοινωνικής ασφάλισης, και που έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες περισσότερο από 12 μήνες πριν από την ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας

c) Οι νόμιμες υποθήκες η εγγραφή των οποίων έχει ζητηθεί κατά τους δύο μήνες που προηγούνται της ημερομηνίας έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας και που είναι παρεπόμενες απαιτήσεων αφερεγγυότητας, δικαιούχοι των οποίων είναι το δημόσιο, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και φορείς κοινωνικής ασφάλισης

d) Εφόσον υπόκεινται σε εγγραφή, οι εμπράγματες ασφάλειες επί ακινήτων ή τα ενέχυρα επί κινητών που υπόκεινται σε απογραφή και αποτελούν την πτωχευτική περιουσία, οι οποίες είναι παρεπόμενες απαιτήσεων αφερεγγυότητας αλλά δεν έχουν ακόμα εγγραφεί και δεν αποτελούν αντικείμενο αίτησης εγγραφής

e) Εμπράγματες ασφάλειες επί πραγμάτων που αποτελούν την πτωχευτική περιουσία και είναι παρεπόμενες απαιτήσεων που θεωρούνται μειωμένης εξασφάλισης.

2 – Μετά την κήρυξη της αφερεγγυότητας καθώς και μετά την περάτωση της διαδικασίας, δεν επιτρέπεται η εγγραφή νόμιμης υποθήκης για την εξασφάλιση απαιτήσεων αφερεγγυότητας, εκτός αν η σχετική αίτηση υποβλήθηκε πριν από την κήρυξη της αφερεγγυότητας ή, για τις υποθήκες του στοιχείου c) της προηγούμενης παραγράφου, δύο μήνες πριν από την εν λόγω ημερομηνία.»

«Άρθρο 98

Χορήγηση προνομίου στον αιτούντα πιστωτή

1 – Οι προνομιούχες απαιτήσεις του πιστωτή κατόπιν αίτησης του οποίου κηρύχθηκε η αφερεγγυότητα απολαμβάνουν γενικό προνόμιο, κατατασσόμενο στην τελευταία θέση, επί όλων των κινητών πραγμάτων που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία, για ένα τέταρτο του ποσού του με ανώτατο όριο τις 500 λογιστικές μονάδες.

2 – Αν η συνέχιση της διαδικασίας που έχει κινηθεί από πιστωτή επηρεάζεται δυσμενώς από την κήρυξη του οφειλέτη σε αφερεγγυότητα στο πλαίσιο διαδικασίας που κινείται εκ των υστέρων, το προνόμιο της προηγούμενης παραγράφου αποδίδεται στον αιτούντα της παλαιότερης διαδικασίας στην περίπτωση του άρθρου 264 παράγραφος 3 στοιχείο b), το γενικό προνόμιο επί των κινητών πραγμάτων του/της συζύγου που κατέθεσε την αίτηση και επί του μισού της κοινής περιουσίας ανήκει στον αιτούντα στο πλαίσιο της πρώτης διαδικασίας, με την επιφύλαξη της αναστολής των αποτελεσμάτων του.».

«Άρθρο 99

Συμψηφισμός

1 – Με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων του παρόντος κώδικα, από την ημερομηνία της κήρυξης της αφερεγγυότητας, οι δικαιούχοι απαιτήσεων αφερεγγυότητας μπορούν να συμψηφίσουν τις απαιτήσεις τους με ανταπαιτήσεις από την πτωχευτική περιουσία μόνο εφόσον πληρούται τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

a) οι εκ του νόμου προβλεπόμενες υποθέσεις για τον συμψηφισμό πληρούνται πριν από την ημερομηνία κήρυξης της αφερεγγυότητας

b) η απαίτηση αφερεγγυότητας πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 847 του Αστικού Κώδικα πριν από την ανταπαίτηση.

2 – Για τους σκοπούς των στοιχείων a) και b) της προηγούμενης παραγράφου δεν λαμβάνονται υπόψη:

a) η απώλεια του ευεργετήματος της προθεσμίας του άρθρου 780 παράγραφος 1 του Αστικού Κώδικα

b) η πρόωρη λήξη και η μετατροπή σε χρήμα που προκύπτουν από τις διατάξεις του άρθρου 91 παράγραφος 1 και του άρθρου 96.

3 – Ο συμψηφισμός δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι οι υποχρεώσεις αφορούν διαφορετικά νομίσματα ή μονάδες υπολογισμού, αν η αμοιβαία μετατροπή τους διενεργείται αντί της καταβολής της ανταπαίτησης και η μετατροπή διενεργείται με βάση τις τιμές που ισχύουν στον εκάστοτε τόπο κατά την ημερομηνία που ο συμψηφισμός παράγει τα αποτελέσματά του.

4 –Συμψηφισμός δεν επιτρέπεται:

a) αν οι απαιτήσεις προς την πτωχευτική περιουσία γεννήθηκαν μετά την ημερομηνία της κήρυξης της αφερεγγυότητας, ιδίως σε συνέχεια ανάκλησης πράξης προς όφελος της πτωχευτικής περιουσίας

b) αν ο πτωχευτικός πιστωτής έχει αποκτήσει την απαίτησή του από άλλον μετά την ημερομηνία κήρυξης της αφερεγγυότητας

c) ως προς απαιτήσεις του αφερέγγυου πιστωτή για τις οποίες δεν ευθύνεται η πτωχευτική περιουσία

d) μεταξύ απαιτήσεων προς την πτωχευτική περιουσία και απαιτήσεων αφερεγγυότητας μειωμένης εξασφάλισης.»

«Άρθρο 100

Αναστολή αποσβεστικής προθεσμίας και παραγραφή

Η απόφαση με την οποία κηρύσσεται η αφερεγγυότητα καθορίζει την αναστολή όλων των αποσβεστικών προθεσμιών και της παραγραφής τις οποίες επικαλείται ο οφειλέτης κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.»

«Άρθρο 101

Συστήματα διακανονισμού

Οι κανόνες του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται με την επιφύλαξη του άρθρου 283 και επόμενα του πορτογαλικού κώδικα περί κινητών αξιών.»

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

Τα αποτελέσματα της διαδικασίας επί των εκκρεμών δικών προβλέπονται στα άρθρα 85 έως 89 του κώδικα αφερεγγυότητας, το λεκτικό των οποίων ακολουθεί:

«Άρθρο 85

Αποτελέσματα επί των εκκρεμών δικών

1 – Μετά την κήρυξη της αφερεγγυότητας, όλες οι δίκες με αντικείμενο ζητήματα που αφορούν περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας και οι οποίες έχουν κινηθεί κατά του οφειλέτη ή κατά τρίτου αλλά το αποτέλεσμα των οποίων θα μπορούσε να επηρεάσει την αξία της πτωχευτικής περιουσίας, και όλες οι δίκες το αντικείμενο των οποίων είναι περιουσιακά στοιχεία και οι οποίες έχουν κινηθεί από τον οφειλέτη συνεκδικάζονται στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας, εφόσον η συνεκδίκαση ζητηθεί από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας, εφόσον αυτό είναι πρόσφορο για τους σκοπούς της διαδικασίας.

2 – Ο δικαστής ζητεί από το δικαστήριο ή την αρμόδια αρχή την παραπομπή, για τον σκοπό της συνεκδίκασης με την αφερεγγυότητα, όλων των διαδικασιών στις οποίες πραγματοποιήθηκε οποιαδήποτε πράξη κατάσχεσης ή κράτησης περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία.

3 – Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας υποκαθιστά τον αφερέγγυο οφειλέτη σε όλες τις διαδικασίες που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους, ανεξάρτητα από την συνεκδίκαση με τη διαδικασία αφερεγγυότητας και της συμφωνίας του αντιδίκου.»

«Άρθρο 86

Συνεκδίκαση διαδικασιών αφερεγγυότητας

1 – Κατόπιν αίτησης του διαχειριστή αφερεγγυότητας, συνεκδικάζονται με τη διαδικασία αφερεγγυότητας οι διαδικασίες στο πλαίσιο των οποίων έχει κηρυχθεί η αφερεγγυότητα προσώπων τα οποία ευθύνονται εκ του νόμου για τις οφειλές του αφερέγγυου οφειλέτη ή, σε περίπτωση έγγαμου φυσικού προσώπου, του/της συζύγου του, εφόσον δεν υφίσταται καθεστώς περιουσιακής αυτοτέλειας.

2 – Το ίδιο ισχύει, όταν ο οφειλέτης είναι εμπορική εταιρεία για τις διαδικασίες στις οποίες η έχει κηρυχθεί η αφερεγγυότητα εταιρειών με τις οποίες η εν λόγω εταιρεία, σύμφωνα με τον κώδικα εμπορικών εταιρειών, βρίσκεται σε σχέση ελέγχου ή ομίλου.

3 – Η συνεκδίκαση της παραγράφου 2 μπορεί να αποφασιστεί αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή της διαδικασίας με την οποία συνεκδικάζονται οι υποθέσεις ή να ζητηθεί από όλους τους οφειλέτες που έχουν κηρυχθεί αφερέγγυοι στις προς συνεκδίκαση υποθέσεις.

4 – Όταν οι διαδικασίες τρέχουν ενώπιον δικαστηρίου με διαφορετική καθ’ ύλην αρμοδιότητα, η συνεκδίκαση διατάσσεται μόνο αν ζητηθεί από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας της διαδικασίας που έχει κινηθεί ενώπιον δικαστηρίου με ειδική αρμοδιότητα ή αν αποφασιστεί από τον δικαστή της εν λόγω διαδικασίας.»

«Άρθρο 87

Συμβάσεις διαιτησίας

1 – Αναστέλλεται η ισχύς των συμβάσεων διαιτησίας στις οποίες συμβάλλεται ο αφερέγγυος οφειλέτης και οι οποίες αφορούν διαφορές το αποτέλεσμα των οποίων μπορεί να επηρεάσει την αξία της πτωχευτικής περιουσίας, με την επιφύλαξη των διατάξεων των εφαρμοστέων διεθνών συνθηκών.

2 – Ωστόσο, διαδικασίες που εκκρεμούν κατά την ημερομηνία κήρυξης της αφερεγγυότητας συνεχίζονται, με την επιφύλαξη, ανάλογα με την περίπτωση, των διατάξεων του άρθρου 85 παράγραφος 3 και του άρθρου 128 παράγραφος 5.»

«Άρθρο 88

Διαδικασίες εκτέλεσης

1 – Η κήρυξη της αφερεγγυότητας αναστέλλει οποιαδήποτε πράξη εκτέλεσης ή μέτρο που έχουν αιτηθεί οι πτωχευτικοί πιστωτές και που αφορά τα στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας και εμποδίζει την κίνηση ή τη συνέχιση οποιασδήποτε εκτελεστικής πράξης που επισπεύδουν οι πτωχευτικοί πιστωτές ωστόσο, αν υπάρχουν άλλοι καθ’ ων η εκτέλεση, η εκτέλεση συνεχίζεται κατά αυτών.

2 – Σε περίπτωση εκτελέσεων κατά άλλων καθ’ ων η εκτέλεση οι οποίες δεν χρειάζεται να ενταχθούν στη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 85 παράγραφος 2, εξάγεται και παρέχεται προς συνεκδίκαση μόνο απόσπασμα που αφορά τον αφερέγγυο οφειλέτη.

3 – Διαδικασία εκτέλεσης που αναστέλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 παύει ως προς τον καθ’ ου η εκτέλεση αφερέγγυο οφειλέτη όταν η διαδικασία της αφερεγγυότητας περατωθεί σύμφωνα με το άρθρο 230 παράγραφος 1 στοιχεία a) και d), με την εξαίρεση της άσκησης του εκ του νόμου προβλεπόμενου δικαιώματος ανάκτησης της κυριότητας.

4 – Είναι ευθύνη του διαχειριστή αφερεγγυότητας να κοινοποιεί εγγράφως και, κατά προτίμηση με ηλεκτρονικά μέσα, στα όργανα εκτέλεσης που έχουν επιληφθεί των εκτελέσεων οι οποίες επηρεάζονται από την κήρυξη της αφερεγγυότητας και για τις οποίες έχει γνώση, ή στο δικαστήριο, όταν οι πράξεις εκτέλεσης διενεργούνται από δικαστικό επιμελητή, την επέλευση των γεγονότων της προηγούμενης παραγράφου.»

«Άρθρο 89

Πράξεις που σχετίζονται με οφειλές της πτωχευτικής περιουσίας

1 – Κατά τη διάρκεια των τριών μηνών που ακολουθούν την ημερομηνία κήρυξης της αφερεγγυότητας, δεν μπορούν να διενεργηθούν εκτελέσεις για την εξόφληση οφειλών της πτωχευτικής περιουσίας.

2 – Πράξεις, μεταξύ των οποίων και πράξεις εκτέλεσης, που σχετίζονται με οφειλές της πτωχευτικής περιουσίας, εντάσσονται στη διαδικασία αφερεγγυότητας, με την εξαίρεση οφειλών φορολογικής φύσης.»

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

Τα όργανα της αφερεγγυότητας είναι ο διαχειριστής αφερεγγυότητας, η επιτροπή πιστωτών και η συνέλευση των πιστωτών. Η επιτροπή πιστωτών και η συνέλευση των πιστωτών αποτελούνται από τους πιστωτές σύμφωνα με τα άρθρα 66 έως 80 του κώδικα αφερεγγυότητας, το λεκτικό των οποίων ακολουθεί:

«Άρθρο 66

Διορισμός της επιτροπής πιστωτών από τον δικαστή

1 – Πριν από την πρώτη συνέλευση των πιστωτών, και συγκεκριμένα στην ίδια την απόφαση με την οποία κηρύσσεται η αφερεγγυότητα, ο δικαστής διορίζει επιτροπή πιστωτών που αποτελείται από τρία ή πέντε τακτικά και δύο αναπληρωματικά μέλη καθήκοντα προέδρου ασκεί κατά προτίμηση ο μεγαλύτερος πιστωτής της επιχείρησης και τα υπόλοιπα μέλη επιλέγονται έτσι ώστε να διασφαλίζεται επαρκής εκπροσώπηση των διαφόρων κατηγοριών πιστωτών, με εξαίρεση τους πιστωτές μειωμένης εξασφάλισης.

2 – Ο δικαστής μπορεί να μην προβεί στον διορισμό που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο εφόσον κρίνει ότι αυτό δικαιολογείται λόγω του μικρού μεγέθους της πτωχευτικής περιουσίας, τον μη σύνθετο χαρακτήρα της εκκαθάρισης ή τον μικρό αριθμό των πτωχευτικών πιστωτών.

3 – Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ένα από τα μέλη της επιτροπής εκπροσωπεί τους εργαζομένους που έχουν απαιτήσεις κατά της επιχείρησης και η επιλογή του εν λόγω μέλους πρέπει να συνάδει με την υπόδειξη των ίδιων των εργαζομένων ή της επιτροπής των εργαζομένων, όταν υπάρχει.

4 – Τα μέλη της επιτροπής πιστωτών μπορεί να είναι είτε φυσικά είτε νομικά πρόσωπα όταν επιλέγεται νομικό πρόσωπο, εναπόκειται στο τελευταίο να ορίσει τον εκπρόσωπό του με σχετικό πληρεξούσιο ή εξουσιοδότηση που υπογράφεται από πρόσωπο με εξουσίες να δεσμεύει την εταιρεία.

5 – Το δημόσιο και οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης μπορούν να διοριστούν στην προεδρία της επιτροπής πιστωτών μόνον εφόσον στον φάκελο της δικογραφίας περιλαμβάνεται διαταγή από το μέλος της κυβέρνησης που έχει την εποπτεία των εν λόγω φορέων με την οποία εγκρίνεται η άσκηση των εν λόγω καθηκόντων και υποδεικνύεται ο εκπρόσωπος.»

«Άρθρο 67

Παρέμβαση της συνέλευσης των πιστωτών

1 – Η συνέλευση των πιστωτών μπορεί να παραιτηθεί από τη συγκρότηση επιτροπής πιστωτών, να αντικαταστήσει οποιοδήποτε τακτικό ή αναπληρωματικό μέλος αυτής που έχει οριστεί από τον δικαστή, να εκλέξει δύο επιπλέον μέλη και, εάν ο δικαστής δεν έχει προβεί στη συγκρότησή της, να συστήσει επιτροπή αποτελούμενη από τρία, πέντε ή επτά τακτικά και δύο αναπληρωματικά μέλη, να διορίσει τον πρόεδρό της και να τροποποιεί τη σύνθεσή της ανά πάσα στιγμή, ανεξάρτητα από την ύπαρξη εύλογης αιτίας.

2 – Τα μέλη της επιτροπής πιστωτών που εκλέγονται από τη συνέλευση δεν είναι υποχρεωτικό να είναι πιστωτές και, κατά την επιλογή τους, όπως και κατά τον διορισμό του προέδρου, η συνέλευση δεν υποχρεούται να τηρεί τα κριτήρια της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου, αλλά πρέπει να συμμορφώνεται μόνο με το κριτήριο της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου.

3 – Οι αποφάσεις της συνέλευσης των πιστωτών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρέπει να λαμβάνονται από την πλειοψηφία του άρθρου 53 παράγραφος 1, εκτός από την περίπτωση παύσης μέλους για βάσιμο λόγο.»

«Άρθρο 68

Καθήκοντα και εξουσίες της επιτροπής πιστωτών

1 – Εκτός των άλλων καθηκόντων που της έχουν ειδικά ανατεθεί, η επιτροπή είναι αρμόδια για την εποπτεία της δραστηριότητας του διαχειριστή αφερεγγυότητας και να συνεργάζεται μαζί του.

2 – Κατά την άσκηση των καθηκόντων της, η επιτροπή είναι ελεύθερη να εξετάζει τα λογιστικά στοιχεία του οφειλέτη και να ζητεί από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας τις πληροφορίες και την υποβολή των στοιχείων που θεωρεί απαραίτητα.»

«Άρθρο 69

Αποφάσεις της επιτροπής πιστωτών

1 – Η επιτροπή των πιστωτών συνεδριάζει κάθε φορά που συγκαλείται από τον πρόεδρο ή από δύο άλλα μέλη.

2 – Η επιτροπή δεν αποφασίζει χωρίς να παρίσταται η πλειοψηφία των μελών της, οι δε αποφάσεις λαμβάνονται με την πλειοψηφία των παρόντων μελών και, σε περίπτωση ισοψηφίας, υπερισχύει η ψήφος του προέδρου.

3 – Για τη λήψη των αποφάσεων γίνονται δεκτές οι γραπτές ψήφοι αν, προηγουμένως, όλα τα μέλη έχουν συμφωνήσει σ’ αυτή τη μορφή λήψης απόφασης.

4 – Ο εκάστοτε πρόεδρος της επιτροπής πιστωτών γνωστοποιεί τις αποφάσεις της στον δικαστή.

5 – Δεν χωρεί προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου κατά αποφάσεων της επιτροπής πιστωτών.

«Άρθρο 70

Ευθύνη των μελών της επιτροπής

Τα μέλη της επιτροπής ευθύνονται έναντι των πτωχευτικών πιστωτών για ζημία που απορρέει από υπαίτια αθέτηση των καθηκόντων τους και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 59 παράγραφος 4.»

«Άρθρο 71

Επιστροφή εξόδων

Τα μέλη της επιτροπής πιστωτών δεν αμείβονται και δικαιούνται μόνο την επιστροφή των εξόδων που είναι απολύτως αναγκαία για την άσκηση των καθηκόντων τους.»

«Άρθρο 72

Συμμετοχή στη συνέλευση των πιστωτών

1 – Δικαίωμα συμμετοχής στη συνέλευση των πιστωτών έχουν όλοι οι πτωχευτικοί πιστωτές, καθώς και οι κάτοχοι των δικαιωμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 95 παράγραφος 2 και που, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, δεν μπορούν να ασκηθούν στο πλαίσιο της διαδικασίας.

2 – Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 4 του επόμενου άρθρου εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στο δικαίωμα συμμετοχής στη συνέλευση των πιστωτών μειωμένης εξασφάλισης.

3 – Οι πιστωτές μπορούν να εκπροσωπούνται από εξουσιοδοτημένους εκπροσώπους με ειδικές εξουσίες γι’ αυτόν τον σκοπό.

4 – Στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας, ο δικαστής μπορεί να περιορίσει τη συμμετοχή στη συνέλευση στους δικαιούχους απαιτήσεων το ύψος των οποίων ανέρχεται έως ορισμένο ποσό που δεν υπερβαίνει τις 10 000 EUR και οι επηρεαζόμενοι πιστωτές μπορούν να εκπροσωπηθούν από άλλον πιστωτή του οποίου οι απαιτήσεις είναι τουλάχιστον ίσες προς το καθορισμένο όριο ή να συγκροτήσουν ομάδα το ύψος των απαιτήσεων της οποίας να συμπληρώνει το ποσό που απαιτείται και να συμμετέχουν μέσω κοινού εκπροσώπου.

5 – Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας, τα μέλη της επιτροπής πιστωτών και ο οφειλέτης και οι διευθυντές του έχουν δικαίωμα και υποχρέωση συμμετοχής.

6 – Δίνεται επίσης η δυνατότητα συμμετοχής στη συνέλευση σε έως και τρεις εκπροσώπους της επιτροπής των εργαζομένων ή, αν δεν υπάρχει τέτοια επιτροπή, σε έως τρεις εκπροσώπους των εργαζομένων που ορίζονται από τους τελευταίους, καθώς κα στην εισαγγελία».

«Άρθρο 73

Δικαιώματα ψήφου

1 – Οι απαιτήσεις παρέχουν μία ψήφο για κάθε ευρώ ή κλάσμα εάν έχουν ήδη αναγνωριστεί με οριστική απόφαση που εκδίδεται στο πλαίσιο παρεμπίπτουσας διαδικασίας επαλήθευσης και κατάταξης των απαιτήσεων ή στο πλαίσιο μεταγενέστερης αγωγής επαλήθευσης ή αν πληρούνται σωρευτικά οι κάτωθι προϋποθέσεις:

a) Ο πιστωτής έχει ήδη αναγγείλει τις απαιτήσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας ή, αν δεν έχει εξαντληθεί ακόμα η προθεσμία που ορίζεται στην απόφαση για την αναγγελία απαιτήσεων, τις αναγγείλει στο πλαίσιο της συνέλευσης, με σκοπό τη συμμετοχή στη συνεδρίασή της·

b) Οι απαιτήσεις δεν έχουν αμφισβητηθεί στη συνέλευση από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας ή από πιστωτή με δικαίωμα ψήφου.

2 – Ο αριθμός των ψήφων που χορηγούνται σε απαίτηση τελούσα υπό αναβλητική αίρεση καθορίζεται πάντα από τον δικαστή, λαμβανομένης υπόψη της πιθανότητας πλήρωσης της αίρεσης.

3 – Οι απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης δεν παρέχουν δικαίωμα ψήφου εκτός αν η απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών αφορά την έγκριση σχεδίου αφερεγγυότητας.

4 – Κατόπιν αίτησης του ενδιαφερομένου, ο δικαστής μπορεί να χορηγήσει δικαίωμα ψήφου σε αμφισβητούμενες απαιτήσεις καθορίζοντας το αντίστοιχο ποσό, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, και ιδίως την πιθανότητα ύπαρξης της απαίτησης, το ύψος και την κατάταξή της και, στην περίπτωση απαιτήσεων που υπόκεινται σε αναβλητική αίρεση, την πιθανότητα πλήρωσης της αίρεσης.

5 – Κατά της απόφασης του δικαστή η οποία αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο δεν χωρεί ένδικο μέσο.

6 – Δεν χωρεί λόγος ακυρότητας των αποφάσεων που έλαβε η συνέλευση αν αποδειχθεί σε μεταγενέστερο χρόνο ότι οι πιστωτές δικαιούνταν διαφορετικό αριθμό ψήφων από εκείνον που τους αποδόθηκε.

7 – Με την επιφύλαξη των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων, οι απαιτήσεις που εξασφαλίζονται με εμπράγματη ασφάλεια για τις οποίες δεν ευθύνεται προσωπικά ο οφειλέτης παρέχουν μία ψήφο για κάθε ευρώ του ύψους τους ή της αξίας του πράγματος που αποτελεί το αντικείμενο της ασφάλειας, αν η τελευταία είναι χαμηλότερη.»

«Άρθρο 74

Προεδρία

Της συνέλευσης των πιστωτών προεδρεύει ο δικαστής.»

«Άρθρο 75

Σύγκληση της συνέλευσης των πιστωτών

1 – Η συνέλευση των πιστωτών συγκαλείται από τον δικαστή, είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά από αίτηση του διαχειριστή αφερεγγυότητας, της επιτροπής πιστωτών, ή πιστωτή ή ομάδας πιστωτών των οποίων οι απαιτήσεις αντιπροσωπεύουν, κατά την εκτίμηση του δικαστή, τουλάχιστον το ένα πέμπτο των συνολικών προνομιούχων απαιτήσεων.

2 – Η ημερομηνία, η ώρα, ο τόπος και η ημερήσια διάταξη της συνέλευσης των πιστωτών κοινοποιούνται αμέσως στα ενδιαφερόμενα μέρη τουλάχιστον 10 ημέρες πριν με ανακοίνωση που δημοσιεύεται στη δικτυακή πύλη Citius και μέσω δημόσιων ανακοινώσεων που θυροκολλούνται στην έδρα ή στην κατοικία του οφειλέτη και στις εγκαταστάσεις του.

3 – Οι πέντε μεγαλύτεροι πιστωτές, καθώς και ο οφειλέτης, οι διευθυντές του και η επιτροπή των εργαζομένων ενημερώνονται επίσης για την ημερομηνία, την ώρα και τον τόπο της συνέλευσης, με συστημένες επιστολές που αποστέλλονται με την ίδια προθεσμία.

4 – Η ανακοίνωση, οι δημόσιες ανακοινώσεις και οι επιστολές των προηγούμενων παραγράφων περιλαμβάνουν επίσης τα ακόλουθα:

a) μνεία της διαδικασίας·

b) το όνομα και την έδρα ή τον τόπο κατοικίας του οφειλέτη, αν είναι γνωστά

c) γνωστοποίηση προς τους δικαιούχους μη αναγγελθεισών απαιτήσεων με την οποία ενημερώνονται ότι πρέπει να προβούν στην αναγγελία, αν τρέχει ακόμα η προθεσμία που έχει οριστεί στην απόφαση για την αναγγελία απαιτήσεων και ότι η αναγγελία μόνο για τους σκοπούς συμμετοχής στη συνέλευση μπορεί να γίνει κατά τη διάρκεια της ίδιας της συνεδρίασής της, εφόσον κατά την ημερομηνία αυτής η προαναφερθείσα προθεσμία δεν έχει παρέλθει

d) αναφορά τυχόν ορίων συμμετοχής που έχουν καθοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 4 καθώς και πληροφοριών ως προς τη δυνατότητα ομαδοποίησης ή εκπροσώπησης.»

«Άρθρο 76

Αναστολή της συνέλευσης

Ο δικαστής μπορεί να αποφασίσει την αναστολή των εργασιών της συνέλευσης, ορίζοντας ότι αυτές θα συνεχιστούν εντός των επόμενων 15 εργάσιμων ημερών.»

«Άρθρο 77

Πλειοψηφία

Με την εξαίρεση των περιπτώσεων για τις οποίες ο παρών κώδικας απαιτεί μεγαλύτερη πλειοψηφία ή ορίζει άλλες απαιτήσεις, οι αποφάσεις της συνέλευσης των πιστωτών λαμβάνονται με πλειοψηφία των ψηφισάντων, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η αποχή, και ανεξαρτήτως του αριθμού των πιστωτών που είναι παρόντες ή εκπροσωπούνται ή του ποσοστού των απαιτήσεών τους.»

«Άρθρο 78

Προσβολή ενώπιον του δικαστή και προσφυγή

1 – Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ή οποιοσδήποτε πιστωτής με δικαίωμα ψήφου μπορεί να προσβάλει ενώπιον του δικαστή αποφάσεις της συνέλευσης οι οποίες αντιβαίνουν στο κοινό συμφέρον των πιστωτών, υπό την προϋπόθεση ότι το πράττει κατά την ίδια τη συνεδρίαση.

2 – Κατά της απόφασης με την οποία γίνεται δεκτή η προσβολή της απόφασης της συνέλευσης των πιστωτών μπορεί να προσφύγει οποιοσδήποτε πιστωτής που ψήφισε υπέρ της ληφθείσας απόφασης, ενώ κατά απορριπτικής απόφασης μόνο ο αιτών.»

«Άρθρο 79

Πληροφορίες

Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας παρέχει στη συνέλευση, κατόπιν αιτήματός της, πληροφορίες για οποιοδήποτε θέμα άπτεται των καθηκόντων του.»

«Άρθρο 80

Υπερίσχυση της συνέλευσης των πιστωτών

Όλες οι αποφάσεις της επιτροπής πιστωτών μπορούν να ακυρωθούν από τη συνέλευση των πιστωτών και ευνοϊκή απόφαση της συνέλευσης επιτρέπει τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης για την οποία, σύμφωνα με τον παρόντα κώδικα, απαιτείται η έγκριση της επιτροπής πιστωτών.»

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας, ιδίως σύμφωνα με τα άρθρα 149 έως 150 και 157 έως 158 του κώδικα αφερεγγυότητας, το λεκτικό των οποίων ακολουθεί:

«Άρθρο 149

Κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων

1 – Μετά την έκδοση της απόφασης με την οποία κηρύσσεται η αφερεγγυότητα, διενεργείται αμέσως η κατάσχεση των λογιστικών στοιχείων και όλων των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας, ακόμα και εκείνων που:

a) έχουν κατασχεθεί, ενεχυριαστεί ή κατακρατηθεί ή δεσμευτεί με οποιονδήποτε τρόπο, ανεξαρτήτως της οικείας διαδικασίας, με την εξαίρεση περιουσιακών στοιχείων που έχουν κατασχεθεί λόγω διάπραξης αξιόποινης πράξης ή διοικητικής παράβασης

b) αποτελούν αντικείμενο εκχώρησης στους πιστωτές σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 831 επ. του Αστικού Κώδικα.

2 – Αν τα περιουσιακά στοιχεία έχουν ήδη πωληθεί, αντικείμενο της κατάσχεσης αποτελεί το προϊόν της πώλησης, εφόσον αυτό δεν έχει ήδη καταβληθεί ή διανεμηθεί στους πιστωτές.»

«Άρθρο 150

Παράδοση κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων

1 – Η εξουσία κατάσχεσης απορρέει από την κήρυξη της αφερεγγυότητας και ο διαχειριστής αφερεγγυότητας, με την επιφύλαξη του άρθρου 756 παράγραφοι 1 και 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, να μεριμνήσει ώστε να του παραδοθούν αμέσως τα περιουσιακά στοιχεία ώστε να καταστεί θεματοφύλακάς τους, η δε θεματοφυλακή διέπεται από τους γενικούς κανόνες και, ιδίως, εκείνους που διέπουν τη δικαστική παρακαταθήκη των κατασχεθέντων πραγμάτων.

2 – Η κατάσχεση διενεργείται από τον ίδιο τον διαχειριστή αφερεγγυότητας, επικουρούμενο από την επιτροπή πιστωτών ή εκπρόσωπό της, εφόσον υπάρχει, και, εφόσον είναι πρόσφορο, παρουσία του πιστωτή που αιτείται την αφερεγγυότητα και του ίδιου του αφερέγγυου οφειλέτη.

3 – Σε περίπτωση που ο διαχειριστής αφερεγγυότητας δεν μπορεί να προβεί αυτοπροσώπως στην κατάσχεση, η κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται σε διαφορετική περιφέρεια απ’ αυτήν της αφερεγγυότητας διενεργείται μέσω αίτησης προς το αρμόδιο δικαστήριο για τη διενέργεια των σχετικών διαδικαστικών πράξεων και η φύλαξη των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων ανατίθεται σε ειδικό θεματοφύλακα, αλλά κατόπιν εντολής του διαχειριστή αφερεγγυότητας.

4 – Η κατάσχεση πραγματοποιείται με μεσεγγύηση (arrolamento) ή με απευθείας παράδοση μέσω λεπτομερούς καταλόγου, σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:

a) Αν τα περιουσιακά στοιχεία βρίσκονται ήδη υπό δικαστική παρακαταθήκη, διατηρείται η εν λόγω κατάθεση, ωστόσο τα περιουσιακά στοιχεία καθίστανται διαθέσιμα και υπό τις εντολές του διαχειριστή αφερεγγυότητας

b) Σε περίπτωση δυσχερειών ως προς τη φροντίδα των περιουσιακών στοιχείων ή αμφιβολιών ως προς το ποια απ’ αυτά περιλαμβάνονται σ’ αυτά που βρίσκονται υπό παρακαταθήκη, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί να ζητήσει από δικαστικό επιμελητή να μεταβεί στην τοποθεσία όπου βρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία προκειμένου να αρθούν οι δυσχέρειες ή να διευκρινιστούν οι αμφιβολίες και να του παραδοθούν πραγματικά τα περιουσιακά στοιχεία

c) Σε περίπτωση που ο διαχειριστής αφερεγγυότητας αντιμετωπίσει αντιδράσεις ή αντίσταση κατά την κατάσχεση, μπορεί να αιτηθεί τη συνδρομή των αρχών επιβολής του νόμου, περίπτωση στην οποία καθίσταται νόμιμο το σπάσιμο πόρτας ή χρηματοκιβωτίου, και συντάσσεται έκθεση ως προς το συμβάν

d) Η μεσεγγύηση συνίσταται στην περιγραφή, την εκτίμηση και τη θεματοφυλακή των περιουσιακών στοιχείων

e) Είτε στην περίπτωση της μεσεγγύησης είτε στην παράδοση μέσω λεπτομερούς καταλόγου, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ή ο βοηθός του συντάσσει την πράξη στην οποία περιγράφονται τα περιουσιακά στοιχεία με αριθμημένα ποσά όπως στην απογραφή και δηλώνεται η αξία που έχει καθοριστεί κατόπιν εκτίμησης δηλώνεται επίσης αν η παράδοση έγινε προς τον διαχειριστή αφερεγγυότητας ή ειδικό θεματοφύλακα και αναφέρονται όλα τα σχετικά περιστατικά που άπτονται της διαδικασίας

f) Η έκθεση υπογράφεται από το πρόσωπο που επιλήφθηκε της διαδικασίας και από τον νομέα ή τον κάτοχο των κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων ή, όταν το εν λόγω πρόσωπο δεν δύναται ή δεν επιθυμεί να υπογράψει, από δύο διαθέσιμους μάρτυρες.

5 – Η έξωση του αφερέγγυου οφειλέτη από την κατοικία στην οποία έχει τη συνήθη διαμονή του διέπεται από το άρθρο 862 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

6 – Τα ποσά που εισπράττει ο διαχειριστής αφερεγγυότητας σε μετρητά, εκτός από αυτά που είναι απολύτως απαραίτητα για την κάλυψη των τρεχόντων εξόδων διαχείρισης, κατατίθενται αμέσως σε πιστωτικό ίδρυμα που έχει επιλεγεί από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας.»

«Άρθρο 157

Πρόωρο κλείσιμο

Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί να προχωρήσει στο κλείσιμο των εγκαταστάσεων του οφειλέτη ή στο κλείσιμο οποιασδήποτε ή οποιωνδήποτε εξ αυτών, πριν από τη συνέλευση αξιολόγησης της έκθεσης:

a) με τη θετική γνώμη της επιτροπής πιστωτών, αν υπάρχει

b) εφόσον ο οφειλέτης δεν προβάλει αντιρρήσεις, αν δεν υπάρχει επιτροπή πιστωτών, ή εφόσον, παρά τις αντιρρήσεις του οφειλέτη, το κλείσιμο εγκριθεί από τον δικαστή με την αιτιολογία ότι η αναβολή του μέτρου μέχρι την ημερομηνία της ως άνω συνέλευσης θα είχε ως αποτέλεσμα σημαντική μείωση της πτωχευτικής περιουσίας.»

«Άρθρο 158

Έναρξη της πώλησης περιουσιακών στοιχείων

1 – Όταν η απόφαση με την οποία κηρύσσεται η αφερεγγυότητα αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου και πραγματοποιηθεί η συνέλευση αξιολόγησης της έκθεσης, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας προχωρεί αμελλητί στην πώληση όλων των κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας, ανεξάρτητα από την επαλήθευση των υποχρεώσεων, εφόσον αυτό δεν αντιβαίνει στις αποφάσεις που έλαβαν οι πιστωτές στην εν λόγω συνέλευση.

2 – Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας, ωστόσο, προβαίνει σε πρώιμη πώληση των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας τα οποία δεν μπορούν ή δεν πρέπει να διατηρηθούν καθώς ενδέχεται να φθαρούν ή να απαξιωθούν.

3 – Αν αποφασίσει να προβεί σε πρώιμη πώληση περιουσιακών στοιχείων σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ενημερώνει σχετικά τον οφειλέτη, την επιτροπή πιστωτών, εφόσον υπάρχει, και τον δικαστή τουλάχιστον δύο εργάσιμες ημέρες πριν από την πραγματοποίηση της πώλησης και προβαίνει σε σχετική δημοσίευση στη δικτυακή πύλη Citius.

4 – Ο δικαστής, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση του οφειλέτη, της επιτροπής πιστωτών ή οποιουδήποτε εκ των πτωχευτικών πιστωτών ή των πιστωτών της πτωχευτικής περιουσίας, μπορεί να εμποδίσει την πρώιμη πώληση των περιουσιακών στοιχείων της παραγράφου 2, η δε απόφαση αυτή κοινοποιείται αμέσως στον διαχειριστή αφερεγγυότητας, στον οφειλέτη, στην επιτροπή πιστωτών και στον πιστωτή που έχει υποβάλει τη σχετική αίτηση και δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα.

5 – Στην αίτηση της προηγούμενης παραγράφου το ενδιαφερόμενο μέρος παρέχει τεκμηριωμένη αιτιολόγηση των λόγων για τη μη πραγματοποίηση της πώλησης και υποβάλλει, ει δυνατόν, βιώσιμη εναλλακτική λύση στην πράξη στην οποία προτίθεται να προβεί ο διαχειριστής αφερεγγυότητας.»

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Οι κατηγορίες απαιτήσεων αφερεγγυότητας και η αντιμετώπιση των απαιτήσεων που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένων των οφειλών της πτωχευτικής περιουσίας, προβλέπονται, ιδίως, στα άρθρα 47 έως 51 του κώδικα αφερεγγυότητας, το λεκτικό των οποίων ακολουθεί:

«Άρθρο 47

Έννοια των πτωχευτικών πιστωτών και κατηγορίες των απαιτήσεων αφερεγγυότητας

1 – Μετά την κήρυξη της αφερεγγυότητας, όλοι οι δικαιούχοι απαιτήσεων περιουσιακής φύσης έναντι του αφερέγγυου οφειλέτη ή απαιτήσεων που εξασφαλίζονται με περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας, οι οποίες γεννήθηκαν πριν από την κήρυξη της αφερεγγυότητας, θεωρούνται πτωχευτικοί πιστωτές, ανεξαρτήτως της ιθαγένειας και του τόπου κατοικίας τους.

2 – Οι απαιτήσεις της προηγούμενης παραγράφου, από κοινού με τις εξομοιούμενες μ’ αυτές απαιτήσεις και τις αντίστοιχες οφειλές, αναφέρονται στον παρόντα κώδικα, αντίστοιχα, ως απαιτήσεις αφερεγγυότητας και οφειλές αφερεγγυότητας.

3 – Οι δικαιούχοι απαιτήσεων που αποδεικνύουν ότι οι απαιτήσεις τους γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξισώνονται με τους δικαιούχους απαιτήσεων αφερεγγυότητας κατά την ημερομηνία κήρυξης της αφερεγγυότητας.

4 – Για τους σκοπούς του παρόντος κώδικα, οι απαιτήσεις αφερεγγυότητας κατατάσσονται ως εξής:

a) σε «ενέγγυες» και «προνομιούχες» απαιτήσεις, δηλαδή απαιτήσεις που απολαύουν, αντίστοιχα, εμπράγματης ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένων ειδικών πιστωτικών προνομίων, και γενικού πιστωτικού προνομίου επί πραγμάτων της πτωχευτικής περιουσίας, έως το αντίστοιχο ύψος της αξίας των πραγμάτων που αποτελούν αντικείμενο της εξασφάλισης ή του γενικού προνομίου, λαμβανομένων υπόψη τυχόν υπερισχυόντων βαρών

b) σε «μειωμένης εξασφάλισης», δηλαδή τις απαιτήσεις του επόμενου άρθρου, εκτός από όταν απολαύουν πιστωτικών προνομίων, γενικών ή ειδικών, ή νόμιμης υποθήκης, που δεν αποσβένονται λόγω της κήρυξης της αφερεγγυότητας

c) σε «κοινές», δηλαδή τις υπόλοιπες απαιτήσεις.»

«Άρθρο 48

Απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης

Οι ακόλουθες θεωρούνται απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης και κατατάσσονται μετά τις υπόλοιπες απαιτήσεις αφερεγγυότητας:

a) Απαιτήσεις προσώπων που έχουν ειδική σχέση με τον οφειλέτη, εφόσον η ειδική σχέση υπήρχε ήδη κατά τη γέννησή τους, και προσώπων στα οποία οι απαιτήσεις μεταβιβάστηκαν κατά τα δύο έτη που προηγούνται της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας

b) Τόκοι επί προνομιούχων απαιτήσεων που γεννώνται μετά την κήρυξη της αφερεγγυότητας, με την εξαίρεση των απαιτήσεων που διασφαλίζονται με εμπράγματη ασφάλεια και με γενικό πιστωτικό προνόμιο, έως την αξία των αντίστοιχων περιουσιακών στοιχείων

c) Απαιτήσεις η κατάταξη των οποίων έχει συμφωνηθεί από τα μέρη

d) Απαιτήσεις το αντικείμενο των οποίων είναι χαριστικές παροχές του οφειλέτη

e) Απαιτήσεις αφερεγγυότητας οι οποίες, συνεπεία της ανάκλησης υπέρ της πτωχευτικής περιουσίας, προκύπτουν κακόπιστα υπέρ τρίτου

f) Τόκοι επί απαιτήσεων μειωμένης εξασφάλισης που γεννώνται μετά την κήρυξη της αφερεγγυότητας

g) Απαιτήσεις από δάνεια.»

«Άρθρο 49

Πρόσωπα με ειδική σχέση με τον οφειλέτη

1 – Ειδική σχέση με τον οφειλέτη που είναι φυσικό πρόσωπο θεωρείται ότι έχουν τα ακόλουθα πρόσωπα:

a) Ο/Η σύζυγός του και τα πρόσωπα από τα οποία έχει λάβει διαζύγιο κατά τα δύο έτη που προηγούνται της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας

b) Οι ανιόντες, οι κατιόντες ή τα αδέλφια του οφειλέτη ή οποιουδήποτε προσώπου της προηγούμενης παραγράφου

c) Οι σύζυγοι των ανιόντων, των κατιόντων ή των αδελφών του οφειλέτη

d) Τα πρόσωπα που έχουν συμβιώσει σε συνήθη βάση με τον οφειλέτη υπό το καθεστώς της κοινής συμβίωσης (economia comum) για διάστημα που εμπίπτει εντός των δύο ετών που προηγούνται της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας

2 – Ειδική σχέση με τον οφειλέτη που είναι νομικό πρόσωπο θεωρείται ότι έχουν τα ακόλουθα πρόσωπα:

a) Οι εταίροι, οι συνεργάτες ή τα μέλη που έχουν εκ του νόμου την ευθύνη για τις οφειλές του και τα πρόσωπα που είχαν την εν λόγω ιδιότητα κατά τα δύο έτη που προηγούνται της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας

b) Πρόσωπα που, ανάλογα με την περίπτωση, είχαν με την αφερέγγυα επιχείρηση σχέση ελέγχου ή ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 21 του κώδικα περί κινητών αξιών, σε χρονική περίοδο που εμπίπτει εντός των δύο ετών που προηγούνται της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας

c) Οι πραγματικοί και εκ του νόμου διαχειριστές του οφειλέτη και εκείνοι που είχαν την εν λόγω ιδιότητα σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή που εμπίπτει εντός των δύο ετών που προηγούνται της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας

d) Τα πρόσωπα που συνδέονται με οποιοδήποτε εκ των προσώπων των προηγούμενων στοιχείων με οποιαδήποτε σχέση απ’ αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3 – Σε περίπτωση που η αφερεγγυότητα αφορά μόνο αυτόνομη περιουσία, θεωρούνται πρόσωπα με ειδική σχέση οι αντίστοιχοι δικαιούχοι και διευθυντές, καθώς και τα πρόσωπα που συνδέονται μ’ αυτούς με οποιαδήποτε σχέση απ’ αυτές που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους και, επιπλέον, στην περίπτωση σχολάζουσας κληρονομιάς, τα πρόσωπα που συνδέονται με τον κληρονομούμενο με οποιαδήποτε σχέση απ’ αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 1, κατά τον χρόνο της επαγωγής της κληρονομιάς ή κατά τα δύο προηγούμενα έτη.»

«Άρθρο 50

Απαιτήσεις που υπόκεινται σε αίρεση

1 – Για τους σκοπούς του παρόντος κώδικα, μια απαίτηση θεωρείται ότι τελεί υπό αναβλητική ή διαλυτική αίρεση, αντίστοιχα, όταν η γέννηση ή η διατήρησή της εξαρτάται από την επέλευση ή όχι μελλοντικού και αβέβαιου γεγονότος, εκ του νόμου, δυνάμει δικαστικής απόφασης ή δικαιοπραξίας.

2 – Θεωρούνται, ιδίως, απαιτήσεις υπό αναβλητική αίρεση:

a) απαιτήσεις που απορρέουν από την άρνηση εκπλήρωσης ή πρόωρη καταγγελία, από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας, διμερών συμβάσεων που βρίσκονται σε ισχύ κατά την ημερομηνία κήρυξης της αφερεγγυότητας ή από την ανάκληση πράξεων προς όφελος της πτωχευτικής περιουσίας, εφόσον δεν πραγματοποιείται η εν λόγω καταγγελία, άρνηση ή ανάκληση

b) απαιτήσεις που δεν μπορούν να προβληθούν κατά του αφερέγγυου οφειλέτη χωρίς προηγουμένως να επιχειρηθεί εκτέλεση επί της περιουσίας τρίτου, εφόσον δεν επαληθεύεται η εν λόγω απόπειρα εκτέλεσης (ένσταση δίζησης-excussão)

c) απαιτήσεις αφερεγγυότητας για τις οποίες δεν ευθύνεται προσωπικά ο αφερέγγυος οφειλέτης, για όσο διάστημα η οφειλή δεν έχει καταστεί απαιτητή.»

«Άρθρο 51

Χρέη της πτωχευτικής περιουσίας

1 – Εκτός αν ορίζεται ρητώς διαφορετικά, εκτός των χρεών που χαρακτηρίζονται ως τέτοια στον παρόντα κώδικα, αποτελούν χρέη της πτωχευτικής περιουσίας και τα ακόλουθα:
a) τα έξοδα της διαδικασίας αφερεγγυότητας
b) οι αμοιβές του διαχειριστή αφερεγγυότητας και καθώς και τα έξοδά του καθώς και των μελών της επιτροπής πιστωτών
c) οι οφειλές που προκύπτουν από πράξεις διαχείρισης, εκκαθάρισης και διανομής της πτωχευτικής περιουσίας
d) οι οφειλές που απορρέουν από τις ενέργειες στις οποίες προβαίνει ο διαχειριστής αφερεγγυότητας κατά την άσκηση των καθηκόντων του
e) οποιαδήποτε οφειλή γεννάται από διμερή σύμβαση την εκπλήρωση της οποίας δεν μπορεί να αρνηθεί ο διαχειριστής αφερεγγυότητας, εκτός από τον βαθμό στον οποίο αυτή αφορά χρονικό διάστημα που προηγείται της κήρυξης της αφερεγγυότητας
f) οποιαδήποτε οφειλή γεννάται από διμερή σύμβαση την εκπλήρωση της οποίας δεν έχει αρνηθεί ο διαχειριστής αφερεγγυότητας, εκτός από τον βαθμό που αντιστοιχεί στην αντιπαροχή η οποία έχει ήδη πραγματοποιηθεί από τον αντισυμβαλλόμενο πριν από την κήρυξη της αφερεγγυότητας ή που αφορά χρονικό διάστημα που προηγείται της εν λόγω κήρυξης
g) οποιαδήποτε οφειλή απορρέει από σύμβαση το αντικείμενο της οποίας είναι διαρκής παροχή, στον βαθμό που αντιστοιχεί στην αντιπαροχή που έχει ήδη πραγματοποιηθεί από τον αντισυμβαλλόμενο και την εκπλήρωση της οποίας έχει απαιτήσει ο προσωρινός σύνδικος
h) οι οφειλές που γεννώνται από πράξεις του προσωρινού συνδίκου κατά την άσκηση των εξουσιών του
i) οι οφειλές που απορρέουν από αδικαιολόγητο πλουτισμό της πτωχευτικής περιουσίας
j) η υποχρέωση διατροφής που αφορά χρονικό διάστημα που προηγείται της ημερομηνίας της κήρυξης της αφερεγγυότητας, υπό τους όρους του άρθρου 93.2 – Οι απαιτήσεις που αντιστοιχούν σε χρέη της πτωχευτικής περιουσίας και οι δικαιούχοι των εν λόγω απαιτήσεων αναφέρονται, αντίστοιχα, στον παρόντα κώδικα ως απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας και πτωχευτικοί πιστωτές.

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

Οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων προβλέπονται στα άρθρα 128 έως 140 του κώδικα αφερεγγυότητας, το λεκτικό των οποίων ακολουθεί:

«Άρθρο 128

Αναγγελία απαιτήσεων

1 – Εντός της προθεσμίας που προβλέπεται γι’ αυτόν τον σκοπό από την απόφαση με την οποία κηρύσσεται η αφερεγγυότητα, οι πτωχευτικοί πιστωτές, συμπεριλαμβανομένης της εισαγγελίας που υπερασπίζεται τα συμφέροντα των φορέων που εκπροσωπεί, ζητούν την επαλήθευση των απαιτήσεών τους μέσω αίτησης συνοδευόμενης από όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, στην οποία αναφέρουν:

a) την προέλευση της απαίτησης, την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη απαιτητή, το ύψος του κεφαλαίου και των τόκων

b) τις αιρέσεις στις οποίες υπόκειται η απαίτηση, αναβλητικές και διαλυτικές

c) αν η απαίτηση είναι κοινή, μειωμένης εξασφάλισης, προνομιούχος ή εξασφαλισμένη και, στην τελευταία περίπτωση, τα περιουσιακά στοιχεία ή δικαιώματα που αποτελούν το αντικείμενο της εγγύησης και τα αντίστοιχα στοιχεία καταχώρισης, κατά περίπτωση

d) τυχόν εγγυήσεις ενοχικής φύσης, με υπόδειξη των εγγυητών

e) το ισχύον επιτόκιο υπερημερίας.

2 – Η αίτηση απευθύνεται στον διαχειριστή αφερεγγυότητας και υποβάλλεται μέσω ηλεκτρονικής διαβίβασης δεδομένων σύμφωνα με τους όρους της υπουργικής απόφασης του άρθρου 17 παράγραφος 2.

3 – Σε περίπτωση που οι πτωχευτικοί πιστωτές δεν είναι εξασφαλισμένοι, η αίτηση για την αναγγελία απαίτησης υποβάλλεται στην επαγγελματική έδρα του διαχειριστή αφερεγγυότητας ή αποστέλλεται σ’ αυτήν με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή με συστημένη επιστολή, και ο διαχειριστής αφερεγγυότητας υπογράφει, αντίστοιχα, το έγγραφο παράδοσης ή αποστέλλει στον πιστωτή, εντός τριών ημερών από την παραλαβή, απόδειξη παραλαβής με τη μορφή που υποβλήθηκε η αίτηση.

4 – Η αναγγελία απαιτήσεων της παραγράφου 1 μπορεί να διενεργηθεί μέσω του εντύπου που διατίθεται γι’ αυτόν τον σκοπό στη δικτυακή πύλη που υποδεικνύεται με υπουργική απόφαση του αρμόδιου υπουργού για τον τομέα της δικαιοσύνης ή μέσω του τυποποιημένου εντύπου για την αναγγελία απαιτήσεων των άρθρων 54 και 55 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/848 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, όταν εφαρμόζεται ο εν λόγω κανονισμός.

5 – Αντικείμενο της επαλήθευσης αποτελούν όλες οι απαιτήσεις αφερεγγυότητας, ανεξάρτητα από τη φύση τους και τη βάση τους και ακόμη και πιστωτής του οποίου η απαίτηση έχει αναγνωριστεί με οριστική απόφαση πρέπει να αναγγείλει την απαίτησή του στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας εάν επιθυμεί την ικανοποίησή της.»

«Άρθρο 129

Κατάλογος αναγνωρισμένων και μη αναγνωρισμένων απαιτήσεων

1 – Εντός 15 ημερών από τη λήξη της προθεσμίας αναγγελίας, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας υποβάλλει στη γραμματεία αλφαβητικό κατάλογο όλων των πιστωτών που έχει αναγνωρίσει και αλφαβητικό κατάλογο των μη αναγνωρισμένων πιστωτών οι κατάλογοι αναφέρουν όχι μόνο τους πιστωτές που έχουν προβάλει τις απαιτήσεις τους αλλά και τους πιστωτές των οποίων τα δικαιώματα περιλαμβάνονται στα λογιστικά στοιχεία του οφειλέτη ή είναι με άλλο τρόπο γνωστά σ’ αυτόν.

2 – Στον κατάλογο των αναγνωρισμένων πιστωτών αναγράφονται τα στοιχεία κάθε πιστωτή, η φύση της απαίτησης, το ύψος του κεφαλαίου και των τόκων κατά την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας αναγγελίας, οι εξασφαλίσεις ενοχικής ή εμπράγματης φύσης, τα προνόμια, το ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, τυχόν αναβλητικές ή διαλυτικές αιρέσεις και η αξία των στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας επί των οποίων έχουν συσταθεί εμπράγματες ασφάλειες για απαιτήσεις για τις οποίες δεν ευθύνεται προσωπικά ο οφειλέτης.

3 – Ο κατάλογος των μη αναγνωρισμένων πιστωτών αναφέρει τους λόγους μη αναγνώρισης.

4 – Όλοι οι μη αναγνωρισμένοι πιστωτές, καθώς και οι πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις έχουν αναγνωριστεί χωρίς να τις έχουν προβάλει ή έχουν αναγνωριστεί με όρους διαφορετικούς απ’ αυτούς της αντίστοιχης αναγγελίας, πρέπει να λάβουν σχετική γνωστοποίηση από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας με συστημένη επιστολή ή με ένα από τα μέσα που προβλέπονται στο άρθρο 128 παράγραφοι 2 και 3 και, στην περίπτωση γνωστών πιστωτών που έχουν τη συνήθη διαμονή, κατοικία ή έδρα σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο στο οποίο κινήθηκε η διαδικασία, συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών αρχών και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης των εν λόγω κρατών μελών, η σχετική ανακοίνωση γνωστοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 54 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/848 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015.

5 – Η επικοινωνία της προηγούμενης παραγράφου μπορεί να πραγματοποιηθεί με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στις περιπτώσεις που η αναγγελία απαιτήσεων έγινε με το ίδιο μέσο και θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε κατά την ημερομηνία της αποστολής ο διαχειριστής αφερεγγυότητας πρέπει να επισυνάψει στον φάκελο απόδειξη ως προς την αποστολή.»

«Άρθρο 130

Αντιρρήσεις ως προς τον κατάλογο των αναγνωρισμένων πιστωτών

1 – Εντός 10 ημερών μετά τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 1, κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να διατυπώσει αντιρρήσεις ως προς τον κατάλογο των αναγνωρισμένων πιστωτών με αίτηση που απευθύνεται στον δικαστή για λόγους αδικαιολόγητης συμπερίληψης ή μη συμπερίληψης πιστώσεων, ή ανακρίβειας του ποσού ή του χαρακτηρισμού των αναγνωρισμένων απαιτήσεων.

2 – Αναφορικά με τους πιστωτές στους οποίους απευθύνεται γνωστοποίηση με συστημένη επιστολή, η προθεσμία των 10 ημερών αρχίζει να τρέχει από την τρίτη εργάσιμη ημέρα μετά την ημέρα της αντίστοιχης αποστολής.

3 – Σε περίπτωση μη διατύπωσης αντιρρήσεων, εκδίδεται αμέσως απόφαση επαλήθευσης και κατάταξης των απαιτήσεων, με την οποία, με εξαίρεση την περίπτωση προδήλου σφάλματος, εγκρίνεται ο κατάλογος των αναγνωρισμένων πιστωτών που καταρτίζεται από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας και κατατάσσονται οι απαιτήσεις σύμφωνα με τα περιεχόμενα του εν λόγω καταλόγου.»

«Άρθρο 131

Απάντηση στις αντιρρήσεις

1 – Σε οποιαδήποτε εκ των αντιρρήσεων μπορεί να απαντήσει ο διαχειριστής αφερεγγυότητας και οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος που λαμβάνει αντίθετη θέση, συμπεριλαμβανομένου του οφειλέτη.

2 – Ωστόσο, αν οι αντιρρήσεις βασίζονται στην αδικαιολόγητη συμπερίληψη ορισμένης πίστωσης στον κατάλογο των αναγνωρισμένων πιστωτών, στην παράλειψη αναφοράς των αιρέσεων στις οποίες υπόκειται ή στο γεγονός ότι έχει αναγνωριστεί στην απαίτηση υπερβολικό ποσό ή ανώτερη σειρά κατάταξης από τη σωστή, μπορεί να απαντήσει σ’ αυτές μόνο ο ίδιος ο δικαιούχος.

3 – Η απάντηση διατυπώνεται εντός των 10 ημερών που έπονται της προθεσμίας του προηγούμενου άρθρου ή της γνωστοποίησης στον δικαιούχο της απαίτησης σχετικά με την οποία έχουν προβληθεί αντιρρήσεις, ανάλογα με την περίπτωση, μετά την πάροδο των οποίων οι αντιρρήσεις γίνονται δεκτές.»

«Άρθρο 132

Καταγραφή αντιρρήσεων και απαντήσεων

Ο κατάλογος των αναγνωρισμένων και μη αναγνωρισμένων από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας απαιτήσεων, οι αντιρρήσεις και οι απαντήσεις σ’ αυτές καταγράφονται σε ένα μόνο παράρτημα στον φάκελο.»

«Άρθρο 133

Εξέταση των αναγγελιών και των λογιστικών βιβλίων του αφερέγγυου οφειλέτη

Κατά τη διάρκεια της περιόδου που τάσσεται για τη διατύπωση αντιρρήσεων και απαντήσεων, και προκειμένου κάθε ενδιαφερόμενο μέρος και η επιτροπή πιστωτών να είναι σε θέση να τα εξετάσει, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας οφείλει να θέσει στη διάθεσή τους τις αναγγελίες απαιτήσεων, τα σχετικά έγγραφα και τα λογιστικά βιβλία του αφερέγγυου οφειλέτη στον πλέον κατάλληλο τόπο, ο οποίος αναφέρεται στο τέλος του καταλόγου των αναγνωρισμένων και μη αναγνωρισμένων πιστωτών.»

«Άρθρο 134

Αποδεικτικά μέσα, αντίγραφα και απαλλαγή από την υποχρέωση γνωστοποίησης

1 – Οι αντιρρήσεις και οι απαντήσεις σ’ αυτές υπόκεινται στις διατάξεις του άρθρου 25 παράγραφος 2.

2 – Μόνο δύο αντίγραφα των υπομνημάτων και των συνοδευτικών εγγράφων, το ένα εκ των οποίων προορίζεται για το αρχείο του δικαστηρίου και το άλλο και το άλλο για τη γραμματεία του δικαστηρίου, τίθενται στη διάθεση των ενδιαφερομένων από τον αιτούντα σε περίπτωση που η υποβολή έχει γίνει σε ψηφιακή μορφή, αυτά εξάγονται από τη γραμματεία.

3 – Σε περίπτωση αντίρρησης το αντικείμενο της οποίας είναι αναγνωρισμένες απαιτήσεις και δεν έχει διατυπωθεί από τον ίδιο τον δικαιούχο, κατ’ εξαίρεση επισυνάπτεται ή εξάγεται ένα επιπλέον αντίγραφο το οποίο προορίζεται για τον οικείο δικαιούχο.

4 – Οι αντιρρήσεις γνωστοποιούνται μόνο στους δικαιούχους απαιτήσεων τις οποίες αφορούν, αν οι εν λόγω δικαιούχοι δεν έχουν προβάλει οι ίδιοι τις αντιρρήσεις.

5 – Ενόσω τρέχει η προθεσμία για τη διατύπωση αντιρρήσεων και απαντήσεων, ο φάκελος παραμένει στη γραμματεία του δικαστηρίου ώστε οι ενδιαφερόμενοι να μπορούν να τον εξετάσουν και να τον συμβουλευτούν.»

«Άρθρο 135

Γνώμη της επιτροπής πιστωτών

Εντός 10 ημερών από τη λήξη της προθεσμίας απάντησης στις αντιρρήσεις, η επιτροπή πιστωτών επισυνάπτει στον φάκελο τη γνώμη της επί των αντιρρήσεων.»

«Άρθρο 136

Ολοκλήρωση της διαδικασίας

1 – Μετά την επισύναψη της γνώμης της επιτροπής πιστωτών ή τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου άρθρου χωρίς να επισυναφθεί η εν λόγω γνώμη, ο δικαστής δηλώνει, με ισχύ απόφασης, ότι επαληθεύονται οι απαιτήσεις που περιλαμβάνονται στον αντίστοιχο κατάλογο και επί των οποίων δεν έχουν διατυπωθεί αντιρρήσεις, με την εξαίρεση προδήλου σφάλματος, και μπορεί να ορίσει ημέρα και ώρα για απόπειρα συμβιβασμού εντός των επόμενων 10 ημερών, στον οποίο προσκαλούνται ώστε να παραστούν αυτοπροσώπως ή να εκπροσωπηθούν από πληρεξουσίους με ειδικές εξουσίες να προβούν σε συμβιβασμό όλοι όσοι έχουν διατυπώσει αντιρρήσεις και απαντήσεις, η επιτροπή πιστωτών και ο διαχειριστής αφερεγγυότητας.

2 – Στην απόπειρα συμβιβασμού θεωρούνται αναγνωρισμένες όλες οι απαιτήσεις που εγκρίνονται από όλους τους παρόντες και υπό τους ακριβείς όρους υπό τους οποίους εγκρίθηκαν.

3 – Μετά την ολοκλήρωση της απόπειρας συμβιβασμού, η διαδικασία παραπέμπεται αμέσως στον δικαστή προκειμένου αυτός να εκδώσει απόφαση σύμφωνα με τα άρθρα 595 και 596 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

4 – (Καταργήθηκε.)

5 – Θεωρούνται επίσης ότι έχουν εγκριθεί οι υπόλοιπες απαιτήσεις που μπορούν να αναγνωριστούν λαμβανομένων υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων του φακέλου της υπόθεσης.

6 – Η διαταγή με την οποία ολοκληρώνεται η διαδικασία (despacho saneador) έχει, ως προς τις αναγνωρισμένες απαιτήσεις, τη μορφή και το κύρος απόφασης με την οποία γίνεται αποδεκτή η αναγνώρισή τους και κατατάσσονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου.

7 – Αν για την επαλήθευση απαίτησης απαιτείται η προσκόμιση αποδείξεων, η κατάταξη όλων των απαιτήσεων διενεργείται με την οριστική απόφαση, εκτός αν ο δικαστής θεωρήσει ότι οι υπό εξέταση αντιρρήσεις, δεδομένου του ύψους ή της φύσης τους, δεν εμποδίζουν την άμεση έκδοση απόφασης, σε συμμόρφωση με το άρθρο 180 παράγραφος 1.

8 – Αν ο δικαστής θεωρεί ότι δεν είναι σκόπιμη η απόπειρα συμβιβασμού, εκδίδει αμέσως τη διαταγή της παραγράφου 3.»

«Άρθρο 137

Διεξαγωγή αποδείξεων

Αν, πριν τη συζήτηση και την έκδοση απόφασης, πρέπει να διενεργηθεί διεξαγωγή αποδείξεων, ο δικαστής διατάσσει τα απαραίτητα μέτρα ώστε οι αποδείξεις να διεξαχθούν εντός 20 ημερών από την ημερομηνία που διατάχθηκαν, και όλοι οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να επωφεληθούν από αποδεικτικό στοιχείο που προσκομίζεται από οποιονδήποτε εξ αυτών.»

«Άρθρο 138

Ορισμός ημερομηνίας συζήτησης

Μετά την προσκόμιση των αποδεικτικών στοιχείων ή την πάροδο της προθεσμίας που αναφέρεται στις επιστολές, ορίζεται η ημερομηνία για τη συζήτηση και έκδοση απόφασης εντός των 10 επόμενων ημερών.»

«Άρθρο 139

Συζήτηση στο ακροατήριο

Η συζήτηση διενεργείται σύμφωνα με τους όρους για τις κοινές διαδικασίες, ενώ προσδιορίζονται ειδικά τα ακόλουθα:

Η συζήτηση διενεργείται σύμφωνα με τους όρους για τις κοινές διαδικασίες, ενώ προσδιορίζονται ειδικά τα ακόλουθα:

a) Εφόσον είναι αναγκαίο, κατά τον χρόνο που καθορίζεται από το δικαστήριο, στη συζήτηση καταθέτουν είτε ο διαχειριστής αφερεγγυότητας είτε η επιτροπή πιστωτών

b) Τα αποδεικτικά στοιχεία προσκομίζονται με τη σειρά κατά την οποία διατυπώθηκαν οι αντιρρήσεις

c) Στη συζήτηση μπορούν να πάρουν τον λόγο πρώτα οι συνήγοροι των προσώπων που διατυπώνουν τις αντιρρήσεις και στη συνέχεια των προσώπων που απαντούν, χωρίς να παρέχεται το δικαίωμα ανταπάντησης.»

«Άρθρο 140

Απόφαση

1 – Μετά την ολοκλήρωση της συζήτησης, εντός των επόμενων 10 ημερών, ο δικαστής εκδίδει απόφαση με την οποία επαληθεύονται και κατατάσσονται οι απαιτήσεις.

2 – Η κατάταξη είναι γενική για τα περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας και ειδική για τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία αφορά εμπράγματη ασφάλεια και πιστωτικό προνόμιο.

3 – Στην κατάταξη των απαιτήσεων δεν λαμβάνεται υπόψη η προτίμηση που απορρέει από υποθήκη ή ενέχυρο, αλλά τα έξοδα που έχουν καταβληθεί από τον αιτούντα ή τον επισπεύδοντα αποτελούν οφειλές της πτωχευτικής περιουσίας.»

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Οι κανόνες που διέπουν την πληρωμή των πιστωτών προβλέπουν διαφορετική μεταχείριση ανάλογα με το αν η απαίτηση είναι ενέγγυα, προνομιούχος, κοινή ή μη εξασφαλισμένη. Διατυπώνονται στα άρθρα 172 έως 184 του κώδικα αφερεγγυότητας, το λεκτικό των οποίων ακολουθεί. Στις ίδιες διατάξεις προβλέπονται επίσης τα ακόλουθα: Η δυνατότητα πληρωμής οφειλής τρίτου που αποτελεί αντικείμενο υποκατάστασης και το καθεστώς που ισχύει σε περίπτωση αλληλεγγύως ευθυνόμενων οφειλετών.

«Άρθρο 172

Πληρωμή των οφειλών της πτωχευτικής περιουσίας

1 – Πριν από την εξόφληση των απαιτήσεων αφερεγγυότητας, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας αφαιρεί από την πτωχευτική περιουσία τα περιουσιακά στοιχεία ή δικαιώματα που απαιτούνται για την ικανοποίηση των οφειλών της πτωχευτικής περιουσίας, συμπεριλαμβανομένων αυτών που προβλέπεται ότι θα δημιουργηθούν μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας.

2 – Οι οφειλές της πτωχευτικής περιουσίας καταλογίζονται στα έσοδά της και, ως προς το πλεόνασμα, κατ’ αναλογία στο προϊόν κάθε περιουσιακού στοιχείου, κινητού ή ακίνητου ωστόσο, ο καταλογισμός δεν υπερβαίνει το 10 % του προϊόντος των περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν αντικείμενο εμπράγματης ασφάλειας, εκτός από τον βαθμό που είναι απαραίτητο για την πλήρη ικανοποίηση των οφειλών της πτωχευτικής περιουσίας ή που δεν θίγει την πλήρη ικανοποίηση των εξασφαλισμένων απαιτήσεων.

3 – Η πληρωμή των οφειλών της πτωχευτικής περιουσίας διενεργείται κατά την ημερομηνία που αυτές καθίστανται ληξιπρόθεσμες, ανεξαρτήτως του σταδίου της διαδικασίας.

4 – Μετά την κίνηση διαδικασίας για την επαλήθευση του δικαιώματος επιστροφής ή διαχωρισμού των περιουσιακών στοιχείων που έχουν ρευστοποιηθεί και μετά τη σύνταξη της πράξης στην οποία διατυπώνεται το σχετικό αίτημα (termo de protesto), διατηρείται σε κατάθεση και εξαιρείται από τις καταβολές προς τους πιστωτές της πτωχευτικής περιουσίας ή τους πτωχευτικούς πιστωτές, για όσο διάστημα το αίτημα εκκρεμεί, ποσό ίσο με το προϊόν της πώλησης, όταν αυτό μπορεί να προσδιοριστεί ή, σε αντίθετη περίπτωση, ίσο με το ποσό που εμφανίζεται στην απογραφή εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 180 άρθρα 2 και 3, τηρουμένων των αναλογιών.»

«Άρθρο 173

Έναρξη καταβολής των απαιτήσεων αφερεγγυότητας

Η καταβολή των απαιτήσεων αφερεγγυότητας καταλαμβάνει μόνο τις απαιτήσεις που έχουν επαληθευτεί με απόφαση που έχει ισχύ δεδικασμένου.»

«Άρθρο 174

Πληρωμή προς τους ενέγγυους πιστωτές

1 – Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 172 παράγραφοι 1 και 2, μετά τη ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων που εξασφαλίζονται με εμπράγματη ασφάλεια και αφού αφαιρεθούν τα αντίστοιχα έξοδα, διενεργείται αμέσως η πληρωμή προς τους ενέγγυους πιστωτές, σύμφωνα με την κατάταξή τους στην περίπτωση των πιστωτών που δεν εξοφλούνται πλήρως και έναντι των οποίων ο οφειλέτης ευθύνεται με το σύνολο της περιουσίας του, τα αντίστοιχα υπόλοιπα συμπεριλαμβάνονται στις κοινές απαιτήσεις αντί των εκτιμώμενων υπολοίπων, εάν δεν συμπίπτουν.

2 – Πριν από την πώληση των περιουσιακών στοιχείων, το εκτιμώμενο υπόλοιπο που αναγνωρίζεται ως κοινή απαίτηση και λαμβάνεται υπόψη στις κατανομές που θα πραγματοποιηθούν μεταξύ των κοινών πιστωτών ωστόσο, θα πρέπει να εξακολουθήσουν να είναι κατατεθειμένα τα ποσά που αντιστοιχούν στις κατανομές μέχρι την επιβεβαίωση του πραγματικού υπολοίπου, ενώ η ανάληψη εγκρίνεται μετά την επιβεβαίωση.

3 – Η καταβολή μη απαιτητής οφειλής τρίτου:

a) δεν διενεργείται στην περίπτωση του άρθρου 164 παράγραφος 5 ή αν ο οικείος δικαιούχος παραιτηθεί από την εγγύηση

b) δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της οφειλής, που επικαιροποιείται κατά την ημερομηνία της καταβολής κατ’ εφαρμογή του άρθρου 91 παράγραφος 2

c) επιφέρει υποκατάσταση στα δικαιώματα του πιστωτή, κατ’ αναλογία του ποσού που καταβάλλεται σε σχέση με το ποσό της οφειλής, που επικαιροποιείται με τους ίδιους όρους.»

«Άρθρο 175

Πληρωμή προς τους προνομιούχους πιστωτές

1 – Η εξόφληση των προνομιούχων απαιτήσεων γίνεται από τα περιουσιακά στοιχεία που δεν εξασφαλίζονται με υπερισχύουσα εμπράγματη ασφάλεια, σύμφωνα με την κατάταξή τους και κατ’ αναλογία των ποσών τους σε σχέση με όσες είναι εξίσου προνομιούχες.

2 – Εφαρμόζονται οι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου, παράγραφοι 1 και 2, τηρουμένων των αναλογιών.»

«Άρθρο 176

Πληρωμή προς τους κοινούς πιστωτές

Η πληρωμή προς τους κοινούς πιστωτές διενεργείται κατ’ αναλογία προς τις απαιτήσεις τους, αν η πτωχευτική περιουσία δεν επαρκεί για την πλήρη εξόφλησή τους.»

«Άρθρο 177

Πληρωμή προς τους πιστωτές μειωμένης εξασφάλισης

1 – Η εξόφληση των απαιτήσεων μειωμένης εξασφάλισης πραγματοποιείται μόνο μετά την πλήρη εξόφληση των κοινών απαιτήσεων και σύμφωνα με τη σειρά με την οποία οι εν λόγω απαιτήσεις αναφέρονται στο άρθρο 48, και, για όσες αναφέρονται στο ίδιο εδάφιο, εάν η πτωχευτική περιουσία δεν επαρκεί για την πλήρη εξόφλησή τους, κατ’ αναλογία προς τα αντίστοιχα ποσά τους.

2 – Σε περίπτωση κατάταξης των απαιτήσεων ως μειωμένης εξασφάλισης βάσει σύμβασης, τα μέρη μπορούν να αποδώσουν στην απαίτηση διαφορετική προτεραιότητα από εκείνη που απορρέει από το άρθρο 48.»

«Άρθρο 178

Μερική κατανομή

1 – Αν υπάρχουν κατατεθειμένα ποσά που διασφαλίζουν ότι η διανομή δεν θα είναι μικρότερη από το 5 % της αξίας των προνομιούχων ή κοινών απαιτήσεων ή των απαιτήσεων μειωμένης εξασφάλισης, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας προσκομίζει, με τη γνώμη της επιτροπής πιστωτών, αν υπάρχει, με σκοπό την επισύναψη στην κύρια διαδικασία, το σχέδιο και τον πίνακα κατανομής την πραγματοποίηση της οποίας θεωρεί απαραίτητη.

2 – Ο δικαστής αποφασίζει ως προς τις πληρωμές που θεωρεί δικαιολογημένες.»

«Άρθρο 179

Πληρωμή σε περίπτωση αλληλεγγύως ευθυνόμενων οφειλετών

1 – Όταν, εκτός από τον αφερέγγυο οφειλέτη, βρίσκεται στην ίδια κατάσταση μ’ αυτόν και άλλος αλληλεγγύως ευθυνόμενος οφειλέτης, ο πιστωτής δεν εισπράττει κανένα ποσό αν δεν προσκομίσει απόδειξη ως προς τα ποσά που έχουν εισπραχθεί στις διαδικασίες αφερεγγυότητας που αφορούν τους υπόλοιπους οφειλέτες ο διαχειριστής αφερεγγυότητας γνωστοποιεί την πληρωμή που πραγματοποιείται στο πλαίσιο των υπολοίπων διαδικασιών.

2 – Ο αλληλεγγύως ευθυνόμενος αφερέγγυος οφειλέτης που εξοφλεί μόνο μερικώς την οφειλή δεν λαμβάνει πληρωμή στις διαδικασίες αφερεγγυότητας των συνοφειλετών αν δεν ικανοποιηθεί πλήρως ο πιστωτής.»

«Άρθρο 180

Μέτρα πρόληψης

1 – Σε περίπτωση προσφυγής κατά της απόφασης επαλήθευσης και κατάταξης των απαιτήσεων ή διατύπωσης αντιρρήσεων στο πλαίσιο εκκρεμούς διαδικασίας, θεωρούνται επαληθευμένες υπό αίρεση οι απαιτήσεις των προσώπων που διατυπώνουν τις αντιρρήσεις ή οι απαιτήσεις που αποτελούν αντικείμενο της προσφυγής, στην τελευταία περίπτωση κατά το μέγιστο ποσό που μπορεί να προκύψει αν υπάρχει γνώση αυτών, με σκοπό να ληφθούν υπόψη στις κατανομές που θα πραγματοποιηθούν ωστόσο, εξακολουθούν να παραμένουν κατατεθειμένα τα ποσά που τους έχουν αποδοθεί.

2 – Μετά την έκδοση οριστικής απόφασης ως προς την προσφυγή ή τις αντιρρήσεις, εγκρίνεται η ανάληψη των κατατεθειμένων ποσών, στον βαθμό που επιβάλλεται ή, ανάλογα με την περίπτωση, μετά την κατανομή τους μεταξύ των πιστωτών σε περίπτωση μερικής ανάληψης, αντικείμενο της κατανομής αποτελεί το υπόλοιπο ποσό.

3 – Όποιος ασκεί προσφυγή ή διατυπώνει αντιρρήσεις εμποδίζοντας, γι’ αυτόν τον λόγο, την ανάληψη οποιουδήποτε ποσού, και ηττηθεί, αποζημιώνει τους ζημιωθέντες πιστωτές, καταβάλλοντας τόκους υπερημερίας με τον νόμιμο συντελεστή για το καθυστερούμενο ποσό, έως την ημερομηνία της κατανομής στην οποία αυτό συμπεριλήφθηκε.»

4 – Σε περίπτωση προσφυγής μετά την πραγματοποίηση της κατανομής, πρέπει να αποδοθεί στους οικείους πιστωτές, σε μεταγενέστερες κατανομές, το επιπλέον ποσό που απαιτείται για την αποκατάσταση της ισότητας με τους εξομοιούμενους πιστωτές, με την επιφύλαξη της διατήρησης του ποσού αυτού σε κατάθεση αν δεν έχει εκδοθεί ακόμα οριστική απόφαση.»

«Άρθρο 181

Απαιτήσεις που υπόκεινται σε αναβλητική αίρεση

1 – Οι απαιτήσεις που υπόκεινται σε αναβλητική αίρεση λαμβάνονται υπόψη στην ονομαστική τους αξία στις μερικές κατανομές, ενώ τα ποσά που τους αποδίδονται πρέπει να παραμείνουν κατατεθειμένα για όσο χρόνο εκκρεμεί η αίρεση.

2 – Ωστόσο, στην τελική κατανομή, αν δεν πληρούται η αίρεση:

a) Δεν λαμβάνονται υπόψη απαιτήσεις που στερούνται αξίας λόγω της πρόδηλης απιθανότητας πλήρωσης της αίρεσης, περίπτωση στην οποία ποσά που έχουν κατατεθεί σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο διανέμονται στους υπόλοιπους πιστωτές

b) Σε περίπτωση που δεν επέλθει η κατάσταση του προηγούμενου στοιχείου, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας καταθέτει σε πιστωτικό ίδρυμα το ποσό που αντιστοιχεί στην ονομαστική αξία της απαίτησης ώστε να παραδοθεί στον δικαιούχο μετά την πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης ή να κατανεμηθεί στους υπόλοιπους πιστωτές όταν διαπιστωθεί με βεβαιότητα ότι η πλήρωσή της είναι αδύνατη.»

«Άρθρο 182

Τελική κατανομή

1 – Όταν ολοκληρωθεί η ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας, η διανομή και η τελική κατανομή πραγματοποιούνται από τη γραμματεία του δικαστηρίου κατά την παραπομπή της υπόθεσης για υπολογισμό των εξόδων και μετά την ολοκλήρωσή του η ολοκλήρωση της εκκαθάρισης δεν εμποδίζεται αν η δραστηριότητα του οφειλέτη δημιουργεί εισόδημα που αυξάνει την πτωχευτική περιουσία.

2 – Σε περίπτωση που το υπόλοιπο της εκκαθάρισης δεν καλύπτει καν τα έξοδα της κατανομής, αποδίδεται στον οργανισμό οικονομικής και περιουσιακής διαχείρισης του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

3 – Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί να υποβάλει στο πλαίσιο της διαδικασίας πρόταση τελικής διανομής και κατανομής, συνοδευόμενη από τη σχετική τεκμηρίωση, και οι εν λόγω πληροφορίες αξιολογούνται από τη γραμματεία του δικαστηρίου.»

«Άρθρο 183

Πληρωμές

1 – Όλες οι πληρωμές πραγματοποιούνται, χωρίς να απαιτείται αίτηση, κατά προτίμηση μέσω τραπεζικού εμβάσματος στον λογαριασμό του δικαιούχου και το ποσό των χρημάτων αφαιρείται από τον λογαριασμό της αφερεγγυότητας.

2 – Αν δεν είναι δυνατή η εξόφληση απαίτησης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας πρέπει να χρησιμοποιήσει επιταγή που πληρώνεται από τον λογαριασμό της αφερεγγυότητας.

3 – Αν η επιταγή δεν προσκομιστεί για πληρωμή εντός ενός έτους από την ημερομηνία της γνωστοποίησης στον πιστωτή, η απαίτηση παραγράφεται και το ποσό της καταβάλλεται στο ινστιτούτο οικονομικής και περιουσιακής διαχείρισης της δικαιοσύνης (Instituto de Gestão Financeira e Equipamentos da Justiça, I. P.)

4 – Η χρήση οποιουδήποτε από τα μέσα πληρωμής που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 δεν απαλλάσσει τον διαχειριστή αφερεγγυότητας από την υποχρέωση συμμόρφωσης με τις νομικές ή συμβατικές απαιτήσεις για την κίνηση του λογαριασμού αφερεγγυότητας, με τις αναγκαίες προσαρμογές, και ιδίως το άρθρο 167 παράγραφος 2.»

«Άρθρο 184

Υπόλοιπο

1 – Αν το προϊόν της ρευστοποίησης επαρκεί για την εξόφληση του συνόλου των απαιτήσεων αφερεγγυότητας, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας καταβάλλει το υπόλοιπο στον οφειλέτη.

2 – Αν ο οφειλέτης δεν είναι φυσικό πρόσωπο, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας παραδίδει στα μέλη του το τμήμα του υπολοίπου που θα τους αναλογούσε αν η ρευστοποίηση είχε πραγματοποιηθεί εκτός της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή συμμορφώνεται με τυχόν διαφορετικές σχετικές νομικές ή καταστατικές διατάξεις.»

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

Οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας προβλέπονται στα άρθρα 231 έως 234 του κώδικα αφερεγγυότητας, το λεκτικό των οποίων ακολουθεί. Οι εν λόγω διατάξεις του νόμου προβλέπουν, ιδίως, τις περιπτώσεις όπου υπάρχει: έγκριση σχεδίου αφερεγγυότητας αν το περιεχόμενό του δεν είναι αντίθετο στην περάτωση παύση της αφερεγγυότητας ρευστοποίηση και τελική κατανομή και ανεπάρκεια της πτωχευτικής περιουσίας.

«Άρθρο 231

Περάτωση κατόπιν αιτήματος του οφειλέτη

1 – Η αίτηση του οφειλέτη για περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας με βάση την παύση της κατάστασης αφερεγγυότητας γνωστοποιείται στους πιστωτές, προκειμένου όσοι από αυτούς το επιθυμούν να ασκήσουν ανακοπή εντός οκτώ ημερών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 παράγραφοι 3 και 4.

2 – Αίτηση του οφειλέτη που δεν στηρίζεται στην παύση της κατάστασης αφερεγγυότητας συνοδεύεται από έγγραφα που αποδεικνύουν τη συγκατάθεση όλων των πιστωτών που έχουν προβάλει τις απαιτήσεις τους όταν η αίτηση υποβάλλεται μετά τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται για τον σκοπό αυτό ή, στην αντίθετη περίπτωση, όλων των γνωστών πιστωτών.

3 – Προτού αποφασίσει σχετικά με την αίτηση, ο δικαστής ακούει σε κάθε περίπτωση τον διαχειριστή αφερεγγυότητας και την επιτροπή πιστωτών, εάν υπάρχει.»

«Άρθρο 232

Περάτωση λόγω ανεπάρκειας της πτωχευτικής περιουσίας

1 – Αφού διαπιστωθεί ότι η πτωχευτική περιουσία δεν επαρκεί για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας και των υπόλοιπων οφειλών της πτωχευτικής περιουσίας, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας γνωστοποιεί το γεγονός αυτό στον δικαστή, ο οποίος μπορεί να έχει λάβει γνώση αυτεπαγγέλτως.

2 – Μετά από ακρόαση του οφειλέτη, της συνέλευσης των πιστωτών και των πιστωτών της πτωχευτικής περιουσίας, ο δικαστής δηλώνει ότι η διαδικασία περατώνεται, εκτός εάν ενδιαφερόμενος καταθέσει σε διαταγή του δικαστηρίου το ποσό που καθορίζεται από τον δικαστή σύμφωνα μ’ αυτό που θεωρεί ευλόγως απαραίτητο για να διασφαλιστεί η πληρωμή των εξόδων της διαδικασίας και των λοιπών χρεών της πτωχευτικής περιουσίας.

3 – Όταν η υπόθεση παραπεμφθεί προς υπολογισμό των εξόδων και σε συνέχεια αυτού, η γραμματεία του δικαστηρίου διανέμει τα χρηματικά ποσά της πτωχευτικής περιουσίας μετά την πληρωμή των εξόδων, στους πιστωτές της πτωχευτικής περιουσίας, κατ’ αναλογία προς τις απαιτήσεις τους.

4 – Αφού διαπιστωθεί η ανεπάρκεια της πτωχευτικής περιουσίας, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί να διακόψει αμέσως τη ρευστοποίησή της.

5 – Μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας λόγω ανεπάρκειας της πτωχευτικής περιουσίας, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες έχει κινηθεί διαδικασία χαρακτηρισμού της αφερεγγυότητας (qualificação da insolvência) που δεν έχει ολοκληρωθεί, η τελευταία συνεχίζεται με περιορισμένο χαρακτήρα.

6 – Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων δεν εφαρμόζονται όταν ο οφειλέτης δικαιούται να επωφεληθεί από το ευεργέτημα της αναβολής καταβολής των εξόδων σύμφωνα με το άρθρο 248 παράγραφος 1 για τη διάρκεια του εν λόγω ευεργετήματος.

7 – Η ανεπάρκεια της πτωχευτικής περιουσίας τεκμαίρεται όταν η αξία των περιουσιακών στοιχείων της είναι μικρότερη από 5 000 EUR.»

«Άρθρο 233

Αποτελέσματα της περάτωσης

1 Μετά την περάτωση της διαδικασίας και με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 217 παράγραφος 5 ως προς τα πραγματικά άμεσα αποτελέσματα της απόφασης έγκρισης του σχεδίου αφερεγγυότητας:

a) Παύουν όλα τα αποτελέσματα της κήρυξης της αφερεγγυότητας και ο οφειλέτης ανακτά ιδίως το δικαίωμα διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του και της ελεύθερης διαχείρισης των υποθέσεών του, με την επιφύλαξη των αποτελεσμάτων του χαρακτηρισμού της αφερεγγυότητας ως δόλιας και των διατάξεων του επόμενου άρθρου

b) Παύουν τα καθήκοντα της επιτροπής πιστωτών και του διαχειριστή αφερεγγυότητας, με την εξαίρεση όσων άπτονται της υποβολής λογαριασμών και όσων έχουν ενδεχομένως ανατεθεί για το σχέδιο αφερεγγυότητας

c) Οι πτωχευτικοί πιστωτές θα μπορούν να ασκούν τα δικαιώματά τους κατά του οφειλέτη χωρίς περιορισμούς άλλους από αυτούς που περιλαμβάνονται στο σχέδιο αφερεγγυότητας, στο σχέδιο πληρωμών και στο άρθρο 242 παράγραφος 1 και, γι’ αυτόν τον σκοπό, έχει ισχύ εκτελεστού τίτλου η απόφαση με την οποία εγκρίνεται το σχέδιο πληρωμών, καθώς και η απόφαση επαλήθευσης των απαιτήσεων ή η απόφαση που εκδίδεται κατόπιν μεταγενέστερης αγωγής αναγνώρισης απαιτήσεων, σε συνδυασμό, εφόσον συντρέχει περίπτωση, με την απόφαση με την οποία εγκρίνεται το σχέδιο αφερεγγυότητας

d) Οι πιστωτές της πτωχευτικής περιουσίας μπορούν να προβάλουν έναντι του οφειλέτη τα δικαιώματά τους που δεν έχουν ικανοποιηθεί.

2 – Η περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας πριν από την τελική κατανομή έχει τα εξής αποτελέσματα:

a) Η ανάκληση πράξεων υπέρ της πτωχευτικής περιουσίας καθίσταται ανίσχυρη, εκτός αν το σχέδιο αφερεγγυότητας χορηγεί στον διαχειριστή αφερεγγυότητας εξουσίες υπεράσπισης των αγωγών που αποσκοπούν στην προσβολή της ανάκλησης, καθώς και στις περιπτώσεις που δεν χωρεί προσβολή της επειδή έχει παρέλθει η προθεσμία του άρθρου 125 ή η προσβολή έχει ήδη απορριφθεί μέσω απόφασης που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου

b) Κατάργηση της δίκης ως προς τις εκκρεμούσες διαδικασίες επαλήθευσης απαιτήσεων και αποκατάστασης και διαχωρισμού ήδη ρευστοποιημένων περιουσιακών στοιχείων, εκτός αν έχει ήδη εκδοθεί η απόφαση επαλήθευσης και κατάταξης των απαιτήσεων του άρθρου 140 ή αν η περάτωση απορρέει από την έγκριση του σχεδίου αφερεγγυότητας, οπότε συνεχίζονται ως την ολοκλήρωσή τους οι προσφυγές κατά της εν λόγω απόφασης και οι αγωγές των οποίων το επιθυμούν οι ενάγοντες ή ο οφειλέτης, εντός περιόδου 30 ημερών

c) Κατάργηση της δίκης ως προς τις αγωγές που εκκρεμούν κατά των προσώπων που εκ του νόμου ευθύνονται για τα χρέη του αφερέγγυου οφειλέτη και τις οποίες έχει καταθέσει ο διαχειριστής αφερεγγυότητας, εκτός αν το σχέδιο αφερεγγυότητας χορηγεί στον διαχειριστή αφερεγγυότητας εξουσίες για την εξακολούθησή τους.

3 – Τα έξοδα των αγωγών με τις οποίες προσβάλλεται η ανάκληση πράξεων υπέρ της πτωχευτικής περιουσίας και οι οποίες κρίνονται παραδεκτές δυνάμει των διατάξεων του στοιχείου a) της προηγούμενης παραγράφου βαρύνουν την πτωχευτική περιουσία αν η διαδικασία περατωθεί λόγω ανεπάρκειάς της.

4 – Με εξαίρεση τις διαδικασίες επαλήθευσης απαιτήσεων, οποιαδήποτε αγωγή που εξαρτάται από τη διαδικασία αφερεγγυότητας και της οποίας η δίκη δεν καταργείται, σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο b), ούτε πρέπει να συνεχιστεί από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας, σύμφωνα με το σχέδιο αφερεγγυότητας, διαχωρίζεται από τη διαδικασία και παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο, οπότε ο οφειλέτης διαθέτει αποκλειστικά τη σχετική νομιμοποίηση, ανεξάρτητα από την εξουσιοδότηση ή τη συγκατάθεση του αντισυμβαλλόμενου.

5 – Εντός 10 ημερών από την περάτωση, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας παραδίδει στο δικαστήριο προς αρχειοθέτηση κάθε έγγραφο που σχετίζεται με τη διαδικασία και το οποίο έχει στη διάθεσή του, καθώς και τα λογιστικά στοιχεία του οφειλέτη που δεν πρέπει να του επιστραφούν.

6 – Όταν η διαδικασία αφερεγγυότητας περατώνεται χωρίς να κινηθεί διαδικασία χαρακτηρισμού δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 36 παράγραφος 1 σημείο i), ο δικαστής πρέπει να δηλώσει ρητώς στην απόφαση του άρθρου 230 τον απροσχεδίαστο χαρακτήρα της αφερεγγυότητας.

7 – Η περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας σύμφωνα με το άρθρο 230 παράγραφος 1 στοιχείο e), όταν υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία ή δικαιώματα προς ρευστοποίηση, καθορίζει μόνο την έναρξη της περιόδου εκχώρησης του διαθέσιμου εισοδήματος.»

«Άρθρο 234

Αποτελέσματα για τις εμπορικές εταιρείες

1 – Αν η περάτωση της διαδικασίας βασίζεται στην έγκριση σχεδίου αφερεγγυότητας που προβλέπει τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της εμπορικής εταιρείας, η εν λόγω εταιρεία συνεχίζει τις δραστηριότητές της ανεξάρτητα από την απόφαση των εταίρων.

2 – Οι εταίροι μπορούν να αποφασίσουν την εξακολούθηση των δραστηριοτήτων της εταιρείας αν η περάτωση βασίζεται στο άρθρο 230 παράγραφος 1 στοιχείο c).

3 – Με την καταχώρηση της περάτωσης της διαδικασίας μετά την τελική κατανομή, η εταιρεία θεωρείται ότι έχει λυθεί.

4 – Σε περίπτωση περάτωσης λόγω ανεπάρκειας της πτωχευτικής περιουσίας, η εκκαθάριση της εταιρείας διενεργείται σύμφωνα με το νομικό καθεστώς που διέπει τις διοικητικές διαδικασίες λύσης και εκκαθάρισης εμπορικών εταιρειών και ο δικαστής πρέπει να κοινοποιήσει την περάτωση και τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας στην αρμόδια υπηρεσία μητρώου.»

Αποτελέσματα για τα φυσικά πρόσωπα

Αν ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο, μπορεί να απαλλαγεί, κατόπιν αιτήματός του, από τις απαιτήσεις αφερεγγυότητας που δεν έχουν εξοφληθεί εξολοκλήρου κατά τη διαδικασία αφερεγγυότητας ή κατά τα πέντε έτη που έπονται της περάτωσής της, υπό τους όρους και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις των άρθρων 235 έως 248 του κώδικα αφερεγγυότητας.

Εφόσον γίνει δεκτή, η άφεση χρέους φυσικού προσώπου σημαίνει ότι κατά τα πέντε έτη που έπονται της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (περίοδος εκχώρησης), το εισόδημα που θα λαμβάνει ο οφειλέτης θεωρείται ότι εκχωρείται σε εντολοδόχο (fiduciário) που επιλέγεται από το δικαστήριο. Ο εντολοδόχος, στο τέλος κάθε έτους κατά το οποίο πραγματοποιείται η εκχώρηση, κατανέμει τα εισπραχθέντα ποσά: a) στην πληρωμή οφειλόμενων εξόδων της διαδικασίας αφερεγγυότητας b) στην επιστροφή, στον οργανισμό οικονομικής και περιουσιακής διαχείρισης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, της αμοιβής και των εξόδων του διαχειριστή αφερεγγυότητας και του ίδιου του εντολοδόχου τα οποία ανέλαβε ο εν λόγω οργανισμός c) στην καταβολή της αμοιβής που του οφείλεται και των δαπανών που έχουν πραγματοποιηθεί d) στη διανομή του υπολοίπου στους πτωχευτικούς πιστωτές, υπό τους όρους που προβλέπονται για την εξόφληση των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας.

Μετά την ολοκλήρωση της περιόδου εκχώρησης, η απαλλαγή του οφειλέτη μπορεί να εγκριθεί από το δικαστήριο και σ’ αυτήν την περίπτωση ακυρώνονται όλες οι απαιτήσεις αφερεγγυότητας που υπάρχουν ακόμα κατά την ημερομηνία της άφεσης, μεταξύ των οποίων και οι απαιτήσεις που δεν έχουν αναγγελθεί και επαληθευθεί. Ωστόσο, η απαλλαγή δεν καταλαμβάνει: a) τις αξιώσεις διατροφής b) τις αποζημιώσεις που οφείλονται από παράνομες πράξεις που διαπράχθηκαν με δόλο από τον οφειλέτη και οι οποίες απαιτήθηκαν ως τέτοιες c) τις απαιτήσεις που απορρέουν από πρόστιμα και άλλες χρηματικές ποινές για εγκλήματα ή άλλες παραβάσεις ή παραβάσεις d) τις απαιτήσεις από φορολογικές οφειλές.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας έχουν ήδη αναφερθεί στην απάντηση στην προηγούμενη ερώτηση. Καταρχήν, μετά την περάτωση της διαδικασίας, οι πτωχευτικοί πιστωτές θα μπορούν να ασκούν τα δικαιώματά τους έναντι του οφειλέτη χωρίς άλλους περιορισμούς απ’ αυτούς που περιλαμβάνονται στο σχέδιο αφερεγγυότητας, στο σχέδιο πληρωμών και στο άρθρο 242 παράγραφος 1 του κώδικα αφερεγγυότητας.

Για την άσκηση των δικαιωμάτων τους, έχει ισχύ εκτελεστού τίτλου η απόφαση με την οποία εγκρίνεται το σχέδιο πληρωμών, καθώς και η απόφαση επαλήθευσης των απαιτήσεων ή η απόφαση που εκδίδεται κατόπιν μεταγενέστερης αγωγής αναγνώρισης απαιτήσεων, σε συνδυασμό, εφόσον συντρέχει περίπτωση, με την απόφαση με την οποία εγκρίνεται το σχέδιο αφερεγγυότητας.

Το άρθρο 242 παράγραφος 1 του κώδικα αφερεγγυότητας προβλέπει ότι, σε περίπτωση άφεσης χρέους φυσικού προσώπου, δεν επιτρέπεται εκτέλεση επί των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη με σκοπό την ικανοποίηση των απαιτήσεων αφερεγγυότητας κατά τη διάρκεια της περιόδου εκχώρησης.

Η διαδικασία αφερεγγυότητας θεωρείται ότι περατώνεται κατά τον χρόνο που ορίζεται στο άρθρο 230 του κώδικα αφερεγγυότητας. Η στιγμή της περάτωσης ποικίλλει ανάλογα με διάφορες περιστάσεις που την καθορίζουν και που αναφέρονται στη συνέχεια:

«Άρθρο 230

Χρόνος περάτωσης της διαδικασίας

1 – Αν η διαδικασία συνεχίζεται μετά την κήρυξη της αφερεγγυότητας, ο δικαστής κηρύσσει την περάτωσή της:

a) μετά την ολοκλήρωση της τελικής κατανομής, με την επιφύλαξη του άρθρου 239 παράγραφος 6

b) όταν η απόφαση έγκρισης του σχεδίου αφερεγγυότητας αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, εφόσον το σχέδιο δεν προβλέπει το αντίθετο

c) κατόπιν αιτήματος του οφειλέτη, όταν ο οφειλέτης παύσει να βρίσκεται σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή όλοι οι πιστωτές δώσουν τη συγκατάθεσή τους

d) όταν ο διαχειριστής αφερεγγυότητας διαπιστώσει ανεπάρκεια της πτωχευτικής περιουσίας για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας και των υπολοίπων οφειλών της πτωχευτικής περιουσίας.

e) όταν δεν έχει ακόμα κηρυχθεί η περάτωση, στην αρχική απόφαση περί άφεσης του υπολειπόμενου χρέους σύμφωνα με το άρθρο 237 στοιχείο b).

2 – Η απόφαση περάτωσης της διαδικασίας κοινοποιείται στους πιστωτές και δημοσιεύεται και καταχωρίζεται στο μητρώο σύμφωνα με τα άρθρα 37 και 38, με μνεία των λόγων της απόφασης.»

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας θεωρούνται οφειλές της πτωχευτικής περιουσίας, σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 51 του κώδικα αφερεγγυότητας.

Πριν από την εξόφληση των απαιτήσεων αφερεγγυότητας, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας αφαιρεί από την πτωχευτική περιουσία τα περιουσιακά στοιχεία ή δικαιώματα που απαιτούνται για την εξόφληση του κόστους και των δαπανών της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων αυτών που προβλέπεται ότι θα προκύψουν μέχρι την περάτωση της διαδικασίας. Ο καταλογισμός του κόστους και των δαπανών της διαδικασίας γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 172 του κώδικα αφερεγγυότητας, που αναφέρεται παραπάνω.

Σε περίπτωση άφεσης χρέους φυσικού προσώπου, ο εντολοδόχος διαθέτει τα ποσά που εισπράχθηκαν στο τέλος κάθε έτους της περιόδου εκχώρησης καταρχάς για την πληρωμή του κόστους και των δαπανών σύμφωνα με το άρθρο 241 του κώδικα αφερεγγυότητας.

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

Τα άρθρα 120 έως 127 του κώδικα αφερεγγυότητας, το λεκτικό των οποίων ακολουθεί, προβλέπουν τη δυνατότητα ανάκλησης πράξεων που θίγουν τα συλλογικά συμφέροντα των πιστωτών, με την επιφύλαξη της πλήρωσης των προϋποθέσεων των εν λόγω άρθρων.

«Άρθρο 120

Γενικές αρχές

1 – Οποιαδήποτε βλαπτική για την πτωχευτική περιουσία πράξη μπορεί να ακυρωθεί προς όφελος της πτωχευτικής περιουσίας εντός των δύο ετών που προηγούνται της ημερομηνίας έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

2 – Θεωρούνται βλαπτικές για την πτωχευτική περιουσία οι πράξεις που μειώνουν, ματαιώνουν, εμποδίζουν, θέτουν σε κίνδυνο ή καθυστερούν την ικανοποίηση των πτωχευτικών πιστωτών.

3 – Τεκμαίρονται ως βλαπτικές για την πτωχευτική περιουσία οποιουδήποτε είδους πράξεις του προηγούμενου άρθρου, ακόμα και αν έχουν διενεργηθεί η παραλειφθεί εκτός της προθεσμίας που αναφέρεται σ’ αυτό.

4 – Εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται το ακόλουθο άρθρο, η ανάκληση προϋποθέτει κακή πίστη τρίτου, η οποία τεκμαίρεται για πράξεις που διενεργήθηκαν ή παραλείφθηκαν εντός των δύο ετών που προηγούνται της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας και στην οποία συμμετείχε ή την οποία ενέκρινε πρόσωπο με ιδιαίτερη σχέση με τον αφερέγγυο οφειλέτη, ακόμα και αν η ειδική σχέση δεν υπήρχε κατά την εν λόγω ημερομηνία.

5 – Θεωρείται κακή πίστη η γνώση, κατά την ημερομηνία της πράξης, οποιωνδήποτε εκ των ακολούθων περιστάσεων:

a) ότι ο οφειλέτης βρισκόταν σε κατάσταση αφερεγγυότητας

b) ότι η πράξη είχε βλαπτικό χαρακτήρα και ότι, κατά την εν λόγω ημερομηνία, ο οφειλέτης βρισκόταν σε κατάσταση επαπειλούμενης αφερεγγυότητας

a) ότι είχε κινηθεί η διαδικασία αφερεγγυότητας.

6 – Δεν ανακαλούνται λόγω εφαρμογής των κανόνων του παρόντος κεφαλαίου οι δικαιοπραξίες που συνάπτονται στο πλαίσιο ειδικής διαδικασίας διάσωσης ή ειδικής διαδικασίας περί συμφωνίας ρύθμισης οφειλών που διέπονται από τον παρόντα νόμο, μέτρων αναδιοργάνωσης ή εξυγίανσης, ή στο πλαίσιο λήψης των μέτρων εξυγίανσης που προβλέπονται στο μέρος VIII του γενικού καθεστώτος πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών εταιρειών, που εγκρίθηκε με το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 298/92 της 31ης Δεκεμβρίου, καθώς και οι δικαιοπραξίες που συνάπτονται στο πλαίσιο του εξωδικαστικού καθεστώτος αναδιοργάνωσης επιχειρήσεων ή άλλης ισοδύναμης διαδικασίας που προβλέπεται σε ειδικό νόμο, σκοπός της οποίας είναι να παρασχεθούν στον οφειλέτη επαρκή μέσα χρηματοδότησης για καταστεί βιώσιμη η αναδιοργάνωσή του.»

«Άρθρο 121

Ανάκληση άνευ όρων

1 – Είναι ακυρώσιμες υπέρ της πτωχευτικής περιουσίας οι ακόλουθες πράξεις, χωρίς οποιαδήποτε προϋπόθεση:

a) Διανεμητική πράξη που διενεργήθηκε λιγότερο από ένα έτος πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας όταν το μερίδιο του αφερέγγυου οφειλέτη συνίσταται σε εύκολα αποκρύψιμα στοιχεία, ενώ οι υπόλοιποι δικαιούχοι έλαβαν το σύνολο των ακινήτων και των ονομαστικών αξιών

b) πράξεις που συνήφθησαν από τον οφειλέτη χαριστική αιτία εντός των δύο ετών που προηγούνται της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένης της αποποίησης κληρονομιάς ή κληροδοσίας, με την εξαίρεση δωρεών που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τις κοινωνικές συνήθειες

c) σύσταση από τον οφειλέτη εμπράγματων εξασφαλίσεων που σχετίζονται με προϋπάρχουσες υποχρεώσεις ή άλλων που τις υποκαθιστούν, τους έξι μήνες που προηγούνται της ημερομηνίας έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας

d) εγγύηση, μετεγγύηση, τριτεγγύηση και πιστωτική εντολή που έχει παράσχει ο αφερέγγυος οφειλέτης κατά την περίοδο του προηγούμενου στοιχείου και δεν αφορούν επιχειρηματικές συναλλαγές πραγματικού ενδιαφέροντος γι’ αυτόν

e) σύσταση από τον οφειλέτη εμπράγματης ασφάλειας παράλληλα με τη δημιουργία εγγυημένων υποχρεώσεων εντός των 60 ημερών που προηγούνται της ημερομηνίας έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας

f) πληρωμή ή άλλη πράξη εξάλειψης υποχρεώσεων που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες μετά την ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας, οι οποίες διενεργούνται κατά τους έξι μήνες που προηγούνται της ημερομηνίας έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ή έπειτα απ’ αυτήν αλλά πριν από την ημερομηνία κατά την οποία οι υποχρεώσεις καθίστανται ληξιπρόθεσμες

g) πληρωμή ή με άλλο τρόπο εξάλειψη υποχρεώσεων που έχουν δημιουργηθεί κατά τους έξι μήνες που προηγούνται της ημερομηνίας έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας υπό όρους που δεν είναι σύνηθες στο πλαίσιο των νόμιμων συναλλαγών και που ο πιστωτής δεν θα μπορούσε να απαιτήσει

h) πράξεις εξ επαχθούς αιτίας στις οποίες έχει προβεί ο αφερέγγυος οφειλέτης κατά το έτος που προηγείται της ημερομηνίας έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας, στο πλαίσιο των οποίων οι υποχρεώσεις που έχει αναλάβει ο αφερέγγυος οφειλέτης υπερβαίνουν προδήλως αυτές του αντισυμβαλλόμενου

i) επιστροφή των δανείων μετόχων, όταν διενεργείται εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στο προηγούμενο στοιχείο. 2 – Των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου υπερισχύουν νομικοί κανόνες που προϋποθέτουν κατ’ εξαίρεση πάντα κακή πίστη ή την πλήρωση άλλων προϋποθέσεων.»

«Άρθρο 122

Συστήματα πληρωμών

Δεν ανακαλούνται πράξεις που εμπίπτουν στο πλαίσιο συστήματος πληρωμών, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο α) της οδηγίας 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, ή παρόμοιου συστήματος.»

«Άρθρο 123

Μορφή της ανάκλησης και παραγραφή

1 – Η ανάκληση πραγματοποιείται από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής που αποστέλλεται εντός των έξι μηνών που έπονται της ημερομηνίας κατά την οποία έλαβε γνώση της πράξης, όμως όχι μετά την πάροδο δύο ετών από την ημερομηνία κήρυξης της αφερεγγυότητας.

2 – Ωστόσο, αν η συναλλαγή δεν έχει πραγματοποιηθεί, η ανάκληση μπορεί να δηλωθεί κατ’ εξαίρεση χωρίς χρονικό περιορισμό.»

«Άρθρο 124

Αντιταξιμότητα έναντι εκδοχέων

1 – Η αντιταξιμότητα της ανάκλησης της πράξης έναντι μεταγενέστερων εκδοχέων προϋποθέτει την κακή πίστη αυτών, εκτός από την περίπτωση καθολικών διαδόχων ή αν η νέα μεταβίβαση πραγματοποιήθηκε χαριστική αιτία.

2 – Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται, τηρουμένων των αναλογιών, στη σύσταση δικαιωμάτων επί περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάζονται προς όφελος τρίτου.»

«Άρθρο 125

Προσβολή της ανάκλησης

Το δικαίωμα προσβολής της ανάκλησης δεν μπορεί να ασκηθεί μετά την πάροδο τριών μηνών, ενώ εκκρεμεί η αντίστοιχη αγωγή κατά της πτωχευτικής περιουσίας που εξαρτάται από τη διαδικασία αφερεγγυότητας.»

«Άρθρο 126

Αποτελέσματα της ανάκλησης

1 – Η ανάκληση έχει αναδρομική ισχύ και τα πράγματα πρέπει να επαναφερθούν στην κατάσταση που θα υφίστατο αν η πράξη δεν είχε πραγματοποιηθεί ή παραλειφθεί, ανάλογα με την περίπτωση.

2 – Η αγωγή που ασκείται από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας για τους σκοπούς της προηγούμενης παραγράφου εξαρτάται από τη διαδικασία της αφερεγγυότητας.

3 – Στον τρίτο που δεν προσκομίζει τα περιουσιακά στοιχεία ή τις αξίες που πρέπει να επιστραφούν στην πτωχευτική περιουσία εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην απόφαση επιβάλλονται οι κυρώσεις που προβλέπονται στη δικονομία για τον θεματοφύλακα ενεχυριασμένων περιουσιακών στοιχείων σε περίπτωση μη έγκαιρης παράδοσής τους.

4 – Η επιστροφή πράγματος που έχει παρασχεθεί από τρίτο χωρεί μόνο αν το πράγμα μπορεί να ταυτοποιηθεί και να διαχωριστεί από την υπόλοιπη πτωχευτική περιουσία.

5 – Σε περίπτωση μη επαλήθευσης των περιστάσεων της προηγούμενης παραγράφου, η υποχρέωση επιστροφής της αντίστοιχης αξίας αποτελεί οφειλή της πτωχευτικής περιουσίας στον βαθμό του αντίστοιχου πλουτισμού κατά την ημερομηνία κήρυξης της αφερεγγυότητας και οφειλή αφερεγγυότητας ως προς τυχόν υπόλοιπό της.

6 – Δεν υφίσταται υποχρέωση δωρεάν επιστροφής με επιβάρυνση του αγοραστή εκτός από τον βαθμό του πλουτισμού αυτού, με την εξαίρεση πραγματικής ή εικαζόμενης κακής πίστης.»

«Άρθρο 127

Αγωγή διάρρηξης

1 – Απαγορεύεται στους πτωχευτικούς πιστωτές να καταθέσουν νέες αγωγές διάρρηξης κατά πράξεων του οφειλέτη τις οποίες έχει ανακαλέσει ο διαχειριστής αφερεγγυότητας.

2 – Οι αγωγές διάρρηξης που εκκρεμούν κατά την ημερομηνία της κήρυξης της αφερεγγυότητας ή που κατατίθενται μετά απ’ αυτήν δεν εξαρτώνται από τη διαδικασία αφερεγγυότητας και, σε περίπτωση ανάκλησης της πράξης από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας, συνεχίζονται μόνο αν η εν λόγω ανάκληση ακυρωθεί με οριστική απόφαση, η οποία θα έχει δεσμευτική ισχύ στο πλαίσιο των εν λόγω πράξεων ως προς τα ζητήματα που έχει εξετάσει ο διαχειριστής αφερεγγυότητας, εφόσον δεν αντιβαίνει σε προηγούμενη πράξη με ισχύ δεδικασμένου.

3 – Αν η αγωγή διάρρηξης γίνει δεκτή, το συμφέρον του πιστωτή που την κατάθεσε αξιολογείται για τους σκοπούς του άρθρου 616 του Αστικού Κώδικα χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι τροποποιήσεις ως προς την απαίτησή του με ενδεχόμενο σχέδιο αφερεγγυότητας ή πληρωμών.»

Προειδοποίηση: Το περιεχόμενο του παρόντος ενημερωτικού δελτίου δεν δεσμεύει το σημείο επαφής ή τα δικαστήρια και δεν συνεπάγεται ότι δεν πρέπει να ανατρέξετε στην ισχύουσα νομοθεσία και τις τυχόν τροποποιήσεις αυτής. Οι ως άνω διατάξεις του κώδικα αφερεγγυότητας λαμβάνουν υπόψη το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 53/2004 της 18ης Μαρτίου 2004, μέχρι και την αναθεώρησή του με τι νομοθετικό διάταγμα αριθ. 84/2019 της 28ης Ιουνίου.

Τελευταία επικαιροποίηση: 23/06/2021

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Η πρωτότυπη γλωσσική έκδοση ρουμανικά αυτής της σελίδας τροποποιήθηκε πρόσφατα. Η γλωσσική έκδοση που βλέπετε τώρα βρίσκεται στο στάδιο της μετάφρασης.
Υπάρχει ήδη μετάφραση στις ακόλουθες γλώσσες: αγγλικά

Αφερεγγυότητα/πτώχευση - Ρουμανία

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Οι διαδικασίες του νόμου αριθ. 85/2014 περί των διαδικασιών πρόληψης της αφερεγγυότητας και των διαδικασιών αφερεγγυότητας (Legea nr. 85/2014 privind procedurile de prevenire a insolvenței și de insolvență) εφαρμόζονται στους επιχειρηματίες (profesionişti) που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 του Αστικού Κώδικα, εκτός από όσους ασκούν ελεύθερο επάγγελμα και αυτούς των οποίων η αφερεγγυότητα διέπεται από ειδικούς κανόνες (άρθρο 3 του νόμου αριθ. 85/2014 περί των διαδικασιών πρόληψης της αφερεγγυότητας και των διαδικασιών αφερεγγυότητας).

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

Στις διαδικασίες που κινούνται με αίτηση του οφειλέτη, πρέπει να υφίσταται κατάσταση αφερεγγυότητας κατά την οποία τα διαθέσιμα κεφάλαια αυτού να μην επαρκούν για την πληρωμή των βέβαιων, εκκαθαρισμένων και απαιτητών οφειλών του, το ύψος των οποίων μπορεί να υπολείπεται των 40 000 RON (λεβ Ρουμανίας)· στις διαδικασίες που κινούνται με αίτηση πιστωτή, πρέπει να υφίσταται κατάσταση αφερεγγυότητας κατά την οποία τα διαθέσιμα κεφάλαια να μην επαρκούν για την ικανοποίηση βέβαιης, εκκαθαρισμένης και απαιτητής οφειλής, ποσού άνω των 40 000 RON (μη καταβολή της οφειλής μετά την παρέλευση 60 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη ληξιπρόθεσμη).

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας εφαρμόζονται και για τις αυτόνομες διοικήσεις (άρθρο 3 παράγραφος 2 του νόμου αριθ. 85/2014).

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας δεν εφαρμόζονται στα προπανεπιστημιακά και πανεπιστημιακά εκπαιδευτικά ιδρύματα και μονάδες ούτε στους οργανισμούς του άρθρου 7 του κυβερνητικού διατάγματος αριθ. 57/2002 για την επιστημονική έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη, το οποίο εγκρίθηκε με τροποποιήσεις με τον νόμο αριθ. 324/2003, όπως έχει τροποποιηθεί και συμπληρωθεί (άρθρο 2 παράγραφος 3 του νόμου αριθ. 85/2014).

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Η περιουσία του οφειλέτη απαρτίζεται από το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων του, συμπεριλαμβανομένων όσων αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αφερεγγυότητας, τα οποία υπόκεινται σε αναγκαστική εκτέλεση (executare silită) σύμφωνα με τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρο 5 παράγραφος 5 του νόμου αριθ. 85/2014).

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

Μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, διορίζεται ένας ειδικός διαχειριστής (administrator special) και ένας διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας (practician în insolvenţă)· ανάλογα με το είδος της διαδικασίας, ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας είτε είναι δικαστικά διορισμένος διαχειριστής (administrator judiciar) αναδιοργάνωσης που επιχειρείται υπό δικαστική εποπτεία είτε είναι δικαστικά διορισμένος εκκαθαριστής (lichidator judiciar) σε περίπτωση εκκαθάρισης (faliment).

Ειδική διαχείριση

Ο ειδικός διαχειριστής (administrator special) είναι ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διορίζεται από τη γενική συνέλευση των μετόχων, των εταίρων ή των μελών του οφειλέτη και που αναλαμβάνει να εκπροσωπεί τα συμφέροντά τους στη διαδικασία και να προβαίνει στις αναγκαίες πράξεις διαχείρισης στο όνομα και για λογαριασμό του οφειλέτη (άρθρο 5 παράγραφος 4 του νόμου αριθ. 85/2014), εάν έχει επιτραπεί στον οφειλέτη να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του.

Ο ειδικός διαχειριστής έχει τις παρακάτω αρμοδιότητες:

α) να μετέχει, ως εκπρόσωπος του οφειλέτη, στις δίκες που εισάγονται με τις αγωγές των άρθρων 117-122 ή τις αγωγές που ασκούνται λόγω μη συμμόρφωσης με το άρθρο 84·

β) να προβάλλει ενστάσεις με τη διαδικασία που ορίζει ο νόμος·

γ) να προτείνει σχέδιο αναδιοργάνωσης·

δ) μετά την επικύρωση του σχεδίου, να διεξάγει τις υποθέσεις του οφειλέτη υπό την εποπτεία δικαστικά διορισμένου διαχειριστή, εάν ο οφειλέτης εξακολουθεί να έχει το δικαίωμα να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του·

ε) μετά την έναρξη της εκκαθάρισης, να συμμετάσχει στη διενέργεια της απογραφής και να υπογράψει το πρακτικό αυτής, να παραλάβει την τελική έκθεση και την οικονομική κατάσταση και να λάβει μέρος στη συνέλευση που θα συγκληθεί για τη διευθέτηση των ενστάσεων και την έγκριση της έκθεσης·

στ) να λάβει γνωστοποίηση για την περάτωση της διαδικασίας.

Εάν ο οφειλέτης στερήθηκε το δικαίωμα διαχείρισης των υποθέσεών του, εκπροσωπείται από τον δικαστικά διορισμένο διαχειριστή ή εκκαθαριστή, που επίσης διεξάγει την επιχειρηματική του δραστηριότητα· στην περίπτωση αυτή, τα καθήκοντα του ειδικού διαχειριστή περιορίζονται στην εκπροσώπηση των συμφερόντων των μετόχων, εταίρων ή μελών (άρθρο 56 του νόμου αριθ. 85/2014).

Δικαστικά διορισμένος διαχειριστής (administrator judiciar)

Ο δικαστικά διορισμένος διαχειριστής μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο (συμπεριλαμβανομένου του εκπροσώπου του νομικού προσώπου) και κατά νόμο πρέπει να είναι κατ’ επάγγελμα διαχειριστής διαδικασιών αφερεγγυότητας. Οι κύριες αρμοδιότητες του δικαστικά διορισμένου διαχειριστή είναι:

α) να εξετάσει την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη και τα έγγραφα που προσκομίστηκαν, να καταρτίσει μια έκθεση με την οποία να προτείνει είτε την έναρξη της απλοποιημένης διαδικασίας είτε τη συνέχιση της περιόδου επιτήρησης στο πλαίσιο της συνήθους διαδικασίας και να την υποβάλει στον εισηγητή δικαστή (judecător-sindic) προς έγκριση μέσα στην προθεσμία που θα ορίσει ο δικαστής, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 20 ημέρες από τον διορισμό του διαχειριστή·

β) να εξετάσει την επιχειρηματική δραστηριότητα του οφειλέτη, να καταρτίσει μια αναλυτική έκθεση με τις αιτίες και τις περιστάσεις που οδήγησαν στην κατάσταση αφερεγγυότητας στην οποία θα προσδιορίζει κάθε τυχόν προκαταρκτική απόδειξη ή ένδειξη για τα πρόσωπα στα οποία μπορεί να αποδοθεί η εν λόγω κατάσταση και τους λόγους για τον καταλογισμό της ευθύνης σε αυτά, να διερευνήσει κάθε εύλογη πιθανότητα αναδιοργάνωσης της επιχειρηματικής δραστηριότητας του οφειλέτη ή να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους αναδιοργάνωση δεν θα ήταν εφικτή, και να καταχωρίσει την έκθεση στον φάκελο της υπόθεσης μέσα στην προθεσμία που θα ορίσει ο εισηγητής δικαστής, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 40 ημέρες από τον διορισμό του διαχειριστή·

γ) να καταρτίσει τα λογιστικά στοιχεία του οφειλέτη, εάν ο τελευταίος δεν τήρησε την υποχρέωση υποβολής τους μέσα στη νόμιμη προθεσμία, και, εάν αυτά είχαν υποβληθεί από τον οφειλέτη, να τα ελέγξει, να τα διορθώσει και να τα συμπληρώσει·

δ) να καταρτίσει σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχειρηματικής δραστηριότητας του οφειλέτη, ανάλογα με το περιεχόμενο της έκθεσης που αναφέρεται στο στοιχείο α)·

ε) να επιτηρεί τις πράξεις διαχείρισης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη·

στ) να διεξάγει την επιχειρηματική δραστηριότητα του οφειλέτη, συνολικά ή εν μέρει, τηρώντας τις ρητές οδηγίες του εισηγητή δικαστή που αφορούν τα καθήκοντα του διαχειριστή και τους όρους εκτέλεσης πληρωμών από τον λογαριασμό ενεργητικού του οφειλέτη·

ζ) να συγκαλεί, να προεδρεύει και να εκτελεί γραμματειακά καθήκοντα στις συνελεύσεις των πιστωτών ή των μετόχων, εταίρων ή μελών του οφειλέτη αν είναι νομικό πρόσωπο·

η) να ασκεί αγωγές για την ακύρωση δόλιων πράξεων ή συναλλαγών εκ μέρους του οφειλέτη που θίγουν τα δικαιώματα των πιστωτών, καθώς και συγκεκριμένων περιουσιακών μεταβιβάσεων, επιχειρηματικών συναλλαγών του οφειλέτη και εγγυήσεων που κατάρτισε ο οφειλέτης οι οποίες ενδέχεται να πλήξουν τα συμφέροντα των πιστωτών·

θ) να ενημερώσει επειγόντως τον εισηγητή δικαστή εάν διαπιστώσει ότι ο οφειλέτης δεν διαθέτει περιουσιακά στοιχεία ή ότι αυτά δεν επαρκούν για την κάλυψη των νομικών του εξόδων·

ι) να καταγγείλει ορισμένες συμβάσεις που έχουν συναφθεί από τον οφειλέτη·

ια) να επαληθεύει απαιτήσεις και, κατά περίπτωση, να προβάλλει ενστάσεις κατ’ αυτών, να ενημερώνει τους πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις δεν έχουν γίνει δεκτές πλήρως ή εν μέρει και να συντάξει τους πίνακες των απαιτήσεων·

ιβ) να εισπράττει απαιτήσεις, να διεκδικεί την είσπραξη απαιτήσεων σε σχέση με περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη ή χρηματικά ποσά που διέθεσε ο οφειλέτης πριν από την έναρξη της διαδικασίας, και να ασκεί και να επισπεύδει αγωγές για την είσπραξη των απαιτήσεων του οφειλέτη, προσλαμβάνοντας συναφώς και δικηγόρους·

ιγ) να καταρτίζει συμβιβασμούς, να εξοφλεί οφειλές, να απαλλάσσει εγγυητές και να παραιτείται από εμπράγματες ασφάλειες, με την επιφύλαξη της επικύρωσης από τον εισηγητή δικαστή·

ιδ) να ενημερώνει τον εισηγητή δικαστή για κάθε ζήτημα που απαιτεί απόφασή του·

ιε) να συντάξει την απογραφή των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη·

ιστ) να διατάξει την εκτίμηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, η οποία πρέπει να ολοκληρωθεί έως την ημερομηνία που θα οριστεί για την υποβολή του τελικού πίνακα απαιτήσεων·

ιζ) να αποστείλει ειδοποίηση για την καταχώριση της έκθεσης αξιολόγησης στον φάκελο της υπόθεσης, προς δημοσίευση στο Δελτίο των Διαδικασιών Αφερεγγυότητας (BPI), μέσα σε δύο ημέρες από την καταχώριση.

Ο εισηγητής δικαστής μπορεί με απόφασή του (încheiere) να επιφορτίσει τον δικαστικά διορισμένο διαχειριστή με επιπλέον αρμοδιότητες από αυτές που παρατίθενται στην παράγραφο 1, εκτός από όσες κατά νόμο εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστή.

Ο δικαστικά διορισμένος διαχειριστής υποβάλλει μηνιαίες εκθέσεις στις οποίες περιγράφει τον τρόπο που διεκπεραίωσε τις αρμοδιότητές του, συμπεριλαμβανομένων των αρμοδιοτήτων του που σχετίζονται με την παρακολούθηση των πράξεων που διενεργούνται βάσει προηγούμενης έγκρισης, αιτιολογεί τις δαπάνες που προέκυψαν κατά τη διαχείριση της διαδικασίας και κάθε άλλη δαπάνη που καταβλήθηκε από τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, και, κατά περίπτωση, καταγράφει αναλυτικά την πρόοδο με την απογραφή. Στις εκθέσεις περιλαμβάνονται πληροφορίες σχετικά με την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων, τη λήψη ή την ανανέωση αδειών για την άσκηση της δραστηριότητας, τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί από τα εποπτικά όργανα και την αμοιβή του δικαστικά διορισμένου, με αναφορά του τρόπου υπολογισμού της αμοιβής αυτής (άρθρο 59 παράγραφος 1 του νόμου αριθ. 85/2014).

Για τη διεκπεραίωση των αρμοδιοτήτων του, ο δικαστικά διορισμένος διαχειριστής μπορεί να προσλαμβάνει επαγγελματίες, όπως δικηγόρους, λογιστές, εκτιμητές ή άλλους ειδικούς. Πρόσωπο δεν μπορεί να διοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 αν δεσμεύεται από σύμβαση η οποία θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα σύγκρουση συμφερόντων· στην περίπτωση αυτή, το οικείο πρόσωπο πρέπει να δηλώσει κώλυμα, άλλως ο διορισμός του μπορεί να προσβληθεί σύμφωνα με τους όρους των άρθρων 43 και 44 του αναδημοσιευμένου νόμου αριθ. 134/2010 περί Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως έχει τροποποιηθεί και συμπληρωθεί (άρθρο 61 παράγραφος 2). Ο δικαστικά διορισμένος διαχειριστής και κάθε πιστωτής μπορούν να προβάλουν ενστάσεις κατά των εκθέσεων αξιολόγησης που καταρτίστηκαν για την υπόθεση.

Δικαστικά διορισμένος εκκαθαριστής (lichidator judiciar)

Εάν ο εισηγητής δικαστής εκδώσει διαταγή εκκαθάρισης, διορίζει εκκαθαριστή για την εκτέλεσή της. Οι αρμοδιότητες του δικαστικά διορισμένου διαχειριστή παύουν την ημερομηνία που ο εισηγητής δικαστής προσδιορίζει τα καθήκοντα του εκκαθαριστή. Οι κύριες αρμοδιότητες του δικαστικά διορισμένου εκκαθαριστή είναι:

α) να επανεξετάσει την επιχειρηματική δραστηριότητα του οφειλέτη κατά του οποίου έχει κινηθεί απλοποιημένη διαδικασία, έχοντας υπόψη την πραγματική του κατάσταση, και να καταρτίσει μια αναλυτική έκθεση με τις αιτίες και τις περιστάσεις που προκάλεσαν την αφερεγγυότητα, προσδιορίζοντας τα πρόσωπα στα οποία μπορεί να αποδοθεί η κατάσταση της αφερεγγυότητας και τους λόγους για τον καταλογισμό της ευθύνης σε αυτά·

β) να διεξάγει την επιχειρηματική δραστηριότητα του οφειλέτη·

γ) να καταθέτει αγωγές για την ακύρωση δόλιων πράξεων ή συναλλαγών του οφειλέτη που θίγουν τα δικαιώματα των πιστωτών, καθώς και συγκεκριμένων περιουσιακών μεταβιβάσεων, επιχειρηματικών συναλλαγών του οφειλέτη και πράξεων του οφειλέτη που ενέχουν προτιμησιακή μεταχείριση και ενδέχεται να βλάψουν τα συμφέροντα των πιστωτών·

δ) να εκτελεί σφραγίσεις, να συντάξει την απογραφή των περιουσιακών στοιχείων και να προβεί στις αναγκαίες πράξεις για τη διαφύλαξή τους·

ε) να καταγγείλει ορισμένες συμβάσεις που έχουν συναφθεί από τον οφειλέτη·

στ) να επαληθεύει απαιτήσεις, και κατά περίπτωση, να προβάλει ενστάσεις κατ’ αυτών, να ενημερώσει τους πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις δεν έχουν γίνει δεκτές πλήρως ή εν μέρει, και να συντάξει τους πίνακες των απαιτήσεων·

ζ) να διεκδικεί την είσπραξη απαιτήσεων σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη που προκύπτουν από τη διάθεση περιουσιακών στοιχείων ή χρηματικών ποσών από τον οφειλέτη πριν από την έναρξη της διαδικασίας, να εισπράττει απαιτήσεις, να ασκεί και να επισπεύδει αγωγές για την είσπραξη των απαιτήσεων του οφειλέτη, προσλαμβάνοντας συναφώς και δικηγόρους·

η) να δέχεται πληρωμές για λογαριασμό του οφειλέτη και να τις καταχωρίζει στον λογαριασμό ενεργητικού του οφειλέτη·

θ) να πωλεί περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη σύμφωνα με τον νόμο·

ι) με την επιφύλαξη της επικύρωσης από τον εισηγητή δικαστή, να συνάπτει συμβιβασμούς, να εξοφλεί οφειλές, να απαλλάσσει εγγυητές και να παραιτείται από εμπράγματες ασφάλειες·

ια) να ενημερώνει τον εισηγητή δικαστή για κάθε ζήτημα που απαιτεί απόφασή του· ιβ) να εκτελεί κάθε άλλο καθήκον που του επιβάλλεται με απόφαση του εισηγητή δικαστή.

Στη διαδικασία του προληπτικού συμβιβασμού με τους πιστωτές (concordat preventiv), ο οφειλέτης συμμετέχει στη διαδικασία μέσω των νόμιμων ή συμφωνημένων εκπροσώπων του.

Οι αρμοδιότητες του διαχειριστή του προληπτικού συμβιβασμού με τους πιστωτές (administrator concordatar) είναι:

να καταρτίσει τον πίνακα των πιστωτών, περιλαμβανομένων των πιστωτών των οποίων οι απαιτήσεις έχουν προσβληθεί ή των οποίων εκκρεμεί η εκδίκαση, και τον πίνακα των πιστωτών που έχουν υπογράψει τον συμβιβασμό· όταν ένας πιστωτής έχει απαίτηση κατά οφειλετών που ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρο σύμφωνα με τη διαδικασία του προληπτικού συμβιβασμού με τους πιστωτές, η εν λόγω απαίτηση θα ενταχθεί στον πίνακα των πιστωτών στην ονομαστική της αξία έως την πλήρη εξόφλησή της·

β) να καταρτίσει, από κοινού με τον οφειλέτη, τον προτεινόμενο συμβιβασμό και τα επιμέρους στοιχεία του, δηλαδή το προσχέδιο του συμβιβασμού και του σχεδίου εξυγίανσης·

γ) να λάβει μέτρα για τη φιλική διευθέτηση κάθε διαφοράς μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών ή μεταξύ των πιστωτών·

δ) να ζητήσει από τον εισηγητή δικαστή την επικύρωση του προληπτικού συμβιβασμού·

ε) να επιβλέπει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβε ο οφειλέτης με τον προληπτικό συμβιβασμό·

στ) να ενημερώνει επειγόντως τη συνέλευση των πιστωτών που μετέχουν στον προληπτικό συμβιβασμό για κάθε μη εκπλήρωση ή μη ορθή εκπλήρωση των υποχρεώσεων του οφειλέτη·

ζ) να καταρτίζει και να αποστέλλει μηνιαίες ή τριμηνιαίες εκθέσεις στη συνέλευση των πιστωτών που μετέχουν στον προληπτικό συμβιβασμό για το έργο του διαχειριστή του προληπτικού συμβιβασμού και την επιχειρηματική δραστηριότητα του οφειλέτη· η έκθεση του διαχειριστή του προληπτικού συμβιβασμού θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει τη γνώμη του διαχειριστή σχετικά με την ύπαρξη ή μη λόγων για την πρόωρη λύση του προληπτικού συμβιβασμού·

η) να συγκαλεί τη συνέλευση των πιστωτών που μετέχουν στον προληπτικό συμβιβασμό·

θ) να ζητήσει από το δικαστήριο την κήρυξη της περάτωσης της διαδικασίας του προληπτικού συμβιβασμού με τους πιστωτές·

ι) να εκτελεί κάθε άλλο καθήκον που αναφέρεται στο παρόν κεφάλαιο και προβλέπεται από τον προληπτικό συμβιβασμό με τους πιστωτές ή του έχει ανατεθεί από τον εισηγητή δικαστή (άρθρο 19 του νόμου αριθ. 85/2014).

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Η έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν θίγει το δικαίωμα των πιστωτών να προβάλουν σε συμψηφισμό απαίτησή τους έναντι απαίτησης του οφειλέτη κατ’ αυτών, εάν κατά την ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος για τον νόμιμο συμψηφισμό. Ο συμψηφισμός μπορεί επίσης να καταγραφεί από τον δικαστικά διορισμένο διαχειριστή ή εκκαθαριστή. Δυνατότητα συμψηφισμού υπάρχει επίσης για τις αμοιβαίες απαιτήσεις που γεννώνται μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Οι υφιστάμενες συμβάσεις παραμένουν σε ισχύ με την έναρξη της διαδικασίας. Τυχόν συμβατικές ρήτρες που προβλέπουν τη λύση υφιστάμενης σύμβασης, τη στέρηση του οφέλους της κανονικής συμβατικής διάρκειας ή την υποχρέωση πρόωρης καταβολής λόγω της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι άκυρες. Ο κανόνας ότι οι υφιστάμενες συμβάσεις παραμένουν σε ισχύ και ότι οι ρήτρες καταγγελίας ή επίσπευσης των υποχρεώσεων είναι άκυρες δεν ισχύει στις ειδικές χρηματοοικονομικές συμβάσεις ή στις διμερείς πράξεις συμψηφισμού που διεξάγονται στο πλαίσιο ειδικής χρηματοοικονομικής σύμβασης ή διμερούς σύμβασης συμψηφισμού.

Προς τον σκοπό της μεγιστοποίησης της αξίας των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από την έναρξη της διαδικασίας, ο δικαστικά διορισμένος διαχειριστής ή εκκαθαριστής μπορεί να καταγγείλει οποιαδήποτε σύμβαση, ενεργή μίσθωση και κάθε άλλη μακροχρόνια σύμβαση που δεν έχει εκτελεστεί πλήρως ή κατ' ουσίαν από όλους τους συμβαλλομένους. Όταν μια σύμβαση καταγγέλλεται με αυτόν τον τρόπο, ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης κατά του οφειλέτη.

Εάν κατά τους πρώτους τρεις μήνες μετά την έναρξη της διαδικασίας ο αντισυμβαλλόμενος του οφειλέτη αποστείλει στον δικαστικά διορισμένο διαχειριστή ή εκκαθαριστή ειδοποίηση με την οποία του ζητά να καταγγείλει τη σύμβαση, ο διαχειριστής ή ο εκκαθαριστής πρέπει να απαντήσει μέσα σε 30 ημέρες από την παραλαβή της διαφορετικά, η σύμβαση θεωρείται ότι έχει καταγγελθεί και ο διαχειριστής ή ο εκκαθαριστής δεν μπορεί πλέον να απαιτήσει την εκτέλεσή της.

Ο νόμος ρυθμίζει επίσης το καθεστώς που διέπει ορισμένες ιδιαίτερες συμβάσεις, όπως όσες αφορούν την παροχή υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, τις μισθώσεις ή τις συμβάσεις -πλαίσια συμψηφισμού.

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

Από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης που επικυρώνει τον προληπτικό συμβιβασμό με τους πιστωτές, αναστέλλονται αυτοδικαίως οι ατομικές διώξεις των υπογραφόντων πιστωτών κατά του οφειλέτη και η προθεσμία άσκησης του δικαιώματός τους για αναγκαστική εκτέλεση των απαιτήσεών τους κατά του οφειλέτη.

Δεν αναστέλλονται οι τόκοι, οι ποινικές ρήτρες και κάθε άλλη δαπάνη που έχει προκύψει ως προς τους υπογράφοντες πιστωτές, εκτός αν είχαν παράσχει τη γραπτή, ρητή τους συναίνεση για το αντίθετο η εν λόγω συναίνεση παρέχεται στο προσχέδιο του προληπτικού συμβιβασμού με τους πιστωτές.

Με τη διάταξη επικύρωσης του προληπτικού συμβιβασμού με τους πιστωτές, ο εισηγητής δικαστής αναστέλλει κάθε αναγκαστική διαδικασία είσπραξης.

Με αίτημα του διαχειριστή του προληπτικού συμβιβασμού, υπό τον όρο ότι ο οφειλέτης έχει παράσχει εγγυήσεις στους πιστωτές, ο εισηγητής δικαστής μπορεί να διατάξει τη μετάθεση της ημερομηνίας πληρωμής των απαιτήσεων των πιστωτών που δεν έχουν υπογράψει τον προληπτικό συμβιβασμό, για διάστημα που δεν υπερβαίνει τους 18 μήνες. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, δεν σωρεύονται τόκοι, ποινικές ρήτρες ή άλλες δαπάνες που αφορούν την απαίτηση. Οι διατάξεις για τη μετάθεση της ημερομηνίας πληρωμής των απαιτήσεων δεν ισχύουν για τις ειδικές χρηματοοικονομικές συμβάσεις και τις διμερείς πράξεις συμψηφισμού που διεξάγονται στο πλαίσιο ειδικής χρηματοοικονομικής σύμβασης ή διμερούς σύμβασης συμψηφισμού.

Ο προληπτικός συμβιβασμός με τους πιστωτές δεσμεύει τους πιστωτές του δημοσίου (creditori bugetari), υπό τον όρο ότι συνάδει με τις ενωσιακές και εθνικές διατάξεις για τις κρατικές ενισχύσεις.

Κατά τη διάρκεια επικυρωμένου προληπτικού συμβιβασμού με τους πιστωτές δεν μπορεί να κινηθεί διαδικασία αφερεγγυότητας κατά του οφειλέτη.

Όποιος πιστωτής αποκτά εκτελεστό τίτλο κατά του οφειλέτη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας μπορεί να ζητήσει να συμπεριληφθεί στον προληπτικό συμβιβασμό ή να εισπράξει την απαίτησή του με οποιοδήποτε άλλο μέσο προβλέπεται από τον νόμο.

Όλες οι δικαστικές και εξωδικαστικές διαδικασίες και κάθε μέτρο αναγκαστικής είσπραξης απαίτησης σε βάρος των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη αναστέλλονται αυτοδικαίως από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Οι πιστωτές μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους μόνο στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αναγγέλλοντας τις απαιτήσεις τους. Η έναρξη της διαδικασίας αναστέλλει κάθε προθεσμία για την άσκηση αγωγής.

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

Όλες οι δικαστικές και εξωδικαστικές διαδικασίες και κάθε μέτρο αναγκαστικής είσπραξης απαίτησης σε βάρος των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη αναστέλλονται αυτοδικαίως από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Δεν αναστέλλονται:

α) τα ένδικα μέσα που ασκεί ο οφειλέτης σε υποθέσεις αγωγών που είχαν ασκηθεί από πιστωτή/πιστωτές πριν από την έναρξη της διαδικασίας, και οι πολιτικές αγωγές σε ποινικές δίκες (acţiunile civile din procesele penale) κατά του οφειλέτη·

β) οι αγωγές κατά συνοφειλετών και/ή τρίτων εγγυητών·

γ) οι εκκρεμείς εξωδικαστικές διαδικασίες ενώπιον των αθλητικών επιτροπών αθλητικών ομοσπονδιών που λειτουργούν σύμφωνα με τον Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυρονόμο αριθ. 69/2000 περί φυσικής αγωγής και αθλητισμού (Legea educaţiei fizice şi sportului nr. 69/2000), όπως έχει τροποποιηθεί και συμπληρωθεί, οι οποίες αφορούν μονομερείς καταγγελίες από αθλητές ατομικών συμβάσεων εργασίας ή συμβάσεων αστικού δικαίου και τις αθλητικές ποινές που επιβάλλονται στις εν λόγω περιπτώσεις, και κάθε άλλη διαφορά που αφορά το δικαίωμα αθλητή να συμμετέχει σε αγώνες.

δ) οι αγωγές για την αναγνώριση της ύπαρξης και/ή του ποσού των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη που γεννώνται μετά την ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας. Για τις απαιτήσεις αυτές, κατά τη διάρκεια της περιόδου παρακολούθησης και αναδιοργάνωσης, αίτηση πληρωμής μπορεί να συνταχθεί και να αποσταλεί με απόδειξη παραλαβής. Η αίτηση αυτή θα εξεταστεί από τον δικαστικά διορισμένο διαχειριστή εντός 15 ημερών από την παραλαβή της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 106 παράγραφος 1, το οποίο εφαρμόζεται αναλογικά, χωρίς οι απαιτήσεις αυτές να περιλαμβάνονται στον κατάλογο των απαιτήσεων.

Τα μέτρα που διατάσσονται από τον δικαστικά διορισμένο διαχειριστή υπόκεινται σε προσβολή.

Επισημαίνεται ότι η εν λόγω αναστολή ισχύει μόνον για τις αγωγές που αφορούν απαιτήσεις κατά των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, και όχι για όσες αφορούν μη περιουσιακά δικαιώματα και υποχρεώσεις, που συνεχίζουν να εκδικάζονται στο επιληφθέν δικαστήριο.

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

Διεξάγεται συνέλευση μεταξύ όλων των πιστωτών του αφερέγγυου οφειλέτη.

Τη συνέλευση των πιστωτών (adunarea creditorilor) συγκαλεί ο δικαστικά διορισμένος διαχειριστής ή εκκαθαριστής, ο οποίος και προεδρεύει αυτής. Οι πιστωτές που είναι ήδη γνωστοί συγκαλούνται από τον διαχειριστή ή τον εκκαθαριστή σε συνέλευση στις περιπτώσεις που ρητά ορίζει ο νόμος, και όσο συχνά απαιτείται.

Οι πιστωτές συγκαλούνται σε συνέλευση με ειδοποίηση που δημοσιεύεται στο Δελτίο των Διαδικασιών Αφερεγγυότητας τουλάχιστον πέντε ημέρες πριν από τη συνέλευση, η οποία πρέπει να παραθέτει την ημερήσια διάταξη της συνέλευσης. Στη συνέλευση, οι πιστωτές μπορούν να εκπροσωπηθούν από εκπρόσωπο εξουσιοδοτημένο με ειδικό πληρεξούσιο υπό τη μορφή δημόσιου εγγράφου ή, στην περίπτωση των πιστωτών του δημόσιου τομέα και των άλλων νομικών προσώπων, με πράξη εξουσιοδότησης δεόντως υπογεγραμμένη. Οι πιστωτές μπορούν επίσης να ψηφίζουν διά αλληλογραφίας, εκτός αν ρητά απαγορεύεται από τον νόμο.

Πλην αν ο νόμος προβλέπει ειδική πλειοψηφία, η συνέλευση των πιστωτών συνέρχεται εγκύρως αν παρίστανται πιστωτές που εκπροσωπούν τουλάχιστον το 30 % της συνολικής αξίας των απαιτήσεων με δικαίωμα ψήφου επί των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, ενώ οι αποφάσεις της συνέλευσης λαμβάνονται με τη θετική, ρητή ψήφο της πλειοψηφίας, σε όρους αξίας των απαιτήσεών τους, των πιστωτών που παρίστανται και έχουν δικαίωμα ψήφου. Ψήφος υπό όρους θεωρείται αρνητική ψήφος. Οι πιστωτές που ψηφίζουν εγκύρως διά αλληλογραφίας επίσης θεωρούνται παρόντες.

Μετά τη σύγκληση της πρώτης συνέλευσης, ο εισηγητής δικαστής και έπειτα οι πιστωτές μπορούν να συστήσουν επιτροπή, η οποία απαρτίζεται, ανάλογα με τον αριθμό των πιστωτών, από τρία ή πέντε μέλη τα οποία διορίζονται μεταξύ των πιστωτών που έχουν δικαίωμα ψήφου, προνομιούχες απαιτήσεις, απαιτήσεις δημοσίου και μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις, κατά τη σειρά της αξίας τους. Η επιτροπή των πιστωτών (comitetul creditorilor) έχει τις παρακάτω αρμοδιότητες:

α) να εξετάζει την κατάσταση του οφειλέτη και να υποβάλλει εισηγήσεις στη συνέλευση των πιστωτών ως προς τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του οφειλέτη και τα σχέδια αναδιοργάνωσης που έχουν προταθεί·

β) να διαπραγματεύεται τους όρους διορισμού του διαχειριστή ή του εκκαθαριστή που οι πιστωτές επιθυμούν να διοριστεί από το δικαστήριο·

γ) να λαμβάνει γνώση των εκθέσεων του δικαστικά διορισμένου διαχειριστή ή εκκαθαριστή, να τις εξετάζει και, κατά περίπτωση, να προβάλλει ενστάσεις κατ’ αυτών·

δ) να καταρτίζει εκθέσεις προς υποβολή στη συνέλευση των πιστωτών σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνει ο δικαστικά διορισμένος διαχειριστής ή εκκαθαριστής και τα αποτελέσματα αυτών, και να προτείνει, αιτιολογημένα, άλλα μέτρα·

ε) να ζητά την ανάκληση του δικαιώματος του οφειλέτη να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του·

στ) να ασκεί αγωγές ακύρωσης ορισμένων δόλιων πράξεων ή συναλλαγών του οφειλέτη που θίγουν τα συμφέροντα των πιστωτών, αν οι εν λόγω αγωγές δεν έχουν ασκηθεί από τον δικαστικά διορισμένο διαχειριστή ή εκκαθαριστή.

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

Ανάλογα με την ιδιαίτερη κατάσταση του οφειλέτη και το αν έχει στερηθεί το δικαίωμά του να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας έχει τις παρακάτω αρμοδιότητες.

Ο δικαστικά διορισμένος διαχειριστής επιτηρεί τις πράξεις διαχείρισης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Διεξάγει την επιχειρηματική δραστηριότητα του οφειλέτη, συνολικά ή εν μέρει, τηρώντας τις ρητές οδηγίες του εισηγητή δικαστή που αφορούν τα καθήκοντα του διαχειριστή και τους όρους εκτέλεσης πληρωμών από τον λογαριασμό ενεργητικού του οφειλέτη.

Εισπράττει απαιτήσεις, συνάπτει συμβιβασμούς, συντάσσει την απογραφή και πωλεί περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στον οφειλέτη.

Ο οφειλέτης μπορεί να χρησιμοποιεί τα περιουσιακά του στοιχεία μόνον αν έχει διατηρήσει το δικαίωμα διαχείρισης των περιουσιακών του στοιχείων και μέσα στα όρια της τρέχουσας επιχειρηματικής του δραστηριότητας· τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του δικαστικά διορισμένου διαχειριστή.

Μετά την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης, ο δικαστικά διορισμένος εκκαθαριστής διαχειρίζεται την επιχειρηματική δραστηριότητα του οφειλέτη, καταγγέλλει συμβάσεις, εισπράττει απαιτήσεις, πωλεί περιουσιακά στοιχεία, συνάπτει συμβιβασμούς, λαμβάνει πληρωμές για λογαριασμό του οφειλέτη κ.ο.κ. Στην εκκαθάριση, μόνο ο δικαστικά διορισμένος εκκαθαριστής μπορεί να διαθέσει τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη.

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Όλοι οι πιστωτές με απαιτήσεις που προϋπήρχαν της έναρξης της διαδικασίας, εκτός από τους εργαζομένους, των οποίων οι απαιτήσεις καταχωρίζονται από τον δικαστικά διορισμένο διαχειριστή βάσει των λογιστικών στοιχείων, πρέπει να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους μέσα στην προθεσμία που ορίζει η απόφαση έναρξης της διαδικασίας και να επισυνάψουν στην αναγγελία τους τα αναγκαία δικαιολογητικά έγγραφα. Όλες οι απαιτήσεις που αναγγέλθηκαν και καταχωρίστηκαν στο μητρώο του δικαστηρίου τεκμαίρονται έγκυρες και ακριβείς εάν δεν προσβληθούν από τον οφειλέτη, τον δικαστικά διορισμένο διαχειριστή ή τους πιστωτές. Οι απαιτήσεις που περιλαμβάνονται στον πίνακα των απαιτήσεων ικανοποιούνται στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας με τη σειρά διανομής που ορίζει ο νόμος.

Οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας, κατά την περίοδο παρακολούθησης ή τη διαδικασία δικαστικής αναδιοργάνωσης, ικανοποιούνται σύμφωνα με τα έγγραφα που τις τεκμηριώνουν και δεν χρειάζεται να περιληφθούν στην πτωχευτική περιουσία. Ο εν λόγω κανόνας ισχύει επίσης για τις απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης.

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

Εκτός από τους εργαζομένους, των οποίων οι απαιτήσεις καταχωρίζονται από τον δικαστικά διορισμένο διαχειριστή βάσει των λογιστικών στοιχείων, όλοι οι πιστωτές με απαιτήσεις που προϋπήρχαν της έναρξης της διαδικασίας πρέπει να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους μέσα στην προθεσμία που ορίζει η απόφαση έναρξης της διαδικασίας. Η αίτηση της αναγγελίας πρέπει να περιλαμβάνει το όνομα του πιστωτή και τη διεύθυνση της κατοικίας ή της έδρας του, το οφειλόμενο ποσό, τη βάση της απαίτησης και τα λεπτομερή στοιχεία του τυχόν λόγου προνομιακής κατάταξης. Τα έγγραφα που τεκμηριώνουν την απαίτηση και τον τυχόν λόγο προνομιακής κατάταξης πρέπει να επισυναφθούν στην αίτηση της αναγγελίας, μέσα στην προθεσμία που έχει οριστεί για την κατάθεση της αίτησης.

Η υποβολή αίτησης αναγγελίας είναι υποχρεωτική ακόμη κι αν η απαίτηση δεν αποδεικνύεται με εκτελεστό τίτλο. Οι απαιτήσεις που δεν είναι ληξιπρόθεσμες κατά την ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας ή που τελούν υπό αίρεση περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία.

Απαίτηση που αναγγέλλεται στη βάση εκκρεμούσας πολιτικής αγωγής σε ποινική δίκη, καταχωρίζεται υπό την αίρεση της τελεσίδικης εκδίκασης της αγωγής υπέρ του πολιτικώς ενάγοντος.

Οι απαιτήσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις προνομιακής κατάταξης συμπεριλαμβάνονται στον οριστικό πίνακα μέχρι την αγοραία αξία της εγγύησης, η οποία καθορίζεται με βάση εκτίμηση που διατάζει ο δικαστικά διορισμένος διαχειριστής ή εκκαθαριστής και την οποία πραγματοποιεί εκτιμητής (evaluator).

Όλες οι απαιτήσεις υπόκεινται στη διαδικασία της επαλήθευσης, εκτός από όσες βεβαιώνονται με εκτελεστή δικαστική ή διαιτητική απόφαση· από τη διαδικασία της επαλήθευσης εξαιρούνται επίσης οι απαιτήσεις του δημοσίου που απορρέουν από εκτελεστό τίτλο ο οποίος δεν προσβλήθηκε μέσα στην προθεσμία που ορίζουν οι σχετικοί ειδικοί νόμοι.

Ο δικαστικά διορισμένος διαχειριστής ή εκκαθαριστής συντάσσει προσωρινό πίνακα των απαιτήσεων, ο οποίος μπορεί να προσβληθεί ενώπιον του εισηγητή δικαστή από οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο, τον οφειλέτη ή πιστωτή. Πλην αν η έναρξη της διαδικασίας κοινοποιήθηκε κατά παράβαση των κανόνων για τις επιδόσεις και κοινοποιήσεις δικονομικών πράξεων, πιστωτής με απαίτηση που προϋπήρχε της έναρξης της διαδικασίας ο οποίος δεν ανήγγειλε την απαίτησή του μέσα στην καθορισμένη προθεσμία (η προθεσμία μνημονεύεται στην κοινοποίηση και δεν υπερβαίνει τις 45 ημέρες από την έναρξη της διαδικασίας) δεν έχει δικαίωμα να συμπεριληφθεί στον πίνακα των πιστωτών και δεν αποκτά την ιδιότητα του πιστωτή που δικαιούται να συμμετάσχει στη διαδικασία ως προς την εν λόγω απαίτηση. Ο εν λόγω πιστωτής δεν θα δικαιούται να εκτελέσει αναγκαστικά την απαίτησή του σε βάρος του οφειλέτη ή των τυχόν εις ολόκληρον ευθυνόμενων μελών ή εταίρων του οφειλέτη-νομικού προσώπου μετά την περάτωση της διαδικασίας, εκτός αν ο οφειλέτης καταδικαστεί για απλή χρεοκοπία (bancrută simplă) ή δόλια χρεοκοπία (bancrută frauduloasă) ή κριθεί υπαίτιος δόλιων πληρωμών ή μεταβιβάσεων. Η απώλεια του εν λόγω δικαιώματος βεβαιώνεται από τον δικαστικά διορισμένο διαχειριστή ή εκκαθαριστή, ο οποίος δεν καταχωρίζει τον πιστωτή στον πίνακα των πιστωτών.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Τα κεφάλαια που αποκτώνται από τη ρευστοποίηση των πραγμάτων και των δικαιωμάτων επί της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη επί των οποίων έχει συσταθεί ασφάλεια για την προνομιακή ικανοποίηση του πιστωτή διανέμονται με την ακόλουθη σειρά διανομής:

  1. τέλη, τέλη χαρτοσήμου και κάθε άλλη δαπάνη που απορρέει από την πώληση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών για τη διαφύλαξη και διαχείριση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων, οι δαπάνες που βάρυναν τον πιστωτή στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, οι απαιτήσεις παρόχων υπηρεσιών κοινής ωφέλειας που ανέκυψαν μετά την έναρξη της διαδικασίας και οι αμοιβές των προσώπων που παρείχαν υπηρεσίες για την εξυπηρέτηση του κοινού συμφέροντος όλων των πιστωτών κατά την ημερομηνία της διανομής, που επιμερίζονται σε αναλογική βάση, κατ' αναλογία προς την αξία του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη·
  2. απαιτήσεις προνομιούχων πιστωτών που ανέκυψαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αφερεγγυότητας· οι εν λόγω απαιτήσεις περιλαμβάνουν το κεφάλαιο, τους τόκους και τις άλλες παρεπόμενες απαιτήσεις, κατά περίπτωση·
  3. απαιτήσεις προνομιούχων πιστωτών, περιλαμβανομένων του συνολικού κεφαλαίου, των τόκων και των προσαυξήσεων και ποινών κάθε είδους.

Εάν το προϊόν από τη ρευστοποίηση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων δεν επαρκεί για την πλήρη εξόφληση των οικείων απαιτήσεων, οι πιστωτές διατηρούν ανέγγυα απαίτηση ή απαίτηση του δημοσίου, ανάλογα με την περίπτωση, για τη διαφορά· η εν λόγω απαίτηση θα καταταγεί μαζί με τις υπόλοιπες απαιτήσεις στη σχετική κατηγορία. Αν απομείνει πλεόνασμα μετά την πληρωμή των προαναφερόμενων ποσών, κατατίθεται από τον δικαστικά διορισμένο εκκαθαριστή στον λογαριασμό της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη. Σε περίπτωση εκκαθάρισης, οι απαιτήσεις καταβάλλονται με την παρακάτω σειρά:

1.  τέλη, τέλη χαρτοσήμου και κάθε άλλη δαπάνη που απορρέει από τη διαδικασία βάσει του εν λόγω κεφαλαίου του νόμου, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών για τη διαφύλαξη και διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και τις αμοιβές των προσώπων που παρείχαν υπηρεσίες για τους σκοπούς της διαδικασίας·

2. απαιτήσεις που απορρέουν από χρηματοδότηση που παρασχέθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας·

3. απαιτήσεις που απορρέουν από σχέσεις εργασίας·

4. απαιτήσεις που απορρέουν από τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του οφειλέτη μετά την έναρξη της διαδικασίας, απαιτήσεις τρίτων αντισυμβαλλομένων και καλόπιστων τρίτων αγοραστών ή περαιτέρω αγοραστών που επέστρεψαν στην πτωχευτική περιουσία του οφειλέτη τα περιουσιακά στοιχεία ή την αξία τους·

5. απαιτήσεις του δημοσίου·

6. απαιτήσεις για ποσά που οφείλει ο οφειλέτης σε τρίτους για υποχρεώσεις διατροφής, βοηθήματα για ανήλικα παιδιά ή περιοδικά ποσά που καταβάλλονται για την κάλυψη των βιοποριστικών αναγκών·

7. απαιτήσεις για ποσά που έχουν οριστεί από τον εισηγητή δικαστή για τη διατροφή του οφειλέτη και της οικογένειάς του, εάν ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο·

8. απαιτήσεις που απορρέουν από τραπεζικά δάνεια, με τα συναφή έξοδα και τους τόκους, απαιτήσεις που απορρέουν από την προμήθεια αγαθών, την παροχή υπηρεσιών ή άλλων εργασιών, απαιτήσεις για μισθώματα και απαιτήσεις που αφορούν χρηματοδοτικές μισθώσεις, περιλαμβανομένων των ομολογιακών δανείων·

9. λοιπές ανέγγυες απαιτήσεις·

10. απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης, με την παρακάτω σειρά κατάταξης:

α) απαιτήσεις που δημιουργήθηκαν στην περιουσία τρίτων αγοραστών οι οποίοι απέκτησαν περιουσιακά στοιχεία από τον οφειλέτη με κακή πίστη, απαιτήσεις περαιτέρω αγοραστών που ενήργησαν με κακή πίστη αφότου έγιναν δεκτές οι αγωγές ακύρωσης, και δάνεια που χορηγήθηκαν στον οφειλέτη-νομικό πρόσωπο από εταίρο ή μέτοχο που κατέχει τουλάχιστον 10 % του εταιρικού κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου στη γενική συνέλευση ή από μέλος ομίλου οικονομικού σκοπού (grupu de interes economic), ανάλογα με την περίπτωση·

β) απαιτήσεις από χαριστικές πράξεις.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

Εάν η διαδικασία προληπτικού συμβιβασμού με τους πιστωτές ολοκληρωθεί επιτυχώς κατά ή έως την προθεσμία που ορίζεται στη σύμβαση, ο εισηγητής δικαστής εκδίδει απόφαση στην οποία καταγράφεται η επίτευξη των στόχων του συμβιβασμού. Στη συνέχεια, οι μεταβολές στις απαιτήσεις που προβλέπονται στον προληπτικό συμβιβασμό με τους πιστωτές καθίστανται οριστικές (άρθρο 36 του νόμου αριθ. 85/2014).

Η διαδικασία αναδιοργάνωσης για τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας ή για προγραμματισμένη εκκαθάριση (lichidare pe bază de plan) περατώνεται με απόφαση που εκδίδεται βάσει έκθεσης του δικαστικά διορισμένου διαχειριστή, με την οποία βεβαιώνεται ότι έχουν εκπληρωθεί όλες οι υποχρεώσεις πληρωμής που είχαν αναληφθεί με το επικυρωμένο σχέδιο και ότι έχουν εξοφληθεί όλες οι επί του παρόντος ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις. Αν διαδικασία που κινήθηκε με σκοπό την αναδιοργάνωση μετατράπηκε σε διαδικασία εκκαθάρισης, περατώνεται σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τη διαδικασία εκκαθάρισης. Από την ημερομηνία επικύρωσης σχεδίου αναδιοργάνωσης υπό την εποπτεία του δικαστηρίου και για όσο χρόνο διαρκεί η αναδιοργάνωση, ο οφειλέτης απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής της διαφοράς μεταξύ της αξίας των υποχρεώσεών του πριν από την επικύρωση του σχεδίου και της αξίας που αναγράφεται στο σχέδιο.

Η διαδικασία εκκαθάρισης περατώνεται με την επικύρωση της τελικής έκθεσης από τον εισηγητή δικαστή, τη διανομή όλων των κεφαλαίων και λοιπών περιουσιακών στοιχείων από την πτωχευτική περιουσία του οφειλέτη και την κατάθεση στην τράπεζα των τυχόν αζήτητων κεφαλαίων. Μετά την περάτωση της διαδικασίας διατάσσεται η διαγραφή του οφειλέτη από τα μητρώα στα οποία είχε καταχωριστεί.

Με την περάτωση της διαδικασίας, ο εισηγητής δικαστής, ο δικαστικά διορισμένος διαχειριστής ή εκκαθαριστής και όλοι όσοι τους επικουρούσαν απαλλάσσονται από τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις τους σε σχέση με τη διαδικασία, τον οφειλέτη και την πτωχευτική περιουσία του οφειλέτη, τους πιστωτές, τους δικαιούχους προνομίων, τους μετόχους ή τους εταίρους.

Με την περάτωση της διαδικασίας εκκαθάρισης, ο οφειλέτης-φυσικό πρόσωπο (που διεξάγει οικονομικές δραστηριότητες) απαλλάσσεται από τις προ της εκκαθάρισης υποχρεώσεις του, εκτός αν έχει καταδικαστεί για απλή ή δόλια χρεοκοπία ή για την πραγματοποίηση δόλιων πληρωμών ή μεταβιβάσεων· στις εν λόγω περιπτώσεις, απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις του μόνο στο μέτρο που αυτές εκπληρώθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Μετά την περάτωση της (οποιουδήποτε είδους) διαδικασίας αφερεγγυότητας, οι πιστωτές δεν μπορούν να διεκδικήσουν από τον οφειλέτη απαιτήσεις που είχαν ανακύψει πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Οι πιστωτές μπορούν ωστόσο να διεκδικήσουν την πλήρη αξία των απαιτήσεών τους από τους συνοφειλέτες και τους εγγυητές του οφειλέτη.

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Όλες οι δαπάνες που απορρέουν από διαδικασίες που έχουν κινηθεί νομίμως, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν προσκλήσεις, επιδόσεις και κοινοποιήσεις διαδικαστικών εγγράφων από τον δικαστικά διορισμένο διαχειριστή ή εκκαθαριστή, βαρύνουν την πτωχευτική περιουσία (άρθρο 39 του νόμου αριθ. 85/2014). Εάν δεν επαρκούν οι χρηματικοί πόροι του οφειλέτη, γίνεται χρήση των κεφαλαίων της εκκαθάρισης (fondul de lichidare).

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

Ο δικαστικά διορισμένος διαχειριστής ή εκκαθαριστής μπορεί να ασκήσει αγωγές ακύρωσης των δόλιων πράξεων και συναλλαγών που εκτέλεσε ο οφειλέτης σε βλάβη των δικαιωμάτων των πιστωτών κατά τα δύο έτη που προηγήθηκαν της έναρξης της διαδικασίας.

Οι παρακάτω πράξεις ή συναλλαγές του οφειλέτη μπορούν να ακυρωθούν για να επιστραφούν τα μεταβιβασθέντα περιουσιακά στοιχεία ή η αξία των άλλων παρασχεθέντων οφελών:

α) οι μεταβιβάσεις από χαριστική αιτία που διενεργήθηκαν εντός δύο ετών πριν από την έναρξη της διαδικασίας· εξαιρούνται οι χορηγίες για ανθρωπιστικούς σκοπούς·

β) οι συναλλαγές στις οποίες η παροχή του οφειλέτη ήταν σαφώς μεγαλύτερη από την αντιπαροχή και οι οποίες διενεργήθηκαν εντός έξι μηνών πριν από την έναρξη της διαδικασίας·

γ) οι πράξεις που διενεργήθηκαν εντός δύο ετών πριν από την έναρξη της διαδικασίας με πρόθεση όλων των συμμετεχόντων στη πράξη να προληφθεί η εκ μέρους των πιστωτών διεκδίκηση περιουσιακών στοιχείων ή να θιγούν δικαιώματά τους με οποιονδήποτε άλλον τρόπο·

δ) οι πράξεις μεταβίβασης κυριότητας σε πιστωτή για την πλήρη ή μερική ικανοποίηση προηγούμενης οφειλής οι οποίες διενεργήθηκαν εντός έξι μηνών πριν από την έναρξη της διαδικασίας, εάν το ποσό που θα μπορούσε να λάβει ο πιστωτής σε περίπτωση εκκαθάρισης του οφειλέτη υπολείπεται του τιμήματος της πράξης μεταβίβασης της κυριότητας·

ε) η σύσταση προνομίου υπέρ ανέγγυας απαίτησης εντός έξι μηνών πριν από την έναρξη της διαδικασίας·

στ) η προεξόφληση οφειλής εντός έξι μηνών πριν από την έναρξη της διαδικασίας, εάν η ημερομηνία κατά την οποία θα καθίστατο ληξιπρόθεσμη ήταν μεταγενέστερη της έναρξης της διαδικασίας·

ζ) οι πράξεις μεταβίβασης ή ανάληψης υποχρεώσεων από τον οφειλέτη που διενεργήθηκαν εντός δύο ετών πριν από την έναρξη της διαδικασίας με πρόθεση την απόκρυψη ή την καθυστέρηση της κατάστασης αφερεγγυότητας ή την τέλεση απάτης σε βάρος πιστωτή.

Οι παρακάτω πράξεις ή συναλλαγές μπορούν επίσης να ακυρωθούν, και τα οφέλη τους να ανακτηθούν, εάν έχουν συναφθεί εντός δύο ετών πριν από την έναρξη της διαδικασίας με πρόσωπα που έχουν έννομη σχέση με τον οφειλέτη:

α) όσες έχουν συναφθεί με ετερόρρυθμο εταίρο (asociat comanditat) ή με εταίρο που κατέχει τουλάχιστον το 20 % του κεφαλαίου της εταιρείας ή των δικαιωμάτων ψήφου στη γενική συνέλευση των εταίρων, εάν ο οφειλέτης είναι η εν λόγω ετερόρρυθμη εταιρεία (societate în comandită) ή γεωργική εταιρεία (societate agricolă), ομόρρυθμη εταιρεία (societate în nume colectiv) ή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης (societate cu răspundere limitată)·

β) όσες έχουν συναφθεί με μέλος του ομίλου ή μέλος του διοικητικού συμβουλίου, εάν ο οφειλέτης αποτελεί όμιλο οικονομικού σκοπού·

γ) όσες έχουν συναφθεί με μέτοχο που κατέχει τουλάχιστον το 20 % των μετοχών του οφειλέτη ή των δικαιωμάτων ψήφου στη γενική συνέλευση των μετόχων, εάν ο οφειλέτης είναι ανώνυμη εταιρεία (societate pe acţiuni)·

δ) όσες έχουν συναφθεί με μέλος του διοικητικού συμβουλίου, διευθυντή ή μέλος των εποπτικών οργάνων του οφειλέτη, εάν ο οφειλέτης είναι συνεταιρισμός, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης κατά μετοχές ή γεωργική εταιρεία·

ε) όσες έχουν συναφθεί με φυσικό ή νομικό πρόσωπο με ελέγχουσα θέση επί του οφειλέτη ή της επιχειρηματικής του δραστηριότητας·

στ) όσες έχουν συναφθεί με συγκύριο ή με αντισυμβαλλόμενο που διατηρεί εξ αδιαιρέτου συγκυριότητα επί κοινού περιουσιακού στοιχείου·

ζ) όσες έχουν συναφθεί με τον/την σύζυγο ή συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και τον τέταρτο βαθμό των φυσικών προσώπων που αναφέρονται στα στοιχεία α)-στ).

Την αγωγή ακύρωσης δόλιας πράξης που διενήργησε ο οφειλέτης σε βλάβη των πιστωτών μπορεί να ασκήσει ο δικαστικά διορισμένος διαχειριστής ή εκκαθαριστής μέσα σε ένα έτος από την εκπνοή της προθεσμίας που ορίστηκε για την κατάρτιση της πρώτης έκθεσης από τον δικαστικά διορισμένο διαχειριστή ή εκκαθαριστή, και, σε κάθε περίπτωση, μέσα σε 16 μήνες από την έναρξη της διαδικασίας. Εάν η αγωγή γίνει δεκτή, οι οικείοι συμβαλλόμενοι επανέρχονται στην προηγούμενη κατάστασή τους και οι υποχρεώσεις που υφίσταντο κατά την ημερομηνία της πράξης αναβιώνουν.

Η επιτροπή των πιστωτών ή πιστωτής στον οποίο αναλογεί άνω του 50 % της αξίας των απαιτήσεων που εντάχθηκαν στην πτωχευτική περιουσία μπορεί να ασκήσει την εν λόγω αγωγή ενώπιον του εισηγητή δικαστή, σε περίπτωση που δεν το πράξει ο δικαστικά διορισμένος διαχειριστής ή εκκαθαριστής.

Αποκλείεται η άσκηση αγωγής ακύρωσης κατά συστατικής πράξης (act de constituire) του εμπράγματου δικαίου ή κατά πράξης μεταβίβασης κυριότητας του εμπράγματου δικαίου, εάν αυτή διενεργήθηκε από τον οφειλέτη στο πλαίσιο της συνήθους καθημερινής του επιχειρηματικής δραστηριότητας. Αίτηση ακύρωσης συστατικής πράξης ή πράξης μεταβίβασης κυριότητας καταχωρίζεται αυτεπαγγέλτως στα σχετικά δημόσια μητρώα.

Ως προς τις παραπάνω αναφερόμενες πράξεις και συναλλαγές ισχύει μαχητό τεκμήριο ότι αποτελούν απάτη σε βλάβη των πιστωτών.

Μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, όλες οι πράξεις, συναλλαγές και πληρωμές που διενεργούνται από τον οφειλέτη μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι αυτοδικαίως άκυρες, με εξαίρεση τα μέτρα που απαιτούνται για τη διεξαγωγή της τρέχουσας επιχειρηματικής δραστηριότητας, τα μέτρα που εγκρίνει ο εισηγητής δικαστής και τα μέτρα που εγκρίνει ο δικαστικά διορισμένος διαχειριστής.

Τελευταία επικαιροποίηση: 16/06/2021

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Αφερεγγυότητα/πτώχευση - Σλοβενία

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας και οι διαδικασίες προληπτικής αναδιάρθρωσης καθορίζονται στον Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυρονόμο περί χρηματοοικονομικών πράξεων, διαδικασιών αφερεγγυότητας και αναγκαστικής εκκαθάρισης (Zakon o finančnem poslovanju, postopkih zaradi insolventnosti in prisilnem prenehanju) (στο εξής: ZFPPIPP).

Ι. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ

1. Διαδικασίες χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης - αναδιοργάνωσης

Η διαδικασία αναγκαστικής διευθέτησης μπορεί να κινηθεί κατά:

- νομικού προσώπου το οποίο έχει τη μορφή εταιρείας ή συνεταιρισμού, εκτός εάν ο νόμος ορίζει άλλως για συγκεκριμένη εταιρεία ή συνεταιρισμό λαμβανομένων υπόψη των δραστηριοτήτων τους,

- επιχειρηματία ή

- οποιουδήποτε άλλου νομικού προσώπου, εφόσον αυτό ορίζει ο νόμος.

Η διαδικασία αναγκαστικής διευθέτησης περιλαμβάνει επίσης ειδικούς κανόνες για την αναγκαστική διευθέτηση μεγάλης, μεσαίας ή μικρής εταιρείας. Η εν λόγω διαδικασία παρέχει τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ ευρείας σειράς μέτρων χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης των υποχρεώσεων του οφειλέτη (για παράδειγμα, των εξασφαλισμένων απαιτήσεων πιστωτών).

Η κίνηση απλουστευμένης διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης επιτρέπεται μόνο κατά εταιρείας η οποία θεωρείται πολύ μικρή σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου περί εταιρειών (Zakon o gospodarskih družbah) ή κατά επιχειρηματία ο οποίος πληροί τα κριτήρια της πολύ μικρής ή μικρής εταιρείας.

2. Διαδικασία πτώχευσης

Διαδικασία πτώχευσης κατά νομικού προσώπου μπορεί να κινηθεί κατά οποιουδήποτε νομικού προσώπου, εκτός εάν προβλέπεται άλλως από τη νομοθεσία που διέπει συγκεκριμένη νομική μορφή ή συγκεκριμένο είδος νομικού προσώπου ή συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο. Διαδικασία πτώχευσης κατά προστατευόμενης κοινωνικής επιχείρησης μπορεί να κινηθεί μόνο με την άδεια της σλοβενικής κυβέρνησης.

Διαδικασία προσωπικής πτώχευσης μπορεί να κινηθεί κατά των περιουσιακών στοιχείων:

- επιχειρηματία,

- ιδιώτη (ιατρού, συμβολαιογράφου, δικηγόρου, αγρότη ή άλλου φυσικού προσώπου που δεν είναι επιχειρηματίας και που ασχολείται επαγγελματικά με συγκεκριμένη δραστηριότητα) ή

- καταναλωτή.

Πτώχευση σε κληρονομική διαδοχή μπορεί να κινηθεί κατά των περιουσιακών στοιχείων υπερχρεωμένου διαθέτη — αποβιώσαντος φυσικού προσώπου.

II. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΟΗΓΟΥΝΤΑΙ ΤΗΣ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ

Διαδικασία προληπτικής αναδιάρθρωσης

Η κίνηση διαδικασίας προληπτικής αναδιάρθρωσης επιτρέπεται μόνο κατά κεφαλαιουχικής εταιρείας η οποία θεωρείται μεγάλη, μεσαία ή μικρή εταιρεία σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου περί εταιρειών.

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

Αφερεγγυότητα

Η βασική προϋπόθεση για την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι η ύπαρξη συνθηκών αφερεγγυότητας. Ως αφερεγγυότητα ορίζεται η κατάσταση κατά την οποία:

- ο οφειλέτης τελεί σε αδυναμία πληρωμών για μακρά χρονική περίοδο λόγω του ότι αδυνατεί να εξοφλήσει όλες τις υποχρεώσεις του που καθίστανται ληξιπρόθεσμες κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, ή

- ο οφειλέτης έχει καταστεί μακροχρόνια αφερέγγυος λόγω του ότι η αξία των περιουσιακών του στοιχείων είναι μικρότερη από το άθροισμα των υποχρεώσεών του (υπερχρέωση), ή λόγω του ότι οι τρέχουσες ζημίες του οφειλέτη-κεφαλαιουχικής εταιρείας αθροιζόμενες με τις ζημίες παρελθόντων ετών του οφειλέτη που έχουν μεταφερθεί στην τρέχουσα χρήση υπερβαίνουν το ήμισυ του μετοχικού κεφαλαίου, και οι ζημίες αυτές δεν μπορούν να καλυφθούν από μεταφερθέντα κέρδη προηγούμενων χρήσεων ή αποθεματικά.

Προκαταρκτική και κύρια διαδικασία αφερεγγυότητας

Η διαδικασία αφερεγγυότητας διακρίνεται σε «προκαταρκτική» και «κύρια». Η προκαταρκτική διαδικασία αφερεγγυότητας κινείται με την κατάθεση αίτησης έναρξης διαδικασίας αφερεγγυότητας (αίτηση έναρξης διαδικασίας αφερεγγυότητας). Στη διάρκεια της προκαταρκτικής διαδικασίας αφερεγγυότητας, το δικαστήριο αποφασίζει σχετικά με τις προϋποθέσεις έναρξης της εν λόγω διαδικασίας. Η κύρια διαδικασία αρχίζει με απόφαση του δικαστηρίου για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας (έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας).

Διάδικοι προκαταρκτικής και κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας

Στο πλαίσιο της προκαταρκτικής διαδικασίας, διαδικαστικές πράξεις μπορεί να εκτελέσει ο αιτών την έναρξη διαδικασίας, ο οφειλέτης κατά του οποίου κατατέθηκε η αίτηση έναρξης της διαδικασίας και ο οποίος δεν είναι ο αιτών, και πιστωτής ο οποίος μπορεί να αποδείξει ότι είναι πιθανό να έχει απαίτηση κατά του οφειλέτη κατά του οποίου κατατέθηκε η αίτηση έναρξης της διαδικασίας, υπό την προϋπόθεση ότι ο πιστωτής κοινοποίησε την πρόθεσή του να συμμετάσχει στην προκαταρκτική διαδικασία.

Στο πλαίσιο της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας, διαδικαστικές πράξεις μπορεί να εκτελέσει οποιοσδήποτε πιστωτής προβάλλει απαίτηση κατά του αφερέγγυου οφειλέτη στο πλαίσιο της διαδικασίας, καθώς και ο αφερέγγυος οφειλέτης (στο πλαίσιο αναγκαστικής διευθέτησης, απλουστευμένης αναγκαστικής διευθέτησης και προσωπικής πτώχευσης).

Έναρξη και αναγγελία της διαδικασίας

Την ίδια ημέρα κατά την οποία το δικαστήριο εκδίδει απόφαση έναρξης διαδικασίας, δημοσιεύει την εν λόγω απόφαση στις ιστοσελίδες που χρησιμοποιούνται για τη δημοσίευση δικαστικών εγγράφων, εγγράφων συμμετεχόντων και άλλων πληροφοριών στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας. Το δικαστήριο ενημερώνει τους πιστωτές σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας μέσω ανακοίνωσης, η οποία πρέπει να δημοσιευτεί την ίδια ημέρα και κατά την ίδια χρονική στιγμή της δημοσίευσης της απόφασης έναρξης της διαδικασίας. Στην εν λόγω απόφαση δημοσιεύει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία. Οι νομικές συνέπειες της έναρξης της διαδικασίας ξεκινούν από την ημέρα δημοσίευσης της ανακοίνωσης σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης.

Αιτών την έναρξη διαδικασίας

Αίτηση έναρξης διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης μπορεί να καταθέσει μόνο αφερέγγυος οφειλέτης ή προσωπικά ευθυνόμενος εταίρος οφειλέτριας εταιρείας. Αίτηση έναρξης διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης κατά μεγάλης, μεσαίας ή μικρής εταιρείας μπορούν να καταθέσουν επίσης πιστωτές οι οποίοι κατέχουν από κοινού τουλάχιστον το 20 % του συνόλου των χρηματοοικονομικών απαιτήσεων. Τέτοιοι πιστωτές μπορεί να είναι π.χ. τράπεζες, που θεωρούνται καλά ενημερωμένες οντότητες και διαθέτουν τις απαραίτητες πληροφορίες, τις υποδομές και το προσωπικό ώστε να προτείνουν σχέδιο χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης του αφερέγγυου οφειλέτη.

Η διαδικασία αναγκαστικής διευθέτησης αποσκοπεί στην παροχή στον αφερέγγυο οφειλέτη της δυνατότητας να καταστεί οικονομικά φερέγγυος βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέσω της εφαρμογής κατάλληλων μέτρων χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης. Προκειμένου να παρέχεται στον οφειλέτη η δυνατότητα να συνεχίσει κανονικά τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του (και να διαθέτει την απαιτούμενη για αυτές ρευστότητα) όσο η διαδικασία αναγκαστικής διευθέτησης είναι σε εξέλιξη και επικρατεί αβεβαιότητα σε σχέση με την έκβασή της, δεν επιτρέπεται η αναγκαστική εκποίηση των περιουσιακών του στοιχείων. Ως αντιστάθμισμα στο εν λόγω «πλεονέκτημα» και προκειμένου να αποτρέπεται η κατάχρησή του από τον οφειλέτη, οι επιχειρηματικές δραστηριότητες του οφειλέτη περιορίζονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας μόνο στις συνήθεις δραστηριότητες.

Αίτηση έναρξης απλουστευμένης διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης μπορεί να καταθέσει μόνο αφερέγγυος οφειλέτης. Στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, σε αναδιάρθρωση υπόκεινται μόνο μη εξασφαλισμένες, εγχειρόγραφες απαιτήσεις. Η απλουστευμένη αναγκαστική διευθέτηση δεν επηρεάζει προνομιούχες ή εξασφαλισμένες απαιτήσεις ούτε φορολογικές απαιτήσεις και απαιτήσεις εισφορών.

Αίτηση έναρξης διαδικασίας πτώχευσης μπορεί να καταθέσει οφειλέτης, προσωπικά ευθυνόμενος εταίρος οφειλέτη, πιστωτής ή το Ταμείο Κρατικών Εγγυήσεων, Διατροφών και Αναπηρίας της Δημοκρατίας της Σλοβενίας (Javni jamstveni, preživninski in invalidski sklad Republike Slovenije). Οι πιστωτές πρέπει να αποδεικνύουν ότι υπάρχει πιθανότητα η απαίτησή τους κατά του οφειλέτη να κριθεί βάσιμη και ότι ο οφειλέτης έχει καθυστερήσει την εξόφληση της απαίτησης περισσότερο από δύο μήνες. Το Ταμείο Κρατικών Εγγυήσεων, Διατροφών και Αναπηρίας της Δημοκρατίας της Σλοβενίας πρέπει να αποδεικνύει την πιθανότητα ύπαρξης απαιτήσεων εργαζομένων κατά του οφειλέτη σε βάρος του οποίου ζητείται η έναρξη διαδικασίας πτώχευσης, καθώς επίσης και ότι ο οφειλέτης έχει καθυστερήσει να εξοφλήσει τις εν λόγω απαιτήσεις περισσότερο από δύο μήνες.

Η διαδικασία προληπτικής αναδιάρθρωσης αποσκοπεί στην παροχή σε οφειλέτη ο οποίος είναι πιθανό να καταστεί αφερέγγυος εντός ενός έτους της δυνατότητας να εφαρμόσει ορισμένα μέτρα αναδιάρθρωσης των χρηματοοικονομικών του υποχρεώσεων, καθώς και άλλα μέτρα χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης τα οποία είναι αναγκαία για την εξάλειψη των αιτιών της πιθανής αφερεγγυότητας, βάσει συμφωνίας χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης. Αίτηση έναρξης διαδικασίας προληπτικής αναδιάρθρωσης μπορεί να κατατεθεί μόνο από οφειλέτη. Για την κατάθεση αίτησης έναρξης διαδικασίας προληπτικής αναδιάρθρωσης απαιτείται να συμφωνούν πιστωτές που κατέχουν μερίδιο τουλάχιστον 30 % του συνόλου των χρηματοοικονομικών απαιτήσεων κατά του οφειλέτη. Ο οφειλέτης πρέπει να επισυνάπτει στην αίτηση επικυρωμένο από συμβολαιογράφο αντίγραφο της δήλωσης με την οποία οι πιστωτές συγκατατίθενται στην έναρξη της διαδικασίας.

Ιστοσελίδες δημοσίευσης των διαδικασιών αφερεγγυότητας

Για όλες τις διαδικασίες αφερεγγυότητας, πρέπει να δημοσιεύονται τα ακόλουθα στις ιστοσελίδες δημοσίευσης των διαδικασιών αφερεγγυότητας:

  • πληροφορίες σχετικά με τις επιμέρους διαδικασίες αναγκαστικής διευθέτησης, πτωχευτικές διαδικασίες, διαδικασίες αναγκαστικής εκποίησης, διαδικασίες απλουστευμένης αναγκαστικής διευθέτησης, διαδικασίες προληπτικής αναδιάρθρωσης και διαδικασίες πτώχευσης σε κληρονομική διαδοχή
  • οι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται στο πλαίσιο διαδικασίας (εκτός ορισμένων εξαιρέσεων που προβλέπει ο νόμος)
  • οι ανακοινώσεις έναρξης διαδικασίας, οι ανακοινώσεις δικασίμων και οι άλλες ανακοινώσεις και προσκλήσεις σε ψηφοφορία που εκδίδει δικαστήριο βάσει του νόμου,
  • τα πρακτικά συνεδριάσεων και συνεδριών της επιτροπής πιστωτών
  • οι εκθέσεις διαχειριστών και αφερέγγυων οφειλετών στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης
  • οι κατάλογοι επαληθευθεισών απαιτήσεων
  • τα έγγραφα που υποβάλλονται από διαδίκους στο πλαίσιο διαδικασίας και τα άλλα δικαστικά έγγραφα τα οποία πρέπει να δημοσιεύονται σύμφωνα με τον ZFPPIPP, και
  • όλες οι αναγγελίες δημόσιων πλειστηριασμών στο πλαίσιο διαδικασίας πτώχευσης και οι προσκλήσεις υποβολής προσφορών σχετικά με την εκποίηση πτωχευτικών περιουσιών.

Τις ιστοσελίδες δημοσίευσης των διαδικασιών αφερεγγυότητας διαχειρίζεται ο Οργανισμός Δημόσιων Νομικών Αρχείων και Συναφών Υπηρεσιών της Δημοκρατίας της Σλοβενίας (Agencija Republike Slovenije za javnopravne evidence in storitve, στο εξής: AJPES). Υφίσταται αμάχητο νόμιμο τεκμήριο ότι οι διάδικοι διαδικασίας αφερεγγυότητας και κάθε άλλο πρόσωπο έχει ενημερωθεί για τις δικαστικές αποφάσεις, τις αιτήσεις άλλων μερών στη διαδικασία και τις άλλες νομικές πράξεις οκτώ ημέρες μετά τη δημοσίευσή τους. Για τον λόγο αυτό, οι ιστοσελίδες είναι Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροδημόσιες και δωρεάν.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Διαδικασία αναγκαστικής διευθέτησης

Μετά την έναρξη διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης, ο οφειλέτης υποχρεούται να διατηρεί τα περιουσιακά του στοιχεία. Δύναται να πουλήσει μόνο περιουσιακά στοιχεία που δεν είναι απαραίτητα για τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, εφόσον η πώλησή τους προβλέπεται ως μέτρο χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης στο πλαίσιο σχεδίου χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης. Μετά την έναρξη διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης, ο οφειλέτης δύναται να λαμβάνει δάνεια μόνο με τη συγκατάθεση του δικαστηρίου, το δε ύψος τους δεν μπορεί να υπερβαίνει τη συνολική αξία των ρευστών στοιχείων ενεργητικού που απαιτούνται για τη χρηματοδότηση της συνήθους επιχειρηματικής δραστηριότητάς του και για την κάλυψη του κόστους της διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης.

Απαιτήσεις που προκύπτουν σε σχέση με τη χρηματοδότηση των συνήθων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του οφειλέτη στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης και διαδικασίας προληπτικής αναδιάρθρωσης εξοφλούνται, σε περίπτωση επακόλουθης διαδικασίας πτώχευσης, από τη γενική διανομή της πτωχευτικής περιουσίας, πριν από την εξόφληση των προνομιακών απαιτήσεων (ήτοι το κόστος της διαδικασίας).

Διαδικασία πτώχευσης

Στην πτωχευτική περιουσία οφειλέτη ο οποίος είναι νομικό πρόσωπο περιλαμβάνονται τα περιουσιακά στοιχεία του υπό πτώχευση οφειλέτη κατά την έναρξη της διαδικασίας, το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων που αποκτώνται από την εκποίηση και τη διαχείριση της πτωχευτικής περιουσίας και από την αμφισβήτηση νομικών πράξεων του υπό πτώχευση οφειλέτη, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τις συνεχιζόμενες επιχειρηματικές δραστηριότητες, σε περίπτωση που ο υπό πτώχευση οφειλέτης συνεχίζει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες μετά την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης, σύμφωνα με τον ZFPPIPP. Στην πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνονται επίσης τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από την άσκηση αγωγών κατά προσωπικά ευθυνόμενων εταίρων του υπό πτώχευση οφειλέτη, εκτός των περιουσιακών στοιχείων που είναι άμεσα απαραίτητα για την κάλυψη βασικών αναγκών.

Στην πτωχευτική περιουσία οφειλέτη υπό προσωπική πτώχευση περιλαμβάνεται το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων που αποκτά ο υπό πτώχευση οφειλέτης κατά την περίοδο επαλήθευσης, μέχρι την απαλλαγή του από τις υποχρεώσεις του ή μέχρι την περάτωση της διαδικασίας. Σε περίπτωση προσωπικής πτώχευσης, από την πτωχευτική περιουσία εξαιρούνται τα ακόλουθα:

- αντικείμενα (αντικείμενα προσωπικής χρήσης, ήτοι ρουχισμός, υποδήματα κ.λπ.), οικιακά είδη (έπιπλα, ψυγεία, ηλεκτρικές κουζίνες, πλυντήρια κ.λπ.) τα οποία είναι άμεσα απαραίτητα στον οφειλέτη και τα μέλη του νοικοκυριού του οφειλέτη, αντικείμενα που είναι άμεσα απαραίτητα για τη συνέχιση της εργασίας του οφειλέτη, βραβεία και τιμητικές διακρίσεις, βέρες, προσωπική αλληλογραφία, χειρόγραφα και άλλα έγγραφα προσωπικής φύσεως (πίνακες και φωτογραφίες μελών της οικογένειας, κ.λπ.) και

- απαιτήσεις (απαιτήσεις από νόμιμες υποχρεώσεις διατροφής, απαιτήσεις αποζημίωσης για σωματική βλάβη βάσει ασφάλισης αναπηρίας, απαιτήσεις κοινωνικής πρόνοιας οικονομικής φύσης κ.λπ.).

Επιπλέον, η πτωχευτική περιουσία σε περίπτωση προσωπικής πτώχευσης δεν περιλαμβάνει τα εισοδήματα του οφειλέτη που είναι απαραίτητα ως ελάχιστο κοινωνικό εισόδημα (ο οφειλέτης διατηρεί τουλάχιστον το 76 % του κατώτατου μισθού και, σε περίπτωση που έχει υποχρέωση συντήρησης μέλους της οικογένειάς του ή άλλου προσώπου το οποίο υποχρεούται εκ του νόμου να συντηρεί, διατηρεί το ποσό που προβλέπεται ανά συντηρούμενο πρόσωπο).

Στο πλαίσιο προσωπικής πτώχευσης, ο οφειλέτης δικαιούται το ίδιο ελάχιστο κοινωνικό εισόδημα που θα λάμβανε σε περίπτωση ατομικής εκτέλεσης.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

Αρμοδιότητα και καθήκοντα δικαστηρίου

Αρμόδιο για την εκδίκαση υποθέσεων αφερεγγυότητας είναι το περιφερειακό δικαστήριο. Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας προεδρεύει ένας δικαστής. Το ανώτερο δικαστήριο της Λιουμπλιάνα (Višje sodišče v Ljubljani) είναι κατά τόπο αρμόδιο να αποφαίνεται επί εφέσεων για όλες τις διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Διορισμός διαχειριστή και εξουσίες αυτού

Ο διαχειριστής ασκεί εξουσίες και εκτελεί καθήκοντα σε διαδικασίες αφερεγγυότητας σύμφωνα με όσα ορίζει ο νόμος, με σκοπό την προστασία των συμφερόντων των πιστωτών. Διαχειριστής διορίζεται στις διαδικασίες αναγκαστικής διευθέτησης και τις διαδικασίες πτώχευσης. Ο διαχειριστής διορίζεται από δικαστήριο με απόφαση έναρξης διαδικασίας αφερεγγυότητας. Στις διαδικασίες αναγκαστικής διευθέτησης κατά μεγάλων, μεσαίων ή μικρών επιχειρήσεων, το δικαστήριο διορίζει διαχειριστή βάσει ειδικής απόφασης την επόμενη ημέρα από την παραλαβή αίτησης έναρξης διαδικασίας.

Στις διαδικασίες αναγκαστικής διευθέτησης ο διαχειριστής αναλαμβάνει την εποπτεία των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του οφειλέτη. Προς τον σκοπό αυτόν, ο αφερέγγυος οφειλέτης πρέπει να παρέχει όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εποπτεία και να επιτρέπει την εξέταση των επαγγελματικών αρχείων και εγγράφων του. Σε αυτού του είδους τις διαδικασίες, η δικαιοπρακτική ικανότητα του οφειλέτη είναι περιορισμένη. Μετά την έναρξη της διαδικασίας, ο οφειλέτης δύναται να εκτελεί μόνο συνήθεις (τρέχουσες) επιχειρηματικές δραστηριότητες και να διευθετεί τις υποχρεώσεις του που σχετίζονται με την επιχείρησή του. Μετά την έναρξη της διαδικασίας, ο οφειλέτης δύναται να πραγματοποιεί συναλλαγές με τα περιουσιακά του στοιχεία μόνο στον βαθμό που είναι απαραίτητο για τη διεξαγωγή των συνήθων επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων και δεν δύναται να λαμβάνει δάνεια ή πιστώσεις, να παρέχει εγγυήσεις ή εμπράγματες ασφάλειες, ή να συνάπτει συμβάσεις ή να εκτελεί οποιεσδήποτε άλλες πράξεις που θα είχαν ως αποτέλεσμα την άνιση μεταχείριση των πιστωτών ή θα παρεμπόδιζαν την εφαρμογή της χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης. Μετά την έναρξη διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης, ο οφειλέτης δύναται, πέραν των συνήθων συμβάσεων και υπό την προϋπόθεση της συγκατάθεσης του δικαστηρίου, να πωλεί περιουσιακά στοιχεία τα οποία δεν είναι απαραίτητα για τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του, εφόσον η πώλησή τους συνιστά μέτρο χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης στο πλαίσιο σχεδίου χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης. Ο οφειλέτης δύναται να λαμβάνει δάνεια ή πιστώσεις που δεν υπερβαίνουν τη συνολική αξία των ρευστών στοιχείων ενεργητικού που απαιτούνται για τη χρηματοδότηση της συνήθους επιχειρηματικής δραστηριότητάς του και για την κάλυψη του κόστους της διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης. Το δικαστήριο αποφασίζει αν θα δώσει τη συγκατάθεσή του με βάση τη γνώμη του διαχειριστή ή της επιτροπής πιστωτών.

Μετά την έναρξη διαδικασίας πτώχευσης κατά νομικής οντότητας, οι εξουσίες των εκπροσώπων του οφειλέτη, του γενικού πληρεξουσίου και των λοιπών προσώπων που νομιμοποιούνται να εκπροσωπούν τον οφειλέτη, καθώς και οι εξουσίες διαχείρισης των διευθυντών του οφειλέτη παύουν να ισχύουν. Ο διαχειριστής αναλαμβάνει τις εξουσίες διαχείρισης της επιχείρησης του αφερέγγυου οφειλέτη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας πτώχευσης σύμφωνα με τις ανάγκες της εν λόγω διαδικασίας, καθώς και τις εξουσίες εκπροσώπησης του οφειλέτη όσον αφορά:

  • διαδικαστικές και άλλες νομικές πράξεις που σχετίζονται με την επαλήθευση των απαιτήσεων και δικαιώματα διαχωρισμού και εξαίρεσης,
  • διαδικαστικές και άλλες νομικές πράξεις με σκοπό την αμφισβήτηση νομικών πράξεων του αφερέγγυου οφειλέτη,
  • συμβάσεις και άλλες πράξεις που απαιτούνται για την εκποίηση της πτωχευτικής περιουσίας,
  • την άσκηση δικαιωμάτων υπαναχώρησης και άλλων δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν από τον αφερέγγυο οφειλέτη ως έννομη συνέπεια της έναρξης διαδικασίας πτώχευσης, και
  • άλλες δικαιοπραξίες τις οποίες ο οφειλέτης δύναται να εκτελεί βάσει του νόμου.

Μετά την έναρξη διαδικασίας προσωπικής πτώχευσης, η δικαιοπρακτική ικανότητα του υπό πτώχευση οφειλέτη περιορίζεται ως εξής:

1. δεν δύναται να συνάπτει συμβάσεις ή να εκτελεί άλλες δικαιοπραξίες ή νομικές πράξεις με αντικείμενο συναλλαγές που αφορούν τα περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία, και

2. δεν δύναται, χωρίς τη συγκατάθεση δικαστηρίου:

  • να λαμβάνει δάνεια ή πιστώσεις, ή να παρέχει εγγυήσεις,
  • να ανοίγει τραπεζικούς λογαριασμούς ή άλλους λογαριασμούς μετρητών, ή
  • να αποποιείται κληρονομιές ή άλλα δικαιώματα κυριότητας.

Δικαιοπραξία ή άλλη νομική πράξη υπό πτώχευση οφειλέτη η οποία αντιβαίνει στους εν λόγω κανόνες δεν έχει νομικές συνέπειες, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία το άλλο συμβαλλόμενο μέρος δεν γνώριζε και δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι είχαν αρχίσει διαδικασίες προσωπικής πτώχευσης κατά του οφειλέτη κατά την εκτέλεση της δικαιοπραξίας ή της νομικής πράξης αντικείμενο της οποίας ήταν η διάθεση περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη που περιλαμβάνονταν στην πτωχευτική περιουσία. Κατ’ αμάχητο τεκμήριο, το άλλο συμβαλλόμενο μέρος θεωρείται ότι γνώριζε ότι είχαν αρχίσει διαδικασίες προσωπικής πτώχευσης κατά του οφειλέτη σε περίπτωση που η σύμβαση ή η άλλη δικαιοπραξία ολοκληρώθηκε περισσότερες από οκτώ ημέρες μετά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης της έναρξης της διαδικασίας πτώχευσης στις ιστοσελίδες δημοσίευσης των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Στις διαδικασίες προληπτικής αναδιάρθρωσης δεν συμμετέχει διαχειριστής. Στις εν λόγω διαδικασίες δεν ισχύουν περιορισμοί όσον αφορά τη δικαιοπρακτική ικανότητα του οφειλέτη. Στην απλουστευμένη διαδικασία αναγκαστικής διευθέτησης επίσης δεν συμμετέχει διαχειριστής.

Άδεια άσκησης καθηκόντων διαχειριστή

Διαχειριστής μπορεί να είναι μόνο πρόσωπο που έχει λάβει από το αρμόδιο υπουργείο νομικών υποθέσεων έγκυρη άδεια άσκησης καθηκόντων διαχειριστή σε διαδικασίες αφερεγγυότητας και αναγκαστικής εκποίησης.

Ο αρμόδιος υπουργός νομικών υποθέσεων εκδίδει την άδεια άσκησης καθηκόντων διαχειριστή για πρόσωπα που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

  • είναι υπήκοοι της Δημοκρατίας της Σλοβενίας ή κράτους μέλους της ΕΕ, του ΕΟΧ ή του ΟΟΣΑ και έχουν πρακτική γνώση της σλοβενικής γλώσσας,
  • έχουν δικαιοπρακτική ικανότητα και η γενική κατάσταση της υγείας τους είναι καλή,
  • έχουν ολοκληρώσει τουλάχιστον τον πρώτο κύκλο σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης ή ισότιμο επίπεδο σπουδών στο εξωτερικό το οποίο έχει αναγνωριστεί ή αξιολογηθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία περί αξιολόγησης και αναγνώρισης σπουδών, ή έχουν άδεια άσκησης καθηκόντων ελεγκτή ή ορκωτού ελεγκτή,
  • έχουν τουλάχιστον τριετή εργασιακή εμπειρία σχετική με την επαγγελματική εκπαίδευσή τους,
  • διατηρούν ασφαλιστήριο συμβόλαιο που καλύπτει ευθύνη τους αποζημίωσης τουλάχιστον 500 000 EUR ετησίως,
  • έχουν περάσει επαγγελματικές εξετάσεις που τους παρέχουν το δικαίωμα να ασκούν καθήκοντα διαχειριστή διαδικασιών αφερεγγυότητας,
  • είναι πρόσωπα άξια της εμπιστοσύνης του κοινού για την άσκηση των καθηκόντων του διαχειριστή διαδικασιών αφερεγγυότητας,
  • έχουν υποβάλει στο αρμόδιο υπουργείο νομικών υποθέσεων δήλωση ότι θα ασκούν τα καθήκοντά τους ως διαχειριστές διαδικασιών αφερεγγυότητας ευσυνείδητα και υπεύθυνα, και ότι θα εργάζονται με σκοπό την ταχεία ολοκλήρωση της διαδικασίας με τους ευνοϊκότερους δυνατούς όρους ικανοποίησης των πιστωτών σε κάθε διαδικασία αφερεγγυότητας στην οποία διορίζονται.

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Συμψηφισμός απαιτήσεων μετά την έναρξη διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης

Σε περίπτωση που μετά την έναρξη διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης υφίσταται απαίτηση πιστωτή κατά του αφερέγγυου οφειλέτη και ανταπαίτηση του αφερέγγυου οφειλέτη κατά του εν λόγω πιστωτή, οι απαιτήσεις θεωρούνται συμψηφισθείσες κατά την έναρξη της διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης. Ο κανόνας αυτός ισχύει και για τις μη χρηματικές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις οι οποίες δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες κατά την έναρξη της διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης. Η έναρξη διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης δεν έχει νομικές συνέπειες σε εξασφαλισμένες και προνομιακές απαιτήσεις καθώς και σε δικαιώματα εξαίρεσης. Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας κατά μεγάλων, μεσαίων ή μικρών επιχειρήσεων, οι εξασφαλισμένες απαιτήσεις μπορούν να υπαχθούν σε χρηματοοικονομική αναδιάρθρωση.

Συμψηφισμός απαιτήσεων μετά την έναρξη διαδικασίας πτώχευσης

Σε περίπτωση που μετά την έναρξη διαδικασίας πτώχευσης υφίσταται απαίτηση πιστωτή κατά του υπό πτώχευση οφειλέτη και ανταπαίτηση του υπό πτώχευση οφειλέτη κατά του εν λόγω πιστωτή, οι απαιτήσεις θεωρούνται συμψηφισθείσες κατά την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης. Ο κανόνας αυτός ισχύει και για τις μη χρηματικές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις οι οποίες δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες κατά την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης. Στη διαδικασία πτώχευσης, ο πιστωτής δεν αναγγέλλει την απαίτησή του κατά του υπό πτώχευση οφειλέτη, αλλά πρέπει να ενημερώσει τον διαχειριστή σχετικά με τον συμψηφισμό εντός τριών μηνών από τη δημοσίευση της ανακοίνωσης της έναρξης διαδικασίας πτώχευσης. Σε περίπτωση που ο πιστωτής δεν ενημερώσει τον διαχειριστή σχετικά με τον συμψηφισμό, ο πιστωτής ευθύνεται έναντι του υπό πτώχευση οφειλέτη για τις δαπάνες και τις τυχόν άλλες ζημίες που υπέστη ο υπό πτώχευση οφειλέτης λόγω της παράλειψης του πιστωτή. Σε περίπτωση που η απαίτηση του πιστωτή κατά του υπό πτώχευση οφειλέτη είναι υπό αίρεση, πραγματοποιείται συμψηφισμός εάν ο πιστωτής ζητήσει συμψηφισμό και το δικαστήριο παράσχει τη συγκατάθεσή του για τον συμψηφισμό.

Απαίτηση κατά πτωχευτικού πιστωτή η οποία γεννήθηκε πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης ή την οποία απέκτησε νέος πιστωτής πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης μέσω εκχώρησης από προηγούμενο πιστωτή δεν μπορεί να συμψηφιστεί με ανταπαίτηση του υπό πτώχευση οφειλέτη κατά του νέου πιστωτή εάν η εν λόγω απαίτηση γεννήθηκε πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης.

Απαίτηση πτωχευτικού πιστωτή κατά του υπό πτώχευση οφειλέτη η οποία γεννήθηκε πριν από την έναρξη διαδικασίας πτώχευσης δεν μπορεί να συμψηφιστεί με ανταπαίτηση του υπό πτώχευση οφειλέτη κατά του εν λόγω πιστωτή εάν η εν λόγω απαίτηση γεννήθηκε μετά την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Οι εντολές εκτέλεσης δικαιοπραξίας ή άλλης νομικής πράξης για λογαριασμό οφειλέτη παύουν να ισχύουν σε περίπτωση που ο οφειλέτης τις παρείχε πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης. Μετά την έναρξη διαδικασίας πτώχευσης, πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν δύναται να πραγματοποιήσει πληρωμές από χρηματικά περιουσιακά στοιχεία του αφερέγγυου οφειλέτη βάσει απόφασης εκτέλεσης ή υποχρεωτικής είσπραξης. Προσφορές στις οποίες προέβη ο υπό πτώχευση οφειλέτης πριν από την έναρξη διαδικασίας πτώχευσης παύουν να ισχύουν, εκτός εάν ο αποδέκτης αποδέχτηκε την προσφορά πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης.

Μετά την έναρξη διαδικασίας πτώχευσης, ο διαχειριστής δύναται να καταγγείλει συμβάσεις μίσθωσης και χρηματοδοτικής μίσθωσης σε περίπτωση που οι εν λόγω συμβάσεις συνήφθησαν από τον υπό πτώχευση οφειλέτη πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης, με προηγούμενη ειδοποίηση ενός μηνός, ανεξαρτήτως της γενικής νομοθεσίας και των όρων της σύμβασης. Σε περίπτωση που ο υπό πτώχευση οφειλέτης ασκήσει το δικαίωμά του να καταγγείλει σύμβαση, η προθεσμία γνωστοποίησης ξεκινά από την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο το έτερο συμβαλλόμενο μέρος έλαβε τη δήλωση του υπό πτώχευση οφειλέτη σχετικά με την καταγγελία και λήγει την τελευταία ημέρα του επόμενου μήνα. Το έτερο συμβαλλόμενο μέρος έχει το δικαίωμα αποζημίωσης από τον υπό πτώχευση οφειλέτη το οποίο προέκυψε από την άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης, σε αντίθεση με τη γενική νομοθεσία. Η αξίωση αποζημίωσης πρέπει να αναγγελθεί στην πτωχευτική διαδικασία και εξοφλείται από τη διανεμητέα περιουσία, σύμφωνα με τις διατάξεις περί εξόφλησης των αξιώσεων πιστωτών.

Η έναρξη διαδικασίας πτώχευσης δεν επηρεάζει συμφωνία διακανονισμού ή εγκεκριμένη χρηματοπιστωτική σύμβαση σε σχέση με την οποία ισχύουν οι κανόνες που καθορίζονται στη συμφωνία διακανονισμού. Σε περίπτωση που, μετά τη διευθέτηση των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται στη συμφωνία διακανονισμού, προκύψει καθαρή χρηματική απαίτηση άλλου συμβαλλόμενου μέρους κατά του υπό πτώχευση οφειλέτη, το άλλο συμβαλλόμενο μέρος πρέπει να αναγγείλει την απαίτηση στην πτωχευτική διαδικασία και η απαίτηση εξοφλείται από τη διανεμητέα περιουσία, σύμφωνα με τους κανόνες περί εξόφλησης των αξιώσεων πιστωτών.

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

Ανεπίτρεπτο εκτέλεσης και βαρών

Μετά την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά αφερέγγυου οφειλέτη, δεν επιτρέπεται εν γένει βάσει της νομοθεσίας η έκδοση απόφασης εκτέλεσης ή εγγραφής βάρους, εκτός εάν ορίζεται άλλως βάσει της νομοθεσίας.

Μετά την έναρξη διαδικασίας προληπτικής αναδιάρθρωσης κατά οφειλέτη, δεν επιτρέπεται η έκδοση απόφασης εκτέλεσης ή εγγραφής βάρους για χρηματοοικονομική απαίτηση που υπόκειται σε προληπτική αναδιάρθρωση.

Διακοπή διαδικασιών εκτέλεσης ή εγγραφής βάρους

Διαδικασίες εκτέλεσης ή εγγραφής βάρους που κινήθηκαν κατά αφερέγγυου οφειλέτη πριν από την έναρξη διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης διακόπτονται με την έναρξη της τελευταίας και δύνανται να συνεχιστούν μόνο βάσει απόφασης του δικαστηρίου που διεξάγει τη διαδικασία αναγκαστικής διευθέτησης, η οποία ορίζεται βάσει της νομοθεσίας ως η βάση για τη συνέχιση της διαδικασίας εκτέλεσης ή εγγραφής βάρους.

Η έναρξη διαδικασίας πτώχευσης έχει τις ακόλουθες νομικές συνέπειες στις διαδικασίες εκτέλεσης ή εγγραφής βάρους που είχαν κινηθεί κατά του αφερέγγυου οφειλέτη πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης:

  • σε περίπτωση που, στη διαδικασία εκτέλεσης ή εγγραφής βάρους επί κινητής ή ακίνητης περιουσίας, ο πιστωτής δεν έχει ακόμη αποκτήσει το δικαίωμα διαχωρισμού πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης, η διαδικασία εκτέλεσης ή εγγραφής βάρους αναστέλλεται με την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης,
  • σε περίπτωση που, στη διαδικασία εκτέλεσης ή εγγραφής βάρους επί κινητής ή ακίνητης περιουσίας, ο πιστωτής έχει αποκτήσει το δικαίωμα διαχωρισμού πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης και εφόσον η πώληση των περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν το αντικείμενο του δικαιώματος διαχωρισμού δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης, η διαδικασία εκτέλεσης ή εγγραφής βάρους αναστέλλεται με την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης,
  • σε περίπτωση που πιστωτής σε διαδικασία εκτέλεσης αποκτήσει δικαίωμα διαχωρισμού πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης και εφόσον πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης η πώληση των περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν το αντικείμενο του δικαιώματος διαχωρισμού έχει πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτέλεσης, η έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης δεν επηρεάζει τη διαδικασία εκτέλεσης, και
  • διαδικασίες επιβολής ασφάλειας μέσω προσωρινού ή προκαταρκτικού μέτρου αναστέλλονται με την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης και όλες οι πράξεις που εκτελέστηκαν στις εν λόγω διαδικασίες ακυρώνονται.

Διαδικασίες εκτέλεσης ή εγγραφής βάρους οι οποίες κινήθηκαν κατά του οφειλέτη πριν από την έναρξη διαδικασίας προληπτικής αναδιάρθρωσης για την εκτέλεση ή την εξασφάλιση χρηματοοικονομικής απαίτησης η οποία αποτελεί το αντικείμενο προληπτικής αναδιάρθρωσης διακόπτονται με την έναρξη της διαδικασίας προληπτικής αναδιάρθρωσης. Το δικαστήριο της εκτέλεσης αποφασίζει σχετικά με τη διακοπή της διαδικασίας εκτέλεσης ή εγγραφής βάρους κατόπιν αίτησης του οφειλέτη.

Αρχή της ενοποίησης της διαδικασίας πτώχευσης

Πιστωτής δύναται να αναγγείλει την απαίτησή του για εκπλήρωση υποχρέωσης που ανέκυψε από τη σχέση του με τον υπό πτώχευση οφειλέτη μέχρι την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης μόνο στο πλαίσιο διαδικασίας πτώχευσης κατά του εν λόγω οφειλέτη και σύμφωνα με τους κανόνες της διαδικασίας [κανόνες περί αναγγελίας και επαλήθευσης απαιτήσεων, οδηγίες κίνησης δίκης (άσκηση αγωγής) σχετικά με αμφισβητούμενες απαιτήσεις κ.λπ.].

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

Σε περίπτωση που πιστωτής έχει ασκήσει αγωγή με σκοπό την κατοχύρωση απαίτησης πριν από την έναρξη διαδικασίας πτώχευσης, η εκδίκαση της υπόθεσης αναστέλλεται βάσει των κανόνων του κώδικα πολιτικής δικονομίας (Zakon o pravdnem postopku). Πιστωτής ο οποίος έχει ασκήσει αγωγή πριν από την έναρξη διαδικασίας πτώχευσης οφείλει να αναγγείλει την απαίτησή του στο πλαίσιο της διαδικασίας πτώχευσης.

Κατά την ημέρα δημοσίευσης της απόφασης σχετικά με την επαλήθευση των απαιτήσεων, η βάση αναστολής των αγωγών λόγω της διαδικασίας πτώχευσης παύουν να υφίσταται. Σε περίπτωση που απαίτηση πιστωτή αναγνωριστεί, ο πιστωτής παύει να έχει έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της σχετικής αγωγής και η εκδίκαση της αγωγής αναστέλλεται. Στον πιστωτή καταβάλλεται ίσο και αναλογικό μερίδιο σε σχέση με τους άλλους πιστωτές των οποίων οι μη εξασφαλισμένες εγχειρόγραφες απαιτήσεις αναγνωρίστηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας πτώχευσης.

Σε περίπτωση που απαίτηση πιστωτή στο πλαίσιο διαδικασίας πτώχευσης αμφισβητηθεί από τον διαχειριστή, ο πιστωτής πρέπει να υποβάλει αίτηση συνέχισης της εκδίκασης της ανασταλείσας αγωγής εντός ενός μήνα από τη δημοσίευση της απόφασης σχετικά με την επαλήθευση των απαιτήσεων. Στην περίπτωση αυτή, ο πιστωτής που έχει ασκήσει την αγωγή αρκεί να επιδιώξει την απόδειξη της ύπαρξης της απαίτησης. Σε περίπτωση που απαίτηση πιστωτή έχει αμφισβητηθεί από άλλο πιστωτή, ο πρώτος πιστωτής πρέπει να διευρύνει την αγωγή του προκειμένου να συμπεριλάβει τον πιστωτή που αμφισβητεί την απαίτηση ως νέο εναγόμενο, εντός ενός μήνα από τη δημοσίευση της απόφασης σχετικά με την επαλήθευση των απαιτήσεων. Σε περίπτωση που η απαίτησή του αναγνωρίστηκε στο πλαίσιο της αγωγής, καταβάλλεται στον πιστωτή ίσο και αναλογικό μερίδιο σε σχέση με τους άλλους πιστωτές των οποίων οι μη εξασφαλισμένες εγχειρόγραφες απαιτήσεις αναγνωρίστηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας πτώχευσης.

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

Στο πλαίσιο της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας, διαδικαστικές πράξεις δύναται να εκτελεί οποιοσδήποτε πιστωτής της διαδικασίας ο οποίος επιδιώκει να κατοχυρώσει την απαίτησή του κατά του αφερέγγυου οφειλέτη. Κατά κανόνα, κάθε πιστωτής (ως διάδικος) έχει το δικαίωμα να προσβάλει με έφεση οποιαδήποτε δικαστική απόφαση στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας, εκτός εάν ο νόμος προβλέπει ότι μόνο κάποιοι διάδικοι δύνανται να προσβάλουν ορισμένη απόφαση. Η έφεση πρέπει να ασκηθεί εντός 15 ημερών. Για τα πρόσωπα στα οποία πρέπει να επιδοθεί η απόφαση σύμφωνα με τον ZFPPIPP, η προθεσμία των 15 ημερών υπολογίζεται από την ημέρα επίδοσης της απόφασης όσον αφορά τα λοιπά πρόσωπα, η εν λόγω προθεσμία υπολογίζεται από την ημέρα δημοσίευσης της απόφασης.

Στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας, πιστωτής δύναται επίσης να εκτελεί διαδικαστικές πράξεις μέσω της επιτροπής πιστωτών, η οποία, ως όργανο αντιπροσώπευσης του συνόλου των πιστωτών που είναι διάδικοι στη διαδικασία, εξουσιοδοτείται να εκτελεί τις διαδικαστικές πράξεις που ορίζει ο νόμος. Επιτροπή πιστωτών συγκροτείται στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης στη διαδικασία πτώχευσης, τέτοια επιτροπή συγκροτείται μόνο εφόσον το ζητήσουν οι πιστωτές.

Διαδικασία αναγκαστικής διευθέτησης

Επιτροπή πιστωτών

Στη διαδικασία αναγκαστικής διευθέτησης, το δικαστήριο συγκροτεί επιτροπή πιστωτών, η οποία, προκειμένου να ασκήσει τα δικαιώματα και τις εξουσίες της, έχει το δικαίωμα να εξετάζει τα επαγγελματικά έγγραφα του οφειλέτη (ήτοι, να επιθεωρεί τις επιχειρηματικές δραστηριότητες και την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη) με σκοπό την προστασία των συμφερόντων των πιστωτών και προκειμένου να υποβάλει τις προτάσεις και γνώμες που είναι απαραίτητες για την προστασία των πιστωτών στο πλαίσιο της διαδικασίας. Στη διαδικασία αναγκαστικής διευθέτησης, η επιτροπή πιστωτών δύναται, προς τον σκοπό της χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης του αφερέγγυου οφειλέτη, να εκδίδει, υπό ορισμένες νομοθετικές προϋποθέσεις, απόφαση αύξησης του εταιρικού κεφαλαίου μέσω της καταβολής μετρητών ή εισφορών σε είδος που αποτελούν το αντικείμενο απαιτήσεων των πιστωτών κατά του αφερέγγυου οφειλέτη.

Νομοθετικές τροποποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν στα τέλη του 2013 με σκοπό τη διευκόλυνση της αποτελεσματικής χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης μεγάλων και μεσαίων επιχειρήσεων περιλάμβαναν ειδικούς κανόνες για τις διαδικασίες αναγκαστικής διευθέτησης κατά αυτού του είδους των επιχειρήσεων, οι οποίοι ενίσχυσαν σημαντικά τη θέση των πιστωτών. Οι κανόνες της εν λόγω διαδικασίας χρησιμοποιούνται και για μικρές επιχειρήσεις, σύμφωνα με τη νομοθετική τροποποίηση του 2016. Για την καλή εκτέλεση των καθηκόντων του διαχειριστή στο πλαίσιο των διαδικασιών αναγκαστικής διευθέτησης, ο διαχειριστής απαιτείται να έχει ευρύτερη εμπειρία και εκπαίδευση, και, για τον λόγο αυτόν, κατά τον διορισμό του διαχειριστή στις εν λόγω διαδικασίες δεν εφαρμόζεται ο κανόνας του αυτόματου διορισμού κατά σειρά διαδοχής, αλλά το δικαστήριο επιλέγει με βάση τη δική του αξιολόγηση. Στην περίπτωση που οι ίδιοι οι πιστωτές προτείνουν την έναρξη διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης κατά αφερέγγυου οφειλέτη σύμφωνα με τις νέες νομοθετικές διατάξεις, το δικαστήριο διορίζει τον διαχειριστή που προτείνουν οι αιτούντες. Σύμφωνα με το νέο σύστημα, η επιτροπή πιστωτών δύναται επίσης να διορίζει εκπρόσωπο των πιστωτών. Με τον τρόπο αυτόν παρέχεται στην επιτροπή πιστωτών η δυνατότητα να παρακολουθεί αποτελεσματικότερα τις δραστηριότητες της επιχείρησης του οφειλέτη, καθώς και τις διαχειριστικές πράξεις στο πλαίσιο της εφαρμογής των μέτρων χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (για παράδειγμα, των μέτρων αναδιάρθρωσης της επιχείρησης με σκοπό τη βελτιστοποίηση των δαπανών της εταιρείας ή τη βελτίωση της αποδοτικότητάς της). Οι αρμοδιότητες της επιτροπής πιστωτών διευρύνθηκαν περαιτέρω προκειμένου να συμπεριλάβουν τη δυνατότητα της επιτροπής να τροποποιεί το σχέδιο χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης.

Μέσα έννομης προστασίας των μεμονωμένων πιστωτών στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης

Κάθε πιστωτής ή ο διαχειριστής δύναται να ασκήσει ανακοπή κατά της διεξαγωγής της διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης:

  • σε περίπτωση που ο οφειλέτης δεν είναι αφερέγγυος και δύναται να εξοφλήσει το σύνολο των υποχρεώσεών του πλήρως και εγκαίρως,
  • σε περίπτωση που ο αφερέγγυος οφειλέτης δύναται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του σε μεγαλύτερο ποσοστό ή σε μικρότερο χρονικό διάστημα σε σχέση με όσα προβλέπονται στην πρόταση αναγκαστικής διευθέτησης,
  • σε περίπτωση που δεν είναι πιθανό η υλοποίηση του σχεδίου χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης να επιτρέψει στον οφειλέτη να καταστεί φερέγγυος βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα,
  • σε περίπτωση που δεν είναι πιθανό να πετύχουν οι πιστωτές, μέσω της επικύρωσης της αναγκαστικής διευθέτησης που προτείνει ο οφειλέτης, ευνοϊκότερες συνθήκες για την ικανοποίηση των απαιτήσεών από ό,τι εάν κινείτο διαδικασία πτώχευσης, ή
  • σε περίπτωση που ο αφερέγγυος οφειλέτης ενεργεί κατά παράβαση των κανόνων που περιορίζουν τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες στη διάρκεια της διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης ή έχει καθυστερήσει για περισσότερες από 15 ημέρες να καταβάλει τους μισθούς των εργαζομένων ή να καταβάλει φόρους και εισφορές τις οποίες υποχρεούται να υπολογίζει και να καταβάλλει ταυτόχρονα με την πληρωμή των μισθών των εργαζομένων.

Κάθε πιστωτής που επηρεάζεται από επικυρωμένη αναγκαστική διευθέτηση δύναται να ζητήσει από το δικαστήριο να ακυρώσει την επικυρωμένη αναγκαστική διευθέτηση σε περίπτωση που ο αφερέγγυος οφειλέτης δύναται να εξοφλήσει πλήρως την απαίτηση του πιστωτή. Η αγωγή ακύρωσης πρέπει να ασκηθεί εντός έξι μηνών από τη λήξη της προθεσμίας πληρωμής των απαιτήσεων που ορίζεται στην επικυρωμένη αναγκαστική διευθέτηση. Κάθε πιστωτής που επηρεάζεται από επικυρωμένη αναγκαστική διευθέτηση δύναται να ζητήσει από το δικαστήριο να ακυρώσει την επικυρωμένη αναγκαστική διευθέτηση, σε περίπτωση που αυτή επιτεύχθηκε με δόλιο τρόπο. Η αγωγή ακύρωσης πρέπει να ασκηθεί εντός δύο ετών από την τελεσιδικία της απόφασης επικύρωσης της αναγκαστικής διευθέτησης.

Διαδικασία πτώχευσης

Επιτροπή πιστωτών

Στη διαδικασία πτώχευσης, η επιτροπή πιστωτών έχει το δικαίωμα να εξετάζει όλα τα έγγραφα τεκμηρίωσης που κατέχει ο διαχειριστής στο πλαίσιο της διαδικασίας, καθώς και τα έγγραφα τεκμηρίωσης που υποχρεούται να τηρεί ο διαχειριστής σε σχέση με τη διαδικασία. Στη διαδικασία πτώχευσης, η επιτροπή πιστωτών δύναται να παρέχει:

  • τη γνώμη της σχετικά με την ολοκλήρωση απαραίτητων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του υπό πτώχευση οφειλέτη,
  • τη συγκατάθεσή της σχετικά με τη συνέχιση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του υπό πτώχευση οφειλέτη,
  • τη γνώμη της σχετικά με το προτεινόμενο από τον διαχειριστή σχέδιο σχετικά με την εξέλιξη της διαδικασίας πτώχευσης,
  • τη γνώμη της επί απόφασης πώλησης περιουσιακών στοιχείων,
  • τη συγκατάθεσή της σε περίπτωση που η τιμή εκκίνησης ή η κατώτατη τιμή είναι μικρότερη από το ήμισυ της αξίας των περιουσιακών στοιχείων, όπως αυτή αποτιμήθηκε βάσει της αξίας εκκαθάρισης,
  • τη γνώμη της σχετικά με την εκτίμηση του διαχειριστή όσον αφορά το κόστος της διαδικασίας πτώχευσης και την τροποποίησή της, και
  • τη γνώμη της σχετικά με την ολοκλήρωση της διαδικασίας πτώχευσης.

Στην απλουστευμένη διαδικασία αναγκαστικής διευθέτησης και τη διαδικασία προληπτικής αναδιάρθρωσης δεν συγκροτείται επιτροπή πιστωτών.

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

Στη διαδικασία πτώχευσης, ο διαχειριστής είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος του υπό πτώχευση οφειλέτη και υπ’ αυτή την ιδιότητά του έχει τη δυνατότητα να διαχειρίζεται την πτωχευτική περιουσία και να τη ρευστοποιεί.

Ειδικότερα, ο διαχειριστής της διαδικασίας πτώχευσης διαχειρίζεται την πτωχευτική περιουσία, ιδίως μέσω της εκμίσθωσης των περιουσιακών στοιχείων του υπό πτώχευση οφειλέτη και της αύξησης των χρηματικών περιουσιακών στοιχείων του. Ο διαχειριστής δύναται επίσης να συνάπτει δικαστικούς ή εξωδικαστικούς συμβιβασμούς, για τους οποίους χρειάζεται τη γνώμη της επιτροπής πιστωτών και τη συγκατάθεση του δικαστηρίου. Μετά την έναρξη διαδικασίας πτώχευσης, η εκμίσθωση ή χρηματοδοτική μίσθωση περιουσιακών στοιχείων του υπό πτώχευση οφειλέτη επιτρέπεται μόνο εφόσον δεν καθυστερεί την πώλησή τους. Σύμβαση μίσθωσης ή χρηματοδοτικής μίσθωσης μπορεί να συναφθεί μόνο για ορισμένη διάρκεια, η οποία δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το ένα έτος. Ο διαχειριστής δύναται, με τη συγκατάθεση του δικαστηρίου, να παράσχει στον μισθωτή δικαίωμα προτίμησης για την αγορά του περιουσιακού στοιχείου που αποτελεί το αντικείμενο της μίσθωσης.

Ο διαχειριστής δεσμεύεται από τον νόμο όσον αφορά την επένδυση των χρηματικών περιουσιακών στοιχείων του υπό πτώχευση οφειλέτη. Τα χρηματικά περιουσιακά στοιχεία μπορούν να επενδυθούν μόνο σε χρεόγραφα που έχουν εκδοθεί από τη Δημοκρατία της Σλοβενίας ή άλλο κράτος μέλος της ΕΕ, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Τράπεζα της Σλοβενίας ή κεντρική τράπεζα άλλου κράτους μέλους της ΕΕ, ή σε χρεόγραφα (εκτός των τίτλων μειωμένης εξασφάλισης) που έχουν εκδοθεί από τράπεζα με καταστατική έδρα στη Δημοκρατία της Σλοβενίας ή από πιστωτικό ίδρυμα με έδρα σε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ. Καταθέσεις μετρητών μπορούν να γίνουν μόνο σε τράπεζα με καταστατική έδρα στη Δημοκρατία της Σλοβενίας ή σε πιστωτικό ίδρυμα με καταστατική έδρα σε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ.

Στο πλαίσιο της ρευστοποίησης, ο διαχειριστής της διαδικασίας πτώχευσης δύναται να εκποιεί τα περιουσιακά στοιχεία του υπό πτώχευση οφειλέτη, να επιδιώκει την ικανοποίηση των απαιτήσεών του και να εκτελεί κάθε άλλη νομική πράξη με σκοπό την πραγμάτωση των περιουσιακών δικαιωμάτων του. Σύμβαση για την πώληση περιουσιακών στοιχείων του υπό πτώχευση οφειλέτη μπορεί να συναφθεί μέσω δημόσιου πλειστηριασμού ή δεσμευτικής πρόσκλησης υποβολής προσφορών. Η σύναψη σύμβασης βάσει απευθείας διαπραγματεύσεων με αγοραστή επιτρέπεται μόνο κατ’ εξαίρεση. Η πώληση ξεκινά με βάση (πρώτη) δικαστική απόφαση πώλησης. Το δικαστήριο εκδίδει απόφαση πώλησης κατόπιν αίτησης του διαχειριστή και βάσει γνωμοδότησης της επιτροπής πιστωτών. Σε περίπτωση πώλησης περιουσιακών στοιχείων επί των οποίων ορισμένος πιστωτής έχει προνομιακό δικαίωμα πληρωμής (εμπράγματη ασφάλεια), απαιτείται επίσης η γνώμη του εν λόγω πιστωτή. Στην απόφαση με την οποία το δικαστήριο αποφασίζει για πρώτη φορά την πώληση συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου, το δικαστήριο αποφαίνεται επίσης:

1. σχετικά με τη μέθοδο πώλησης,

2. σχετικά με την τιμή εκκίνησης σε δημόσιο πλειστηριασμό ή την κατώτατη τιμή σε δεσμευτική πρόσκληση υποβολής προσφορών και

3. σχετικά με το ποσό της εγγυοδοσίας.

Σε περίπτωση ανεπιτυχούς δημόσιου πλειστηριασμού ή πρόσκλησης υποβολής προσφορών για την πώληση συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου βάσει της πρώτης απόφασης πώλησης, το δικαστήριο δύναται, στο πλαίσιο της επακόλουθης απόφασης πώλησης:

1. είτε:

- να αποφασίσει ξανά την πώληση μέσω δημόσιου πλειστηριασμού ή δεσμευτικής πρόσκλησης υποβολής προσφορών και

- να ορίσει χαμηλότερη τιμή εκκίνησης ή κατώτατη τιμή σε σχέση με την πρώτη απόφαση, είτε

2. να αποφασίσει να διενεργήσει μη δεσμευτική πρόσκληση υποβολής προσφορών για πώληση βάσει απευθείας διαπραγματεύσεων.

Το δικαστήριο ορίζει την κατώτατη τιμή στο πλαίσιο της διαδικασίας για την αποδοχή δεσμευτικών προσφορών με βάση την εκτιμηθείσα αξία του περιουσιακού στοιχείου. Στην πρώτη απόφαση πώλησης, η κατώτατη τιμή δεν μπορεί να είναι χαμηλότερη από το ήμισυ της αξίας του περιουσιακού στοιχείου, όπως αυτή έχει εκτιμηθεί με βάση την αξία εκκαθάρισής της. Σε επακόλουθη απόφαση πώλησης, το δικαστήριο δύναται να ορίσει τιμή εκκίνησης ή κατώτατη τιμή χαμηλότερη από το ήμισυ της αξίας του περιουσιακού στοιχείου, όπως αυτή έχει εκτιμηθεί με βάση την αξία εκκαθάρισής της, εφόσον η επιτροπή πιστωτών ή ο πιστωτής με προνομιακό δικαίωμα πληρωμής παρέχει τη συγκατάθεσή του.

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Στη διαδικασία πτώχευσης, οι πιστωτές υποχρεούνται να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους κατά του υπό πτώχευση οφειλέτη που γεννήθηκαν πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης, με εξαίρεση τις απαιτήσεις των οποίων η αναγγελία δεν απαιτείται βάσει της νομοθεσίας. Πιστωτής ο οποίος ευθύνεται για υποχρέωση του υπό πτώχευση οφειλέτη ως από κοινού και εις ολόκληρον συνοφειλέτης, εγγυητής ή ενεχυραστής υποχρεούται να αναγγείλει στο πλαίσιο της διαδικασίας πτώχευσης την πιθανή απαίτησή του από αναγωγή η οποία δεν είχε γεννηθεί πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης βάσει αναβλητικής αίρεσης σύμφωνα με την οποία ο πιστωτής θα αποκτούσε την απαίτηση από αναγωγή κατά του υπό πτώχευση οφειλέτη κατόπιν της πληρωμής της απαίτησης που θα πραγματοποιούνταν μετά την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης. Σε περίπτωση που άλλοι από κοινού και εις ολόκληρον συνοφειλέτες ή εγγυητές επίσης ευθύνονται για την ικανοποίηση της απαίτησης του πιστωτή, επιπρόσθετα στον υπό πτώχευση οφειλέτη, ο πιστωτής δύναται να αναγγείλει και να επιδιώξει την κατοχύρωση του πλήρους ποσού της απαίτησης στο πλαίσιο της διαδικασίας πτώχευσης μέχρις ότου αυτό πληρωθεί υπό διαλυτική αίρεση, η οποία πληρούται όταν η απαίτηση του πιστωτή εξοφληθεί από άλλο από κοινού και εις ολόκληρον συνοφειλέτη ή εγγυητή. Σε περίπτωση που ο πιστωτής δεν τηρήσει την προθεσμία αναγγελίας, η απαίτησή του κατά του υπό πτώχευση οφειλέτη αποσβένεται και το δικαστήριο απορρίπτει την καθυστερημένη αναγγελία της απαίτησης.

Στη διαδικασία πτώχευσης δεν είναι υποχρεωτική η αναγγελία των προνομιακών απαιτήσεων για την πληρωμή μισθών και μισθολογικής αποζημίωσης εργαζομένων των οποίων η εργασία κατέστη περιττή λόγω της έναρξης διαδικασίας πτώχευσης, για την περίοδο από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης μέχρι τη λήξη της περιόδου αναγγελίας, καθώς και αποζημίωσης απόλυσης των εργαζομένων των οποίων οι συμβάσεις απασχόλησης καταγγέλθηκαν από τον διαχειριστή λόγω του ότι η εργασία τους κατέστη περιττή εξαιτίας της έναρξης της διαδικασίας πτώχευσης ή κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας. Επίσης, δεν αναγγέλλονται ορισμένες απαιτήσεις οι οποίες σχετίζονται με τον υπολογισμό και την καταβολή φόρων.

Σε περίπτωση που απαίτηση είναι εξασφαλισμένη με δικαίωμα διαχωρισμού, ο πιστωτής υποχρεούται να αναγγείλει την εν λόγω εξασφαλισμένη απαίτηση στο πλαίσιο της διαδικασίας πτώχευσης, με αναγγελία και του δικαιώματος διαχωρισμού. Εάν, με βάση την κατάσταση κατά την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης, υφίσταται καταχωρισμένο δικαίωμα κυριότητας του υπό πτώχευση οφειλέτη επί ακινήτου και το εν λόγω δικαίωμα περιορίζεται από καταχωρισμένη εμπράγματη ασφάλεια ή μέγιστη εμπράγματη ασφάλεια της οποίας η καταχώριση είχε τεθεί σε ισχύ πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης, θεωρείται ότι η εμπράγματη ασφάλεια ή η μέγιστη εμπράγματη ασφάλεια και η σχετική απαίτηση έχουν καταχωριστεί εγκαίρως στο πλαίσιο της διαδικασίας πτώχευσης.

Οι πιστωτές υποχρεούνται να αναγγείλουν τα δικαιώματα τους εξαίρεσης που έχουν γεννηθεί πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης εντός τριών μηνών από τη δημοσίευση της ανακοίνωσης έναρξης της διαδικασίας πτώχευσης. Σε περίπτωση που πιστωτής δεν τηρήσει την προθεσμία αναγγελίας των δικαιωμάτων εξαίρεσης, το δικαίωμα εξαίρεσης δεν αποσβένεται. Σε περίπτωση που ο διαχειριστής πωλήσει το περιουσιακό στοιχείο που υπόκειται σε μη αναγγελθέν δικαίωμα εξαίρεσης, ο πιστωτής-δικαιούχος του δικαιώματος εξαίρεσης το χάνει, αλλά δύναται να ζητήσει την καταβολή των χρημάτων που αποκτήθηκαν από την πώληση του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου, αφαιρουμένου του κόστους της πώλησης. Ο πιστωτής-δικαιούχος του δικαιώματος εξαίρεσης δεν έχει το δικαίωμα να αξιώσει αποζημίωση. Ο πιστωτής χάνει το δικαίωμα εξαίρεσης και το δικαίωμα λήψης των χρημάτων από την πώληση εάν δεν αναγγείλει το δικαίωμα μέχρι τη δημοσίευση του σχεδίου πρώτης γενικής διανομής.

Οι υποχρεώσεις του υπό πτώχευση οφειλέτη που γεννώνται μετά την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης (με ορισμένες εξαιρέσεις) θεωρούνται δαπάνες της διαδικασίας. Χωρίζονται σε:

- τρέχουσες δαπάνες (για παράδειγμα, μισθοί και άλλες αμοιβές στα μέρη που παρέχουν τις υπηρεσίες που είναι απαραίτητες για τη διαδικασία πτώχευσης, συμπεριλαμβανομένων των φόρων και των εισφορών που υποχρεούται να υπολογίσει και να καταβάλει ο οφειλέτης μαζί με τις εν λόγω πληρωμές, κόστος του διαχειριστή, δαπάνες ηλεκτρικού ρεύματος, νερού, θέρμανσης, τηλεφώνου και άλλες δαπάνες που σχετίζονται με τη χρήση των εγκαταστάσεων της επιχείρησης για τη διαδικασία πτώχευσης, ασφάλιστρα για την ασφάλιση της πτωχευτικής περιουσίας, έξοδα δημοσιεύσεων, νομικά έξοδα του υπό πτώχευση οφειλέτη για την αμφισβήτηση απαιτήσεων, δαπάνες για υπηρεσίες λογιστικής, διοικητικές υπηρεσίες και άλλες υπηρεσίες που είναι απαραίτητες στο πλαίσιο της διαδικασίας πτώχευσης κ.λπ.) και

- περιστασιακές δαπάνες (πληρωμή απαιτήσεων πιστωτών που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης, εκπλήρωση υποχρεώσεων βάσει διμερών συμβάσεων που αθετήθηκαν αμφιμερώς, εκπλήρωση υποχρεώσεων ολοκλήρωσης επειγουσών δικαιοπραξιών και για τη συνέχιση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, κόστος εκτίμησης της αξίας περιουσιακών στοιχείων και άλλων πράξεων σχετικά με την πώληση κ.λπ.).

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

Διά της αναγγελίας απαίτησης, ο πιστωτής αποκτά το δικαίωμα να εκτελεί διαδικαστικές πράξεις στο πλαίσιο της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας. Οι απαιτήσεις πρέπει να αναγγελθούν εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας. Αναγγέλλονται μόνο οι απαιτήσεις που γεννήθηκαν πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Στη διαδικασία αναγκαστικής διευθέτησης, η αναγγελία και η επαλήθευση των απαιτήσεων αποσκοπούν ιδίως στον έλεγχο της νομιμοποίησης του πιστωτή να ψηφίσει επί της αναγκαστικής διευθέτησης. Οι απαιτήσεις πρέπει να αναγγελθούν εντός 30 ημερών από την ημέρα δημοσίευσης της ανακοίνωσης έναρξης της διαδικασίας στις ιστοσελίδες του οργανισμού δημόσιων νομικών αρχείων και συναφών υπηρεσιών της Δημοκρατίας της Σλοβενίας (AJPES). Η μη αναγγελία ή η εκπρόθεσμη αναγγελία δεν συνεπάγονται την απώλεια της ίδιας της απαίτησης από τον πιστωτή, αλλά την απώλεια του δικαιώματος ψήφου.

Στη διαδικασία πτώχευσης, η αναγγελία και η επαλήθευση των απαιτήσεων αποτελούν τη βάση επί της οποίας καθορίζεται η διανομή της πτωχευτικής περιουσίας. Στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, οι πιστωτές υποχρεούνται να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους εντός τριών μηνών από την ημέρα δημοσίευσης της ανακοίνωσης της έναρξης της διαδικασίας πτώχευσης στις ιστοσελίδες του AJPES.

Στην προσωπική πτώχευση, ο πιστωτής δεν χάνει την απαίτηση σε περίπτωση που την αναγγείλει εκπρόθεσμα, αλλά ο διαχειριστής την εντάσσει στον κατάλογο πρόσθετων απαιτήσεων.

Πιστωτής κατά του οποίου έχει ασκηθεί αγωγή προσβολής νομικών πράξεων του υπό πτώχευση οφειλέτη υποχρεούται, εντός ενός μήνα από την ημέρα επίδοσης της αγωγής, να αναγγείλει, στο πλαίσιο της διαδικασίας πτώχευσης, την απαίτησή του ως απαίτηση υπό αίρεση η οποία θα γεννηθεί σε περίπτωση που η αγωγή γίνει δεκτή βάσει τελεσίδικης απόφασης. Πιστωτής υποχρεούται να αναγγείλει την απαίτησή του αποζημίωσης λόγω καταγγελίας από τον σύνδικο σύμβασης μίσθωσης ή σύμβασης που έχει αθετηθεί αμφιμερώς εντός ενός μήνα από την παραλαβή δήλωσης του υπό πτώχευση οφειλέτη βάσει της οποίας ασκεί τα δικαιώματά του καταγγελίας ή υπαναχώρησης.

Περιεχόμενο απαίτησης

Η αναγγελία απαίτησης στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας πρέπει να περιλαμβάνει:

1. το ποσό προς αναγνώριση ως απαίτηση στο πλαίσιο της διαδικασίας και

2. περιγραφή των πραγματικών περιστατικών εκ των οποίων προκύπτει η επιλεξιμότητα της απαίτησης και αποδεικτικά στοιχεία αυτών, συμπεριλαμβανομένης της υποβολής τεκμηρίωσης.

Η αναγγελία απαίτησης στο πλαίσιο διαδικασίας πτώχευσης πρέπει επίσης να περιλαμβάνει τα στοιχεία του τραπεζικού λογαριασμού στον οποίο πρέπει να πραγματοποιηθεί η πληρωμή της απαίτησης. Σε περίπτωση που πιστωτής έχει ασκήσει αγωγή ή έχει κινήσει άλλη διαδικασία πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης, πρέπει επίσης να συνυποβάλει πληροφορίες σχετικά με το δικαστήριο ή την άλλη αρμόδια αρχή ενώπιον του οποίου διεξάγεται η διαδικασία, καθώς και τον αριθμό αναφοράς της υπόθεσης.

Το αίτημα επαλήθευσης απαίτησης πρέπει να περιλαμβάνει:

1. το ποσό του κεφαλαίου της απαίτησης,

2. σε περίπτωση που ο πιστωτής σε διαδικασία αφερεγγυότητας απαιτεί την καταβολή τόκου επιπλέον του κεφαλαίου: το κεφαλαιοποιημένο ποσό του τόκου, υπολογιζόμενο για την περίοδο από την ημερομηνία λήξης έως την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας στην περίπτωση προνομιακών απαιτήσεων του διαχειριστή: το υπολογισθέν κεφαλαιοποιημένο ποσό του τόκου

3. σε περίπτωση που ο πιστωτής σε διαδικασία αφερεγγυότητας αξιώνει, επιπλέον της καταβολής του κεφαλαίου της απαίτησής του, να αποζημιωθεί για δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε για τη δικαστική διεκδίκηση της απαίτησής του ή για διαδικασίες που κινήθηκαν πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας: το ποσό των εν λόγω δαπανών,

4. σε περίπτωση που ο πιστωτής επιδιώκει να κατοχυρώσει την απαίτηση ως προνομιακή απαίτηση: ρητό αίτημα να θεωρηθεί η απαίτηση προνομιακή κατά τη διανομή, και

5. σε περίπτωση που ο πιστωτής επιδιώκει να κατοχυρώσει την απαίτηση ως απαίτηση υπό αίρεση: ρητή περιγραφή των περιστάσεων η επέλευση των οποίων συνεπάγεται την πλήρωση αναβλητικής ή διαλυτικής αίρεσης με την οποία σχετίζεται η απαίτηση.

Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, ο πιστωτής δύναται να αναγγείλει περισσότερες από μία απαιτήσεις σε μία αίτηση.

Διαδικασία επαλήθευσης απαιτήσεων

Η διαδικασία επαλήθευσης απαιτήσεων περιλαμβάνει τρία στάδια:

1. Δήλωση του διαχειριστή σχετικά με τις αναγγελθείσες απαιτήσεις:

ο διαχειριστής υποβάλει δήλωση αναγνώρισης ή αμφισβήτησης των απαιτήσεων με την κατάρτιση βασικού καταλόγου επαληθευμένων απαιτήσεων (osnovni seznam preizkušenih terjatev). Στον κατάλογο ο διαχειριστής δηλώνει για κάθε απαίτηση αν αυτή αναγνωρίζεται ή αμφισβητείται. Το δικαστήριο δημοσιεύει τον κατάλογο στις ιστοσελίδες που χρησιμοποιούνται για τις δημοσιεύσεις στο πλαίσιο διαδικασιών αφερεγγυότητας. Οι πιστωτές μπορούν να υποβάλουν ενστάσεις για τυχόν σφάλματα σχετικά με τις αναγγελθείσες απαιτήσεις που περιλαμβάνονται στον βασικό κατάλογο εντός 15 ημερών από τη δημοσίευσή του, με την υποβολή ένστασης κατά του βασικού καταλόγου (ugovor proti osnovnem seznamu). Σε περίπτωση που η ένσταση του πιστωτή γίνει δεκτή, ο διαχειριστής υποχρεούται να εκδώσει διορθωμένη έκδοση του βασικού καταλόγου.

2. Δήλωση πιστωτή σχετικά με τις αναγγελθείσες απαιτήσεις άλλων πιστωτών:

Κάθε πιστωτής ο οποίος έχει αναγγείλει εγκαίρως την απαίτησή του στο πλαίσιο της διαδικασίας δύναται να υποβάλει ένσταση κατά απαιτήσεων άλλων πιστωτών, με την υποβολή ένστασης αμφισβήτησης απαίτησης (ugovor o prerekanju terjatve). Στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης, ο πιστωτής υποχρεούται να υποβάλει την ένσταση αμφισβήτησης απαίτησης εντός 15 ημερών, ενώ στο πλαίσιο διαδικασίας πτώχευσης, εντός ενός μήνα από τη δημοσίευση του βασικού καταλόγου επαληθευμένων απαιτήσεων. Στο πλαίσιο διαδικασίας προσωπικής πτώχευσης και στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης, η εν λόγω ένσταση μπορεί να υποβληθεί και από τον αφερέγγυο οφειλέτη, ως διάδικο στη διαδικασία. Ο διαχειριστής καταχωρίζει τις δηλώσεις των πιστωτών και του οφειλέτη σχετικά με αμφισβητούμενες απαιτήσεις στον συμπληρωματικό κατάλογο επαληθευμένων απαιτήσεων (dopolnjeni seznam preizkušenih terjatev). Τυχόν σφάλματα που συνίστανται στη μη λήψη υπόψη υποβληθείσας ένστασης προβάλλονται με ένσταση κατά του συμπληρωματικού καταλόγου.

3. Απόφαση του δικαστηρίου σχετικά με την επαλήθευση των απαιτήσεων:

Το δικαστήριο αποφαίνεται σχετικά με την επαλήθευση των απαιτήσεων με απόφαση σχετικά με την επαλήθευση των απαιτήσεων (sklep o preizkusu terjatev). Με βάση την εν λόγω απόφαση, ο διαχειριστής καταρτίζει τελικό κατάλογο επαληθευμένων απαιτήσεων (končni seznam preizkušenih terjatev), τον οποίο το δικαστήριο δημοσιεύει μαζί με την απόφαση σχετικά με την επαλήθευση των απαιτήσεων.

Στην απόφαση σχετικά με την επαλήθευση των απαιτήσεων, το δικαστήριο αποφαίνεται επί των ενστάσεων, επί των επαληθευμένων και των αμφισβητούμενων απαιτήσεων, επί των απαιτήσεων που είναι πιθανό να τεκμηριωθούν, καθώς και σχετικά με το ποιος πρέπει να κινήσει άλλες διαδικασίες (ήτοι αγωγές) προκειμένου να κατοχυρώσει την απαίτησή του. Η προβλεπόμενη προθεσμία για την άσκηση αγωγής είναι ένας μήνας.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Τα περιουσιακά στοιχεία του υπό πτώχευση οφειλέτη απαρτίζουν την πτωχευτική περιουσία, η οποία ρευστοποιείται προκειμένου να καλυφθούν οι δαπάνες της διαδικασίας και να πληρωθούν οι απαιτήσεις των πιστωτών. Ο νόμος διακρίνει μεταξύ «πτωχευτικής περιουσίας» και «ειδικής πτωχευτικής περιουσίας». Η ειδική πτωχευτική περιουσία αποτελείται από τα περιουσιακά στοιχεία που υπόκεινται σε δικαίωμα διαχωρισμού και τα χρηματικά περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται μέσω της εκποίησης τέτοιων περιουσιακών στοιχείων. Όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία που υπόκεινται σε δικαίωμα διαχωρισμού, είναι απαραίτητο να καθορίζεται χωριστή πτωχευτική περιουσία, η διαχείριση της οποίας πρέπει να πραγματοποιείται χωριστά από τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν μέρος της γενικής πτωχευτικής περιουσίας και των περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν μέρος άλλων ειδικών πτωχευτικών περιουσιών.

Το ρευστοποιηθέν μέρος πτωχευτικής περιουσίας αποτελεί διανεμητέα περιουσία και προορίζεται για την πληρωμή των απαιτήσεων πιστωτών. Η γενική διανεμητέα περιουσία είναι τα χρηματικά περιουσιακά στοιχεία που προέκυψαν από τη ρευστοποίηση της γενικής πτωχευτικής περιουσίας, αφαιρουμένου του κόστους της διαδικασίας πτώχευσης. Η ειδική διανεμητέα περιουσία είναι τα χρηματικά περιουσιακά στοιχεία που προέκυψαν από τη ρευστοποίηση της ειδικής πτωχευτικής περιουσίας, αφαιρουμένου του κόστους της εν λόγω ρευστοποίησης.

Όσον αφορά την προνομιακή πληρωμή στο πλαίσιο διαδικασίας πτώχευσης, οι απαιτήσεις των πιστωτών που γεννήθηκαν πριν από την έναρξη της διαδικασίας κατηγοριοποιούνται ως εξής:

  • εξασφαλισμένες απαιτήσεις, η πληρωμή των οποίων εξασφαλίζεται βάσει δικαιώματος διαχωρισμού στο οποίο περιλαμβάνεται δικαίωμα προνομιακής πληρωμής της απαίτησης από συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία, και
  • μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις, μεταξύ των οποίων πρώτες πληρώνονται οι προνομιακές απαιτήσεις, στη συνέχεια πληρώνονται οι εγχειρόγραφες απαιτήσεις, κατόπιν οι απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης και, τέλος, τα εταιρικά δικαιώματα.

Εξασφαλισμένες απαιτήσεις είναι οι απαιτήσεις των οποίων η πληρωμή εξασφαλίζεται με δικαίωμα διαχωρισμού. Δικαίωμα διαχωρισμού είναι κάθε δικαίωμα που περιλαμβάνει δικαίωμα προνομιακής πληρωμής της απαίτησης από συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία. Το συνηθέστερο δικαίωμα διαχωρισμού είναι η εμπράγματη ασφάλεια. Στη διαδικασία πτώχευσης, οι εξασφαλισμένες απαιτήσεις πληρώνονται κατά προτεραιότητα από τα χρήματα που αποκτώνται από την πώληση των περιουσιακών στοιχείων που αποτελούσαν το αντικείμενο του δικαιώματος διαχωρισμού.

Μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις είναι οι απαιτήσεις των οποίων η πληρωμή δεν είναι εξασφαλισμένη με δικαίωμα διαχωρισμού. Η πληρωμή των εν λόγω απαιτήσεων είναι δευτερεύουσα έναντι της πληρωμής των εξασφαλισμένων απαιτήσεων όσον αφορά την πληρωμή από τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούσαν το αντικείμενο δικαιώματος διαχωρισμού. Τα εναπομείναντα περιουσιακά στοιχεία χρησιμοποιούνται για την πληρωμή, κατά σειρά, 1) των προνομιακών απαιτήσεων, 2) των εγχειρόγραφων απαιτήσεων και 3) των τυχόν απαιτήσεων μειωμένης εξασφάλισης.

  • Προνομιακές απαιτήσεις είναι οι (μη εξασφαλισμένες) απαιτήσεις οι οποίες, βάσει της νομοθεσίας, πρέπει να πληρώνονται κατά προτεραιότητα, πριν από την πληρωμή των εγχειρόγραφων (μη εξασφαλισμένων) απαιτήσεων (για παράδειγμα, μισθοί και μισθολογική αποζημίωση για τους τελευταίους έξι μήνες πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αποζημίωση εργαζομένων λόγω απόλυσης, μη καταβληθείσες εισφορές κ.λπ.). Σε περίπτωση έναρξης διαδικασίας πτώχευσης λόγω ανεπιτυχούς διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης, οι απαιτήσεις που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης έχουν απόλυτη προτεραιότητα και πληρώνονται πριν από τις προνομιακές απαιτήσεις.
  • Εγχειρόγραφες απαιτήσεις είναι οι μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις που δεν είναι ούτε προνομιακές ούτε μειωμένης εξασφάλισης.
  • Απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης είναι οι μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις που πληρώνονται μόνο μετά την πληρωμή όλων των μη εξασφαλισμένων απαιτήσεων κατά του οφειλέτη βάσει νομικής σχέσης μεταξύ του πιστωτή και του οφειλέτη για την περίπτωση που ο οφειλέτης καταστεί αφερέγγυος. Σε περίπτωση αναγκαστικής διευθέτησης, οι απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης μπορούν να μετατραπούν σε μερίδιο κυριότητας. Εάν δεν μεταβιβαστούν ως εισφορά σε είδος και εφόσον υπάρξει επικυρωμένη αναγκαστική διευθέτηση, οι απαιτήσεις αυτές αποσβένονται.

Τα εταιρικά δικαιώματα, οι μετοχές ή τα μερίδια εταιρείας δεν έχουν τα χαρακτηριστικά (τη νομική φύση) δικαιώματος που δημιουργεί ενοχή, και παρέχουν στους μετόχους ή εταίρους δικαίωμα σε ανάλογο μέρος του υπολοίπου της πτωχευτικής περιουσίας.

Πριν από την πραγματοποίηση πληρωμών προς τους πιστωτές, το ποσό που απαιτείται για την πληρωμή του κόστους της διαδικασίας πτώχευσης αφαιρείται από την πτωχευτική περιουσία (διανεμητέα περιουσία). Οι πιστωτές πληρώνονται με την ακόλουθη σειρά: οι πιστωτές με δικαίωμα διαχωρισμού, των οποίων οι απαιτήσεις εξασφαλίζονται με δικαίωμα διαχωρισμού (για παράδειγμα, υποθήκη), είναι οι πρώτοι που πληρώνονται από το προϊόν της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων που αποτελούσαν το αντικείμενο της εξασφάλισης (ειδική διανεμητέα περιουσία). Οι πιστωτές απαιτήσεων βάσει συμβάσεων που συνήφθησαν ή άλλων δικαιοπραξιών που διενεργήθηκαν από τον υπό πτώχευση οφειλέτη κατά τη χρονική περίοδο από την έναρξη της διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης μέχρι την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης, σύμφωνα με τους κανόνες για τον περιορισμό των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης που καθορίζονται με βάση τη νομοθεσία, πληρώνονται κατά προτεραιότητα από τη γενική διανεμητέα περιουσία. Στη συνέχεια, πληρώνονται οι πιστωτές με προνομιακές απαιτήσεις (εργαζόμενοι) και στο τέλος οι λοιποί πιστωτές — οι πιστωτές μη εξασφαλισμένων εγχειρόγραφων απαιτήσεων και οι πιστωτές απαιτήσεων μειωμένης εξασφάλισης. Τυχόν υπόλοιπο από τη ρευστοποιηθείσα περιουσία διανέμεται μεταξύ των μετόχων ή εταίρων.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

Διαδικασία αναγκαστικής διευθέτησης

Αναγκαστική διευθέτηση που συμφωνείται βάσει ψηφοφορίας των πιστωτών πρέπει επίσης να επικυρωθεί από το δικαστήριο. Στην απόφαση σχετικά με την επικύρωση της αναγκαστικής διευθέτησης, το δικαστήριο:

1. αποφασίζει σχετικά με το εάν θα επικυρώσει ή όχι την αναγκαστική διευθέτηση,

2. καθορίζει το περιεχόμενο της επικυρωμένης διευθέτησης προσδιορίζοντας:

- το ποσοστό αποπληρωμής των απαιτήσεων των πιστωτών,

- τις προθεσμίες πληρωμής τους και

- το επιτόκιο επί των απαιτήσεων των πιστωτών κατά τη χρονική περίοδο από την έναρξη της διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης μέχρι τη λήξη της προθεσμίας πληρωμής τους,

3. αποφασίζει σχετικά με το ποιες απαιτήσεις έχουν επαληθευτεί στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης, και

4. διατάσσει τον οφειλέτη να πληρώσει τις απαιτήσεις των πιστωτών, όπως αυτές έχουν επαληθευτεί στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης, στα ποσοστά, εντός των προθεσμιών και με τα επιτόκια που καθορίζονται στην επικυρωμένη αναγκαστική διευθέτηση.

Στη διαδικασία ισχύει ο κανόνας της απόλυτης προτεραιότητας. Η υλοποίηση χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης της επιχείρησης του οφειλέτη στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης σημαίνει ότι:

  • οι εταίροι του οφειλέτη δύνανται να διατηρήσουν μόνο εκείνο το τμήμα του εταιρικού κεφαλαίου του οφειλέτη που αντιστοιχεί στα εναπομένοντα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη που θα λάμβαναν σε περίπτωση έναρξης διαδικασίας πτώχευσης κατά του οφειλέτη,
  • θα πρέπει να διασφαλίζονται ευνοϊκότερες συνθήκες πληρωμής των απαιτήσεων των πιστωτών απ’ ό,τι εάν είχε κινηθεί διαδικασία πτώχευσης κατά του οφειλέτη, λαμβανομένης υπόψη της σειράς προτεραιότητας και των λοιπών κανόνων περί της προτεραιότητας πληρωμής, των εγχειρόγραφων απαιτήσεων, των απαιτήσεων μειωμένης εξασφάλισης και των εξασφαλισμένων απαιτήσεων στο πλαίσιο διαδικασίας πτώχευσης, και
  • ότι συνεχίζονται οι δραστηριότητες της επιχείρησης του οφειλέτη ή του βιώσιμου μέρους αυτής.

Η χρηματοοικονομική αναδιάρθρωση πραγματοποιείται με αίτημα του οφειλέτη στους πιστωτές να συμφωνήσουν σε μείωση των εγχειρόγραφων απαιτήσεών τους ή σε αναβολή της πληρωμής τους. Ο οφειλέτης πρέπει να προσφέρει στο σύνολο των πιστωτών ίσο ποσοστό αποπληρωμής των εγχειρόγραφων απαιτήσεών τους, ίδιες προθεσμίες πληρωμής τους και το ίδιο επιτόκιο κατά τη χρονική περίοδο από την έναρξη της διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης μέχρι τη λήξη της προθεσμίας πληρωμής τους. Σε περίπτωση που ο οφειλέτης είναι κεφαλαιουχική εταιρεία, δύναται να ζητήσει από τους πιστωτές του να επιλέξουν είτε:

  • να συμφωνήσουν σε μείωση και αναβολή της ημερομηνίας πληρωμής των εγχειρόγραφων απαιτήσεών τους είτε
  • οι απαιτήσεις τους να μεταβιβαστούν στον οφειλέτη ως εισφορά σε είδος στο πλαίσιο αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου του οφειλέτη (μετοχοποίηση χρέους).

Η αναγκαστική διευθέτηση δεν επηρεάζει τις προνομιακές απαιτήσεις ή τα δικαιώματα εξαίρεσης. Οι απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης αποσβένονται. Στο πλαίσιο αναγκαστικής διευθέτησης, οι εξασφαλισμένες απαιτήσεις μπορούν να αναδιαρθρωθούν μόνο εθελοντικά. Στη διαδικασία αναγκαστικής διευθέτησης που αφορά μεγάλες, μεσαίες ή μικρές επιχειρήσεις, οι εξασφαλισμένες απαιτήσεις μπορούν να αναδιαρθρωθούν μέσω αναβολής της ημερομηνίας πληρωμής τους ή μείωσης του επιτοκίου τους, υπό την έννοια ότι απόφαση που εγκρίνεται με πλειοψηφία 75 % των πιστωτών δεσμεύει και τους πιστωτές που διαθέτουν δικαίωμα διαχωρισμού και δεν ψήφισαν υπέρ της αναγκαστικής διευθέτησης. Στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, ως μέτρο χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης μπορεί να αποφασιστεί και η απόσχιση βιώσιμου τμήματος της επιχείρησης του οφειλέτη (spin-off). Επίσης, επιτρέπεται η αναδιάρθρωση δικαιωμάτων διαχωρισμού με τη μετατροπή τους σε κοινό δικαίωμα διαχωρισμού (απαιτείται πλειοψηφία 85 %).

Διαδικασία πτώχευσης κατά νομικού προσώπου

Η διαδικασία πτώχευσης διεξάγεται με σκοπό τη ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας και την πληρωμή των πιστωτών. Κατά γενικό κανόνα, σύμβαση για την πώληση περιουσιακών στοιχείων του υπό πτώχευση οφειλέτη δύναται να συναφθεί βάσει δημόσιου πλειστηριασμού ή δεσμευτικής πρόσκλησης υποβολής προσφορών. Μπορεί να διοργανωθεί δημόσιος πλειστηριασμός με αύξηση της τιμής εκκίνησης ή με μείωση της τιμής εκκίνησης. Στη διαδικασία πτώχευσης, η επιχείρηση ή ορισμένη δραστηριότητα της εταιρείας μπορεί να διατηρηθεί μέσω της πώλησης της εταιρείας σε δημόσιο πλειστηριασμό ως επιχειρηματικής μονάδας ή μέσω της πώλησης των βιώσιμων τμημάτων της (πώληση επιχείρησης ως επιχείρησης σε λειτουργία).

Πριν από την πραγματοποίηση πληρωμών προς τους πιστωτές, αφαιρείται από την πτωχευτική περιουσία το ποσό που απαιτείται για την πληρωμή του κόστους της διαδικασίας πτώχευσης. Οι πιστωτές πληρώνονται με βάση την ακόλουθη σειρά προτεραιότητας: οι πιστωτές με δικαίωμα διαχωρισμού, των οποίων οι απαιτήσεις εξασφαλίζονταν με δικαίωμα διαχωρισμού (για παράδειγμα, υποθήκη), πληρώνονται πρώτοι από το προϊόν της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων που αποτελούσαν το αντικείμενο της εξασφάλισης στη συνέχεια, πληρώνονται οι πιστωτές απαιτήσεων βάσει συμβάσεων που συνήφθηκαν ή άλλων δικαιοπραξιών που διενεργήθηκαν από τον υπό πτώχευση οφειλέτη κατά τη χρονική περίοδο από την έναρξη της διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης μέχρι την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης, σύμφωνα με τους κανόνες για τον περιορισμό των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης που καθορίζονται με βάση τη νομοθεσία κατόπιν, πληρώνονται οι πιστωτές με προνομιακές απαιτήσεις (εργαζόμενοι) και έπειτα οι λοιποί πιστωτές — οι πιστωτές μη εξασφαλισμένων εγχειρόγραφων απαιτήσεων και οι πιστωτές απαιτήσεων μειωμένης εξασφάλισης. Τυχόν υπόλοιπο από τη ρευστοποιηθείσα περιουσία διανέμεται μεταξύ των εταίρων.

Προσωπική πτώχευση

Όπως και στη διαδικασία πτώχευσης που αφορά νομικά πρόσωπα, η διαδικασία προσωπικής πτώχευσης διεξάγεται για την αναλογική και ταυτόχρονη πληρωμή του συνόλου των απαιτήσεων των πιστωτών. Ως εκ τούτου, οι πιστωτές πληρώνονται από την περιουσία του οφειλέτη αναλογικά και ταυτόχρονα. Η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων του υπερχρεωμένου προσώπου κατά την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης, πλην των στοιχείων που εξαιρούνται από την εκτέλεση βάσει των διατάξεων του νόμου περί αστικών διαδικασιών εκτέλεσης και ασφαλιστικών μέτρων (Zakon o izvršbi in zavarovanju). Δεδομένου ότι τα φυσικά πρόσωπα, σε αντίθεση με τα νομικά πρόσωπα, δεν παύουν να υφίστανται μετά το πέρας της διαδικασίας πτώχευσης, οι απαιτήσεις των πιστωτών που δεν πληρώθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας πτώχευσης δεν αποσβένονται. Σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για τις απαιτήσεις πιστωτών στο πλαίσιο διαδικασίας πτώχευσης νομικού προσώπου, η εκτέλεση των απαιτήσεων στη διαδικασία προσωπικής πτώχευσης δεν παύει με την περάτωση της διαδικασίας πτώχευσης. Απόφαση περάτωσης διαδικασίας προσωπικής πτώχευσης στην οποία περιλαμβάνεται κατάλογος των ανεξόφλητων αναγνωρισμένων απαιτήσεων αποτελεί μέσο για τους απλήρωτους πιστωτές ώστε να επιδιώξουν την εκτέλεση των εν λόγω απαιτήσεων.

Προκειμένου να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις του, παρέχεται στον υπό πτώχευση οφειλέτη η δυνατότητα να υποβάλει, πριν από την έκδοση της απόφασης περάτωσης της διαδικασίας προσωπικής πτώχευσης, αίτηση με την οποία να ζητά απαλλαγή από τις υποχρεώσεις του που γεννήθηκαν πριν από την έναρξη της διαδικασίας προσωπικής πτώχευσης και οι οποίες δεν θα πληρωθούν στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας. Σε περίπτωση που ο υπό πτώχευση οφειλέτης υποβάλει αίτηση απαλλαγής από τις υποχρεώσεις του και εφόσον η διαδικασία απαλλαγής του από τις εν λόγω υποχρεώσεις μετά την ολοκλήρωση της περιόδου επαλήθευσης των απαιτήσεων έχει αίσιο αποτέλεσμα για αυτόν, το μέρος των υποχρεώσεών του για το οποίο θα μπορούσε άλλως να επισπευστεί εκτέλεση βάσει της απόφασης περάτωσης της διαδικασίας πτώχευσης αποσβένεται, και, κατ’ επέκταση, αποσβένεται και το δικαίωμα των πιστωτών να επιδιώξουν δικαστικά εκτέλεση για την είσπραξή του.

Εντούτοις, ακόμη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η απαλλαγή από τις υποχρεώσεις καταλήγει σε ευνοϊκό για τον οφειλέτη αποτέλεσμα, η απαλλαγή δεν επηρεάζει τα ακόλουθα είδη υποχρεώσεων:

1. προνομιακά δικαιώματα εργαζομένων,

2. απαιτήσεις κατά του υπό πτώχευση οφειλέτη από νόμιμες υποχρεώσεις διατροφής, απαιτήσεις αποζημίωσης για ζημίες που απορρέουν από μείωση της ικανότητας εκτέλεσης καθημερινών δραστηριοτήτων, ή μείωση ή απώλεια της ικανότητας εργασίας, και απαιτήσεις αποζημίωσης για απώλεια διατροφής λόγω θανάτου του προσώπου που την παρείχε,

3. απαιτήσεις από χρηματικές ποινές ή για την επιστροφή χρηματικών οφελών που αποκτήθηκαν με εγκληματική πράξη για τις οποίες εκδόθηκε απόφαση στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας,

4. απαιτήσεις βάσει καταδικαστικής απόφασης της οποίας η αναστολή εκτέλεσης τελεί υπό τον όρο της επιστροφής του χρηματικού οφέλους που αποκτήθηκε με ποινικό αδίκημα ή της καταβολής αποζημίωσης για ζημίες που προκλήθηκαν με ποινικό αδίκημα,

5. απαιτήσεις από πρόστιμα ή για την επιστροφή χρηματικών οφελών που αποκτήθηκαν με πταίσμα για το οποίο εκδόθηκε απόφαση στο πλαίσιο διαδικασίας πταίσματος,

6. απαιτήσεις για την ανάκτηση παρανόμως αποκτηθείσας περιουσίας, και

7. απαιτήσεις καταβολής αποζημίωσης για ζημίες που προκλήθηκαν σκοπίμως ή λόγω βαρείας αμέλειας.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Η διαδικασία αναγκαστικής διευθέτησης περατώνεται με τελεσίδικη απόφαση του δικαστηρίου με την οποία επικυρώνεται η αναγκαστική διευθέτηση.

Κάθε πιστωτής του οποίου η απαίτηση επηρεάζεται από επικυρωμένη αναγκαστική διευθέτηση δύναται να ζητήσει από το δικαστήριο να ακυρώσει την επικυρωμένη αναγκαστική διευθέτηση, σε περίπτωση που ο αφερέγγυος οφειλέτης δύναται να εξοφλήσει τις εγχειρόγραφες απαιτήσεις των σχετικών πιστωτών κατά μεγάλο μέρος τους ή πλήρως. Η αγωγή ακύρωσης πρέπει να ασκηθεί εντός έξι μηνών από τη λήξη της προθεσμίας πληρωμής των απαιτήσεων που ορίζεται στην επικυρωμένη αναγκαστική διευθέτηση.

Κάθε πιστωτής που επηρεάζεται από επικυρωμένη αναγκαστική διευθέτηση δύναται να ζητήσει από το δικαστήριο να ακυρώσει την επικυρωμένη αναγκαστική διευθέτηση σε περίπτωση που αυτή επιτεύχθηκε με δόλιο τρόπο.

Η αγωγή ακύρωσης πρέπει να ασκηθεί εντός δύο ετών από την τελεσιδικία της απόφασης επικύρωσης της αναγκαστικής διευθέτησης.

Το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση επικύρωσης της αναγκαστικής διευθέτησης είναι αρμόδιο να αποφασίσει επί της αγωγής.

Με την απόφασή του με την οποία ακυρώνει επικυρωμένη αναγκαστική διευθέτηση, το δικαστήριο διατάζει τον οφειλέτη να εξοφλήσει το ανεξόφλητο μέρος των απαιτήσεων που επηρεάστηκαν από την επικυρωμένη αναγκαστική διευθέτηση, εντός προθεσμίας που ορίζει το δικαστήριο και η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα έτος από την τελεσιδικία της απόφασης.

Περάτωση διαδικασίας πτώχευσης κατά νομικού προσώπου

Η διαδικασία πτώχευσης κατά νομικού προσώπου περατώνεται με σχετική απόφαση περάτωσης της διαδικασίας. Το δικαστήριο εκδίδει την εν λόγω απόφαση με βάση την τελική έκθεση του διαχειριστή, η οποία καταρτίζεται αφότου ο διαχειριστής ολοκληρώσει όλες τις πράξεις που ορίζει ο νόμος και βάσει της γνώμης της επιτροπής πιστωτών. Ο διαχειριστής πρέπει να υποβάλει την τελική έκθεση στο δικαστήριο εντός ενός μήνα από την ολοκλήρωση της τελικής διανομής.

Σε περίπτωση εντοπισμού περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στον οφειλέτη μετά την έκδοση δικαστικής απόφασης για την περάτωση της διαδικασίας πτώχευσης, μπορεί να κινηθεί κατά του οφειλέτη πτωχευτική διαδικασία σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία που εντοπίστηκαν αργότερα, κατόπιν αιτήματος πιστωτή ο οποίος νομιμοποιούνταν να εκτελεί διαδικαστικές πράξεις στο πλαίσιο της διαδικασίας πτώχευσης κατά του οφειλέτη και του οποίου το δικαίωμα συμμετοχής δεν αποσβέστηκε πριν από το πέρας της εν λόγω διαδικασίας, ή κατόπιν αιτήματος εταίρου του πτωχεύσαντος οφειλέτη.

Περάτωση διαδικασίας προσωπικής πτώχευσης

Η διαδικασία προσωπικής πτώχευσης περατώνεται με σχετική απόφαση περάτωσης της διαδικασίας.

Σε περίπτωση που χορηγήθηκε απαλλαγή από υποχρεώσεις σε οφειλέτη στο πλαίσιο διαδικασίας προσωπικής πτώχευσης, κάθε πιστωτής του οποίου η απαίτηση επηρεάζεται από την τελεσίδικη απόφαση απαλλαγής από υποχρεώσεις δύναται να ζητήσει από το δικαστήριο να ακυρώσει την εν λόγω απαλλαγή σε περίπτωση που ο οφειλέτης πέτυχε την απόφαση απαλλαγής μέσω απόκρυψης πληροφοριών ή προσκόμισης ψευδών πληροφοριών σχετικά με τα περιουσιακά του στοιχεία ή μέσω άλλης απάτης. Η σχετική αγωγή πρέπει να ασκηθεί εντός τριών ετών από την τελεσιδικία της απόφασης απαλλαγής από υποχρεώσεις (άρθρο 411 του ZFPPIPP). Πιστωτές οι οποίοι —μετά την τελεσιδικία της απόφασης απαλλαγής από υποχρεώσεις— εντοπίζουν περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη τα οποία ο οφειλέτης διέθετε πριν από τη χορήγηση της απαλλαγής (και τα οποία απέκρυψε) μπορούν επίσης να επιδιώξουν την ακύρωση της απαλλαγής, ζητώντας την έναρξη διαδικασίας πτώχευσης σε σχέση με τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία. Στην περίπτωση αυτή, η αγωγή ακύρωσης της απαλλαγής από υποχρεώσεις δεν χρειάζεται να ασκηθεί εντός της τριετούς προθεσμίας.

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Κάθε πιστωτής βαρύνεται με το κόστος της δικής του συμμετοχής στη διαδικασία αφερεγγυότητας.

Στην περίπτωση διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης που κινήθηκε κατόπιν αίτησης του οφειλέτη, το κόστος της διαδικασίας καθώς και οι τυχόν άλλες δαπάνες βαρύνουν τον οφειλέτη.

Στην περίπτωση διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης κατά μεγάλων, μεσαίων ή μικρών επιχειρήσεων που κινήθηκε κατόπιν αίτησης πιστωτών, το αρχικό κόστος της διαδικασίας βαρύνει τον αιτούντα. Στην εν λόγω διαδικασία, ο αιτών βαρύνεται επίσης με το κόστος της αμοιβής του διαχειριστή. Ο οφειλέτης κατά του οποίου κινούνται διαδικασίες επιβαρύνεται με τις δαπάνες που προκύπτουν:

- βάσει συμβάσεων που συνάπτονται με εξειδικευμένους νομικούς και χρηματοοικονομικούς συμβούλους σχετικά με νομικές και χρηματοοικονομικές υπηρεσίες που είναι απαραίτητες για την κατάρτιση της έκθεσης για την οικονομική κατάσταση και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του οφειλέτη, του σχεδίου χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης και άλλων εγγράφων που πρέπει να υποβληθούν στο πλαίσιο της πρότασης για αναγκαστική διευθέτηση,

- βάσει σύμβασης με ελεγκτή για τον έλεγχο της έκθεσης για την οικονομική κατάσταση και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του οφειλέτη, και

- βάσει σύμβασης με διαπιστευμένο εκτιμητή για τον έλεγχο του σχεδίου χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης.

Στην περίπτωση διαδικασίας πτώχευσης, το κόστος της διαδικασίας και οι δαπάνες που προκύπτουν κατά τη διάρκεια αυτής αφαιρούνται από την πτωχευτική περιουσία πριν από την πληρωμή των απαιτήσεων από τη διανεμητέα περιουσία. Στην περίπτωση που πιστωτής υποβάλει αίτηση έναρξης διαδικασίας πτώχευσης, πρέπει να καταθέσει προκαταβολή για την κάλυψη των αρχικών εξόδων της διαδικασίας, ενώ διατηρεί το δικαίωμα να ανακτήσει την προκαταβολή του σύμφωνα με τους κανόνες περί πληρωμής του κόστους της διαδικασίας πτώχευσης.

Στην περίπτωση διαδικασίας προληπτικής αναδιάρθρωσης, ο οφειλέτης πρέπει να πληρώσει το μερίδιο που του αναλογεί από το κόστος των πιστωτών που συμμετείχαν στη διαδικασία και το οποίο, σύμφωνα με την ευρέως αποδεκτή επιχειρηματική πρακτική, καλύπτεται συνήθως από τον οφειλέτη. Ο οφειλέτης και οι πιστωτές συμφωνούν επί της ανάκτησης του εν λόγω κόστους στη συμφωνία χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης.

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

Προϋποθέσεις ακυρωσιμότητας

Οι πιστωτές και ο διαχειριστής της διαδικασίας πτώχευσης έχουν το δικαίωμα να προσβάλουν νομικές πράξεις του οφειλέτη. Συναφώς, ασκείται αγωγή ή προβάλλεται ένσταση κατά του προσώπου υπέρ του οποίου εκτελέστηκε η ακυρώσιμη πράξη.

Μπορεί να προσβληθεί κάθε νομική πράξη (συμπεριλαμβανομένων των παραλείψεων) η οποία έχει ως αποτέλεσμα την άνιση ή μειωμένη ικανοποίηση πτωχευτικών πιστωτών ή διά της οποίας συγκεκριμένος πιστωτής τίθεται σε πλεονεκτικότερη θέση (παροχή πλεονεκτήματος σε πιστωτή) — αντικειμενικό στοιχείο της ακυρωσιμότητας. Για την προσβολή, ο αιτών πρέπει να αποδείξει ότι ο διάδικος υπέρ του οποίου εκτελέστηκε η ακυρώσιμη πράξη γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την κακή οικονομική κατάσταση του οφειλέτη — υποκειμενικό στοιχείο της ακυρωσιμότητας. Ο νόμος προβλέπει νόμιμα τεκμήρια ως προς την πλήρωση της εν λόγω προϋπόθεσης και ορίζει τις περιπτώσεις στις οποίες δεν είναι δυνατή η προσβολή νομικών πράξεων. Ο νόμος ορίζει επίσης αναλυτικά το αναγκαίο περιεχόμενο της αίτησης και τη διαδικασία για την επιδίωξη της ακύρωσης.

Χρονική περίοδος εντός της οποίας μπορεί να έχουν εκτελεστεί ακυρώσιμες πράξεις

Οι νομικές πράξεις που μπορούν να προσβληθούν στο πλαίσιο διαδικασίας πτώχευσης είναι οι πράξεις που εκτελέστηκαν κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ του τελευταίου έτους πριν από την υποβολή της αίτησης έναρξης διαδικασίας πτώχευσης και μέχρι την έναρξη της εν λόγω διαδικασίας. Οι χαριστικές νομικές πράξεις (και οι νομικές πράξεις που έχουν εκτελεστεί έναντι δυσανάλογα χαμηλού αντιτίμου) μπορούν να προσβληθούν αν έχουν εκτελεστεί κατά τη χρονική περίοδο που ξεκινά 36 μήνες πριν από την υποβολή της αίτησης έναρξης διαδικασίας πτώχευσης και λήγει με την έναρξη της διαδικασίας. Η αγωγή ακύρωσης πρέπει να ασκηθεί εντός 12 μηνών από την τελεσιδικία της απόφασης έναρξης της διαδικασίας πτώχευσης.

Ποιες πράξεις δεν μπορούν να προσβληθούν

Δεν είναι δυνατή η προσβολή νομικών πράξεων που εκτελέστηκαν από τον υπό πτώχευση οφειλέτη στη διάρκεια διαδικασίας αναγκαστικής διευθέτησης και σύμφωνα με τις νόμιμες διατάξεις για τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του οφειλέτη στο πλαίσιο της διαδικασίας νομικών πράξεων που εκτελέστηκαν από τον υπό πτώχευση οφειλέτη προκειμένου να πληρώσει απαιτήσεις πιστωτών με βάση το ποσοστό, εντός των προθεσμιών και με τα επιτόκια που καθορίζονται σε επικυρωμένη αναγκαστική διευθέτηση και πληρωμών γραμματίων ή επιταγών εάν το αντισυμβαλλόμενο μέρος έπρεπε να πληρωθεί προκειμένου να μην απολέσει ο υπό πτώχευση οφειλέτης το δικαίωμα αναγωγής έναντι άλλου υπόχρεου βάσει του γραμματίου ή της επιταγής προσώπου.

Επίσης, δεν είναι δυνατή η προσβολή νομικών πράξεων που εκτελέστηκαν από τον οφειλέτη προκειμένου να πληρώσει απαιτήσεις πιστωτών ή να εκπληρώσει άλλες υποχρεώσεις σύμφωνα με επικυρωμένη συμφωνία χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης.

Ειδικά χαρακτηριστικά της προσωπικής πτώχευσης

Στο πλαίσιο της προσωπικής πτώχευσης, η χρονική περίοδος ακυρωσίας για τις χαριστικές νομικές πράξεις και για τις νομικές πράξεις που εκτελέστηκαν από τον υπό πτώχευση οφειλέτη προς όφελος προσώπου με το οποίο σχετίζεται στενά είναι τα πέντε έτη. Ο εν λόγω κανόνας περιλαμβάνει, πέραν των συμβάσεων που έχουν συναφθεί με φυσικά πρόσωπα με τα οποία ο οφειλέτης έχει στενή σχέση, και τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί με νομικά πρόσωπα που σχετίζονται με τον υπό πτώχευση οφειλέτη ή με φυσικά πρόσωπα με τα οποία ο οφειλέτης έχει στενή σχέση. Πρόκειται για τα νομικά πρόσωπα στα οποία ο υπό πτώχευση οφειλέτης ή τα πρόσωπα με τα οποία αυτός σχετίζεται στενά κατέχουν, ατομικά ή από κοινού, τουλάχιστον το 25 % του καλυφθέντος κεφαλαίου ή το 25 % των δικαιωμάτων ψήφου ή το δικαίωμα να διορίζουν και να παύουν τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται να εκπροσωπούν το νομικό πρόσωπο, ή τα εν λόγω πρόσωπα νομιμοποιούνται να εκπροσωπούν το νομικό πρόσωπο ή να ενεργούν για λογαριασμό εταιρειών που συνδέονται με αυτά.

Τελευταία επικαιροποίηση: 23/05/2018

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Αφερεγγυότητα/πτώχευση - Σλοβακία

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Στη Σλοβακία, όλα τα είδη διαδικασιών αφερεγγυότητας μπορούν να κινηθούν κατά του οφειλέτη.

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

Προϋποθέσεις για την κίνηση των διαφόρων διαδικασιών αφερεγγυότητας:

Προϋποθέσεις για την κήρυξη πτώχευσης ή για τη θέση υπό αναγκαστική διαχείριση:

  • Οι διαδικασίες της πτώχευσης και της αναγκαστικής διαχείρισης («πτωχευτική διαδικασία») χωρίζονται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος ξεκινά με την υποβολή αίτησης πτώχευσης και διαρκεί έως την έκδοση της απόφασης για την κήρυξη της πτώχευσης. Το δεύτερο μέρος αρχίζει με την έκδοση της απόφασης για την κήρυξη της πτώχευσης και διαρκεί έως την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας.
  • Οι προϋποθέσεις για την κίνηση του πρώτου μέρους είναι το έννομο συμφέρον του προσώπου που υποβάλλει αίτηση για την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας (αν η διαδικασία κινείται κατόπιν αίτησης), βάσει της οποίας τεκμαίρεται εύλογα ότι ο οφειλέτης είναι αφερέγγυος, καθώς και η κατάθεση προκαταβολής στο δικαστήριο.
  • Για το δεύτερο μέρος (έκδοση της απόφασης για την κήρυξη της πτώχευσης) απαιτείται να υπάρχουν περισσότεροι του ενός πιστωτές, ο οφειλέτης να είναι υπερχρεωμένος ή να έχει περιέλθει σε κατάσταση έλλειψης ρευστότητας και τα περιουσιακά του στοιχεία να επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας.
  • Έννομο συμφέρον προσώπου για την κατάθεση αίτησης: η διαδικασία μπορεί να κινηθεί κατόπιν αίτησης ή χωρίς να κατατεθεί αίτηση. Η αίτηση πτώχευσης μπορεί να κατατεθεί από τον οφειλέτη, από πιστωτή, εκκαθαριστή ή άλλο πρόσωπο που καθορίζεται στη νομοθεσία. Κατά κύριο λόγο, η πτωχευτική διαδικασία κινείται χωρίς αίτηση εάν η εξυγίανση ήταν ανεπιτυχής στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο αποφασίζει να κινήσει την πτωχευτική διαδικασία και να κηρύξει την πτώχευση, εκδίδοντας μία ενιαία απόφαση.
  • Η αίτηση πρέπει να πληροί τις γενικές και ορισμένες ειδικές διατυπώσεις οι τελευταίες εξαρτώνται από το πρόσωπο που καταθέτει την αίτηση. Εάν πρόκειται για πιστωτή, η αίτηση πρέπει να περιλαμβάνει στοιχεία που αποδεικνύουν την έλλειψη ρευστότητας του οφειλέτη. Αν η αίτηση υποβάλλεται από τον οφειλέτη (στην οποία περίπτωση εικάζεται ότι έχει περιέλθει σε κατάσταση έλλειψης ρευστότητας ή ότι είναι υπερχρεωμένος), πρέπει να περιλαμβάνει κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, των υποχρεώσεών του, των συνδεδεμένων μερών, καθώς και τις πλέον πρόσφατες οικονομικές καταστάσεις, εάν είναι διαθέσιμες.
  • Προτού καταθέσει την αίτηση, ο αιτών οφείλει να εμβάσει το ποσό της προκαταβολής στον τραπεζικό λογαριασμό του δικαστηρίου.
  • Αφερεγγυότητα σημαίνει ότι ο οφειλέτης είναι υπερχρεωμένος ή ότι έχει περιέλθει σε κατάσταση έλλειψης ρευστότητας. Ένας οφειλέτης θεωρείται υπερχρεωμένος όταν υπόκειται στην υποχρέωση τήρησης λογαριασμών σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθεσία (νόμος αριθ. 431/2002 περί λογιστικής), έχει περισσότερους από έναν πιστωτές και το ύψος των υποχρεώσεών του είναι μεγαλύτερο από την αξία των περιουσιακών του στοιχείων. Ένα νομικό πρόσωπο περιέρχεται σε κατάσταση έλλειψης ρευστότητας αν έχει καθυστερήσει περισσότερο από 30 ημέρες την εξόφληση δύο ή περισσότερων χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων προς περισσότερους από έναν πιστωτές. Ένα φυσικό πρόσωπο περιέρχεται σε κατάσταση έλλειψης ρευστότητας όταν δεν είναι σε θέση να εξοφλήσει τουλάχιστον μία από τις χρηματοοικονομικές του υποχρεώσεις εντός 180 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία το ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο.
  • Επάρκεια περιουσιακών στοιχείων: αν η επάρκεια των περιουσιακών στοιχείων για την κάλυψη των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας είναι αμφίβολη, το δικαστήριο διορίζει προσωρινό διαχειριστή ή προσωρινό σύνδικο («διαχειριστής» ή «διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας») για να εξετάσει την υπόθεση.

Προϋποθέσεις για την κίνηση της διαδικασίας εξυγίανσης:

Όπως και η πτωχευτική διαδικασία, η διαδικασία εξυγίανσης χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πλαίσιο του πρώτου μέρους (κατά την κίνηση της διαδικασίας εξυγίανσης) το δικαστήριο εξετάζει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της εξυγίανσης. Το στάδιο αυτό ξεκινά με την υποβολή αίτησης από πρόσωπο που νομιμοποιείται σχετικά (τον οφειλέτη ή έναν από τους πιστωτές) η αίτηση συνοδεύεται από σύσταση του διαχειριστή αφερεγγυότητας, σύμφωνα με την οποία ο οφειλέτης πρέπει να υπαχθεί σε καθεστώς εξυγίανσης. Το δεύτερο μέρος ξεκινά με την έγκριση της υπαγωγής σε καθεστώς εξυγίανσης σ’ αυτό το στάδιο, ο οφειλέτης, υπό την επίβλεψη του διαχειριστή αφερεγγυότητας και του δικαστηρίου και με τη συνεργασία των πιστωτών, καταρτίζει, συζητά και εγκρίνει σχέδιο εξυγίανσης, το οποίο στη συνέχεια υποβάλλεται στο δικαστήριο προς επικύρωση.

  • Ο οφειλέτης δύναται να υποβάλει αίτηση εξυγίανσης εφόσον ζητήσει τη γνώμη του διαχειριστή αφερεγγυότητας και αυτός προτείνει, σε γνώμη η οποία θα πρέπει να έχει διατυπωθεί το πολύ 30 ημέρες πριν από την υποβολή της αίτησης, την υπαγωγή του οφειλέτη σε καθεστώς εξυγίανσης.
  • Ένας πιστωτής μπορεί να υποβάλει αίτηση εξυγίανσης εφόσον ζητήσει τη γνώμη του διαχειριστή αφερεγγυότητας και αυτός προτείνει, σε γνώμη η οποία θα πρέπει να έχει διατυπωθεί το πολύ 30 ημέρες πριν από την υποβολή της αίτησης, την υπαγωγή του οφειλέτη σε διαδικασία εξυγίανσης και ο οφειλέτης συναινεί στην υποβολή της αίτησης.

Προϋποθέσεις για την κίνηση της διαδικασίας διαγραφής χρεών:

Προϋποθέσεις για την κίνηση της διαδικασίας διαγραφής χρεών: ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο (επιχειρηματίας ή καταναλωτής), έχει περατωθεί η διαδικασία της πτώχευσης, ο οφειλέτης έχει υποβάλει σχετική αίτηση και έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας. Ωστόσο, ο οφειλέτης δεν δικαιούται να επιδιώξει απαλλαγή από τα χρέη αν η πτωχευτική διαδικασία περατώθηκε επειδή τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν επαρκούσαν ούτε για την ικανοποίηση των απαιτήσεων κατά της περιουσίας. Άλλες προϋποθέσεις είναι να έχει περιέλθει ο οφειλέτης σε κατάσταση έλλειψης ρευστότητας την οποία θα πρέπει να έχει δηλώσει, να έχουν παρέλθει δέκα έτη από την τελευταία διαγραφή χρεών, να έχει επιβληθεί κατάσχεση (δηλαδή δέσμευση αγαθών) ή ανάλογη διαδικασία σε βάρος του οφειλέτη και ο οφειλέτης να μην εκτίει στερητική της ελευθερίας ποινή.

  • Η αίτηση μπορεί να υποβληθεί μαζί με την αίτηση πτώχευσης ή κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας και έως την περάτωσή της. Η αίτηση υποβάλλεται από τον οφειλέτη, ο οποίος ωστόσο πρέπει να εκπροσωπείται από το Κέντρο Νομικής Συνδρομής (Centrum právnej pomoci) η υποβολή της αίτησης γίνεται μόνο ηλεκτρονικά.
  • Ο οφειλέτης απαλλάσσεται από τα χρέη όταν το δικαστήριο εκδώσει απόφαση κήρυξης της πτώχευσης (διαγραφή χρεών μέσω πτώχευσης) ή διατάξει την εφαρμογή χρονοδιαγράμματος πληρωμών (διαγραφή χρεών μέσω χρονοδιαγράμματος πληρωμών). Δεν απαιτείται η έκδοση περαιτέρω αποφάσεων για τη διαγραφή χρεών.
  • Εκπλήρωση υποχρεώσεων: το δικαστήριο εγκρίνει τη διαγραφή χρεών εφόσον διαπιστώσει ότι ο οφειλέτης έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που προβλέπει η εφαρμοστέα νομοθεσία κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας σε διαφορετική περίπτωση, απορρίπτει την αίτηση. Καλή πίστη – τεκμαίρεται ότι ο οφειλέτης τελεί σε καλή πίστη το τεκμήριο αυτό μπορούν να το προσβάλουν οι πιστωτές στο πλαίσιο των «κλασικών» αστικών διαδικασιών, αλλά όχι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαγραφής χρεών.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Η πτωχευτική διαδικασία αφορά:

α) περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στον οφειλέτη κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης για την κήρυξη της πτώχευσης,

β) περιουσιακά στοιχεία που απέκτησε ο οφειλέτης κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας,

γ) περιουσιακά στοιχεία με τα οποία εξασφαλίζονται οι υποχρεώσεις του οφειλέτη,

δ) άλλα περιουσιακά στοιχεία που τυχόν προβλέπονται από τη νομοθεσία.

Τα περιουσιακά στοιχεία που υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία συνθέτουν την πτωχευτική περιουσία, η οποία διακρίνεται στη γενική περιουσία και στις επιμέρους περιουσίες που προορίζονται για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των ενέγγυων πιστωτών.

Τα ακόλουθα περιουσιακά στοιχεία εξαιρούνται από την πτωχευτική διαδικασία: περιουσιακά στοιχεία που είναι ακατάσχετα στο πλαίσιο των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης ή κατάσχεσης, τελωνειακές εγγυήσεις μέχρι του ποσού της τελωνειακής οφειλής, η φορολογική εγγύηση, καθώς και περιουσιακά στοιχεία που εξαιρούνται από την πτωχευτική διαδικασία δυνάμει ειδικών νομοθετικών διατάξεων. Το εισόδημα του οφειλέτη υπόκειται στην πτωχευτική διαδικασία στον βαθμό που δύναται να κατασχεθεί στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης ή κατάσχεσης. Το τμήμα των καθαρών αποδοχών που θα μπορούσε άλλως να αφαιρεθεί για την εξόφληση προνομιούχων απαιτήσεων υπόκειται στην πτωχευτική διαδικασία μόνο στον βαθμό στον οποίο προορίζεται για την ικανοποίηση απαίτησης κατά της περιουσίας.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

Ο ρόλος των μερών στα διάφορα είδη διαδικασιών:

• Οι γενικές υποχρεώσεις του οφειλέτη:

o     Ο οφειλέτης υποχρεούται να αποτρέψει την αφερεγγυότητα. Εάν επίκειται η αφερεγγυότητα, ο οφειλέτης υποχρεούται να λάβει κατάλληλα και αναλογικά μέτρα, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, για την αποτροπή της. Η υποβολή αίτησης εξυγίανσης δεν απαλλάσσει τον οφειλέτη από την υποχρέωση υποβολής αίτησης για την κήρυξη πτώχευσης (η πτωχευτική διαδικασία παύει, αν εγκριθεί η υπαγωγή στη διαδικασία εξυγίανσης).

Ρόλος των μερών στη διαδικασία πτώχευσης:

• Διαχειριστής αφερεγγυότητας:

o     Κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας κατά κύριο λόγο διαχειρίζεται τα περιουσιακά στοιχεία που υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία, τα ρευστοποιεί και χρησιμοποιεί τα προϊόντα της ρευστοποίησης για να ικανοποιήσει τους πιστωτές του οφειλέτη.

o     Όταν εκδοθεί η απόφαση για την κήρυξη της πτώχευσης, το δικαίωμα του οφειλέτη για διάθεση των περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία και το δικαίωμα να ενεργεί για ίδιο λογαριασμό σε υποθέσεις που αφορούν τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία περιέρχονται στον διαχειριστή αφερεγγυότητας, ο οποίος, από το σημείο αυτό και έπειτα, ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό του οφειλέτη.

Ρόλος των μερών στη διαδικασία εξυγίανσης:

• Διαχειριστής αφερεγγυότητας:

o     Ο κύριος ρόλος του διαχειριστή αφερεγγυότητας είναι η κατάρτιση του σχεδίου εξυγίανσης σε συνεργασία με τον οφειλέτη και τους πιστωτές.

o     Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ελέγχει τις απαιτήσεις που έχουν αναγγελθεί και τις επαληθεύει ή τις αμφισβητεί.

o          Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας επιβλέπει τον οφειλέτη. Η επίβλεψη περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την έγκριση των δικαιοπραξιών του οφειλέτη, οι οποίες είχαν προσδιοριστεί στην απόφαση του δικαστηρίου με την οποία έγινε δεκτή η υπαγωγή στη διαδικασία εξυγίανσης.

• Οφειλέτης:

• Ο οφειλέτης διεκπεραιώνει τις εργασίες που προβλέπονται στο σχέδιο εξυγίανσης.

• Ο οφειλέτης δικαιούται επίσης να υποβάλει πρόταση στον διαχειριστή αφερεγγυότητας για την αμφισβήτηση αναγγελθείσας απαίτησης.

• Ο οφειλέτης ενεργεί ιδίω ονόματι και για ίδιο λογαριασμό.

Ο ρόλος των μερών στη διαδικασία διαγραφής χρεών (και στα δύο είδη):

• Οφειλέτης:

o     Με την έγκριση της διαγραφής των χρεών, ανοίγει δοκιμαστική τριετής περίοδος, κατά τη διάρκεια της οποίας ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλλει στον διαχειριστή αφερεγγυότητας, στο τέλος κάθε έτους, το χρηματικό ποσό που έχει καθοριστεί από το δικαστήριο το ποσό αυτό δεν υπερβαίνει το 70% επί του συνολικού καθαρού εισοδήματος του οφειλέτη για το προηγούμενο δοκιμαστικό έτος. Μετά την αφαίρεση της αμοιβής του, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας διανέμει συμμέτρως το ποσό στους πιστωτές του οφειλέτη σύμφωνα με τον οριστικό πίνακα διανομής.

o     Κατά τη διάρκεια αυτής της δοκιμαστικής περιόδου, ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλλει εύλογες προσπάθειες για να βρει απασχόληση προκειμένου να εξασφαλίσει εισόδημα, ή την κατάλληλη αυτοαπασχόληση για τον ίδιο σκοπό, και να παρέχει όλες τις πληροφορίες που ζητεί ο διαχειριστής αφερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με το εισόδημα, τις δαπάνες και τυχόν αλλαγές στη διεύθυνσης κατοικίας, την απασχόληση ή τον τόπο εργασίας.

o     Οι δικαιοπραξίες τις οποίες συνάπτει ο οφειλέτης κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου υπόκεινται στην έγγραφη συγκατάθεση του διαχειριστή αφερεγγυότητας, εντός του πεδίου που καθόρισε το δικαστήριο που έκανε δεκτή τη διαγραφή των χρεών.

o     Ο οφειλέτης, εκπροσωπούμενος από το Κέντρο Νομικής Συνδρομής, καταθέτει αίτηση στην οποία επισυνάπτει το βιογραφικό του σημείωμα, κατάλογο των συνδεδεμένων μερών, των τρεχόντων και παλαιών περιουσιακών στοιχείων, καθώς και κατάλογο των πιστωτών. Ο οφειλέτης δηλώνει την έλλειψη ρευστότητας και τεκμηριώνει την επιβολή κατάσχεσης.

o     Κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας, ο οφειλέτης οφείλει να αποδεχθεί την περιέλευση του δικαιώματος διάθεσης των περιουσιακών στον διαχειριστή αφερεγγυότητας.

• Διαχειριστής αφερεγγυότητας:

o     Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας συντάσσει κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται στην πτωχευτική περιουσία και προβαίνει σε διάθεση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων.

o     Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας καταγγέλλει ορισμένες συμβάσεις.

o     Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ρευστοποιεί τα περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας, καταβάλλει τα έξοδα της πτωχευτικής διαδικασίας, προτείνει τον πίνακα διανομής του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων και, στη συνέχεια, προβαίνει σε εφαρμογή του.

o     Εάν στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας εφαρμόζεται χρονοδιάγραμμα πληρωμών, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας συντάσσει το χρονοδιάγραμμα και το υποβάλλει στο δικαστήριο προς έγκριση.

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Πτώχευση: Απαίτηση που είχε καταστεί απαιτητή κατά του οφειλέτη πριν από την κήρυξή του σε πτώχευση δεν μπορεί να συμψηφιστεί με απαίτηση του οφειλέτη που καθίσταται απαιτητή μετά την κήρυξη της πτώχευσης αυτό ισχύει και για τις υπό αίρεση απαιτήσεις που αναγγέλλονται στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας. Απαιτήσεις οι οποίες δεν έχουν αναγγελθεί με τον τρόπο που προβλέπεται στη νομοθεσία, αναγγελθείσες απαιτήσεις που αποκτήθηκαν μέσω εκχώρησης ή μεταβίβασης μετά την κήρυξη της πτώχευσης, καθώς και απαιτήσεις που αποκτήθηκαν δυνάμει δικαιοπραξιών που δύνανται να προσβληθούν, δεν μπορούν να συμψηφιστούν με καμία απαίτηση του οφειλέτη. Δεν είναι δυνατός ο συμψηφισμός απαιτήσεων με απαίτηση που απορρέει από την ευθύνη του οφειλέτη για μη υποβολή αίτησης πτώχευσης. Αυτό δεν αποκλείει τον συμψηφισμό άλλων απαιτήσεων.

Εξυγίανση: Ισχύουν ως έχουν οι ρυθμίσεις του αστικού δικαίου.

Διαγραφή χρεών μέσω πτώχευσης: Απαίτηση που προκύπτει μετά την κήρυξη της πτώχευσης δεν μπορεί να συμψηφιστεί με ανταπαίτηση του οφειλέτη η οποία είχε προκύψει πριν από την κήρυξη του σε πτώχευση. Απαίτηση που είχε προκύψει πριν από την κήρυξη της πτώχευσης δεν μπορεί να συμψηφιστεί με ανταπαίτηση του οφειλέτη η οποία προκύπτει μετά την κήρυξή του σε πτώχευση. Αυτό δεν αποκλείει τον συμψηφισμό άλλων απαιτήσεων.

Διαγραφή χρεών μέσω χρονοδιαγράμματος πληρωμών: Ισχύουν ως έχουν οι ρυθμίσεις του αστικού δικαίου.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Πτώχευση: Αν ο οφειλέτης είχε συνάψει αμφοτεροβαρή σύμβαση πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, την οποία έχει εκτελέσει, ενώ ο αντισυμβαλλόμενος δεν την έχει εκτελέσει ή την έχει εκτελέσει μόνο εν μέρει κατά τον χρόνο κήρυξης της πτώχευσης, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί να απαιτήσει την εκτέλεση της σύμβασης ή, εναλλακτικά, να υπαναχωρήσει από αυτήν. Εάν, κατά το χρονικό αυτό σημείο, ο αντισυμβαλλόμενος έχει εκτελέσει τη σύμβαση μόνο εν μέρει, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί να υπαναχωρήσει μόνο ως προς τις συμβατικές υποχρεώσεις που δεν έχει ακόμη εκπληρώσει ο αντισυμβαλλόμενος.

Αν, πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ο οφειλέτης είχε συνάψει αμφοτεροβαρή σύμβαση την οποία ο αντισυμβαλλόμενος έχει εκτελέσει, ενώ ο οφειλέτης δεν την έχει εκτελέσει ή την έχει εκτελέσει μόνο εν μέρει κατά τον χρόνο κήρυξης της πτώχευσης, ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να υπαναχωρήσει ως προς τις συμβατικές υποχρεώσεις που δεν έχει ακόμη εκπληρώσει ο οφειλέτης εντούτοις, οι απαιτήσεις του αντισυμβαλλόμενου που προκύπτουν από την υπαναχώρηση από τη σύμβαση μπορούν να συμπεριληφθούν στην πτωχευτική διαδικασία μόνον αν αναγγελθούν ως απαιτήσεις υπό αίρεση.

Εάν, πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ο οφειλέτης είχε συνάψει αμφοτεροβαρή σύμβαση, την οποία ούτε ο οφειλέτης ούτε ο αντισυμβαλλόμενος έχουν εκτελέσει ή την οποία ο οφειλέτης και ο αντισυμβαλλόμενος έχουν εκτελέσει μόνο εν μέρει κατά την κήρυξη της πτώχευσης, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας και ο αντισυμβαλλόμενος μπορούν να υπαναχωρήσουν ως προς τις συμβατικές υποχρεώσεις τους τις οποίες δεν έχουν ακόμη εκπληρώσει εντούτοις, οι απαιτήσεις του αντισυμβαλλόμενου που προκύπτουν από την υπαναχώρηση από τη σύμβαση μπορούν να συμπεριληφθούν στην πτωχευτική διαδικασία μόνο αν αναγγελθούν ως απαιτήσεις υπό αίρεση.

Εάν, πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ο οφειλέτης είχε συνάψει σύμβαση, αντικείμενο της οποίας είναι η υποχρέωση του οφειλέτη προς διαρκή ή επαναλαμβανόμενη ενέργεια ή η υποχρέωσή του για αποχή από συγκεκριμένη ενέργεια ή ανοχή συγκεκριμένης ενέργειας, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση με προειδοποίηση δύο μηνών, εκτός εάν ο νόμος ή η σύμβαση προβλέπουν βραχύτερη προθεσμία για την καταγγελία της σύμβασης ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση ακόμη και αν η διάρκειά της είχε συμφωνηθεί για ορισμένο χρόνο. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί να καταγγείλει σύμβαση μίσθωσης μόνο υπό τους όρους που προβλέπονται στον Αστικό Κώδικα (Občiansky zákonník). Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται σε συμβάσεις που συνάπτονται δυνάμει του Εργατικού Κώδικα (Zákonník práce).

Εάν ο αντισυμβαλλόμενος υποχρεούται να εκτελέσει πρώτος τη σύμβαση που είχε συνάψει με τον οφειλέτη πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, μπορεί να αρνηθεί να εκτελέσει τη σύμβαση έως ότου πραγματοποιηθεί ή διασφαλιστεί η αμοιβαία εκπλήρωση.

Όσον αφορά τις συμβάσεις που είχαν συναφθεί με τον οφειλέτη πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, οι απαιτήσεις του αντισυμβαλλόμενου που αφορούν την εκπλήρωση της παροχής του προς τον διαχειριστή αφερεγγυότητας μετά την κήρυξη της πτώχευσης αποτελούν απαιτήσεις κατά της περιουσίας. Όσον αφορά τις συμβάσεις που είχαν συναφθεί με τον οφειλέτη πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, οποιαδήποτε άλλη απαίτηση του αντισυμβαλλόμενου που προκύπτει μετά την κήρυξη της πτώχευσης μπορεί να συμπεριληφθεί στην πτωχευτική διαδικασία μόνο αν αναγγελθεί ως υπό αίρεση απαίτηση – εκτός εάν η νομοθεσία προβλέπει διαφορετικά.

Εάν, πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ο οφειλέτης είχε προβεί σε πώληση πράγματος με επιφύλαξη κυριότητας και είχε παραδώσει το πράγμα στον αγοραστή, ο αγοραστής μπορεί να το επιστρέψει ή να απαιτήσει την εκπλήρωση της σύμβασης.

Εάν, πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ο οφειλέτης είχε προβεί σε αγορά και παραλαβή πράγματος με επιφύλαξη κυριότητας, χωρίς να αποκτήσει την κυριότητα του πράγματος, ο πωλητής δεν μπορεί να απαιτήσει την επιστροφή του πράγματος όταν ο διαχειριστής αφερεγγυότητας εκπληρώνει τις υποχρεώσεις δυνάμει της σύμβασης, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κατόπιν σχετικής όχλησης από τον πωλητή. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση πώλησης πράγματος με επιφύλαξη κυριότητας, εφόσον το πράγμα βρίσκεται στην κατοχή του οφειλέτη και ο διαχειριστής αφερεγγυότητας κρίνει, επιδεικνύοντας επαγγελματική ευσυνειδησία, ότι η εκπλήρωση των υποχρεώσεων είναι πιο συμφέρουσα για την περιουσία. Εάν το πράγμα δεν βρίσκεται στην κατοχή του οφειλέτη, τυχόν απαιτήσεις μπορούν να συμπεριληφθούν στην πτωχευτική διαδικασία μόνο αν αναγγελθούν.

Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται αναλογικά σε σύμβαση με αντικείμενο τη μίσθωση πράγματος που συνάπτεται με συμφωνημένο μίσθωμα και για ορισμένο χρόνο, με στόχο την απόκτηση της κυριότητας του μισθωμένου πράγματος.

Εξυγίανση: Ο αντισυμβαλλόμενος δεν μπορεί να καταγγείλει ούτε να υπαναχωρήσει από σύμβαση που έχει συναφθεί με τον οφειλέτη προβάλλοντας ως λόγο την καθυστέρηση του οφειλέτη στην εκπλήρωση παροχής την οποία ο αντισυμβαλλόμενος είχε δικαίωμα να απαιτήσει πριν από την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης τυχόν καταγγελία ή υπαναχώρηση από τη σύμβαση γι’ αυτόν τον λόγο είναι ανίσχυρη. Συμβατικές ρυθμίσεις που επιτρέπουν στον αντισυμβαλλόμενο να προβεί σε καταγγελία ή υπαναχώρηση από σύμβαση που έχει συναφθεί με τον οφειλέτη, λόγω υπαγωγής του τελευταίου σε διαδικασία εξυγίανσης ή πτωχευτική διαδικασία, είναι ανίσχυρες.

Διαγραφή χρεών μέσω πτώχευσης: Μετά την κήρυξη της πτώχευσης είναι δυνατή η καταγγελία σύμβασης που έχει ως αντικείμενο την υποχρέωση προς διαρκή ή επαναλαμβανόμενη ενέργεια ή την υποχρέωση για αποχή από συγκεκριμένη ενέργεια ή για ανοχή συγκεκριμένης ενέργειας, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω σύμβαση είχε συναφθεί πριν από την κήρυξη της πτώχευσης. Εάν η σύμβαση αφορά περιουσιακά στοιχεία που υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία, η σύμβαση είναι δυνατόν να καταγγελθεί από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας σε άλλες περιπτώσεις, τη σύμβαση μπορεί να καταγγείλει ο οφειλέτης. Η καταγγελία ισχύει από την επίδοση ή κοινοποίηση της σχετικής ειδοποίησης στον αντισυμβαλλόμενο. Είναι δυνατή η καταγγελία σύμβασης ακόμα και αν η διάρκεια της σύμβασης είχε συμφωνηθεί για ορισμένο χρόνο. Σύμβαση μίσθωσης κατοικίας που αφορά τρίτο ως μισθωτή μπορεί να καταγγελθεί μόνο υπό τους όρους που προβλέπονται στον Αστικό Κώδικα και στις ειδικές νομοθετικές διατάξεις.

Ο οφειλέτης, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας και ο αντισυμβαλλόμενος μπορούν να υπαναχωρήσουν από άλλες συμβάσεις εφόσον είχαν συναφθεί πριν από την κήρυξη της πτώχευσης και δεν έχουν ακόμη εκτελεστεί πλήρως. Αυτή η δυνατότητα υπαναχώρησης ισχύει μόνο ως προς τις υποχρεώσεις οι οποίες δεν έχουν ακόμη αμοιβαίως εκπληρωθεί από τα μέρη.

Οι διατάξεις σχετικά με την πώληση πράγματος με επιφύλαξη κυριότητας, και σχετικά με τις συμβάσεις των οποίων το αντικείμενο είναι η μίσθωση πράγματος με συμφωνημένο μίσθωμα και για ορισμένο χρόνο με στόχο την απόκτηση της κυριότητας του μισθωμένου πράγματος, εφαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο όπως στην πτωχευτική διαδικασία.

Οι διατάξεις που παρατίθενται ανωτέρω δεν εφαρμόζονται σε συμβάσεις και συμφωνίες που συνάπτονται δυνάμει του Εργατικού Κώδικα.

Διαγραφή χρεών μέσω χρονοδιαγράμματος πληρωμών: Δεν υφίστανται ειδικές διατάξεις που να ρυθμίζουν τις συμβατικές σχέσεις του οφειλέτη εφαρμόζονται οι «κλασικές» ρυθμίσεις του αστικού και εμπορικού δικαίου.

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

Συνέπειες της κήρυξης της πτώχευσης:

  • Δεν επιτρέπεται να ξεκινήσει διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης ή κατάσχεσης των περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία για όσο διάστημα διαρκεί η πτωχευτική διαδικασία τυχόν διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης ή κατάσχεσης που έχει ήδη ξεκινήσει παύει κατά την κήρυξη της πτώχευσης.
  • Δεν είναι δυνατή η έναρξη ή συνέχιση αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση δικαιώματος εμπράγματης ασφάλειας επί περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στον οφειλέτη για υποχρεώσεις του οφειλέτη που έχουν εξασφαλιστεί με εμπράγματη ασφάλεια αυτό, ωστόσο, δεν εφαρμόζεται σε:
    • εκτέλεση για την ικανοποίηση δικαιώματος εμπράγματης ασφάλειας που αφορά χρηματικά ποσά ή απαιτήσεις από τραπεζικό λογαριασμό σε τράπεζα ή υποκατάστημα ξένης τράπεζας
    • κρατικά ομόλογα
    • κινητές αξίες.
  • Εάν, πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, αντικείμενο που υπόκειται στην πτωχευτική διαδικασία είχε κατακυρωθεί σε πλειοδότη στο πλαίσιο πλειστηριασμού δυνάμει ειδικής νομοθετικής διάταξης και ο πλειοδότης έχει καταβάλει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού το τίμημα που είχε καθοριστεί στον πλειστηριασμό, η κυριότητα ή άλλο δικαίωμα επί του αντικειμένου του πλειστηριασμού περιέρχεται στον πλειοδότη. Το πλειστηρίασμα καθίσταται μέρος της οικείας περιουσίας, ενώ τα έξοδα του πλειστηριασμού συνιστούν απαίτηση κατά της εν λόγω περιουσίας αν τη διενέργεια πλειστηριασμού είχε ζητήσει πιστωτής με εξασφαλισμένη απαίτηση, το πλειστηρίασμα καταβάλλεται στον πιστωτή μέχρι του ποσού της εξασφαλισμένης απαίτησης, ως εάν δεν είχε κηρυχθεί η πτώχευση.

Συνέπειες της εξυγίανσης:

•      Δεν επιτρέπεται να ξεκινήσει διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης ή κατάσχεσης των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στον οφειλέτη για απαίτηση που έχει αναγγελθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας εξυγίανσης τυχόν διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης ή κατάσχεσης που έχει ήδη ξεκινήσει αναστέλλεται κατά την κήρυξη της πτώχευσης και στη συνέχεια παύει σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας. Εάν είχαν ήδη ρευστοποιηθεί περιουσιακά στοιχεία στο πλαίσιο αυτών των διαδικασιών, αλλά το προϊόν της ρευστοποίησης δεν έχει καταβληθεί στον δικαιούχο, αυτό επιστρέφεται στον οφειλέτη, αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της διαδικασίας.

  • Δεν είναι δυνατή η έναρξη ή συνέχιση εκτέλεσης για την ικανοποίηση δικαιώματος εμπράγματης ασφάλειας επί περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στον οφειλέτη, για εξασφαλισμένη απαίτηση που έχει αναγγελθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας εξυγίανσης.

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

Πτώχευση:

  • Με την κήρυξη της πτώχευσης, αναστέλλονται όλες οι δικαστικές και λοιπές διαδικασίες, και οι προθεσμίες διακόπτονται.
    • Η συνέχιση των εν λόγω διαδικασιών είναι δυνατή κατόπιν πρότασης του διαχειριστή αφερεγγυότητας, ο οποίος με την κατάθεση της αίτησης για τη συνέχιση της διαδικασίας καθίσταται διάδικος στη θέση του οφειλέτη.
    • Δεν αναστέλλονται οι ακόλουθες διαδικασίες:
      • διαδικασίες για την επίλυση κρίσεων χρηματοοικονομικών αγορών κατά την έννοια της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014,
      • φορολογικές διαδικασίες,
      • τελωνειακές διαδικασίες,
      • διαδικασίες απαλλοτρίωσης,
      • διαδικασίες για την επιδίκαση διατροφής,
      • ποινικές διαδικασίες (ωστόσο, δεν μπορεί να εκδοθεί απόφαση που επιδικάζει αποζημίωση)
      • ακόμα και στις ανωτέρω διαδικασίες, η προθεσμία στη διάθεση του διαχειριστή αφερεγγυότητας για την άσκηση ένδικου βοηθήματος δεν εκπνέει αν δεν παρέλθουν τουλάχιστον 30 ημέρες από την πρώτη συνέλευση των πιστωτών.

Εξυγίανση:

  • Όταν εγκριθεί η υπαγωγή σε καθεστώς εξυγίανσης, αναστέλλονται τυχόν δικαστικές και διαιτητικές διαδικασίες οι οποίες αφορούν απαιτήσεις που αναγγέλλονται στο πλαίσιο της διαδικασίας εξυγίανσης.
  • Απαιτήσεις μπορούν να υποβληθούν μόνο με αναγγελία (με τη διαδικασία αμφισβήτησης ή επαλήθευσης των απαιτήσεων).

Διαγραφή χρεών μέσω πτώχευσης:

  • Οι δικαστικές διαδικασίες με αντικείμενο απαίτηση που μπορεί να ικανοποιηθεί μόνο στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας παύουν ωστόσο, η προθεσμία παραγραφής δεν εκπνέει αν δεν παρέλθουν τουλάχιστον 60 ημέρες από την κήρυξη της πτώχευσης.
  • Εάν οι εργασίες της πτώχευσης παύσουν λόγω μη πλήρωσης των προϋποθέσεων της πτωχευτικής διαδικασίας, η παύση των διαδικασιών δεν λαμβάνεται υπόψη.
  • Εάν αμφισβητηθεί από άλλον πιστωτή απαίτηση που δεν επηρεάζεται από τη διαγραφή χρεών, η αμφισβήτηση της απαίτησης παρέχει στον πιστωτή το δικαίωμα να παρέμβει στη διαδικασία.

Διαγραφή χρεών μέσω χρονοδιαγράμματος πληρωμών:

  • Αυτή η διαδικασία δεν έχει καμία συνέπεια επί δικαστικών ή άλλων διαδικασιών.

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

Πτώχευση:

  • Πιστωτές:
    • Οι πιστωτές ασκούν αυτοδικαίως τη βούλησή τους όσον αφορά τη διεξαγωγή της πτωχευτικής διαδικασίας, είτε αυτοτελώς είτε μέσω των οργάνων των πιστωτών. Με τον τρόπο αυτόν μπορούν να επηρεάζουν την πτωχευτική διαδικασία και να επιβλέπουν τη διαχείριση και τη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων. Έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν στον διαχειριστή αφερεγγυότητας οδηγίες σχετικά με τις περαιτέρω ενέργειες που πρέπει να αναληφθούν μπορούν επίσης να αμφισβητήσουν απαιτήσεις κ.λπ.
    • Κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, το δικαστήριο εποπτεύει τις εργασίες του διαχειριστή αφερεγγυότητας.

Εξυγίανση:

  • Πιστωτές:
    • Ο ρόλος των πιστωτών είναι να συνεισφέρουν, μέσω των οργάνων των πιστωτών, στην κατάρτιση και την έγκριση του σχεδίου εξυγίανσης.
    • Ο πιστωτής που αναγγέλλει απαίτησή του στον διαχειριστή αφερεγγυότητας δικαιούται να υποβάλει στον διαχειριστή αφερεγγυότητας πρόταση για την αμφισβήτηση (άλλης) αναγγελθείσας απαίτησης.

Διαγραφή χρεών μέσω πτώχευσης:

  • Πιστωτές:
    • Οι πιστωτές πρέπει να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους.
    • Οι ενέγγυοι πιστωτές μπορούν να εξετάσουν το ενδεχόμενο αναγγελίας των απαιτήσεων τους έχουν, ωστόσο, επίσης τη δυνατότητα να εκτελέσουν τις εμπράγματες ασφάλειες τους.
    • Ένας πιστωτής μπορεί να αμφισβητήσει τις απαιτήσεις άλλων πιστωτών.
    • Ένας πιστωτής μπορεί να ενεργεί ως εκπρόσωπος των πιστωτών.
  • Ένας πιστωτής μπορεί σε μεταγενέστερο στάδιο (μετά την περάτωση της διαδικασίας) να ασκήσει αγωγή κατά του οφειλέτη για την ακύρωση της διαγραφής χρεών λόγω κακοπιστίας.

Διαγραφή χρεών μέσω χρονοδιαγράμματος πληρωμών:

  • Πιστωτές:
    • Το χρονοδιάγραμμα πληρωμών αφορά αποκλειστικά τους ανέγγυους πιστωτές οι ενέγγυοι πιστωτές δεν επηρεάζονται από τη διαγραφή χρεών με χρονοδιάγραμμα πληρωμών.
    • Οι πιστωτές οφείλουν να αποδεχθούν την προστασία έναντι των πιστωτών που χορηγεί το δικαστήριο στον οφειλέτη.
    • Πιστωτής που επηρεάζεται από το χρονοδιάγραμμα πληρωμών μπορεί να προβάλει αντιρρήσεις κατά του χρονοδιαγράμματος πληρωμών αφού ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ανακοινώσει την κατάρτιση του χρονοδιαγράμματος αντιρρήσεις μπορούν να προβληθούν και κατά του προτεινόμενου ποσοστού για την ικανοποίηση των ανέγγυων πιστωτών.
    • Ένας πιστωτής μπορεί σε μεταγενέστερο στάδιο (μετά την περάτωση της διαδικασίας) να ασκήσει αγωγή κατά του οφειλέτη για την ακύρωση της διαγραφής χρεών λόγω κακοπιστίας.

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

Πτώχευση

  • Όταν εκδοθεί η απόφαση για την κήρυξη της πτώχευσης, το δικαίωμα του οφειλέτη για διάθεση των περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία και το δικαίωμα να ενεργεί για ίδιο λογαριασμό σε υποθέσεις που αφορούν τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία περιέρχονται στον διαχειριστή αφερεγγυότητας, ο οποίος, από το σημείο αυτό και έπειτα, ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό του οφειλέτη.
  • Εάν οι δικαιοπραξίες που συνάπτει ο οφειλέτης κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας είναι επιβλαβείς για τα περιουσιακά στοιχεία που υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία, οι δικαιοπραξίες αυτές είναι ανίσχυρες ως προς τους πιστωτές αυτό δεν θίγει το κύρος τους.
  • Στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας, όσοι έχουν οφειλές που υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία υποχρεούνται να τις εξοφλήσουν στον διαχειριστή αφερεγγυότητας αυτή η υποχρέωση ισχύει ακόμα και αν τις εξοφλήσουν σε άλλον, εκτός εάν ο διαχειριστής αφερεγγυότητας εισπράξει τις εν λόγω πληρωμές.
  • Κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, ο οφειλέτης μπορεί να αρνηθεί δωρεά ή να αποποιηθεί κληρονομιά μόνο με τη συγκατάθεση του διαχειριστή αφερεγγυότητας ειδάλλως, η άρνηση της δωρεάς και η αποποίηση της κληρονομιάς είναι ανίσχυρες ως προς τους πιστωτές.
  • Εάν εκδοθεί απόφαση πτώχευσης για νομικό πρόσωπο που τελεί υπό εκκαθάριση, η εκκαθάριση διακόπτεται έως ότου ακυρωθεί η πτωχευτική διαδικασία.
  • Το αρμόδιο όργανο (η επιτροπή των πιστωτών, ενέγγυος πιστωτής ή, σε ειδικές περιπτώσεις, το δικαστήριο) παρέχει οδηγίες και συστάσεις στον διαχειριστή αφερεγγυότητας σχετικά με τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων, τη λειτουργία της επιχείρησης του οφειλέτη ή τμήματος αυτής και τη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένης της εκμίσθωσης του συνόλου ή σημαντικού μέρους των περιουσιακών στοιχείων (με την επιφύλαξη περιορισμών, όταν η επιχείρηση βρίσκεται σε λειτουργία).
  • Το αρμόδιο όργανο παρέχει επίσης οδηγίες σχετικά με:
    • τη σύναψη συμφωνίας για την προσωρινή παροχή κεφαλαίων με σκοπό τη λειτουργία της επιχείρησης του οφειλέτη
    • τη συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης του οφειλέτη εφόσον πρόκειται για συγκεκριμένο είδος χρηματοοικονομικού φορέα
    • τη σύσταση βάρους επί των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη
    • τη σύναψη συμφωνίας που αφορά τη λειτουργία της επιχείρησης του οφειλέτη, στο πλαίσιο της οποίας ο διαχειριστής αφερεγγυότητας αναλαμβάνει τη συνέχιση της λειτουργίας πέραν ενός καθορισμένου χρονικού διαστήματος ή καθορισμένου ποσοστού του κύκλου εργασιών.
    • Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας υποχρεούται να ζητήσει οδηγίες πριν από την κατάρτιση της αρχικής δικαιοπραξίας γι’ αυτό το ζήτημα και οφείλει να μην προβεί στην κατάρτιση έως ότου του παρασχεθούν οι σχετικές οδηγίες. Εάν το αρμόδιο όργανο δεν απαντήσει, ο διαχειριστής ζητεί από το δικαστήριο να ορίσει τις περαιτέρω ενέργειες η απόφαση του δικαστηρίου είναι δεσμευτική για τον διαχειριστή. Η αίτηση του διαχειριστή πρέπει να περιλαμβάνει όλες τις σχετικές πληροφορίες.
    • Όσον αφορά άλλα ζητήματα, το αρμόδιο όργανο έχει τη δυνατότητα να συστήσει στον διαχειριστή αφερεγγυότητας πώς να ενεργήσει και, εάν ο διαχειριστής αρνηθεί να συμμορφωθεί με την εν λόγω σύσταση, το όργανο μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να ορίσει τις περαιτέρω ενέργειες η απόφαση του δικαστηρίου είναι δεσμευτική για τον διαχειριστή.
    • Εάν το αρμόδιο όργανο υποδείξει στον διαχειριστή να προβεί σε ενέργεια η οποία αντίκειται στα συμφέροντα των άλλων πιστωτών ή στους κανόνες που διέπουν τη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας οφείλει να αρνηθεί να ενεργήσει βάσει της εν λόγω υπόδειξης και να ζητήσει από το όργανο να την τροποποιήσει. Εάν το αρμόδιο όργανο δεν το πράξει, ο διαχειριστής ζητεί από το δικαστήριο να ορίσει τις περαιτέρω ενέργειες η απόφαση του δικαστηρίου είναι δεσμευτική για τον διαχειριστή.
    • Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας διαχειρίζεται με επαγγελματική ευσυνειδησία τα περιουσιακά στοιχεία που υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία, προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία προστατεύονται επαρκώς από τυχόν απώλεια, φθορά, καταστροφή ή άλλη απομείωση και ότι οι δαπάνες που πραγματοποιούνται για τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων είναι οι απολύτως αναγκαίες, κατόπιν εκτίμησης της σκοπιμότητας και της οικονομίας των εν λόγω δαπανών.
    • Στο πλαίσιο της διαχείρισης των περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας δεν επιτρέπεται να ευνοήσει κανέναν από τους πιστωτές ούτε να δίνει προτεραιότητα στα προσωπικά του συμφέροντα ή σε συμφέροντα άλλων εις βάρος του κοινού συμφέροντος του συνόλου των πιστωτών.
    • Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας έχει τη δυνατότητα να εκμισθώσει περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στον οφειλέτη και υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία. Η σύμβαση μίσθωσης που συνάπτει ο διαχειριστής αφερεγγυότητας πρέπει να προβλέπει μίσθωμα που ανέρχεται τουλάχιστον στο σύνηθες ποσό του μισθώματος έναντι του οποίου μισθώνεται το εν λόγω στοιχείο στον δεδομένο τόπο και χρόνο ο διαχειριστής αφερεγγυότητας οφείλει επίσης να διασφαλίσει ότι η σύμβαση μίσθωσης δεν δημιουργεί άλλες υποχρεώσεις για τον οφειλέτη πέραν αυτών που προβλέπονται από τον νόμο, και ότι οι υποχρεώσεις του μισθωτή δυνάμει της σύμβασης μίσθωσης εξασφαλίζονται δεόντως πρέπει επίσης να διασφαλίσει ότι είναι δυνατή η καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης με προειδοποίηση ενός μηνός. Εάν δεν πληρούνται αυτοί οι όροι, η σύναψη σύμβασης μίσθωσης από τον διαχειριστή είναι δυνατή μόνο με τη συγκατάθεση του αρμόδιου οργάνου. Το εισόδημα από την εν λόγω μίσθωση λογίζεται ως προϊόν ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία.
    • Μετά την κήρυξη της πτώχευσης, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί να συνεχίσει ορισμένες από τις δραστηριότητες που σχετίζονται με την επιχειρηματική δραστηριότητα του οφειλέτη, εφόσον με τον τρόπο αυτό αυξάνεται η αξία των περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία ή αποτρέπεται η μείωση της αξίας τους. Εάν το κόστος αυτών των δραστηριοτήτων είναι υψηλότερο από τα έσοδα που προκύπτουν από αυτές, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας διακόπτει αμελλητί τις εν λόγω δραστηριότητες.
  • Ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων
  • Ο σκοπός της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία είναι η επίτευξη όσο το δυνατόν μεγαλύτερων εσόδων, στο βραχύτερο δυνατό διάστημα και με τις ελάχιστες δυνατές δαπάνες. Κατά τη ρευστοποίηση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας επιλέγει με επαγγελματική ευσυνειδησία τη μέθοδο που θα εξυπηρετήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον σκοπό της ρευστοποίησης και συμμορφώνεται με τους κανόνες που καθορίζονται στη νομοθεσία σχετικά με τη ρευστοποίηση.
  • Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας που διορίστηκε κατά τον χρόνο κήρυξης της πτώχευσης, προβαίνει αμελλητί στη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται σε άμεσο κίνδυνο φθοράς, καταστροφής ή άλλης σημαντικής απομείωσης σ’ αυτή την περίπτωση, δεν απαιτείται η παροχή οδηγιών από το αρμόδιο όργανο ούτε απόφαση δικαστηρίου. Ο διαχειριστής δύναται να ξεκινήσει τη ρευστοποίηση των άλλων περιουσιακών στοιχείων μετά την πρώτη συνέλευση των πιστωτών.
  • Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας τηρεί διαφανή αρχεία της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία τα αρχεία για τη γενική περιουσία και για κάθε επιμέρους περιουσία πρέπει να τηρούνται χωριστά. Μετά τη ρευστοποίηση κάθε περιουσιακού στοιχείου, ο διαχειριστής κατανέμει το προϊόν της ρευστοποίησης στο τμήμα του καταλόγου στο οποίο ανήκει το περιουσιακό στοιχείο που αποτέλεσε το αντικείμενο της ρευστοποίησης. Αν ο διαχειριστής ρευστοποιήσει ταυτόχρονα διάφορα στοιχεία και δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός των επιμέρους εσόδων, ο διαχειριστής επιμερίζει αναλογικά το συνολικό προϊόν της ρευστοποίησης μεταξύ των ρευστοποιηθέντων στοιχείων σύμφωνα με την αντίστοιχη αξία τους που αναγράφεται στον κατάλογο.
  • Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας καταθέτει το προϊόν της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται στην πτωχευτική περιουσία σε λογαριασμό που τηρείται σε τράπεζα ή σε υποκατάστημα ξένης τράπεζας ο τόκος που καταβάλλεται από την τράπεζα ή από το υποκατάστημα της ξένης τράπεζας επί του υπολοίπου του λογαριασμού λογίζεται ως προϊόν της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία.
  • Για τους σκοπούς της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας δύναται:
    • α) να προκηρύξει δημόσιο διαγωνισμό,
    • β) να αναθέσει την πώληση των περιουσιακών στοιχείων σε πρόσωπο αρμόδιο για τη διενέργεια πλειστηριασμού,
    • γ) να αναθέσει την πώληση των περιουσιακών στοιχείων σε διαπραγματευτή αξιών,
    • δ) να διενεργήσει πλειστηριασμό, διαγωνισμό ή άλλη ανταγωνιστική διαδικασία με στόχο την πώληση των περιουσιακών στοιχείων,
    • ε) να πωλήσει τα περιουσιακά στοιχεία με οποιονδήποτε άλλον ενδεδειγμένο τρόπο.
    • Κατά τη ρευστοποίηση επιχείρησης, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μεταβιβάζει στον αγοραστή, μέσω σύμβασης, όλα τα πράγματα, δικαιώματα και λοιπά περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην επιχείρηση. Από τις υποχρεώσεις που σχετίζονται με την επιχείρηση, οι μόνες υποχρεώσεις που περιέρχονται στον αγοραστή είναι αυτές που προέκυψαν στο πλαίσιο της λειτουργίας της επιχείρησης του οφειλέτη μετά την κήρυξη της πτώχευσης, μαζί με τις μη χρηματικές υποχρεώσεις που απορρέουν από τις σχέσεις απασχόλησης που αναφέρονται στη σύμβαση (δεν εφαρμόζεται η αρχή nemo plus iuris).
    • Εάν ο διαχειριστής αφερεγγυότητας προχωρήσει στη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία με τρόπο άλλο πέραν της πώλησης της επιχείρησης, τμήματος της επιχείρησης ή σημαντικού μέρους των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στην επιχείρηση, ο διαχειριστής δύναται να ρευστοποιήσει τα ακίνητα περιουσιακά στοιχεία που υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία μόνο μέσω πλειστηριασμού ο διαχειριστής ανακοινώνει τη διενέργεια πλειστηριασμού με δημοσίευση στο Δελτίο Εμπορίου (Obchodný vestník).
    • Στο πλαίσιο της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας δεν δεσμεύεται από το δικαίωμα προσχώρησης στη μεταβίβαση μετοχών, το δικαίωμα αιτήματος μεταβίβασης μετοχών, το δικαίωμα αιτήματος απόκτησης μετοχών ή από οποιαδήποτε άλλα συμβατικά δικαιώματα προτίμησης. Σε περίπτωση ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων επί των οποίων υφίσταται δικαίωμα προτίμησης εκ του νόμου ή δικαίωμα προτίμησης που έχει συσταθεί ως εμπράγματο δικαίωμα, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας αποστέλλει γραπτή προσφορά για το αντικείμενο επί του οποίου υφίσταται το δικαίωμα προτίμησης σε οποιονδήποτε είναι δικαιούχος δυνάμει του δικαιώματος προτίμησης ο διαχειριστής αφερεγγυότητας δεν δεσμεύεται από το εν λόγω δικαίωμα προτίμησης εάν ο δικαιούχος δεν το ασκήσει εντός 60 ημερών από την παραλαβή της γραπτής προσφοράς.
    • Κατά τη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων, όλες οι εμπράγματες ασφάλειες αποσβένονται, με εξαίρεση το βάρος που είχε συσταθεί από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας μετά την κήρυξη της πτώχευσης κατόπιν εντολής του αρμόδιου οργάνου και την εμπράγματη ασφάλεια τρίτου επί των περιουσιακών στοιχείων, η οποία κατατάσσεται υψηλότερα από την εμπράγματη ασφάλεια που εξασφαλίζει την υποχρέωση του οφειλέτη.
    • Σε περίπτωση μεταβίβασης πράγματος έναντι ανταλλάγματος, ο αγοραστής αποκτά την κυριότητα ακόμα και αν ο οφειλέτης δεν ήταν κύριος του πράγματος, εκτός αν ο αγοραστής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι το πράγμα δεν ανήκε κατά κυριότητα στον οφειλέτη ή σε τρίτο, του οποίου τα περιουσιακά στοιχεία εξασφαλίζουν την υποχρέωση του οφειλέτη. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ευθύνεται έναντι του αρχικού κυρίου του πράγματος για τυχόν ζημία που υπέστη ο τελευταίος, εκτός εάν ο διαχειριστής είναι σε θέση να αποδείξει ότι ενήργησε με επαγγελματική ευσυνειδησία.

Διαγραφή χρεών μέσω πτώχευσης

  • Όταν εκδοθεί η απόφαση για την κήρυξη της πτώχευσης, το δικαίωμα του οφειλέτη για διάθεση των περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία και το δικαίωμα να ενεργεί για ίδιο λογαριασμό σε υποθέσεις που αφορούν τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία περιέρχονται στον διαχειριστή της αφερεγγυότητας, ο οποίος, από το σημείο αυτό και έπειτα, ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό του οφειλέτη.
  • Εάν οι δικαιοπραξίες που συνάπτει ο οφειλέτης κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας είναι επιβλαβείς για τα περιουσιακά στοιχεία που υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία, οι δικαιοπραξίες αυτές είναι ανίσχυρες ως προς τους πιστωτές αυτό δεν θίγει το κύρος τους.
  • Ο οφειλέτης ή, με τη συγκατάθεση του οφειλέτη, πρόσωπο που συνδέεται στενά με αυτόν επιτρέπεται να χρησιμοποιεί πράγματα που υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία σύμφωνα με τη συνήθη χρήση τους, ωστόσο υποχρεούται να τα προστατεύει από τυχόν απώλεια, φθορά ή καταστροφή και να απέχει από οποιαδήποτε ενέργεια που θα μπορούσε να μειώσει την αξία τους πέραν της φυσιολογικής φθοράς. Όποιος χρησιμοποιεί πράγμα που ανήκει στην πτωχευτική διαδικασία υποχρεούται να επιτρέπει στον διαχειριστή αφερεγγυότητας να το ελέγχει ανά πάσα στιγμή. Εάν το πράγμα περιέλθει σε πρόσωπο άλλο πέραν του οφειλέτη ή σε πρόσωπο που συνδέεται στενά με τον οφειλέτη, το πρόσωπο αυτό μπορεί να χρησιμοποιήσει το αντικείμενο μόνο με την άδεια του διαχειριστή. Όλα τα έσοδα που προκύπτουν από τη χρήση του αντικειμένου από τον τρίτον αποτελούν τμήμα της πτωχευτικής περιουσίας.
  • Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ρευστοποιεί μέσω πλειστηριασμού τα ακίνητα περιουσιακά στοιχεία υψηλότερης αξίας τα οποία υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία τα ακίνητα περιουσιακά στοιχεία χαμηλότερης αξίας που υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία ρευστοποιούνται με τον ίδιο τρόπο που ρευστοποιούνται τα κινητά περιουσιακά στοιχεία.
  • Στο πλαίσιο της ρευστοποίησης ακινήτου μέσω πλειστηριασμού, το ποσό της χαμηλότερης προσφοράς καθορίζεται από τον ενέγγυο πιστωτή που έχει αναγγείλει την απαίτησή του και του οποίου η εμπράγματη ασφάλεια επί του πράγματος που έχει τεθεί σε πλειστηριασμό κατατάσσεται στην υψηλότερη τάξη αν δεν υφίσταται εμπράγματη ασφάλεια επί του πράγματος που έχει τεθεί σε πλειστηριασμό, το ποσό αυτό καθορίζεται από τον εκπρόσωπο των πιστωτών.
  • Ρευστοποίηση της κατοικίας του οφειλέτη
  • Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί να ρευστοποιήσει την κατοικία του οφειλέτη μόνο μέσω πλειστηριασμού.
  • Δεν είναι δυνατή η ρευστοποίηση της κατοικίας του οφειλέτη, εάν μετά την αφαίρεση της απαλλασσόμενης αξίας της κατοικίας (10 000 ευρώ), το προϊόν της ρευστοποίησης δεν θα μπορούσε να καλύψει τα έξοδα της ρευστοποίησης της κατοικίας συν μέρος, τουλάχιστον, των αναγγελθεισών απαιτήσεων των πιστωτών. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας προβαίνει σε εκτίμηση της κατοικίας του οφειλέτη ωστόσο, εάν κάποιος από τους πιστωτές υποβάλει εκτίμηση που διενεργήθηκε από πραγματογνώμονα και καταθέσει προκαταβολή έναντι της συμβολαιογραφικής αμοιβής για τον έλεγχο της πορείας της διαδικασίας του πλειστηριασμού, η απόφαση στηρίζεται στην πραγματογνωμοσύνη. Αν το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο δεν ρευστοποιηθεί, ο οικείος πιστωτής υποχρεούται να καταβάλει τα έξοδα της ρευστοποίησης.
  • Εάν ρευστοποιηθεί η κατοικία του οφειλέτη, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας εμβάζει το ποσό που αντιστοιχεί στην απαλλασσόμενη αξία της κατοικίας του οφειλέτη (εκτός του πίνακα διανομής) σε ειδικό τραπεζικό λογαριασμό που έχει ανοίξει ο ίδιος για τον σκοπό αυτόν εξ ονόματος και για λογαριασμό του οφειλέτη, και ενημερώνει σχετικά τον οφειλέτη χωρίς καθυστέρηση. Μόνο ο διαχειριστής είναι εξουσιοδοτημένος να καταθέτει ή να μεταφέρει χρηματικά ποσά στον ειδικό λογαριασμό του οφειλέτη.
  • Τα κεφάλαια στον ειδικό λογαριασμό του οφειλέτη δεν υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία, σε κατάσχεση ή άλλη παρεμφερή διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης για χρονικό διάστημα 36 μηνών από το άνοιγμα του λογαριασμού.
  • Κατά τη διάρκεια αυτών των 36 μηνών, ο οφειλέτης δεν επιτρέπεται να προβεί σε διάθεση του τραπεζικού λογαριασμού, έχει όμως το δικαίωμα να ζητήσει από την τράπεζα ή από το υποκατάστημα της ξένης τράπεζας να του επιτραπεί η ανάληψη μετρητών από τον λογαριασμό, στο μέγιστο μηνιαίο ποσό που καθορίζεται σε κανονισμό της κυβέρνησης της Σλοβακίας (250 ευρώ).
  • Εάν η κατοικία του οφειλέτη η οποία ρευστοποιήθηκε ανήκει στην κοινή περιουσία των συζύγων, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ανοίγει ειδικό λογαριασμό και για τον πρώην συγκύριο.
  • Ρευστοποίηση κινητών περιουσιακών στοιχείων
  • Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ρευστοποιεί τα κινητά περιουσιακά στοιχεία που υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία, σε μία ή περισσότερες ομάδες περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο διαγωνισμού. Για τον σκοπό αυτόν, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας δημοσιεύει στο Δελτίο Εμπορίου την ομάδα περιουσιακών στοιχείων που αποτελεί το αντικείμενο του διαγωνισμού, καθώς και την προθεσμία για την υποβολή προσφορών, η διάρκεια της οποίας δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δέκα ημερολογιακών ημερών από τη δημοσίευση του διαγωνισμού στο Δελτίο Εμπορίου. Υπόψη λαμβάνονται μόνο οι προσφορές που υποβάλλονται από ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία έχουν καταθέσει στον λογαριασμό του διαχειριστή ολόκληρο το ποσό της προκαταβολής έναντι της προσφερόμενης τιμής αγοράς. Η πώληση αποφασίζεται με βάση την υψηλότερη προσφερόμενη τιμή αγοράς. Εάν περισσότεροι του ενός ενδιαφερόμενοι υποβάλουν την ίδια προσφορά, ο διαχειριστής λαμβάνει την απόφασή του με κλήρωση. Ο αγοραστής υποχρεούται να μεριμνήσει για την απομάκρυνση των πραγμάτων με δικά του έξοδα.
  • Εάν δεν καταστεί δυνατή η ρευστοποίηση των κινητών περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία ακόμα και μετά τη διενέργεια τριών διαγωνισμών, τα στοιχεία αυτά παύουν να υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία. Εάν ένας αναγγελθείς πιστωτής εκδηλώσει ενδιαφέρον γι’ αυτήν την ομάδα κινητών περιουσιακών στοιχείων, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μεταβιβάζει τα εν λόγω στοιχεία στον αναγγελθέντα πιστωτή που υποβάλλει την υψηλότερη προσφορά, εντός δέκα ημερών από το πέρας του τρίτου διαγωνισμού. Εάν περισσότεροι του ενός αναγγελθέντες πιστωτές υποβάλλουν την ίδια προσφορά, ο διαχειριστής λαμβάνει την απόφασή του με κλήρωση. Ο πιστωτής υποχρεούται να μεριμνήσει για την απομάκρυνση των πραγμάτων με δικά του έξοδα.
  • Κατόπιν έγγραφης εντολής του εκπροσώπου των πιστωτών ή του ενδιαφερόμενου ενέγγυου πιστωτή, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί να ρευστοποιήσει τα κινητά περιουσιακά στοιχεία με άλλον τρόπο. Εάν υπάρχουν περισσότεροι του ενός ενδιαφερόμενοι ενέγγυοι πιστωτές, η έγγραφη εντολή μπορεί να δοθεί μόνο από τον πιστωτή του οποίου η εμπράγματη ασφάλεια κατατάσσεται στην υψηλότερη τάξη.
  • Ρευστοποίηση απαιτήσεων και άλλων περιουσιακών στοιχείων
  • Εάν οι απαιτήσεις του οφειλέτη αποτελούν τμήμα της πτωχευτικής περιουσίας, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας επιδιώκει την ικανοποίησή τους, χωρίς ωστόσο να καταθέσει σχετική αίτηση σε δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή για την είσπραξή τους. Εάν δεν το κατορθώσει εντός έξι μηνών από την κήρυξη της πτώχευσης, ρευστοποιεί τις απαιτήσεις προβαίνοντας σε εκχώρησή τους ως κινητών περιουσιακών στοιχείων. Ο διαχειριστής δεν δεσμεύεται από τυχόν ρυθμίσεις που απαγορεύουν ή περιορίζουν την εκχώρηση απαίτησης. Οι εν λόγω περιορισμοί παύουν να ισχύουν όταν εκχωρηθεί η απαίτηση.
  • Εάν μια απαίτηση αποτελεί τμήμα της πτωχευτικής περιουσίας, η παραγραφή αναστέλλεται και συνεχίζει μόνο όταν οι απαιτήσεις παύσουν να υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία. Διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρχής οι οποίες αφορούν απαίτηση που υπόκειται στην πτωχευτική διαδικασία αναστέλλονται έως ότου η απαίτηση παύσει να υπόκειται στην πτωχευτική διαδικασία.
  • Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ρευστοποιεί τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία με τον ίδιο τρόπο όπως τα κινητά περιουσιακά στοιχεία και τις απαιτήσεις.
  • Δικαίωμα επαναγοράς περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας
  • Με τη συγκατάθεση του οφειλέτη, τα νομιμοποιούμενα πρόσωπα (που ορίζονται κατωτέρω) έχουν το δικαίωμα να επαναγοράσουν, ανά πάσα στιγμή, οποιοδήποτε τμήμα των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας, στην τιμή που καθορίζεται βάσει πραγματογνωμοσύνης. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για τους κανόνες της ρευστοποίησης.
  • Με τη συγκατάθεση του οφειλέτη, ένα νομιμοποιούμενο πρόσωπο έχει το δικαίωμα να επαναγοράσει περιουσιακά στοιχεία από την πτωχευτική περιουσία στην τιμή που επιτεύχθηκε στο πλαίσιο πλειστηριασμού ή διαγωνισμού ή στην τιμή που προσφέρεται από πιστωτή, υπό την προϋπόθεση ότι το νομιμοποιούμενο πρόσωπο θα καταβάλει το τίμημα στον διαχειριστή αφερεγγυότητας εντός δέκα ημερών από το πέρας του πλειστηριασμού ή του διαγωνισμού ή από την υποβολή της προσφοράς από τον πιστωτή.
  • Εάν συγγενής του οφειλέτη σε ευθεία γραμμή, αδελφός ή αδελφή ή ο/η σύζυγος του οφειλέτη ασκήσει, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, το δικαίωμα επαναγοράς της κατοικίας του οφειλέτη από την πτωχευτική περιουσία, η απαλλασσόμενη αξία της κατοικίας του οφειλέτη συμψηφίζεται με την τιμή αγοράς.
  • Για τους σκοπούς της επίκλησης του δικαιώματος επαναγοράς περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας, ως νομιμοποιούμενο πρόσωπο νοείται συγγενής του οφειλέτη σε ευθεία γραμμή, αδελφός ή αδελφή, σύζυγος ή ο δήμος στον οποίο βρίσκεται το ακίνητο.
  • Σε περίπτωση προσβολής του δικαιώματος του νομιμοποιούμενου προσώπου προς επαναγορά περιουσιακού στοιχείου από την πτωχευτική περιουσία, το νομιμοποιούμενο πρόσωπο έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον αγοραστή να του υποβάλει προσφορά πώλησης για το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο. Το δικαίωμα αυτό αποσβένεται αν δεν ασκηθεί εντός τριών μηνών από τη ρευστοποίηση του περιουσιακού στοιχείου.

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Πτώχευση

  • Ένας πιστωτής δύναται να αναγγείλει όλες τις απαιτήσεις του κατά του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων που δεν έχουν ακόμα καταστεί ληξιπρόθεσμες και απαιτητές.
  • Εξασφαλισμένες απαιτήσεις (με εμπράγματη ασφάλεια επί των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη) μπορούν επίσης να αναγγελθούν.
  • Εξασφαλισμένη απαίτηση πιστωτή κατά άλλου προσώπου πέραν του οφειλέτη μπορεί να αναγγελθεί αν η εμπράγματη ασφάλεια αφορά τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη (προβλέπονται ορισμένοι περιορισμοί όσον αφορά την ικανοποίηση αυτών των απαιτήσεων) εάν η απαίτηση αυτή δεν αναγγελθεί, αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο όπως οι απαιτήσεις που ανήκουν στην πιο αδύναμη κατηγορία των απαιτήσεων κατά της περιουσίας.
  • Μέλλουσες απαιτήσεις ή απαιτήσεις υπό αίρεση μπορούν επίσης να αναγγελθούν.
  • Οι απαιτήσεις που δεν αναγγέλλονται με την υποβολή αίτησης αναγγελίας καλούνται απαιτήσεις κατά της περιουσίας.
  • Διακρίνονται σε απαιτήσεις κατά της γενικής περιουσίας και απαιτήσεις κατά οιασδήποτε επιμέρους περιουσίας (εξασφαλισμένης μέσω εμπράγματης ασφάλειας).
  • Ενδεικτικά περιλαμβάνουν:
    • τα έξοδα της ρευστοποίησης της περιουσίας και του πίνακα διανομής, την αμοιβή του διαχειριστή αφερεγγυότητας και την αμοιβή και τα έξοδα του προσωρινού διαχειριστή
    • το δικαίωμα επιστροφής της προκαταβολής έναντι των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας
    • την επιστροφή των αναγκαίων δαπανών που πραγματοποίησε ο διαχειριστής αφερεγγυότητας στο πλαίσιο της διεξαγωγής της πτωχευτικής διαδικασίας
    • τη διατροφή τέκνου που κατέστη απαιτητή μετά την κήρυξη της πτώχευσης, για τον ημερολογιακό μήνα κατά τον οποίο κηρύχθηκε η πτώχευση
    • έξοδα που συνδέονται με τη διαχείριση της περιουσίας και απαιτήσεις που προέκυψαν στο πλαίσιο της λειτουργίας της επιχείρησης κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων από συμβάσεις που συνήφθησαν από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας
    • την αμοιβή του εκκαθαριστή, την αμοιβή του υπεύθυνου εκπροσώπου και την επιστροφή των αναγκαίων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν μετά την κήρυξη της πτώχευσης
    • αποδοχές εργαζομένου και άλλες αξιώσεις για παροχές που δικαιούται ο εργαζόμενος δυνάμει σύμβασης απασχόλησης ή σύμβασης για την εκτέλεση έργου εκτός του πλαισίου της απασχόλησης («εργασιακές αξιώσεις») οι οποίες προκύπτουν μετά την κήρυξη της πτώχευσης, για τον ημερολογιακό μήνα κατά τον οποίο κηρύχθηκε η πτώχευση, σε ποσό που καθορίζεται από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας ή που συμφωνείται μεταξύ του διαχειριστή αφερεγγυότητας και του εργαζομένου στον οποίο ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ανέθεσε την εκτέλεση έργου που σχετίζεται με τη διαχείριση της περιουσίας
    • εργασιακές αξιώσεις εργαζομένου οι οποίες προκύπτουν μετά την κήρυξη της πτώχευσης, για τον ημερολογιακό μήνα κατά τον οποίο κηρύχθηκε η πτώχευση, σε ποσό που καθορίζεται από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας ή που συμφωνείται μεταξύ του διαχειριστή αφερεγγυότητας και του εργαζομένου στον οποίο ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ανέθεσε την εκτέλεση έργου που σχετίζεται με τη λειτουργία της επιχείρησης κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας
    • απαιτήσεις από φόρους, τέλη, τελωνειακούς δασμούς, εισφορές ασφάλισης υγείας, εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, εισφορές στο πλαίσιο συστημάτων σύνταξης γήρατος και επικουρικής σύνταξης, οι οποίες προκύπτουν μετά την κήρυξη της πτώχευσης, εάν σχετίζονται με τη λειτουργία της επιχείρησης κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας
    • εργασιακές αξιώσεις που προκύπτουν μετά την κήρυξη της πτώχευσης και για τον εργασιακό μήνα κατά τον οποίο κηρύχθηκε η πτώχευση, με ανώτατο όριο το τετραπλάσιο του ελάχιστου μηναίου εισοδήματος διαβίωσης για κάθε ημερολογιακό μήνα κατά τον οποίο συνεχίστηκε η σχέση απασχόλησης από τον χρόνο κήρυξης της πτώχευσης, συμπεριλαμβανομένου του ημερολογιακού μήνα κατά τον οποίο κηρύχθηκε η πτώχευση και του ημερολογιακού μήνα κατά τον οποίο λύθηκε η σύμβαση απασχόλησης
    • απαιτήσεις από φόρους, τέλη, τελωνειακούς δασμούς, εισφορές ασφάλισης υγείας, εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, εισφορές στο πλαίσιο συστημάτων σύνταξης γήρατος και επικουρικής σύνταξης, οι οποίες προκύπτουν μετά την κήρυξη της πτώχευσης, εφόσον σχετίζονται με τη διαχείριση και τη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων
    • απαιτήσεις για επιστροφή χρηματικών ποσών από το ταμείο εγγυήσεων, εφόσον αφορούν παροχές που καταβλήθηκαν σε εργαζόμενο για ικανοποίηση των εργασιακών αξιώσεών του, οι οποίες αποτελούν απαίτηση κατά της περιουσίας.
  • Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ικανοποιεί τις απαιτήσεις κατά της γενικής περιουσίας σε συνεχή βάση εάν δεν είναι δυνατή η πλήρης ικανοποίηση απαιτήσεων της ίδιας τάξης κατά της περιουσίας, οι απαιτήσεις ικανοποιούνται συμμέτρως.
  • Οι απαιτήσεις κατά επιμέρους περιουσίας αφορούν την επιμέρους περιουσία.
  • Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ικανοποιεί τις απαιτήσεις κατά της επιμέρους περιουσίας σε συνεχή βάση αν δεν είναι δυνατή η πλήρης ικανοποίηση απαιτήσεων της ίδιας τάξης κατά της επιμέρους περιουσίας, οι απαιτήσεις ικανοποιούνται συμμέτρως.
  • Οι απαιτήσεις κατά της περιουσίας αναγγέλλονται στον διαχειριστή αφερεγγυότητας. Κατόπιν σχετικού αιτήματος, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ενημερώνει τον πιστωτή για το αν αποδέχεται τη νομική βάση και το ποσό της απαίτησης του πιστωτή κατά της περιουσίας, καθώς και τη σειρά κατάταξής της.
  • Εάν μια απαίτηση κατά της περιουσίας δεν γίνει δεκτή από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας, ο πιστωτής καλείται να ασκήσει αγωγή κατά του διαχειριστή αφερεγγυότητας, ζητώντας από το δικαστήριο να καθορίσει τη νομική βάση ή το ποσό της απαίτησης κατά της περιουσίας. Εάν ο πιστωτής δεν ασκήσει την αγωγή του εμπρόθεσμα, η απαίτηση κατά της περιουσίας δεν λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας, στον βαθμό που δεν αναγνωρίστηκε από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας.
  • Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ευθύνεται έναντι των πιστωτών και άλλων προσώπων για τυχόν ζημία που υπέστησαν οφειλόμενη σε αδικαιολόγητες ή ασύμφορες δαπάνες στο πλαίσιο της διαχείρισης ή της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων ή της λειτουργίας της επιχείρησης, εκτός εάν ο διαχειριστής αφερεγγυότητας είναι σε θέση να αποδείξει ότι ενήργησε με επαγγελματική ευσυνειδησία.
    • Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας τηρεί διαφανή αρχεία των απαιτήσεων κατά της περιουσίας και υποχρεούται να υποβάλει αντίγραφο των εν λόγω αρχείων στο δικαστήριο.

Διαγραφή χρεών μέσω πτώχευσης

  • Στο πλαίσιο της διαγραφής χρεών μέσω πτώχευσης αναγνωρίζονται τρεις κατηγορίες απαιτήσεων:
    • Απαιτήσεις που μπορούν να ικανοποιηθούν μόνο στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας ή με χρονοδιάγραμμα πληρωμών. Πρόκειται στην ουσία για απαιτήσεις που είχαν προκύψει πριν από την κήρυξη της πτώχευσης ή πριν από τη χορήγηση προστασίας έναντι των πιστωτών, καθώς και για παρεπόμενες απαιτήσεις και απαιτήσεις που συνδέονται με την καταγγελία ή την υπαναχώρηση από σύμβαση που είχε συναφθεί πριν από την πτώχευση.
    • Απαιτήσεις που εξαιρούνται από την ικανοποίηση, δηλαδή απαιτήσεις που δεν μπορούν να εισπραχθούν από τον οφειλέτη στο πλαίσιο της διαγραφής χρεών. Σ’ αυτή την κατηγορία εμπίπτουν τα παρεπόμενα των απαιτήσεων ποσά (συγκεκριμένο τμήμα αυτών), απαιτήσεις από συναλλαγματικές ή γραμμάτια σε διαταγή, συμβατικές ποινικές ρήτρες, άλλες χρηματικές ποινές, απαιτήσεις συνδεδεμένων μερών και τα έξοδα των συμμετεχόντων στη διαδικασία διαγραφής χρεών.
    • Απαιτήσεις που δεν επηρεάζονται από τη διαγραφή χρεών (ο πιστωτής μπορεί να επιλέξει αν θα τις αναγγείλει):
      • απαιτήσεις οι οποίες δεν αναγγέλθηκαν στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας για τη διαγραφή των χρεών διότι ο διαχειριστής αφερεγγυότητας δεν απέστειλε στον πιστωτή έγγραφη ειδοποίηση σχετικά με την κήρυξη της πτώχευσης για τη διαγραφή των χρεών
      • απαιτήσεις κατά του Κέντρου Νομικής Συνδρομής
      • εξασφαλισμένες απαιτήσεις στο μέτρο στο οποίο καλύπτονται από το αντικείμενο της εμπράγματης ασφάλειας
      • απαίτηση από ευθύνη για σωματική βλάβη από πρόθεση, συμπεριλαμβανομένων των παρεπόμενων ποσών
      • απαίτηση διατροφής τέκνου, συμπεριλαμβανομένων των παρεπόμενων ποσών
      • εργασιακές αξιώσεις για παροχές που οφείλει ο οφειλέτης
      • χρηματική ποινή που έχει επιβληθεί δυνάμει του ποινικού δικαίου
      • μη χρηματική απαίτηση.
      • Εάν μια εξασφαλισμένη απαίτηση δεν αναγγελθεί στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας για τη διαγραφή χρεών, ο ενέγγυος πιστωτής δικαιούται να επιδιώξει την ικανοποίησή της μόνο από το αντικείμενο της εμπράγματης ασφάλειας.
      • Στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας για τη διαγραφή χρεών δεν είναι δυνατή η έγερση αξιώσεων κατά της περιουσίας. Μετά τη ρευστοποίηση της περιουσίας και την περάτωση όλων των διαφορών που μπορούν να επηρεάσουν τον πίνακα διανομής του προϊόντος της ρευστοποίησης, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας συντάσσει τον πίνακα διανομής του προϊόντος της ρευστοποίησης, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και το αργότερο εντός 60 ημερών από την κήρυξη της πτώχευσης. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ανακοινώνει την πρόθεσή του να καταρτίσει τον πίνακα διανομής με δημοσίευση στο Δελτίο Εμπορίου.
      • Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας αφαιρεί πρώτα από το προϊόν της ρευστοποίησης τα έξοδα της πτωχευτικής διαδικασίας και έπειτα την απαλλασσόμενη αξία της κατοικίας του οφειλέτη, εάν υφίσταται στη συνέχεια, ικανοποιεί τις αναγγελθείσες απαιτήσεις που αφορούν τη διατροφή των τέκνων του οφειλέτη και, τέλος, προβαίνει σε σύμμετρη διανομή του υπόλοιπου ποσού στους αναγγελθέντες πιστωτές, ανάλογα με το ύψος των απαιτήσεων που έχουν επαληθευτεί. Κάθε πιστωτής αναλαμβάνει το κόστος της ικανοποίησης της απαίτησής του.
      • Τα έξοδα της πτωχευτικής διαδικασίας είναι:
  • η αμοιβή του διαχειριστή αφερεγγυότητας και τα έξοδα της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων και σύνταξης του πίνακα διανομής
  • οι αναγκαίες δαπάνες που πραγματοποίησε ο διαχειριστής αφερεγγυότητας στο πλαίσιο της διεξαγωγής της πτωχευτικής διαδικασίας
  • έξοδα σχετικά με τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία
  • προκαταβολή έναντι των εξόδων για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης
  • τα έξοδα των ερευνών που διενήργησε ο διαχειριστής αφερεγγυότητας κατόπιν αιτήματος πιστωτή, στο ποσό που εγκρίθηκε από τον εκπρόσωπο των πιστωτών ή από τη συνέλευση των πιστωτών.

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

Αναγγελία απαιτήσεων στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας

  • Μια απαίτηση που δεν συνιστά απαίτηση κατά της περιουσίας μπορεί να αναγγελθεί στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας με την υποβολή αίτησης.
  • Αντίγραφο της αίτησης υποβάλλεται στον διαχειριστή αφερεγγυότητας η αποστολή της αίτησης στον διαχειριστή πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός της καθορισμένης προθεσμίας για την αναγγελία απαιτήσεων, η οποία είναι 45 ημέρες από την κήρυξη της πτώχευσης ο πιστωτής αποστέλλει αντίγραφο της αίτησης και στο δικαστήριο.
  • Εάν ο πιστωτής αποστείλει εκπρόθεσμα την αίτηση στον διαχειριστή αφερεγγυότητας, αυτή λαμβάνεται υπόψη, ωστόσο ο πιστωτής δεν μπορεί να ασκήσει δικαιώματα ψήφου ή άλλα δικαιώματα που απορρέουν από την αναγγελθείσα απαίτηση. Τούτο δεν θίγει το δικαίωμα του πιστωτή σε σύμμετρη ικανοποίηση ωστόσο, ο πιστωτής μπορεί να ικανοποιηθεί μόνο από το προϊόν της ρευστοποίησης που έχει περιληφθεί στον πίνακα διανομής του προϊόντος της ρευστοποίησης της γενικής περιουσίας, η σύνταξη του οποίου ανακοινώθηκε με δημοσίευση στο Δελτίο Εμπορίου μετά την παραλαβή της αίτησης από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας δημοσιεύει στο Δελτίο Εμπορίου την καταχώριση της εν λόγω απαίτησης στον κατάλογο των απαιτήσεων, καθώς και το όνομα του πιστωτή και το χρηματικό ποσό.
  • Όσον αφορά τις εξασφαλισμένες απαιτήσεις, η επίκληση της εμπράγματης ασφάλειας πρέπει να γίνει με τον δέοντα τρόπο και εμπρόθεσμα, με την αποστολή αίτησης στον διαχειριστή αφερεγγυότητας εντός της καθορισμένης προθεσμίας για την αναγγελία απαιτήσεων, η οποία είναι 45 ημέρες από την κήρυξη της πτώχευσης διαφορετικά αποσβένεται. Αίτηση μπορεί να υποβληθεί και για μέλλουσα απαίτηση ή για απαίτηση που εξαρτάται από την πλήρωση συγκεκριμένου όρου («απαίτηση υπό αίρεση») εντούτοις, ο πιστωτής μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα που συνδέονται με την υπό αίρεση απαίτηση, μόνο αφού αποδείξει στον διαχειριστή αφερεγγυότητας τη γέννηση της απαίτησης.
  • Η αποστολή της αίτησης στον διαχειριστή αφερεγγυότητας έχει τις ίδιες έννομες συνέπειες ως προς την προθεσμία παραγραφής και την απόσβεση του δικαιώματος με την άσκηση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου.
  • Στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας, ο πιστωτής που έχει απαίτηση κατά προσώπου άλλου πέραν του οφειλέτη αναγγέλλει την απαίτησή του εφόσον αυτή έχει εξασφαλιστεί με εμπράγματη ασφάλεια επί των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.
  • Εάν ο εν λόγω πιστωτής δεν αναγγείλει την εξασφαλισμένη απαίτησή του εντός της καθορισμένης προθεσμίας, αυτή δεν λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας εντούτοις, ο πιστωτής έχει αξίωση κατά της σχετικής περιουσίας προς απόδοση του πλουτισμού και μπορεί να ασκήσει το εν λόγω δικαίωμα κατά της σχετικής περιουσίας εν είδει απαίτησης κατά της περιουσίας ωστόσο, η εν λόγω απαίτηση ικανοποιείται μόνο μετά την ικανοποίηση των άλλων απαιτήσεων κατά της περιουσίας.

Στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνονται στην αίτηση που υποβάλλεται στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας

  • Η αίτηση πρέπει να υποβληθεί με τη χρήση τυποποιημένου εντύπου και πρέπει να περιλαμβάνει τα απαραίτητα στοιχεία. Διαφορετικά, η αίτηση δεν λαμβάνεται υπόψη. Τα απαραίτητα αυτά στοιχεία είναι τα ακόλουθα:

α) το όνομα και το επώνυμο του πιστωτή, η διεύθυνση κατοικίας ή η επωνυμία και η καταστατική έδρα του πιστωτή

β) το όνομα και το επώνυμο του οφειλέτη, η διεύθυνση κατοικίας ή η επωνυμία και η καταστατική έδρα του οφειλέτη

γ) η νομική βάση για τη γέννηση της απαίτησης

δ) η σειρά ικανοποίησης της απαίτησης από τη γενική περιουσία

ε) το συνολικό ποσό της απαίτησης

στ) υπογραφή του πιστωτή.

  • Για κάθε εξασφαλισμένη απαίτηση πρέπει να υποβληθεί χωριστή αίτηση, στην οποία πρέπει να αναγράφονται το ποσό που έχει εξασφαλιστεί, η κατηγορία, η σειρά κατάταξης, το αντικείμενο και η νομική βάση της εμπράγματης ασφάλειας.
  • Η αίτηση που αφορά απαίτηση υπό αίρεση πρέπει επίσης να προσδιορίζει τις περιστάσεις υπό τις οποίες θα γεννηθεί η απαίτηση ή την αίρεση από την πλήρωση της οποίας εξαρτάται η απαίτηση.
  • Το συνολικό ποσό που αναγράφεται στην αίτηση χωρίζεται στο κύριο ποσό και στα παρεπόμενα αυτού ποσά τα τελευταία διακρίνονται σε κατηγορίες ανάλογα με τη νομική βάση της γέννησης της σχετικής αξίωσης.
  • Οι απαιτήσεις υποβάλλονται σε ευρώ. Διαφορετικά, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας υπολογίζει το ποσό της απαίτησης χρησιμοποιώντας για τη μετατροπή τη συναλλαγματική ισοτιμία αναφοράς που είχε καθοριστεί και δημοσιευτεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή την Εθνική Τράπεζα της Σλοβακίας (Národná banka Slovenska) την ημέρα κήρυξης της πτώχευσης. Εάν η απαίτηση υποβληθεί σε νόμισμα για το οποίο δεν καθορίζεται ή δεν δημοσιεύεται συναλλαγματική ισοτιμία αναφοράς ούτε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ούτε από την Εθνική Τράπεζα της Σλοβακίας, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας προσδιορίζει το ποσό της απαίτησης επιδεικνύοντας επαγγελματική ευσυνειδησία.
  • Στην αίτηση επισυνάπτονται έγγραφα προς απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που παρατίθενται στην αίτηση. Πιστωτής που είναι νομικό πρόσωπο πρέπει να συμπεριλάβει στην αίτηση δήλωση στην οποία διευκρινίζει αν και σε ποιον βαθμό συμπεριέλαβε την απαίτηση στους λογαριασμούς του ή εξηγεί τους λόγους για τους οποίους δεν το έπραξε.
  • Η αίτηση που αφορά μη χρηματική απαίτηση πρέπει να περιλαμβάνει τη γνώμη πραγματογνώμονα που αφορά τον καθορισμό της αξίας της μη χρηματικής απαίτησης διαφορετικά, η αίτηση δεν λαμβάνεται υπόψη.
  • Πιστωτής που δεν διαθέτει διεύθυνση κατοικίας ή έδρα ή, εάν είναι επιχείρηση, δεν διαθέτει οργανωτική μονάδα στη Σλοβακία, υποχρεούται να διορίσει εκπρόσωπο για την επίδοση ή κοινοποίηση εγγράφων που να διαθέτει διεύθυνση κατοικίας ή καταστατική έδρα στη Σλοβακία, και να ενημερώσει εγγράφως τον διαχειριστή αφερεγγυότητας για τον διορισμό του εν λόγω εκπροσώπου διαφορετικά, τα έγγραφα κοινοποιούνται αποκλειστικά στον πιστωτή, μέσω δημοσίευσης στο Δελτίο Εμπορίου.

Ελαττώματα των αιτήσεων στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας

  • Μετά τη λήξη της καθορισμένης προθεσμίας για την αναγγελία των απαιτήσεων, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας υποβάλλει στο δικαστήριο, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κατάλογο των υποβληθέντων εγγράφων τα οποία κρίνει ότι δεν λογίζονται ως αιτήσεις, παραθέτοντας τη γνώμη του σχετικά, και το δικαστήριο αποφασίζει, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, αν τα εν λόγω έγγραφα πρέπει να ληφθούν υπόψη ως αιτήσεις. Το δικαστήριο αποστέλλει την απόφασή του στον διαχειριστή αφερεγγυότητας, ο οποίος στη συνέχεια ενημερώνει τα ενδιαφερόμενα μέρη.
  • Δεν είναι δυνατή η διόρθωση ούτε η τροποποίηση της αίτησης για την αναγγελία απαίτησης που υποβάλλεται στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας.
  • Κατάλογος των απαιτήσεων στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας
  • Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας καταχωρίζει τις αναγγελθείσες απαιτήσεις στον κατάλογο των απαιτήσεων. Εφόσον του ζητηθεί από πιστωτή, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας χορηγεί αμελλητί στον πιστωτή βεβαίωση της καταχώρισης της απαίτησής του στον κατάλογο των απαιτήσεων.
  • Στην πτωχευτική διαδικασία, ο κατάλογος των απαιτήσεων αποτελεί τη βάση για την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από αναγγελθείσα απαίτηση.

Αμφισβήτηση και επαλήθευση των απαιτήσεων στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας

  • Στη σλοβακική νομοθεσία δεν γίνεται λόγος για «αποδοχή» ή «μη αποδοχή» των απαιτήσεων, αλλά για «αμφισβήτηση» ή «επαλήθευση» των απαιτήσεων.
  • Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας προβαίνει σε αντιπαραβολή κάθε απαίτησης με τους λογαριασμούς και άλλα έγγραφα τεκμηρίωσης του οφειλέτη, καθώς και με τον κατάλογο των υποχρεώσεων, λαμβάνοντας επίσης υπόψη δηλώσεις του οφειλέτη και άλλων μερών. Ο διαχειριστής διεξάγει περαιτέρω έρευνες με δική του πρωτοβουλία και, αν κρίνει ότι μια απαίτηση είναι αμφίβολη, υποχρεούται να αμφισβητήσει τα τμήματα της απαίτησης που είναι αμφίβολα.
  • Μια απαίτηση μπορεί να αμφισβητηθεί από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας ή από πιστωτή (με αποστολή του τυποποιημένου εντύπου στον διαχειριστή) για λόγους που αφορούν τη νομική της βάση, τη δυνατότητα επιδίωξης της ικανοποίησης της απαίτησης, το ποσό, τη σειρά κατάταξης ή την εξασφάλισή της μέσω εμπράγματης ασφάλειας, ή τη σειρά κατάταξης της εμπράγματης ασφάλειας. Εάν η απαίτηση υποβάλλεται από φορέα, θεσμικό όργανο ή οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι δυνατή η αμφισβήτηση της νομικής βάσης και του ποσού που δηλώνονται από τον εν λόγω φορέα, θεσμικό όργανο ή οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
  • Η αμφισβήτηση απαίτησης είναι δυνατή:
    • εντός 30 ημερών από τη λήξη της καθορισμένης προθεσμίας για την αναγγελία των απαιτήσεων,
    • εντός 30 ημερών από τη δημοσίευση, στο Δελτίο Εμπορίου, της καταχώρισης της απαίτησης στον κατάλογο των απαιτήσεων, εφόσον η απαίτηση αναγγέλθηκε εκπρόθεσμα.
    • Εάν ο αριθμός των αιτήσεων είναι μεγάλος ή αν συντρέχει άλλος σημαντικός λόγος, το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα, είτε κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας είτε χωρίς να υποβληθεί σχετική αίτηση, να παρατείνει κατ’ επανάληψη την προθεσμία αμφισβήτησης που έχει στη διάθεσή του ο διαχειριστής για την αμφισβήτηση των απαιτήσεων, κάθε φορά κατά 30 ημέρες κατ’ ανώτατο όριο.
    • Όποιος αμφισβητεί απαίτηση πρέπει σε κάθε περίπτωση να παραθέτει τους σχετικούς λόγους εάν αμφισβητεί συγκεκριμένο ποσό, το πρόσωπο αυτό πρέπει να δηλώσει το ποσό που αμφισβητεί, ενώ, σε περίπτωση αμφισβήτησης της σειράς κατάταξης, πρέπει να δηλώσει τη σειρά κατάταξης που θεωρεί αποδεκτή τέλος, αν αμφισβητεί τη σύσταση εμπράγματης ασφάλειας, πρέπει να δηλώνει την έκταση στην οποία αυτή αμφισβητείται διαφορετικά, η αμφισβήτηση είναι ανίσχυρη. Αν η αμφισβητούμενη απαίτηση αναγνωρίστηκε τουλάχιστον εν μέρει από το δικαστήριο, το πρόσωπο που την αμφισβήτησε ευθύνεται έναντι του οικείου πιστωτή για τυχόν ζημία που υπέστη ο τελευταίος λόγω της αμφισβήτησης της απαίτησης, εκτός αν το πρόσωπο αυτό είναι σε θέση να αποδείξει ότι ενήργησε με επαγγελματική ευσυνειδησία.
    • Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας καταχωρίζει την αμφισβήτηση της απαίτησης στον κατάλογο των απαιτήσεων, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, και ενημερώνει εγγράφως τον οικείο πιστωτή σχετικά με την αμφισβήτηση της απαίτησής του.
    • Η αμφισβήτηση μιας απαίτησης είναι ισχυρή εφόσον:
      • υποβλήθηκε με τη χρήση του τυποποιημένου εντύπου, και
      • κατατέθηκε εγγύηση ύψους 350 ευρώ στον τραπεζικό λογαριασμό του διαχειριστή αφερεγγυότητας, με αναγραφή του αριθμού που φέρει η απαίτηση στον κατάλογο των απαιτήσεων ως αναγνωριστικού κωδικού του εμβάσματος για τον σκοπό αυτόν, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας δημοσιεύει στο Δελτίο Εμπορίου τον αριθμό λογαριασμού στον οποίο μπορούν να κατατίθενται οι εγγυήσεις η κατάθεση εγγύησης πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός της προθεσμίας για την αμφισβήτηση της απαίτησης, ενώ για κάθε αμφισβήτηση απαίτησης που έχει αναγγελθεί με χωριστή αίτηση, πρέπει να κατατεθεί χωριστή εγγύηση η εν λόγω εγγύηση αποτελεί τμήμα της γενικής περιουσίας εάν η αμφισβήτηση της απαίτησης αιτιολογείται πλήρως ή εν μέρει, ο πιστωτής που αμφισβητεί την απαίτηση έχει δικαίωμα επιστροφής της εγγύησης, το οποίο μπορεί να ασκήσει εν είδει απαίτησης κατά της περιουσίας.
      • Ο οφειλέτης δικαιούται να υποβάλει αντιρρήσεις κατά αναγγελθείσας απαίτησης, υποχρεωτικά εντός της προθεσμίας για την αμφισβήτηση των απαιτήσεων από τους πιστωτές. Οι αντιρρήσεις του οφειλέτη καταγράφονται στον κατάλογο των απαιτήσεων, αλλά δεν επηρεάζουν την επαλήθευση της απαίτησης.
      • Ο πιστωτής δικαιούται να ασκήσει αγωγή ζητώντας τον καθορισμό της αμφισβητούμενης απαίτησης από το δικαστήριο η αγωγή αυτή πρέπει να στρέφεται κατά όλων των προσώπων που αμφισβήτησαν την απαίτηση. Το δικαίωμα αυτό πρέπει να ασκηθεί ενώπιον δικαστηρίου και να στρέφεται κατά όλων των προσώπων που αμφισβήτησαν την απαίτηση, εντός 30 ημερών από την παραλαβή της έγγραφης ειδοποίησης του διαχειριστή αφερεγγυότητας με την οποία ο πιστωτής ενημερώθηκε για την αμφισβήτηση της απαίτησής του, διαφορετικά αποσβένεται. Η αγωγή αυτή μπορεί να ασκηθεί στο δικαστήριο ενώπιον του οποίου διεξάγεται η πτωχευτική διαδικασία. Το δικαίωμα του πιστωτή να ζητήσει τον καθορισμό της αμφισβητούμενης απαίτησης ασκείται εμπρόθεσμα ακόμη και αν η αγωγή ασκηθεί ενώπιον αναρμόδιου δικαστηρίου, πάντως εντός της ανωτέρω προθεσμίας. Η διαδικασία διέπεται από τους γενικούς δικονομικούς κανονισμούς.
      • Εάν ο πιστωτής, του οποίου η σειρά κατάταξης αμφισβητήθηκε, δεν ασκήσει αγωγή, η απαίτησή του κατατάσσεται στη χαμηλότερη αποδεκτή τάξη.
      • Εάν αρμόδιο να αποφασίσει επί αμφισβητούμενης απαίτησης πιστωτή είναι όργανο άλλο από το δικαστήριο, το δικαστήριο που είναι αρμόδιο για να ελέγξει τη νομιμότητα της εν λόγω απόφασης είναι αρμόδιο να επιληφθεί και της επαλήθευσης της απαίτησης το ίδιο ισχύει ακόμη και αν το εν λόγω αρμόδιο όργανο δεν αποφάνθηκε επί του ζητήματος.
      • Με την αγωγή του, ο πιστωτής μπορεί να ζητήσει τον καθορισμό της νομικής βάσης, της δυνατότητας επιδίωξής της, της σειράς κατάταξης και του ποσού της απαίτησης ή την αναγνώριση της εξασφάλισής της με εμπράγματη ασφάλεια ή τη σειρά κατάταξης της εμπράγματης ασφάλειας. Με την αγωγή του ο πιστωτής δεν μπορεί να διεκδικήσει περισσότερα από όσα είχε δηλώσει στην αίτησή του.
      • Η απόφαση περί καθορισμού της αμφισβητούμενης απαίτησης ισχύει έναντι όλων των μερών που συμμετέχουν στην πτωχευτική διαδικασία.
      • Μετά τη λήξη της προθεσμίας για την αμφισβήτηση της απαίτησης, η απαίτηση θεωρείται ότι έχει επαληθευτεί, στον βαθμό που δεν αμφισβητήθηκε.
      • Απαίτηση που αμφισβητήθηκε μόνο από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας ή απαίτηση που αμφισβητήθηκε από πιστωτή μπορεί να γίνει δεκτή από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας με τη συγκατάθεση του πιστωτή, εφόσον εκκρεμεί η απόφαση του δικαστηρίου για τον καθορισμό της. Αποδοχή αμφισβητούμενης απαίτησης σημαίνει ότι η απαίτηση θεωρείται ότι έχει επαληθευτεί στο μέτρο του επιτρεπτού.
      • Απαίτηση που έχει καθοριστεί με τελεσίδικη απόφαση δικαστηρίου ή απόφαση άλλης δημόσιας αρχής θεωρείται ότι έχει επαληθευτεί στο μέτρο του επιτρεπτού.
      • Κατόπιν αιτήματος του πιστωτή του οποίου η απαίτηση αμφισβητείται, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας υποβάλλει αμελλητί στο δικαστήριο την αίτηση που αφορά την απαίτηση που αμφισβητήθηκε εγκύρως από άλλον πιστωτή, συνοδευόμενη από τα έγγραφα που είχαν υποβληθεί από τον αναγγελθέντα πιστωτή (του οποίου η απαίτηση αμφισβητείται) και τον αμφισβητούντα πιστωτή, καθώς και από δήλωση του διαχειριστή αφερεγγυότητας στην οποία διευκρινίζεται αν η απαίτηση είχε καταχωριστεί στους λογαριασμούς και σε ποιο βαθμό, το αν αμφισβητείται από τον οφειλέτη και σε ποιο βαθμό και αν ο ίδιος ο διαχειριστής αφερεγγυότητας την αποδέχεται ή όχι και σε ποιο βαθμό και, εάν όχι, τους λόγους της μη αποδοχής. Το δικαστήριο αποφασίζει, βάσει αυτών των εγγράφων και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, αν πρέπει να χορηγηθούν στον πιστωτή δικαιώματα ψήφου και άλλα δικαιώματα που απορρέουν από την αμφισβητούμενη απαίτηση, και σε ποιο βαθμό. Το δικαστήριο επιδίδει ή κοινοποιεί την απόφασή του στον διαχειριστή αφερεγγυότητας και στον πιστωτή που αφορά η απόφαση επί των δικαιωμάτων που απορρέουν από την αμφισβητούμενη απαίτηση αυτή η απόφαση δεν δημοσιεύεται στο Δελτίο Εμπορίου. Ο πιστωτής τον οποίο αφορά η δικαστική απόφαση επί των δικαιωμάτων που απορρέουν από την αμφισβητούμενη απαίτηση μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης.

Αναγγελία απαιτήσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας εξυγίανσης

  • Υποβάλλεται αίτηση στον διαχειριστή αφερεγγυότητας εντός 30 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία εγκρίθηκε η υπαγωγή σε καθεστώς εξυγίανσης. Αιτήσεις που αποστέλλονται μετά την εκπνοή της ανωτέρω προθεσμίας δεν λαμβάνονται υπόψη.

Στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνονται στην αίτηση που υποβάλλεται στο πλαίσιο της διαδικασίας εξυγίανσης

  • Εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις που αφορούν τα στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνονται στην αίτηση που υποβάλλεται στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας. Όσον αφορά τις εξασφαλισμένες απαιτήσεις, στην αίτηση πρέπει να γίνεται επίκληση της εμπράγματης ασφάλειας, κατά τον δέοντα τρόπο και εμπρόθεσμα διαφορετικά, η απαίτηση λογίζεται ως μη εξασφαλισμένη απαίτηση.
  • Η τροποποίηση ή διόρθωση της απαίτησης είναι δυνατή μόνο με αντικατάσταση της αρχικής αίτησης με νέα αίτηση η οποία υποβάλλεται στον διαχειριστή αυτό είναι εφικτό μόνον εντός της προθεσμίας που προβλέπεται για την αναγγελία των απαιτήσεων.
  • Εφόσον του ζητηθεί, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας χορηγεί στον πιστωτή βεβαίωση της καταχώρισης της απαίτησής του στον κατάλογο των απαιτήσεων.
  • Σε περίπτωση αμφιβολίας, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας έχει τη δυνατότητα, ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξυγίανσης, να ζητήσει από το δικαστήριο να αποφασίσει αν η αίτηση θα ληφθεί υπόψη.

Κατάλογος των απαιτήσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας εξυγίανσης

  • Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας καταχωρίζει στον κατάλογο των απαιτήσεων τις αναγγελθείσες απαιτήσεις, καθώς και τα στοιχεία που περιέχονται στις αιτήσεις, ούτως ώστε να ολοκληρωθεί η κατάρτιση του καταλόγου εντός δέκα ημερών από την καταληκτική ημερομηνία για την αναγγελία των απαιτήσεων.
  • Ταυτόχρονα με την κατάρτιση του καταλόγου των απαιτήσεων, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας καλεί τον οφειλέτη να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί των καταχωρισμένων απαιτήσεων, εντός προθεσμίας που ορίζει ο διαχειριστής αφερεγγυότητας η προθεσμία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη από πέντε εργάσιμες ημέρες, αλλά δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δέκα εργάσιμες ημέρες.
  • Εντός τριών ημερών από την καταληκτική ημερομηνία για την αναγγελία των απαιτήσεων, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας αποστέλλει στο δικαστήριο αντίγραφο του καταλόγου των απαιτήσεων, διευκρινίζοντας ποιες από τις απαιτήσεις έχουν αμφισβητηθεί καθοριστική σημασία για την εκτίμηση της έκτασης της αμφισβήτησης των αναγγελθεισών απαιτήσεων έχουν τα στοιχεία που έχουν καταχωριστεί στον κατάλογο των απαιτήσεων που υποβάλλεται στο δικαστήριο.
  • Σε περίπτωση μεταβολής των στοιχείων που έχουν καταχωριστεί στον κατάλογο των απαιτήσεων στο πλαίσιο της εξυγίανσης, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας, όταν ενημερωθεί για την εν λόγω μεταβολή, την καταχωρίζει αμελλητί στον κατάλογο των απαιτήσεων ταυτόχρονα, κοινοποιεί εγγράφως στο δικαστήριο την τροποποίηση του καταλόγου των απαιτήσεων.
  • Ο κατάλογος των απαιτήσεων αποτελεί μέρος του φακέλου του διαχειριστή αφερεγγυότητας.

Αμφισβήτηση και επαλήθευση των απαιτήσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας εξυγίανσης

  • Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας προβαίνει, επιδεικνύοντας επαγγελματική ευσυνειδησία, σε αντιπαραβολή κάθε απαίτησης με τους λογαριασμούς και άλλα έγγραφα τεκμηρίωσης του οφειλέτη, καθώς και με τον κατάλογο των υποχρεώσεων του οφειλέτη, λαμβάνοντας επίσης υπόψη δηλώσεις του οφειλέτη και άλλων μερών. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας διεξάγει περαιτέρω έρευνες, με δική του πρωτοβουλία, και, αν διαπιστώσει ότι μια απαίτηση είναι αμφίβολη όσον αφορά τη νομική της βάση, τη δυνατότητα επιδίωξής της, το ποσό, τη σειρά κατάταξης ή την εξασφάλισή της με εμπράγματη ασφάλεια ή τη σειρά κατάταξης της εμπράγματης ασφάλειας, υποχρεούται να αμφισβητήσει τα τμήματα της απαίτησης που είναι αμφίβολα.
  • Η αμφισβήτηση της απαίτησης από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός 30 ημερών από την καταληκτική ημερομηνία για την αναγγελία των απαιτήσεων. Για να αμφισβητήσει μια απαίτηση, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας καταγράφει στον κατάλογο των απαιτήσεων την αμφισβήτηση της απαίτησης, τους σχετικούς λόγους και τον βαθμό στον οποίο αμφισβητείται εάν ο διαχειριστής αμφισβητεί το ποσό της απαίτησης, καταγράφει στον κατάλογο των απαιτήσεων και το ποσό της απαίτησης το οποίο έχει επαληθευτεί. Μετά τη λήξη της προθεσμίας για την αμφισβήτηση της απαίτησης, η απαίτηση θεωρείται ότι έχει επαληθευτεί, στον βαθμό που δεν αμφισβητήθηκε. Για τους σκοπούς της άσκησης των δικαιωμάτων που συνδέονται με αναγγελθείσα απαίτηση, απαίτηση που έχει αναγγελθεί θεωρείται ότι έχει επαληθευτεί ακόμα και όταν αμφισβητείται μόνο το ύψος αυτής.
  • Ο οφειλέτης ή ένας εκ των πιστωτών που ανήγγειλε απαίτηση στον διαχειριστή αφερεγγυότητας δικαιούται να υποβάλει στον διαχειριστή αφερεγγυότητας πρόταση για την αμφισβήτηση αναγγελθείσας απαίτησης. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας υποχρεούται να αξιολογήσει όλες τις προτάσεις με επαγγελματική ευσυνειδησία και να ενημερώσει εγγράφως όποιον υπέβαλε πρόταση για τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε την πρότασή του. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας καταγράφει στον κατάλογο των απαιτήσεων την πρόταση που αφορά την αμφισβήτηση της απαίτησης και τον τρόπο με τον οποίο τη χειρίστηκε.
  • Εντός 30 ημερών από την εκπνοή της προθεσμίας για την αμφισβήτηση των απαιτήσεων, ο πιστωτής που έχει αμφισβητούμενη απαίτηση μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του οφειλέτη, ζητώντας από το δικαστήριο να καθορίσει τη νομική βάση, τη δυνατότητα επιδίωξης της ικανοποίησης της απαίτησης, το ποσό της απαίτησης, να αναγνωρίσει την εξασφάλισή της με εμπράγματη ασφάλεια ή τη σειρά κατάταξης της εμπράγματης ασφάλειας με την οποία έχει εξασφαλιστεί η αμφισβητούμενη απαίτηση με την αγωγή του ο πιστωτής δεν μπορεί να διεκδικήσει περισσότερα από όσα είχε δηλώσει στην αίτησή του. Η αγωγή αυτή ασκείται στο δικαστήριο ενώπιον του οποίου διεξάγεται η διαδικασία εξυγίανσης.
  • Εάν ο πιστωτής που έχει αμφισβητούμενη απαίτηση δεν ασκήσει αγωγή για τον καθορισμό της αμφισβητούμενης απαίτησης εντός της προθεσμίας που προβλέπεται από τον νόμο ή αποσύρει την αίτησή του για καθορισμό της αμφισβητούμενης απαίτησης, η απαίτηση που αναγγέλθηκε από τον πιστωτή δεν λαμβάνεται υπόψη στον βαθμό που αμφισβητήθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας εξυγίανσης εάν το δικαστήριο επικυρώσει στη συνέχεια το σχέδιο εξυγίανσης, η απαίτηση δεν θα μπορεί να εκτελεστεί κατά του οφειλέτη, στον βαθμό που αυτή αμφισβητήθηκε.
  • Η απόφαση του δικαστηρίου περί καθορισμού της απαίτησης ισχύει έναντι όλων. Από την τελεσιδικία της απόφασης του δικαστηρίου περί καθορισμού της αμφισβητούμενης απαίτησης, η απαίτηση θεωρείται επαληθευθείσα στον βαθμό που καθορίστηκε από το δικαστήριο η απαίτηση δεν μπορεί να εκτελεστεί κατά του οφειλέτη πέραν του βαθμού αυτού.
  • Έως ότου παρέλθει η προθεσμία για την άσκηση αγωγής με αίτημα τον καθορισμό απαίτησης, ή έως την τελεσιδικία της δικαστικής απόφασης περί καθορισμού απαίτησης, ο οφειλέτης δύναται να αποδεχτεί, με έγγραφη δήλωση, μια αμφισβητούμενη απαίτηση έναντι του πιστωτή στην περίπτωση αυτή, η αμφισβητούμενη απαίτηση θεωρείται επαληθευθείσα στον βαθμό που έγινε δεκτή. Αν ο διαχειριστής αφερεγγυότητας αμφισβήτησε απαίτηση κατόπιν αιτήματος πιστωτή, ο οφειλέτης μπορεί να αποδεχτεί την αμφισβητούμενη απαίτηση μόνο με τη συγκατάθεση του οικείου πιστωτή.
  • Στο πλαίσιο της εξυγίανσης, η επαλήθευση των απαιτήσεων καταγράφεται στον κατάλογο των απαιτήσεων. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας υποχρεούται να καταγράψει την επαλήθευση απαίτησης στον κατάλογο των απαιτήσεων, χωρίς καθυστέρηση, αμέσως μόλις η απαίτηση θεωρηθεί επαληθευθείσα ή αμέσως μόλις η απαίτηση γίνει δεκτή από τον οφειλέτη.
  • Εάν το δικαστήριο κηρύξει τον οφειλέτη σε πτώχευση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας για τον καθορισμό αμφισβητούμενης απαίτησης, στην απόφασή του καταργεί τη δίκη για τον καθορισμό της αμφισβητούμενης απαίτησης.

Αναγγελία απαιτήσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας διαγραφής χρεών

Διαγραφή χρεών μέσω πτώχευσης

  • Ο οφειλέτης υποχρεούται να επισυνάψει στην αίτηση διαγραφής χρεών μέσω πτώχευσης κατάλογο των πιστωτών με βάση τον κατάλογο αυτόν, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ενημερώνει εγγράφως όλους τους πιστωτές που αναγράφονται στον κατάλογο για την κήρυξη της πτώχευσης.
  • Οι πιστωτές μπορούν να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους εντός 45 ημερών από την κήρυξη της πτώχευσης, ή σε μεταγενέστερο στάδιο, έως ότου ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ανακοινώσει την πρόθεσή του να συντάξει τον πίνακα διανομής.
  • Εάν ο πιστωτής αποστείλει αίτηση στον διαχειριστή αφερεγγυότητας αφού παρέλθει η προθεσμία των 45 ημερών, η αίτηση λαμβάνεται υπόψη, ωστόσο ο πιστωτής δεν μπορεί να ασκήσει δικαιώματα ψήφου.
  • Στην αίτηση εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις της πτώχευσης (όσον αφορά τον τύπο και το περιεχόμενο της αίτησης, το νόμισμα και τα παραρτήματα που πρέπει να επισυνάπτονται σ’ αυτήν) αναλογικά εφαρμόζονται επίσης οι διατάξεις που αφορούν τα ελαττώματα της αίτησης.
  • Αναγγελθείσα απαίτηση μπορεί να αμφισβητηθεί μόνο από άλλον αναγγελθέντα πιστωτή. Οι διατάξεις που διέπουν την αμφισβήτηση και την αναγγελία των απαιτήσεων στο πλαίσιο της πτώχευσης εφαρμόζονται αναλογικά. Εν τούτοις, για την επαλήθευση αμφισβητούμενης απαίτησης αρκεί η αποδοχή της από τον πιστωτή που την αμφισβήτησε δεν απαιτείται η συγκατάθεση του διαχειριστή αφερεγγυότητας.
  • Στην περίπτωση της διαγραφής χρεών μέσω πτώχευσης, χορηγείται απαλλαγή στον οφειλέτη σε σχέση με το σύνολο των απαιτήσεων (όχι μόνο για τις αναγγελθείσες απαιτήσεις).
  • Ωστόσο, αυτό μπορεί να ανατραπεί με την άσκηση αγωγής με αίτημα την ακύρωση της διαγραφής χρεών λόγω κακοπιστίας του οφειλέτη ως παράδειγμα κακοπιστίας, η νομοθεσία προβλέπει ρητά την περίπτωση στην οποία ο οφειλέτης δεν περιέλαβε συγκεκριμένο πιστωτή (φυσικό πρόσωπο) στον κατάλογο των πιστωτών, παρότι του ζητήθηκε από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας να το πράξει.

Διαγραφή χρεών μέσω χρονοδιαγράμματος πληρωμών

  • Ο οφειλέτης υποχρεούται να επισυνάψει στην αίτηση διαγραφής χρεών κατάλογο των υποχρεώσεων του.
  • Σ’ αυτό το είδος διαδικασίας, δεν προβλέπεται αναγγελία των απαιτήσεων από τους πιστωτές αντ’ αυτού, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ερευνά τις προσωπικές περιστάσεις του οφειλέτη.
  • Με τον καθορισμό χρονοδιαγράμματος πληρωμών, ο οφειλέτης απαλλάσσεται από το χρέος ωστόσο, αυτό μπορεί να ανατραπεί με την άσκηση αγωγής με αίτημα την ακύρωση της διαγραφής χρεών λόγω κακοπιστίας του οφειλέτη ως παράδειγμα κακοπιστίας η νομοθεσία προβλέπει ρητά την περίπτωση στην οποία ο οφειλέτης δεν περιέλαβε συγκεκριμένο πιστωτή (φυσικό πρόσωπο) στον κατάλογο των πιστωτών, παρότι του ζητήθηκε από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας να το πράξει.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο της πτώχευσης

  • Στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας, η διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων εξαρτάται από τις κατηγορίες των πιστωτών (ενέγγυοι πιστωτές, ανέγγυοι πιστωτές, πιστωτές με απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης, από συμβατικές ποινικές ρήτρες και απαιτήσεις πιστωτών που είναι συνδεδεμένα μέρη του οφειλέτη):
    • Η εξασφαλισμένη απαίτηση ενέγγυου πιστωτή ικανοποιείται (στον βαθμό που έχει επαληθευτεί) από το προϊόν της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων που συνιστούν την επιμέρους περιουσία που προορίζεται για την ικανοποίηση του ενέγγυου πιστωτή, αφού αφαιρεθούν οι απαιτήσεις κατά της περιουσίας που έχουν αντιστοιχιστεί στα περιουσιακά στοιχεία του καταλόγου που συνιστούν την επιμέρους περιουσία. Εάν η απαίτηση του ενέγγυου πιστωτή δεν μπορεί να ικανοποιηθεί πλήρως, ικανοποιείται, ως προς το τμήμα που υπολείπεται, ως μη εξασφαλισμένη απαίτηση.
    • Οι μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις ικανοποιούνται (στον βαθμό που έχουν επαληθευτεί) από το προϊόν της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων που συνιστούν τη γενική περιουσία, αφού αφαιρεθούν οι απαιτήσεις κατά της περιουσίας που έχουν αντιστοιχιστεί στο περιουσιακό στοιχείο του καταλόγου που συνιστά τη γενική περιουσία. Εάν οι μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις δεν μπορούν να ικανοποιηθούν πλήρως, ικανοποιούνται συμμέτρως, ανάλογα με το ύψος τους.
    • Οι απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης ικανοποιούνται (στον βαθμό που έχουν επαληθευτεί) από το προϊόν της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων που συνιστούν τη γενική περιουσία και η οποία απομένει μετά την πλήρη ικανοποίηση όλων των άλλων μη εξασφαλισμένων απαιτήσεων. Εάν οι απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης δεν μπορούν να ικανοποιηθούν πλήρως, ικανοποιούνται συμμέτρως, ανάλογα με το ύψος τους. Κατά τον ίδιο τρόπο ικανοποιούνται απαιτήσεις από συμβατικές ποινικές ρήτρες και οι απαιτήσεις πιστωτών που είναι συνδεδεμένα μέρη του οφειλέτη.
    • Η διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων πραγματοποιείται βάσει του πίνακα διανομής. Προτού συντάξει τον πίνακα, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας καταρτίζει κατάλογο των απαιτήσεων κατά της περιουσίας οι οποίες πρόκειται να ικανοποιηθούν από τα έσοδα που έχουν αντιστοιχιστεί στην οικεία περιουσία (είτε στην επιμέρους περιουσία που συνίσταται σε εξασφαλισμένα περιουσιακά στοιχεία είτε στη γενική περιουσία). Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας δημοσιεύει τον κατάλογο και ανακοινώνει την πρόθεσή του να συντάξει τον πίνακα διανομής με δημοσίευση στο Δελτίο Εμπορίου. Τα πρόσωπα που καθορίζονται στη νομοθεσία, κατά κύριο λόγοι τα όργανα των πιστωτών και οι πιστωτές, μπορούν να ελέγξουν τον κατάλογο και να υποβάλουν αντιρρήσεις εντός καθορισμένης προθεσμίας. Οι αντιρρήσεις αυτές ενδέχεται να αφορούν τη σειρά κατάταξης μιας απαίτησης, τη μη εκχώρηση απαίτησης, την εξαίρεση απαίτησης και την έκταση των απαιτήσεων. Μετά τη λήξη της προθεσμίας, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας συντάσσει τον πίνακα διανομής και τον υποβάλλει προς έγκριση στην επιτροπή των πιστωτών (εάν η επιτροπή δεν είναι ενεργή, ο πίνακας διανομής υποβάλλεται στον δικαστήριο). Μόλις εγκριθεί ο πίνακας, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ικανοποιεί τον οικείο πιστωτή από το προϊόν της ρευστοποίησης για το τμήμα της απαίτησης που δεν έχει αμφισβητηθεί, και παρακρατεί το ποσό που αντιστοιχεί στο αμφισβητούμενο τμήμα, έως ότου το δικαστήριο αποφανθεί σχετικά.
    • Κατά γενικό κανόνα, ο πίνακας διανομής (που αφορά είτε επιμέρους περιουσία ή τη γενική περιουσία) συντάσσεται αμέσως μετά τη ρευστοποίηση του οικείου τμήματος των περιουσιακών στοιχείων. Εάν το επιτρέπει η φύση της υπόθεσης, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας συντάσσει μερικό μόνο πίνακα διανομής, αλλά στην πλειονότητα των υποθέσεων πτώχευσης καταρτίζεται ένας μόνο ενιαίος (οριστικός) πίνακας διανομής.
    • Στον πίνακα διανομής περιλαμβάνονται και οι μέλλουσες και οι υπό αίρεση απαιτήσεις. Οι αμφισβητούμενες απαιτήσεις ικανοποιούνται μόνο αν το δικαστήριο αποφασίσει υπέρ της επαλήθευσης τους. Οι υπό αίρεση απαιτήσεις ικανοποιούνται μόνον κατά τον χρόνο γέννησής τους.
    • Όταν ολοκληρωθεί η ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο και μετά την περάτωση των σχετικών διαφορών, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας συντάσσει τον οριστικό πίνακα διανομής του προϊόντος της ρευστοποίησης που προορίζεται για την ικανοποίηση των ανέγγυων πιστωτών. Στον οριστικό πίνακα διανομής εντάσσονται όλοι οι προηγούμενοι πίνακες διανομής.

Στο πλαίσιο των διαδικασιών εξυγίανσης και διαγραφής χρεών μέσω χρονοδιαγράμματος πληρωμών δεν διανέμεται το προϊόν της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων.

Στο πλαίσιο της διαδικασίας διαγραφής χρεών μέσω πτώχευσης:

  • Μετά τη ρευστοποίηση της περιουσίας και την περάτωση όλων των διαφορών που μπορούν να επηρεάσουν τον πίνακα διανομής του προϊόντος της ρευστοποίησης, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας συντάσσει τον πίνακα διανομής του προϊόντος της ρευστοποίησης, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και το αργότερο εντός 60 ημερών από την κήρυξη της πτώχευσης. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ανακοινώνει την πρόθεσή του να καταρτίσει τον πίνακα διανομής με δημοσίευση στο Δελτίο Εμπορίου.
  • Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας αφαιρεί πρώτα από το προϊόν της ρευστοποίησης τα έξοδα της πτωχευτικής διαδικασίας και έπειτα την απαλλασσόμενη αξία της κατοικίας του οφειλέτη, εάν υφίσταται στη συνέχεια, ικανοποιεί συμμέτρως τις αναγγελθείσες απαιτήσεις που αφορούν τη διατροφή των τέκνων του οφειλέτη και, τέλος, προβαίνει σε σύμμετρη διανομή του υπόλοιπου ποσού στους αναγγελθέντες πιστωτές, ανάλογα με το ύψος των απαιτήσεων που έχουν επαληθευτεί. Κάθε πιστωτής αναλαμβάνει το κόστος της ικανοποίησης της απαίτησής του.
  • Ποσά που πρέπει να καταβληθούν σε πιστωτή του οποίου τον τραπεζικό λογαριασμό ή τη διεύθυνση ο διαχειριστής αφερεγγυότητας δεν μπόρεσε να εξακριβώσει εντός τριών μηνών από τη σύνταξη του πίνακα διανομής περιέρχονται στο κράτος. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας εμβάζει τα ποσά στον τραπεζικό λογαριασμό του πτωχευτικού δικαστηρίου.
  • Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ευθύνεται έναντι των πιστωτών για τυχόν ζημία που υπέστησαν λόγω εφαρμογής του πίνακα διανομής του προϊόντος της ρευστοποίησης κατά παρέκκλιση από τους κανόνες που καθορίζονται στη νομοθεσία, εκτός αν ο διαχειριστής αφερεγγυότητας είναι σε θέση να αποδείξει ότι ενήργησε με επαγγελματική ευσυνειδησία.
    • Τα έξοδα της πτωχευτικής διαδικασίας καλύπτονται από το προϊόν της ρευστοποίησης που αντιστοιχεί στους μη εξασφαλισμένους πιστωτές τα έξοδα αυτά είναι τα ακόλουθα, με την κάτωθι σειρά κατάταξης:
    • η αμοιβή του διαχειριστή αφερεγγυότητας και τα έξοδα της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων και σύνταξης του πίνακα διανομής
    • οι αναγκαίες δαπάνες που πραγματοποίησε ο διαχειριστής αφερεγγυότητας στο πλαίσιο της διεξαγωγής της πτωχευτικής διαδικασίας
    • έξοδα σχετικά με τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία
    • προκαταβολή έναντι των εξόδων για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης
    • τα έξοδα των ερευνών που διενήργησε ο διαχειριστής αφερεγγυότητας κατόπιν αιτήματος πιστωτή, στο ποσό που εγκρίθηκε από τον εκπρόσωπο των πιστωτών ή από τη συνέλευση των πιστωτών.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

Πτώχευση

  • Το δικαστήριο αποφασίζει να περατώσει την πτωχευτική διαδικασία, κατόπιν σχετικής αίτησης ή χωρίς να υποβληθεί αίτηση, εφόσον διαπιστώσει ότι τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν επαρκούν ούτε για την εξόφληση των απαιτήσεων κατά της περιουσίας στην απόφασή του, το δικαστήριο αποφαίνεται επίσης επί της αμοιβής και των εξόδων του διαχειριστή αφερεγγυότητας, που εξοφλούνται από τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, επί της προκαταβολής έναντι της αμοιβής και των εξόδων του προσωρινού διαχειριστή και επί της προκαταβολής έναντι των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας.
  • Το δικαστήριο αποφασίζει επίσης, κατόπιν σχετικής αίτησης ή χωρίς να υποβληθεί αίτηση, να περατώσει την πτωχευτική διαδικασία, εάν κρίνει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της πτώχευσης αποφαίνεται επί της αμοιβής και των εξόδων του διαχειριστή αφερεγγυότητας όπως και στην περίπτωση περάτωσης της πτωχευτικής διαδικασίας λόγω ανεπάρκειας των περιουσιακών στοιχείων.
  • Κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας, το δικαστήριο αποφασίζει την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας, μετά την εφαρμογή του οριστικού πίνακα διανομής του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων.
  • Η απόφαση του δικαστηρίου με την οποία περατώνεται η πτωχευτική διαδικασία δημοσιεύεται αμελλητί στο Δελτίο Εμπορίου και επιδίδεται ή κοινοποιείται στον οφειλέτη και στον διαχειριστή αφερεγγυότητας. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας, καθώς και πιστωτής του οποίου η επαληθευθείσα απαίτηση δεν έχει ικανοποιηθεί πλήρως ή εν μέρει, νομιμοποιούνται να ασκήσουν έφεση κατά της απόφασης.
  • Το δικαστήριο ανακοινώνει με καταχώριση που δημοσιεύεται στο Δελτίο Εμπορίου την τελεσιδικία της απόφασης με την οποία περατώνεται η πτωχευτική διαδικασία. Με τη δημοσίευση της εν λόγω ανακοίνωσης, αίρονται ορισμένα έννομα αποτελέσματα και ολοκληρώνεται το έργο της επιτροπής των πιστωτών, εφόσον είχε συσταθεί. Τούτο δεν θίγει το κύρος και την ισχύ των πράξεων που είχαν διενεργηθεί κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας.
  • Την ημέρα που περατώνεται η πτωχευτική διαδικασία, ο διαχειριστής κλείνει τους λογαριασμούς και συντάσσει μια επιμέρους σειρά οικονομικών καταστάσεων σύμφωνα με τις ειδικές νομοθετικές διατάξεις. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας παραδίδει επίσης όλα τα απαραίτητα έγγραφα και τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία στον οφειλέτη ή στον εκκαθαριστή και λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα σχετικά με την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας. Μόλις ο διαχειριστής αφερεγγυότητας φέρει εις πέρας τις εν λόγω εργασίες, το δικαστήριο τον απαλλάσσει από τα καθήκοντά του.
  • Η πτωχευτική διαδικασία μπορεί επίσης να περατωθεί με απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου με την οποία ανατρέπεται η πρωτόδικη απόφαση ή τροποποιείται το τμήμα της απόφασης που αφορά την κήρυξη της πτώχευσης. Το δικαστήριο επιδίδει ή κοινοποιεί αυτή την απόφαση στον οφειλέτη και στον διαχειριστή αφερεγγυότητας. επίσης, δημοσιεύει αμελλητί την απόφαση στο Δελτίο Εμπορίου με τη δημοσίευση παύουν οι έννομες συνέπειες της πτωχευτικής διαδικασίας, αποκαθίσταται η ισχύς των εμπράγματων ασφαλειών που είχαν αποσβεστεί και λήγει η θητεία του διαχειριστή αφερεγγυότητας και της επιτροπής των πιστωτών, εφόσον είχε συσταθεί.
  • Στην απόφαση που αναφέρεται στην ανωτέρω παράγραφο, το δικαστήριο αποφαίνεται επί της αμοιβής του διαχειριστή αφερεγγυότητας, η οποία πρέπει να καταβληθεί από το πρόσωπο που είχε καταθέσει την αίτηση πτώχευσης, σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου.
  • Σε περίπτωση θανάτου του οφειλέτη (αν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο) κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, οι κληρονόμοι του οφειλέτη υπεισέρχονται στη θέση του, όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία που υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία εάν δεν υπάρχουν κληρονόμοι ή εάν οι κληρονόμοι αποποιηθούν την κληρονομία, στη θέση του οφειλέτη υπεισέρχεται το κράτος.
  • Μετά το πέρας της πτωχευτικής διαδικασίας, και επί τη βάσει αποσπάσματος του καταλόγου των απαιτήσεων, είναι δυνατή η υποβολή αίτησης αναγκαστικής εκτέλεσης ή κατάσχεσης για την ικανοποίηση επαληθευθείσας απαίτησης κατά της οποίας ο οφειλέτης δεν υπέβαλε ρητές αντιρρήσεις εντός της προθεσμίας που είχε καθοριστεί από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας. Μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας καταθέτει στο δικαστήριο τον κατάλογο των απαιτήσεων.

Εξυγίανση

  • Το δικαστήριο αποφασίζει επί της αίτησης που κατατίθεται από τον εισηγητή του σχεδίου, με αίτημα την επικύρωση του σχεδίου που εγκρίθηκε από τη συνέλευση που συγκλήθηκε με σκοπό τη λήψη εγκριτικής απόφασης. Ο εισηγητής του σχεδίου υποχρεούται να καταθέσει την αίτηση εντός δέκα ημερών από τη διεξαγωγή της συνέλευσης για τη λήψη εγκριτικής απόφασης στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτονται τα πρακτικά της συνέλευσης και το σχέδιο που εγκρίθηκε.
  • Η αίτηση για την επικύρωση του σχεδίου πρέπει να υποβληθεί ακόμη και αν το σχέδιο δεν εγκρίθηκε από τη συνέλευση ή αν δεν το αποδέχτηκε ο οφειλέτης.
  • Εάν ο εισηγητής του σχεδίου δεν καταθέσει την αίτηση εντός της προθεσμίας που προβλέπεται από τον νόμο για την επικύρωση του σχεδίου, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ζητεί αμελλητί από δικαστήριο να κηρύξει τον οφειλέτη σε πτώχευση.
  • Εάν σε μία από τις ομάδες δεν επιτυγχάνεται η απαιτούμενη πλειοψηφία για την έγκριση του σχεδίου, ο εισηγητής του σχεδίου μπορεί, στην αίτηση επικύρωσης, να ζητήσει από το δικαστήριο να υποκαταστήσει την εγκριτική απόφαση της εν λόγω ομάδας με την απόφαση του δικαστηρίου, εφόσον:
  • το σχέδιο δεν περιέχει όρο σύμφωνα με τον οποίο τα μέρη που ανήκουν στην ομάδα που ψήφισε κατά της έγκρισής του θα περιέλθουν σε σαφώς δυσμενέστερη θέση σε σχέση μ’ αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν αν το σχέδιο δεν είχε εγκριθεί το δικαστήριο στηρίζει την απόφασή του στην πιθανότητα ικανοποίησης των εν λόγω μερών στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας, την ημέρα της έναρξης της διαδικασίας εξυγίανσης, βάσει των δεδομένων που παρουσιάζονται στο σχέδιο, εκτός εάν αποδεικνύεται το αντίθετο
  • η πλειονότητα των ομάδων που συγκροτήθηκαν βάσει του σχεδίου συγκέντρωσαν την απαιτούμενη πλειοψηφία για την έγκριση του σχεδίου και
  • οι παρόντες πιστωτές ψήφισαν υπέρ της έγκρισης του σχεδίου, κατά απόλυτη πλειοψηφία στην εν λόγω περίπτωση, οι ψήφοι υπολογίζονται με βάση το ποσό των απαιτήσεων που έχουν επαληθευτεί.
  • Το δικαστήριο αποφαίνεται επί της αίτησης υποκατάστασης της έγκρισης στην απόφασή του με την οποία επικυρώνει ή απορρίπτει το σχέδιο.
    • Εάν δεν υφίσταται λόγος απόρριψης, το δικαστήριο επικυρώνει το σχέδιο εντός 15 ημερών από την παραλαβή της αίτησης επικύρωσης του σχεδίου το σχέδιο που επικυρώθηκε από το δικαστήριο επισυνάπτεται ως παράρτημα στην απόφαση. Στην απόφαση περί επικύρωσης του σχεδίου, το δικαστήριο αποφασίζει την περάτωση της διαδικασίας εξυγίανσης.
    • Το δικαστήριο δημοσιεύει αμελλητί την απόφασή του στο Δελτίο Εμπορίου. Το σχέδιο που επικυρώθηκε από το δικαστήριο δεν δημοσιεύεται αυτό δεν ισχύει για τις διατάξεις που αφορούν τη χορήγηση νέων δανείων.
    • Το σχέδιο που επικυρώθηκε από το δικαστήριο αποτελεί μέρος της δικογραφίας. Τα μέρη που συμμετέχουν στο σχέδιο εξυγίανσης και οι εκπρόσωποί τους έχουν το δικαίωμα να εξετάσουν τη δικογραφία και το σχέδιο που επικυρώθηκε από το δικαστήριο, καθώς και να λάβουν αποσπάσματα του σχεδίου ή να το φωτοτυπήσουν, ή να ζητήσουν από το δικαστήριο να τους χορηγήσει φωτοαντίγραφα έναντι καταβολής τέλους.
    • Το δικαστήριο αποφασίζει να απορρίψει το σχέδιο εφόσον:
      • διαπιστωθεί σημαντική παραβίαση των νομοθετικών διατάξεων που αφορούν τις λεπτομέρειες του σχεδίου, τη διαδικασία κατάρτισης του σχεδίου, την ψηφοφορία επί του σχεδίου ή άλλων διατάξεων που αφορούν το σχέδιο, εφόσον η παραβίαση επηρεάζει δυσμενώς οποιονδήποτε εκ των συμμετεχόντων στο σχέδιο
      • η έγκριση του σχεδίου επιτεύχθηκε με δόλια συμπεριφορά ή με τη χορήγηση ειδικών προνομίων σε οποιονδήποτε συμμετέχοντα στο σχέδιο
      • το σχέδιο δεν εγκρίθηκε από συνέλευση που συγκλήθηκε με στόχο τη λήψη εγκριτικής απόφασης αυτό δεν ισχύει αν η απόφαση του δικαστηρίου υποκατέστησε την έγκριση της συνέλευσης
      • το σχέδιο δεν προβλέπει την έκδοση μετοχών ή άλλης μορφής συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο του οφειλέτη ή της αποκτώσας οντότητας ως αντάλλαγμα για νέες επενδύσεις σε μετρητά, ή με αντάλλαγμα τις απαιτήσεις των πιστωτών που υπάγονται στην ομάδα των μη εξασφαλισμένων απαιτήσεων, εκτός εάν πρόκειται για πιστωτές που υπάγονται στην ομάδα των μη εξασφαλισμένων απαιτήσεων εργαζομένων, και αυτό τουλάχιστον στο ποσό του κέρδους που διανεμήθηκε κατά την τελευταία διετία
      • το σχέδιο είναι άδικο για ορισμένες ομάδες πιστωτών, στο μέτρο που, μεταξύ άλλων, προβλέπει ότι ένα δικαίωμα ή οι υποχρεώσεις που περιγράφονται στο σχέδιο μπορούν να προκύψουν, να τροποποιηθούν ή να αποσβεστούν με τέτοιο τρόπο ώστε οι πιστωτές που υπάγονται στην ομάδα των μη εξασφαλισμένων απαιτήσεων να ικανοποιηθούν μετά τους ενέγγυους πιστωτές, χωρίς νόμιμη αιτία
      • το σχέδιο αντίκειται ουσιωδώς στο κοινό συμφέρον των πιστωτών
      • οποιαδήποτε εκ των απαιτήσεων ικανοποιείται σε ποσοστό χαμηλότερο του 50% του ύψους της αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση που ο οικείος πιστωτής συναινεί εγγράφως στη μειωμένη ικανοποίηση
      • σύμφωνα με ουσιώδες τμήμα του σχεδίου, οι πληρωμές για την εξόφληση μη εξασφαλισμένων απαιτήσεων προβλέπεται να πραγματοποιηθούν σταδιακά σε διάστημα που υπερβαίνει τα πέντε έτη αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση που ο οικείος πιστωτής συναινεί εγγράφως στην πρόβλεψη αυτής της μεγαλύτερης χρονικής περιόδου για την εξόφληση των απαιτήσεών του.
    • Το δικαστήριο δημοσιεύει αμελλητί στο Δελτίο Εμπορίου την απόφασή του με την οποία απορρίπτεται το σχέδιο. Ο εισηγητής του σχεδίου μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης εντός 15 ημερών από τη δημοσίευσή της στο Δελτίο Εμπορίου. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αποφαίνεται επί της έφεσης εντός 30 ημερών από την άσκησή της.
    • Όταν η απόφαση περί απόρριψης του σχεδίου καταστεί τελεσίδικη, το δικαστήριο εκδίδει μία ενιαία απόφαση με την οποία παύει τη διαδικασία εξυγίανσης, ανοίγει την πτωχευτική διαδικασία και κηρύσσει την πτώχευση του οφειλέτη. Με την ίδια απόφαση, το δικαστήριο διορίζει διαχειριστή αφερεγγυότητας, ο οποίος επιλέγεται τυχαία. Το δικαστήριο δημοσιεύει αμελλητί την απόφασή του στο Δελτίο Εμπορίου η δημοσίευση συνεπάγεται την άρση των συνεπειών που είχαν επέλθει κατά το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης, καθώς και την ολοκλήρωση του έργου της επιτροπής των πιστωτών και τη λήξη της θητείας των διαχειριστή αφερεγγυότητας. Το δικαστήριο επιδίδει ή κοινοποιεί την απόφαση στον οφειλέτη και στον διαχειριστή αφερεγγυότητας που διορίστηκε δυνάμει της εν λόγω απόφασης.

Διαγραφή χρεών μέσω πτώχευσης

Η διαδικασία περατώνεται στις ακόλουθες τρεις περιπτώσεις:

  • αν ο διαχειριστής αφερεγγυότητας διαπιστώσει ότι η πτωχευτική περιουσία δεν επαρκεί για να καλύψει τα έξοδα της πτωχευτικής διαδικασίας (η απαλλαγή του οφειλέτη από το χρέος εξακολουθεί να ισχύει)
  • αν κανένας πιστωτής δεν αιτηθεί την έναρξη πτωχευτικής διαδικασίας (η απαλλαγή του οφειλέτη από το χρέος εξακολουθεί να ισχύει)
  • αν ο διαχειριστής αφερεγγυότητας εφαρμόσει τον πίνακα διανομής (δηλαδή εάν, μετά την ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων, διανείμει τα χρήματα στους πιστωτές), η απαλλαγή του οφειλέτη από το χρέος εξακολουθεί να ισχύει
  • αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της πτωχευτικής διαδικασίας, το δικαστήριο ακυρώνει τη διαγραφή των χρεών.

Σε όλες τις περιπτώσεις, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ανακοινώνει δημοσίως την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας. Με την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας:

  • λήγει η θητεία του διαχειριστή αφερεγγυότητας
  • λήγει η θητεία του εκπροσώπου των πιστωτών
  • παύει η εξουσιοδότηση του διαχειριστή αφερεγγυότητας για διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και διενέργεια πράξεων σε υποθέσεις που σχετίζονται με τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία
  • αποσβένεται η υποχρέωση του οφειλέτη να εξοφλήσει στον διαχειριστή αφερεγγυότητας τις απαιτήσεις στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας
  • αίρεται το απαράδεκτο του συμψηφισμού των απαιτήσεων
  • αίρονται οι περιορισμοί όσον αφορά την καταγγελία και την υπαναχώρηση από συμβάσεις
  • περατώνεται η διαδικασία με αντικείμενο τον καθορισμό αμφισβητούμενης απαίτησης.

Διαδικασία διαγραφής χρεών μέσω χρονοδιαγράμματος πληρωμών – περάτωση

  • η διαδικασία περατώνεται αν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι, μετά την κατάθεση αίτησης για τον καθορισμό χρονοδιαγράμματος πληρωμών, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση προστασίας έναντι των πιστωτών
  • η διαδικασία περατώνεται αν με την απόφαση περί χορήγησης προστασίας έναντι των πιστωτών, το δικαστήριο διέταξε τον οφειλέτη να καταθέσει προκαταβολή έναντι της αμοιβής του διαχειριστή αφερεγγυότητας και ο οφειλέτης δεν το έπραξε εντός επτά ημερών από την όχληση του διαχειριστή αφερεγγυότητας
  • η διαδικασία περατώνεται αν ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ανακοινώσει δημοσίως ότι οι προσωπικές περιστάσεις του οφειλέτη δεν επιτρέπουν τον καθορισμό χρονοδιαγράμματος πληρωμών
  • η διαδικασία περατώνεται αν το δικαστήριο κρίνει ότι οι προσωπικές περιστάσεις του οφειλέτη δεν επιτρέπουν τον καθορισμό χρονοδιαγράμματος πληρωμών
  • η διαδικασία περατώνεται με τον καθορισμό χρονοδιαγράμματος πληρωμών από το δικαστήριο (μόνο σ’ αυτή την περίπτωση απαλλάσσεται ο οφειλέτης από το χρέος).

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Πτώχευση

  • Μετά το πέρας της πτωχευτικής διαδικασίας, και επί τη βάσει αποσπάσματος του καταλόγου των απαιτήσεων, είναι δυνατή η υποβολή αίτησης αναγκαστικής εκτέλεσης ή κατάσχεσης για την ικανοποίηση επαληθευθείσας απαίτησης κατά της οποίας ο οφειλέτης δεν υπέβαλε ρητές αντιρρήσεις εντός της προθεσμίας που είχε καθοριστεί από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας. Μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας καταθέτει στο δικαστήριο τον κατάλογο των απαιτήσεων.

Εξυγίανση

  • Είναι δυνατή η υποβολή αίτησης από πιστωτή με την οποία ζητείται να αναγνωριστεί το ανίσχυρο του σχεδίου ως προς τον εν λόγω πιστωτή, υπό τις εξής προϋποθέσεις:
    • Το πρόσωπο που υποβάλλει την αίτηση πρέπει να είναι είτε πιστωτής που είχε ψηφίσει κατά της έγκρισης του σχεδίου και είχε καταχωρίσει τις αιτιολογημένες αντιρρήσεις του στα πρακτικά της συνέλευσης που είχε συγκληθεί με σκοπό τη λήψη εγκριτικής απόφασης,
    • είτε συμμετέχων στο σχέδιο που είναι σε θέση να παράσχει κρατική ενίσχυση.
    • Το σχέδιο προβλέπει ότι οι απαιτήσεις που έχουν ενταχθεί στην ίδια ομάδα με την επαληθευθείσα απαίτηση του πιστωτή θα ικανοποιηθούν σε διαφορετική έκταση ή με άλλο τρόπο, πράγμα που σημαίνει ότι οι πιστωτές που έχουν αυτές τις απαιτήσεις βρίσκονται σε προνομιακή θέση έναντι του πιστωτή ή
    • το σχέδιο προβλέπει ότι τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα μετόχων τα οποία έχουν ενταχθεί στην ίδια ομάδα με ιδιοκτησιακό δικαίωμα του πιστωτή ως μετόχου θα ικανοποιηθούν σε διαφορετική έκταση ή με άλλο τρόπο, πράγμα που σημαίνει ότι οι μέτοχοι με τα εν λόγω ιδιοκτησιακά δικαιώματα βρίσκονται σε προνομιακή θέση έναντι του πιστωτή ή
    • ο εισηγητής του σχεδίου δεν ενέταξε την επαληθευθείσα απαίτηση του πιστωτή στην ομάδα που ζήτησε ο πιστωτής, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να περιέλθει σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση μ’ αυτήν στην οποία θα βρισκόταν αν το σχέδιο δεν είχε εγκριθεί το δικαστήριο στηρίζει την απόφασή του στην πιθανότητα της ικανοποίησης της απαίτησης του πιστωτή στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας ή
    • ο εισηγητής του σχεδίου δεν ενέταξε την επαληθευθείσα απαίτηση του πιστωτή στην ομάδα των εξασφαλισμένων απαιτήσεων στην έκταση που του ζητήθηκε από τον πιστωτή, με αποτέλεσμα να περιέλθει ο τελευταίος σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση μ’ αυτήν στην οποία θα βρισκόταν αν το σχέδιο δεν είχε εγκριθεί το δικαστήριο στηρίζει την απόφασή του στην πιθανότητα της ικανοποίησης της απαίτησης του πιστωτή στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας ή
    • η εφαρμογή του επικυρωμένου σχεδίου θα έχει ως αποτέλεσμα τη χορήγηση μη εγκριθείσας κρατικής ενίσχυσης.
    • Επιπροσθέτως, μπορούν να προβληθούν οι κάτωθι ισχυρισμοί προς στήριξη του ανίσχυρου του σχεδίου (από οποιονδήποτε πιστωτή):
      • Εάν ο οφειλέτης ή η αποκτώσα οντότητα δεν ικανοποιήσει απαίτηση ή δεν εκπληρώσει οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες στο σχέδιο υποχρεώσεις προς συμμετέχοντα στο σχέδιο, με τον προσήκοντα τρόπο και εμπρόθεσμα, εντός 30 ημερών από την παραλαβή σχετικής ειδοποίησης, το σχέδιο καθίσταται ανίσχυρο όσον αφορά την απαίτηση του εν λόγω μέρους.
      • Μετά την περάτωση της εξυγίανσης, ο οφειλέτης ή η αποκτώσα οντότητα δεν μπορεί να διανείμει κέρδη ή άλλα ίδια κεφάλαια στους μετόχους πριν ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις των πιστωτών της ομάδας των μη εξασφαλισμένων απαιτήσεων μέχρι του ύψους των επαληθευθεισών απαιτήσεών τους σύμφωνα με το σχέδιο (στην πτωχευτική διαδικασία, η διανομή κερδών ή άλλων ίδιων κεφαλαίων μπορεί να προσβληθεί). Η αίτηση με την οποία ζητείται να αναγνωριστεί το ανίσχυρο του σχεδίου υποβάλλεται από ανέγγυο πιστωτή.
      • Εάν ο οφειλέτης ή η αποκτώσα οντότητα πραγματοποιήσει κέρδη τα οποία δημοσιεύονται στις οικονομικές καταστάσεις, και τα κέρδη αυτά δεν είναι αναγκαία για τη συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης ή σημαντικού τμήματος αυτής σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο σχέδιο, ο ανέγγυος πιστωτής έχει το δικαίωμα να επιδιώξει δικαστικώς, προσφεύγοντας στο δικαστήριο που επικύρωσε το σχέδιο, την ικανοποίηση της αρχικής του απαίτησης από τα εν λόγω κέρδη, σε ποσό που ισούται με τη διαφορά μεταξύ του ποσού που απαιτείται για την ικανοποίηση της απαίτησης και του ποσού που έχει ήδη καταβληθεί στον εν λόγω πιστωτή βάσει του σχεδίου ωστόσο, το δικαστήριο δεν μπορεί να επιδικάσει στον πιστωτή ποσό από τα κέρδη που υπερβαίνει το ποσοστό που οφείλεται στους υπόλοιπους πιστωτές της ίδιας ομάδας.
  • Εάν το σχέδιο είναι ανίσχυρο έναντι ενός πιστωτή, ο οφειλέτης και η αποκτώσα οντότητα έχουν από κοινού και εις ολόκληρον την υποχρέωση εξόφλησης της αρχικής απαίτησης του πιστωτή, στον βαθμό που η απαίτηση αυτή είχε αναγγελθεί και επαληθευθεί, μαζί με τους τόκους επί του επαληθευθέντος τμήματος της απαίτησης, υπολογιζόμενους από την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης. Ο οφειλέτης και η αποκτώσα οντότητα υποχρεούνται να εξοφλήσουν την απαίτηση του πιστωτή εντός της αρχικής προθεσμίας πληρωμής.
  • Εάν το σχέδιο είναι ανίσχυρο έναντι μετόχου του οφειλέτη, ο οφειλέτης και η αποκτώσα οντότητα έχουν από κοινού και εις ολόκληρον την υποχρέωση να καταβάλουν στον μέτοχο ποσό που αντιστοιχεί με το ποσοστό που δικαιούται ο μέτοχος επί του προϊόντος της εκκαθάρισης του οφειλέτη κατά τον χρόνο της επικύρωσης του σχεδίου από το δικαστήριο. Η αξία του προϊόντος της εκκαθάρισης θεωρείται ότι είναι μηδενική, εκτός αν ο μέτοχος μπορεί να αποδείξει ότι είναι διαφορετική.
  • Εάν το σχέδιο είναι ανίσχυρο ως προς τον οφειλέτη ή την αποκτώσα οντότητα, είναι δυνατή η διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης ή κατάσχεσης προς ικανοποίηση της αρχικής απαίτησης του πιστωτή.

Διαγραφή χρεών μέσω πτώχευσης

Καλή πίστη – κατά την υποβολή της αίτησης, υφίσταται τεκμήριο καλής πίστης του οφειλέτη, το οποίο οι πιστωτές μπορούν να προσβάλουν στο πλαίσιο των «κλασικών» αστικών διαδικασιών. Το τεκμήριο δεν μπορεί να προσβληθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαγραφής των χρεών αυτό είναι εφικτό μόνο μετά το πέρας της διαδικασίας.

Διαγραφή χρεών μέσω χρονοδιαγράμματος πληρωμών

Καλή πίστη – κατά την υποβολή της αίτησης, υφίσταται τεκμήριο καλής πίστης του οφειλέτη, το οποίο οι πιστωτές μπορούν να προσβάλουν στο πλαίσιο των «κλασικών» αστικών διαδικασιών. Το τεκμήριο δεν μπορεί να προσβληθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαγραφής των χρεών αυτό είναι εφικτό μόνο μετά το πέρας της διαδικασίας.

Ο οφειλέτης δεν τελεί σε καλή πίστη αν:

  • δεν δήλωσε μέρος των περιουσιακών του στοιχείων στον κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων, παρότι κλήθηκε από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας να το πράξει, και ενώ γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την ύπαρξη των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων δεδομένων των συνθηκών δεν λαμβάνονται υπόψη περιουσιακά στοιχεία αμελητέας αξίας
  • ο οφειλέτης δεν συμπεριέλαβε πιστωτή (φυσικό πρόσωπο) στον κατάλογο των πιστωτών, παρότι κλήθηκε από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας να το πράξει, με αποτέλεσμα ο πιστωτής να μην αναγγείλει την απαίτησή του, παρότι ο οφειλέτης γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την ύπαρξη του εν λόγω προσώπου δεδομένων των συνθηκών δεν λαμβάνονται υπόψη μικροί πιστωτές
  • ο οφειλέτης παρείχε σημαντικές πληροφορίες που ήταν αναληθείς ή δεν συμπεριέλαβε σημαντικές πληροφορίες στην αίτηση ή σε παράρτημα της αίτησης ή δεν παρείχε σημαντικές πληροφορίες κατόπιν σχετικού αιτήματος του διαχειριστή αφερεγγυότητας, παρότι γνώριζε ότι οι εν λόγω πληροφορίες ήταν σημαντικές ή όφειλε να το γνωρίζει δεδομένων των συνθηκών
  • ο οφειλέτης δεν συνεργάστηκε με τον διαχειριστή αφερεγγυότητας στον βαθμό που ήταν αναγκαίο, χωρίς σοβαρό λόγο, και ενώ ήταν εύλογο να ζητηθεί από τον οφειλέτη να συνεργαστεί
  • από τη συμπεριφορά του πριν από την υποβολή της αίτησης μπορεί να συναχθεί ότι ο οφειλέτης περιήλθε σκοπίμως σε κατάσταση έλλειψης ρευστότητας προκειμένου να μπορέσει να υποβάλει την αίτηση
  • ο οφειλέτης δεν είχε περιέλθει σε κατάσταση έλλειψης ρευστότητας κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης, γεγονός το οποίο γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει δεδομένων των συνθηκών
  • από τη συμπεριφορά του πριν από την υποβολή της αίτησης μπορεί να συναχθεί ότι, κατά τον χρόνο ανάληψης των υποχρεώσεων του, ο οφειλέτης υπολόγιζε στη δυνατότητα διακανονισμού των χρεών του μέσω πτώχευσης ή χρονοδιαγράμματος πληρωμών
  • από τη συμπεριφορά του πριν από την υποβολή της αίτησης μπορεί να συναχθεί ότι ο οφειλέτης είχε την πρόθεση να βλάψει ή να ευνοήσει έναν από τους πιστωτές του
  • ο οφειλέτης δεν εφαρμόζει με τον προσήκοντα τρόπο και εμπρόθεσμα το χρονοδιάγραμμα πληρωμών που καθόρισε το δικαστήριο, χωρίς σοβαρό λόγο
  • ο οφειλέτης δεν καταβάλλει διατροφή τέκνου η οποία κατέστη απαιτητή και ληξιπρόθεσμη, με τον προσήκοντα τρόπο και εμπρόθεσμα, χωρίς σοβαρό λόγο ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να προβληθεί μόνο από το τέκνο ή τον νόμιμο κηδεμόνα του τέκνου
  • ο οφειλέτης δεν συμμορφώθηκε με την υποχρέωση επιστροφής της προκαταβολής που είχε καταβληθεί από το Κέντρο Νομικής Συνδρομής έναντι της κατ’ αποκοπή αμοιβής του διαχειριστή αφερεγγυότητας, με τον προσήκοντα τρόπο και εμπρόθεσμα, χωρίς σοβαρό λόγο ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να προβληθεί μόνο από το Κέντρο Νομικής Συνδρομής
  • ο οφειλέτης επιδίωξε να τύχει απαλλαγής από τα χρέη, παρά το γεγονός ότι κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του δεν βρισκόταν στη Σλοβακία.
  • Το δικαστήριο εξετάζει με μεγαλύτερη αυστηρότητα τους παράγοντες που σχετίζονται με την καλή πίστη του οφειλέτη αν ο οφειλέτης διαθέτει ή διέθετε σημαντική περιουσία ή επιχειρηματική πείρα και εργάζεται ή έχει εργαστεί ως ανώτατο στέλεχος ή υπηρετεί ή έχει υπηρετήσει ως μέλος διοικητικού οργάνου νομικού προσώπου ή διαθέτει άλλη συναφή πείρα.
  • Το δικαστήριο εξετάζει με μεγαλύτερη επιείκεια τους παράγοντες που σχετίζονται με την καλή πίστη του οφειλέτη, αν ο οφειλέτης έχει λάβει βασική μόνο εκπαίδευση, αν πλησιάζει την ηλικία συνταξιοδότησης, έχει σοβαρά προβλήματα υγείας, είναι προσωρινά ή μόνιμα άστεγος, ή έχει υποστεί άλλη κακοτυχία εξ αιτίας της οποίας δυσκολεύεται να λειτουργήσει στην κοινωνία.
  • Το δικαστήριο εξετάζει την καλή πίστη του οφειλέτη μόνο στο πλαίσιο της διαδικασίας που κινείται κατόπιν αίτησης ακύρωσης της διαγραφής χρεών στηριζόμενης στην κακοπιστία του οφειλέτη. Το δικαστήριο δεν εξετάζει την καλή πίστη του οφειλέτη στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας ή της διαδικασίας για τον καθορισμό χρονοδιαγράμματος πληρωμών.

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Πτώχευση

  • Καταρχήν, τα έξοδα της σύγκλησης και της διεξαγωγής συνέλευσης των πιστωτών συνιστούν απαίτηση κατά της περιουσίας. Από την αρχή αυτή προβλέπονται οι ακόλουθες εξαιρέσεις:
    • εάν η συνέλευση των πιστωτών διεξήχθη με πρωτοβουλία πιστωτή, ο πιστωτής που ζήτησε τη σύγκληση της συνέλευσης υποχρεούται να καταβάλει τα έξοδα σύγκλησης και διεξαγωγής της συνέλευσης, εκτός εάν η συνέλευση των πιστωτών αποφασίσει διαφορετικά.
    • Προϋπόθεση για την υποβολή αίτησης καθορισμού αμφισβητούμενης απαίτησης, ειδικά στην περίπτωση που η απαίτηση αμφισβητείται από πιστωτή, είναι η προσήκουσα και εμπρόθεσμη κατάθεση προκαταβολής έναντι των εξόδων. Εάν ο αιτών δεν προσκομίσει απόδειξη για την κατάθεση της προκαταβολής, το δικαστήριο παύει τη διαδικασία.
    • Τα μέλη της επιτροπής των πιστωτών δικαιούνται επιστροφή των εξόδων που πραγματοποίησαν, βάσει αποδείξεων, στο πλαίσιο της εκτέλεσης των καθηκόντων τους τα έξοδα αυτά συνιστούν απαίτηση κατά της γενικής περιουσίας, στο ποσό που εγκρίνεται από την επιτροπή των πιστωτών.
    • Εάν, στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης ή κατάσχεσης, ρευστοποιήθηκαν περιουσιακά στοιχεία που υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία, αλλά το προϊόν της ρευστοποίησης δεν έχει ακόμα καταβληθεί στον δικαιούχο, το προϊόν της ρευστοποίησης καθίσταται τμήμα της οικείας περιουσίας και τα έξοδα της διαδικασίας συνιστούν απαίτηση κατά της εν λόγω περιουσίας.
    • Τα έξοδα της πραγματογνωμοσύνης που διενεργείται κατόπιν αιτήματος της επιτροπής των πιστωτών συνιστούν απαίτηση κατά της γενικής περιουσίας. Τα έξοδα της πραγματογνωμοσύνης που διενεργείται κατόπιν αιτήματος ενέγγυου πιστωτή συνιστούν απαίτηση κατά της χωριστής επιμέρους περιουσίας που προορίζεται για την ικανοποίηση του εν λόγω πιστωτή (κατά του αντικειμένου της εμπράγματης ασφάλειας).
    • Ανάλογα με την κρίση του δικαστηρίου, τα έξοδα της διαδικασίας για την εξαίρεση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων από τον κατάλογο συνιστούν απαίτηση κατά της οικείας περιουσίας.
    • Τα έξοδα που πραγματοποιούν τα μέρη που συμμετέχουν στην πτωχευτική διαδικασία και στις συναφείς διαδικασίες εξαιρούνται από την ικανοποίηση στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας (ενδέχεται, ωστόσο, να προβλέπονται διαφορετικές ρυθμίσεις από ειδικές νομοθετικές διατάξεις, π.χ. όσον αφορά το ποσό για τον καθορισμό αμφισβητούμενης απαίτησης και για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης).

Εξυγίανση

  • Καταρχήν, τα έξοδα καταβάλλονται από τον οφειλέτη. Ο οφειλέτης καλύπτει:
    • τη γνωμοδότηση επί της εξυγίανσης,
    • την αμοιβή του διαχειριστή αφερεγγυότητας (την κατ’ αποκοπή αμοιβή και την αμοιβή για την άσκηση των καθηκόντων του) και τα έξοδά του,
    • τα έξοδα σύγκλησης και διεξαγωγής της συνέλευσης των πιστωτών,
    • τα έξοδα που πραγματοποιούν τα μέλη της επιτροπής των πιστωτών, βάσει αποδείξεων, κατά την εκτέλεση του έργου τους ο οφειλέτης καταβάλλει τα εν λόγω έξοδα μέχρι του ποσού που εγκρίνεται από την επιτροπή των πιστωτών.

Διαγραφή χρεών μέσω πτώχευσης

  • Στη διαδικασία διαγραφής χρεών μέσω πτώχευσης, τεκμαίρεται ότι ο οφειλέτης διαθέτει πολύ περιορισμένα περιουσιακά στοιχεία, συνεπώς τα έξοδα μειώνονται στο ελάχιστο και βαρύνουν τους πιστωτές. Εάν οι πιστωτές γνωρίζουν ότι υπάρχουν ορισμένα περιουσιακά στοιχεία, οφείλουν να προβούν στις αναγκαίες ενέργειες, με δικά τους έξοδα, προκειμένου αυτά να μεταβιβαστούν στην πτωχευτική περιουσία.
    • Τα έξοδα που πραγματοποιούν τα μέρη στο πλαίσιο της συμμετοχής τους στην πτωχευτική διαδικασία ή στη διαδικασία καθορισμού χρονοδιαγράμματος πληρωμών δεν μπορούν να εισπραχθούν από τον οφειλέτη μετά τη διαγραφή των χρεών.
      • Στο πλαίσιο της διερεύνησης της κατάστασης του οφειλέτη, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας εξετάζει τον κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων, τον κατάλογο των πιστωτών και τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν από τον οφειλέτη, από τους πιστωτές και άλλα πρόσωπα. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ερευνά τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις του οφειλέτη επιδεικνύοντας επαγγελματική ευσυνειδησία και διενεργεί κάθε άλλη έρευνα που μπορεί να πραγματοποιηθεί σε μικρό χρονικό διάστημα και με χαμηλό κόστος.
      • Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί να διενεργήσει έρευνα κατόπιν αιτήματος πιστωτή, εφόσον ο εν λόγω πιστωτής καταβάλλει προκαταβολή έναντι των εξόδων της έρευνας. Σ’ αυτή την περίπτωση, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας διενεργεί την έρευνα με έξοδα του πιστωτή. Στην πτωχευτική διαδικασία, ο πιστωτής δικαιούται επιστροφή αυτών των εξόδων, εν είδει εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας, σε ποσό που εγκρίνεται από τον εκπρόσωπο των πιστωτών ή, εάν δεν έχει διοριστεί εκπρόσωπος των πιστωτών, από συνέλευση των πιστωτών.
      • Για τα έξοδα των ενέγγυων πιστωτών προβλέπονται ειδικές ρυθμίσεις αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι ενέγγυοι πιστωτές μπορούν να επιλέξουν αν θα συμμετάσχουν στη διαδικασία ή όχι.
        • Τα βεβαρημένα περιουσιακά στοιχεία εντάσσονται στην πτωχευτική περιουσία μόνο αν οι προνομιούχοι ενέγγυοι πιστωτές αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους.
        • Εάν αναγγείλει την απαίτησή του μόνο ενέγγυος πιστωτής με εμπράγματη ασφάλεια που έχει συσταθεί μεταγενέστερα, τα βεβαρημένα περιουσιακά στοιχεία υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία μόνο αν μπορεί να θεωρηθεί ότι η απαίτηση του εν λόγω ενέγγυου πιστωτή θα ικανοποιηθεί. Προκειμένου να αξιολογηθεί το ζήτημα αν τα βεβαρημένα περιουσιακά στοιχεία υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία, η αξία τους αποτιμάται σύμφωνα με πραγματογνωμοσύνη που διενεργείται υπό τις οδηγίες του διαχειριστή αφερεγγυότητας, κατόπιν αιτήματος και με έξοδα του ενέγγυου δανειστή με τη μεταγενέστερη εμπράγματη ασφάλεια. Εάν ο εν λόγω πιστωτής δεν καταβάλει προκαταβολή έναντι των εξόδων για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εντός της προθεσμίας που καθορίζει ο διαχειριστής αφερεγγυότητας, τεκμαίρεται ότι τα βεβαρημένα περιουσιακά στοιχεία δεν υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία.
      • Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας έχει τη δυνατότητα (αλλά όχι την υποχρέωση) να συγκαλέσει συνέλευση των πιστωτών, αν το θεωρεί απαραίτητο. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας συγκαλεί συνέλευση των πιστωτών, αν το ζητήσει οποιοσδήποτε εκ των αναγγελθέντων πιστωτών, υπό την προϋπόθεση ότι ο πιστωτής καταβάλλει προκαταβολή έναντι των εξόδων της συνέλευσης, καθώς και την κατ’ αποκοπή αμοιβή του διαχειριστή αφερεγγυότητας για τη διεξαγωγή της.

Διαγραφή χρεών μέσω χρονοδιαγράμματος πληρωμών

  • Τα έξοδα αυτής της διαδικασίας καταβάλλονται κατά κύριο λόγο από τον οφειλέτη.
  • Το σύστημα είναι οργανωμένο με τέτοιο τρόπο ώστε η έναρξη της διαδικασίας (εκτός από το στάδιο που αφορά την υποβολή επίσημης αίτησης) να εξαρτάται από την κατάθεση προκαταβολής έναντι της αμοιβής του διαχειριστή αφερεγγυότητας και των αναγκαίων εξόδων της διαδικασίας.
  • Τα έξοδα που πραγματοποιούν τα μέρη στο πλαίσιο της συμμετοχής τους στην πτωχευτική διαδικασία ή στη διαδικασία καθορισμού χρονοδιαγράμματος πληρωμών δεν μπορούν να εισπραχθούν από τον οφειλέτη μετά τη διαγραφή των χρεών.
  • Εάν ένας πιστωτής δεν αποδέχεται το προτεινόμενο χρονοδιάγραμμα πληρωμών, έχει τη δυνατότητα να υποβάλει αντιρρήσεις στον διαχειριστή αφερεγγυότητας. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας υποβάλλει τις παρατηρήσεις του επί των αντιρρήσεων του πιστωτή επί του ζητήματος αποφασίζει το δικαστήριο.

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

  • Ο πτωχευτικός νόμος (Zákon č. 7/2005 Z.z. o konkurze a reštrukturalizácii) προβλέπει ότι οι δικαιοπραξίες που είναι επιβλαβείς για τους πιστωτές είναι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ανίσχυρες. Το ανίσχυρο των δικαιοπραξιών επάγεται συνέπειες μόνο σε περίπτωση προσβολής των δικαιοπραξιών του οφειλέτη. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας και οι πιστωτές έχουν το δικαίωμα να προσβάλουν τις εν λόγω δικαιοπραξίες ωστόσο, ο πιστωτής νομιμοποιείται μόνο στην περίπτωση που ο διαχειριστής αφερεγγυότητας, ενώ έχει λάβει αίτημα του πιστωτή να προσβάλει τη δικαιοπραξία, δεν το πράξει εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Το δικαίωμα προσβολής μιας δικαιοπραξίας αποσβένεται εάν δεν ασκηθεί κατά του οφειλέτη ή ενώπιον δικαστηρίου εντός ενός έτους από την κήρυξη της πτώχευσης το δικαίωμα αυτό θεωρείται ότι έχει ασκηθεί κατά του οφειλέτη μόνον εφόσον ο οφειλέτης το αναγνωρίσει εγγράφως. Σύμφωνα με τη νομοθεσία, είναι δυνατή η προσβολή δικαιοπραξιών από τις οποίες απορρέουν αξιώσεις των οποίων η ικανοποίηση μπορεί να επιδιωχθεί ή έχει ήδη επιτευχθεί.
  • Εάν, πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ο οφειλέτης είχε υπαχθεί σε διαδικασία εξυγίανσης και η πτώχευση κηρύχθηκε κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, καθοριστική για τον προσδιορισμό του χρονικού σημείου κατά το οποίο καταρτίστηκε η δικαιοπραξία που μπορεί να προσβληθεί σύμφωνα με τον πτωχευτικό νόμο είναι η έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης.
  • Η δικαιοπραξία πρέπει να έχει συναφθεί από τον οφειλέτη, χωρίς αντιπαροχή και χωρίς να διασφαλίζεται προνόμιο ή να παραβλάπτεται η ικανοποίηση αναγγελθείσας απαίτησης οποιουδήποτε εκ των πιστωτών του οφειλέτη. Πρέπει επίσης να αφορά τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη.
  • Ο πτωχευτικός νόμος προβλέπει περαιτέρω λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τη δυνατότητα απόδειξης της πρόθεσης του οφειλέτη να βλάψει κάποιον από τους πιστωτές του. Σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν είναι καν αναγκαίο να αποδειχθεί η πρόθεση του οφειλέτη, ενώ σε άλλες προβλέπεται μαχητό τεκμήριο περί της πρόθεσής του. Ο νόμος προβλέπει επίσης τις έννομες συνέπειες της ακύρωσης της δικαιοπραξίας με δικαστική απόφαση, ειδικότερα την απόδοση των περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν από το πρόσωπο έναντι του οποίου ασκήθηκε το δικαίωμα.
  • Στη διαδικασία εξυγίανσης οι δικαιοπραξίες που είναι επιβλαβείς για έναν πιστωτή έχουν σημασία για την αξιολόγηση των βέλτιστων συμφερόντων των πιστωτών: κατά τη σύγκριση των αποτελεσμάτων του σχεδίου εξυγίανσης και της ενδεχόμενης πτώχευσης, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας πρέπει να λάβει υπόψη του και τις ακυρώσιμες δικαιοπραξίες.
  • Πέραν αυτού, στο πλαίσιο της εξυγίανσης δεν προβλέπεται προσβολή των δικαιοπραξιών.
  • Ωστόσο, ο νόμος προβλέπει ορισμένα τεκμήρια για το ενδεχόμενο μετάβασης από την εξυγίανση στην πτωχευτική διαδικασία σ’ αυτήν την περίπτωση, ορισμένες δικαιοπραξίες είναι ακυρώσιμες.
    • Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί να εγκρίνει μόνο όσες δικαιοπραξίες αυξάνουν την αξία των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή των οποίων η κατάρτιση είναι αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού της εξυγίανσης. Το κύρος της δικαιοπραξίας που καταρτίζει ο οφειλέτης και που υπόκειται στη συγκατάθεση του διαχειριστή αφερεγγυότητας δεν θίγεται από την έλλειψη συγκατάθεσης ωστόσο η δικαιοπραξία αυτή μπορεί να προσβληθεί στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας, εφόσον η πτώχευση κηρυχθεί επί των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη εντός δύο ετών από την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης.
    • Μετά την περάτωση της εξυγίανσης, ο οφειλέτης ή η αποκτώσα οντότητα δεν μπορεί να διανείμει κέρδη ή άλλα ίδια κεφάλαια στους μετόχους πριν ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις των πιστωτών της ομάδας των μη εξασφαλισμένων απαιτήσεων μέχρι του ύψους των επαληθευθεισών απαιτήσεων τους σύμφωνα με το σχέδιο στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας, είναι δυνατή η προσβολή της διανομής κερδών ή άλλων ίδιων κεφαλαίων, η οποία αποτελεί επίσης λόγο για την αναγνώριση του σχεδίου ως ανίσχυρου.
    • Περαιτέρω, είναι άκυρες όσες δικαιοπραξίες καταρτίστηκαν από τον οφειλέτη ή από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξυγίανσης έτσι ώστε να παρέχουν σε συμμετέχοντα στο σχέδιο ωφέλεια που δεν προβλέπεται από το σχέδιο.
  • Στο πλαίσιο της διαγραφής χρεών δεν θίγεται το δικαίωμα των πιστωτών να επιδιώξουν, κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου, ικανοποίηση των απαιτήσεών τους από περιουσιακά στοιχεία που απαλλοτριώθηκαν από τον οφειλέτη με ακυρώσιμη δικαιοπραξία. Επιπροσθέτως, σε τυχόν επακόλουθη διαδικασία στην οποία κρίνεται η καλή πίστη του οφειλέτη, πρέπει να συνεκτιμάται η συμπεριφορά του οφειλέτη, από την οποία μπορεί να συναχθεί ότι περιήλθε σκοπίμως σε κατάσταση έλλειψης ρευστότητας ή ότι είχε την πρόθεση να βλάψει ή να ευνοήσει έναν από τους πιστωτές του.
Τελευταία επικαιροποίηση: 22/08/2022

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Αφερεγγυότητα/πτώχευση - Φινλανδία

Διαδικασίες αφερεγγυότητας στη Φινλανδία

Αφερεγγυότητα σημαίνει ότι ένας οφειλέτης αδυνατεί να πληρώσει τις οφειλές του σε μη προσωρινή βάση, όταν καθίστανται απαιτητές. Εν προκειμένω, η διαδικασία αφερεγγυότητας ισχύει ταυτόχρονα για το σύνολο των οφειλών του οφειλέτη.

Υπάρχουν τρία διαφορετικά είδη διαδικασιών αφερεγγυότητας στη Φινλανδία: πτώχευση, αναδιάρθρωση της επιχείρησης και διακανονισμός οφειλών ιδιωτών. Οι πτωχεύσεις διέπονται από τις διατάξεις του πτωχευτικού νόμου (Konkurssilaki αριθ. 120/2004) που τέθηκε σε ισχύ την 1η Σεπτεμβρίου 2004. Ο νόμος περί αναδιάρθρωσης επιχειρήσεων (Laki yrityksen saneerauksesta αριθ. 47/1993) και ο νόμος περί διακανονισμού οφειλών ιδιωτών (Laki yksityishenkilön velkajärjestelystä αριθ. 57/1993) τέθηκαν σε ισχύ στις 8 Φεβρουαρίου 1993.

Η πτώχευση είναι διαδικασία εκκαθάρισης που στοχεύει στη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και τη διανομή των εσόδων στους πιστωτές. Η αναδιάρθρωση επιχειρήσεων και ο διακανονισμός οφειλών ιδιωτών αποτελούν μέτρα εξυγίανσης που δίνουν στους οφειλέτες τη δυνατότητα να ξεπεράσουν τις οικονομικές τους δυσχέρειες.

Ο οφειλέτης μπορεί επίσης να συνάψει συμφωνία με τους πιστωτές του για την καταβολή των οφειλών και να προβεί σε άλλες διευθετήσεις εκτός των επίσημων διαδικασιών αφερεγγυότητας. Ωστόσο, οι συμφωνίες που συνάπτονται εκουσίως δεν διέπονται από συγκεκριμένες νομικές διατάξεις και συνεπώς δεν θα συζητηθούν περαιτέρω εδώ.

Ακολουθεί η περιγραφή των κύριων χαρακτηριστικών των προαναφερόμενων διαδικασιών αφερεγγυότητας.

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Πτώχευση

Το πεδίο εφαρμογής της πτώχευσης είναι γενικό, με την έννοια ότι σε πτώχευση μπορούν να κηρυχθούν φυσικά και νομικά πρόσωπα. Ένα νομικό πρόσωπο μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση, ακόμη και αν έχει διαγραφεί από το σχετικό μητρώο ή έχει λυθεί. Η περιουσία του θανόντος ή η πτωχευτική περιουσία μπορεί επίσης να κηρυχθεί σε πτώχευση.

Αναδιάρθρωση

Κάθε επιχείρηση που ασκεί οικονομική δραστηριότητα μπορεί να υπαχθεί σε διαδικασία αναδιάρθρωσης, όπως μια εταιρεία, ένας ελεύθερος επαγγελματίας ή ένας αυτοαπασχολούμενος.

Ωστόσο, ορισμένες επιχειρήσεις, όπως τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι ασφαλιστικοί φορείς που υπόκεινται σε ειδικές ρυθμίσεις και ελέγχους, εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας αναδιάρθρωσης.

Διακανονισμός οφειλών

Διακανονισμός οφειλών μπορεί να γίνει μόνο για φυσικά πρόσωπα. Οι οφειλές φυσικού προσώπου με ιδιωτική επιχείρηση ή φυσικού προσώπου που ασκεί δραστηριότητα σε ομόρρυθμη εταιρεία ή ως ομόρρυθμος εταίρος σε ετερόρρυθμη εταιρεία μπορούν επίσης να διακανονιστούν υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

Η γενική προϋπόθεση για την κίνηση και των τριών ειδών διαδικασιών αφερεγγυότητας είναι ο οφειλέτης να καταστεί αφερέγγυος. Αφερεγγυότητα σημαίνει ότι ένας οφειλέτης αδυνατεί να πληρώσει τις οφειλές του σε μη προσωρινή βάση, όταν καθίστανται απαιτητές.

Μπορεί επίσης να κινηθεί διαδικασία αναδιάρθρωσης όταν ο οφειλέτης αντιμετωπίζει κίνδυνο αφερεγγυότητας.

Πτώχευση

Αίτηση κήρυξης σε πτώχευση μπορεί να υποβάλει είτε ο οφειλέτης είτε ο πιστωτής. Η γενική προϋπόθεση για την κήρυξη της πτώχευσης είναι η αφερεγγυότητα του οφειλέτη. Ο πτωχευτικός νόμος προβλέπει ορισμένα χαρακτηριστικά αφερεγγυότητας προκειμένου να καταστεί ευκολότερη η εξακρίβωση της αφερεγγυότητας ενός προσώπου κάθε οφειλέτης που έχει τα εν λόγω χαρακτηριστικά θεωρείται αφερέγγυος, εκτός αν αποδεικνύεται το αντίθετο.

Ένας οφειλέτης θεωρείται αφερέγγυος εφόσον:

  1. ο οφειλέτης δηλώνει ότι είναι αφερέγγυος και δεν υπάρχουν ειδικοί λόγοι για να μη γίνει δεκτή η δήλωση αυτή
  2. ο οφειλέτης έχει παύσει τις πληρωμές
  3. έχει διαπιστωθεί, στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης κατά τη διάρκεια των έξι μηνών που προηγούνται της υποβολής της αιτήσεως για κήρυξη σε πτώχευση, ότι ο οφειλέτης δεν είναι σε θέση να εξοφλήσει πλήρως την απαίτηση ή
  4. ο οφειλέτης που έχει ή είχε την υποχρέωση να τηρεί λογιστικά βιβλία κατά το έτος που προηγείται της υποβολής της αιτήσεως για κήρυξη σε πτώχευση δεν έχει εξοφλήσει την εκκαθαρισμένη και απαιτητή απαίτηση του πιστωτή εντός μίας εβδομάδας από τη λήψη όχλησης.

Ένας πιστωτής μπορεί να υποβάλει αίτηση πτώχευσης αν η απαίτησή του έναντι του οφειλέτη βασίζεται σε δικαστική απόφαση ή άλλους λόγους εκτέλεσης, δέσμευση υπογεγραμμένη από τον οφειλέτη που δεν αμφισβητείται προδήλως δικαιολογημένα από τον οφειλέτη ή είναι κατά τα άλλα εκκαθαρισμένη. Το ποσό που διεκδικείται δεν είναι απαραίτητο να είναι ληξιπρόθεσμο. Υπάρχουν περιορισμοί στην αίτηση πτώχευσης για ασήμαντες απαιτήσεις και σε περιπτώσεις που ο πιστωτής διαθέτει εξασφαλισμένη διά προνομίου απαίτηση.

Η πτώχευση κινείται με την κήρυξη της πτώχευσης του οφειλέτη από το δικαστήριο. Ταυτόχρονα, το δικαστήριο διορίζει σύνδικο πτώχευσης. Κατά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, ο οφειλέτης χάνει την εξουσία του επί των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας.

Είναι καθήκον του συνδίκου να ενημερώσει τους πιστωτές για την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας. Κάθε αλλοδαπός πιστωτής, με την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) 2015/848 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας, πρέπει να ενημερωθεί σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στον κανονισμό.

Σημείωση της κίνησης πτωχευτικής διαδικασίας γίνεται επίσης, για παράδειγμα, στο μητρώο πτωχεύσεων και ανασυγκρότησης, το εμπορικό μητρώο, το υποθηκοφυλακείο, το νηολόγιο πλοίων, το νηολόγιο πλοίων υπό κατασκευή, το μητρώο αεροσκαφών, το μητρώο βαρών επιχειρήσεων, το μητρώο στοιχείων οχημάτων και οδηγών και το μητρώο λογιστικών εγγραφών.

Η απόφαση του περιφερειακού δικαστηρίου (käräjäoikeus) που κηρύσσει την πτώχευση ή απορρίπτει την αίτηση πτώχευσης μπορεί να προσβληθεί με έφεση σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο.

Αναδιάρθρωση

Αίτηση για την κίνηση διαδικασίας αναδιάρθρωσης μπορεί να κατατεθεί από τον οφειλέτη ή από πιστωτή. Η διαδικασία αναδιάρθρωσης που κινείται από πιστωτή δεν προϋποθέτει τη συναίνεση του οφειλέτη. Οι περισσότερες αιτήσεις κατατίθενται από τον οφειλέτη.

Διαδικασία αναδιάρθρωσης μπορεί να κινηθεί αν ο οφειλέτης είναι αφερέγγυος και δεν υπάρχουν νομικά κωλύματα για την κίνηση της διαδικασίας. Κώλυμα υφίσταται, για παράδειγμα, όταν πιθανολογείται ότι το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης δεν θα αποκαταστήσει την αφερεγγυότητα ή ότι τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν είναι επαρκή για την κάλυψη του κόστους της διαδικασίας αναδιάρθρωσης. Διαδικασία αναδιάρθρωσης μπορεί να κινηθεί επίσης όταν ο οφειλέτης αντιμετωπίζει κίνδυνο αφερεγγυότητας. Διαδικασία αναδιάρθρωσης με βάση επικείμενη αφερεγγυότητα μπορεί να κινηθεί με αίτηση πιστωτή μόνον εφόσον η απαίτηση αφορά σημαντικό οικονομικό συμφέρον. Επιπλέον, η διαδικασία αναδιάρθρωσης μπορεί να κινηθεί από τουλάχιστον δύο πιστωτές των οποίων οι συνολικές απαιτήσεις αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το ένα πέμπτο των γνωστών οφειλών του οφειλέτη, και που καταθέτουν κοινή αίτηση με τον οφειλέτη ή δηλώνουν ότι υποστηρίζουν την αίτηση του οφειλέτη.

Οι έννομες συνέπειες της κίνησης της διαδικασίας αναδιάρθρωσης παράγουν αυτόματα αποτελέσματα από την ημερομηνία της απόφασης για κίνηση της διαδικασίας. Μετά την κατάθεση της αίτησης, το δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αιτήματος του αιτούντος ή του οφειλέτη, να απαγορεύσει την εξόφληση των οφειλών ή την εξασφάλισή τους, να απαγορεύσει την είσπραξη οφειλών ή την κατάσχεση ή άλλα μέτρα εκτέλεσης που παράγουν αποτελέσματα πριν από την έναρξη της διαδικασίας.

Είναι καθήκον του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας να ενημερώσει τους πιστωτές για την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας. Η έναρξη της διαδικασίας αναδιάρθρωσης κοινοποιείται επίσης σε ορισμένες αρχές και σχετική καταχώριση πραγματοποιείται μεταξύ άλλων στο μητρώο πτωχεύσεων και αναδιοργανώσεων, το εμπορικό μητρώο και το υποθηκοφυλακείο.

Η απόφαση του περιφερειακού δικαστηρίου που κηρύσσει την έναρξη της διαδικασίας αναδιάρθρωσης ή απορρίπτει την αίτηση κίνησης διαδικασίας αναδιάρθρωσης μπορεί να προσβληθεί με έφεση σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο.

Διακανονισμός οφειλών

Οι υποθέσεις διακανονισμού οφειλών αρχίζουν να εκκρεμούν κατόπιν αίτησης του οφειλέτη. Η κίνηση διαδικασίας διακανονισμού οφειλών απαιτεί ο οφειλέτης να είναι αφερέγγυος και να μην μπορεί ευλόγως να βελτιώσει την ικανότητα πληρωμής του ούτως ώστε να εξοφλήσει τις οφειλές του. Ο κύριος λόγος της αφερεγγυότητας πρέπει να είναι η ουσιώδης υποβάθμιση της ικανότητας του οφειλέτη να πληρώσει, λόγω μεταβολής των περιστάσεων που κατά κύριο λόγο δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του οφειλέτη, όπως ασθένεια. Οι οφειλές μπορούν επίσης να διακανονιστούν αν υπάρχει βάσιμος λόγος προς τούτο ενόψει του ποσού των οφειλών και των λοιπών υποχρεώσεων του οφειλέτη ως προς την ικανότητά του να τις εξοφλήσει. Κατά την αξιολόγηση της ικανότητας του οφειλέτη να πληρώσει, λαμβάνονται υπόψη, π.χ. τα περιουσιακά στοιχεία, το εισόδημα και οι δυνατότητες απόκτησης εισοδήματος του οφειλέτη.

Δεν πρέπει να υφίσταται νόμιμο κώλυμα όσον αφορά τη διαδικασία διακανονισμού των οφειλών (π.χ. οφειλή που γεννάται λόγω παράβασης ή απερίσκεπτης και ανεύθυνης ανάληψης χρέους). Ωστόσο, αν συντρέχει βάσιμος λόγος, μπορεί να διαταχθεί διακανονισμός οφειλών παρά την ύπαρξη γενικού κωλύματος. Σε αυτές τις περιπτώσεις, πρέπει να δίνεται προσοχή ιδίως στα μέτρα που λαμβάνονται από τον οφειλέτη για την εξόφληση των οφειλών του, το χρονικό διάστημα για το οποίο τα αιτούμενα ποσά είναι ληξιπρόθεσμα και σε άλλες περιστάσεις του οφειλέτη, καθώς και τη σημασία του διακανονισμού της οφειλής σε ό,τι αφορά τόσο τον οφειλέτη όσο και τους πιστωτές.

Διακανονισμός οφειλών δεν μπορεί να διαταχθεί αν ο οφειλέτης δεν διαθέτει πόρους για λόγο που θεωρείται προσωρινός ή αν ο οφειλέτης για τον λόγο αυτό μπορεί να καλύψει μόνον ένα μικρό μέρος των οφειλών του με τους πόρους που διαθέτει.

Οι έννομες συνέπειες της κίνησης της διαδικασίας διακανονισμού οφειλών παράγουν αυτόματα αποτελέσματα από την ημερομηνία της απόφασης για κίνηση της διαδικασίας. Μετά την κατάθεση της αίτησης, το δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αιτήματος του οφειλέτη, να απαγορεύσει προσωρινά την αποπληρωμή οφειλών και την εξασφάλισή τους ή την είσπραξη οφειλών ή την κατάσχεση και άλλα μέτρα εκτέλεσης που παράγουν αποτελέσματα πριν από την έναρξη της διαδικασίας.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Πτώχευση

Τα περιουσιακά στοιχεία που διαθέτει ο οφειλέτης κατά την έναρξη της πτώχευσης και τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία ο οφειλέτης αποκτά πριν από την ολοκλήρωση της πτώχευσης απαρτίζουν την πτωχευτική περιουσία. Τα έσοδα από τα περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία που δεν μπορούν να ανακτηθούν στην πτωχευτική περιουσία σύμφωνα με τον νόμο περί ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων στην πτωχευτική περιουσία (Laki takaisinsaannista konkurssipesään αριθ. 758/1991) ή με άλλη βάση αποτελούν επίσης περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας.

Κατά κανόνα, τα ακατάσχετα περιουσιακά στοιχεία δεν ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία. Επιπλέον, τα αποκτηθέντα περιουσιακά στοιχεία ή τα έσοδα ενός φυσικού προσώπου μετά την έναρξη της πτώχευσης δεν ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία.

Αναδιάρθρωση

Κατά τη διαδικασία αναδιάρθρωσης, καταρτίζεται πρόγραμμα αναδιάρθρωσης για τον οφειλέτη. Το σχέδιο πρέπει να περιλαμβάνει, για παράδειγμα, την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη, δηλαδή τα περιουσιακά στοιχεία, τις υποχρεώσεις και άλλες δεσμεύσεις του. Το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης πρέπει να καταρτίζεται με βάση το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη κατά τον χρόνο της διαδικασίας. Η ανάκτηση είναι επίσης δυνατή: μια συναλλαγή που θα μπορούσε να αναστραφεί και να ανακτηθούν περιουσιακά στοιχεία στην πτωχευτική περιουσία μπορεί ομοίως να αναστραφεί κατά τη διαδικασία αναδιάρθρωσης για τους ίδιους λόγους όπως και στην περίπτωση της πτώχευσης.

Αν και σε εξαιρετικές περιστάσεις είναι δυνατόν να τροποποιηθεί το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης μετά την έγκρισή του, τα ποσά των πληρωμών που πρέπει να γίνουν σε κάθε πιστωτή δεν μπορούν πλέον να αυξηθούν με τροποποίηση του προγράμματος. Ωστόσο, τα περιουσιακά στοιχεία που μεταβιβάζονται στον οφειλέτη μετά την έγκριση του προγράμματος αναδιάρθρωσης μπορούν να αποτελέσουν λόγο ώστε οι πιστωτές να ζητήσουν συμπληρωματικές πληρωμές από τον οφειλέτη. Μπορεί να δοθεί στον οφειλέτη εντολή να πραγματοποιήσει συμπληρωματικές πληρωμές που προσδιορίζονται στο πρόγραμμα, αν η κατάσταση των οικονομικών του οφειλέτη θεωρηθεί καλύτερη σε σύγκριση με τον χρόνο που καταρτίστηκε το πρόγραμμα. Αίτημα καταβολής συμπληρωματικών πληρωμών μπορεί να κατατεθεί εφόσον συντρέχουν λόγοι υποβολής αιτήματος για τέτοιες πληρωμές. Το αίτημα πρέπει να κατατεθεί στο δικαστήριο το αργότερο εντός ενός έτους μετά την υποβολή της τελικής έκθεσης στο δικαστήριο.

Διακανονισμός οφειλών

Στον διακανονισμό οφειλών, ο οφειλέτης επιβεβαιώνει χρονοδιάγραμμα πληρωμών που αντιστοιχεί στην ικανότητα του οφειλέτη να πληρώσει. Κατά την αξιολόγηση της ικανότητας του οφειλέτη να προβεί σε πληρωμές, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη παράγοντες όπως το προϊόν της εκκαθάρισης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, τα εισοδήματα του οφειλέτη και η δυνατότητα απόκτησης εισοδημάτων του οφειλέτη, τα αναγκαία έξοδα διαβίωσης και η υποχρέωση διατροφής. Στον διακανονισμό οφειλών, για την κάλυψη των οφειλών χρησιμοποιείται το σύνολο των εισοδημάτων του οφειλέτη που υπερβαίνει τα αναγκαία έξοδα διαβιώσεως και την υποχρέωση διατροφής του, καθώς και τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία που δεν αποτελούν είδη πρώτης ανάγκης. Στα περιουσιακά στοιχεία που θεωρούνται είδη πρώτης ανάγκης περιλαμβάνεται η ιδιόκτητη κατοικία του οφειλέτη, η οικοσκευή, στο εύλογο μέτρο, και τα προσωπικά αντικείμενα και εργαλεία εργασίας του οφειλέτη, στο μέτρο του εύλογα αναγκαίου. Τα περιουσιακά στοιχεία που θεωρούνται είδη πρώτης ανάγκης του οφειλέτη μπορούν να ρευστοποιηθούν μόνον στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τον νόμο.

Επιπλέον, το χρονοδιάγραμμα πληρωμών μπορεί να υποχρεώνει τον οφειλέτη να προβεί σε συμπληρωματικές πληρωμές λόγω πρόσθετου εισοδήματος ή περιουσιακών στοιχείων που αυτός λαμβάνει κατά τη διάρκεια του χρονοδιαγράμματος πληρωμής. Ο οφειλέτης οφείλει να πληρώνει στους πιστωτές ένα μέρος τυχόν δωρεών και άλλων εφάπαξ πληρωμών που λαμβάνει κατά τη διάρκεια του χρονοδιαγράμματος πληρωμής. Όταν το εισόδημα του οφειλέτη υπερβαίνει το εισόδημα που έχει προσδιοριστεί για το χρονοδιάγραμμα πληρωμών, ο οφειλέτης μπορεί να διαταχθεί να καταβάλει ένα μέρος των πρόσθετων εσόδων του στους πιστωτές.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

Πτώχευση

Η πτώχευση κηρύσσεται από το δικαστήριο. Το δικαστήριο ορίζει επίσης τον σύνδικο πτωχεύσεως. Ένα πρόσωπο μπορεί να διοριστεί ως σύνδικος, εφόσον συναινεί στον διορισμό, έχει την ικανότητα, τις δεξιότητες και την εμπειρία που απαιτούνται για τη θέση, και είναι κατά τα άλλα κατάλληλο για αυτή. Ο σύνδικος δεν πρέπει να έχει σχέση με τον οφειλέτη ή τον πιστωτή που θα μπορούσε να διακυβεύσει την ανεξαρτησία του συνδίκου σε σχέση με τον οφειλέτη ή την αμεροληψία του έναντι των πιστωτών, ή την ικανότητά του να ασκήσει τα καθήκοντά του με τον κατάλληλο τρόπο. Δεν μπορεί να διοριστεί νομικό πρόσωπο ως σύνδικος.

Ο σύνδικος έχει κεντρικό ρόλο στη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων στην πτώχευση. Τα καθήκοντα του συνδίκου περιλαμβάνουν την εκπροσώπηση της πτωχευτικής περιουσίας, τη μέριμνα για την τρέχουσα διαχείριση της περιουσίας, τη σύνταξη απογραφής της περιουσίας και περιγραφή του οφειλέτη, τη λήψη της αναγγελίας απαιτήσεων, την κατάρτιση του προσωρινού και του οριστικού καταλόγου εκταμιεύσεων. Ο σύνδικος μεριμνά επίσης για τη διαχείριση και την πώληση των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στην περιουσία και την εκταμίευση των κεφαλαίων.

Κατά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, ο οφειλέτης χάνει την εξουσία του επί των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας. Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να συνεργάζεται προκειμένου να περατωθεί η πτωχευτική διαδικασία. Ο οφειλέτης οφείλει να παρέχει στον σύνδικο τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την κατάρτιση απογραφής της πτωχευτικής περιουσίας, και να βεβαιώσει την εν λόγω απογραφή. Ο οφειλέτης έχει το δικαίωμα να λαμβάνει πληροφορίες σχετικά με την πτωχευτική περιουσία, να παρίσταται στις συνελεύσεις των πιστωτών, και να εκφράζει απόψεις σχετικά με θέματα υπό κρίση.

Αναδιάρθρωση

Με την έναρξη της διαδικασίας για την αναδιάρθρωση επιχείρησης, το δικαστήριο διορίζει διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι ενήλικος, γνωστός για την εντιμότητά του, δεν έχει πτωχεύσει και έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα. Πρέπει επίσης να έχει την ικανότητα, τις δεξιότητες και την εμπειρία που απαιτούνται για τη θέση. Ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν έχει σχέση με τον οφειλέτη ή με οποιονδήποτε από τους πιστωτές που μπορεί να υπονομεύσει την ανεξαρτησία του από τον οφειλέτη ή την αμεροληψία του έναντι των πιστωτών. Νομικό πρόσωπο δεν μπορεί να διοριστεί διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι υπεύθυνος για την υλοποίηση του σκοπού της διαδικασίας αναδιάρθρωσης και για την προστασία των συμφερόντων των πιστωτών. Ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας καταρτίζει έκθεση με τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις του οφειλέτη και πρόταση προγράμματος αναδιάρθρωσης (δικαίωμα υποβολής πρότασης για το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης έχουν επίσης και άλλοι διάδικοι, όπως ο οφειλέτης). Ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας εποπτεύει επίσης τις δραστηριότητες του οφειλέτη.

Το δικαστήριο μπορεί να ορίσει επιτροπή πιστωτών για να εκπροσωπεί τους πιστωτές και να ενεργεί ως συμβουλευτικό όργανο για τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Δεν ορίζεται επιτροπή εφόσον αυτό κριθεί περιττό λόγω του μικρού αριθμού πιστωτών ή για άλλο λόγο.

Ο οφειλέτης διατηρεί την εξουσία του επί των περιουσιακών του στοιχείων και των δραστηριοτήτων του, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από τον νόμο. Ωστόσο, μετά την έναρξη της διαδικασίας, ο οφειλέτης δεν μπορεί να αναλάβει, για παράδειγμα, νέα οφειλή χωρίς τη συναίνεση του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, εκτός αν η οφειλή συναρτάται με τις συνήθεις δραστηριότητες του οφειλέτη και το ύψος και οι όροι της είναι συνήθεις. Κατόπιν αιτήματος του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή πιστωτή, η εξουσία του οφειλέτη μπορεί να περιορισθεί και με άλλους τρόπους, αν υπάρχει κίνδυνος ο οφειλέτης να ενεργήσει κατά τρόπο που θα μπορούσε να βλάψει ή να θέσει σε κίνδυνο τα συμφέροντα του πιστωτή. Ο οφειλέτης υποχρεούται να συνεργάζεται και να παρέχει πληροφορίες στο δικαστήριο, τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας και την επιτροπή των πιστωτών.

Κατά κανόνα, ο οφειλέτης μπορεί να συνεχίσει να ασκεί το δικαίωμα προσφυγής σε εκκρεμείς ή επικείμενες διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου, εκτός αν ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας αποφασίσει να αναλάβει αυτός την άσκηση του δικαιώματος προσφυγής του οφειλέτη.

Διακανονισμός οφειλών

Το δικαστήριο μπορεί να διορίσει διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας για τον διακανονισμό των οφειλών, εφόσον αυτό κριθεί αναγκαίο για τη διευκρίνιση της χρηματοοικονομικής κατάστασης του οφειλέτη, την εκκαθάριση των περιουσιακών του στοιχείων ή την πραγματοποίηση του διακανονισμού των οφειλών. Ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας πρέπει να είναι ενήλικος, γνωστός για την εντιμότητά του, πρόθυμος να αποδεχθεί τον διορισμό, να μην έχει πτωχεύσει και να έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα. Πρέπει επίσης να έχει την ικανότητα, τις δεξιότητες και την εμπειρία που απαιτούνται για τη θέση. Ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν έχει σχέση με τον οφειλέτη ή με οποιονδήποτε από τους πιστωτές που μπορεί να υπονομεύσει την ανεξαρτησία του από τον οφειλέτη ή την αμεροληψία του έναντι των πιστωτών. Νομικό πρόσωπο δεν μπορεί να διοριστεί διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Στα καθήκοντα του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, εφόσον υπάρχει, περιλαμβάνεται η σύνταξη σχεδίου χρονοδιαγράμματος πληρωμών και η εκτέλεση άλλων καθηκόντων που του επιβάλλονται από το δικαστήριο. Κατά την κατάρτιση του σχεδίου χρονοδιαγράμματος πληρωμών, ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας πρέπει να διαπραγματευτεί με τον οφειλέτη και τους πιστωτές και τους παρέχει τις αναγκαίες πληροφορίες για τον διακανονισμό των οφειλών, ενώ τους παρέχει και τη δυνατότητα να υποβάλουν δήλωση σχετικά με την αίτηση και το σχέδιο χρονοδιαγράμματος πληρωμών. Στον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας μπορεί να ανατεθεί επίσης η εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, καθώς και η διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης στους πιστωτές. Εάν δεν διοριστεί διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ο οφειλέτης είναι υπεύθυνος για τη σύνταξη σχεδίου χρονοδιαγράμματος πληρωμών. Η έναρξη της διαδικασίας του διακανονισμού οφειλών διατάσσεται από το δικαστήριο. Το δικαστήριο είναι αρμόδιο και για την επικύρωση του χρονοδιαγράμματος πληρωμών.

Ο οφειλέτης διατηρεί την κυριότητα και την κατοχή των περιουσιακών του στοιχείων. Ωστόσο, όλα τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη που δεν θεωρούνται είδη πρώτης ανάγκης χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των οφειλών του. Ο οφειλέτης οφείλει να παράσχει στο δικαστήριο, τους πιστωτές και, εφόσον έχει οριστεί, στον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, όλες τις απαραίτητες πληροφορίες όσον αφορά ζητήματα σχετικά με τον διακανονισμό των οφειλών. Ο οφειλέτης έχει επίσης καθήκον συνεργασίας για την προσήκουσα υλοποίηση του διακανονισμού οφειλών.

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Πτώχευση

Με την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων, ο πιστωτής έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει απαίτηση στην πτωχευτική περιουσία για τον συμψηφισμό οφειλής του προς τον οφειλέτη κατά την έναρξη της πτώχευσης, ακόμη και αν δεν έχει καταστεί ακόμη απαιτητή η οφειλή προς τον οφειλέτη ή η απαίτηση. Το δικαίωμα συμψηφισμού δεν έχει ισχύ σε απαιτήσεις που δεν παρέχουν στον πιστωτή δικαίωμα πληρωμής από την πτωχευτική περιουσία, ούτε σε απαιτήσεις υποδεέστερες των άλλων απαιτήσεων. Ο πιστωτής έχει την υποχρέωση να παρέχει πληροφορίες σχετικά με απαίτηση που χρησιμοποιείται για συμψηφισμό.

Αναδιάρθρωση

Παρά την απαγόρευση της είσπραξης οφειλών, ο πιστωτής έχει το δικαίωμα να συμψηφίσει απαίτηση με οφειλή έναντι του οφειλέτη κατά την έναρξη της διαδικασίας υπό τους ίδιους όρους που ισχύουν στη διαδικασίας πτώχευσης. Η ανακοίνωση του συμψηφισμού πρέπει επίσης να επιδοθεί στον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Το δικαίωμα συμψηφισμού δεν εφαρμόζεται επί συμψηφισμού από πιστωτικό ίδρυμα έναντι κεφαλαίων που έχει καταθέσει ο οφειλέτης στο εν λόγω ίδρυμα, όταν τίθεται σε ισχύ η απαγόρευση της είσπραξης ή μεταγενέστερα, ή έναντι κεφαλαίων που βρίσκονται στο πιστωτικό ίδρυμα κατά τον χρόνο μεταφοράς στον λογαριασμό του οφειλέτη, όταν ο λογαριασμός μπορεί να χρησιμοποιείται για πληρωμές.

Διακανονισμός οφειλών

Μετά την έναρξη του διακανονισμού οφειλών, δεν μπορούν να εφαρμοστούν μέτρα σε βάρος του οφειλέτη για την είσπραξη οφειλής η πληρωμή της οποίας έχει ανασταλεί ή για την εξασφάλιση της πληρωμής της οφειλής. Η αναστολή είσπραξης περιλαμβάνει επίσης τον συμψηφισμό μεταξύ των απαιτήσεων του οφειλέτη και των υποχρεώσεών του προς τον πιστωτή. Ωστόσο, η αναστολή δεν ισχύει για τον συμψηφισμό φόρων.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Κατά κανόνα, οι συμβάσεις που δεν αφορούν απαιτήσεις που υπόκεινται στη διαδικασία αφερεγγυότητας παραμένουν έγκυρες και αμετάβλητες σε όλα τα είδη διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Πτώχευση

Εάν, κατά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, ο οφειλέτης δεν έχει εκτελέσει σύμβαση στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος, το έτερο συμβαλλόμενο μέρος πρέπει να ζητήσει δήλωση του κατά πόσο η πτωχευτική περιουσία θα χρησιμοποιηθεί για την εκτέλεση της σύμβασης. Εάν δηλωθεί ότι η περιουσία θα χρησιμοποιηθεί για την εκτέλεση της σύμβασης, και παρασχεθεί κατάλληλη εγγύηση για την εκτέλεση της σύμβασης, η σύμβαση δεν μπορεί να καταγγελθεί. Ωστόσο, το έτερο συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση αν η σύμβαση είναι προσωπικού χαρακτήρα ή αν υπάρχει άλλος ειδικός λόγος για τον οποίο δεν μπορεί να απαιτηθεί το έτερο μέρος να συνεχίσει να συνδέεται συμβατικά με την πτωχευτική περιουσία.

Εάν κηρυχθεί σε πτώχευση ο εργοδότης, η σύμβαση απασχόλησης μπορεί να καταγγελθεί από οποιονδήποτε συμβαλλόμενο ανεξάρτητα από τη διάρκειά της. Η προθεσμία ειδοποίησης είναι 14 ημέρες ανεξάρτητα από την προθεσμία που θα ίσχυε κανονικά. Οι οφειλόμενες αμοιβές για την περίοδο της πτώχευσης καταβάλλονται από την πτωχευτική περιουσία.

Η πτωχευτική περιουσία επίσης βαρύνεται με την καταβολή των μισθωμάτων από εμπορικές μισθώσεις για οποιαδήποτε περίοδο κατά την οποία κάνει χρήση των εγκαταστάσεων αυτής, ακόμη κι αν δεν έχει αναλάβει την ευθύνη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση μίσθωσης. Εάν η πτωχευτική περιουσία δεν έχει ανακοινώσει εντός προθεσμίας τουλάχιστον ενός μήνα που ορίζεται από τον εκμισθωτή, ότι θα αναλάβει την ευθύνη για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση μίσθωσης μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, ο εκμισθωτής έχει το δικαίωμα να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση μίσθωσης.

Εάν, στο πλαίσιο σύμβασης εκχώρησης κινητών, λήξει όρος που αφορά την παρακράτηση κυριότητας ή την ανάκτηση κατοχής κατά την καταβολή του τιμήματος αγοράς, η πτωχευτική περιουσία έχει το δικαίωμα να συμβληθεί στη σύμβαση ενημερώνοντας σχετικά τον πωλητή και καταβάλλοντας το ανεξόφλητο αγοραστικό τίμημα, συν κάθε ληξιπρόθεσμο τόκο, σύμφωνα με τους αρχικούς όρους. Η ειδοποίηση πρέπει να παρασχεθεί και το τίμημα να καταβληθεί σε εύλογο χρονικό διάστημα αφότου ο πωλητής ζήτησε την επιστροφή των περιουσιακών στοιχείων.

Μια μεμονωμένη συναλλαγή μπορεί να ακυρωθεί για κάποιον εκ των λόγων είσπραξης που αναφέρονται στον νόμο περί ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων στην πτωχευτική περιουσία.

Αναδιάρθρωση

Η έναρξη της διαδικασίας αναδιάρθρωσης δεν έχει καμία επίπτωση στις υφιστάμενες δεσμεύσεις του οφειλέτη, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά από τον νόμο.

Η σύμβαση μίσθωσης ή σύμβαση πίστωσης-μίσθωσης όπου ο οφειλέτης είναι ο μισθωτής μπορεί να καταγγελθεί από τον οφειλέτη και να λήξει δύο μήνες μετά την επίδοση της καταγγελίας, κατά παρέκκλιση των όρων της σύμβασης όσον αφορά τη διάρκεια αυτής ή την επίδοση ειδοποίησης.

Πρόσωπο που, πριν από την έναρξη της διαδικασίας, έχει δεσμευτεί για συμβατική παροχή προς τον οφειλέτη, αλλά δεν έχει ολοκληρώσει την εκτέλεσή της κατά τον χρόνο έναρξης της διαδικασίας, δικαιούται αντάλλαγμα για την εκτέλεση, εφόσον αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί σύνηθες μέρος των δραστηριοτήτων του οφειλέτη. Εάν το ζήτημα αφορά άλλο τύπο συμβάσεως που συνήφθη πριν από την έναρξη της διαδικασίας και αν ο οφειλέτης κατά τον χρόνο έναρξης της διαδικασίας δεν έχει τηρήσει τις υποχρεώσεις πληρωμής του δυνάμει της σύμβασης, ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, εφόσον το ζητήσει το έτερο μέρος, θα δηλώσει κατά πόσο ο οφειλέτης θα τηρήσει τις υποχρεώσεις του εκ της σύμβασης. Εάν η απάντηση είναι αρνητική ή αν δεν δοθεί εντός ευλόγου διαστήματος, το άλλο μέρος έχει το δικαίωμα να ακυρώσει τη συμφωνία.

Συμφωνία βάσει της οποίας ο οφειλέτης θα προέβαινε σε πληρωμή βάσει ή σε σχέση με αναδιάρθρωση οφειλής είναι άκυρη, εκτός αν η υποχρέωση για την καταβολή του ποσού βασίζεται στο εγκεκριμένο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης.

Εάν ο εργοδότης υπόκειται σε διαδικασία αναδιάρθρωσης, ο εργοδότης δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας, ανεξάρτητα από τη διάρκειά της, με ειδοποίηση δύο μηνών υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

Συναλλαγή που θα μπορούσε να ακυρωθεί αν είχε κατατεθεί αίτηση πτώχευσης αντί αίτησης για αναδιάρθρωση είναι δυνατόν να ακυρωθεί κατόπιν αιτήματος του πιστωτή κατά τη διαδικασία αναδιάρθρωσης για τους λόγους που προβλέπονται στον νόμο περί ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων στην πτωχευτική περιουσία.

Διακανονισμός οφειλών

Ο οφειλέτης δικαιούται να καταγγείλει μίσθωση ή άλλη συμφωνία στην οποία είναι μισθωτής ή καταναλωτική σύμβαση ή σύμβαση χρονομίσθωσης, με ειδοποίηση προ δύο μηνών.

Ο οφειλέτης οφείλει να παραιτηθεί από περιουσιακά στοιχεία τα οποία αποκτήθηκαν στη βάση προγράμματος μερικής πληρωμής ή χρηματοδοτικής μίσθωσης και δεν συγκαταλέγονται στα είδη πρώτης ανάγκης.

Οποιαδήποτε συμφωνία με την οποία ο οφειλέτης καλείται να προβεί σε πληρωμή βάσει ή σε συνάρτηση με τον διακανονισμό οφειλών είναι άκυρη, εκτός αν η υποχρέωση πληρωμής βασίζεται στο εγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα πληρωμών ή τον νόμο.

Πρόσωπο που, πριν από την έναρξη της διαδικασίας, έχει δεσμευτεί για συμβατική παροχή προς τον οφειλέτη, αλλά δεν έχει ολοκληρώσει την εκτέλεσή της κατά τον χρόνο έναρξης της διαδικασίας, δικαιούται αντάλλαγμα για την εκτέλεση, εφόσον αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί σύνηθες μέρος των δραστηριοτήτων του οφειλέτη.

Συναλλαγή που θα μπορούσε να ακυρωθεί αν είχε κατατεθεί αίτηση πτώχευσης αντί αίτησης για διακανονισμό οφειλών είναι δυνατόν να ακυρωθεί κατόπιν αιτήματος του πιστωτή κατά τη διαδικασία διακανονισμού των οφειλών για τους λόγους που προβλέπονται στον νόμο περί ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων στην πτωχευτική περιουσία.

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

Πτώχευση

Μετά την έναρξη της πτώχευσης, δεν μπορεί να ασκηθεί προσφυγή κατά της πτωχευτικής περιουσίας με σκοπό την εξασφάλιση λόγου εκτέλεσης σχετικά με απαίτηση στην πτωχευτική περιουσία, και δεν εφαρμόζονται μέτρα εκτέλεσης επί της πτωχευτικής περιουσίας με σκοπό την ικανοποίηση απαίτησης στην πτωχευτική περιουσία. Ωστόσο, πιστωτής με εξασφαλισμένη απαίτηση μπορεί να ασκήσει προσφυγή για την είσπραξη της εξασφαλισμένης απαίτησης.

Αναδιάρθρωση

Κατά κανόνα, μετά την έναρξη της διαδικασίας αναδιάρθρωσης, ο οφειλέτης υπόκειται σε απαγόρευση πληρωμών και οι πιστωτές σε απαγόρευση είσπραξης οφειλών. Δεν μπορούν να ληφθούν μέτρα κατά του οφειλέτη για την είσπραξη οφειλής υπό αναδιάρθρωση ή για την εξασφάλιση της πληρωμής της. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο πιστωτής που έχει εξασφαλισμένη απαίτηση μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να του χορηγήσει άδεια να αξιοποιήσει την εξασφάλιση αυτή για την εξόφληση της οφειλής. Αυτό μπορεί να συμβεί π.χ. όταν είναι σαφές ότι, λόγω της αναδιάρθρωσης, δεν είναι απαραίτητο η περιουσία που τηρείται ως εγγύηση να παραμείνει στην κατοχή του οφειλέτη.

Κατά κανόνα, μετά την έναρξη της διαδικασίας, τα ασφαλιστικά μέτρα που βασίζονται σε επίσημες αποφάσεις δεν μπορούν να στραφούν κατά του οφειλέτη.

Διακανονισμός οφειλών

Όπως και στις διαδικασίες αναδιάρθρωσης, στις διαδικασίες διακανονισμού οφειλών, ο πιστωτής υπόκειται σε αναστολή είσπραξης οφειλών. Όταν μια απαίτηση εμπίπτει στο πεδίο της αναστολής πληρωμών, κανένα μέτρο δεν μπορεί να στραφεί κατά του οφειλέτη για την είσπραξη οφειλής που υπόκειται σε πληρωμή ή προς εξασφάλιση της πληρωμής της. Επιπλέον, οι κυρώσεις για την καθυστέρηση της πληρωμής δεν εφαρμόζονται στον οφειλέτη. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο πιστωτής που έχει εξασφαλισμένη απαίτηση μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να του χορηγήσει άδεια να αξιοποιήσει την εξασφάλιση αυτή για την εξόφληση της οφειλής. Αυτό μπορεί να συμβεί, για παράδειγμα, αν τα περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται ως εξασφάλιση δεν θεωρούνται είδη πρώτης ανάγκης του οφειλέτη ή αν ο οφειλέτης δεν χρειάζεται τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία για να ασκήσει τη δραστηριότητά του.

Ο πιστωτής μπορεί να ασκήσει προσφυγή ή να κινήσει άλλη διαδικασία προκειμένου να διατηρήσει το δικαίωμα εκτέλεσης ή να αποκτήσει βάση για εκτέλεση. Κατά κανόνα, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί απαγορεύσεων σχετικά με την έναρξη διαδικασίας διακανονισμού οφειλών, ο πιστωτής μπορεί επίσης να ζητήσει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων και την επιβολή των εν λόγω μέτρων.

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

Πτώχευση

Κατά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, ο οφειλέτης παραχωρεί την εξουσία του επί των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας στον σύνδικο. Κατά συνέπεια, η πτωχευτική περιουσία μπορεί να αποκτήσει την ιδιότητα του διαδίκου σε ζητήματα σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία: η πτωχευτική περιουσία πρέπει να έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει τις δικαστικές διαδικασίες που εκκρεμούν μεταξύ του οφειλέτη και τρίτων σε σχέση με περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία. Σε περίπτωση που η πτωχευτική περιουσία δεν αξιοποιήσει την εν λόγω δυνατότητα, ο οφειλέτης μπορεί να συνεχίσει τη διαδικασία.

Ομοίως, η πτωχευτική περιουσία πρέπει να έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει δικαστική διαδικασία που αφορά εκκρεμή απαίτηση στην πτωχευτική περιουσία κατά του οφειλέτη. Αν η πτωχευτική περιουσία δεν απαντήσει στην προσφυγή, και ο οφειλέτης δεν είναι διατεθειμένος να συνεχίσει τη διαδικασία, ο προσφεύγων μπορεί να ζητήσει την έκδοση απόφασης επί της υπόθεσης.

Αναδιάρθρωση

Ο οφειλέτης μπορεί να συνεχίσει να ασκεί το δικαίωμα προσφυγής σε εκκρεμείς διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου ή σε άλλες αντίστοιχες διαδικασίες στις οποίες είναι διάδικος, εκτός αν ο σύνδικος αποφασίσει να αναλάβει αυτός την άσκηση του δικαιώματος προσφυγής του οφειλέτη. Η ίδια διάταξη εφαρμόζεται και σε διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου ή άλλες διαδικασίες που θα καταστούν εκκρεμείς μετά την έναρξη της διαδικασίας αναδιάρθρωσης.

Ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας έχει το δικαίωμα να ασκεί αιτήσεις και να κινήσει διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου ή άλλες αντίστοιχες διαδικασίες για λογαριασμό του οφειλέτη, καθώς και να ασκεί το δικαίωμα προσφυγής του οφειλέτη στο πλαίσιο της διαδικασίας. Επιπλέον, ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας μπορεί να λαμβάνει κοινοποιήσεις για λογαριασμό του οφειλέτη.

Διακανονισμός οφειλών

Έναρξη του διακανονισμού οφειλών δεν θίγει εκκρεμείς διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου, ή το δικαίωμα προσφυγής του οφειλέτη στο πλαίσιο της διαδικασίας.

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

Πτώχευση

Ο πιστωτής μπορεί να υποβάλει αίτηση για την κήρυξη πτώχευσης.

Στην πτωχευτική διαδικασία, οι πιστωτές έχουν τον σημαντικότερο ρόλο. Οι πιστωτές μπορούν να ρυθμίζουν ζητήματα που αφορούν την πτωχευτική περιουσία στον βαθμό που αυτά δεν ρυθμίζονται από τον νόμο ή από τον σύνδικο. Επιπλέον, οι πιστωτές μπορούν να ρυθμίζουν ζητήματα που αφορούν την τρέχουσα διαχείριση της περιουσίας ή να αναθέτουν μέρος των εξουσιών τους στον σύνδικο. Η εξουσία των πιστωτών ξεκινάει με την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας και παύει με τη λήξη της πτωχευτικής διαδικασίας.

Το δικαίωμα άσκησης των εξουσιών των πιστωτών ανήκει στους πιστωτές που διατηρούν απαίτηση στην πτωχευτική περιουσία έναντι του οφειλέτη και έχουν αναγγείλει την εν λόγω απαίτηση. Μετά την ημερομηνία αναγγελίας, το δικαίωμα ανήκει αποκλειστικά στους πιστωτές που έχουν αναγγείλει την απαίτησή τους ή των οποίων η απαίτηση μπορεί με άλλον τρόπο να ενταχθεί στον κατάλογο εκταμιεύσεων, καθώς και σε πιστωτές με εξασφαλισμένη απαίτηση που έχουν προσκομίσει δικαιολογητικά στοιχεία της απαίτησής τους.

Το σημαντικότερο όργανο λήψης αποφάσεων είναι η συνέλευση των πιστωτών, ωστόσο είναι δυνατή η εφαρμογή και άλλων διαδικασιών λήψης αποφάσεων. Οι πιστωτές μπορούν επίσης να συστήσουν επιτροπή πιστωτών προκειμένου να ενεργεί ως όργανο διαπραγματεύσεων και επαφής μεταξύ του συνδίκου και των πιστωτών. Η ισχύς του δικαιώματος ψήφου των πιστωτών καθορίζεται βάσει της τρέχουσας απαίτησής τους στο πλαίσιο της διαδικασίας πτώχευσης. Η απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών καθορίζεται από τη γνώμη που έχει τη στήριξη των πιστωτών των οποίων το σύνολο των ψήφων είναι μεγαλύτερο από το ήμισυ όλων των πιστωτών που συμμετέχουν στην ψηφοφορία. Σε εναλλακτικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων, η καταμέτρηση των ψήφων πραγματοποιείται βάσει της ισχύος του δικαιώματος ψήφου των πιστωτών που διατυπώνουν τη θέση τους.

Αναδιάρθρωση

Ο πιστωτής μπορεί να υποβάλει αίτηση για κίνηση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης.

Μια επιτροπή πιστωτών μπορεί να ορισθεί ως κοινός εκπρόσωπος των πιστωτών. Η επιτροπή εκπροσωπεί όλες τις ομάδες πιστωτών και στα καθήκοντά της περιλαμβάνεται η παροχή βοήθειας στον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και η παρακολούθηση των δραστηριοτήτων του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας για λογαριασμό των πιστωτών. Οι αποφάσεις της επιτροπής λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία.

Κατά την κατάρτιση του σχεδίου προγράμματος αναδιάρθρωσης, ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας πρέπει να διαπραγματευτεί με την επιτροπή των πιστωτών και, αν είναι απαραίτητο, με μεμονωμένους πιστωτές. Επιπλέον, οι πιστωτές ή ομάδες πιστωτών των οποίων οι απαιτήσεις υπερβαίνουν τα όρια που προβλέπονται από τον νόμο έχουν δικαίωμα να προτείνουν σχέδιο προγράμματος αναδιάρθρωσης. Μετά την κατάρτισή του, το σχέδιο προγράμματος αναδιάρθρωσης υποβάλλεται προς έγκριση στους πιστωτές. Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν εμπόδια για την έγκριση του προγράμματος, το πρόγραμμα μπορεί να εγκριθεί με έγκριση όλων των πιστωτών, έγκριση της πλειοψηφίας των ομάδων πιστωτών, και, υπό ορισμένες συνθήκες, ακόμη και χωρίς την έγκριση της πλειοψηφίας όλων των ομάδων πιστωτών.

Διακανονισμός οφειλών

Ο πιστωτής δεν μπορεί να υποβάλει αίτηση για διακανονισμό οφειλών ιδιώτη. Ωστόσο, κατά κανόνα, πριν προβεί σε διακανονισμό οφειλών, ο οφειλέτης πρέπει να καθορίσει κατά πόσον υπάρχει δυνατότητα διαπραγμάτευσης συμβιβασμού με τους πιστωτές. Σύμφωνα με τις καθιερωμένες πρακτικές πίστωσης και είσπραξης οφειλών, ο πιστωτής πρέπει να συνεργάζεται για την επίτευξη συμβιβασμού.

Οι πιστωτές πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν δήλωση σχετικά με την αίτηση διακανονισμού οφειλών και το σχέδιο χρονοδιαγράμματος πληρωμών. Όπου απαιτείται, οι πιστωτές πρέπει να παρέχουν λεπτομέρειες σχετικά με το αίτημά τους γραπτώς. Εγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα πληρωμών μπορεί να τροποποιηθεί με αίτηση του πιστωτή ή μπορεί να παύσει να ισχύει για ορισμένους λόγους.

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

Πτώχευση

Τα περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας διοικούνται με τη δέουσα επιμέλεια και ταχύτητα, σύμφωνα με την ορθή διοικητική πρακτική.

Ένα από τα καθήκοντα του συνδίκου είναι η πώληση των στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας. Η εκκαθάριση των στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας πρέπει να γίνεται με τον πλέον ευνοϊκό τρόπο για την περιουσία, έτσι ώστε το προϊόν της πώλησης να είναι το βέλτιστο δυνατό. Εξασφαλίσεις που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία μπορούν να πωληθούν μόνο σε περίπτωση που ο πιστωτής που προστατεύεται με την εξασφάλιση συναινεί σε αυτό ή εάν το δικαστήριο χορηγήσει άδεια προς τούτο.

Περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία δεν μπορούν να μεταβιβαστούν στον σύνδικο ή τους βοηθούς του συνδίκου ή σε πρόσωπα που συνδέονται με τον σύνδικο ή με βοηθό του.

Αναδιάρθρωση και διακανονισμός οφειλών

Τα δικαιώματα του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας περιορίζονται στο δικαίωμα πρόσβασης στις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Ο οφειλέτης διατηρεί την κυριότητα και το δικαίωμα κατοχής των περιουσιακών του στοιχείων και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν έχει δικαίωμα να κάνει χρήση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή να τα μεταβιβάσει.

Ωστόσο, για μια σειρά πράξεων μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων από τον οφειλέτη απαιτείται η προηγούμενη συναίνεση του διαχειριστή.

Διακανονισμός οφειλών

Στη διαδικασία του διακανονισμού οφειλών, ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας μπορεί να διαταχθεί να ρευστοποιήσει τα περιουσιακά στοιχεία, να εφαρμόσει συναφή μέτρα και ρυθμίσεις, καθώς και να διανείμει τα έσοδα στους δικαιούχους αυτών.

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Πτώχευση

Ως απαίτηση στην πτωχευτική περιουσία νοείται η οφειλή του οφειλέτη και βασίζεται σε νομική βάση που έχει προκύψει πριν από την έναρξη της πτώχευσης. Επιπλέον, οι απαιτήσεις που καλύπτονται από εξασφάλιση και οι απαιτήσεις η βάση ή το ποσό των οποίων τελεί υπό όρο, αμφισβητείται ή είναι ασαφές κατά οιονδήποτε τρόπο θεωρούνται απαιτήσεις στην πτωχευτική περιουσία. Σε μια συνεχή σχέση οφειλής, το μέρος της οφειλής που προηγείται της έναρξης της πτώχευσης θεωρείται απαίτηση στην πτωχευτική περιουσία.

Στην Φινλανδία, οι πτωχευτικές περιουσίες έχουν το δικαίωμα να συνάπτουν αυτοτελώς συμφωνίες και επομένως έχουν χωριστά δικαιώματα και υποχρεώσεις. Απαιτήσεις που έχουν προκύψει μετά την έναρξη της πτώχευσης θεωρούνται διοικητικές δαπάνες, δηλαδή οφειλές της πτωχευτικής περιουσίας που εξοφλούνται εξολοκλήρου με χρήση των στοιχείων της περιουσίας. Η πτωχευτική περιουσία ευθύνεται για οφειλές που ανακύπτουν από την πτωχευτική διαδικασία ή σύμβαση ή δέσμευση που έχει αναληφθεί από την πτωχευτική περιουσία, καθώς και για οφειλές για τις οποίες ευθύνεται η πτωχευτική περιουσία σύμφωνα με τον νόμο. Κατά κανόνα οι εν λόγω οφειλές περιλαμβάνουν την αμοιβή του συνδίκου πτώχευσης, τις αμοιβές των εργαζόμενων και τα έξοδα μίσθωσης που απορρέουν από συμβάσεις εμπορικής μίσθωσης.

Αναδιάρθρωση

Αναδιάρθρωση οφειλών καλείται το σύνολο των οφειλών του οφειλέτη που έχουν προκύψει πριν από την υποβολή της αίτησης, συμπεριλαμβανομένων των εξασφαλισμένων οφειλών και των οφειλών των οποίων η βάση ή το ποσό τελεί υπό όρο ή αμφισβητείται ή δεν είναι βέβαιο με άλλον τρόπο. Οι εν λόγω οφειλές εξοφλούνται με τον τρόπο που προσδιορίζεται στο χρονοδιάγραμμα πληρωμών εγκεκριμένου προγράμματος αναδιάρθρωσης.

Οι οφειλές που προκύπτουν μετά την υποβολή της αίτησης εξοφλούνται όταν καθίστανται απαιτητές. Το ίδιο ισχύει και για τα τέλη, τα έξοδα και τις λοιπές λειτουργικές δαπάνες που βασίζονται σε συνεχιζόμενη συμβατική σχέση ή σε συνεχιζόμενη σύμβαση σχετικά με τη χρήση ή την κατοχή, στον βαθμό που αφορούν την περίοδο μετά την κατάθεση της αίτησης.

Διακανονισμός οφειλών

Ο διακανονισμός οφειλών καλύπτει όλες τις οφειλές του οφειλέτη που υπήρχαν πριν την έναρξη του διακανονισμού οφειλών. Αυτό περιλαμβάνει τις εξασφαλισμένες υποχρεώσεις και τις οφειλές που τελούν υπό όρους, αμφισβητούνται ή είναι κατά τα άλλα αόριστες ως προς το ποσό ή τη βάση τους, καθώς και τους τόκους των εν λόγω οφειλών που προκύπτουν μεταξύ της έναρξης του διακανονισμού οφειλών και της επιβεβαίωσης του χρονοδιαγράμματος πληρωμών, και την είσπραξη και εκτέλεση δαπανών για τις εν λόγω οφειλές, όταν αυτές είναι πληρωτέες από τον οφειλέτη.

Οι οφειλές που δεν εμπίπτουν στον διακανονισμό οφειλών εξοφλούνται όταν καθίστανται απαιτητές.

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

Πτώχευση

Για να δικαιούται την εκταμίευση ποσού, ο πιστωτής πρέπει να αναγγείλει την απαίτησή του γραπτώς (επιστολή αναγγελίας), παραδίδοντάς την στον σύνδικο το αργότερο την ημερομηνία αναγγελίας. Η επιστολή αναγγελίας πρέπει να αναφέρει, για παράδειγμα, το ποσό του κεφαλαίου της απαίτησης, τους δεδουλευμένους τόκους και τη βάση της απαίτησης και των τόκων. Η αναγγελία μπορεί επίσης να αναθεωρηθεί ή να συμπληρωθεί μετά την ημερομηνία της αναγγελίας. Η απαίτηση μπορεί επίσης να αναγγελθεί αναδρομικά εφόσον ο πιστωτής καταβάλει στην πτωχευτική περιουσία επιπλέον τέλη, εκτός αν υπάρχει βάσιμη δικαιολογία για την καθυστερημένη αναγγελία. Ο σύνδικος μπορεί να λάβει υπόψη απαίτηση στην πτωχευτική περιουσία στο σχέδιο καταλόγου εκταμίευσης χωρίς αναγγελία, εφόσον δεν αμφισβητείται η βάση και το ποσό της απαίτησης.

Ο σύνδικος πρέπει να επαληθεύσει τη νομιμότητα των απαιτήσεων που έχουν αναγγελθεί και την πιθανή τους κατάταξη σε σειρά προτεραιότητας. Οι απαιτήσεις που παρέχουν δικαίωμα σε εκταμίευση πρέπει να αναφερθούν στο σχέδιο καταλόγου εκταμίευσης. Ο σύνδικος, ο πιστωτής ή ο οφειλέτης μπορούν να αμφισβητήσουν απαίτηση στο σχέδιο καταλόγου εκταμίευσης, εκθέτοντας αναλυτικά στοιχεία και λόγους. Σε περίπτωση αμφισβήτησης της απαίτησης πιστωτή, ο σύνδικος πρέπει να δώσει στον πιστωτή τη δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή του επί της αμφισβήτησης και να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη της απαίτησής του. Απαίτηση που δεν αμφισβητήθηκε εγκαίρως, πρέπει να θεωρηθεί αποδεκτή.

Στη συνέχεια, ο σύνδικος πρέπει να συντάξει κατάλογο εκταμίευσης, λαμβανομένων υπόψη των αμφισβητήσεων και των δηλώσεων και να υποβάλει τον κατάλογο προς επικύρωση από το δικαστήριο. Το δικαστήριο αποφασίζει επί των αμφισβητήσεων και λοιπών ασυμφωνιών άμεσα ή στο πλαίσιο αστικής δίκης και τέλος επικυρώνει τον κατάλογο εκταμιεύσεων.

Αναδιάρθρωση

Ο οφειλέτης πρέπει να επισυνάψει στην αίτησή του για έναρξη διαδικασίας αναδιάρθρωσης δήλωση σχετικά με τους πιστωτές, τις οφειλές και τις εξασφαλίσεις τους. Όταν το δικαστήριο εκδίδει διαταγή για την έναρξη της διαδικασίας αναδιάρθρωσης, ορίζει ημερομηνία μέχρι την οποία οι πιστωτές πρέπει να δηλώσουν τις απαιτήσεις τους εγγράφως στον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, εφόσον οι εν λόγω απαιτήσεις διαφέρουν από εκείνες που ανέφερε ο οφειλέτης.

Όταν το σχέδιο προγράμματος αναδιάρθρωσης έχει παραδοθεί στο δικαστήριο, το δικαστήριο πρέπει να δώσει στα μέρη τη δυνατότητα να δηλώσουν γραπτώς στον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας τις ενστάσεις τους στις απαιτήσεις που αναφέρεται στο σχέδιο, καθώς και τη δυνατότητα να υποβάλουν γραπτή δήλωση σχετικά με το σχέδιο εντός ορισμένης προθεσμίας, ή καλεί τα μέρη σε ακρόαση στο δικαστήριο. Τόσο ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας όσο και ο οφειλέτης μπορούν να υποβάλουν αντιρρήσεις για λογαριασμό του οφειλέτη. Οι αντιρρήσεις εξετάζονται και λαμβάνεται απόφαση επί του ζητήματος παράλληλα με την εξέταση του σχεδίου, εφόσον αυτό είναι εφικτό, ειδάλλως λαμβάνεται απόφαση επί του ζητήματος σε χωριστή δικαστική διαδικασία. Μόλις το δικαστήριο λάβει την απόφασή του σχετικά με ασαφή αναδιάρθρωση οφειλής, μπορεί να δοθεί στο πρόσωπο που εκπόνησε το σχέδιο η δυνατότητα να διορθώσει, αναθεωρήσει ή συμπληρώσει το σχέδιο. Στη συνέχεια, οι πιστωτές ψηφίζουν σχετικά με το σχέδιο προγράμματος αναδιάρθρωσης.

Κατά κανόνα, οφειλή που δεν έχει δηλωθεί από τον οφειλέτη ή από πιστωτή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναδιάρθρωσης και που δεν περιήλθε διαφορετικά σε γνώση του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας πριν από την έγκριση του προγράμματος αναδιάρθρωσης, παύει να υφίσταται με την έγκριση του προγράμματος αναδιάρθρωσης.

Διακανονισμός οφειλών

Κατά την υποβολή αίτησης για διακανονισμό οφειλών, ο οφειλέτης πρέπει να προσκομίσει αναλυτικό κατάλογο των πιστωτών και των οφειλών. Κατά την έκδοση διαταγής για την έναρξη του διακανονισμού οφειλών, το δικαστήριο πρέπει να αποστείλει αντίγραφα της δικαστικής απόφασης, της αίτησης και του σχεδίου χρονοδιαγράμματος πληρωμών του οφειλέτη στους πιστωτές. Το δικαστήριο πρέπει επίσης να ορίσει προθεσμία για τις γραπτές κοινοποιήσεις των πιστωτών σχετικά με το ποσό των οφειλών που διακανονίζονται, εφόσον διαφέρουν από εκείνα που δηλώθηκαν από τον οφειλέτη, καθώς και προθεσμία για τις γραπτές δηλώσεις των πιστωτών σχετικά με την αίτηση και το σχέδιο χρονοδιαγράμματος πληρωμών του οφειλέτη και για την υποβολή τυχόν ενστάσεων ως προς τις οφειλές που περιλαμβάνονται στο σχέδιο.

Το δικαστήριο θα εξετάζει τις ενστάσεις που προβάλλονται σε σχέση με τη διαδικασία διακανονισμού οφειλών και θα τις επιλύει στο χρονοδιάγραμμα πληρωμών, εφόσον αυτό είναι δυνατό χωρίς την πρόκληση σημαντικής καθυστέρησης στη διαδικασία διακανονισμού των οφειλών. Σε αντίθετη περίπτωση, το δικαστήριο παραπέμπει το ζήτημα προς επίλυση στο πλαίσιο χωριστής προσφυγής ή άλλης διαδικασίας. Στη συνέχεια, το χρονοδιάγραμμα πληρωμών μπορεί να επιβεβαιωθεί, εφόσον χορηγηθεί στον οφειλέτη η δυνατότητα διακανονισμού των οφειλών του.

Το χρονοδιάγραμμα πληρωμών μπορεί να τροποποιηθεί με αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή εφόσον μετά την επικύρωση του χρονοδιαγράμματος πληρωμών γίνει γνωστό ότι υφίσταται οφειλή που μπορεί να διακανονιστεί η οποία δεν ήταν γνωστή κατά τον χρόνο επικύρωσης του χρονοδιαγράμματος πληρωμών.

Εάν μετά το πέρας του χρονοδιαγράμματος πληρωμών προκύψει πληρωμή που θα μπορούσε να διακανονιστεί και θα ήταν εφικτή η τροποποίηση του χρονοδιαγράμματος πληρωμών λόγω αυτής, ο οφειλέτης μπορεί να εξοφλήσει την οφειλή στο ποσό που θα είχε χορηγηθεί στον πιστωτή αν η οφειλή δεν είχε περιληφθεί στο χρονοδιάγραμμα πληρωμών.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Κατά κανόνα, σε όλα τα είδη διαδικασιών αφερεγγυότητας, οι απαιτήσεις θεωρούνται ισοδύναμες, δηλαδή κάθε δανειστής έχει ίσο δικαίωμα να λάβει πληρωμή από τα κεφάλαια που εκταμιεύονται κατ’ αναλογία προς την απαίτησή του. Οι εξαιρέσεις από αυτόν τον κανόνα αφορούν τις διατάξεις σχετικά με την προνομιακή ή μη κατάταξη των απαιτήσεων.

Πτώχευση

Οι εκταμιεύσεις προς τους πιστωτές της πτώχευσης καταβάλλονται σύμφωνα με τον επικυρωμένο κατάλογο εκταμίευσης. Διατάξεις σχετικά με την ιεράρχηση των απαιτήσεων σε πτωχευτική διαδικασία σε περιπτώσεις όπου τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν επαρκούν για την κάλυψη όλων των απαιτήσεων που προβλέπονται στον νόμο περί προτεραιότητας των απαιτήσεων (Laki velkojien maksunsaantijärjestyksestä αριθ. 1578/1992).

Απαιτήσεις που εξασφαλίζονται με ασφάλεια ή δικαίωμα διατήρησης είναι απαιτήσεις με προτεραιότητα, όπως και οι απαιτήσεις που προκύπτουν σε σχέση με την αναδιάρθρωση επιχείρησης, τη διατροφή που καταβάλλεται για τέκνο και τα επιχειρηματικά ενυπόθηκα δάνεια. Οι απαιτήσεις με μειωμένη προτεραιότητα έναντι άλλων απαιτήσεων, και η αμοιβαία κατάταξή τους, καθορίζονται από ξεχωριστές διατάξεις. Οι εν λόγω απαιτήσεις περιλαμβάνουν τους τόκους και τα πρόστιμα που συσσωρεύτηκαν για καθυστερημένη πληρωμή σχετικά με απαίτηση μειωμένης προτεραιότητας μετά την έναρξη της πτώχευσης και επιβαρύνσεις που βασίζονται στο δημόσιο δίκαιο πλην των προστίμων και των χρηματικών ποινών.

Αναδιάρθρωση

Οι πιστωτές που, εκτός της διαδικασίας αναδιάρθρωσης, θα είχαν ισοδύναμο δικαίωμα για την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους έχουν ισότιμο καθεστώς στον διακανονισμό οφειλών στο πλαίσιο του προγράμματος αναδιάρθρωσης. Μπορεί, ωστόσο, να προβλεφθεί στο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης ότι οι πιστωτές με μικρές απαιτήσεις θα πληρωθούν στο ακέραιο.

Στις οφειλές που εξασφαλίζονται διά προνομίου μπορούν να εφαρμοστούν μόνο περιορισμένα μέτρα διακανονισμού της οφειλής, καθώς το κεφάλαιο οφειλής που εξασφαλίζονται διά προνομίου δεν μπορεί να μειωθεί. Ο διακανονισμός οφειλής δεν επηρεάζει την ύπαρξη ή το περιεχόμενο του δικαιώματος εμπράγματης ασφάλειας του πιστωτή.

Στον διακανονισμό οφειλών, οι τόκοι και άλλες πιστωτικές δαπάνες που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναδιάρθρωσης για την αναδιάρθρωση οφειλών, πλην των οφειλών που εξασφαλίζονται διά προνομίου, θεωρούνται μειωμένης προτεραιότητας οφειλές.

Διακανονισμός οφειλών

Τα διαθέσιμα κεφάλαια του οφειλέτη και τα κεφάλαια που προέρχονται από την εκκαθάριση των περιουσιακών του στοιχείων πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των κοινών οφειλών ανάλογα με το ύψος τους. Όλα τα διαθέσιμα μέτρα διακανονισμού οφειλών μπορούν να εφαρμοστούν στην κοινή οφειλή, ωστόσο η υποχρέωση εξόφλησης οφειλών που εξασφαλίζονται διά προνομίου δεν μπορεί να αρθεί.

Ο διακανονισμός οφειλής δεν επηρεάζει την ύπαρξη ή το περιεχόμενο του δικαιώματος εμπράγματης ασφάλειας του πιστωτή.

Πρέπει να χρησιμοποιείται ο μηχανισμός που είναι λιγότερο επιζήμιος για τον πιστωτή και επαρκεί για την αποκατάσταση της οικονομικής κατάστασης του οφειλέτη. Οι τελευταίες υποχρεώσεις που εξοφλούνται από τα διαθέσιμα κεφάλαια και την εκκαθάριση των κεφαλαίων του οφειλέτη είναι οι οφειλές που θα είχαν μειωμένη προτεραιότητα αν ο οφειλέτης κηρυσσόταν σε πτώχευση και οι δεδουλευμένοι τόκοι της περιόδου μεταξύ της έναρξης του διακανονισμού οφειλών και της επιβεβαίωσης του χρονοδιαγράμματος πληρωμών.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

Πτώχευση

Ο σύνδικος πτώχευσης καταρτίζει τον κατάλογο εκταμιεύσεων με τον τρόπο που περιγράφεται στην ενότητα 12. Κατά κανόνα, η πτωχευτική διαδικασία στο δικαστήριο περατώνεται με την επικύρωση του καταλόγου εκταμιεύσεων.

Ολόκληρη η πτωχευτική διαδικασία τερματίζεται από τη στιγμή που οι πιστωτές εγκρίνουν την τελική εκκαθάριση των λογαριασμών. Ο σύνδικος συντάσσει πράξη τελικής εκκαθάρισης των λογαριασμών αφού ρυθμιστεί η πτωχευτική περιουσία και εκκαθαριστούν τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία. Η πράξη τελικής εκκαθάρισης των λογαριασμών μπορεί να καταρτιστεί ακόμη και εάν μέρος της περιουσίας δεν έχει ρυθμιστεί, επειδή εξασφαλισμένα ή άλλα περιουσιακά στοιχεία μικρής αξίας δεν έχουν πωληθεί ή επειδή δεν είναι σαφής απαίτηση στην πτωχευτική περιουσία ή επουσιώδες μέρος των απαιτήσεων.

Πτωχευτικός συμβιβασμός για την περάτωση της πτώχευσης μπορεί να συναφθεί σε πτώχευση εφόσον υποστηρίζεται από τον οφειλέτη και την πλειονότητα των πιστωτών. Με την επικύρωση του συμβιβασμού, παύει να ισχύει ο διορισμός του συνδίκου και η εξουσία των πτωχευτικών πιστωτών.

Το δικαστήριο διατάσσει την περάτωση της πτώχευσης, αν τα κεφάλαια της πτωχευτικής περιουσίας δεν επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας ή η συνέχιση της πτώχευσης δεν θα ήταν σκόπιμη για άλλο λόγο. Ωστόσο, δεν μπορεί να εκδοθεί δικαστική απόφαση περάτωσης της πτώχευσης, αν η πτώχευση πρόκειται να συνεχιστεί υπό καθεστώς δημόσιας διαχείρισης. Λόγοι για τους οποίους πρέπει να συνεχιστεί η πτώχευση υπό καθεστώς δημόσιας διαχείρισης μπορεί να περιλαμβάνουν, π.χ. την ανάγκη ελέγχου του οφειλέτη. Η δημόσια διαχείριση τερματίζεται με την τελική εκκαθάριση των λογαριασμών.

Μπορεί να διαταχθεί η ακύρωση της πτώχευσης για βάσιμο λόγο, εντός οκτώ ημερών από την ημερομηνία της κήρυξης πτώχευσης. Στη συνέχεια η πτώχευση παύει να αναπτύσσει έννομα αποτελέσματα.

Η ευθύνη για τις οφειλές εξακολουθεί να υφίσταται και μετά την πτώχευση. Ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη του για τις οφειλές σε πτωχευτική διαδικασία που δεν εξοφλούνται στο ακέραιο κατά την εν λόγω διαδικασία.

Αναδιάρθρωση

Η δικαστική διαδικασία για αναδιάρθρωση λήγει με έγκριση του προγράμματος αναδιάρθρωσης. Η έγκριση του προγράμματος δίνει και πάλι στον οφειλέτη την ελευθερία δράσης του και αίρει τις έννομες συνέπειες που συνδέονται με την κίνηση της διαδικασίας, όπως η απαγόρευση της εξόφλησης και της είσπραξης οφειλών. Μετά την έγκριση του προγράμματος αναδιάρθρωσης, οι όροι των οφειλών υπό αναδιάρθρωση διέπονται από το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης και, κατά κανόνα, παύουν να έχουν ισχύ τυχόν άγνωστες οφειλές.

Το δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αιτήσεως του πιστωτή, να διατάξει τη λήξη ισχύος του προγράμματος αναδιάρθρωσης αν ο οφειλέτης έχει παραβιάσει το πρόγραμμα και η παράβαση δεν είναι ήσσονος σημασίας. Το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης θα παύσει επίσης να ισχύει σε περίπτωση που ο οφειλέτης κηρυχθεί σε πτώχευση πριν την ολοκλήρωση του προγράμματος. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να διατάξει την παύση ισχύος διακανονισμού οφειλής που περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης που αφορά συγκεκριμένο πιστωτή, π.χ. αν ο οφειλέτης έχει αμελήσει ουσιωδώς τις υποχρεώσεις του απέναντι στον πιστωτή στο πλαίσιο του προγράμματος. Μετά την παύση ισχύος, ο πιστωτής έχει τα ίδια δικαιώματα που είχε πριν από την έγκριση του προγράμματος αναδιάρθρωσης.

Στο τέλος του προγράμματος αναδιάρθρωσης, ο διαχειριστής ή, εφόσον δεν υφίσταται διαχειριστής, ο οφειλέτης παρουσιάζει τελική έκθεση σχετικά με την εκτέλεση του προγράμματος.

Διακανονισμός οφειλών

Η δικαστική διαδικασία σχετικά με τον διακανονισμό οφειλών λήγει με την επικύρωση του χρονοδιαγράμματος πληρωμών από το δικαστήριο. Μετά την επικύρωση του χρονοδιαγράμματος πληρωμών, οι όροι των οφειλών υπό διακανονισμό διέπονται από το χρονοδιάγραμμα πληρωμών. Οι υποχρεώσεις πληρωμής που προβλέπονται στο χρονοδιάγραμμα των πληρωμών είναι δεσμευτικές για τον οφειλέτη, μέχρι την εκπλήρωση όλων των καθορισμένων υποχρεώσεων. Ανεξάρτητα από τη λήξη του χρονοδιαγράμματος πληρωμών, οι υποχρεώσεις του οφειλέτη που καθορίζονται σε αυτό παραμένουν σε ισχύ εφόσον δεν έχουν εκπληρωθεί. Ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη του για την εξόφληση των οφειλών που παραμένουν σε εκκρεμότητα εφόσον δεν εκπληρωθούν όλες οι υποχρεώσεις που καθορίζονται στο χρονοδιάγραμμα πληρωμών.

Το χρονοδιάγραμμα πληρωμών θα λήξει σε περίπτωση που ο οφειλέτης κηρυχθεί σε πτώχευση πριν την ολοκλήρωση του χρονοδιαγράμματος. Κατόπιν αιτήματος του οφειλέτη ή πιστωτή, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την παύση ισχύος του χρονοδιαγράμματος πληρωμών, αν ο οφειλέτης έχει παραμελήσει τις υποχρεώσεις του, όπως αυτές ορίζονται από τον νόμο. Μετά την παύση ισχύος, ο πιστωτής διατηρεί τα ίδια δικαιώματα που είχε πριν από τον διακανονισμό οφειλών.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Πτώχευση

Η περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας δεν απαλλάσσει τον οφειλέτη από την ευθύνη για τις οφειλές του. Ο οφειλέτης δηλαδή εξακολουθεί να είναι υπόχρεος για τις οφειλές της πτωχευτικής διαδικασίας που δεν εξοφλούνται εξολοκλήρου κατά τη διάρκεια της πτώχευσης.

Αναδιάρθρωση

Οι πιστωτές έχουν το δικαίωμα είσπραξης πληρωμής για τις απαιτήσεις τους που εξειδικεύονται στο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης, και η αναδιάρθρωση δεν ολοκληρώνεται πριν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του προγράμματος. Μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, οι πιστωτές δεν έχουν πλέον το δικαίωμα να λαμβάνουν πληρωμές.

Μπορεί επίσης να διαταχθεί η παύση ισχύος του προγράμματος αναδιάρθρωσης, όπως περιγράφεται στην ενότητα 14. Αυτό σημαίνει ότι το πρόγραμμα παύει να ισχύει και οι πιστωτές έχουν το ίδιο δικαίωμα πληρωμής των οφειλών υπό αναδιάρθρωση με αυτό που θα είχαν αν δεν είχε εγκριθεί το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης. Η παύση ισχύος του σχεδίου δεν έχει αντίκτυπο στην εγκυρότητα των συναλλαγών που ήδη συνήφθησαν στη βάση αυτού.

Διακανονισμός οφειλών

Οι όροι των οφειλών υπό διακανονισμό διέπονται από το χρονοδιάγραμμα πληρωμών. Για το χρονοδιάγραμμα πληρωμών πρέπει να καθοριστεί ορισμένη διάρκεια. Ο οφειλέτης απαλλάσσεται πλήρως από τις εκκρεμείς υποχρεώσεις που δεν περιλαμβάνονται στο χρονοδιάγραμμα πληρωμών.

Ανεξάρτητα από τη λήξη του χρονοδιαγράμματος πληρωμών, οι υποχρεώσεις του οφειλέτη που καθορίζονται σε αυτό παραμένουν σε ισχύ μέχρι την εκπλήρωσή τους. Μετά την ολοκλήρωση του χρονοδιαγράμματος πληρωμών, οι πιστωτές δεν έχουν πλέον το δικαίωμα να λαμβάνουν πληρωμές.

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Πτώχευση

Τα έξοδα της διαδικασίας πτώχευσης αποτελούνται από τα δικαστικά τέλη που επιβάλλονται επί της διαδικασίας, την αμοιβή του συνδίκου και τις τυχόν άλλες δαπάνες που προκύπτουν από τον έλεγχο και τη διαχείριση της περιουσίας.

Τα έξοδα της διαδικασίας πτώχευσης καλύπτονται από τα κεφάλαια της πτωχευτικής περιουσίας. Εάν τα κεφάλαια της πτωχευτικής περιουσίας δεν επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων, η ευθύνη για τα έξοδα μπορεί να αναληφθεί από πιστωτή προκειμένου να αποφευχθεί η αναστολή της πτωχευτικής διαδικασίας.

Το δικαστήριο μπορεί επίσης να αποφασίσει ότι η πτώχευση θα συνεχιστεί υπό καθεστώς δημόσιας διαχείρισης, αν το μέτρο αυτό θεωρηθεί δικαιολογημένο, π.χ. λόγω της ανεπάρκειας των πόρων της πτωχευτικής περιουσίας. Στην περίπτωση αυτή, παύει να ισχύει ο διορισμός του συνδίκου και η εξουσία των πτωχευτικών πιστωτών. Τα έξοδα της πτωχευτικής διαδικασίας που απορρέουν από τη δημόσια διαχείριση καταβάλλονται από κρατικούς πόρους εφόσον τα κεφάλαια της πτωχευτικής περιουσίας δεν επαρκούν για την κάλυψη των εν λόγω εξόδων.

Αναδιάρθρωση

Τα έξοδα της διαδικασίας, όπως η αμοιβή του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, καταβάλλονται από τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη. Υπεύθυνο για τα έξοδα μπορεί να είναι άλλο ενδιαφερόμενο μέρος, καθώς ένα από τα προβλήματα που μπορεί να εμποδίσουν την κίνηση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης είναι η ανεπάρκεια των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη για την κάλυψη των εξόδων της. Ωστόσο, σπάνια αναλαμβάνει τρίτος ευθύνη για τα έξοδα.

Οι πιστωτές ευθύνονται για την αποζημίωση των εξόδων της επιτροπής πιστωτών, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης.

Όποιος προτίθεται να ασκήσει το δικαίωμα υποβολής σχεδίου προγράμματος αναδιάρθρωσης πρέπει να εκπονήσει το προσχέδιο με δικά του έξοδα και δαπάνες.

Διακανονισμός οφειλών

Τα έξοδα της διαδικασίας αποτελούνται από εύλογη αμοιβή για τις υπηρεσίες του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας και αποζημίωση για τις δαπάνες του. Κατά κανόνα, ο οφειλέτης πρέπει να καλύπτει την αμοιβή και τα έξοδα του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας σε ποσό που να μην υπερβαίνει τους διαθέσιμους πόρους του οφειλέτη κατά τη διάρκεια τεσσάρων μηνών μετά την επικύρωση του χρονοδιαγράμματος πληρωμών ή του τροποποιημένου χρονοδιαγράμματος πληρωμών. Το μέρος της αμοιβής και των δαπανών που δεν καλύπτεται από τον οφειλέτη καταβάλλεται από κρατικούς πόρους. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης για διακανονισμό οφειλών, το σύνολο της αμοιβής και των δαπανών καταβάλλεται από κρατικούς πόρους.

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

Οι διατάξεις περί είσπραξης οφειλών εφαρμόζονται σε όλα τα είδη διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων που πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στον νόμο πριν από την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, μπορεί να ακυρωθεί με υποβολή αγωγής για είσπραξη ή αγωγής που αφορά τίτλο ή αγωγής προσβολής κύρους. Σε όλα τα είδη διαδικασίας αφερεγγυότητας εφαρμόζονται στη διαδικασία είσπραξης οι διατάξεις του νόμου περί ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων στην πτωχευτική περιουσία. Πρέπει να υφίστανται λόγοι είσπραξης.

Οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη λόγου είσπραξης, και επομένως για την αναστροφή της συναλλαγής, είναι οι εξής:

  • η συναλλαγή χρησιμοποιήθηκε με σκοπό το αθέμιτο όφελος πιστωτή σε βάρος των άλλων πιστωτών, για τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων πέρα από τον έλεγχο των πιστωτών ή την αύξηση του συνολικού ποσού της οφειλής σε βάρος των πιστωτών
  • ο οφειλέτης ήταν αφερέγγυος κατά τον χρόνο της συναλλαγής ή η συναλλαγή συνέβαλε στην αφερεγγυότητα του οφειλέτη εάν η συναλλαγή αφορά δώρο, μια ακόμη προϋπόθεση είναι ότι ο οφειλέτης ήταν υπερχρεωμένος ή κατέστη υπερχρεωμένος λόγω της συναλλαγής
  • Το έτερο συμβαλλόμενο μέρος στη συναλλαγή γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι ο οφειλέτης είναι αφερέγγυος/υπερχρεωμένος ή τις επιπτώσεις της συναλλαγής στην οικονομική κατάσταση του οφειλέτη, καθώς και άλλους παράγοντες που καθιστούν τη συναλλαγή αθέμιτη.

Εάν το έτερο μέρος στη συναλλαγή ήταν στενός συγγενής του οφειλέτη, το εν λόγω πρόσωπο θεωρείται ότι είχε επίγνωση των παραγόντων που απαριθμούνται ανωτέρω, εκτός εάν μπορεί να αποδείξει ότι ενήργησε καλόπιστα. Εάν μια συναλλαγή πραγματοποιήθηκε πάνω από πέντε έτη πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, μπορεί να αναστραφεί μόνο εάν ένα από τα μέρη της συναλλαγής ήταν στενός συγγενής του οφειλέτη.

Οι αποπληρωμές οφειλών που πραγματοποιήθηκαν πάνω από τρεις μήνες πριν από την ημερομηνία της αίτησης για τη διαδικασία αφερεγγυότητας ακυρώνονται αν η αποπληρωμή δεν έγινε με τα συνήθη μέσα πληρωμής ή αν έγινε πρόωρα ή αν το ποσό αποπληρωμής θεωρείται σημαντικό λαμβανομένων υπόψη των κεφαλαίων της περιουσίας. Ωστόσο, η αποπληρωμή δεν αναστρέφεται αν θεωρείται συνήθης, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων. Πληρωμές που εισπράττονται με κατάσχεση αναστρέφονται επίσης, υπό τον όρο ότι η κατάσχεση έχει πραγματοποιηθεί τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από τη λήξη της προθεσμίας. Η εφαρμοστέα προθεσμία είναι μεγαλύτερη για τους στενούς συγγενείς του οφειλέτη. Η πληρωμή μπορεί να ακυρωθεί ακόμη κι αν ο πιστωτής ενήργησε καλόπιστα.

Η αναστροφή δωρεών, διανομής περιουσιακών στοιχείων, συμψηφισμών και εγγυήσεων διέπεται από χωριστές διατάξεις.

Τελευταία επικαιροποίηση: 15/02/2024

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Αφερεγγυότητα/πτώχευση - Σουηδία

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στη Σουηδία, ο κανονισμός περί αφερεγγυότητας (insolvensforördning) ρυθμίζει ζητήματα πτώχευσης, εξυγίανσης επιχειρήσεων και αναδιάρθρωσης χρεών. Στη συνέχεια, επεξηγούνται συνοπτικά ορισμένες πτυχές της σουηδικής κανονιστικής ρύθμισης που διέπει τις διαδικασίες αυτές σύμφωνα με το άρθρο 86 παράγραφος 1 του αναθεωρημένου κανονισμού περί αφερεγγυότητας. Η περιγραφή δεν φιλοδοξεί να είναι εξαντλητική.

ΠΤΩΧΕΥΣΗ

Γενικά

Η πτώχευση (konkurs) είναι μια μορφή συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης απαιτήσεων, στο πλαίσιο της οποίας όλοι οι πιστωτές του οφειλέτη αναλαμβάνουν συλλογικά το σύνολο των περιουσιακών του στοιχείων, σε υποχρεωτική βάση, προκειμένου να εξοφληθούν οι απαιτήσεις τους. Κατά την πτώχευση, τα περιουσιακά στοιχεία συνθέτουν την πτωχευτική περιουσία (konkursbo), η οποία υποβάλλεται σε διαχείριση προς όφελος των πιστωτών. Η περιουσία τελεί υπό τη διαχείριση ενός ή περισσοτέρων συνδίκων πτώχευσης (konkursförvaltare). Αποκλειστική αποστολή του συνδίκου είναι η διαχείριση της πτωχευτικής περιουσίας. Η αξιολόγηση της αίτησης πτώχευσης, η λήψη της πτωχευτικής απόφασης καθώς και η διεξαγωγή της πτώχευσης καθ’ εαυτήν πραγματοποιείται στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας, ενώπιον του τοπικού δικαστηρίου (tingsrätt). Κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, το δικαστήριο αποφαίνεται για διάφορα ζητήματα: π.χ. καθορίζει τον τρόπο διανομής της περιουσίας και το αν πρέπει να αποδειχθούν οι οφειλές. Υπάρχουν και άλλες διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στο δικαστήριο, όπως η επαγωγή όρκου, κατά την οποία ο οφειλέτης βεβαιώνει ενόρκως τον κατάλογο απογραφής της πτωχευτικής περιουσίας. Ο σύνδικος τελεί υπό την εποπτεία της αρχής αναγκαστικής είσπραξης οφειλών (Κronofogdemyndigheten).

ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Γενικά

Σε έμπορο ο οποίος αντιμετωπίζει δυσκολίες πληρωμής μπορεί να επιτραπεί, με δικαστική απόφαση, να υποβληθεί σε ειδική διαδικασία προκειμένου να εξυγιάνει την επιχείρησή του (företagsrekonstruktion). Το δικαστήριο διορίζει ειδικό εντολοδόχο στη διαδικασία εξυγίανσης (rekonstruktör), προκειμένου να διερευνήσει κατά πόσον ορισμένες ή όλες οι δραστηριότητες του οφειλέτη μπορούν να συνεχιστούν και, εάν ναι, με ποιον τρόπο, και κατά πόσον οι συνθήκες είναι κατάλληλες, ώστε ο οφειλέτης να συνάψει οικονομική συνδιαλλαγή (uppgörelse) ή πτωχευτικό συμβιβασμό (ackord) με τους πιστωτές. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο εντολοδόχος εξυγίανσης της επιχείρησης πρέπει να ενεργεί κατά τρόπο που να διασφαλίζει ότι δεν παραβλέπονται τα συμφέροντα των πιστωτών. Η απόφαση εξυγίανσης της επιχείρησης επισήμως δεν στερεί τον οφειλέτη από τον έλεγχο της περιουσίας του.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ

Γενικά

Η αναδιάρθρωση χρέους (skuldsanering) απαλλάσσει τον οφειλέτη, εν όλω η εν μέρει, από την ευθύνη να εξοφλήσει τις οφειλές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας αναδιάρθρωσης. Από τον Νοέμβριο του 2016, ισχύουν δύο μορφές αναδιάρθρωσης χρέους στη Σουηδία: η αναδιάρθρωση χρέους (skuldsanering) στο πλαίσιο του νόμου περί αναδιάρθρωσης χρεών (skuldsaneringslagen) και η αναδιάρθρωση χρέους επιχείρησης (F-skuldsanering) στο πλαίσιο του νόμου περί αναδιάρθρωσης χρεών επιχειρήσεων (skuldsaneringslagen för företagare). Στη συνέχεια επεξηγούνται και οι δύο μορφές.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΧΡΕΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

ΠΤΩΧΕΥΣΗ

Η πτωχευτική διαδικασία μπορεί να κινηθεί σε σχέση τόσο με νομικά, όσο και με φυσικά πρόσωπα (συμπεριλαμβανομένων των φυσικών προσώπων που δεν ασκούν εμπορική δραστηριότητα).

ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Διαδικασίες εξυγίανσης επιχείρησης μπορεί να κινηθούν τόσο ως προς νομικά, όσο και ως προς φυσικά πρόσωπα, υπό την προϋπόθεση ότι το οικείο πρόσωπο διαθέτει εμπορική ιδιότητα. Ορισμένα νομικά πρόσωπα εξαιρούνται από τον νόμο, όπως οι τράπεζες, οι εταιρείες της πιστωτικής αγοράς, οι ασφαλιστικές εταιρείες και οι εταιρείες εμπορίας κινητών αξιών.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ

Η δυνατότητα αναδιάρθρωσης χρέους αναγνωρίζεται σε φυσικά πρόσωπα [συμπεριλαμβανομένων των φυσικών προσώπων που ασκούν ιδιωτική εμπορική δραστηριότητα (enskild näringsverksamhet)].

Οι αιτήσεις αναδιάρθρωσης χρέους εξετάζονται σε πρώτο βαθμό από την αρχή αναγκαστικής είσπραξης οφειλών.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΧΡΕΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Ρύθμιση αναδιάρθρωσης χρέους χορηγείται σε φυσικό πρόσωπο το οποίο είναι:

1. επιχειρηματίας που ασκεί εμπορική δραστηριότητα, εφόσον το χρέος του απορρέει ως επί το πλείστον από την εν λόγω δραστηριότητα,

2. επιχειρηματίας που ασκεί εμπορική δραστηριότητα, εφόσον τα χρέη που απορρέουν από την εν λόγω δραστηριότητα μπορούν να εξοφληθούν κανονικά ή αν η αδυναμία εξόφλησης των χρεών αυτών είναι μόνο προσωρινή, ή

3. συγγενικό πρόσωπο επιχειρηματία, εφόσον το χρέος του εν λόγω προσώπου απορρέει ως επί το πλείστον από την εμπορική δραστηριότητα του επιχειρηματία.

Ως «συγγενικό πρόσωπο» (närstående) νοείται ο/η σύζυγος, συζών/-ώσα σύντροφος, γονέας, αδελφός/αδελφή ή τέκνο, ή τα τέκνα του/της συζύγου ή συζώντος/-ώσας συντρόφου.

Οι αιτήσεις αναδιάρθρωσης χρέους επιχείρησης εξετάζονται σε πρώτο βαθμό από την αρχή αναγκαστικής είσπραξης οφειλών.

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

ΠΤΩΧΕΥΣΗ

Προκειμένου να κινηθεί η πτωχευτική διαδικασία, ο οφειλέτης πρέπει να έχει περιέλθει σε αδυναμία πληρωμής. «Αδυναμία πληρωμής» (obestånd, insolvens) σημαίνει ότι ο οφειλέτης αδυνατεί να εξοφλήσει τα χρέη του δεόντως και η αδυναμία δεν είναι απλώς προσωρινή. Η δήλωση του οφειλέτη ότι είναι αφερέγγυος γίνεται δεκτή, αν δεν υπάρχει ειδικός λόγος για το αντίθετο. Επίσης, ισχύουν ορισμένα τεκμήρια σχετικά με την απόδειξη της παύσης πληρωμών. Για παράδειγμα, ο οφειλέτης θεωρείται αφερέγγυος, εκτός εάν αποδεικνύεται το αντίθετο, σε περίπτωση που έχει κινηθεί διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, σύμφωνα με το κεφάλαιο 4 του κώδικα περί αναγκαστικής εκτέλεσης (utsökningsbalken), η οποία κατέληξε στη διαπίστωση, εντός του εξαμήνου πριν από την αίτηση πτώχευσης, ότι ο οφειλέτης δεν διαθέτει επαρκή περιουσία για να εξοφλήσει στο ακέραιο το ποσό της επισπευδόμενης απαίτησης. Το ίδιο ισχύει εάν ο οφειλέτης δηλώσει ότι έχει περιέλθει σε παύση πληρωμών.

Η αίτηση πτώχευσης μπορεί να υποβληθεί από τον οφειλέτη ή από πιστωτή.

Εάν υπάρχουν πιθανοί λόγοι για την έγκριση της αίτησης πτώχευσης, και πιθανολογείται βάσιμα ότι ο οφειλέτης ενδέχεται να αφαιρέσει κάποιο στοιχείο από την πτωχευτική περιουσία, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κατάσχεση (kvarstad) των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ενόσω εκκρεμεί η αξιολόγηση της αίτησης. Επίσης, το δικαστήριο δικαιούται να επιβάλει απαγόρευση εξόδου από τη χώρα.

Το τοπικό δικαστήριο υποχρεούται να δημοσιεύσει αμέσως την απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση. Η απόφαση έχει άμεση ισχύ, υπό την έννοια ότι με την εκφώνηση της απόφασης ο οφειλέτης στερείται αμέσως τον έλεγχο της περιουσίας του, ωστόσο, σε κάποιον βαθμό, προστατεύεται η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των τρίτων. Επίσης, βλ. τις πληροφορίες που παρέχονται στην ενότητα «Ποιες εξουσίες έχουν, αντιστοίχως, ο οφειλέτης και ο σύνδικος;»

Η απόφαση του τοπικού δικαστηρίου που κηρύσσει την πτώχευση ή απορρίπτει αίτηση πτώχευσης μπορεί να προσβληθεί ενώπιον ανώτερου δικαστηρίου.

ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Η αίτηση για την εξυγίανση επιχείρησης μπορεί να υποβληθεί από τον οφειλέτη ή από πιστωτή. Απόφαση που επιτρέπει την εξυγίανση επιχείρησης λαμβάνεται μόνον εάν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο οφειλέτης έχει περιέλθει, ή επαπειλείται να περιέλθει σύντομα, σε αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του. Απόφαση για εξυγίανση επιχείρησης δεν λαμβάνεται εάν δεν πιθανολογείται βάσιμα ότι μπορεί να επιτευχθεί ο σκοπός της εξυγίανσης. Αίτηση που υποβάλλεται από πιστωτή εγκρίνεται μόνο με τη συγκατάθεση του οφειλέτη.

Εάν αίτηση οφειλέτη κριθεί παραδεκτή, το δικαστήριο υποχρεούται να την εξετάσει αμέσως, εκτός εάν η αίτηση του οφειλέτη υποβληθεί ύστερα από αίτηση πιστωτή και το δικαστήριο αποφασίσει ότι πρέπει να προηγηθεί ακρόαση για την εξέτασή της. Εάν αίτηση πιστωτή κριθεί παραδεκτή, το δικαστήριο υποχρεούται να προσδιορίσει ημερομηνία ακρόασης για να την εξετάσει. Η ακρόαση πρέπει να διεξαχθεί εντός δύο εβδομάδων από την υποβολή της αίτησης στο δικαστήριο. Εάν συντρέχουν ειδικοί λόγοι, η ακρόαση μπορεί να διεξαχθεί σε μεταγενέστερη ημερομηνία, αλλά σε κάθε περίπτωση εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων.

Εάν η αίτηση εγκριθεί, το δικαστήριο οφείλει ταυτοχρόνως να διορίσει έναν εντολοδόχο της διαδικασίας εξυγίανσης. Εάν συντρέχουν ειδικοί λόγοι, μπορεί να διοριστούν περισσότεροι του ενός εντολοδόχοι εξυγίανσης. Εντός εβδομάδας από την απόφαση για την εξυγίανση της επιχείρησης, ο εντολοδόχος εξυγίανσης μεριμνά για την κοινοποίηση της απόφασης σε όλους τους γνωστούς πιστωτές. Η απόφαση για την εξυγίανση επιχείρησης εφαρμόζεται αμέσως, εκτός εάν το δικαστήριο ορίσει διαφορετικά.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ

Αίτηση για αναδιάρθρωση χρέους μπορεί να υποβληθεί από τον οφειλέτη. Εάν η αίτηση δεν απορριφθεί ως απαράδεκτη ή αβάσιμη, πρέπει να ληφθεί απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους όσο το δυνατόν ταχύτερα. Η αίτηση μπορεί να απορριφθεί ως αβάσιμη, π.χ. εάν από την αίτηση ή από άλλη διαθέσιμη έκθεση συνάγεται ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους.

Η αναδιάρθρωση χρέους επιτρέπεται, εφόσον:

1. ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο που διατηρεί τα κύρια συμφέροντά του στη Σουηδία,

2. ο οφειλέτης αδυνατεί να εξοφλήσει δεόντως τα χρέη του και, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υπόθεσης, μπορεί να γίνει δεκτό ότι αυτή η αδυναμία πληρωμής θα συνεχιστεί στο προσεχές μέλλον (ο οφειλέτης πρέπει να θεωρηθεί αφερέγγυος) και

3. είναι εύλογη, λαμβάνοντας υπόψη την προσωπική και οικονομική κατάσταση του οφειλέτη.

Ισχύουν οι ακόλουθοι περιορισμοί:

1. αναδιάρθρωση χρέους δεν επιτρέπεται εάν ο οφειλέτης τελεί υπό απαγόρευση άσκησης εμπορικής δραστηριότητας (näringsförbud),

2. εάν ο οφειλέτης είναι έμπορος, αναδιάρθρωση χρέους επιτρέπεται μόνον εάν είναι ευχερής η εξέταση της οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης,

3. εάν έχει επιτραπεί στον οφειλέτη αναδιάρθρωση χρέους στο παρελθόν, νέα αναδιάρθρωση επιτρέπεται μόνον εφόσον συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι προς τούτο.

Εάν ληφθεί απόφαση για κίνηση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους, πρέπει να δημοσιευθεί αμέσως σχετική ανακοίνωση στην Post-och Inrikes Tidningar, την επίσημη εφημερίδα της κυβέρνησης. Επίσης, πρέπει να αποσταλεί ειδοποίηση στους γνωστούς πιστωτές, εντός εβδομάδας από τη δημοσίευση. Οι εν λόγω ανακοινώσεις και ειδοποιήσεις πρέπει να καλούν τους πιστωτές, μεταξύ άλλων, να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους κατά του οφειλέτη, συνήθως γραπτώς, εντός μηνός από την ημερομηνία δημοσίευσης, με λεπτομέρειες όσον αφορά τις απαιτήσεις τους, καθώς και οποιαδήποτε άλλα στοιχεία που σχετίζονται με την αξιολόγηση της υπόθεσης και τα τραπεζικά στοιχεία του λογαριασμού που υποδεικνύουν για την διενέργεια πληρωμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους.

Η απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους μπορεί να προσβληθεί εντός τριών εβδομάδων από τη λήψη της.

Μετά τη λήψη της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, δεν επιτρέπεται καμία κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων (utmätning) για την ικανοποίηση αξιώσεων που έχουν γεννηθεί πριν από την εν λόγω απόφαση, εωσότου διευθετηθεί το ζήτημα της αναδιάρθρωσης χρέους με τελεσίδικη απόφαση. Τούτο, ωστόσο, δεν ισχύει για απαιτήσεις που δεν καλύπτονται από την αναδιάρθρωση. Επίσης, δεν ισχύει εάν, κατόπιν άσκησης ένδικου μέσου και υποβολής σχετικού αιτήματος του πιστωτή, δικαστήριο αποφασίσει ότι πρέπει να επιτραπεί η κατάσχεση.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΧΡΕΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Αίτηση για αναδιάρθρωση χρέους επιχείρησης μπορεί να υποβληθεί από τον οφειλέτη. Εάν η αίτηση δεν απορριφθεί ως απαράδεκτη ή αβάσιμη, πρέπει να ληφθεί απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους της επιχείρησης, όσο το δυνατόν ταχύτερα. Η αίτηση μπορεί να απορριφθεί ως αβάσιμη, π.χ. εάν από την αίτηση ή από άλλη διαθέσιμη έκθεση συνάγεται ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους της επιχείρησης.

Η αναδιάρθρωση χρέους επιχείρησης επιτρέπεται, εφόσον:

1. ο οφειλέτης διατηρεί τα κύρια συμφέροντά του στη Σουηδία,

2. ο οφειλέτης αδυνατεί να εξοφλήσει δεόντως τα χρέη του και, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υπόθεσης, μπορεί να γίνει δεκτό ότι αυτή η αδυναμία πληρωμής θα συνεχιστεί στο προσεχές μέλλον (ο οφειλέτης πρέπει να θεωρηθεί αφερέγγυος) και

3. είναι εύλογη, λαμβάνοντας υπόψη την προσωπική και οικονομική κατάσταση του οφειλέτη.

Ισχύουν οι ακόλουθοι περιορισμοί:

1. αναδιάρθρωση χρέους επιχείρησης δεν επιτρέπεται εάν ο οφειλέτης τελεί υπό απαγόρευση άσκησης εμπορικής δραστηριότητας,

2. αναδιάρθρωση χρέους επιχείρησης δεν γίνεται δεκτή εάν ο οφειλέτης είναι έμπορος που διεξάγει ή διεξήγαγε την επιχειρηματική του δραστηριότητα κατά τρόπο ανεύθυνο,

3. αναδιάρθρωση χρέους επιχείρησης μπορεί να μην γίνει δεκτή εάν ο οφειλέτης έχει τριμηνιαίο περιθώριο πληρωμών χαμηλότερο από το ένα έβδομο του βασικού ποσού τιμών (prisbasbeloppet), όπως ορίζεται στα άρθρα 6 και 7 του κεφαλαίου 2 του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης (socialförsäkringsbalken) (περίπου 6 300 SEK το 2016) και

4. εάν έχει επιτραπεί στον οφειλέτη αναδιάρθρωση χρέους στο παρελθόν, νέα αναδιάρθρωση επιτρέπεται μόνον εφόσον συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι προς τούτο.

Εάν ληφθεί απόφαση για κίνηση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους επιχείρησης, πρέπει να δημοσιευθεί αμέσως σχετική ανακοίνωση στην Post-och Inrikes Tidningar, την επίσημη εφημερίδα της κυβέρνησης. Επίσης, πρέπει να αποσταλεί ειδοποίηση στους γνωστούς πιστωτές, εντός εβδομάδας από τη δημοσίευση. Οι εν λόγω ανακοινώσεις και ειδοποιήσεις πρέπει να καλούν τους πιστωτές, μεταξύ άλλων, να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους κατά του οφειλέτη, συνήθως γραπτώς, εντός μηνός από την ημερομηνία δημοσίευσης, με λεπτομέρειες όσον αφορά τις απαιτήσεις τους και οποιαδήποτε άλλα στοιχεία που σχετίζονται με την αξιολόγηση της υπόθεσης, καθώς και τα τραπεζικά στοιχεία του λογαριασμού που υποδεικνύουν για την διενέργεια πληρωμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους της επιχείρησης.

Η απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους επιχείρησης μπορεί να προσβληθεί εντός τριών εβδομάδων από τη λήψη της.

Μετά τη λήψη της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, δεν επιτρέπεται κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων για την ικανοποίηση αξιώσεων που έχουν γεννηθεί πριν από την εν λόγω απόφαση, εωσότου διευθετηθεί το ζήτημα της αναδιάρθρωσης χρέους της επιχείρησης με τελεσίδικη απόφαση. Τούτο, ωστόσο, δεν ισχύει για απαιτήσεις που δεν καλύπτονται από την αναδιάρθρωση. Επίσης, δεν ισχύει εάν, κατόπιν άσκησης ένδικου μέσου και υποβολής σχετικού αιτήματος του πιστωτή, δικαστήριο αποφασίσει ότι πρέπει να επιτραπεί η κατάσχεση.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

ΠΤΩΧΕΥΣΗ

Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις που εξαιρούν δικαιοπραξίες οι οποίες καταρτίζονται από τον οφειλέτη ή οποιονδήποτε τρίτο αμέσως μετά τη λήψη της απόφασης για την κήρυξη σε πτώχευση, η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει όλα τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκαν στον οφειλέτη κατά τη δημοσίευση της απόφασης κήρυξης της πτώχευσης ή που περιέρχονται στην κυριότητα του οφειλέτη κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, και τα οποία μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση των απαιτήσεων. Επίσης περιλαμβάνεται κάθε περιουσιακό στοιχείο που μπορεί να προστεθεί στην πτωχευτική περιουσία μέσω πτωχευτικής ανάκλησης. Για τα φυσικά πρόσωπα, υπάρχουν ειδικοί κανόνες που ισχύουν για τους μισθούς και τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία που απαιτούνται για τη συντήρηση του οφειλέτη. Ο οφειλέτης μπορεί να διατηρήσει ορισμένα από τα περιουσιακά του στοιχεία.

ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Ο εντολοδόχος εξυγίανσης υποχρεούται να κοινοποιήσει την απόφαση περί εξυγίανσης της επιχείρησης σε όλους τους γνωστούς πιστωτές, εντός εβδομάδας από τη λήψη της. Μεταξύ άλλων, η κοινοποίηση πρέπει να περιλαμβάνει κατάλογο προκαταρκτικής απογραφής του ενεργητικού και του παθητικού του οφειλέτη. Συνεπώς, η διαδικασία καλύπτει το σύνολο του ενεργητικού της επιχείρησης. Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι η εξυγίανση μπορεί να ολοκληρωθεί με τη σύναψη πτωχευτικού συμβιβασμού με τους πιστωτές, αλλά αυτό δεν είναι υποχρεωτικό.

Απαιτήσεις οι οποίες απορρέουν από συμβάσεις που συνάπτονται με τον οφειλέτη κατά τη διάρκεια διαδικασίας εξυγίανσης με τη συγκατάθεση του εντολοδόχου εξυγίανσης κατατάσσονται με γενικό προνόμιο (allmän förmånsrätt). Παράδειγμα τέτοιας σύμβασης είναι τυχόν συμφωνία για τη χρηματοδότηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, η οποία συνάπτεται με τη συγκατάθεση του εντολοδόχου εξυγίανσης της επιχείρησης, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξυγίανσης.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ

Η απόφαση που εγκρίνει την αναδιάρθρωση χρέους πρέπει να ορίζει σχέδιο πληρωμών. Το σχέδιο πληρωμών είναι πενταετές, εκτός εάν συντρέχουν ουσιαστικοί λόγοι για να οριστεί συντομότερη διάρκεια. Το σχέδιο πληρωμών αρχίζει να τρέχει από την έκδοση της απόφασης για έγκριση της αναδιάρθρωσης. Ωστόσο, ο οφειλέτης αρχίζει να διενεργεί πληρωμές από την ημέρα της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας και η περίοδος για την οποία έχει ισχύσει η απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας πρέπει συνήθως να αφαιρείται από τη διάρκεια του σχεδίου πληρωμών.

Το ποσό που πρέπει να καταβάλει ο οφειλέτης καθορίζεται κατά τρόπον ώστε η αναδιάρθρωση του χρέους να ισχύει για όλα τα περιουσιακά στοιχεία και τα εισοδήματα του οφειλέτη, μετά από αφαίρεση του ποσού που δεσμεύεται για τη συντήρηση του ίδιου και της οικογένειάς του. Επίσης, μπορεί να προβλεφθεί επιφύλαξη για την πληρωμή απαίτησης που δεν καλύπτεται από την αναδιάρθρωση χρέους.

Σε περίπτωση που η οικονομική κατάσταση του οφειλέτη βελτιωθεί σημαντικά μετά την απόφαση περί αναδιάρθρωσης του χρέους, και τούτο οφείλεται σε απρόβλεπτες περιστάσεις, οι πιστωτές και ο οφειλέτης μπορούν να αιτηθούν αναθεώρηση της απόφασης.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΧΡΕΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Σε περίπτωση αναδιάρθρωσης χρέους επιχείρησης, πρέπει να καταρτίζεται σχέδιο πληρωμών. Το σχέδιο πληρωμών είναι τριετούς διάρκειας. Το σχέδιο πληρωμών αρχίζει να τρέχει από την έκδοση της απόφασης για έγκριση της αναδιάρθρωσης. Ωστόσο, ο οφειλέτης αρχίζει να διενεργεί πληρωμές από την ημέρα της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας και η περίοδος για την οποία έχει ισχύσει η απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας πρέπει συνήθως να αφαιρείται από τη διάρκεια του σχεδίου πληρωμών.

Το ποσό που πρέπει να καταβάλει ο οφειλέτης καθορίζεται κατά τρόπο ώστε η αναδιάρθρωση του χρέους της επιχείρησης να ισχύει για το σύνολο του ενεργητικού και των εσόδων του οφειλέτη, μετά από αφαίρεση του ποσού που δεσμεύεται για τη συντήρηση του ίδιου και της οικογένειάς του. Επίσης, μπορεί να προβλεφθεί επιφύλαξη για την πληρωμή απαίτησης που δεν καλύπτεται από την αναδιάρθρωση του χρέους της επιχείρησης.

Σε περίπτωση που η οικονομική κατάσταση του οφειλέτη βελτιωθεί σημαντικά μετά την απόφαση περί αναδιάρθρωσης του χρέους της επιχείρησης, οι πιστωτές και ο οφειλέτης μπορούν να αιτηθούν αναθεώρηση της απόφασης.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

ΠΤΩΧΕΥΣΗ

Με την ανακοίνωση της απόφασης περί πτώχευσης, ο οφειλέτης παύει να ασκεί τον έλεγχο επί των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία. Ο οφειλέτης απαγορεύεται να αναλαμβάνει υποχρεώσεις που μπορεί να προβληθούν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της πτώχευσης. Υπάρχουν ορισμένες εξαιρέσεις. Κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, η πτωχευτική περιουσία εκπροσωπείται από τον σύνδικο. Ο σύνδικος διορίζεται από το δικαστήριο και πρέπει να διαθέτει την ειδική τεχνογνωσία και την πείρα που απαιτείται για το έργο που αναλαμβάνει και να είναι κατά τα λοιπά κατάλληλος. Οι δικαστικοί υπάλληλοι δεν μπορεί να διορίζονται ως σύνδικοι. Το ίδιο ισχύει για οποιοδήποτε πρόσωπο έχει σύγκρουση συμφερόντων.

ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Ο εντολοδόχος εξυγίανσης της επιχείρησης πρέπει να διαθέτει την ειδική τεχνογνωσία και την πείρα που απαιτείται για το έργο που αναλαμβάνει, να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη των πιστωτών και να είναι κατά τα λοιπά κατάλληλος.

Ο εντολοδόχος εξυγίανσης της επιχείρησης ερευνά την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη και, σε διαβούλευση με αυτόν, καταρτίζει σχέδιο για τον τρόπο με τον οποίο θα επιτευχθούν οι σκοποί της εξυγίανσης. Το σχέδιο πρέπει να υποβληθεί στο δικαστήριο και στους πιστωτές. Ο εντολοδόχος εξυγίανσης της επιχείρησης μπορεί να ζητά τη συνδρομή εμπειρογνωμόνων.

Ο οφειλέτης υποχρεούται να παράσχει στον εντολοδόχο εξυγίανσης κάθε στοιχείο ως προς την οικονομική του κατάσταση που σχετίζεται με την εξυγίανση της επιχείρησης. Ο οφειλέτης υποχρεούται να ακολουθεί τις υποδείξεις του εντολοδόχου εξυγίανσης σχετικά με τον τρόπο διοίκησης της επιχείρησης. Δεν επιτρέπεται η σύναψη ορισμένων δικαιοπραξιών από τον οφειλέτη, χωρίς τη συγκατάθεση του εντολοδόχου εξυγίανσης της επιχείρησης. Αυτές περιλαμβάνουν την εξόφληση οφειλών που προέκυψαν πριν από την απόφαση περί εξυγίανσης, την ανάληψη νέων υποχρεώσεων, καθώς και τη μεταβίβαση ή τη σύσταση εμπράγματης ασφάλειας επί περιουσιακών στοιχείων ουσιώδους σημασίας για την επιχείρηση του οφειλέτη. Εάν, ωστόσο, ο οφειλέτης δεν τηρήσει τις ως άνω υποχρεώσεις, η δικαιοπραξία παραμένει ισχυρή.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ

Δεν προβλέπεται διορισμός συνδίκου. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναδιάρθρωσης του χρέους ο οφειλέτης διατηρεί τον έλεγχο της περιουσίας του.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΧΡΕΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Δεν προβλέπεται διορισμός συνδίκου. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναδιάρθρωσης του χρέους ο οφειλέτης διατηρεί τον έλεγχο της περιουσίας του.

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

ΠΤΩΧΕΥΣΗ

Πιστωτής που έχει απαίτηση έναντι του οφειλέτη, η οποία μπορεί να προβληθεί στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας, μπορεί να τη συμψηφίσει με απαίτηση που είχε ο οφειλέτης κατά του πιστωτή κατά τον χρόνο της ανακοίνωσης της απόφασης κήρυξης της πτώχευσης. Αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση που ο συμψηφισμός έχει αποκλειστεί από την πτώχευση λόγω της φύσης των εν λόγω απαιτήσεων. Για τις απαιτήσεις υπό αίρεση ισχύουν ειδικοί όροι. Επίσης, μεταξύ άλλων, ισχύουν εξαιρέσεις για πρόσφατα αποκτηθείσες απαιτήσεις (που σε μεγάλο βαθμό αντιστοιχούν στις διατάξεις σχετικά με την πτωχευτική ανάκληση).

Όσον αφορά τις χρηματοπιστωτικές αγορές, ισχύουν ειδικές διατάξεις που προβλέπουν ότι συμφωνίες συμψηφισμού και παρόμοιες συμφωνίες που συνδέονται, μεταξύ άλλων, με χρηματοπιστωτικά μέσα θα εφαρμόζονται όσον αφορά την πτωχευτική περιουσία και τους πιστωτές.

ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Κάθε πρόσωπο που είχε απαίτηση κατά του οφειλέτη κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης για εξυγίανση της επιχείρησης, μπορεί να τη συμψηφίσει με απαίτηση που είχε ο οφειλέτης έναντι του πιστωτή κατά τον ίδιο χρόνο, ακόμη και εάν δεν έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη. Αυτό δεν ισχύει σε περίπτωση που ο συμψηφισμός αποκλείεται λόγω της φύσεως των εν λόγω απαιτήσεων ή δυνάμει διατάξεων του νόμου περί εξυγίανσης επιχειρήσεων. Επίσης, μεταξύ άλλων, ισχύουν εξαιρέσεις για πρόσφατα αποκτηθείσες απαιτήσεις (που σε μεγάλο βαθμό αντιστοιχούν στις διατάξεις σχετικά με την πτωχευτική ανάκληση).

Όσον αφορά τις χρηματοπιστωτικές αγορές, ισχύουν ειδικές διατάξεις που προβλέπουν ότι συμφωνίες συμψηφισμού και παρόμοιες συμφωνίες που συνδέονται, μεταξύ άλλων, με χρηματοπιστωτικά μέσα θα εφαρμόζονται όσον αφορά την πτωχευτική περιουσία και τους πιστωτές, των οποίων οι απαιτήσεις καλύπτονται από πτωχευτικό συμβιβασμό με τους πιστωτές.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ

Δεν υπάρχουν ειδικοί κανόνες σχετικά με τον συμψηφισμό.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΧΡΕΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Δεν υπάρχουν ειδικοί κανόνες σχετικά με τον συμψηφισμό.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

ΠΤΩΧΕΥΣΗ

Ο νόμος περί πτώχευσης δεν περιέχει γενικούς κανόνες σχετικά με το κατά πόσον η πτωχευτική περιουσία δεσμεύεται από συμφωνίες που συνάπτει ο οφειλέτης. Κατ’ αρχήν, η περιουσία συνιστά ανεξάρτητο νομικό πρόσωπο και δεν υπέχει καμία ευθύνη για τυχόν υποχρεώσεις που απορρέουν από τέτοιες συμφωνίες. Η πτωχευτική περιουσία μπορεί να επιλέξει να εκτελέσει συμφωνίες που συνήψε ο οφειλέτης, εάν τούτο είναι πρόσφορο για την εκκαθάρισή της. Αυτό συνήθως τελεί υπό την αίρεση της συγκατάθεσης του αντισυμβαλλομένου.

Ειδικές διατάξεις προβλέπονται σε άλλες νομοθετικές πράξεις, όπως ο νόμος περί πωλήσεων (köplagen) και ο νόμος περί διαπραγμάτευσης χρηματοπιστωτικών μέσων (lagen om handel med finansiella instrument). Σύμφωνα με τον νόμο περί πωλήσεων, η πτωχευτική περιουσία μπορεί να επιλέξει να εκτελέσει μια συμφωνία, εάν ένας εκ των συμβαλλομένων έχει κηρυχθεί σε πτώχευση. Ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ζητήσει από την πτωχευτική περιουσία να του γνωστοποιήσει σε εύθετο χρόνο εάν επιθυμεί την εκτέλεση της συμφωνίας.

ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Εάν, πριν από την έκδοση της απόφασης περί εξυγίανσης της επιχείρησης, ο αντισυμβαλλόμενος του οφειλέτη είχε δικαίωμα να καταγγείλει τη συμφωνία λόγω ανακύψασας ή επαπειλούμενης διαφοράς σχετικά με πληρωμές ή ως προς κάποια άλλη πτυχή της εκτέλεσης, άπαξ και ληφθεί η απόφαση, ο αντισυμβαλλόμενος δεν δικαιούται να καταγγείλει τη συμφωνία εξαιτίας της ως άνω διαφοράς, εάν ο οφειλέτης ζητήσει εγκαίρως και με τη συγκατάθεση του εντολοδόχου εξυγίανσης να εκτελεστεί η εν λόγω συμφωνία. Εφόσον το ζητήσει ο αντισυμβαλλόμενος, ο οφειλέτης υποχρεούται να τον ενημερώσει εγκαίρως εάν πρόκειται να εκτελεσθεί η συμφωνία. Εάν πρόκειται να εκτελεστεί η συμφωνία, ισχύουν ειδικοί κανόνες που διέπουν τον τρόπο εκτέλεσης. Επίσης, ισχύουν ειδικές διατάξεις στον νόμο περί πωλήσεων, καθώς και ειδικοί κανόνες που ρυθμίζουν θέματα όπως οι συμβάσεις εργασίας και τα χρηματοπιστωτικά μέσα.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ

Δεν υπάρχουν ειδικοί κανόνες σχετικά με τις επιπτώσεις της αναδιάρθρωσης χρέους σε υφιστάμενη σύμβαση.

Επίσης, βλ. «Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας;»

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΧΡΕΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Δεν υπάρχουν ειδικοί κανόνες σχετικά με τις επιπτώσεις της αναδιάρθρωσης χρέους επιχείρησης σε υφιστάμενη σύμβαση.

Επίσης, βλ. «Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας;»

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

ΠΤΩΧΕΥΣΗ

Μετά την ανακοίνωση της απόφασης κήρυξης της πτώχευσης, τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία γενικά δεν επιδέχονται κατάσχεση (utmäta) στο πλαίσιο αναγκαστικής εκτέλεσης απαιτήσεων κατά του οφειλέτη. Αυτό ισχύει αυτομάτως, άπαξ και αρχίσει η πτωχευτική διαδικασία. Ισχύουν ορισμένες εξαιρέσεις που αφορούν απαιτήσεις που κατατάσσονται σε ορισμένο επίπεδο προτίμησης. Κάθε κατάσχεση (utmätning) που πραγματοποιείται κατά παράβαση αυτής της απαγόρευσης είναι άκυρη. Κατάσχεση περιουσιακού στοιχείου επιτρέπεται, ανεξάρτητα από την πτώχευση, εάν υφίσταται δικαίωμα εμπράγματης ασφάλειας (panträtt) επί του εν λόγω στοιχείου, για την ικανοποίηση απαίτησης.

Εάν η κατάσχεση διενεργηθεί πριν από την ανακοίνωση της απόφασης κήρυξης της πτώχευσης, κατά κανόνα η αναγκαστική εκτέλεση μπορεί να συνεχιστεί, ανεξάρτητα από την πτωχευτική διαδικασία. Υπάρχουν ορισμένες εξαιρέσεις.

ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Ενόσω η εξυγίανση βρίσκεται σε εξέλιξη, δεν επιτρέπεται καμία κατάσχεση ή άλλη πράξη εκτέλεσης βάσει του κώδικα αναγκαστικής εκτέλεσης, κατά του οφειλέτη. Υπάρχουν εξαιρέσεις, π.χ. όταν ο πιστωτής έχει δικαίωμα εμπράγματης ασφάλειας ή παρακράτησης (retentionsrätt) για την ικανοποίηση της απαίτησής του. Δεν επιτρέπεται η παροχή συνδρομής βάσει του νόμου περί συμφωνιών χρηματοδοτικής μίσθωσης μεταξύ εμπόρων [lagen (1978: 599) om avbetalningsköp mellan näringsidkare m.fl.)]. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξυγίανσης της επιχείρησης, δεν επιτρέπεται η λήψη αποφάσεων περί επιβολής κατάσχεσης (kvarstad) ή σύστασης εμπράγματης ασφάλειας (betalningsäkring).

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ

Μετά τη λήψη της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, δεν επιτρέπεται καμία κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων για την ικανοποίηση αξιώσεων που έχουν γεννηθεί πριν από την εν λόγω απόφαση, εωσότου διευθετηθεί το ζήτημα της αναδιάρθρωσης χρέους με τελεσίδικη απόφαση. Τούτο, ωστόσο, δεν ισχύει για απαιτήσεις που δεν καλύπτονται από την αναδιάρθρωση. Επίσης, δεν ισχύει εάν, κατόπιν άσκησης ένδικου μέσου και υποβολής σχετικού αιτήματος του πιστωτή, δικαστήριο αποφασίσει ότι πρέπει να επιτραπεί η κατάσχεση.

Εάν ο οφειλέτης κηρυχθεί σε πτώχευση, η αίτηση για αναδιάρθρωση χρέους καθίσταται άκυρη.

Εάν γίνει δεκτή προς εξέταση αίτηση για τη διαπραγμάτευση συμβιβασμού με τους πιστωτές αφού ο οφειλέτης έχει αιτηθεί την αναδιάρθρωση του χρέους, η διαδικασία αναδιάρθρωσης αναστέλλεται. Εάν κυρωθεί ο συμβιβασμός, η αίτηση για αναδιάρθρωση χρέους καθίσταται άκυρη.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΧΡΕΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Μετά τη λήψη της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, δεν επιτρέπεται καμία κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων για την ικανοποίηση αξιώσεων που έχουν γεννηθεί πριν από την εν λόγω απόφαση, εωσότου διευθετηθεί το ζήτημα της αναδιάρθρωσης χρέους της επιχείρησης με τελεσίδικη απόφαση. Τούτο, ωστόσο, δεν ισχύει για απαιτήσεις που δεν καλύπτονται από την αναδιάρθρωση. Επίσης, δεν ισχύει εάν, κατόπιν άσκησης ένδικου μέσου και υποβολής σχετικού αιτήματος του πιστωτή, δικαστήριο αποφασίσει ότι πρέπει να επιτραπεί η κατάσχεση.

Εάν ο οφειλέτης κηρυχθεί σε πτώχευση, η αίτηση για αναδιάρθρωση χρέους της επιχείρησης καθίσταται άκυρη.

Εάν γίνει δεκτή προς εξέταση αίτηση για τη διαπραγμάτευση συμβιβασμού με τους πιστωτές αφού ο οφειλέτης έχει αιτηθεί την αναδιάρθρωση του χρέους της επιχείρησης, η διαδικασία αναδιάρθρωσης αναστέλλεται. Εάν κυρωθεί ο συμβιβασμός, η αίτηση για αναδιάρθρωση χρέους της επιχείρησης καθίσταται άκυρη.

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

ΠΤΩΧΕΥΣΗ

Εάν εκκρεμεί αγωγή μεταξύ του οφειλέτη και τρίτου, αναφορικά με περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία, η τελευταία μπορεί να συνεχίσει τη δικαστική διαδικασία υποκαθιστώντας τον οφειλέτη. Εάν η πτωχευτική περιουσία δεν υποκαταστήσει τον οφειλέτη, το περιουσιακό στοιχείο θεωρείται ότι δεν εμπίπτει στην εν λόγω περιουσία. Σε περίπτωση που η διαδικασία έχει κινηθεί κατά του οφειλέτη για την ικανοποίηση απαίτησης που μπορεί να προβληθεί στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας, η πτωχευτική περιουσία μπορεί να παρέμβει στη δικαστική διαδικασία, υπέρ του οφειλέτη. Υπάρχουν περαιτέρω διατάξεις σχετικά με τη διαδικασία αυτή.

ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Η αναγκαστική εκτέλεση απαιτήσεων κατ’ αρχήν απαγορεύεται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξυγίανσης, αλλά αυτό δεν απαγορεύει τυχόν εκκρεμούσα αγωγή μεταξύ του οφειλέτη και τρίτου να συνεχιστεί και μάλιστα να ολοκληρωθεί.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ

Βλ. ενότητα «Ποιο είναι το αποτέλεσμα της διαδικασίας αφερεγγυότητας επί διαδικασιών που κινούν μεμονωμένοι πιστωτές;»

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΧΡΕΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Βλ. ενότητα «Ποιο είναι το αποτέλεσμα της διαδικασίας αφερεγγυότητας επί διαδικασιών που κινούν μεμονωμένοι πιστωτές;»

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

ΠΤΩΧΕΥΣΗ

Οι πιστωτές δεν έχουν επίσημο ρόλο στην πτωχευτική διαδικασία. Ο σύνδικος οφείλει να διαβουλεύεται με τους πιστωτές που επηρεάζονται ιδιαιτέρως, εάν αυτό δεν μπορεί να αποτραπεί. Οι πιστωτές δικαιούνται επίσης να λαμβάνουν πληροφορίες από τον σύνδικο και να παρίστανται π.χ. στη επαγωγή του όρκου. Πιστωτής μπορεί να ζητήσει τον διορισμό επόπτη λογιστή (granskningsman), για την εποπτεία της διαχείρισης της πτωχευτικής περιουσίας, για λογαριασμό του.

ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Όταν δικαστήριο αποφασίζει υπέρ της εξυγίανσης επιχείρησης, ορίζει ημερομηνία για σύγκληση της συνέλευσης των πιστωτών, η οποία πραγματοποιείται ενώπιον του δικαστηρίου. Η συνέλευση πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός τριών εβδομάδων από την απόφαση περί εξυγίανσης της επιχείρησης ή εντός μεγαλύτερης προθεσμίας, εάν αυτό είναι αναπόφευκτο.

Κατά τη συνέλευση των πιστωτών, οι πιστωτές έχουν τη δυνατότητα να εκφράσουν τις απόψεις τους ως προς το αν πρέπει να συνεχιστεί η εξυγίανση της επιχείρησης. Εάν πιστωτής υποβάλει σχετικό αίτημα, το δικαστήριο διορίζει επιτροπή πιστωτών, μεταξύ των πιστωτών. Η επιτροπή αποτελείται από τρία μέλη κατ’ ανώτατο όριο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι εργαζόμενοι έχουν επίσης δικαίωμα να διορίζουν εκπρόσωπο ως πρόσθετο μέλος της επιτροπής. Το δικαστήριο μπορεί να διορίζει επιπλέον μέλη, εάν συντρέχουν ειδικοί λόγοι. Ο εντολοδόχος εξυγίανσης πρέπει να διαβουλεύεται με την επιτροπή πιστωτών σχετικά με σημαντικά θέματα, εάν αυτό δεν μπορεί να αποτραπεί.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ

Βλ. ενότητα «Ποιοι κανόνες διέπουν την αναγγελία, την επαλήθευση και την εξέλεγξη των απαιτήσεων;»

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΧΡΕΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

ΠΤΩΧΕΥΣΗ

Κατά την πτώχευση, τα περιουσιακά στοιχεία συνιστούν την πτωχευτική περιουσία, η οποία υπόκειται σε διαχείριση προς όφελος των πιστωτών (βλ. ανωτέρω). Η περιουσία τελεί υπό τη διαχείριση ενός ή περισσοτέρων συνδίκων πτώχευσης. Κατά γενικό κανόνα, τα περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας πρέπει να εκποιηθούν το ταχύτερο δυνατόν. Εάν ο οφειλέτης ασκούσε επιχειρηματική δραστηριότητα, ο σύνδικος μπορεί υπό όρους να διατηρήσει την επιχείρηση σε λειτουργία για λογαριασμό της πτωχευτικής περιουσίας.

ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Κατά τη διάρκεια της εξυγίανσης της επιχείρησης, ο οφειλέτης δεν παύει να ασκεί τον έλεγχο επί των περιουσιακών του στοιχείων.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ

Δεν προβλέπεται διορισμός συνδίκου.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΧΡΕΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Δεν προβλέπεται διορισμός συνδίκου.

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

ΠΤΩΧΕΥΣΗ

Οι πτωχεύσεις υπό το σουηδικό δίκαιο μπορούν να διαιρεθούν σε δύο κατηγορίες: σε εκείνες που δεν απαιτείται απόδειξη των οφειλών (bevakning) και σε εκείνες που απαιτείται. Απόδειξη των οφειλών δεν προβλέπεται, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι οι πιστωτές χωρίς προνομιούχες απαιτήσεις συνήθως δεν λαμβάνουν τίποτα σε περίπτωση πτώχευσης. Το τοπικό δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αιτήματος του συνδίκου, να κρίνει ότι οι οφειλές πρέπει να αποδειχθούν. Αυτό γίνεται όταν πιθανολογείται ότι, στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας, οι μη προνομιούχες απαιτήσεις θα λάβουν κάποια πληρωμή κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος. Εάν αποφασιστεί ότι πρέπει να διεξαχθεί διαδικασία απόδειξης των οφειλών, οι προβαλλόμενες στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας απαιτήσεις πρέπει κατά γενικό κανόνα να αποδειχθούν, προκειμένου ο πιστωτής να εισπράξει κάτι από τη διανομή. Τυχόν προνομιακά δικαιώματα πρέπει επίσης να αποδεικνύονται. Εάν ωστόσο ο πιστωτής έχει δικαίωμα εμπράγματης ασφάλειας ή παρακράτησης επί του περιουσιακού στοιχείου, δεν υποχρεούται να αποδείξει την οφειλή προκειμένου να δικαιούται διανομή από το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο.

Το γεγονός ότι ο οφειλέτης παύει να ασκεί έλεγχο επί των περιουσιακών του στοιχείων σημαίνει ότι αποτρέπεται από την ανάληψη υποχρεώσεων που θα μπορούσαν να προβληθούν κατά την πτωχευτική διαδικασία. Εάν ο οφειλέτης αναλάβει υποχρέωση ή γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, κατά κανόνα δεν χωρεί απόδειξη των εν λόγω υποχρεώσεων ή ευθυνών στο πλαίσιο της πτώχευσης. Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο οφειλέτης μπορεί να ανακτήσει τον έλεγχο επί ορισμένου περιουσιακού στοιχείου, εάν ο σύνδικος δηλώσει ρητά ότι δεν το διεκδικεί.

Η πτωχευτική περιουσία, εκπροσωπούμενη από τον σύνδικο, μπορεί να αναλαμβάνει δικαιώματα και υποχρεώσεις, π.χ. συνάπτοντας συμβάσεις. Από αυτές απορρέουν απαιτήσεις έναντι της περιουσίας (massafordringar). Κατ’ αρχήν, οι απαιτήσεις έναντι της πτωχευτικής περιουσίας καθ’ εαυτήν κατατάσσονται υψηλότερα από τις κοινές πτωχευτικές απαιτήσεις (konkursfordringar). Ωστόσο, η αμοιβή του συνδίκου και άλλες παρόμοιες οφειλές (τα λεγόμενα έξοδα της πτωχευτικής διαδικασίας, konkurskostnader) πρέπει να αφαιρούνται από την πτωχευτική περιουσία πριν από οποιεσδήποτε άλλες οφειλές έχουν αναληφθεί από αυτήν. Εάν δεν είναι δυνατή η αφαίρεση των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας από την πτωχευτική περιουσία, κατά κανόνα καταβάλλονται από το Δημόσιο. Κατ’ αρχήν, οι πτωχευτικές απαιτήσεις ικανοποιούνται μόνο μετά την καταβολή των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας και των απαιτήσεων έναντι της πτωχευτικής περιουσίας καθ’ εαυτήν.

ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Δεν υπάρχουν γενικοί κανόνες για την αναγγελία απαιτήσεων σε περίπτωση εξυγίανσης επιχείρησης. Ωστόσο, σε περίπτωση εξυγίανσης επιχείρησης, το δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αιτήματος του οφειλέτη, να αποφασίσει να επιτρέψει τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων για την επίτευξη συμβιβασμού με τους πιστωτές (offentligt ackord). Οι πιστωτές ενδέχεται να πρέπει να προβάλουν τις απαιτήσεις τους στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων του συμβιβασμού (βλ. κατωτέρω). Μόνον οι πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις γεννήθηκαν πριν από την υποβολή της αίτησης εξυγίανσης της επιχείρησης συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις του συμβιβασμού. Εντούτοις, δεν συμμετέχουν όλοι οι πιστωτές στις διαπραγματεύσεις: π.χ. πιστωτής του οποίου η απαίτηση μπορεί να ικανοποιηθεί μέσω συμψηφισμού ή η οποία είναι προνομιακή, δεν συμμετέχει. Ο εντολοδόχος εξυγίανσης της επιχείρησης συντάσσει κατάλογο απογραφής των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της περιουσίας. Εάν κάποιο πρόσωπο έχει απαίτηση που δεν καταγράφηκε στον κατάλογο απογραφής της περιουσίας ή ανέκυψε εν τω μεταξύ, και επιθυμεί να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις του συμβιβασμού, πρέπει να υποβάλει την απαίτηση γραπτώς στον εντολοδόχο εξυγίανσης, το αργότερο μία εβδομάδα πριν από τη σύγκληση της συνέλευσης των πιστωτών.

Απαιτήσεις οι οποίες βασίζονται σε συμφωνίες που συνάπτονται από τον οφειλέτη με τη συγκατάθεση του εντολοδόχου εξυγίανσης στο πλαίσιο της διαδικασίας εξυγίανσης, κατατάσσονται με γενικό προνόμιο.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ

Η αναδιάρθρωση χρέους κατ’ ουσίαν καλύπτει όλες τις χρηματικές απαιτήσεις κατά του οφειλέτη που έχουν προκύψει πριν από την ανακοίνωση της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας. Ως εκ τούτου, οι πιστωτές πρέπει να αναγγείλουν τυχόν απαιτήσεις που προέκυψαν πριν από την απόφαση κίνησης της διαδικασίας, οι οποίες καλύπτονται από την αναδιάρθρωση του χρέους, διότι ειδάλλως υπάρχει κίνδυνος ο οφειλέτης να απαλλαγεί από την υποχρέωση να καταβάλει τις εν λόγω οφειλές (βλ. ενότητα «Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας;»).

Ωστόσο, η αναδιάρθρωση χρέους δεν καλύπτει τα ακόλουθα:

1. απαίτηση διατροφής, υπό την προϋπόθεση ότι το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων της Σουηδίας (Försäkringskassan) ή αλλοδαπός δημόσιος φορέας δεν έχει υποκαταστήσει τον δικαιούχο στο δικαίωμα είσπραξης της διατροφής,

2. απαίτηση για την οποία ο πιστωτής έχει δικαίωμα εμπράγματης ασφάλειας ή άλλο προνομιακό δικαίωμα, σύμφωνα με τα άρθρα 6 ή 7 του νόμου περί προνομιακών δικαιωμάτων [förmånsrattslagen (1970:979)] ή δικαίωμα παρακράτησης, εφόσον η εμπράγματη ασφάλεια επαρκεί για την ικανοποίηση της απαίτησης,

3. απαίτηση για την οποία ο πιστωτής απέκτησε προνομιακό δικαίωμα σύμφωνα με το άρθρο 8 του νόμου περί προνομιακών δικαιωμάτων, πριν από την ανακοίνωση της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, αναφορικά με περιουσιακό στοιχείο επί του οποίου επρόκειτο να επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση,

4. απαίτηση που δεν έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη και η οποία τελεί υπό την αίρεση αντιπαροχής από τον πιστωτή ή

5. απαίτηση που είναι αμφισβητούμενη.

Εάν η απαίτηση τελεί υπό αίρεση, δεν αφορά ορισμένο ποσό ή δεν έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη, ενδέχεται να αποφασιστεί ότι δεν εμπίπτει στο πεδίο της αναδιάρθρωσης του χρέους. Εάν μπορεί να γίνει δεκτό ότι απαίτηση είναι αβάσιμη, πρέπει να κριθεί ότι δεν καλύπτεται από την αναδιάρθρωση του χρέους.

Απαιτήσεις που προέκυψαν μετά την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας δεν καλύπτονται από την αναδιάρθρωση του χρέους.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΧΡΕΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Η αναδιάρθρωση χρέους επιχείρησης κατ’ ουσίαν καλύπτει όλες τις χρηματικές απαιτήσεις κατά του οφειλέτη που έχουν προκύψει πριν από την ανακοίνωση της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας. Ως εκ τούτου, οι πιστωτές πρέπει να αναγγείλουν τυχόν απαιτήσεις που προέκυψαν πριν από την απόφαση κίνησης της διαδικασίας, οι οποίες καλύπτονται από την αναδιάρθρωση του χρέους επιχείρησης, διότι ειδάλλως υπάρχει κίνδυνος ο οφειλέτης να απαλλαγεί από την υποχρέωση να καταβάλει τις εν λόγω οφειλές (βλ. ενότητα «Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας;»).

Ωστόσο, η αναδιάρθρωση χρέους επιχείρησης δεν καλύπτει τα ακόλουθα:

1. απαίτηση διατροφής, υπό την προϋπόθεση ότι το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων της Σουηδίας ή αλλοδαπός δημόσιος φορέας δεν έχει υποκαταστήσει τον δικαιούχο στο δικαίωμα είσπραξης της διατροφής,

2. απαίτηση για την οποία ο πιστωτής έχει προνομιακό δικαίωμα, σύμφωνα με το άρθρο 5 του νόμου περί προνομιακών δικαιωμάτων (1970:979), εφόσον η εμπράγματη ασφάλεια επαρκεί για την ικανοποίηση της απαίτησης,

3. απαίτηση για την οποία ο πιστωτής έχει δικαίωμα εμπράγματης ασφάλειας ή άλλο προνομιακό δικαίωμα, σύμφωνα με τα άρθρα 6 ή 7 του νόμου περί προνομιακών δικαιωμάτων ή δικαίωμα παρακράτησης, εφόσον η εμπράγματη ασφάλεια επαρκεί για την ικανοποίηση της απαίτησης,

4. απαίτηση για την οποία ο πιστωτής απέκτησε προνομιακό δικαίωμα σύμφωνα με το άρθρο 8 του νόμου περί προνομιακών δικαιωμάτων, πριν από την ανακοίνωση της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, αναφορικά με περιουσιακό στοιχείο επί του οποίου επρόκειτο να επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση,

5. απαίτηση που δεν έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη και η οποία τελεί υπό την αίρεση αντιπαροχής από τον πιστωτή ή

6. απαίτηση που είναι αμφισβητούμενη.

Εάν η απαίτηση τελεί υπό αίρεση, δεν αφορά ορισμένο ποσό ή δεν έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη, ενδέχεται να αποφασιστεί ότι δεν εμπίπτει στο πεδίο της αναδιάρθρωσης του χρέους της επιχείρησης. Εάν μπορεί να γίνει δεκτό ότι απαίτηση είναι αβάσιμη, πρέπει να κριθεί ότι δεν καλύπτεται από την αναδιάρθρωση του χρέους.

Απαιτήσεις που προέκυψαν μετά την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας δεν καλύπτονται από την αναδιάρθρωση του χρέους της επιχείρησης.

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

ΠΤΩΧΕΥΣΗ

Γενικά, μόνον οι αξιώσεις που προέκυψαν πριν από την απόφαση κήρυξης της πτώχευσης μπορεί να προβληθούν στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας. Απαίτηση μπορεί να προβληθεί στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας, ακόμη και αν τελεί υπό αίρεση ή δεν έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη.

Στις υποθέσεις που δεν απαιτείται απόδειξη των οφειλών, δεν υπάρχουν κανόνες που να ρυθμίζουν τον τρόπο που ο πιστωτής πρέπει να αναγγείλει την απαίτησή του. Σε περίπτωση πτώχευσης χωρίς υποχρέωση απόδειξης των απαιτήσεων, ο σύνδικος, με δική του πρωτοβουλία, μεριμνά ώστε κάθε προνομιακή απαίτηση να λάβει το κατάλληλο μερίδιο από τη διανομή του πλειστηριάσματος. Κατ’ αρχήν, τίποτε δεν εμποδίζει τους πιστωτές να αναγγέλλουν τις απαιτήσεις τους αορίστως, έως τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή ένστασης κατά της προτεινόμενης διανομής.

Εάν πιθανολογείται ότι τα περιουσιακά στοιχεία επαρκούν για την ικανοποίηση των μη προνομιούχων πιστωτών, επιβάλλεται απόδειξη των οφειλών (βλ. ανωτέρω σχετικά με την υποχρέωση απόδειξης των οφειλών). Εάν το δικαστήριο αποφασίσει ότι οι οφειλές πρέπει να αποδειχθούν, θέτει προθεσμία τεσσάρων έως δέκα εβδομάδων για την προσκόμιση αποδείξεων. Η απόφαση που τάσσει αποδείξεις για τις οφειλές δημοσιεύεται. Οι πιστωτές πρέπει να αναγγείλουν γραπτώς τις απαιτήσεις τους εντός της ορισμένης προθεσμίας. Πιστωτές με δικαίωμα εμπράγματης ασφάλειας ή παρακράτησης επί περιουσιακού στοιχείου, δεν απαιτείται να αποδείξουν την οφειλή στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, προκειμένου να λάβουν πληρωμή από το εν λόγω στοιχείο. Εάν έχει ολοκληρωθεί η απόδειξη των οφειλών και πιστωτής επιθυμεί να αναγγείλει απαίτηση ή να ασκήσει δικαίωμα εμπράγματης ασφάλειας μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την προσκόμιση αποδείξεων, μπορεί να το πράξει εκ των υστέρων (efterbevakning). Τούτο πρέπει να γίνει το αργότερο έως την ημέρα κατά την οποία ο σύνδικος ορίζει την προτεινόμενη διανομή, ήτοι πριν από την υποβολή της πρότασης στο δικαστήριο και τη δημοσίευσή της. Εάν πιστωτής δεν προσκομίσει αποδείξεις της απαίτησής του, χάνει τη δυνατότητα να λάβει πληρωμή από τα περιουσιακά στοιχεία που καλύπτονται από την απόφαση διανομής. Κατ’ αρχήν, ο πιστωτής μπορεί, στη συνέχεια, να λάβει πληρωμή για την απαίτησή του μόνο εάν προκύψουν νέοι πόροι (εκ των υστέρων διανομή, efterutdelning).

ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Όπως προαναφέρθηκε, δεν υπάρχει γενική υποχρέωση των πιστωτών να αναγγέλλουν απαιτήσεις σε περίπτωση εξυγίανσης της επιχείρησης, αλλά ενδέχεται οι πιστωτές να πρέπει να αναγγείλουν τις απαιτήσεις του στο πλαίσιο τυχόν διαπραγματεύσεων για την επίτευξη συμβιβασμού. Ο εντολοδόχος εξυγίανσης πρέπει να υποβάλει σχέδιο εξυγίανσης της επιχείρησης. Το σχέδιο συνήθως αποτυπώνει τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να εξυγιανθεί η χρηματοοικονομική κατάσταση της οφειλέτριας εταιρείας και να βελτιωθούν τα λειτουργικά της αποτελέσματα. Ωστόσο, το περιεχόμενο του σχεδίου μπορεί να προσαρμόζεται στις περιστάσεις της εκάστοτε μεμονωμένης περίπτωσης.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, στο πλαίσιο της εξυγίανσης επιχείρησης, ενδέχεται να επιτευχθεί συμβιβασμός με τους πιστωτές. Το αίτημα για διαπραγματεύσεις συμβιβασμού υποβάλλεται από τον οφειλέτη.

Το αίτημα για τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων συμβιβασμού πρέπει να περιλαμβάνει πρόταση συμβιβασμού και να δηλώνει το πόσο που ο οφειλέτης προσφέρει ως πληρωμή, τον χρόνο καταβολής του, καθώς και το εάν έχει κατατεθεί ασφάλεια για τον συμβιβασμό και, εάν ναι, τι περιλαμβάνει. Επίσης, πρέπει να επισυνάπτεται κατάλογος απογραφής των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της περιουσίας.

Εάν η αίτηση για την έναρξη διαπραγματεύσεων συμβιβασμού κριθεί παραδεκτή, το δικαστήριο πρέπει να εκδώσει αμέσως απόφαση που να επιτρέπει τις διαπραγματεύσεις συμβιβασμού. Ταυτοχρόνως, το δικαστήριο πρέπει να ορίσει ημερομηνία για σύγκληση της συνέλευσης των πιστωτών, η οποία πραγματοποιείται ενώπιόν του, να εκδώσει κλητεύσεις για την εν λόγω συνέλευση και να δημοσιεύσει την απόφαση.

Ο οφειλέτης, ο εντολοδόχος εξυγίανσης της επιχείρησης και οι πιστωτές έχουν δικαίωμα να ασκήσουν ένσταση κατά απαίτησης που πρόκειται να καλυφθεί από τον συμβιβασμό. Υπάρχουν ειδικοί κανόνες που διέπουν το δικαίωμα συμμετοχής στις διαπραγματεύσεις για την επίτευξη συμβιβασμού, βάσει απαίτησης που δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο απογραφής της περιουσίας.

Μόνον οι πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις γεννήθηκαν πριν από την υποβολή της αίτησης εξυγίανσης της επιχείρησης δικαιούνται να συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις του συμβιβασμού. Πιστωτές των οποίων η απαίτηση μπορεί να ικανοποιηθεί μέσω συμψηφισμού ή η οποία είναι προνομιακή, δεν συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις. Πιστωτές που, σε περίπτωση πτώχευσης, θα είχαν δικαίωμα πληρωμής μόνο ύστερα από τους λοιπούς πιστωτές επίσης δεν συμμετέχουν, παρεκτός αν το επιτρέψουν οι λοιποί πιστωτές που συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις.

Κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε πιστωτή, ο οφειλέτης υποχρεούται να επαγάγει όρκο ως προς τον κατάλογο απογραφής της περιουσίας, κατά τη συνέλευση των πιστωτών.

Οι πιστωτές ψηφίζουν επί του προτεινόμενου συμβιβασμού κατά τη συνέλευση των πιστωτών. Πρόταση συμβιβασμού που ικανοποιεί τουλάχιστον το 50 % του αθροίσματος των απαιτήσεων θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από τους πιστωτές, εάν είναι υπέρ τα τρία πέμπτα των ψηφισάντων και οι απαιτήσεις τους αντιστοιχούν στα τρία πέμπτα του συνολικού ποσού των απαιτήσεων με δικαίωμα ψήφου. Εάν το ποσοστό είναι χαμηλότερο, η πρόταση συμβιβασμού εγκρίνεται εφόσον είναι υπέρ τα τρία τέταρτα των ψηφισάντων και οι απαιτήσεις τους αντιστοιχούν στα τρία τέταρτα του συνολικού ποσού των απαιτήσεων με δικαίωμα ψήφου.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ

Εάν ληφθεί απόφαση για κίνηση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους, πρέπει να δημοσιευθεί αμέσως σχετική ανακοίνωση στην Post-och Inrikes Tidningar, την επίσημη εφημερίδα της κυβέρνησης. Επίσης, πρέπει να αποσταλεί ειδοποίηση στους γνωστούς πιστωτές, εντός εβδομάδας από τη δημοσίευση. Οι εν λόγω ανακοινώσεις και ειδοποιήσεις πρέπει να καλούν τους πιστωτές, μεταξύ άλλων, να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους κατά του οφειλέτη, συνήθως γραπτώς, εντός μηνός από την ημερομηνία δημοσίευσης, με λεπτομέρειες όσον αφορά τις απαιτήσεις τους, καθώς και οποιαδήποτε άλλα στοιχεία που σχετίζονται με την αξιολόγηση της υπόθεσης και τα τραπεζικά στοιχεία του λογαριασμού που υποδεικνύουν για την διενέργεια πληρωμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους.

Μετά την απόφαση για κίνηση της διαδικασίας και αφού συγκεντρωθούν επαρκείς πληροφορίες, καταρτίζεται πρόταση αναδιάρθρωσης του χρέους. Αυτή αποστέλλεται σε όλους τους γνωστούς πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις καλύπτονται από την πρόταση, καλώντας τους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εντός ορισμένης προθεσμίας. Η μη υποβολή παρατηρήσεων από έναν πιστωτή δεν κωλύει τη λήψη απόφασης που εγκρίνει την αναδιάρθρωση του χρέους.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΧΡΕΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Εάν ληφθεί απόφαση για κίνηση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους επιχείρησης, πρέπει να δημοσιευθεί αμέσως σχετική ανακοίνωση στην Post-och Inrikes Tidningar, την επίσημη εφημερίδα της κυβέρνησης. Επίσης, πρέπει να αποσταλεί ειδοποίηση στους γνωστούς πιστωτές, εντός εβδομάδας από τη δημοσίευση. Οι εν λόγω ανακοινώσεις και ειδοποιήσεις πρέπει να καλούν τους πιστωτές, μεταξύ άλλων, να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους κατά του οφειλέτη, συνήθως γραπτώς, εντός μηνός από την ημερομηνία δημοσίευσης, με λεπτομέρειες όσον αφορά τις απαιτήσεις τους, καθώς και οποιαδήποτε άλλα στοιχεία που σχετίζονται με την αξιολόγηση της υπόθεσης και τα τραπεζικά στοιχεία του λογαριασμού που υποδεικνύουν για την διενέργεια πληρωμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους.

Μετά την απόφαση για κίνηση της διαδικασίας και αφού συγκεντρωθούν επαρκείς πληροφορίες, καταρτίζεται πρόταση αναδιάρθρωσης του χρέους της επιχείρησης. Αυτή αποστέλλεται σε όλους τους γνωστούς πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις καλύπτονται από την πρόταση, καλώντας τους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εντός ορισμένης προθεσμίας. Η μη υποβολή παρατηρήσεων από έναν πιστωτή δεν κωλύει τη λήψη απόφασης που εγκρίνει την αναδιάρθρωση του χρέους.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

ΠΤΩΧΕΥΣΗ

Εάν το ενεργητικό της πτωχευτικής περιουσίας δεν επαρκεί για την κάλυψη των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας, η πτώχευση περατώνεται (βλ. ανωτέρω σχετικά με την έξοδα της πτωχευτικής διαδικασίας και τις οφειλές της πτωχευτικής περιουσίας). Εάν η πτώχευση περατωθεί (avskrivas), κατ’ αρχήν δεν προβλέπεται διανομή προς τους πιστωτές.

Εάν η πτώχευση δεν περατωθεί, τα χρηματικά ποσά της πτωχευτικής περιουσίας που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί για την εξόφληση των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας και των οφειλών της περιουσίας διανέμονται στους πιστωτές. Κατ’ αρχήν, η εν λόγω διανομή πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου περί προνομιακών δικαιωμάτων.

Αυτός ο νόμος ρυθμίζει τα αμοιβαία δικαιώματα των πιστωτών να λαμβάνουν πληρωμή σε περίπτωση πτώχευσης. Σχετικά με τον νόμο περί προνομιακών δικαιωμάτων, παρέχονται οι ακόλουθες συνοπτικές πληροφορίες.

Το προνόμιο ως προς μια πληρωμή είναι ειδικό ή γενικό. Τα ειδικά προνόμια αφορούν συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία (π.χ. δικαίωμα ενεχύρου, παρακράτησης ή υποθήκης (inteckning) επί ακίνητης περιουσίας). Τα γενικά προνόμια αφορούν όλα τα περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία του οφειλέτη (όπως τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι πιστωτές προκειμένου να κηρυχθεί ο οφειλέτης σε πτώχευση και η αμοιβή του εντολοδόχου εξυγίανσης, εάν της πτώχευσης προηγήθηκε εξυγίανση της επιχείρησης). Τα ειδικά προνόμια υπερισχύουν των γενικών προνομίων. Οι απαιτήσεις που δεν απολαμβάνουν προνόμιο έχουν τα ίδια δικαιώματα μεταξύ τους. Επίσης, μπορεί να προβλέπεται σε συμφωνία ότι πιστωτής έχει δικαίωμα πληρωμής μόνο αφού έχουν εξοφληθεί όλοι οι υπόλοιποι πιστωτές (απαίτηση μειωμένης εξασφάλισης, efterställd fordran).

Το προνόμιο συνεχίζει να υφίσταται ακόμη και αν η απαίτηση μεταβιβαστεί, κατασχεθεί ή υπάρξει άλλου τύπου διαδοχή ως προς αυτήν.

Σε περίπτωση που απαίτηση απολαμβάνει ειδικό προνόμιο σε σχέση με συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, αλλά το εν λόγω στοιχείο δεν επαρκεί για την ικανοποίησή της, το υπόλοιπό της αντιμετωπίζεται ως μη προνομιούχα απαίτηση.

ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Σε περίπτωση εξυγίανσης της επιχείρησης δεν πραγματοποιείται διανομή, παρεκτός εάν υφίσταται πτωχευτικός συμβιβασμός με τους πιστωτές.

Ο συμβιβασμός μπορεί να προβλέπει μείωση των απαιτήσεων και εξόφλησή τους κατά συγκεκριμένο τρόπο. Ο συμβιβασμός πρέπει να παρέχει ίσα δικαιώματα σε όλους τους πιστωτές και να ικανοποιεί τουλάχιστον το 25 % του αθροίσματος των απαιτήσεων, εκτός εάν όλοι οι γνωστοί πιστωτές που καλύπτονται από τον συμβιβασμό εγκρίνουν χαμηλότερο ποσοστό ή εάν υπάρχουν ιδιαίτεροι λόγοι για να γίνει δεκτό χαμηλότερο ποσοστό. Οι προβλεπόμενη ελάχιστη διανομή πρέπει να καταβληθεί εντός έτους από την έγκριση του συμβιβασμού, εκτός εάν όλοι οι γνωστοί πιστωτές αποδεχτούν μεγαλύτερη προθεσμία πληρωμής. Ο συμβιβασμός μπορεί επίσης να προβλέπει ότι στον οφειλέτη παρέχεται μόνο παράταση ως προς τις πληρωμές ή άλλη ειδική διευκόλυνση.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ

Όλες οι απαιτήσεις που καλύπτονται από αναδιάρθρωση χρέους έχουν ίσα δικαιώματα. Ωστόσο, σε μια απαίτηση μπορεί να αναγνωρίζονται λιγότερο ευνοϊκά δικαιώματα με τη συγκατάθεση του οικείου πιστωτή ή μπορεί να εξοφληθεί πριν από τις λοιπές απαιτήσεις, εάν το διαθέσιμο ποσό της διανομής είναι χαμηλό και τούτο είναι εύλογο, λαμβανομένου υπόψη του ύψους των οφειλών και τυχόν άλλων περιστάσεων.

Διατάξεις που διέπουν τις απαιτήσεις περιλαμβάνονται στην απόφαση που εγκρίνει την αναδιάρθρωση του χρέους.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΧΡΕΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Όλες οι απαιτήσεις που καλύπτονται από αναδιάρθρωση χρέους επιχείρησης έχουν ίσα δικαιώματα. Ωστόσο, σε μια απαίτηση μπορεί να αναγνωρίζονται λιγότερο ευνοϊκά δικαιώματα με τη συγκατάθεση του οικείου πιστωτή ή μπορεί να εξοφληθεί πριν από τις λοιπές απαιτήσεις, εάν το διαθέσιμο ποσό της διανομής είναι χαμηλό και τούτο είναι εύλογο, λαμβανομένου υπόψη του ύψους των οφειλών και τυχόν άλλων περιστάσεων.

Διατάξεις που διέπουν τις απαιτήσεις περιλαμβάνονται στην απόφαση που εγκρίνει την αναδιάρθρωση του χρέους.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

ΠΤΩΧΕΥΣΗ

Εάν ο οφειλέτης συμφωνήσει να εξοφλήσει τις οφειλές του ή έχει επιτευχθεί άλλη συμφωνία με τους πιστωτές (εκούσια συνδιαλλαγή, frivillig uppgörelse), το δικαστήριο υποχρεούται να αποφασίσει τη διακοπή της πτωχευτικής διαδικασίας. Σε περίπτωση πτώχευσης κατά την οποία απαιτείται απόδειξη των οφειλών, η πτωχευτική διαδικασία μπορεί επίσης να περατωθεί με απόφαση που εγκρίνει συμβιβασμό (ackord i konkurs). Σε άλλες περιπτώσεις, η πτώχευση περατώνεται με απόσβεση (avskrivning, εάν τα περιουσιακά στοιχεία δεν επαρκούν για την πληρωμή των εξόδων της πτώχευσης και των απαιτήσεων έναντι της πτωχευτικής περιουσίας καθ’ εαυτήν) ή με διανομή προς τους πιστωτές.

Η πτώχευση δεν απαλλάσσει τα φυσικά πρόσωπα από την υποχρέωση καταβολής των οφειλών τους (οι κανόνες για την αναδιάρθρωση χρέους διαφέρουν). Ως εκ τούτου, οφειλές που δεν έχουν καταβληθεί διατηρούνται και μετά την πτώχευση (όχι όμως εάν καλύπτονται από εκούσια συνδιαλλαγή ή πτωχευτικό συμβιβασμό).

Το νομικό πρόσωπο λύεται μετά την πτώχευση (οι διατάξεις που διέπουν τη λύση περιλαμβάνονται στη νομοθεσία σχετικά με το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι). Αυτό σημαίνει ότι, κατ’ αρχήν, οι πιστωτές δεν μπορούν να προβάλλουν ανεξόφλητες απαιτήσεις κατά νομικού προσώπου μετά από την πτώχευσή του.

ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Εάν συναφθεί πτωχευτικός συμβιβασμός, είναι δεσμευτικός για όλους τους πιστωτές, γνωστούς και άγνωστους, που είχαν δικαίωμα συμμετοχής στις διαπραγματεύσεις του συμβιβασμού. Πιστωτής που, σε περίπτωση πτώχευσης, θα είχε δικαίωμα να λάβει πληρωμή μετά τους λοιπούς πιστωτές, χάνει το δικαίωμά του για εξόφληση από τον οφειλέτη, παρεκτός αν όλοι οι πιστωτές που είχαν δικαίωμα συμμετοχής στις διαπραγματεύσεις του συμβιβασμού έχουν ικανοποιηθεί στο ακέραιο από τον συμβιβασμό. Πιστωτής που διαθέτει προνόμιο ως προς ορισμένο περιουσιακό στοιχείο δεσμεύεται από τον συμβιβασμό, όσον αφορά τα ποσά που δεν μπορούν να εξοφληθούν από το αντίστοιχο πλειστηρίασμα.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ

Η απόφαση αναδιάρθρωσης χρέους απαλλάσσει τον οφειλέτη από την υποχρέωση να καταβάλει τις οφειλές που καλύπτονται από την αναδιάρθρωση, κατά το μέτρο που μειώνονται. Η αναδιάρθρωση του χρέους απαλλάσσει επίσης τον οφειλέτη από την ευθύνη να καταβάλει τυχόν άγνωστες οφειλές, εκτός εάν πρόκειται για οφειλές που δεν καλύπτονται από την αναδιάρθρωση χρέους.

Αναδιάρθρωση χρέους σημαίνει ότι το δικαίωμα σε τόκους ή ποινές υπερημερίας για απαιτήσεις που καλύπτονται από την αναδιάρθρωση αίρεται για την περίοδο μετά την ανακοίνωση της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας.

Η αναδιάρθρωση χρέους δεν ασκεί επιρροή στα δικαιώματα πιστωτή έναντι εγγυητή ή έναντι οποιουδήποτε άλλου προσώπου υπέχει ευθύνη για την εν λόγω οφειλή πέραν του οφειλέτη.

Η απόφαση που εγκρίνει την αναδιάρθρωση χρέους πρέπει να ορίζει σχέδιο πληρωμών. Το σχέδιο πληρωμών είναι πενταετές, εκτός εάν συντρέχουν ουσιαστικοί λόγοι για να οριστεί συντομότερη διάρκεια. Το σχέδιο πληρωμών αρχίζει να τρέχει από την έκδοση της απόφασης για έγκριση της αναδιάρθρωσης. Όταν οριστεί η ημερομηνία λήξης του σχεδίου πληρωμών, η περίοδος κατά την οποία ίσχυσε η απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας συνήθως αφαιρείται από τη διάρκεια του σχεδίου, εκτός αν συντρέχουν λόγοι για την αφαίρεση συντομότερης περιόδου, λόγω των ενεργειών του οφειλέτη μετά τη λήψη της εν λόγω απόφασης.

Η απόφαση για την αναδιάρθρωση χρέους μπορεί να τροποποιηθεί ή να ακυρωθεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Κατόπιν αιτήματος πιστωτή του οποίου η απαίτηση καλύπτεται από την αναδιάρθρωση χρέους, η απόφαση αναδιάρθρωσης μπορεί να ακυρωθεί ή, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα σημεία 6 και 7, να τροποποιηθεί, εάν:

1. ο οφειλέτης έχει εκδηλώσει δόλια συμπεριφορά έναντι του πιστωτή,

2. ο οφειλέτης έχει σκοπίμως παρακωλύσει την πτωχευτική διαδικασία ή μέτρο εκτέλεσης,

3. ο οφειλέτης ευνόησε λάθρα ορισμένο πιστωτή προκειμένου να επηρεάσει την απόφαση για την αναδιάρθρωση του χρέους,

4. ο οφειλέτης υπέβαλε σκοπίμως ανακριβή στοιχεία στην αίτησή του για αναδιάρθρωση χρέους ή σε άλλο σημείο κατά την διεκπεραίωση της υπόθεσης, εις βάρος του πιστωτή,

5. ο οφειλέτης υπέβαλε ανακριβή στοιχεία με αποτέλεσμα την έκδοση απόφασης από δημόσια αρχή σε σχέση με φόρους ή δασμούς που καλύπτονται από την αναδιάρθρωση του χρέους ή δεν υπέβαλε στοιχεία μολονότι του είχε ζητηθεί να το πράξει και αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη λήψη εσφαλμένης απόφασης ή τη μη λήψη απόφασης,

6. ο οφειλέτης δεν συμμορφώνεται με το σχέδιο πληρωμών και η απόκλιση από αυτό είναι σημαντική ή

7. η οικονομική κατάσταση του οφειλέτη έχει βελτιωθεί σημαντικά μετά την απόφαση αναδιάρθρωσης του χρέους και αυτό οφείλεται σε περιστάσεις που δεν θα μπορούσε να έχουν προβλεφθεί κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης.

Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο σημείο 7, η αίτηση πρέπει να υποβληθεί εντός πέντε ετών από την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας ή, εάν η ημερομηνία λήξης του σχεδίου πληρωμών είναι μεταγενέστερη, το αργότερο έως την ημερομηνία λήξης του σχεδίου. Σε περίπτωση τροποποίησης της απόφασης για αναδιάρθρωση του χρέους, η διάρκεια του σχεδίου πληρωμών μπορεί να οριστεί έως επτά έτη, κατά μέγιστο.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΧΡΕΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Η απόφαση αναδιάρθρωσης χρέους επιχείρησης απαλλάσσει τον οφειλέτη από την υποχρέωση να καταβάλει τις οφειλές που καλύπτονται από την αναδιάρθρωση, κατά το μέτρο που μειώνονται. Η αναδιάρθρωση απαλλάσσει επίσης τον οφειλέτη από την ευθύνη να καταβάλει τυχόν άγνωστες οφειλές, εκτός εάν πρόκειται για οφειλές που δεν καλύπτονται από την αναδιάρθρωση του χρέους της επιχείρησης.

Αναδιάρθρωση χρέους επιχείρησης σημαίνει ότι το δικαίωμα σε τόκους ή ποινές υπερημερίας για απαιτήσεις που καλύπτονται από την αναδιάρθρωση αίρεται για την περίοδο μετά την ανακοίνωση της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας.

Η αναδιάρθρωση χρέους δεν ασκεί επιρροή στα δικαιώματα πιστωτή έναντι εγγυητή ή έναντι οποιουδήποτε άλλου προσώπου υπέχει ευθύνη για την εν λόγω οφειλή πέραν του οφειλέτη.

Η απόφαση που εγκρίνει την αναδιάρθρωση χρέους επιχείρησης πρέπει να ορίζει σχέδιο πληρωμών. Το σχέδιο πληρωμών είναι τριετούς διάρκειας και αρχίζει να τρέχει από την έκδοση της απόφασης για έγκριση της αναδιάρθρωσης.

Η απόφαση για την αναδιάρθρωση χρέους μπορεί να τροποποιηθεί ή να ακυρωθεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Κατόπιν αιτήματος πιστωτή του οποίου η απαίτηση καλύπτεται από την αναδιάρθρωση χρέους, η απόφαση αναδιάρθρωσης μπορεί να ακυρωθεί ή, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα σημεία 6 και 7, να τροποποιηθεί, εάν:

1. ο οφειλέτης έχει εκδηλώσει δόλια συμπεριφορά έναντι του πιστωτή,

2. ο οφειλέτης έχει σκοπίμως παρακωλύσει την πτωχευτική διαδικασία ή μέτρο εκτέλεσης,

3. ο οφειλέτης ευνόησε λάθρα ορισμένο πιστωτή προκειμένου να επηρεάσει την απόφαση για την αναδιάρθρωση του χρέους,

4. ο οφειλέτης υπέβαλε σκοπίμως ανακριβή στοιχεία στην αίτησή του για αναδιάρθρωση χρέους ή σε άλλο σημείο κατά την διεκπεραίωση της υπόθεσης, εις βάρος του πιστωτή,

5. ο οφειλέτης υπέβαλε ανακριβή στοιχεία με αποτέλεσμα την έκδοση απόφασης από δημόσια αρχή σε σχέση με φόρους ή δασμούς που καλύπτονται από την αναδιάρθρωση του χρέους της επιχείρησης ή δεν υπέβαλε στοιχεία μολονότι του είχε ζητηθεί να το πράξει και αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη λήψη εσφαλμένης απόφασης ή τη μη λήψη απόφασης,

6. ο οφειλέτης δεν συμμορφώνεται με το σχέδιο πληρωμών και η απόκλιση από αυτό είναι σημαντική ή

7. η οικονομική κατάσταση του οφειλέτη έχει βελτιωθεί σημαντικά μετά την απόφαση αναδιάρθρωσης του χρέους.

Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο σημείο 7, η αίτηση πρέπει να υποβληθεί εντός τριών ετών από την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας ή, εάν η ημερομηνία λήξης του σχεδίου πληρωμών είναι μεταγενέστερη, το αργότερο έως την ημερομηνία λήξης του σχεδίου. Σε περίπτωση τροποποίησης της απόφασης για αναδιάρθρωση του χρέους επιχείρησης, η διάρκεια του σχεδίου πληρωμών μπορεί να οριστεί έως πέντε έτη, κατά μέγιστο.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

ΠΤΩΧΕΥΣΗ

Όπως προαναφέρθηκε, η πτώχευση φυσικού προσώπου δεν το απαλλάσσει από την υποχρέωση να εξοφλήσει τις οφειλές του, ενώ τα νομικά πρόσωπα λύονται μετά την πτώχευση.

Σε περίπτωση που καταστούν διαθέσιμοι πόροι μετά την πτώχευση, προβλέπεται εκ των υστέρων διανομή.

ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Για τα αποτελέσματα του συμβιβασμού με τους πιστωτές βλ. ανωτέρω. Σε περίπτωση που δεν ολοκληρωθεί ο πτωχευτικός συμβιβασμός και ο οφειλέτης δεν έχει καταλήξει σε εκούσια συνδιαλλαγή ή άλλο διακανονισμό με τους πιστωτές, οι απαιτήσεις παραμένουν εκκρεμείς μετά το πέρας της εξυγίανσης της επιχείρησης.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ

Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο πιστωτής μπορεί να ζητήσει επανεξέταση της αναδιάρθρωσης του χρέους, αφού ο οφειλέτης ολοκληρώσει το σχέδιο πληρωμών. Βλ. «Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας;»

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΧΡΕΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο πιστωτής μπορεί να ζητήσει επανεξέταση της αναδιάρθρωσης του χρέους της επιχείρησης, αφού ο οφειλέτης ολοκληρώσει το σχέδιο πληρωμών. Βλ. «Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας;»

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

ΠΤΩΧΕΥΣΗ

Η αμοιβή του συνδίκου και άλλες παρόμοιες οφειλές (έξοδα της πτωχευτικής διαδικασίας), καθώς και άλλες οφειλές που βαρύνουν την πτωχευτική περιουσία καθ' εαυτή, αφαιρούνται από την πτωχευτική περιουσία πριν από οποιαδήποτε διανομή προς τους πιστωτές. Τα έξοδα της πτωχευτικής διαδικασίας με τη σειρά τους υπερισχύουν των άλλων απαιτήσεων επί της πτωχευτικής περιουσίας καθ' εαυτή. Εάν δεν είναι εφικτό να εξοφληθούν από την πτωχευτική περιουσία, τα έξοδα της πτωχευτικής διαδικασίας καταβάλλονται συνήθως από το Δημόσιο.


ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Ο εντολοδόχος εξυγίανσης της επιχείρησης (και ο επόπτης λογιστής εάν έχει διοριστεί) δικαιούται αποζημίωση για την εργασία του και για τις δαπάνες που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων του. Η αμοιβή τους δεν μπορεί να είναι υψηλότερη από αυτήν που μπορεί να θεωρηθεί εύλογη αποζημίωση για την εν λόγω εργασία. Κατόπιν αιτήματος του εντολοδόχου εξυγίανσης της επιχείρησης ή του οφειλέτη, το δικαστήριο αξιολογεί το δικαίωμα αποζημιώσεως του εντολοδόχου εξυγίανσης. Τέτοια αξιολόγηση μπορεί να ζητηθεί και από πιστωτή του οποίου η απαίτηση καλύπτεται από συμβιβασμό, έως την εφαρμογή του συμβιβασμού. Τα δικαστικά έξοδα και οι αμοιβές του εντολοδόχου εξυγίανσης και του επόπτη λογιστή καταβάλλονται από τον οφειλέτη.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναδιάρθρωσης του χρέους, ο οφειλέτης συνήθως προβαίνει σε πληρωμές προς την αρχή αναγκαστικής είσπραξης οφειλών, η οποία στη συνέχεια διαβιβάζει τα ποσά στους πιστωτές. Η αρχή αναγκαστικής είσπραξης οφειλών επιβάλλει στον οφειλέτη ετήσιο τέλος για τη διαχείριση των πληρωμών του.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΧΡΕΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναδιάρθρωσης του χρέους, ο οφειλέτης συνήθως προβαίνει σε πληρωμές προς την αρχή αναγκαστικής είσπραξης οφειλών, η οποία στη συνέχεια διαβιβάζει τα ποσά στους πιστωτές. Η αρχή αναγκαστικής είσπραξης οφειλών επιβάλλει στον οφειλέτη ετήσιο τέλος για τη διαχείριση των πληρωμών του.

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

ΠΤΩΧΕΥΣΗ

Οι κανόνες περί ανάκλησης στην πτωχευτική περιουσία (återvinning till konkursbo) ορίζονται στον νόμο περί πτώχευσης. Η ημέρα αναφοράς για τον υπολογισμό των προθεσμιών που ορίζονται στους κανόνες σχετικά με την πτωχευτική ανάκληση είναι συνήθως η ημέρα πριν από την ημέρα υποβολής της αίτησης πτώχευσης.

Μια πράξη μπορεί να ανακληθεί (går åter) εάν ευνοεί αδικαιολόγητα ορισμένο πιστωτή έναντι των υπολοίπων ή εάν στερεί από τους πιστωτές περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη ή εάν αυξάνει τις οφειλές του οφειλέτη, και εφόσον ο οφειλέτης ήταν ή κατέστη αφερέγγυος, μόνο ως αποτέλεσμα της πτωχευτικής διαδικασίας ή ως αποτέλεσμα της διαδικασίας σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, και ο αντισυμβαλλόμενος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι ο οφειλέτης ήταν αφερέγγυος καθώς και τις περιστάσεις που καθιστούσαν αθέμιτη τη δικαιοπραξία. Οι συγγενείς του οφειλέτη τεκμαίρεται ότι γνωρίζουν τις περιστάσεις του πρώτου εδαφίου, εκτός αν υπάρχουν πειστικές αποδείξεις από τις οποίες προκύπτει ότι δεν γνώριζαν, ούτε θα μπορούσαν να γνωρίζουν. Εάν η δικαιοπραξία τελέστηκε πριν από πέντε και πλέον έτη από την ημέρα αναφοράς, μπορεί να ανακληθεί μόνο εάν αφορούσε συγγενικό πρόσωπο του οφειλέτη.

Εξόφληση οφειλής εντός του τριμήνου που προηγείται της ημέρας αναφοράς με χρήση άλλης μεθόδου εκτός από τα συνήθη μέσα πληρωμής, ή πριν καταστεί ληξιπρόθεσμη, ή τέτοιου ύψους που είχε ως αποτέλεσμα την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης του οφειλέτη, μπορεί να ανακληθεί, εκτός αν μπορεί να θεωρηθεί συνήθης υπό τις οικείες περιστάσεις. Εάν η πληρωμή ήταν προς συγγενικό πρόσωπο του οφειλέτη, πριν από την ως άνω ημέρα, αλλά εντός της διετίας που προηγείται της ημέρας αναφοράς, μπορεί να ανακληθεί, εκτός αν αποδειχθεί ότι ο οφειλέτης δεν ήταν αφερέγγυος και δεν κατέστη αφερέγγυος εξαιτίας της εν λόγω πράξης.

Υπάρχουν ειδικοί κανόνες που διέπουν πράξεις όπως οι δωρεές, η συγκατοίκηση και οι μισθοί. Ορισμένες πληρωμές προς το Δημόσιο εξαιρούνται από τους κανόνες περί ανάκλησης, όπως οι καταβολές φόρου.

Ο σύνδικος μπορεί να ζητήσει ανάκληση δικαιοπραξίας, ασκώντας αγωγή ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων ή προβάλλοντας ένσταση ως προς οφειλές για τις οποίες προσκομίζονται αποδείξεις στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας. Εάν ο σύνδικος αποφασίσει να μην διεκδικήσει την ανάκληση και δεν συντρέχει εκούσια συνδιαλλαγή, η ανάκληση μπορεί να ζητηθεί από πιστωτή, μέσω της άσκησης αγωγής ενώπιον τακτικού δικαστηρίου.

Σε περίπτωση ανάκλησης, το περιουσιακό στοιχείο που είχε διαθέσει ο οφειλέτης επιστρέφει στην πτωχευτική περιουσία.

ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Εάν ληφθεί απόφαση για εξυγίανση επιχείρησης, εφαρμόζονται οι διατάξεις του νόμου περί πτώχευσης σχετικά με την πτωχευτική ανάκληση, εφόσον έχει συναφθεί πτωχευτικός συμβιβασμός με τους πιστωτές (βλ. ενότητα περί πτώχευσης).

Σε περίπτωση που ζητείται ανάκληση προνομιακού δικαιώματος ή πληρωμής που εισπράχθηκε μέσω κατάσχεσης, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει να αναστείλει τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι νεωτέρας.

Η αγωγή πτωχευτικής ανάκλησης ασκείται από τον εντολοδόχο εξυγίανσης της επιχείρησης ή από πιστωτή, η απαίτηση του οποίου θα καλυπτόταν από πτωχευτικό συμβιβασμό. Η αγωγή πρέπει να κατατεθεί πριν από τη συνέλευση των πιστωτών και δεν μπορεί να ληφθεί οριστική απόφαση ως προς αυτήν, εωσότου διευθετηθεί το ζήτημα του πτωχευτικού συμβιβασμού. Πιστωτής που επιθυμεί να ασκήσει αγωγή πρέπει να το γνωστοποιεί στον εντολοδόχο εξυγίανσης. Εάν δεν το πράξει, το αίτημά του δεν γίνεται δεκτό σε ακρόαση.

Σε περίπτωση που η διαδικασία εξυγίανσης επιχείρησης λήξει χωρίς σύναψη πτωχευτικού συμβιβασμού και ο οφειλέτης δεν κηρυχθεί σε πτώχευση, κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης, εντός τριών εβδομάδων από τη λήξη της διαδικασίας εξυγίανσης επιχείρησης, το υποβληθέν αίτημα ανάκλησης πρέπει να απορριφθεί.

Αφού αποζημιωθεί ο ενάγων για τα έξοδα της αγωγής, το προϊόν της ανάκλησης περιέρχεται στους πιστωτές που καλύπτονται από τον πτωχευτικό συμβιβασμό. Εναγόμενος ο οποίος, συνεπεία της ασκηθείσας από τον ενάγοντα αγωγής, έχει απαίτηση κατά του οφειλέτη, μπορεί να συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις του συμβιβασμού βάσει της εν λόγω απαίτησης και έχει δικαίωμα να αφαιρεί το ποσό που δικαιούται να λάβει κατά τη διανομή από το ποσό που θα έπρεπε ειδάλλως να καταβάλει.

Κατόπιν αιτήματος πιστωτή που καλύπτεται από τον πτωχευτικό συμβιβασμό ή του οφειλέτη, το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαδικασίας ανάκλησης μπορεί να διατάξει να τεθούν υπό αναγκαστική διαχείριση τα περιουσιακά στοιχεία που οφείλονται στον πιστωτή δυνάμει του προηγούμενου εδαφίου (οm särskild förväntning). Περιουσιακά στοιχεία που τίθενται υπό τέτοια αναγκαστική διαχείριση δεν επιδέχονται κατάσχεση, παρά μόνο μετά τη λήξη του συμβιβασμού.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ

Δεν υπάρχουν ειδικές διατάξεις ως προς την ανάκληση.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΧΡΕΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Δεν υπάρχουν ειδικές διατάξεις ως προς την ανάκληση.

Τελευταία επικαιροποίηση: 19/02/2018

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Αφερεγγυότητα/πτώχευση - Αγγλία και Ουαλία

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

  • Διαδικασία αφερεγγυότητας μπορεί να κινηθεί κατά φυσικών προσώπων, εταιρειών και διαφόρων εταιρικών οντοτήτων, καθώς και κατά συμπράξεων.
  • Διαδικασία αφερεγγυότητας μπορεί να κινηθεί κατά οποιουδήποτε φυσικού προσώπου το οποίο έχει χρέος και ζει στην Αγγλία ή την Ουαλία, ζούσε ή δραστηριοποιούνταν στην Αγγλία ή την Ουαλία κατά τα τελευταία τρία έτη ή βρίσκεται στην Αγγλία ή την Ουαλία κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης πτώχευσης. Δεν υπάρχει ελάχιστη ηλικία. Με εξαίρεση τις περιπτώσεις στις οποίες έχει προηγουμένως εκδοθεί δικαστική απόφαση σχετικά με το χρέος, ισχύουν ελάχιστα επίπεδα χρέους για τους πιστωτές που επιθυμούν να θέσουν εταιρεία υπό εκκαθάριση (750 GBP) ή να κηρύξουν φυσικό πρόσωπο σε πτώχευση (5.000 GBP).

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

  • Στα είδη εταιρικής αφερεγγυότητας περιλαμβάνονται η εκκαθάριση (εκούσια ή δικαστική), η ειδική διαχείριση (που θα μπορούσε να οδηγήσει σε διάσωση/αναδιοργάνωση ή σε εκκαθάριση), η αναγκαστική διαχείριση ή ο εκούσιος συμβιβασμός.
  • Στα είδη αφερεγγυότητας φυσικών προσώπων περιλαμβάνονται η πτώχευση (κατόπιν αίτησης πιστωτή ή του φυσικού προσώπου), οι διαταγές ελάφρυνσης χρεών ή ο εκούσιος συμβιβασμός.
  • Κάθε ανέγγυος πιστωτής, συμπεριλαμβανομένων των κρατικών πιστωτών, μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να τεθεί μια εταιρεία σε εκκαθάριση (αναγκαστική εκκαθάριση) ή σε ειδική διαχείριση.
  • Η ίδια η οφειλέτρια εταιρεία μπορεί να αποφασίσει τη θέση της σε εκκαθάριση (εκούσια εκκαθάριση). Η οφειλέτρια εταιρεία μπορεί επίσης να υποβάλει στο δικαστήριο αίτηση να τεθεί σε εκκαθάριση.
  • Το δικαστήριο μπορεί να διορίσει προσωρινό εκκαθαριστή ανά πάσα στιγμή μετά την υποβολή αίτησης εκκαθάρισης στο δικαστήριο. Οι διορισμοί αυτοί γίνονται συνήθως για την προστασία των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας πριν από τη συζήτηση της εκκαθάρισης. Οι εξουσίες του προσωρινού εκκαθαριστή προβλέπονται στην απόφαση του δικαστηρίου με την οποία αυτός διορίζεται.
  • Η εταιρεία ή τα διευθυντικά της στελέχη, καθώς και τυχόν δικαιούχος κυμαινόμενου βάρους, μπορούν να διορίσουν διαχειριστή. Οι διορισμοί αυτοί γίνονται εξωδικαστικά.
  • Προκειμένου μια εταιρεία να τεθεί σε ειδική διαχείριση πρέπει να είναι αφερέγγυα ή να είναι πιθανόν να καταστεί αφερέγγυα.
  • Η αναγκαστική εκκαθάριση μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι η εταιρεία δεν είναι σε θέση να εξοφλήσει τα χρέη της, γεγονός που αποδεικνύεται με άκαρπη προβλεπόμενη εκ του νόμου εντολή πληρωμής ή με άκαρπη εκτέλεση απόφασης. Μπορεί επίσης να ζητηθεί από το δικαστήριο να διατάξει την εκκαθάριση εταιρείας με την αιτιολογία ότι αυτό είναι δίκαιο και εύλογο.
  • Οι αναγκαστικοί διαχειριστές μπορούν να διορίζονται από τους δικαιούχους κυμαινόμενων βαρών για την ανάκτηση χρημάτων που οφείλονται στους τελευταίους.
  • Μόλις διοριστεί, ο εντεταλμένος λειτουργός πρέπει να ενημερώσει όλους τους πιστωτές σχετικά με την αφερεγγυότητα. Στην περίπτωση της εταιρικής αφερεγγυότητας, θα πρέπει να ενημερώνεται ο υπεύθυνος του μητρώου εταιρειών, ο οποίος θα επικαιροποιεί το αρχείο της εταιρείας, στο οποίο θα μπορεί να πραγματοποιείται αναζήτηση δωρεάν μέσω διαδικτύου.
  • Η εταιρεία ή ο εντεταλμένος λειτουργός σε διαδικασία εκκαθάρισης ή ειδικής διαχείρισης μπορεί να προτείνει εκούσιο εταιρικό συμβιβασμό, εάν μία από αυτές τις διαδικασίες έχει ήδη αρχίσει. Εκούσιοι ατομικοί συμβιβασμοί μπορούν να προταθούν από φυσικό πρόσωπο και επιτρέπονται τόσο πριν όσο και μετά από την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας.
  • Όλοι οι εκούσιοι συμβιβασμοί συμφωνούνται από τους πιστωτές μέσω ψηφοφορίας στην οποία πρέπει να δώσουν την έγκρισή τους το 75 % των ψηφησάντων. Δεν ισχύει ελάχιστο επίπεδο χρέους και δεν υπάρχει τεστ αφερεγγυότητας. Η πρόταση προς τους πιστωτές πρέπει να υποβληθεί μέσω εντολοδόχου ο οποίος θα αναλάβει τον ρόλο του επόπτη, εάν η πρόταση εγκριθεί. Ο εντολοδόχος μπορεί να ενεργήσει κατόπιν υποβολής σ' αυτόν της πρότασης από τον οφειλέτη.
  • Πτώχευση κηρύσσεται συνήθως κατόπιν αίτησης πιστωτή ή του ίδιου του οφειλέτη. Με την κήρυξη της πτώχευσης διορίζεται σύνδικος και έχει δικαίωμα να προβεί αμέσως σε ενέργειες.
  • Σε περίπτωση αίτησης πιστωτή, η αίτηση υποβάλλεται στο δικαστήριο για ελάχιστο χρέος ύψους 5.000 GBP, μολονότι μπορεί να υποβληθεί κοινή αίτηση από δύο ή περισσότερους πιστωτές, οπότε τα χρέη προς τους πιστωτές αθροίζονται. Το χρέος πρέπει να μην είναι εξασφαλισμένο. Η αίτηση πρέπει να αποδεικνύει ότι ο οφειλέτης δεν είναι σε θέση να εξοφλήσει το χρέος, γεγονός που πρέπει να αποδειχθεί μέσω άκαρπης προβλεπόμενης εκ του νόμου εντολής πληρωμής ή μέσω άκαρπης εκτέλεσης απόφασης.
  • Στην περίπτωση αίτησης του οφειλέτη, η αίτηση υποβάλλεται σε διαιτητή, ο οποίος είναι πρόσωπο που διορίζεται από την κυβέρνηση. Δεν προβλέπεται ελάχιστο ύψος χρέους, αλλά ο οφειλέτης πρέπει να μην είναι σε θέση να εξοφλήσει τα χρέη του. Δεν υπάρχει συμμετοχή του δικαστηρίου στην αίτηση και πρέπει να μην εκκρεμεί άλλη αίτηση πτώχευσης. Ο διαιτητής αποφαίνεται επί της αίτησης και κηρύσσει την πτώχευση εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις. Με την απόφαση κήρυξης πτώχευσης διορίζεται σύνδικος και έχει δικαίωμα να προβεί αμέσως σε ενέργειες.
  • Σε περίπτωση υποβολής αίτησης πτώχευσης από πιστωτή, το δικαστήριο δύναται, πριν από τη συζήτηση της εν λόγω αίτησης, να διορίσει προσωρινό διαχειριστή για την προστασία των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη που έχουν χαρακτηριστεί ως δυνητικά εκτεθειμένα σε κίνδυνο. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το δικαστήριο δίνει συγκεκριμένες οδηγίες σχετικά με τις αρμοδιότητες του προσωρινού διαχειριστή, αλλά δύναται επίσης να παρέχει γενικότερη εξουσία άμεσης ανάληψης της περιουσίας του οφειλέτη.
  • Τα φυσικά πρόσωπα μπορούν να υποβάλουν αίτηση για την έκδοση διαταγής ελάφρυνσης χρεών μέσω εξουσιοδοτημένου ενδιάμεσου φορέα, εάν δεν είναι σε θέση να εξοφλήσουν τα χρέη τους, οφείλουν στους πιστωτές τους κατ’ ανώτατο όριο 20.000 GBP, διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία αξίας κάτω των 1.000 GBP (μη συμπεριλαμβανομένου ενός μέσου αυτοκινήτου) και έχουν πλεόνασμα εσόδων που δεν υπερβαίνει τις 50 GBP τον μήνα. Ο υπηρεσιακός διαχειριστής καθορίζει κατά πόσον πρέπει να εκδοθεί διαταγή ελάφρυνσης χρεών. Σε καταφατική περίπτωση, κηρύσσεται αναστολή πληρωμών (κατά κανόνα 12 μηνών) για τα χρέη του προσώπου, κατά τη διάρκεια της οποίας οι πιστωτές δεν λαμβάνουν διωκτικά μέτρα για την αναγκαστική εκτέλεση ή την είσπραξη των χρεών. Στο τέλος της περιόδου αναστολής πληρωμών, επέρχεται απαλλαγή από τα χρέη, πλην ορισμένων εξαιρέσεων.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

  • Όσον αφορά την εταιρική αφερεγγυότητα, όλα τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην εταιρεία, οπουδήποτε στον κόσμο, υπόκεινται στη διαδικασία αφερεγγυότητας. Η έννοια του «περιουσιακού στοιχείου» ορίζεται πολύ ευρέως από τον νόμο.
  • Στην ειδική διαχείριση, κάθε πόρος που αντλείται για τη χρηματοδότηση της διαδικασίας έχει προνόμιο ως έξοδο.
  • Στο πλαίσιο των εκούσιων συμβιβασμών, η πρόταση καθορίζει τον τρόπο διαχείρισης των περιουσιακών στοιχείων, και οι πιστωτές έχουν την ευκαιρία να τον λάβουν υπόψη πριν από την ψηφοφορία για την αποδοχή της πρότασης.
  • Στην πτώχευση, όλα τα περιουσιακά στοιχεία του πτωχεύσαντος οπουδήποτε στον κόσμο περιέρχονται στον σύνδικο, πλην ορισμένων εξαιρέσεων. Τα περιουσιακά στοιχεία που απαιτούνται για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών του προσώπου ή προκειμένου αυτό να ασκήσει την εργασία του ή την εμπορική του δραστηριότητα, δεν αποτελούν μέρος της πτωχευτικής περιουσίας. Τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία μπορεί να περιλαμβάνουν μηχανοκίνητο όχημα. Εάν ο σύνδικος κρίνει ότι η αξία των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων υπερβαίνει το κόστος εύλογης αντικατάστασης, δύναται να προβεί σε ρευστοποίησή τους και να πραγματοποιήσει την εν λόγω αντικατάσταση. Επίσης, δεν περιλαμβάνεται στην πτωχευτική περιουσία οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο κατέχει ο πτωχεύσας για λογαριασμό άλλου προσώπου στο πλαίσιο καταπίστευσης.
  • Το εισόδημα του πτωχεύσαντος φυσικού προσώπου δεν αποτελεί μέρος της πτωχευτικής περιουσίας, αλλά ο σύνδικος δύναται να καταλήξει σε συμφωνία με τον πτωχεύσαντα ότι μέρος τυχόν πλεονάζοντος εισοδήματος που αυτός διαθέτει, αφού ληφθούν υπόψη οι εύλογες βιοτικές του ανάγκες, θα καταβάλλεται στην πτωχευτική περιουσία προς όφελος των πιστωτών. Ο σύνδικος δύναται να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο ώστε αυτό να διατάξει τα ανωτέρω, σε περίπτωση που δεν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία με τον πτωχεύσαντα.
  • Ο σύνδικος δύναται να διεκδικήσει για την πτωχευτική περιουσία οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία περιέρχονται στην κατοχή του πτωχεύσαντος φυσικού προσώπου και τα οποία δεν έχουν απαλλαγεί από την πτωχευτική διαδικασία.
  • Εάν ο πτωχεύσας δεν ενημερώσει τον σύνδικο σχετικά με περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία ή δανειστεί χρήματα ή, με οποιονδήποτε άλλον τρόπο, λάβει πίστωση άνω των 500 GBP χωρίς να γνωστοποιήσει την πτωχευτική διαδικασία στον δανειστή, διαπράττει ποινικό αδίκημα.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

  • Οι εντεταλμένοι λειτουργοί σε διαδικασίες αφερεγγυότητας πρέπει να διαθέτουν άδεια διαχειριστή αφερεγγυότητας ή υπηρεσιακού διαχειριστή (βλ. κατωτέρω). Οι εν λόγω άδειες μπορούν να εκδίδονται μόνο από επαγγελματικό φορέα εξουσιοδοτημένο προς τούτο από το κράτος. Πρόσωπα που ενεργούν ως διαχειριστές αφερεγγυότητας χωρίς να διαθέτουν σχετική άδεια, διαπράττουν ποινικό αδίκημα που επισύρει πρόστιμο ή ποινή φυλάκισης.
  • Για να αποκτήσει άδεια, ο αιτών πρέπει να περάσει εξετάσεις και να διαθέτει συγκεκριμένο αριθμό ωρών πρακτικής εμπειρίας σε διαδικασίες αφερεγγυότητας.
  • Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας πρέπει να είναι φυσικό πρόσωπο.
  • Η αμοιβή του διαχειριστή αφερεγγυότητας που ενεργεί ως εντεταλμένος λειτουργός ορίζεται κατόπιν συμφωνίας με τους πιστωτές. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας δύναται να προσφύγει στο δικαστήριο, σε περίπτωση που είναι αδύνατον να συμφωνήσει με τους πιστωτές ως προς το τι συνιστά εύλογο ποσό αμοιβής. Οι πιστωτές δύνανται επίσης να υποβάλουν αίτηση στο δικαστήριο εάν θεωρούν ότι η αμοιβή είναι υπερβολική.
  • Σε περίπτωση εκκαθάρισης ή ειδικής διαχείρισης, τα περιουσιακά στοιχεία τελούν υπό τον έλεγχο του εντεταλμένου λειτουργού σε διαδικασία αφερεγγυότητας.
  • Όλες οι υποθέσεις αφερεγγυότητας τελούν υπό τον γενικό έλεγχο του δικαστηρίου, και τα εμπλεκόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένου του εντεταλμένου λειτουργού σε διαδικασία αφερεγγυότητας, μπορούν να υποβάλουν αίτηση στο δικαστήριο, εάν θεωρούν ότι τα συμφέροντά τους επλήγησαν άδικα.
  • Στο πλαίσιο εκούσιου συμβιβασμού, ο οφειλέτης είναι ελεύθερος να διαχειρίζεται τα περιουσιακά του στοιχεία, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν οδηγεί σε παράβαση των όρων της συμφωνίας του με τους πιστωτές.
  • Τα περιουσιακά στοιχεία σε περίπτωση πτώχευσης περιέρχονται στον σύνδικο και δεν μπορούν να τύχουν διαχείρισης από τον πτωχεύσαντα. Αυτό δεν ισχύει για περιουσιακά στοιχεία που εξαιρούνται από την πτωχευτική περιουσία ή για περιουσιακά στοιχεία που περιέρχονται στην κατοχή του προσώπου μετά την έναρξη της διαδικασίας, εκτός εάν τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία περιέλθουν στην κατοχή του φυσικού προσώπου πριν από την απαλλαγή τους από την πτωχευτική διαδικασία και τα διεκδικήσει ο σύνδικος. Πέραν της ικανότητας του συνδίκου να διεκδικήσει αποκτηθέντα περιουσιακά στοιχεία, η διαχείριση της περιουσίας από τον σύνδικο δεν επηρεάζεται από την απαλλαγή του προσώπου από την πτωχευτική διαδικασία.
  • Ο υπηρεσιακός διαχειριστής είναι προβλεπόμενος εκ του νόμου εντεταλμένος λειτουργός που διορίζεται από τον υπουργό. Δύναται να ενεργεί ως εντεταλμένος λειτουργός σε περίπτωση αναγκαστικής εκκαθάρισης ή πτώχευσης. Οι αποδοχές των υπηρεσιακών διαχειριστών δεν καθορίζονται από τους πιστωτές, αλλά από τον νόμο.

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

  • Συμψηφισμός μπορεί να πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο διαδικασίας εκκαθάρισης, ειδικής διαχείρισης και πτώχευσης.
  • Ο λογαριασμός συμψηφισμού περιλαμβάνει αμοιβαίες συναλλαγές κατά την ημερομηνία της αφερεγγυότητας.
  • Το καθαρό ποσό είναι είτε περιουσιακό στοιχείο της αφερεγγυότητας είτε χρέος προς τον πιστωτή, ανάλογα με την περίπτωση.
  • Οι συμβαλλόμενοι δεν μπορούν να αποκλείσουν με σύμβαση την εφαρμογή συμψηφισμού.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

  • Ο εκκαθαριστής ή ο σύνδικος δύναται να καταγγείλει μη κερδοφόρα σύμβαση, θέτοντας τέρμα στα απορρέοντα εξ αυτής δικαιώματα και υποχρεώσεις του αφερέγγυου προσώπου (ο αντισυμβαλλόμενος δύναται να εγείρει αξίωση στο πλαίσιο της αφερεγγυότητας για απώλειες/ζημίες συνεπεία της αφερεγγυότητας). Διαφορετικά, σε περίπτωση που η σύμβαση δεν λύεται λόγω αφερεγγυότητας, το δικαστήριο δύναται να διατάξει απαλλαγή από τις υποχρεώσεις της σύμβασης.
  • Η συνεχιζόμενη παροχή ορισμένων υπηρεσιών, όπως οι υπηρεσίες κοινής ωφελείας και επικοινωνιών, καθώς και οι υπηρεσίες ΤΠ που θεωρούνται «αναγκαίες», μπορεί να συνεχιστεί σε περίπτωση αφερεγγυότητας, χωρίς να είναι αναγκαία η καταβολή τυχόν καθυστερούμενων οφειλών κατά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας.
  • Εκτός απ’ αυτές τις αναγκαίες παροχές, οι προμηθευτές μπορούν να καταγγείλουν τις συμβάσεις τους σε περίπτωση αφερεγγυότητας, εφόσον αυτό προβλέπεται από την ίδια τη σύμβαση. Τυχόν αγαθά ή υπηρεσίες για τα οποία δεν έχει καταβληθεί πληρωμή γεννούν απαιτήσεις κατά τη διαδικασία αφερεγγυότητας.
  • Οι εν ισχύι συμβάσεις δεν επηρεάζονται άμεσα από εκούσιο συμβιβασμό, παρόλο που πρέπει να εξετάζονται ως μέρος της πρότασης.

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

  • Η υπαγωγή σε εκκαθάριση ή σε ειδική διαχείριση συνεπάγονται αναστολή πληρωμών. Μετά την έναρξη της διαδικασίας, δεν μπορεί να ασκηθεί ένδικο βοήθημα κατά της εταιρείας χωρίς τη συγκατάθεση του εντεταλμένου λειτουργού ή την άδεια του δικαστηρίου.
  • Στον εκούσιο συμβιβασμό, κάθε πιστωτής που δεσμεύεται από τη συμφωνία δεν μπορεί να ασκήσει ένδικα βοηθήματα για τη διεκδίκηση του χρέους, καθώς δεσμεύεται από την αποδοχή της συμφωνίας. Πιστωτές που προέκυψαν μετά την έγκριση μπορούν να ασκήσουν ένδικα βοηθήματα σε περίπτωση μη εξόφλησης.
  • Οι ενέγγυοι πιστωτές δεν δεσμεύονται αυτοδικαίως από τους εκούσιους συμβιβασμούς.
  • Εάν έχει υποβληθεί αίτηση πτώχευσης από δανειστή ή από τον ίδιο τον οφειλέτη, το δικαστήριο δύναται να αναστείλει τυχόν νομικές διαδικασίες που εκκρεμούν κατά του προσώπου ή της περιουσίας του οφειλέτη, ή να επιτρέψει να συνεχιστούν με όρους που το δικαστήριο κρίνει κατάλληλους. Κανένας πιστωτής του πτωχεύσαντος δεν δύναται να λάβει οποιαδήποτε καταδιωκτικά μέτρα κατά του προσώπου ή της περιουσίας αυτού χωρίς την άδεια του δικαστηρίου, πριν περατωθεί η πτωχευτική διαδικασία κατά του εν λόγω προσώπου.
  • Όταν ο οφειλέτης προτίθεται να υποβάλει πρόταση στους πιστωτές του για εκούσιο ατομικό συμβιβασμό, ο ίδιος ή, εάν υπόκειται σε πτωχευτική διαδικασία, ο σύνδικος ή ο υπηρεσιακός διαχειριστής δύναται να υποβάλει στο δικαστήριο αίτηση έκδοσης προσωρινής διαταγής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επιτρέπεται στο δικαστήριο να αναστέλλει οποιαδήποτε διαδικασία κατά του προσώπου ή της περιουσίας του οφειλέτη και να εμποδίζει την έναρξη της διαδικασίας αυτής. Επίσης, η προσωρινή διαταγή εμποδίζει την κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση.

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

  • Η υπαγωγή σε εκκαθάριση ή ειδική διαχείριση συνεπάγονται αναστολή πληρωμών. Τα εκκρεμή καταδιωκτικά μέτρα κατά την ημερομηνία της αφερεγγυότητας δεν μπορούν να συνεχιστούν χωρίς τη συναίνεση του εντεταλμένου λειτουργού ή την άδεια του δικαστηρίου.
  • Οι ανέγγυοι πιστωτές σε εκκρεμή διαδικασία καταδιωκτικών μέτρων δεν μπορούν να συνεχίσουν την εν λόγω διαδικασία μετά την έγκριση εκούσιου συμβιβασμού, καθώς δεσμεύονται από τους όρους του εκούσιου συμβιβασμού, ανεξαρτήτως αν οι ίδιοι ψήφισαν να εγκριθεί ή όχι. Οι ενέγγυοι πιστωτές δεν δεσμεύονται από τους όρους του εκούσιου συμβιβασμού, εκτός εάν το επιλέξουν.

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

  • Οι πιστωτές συμμετέχουν σε διαδικασίες αφερεγγυότητας μέσω συνελεύσεων πιστωτών και άλλων διαδικασιών λήψης αποφάσεων. Δύνανται επίσης να συγκροτήσουν επιτροπή και να εκλέξουν τα μέλη αυτής. Εντεταλμένοι λειτουργοί εκτός των υπηρεσιακών διαχειριστών πρέπει να ενημερώνουν τους πιστωτές για την εξέλιξη των υποθέσεων κάθε 6 ή 12 μήνες, ανάλογα με τη διαδικασία.
  • Οι αποφάσεις μπορούν να περιλαμβάνουν τον διορισμό ή την απομάκρυνση του εντεταλμένου λειτουργού, τη συμφωνία περί αμοιβής του εντεταλμένου λειτουργού, τη συγκρότηση επιτροπής, την εξέταση πρότασης εκούσιου συμβιβασμού ή οποιαδήποτε άλλη απόφαση για την οποία ο εντεταλμένος λειτουργός κρίνει ότι απαιτούνται εισηγήσεις εκ μέρους των πιστωτών.

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

  • Η πρόταση εκούσιου συμβιβασμού μπορεί να προβλέπει ότι ο επόπτης θα διαχειρίζεται τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη.
  • Σε περίπτωση πτώχευσης, τα περιουσιακά στοιχεία περιέρχονται στον σύνδικο αμέσως μετά τον διορισμό του, χωρίς να απαιτείται μεταβίβαση, εκχώρηση ή μεταγραφή. Η διαχείριση, η ρευστοποίηση και η διανομή της περιουσίας του πτωχεύσαντος στους πιστωτές αποτελεί καθήκον του συνδίκου.
  • Σε περίπτωση εκκαθάρισης ή ειδικής διαχείρισης, τα περιουσιακά στοιχεία τελούν υπό τον έλεγχο του εντεταλμένου λειτουργού σε διαδικασία αφερεγγυότητας.

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

  • Σε περίπτωση εταιρικής αφερεγγυότητας, όλα τα χρέη, οι υποχρεώσεις ή οι αποζημιώσεις εξ αδικοπραξιών της εταιρείας πριν από την έναρξη της αφερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένων των εικαζόμενων χρεών, μπορούν να απαιτηθούν στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Τα πληρωτέα στο μέλλον χρέη είναι επίσης απαιτητά, αφού πρώτα αναχθούν σε τρέχουσες αξίες.
  • Υποχρεώσεις που απορρέουν από ορισμένες εγκληματικές ενέργειες (όπως η διακίνηση ναρκωτικών) δεν είναι δυνατόν να αποδειχθούν κατά την ειδική διαχείριση ή την εκκαθάριση.
  • Υποχρεώσεις που προκύπτουν μετά την κίνηση της διαδικασίας θεωρούνται «έξοδα». Αυτά υπόκεινται σε δική τους σειρά πληρωμής, αλλά πρέπει να εξοφλούνται στο σύνολό τους πριν από τη διανομή χρημάτων στους πιστωτές.
  • Η πρόταση εκούσιου συμβιβασμού πρέπει να γνωστοποιεί πλήρως τις υποχρεώσεις του οφειλέτη ή της εταιρείας και να καθορίζει τον τρόπο πληρωμής των πιστωτών. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας, δεν μπορούν να προβληθούν απαιτήσεις για χρέη που ανέλαβε ο οφειλέτης ή η εταιρεία κατόπιν συμφωνίας επί της πρότασης, εκτός εάν αυτό προβλέπεται από σχετική ειδική ρήτρα.
  • Χρέη που οφείλονται κατά την ημερομηνία της απόφασης κήρυξης της πτώχευσης ή που καθίστανται ληξιπρόθεσμα στο μέλλον λόγω υποχρέωσης ανειλημμένης πριν από την πτώχευση μπορούν να απαιτηθούν στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας. Στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας, δεν μπορούν να προβάλλονται απαιτήσεις για πρόστιμα, χρέη από φοιτητικά δάνεια, καθυστερούμενες οφειλές από διαδικασίες οικογενειακού δικαίου και χρέη που οφείλονται σε σχέση με αποφάσεις δήμευσης.

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

  • Οι πιστωτές δύνανται να αναγγείλουν απαίτηση (επαλήθευση χρέους) σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Η αναγγελία της απαίτησης αποτελεί προϋπόθεση του δικαιώματος ψήφου σε οποιαδήποτε διαδικασία λήψης απόφασης ή του δικαιώματος στην είσπραξη μερίσματος.
  • Όσον αφορά την ειδική διαχείριση, την εκκαθάριση ή την πτώχευση, όπου προβλέπεται διανομή, ο εντεταλμένος λειτουργός απευθύνει επιστολή σε όλους τους πιστωτές οι οποίοι δεν έχουν ακόμη επαληθεύσει τις απαιτήσεις τους, δηλώνοντάς τους ότι θα γίνει διανομή, καλώντας τους να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους και τάσσοντας σχετική προθεσμία, προκειμένου να συμπεριληφθούν στην εν λόγω διανομή. Ο εντεταλμένος λειτουργός έχει δικαίωμα να διεκπεραιώνει απαιτήσεις που αναγγέλλονται μετά την ημερομηνία αυτή, αλλά δεν υπέχει σχετική υποχρέωση.
  • Η μη εμπρόθεσμη αναγγελία απαίτησης εκ μέρους πιστωτή δεν μπορεί να διαταράξει τη διανομή.
  • Στον εκούσιο συμβιβασμό, η προϋπόθεση της επαλήθευσης στον εντεταλμένο λειτουργό πληρούται με έγγραφη αναγγελία της απαίτησης.

Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροhttps://www.gov.uk/government/publications/proof-of-debt-insolvency-form-425

Ο σύνδεσμος ανοίγει σε νέο παράθυροhttps://www.gov.uk/government/publications/proof-of-debt-insolvency-form-637

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

  • Η σειρά κατάταξης στον πίνακα διανομής έχει ως εξής:
  1. δικαιούχοι πάγιων βαρών (επί παγίων περιουσιακών στοιχείων)
  2. έξοδα της διαδικασίας αφερεγγυότητας
  3. προνομιούχες απαιτήσεις (βλ. παρακάτω)
  4. το προκαθορισμένο τμήμα (μόνο για την εταιρική αφερεγγυότητα)
  5. δικαιούχοι κυμαινόμενων βαρών
  6. ανέγγυοι πιστωτές
  7. μέτοχοι (μόνο για την εταιρική αφερεγγυότητα).
  • Ορισμένες απαιτήσεις που προκύπτουν από την παροχή εξαρτημένης εργασίας αντιμετωπίζονται ως προνομιούχες, συμπεριλαμβανομένων συγκεκριμένων χρεών που σχετίζονται με συνταξιοδοτικά προγράμματα.
  • Το προκαθορισμένο τμήμα αποτελεί κεφάλαιο κλειστής διάρθρωσης που αντλείται από περιουσιακά στοιχεία κυμαινόμενης επιβάρυνσης και διατίθεται στους ανέγγυους πιστωτές (έως 600.000 GBP).
  • Καμία οφειλή δεν είναι δευτερεύουσα εκ του νόμου, πλην των οφειλών, στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας, προς πρόσωπο το οποίο ήταν ο/η σύζυγος ή καταχωρισμένος/-η σύντροφος του/της πτωχεύσαντος/πτωχευσάσης, κατά την ημερομηνία της πτώχευσης, οι οποίες έπονται στην κατάταξη των οφειλών προς άλλους πιστωτές, καθώς και οι τόκοι επί των εν λόγω οφειλών.
  • Εάν τρίτος εκπληρώσει υποχρέωση του οφειλέτη, ο εν λόγω τρίτος έχει δικαίωμα υποκατάστασης στη διαδικασία αφερεγγυότητας.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

  • Στον εκούσιο συμβιβασμό, οι προτάσεις του οφειλέτη ή της εταιρείας εγκρίνονται από τους πιστωτές, εφόσον υπερψηφιστούν από το 75 % (βάσει αξίας). Μόλις η πρόταση εγκριθεί από τους πιστωτές, εφαρμόζεται υπό την εποπτεία διαχειριστή αφερεγγυότητας. Προς τούτο δεν απαιτείται δικαστική έγκριση, αν και ο επόπτης πρέπει να υποβάλει έκθεση στο δικαστήριο εάν έχει εκδοθεί προσωρινή διαταγή. Οποιοδήποτε από τα μέρη έχει δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την επανεξέταση της απόφασης των πιστωτών επί της αποδοχής της πρότασης, λόγω ουσιώδους παρατυπίας. Όλοι οι ανέγγυοι πιστωτές δεσμεύονται από τον συμβιβασμό.
  • Εάν, μετά την έγκριση, ο οφειλέτης ή η εταιρεία δεν συμμορφώνονται με τους όρους του εκούσιου συμβιβασμού, ο επόπτης δύναται να υποβάλει στο δικαστήριο αίτηση πτώχευσης ή εκκαθάρισης.
  • Δεν απαιτείται δικαστική έγκριση για τα σχέδια αναδιοργάνωσης, αλλά τυχόν ζημιωθείς δύναται να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο, εάν πιστεύει ότι τα συμφέροντά του επλήγησαν αναίτια.
  • Υπάρχουν λεπτομερείς διαδικαστικοί κανόνες σχετικά με την έξοδο από διαδικασίες αφερεγγυότητας και την περάτωση αυτών.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

  • Λεπτομερείς κανόνες για την περάτωση της υπόθεσης ισχύουν σε όλες τις διαδικασίες.
  • Οι πιστωτές δύνανται να διεκδικήσουν κεφάλαια που τους διανεμήθηκαν μεν αλλά δεν τους καταβλήθηκαν μετά την περάτωση της διαδικασίας (τα οποία παρακρατούνται από το κράτος).
  • Στο πλαίσιο εκούσιων συμβιβασμών, η πρόταση προσφέρει στους πιστωτές συγκεκριμένο ποσό αποπληρωμής ανά £ χρέους. Οι πιστωτές υποχρεούνται να το αποδεχθούν ως ολοσχερή εξόφληση σε περίπτωση που η πρόταση γίνει δεκτή, και άρα δεν έχουν δικαίωμα προσφυγής για κανένα τμήμα του εν λόγω χρέους μετά το πέρας αυτής της διαδικασίας.
  • Σε περίπτωση πτωχευτικής διαδικασίας, τα χρέη αποσβέννυνται με την περάτωση της διαδικασίας, εκτός από τα χρέη που δεν αποτελούν μέρος της διαδικασίας.

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Υπάρχει σαφής σειρά κατάταξης των πιστωτών στο προϊόν της ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων. Οι δαπάνες και τα έξοδα πρέπει να καταβάλλονται από το προϊόν της ρευστοποίησης πριν από την απόδοση των κεφαλαίων στους πιστωτές.

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

  • Σε περίπτωση που αφερέγγυο πρόσωπο ικανοποίησε κατά προτίμηση ορισμένο πιστωτή κατά την ύποπτη περίοδο (δηλαδή τον εξόφλησε προτάσσοντάς τον έναντι άλλων πιστωτών), ή συνήψε υποτιμολογημένη σύμβαση (δηλαδή πώλησε κάτι σε τιμή χαμηλότερη από την πραγματική ή την αγοραία αξία του), ο εντεταλμένος λειτουργός έχει δικαίωμα να κινηθεί κατά του αντισυμβαλλομένου με σκοπό την ανάκτηση των κεφαλαίων κατά τα οποία ζημιώθηκε η πτωχευτική περιουσία.
  • Κατόπιν αίτησης του εντεταλμένου λειτουργού σε περίπτωση πτώχευσης, εκκαθάρισης ή ειδικής διαχείρισης, το δικαστήριο δύναται να ανακαλέσει οποιαδήποτε από τις παραπάνω συναλλαγές και να διατάξει τον αντισυμβαλλόμενο να επαναφέρει τα πράγματα στην κατάσταση που θα υπήρχε, εάν δεν είχε λάβει χώρα η εν λόγω συναλλαγή.
  • Οι απαιτήσεις για ανάκληση προτιμησιακών πληρωμών πρέπει να αφορούν συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν κατά το εξάμηνο που προηγήθηκε του διορισμού του διαχειριστή, της έναρξης της εκκαθάρισης ή της υποβολής της αίτησης πτώχευσης (από δανειστή ή τον οφειλέτη), ή κατά τα δύο έτη που προηγήθηκαν στην περίπτωση προτιμησιακής πληρωμής σε συνεργάτη.
  • Οι απαιτήσεις για ανάκληση υποτιμολογημένων συμβάσεων πρέπει να αφορούν συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν κατά τα δύο έτη που προηγήθηκαν των γεγονότων αυτών ή, στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας, κατά τα πέντε έτη που προηγήθηκαν, υπό την προϋπόθεση ότι, κατά το διάστημα εκείνο, το φυσικό πρόσωπο ήταν αφερέγγυο ή κατέστη αφερέγγυο ως αποτέλεσμα της συναλλαγής.
  • Κάθε εντεταλμένος λειτουργός σε διαδικασία ειδικής διαχείρισης, εκκαθάρισης, πτώχευσης ή εκούσιου συμβιβασμού δύναται να υποβάλει στο δικαστήριο αίτηση ανάκλησης συναλλαγής με την οποία επήλθε καταδολίευση δανειστών. Η αίτηση αυτή μπορεί επίσης να υποβληθεί από ζημιωθέντα εκ της συναλλαγής, με την άδεια του δικαστηρίου.
  • Στο πλαίσιο διαδικασιών ειδικής διαχείρισης και εκκαθάρισης, ο εντεταλμένος λειτουργός δύναται επίσης να προβεί σε ενέργειες με σκοπό την αποζημίωση κατά οποιουδήποτε διευθυντικού στελέχους της εταιρείας συμμετείχε, τελώντας εν γνώσει της αφερεγγυότητας, σε συναλλαγή που προκάλεσε περαιτέρω ζημίες στους πιστωτές, σε δόλιες εμπορικές πρακτικές ή σε πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του (αγωγή για πλημμελή εκτέλεση καθηκόντων μπορεί να ασκήσει επίσης ο υπηρεσιακός διαχειριστής ή πιστωτής ή συνεισφορέας).
  • Σε περίπτωση υποβολής στο δικαστήριο αίτησης εκκαθάρισης ή πτώχευσης, κάθε περιουσιακή διάθεση που λαμβάνει χώρα μετά την υποβολή της αίτησης είναι άκυρη, εκτός εάν το δικαστήριο αποφανθεί διαφορετικά.
Τελευταία επικαιροποίηση: 22/06/2021

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Αφερεγγυότητα/πτώχευση - Βόρεια Ιρλανδία

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

  • Διαδικασία αφερεγγυότητας μπορεί να κινηθεί κατά φυσικών προσώπων, συμπράξεων και εταιρειών (με ή χωρίς νομική προσωπικότητα).
  • Διαδικασία αφερεγγυότητας μπορεί να κινηθεί κατά οποιουδήποτε φυσικού προσώπου έχει χρέος τουλάχιστον 5.000 GBP και ζει στη Βόρεια Ιρλανδία, ζούσε ή δραστηριοποιούνταν στη Βόρεια Ιρλανδία κατά τα τελευταία τρία έτη ή βρίσκεται στη Βόρεια Ιρλανδία κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης πτώχευσης. Δεν υπάρχει ελάχιστη ηλικία.

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

  • Οι διαδικασίες εταιρικής αφερεγγυότητας στη Βόρεια Ιρλανδία είναι η εκκαθάριση (εκούσια ή με εντολή του Ανώτερου Δικαστηρίου) και η αναδιοργάνωση (εκούσιος εταιρικός συμβιβασμός ή ειδική διαχείριση). Η ειδική διαχείριση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πρόδρομος της διαδικασίας εκκαθάρισης.
  • Κάθε πιστωτής (ιδιωτικός ή κρατικός) μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο αίτηση για τη θέση εταιρείας σε εκκαθάριση (αναγκαστική εκκαθάριση) ή σε ειδική διαχείριση.
  • Η ίδια η οφειλέτρια εταιρεία μπορεί να αποφασίσει να τεθεί σε εκκαθάριση (εκούσια εκκαθάριση, είτε η εταιρεία είναι φερέγγυα είτε αφερέγγυα, με τη φερεγγυότητα να προσδιορίζεται με κριτήριο την ικανότητά της να εξοφλήσει όλα τα χρέη της εντός 12 μηνών). Η οφειλέτρια εταιρεία μπορεί επίσης να υποβάλει στο δικαστήριο αίτηση να τεθεί σε εκκαθάριση.
  • Το Υπουργείο Οικονομίας μπορεί να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο για τη θέση εταιρείας σε εκκαθάριση, εάν αυτό εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Η εν λόγω εταιρεία δεν απαιτείται να είναι αφερέγγυα.
  • Το δικαστήριο μπορεί να διορίσει προσωρινό εκκαθαριστή ανά πάσα στιγμή μετά την υποβολή (από οποιοδήποτε μέρος) αίτησης αναγκαστικής εκκαθάρισης προς το Δικαστήριο. Οι διορισμοί αυτοί γίνονται συνήθως για την προστασία των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας πριν από την ακροαματική διαδικασία για εκκαθάριση. Οι εξουσίες του προσωρινού εκκαθαριστή είναι αυτές που προβλέπονται στην απόφαση του δικαστηρίου με την οποία αυτός διορίζεται.
  • Η εταιρεία ή τα διευθυντικά της στελέχη, καθώς και τυχόν δικαιούχος κυμαινόμενου βάρους, μπορούν να διορίσουν διαχειριστή (τέτοιοι διορισμοί γίνονται εξωδικαστικά).
  • Προκειμένου μια εταιρεία να τεθεί σε ειδική διαχείριση, πρέπει να είναι αφερέγγυα ή να είναι πιθανόν να καταστεί αφερέγγυα. Σύμφωνα με τη νομολογία, το «πιθανόν» σε αυτήν την περίπτωση σημαίνει ότι είναι πιο πιθανό να καταστεί αφερέγγυα παρά να μην καταστεί.
  • Στον εκούσιο εταιρικό συμβιβασμό δεν απαιτείται η εταιρεία να είναι αφερέγγυα.
  • Η αναγκαστική εκκαθάριση μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι δεν είναι σε θέση να εξοφλήσει τα χρέη της (αφερεγγυότητα), αδυναμία που αποδεικνύεται με άκαρπη προβλεπόμενη εκ του νόμου απαίτηση πληρωμής ή με μη εκτέλεση απόφασης. Το δικαστήριο μπορεί να θέσει εταιρεία σε εκκαθάριση με την αιτιολογία ότι αυτό είναι δίκαιο και εύλογο.
  • Αμέσως μετά την έναρξη της διαδικασίας [με απόφαση της εταιρείας για εκκαθάριση, με δικαστική απόφαση για ειδική διαχείριση ή εκκαθάριση, ή με κατάθεση στο δικαστήριο γνωστοποίησης διορισμού διαχειριστή (για διορισμούς που δεν γίνονται με δικαστική απόφαση)], ο εντεταλμένος λειτουργός δύναται να προβεί σε ενέργειες.
  • Μπορεί να προταθεί από την εταιρεία εκούσιος εταιρικός συμβιβασμός. Δεν χρειάζεται η εταιρεία να είναι αφερέγγυα για να το πράξει. Εκούσιος εταιρικός συμβιβασμός μπορεί επίσης να προταθεί από τον εντεταλμένο λειτουργό σε διαδικασία εκκαθάρισης ή ειδικής διαχείρισης (εάν μία απ' αυτές τις διαδικασίες έχει ήδη ξεκινήσει).
  • Οι διαθέσιμες διαδικασίες ατομικής αφερεγγυότητας είναι οι εκούσιοι ατομικοί συμβιβασμοί (IVA), οι διαταγές ελάφρυνσης χρεών (DRO) και η κήρυξη πτώχευσης (κατόπιν αίτησης πιστωτή είτε του φυσικού προσώπου).
  • Οι εκούσιοι ατομικοί συμβιβασμοί προτείνονται από τον οφειλέτη και συμφωνούνται από τους πιστωτές με ψηφοφορία κατά την οποία πρέπει να εγκριθούν από το 75 % (υπολογιζόμενο βάσει αξίας του χρέους) των ψηφισάντων. Δεν ισχύει ελάχιστο επίπεδο χρέους, και δεν υπάρχει δοκιμή αφερεγγυότητας. Η πρόταση πρέπει να υποβληθεί μέσω αντιπροσώπου ο οποίος θα αναλάβει τον ρόλο του επόπτη, εάν η πρόταση εγκριθεί από τους πιστωτές. Ο αντιπρόσωπος μπορεί να ενεργήσει κατόπιν υποβολής σ' αυτόν της πρότασης από τον οφειλέτη. Εκούσιος ατομικός συμβιβασμός μπορεί να προταθεί σε χρόνο κατά τον οποίο ο οφειλέτης τελεί υπό διαδικασία πτώχευσης, και η πτώχευση είναι δυνατόν να ακυρωθεί εάν η πρόταση γίνει δεκτή από τους πιστωτές. Εκούσιοι ατομικοί συμβιβασμοί που γίνονται αποδεκτοί από τους πιστωτές με ψηφοφορία είναι δεσμευτικοί για όλους τους πιστωτές.
  • Οι αιτήσεις για διαταγές ελάφρυνσης χρεών υποβάλλονται ηλεκτρονικά στον σύνδικο από τον οφειλέτη μέσω εξουσιοδοτημένου ενδιάμεσου φορέα. Δεν υπάρχει συμμετοχή δικαστηρίου κατά την έναρξη της διαδικασίας. Ο οφειλέτης πρέπει να έχει χρέη που δεν υπερβαίνουν τις 20.000 GBP, περιουσιακά στοιχεία αξίας κάτω των 1.000 GBP (με εξαίρεση ένα μέσο μηχανοκίνητο όχημα) και μηνιαίο πλεόνασμα εισοδήματος έως και 50 GBP. Ο οφειλέτης δεν πρέπει να υπόκειται σε οποιαδήποτε άλλη διαδικασία αφερεγγυότητας και δεν πρέπει να έχει προβεί σε οποιαδήποτε συναλλαγή η οποία ζημίωσε πιστωτές κατά τα προηγούμενα δύο έτη. Ο σύνδικος έχει καθήκον να αποφανθεί επί της αίτησης μόλις την παραλάβει. Συνεπώς, μπορεί να προβαίνει σε σχετικές ενέργειες από εκείνη τη στιγμή.
  • Πτώχευση μπορεί να κηρυχθεί κατόπιν αίτησης πιστωτή ή του ίδιου του οφειλέτη. Ο σύνδικος πτώχευσης καθίσταται σύνδικος και διαχειριστής της πτώχευσης. Στη συνέχεια, μπορεί να διορισθεί εντολοδόχος, ο οποίος δύναται να προβεί σε ενέργειες αμέσως μετά τον διορισμό του.
  • Σε περίπτωση αίτησης πιστωτή, η αίτηση υποβάλλεται στο δικαστήριο και πρέπει να αφορά ελάχιστο χρέος ύψους 5.000 GBP, μολονότι μπορεί να υποβληθεί κοινή αίτηση από δύο ή περισσότερους πιστωτές, οπότε τα χρέη προς τους δύο πιστωτές αθροίζονται. Το χρέος πρέπει να είναι ανέγγυο. Η αίτηση πρέπει να καταδεικνύει ότι ο οφειλέτης δεν είναι σε θέση να εξοφλήσει το χρέος, γεγονός που πρέπει να αποδεικνύεται με άκαρπη προβλεπόμενη εκ του νόμου εντολή πληρωμής ή με άκαρπη εκτέλεση απόφασης.
  • Οι αιτήσεις οφειλετών υποβάλλονται επίσης στο δικαστήριο. Δεν ισχύει ελάχιστο επίπεδο χρέους, αλλά ο οφειλέτης πρέπει να μην είναι σε θέση να εξοφλήσει τα χρέη του.
  • Σε περίπτωση που έχει υποβληθεί αίτηση πτώχευσης, το δικαστήριο δύναται, πριν από την εξέταση της εν λόγω αίτησης, να διορίσει προσωρινό σύνδικο για την προστασία των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη που έχουν χαρακτηριστεί ως δυνητικά εκτεθειμένα σε κίνδυνο. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το δικαστήριο δίνει συγκεκριμένες οδηγίες σχετικά με τις αρμοδιότητες προσωρινού συνδίκου, αλλά δύναται επίσης να παρέχει γενικότερη εξουσία άμεσης ανάληψης της περιουσίας του οφειλέτη. Μόνον ο σύνδικος πτώχευσης έχει δικαίωμα να διορίζεται προσωρινός σύνδικος.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

  • Όσον αφορά την εταιρική αφερεγγυότητα, όλα τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην εταιρεία, οπουδήποτε στον κόσμο, υπόκεινται στη διαδικασία αφερεγγυότητας. Η έννοια του «περιουσιακού στοιχείου» ορίζεται πολύ ευρέως από τον νόμο.
  • Στο πλαίσιο των εκούσιων ατομικών συμβιβασμών, η πρόταση του οφειλέτη θα καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία, ενώ οι πιστωτές θα έχουν την ευκαιρία να το λάβουν υπόψη πριν από την ψηφοφορία για την αποδοχή της πρότασης.
  • Στο πλαίσιο των διαταγών ελάφρυνσης χρεών, η αξία των περιουσιακών στοιχείων ανέρχεται το πολύ σε 1.000 GBP (μη συμπεριλαμβανομένου ενός μέσου οχήματος), και αυτά παραμένουν στην κατοχή του οφειλέτη.
  • Στην πτώχευση, όλα τα περιουσιακά στοιχεία του πτωχεύσαντος οπουδήποτε στον κόσμο περιέρχονται στον εντολοδόχο, πλην ορισμένων εξαιρέσεων. Τα περιουσιακά στοιχεία που απαιτούνται για την κάλυψη των οικιακών αναγκών του οφειλέτη ή προκειμένου αυτό να ασκήσει την εργασία του ή την εμπορική του δραστηριότητα, δεν αποτελούν μέρος της πτωχευτικής περιουσίας. Τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία μπορεί να περιλαμβάνουν ένα μηχανοκίνητο όχημα. Εάν ο εντολοδόχος θεωρεί ότι η αξία των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων υπερβαίνει το κόστος εύλογης αντικατάστασης, ο εντολοδόχος δύναται να προβεί σε ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων και να πραγματοποιήσει την εν λόγω αντικατάσταση. Επίσης, δεν περιλαμβάνεται στην πτωχευτική περιουσία οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο το οποίο ο πτωχεύσας τηρεί για λογαριασμό άλλου προσώπου στο πλαίσιο καταπίστευσης.
  • Το εισόδημα του πτωχεύσαντος δεν αποτελεί μέρος της περιουσίας, αλλά ο εντολοδόχος δύναται να καταλήξει σε συμφωνία με τον πτωχεύσαντα ότι μέρος τυχόν πλεονάσματος εισοδήματος που αυτός διαθέτει, αφού ληφθούν υπόψη οι εύλογες οικιακές του απαιτήσεις, θα καταβληθεί στην πτωχευτική περιουσία προς όφελος των πιστωτών. Ο εντολοδόχος έχει δικαίωμα να υποβάλει αίτηση προς τούτο στο δικαστήριο, σε περίπτωση που δεν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία με τον πτωχεύσαντα.
  • Ο εντολοδόχος δύναται να διεκδικήσει για την πτωχευτική περιουσία οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία περιέρχονται στην κατοχή του οφειλέτη ενόσω δεν έχει απαλλαγεί κατά την πτωχευτική διαδικασία.
  • Εάν πτωχεύσας δανειστεί χρήματα ή, με οποιονδήποτε άλλον τρόπο, λάβει πίστωση άνω των 500 GBP χωρίς να γνωστοποιήσει την πτωχευτική διαδικασία στον δανειστή, διαπράττει ποινικό αδίκημα.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

  • Εκτός από την περίπτωση του συνδίκου, οι εντεταλμένοι λειτουργοί πρέπει να διαθέτουν άδεια διαχειριστή αφερεγγυότητας. Οι εν λόγω άδειες μπορούν να εκδίδονται μόνον από επαγγελματικό φορέα εξουσιοδοτημένο προς τούτο από το Υπουργείο. Πρόσωπα που ενεργούν ως διαχειριστές αφερεγγυότητας χωρίς να διαθέτουν σχετική άδεια, διαπράττουν ποινικό αδίκημα που επισύρει πρόστιμο ή ποινή φυλάκισης.
  • Για να αποκτήσει άδεια, ο αιτών πρέπει να περάσει εξετάσεις και να διαθέτει συγκεκριμένο αριθμό ωρών πρακτικής εμπειρίας σε διαδικασίες αφερεγγυότητας
  • Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας πρέπει να είναι φυσικό πρόσωπο.
  • Η αμοιβή του διαχειριστή αφερεγγυότητας που ενεργεί ως εντεταλμένος λειτουργός καθορίζεται από τους πιστωτές. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί να προσφύγει στο δικαστήριο εάν θεωρεί ότι η βάση αμοιβής που καθορίζεται από τους πιστωτές είναι ανεπαρκής. Οι πιστωτές δύνανται επίσης να προσφύγουν στο δικαστήριο εάν θεωρούν ότι η αμοιβή είναι υπερβολική.
  • Όλες οι υποθέσεις αφερεγγυότητας τελούν υπό τον γενικό έλεγχο του δικαστηρίου, και τα εμπλεκόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένου του εντεταλμένου λειτουργού σε διαδικασία αφερεγγυότητας, μπορούν να υποβάλουν αίτηση στο Δικαστήριο ζητώντας κατευθύνσεις.
  • Στο πλαίσιο εκούσιου ατομικού συμβιβασμού, ο οφειλέτης είναι ελεύθερος να διαχειρίζεται τα περιουσιακά του στοιχεία, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν οδηγεί σε παράβαση των όρων της συμφωνίας του με τους πιστωτές.
  • Στο πλαίσιο των διαταγών ελάφρυνσης χρεών, τα περιουσιακά στοιχεία δεν περιέρχονται σε εντεταλμένο λειτουργό.
  • Τα περιουσιακά στοιχεία στην πτώχευση περιέρχονται στον εντολοδόχο και δεν μπορούν να τύχουν διαχείρισης από τον πτωχεύσαντα. Αυτό δεν ισχύει για περιουσιακά στοιχεία που εξαιρούνται από την πτωχευτική περιουσία ή για περιουσιακά στοιχεία που περιέρχονται στην κατοχή του οφειλέτη μετά την έναρξη της διαδικασίας, εκτός εάν τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία περιέλθουν στην κατοχή του οφειλέτη πριν από την απαλλαγή του από την πτωχευτική διαδικασία και τα διεκδικήσει ο εντολοδόχος. Πέραν της ικανότητας του εντολοδόχου να διεκδικήσει αποκτηθέντα περιουσιακά στοιχεία, η κατάσταση δεν επηρεάζεται από την απαλλαγή του οφειλέτη από τη διαδικασία πτώχευσης.
  • Ο σύνδικος είναι προβλεπόμενος από τη νομοθεσία εντεταλμένος λειτουργός που διορίζεται από το Υπουργείο. Δύναται να ενεργεί ως εντεταλμένος λειτουργός σε περίπτωση αναγκαστικής εκκαθάρισης ή πτώχευσης. Η αμοιβή του συνδίκου δεν καθορίζεται από τους πιστωτές, αλλά χρηματοδοτείται βάσει προβλεπόμενου από τη νομοθεσία τύπου, ήτοι ως ποσοστό επί των περιουσιακών στοιχείων που ρευστοποιήθηκαν/διανεμήθηκαν.

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

  • Το δίκαιο της Βόρειας Ιρλανδίας προβλέπει ότι συμψηφισμός πραγματοποιείται σε διαδικασίες εκκαθάρισης, ειδικής διαχείρισης και πτώχευσης.
  • Ο λογαριασμός συμψηφισμού περιλαμβάνει αμοιβαίες συναλλαγές κατά την ημερομηνία της αφερεγγυότητας.
  • Το καθαρό ποσό είναι είτε περιουσιακό στοιχείο (λογιστική απαίτηση) της αφερεγγυότητας, είτε υποχρέωση.
  • Οι συμβαλλόμενοι δεν μπορούν να αποκλείσουν συμβατικά την εφαρμογή συμψηφισμού.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

  • Ο εκκαθαριστής ή ο εντολοδόχος δύναται να καταγγείλει μη αποδοτική σύμβαση, θέτοντας τέρμα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αφερέγγυου εξ αυτής (ο αντισυμβαλλόμενος δύναται να εγείρει αξιώσεις στο πλαίσιο της αφερεγγυότητας για απώλειες/ζημίες συνεπεία της αφερεγγυότητας).
  • Όσον αφορά την εταιρική αφερεγγυότητα, ο εντεταλμένος λειτουργός στη διαδικασία αφερεγγυότητας δεν υποχρεούται να εκτελέσει συμβάσεις που έχει συνάψει η αφερέγγυα εταιρεία.
  • Σε διαδικασίες εταιρικής αφερεγγυότητας και πτώχευσης, η συνεχιζόμενη παροχή ορισμένων υπηρεσιών (υπηρεσίες κοινής ωφελείας και επικοινωνιών που θεωρούνται «αναγκαίες») μπορεί να συνεχιστεί σε περίπτωση αφερεγγυότητας, χωρίς να είναι αναγκαία η καταβολή τυχόν καθυστερούμενων οφειλών κατά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας.
  • Εκτός από τις αναγκαίες υπηρεσίες (βλ. ανωτέρω), οι προμηθευτές μπορούν να καταγγείλουν τις συμβάσεις τους σε περίπτωση αφερεγγυότητας (εφόσον το προβλέπει η σύμβασή τους). Τυχόν μη εξοφληθέντα αγαθά / μη εξοφληθείσες υπηρεσίες θα αποτελέσουν απαίτηση στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας.
  • Οι εν ισχύι συμβάσεις δεν επηρεάζονται άμεσα από τις διαδικασίες εκούσιου ατομικού συμβιβασμού ή διαταγής ελάφρυνσης χρεών, αν και χρειάζεται να εξεταστούν στο πλαίσιο πρότασης εκούσιου ατομικού συμβιβασμού και ενδέχεται να σημαίνουν ότι ένα πρόσωπο δεν πληροί τα κριτήρια διαταγής ελάφρυνσης χρεών.
  • Στην πτώχευση, ο εντολοδόχος έχει δικαίωμα να καταγγείλει τις μη αποδοτικές συμβάσεις. Διαφορετικά, σε περίπτωση που η σύμβαση δεν καταγγέλλεται λόγω αφερεγγυότητας, το δικαστήριο δύναται να εκδώσει διαταγή απαλλαγής από τις υποχρεώσεις της σύμβασης.

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

  • Η εκκαθάριση και η ειδική διαχείριση συνεπάγονται αναστολή πληρωμών. Μετά την έναρξη της διαδικασίας, δεν μπορεί να ασκηθεί ένδικο βοήθημα κατά της εταιρείας χωρίς τη συγκατάθεση του εντεταλμένου λειτουργού ή την άδεια του δικαστηρίου.
  • Στον εκούσιο εταιρικό συμβιβασμό, κάθε πιστωτής που δεσμεύεται από τον συμβιβασμό δεν μπορεί να ασκήσει ένδικα βοηθήματα για τη διεκδίκηση του χρέους, καθώς δεσμεύεται από την αποδοχή του συμβιβασμού. Πιστωτές που προέκυψαν μετά την έγκριση του συμβιβασμού θα μπορούσαν να ασκήσουν τέτοια ένδικα βοηθήματα σε περίπτωση μη εξόφλησής τους.
  • Εάν έχει υποβληθεί αίτηση πτώχευσης, το δικαστήριο δύναται να αναστείλει κάθε εκκρεμή νομική διαδικασία κατά του προσώπου ή της περιουσίας του οφειλέτη ή να επιτρέψει τη συνέχισή της με τους όρους που το Δικαστήριο κρίνει κατάλληλους. Κανένας πιστωτής του πτωχεύσαντος δεν δύναται να ασκήσει καταδιωκτικά μέτρα κατά του προσώπου ή της περιουσίας αυτού χωρίς την άδεια του δικαστηρίου, ενόσω ο οφειλέτης δεν έχει απαλλαγεί από την πτωχευτική διαδικασία.
  • Όταν ο οφειλέτης προτίθεται να υποβάλει πρόταση στους πιστωτές του για εκούσιο ατομικό συμβιβασμό, ο ίδιος (ή, εάν υπόκειται σε πτωχευτική διαδικασία, ο εντολοδόχος ή ο σύνδικος πτώχευσης) δύναται να υποβάλει στο δικαστήριο αίτηση για έκδοση προσωρινής διαταγής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επιτρέπεται στο δικαστήριο να αναστείλει κάθε διαδικασία κατά του προσώπου ή της περιουσίας του οφειλέτη και να εμποδίζει την έναρξη τέτοιας διαδικασίας. Επίσης, η προσωρινή διαταγή εμποδίζει την κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση. Η πρόταση για εκούσιο ατομικό συμβιβασμό διαλαμβάνει τον τρόπο περάτωσης των εκκρεμών διαδικασιών και, εάν γίνει αποδεκτή, δεσμεύει όλους τους πιστωτές.
  • Η έκδοση διαταγής ελάφρυνσης χρέους εμποδίζει τους πιστωτές να ασκήσουν καταδιωκτικά μέτρα κατά του οφειλέτη σε σχέση με το χρέος αυτού.

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

  • Η εκκαθάριση και η ειδική διαχείριση συνεπάγονται αναστολή πληρωμών. Τα εκκρεμή καταδιωκτικά μέτρα κατά την ημερομηνία της αφερεγγυότητας δεν μπορούν να συνεχιστούν χωρίς τη συναίνεση του εντεταλμένου λειτουργού ή την άδεια του δικαστηρίου.
  • Πιστωτές σε διαδικασία καταδιωκτικών μέτρων που εκκρεμεί κατά την έγκριση εκούσιου εταιρικού συμβιβασμού ή εκούσιου ατομικού συμβιβασμού δεν μπορούν να συνεχίσουν τέτοιες διαδικασίες, καθώς δεσμεύονταν από τους όρους του εκούσιου εταιρικού συμβιβασμού ή του εκούσιου ατομικού συμβιβασμού (ανεξαρτήτως αν οι ίδιοι ψήφισαν υπέρ της έγκρισής του ή όχι).
  • Οι πιστωτές συμμετέχουν σε διαδικασίες αφερεγγυότητας μέσω συνελεύσεων πιστωτών και άλλων διαδικασιών λήψης αποφάσεων. Δύνανται επίσης να συγκροτούν επιτροπή και να εκλέγουν τα μέλη της. Οι εντεταλμένοι λειτουργοί εκτός του συνδίκου πρέπει να ενημερώνουν τους πιστωτές τακτικά (κάθε 6 ή 12 μήνες, ανάλογα με τη διαδικασία) για την εξέλιξη μιας υπόθεσης.

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

  • Οι πιστωτές συμμετέχουν σε διαδικασίες αφερεγγυότητας μέσω συνελεύσεων πιστωτών και άλλων διαδικασιών λήψης αποφάσεων. Δύνανται επίσης να συγκροτούν επιτροπή και να εκλέγουν τα μέλη της. Οι εντεταλμένοι λειτουργοί εκτός του συνδίκου πρέπει να ενημερώνουν τακτικά τους πιστωτές (κάθε 6 ή 12 μήνες, ανάλογα με τη διαδικασία) για την εξέλιξη της υπόθεσης, και σε περίπτωση πτώχευσης και εκκαθάρισης πρέπει να συγκαλούν τελική συνέλευση πιστωτών για να αναφέρουν σχετικά με τη διαχείριση της διαδικασίας αφερεγγυότητας.
  • Οι αποφάσεις μπορούν να περιλαμβάνουν τον διορισμό ή την απομάκρυνση του εντεταλμένου λειτουργού, τη συμφωνία περί αμοιβής του εντεταλμένου λειτουργού, τη συγκρότηση επιτροπής, την εξέταση πρότασης εκούσιου συμβιβασμού, ή οποιαδήποτε άλλη απόφαση για την οποία ο εντεταλμένος λειτουργός κρίνει ότι απαιτείται να ακουστεί η γνώμη των πιστωτών.

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

  • Η πρόταση εκούσιου ατομικού συμβιβασμού μπορεί να προβλέπει ότι η εποπτική αρχή θα διαχειρίζεται τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη.
  • Στις διαταγές ελάφρυνσης χρεών, τα περιουσιακά στοιχεία εξαιρούνται από τη διαδικασία, αλλά ο σύνδικος έχει την εξουσία να διενεργεί έρευνες σχετικά με τη συμπεριφορά και την περιουσία του οφειλέτη.
  • Σε περίπτωση πτώχευσης, τα περιουσιακά στοιχεία περιέρχονται στον εντολοδόχο αμέσως μετά τον διορισμό του, χωρίς να απαιτείται μεταβίβαση, εκχώρηση ή παράδοση. Αποτελεί καθήκον του εντολοδόχου να διαχειρίζεται, να ρευστοποιεί και να διανέμει την περιουσία του πτωχεύσαντος στους πιστωτές.

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

  • Στην εταιρική αφερεγγυότητα, όλα τα χρέη και οι υποχρεώσεις από σύμβαση ή αδικοπραξία της εταιρείας πριν από την έναρξη της αφερεγγυότητας μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διεκδίκησης στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Τα πληρωτέα στο μέλλον χρέη είναι επίσης απαιτητά, αφού πρώτα αναχθούν σε τρέχουσες αξίες.
  • Υποχρεώσεις που απορρέουν από ορισμένες εγκληματικές ενέργειες (όπως η διακίνηση ναρκωτικών) δεν είναι δυνατόν να αποδειχθούν κατά την ειδική διαχείριση ή την εκκαθάριση.
  • Υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται μετά την κίνηση της διαδικασίας θεωρούνται «δαπάνες». Αυτές υπόκεινται σε δική τους σειρά κατάταξης, αλλά πρέπει να εξοφλούνται συνολικά πριν από τη διανομή χρημάτων στους πιστωτές.
  • Η πρόταση εκούσιου ατομικού συμβιβασμού πρέπει να γνωστοποιεί πλήρως τις υποχρεώσεις του οφειλέτη και να καθορίζει τον τρόπο πληρωμής των πιστωτών. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας, δεν μπορούν να εγερθούν απαιτήσεις για χρέη που αναλήφθηκαν από τον οφειλέτη κατόπιν της συμφωνίας επί της πρότασης, εκτός εάν αυτό προβλέπεται από ειδική ρήτρα.
  • Ορισμένα χρέη δεν περιλαμβάνονται στη διαδικασία διαταγής ελάφρυνσης χρέους και πρέπει να εξοφλούνται από τον οφειλέτη. Τέτοια χρέη είναι τα πρόστιμα, τα μη εξοφληθέντα τέλη χρήσης τηλεοπτικού δέκτη, τα φοιτητικά δάνεια και τα ενέγγυα χρέη. Στο πλαίσιο διαταγής ελάφρυνσης χρέους , δεν εγείρονται απαιτήσεις πιστωτών, καθώς δεν πραγματοποιείται διανομή περιουσιακών στοιχείων.
  • Χρέη που οφείλονται κατά την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης ή που καθίστανται ληξιπρόθεσμα στο μέλλον λόγω υποχρέωσης που αναλήφθηκε πριν από την πτώχευση μπορούν να διεκδικηθούν στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας. Στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας, δεν μπορούν να εγείρονται αξιώσεις για πρόστιμα, χρέη από φοιτητικά δάνεια, καθυστερούμενες οφειλές στο πλαίσιο οικογενειακών δικαστικών διαφορών και χρέη που οφείλονται σε σχέση με αποφάσεις δήμευσης.

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

  • Οι πιστωτές δύνανται να αναγγέλλουν τις απαιτήσεις τους (επαλήθευση χρέους) σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Η αναγγελία της απαίτησης αποτελεί προϋπόθεση του δικαιώματος ψήφου σε οποιαδήποτε συνέλευση (ή άλλη διαδικασία λήψης απόφασης) ή του δικαιώματος στην είσπραξη μερίσματος.
  • Όσον αφορά την ειδική διαχείριση, την εκκαθάριση ή την πτώχευση, όπου προβλέπεται διανομή μερίσματος, ο εντεταλμένος λειτουργός απευθύνει επιστολή σε όλους τους πιστωτές οι οποίοι δεν έχουν ακόμη επαληθεύσει τις απαιτήσεις τους, ενημερώνοντάς τους ότι θα γίνει διανομή, καλώντας τους να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους και τάσσοντας τελική προθεσμία προς αυτόν τον σκοπό, προκειμένου να συμπεριληφθούν στην εν λόγω διανομή. Ο εντεταλμένος λειτουργός δύναται να διεκπεραιώνει απαιτήσεις που αναγγέλλονται μετά την ημερομηνία αυτή, αλλά δεν υποχρεούται να το πράξει.
  • Κατά τη δικαστική εκκαθάριση και την πτώχευση, υπάρχει τυποποιημένο έντυπο που πρέπει να υποβάλλεται για την επαλήθευση των απαιτήσεων. Τυποποιημένο έντυπο δεν υπάρχει για καμία άλλη διαδικασία, αλλά το νομικό πλαίσιο για τις λοιπές διαδικασίες ορίζει τι πρέπει να περιλαμβάνεται στην επαλήθευση για τους σκοπούς της διανομής.
  • Η μη εμπρόθεσμη αναγγελία απαίτησης εκ μέρους πιστωτή δεν μπορεί να διαταράξει τη διανομή.
  • Στον εκούσιο συμβιβασμό, η απαίτηση υποβολής στοιχείων επαλήθευσης στον εντεταλμένο λειτουργό πληρούται με γραπτή γνωστοποίηση της απαίτησης.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

  • Ορισμένες απαιτήσεις που προκύπτουν από σχέση εξαρτημένης εργασίας αντιμετωπίζονται ως προνομιούχες και καταβάλλονται μετά την αποπληρωμή των εξόδων της διαδικασίας, αλλά πριν από την ικανοποίηση των απαιτήσεων των δικαιούχων κυμαινόμενων βαρών και των ανέγγυων πιστωτών.
  • Καμία απαίτηση δεν έπεται βάσει νόμου των λοιπών, εκτός των απαιτήσεων στο πλαίσιο διαδικασίας πτώχευσης όπου το χρέος που οφείλεται σε πρόσωπο το οποίο ήταν ο/η σύζυγος του/της πτωχεύσαντος/πτωχευσάσης ή καταχωρισμένος/-η σύντροφος αυτού/-ής, κατά την ημερομηνία της πτώχευσης κατατάσσεται πίσω από τα χρέη που οφείλονται σε άλλους πιστωτές, μαζί με τους τόκους επί των εν λόγω χρεών.
  • Εάν τρίτος εξοφλήσει χρέος του οφειλέτη, ο εν λόγω τρίτος έχει στη διαδικασία αφερεγγυότητας απαίτηση εξ αναγωγής.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

  • Οι πιστωτές συμφωνούν ως προς τις προτάσεις που υποβάλλει ο οφειλέτης [ποσοστό έγκρισης σε εκούσιο εταιρικό συμβιβασμό — > 75 % (βάσει αξίας)] ή ο εντεταλμένος λειτουργός σε διαδικασία αφερεγγυότητας (στην ειδική διαχείριση, απλή πλειοψηφία ή έγκριση όλων των ενέγγυων πιστωτών και της πλειοψηφίας των προνομιούχων πιστωτών σε περιπτώσεις όπου δεν θεωρείται πιθανή η απόδοση σε ανέγγυους πιστωτές).
  • Μόλις εγκριθεί ένας εκούσιος εταιρικός συμβιβασμός, όλοι οι ανέγγυοι πιστωτές κατά τη στιγμή των προτάσεων δεσμεύονται από τον συμβιβασμό.
  • Δεν απαιτείται έγκριση δικαστηρίου για τα σχέδια αναδιοργάνωσης, αλλά ο ζημιωθείς δύναται να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο εάν πιστεύει ότι τα συμφέροντά του επλήγησαν αναίτια.
  • Υπάρχουν λεπτομερείς διαδικαστικοί κανόνες σχετικά με την έξοδο από όλες τις διαδικασίες εταιρικής αφερεγγυότητας, τόσο την εκκαθάριση όσο και την αναδιοργάνωση, ή την περάτωση αυτών.
  • Μόλις η πρόταση εκούσιου ατομικού συμβιβασμού εγκριθεί από τους πιστωτές, εφαρμόζεται με διαχειριστή αφερεγγυότητας ως επόπτη. Προς τούτο δεν απαιτείται έγκριση δικαστηρίου, αν και ο επόπτης πρέπει να αναφέρει στο δικαστήριο το αποτέλεσμα της συνέλευσης που συγκαλείται για την έγκριση της πρότασης. Τα μέρη έχουν δικαίωμα να ζητήσουν από το δικαστήριο την επανεξέταση της απόφασης των πιστωτών για αποδοχή της πρότασης, λόγω ουσιώδους παρατυπίας.
  • Εάν οι όροι του εκούσιου ατομικού συμβιβασμού, κατόπιν έγκρισής τους, δεν πληρούνται από τον οφειλέτη, ο επόπτης έχει δικαίωμα να υποβάλει αίτηση πτώχευσης του εν λόγω οφειλέτη.
  • Στην περίπτωση των διαταγών ελάφρυνσης χρεών, τα χρέη αποσβέννυνται 12 μήνες μετά την έκδοση της διαταγής. Το δικαστήριο δεν συμμετέχει στην εν λόγω διαδικασία.
  • Στην πτώχευση ο εντολοδόχος πρέπει να αποστείλει στους πιστωτές τελική έκθεση πριν από την αποδέσμευσή του. Εάν ο εντολοδόχος δεν είναι ο σύνδικος, πρέπει να συγκαλέσει τελική συνέλευση πιστωτών, κατά την οποία οι πιστωτές έχουν δικαίωμα να αρνηθούν την αποδέσμευση. Σ’ αυτή την περίπτωση, ο εντολοδόχος πρέπει να υποβάλει αίτηση αποδέσμευσης στο Υπουργείο, ειδάλλως αποδεσμεύεται αφότου ενημερώσει τον υπεύθυνο του μητρώου εταιρειών ότι έχει πραγματοποιηθεί η τελική συνέλευση.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

  • Οι πιστωτές δύνανται να διεκδικήσουν κεφάλαια που τους διανεμήθηκαν (τα οποία όμως δεν τους καταβλήθηκαν) μετά την περάτωση της διαδικασίας (τα οποία βρίσκονται στην κατοχή του Υπουργείου).
  • Το δίκαιο της Βόρειας Ιρλανδίας προβλέπει πότε περατώνεται η διαδικασία και πότε αποδεσμεύεται ο εντεταλμένος λειτουργός.
  • Στο πλαίσιο εκούσιου ατομικού συμβιβασμού, η πρόταση προσφέρει στους πιστωτές συγκεκριμένο ποσό αποπληρωμής ανά £ χρέους. Οι πιστωτές υποχρεούνται να το αποδεχθούν ως ολοσχερή αποπληρωμή σε περίπτωση που η πρόταση γίνει αποδεκτή, και άρα δεν έχουν δικαίωμα προσφυγής για κανένα μέρος του εν λόγω χρέους μετά το πέρας αυτής της διαδικασίας.
  • Σε διαδικασίες πτώχευσης και διαταγών ελάφρυνσης χρεών, τα χρέη αποσβέννυνται με την περάτωση της διαδικασίας, εκτός από τα χρέη που δεν εντάσσονται στις αντίστοιχες διαδικασίες.

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

  • Το δίκαιο της Βόρειας Ιρλανδίας προβλέπει σαφή ιεράρχηση των πληρωμών από το προϊόν της ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων. Οι δαπάνες και τα έξοδα πρέπει να καταβάλλονται από τη ρευστοποίηση και πριν από την απόδοση των κεφαλαίων στους πιστωτές.

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

  • Σε περίπτωση που το αφερέγγυο πρόσωπο προτίμησε συγκεκριμένο πιστωτή λίγο πριν την κήρυξη της αφερεγγυότητας (δηλαδή προτίμησε να πληρώσει αυτόν αντί άλλων πιστωτών) ή προέβη σε συναλλαγή υποτιμημένης αξίας (δηλαδή πώλησε κάτι σε τιμή χαμηλότερη από την πραγματική ή την εμπορική αξία του), ο εντεταλμένος λειτουργός έχει δικαίωμα να κινηθεί κατά του αποδέκτη.
  • Κατόπιν αίτησης του εντεταλμένου λειτουργού σε περίπτωση πτώχευσης, εκκαθάρισης ή ειδικής διαχείρισης, το δικαστήριο δύναται να αντιστρέψει οποιοδήποτε από τα δύο είδη συναλλαγής και να διατάξει τον αποδέκτη να επαναφέρει τα πράγματα στην κατάσταση που θα ίσχυε εάν δεν είχε πραγματοποιηθεί η συναλλαγή.
  • Οι απαιτήσεις για αντιστροφή πληρωμών κατά προτίμηση πρέπει να αφορούν συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν κατά το εξάμηνο που προηγήθηκε του διορισμού του διαχειριστή ή της έναρξης της εκκαθάρισης ή της υποβολής της αίτησης κήρυξης πτώχευσης, ή κατά τη διετία που προηγήθηκε στην περίπτωση πληρωμής κατά προτίμηση σε συνεργάτη.
  • Οι απαιτήσεις για αντιστροφή συναλλαγών υποτιμημένης αξίας πρέπει να αφορούν συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διετία που προηγήθηκε αυτών των γεγονότων, ή στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας εντός χρονικού διαστήματος πέντε ετών, υπό την προϋπόθεση ότι, το διάστημα εκείνο, το εν λόγω πρόσωπο ήταν αφερέγγυο ή κατέστη αφερέγγυο ως αποτέλεσμα της συναλλαγής.
  • Ο εντεταλμένος λειτουργός σε διαδικασία ειδικής διαχείρισης, εκκαθάρισης, πτώχευσης ή εκούσιου συμβιβασμού δύναται να υποβάλει στο δικαστήριο αίτηση για εντολή αντιστροφής της καταδολιευτικής για τους πιστωτές συναλλαγής. Η αίτηση αυτή μπορεί επίσης να υποβληθεί από θύμα της συναλλαγής, με την άδεια του δικαστηρίου.
  • Στο πλαίσιο διαδικασιών ειδικής διαχείρισης και εκκαθάρισης, ο εντεταλμένος λειτουργός δύναται επίσης να προβεί σε ενέργειες με σκοπό την αποζημίωση κατά οποιουδήποτε διευθυντικού στελέχους της εταιρείας συμμετείχε, τελώντας εν γνώσει της αφερεγγυότητας, σε συναλλαγή που προκάλεσε περαιτέρω ζημίες στους πιστωτές, σε δόλιες εμπορικές πρακτικές ή σε πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του.
  • Σε περίπτωση που κατατίθεται στο δικαστήριο αίτηση για εκκαθάριση ή πτώχευση, κάθε διάθεση περιουσιακού στοιχείου μετά την υποβολή της αίτησης είναι άκυρη, εκτός εάν το δικαστήριο αποφανθεί διαφορετικά.
Τελευταία επικαιροποίηση: 18/06/2021

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.

Αφερεγγυότητα/πτώχευση - Σκωτία

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Το άρθρο 1 του νόμου (της Σκωτίας) περί πτώχευσης του 2016 (στο εξής: νόμος του 2016) προβλέπει ότι «η περιουσία του οφειλέτη μπορεί να κηρυχθεί αφερέγγυα». Αυτό σημαίνει ότι διαδικασία αφερεγγυότητας μπορεί να κινηθεί κατά διαφόρων οντοτήτων που ορίζονται ως «οφειλέτες» στον νόμο του 2016. Σε αυτούς περιλαμβάνονται οι ζώντες οφειλέτες, οι θανόντες οφειλέτες, ή οι εκτελεστές της διαθήκης αυτών, ή τα πρόσωπα που δικαιούνται να διοριστούν εκτελεστές της διαθήκης θανόντων οφειλετών, καταπιστεύματα, ομόρρυθμες εταιρείες (συμπεριλαμβανομένων των λυθεισών ομόρρυθμων εταιρειών), ετερόρρυθμες εταιρείες (συμπεριλαμβανομένων των λυθεισών ετερρόρυθμων εταιρειών) κατά την έννοια του νόμου περί ετερόρρυθμων εταιρειών του 1907, οντότητες με ή χωρίς νομική προσωπικότητα.

Διαδικασία αφερεγγυότητας μπορεί επίσης να κινηθεί κατά εταιρειών (με ή χωρίς νομική προσωπικότητα), σύμφωνα με τον νόμο περί αφερεγγυότητας του 1986 (στο εξής: νόμος του 1986).

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

Διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου μπορεί να κινηθεί είτε κατόπιν αίτησης του οφειλέτη (συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας περί ελάχιστων περιουσιακών στοιχείων), είτε κατόπιν αίτησης πιστωτή ενώπιον του πρωτοβάθμιου περιφερειακού δικαστηρίου (Sheriff Court). Ο οφειλέτης μπορεί επίσης να καταρτίσει πράξη καταπίστευσης, η οποία αποτελεί μορφή εκούσιας διαδικασίας αφερεγγυότητας μεταξύ φυσικού προσώπου και των πιστωτών του.

Διαδικασία αφερεγγυότητας μπορεί να κινηθεί κατά ζώντος οφειλέτη, κατόπιν δικής του αίτησης, όταν:

  • κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, το συνολικό ποσό των χρεών του (συμπεριλαμβανομένων των τόκων) δεν είναι μικρότερο από 3.000 GBP·
  • ο οφειλέτης δεν έχει κηρυχθεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας κατά το χρονικό διάστημα των 5 ετών που έληξε την ημέρα πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης·
  • ο οφειλέτης έχει λάβει συμβουλές από χρηματοοικονομικό σύμβουλο·
  • ο οφειλέτης έχει υπογράψει δήλωση υποχρεώσεων (συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης καταβολής στον σύνδικο, κατόπιν κήρυξης σε αφερεγγυότητα, του ποσού που ορίζεται βάσει του κοινού χρηματοδοτικού εργαλείου)·
  • ο οφειλέτης είναι «καταφανώς αφερέγγυος» ή έχει λάβει, εντός του προκαθορισμένου χρονικού διαστήματος, έγγραφο που πιστοποιεί την αφερεγγυότητα της περιουσίας του ή έχει εκδώσει πράξη καταπίστευσης η οποία δεν αποτελεί προστατευμένη πράξη καταπίστευσης, λόγω άρνησης ή μη συμφωνίας των πιστωτών·

και για τους σκοπούς της αίτησης, ο οφειλέτης δεν θεωρείται «καταφανώς αφερέγγυος» για μόνο τον λόγο ότι έχει εκδώσει πράξη καταπίστευσης ή ότι έχει ειδοποιήσει σχετικά τους πιστωτές του.

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας μπορούν να κινηθούν περαιτέρω κατά ζώντος οφειλέτη κατόπιν δικής του αίτησης, αλλά βάσει της «διαδικασίας περί ελάχιστων περιουσιακών στοιχείων», όπου ισχύουν ορισμένα κριτήρια. Το κριτήρια είναι τα εξής:

  • ο οφειλέτης έχει αξιολογηθεί από το κοινό χρηματοδοτικό εργαλείο ως μη υποχρεωμένος να συμβάλει στη διαδικασία αφερεγγυότητάς του ή έχει λάβει προκαθορισμένη πληρωμή για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 6 μηνών το οποίο έληξε την ημέρα της υποβολής της αίτησης·
  • κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, το συνολικό ποσό των χρεών του οφειλέτη (συμπεριλαμβανομένων των τόκων) δεν είναι μικρότερο από 1.500 GBP αλλά ούτε υπερβαίνει τις 17.000 GBP·
  • η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης δεν υπερβαίνει τις 2.000 GBP·
  • η αξία κανενός μεμονωμένου περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη δεν υπερβαίνει τις 1.000 GBP·
  • ο οφειλέτης δεν είναι ιδιοκτήτης γης·
  • ο οφειλέτης έχει λάβει έγγραφο που πιστοποιεί την αφερεγγυότητα της περιουσίας του·
  • κατά το χρονικό διάστημα των 10 ετών που έληξε την ημέρα πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης του οφειλέτη, ο οφειλέτης δεν κηρύχθηκε σε κατάσταση αφερεγγυότητας κατόπιν αίτησης του ίδιου βάσει της διαδικασίας περί ελάχιστων περιουσιακών στοιχείων· και
  • κατά το χρονικό διάστημα των 5 ετών που έληξε την ημέρα πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης του οφειλέτη, ο οφειλέτης δεν κηρύχθηκε σε κατάσταση αφερεγγυότητας κατόπιν αίτησης του ίδιου βάσει οποιασδήποτε διαδικασίας εκτός της διαδικασίας περί ελάχιστων περιουσιακών στοιχείων, ή αίτησης περί αφερεγγυότητάς του.

Διαδικασία αφερεγγυότητας μπορεί επίσης να κινηθεί κατά ζώντος οφειλέτη κατόπιν αίτησης νομιμοποιούμενου πιστωτή (ή νομιμοποιούμενων πιστωτών), εάν ο οφειλέτης είναι «καταφανώς αφερέγγυος» και ο νομιμοποιούμενος πιστωτής παρείχε στον οφειλέτη δέσμη συμβουλών και πληροφοριών για το χρέος («DAIP») το αργότερο 12 εβδομάδες πριν από την υποβολή της αίτησης. Ως DAIP νοείται η δέσμη συμβουλών και πληροφοριών για το χρέος όπως προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφος 5 του νόμου περί διακανονισμού χρεών και κατάσχεσης (Debt Arrangement and Attachment Act) (Σκωτία) του 2002 (στο εξής: νόμος του 2002).

Νομιμοποιούμενος πιστωτής (όπως αναφέρεται ανωτέρω) είναι ο πιστωτής ο οποίος, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης (ή, κατά περίπτωση, την ημερομηνία υποβολής της αίτησης του οφειλέτη), είναι πιστωτής χρηματικών ή μη οφειλών του οφειλέτη, εξαιρουμένων των δυνητικών ή μελλοντικών οφειλών ή ποσών που οφείλονται δυνάμει απόφασης δήμευσης, ανεξαρτήτως αν αυτά είναι εξασφαλισμένα ή μη, οι οποίες ανέρχονται (ή μίας τέτοιας οφειλής που ανέρχεται) σε τουλάχιστον 3.000 GBP. Ως νομιμοποιούμενοι πιστωτές νοούνται οι πιστωτές οι οποίοι, κατά την εν λόγω ημερομηνία, είναι πιστωτές του οφειλέτη για οφειλές όπως οι ανωτέρω, οι οποίες ανέρχονται αθροιστικά σε τουλάχιστον 3.000 GBP.

Δεδομένου ότι ο όρος «καταφανώς αφερέγγυος» αποτελεί μέρος των κριτηρίων που πρέπει να πληρούνται ώστε ο οφειλέτης να υποβάλει αίτηση για δική του αφερεγγυότητα ή όταν ο πιστωτής υποβάλλει αίτηση περί αφερεγγυότητας του οφειλέτη, είναι σημαντικό να γίνει κατανοητή η σημασία του. Καταφανής αφερεγγυότητα στη Σκωτία στοιχειοθετείται στις παρακάτω περιπτώσεις:

  • η περιουσία του οφειλέτη καθίσταται αφερέγγυα ή ο οφειλέτης κηρύσσεται σε πτώχευση στην Αγγλία, την Ουαλία ή τη Βόρεια Ιρλανδία· ή
  • ενώ η περιουσία του προσώπου δεν επηρεάζεται προς το παρόν από προσωρινή διαταγή, δεν δεσμεύεται βάσει ή δυνάμει σχετικής εξουσίας δέσμευσης, ούτε υπόκειται σε διαταγή κατάσχεσης ή σύστασης βάρους, το πρόσωπο έχει ειδοποιήσει εγγράφως τους πιστωτές του ότι βρίσκεται σε παύση πληρωμών των χρεών του στο πλαίσιο της συνήθους επιχειρηματικής δραστηριότητας· ή
  • εκκρεμεί κατά του οφειλέτη κύρια διαδικασία σε κράτος μέλος εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου·
  • ο οφειλέτης εκδίδει πράξη καταπίστευσης·
  • κατόπιν επίδοσης στον οφειλέτη δεόντως υπογεγραμμένης επιταγής προς πληρωμή χρέους, η προθεσμία συμμόρφωσης προς την επιταγή εκπνέει χωρίς καταβολή (εκτός εάν, κατά τη στιγμή της επέλευσης του γεγονότος, ο οφειλέτης ήταν σε θέση και πρόθυμος να εξοφλήσει τα χρέη του μόλις κατέστησαν ληξιπρόθεσμα, ή, αν η περιουσία του οφειλέτη δεν επηρεαζόταν από προσωρινή διαταγή ή δεν υπόκειτο σε διαταγή κατάσχεσης ή σύστασης βάρους, ο οφειλέτης θα ήταν σε θέση, κατά την εν λόγω χρονική στιγμή, να εξοφλήσει τα εν λόγω χρέη μόλις κατέστησαν ληξιπρόθεσμα)·
  • εκδίδεται απόφαση μεταβίβασης (adjudication) για οποιοδήποτε μέρος της περιουσίας του οφειλέτη, είτε ως εξόφληση είτε ως εξασφάλιση (εκτός εάν, κατά τη στιγμή της επέλευσης του γεγονότος, ο οφειλέτης ήταν σε θέση και πρόθυμος να εξοφλήσει τα χρέη του μόλις κατέστησαν ληξιπρόθεσμα, ή, αν η περιουσία του οφειλέτη δεν επηρεαζόταν από προσωρινή διαταγή ή δεν υπόκειτο σε διαταγή κατάσχεσης ή σύστασης βάρους, ο οφειλέτης θα ήταν σε θέση, κατά την εν λόγω χρονική στιγμή, να εξοφλήσει τα εν λόγω χρέη μόλις κατέστησαν ληξιπρόθεσμα)·
  • χρέος που θεμελιώνεται σε απόφαση ή χρεωστικό έγγραφο (όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 10 του νόμου του 2002) εξυπηρετείται από τον οφειλέτη βάσει προγράμματος αποπληρωμής χρέους σύμφωνα με το Μέρος 1 του εν λόγω νόμου, αλλά το πρόγραμμα αυτό ανακαλείται (εκτός εάν, κατά τη στιγμή της επέλευσης του γεγονότος, ο οφειλέτης ήταν σε θέση και πρόθυμος να εξοφλήσει τα χρέη του μόλις κατέστησαν ληξιπρόθεσμα, ή, αν η περιουσία του οφειλέτη δεν επηρεαζόταν από προσωρινή διαταγή ή δεν υπόκειτο σε διαταγή κατάσχεσης ή σύστασης βάρους, ο οφειλέτης θα ήταν σε θέση, κατά την εν λόγω χρονική στιγμή, να εξοφλήσει τα εν λόγω χρέη μόλις κατέστησαν ληξιπρόθεσμα)·
  • πιστωτής του οφειλέτη, για χρηματική οφειλή η οποία ανέρχεται σε (ή χρηματικές οφειλές οι οποίες αθροιστικά ανέρχονται σε) τουλάχιστον 1.500 GBP, έχει κοινοποιήσει στον οφειλέτη, με προσωπική επίδοση από υπάλληλο δικαστηρίου, αίτημα με την προβλεπόμενη μορφή το οποίο απαιτεί ο οφειλέτης να πληρώσει το χρέος (ή τα χρέη) ή να βρει εγγύηση για την αποπληρωμή του χρέους (ή των χρεών) και, εντός 3 εβδομάδων από την ημερομηνία επίδοσης του αιτήματος, ο οφειλέτης δεν έχει συμμορφωθεί ούτε έχει ενημερώσει τον πιστωτή με συστημένη επιστολή ότι αρνείται πως υπάρχει χρέος ή πως το ποσό που διεκδικεί ο πιστωτής ως χρέος είναι άμεσα πληρωτέο.

Διαδικασία αφερεγγυότητας κατά ζώντος οφειλέτη μπορεί επίσης να κινηθεί από προσωρινό διαχειριστή ή από εκκαθαριστή κράτους μέλους που έχει οριστεί στην κύρια διαδικασία

Ο σύνδικος ο οποίος ενεργεί με βάση πράξη καταπίστευσης δύναται να κινήσει διαδικασία αφερεγγυότητας κατά ζώντος οφειλέτη εάν, και μόνον εάν, ο οφειλέτης δεν συμμορφώνεται με κάποια από τις υποχρεώσεις που του έχουν επιβληθεί δυνάμει της πράξης καταπίστευσης με την οποία θα μπορούσε ευλόγως να έχει συμμορφωθεί, ή με οποιαδήποτε οδηγία που δόθηκε ή απαίτηση που προβλήθηκε ευλόγως από τον σύνδικο για τους σκοπούς της πράξης καταπίστευσης, ή εάν ο σύνδικος δηλώνει στην αίτησή του ότι θα ήταν προς το βέλτιστο συμφέρον των πιστωτών να εκδοθεί απόφαση αφερεγγυότητας.

Διαδικασία αφερεγγυότητας μπορεί να κινηθεί και κατά θανόντος οφειλέτη κατόπιν αίτησης νομιμοποιούμενου πιστωτή (ή νομιμοποιούμενων πιστωτών) του θανόντος οφειλέτη, προσωρινού διαχειριστή, εκκαθαριστή κράτους μέλους που διορίστηκε κατά την κύρια διαδικασία, ή συνδίκου που ενεργεί βάσει πράξης καταπίστευσης. Διαδικασία αφερεγγυότητας μπορεί επίσης να ανοιγεί κατά θανόντος οφειλέτη κατόπιν αίτησης του οφειλέτη η οποία υποβάλλεται από τον εκτελεστή της διαθήκης ή πρόσωπο που δικαιούται να διοριστεί εκτελεστής επί της κληρονομίας.

Προκειμένου ο οφειλέτης να συνάψει πράξη καταπίστευσης, το ελάχιστο χρονικό διάστημα αποπληρωμής πρέπει να είναι 48 μήνες, εκτός εάν συμφωνηθεί εναλλακτικός διακανονισμός. Οι πράξεις καταπίστευσης απαιτούν επίσης το πρόσωπο να πληρώνει καθορισμένο ποσό κάθε μήνα για το χρονικό διάστημα ισχύος της πράξης. Ωστόσο, η εκούσια πράξη καταπίστευσης δεν δεσμεύει τους πιστωτές που δεν συναινούν στους όρους αυτής, ενώ, για να καταστεί προστατευμένη η πράξη, τα χρέη πρέπει να ανέρχονται σε τουλάχιστον 5.000 GBP.

Η εταιρική αφερεγγυότητα στη Σκωτία μπορεί να λάβει τη μορφή εκκαθάρισης (εκούσιας ή δικαστικής), αναδιοργάνωσης [εκούσιος εταιρικός συμβιβασμός (CVA) ή ειδική διαχείριση] ή της αναγκαστικής διαχείρισης (receivership). Η ειδική διαχείριση μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως διαδικασία εκκαθάρισης, και όχι αυστηρά ως διαδικασία αναδιοργάνωσης.

Κάθε πιστωτής (ιδιωτικός ή κρατικός) μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να τεθεί μια εταιρεία σε εκκαθάριση (αναγκαστική εκκαθάριση) ή σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης, ενώ η ίδια η εταιρεία μπορεί να αποφασίσει την εκκαθάρισή της (εκούσια εκκαθάριση, είτε η εταιρεία είναι φερέγγυα είτε αφερέγγυα, κάτι το οποίο κρίνεται με κριτήριο την ικανότητα αποπληρωμής όλων των οφειλών εντός 12 μηνών). Η εταιρεία μπορεί επίσης να υποβάλει στο δικαστήριο αίτηση να τεθεί σε εκκαθάριση. Επιπλέον, ο υπουργός δύναται να αιτηθεί στο δικαστήριο την εκκαθάριση εταιρείας, εάν αυτό εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Η εν λόγω εταιρεία δεν απαιτείται να είναι αφερέγγυα.

Η αναγκαστική εκκαθάριση μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι η εταιρεία αδυνατεί να εξοφλήσει τα χρέη της (αφερεγγυότητα), αδυναμία που αποδεικνύεται με άκαρπη προβλεπόμενη εκ του νόμου εντολή πληρωμής ή με άκαρπη εκτέλεση απόφασης. Το δικαστήριο δύναται επίσης να ζητήσει την εκκαθάριση εταιρίας επειδή αυτή είναι δίκαιη και εύλογη. Το δικαστήριο μπορεί να διορίσει προσωρινό εκκαθαριστή ανά πάσα στιγμή μετά την υποβολή (από οποιονδήποτε διάδικο) αίτησης αναγκαστικής εκκαθάρισης στο δικαστήριο. Οι διορισμοί αυτοί γίνονται συνήθως για την προστασία των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας πριν από τη συζήτηση της εκκαθάρισης. Οι εξουσίες του προσωρινού εκκαθαριστή προβλέπονται στην απόφαση του δικαστηρίου με την οποία αυτός διορίζεται.

Προκειμένου μια εταιρεία να τεθεί σε ειδική διαχείριση, πρέπει να είναι αφερέγγυα ή να είναι πιθανόν να καταστεί αφερέγγυα. Βάσει νομολογίας, το «πιθανόν» σ’ αυτήν την περίπτωση σημαίνει ότι είναι πιθανότερο να συμβεί παρά να μη συμβεί. Η εταιρεία ή τα διευθυντικά της στελέχη, καθώς και τυχόν δικαιούχος κυμαινόμενου βάρους, μπορούν να διορίσουν διαχειριστή (τέτοιοι διορισμοί γίνονται εξωδικαστικά).

CVA μπορεί να προταθεί από την εταιρεία. Δεν χρειάζεται η εταιρεία να είναι αφερέγγυα για να το πράξει. CVA μπορεί επίσης να προταθεί από τον εντεταλμένο λειτουργό σε διαδικασία εκκαθάρισης ή ειδικής διαχείρισης (εάν μία από αυτές τις διαδικασίες έχει ήδη ξεκινήσει).

Αμέσως μετά την έναρξη της διαδικασίας [με απόφαση της εταιρείας για εκκαθάριση, με δικαστική απόφαση για θέση σε ειδική διαχείριση ή εκκαθάριση, ή με κατάθεση στο δικαστήριο γνωστοποίησης διορισμού διαχειριστή (για διορισμούς που δεν γίνονται με δικαστική απόφαση)], ο εντεταλμένος λειτουργός δύναται να προβεί σε ενέργειες.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Πλην ορισμένων εξαιρέσεων, το σύνολο της περιουσίας του οφειλέτη περιέρχεται στον σύνδικο κατά την ημερομηνία της αφερεγγυότητας και αποτελεί τμήμα της πτωχευτικής περιουσίας. Η περιουσία αφαιρείται από τον οφειλέτη και περιέρχεται στον σύνδικο. Ο σύνδικος αποκτά επίσης δικαίωμα επί της περιουσίας που περιέρχεται στον οφειλέτη μετά την ημερομηνία της αφερεγγυότητας, αλλά πριν από την απαλλαγή του οφειλέτη. Το σύνολο της περιουσίας του οφειλέτη δεν περιλαμβάνει κανένα δικαίωμα που απορρέει από την ιδιότητα αυτού ως μισθωτή βάσει σύμβασης μίσθωσης η οποία αποτελεί εξασφαλισμένη μίσθωση κατά την έννοια του Μέρους ΙΙ του νόμου (της Σκωτίας) περί στέγασης του 1988 (Housing Act), ή προστατευμένη μίσθωση κατά την έννοια του νόμου (της Σκωτίας) περί μίσθωσης του 1984 (Rent Act), και, δυνάμει οποιασδήποτε διάταξης του Μέρους VIII του εν λόγω νόμου, δεν μπορεί να απαιτείται νομίμως προμήθεια ως προϋπόθεση για την εκχώρηση, ή ασφαλή μίσθωση στη Σκωτία (Scottish secure tenancy) κατά την έννοια του νόμου (της Σκωτίας) περί Στέγασης του 2001 (Housing Act).

Τα περιουσιακά στοιχεία που δεν περιέρχονται στον σύνδικο περιλαμβάνουν όλα τα περιουσιακά στοιχεία που τηρούνται εκτός κατοικίας και τα οποία, δυνάμει της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του νόμου του 2002, δεν μπορούν να κατασχεθούν, ή οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία εντός κατοικίας τα οποία δεν αποτελούν μη βασικό περιουσιακό στοιχείο για τους σκοπούς του Μέρους 3 του νόμου του 2002. Αποκλείεται επίσης η περιουσία που βρίσκεται στην κατοχή του οφειλέτη ως καταπίστευμα για λογαριασμό οποιουδήποτε άλλου προσώπου. Επίσης, εάν ο οφειλέτης, σύμφωνα με τη διαδικασία περί ελάχιστων περιουσιακών στοιχείων, απαιτεί ευλόγως τη χρήση οχήματος, κάθε όχημα που ανήκει στον οφειλέτη και του οποίου η αξία δεν υπερβαίνει τις 3.000 GBP δεν θεωρείται περιουσιακό στοιχείο.

Η περιέλευση της περιουσίας του οφειλέτη στον σύνδικο δεν θίγει το δικαίωμα υποθήκης του ιδιοκτήτη του ακινήτου.

Υπενθυμίζεται ότι οι διατάξεις που αφορούν την περιέλευση δεν θίγουν τα δικαιώματα των εμπραγμάτως ασφαλισμένων πιστωτών, τα οποία είναι προνομιούχα σε σχέση με τα δικαιώματα του συνδίκου.

Μέσω πράξης καταπίστευσης, τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη μεταβιβάζονται προς διαχείριση επ’ ωφελεία των πιστωτών και προς εξόφληση χρεών, αν και ο οφειλέτης έχει το δικαίωμα να μεταβιβάσει μόνο περιουσιακά στοιχεία για τα οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί εκούσια μεταβίβαση. Εάν μια πράξη καταπίστευσης καταστεί προστατευμένη, ο νόμος του 2016 περιέχει διατάξεις σχετικά με την επίτευξη συμφωνίας όσον αφορά την ακίνητη περιουσία του οφειλέτη.

Όσον αφορά την εταιρική αφερεγγυότητα, όλα τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην εταιρεία, οπουδήποτε στον κόσμο, υπόκεινται στη διαδικασία αφερεγγυότητας. Ο όρος «περιουσιακό στοιχείο» ορίζεται ευρέως από τον νόμο.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

Ο σύνδικος σε αφερεγγυότητα φυσικού προσώπου ή πράξη καταπίστευσης (ή οποιοσδήποτε εντεταλμένος λειτουργός) πρέπει να είναι αναγνωρισμένος διαχειριστής αφερεγγυότητας. Σύμφωνα με τον νόμο του 1986, η έννοια του διαχειριστή αφερεγγυότητας στη Σκωτία είναι η ίδια με αυτή στην Αγγλία και την Ουαλία. Οποιοδήποτε πρόσωπο, εκτός του επόπτη για θέματα πτωχεύσεων (Accountant in Bankruptcy), ενεργεί ως σύνδικος στη Σκωτία χωρίς να είναι αναγνωρισμένος διαχειριστής αφερεγγυότητας διαπράττει αδίκημα.

Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας πρέπει να είναι φυσικό πρόσωπο. Άδειες για διαχειριστές αφερεγγυότητας μπορούν να εκδίδονται μόνον από επαγγελματικό φορέα εξουσιοδοτημένο από τον υπουργό. Για να αποκτήσει άδεια, ο αιτών πρέπει να περάσει εξετάσεις και να διαθέτει συγκεκριμένο αριθμό ωρών πρακτικής εμπειρίας σε διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Σε κάθε αφερεγγυότητα φυσικού προσώπου υπάρχει σύνδικος με τα εξής γενικά καθήκοντα:

  • να ανακτά, να διαχειρίζεται και να ρευστοποιεί την περιουσία του οφειλέτη, είτε αυτή βρίσκεται στη Σκωτία είτε αλλού·
  • να διανέμει την περιουσία στους πιστωτές του οφειλέτη σύμφωνα με τα αντίστοιχα δικαιώματα αυτών·
  • να εξακριβώνει τους λόγους της αφερεγγυότητας του οφειλέτη και τις περιστάσεις γύρω από αυτήν·
  • να εξακριβώνει την κατάσταση των υποχρεώσεων και των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη·
  • να τηρεί βιβλίο πρακτικών (sederunt) κατά τη διάρκεια της θητείας του, με σκοπό την ακριβή τήρηση αρχείου για τη διαδικασία της αφερεγγυότητας·
  • να τηρεί τακτικά αρχείο των παρεμβάσεών του (intromissions) σχετικά με περιουσία του οφειλέτη, το οποίο θα είναι διαθέσιμο ανά πάσα στιγμή, εντός εύλογου πλαισίου, για έλεγχο από τους επιτρόπους (εάν υπάρχουν), τους πιστωτές και τον οφειλέτη· και
  • εάν ο σύνδικος εξακολουθεί να ενεργεί στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας, να παράσχει στον επόπτη για θέματα πτωχεύσεων (Accountant in Bankruptcy) τις πληροφορίες που θεωρεί αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων αυτού βάσει του νόμου του 2016.

Ο σύνδικος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, λαμβάνει επίσης υπόψη τις συμβουλές που του παρέχουν οι επίτροποι (εφόσον υπάρχουν).

Εάν ο σύνδικος έχει βάσιμους λόγους να υποπτεύεται ότι ο οφειλέτης έχει διαπράξει αδίκημα σε σχέση με την αφερεγγυότητα όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία του, τις συναλλαγές του με τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία ή τη συμπεριφορά του σε σχέση με την επιχειρηματική ή οικονομική του δραστηριότητα, ή ότι τρίτο πρόσωπο έχει διαπράξει τέτοιο αδίκημα κατά τις συναλλαγές του με τον οφειλέτη, τον προσωρινό σύνδικο ή τον σύνδικο, σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, την επιχειρηματική ή τη χρηματοοικονομική του δραστηριότητα, ο σύνδικος αναφέρει το θέμα στον επόπτη για θέματα πτωχεύσεων (Accountant in Bankruptcy). Επίσης, εάν ο σύνδικος έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι οποιαδήποτε συμπεριφορά του οφειλέτη είναι τέτοιας φύσης ώστε να έχει ως αποτέλεσμα να γίνει δεκτή από τον αρμόδιο δικαστή (sheriff) αίτηση για δικαστική διαταγή επιβολής πτωχευτικών περιορισμών, ο σύνδικος αναφέρει το θέμα στον επόπτη για θέματα πτωχεύσεων (Accountant in Bankruptcy). Οι εν λόγω αναφορές είναι απολύτως εμπιστευτικές.

Όταν σύνδικος είναι ο επόπτης για θέματα πτωχεύσεων (Accountant in Bankruptcy), δύναται να υποβάλει αίτηση στον αρμόδιο δικαστή (sheriff) για την παροχή κατευθύνσεων σχετικά με οποιοδήποτε ειδικό θέμα προκύπτει κατά την αφερεγγυότητα.

Όταν ο οφειλέτης, πιστωτής ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που έχει συμφέρον είναι δυσαρεστημένο με οποιαδήποτε πράξη, παράλειψη ή απόφαση του συνδίκου, έχει δικαίωμα να υποβάλει αίτηση στο πρωτοβάθμιο περιφερειακό δικαστήριο (Sheriff Court). Κατόπιν υποβολής της εν λόγω αίτησης, ο αρμόδιος δικαστής (sheriff) δύναται να επικυρώσει, να ακυρώσει ή να τροποποιήσει οποιαδήποτε πράξη ή απόφαση του συνδίκου, ή να παράσχει κατευθύνσεις στον σύνδικο, ή να εκδώσει απόφαση κατά την κρίση του.

Η αμοιβή του διαχειριστή αφερεγγυότητας που ενεργεί ως εντεταλμένος λειτουργός σε περίπτωση εταιρικής αφερεγγυότητας καθορίζεται από τους πιστωτές. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί να προσφύγει στο δικαστήριο εάν θεωρεί ότι η βάση αμοιβής που καθορίστηκε από τους πιστωτές είναι ανεπαρκής. Οι πιστωτές δύνανται επίσης να προσφύγουν στο δικαστήριο εάν θεωρούν ότι η αμοιβή είναι υπερβολική.

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Χρέος που γεννάται πριν από την αφερεγγυότητα μπορεί να συμψηφιστεί με απαίτηση κατά του πιστωτή η οποία γεννάται πριν από την αφερεγγυότητα. Χρέος που γεννάται μετά την αφερεγγυότητα μπορεί να συμψηφιστεί με απαίτηση που γεννάται μετά την αφερεγγυότητα.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Ενώ ο σύνδικος σε διαδικασία αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου εκπροσωπεί τόσο τους πιστωτές όσο και τον οφειλέτη, δεν εκπροσωπεί τον οφειλέτη στις υποχρεώσεις του. Ως εκ τούτου, ο σύνδικος δεν δεσμεύεται, με την ανάληψη καθηκόντων και αφού η περιουσία περιέλθει στην κατοχή του, έναντι των πιστωτών του οφειλέτη για οποιεσδήποτε διαρκείς υποχρεώσεις ή συμβάσεις που εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Ωστόσο, ο σύνδικος έχει τη δυνατότητα να συνάπτει συμβάσεις κατόπιν εξουσιοδότησης από τους πιστωτές. Με τον τρόπο αυτόν, ο σύνδικος είτε θα δεσμεύει άμεσα τους πιστωτές (είτε εκείνους που τον εξουσιοδότησαν), είτε θα δεσμεύεται προσωπικά με δικαίωμα αναγωγής έναντι των πιστωτών. Αν ο σύνδικος συνάψει σύμβαση χωρίς την εξουσιοδότηση των πιστωτών, ευθύνεται προσωπικά για τις υποχρεώσεις που απορρέουν απ’ αυτήν.

Ο σύνδικος έχει δικαίωμα να συνάπτει οποιαδήποτε σύμβαση εφόσον αυτή κρίνεται επωφελής για τη διαχείριση της περιουσίας του οφειλέτη, εκτός εάν η σύναψη της εν λόγω σύμβασης αποκλείεται βάσει των ρητών ή σιωπηρών όρων αυτής.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο σύνδικος δεν υποχρεούται σε οποιαδήποτε παροχή και μπορεί απλώς να διεκδικήσει τα ωφελήματα της σύμβασης, όπως να εισπράξει πληρωμή. Σε άλλες περιπτώσεις, ο σύνδικος μπορεί να τηρεί τις υποχρεώσεις του και να προβαίνει σε παροχή, επειδή έτσι θα προκύψει όφελος για την περιουσία.

Εάν ο σύνδικος δεν αναλάβει τη σύμβαση, ο αντισυμβαλλόμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση ως συνήθης πιστωτής στη διαδικασία αφερεγγυότητας, αλλά, ελλείψει ειδικής πρόβλεψης στη σύμβαση, και εάν το άλλο μέρος έχει καταγγείλει τη σύμβαση ή έχει συναινέσει σε αυτό, όχι μετά την κήρυξη αφερεγγυότητας.

Οι συμβατικές εξουσίες του συνδίκου σε περίπτωση αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου καθορίζονται στο άρθρο 110 του νόμου του 2016. Ο σύνδικος πρέπει, εντός 28 ημερών από την παραλαβή γραπτού αιτήματος οποιουδήποτε αντισυμβαλλομένου σύμβασης που έχει συνάψει ο οφειλέτης, να αναλάβει τη σύμβαση ή να αρνηθεί να την αναλάβει. Η προθεσμία των 28 ημερών μπορεί να παραταθεί κατόπιν υποβολής αίτησης στο πρωτοβάθμιο περιφερειακό δικαστήριο (Sheriff Court), εφόσον σύνδικος είναι ο επόπτης για θέματα πτωχεύσεων (Accountant in Bankruptcy), ή κατόπιν αίτησης στον επόπτη για θέματα πτωχεύσεων, εάν δεν είναι αυτός ο σύνδικος. Κάθε απόφαση για παράταση της προθεσμίας υπόκειται σε επανεξέταση ή προσφυγή. Επίσης, ο επόπτης για θέματα πτωχεύσεων (Accountant in Bankruptcy) έχει τη δυνατότητα να παραπέμψει υπόθεση στον αρμόδιο δικαστή (sheriff) για κατευθύνσεις πριν από τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης ή οποιαδήποτε επανεξέταση. Εάν ο σύνδικος δεν απαντήσει εγγράφως σε αίτημα οποιουδήποτε αντισυμβαλλομένου σύμβασης εντός της προθεσμίας των 28 ημερών (ή εντός μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος, κατά περίπτωση), θεωρείται ότι ο σύνδικος αρνήθηκε να αναλάβει τη σύμβαση.

Η συνεχιζόμενη παροχή ορισμένων υπηρεσιών (υπηρεσίες κοινής ωφελείας, επικοινωνιών και υπηρεσίες ΤΠ που θεωρούνται «αναγκαίες»), μπορεί να συνεχιστεί σε περίπτωση αφερεγγυότητας, χωρίς να είναι αναγκαία η καταβολή τυχόν καθυστερούμενων οφειλών κατά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Όσον αφορά την εταιρική αφερεγγυότητα, ο εντεταλμένος λειτουργός στη διαδικασία αφερεγγυότητας δεν υποχρεούται να εκτελέσει συμβάσεις που έχει συνάψει η οφειλέτρια εταιρεία. Ο εκκαθαριστής δύναται να καταγγείλει μη αποδοτική σύμβαση, θέτοντας τέρμα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αφερέγγυου εξ αυτής (ο αντισυμβαλλόμενος δύναται να εγείρει αξιώσεις στο πλαίσιο της αφερεγγυότητας για απώλειες/ζημίες συνεπεία της αφερεγγυότητας). Εκτός από τις αναγκαίες υπηρεσίες, οι προμηθευτές μπορούν να καταγγείλουν τις συμβάσεις τους σε περίπτωση αφερεγγυότητας (εφόσον το προβλέπει η σύμβασή τους). Τυχόν μη εξοφληθέντα αγαθά / μη εξοφληθείσες υπηρεσίες θα αποτελέσουν απαίτηση στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

Σε περιπτώσεις αφερεγγυότητας φυσικών προσώπων, το άρθρο 109 παράγραφος 5 του νόμου του 2016 επιτρέπει στον σύνδικο να κινεί, να συνεχίζει ή να συμμετέχει σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία σχετικά με την περιουσία του οφειλέτη.

Σε γενικές γραμμές, εάν κάποιος έχει απαίτηση κατά του οφειλέτη κατά την ημερομηνία αφερεγγυότητας, θα προβάλει την απαίτησή του κατά τη διαδικασία αφερεγγυότητας. Ωστόσο, η προσφυγή στο δικαστήριο κατά του οφειλέτη ίσως να είναι ο καταλληλότερος τρόπος για τη διεκδίκηση αμφισβητούμενου χρέους.

Οι διαδικασίες εκκαθάρισης και ειδικής διαχείρισης συνεπάγονται αναστολή πληρωμών. Μετά την έναρξη της διαδικασίας, δεν μπορεί να ασκηθεί ένδικο βοήθημα κατά της εταιρείας χωρίς τη συγκατάθεση του εντεταλμένου λειτουργού ή την άδεια του δικαστηρίου.

Στον εκούσιο εταιρικό συμβιβασμό (CVA), κάθε πιστωτής που δεσμεύεται από τον συμβιβασμό δεν μπορεί να ασκήσει ένδικα βοηθήματα για τη διεκδίκηση του χρέους, καθώς δεσμεύεται από την αποδοχή του συμβιβασμού. Πιστωτές που προέκυψαν μετά την έγκριση του συμβιβασμού θα μπορούσαν να ασκήσουν τέτοια ένδικα βοηθήματα σε περίπτωση μη εξόφλησής τους.

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

Οι οφειλέτες δεν μπορούν να ασκήσουν ούτε να συνεχίσουν προσφυγή στο δικαστήριο όταν ο σύνδικος είναι πρόθυμος να την κινήσει. Ο σύνδικος θα πρέπει να ειδοποιηθεί για την προσφυγή, ώστε να έχει την ευκαιρία να υποκατασταθεί ή να παρέμβει στη δίκη. Ωστόσο, η προσφυγή μπορεί να συνεχιστεί ανεξαρτήτως της θέσης του συνδίκου.

Ο οφειλέτης μπορεί να κινήσει διαδικασίες που επηρεάζουν την προσωπική του κατάσταση, όπως το διαζύγιο, παρά την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας εις βάρος του. Η αγωγή αποζημίωσης για ψυχική οδύνη (solatium) αφορά προσωπικά τον διάδικο, με αποτέλεσμα ο σύνδικος να μην δικαιούται να κινήσει διαδικασίες. Εντούτοις, ο σύνδικος έχει δικαίωμα να ασκήσει αγωγή για απώλεια περιουσίας ή να συμμετάσχει σε δίκη στο πλαίσιο της οποίας διεκδικείται αποζημίωση για ψυχική οδύνη (solatium), ενώ ο οφειλέτης ενδέχεται να κληθεί να λογοδοτήσει στον σύνδικο σχετικά με τα έσοδά του από οποιαδήποτε αγωγή.

Στη Σκωτία προβλέπεται ότι ο οφειλέτης μπορεί να γνωστοποιήσει την πρόθεσή του να υποβάλει αίτηση για κήρυξη αφερεγγυότητας ή πράξη καταπίστευσης υποβάλλοντας αίτηση για αναστολή πληρωμών. Χαρακτηριστικό της αναστολής πληρωμών είναι ότι παρέχει στον οφειλέτη προστασία διάρκειας 6 εβδομάδων από την αναγκαστική εκτέλεση. Κατά συνέπεια, ανοιγείσα δίκη μπορεί να συνεχιστεί κατά το χρονικό διάστημα πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αλλά δεν θα επιτρέπεται η αναγκαστική εκτέλεση τυχόν απόφασης που θα εκδοθεί.

Οι διαδικασίες εκκαθάρισης και ειδικής διαχείρισης συνεπάγονται αναστολή πληρωμών. Τα εκκρεμή καταδιωκτικά μέτρα κατά την ημερομηνία της αφερεγγυότητας δεν μπορούν να συνεχιστούν χωρίς τη συναίνεση του εντεταλμένου λειτουργού ή την άδεια του δικαστηρίου.

Πιστωτές σε διαδικασία καταδιωκτικών μέτρων που εκκρεμούν κατά την έγκριση CVA δεν μπορούν να συνεχίσουν τέτοιες ενέργειες, καθώς δεσμεύονταν από τους όρους του CVA (ανεξαρτήτως αν οι ίδιοι ψήφισαν να εγκριθεί ή όχι).

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

Οι πιστωτές μπορούν να συμμετέχουν σε διαδικασίες αφερεγγυότητας με πολλούς τρόπους, συμπεριλαμβανομένων των συνελεύσεων πιστωτών. Εντός 60 ημερών από την κήρυξη αφερεγγυότητας, ο σύνδικος πρέπει να αποφασίσει εάν θα συγκαλέσει ή όχι την προβλεπόμενη από τη νομοθεσία συνέλευση των πιστωτών. Εάν συγκληθεί η συνέλευση, οι πιστωτές που είναι παρόντες μπορούν να ψηφίσουν υπέρ της αντικατάστασης του συνδίκου. Εάν ο σύνδικος αποφασίσει να μην συγκαλέσει συνέλευση, μπορούν να το ζητήσουν οι πιστωτές. Ο σύνδικος είναι υποχρεωμένος να συγκαλέσει τη συνέλευση εάν το ζητήσουν πιστωτές που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το ένα τέταρτο της αξίας (υπολογισμένο επί του συνολικού χρέους). Οι πιστωτές μπορούν να συγκαλούν άλλες συνελεύσεις ανά πάσα στιγμή. Η συνέλευση πρέπει να πραγματοποιείται εάν συγκαλείται από το ένα δέκατο του αριθμού των πιστωτών ή το ένα τρίτο της αξίας που αυτοί εκπροσωπούν (βάσει του οφειλόμενου χρέους). Η συνέλευση των πιστωτών μπορεί να εκδίδει κατευθύνσεις προς τον σύνδικο, αλλά ο σύνδικος και άλλοι πιστωτές έχουν δικαίωμα προσφυγής στο πρωτοβάθμιο περιφερειακό δικαστήριο (Sheriff Court). Επίτροποι μπορούν να εκλέγονται σε κάθε συνέλευση πιστωτών. Οι επίτροποι μπορούν να εκλέγονται για να παρέχουν γενικές συμβουλές και να εποπτεύουν γενικά τη διαχείριση της πτώχευσης, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου των λογαριασμών του συνδίκου. Οι επίτροποι είναι πιστωτές ή οι εντεταλμένοι αντιπρόσωποι αυτών. Εάν δεν εκλεγούν επίτροποι, τον ρόλο αυτόν αναλαμβάνει ο επόπτης για θέματα πτωχεύσεων (Accountant in Bankruptcy).

Οι σύνδικοι υποχρεούνται να υποβάλλουν λογαριασμούς στο τέλος του πρώτου έτους και, στη συνέχεια, σε τακτά χρονικά διαστήματα μέχρι το τέλος της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Οι λογαριασμοί πρέπει να ελέγχονται από τον επόπτη για θέματα πτωχεύσεων (Accountant in Bankruptcy) ή από εκλεγμένους επιτρόπους. Οι πιστωτές λαμβάνουν αντίγραφα του υπολογισμού των εξόδων και της αμοιβής του συνδίκου. Οι πιστωτές μπορούν να ζητήσουν να δουν τους λογαριασμούς και να προσφύγουν κατά του υπολογισμού.

Σε αντίθεση με την κοινή πράξη καταπίστευσης, η πράξη αυτή δεν είναι δεσμευτική για τους πιστωτές, εκτός εάν έχουν συμφωνήσει με τους όρους της, και καθίσταται προστατευμένη.

Στη διαδικασία εταιρικής αφερεγγυότητας, οι πιστωτές συμμετέχουν σε διαδικασίες αφερεγγυότητας μέσω συνελεύσεων πιστωτών και άλλων διαδικασιών λήψης αποφάσεων. Δύνανται επίσης να συγκροτούν επιτροπή και να εκλέγουν τα μέλη της. Οι εντεταλμένοι λειτουργοί πρέπει να ενημερώνουν τακτικά τους πιστωτές (κάθε 6 ή 12 μήνες, ανάλογα με τη διαδικασία) για την εξέλιξη της υπόθεσης.

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

Ο σύνδικος σε περίπτωση αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου διαχειρίζεται την αφερεγγυότητα για λογαριασμό των πιστωτών και έχει την εξουσία να εντοπίζει και να ανακτά τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη τα οποία περιέρχονται στον σύνδικο. Πράγματι, το άρθρο 109 του νόμου του 2016 ορίζει ότι, αμέσως μετά τον διορισμό του συνδίκου, και για τους σκοπούς της ανάκτησης της περιουσίας του οφειλέτη [με την επιφύλαξη του άρθρου 113 του νόμου σχετικά με την οικογενειακή κατοικία του οφειλέτη (Act regarding the debtor’s family home)], το σύνολο της περιουσίας του οφειλέτη περιέρχεται στην κατοχή του συνδίκου, όπως και κάθε έγγραφο που βρίσκεται στην κατοχή ή υπό τον έλεγχο του οφειλέτη σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία του, ή την επιχειρηματική του δραστηριότητα, ή τις χρηματοοικονομικές υποθέσεις του. Ο σύνδικος πρέπει επίσης να συντάξει και να διατηρεί απογραφή και αποτίμηση της περιουσίας, και στη συνέχεια να αποστέλλει αντίγραφο κάθε τέτοιας απογραφής και αποτίμησης στον επόπτη για θέματα πτωχεύσεων (Accountant in Bankruptcy). Ο σύνδικος δικαιούται επίσης να έχει πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα που σχετίζονται με τα περιουσιακά στοιχεία, την επιχειρηματική δραστηριότητα ή τις χρηματοοικονομικές υποθέσεις του οφειλέτη και τα οποία αποστέλλονται από τον οφειλέτη ή για λογαριασμό του σε τρίτον και βρίσκονται στα χέρια του εν λόγω τρίτου, και να εκδίδει αντίγραφα των εν λόγω εγγράφων. Εάν οποιοδήποτε πρόσωπο παρακωλύει σύνδικο που ασκεί, ή επιχειρεί να ασκήσει, εξουσία πρόσβασης σε έγγραφα, ο αρμόδιος δικαστής (sheriff) δικαιούται, κατόπιν αίτησης του συνδίκου, να διατάξει το εν λόγω πρόσωπο να παύσει να παρακωλύει τον σύνδικο. Ο σύνδικος δύναται επίσης να απαιτήσει την παράδοση κάθε τίτλου ιδιοκτησίας ή άλλου εγγράφου του οφειλέτη, παρά το γεγονός ότι διεκδικείται εμπράγματο βάρος επί του τίτλου ή του εγγράφου, αλλά με την επιφύλαξη οποιασδήποτε προτίμησης του δικαιούχου του βάρους.

Μετά την ανάκτηση των περιουσιακών στοιχείων, ο σύνδικος πρέπει να διαχειριστεί και να ρευστοποιήσει την περιουσία. Σύμφωνα με το άρθρο 109 του νόμου του 2016, το συντομότερο δυνατό μετά τον διορισμό του, ο σύνδικος διαβουλεύεται με τον επόπτη για θέματα πτωχεύσεων (Accountant in Bankruptcy) σχετικά με την άσκηση των καθηκόντων του και, με την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων, συμμορφώνεται με κάθε γενική ή συγκεκριμένη κατεύθυνση που του δίνεται από τους πιστωτές, κατά περίπτωση, κατόπιν αίτησης των επιτρόπων, από τον αρμόδιο δικαστή (sheriff), ή από τον επόπτη για θέματα πτωχεύσεων (Accountant in Bankruptcy), όσον αφορά την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων από τον σύνδικο.

Ο σύνδικος έχει το δικαίωμα να προβεί σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες ενέργειες:

  • να συνεχίζει ή να περατώνει οποιαδήποτε επιχειρηματική δραστηριότητα του οφειλέτη·
  • να κινεί, να συνεχίζει ή να συμμετέχει σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία σχετικά με την περιουσία του οφειλέτη·
  • να δημιουργεί εξασφάλιση επί οποιουδήποτε μέρους της περιουσίας·
  • όταν οποιοδήποτε δικαίωμα, δικαίωμα προαίρεσης ή άλλη εξουσία αποτελεί μέρος της περιουσίας του οφειλέτη, να προβαίνει σε πληρωμές ή να αναλαμβάνει υποχρεώσεις προκειμένου να αποκτήσει, προς όφελος των πιστωτών, οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο το οποίο αποτελεί αντικείμενο του εν λόγω δικαιώματος, του δικαιώματος προαίρεσης ή της εξουσίας·
  • να δανείζεται χρήματα στο μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο για τη διαφύλαξη της περιουσίας του οφειλέτη· και
  • να θέτει σε ισχύ ή να διατηρεί ασφαλιστήρια συμβόλαια που αφορούν την επιχειρηματική δραστηριότητα ή την περιουσία του οφειλέτη.

Κάθε πώληση της περιουσίας του οφειλέτη από τον σύνδικο μπορεί να πραγματοποιείται με δημοπρασία ή με ιδιωτική διαπραγμάτευση.

Οι κάτωθι κανόνες ισχύουν για την πώληση οποιουδήποτε μέρους της ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη επί της οποίας κατέχεται εμπράγματη εξασφάλιση από πιστωτή ή πιστωτές, εάν τα δικαιώματα του εξασφαλισμένου πιστωτή ή των εξασφαλισμένων πιστωτών είναι προνομιούχα σε σχέση με τα δικαιώματα του συνδίκου:

  • ο σύνδικος έχει δικαίωμα να πωλήσει αυτό το μέρος μόνο με τη σύμφωνη γνώμη κάθε τέτοιου πιστωτή, εκτός εάν επιτύχει αρκούντως υψηλό τίμημα για την απόσβεση κάθε τέτοιας εξασφάλισης·
  • αποκλείεται η λήψη μέτρων από τον πιστωτή για την εκτέλεση της εξασφάλισής του επί του μέρους αυτού κατόπιν γνωστοποίησης από τον σύνδικο στον πιστωτή ότι προτίθεται να το πωλήσει, καθώς και η έναρξη, από μέρους του συνδίκου, της διαδικασίας για την πώληση του εν λόγω μέρους κατόπιν γνωστοποίησης πιστωτή προς τον σύνδικο ότι ο πρώτος προτίθεται να ξεκινήσει τη διαδικασία για την πώλησή του μέρους αυτού·
  • σε περίπτωση που ο σύνδικος ή πιστωτής έχει προβεί σε γνωστοποίηση (όπως περιγράφεται ανωτέρω), αλλά έχει καθυστερήσει αδικαιολόγητα να προχωρήσει στην πώληση, τότε, κατόπιν έγκρισης του αρμόδιου δικαστή (sheriff) για περιπτώσεις γνωστοποίησης που αφορούν οποιονδήποτε πιστωτή ο οποίος έλαβε ενημέρωση, ο εν λόγω πιστωτής έχει δικαίωμα να εκτελέσει την εξασφάλιση, ή αντιστρόφως, ο σύνδικος έχει δικαίωμα να πωλήσει το μέρος αυτό.

Το καθήκον του συνδίκου να ρευστοποιήσει την περιουσία του οφειλέτη περιλαμβάνει την πώληση, με ή χωρίς αναγωγή κατά της περιουσίας, χρεών που οφείλονται σ’ αυτήν.

Ο σύνδικος μπορεί να πωλεί αναλώσιμα αγαθά χωρίς να συμμορφώνεται με οποιεσδήποτε κατευθύνσεις του δόθηκαν, εάν ο ίδιος θεωρεί πως η συμμόρφωση με τέτοιες κατευθύνσεις θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την πώληση.

Ο σύνδικος ή συνεργάτης αυτού ή οποιοσδήποτε επίτροπος δεν είναι αρμόδιος να αγοράσει οποιοδήποτε από τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη σύμφωνα με το άρθρο 109 του νόμου του 2016.

Ο σύνδικος πρέπει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 109 παράγραφος 7 του νόμου του 2016 και έχει δικαίωμα να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια η οποία επιτρέπεται βάσει του άρθρου 109, μόνον εφόσον, κατά την άποψή του, αυτή θα ωφελούσε οικονομικά την περιουσία του οφειλέτη και θα ήταν προς το συμφέρον των πιστωτών.

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Οι απαιτήσεις των πιστωτών στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας στη Σκωτία αφορούν χρέη τα οποία, κατά κανόνα, ήταν ληξιπρόθεσμα κατά την ημερομηνία της αφερεγγυότητας. Εάν η αίτηση υποβλήθηκε από τον οφειλέτη, η ημερομηνία της αφερεγγυότητας είναι η ημερομηνία κήρυξης της αφερεγγυότητας. Εάν η αφερεγγυότητα προέκυψε δυνάμει αίτησης πιστωτή, η ημερομηνία αφερεγγυότητας είναι η ημερομηνία του πρώτου εντάλματος που αναφέρει τον οφειλέτη.

Οι δαπάνες και η αμοιβή του συνδίκου, οι δαπάνες που πραγματοποίησε πιστωτής που υπέβαλε αίτηση για κήρυξη αφερεγγυότητας του οφειλέτη ή συνομολόγησε την αίτηση, καθώς και οι τόκοι επί των χρεών από την ημερομηνία αφερεγγυότητας έως την εξόφληση του χρέους, καταβάλλονται επίσης από την περιουσία (υπό την προϋπόθεση ότι αυτή επαρκεί).

Δεν μπορούν να προβάλλονται απαιτήσεις που γεννώνται μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Επομένως, πιστωτής η απαίτηση του οποίου γεννάται μετά την αφερεγγυότητα έχει απαίτηση κατά του οφειλέτη, η οποία θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα το άνοιγμα περαιτέρω διαδικασίας αφερεγγυότητας. Πράγματι, είναι δυνατόν να συντρέχουν ταυτόχρονα περισσότερες από μία διαδικασίες αφερεγγυότητας κατά του ίδιου οφειλέτη.

Στην εταιρική αφερεγγυότητα, όλα τα χρέη και οι υποχρεώσεις που οφείλονται από την εταιρεία πριν από την έναρξη της αφερεγγυότητας μπορούν να υποβληθούν στη διαδικασία αφερεγγυότητας. Τα πληρωτέα στο μέλλον χρέη είναι επίσης απαιτητά, αφού πρώτα αναχθούν σε τρέχουσες αξίες. Υποχρεώσεις που απορρέουν από ορισμένες εγκληματικές ενέργειες (όπως η διακίνηση ναρκωτικών) δεν είναι δυνατόν να αποδειχθούν κατά την ειδική διαχείριση ή την εκκαθάριση. Υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται μετά την κίνηση της διαδικασίας θεωρούνται «δαπάνες». Αυτές υπόκεινται σε δική τους σειρά κατάταξης, αλλά πρέπει να εξοφλούνται συνολικά πριν από τη διανομή χρημάτων στους πιστωτές.

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

Το άρθρο 122 του νόμου του 2016 θεσπίζει τις διατάξεις για την αναγγελία απαιτήσεων σε περίπτωση αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου. Για να ληφθεί απόφαση μεταβίβασης (adjudication) σχετικά με το δικαίωμα του πιστωτή (εφόσον υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια) επί μερίσματος από την περιουσία του οφειλέτη, ο πιστωτής πρέπει να αναγγείλει την απαίτησή του στον σύνδικο το αργότερο κατά την «ορισθείσα ημέρα». Ως «ορισθείσα ημέρα» νοείται η ημέρα 120 ημέρες μετά την ημερομηνία κατά την οποία γνωστοποιείται στον πιστωτή το κατά πόσον ο σύνδικος προτίθεται να συγκαλέσει την προβλεπόμενη από τη νομοθεσία συνέλευση, ή όταν δεν γνωστοποιείται τίποτα στον πιστωτή, η ημέρα που είναι 120 ημέρες μετά την ημερομηνία κατά την οποία ο σύνδικος ειδοποιεί τον πιστωτή καλώντας τον να αναγγείλει τις απαιτήσεις του.

Εάν ο πιστωτής υποβάλει εκπρόθεσμη αναγγελία στον σύνδικο (μετά την ορισθείσα ημέρα), ο σύνδικος δικαιούται, για κάθε λογιστική χρήση, να προβεί σε μεταβίβαση ως προς το δικαίωμα του πιστωτή (εφόσον υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια) επί μερίσματος από την περιουσία του οφειλέτη, εφόσον η απαίτηση αναγγέλθηκε το αργότερο 8 εβδομάδες πριν από τη λήξη της λογιστικής περιόδου και εφόσον εξαιρετικές περιστάσεις παρεμπόδισαν την αναγγελία της απαίτησης πριν από την ορισθείσα ημέρα.

Ο σύνδικος, προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη ή το ύψος απαίτησης που αναγγέλθηκε από πιστωτή, έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον πιστωτή να προσκομίσει περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία. Εναλλακτικά, ο σύνδικος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την προσκόμιση τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο, κατά την κρίση του συνδίκου, μπορεί να προσκομίσει τέτοια στοιχεία. Σε περίπτωση που ο πιστωτής ή άλλο πρόσωπο αρνείται ή καθυστερεί να το πράξει, ο σύνδικος έχει δικαίωμα να ζητήσει από το πρωτοβάθμιο περιφερειακό δικαστήριο (Sheriff Court) να διατάξει τον πιστωτή ή άλλο πρόσωπο να παραστεί σε κατ’ ιδίαν εξέταση ενώπιον του αρμόδιου δικαστή (sheriff).

Οι απαιτήσεις των πιστωτών πρέπει να αναγγέλλονται με έγγραφο που περιβάλλεται τον καθορισμένο τύπο, όπως ορίζεται στους κανονισμούς (της Σκωτίας) περί πτώχευσης του 2016 (Bankruptcy Regulations 2016).

Οι πιστωτές, σε περίπτωση εταιρικής αφερεγγυότητας, δύνανται να αναγγέλλουν τις απαιτήσεις τους (επαλήθευση χρέους) σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Η αναγγελία της απαίτησης αποτελεί προϋπόθεση του δικαιώματος ψήφου σε οποιαδήποτε συνέλευση (ή άλλη διαδικασία λήψης απόφασης) ή του δικαιώματος στην είσπραξη μερίσματος. Όσον αφορά την ειδική διαχείριση ή την εκκαθάριση, όπου προβλέπεται διανομή μερίσματος, ο εντεταλμένος λειτουργός απευθύνει επιστολή σε όλους τους πιστωτές οι οποίοι δεν έχουν ακόμη επαληθεύσει τις απαιτήσεις τους, ενημερώνοντάς τους ότι θα γίνει διανομή, καλώντας τους να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους και τάσσοντας τελική προθεσμία προς αυτόν τον σκοπό, προκειμένου να συμπεριληφθούν στην εν λόγω διανομή. Ο εντεταλμένος λειτουργός δύναται να διεκπεραιώνει απαιτήσεις που αναγγέλλονται μετά την ημερομηνία αυτή, αλλά δεν υποχρεούται να το πράξει. Κατά την δικαστική εκκαθάριση υπάρχει τυποποιημένο έντυπο που πρέπει να υποβληθεί προς επαλήθευση των χρεών. Τυποποιημένο έντυπο δεν υπάρχει για καμία άλλη διαδικασία, αλλά το νομικό πλαίσιο για τις λοιπές διαδικασίες ορίζει τι πρέπει να περιλαμβάνεται στην επαλήθευση για τους σκοπούς της διανομής. Η μη εμπρόθεσμη αναγγελία απαίτησης εκ μέρους πιστωτή δεν μπορεί να διαταράξει τη διανομή.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Η σειρά κατάταξης στο πίνακα διανομής στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας φυσικού προσώπου έχει ως εξής:

  1. Οι δαπάνες και η αμοιβή του προσωρινού συνδίκου στο πλαίσιο της διαχείρισης της περιουσίας του οφειλέτη·
  2. Οι δαπάνες και η αμοιβή του συνδίκου στο πλαίσιο της διαχείρισης της περιουσίας του οφειλέτη·
  3. Σε περίπτωση θανόντος οφειλέτη, τα εύλογα έξοδα τελευταίας ασθενείας και κηδείας, καθώς και τα εύλογα έξοδα για τη διαχείριση της περιουσίας του θανόντος·
  4. Τα εύλογα έξοδα του πιστωτή που είναι αιτών ή συνομολογεί την αίτηση του οφειλέτη για την κήρυξη αφερεγγυότητας του οφειλέτη·
  5. Τα συνήθη προνομιούχα χρέη (εξαιρουμένων τυχόν δεδουλευμένων τόκων επ’ αυτών έως την ημερομηνία της αφερεγγυότητας)·
  6. Τα δευτερεύοντα προνομιούχα χρέη (εξαιρουμένων τυχόν δεδουλευμένων τόκων επ’ αυτών έως την ημερομηνία της αφερεγγυότητας)·
  7. Τα συνήθη χρέη·
  8. Νόμιμοι τόκοι επί των συνήθων προνομιούχων χρεών, των δευτερευόντων προνομιούχων χρεών και των συνήθων χρεών από την ημερομηνία της αφερεγγυότητας μέχρι την ημερομηνία εξόφλησης του χρέους· και
  9. Τυχόν αναβληθέντα χρέη.

Τυχόν υπόλοιπο που απομένει μετά την πλήρη εξόφληση του συνόλου των χρεών, επιστρέφεται στον οφειλέτη ή στους διαδόχους ή εκδοχείς αυτού.

Ορισμένες απαιτήσεις που προκύπτουν από σχέση εξαρτημένης εργασίας αντιμετωπίζονται ως προνομιούχες και καταβάλλονται μετά την αποπληρωμή των εξόδων της διαδικασίας, αλλά πριν από την ικανοποίηση των απαιτήσεων των δικαιούχων κυμαινόμενων βαρών και των ανέγγυων πιστωτών.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

Η διαδικασία αφερεγγυότητας θεωρείται κατά κανόνα ότι περατώνεται όταν έχει ολοκληρωθεί η διαχείριση και ο σύνδικος έχει καταβάλει τυχόν μερίσματα στους πιστωτές, έχει διεκπεραιώσει όλους τους λογαριασμούς και έχει απαλλαγεί από τα καθήκοντα του συνδίκου. Ωστόσο, έχει κριθεί νομολογιακά στη Σκωτία ότι η αφερεγγυότητα εξακολουθεί παρά την απαλλαγή του οφειλέτη και του συνδίκου. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η διαδικασία μπορεί να αναβιώσει με την υποβολή αίτησης στο δικαστήριο, ή πλέον, υπό ορισμένες περιστάσεις, στον επόπτη για θέματα πτωχεύσεων (Accountant in Bankruptcy).

Το αποτέλεσμα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι ότι, σύμφωνα με το άρθρο 145 του νόμου του 2016, ο οφειλέτης απαλλάσσεται εντός του Ηνωμένου Βασιλείου από όλα τα χρέη και τις υποχρεώσεις που τον βάρυναν κατά την ημερομηνία της αφερεγγυότητας. Συνεπώς, οι πιστωτές δεν μπορούν πλέον να επιδιώκουν την αναγκαστική είσπραξη αυτών των χρεών. Ωστόσο, υπάρχουν εξαιρέσεις, με τον οφειλέτη να μην απαλλάσσεται από καμία υποχρέωση καταβολής προστίμου το οποίο επιβάλλεται από το ειρηνοδικείο (peace court) [ή το περιφερειακό δικαστήριο (district court)], από καμία υποχρέωση που απορρέει από διαταγή αποζημίωσης κατά την έννοια του άρθρου 249 του νόμου (της Σκωτίας) περί Ποινικής Δικονομίας του 1995 (Criminal Procedure Act 1995) (στο εξής: νόμος του 1995) και από καμία υποχρέωση κατάπτωσης χρηματικού ποσού που κατατέθηκε στο δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 6 του νόμου του 1995· από καμία υποχρέωση που απορρέει από απάτη ή από απιστία, από καμία υποχρέωση καταβολής διατροφής ή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού τέτοιας φύσης βάσει οποιασδήποτε διάταξης ή κανόνα δικαίου, ή από καμία περιοδική παροχή πληρωτέα σε περίπτωση διαζυγίου δυνάμει δικαστικής εντολής ή υποχρέωσης η οποία δεν είναι διατροφή ούτε περιοδική αποζημίωση που μπορεί να συνυπολογιστεί στο ποσό που απαιτεί ο πιστωτής, ή από καμία διατροφή τέκνου κατά την έννοια του νόμου περί διατροφής τέκνων του 1991 (Child Support Act 1991) (στο εξής: νόμος του 1991) η οποία δεν καταβλήθηκε για οποιαδήποτε περίοδο πριν από την ημερομηνία της αφερεγγυότητας από οποιοδήποτε πρόσωπο από το οποίο έπρεπε να καταβληθεί ή από οποιονδήποτε εργοδότη από τον οποίο αφαιρέθηκε ή επρόκειτο να αφαιρεθεί δυνάμει του άρθρου 31 παράγραφος 5 του νόμου του 1991.

Με τη λήξη ισχύος της πράξης καταπίστευσης, ο οφειλέτης απαλλάσσεται από όλα τα χρέη του που σχετίζονται με την πράξη καταπίστευσης, υπό την προϋπόθεση ότι ο σύνδικος θεωρεί ότι ο οφειλέτης έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την πράξη καταπίστευσης.

Οι διατάξεις περί συμβιβασμού (composition) σχετικά με τις αιτήσεις αφερεγγυότητας που υποβλήθηκαν μετά την 1η Απριλίου 2015 καταργήθηκαν στη Σκωτία δυνάμει του άρθρου 18 του νόμου (της Σκωτίας) περί παροχής συμβουλών σχετικά με την πτώχευση και τις οφειλές του 2014 (Bankruptcy and Debt Advice Act 2014).

Υπάρχουν λεπτομερείς διαδικαστικοί κανόνες σχετικά με την έξοδο από όλες τις διαδικασίες εταιρικής αφερεγγυότητας, τόσο την εκκαθάριση όσο και την αναδιοργάνωση, ή την περάτωση αυτών.

Δεν απαιτείται έγκριση δικαστηρίου για τα σχέδια αναδιοργάνωσης, αλλά ο ζημιωθείς δύναται να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο εάν πιστεύει ότι τα συμφέροντά του επλήγησαν αναίτια.

Οι πιστωτές συμφωνούν ως προς τις προτάσεις που υποβάλλει ο οφειλέτης [ποσοστό έγκρισης σε CVA — > 75 % (βάσει αξίας)] ή ο εντεταλμένος λειτουργός σε διαδικασία αφερεγγυότητας (στην ειδική διαχείριση, απλή πλειοψηφία ή έγκριση όλων των ενέγγυων πιστωτών και της πλειοψηφίας των προνομιούχων πιστωτών σε περιπτώσεις όπου δεν θεωρείται πιθανή η επιστροφή σε ανέγγυους πιστωτές).

Μόλις εγκριθεί ένας CVA, όλοι οι ανέγγυοι πιστωτές κατά τη στιγμή των προτάσεων δεσμεύονται από τον συμβιβασμό.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, οι πιστωτές μπορούν να προσφύγουν κατά της απαλλαγής του συνδίκου, ενώ δικαιούνται επίσης να υποβάλουν αίτηση για εκ νέου άνοιγμα και αναβίωση της διαδικασίας.

Επίσης, όπως προαναφέρθηκε, ενώ η περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας και η απαλλαγή του οφειλέτη γενικά σημαίνει ότι ο οφειλέτης απαλλάσσεται στο Ηνωμένο Βασίλειο από όλα τα χρέη και τις υποχρεώσεις που τον βαρύνουν κατά την ημερομηνία της αφερεγγυότητας, υπάρχουν ορισμένες εξαιρέσεις. Ως εκ τούτου, οι πιστωτές ενδέχεται να εξακολουθούν να έχουν το δικαίωμα να εγείρουν ορισμένες εξαιρούμενες αξιώσεις, παρά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Οι πιστωτές δικαιούνται επίσης να διεκδικήσουν κεφάλαια που τους διανεμήθηκαν (τα οποία όμως δεν τους καταβλήθηκαν) μετά την περάτωση της διαδικασίας.

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Τα έξοδα και οι δαπάνες που προκύπτουν από τη διαδικασία αφερεγγυότητας θα πρέπει να καλύπτονται με κεφάλαια που συγκεντρώνονται από την περιουσία. Ωστόσο, εάν τα κεφάλαια δεν επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων και των δαπανών της διαδικασίας, και ο σύνδικος είναι ο επόπτης για θέματα πτωχεύσεων (Accountant in Bankruptcy), τα έξοδα αυτά θα καλυφθούν από το δημόσιο ταμείο. Εάν ο σύνδικος είναι διαχειριστής αφερεγγυότητας και όχι ο επόπτης για θέματα πτωχεύσεων (Accountant in Bankruptcy), ο σύνδικος έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον αιτούντα πιστωτή να καλύψει τυχόν έλλειμμα, σε περιπτώσεις όπου δεν επαρκούν τα κεφάλαια που συγκεντρώθηκαν για την εξόφληση των εξόδων και των δαπανών της διαδικασίας. Οι δαπάνες και τα έξοδα πρέπει να καταβάλλονται (από ρευστοποιήσεις) και πριν από την επιστροφή των κεφαλαίων στους πιστωτές.

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

Απαλλοτριώσεις από χαριστική αιτία, αθέμιτες προτιμήσεις και άλλες συναλλαγές που αποτελούν αντικείμενο απάτης μπορούν να προσβληθούν βάσει κοινοδικαίου και σύμφωνα με το άρθρο 98 παράγραφος 11 και το άρθρο 99 παράγραφος 8 του νόμου του 2016.

Μια απαλλοτρίωση από χαριστική αιτία εκ μέρους οφειλέτη μπορεί να προσβληθεί από οποιονδήποτε πιστωτή ο οποίος κατέστη πιστωτής δυνάμει χρέους που γεννήθηκε κατά την ημερομηνία αφερεγγυότητας ή πριν από αυτήν, ή πριν από την έκδοση της πράξης καταπίστευσης, ή πριν από τον θάνατο του οφειλέτη. Μπορεί επίσης να προσβληθεί από τον σύνδικο, τον σύνδικο που ενεργεί βάσει της πράξης καταπίστευσης, ή τον δικαστικό λειτουργό, ανάλογα με την περίπτωση.

Η απαλλοτρίωση από χαριστική αιτία μπορεί να προσβληθεί όταν, δυνάμει της απαλλοτρίωσης, κάποιο περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη έχει μεταβιβαστεί ή ο οφειλέτης έχει παραιτηθεί από κάποια απαίτηση ή δικαίωμά του, και συντρέχει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

  • η περιουσία του οφειλέτη έχει καταστεί αφερέγγυα (εκτός εάν αυτό συνέβη, σε περίπτωση φυσικού προσώπου, μετά τον θάνατό του)· ή
  • ο οφειλέτης έχει εκδώσει πράξη καταπίστευσης η οποία κατέστη προστατευμένη πράξη καταπίστευσης· ή
  • ο οφειλέτης έχει αποβιώσει και, εντός 12 μηνών από τον θάνατό του, η περιουσία του έχει καταστεί αφερέγγυα· ή
  • ο οφειλέτης έχει αποβιώσει και, εντός του εν λόγω χρονικού διαστήματος των 12 μηνών, έχει διοριστεί δικαστικός λειτουργός βάσει του άρθρου 11A του νόμου (της Σκωτίας) περί δικαστικών λειτουργών του 1889 (Judicial Factors Act 1889) για τη διαχείριση της περιουσίας του οφειλέτη, και η περιουσία ήταν απολύτως αφερέγγυα κατά την ημερομηνία του θανάτου· και
  • η απαλλοτρίωση έλαβε χώρα σε ορισθείσα ημέρα.

Η ημέρα κατά την οποία έλαβε χώρα η απαλλοτρίωση είναι η ημέρα κατά την οποία η απαλλοτρίωση παρήγε πλήρη αποτελέσματα. Ως «ορισθείσα ημέρα» νοείται, εάν η απαλλοτρίωση έχει ως αποτέλεσμα να ευνοηθεί:

  • πρόσωπο που είναι συνεργάτης του οφειλέτη, κάποια ημέρα το νωρίτερο 5 έτη πριν από την ημερομηνία της αφερεγγυότητας, την έκδοση της πράξης καταπίστευσης ή τον θάνατο του οφειλέτη, ανάλογα με την περίπτωση· ή
  • οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, κάποια ημέρα το νωρίτερο 2 έτη πριν από την εν λόγω ημερομηνία.

Κατόπιν άσκησης προσφυγής, το δικαστήριο εκδίδει απόφαση για μείωση ή για αποκατάσταση περιουσιακών στοιχείων στην περιουσία του οφειλέτη ή για άλλα μέσα έννομης προστασίας, κατά περίπτωση. Εντούτοις, το δικαστήριο δεν εκδίδει τέτοια απόφαση εάν το πρόσωπο που επιδιώκει να υποστηρίξει την απαλλοτρίωση αποδεικνύει:

  • ότι αμέσως, ή ανά πάσα στιγμή, μετά την απαλλοτρίωση, τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη υπερέβαιναν τις υποχρεώσεις του· ή
  • ότι η απαλλοτρίωση πραγματοποιήθηκε έναντι επαρκούς ανταλλάγματος· ή
  • ότι η απαλλοτρίωση
    • αφορούσε δώρο γενεθλίων, Χριστουγέννων, ή άλλο σύνηθες δώρο· ή
    • αφορούσε δώρο που προσφέρθηκε για φιλανθρωπικούς σκοπούς σε πρόσωπο που δεν είναι συνεργάτης του οφειλέτη,

και λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, ήταν εύλογη η πραγματοποίηση της απαλλοτρίωσης από τον οφειλέτη, με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος που αποκτήθηκε καλόπιστα και έναντι ανταλλάγματος από τον αποκτώντα ή μέσω αυτού.

Η αθέμιτη προτίμηση εκ μέρους του οφειλέτη μπορεί να προσβληθεί κατά τον νόμο. Η προτίμηση μπορεί να προσβληθεί από πιστωτή ο οποίος κατέστη πιστωτής δυνάμει χρέους που γεννήθηκε κατά την ημερομηνία της αφερεγγυότητας ή πριν από αυτήν, πριν από την έκδοση της προστατευμένης πράξης καταπίστευσης ή πριν από τον θάνατο του οφειλέτη. Μπορεί επίσης να προσβληθεί από τον σύνδικο, τον σύνδικο που ενεργεί βάσει προστατευμένης πράξης καταπίστευσης ή δικαστικό λειτουργό. Η συναλλαγή πρέπει να είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία προτίμησης υπέρ ενός πιστωτή και εις βάρος της γενικής ομάδας των πιστωτών, η οποία προτίμηση δεν δημιουργήθηκε νωρίτερα από: 6 μήνες πριν από την αφερεγγυότητα, την έκδοση από τον οφειλέτη πράξης καταπίστευσης η οποία κατέστη προστατευμένη πράξη καταπίστευσης ή τον θάνατο του οφειλέτη όταν, εντός 12 μηνών από τον θάνατό του, η περιουσία κηρύχθηκε αφερέγγυα ή διορίστηκε δικαστικός λειτουργός. Ωστόσο, μια συναλλαγή δεν μπορεί να προσβληθεί όταν έλαβε χώρα στο πλαίσιο συνήθους εμπορικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας, με πληρωμή σε μετρητά για χρέος το οποίο, κατά τη στιγμή της πληρωμής, είχε καταστεί πληρωτέο (εκτός εάν η συναλλαγή πραγματοποιήθηκε σε συμπαιγνία με σκοπό να θιγεί η γενική ομάδα των πιστωτών), ή όταν πρόκειται για συναλλαγή με την οποία τα μέρη ανέλαβαν αμοιβαίες υποχρεώσεις (ανεξάρτητα από το κατά πόσον τα μέρη εκτελούν τις αντίστοιχες υποχρεώσεις τους κατά τον ίδιο ή σε διαφορετικό χρόνο), εκτός εάν η συναλλαγή έγινε σε συμπαιγνία ή έχει δοθεί εντολή με την οποία ο οφειλέτης εξουσιοδοτεί τον τρίτο στα χέρια του οποίου πραγματοποιήθηκε η κατάσχεση (arrestee) να καταβάλει το κατασχεθέν ποσό ή μέρος αυτού στον κατασχόντα (arrester), όταν υπάρχει διαταγή πληρωμής ή ένταλμα ταχείας αναγκαστικής εκτέλεσης (summary diligence) και έχει προηγηθεί της διαταγής ή του εντάλματος κατάσχεση εις χείρας τρίτου βάσει συνάφειας της προσφυγής (dependence of the action) ή έπεται αυτών κατάσχεση εις χείρας τρίτου ως εκτέλεση. Κατόπιν άσκησης προσφυγής, και εφόσον πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις, το δικαστήριο εκδίδει απόφαση για μείωση ή αποκατάσταση της περιουσίας του οφειλέτη, ή διατάσσει άλλα μέσα έννομης προστασίας ανάλογα με την περίπτωση, με την επιφύλαξη ότι αυτό δεν θίγει οποιοδήποτε δικαίωμα το οποίο χορήγησε ο πιστωτής που προτιμήθηκε ή το οποίο αποκτήθηκε μέσω αυτού καλόπιστα και έναντι ανταλλάγματος.

Στην εταιρική αφερεγγυότητα, εάν η εταιρεία έχει προτιμήσει συγκεκριμένο πιστωτή λίγο πριν την κήρυξη της αφερεγγυότητας ή είχε προβεί σε συναλλαγή υποτιμημένης αξίας, ο εντεταλμένος λειτουργός έχει δικαίωμα να κινηθεί κατά του αποδέκτη. Κατόπιν αίτησης του εντεταλμένου λειτουργού σε περίπτωση εκκαθάρισης ή ειδικής διαχείρισης, το δικαστήριο δύναται να αντιστρέψει οποιοδήποτε από τα δύο είδη συναλλαγής και να διατάξει τον αποδέκτη να επαναφέρει τα πράγματα στην κατάσταση που θα ίσχυε εάν δεν είχε πραγματοποιηθεί η συναλλαγή.

Οι απαιτήσεις για αντιστροφή πληρωμών κατά προτίμηση πρέπει να αφορούν συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν κατά το εξάμηνο που προηγήθηκε του διορισμού του διαχειριστή ή της έναρξης της εκκαθάρισης, ή κατά τη διετία που προηγήθηκε στην περίπτωση πληρωμής κατά προτίμηση σε συνεργάτη.

Οι απαιτήσεις για αντιστροφή συναλλαγών υποτιμημένης αξίας πρέπει να αφορούν συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διετία που προηγήθηκε αυτών των γεγονότων.

Ο εντεταλμένος λειτουργός σε διαδικασία ειδικής διαχείρισης, εκκαθάρισης, ή εκούσιου συμβιβασμού δύναται να υποβάλει στο δικαστήριο αίτηση για εντολή αντιστροφής της καταδολιευτικής για τους πιστωτές συναλλαγής. Η αίτηση αυτή μπορεί επίσης να υποβληθεί από θύμα της συναλλαγής, με την άδεια του δικαστηρίου.

Στο πλαίσιο διαδικασιών ειδικής διαχείρισης και εκκαθάρισης, ο εντεταλμένος λειτουργός δύναται επίσης να προβεί σε ενέργειες με σκοπό την αποζημίωση κατά οποιουδήποτε διευθυντικού στελέχους της εταιρείας συμμετείχε, τελώντας εν γνώσει της αφερεγγυότητας, σε συναλλαγή που προκάλεσε περαιτέρω ζημίες στους πιστωτές, σε δόλιες εμπορικές πρακτικές ή σε πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του.

Σε περίπτωση που κατατίθεται στο δικαστήριο αίτηση για εκκαθάριση, κάθε διάθεση περιουσιακού στοιχείου μετά την υποβολή της αίτησης είναι άκυρη, εκτός εάν το δικαστήριο αποφανθεί διαφορετικά.

Τελευταία επικαιροποίηση: 14/06/2021

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.