Αφερεγγυότητα/πτώχευση

Τσεχία
Περιεχόμενο που παρέχεται από
European Judicial Network
Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο (για αστικές και εμπορικές υποθέσεις)

Νομικό πλαίσιο

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας στην Τσεχική Δημοκρατία ρυθμίζονται κυρίως από τον νόμο αριθ. 182/2006 περί αφερεγγυότητας και διαδικασιών αφερεγγυότητας (Zákon č. 182/2006 Sb., o úpadku a způsobech jeho řešení) (ο «νόμος περί αφερεγγυότητας»), σε συνδυασμό με τον νόμο αριθ. 99/1963 περί κώδικα πολιτικής δικονομίας (Zákon č. 99/1963 Sb., občanský soudní řád).

Άλλο σημαντικό νομοθέτημα αποτελεί ο νόμος αριθ. 312/2006 σχετικά με τους διαχειριστές αφερεγγυότητας (Zákon č. 312/2006 Sb., o insolvenčních správcích), ο οποίος (σε συνδυασμό με τον νόμο περί αφερεγγυότητας) θεσπίζει το νομικό πλαίσιο για το επάγγελμα του διαχειριστή αφερεγγυότητας.

Η τρέχουσα έκδοση των εν λόγω διατάξεων είναι διαθέσιμη εδώ.

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Διαδικασία αφερεγγυότητας μπορεί να κινηθεί κατά φυσικών και νομικών προσώπων, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού τους ως επιχειρηματικών οντοτήτων.

Τα διάφορα είδη διαδικασιών αφερεγγυότητας (πτώχευση, εξυγίανση, διαγραφή χρεών) διαφέρουν ως προς τις οντότητες για τις οποίες προορίζονται. Ενώ μπορεί να κατατεθεί αίτηση πτώχευσης για το σύνολο των οντοτήτων, η εξυγίανση αφορά αποκλειστικά τις επιχειρήσεις, ενώ η διαγραφή χρεών εφαρμόζεται πρωτίστως στις μη επιχειρηματικές οντότητες (όπως επεξηγείται κατωτέρω).

Δεν μπορεί να κινηθεί διαδικασία αφερεγγυότητας κατά του κράτους, των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης, πολιτικών κομμάτων και κινημάτων κατά τη διάρκεια των εκλογών, καθώς και κατά λοιπών επιλεγμένων οντοτήτων κυρίως δημοσίου δικαίου. Εφαρμόζονται ειδικοί κανόνες όσον αφορά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τις ασφαλιστικές εταιρείες.

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

Αφερεγγυότητα ή επικείμενη αφερεγγυότητα

Η διαδικασία αφερεγγυότητας συνιστά δικαστική διαδικασία για την αντιμετώπιση της αφερεγγυότητας ή επικείμενης αφερεγγυότητας οφειλέτη. Η βασική προϋπόθεση, ως εκ τούτου, είναι η ύπαρξη κατάστασης αφερεγγυότητας ή επικείμενης αφερεγγυότητας.

Λογίζεται ότι ένας οφειλέτης είναι αφερέγγυος εάν (σωρευτικοί όροι):

  • ο οφειλέτης έχει περισσότερους από έναν πιστωτές
  • ο οφειλέτης έχει οφειλές χρηματικής φύσης που είναι ληξιπρόθεσμες για πάνω από 30 ημέρες
  • ο οφειλέτης αδυνατεί να εκπληρώσει τις εν λόγω υποχρεώσεις του.

Ο οφειλέτης λογίζεται ότι είναι αφερέγγυος ιδιαίτερα εάν έχει προβεί σε παύση πληρωμών ως προς σημαντικό ποσοστό των οφειλών του ή εάν δεν εκπληρώνει τις σχετικές υποχρεώσεις του για χρονικό διάστημα άνω των τριών μηνών αφότου καταστούν ληξιπρόθεσμες ή εάν ληξιπρόθεσμες χρηματικές απαιτήσεις κατά του οφειλέτη δεν μπορούν να ικανοποιηθούν μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης ή κατάσχεσης.

Εάν ο οφειλέτης είναι επιχειρηματική οντότητα (είτε πρόκειται για νομικό είτε για φυσικό πρόσωπο) λογίζεται επίσης ως αφερέγγυος εάν είναι υπερχρεωμένος. Οι οφειλέτες χαρακτηρίζονται ως υπερχρεωμένοι εάν έχουν πολλαπλούς πιστωτές και το σύνολο των οφειλών τους υπερβαίνει την αξία των περιουσιακών τους στοιχείων.

Επικείμενη αφερεγγυότητα υπάρχει όταν, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων, μπορεί ευλόγως να συναχθεί ότι ο οφειλέτης δεν θα είναι σε θέση να ικανοποιήσει ουσιώδες τμήμα των χρηματικών του υποχρεώσεων δεόντως και εγκαίρως.

Είδη διαδικασιών αφερεγγυότητας

Το τσεχικό δίκαιο διακρίνει τρεις βασικούς τρόπους για την αντιμετώπιση της αφερεγγυότητας ή της επικείμενης αφερεγγυότητας οφειλέτη στο πλαίσιο των διαδικασιών αφερεγγυότητας:

  • την πτώχευση (konkurs)
  • την εξυγίανση (reorganizace)
  • τη διαγραφή χρεών (oddlužení).

Ο νόμος περί αφερεγγυότητας δεν ορίζει ποια από τις διαφορετικές μεθόδους αντιμετώπισης αφερεγγυότητας πρέπει να χρησιμοποιείται από τον εκάστοτε οφειλέτη, αλλά αφήνει την επιλογή στη διακριτική ευχέρεια των ενδιαφερομένων. Παρέχεται η δυνατότητα για κίνηση διαδικασίας εκκαθάρισης (πτώχευση), αλλά επίσης προσφέρεται η δυνατότητα μεθόδων ανάκαμψης (εξυγίανση και διαγραφή χρεών). Η επιλογή της κατάλληλης μεθόδου για την αντιμετώπιση της αφερεγγυότητας οφειλέτη πρέπει να γίνεται με γνώμονα τη βέλτιστη δυνατή έκβαση για τους πιστωτές.

Η πτώχευση είναι ένας γενικός τρόπος αντιμετώπισης της αφερεγγυότητας, στο πλαίσιο του οποίου, βάσει δικαστικής απόφασης που κηρύσσει τον οφειλέτη σε πτώχευση, οι αναγνωρισμένες απαιτήσεις των πιστωτών ικανοποιούνται κατά βάση από τη ρευστοποίηση της περιουσίας του οφειλέτη. Οι απαιτήσεις που δεν έχουν ικανοποιηθεί είτε εν μέρει είτε στο σύνολό τους δεν αποσβένονται, με την επιφύλαξη αντίθετης διάταξης του νόμου. Η εν λόγω μέθοδος αφερεγγυότητας χρησιμοποιείται πάντα όταν είναι αδύνατη η χρήση των επιεικέστερων μεθόδων της εξυγίανσης ή της διαγραφής χρεών κατά του οφειλέτη, η εάν καταστεί σαφές κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ότι δεν μπορούν να συνεχιστούν οι εν λόγω μέθοδοι.

H εξυγίανση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση της αφερεγγυότητας ή επικείμενης αφερεγγυότητας οφειλετών που αποτελούν επιχειρηματικές οντότητες. Συνεπάγεται την αναδιοργάνωση της επιχείρησης. Συνήθως προσδοκάται ότι οι απαιτήσεις των πιστωτών θα ικανοποιηθούν σταδιακά ενώ η επιχείρηση του οφειλέτη παραμένει σε λειτουργία σύμφωνα με μέτρα για την αναζωογόνηση της διαχείρισής της με βάση σχέδιο εξυγίανσης που έχει προηγουμένως εγκριθεί από το πτωχευτικό δικαστήριο. Οι πιστωτές παρακολουθούν την πρόοδο του σχεδίου εξυγίανσης.

Η διαγραφή χρεών συνιστά έναν τρόπο αντιμετώπισης της αφερεγγυότητας ή της επικείμενης αφερεγγυότητας οφειλετών που είναι είτε φυσικά πρόσωπα (ανεξάρτητα από το αν ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα) είτε νομικά πρόσωπα που δεν ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα. Αυτή η μέθοδος αφερεγγυότητας εστιάζει κυρίως σε κοινωνικές παρά σε οικονομικές πτυχές. Σκοπός είναι να παρέχεται στους οφειλέτες η ευκαιρία μιας «νέας αρχής» και να ενθαρρύνονται αυτοί να συμμετέχουν ενεργά στην εξόφληση των οφειλών τους. Γενικά, οι οφειλέτες πρέπει να έχουν τουλάχιστον την ικανότητα να καλύψουν πλήρως την αμοιβή και τα έξοδα του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας και να καταβάλουν τουλάχιστον το ίδιο ποσό στους λοιπούς πιστωτές και, επιπλέον, το πλήρες ποσό των τυχόν νόμιμων υποχρεώσεών τους διατροφής και τις αμοιβές του προσώπου που συνέταξε την αίτηση διαγραφής χρεών. Σε ορισμένες κατηγορίες οφειλετών (δικαιούχοι σύνταξης γήρατος ή αναπηρίας ή πρόσωπα που μπορούν να καλύψουν τις απαιτήσεις των οφειλετών τους ως ένα καθορισμένο ποσοστό) μπορεί να χορηγηθεί διαγραφή χρεών σε συντομότερο διάστημα. Τεκμαίρεται ότι οι απαιτήσεις των ενέγγυων πιστωτών θα ικανοποιηθούν από τη σχετική εμπράγματη ασφάλεια. Παράλληλος σκοπός είναι επίσης η μείωση των δημόσιων δαπανών που πραγματοποιούνται για την ανάκαμψη των προσώπων που βρίσκονται σε κατάσταση κοινωνικής κρίσης. Η διαγραφή χρεών μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ρευστοποίησης της πτωχευτικής περιουσίας ή του καθορισμού χρονοδιαγράμματος αποπληρωμής σε συνδυασμό με τη ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας.

Ποιος νομιμοποιείται ενεργητικά να κινήσει διαδικασία αφερεγγυότητας;

Διαδικασία αφερεγγυότητας μπορεί να κινηθεί μόνον με την κατάθεση σχετικής αίτησης. Η διαδικασία αρχίζει κατά την ημερομηνία κατά την οποία η αίτηση για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας άγεται ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου. Την αίτηση για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας μπορούν να καταθέσουν τόσο οι οφειλέτες όσο και οι πιστωτές, με εξαίρεση τις περιπτώσεις της επικείμενης αφερεγγυότητας, στις οποίες την αίτηση μπορεί να καταθέσει μόνο ο οφειλέτης.

Οι οφειλέτες που είναι επιχειρηματικές οντότητες (φυσικά και νομικά πρόσωπα ομοίως) οφείλουν να καταθέσουν αμελλητί αίτηση για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας μόλις λάβουν γνώση της αφερεγγυότητάς τους ή αφότου θα είχαν λάβει γνώση της αφερεγγυότητάς τους εάν είχαν επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια.

Έναρξη διαδικασίας πτώχευσης

Το πτωχευτικό δικαστήριο εκδίδει απόφαση περί κήρυξης σε πτώχευση με αυτοτελή του απόφαση. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η κήρυξη σε πτώχευση μπορεί να διατάσσεται με την απόφαση περί αφερεγγυότητας (εάν ο οφειλέτης δεν πληροί τους όρους υπαγωγής σε καθεστώς εξυγίανσης ή διαγραφής χρεών). Η κήρυξη σε πτώχευση παράγει αποτελέσματα με τη δημοσίευση της απόφασης περί κήρυξης σε πτώχευση στο μητρώο αφερεγγυότητας.

Έναρξη διαδικασίας εξυγίανσης

Η διαδικασία εξυγίανσης κινείται με την άδεια του πτωχευτικού δικαστηρίου, η οποία εκδίδεται κατόπιν σχετικής αίτησης του οφειλέτη ή αναγγελθέντος πιστωτή.

Η άδεια για τη διαδικασία εξυγίανσης χορηγείται εάν πληρούται ένας από τους παρακάτω όρους (μη σωρευτικοί όροι):

  • o συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών του οφειλέτη κατά την τελευταία λογιστική χρήση πριν από την αίτηση για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας ήταν τουλάχιστον 50 000 000 CZK , ή
  • ο οφειλέτης απασχολεί τουλάχιστον 50 υπαλλήλους, ή
  • ο οφειλέτης υποβάλλει ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, μαζί με την αίτηση για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας ή το αργότερο μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης περί αφερεγγυότητας, σχέδιο εξυγίανσης το οποίο έχει εγκριθεί από τουλάχιστον το 50 % του συνόλου των ενέγγυων πιστωτών (υπολογιζόμενο με βάση το συνολικό ποσό των απαιτήσεών τους) και τουλάχιστον το 50 % των ανέγγυων πιστωτών (επίσης υπολογιζόμενο με βάση το σύνολο των απαιτήσεών τους).

Ο οφειλέτης δεν μπορεί να υπαχθεί σε καθεστώς εξυγίανσης εάν είναι νομικό πρόσωπο υπό εκκαθάριση, εταιρεία εμπορίας κινητών αξιών ή οντότητα εξουσιοδοτημένη να δραστηριοποιείται σε χρηματιστήρια εμπορευμάτων δυνάμει ειδικού νόμου.

Το πτωχευτικό δικαστήριο επιτρέπει την εξυγίανση εφόσον πληρούνται οι αντίστοιχες νόμιμες προϋποθέσεις. Η εν λόγω απόφαση δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα.

Το πτωχευτικό δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση για χορήγηση άδειας υπαγωγής σε καθεστώς εξυγίανσης εφόσον: α) λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων, μπορεί εύλογα να συναχθεί η ύπαρξη κακόβουλης πρόθεσης, β) η αίτηση έχει κατατεθεί εκ νέου από πρόσωπο του οποίου έχει ήδη εκδικαστεί αίτηση για χορήγηση άδειας υπαγωγής σε καθεστώς εξυγίανσης ή γ) η αίτηση έχει κατατεθεί από πιστωτή αλλά δεν έχει εγκριθεί στο πλαίσιο συνέλευσης των πιστωτών. Κατά τέτοιας απόφασης μπορούν να ασκήσουν έφεση μόνο οι ασκήσαντες την αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση.

Έναρξη διαδικασίας διαγραφής χρεών

Αίτηση για υπαγωγή σε καθεστώς διαγραφής χρεών μπορεί να καταθέσει ο οφειλέτης με τη χρήση προβλεπόμενου συναφώς εντύπου, ενώ, εφόσον συντρέχει περίπτωση, η αίτηση υποβάλλεται μαζί με αίτηση για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας (εάν δεν έχει ήδη κινηθεί διαδικασία αφερεγγυότητας από πιστωτή). Συναφώς, υφίσταται ο περιορισμός ότι την αίτηση για υπαγωγή σε καθεστώς διαγραφής χρεών για τον οφειλέτη πρέπει να υποβάλει δικηγόρος, συμβολαιογράφος, δικαστικός επιμελητής, διαχειριστής διαδικασιών αφερεγγυότητας ή άλλο πρόσωπο πιστοποιημένο να εκτελεί καθήκοντα δημόσιου συμφέροντος. Ο οφειλέτης δικαιούται να υποβάλει μόνος του την αίτηση αν διαθέτει πανεπιστημιακό πτυχίο νομικής ή οικονομικών επιστημών.

Η αίτηση για τη διαγραφή χρεών μαζί με τα παραρτήματά της πρέπει να περιέχει, ιδίως, στοιχεία σχετικά με τα παρελθόντα και τα προσδοκώμενα μελλοντικά εισοδήματα του οφειλέτη, κατάλογο των περιουσιακών του στοιχείων, καθώς και ένορκη δήλωση στην οποία να δηλώνεται ότι, κατά την κατάρτιση της αίτησης αφερεγγυότητας, ο οφειλέτης ενημερώθηκε για τις υποχρεώσεις του στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ότι θα ρυθμίσει δεόντως τις οφειλές κατά την εξόφληση των υποχρεώσεών, ότι θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια που ευλόγως θα του ζητηθεί για να εξοφλήσει πλήρως τους πιστωτές του, ότι θα συμμορφωθεί με όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον νόμο περί αφερεγγυότητας και την απόφαση έγκρισης της διαγραφής χρεών, και ότι θα δηλώσει το σύνολο των εισοδημάτων του.

Το πτωχευτικό δικαστήριο εγκρίνει την αίτηση για διαγραφή χρεών εάν πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις. Απορρίπτει την αίτηση για διαγραφή χρεών εάν, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων, μπορεί εύλογα να συναχθεί η ύπαρξη κακόβουλης πρόθεσης ή ότι ο οφειλέτης δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσει την ελάχιστη καταβολή. Η ελάχιστη καταβολή πρέπει να καλύπτει πλήρως την αμοιβή και τα έξοδα του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, τις εκκρεμείς και τις τρέχουσες πληρωμές διατροφής, την αμοιβή του προσώπου που συνέταξε την αίτηση υπαγωγής σε καθεστώς διαγραφής χρεών και ορισμένο ποσό προς καταβολή στους ανέγγυους πιστωτές. Το πτωχευτικό δικαστήριο επίσης απορρίπτει την αίτηση για διαγραφή χρεών εάν από τη μέχρι τούδε διαδικασία προκύπτει ότι ο οφειλέτης επέδειξε αμέλεια ή απερισκεψία κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Ομοίως, το δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση του οφειλέτη αν α) έχει χορηγηθεί στον οφειλέτη διαγραφή χρεών εντός της προηγούμενης δεκαετίας, β) τερματίστηκε διαδικασία διαγραφής χρεών υπέρ του οφειλέτη εντός της προηγούμενης πενταετίας λόγω κακόβουλης πρόθεσης του οφειλέτη ή γ) τερματίστηκε διαδικασία διαγραφής χρεών υπέρ του οφειλέτη εντός του προηγούμενου τριμήνου λόγω ανάκλησης της σχετικής αίτησης. Αίτηση δεν απορρίπτεται για τους παραπάνω λόγους αν ο οφειλέτης ανέλαβε την υποχρέωση για δικαιολογημένη αιτία ή αν υπάρχει σημαντική ανισορροπία μεταξύ του ποσού του χρέους και της παρασχεθείσας υπηρεσίας. Μόνο ο οφειλέτης νομιμοποιείται να ασκήσει έφεση σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης.

Πότε παράγει αποτελέσματα η έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας

Η έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας παράγει αποτελέσματα με τη δημοσίευση ανακοίνωσης περί της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας στο μητρώο αφερεγγυότητας (βλ. παρακάτω). Τα αποτελέσματα που παράγονται με την έναρξη της διαδικασίας διαρκούν έως το πέρας της διαδικασίας αφερεγγυότητας, εκτός εάν ο νόμος ορίζει διαφορετικά για οποιαδήποτε εκ των μεθόδων αφερεγγυότητας.

Προσωρινά μέτρα ενώ εκκρεμεί απόφαση περί αφερεγγυότητας

Το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί να διατάξει αυτεπαγγέλτως προσωρινά μέτρα για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο εκκρεμεί η έκδοση της απόφασής του επί αίτησης για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στον νόμο. Όποιος τυχόν αιτείται τη λήψη προσωρινών μέτρων τα οποία μπορεί άλλως να διατάξει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο δεν υποχρεούται να προβεί σε κατάθεση εγγύησης. Ο οφειλέτης δεν υποχρεούται να προβεί σε κατάθεση εγγύησης όταν αιτείται τη λήψη προσωρινών μέτρων.

Βάσει τέτοιων προσωρινών μέτρων, το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί μεταξύ άλλων:

  • να διορίσει προσωρινό διαχειριστή,
  • να περιορίσει ορισμένα από τα αποτελέσματα που παράγει η έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας,
  • να διατάξει οποιονδήποτε από τους αιτούντες την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας να προβεί σε κατάθεση εγγύησης η οποία να καλύπτει την αποζημίωση για τυχόν ζημίες ή απώλειες του οφειλέτη.

Μητρώο αφερεγγυότητας

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας δημοσιεύονται στο μητρώο αφερεγγυότητας, το οποίο τελεί υπό τη διαχείριση του Υπουργείου Δικαιοσύνης (Ministerstvo spravedlnosti). Πρόκειται για διαδικτυακό σύστημα πληροφοριών της δημόσιας διοίκησης, στο οποίο παρέχεται πρόσβαση στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://isir.justice.cz

Πρωταρχικός λόγος της σύστασης του μητρώου αφερεγγυότητας είναι η απόδοση της μέγιστης δυνατής δημοσιότητας στις διαδικασίες αφερεγγυότητας και η παροχή της δυνατότητας παρακολούθησης της εξέλιξής τους. Το μητρώο χρησιμοποιείται για τη δημοσίευση αποφάσεων του πτωχευτικού δικαστηρίου σε διαδικασίες αφερεγγυότητας και παρεμπίπτουσες διαφορές, εγγράφων που περιλαμβάνονται σε σχετικές δικογραφίες και άλλων πληροφοριών, όπως ορίζεται από τον νόμο περί αφερεγγυότητας ή διατάσσεται από το πτωχευτικό δικαστήριο.

Το μητρώο αφερεγγυότητας είναι διαθέσιμο στο κοινό (με εξαίρεση ορισμένα στοιχεία), ενώ οποιοσδήποτε έχει το δικαίωμα να το εξετάσει, καθώς και να ζητήσει τη λήψη αντιγράφων και αποσπασμάτων από αυτό.

Εκτός από πηγή πληροφοριών, το μητρώο αφερεγγυότητας διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στη διαδικασία κοινοποίησης εγγράφων, καθώς αποτελεί το μέσο για την επίδοση των περισσότερων δικαστικών αποφάσεων και λοιπών εγγράφων. Η έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά κανόνα καταχωρίζεται στο μητρώο αφερεγγυότητας εντός δύο ωρών από την κατάθεση της σχετικής αίτησης (κατά τη διάρκεια των ωρών λειτουργίας του δικαστηρίου). Στη συνέχεια, όλες οι δικαστικές αποφάσεις και λοιπά έγγραφα δημοσιεύονται στο μητρώο αφερεγγυότητας. Με τον τρόπο αυτό παρέχεται σε όλους εικόνα των διαδικασιών αφερεγγυότητας που διεξάγονται στην Τσεχική Δημοκρατία.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Πτωχευτική περιουσία

Όταν η αίτηση για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας ασκείται από τον οφειλέτη, η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στον οφειλέτη κατά τη στιγμή που αρχίζει να παράγει αποτελέσματα η έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, μαζί με τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Όταν η αίτηση για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας ασκείται από πιστωτή, η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στον οφειλέτη κατά τη στιγμή που τίθενται σε ισχύ τα προσωρινά μέτρα του δικαστηρίου που περιορίζουν (εν όλω ή εν μέρει) το δικαίωμα του οφειλέτη διάθεσης των περιουσιακών του στοιχείων, τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στον οφειλέτη κατά τη στιγμή που τίθενται σε ισχύ οι αποφάσεις περί της αφερεγγυότητας του οφειλέτη, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αφερεγγυότητας αφότου έχουν τεθεί σε ισχύ οι εν λόγω αποφάσεις.

Σε περίπτωση συγκυριότητας του οφειλέτη επί περιουσιακών στοιχείων, στην πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνεται το αντίστοιχο μερίδιο κυριότητας του οφειλέτη. Τα περιουσιακά αυτά στοιχεία αποτελούν τμήμα της πτωχευτικής περιουσίας ακόμα και εάν αποτελούν τμήμα της κοινής γαμικής περιουσίας του οφειλέτη και του/της συζύγου του.

Εκτός από τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, τμήμα της πτωχευτικής περιουσίας αποτελούν, στις περιπτώσεις που αυτό ορίζεται από τον νόμο, και περιουσιακά στοιχεία άλλων προσώπων, ιδίως στοιχεία που έχουν δοθεί ως αντιπαροχή στο πλαίσιο ανίσχυρων δικαιοπραξιών. Για τους σκοπούς της ρευστοποίησης του ενεργητικού, τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία λογίζονται ως τμήμα της περιουσίας του οφειλέτη.

Εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από τον νόμο, η πτωχευτική περιουσία αποτελείται κυρίως από μετρητά, κινητές και ακίνητες αξίες, εξοπλισμό και εγκαταστάσεις, βιβλιάρια καταθέσεων, πιστοποιητικά κατάθεσης και λοιπές μορφές καταθέσεων, μετοχές, ομόλογα, επιταγές και άλλα χρεόγραφα, μερίδια συμμετοχής, χρηματικές και μη χρηματικές απαιτήσεις του οφειλέτη, συμπεριλαμβανόμενων των υπό αίρεση απαιτήσεων και των μη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων, μισθούς, ημερομίσθια και επιμίσθια, καθώς και έσοδα που έχουν χαρακτήρα αμοιβής για εργασία του οφειλέτη, καθώς και άλλα περιουσιακά στοιχεία με αξία αποτιμητή σε χρήμα. Η πτωχευτική περιουσία ομοίως περιλαμβάνει τους τόκους, καρπούς, προσόδους και λοιπά κέρδη που προκύπτουν από τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία.

Εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από τον νόμο, τα περιουσιακά στοιχεία που δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κατάσχεσης ή αναγκαστικής εκτέλεσης δεν αποτελούν μέρος της πτωχευτικής περιουσίας. Το ζήτημα αυτό διέπεται από τον νόμο αριθ. 99/1963 περί κώδικα πολιτικής δικονομίας. Δεν μπορεί να επισπευστεί αναγκαστική εκτέλεση επί των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη τα οποία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση των αναγκών διαβίωσης του ιδίου και της οικογένειάς του ή τα οποία είναι απαραίτητα στο πλαίσιο της εκτέλεσης των καθηκόντων της εργασίας του, καθώς και επί αντικειμένων των οποίων η εκποίηση θα ήταν αντίθετη στα χρηστά ήθη (κυρίως, είδη καθημερινής ένδυσης, κοινά οικιακά σκεύη, δαχτυλίδια γάμου και λοιπά παρόμοια αντικείμενα, ιατροφαρμακευτικά είδη και λοιπά αντικείμενα που είναι απαραίτητα λόγω ασθένειας ή σωματικής ανικανότητας, μετρητά έως το ποσό που αντιστοιχεί στο διπλάσιο του ποσού του ελάχιστου ορίου διαβίωσης, καθώς και κατοικίδια ζώα). Εντούτοις, τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του οφειλέτη δεν αποκλείονται από την πτωχευτική περιουσία. Εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από τον νόμο, η πτωχευτική περιουσία δεν περιλαμβάνει περιουσιακά στοιχεία τα οποία δυνάμει ειδικής νομοθεσίας μπορούν να διατεθούν αποκλειστικά με συγκεκριμένο τρόπο (όπως οι στοχοθετημένες επιχορηγήσεις και οι επιστρεπτέες ενισχύσεις από προϋπολογισμούς κεντρικής ή περιφερειακής διοίκησης ή κρατικού ταμείου).

Μεταχείριση των περιουσιακών στοιχείων που αποκτά ο οφειλέτης ή που περιέρχονται στον οφειλέτη μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας

Σε γενικές γραμμές, τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτά ο οφειλέτης ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας συμπεριλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία. Εντούτοις, ανάλογα με την εφαρμοζόμενη μέθοδο αφερεγγυότητας, μπορεί να υπάρχουν αποκλίσεις στον γενικό αυτό κανόνα. Οι οφειλέτες μπορούν να διαθέσουν στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας μόνο εφόσον τηρούν τους περιορισμούς του εκάστοτε σταδίου της διαδικασίας αφερεγγυότητας και της εκάστοτε μεθόδου αφερεγγυότητας.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

Καθήκοντα και καθεστώς του διαχειριστή αφερεγγυότητας

Η κύρια αποστολή του διαχειριστή αφερεγγυότητας είναι η διαχείριση της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και ο χειρισμός παρεμπιπτουσών και λοιπών διαφορών. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας επιδιώκει την επίτευξη σύμμετρης, ταχείας και οικονομικής ικανοποίησης των πιστωτών στον μέγιστο δυνατό βαθμό.

Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας έχει καθήκον να δρα με επαγγελματική ευσυνειδησία και να επιδεικνύει τη δέουσα επιμέλεια. Πρέπει να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια που μπορεί ευλόγως να απαιτηθεί από αυτόν για την ικανοποίηση των πιστωτών στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Πρέπει να θέτει το κοινό συμφέρον των πιστωτών πάνω από τα ίδια συμφέροντά του και τα συμφέροντα άλλων προσώπων.

Στις διαδικασίες πτώχευσης, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας αναλαμβάνει την εξουσία διάθεσης της πτωχευτικής περιουσίας, την άσκηση των σχετικών δικαιωμάτων και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του οφειλέτη που συνδέονται με την πτωχευτική περιουσία. Ιδίως, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ασκεί τα εταιρικά δικαιώματα που ανήκουν σε εταιρικά μερίδια τα οποία περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία, ενεργεί ως εργοδότης έναντι των εργαζομένων του οφειλέτη και είναι υπεύθυνος για τη λειτουργία της επιχείρησης του οφειλέτη, καθώς και για την τήρηση των λογιστικών βιβλίων και τη φορολογική συμμόρφωσή της. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας είναι κατά κανόνα υπεύθυνος για τη ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας.

Στις διαδικασίες εξυγίανσης, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας κυρίως επιβλέπει τις δραστηριότητες οφειλέτη που έχει τη διαχείριση της περιουσίας του, είναι υπεύθυνος για τον συνεχή προσδιορισμό της πτωχευτικής περιουσίας και την κατάρτιση σχετικού πίνακα απογραφής, χειρίζεται παρεμπίπτουσες διαφορές, καταρτίζει και συμπληρώνει τον πίνακα πιστωτών, και υποβάλλει αναφορές στην επιτροπή πιστωτών. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ασκεί επίσης τις αρμοδιότητες της γενικής συνέλευσης ή της συνέλευσης των εταίρων του οφειλέτη.

Στις διαδικασίες διαγραφής χρεών, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας, από κοινού με το πτωχευτικό δικαστήριο και τους πιστωτές, επιβλέπει τον οφειλέτη και τις ενέργειές του, ρευστοποιεί τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη και πραγματοποιεί τις μηνιαίες πληρωμές στους πιστωτές, σύμφωνα με το οριζόμενα στο σχετικό χρονοδιάγραμμα πληρωμών.

Καθεστώς του οφειλέτη

Στις διαδικασίες πτώχευσης, ο οφειλέτης χάνει την εξουσία διάθεσης της πτωχευτικής περιουσίας, καθώς και τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων και εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που συνδέονται με την πτωχευτική περιουσία. Η εξουσία αυτή μεταβιβάζεται στον διαχειριστή αφερεγγυότητας. Ο νόμος ορίζει ότι οι σχετικές δικαιοπραξίες στις οποίες προβαίνει ο οφειλέτης μετά τη μεταβίβαση της εξουσίας διάθεσης της πτωχευτικής περιουσίας στον διαχειριστή αφερεγγυότητας είναι ανίσχυρες έναντι των πιστωτών.

Στις διαδικασίες εξυγίανσης, η πτωχευτική περιουσία παραμένει υπό τη διαχείριση του οφειλέτη με ορισμένους περιορισμούς. Δικαιοπραξίες ουσιώδους σημασίας για τη διάθεση και διαχείριση της πτωχευτικής περιουσίας μπορούν να εκτελεσθούν από τον οφειλέτη που έχει τη διαχείριση της περιουσίας του μόνο κατόπιν έγκρισης της επιτροπής πιστωτών. Οφειλέτης που παραβαίνει την ως άνω υποχρέωση οφείλει να αποκαταστήσει κάθε ζημιά ή άλλη απώλεια που υπέστη συναφώς πιστωτής ή τρίτος. Τα μέλη του οργάνου διοίκησης του οφειλέτη ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρον για τις εν λόγω ζημιές ή απώλειες. «Δικαιοπραξίες ουσιώδους σημασίας» είναι εκείνες που μεταβάλλουν ουσιωδώς την αξία της πτωχευτικής περιουσίας, τη θέση των πιστωτών ή τον βαθμό ικανοποίησης των πιστωτών. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ασκεί τις αρμοδιότητες της γενικής συνέλευσης ή της συνέλευσης των εταίρων του οφειλέτη.

Στις διαδικασίες εξυγίανσης, η πτωχευτική περιουσία παραμένει υπό τη διαχείριση του οφειλέτη με ορισμένους περιορισμούς. Ο οφειλέτης τελεί υπό την εποπτεία του πτωχευτικού δικαστηρίου, του διαχειριστή αφερεγγυότητας και των πιστωτών.

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Σε γενικές γραμμές, ο συμψηφισμός ρυθμίζεται στον τσεχικό αστικό κώδικα. Κατά κανόνα, εάν τα μέρη διατηρούν αμοιβαία αντίθετες ομοειδείς απαιτήσεις, οποιοδήποτε εκ των μερών μπορεί να προβεί σε δήλωση συμψηφισμού της απαίτησής του με την ανταπαίτηση του αντισυμβαλλομένου του. Συμψηφισμός μπορεί να προβληθεί οσάκις ένα μέρος έχει το δικαίωμα τόσο να αξιώσει την ικανοποίηση της απαίτησής του όσο και να εκπληρώσει τη δική του οφειλή. Ο συμψηφισμός οδηγεί στην απόσβεση των αντίθετων απαιτήσεων στον βαθμό που συμπίπτουν. Εάν δεν αλληλοκαλύπτονται απόλυτα, οι απαιτήσεις αποσβένονται με συμψηφισμό κατά τρόπο παρόμοιο με αυτόν της εκπλήρωσης της παροχής. Τα αποτελέσματα αυτά παράγονται όταν δύο απαιτήσεις πληρούν τις προϋποθέσεις για συμψηφισμό.

Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, οι αντίθετες απαιτήσεις του πιστωτή και του οφειλέτη μπορούν να συμψηφιστούν μετά την απόφαση περί αφερεγγυότητας εφόσον οι κατά νόμο απαιτούμενες προϋποθέσεις για τον συμψηφισμό (βάσει του τσεχικού αστικού κώδικα) έχουν ήδη πληρωθεί πριν από την έκδοση της απόφασης περί της μεθόδου που θα χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση της αφερεγγυότητας, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στον νόμο περί αφερεγγυότητας (π.χ. παράταση της προθεσμίας για τις απαιτήσεις που απορρέουν από τη μίσθωση κατοικίας).

Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας ο συμψηφισμός απαγορεύεται εάν ο πιστωτής του οφειλέτη:

  • δεν έχει αναγγελθεί ως πιστωτής όσον αφορά την προτεινόμενη σε συμψηφισμό απαίτηση, ή
  • έχει αποκτήσει την προτεινόμενη σε συμψηφισμό απαίτηση βάσει ανίσχυρης δικαιοπραξίας, ή
  • γνώριζε την αφερεγγυότητα του οφειλέτη κατά τον χρόνο της απόκτησης της προτεινόμενης σε συμψηφισμό απαίτησης, ή
  • δεν έχει ικανοποιήσει ακόμη τη ληξιπρόθεσμη απαίτηση του οφειλέτη στον βαθμό που ξεπερνά την προτεινόμενη σε συμψηφισμό δική του απαίτηση, ή
  • στις περιπτώσεις που ορίζονται βάσει προσωρινών μέτρων που διατάζει το πτωχευτικό δικαστήριο.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Αμφοτεροβαρείς συμβάσεις

Εάν ο οφειλέτης, κατά τον χρόνο της κήρυξης της πτώχευσης ή της έγκρισης της υπαγωγής σε καθεστώς εξυγίανσης ή διαγραφής χρεών, είναι συμβαλλόμενο μέρος σε αμφοτεροβαρή σύμβαση, συμπεριλαμβανόμενων των προσυμφώνων, η οποία ακόμα δεν έχει εκτελεστεί πλήρως, είτε εκ μέρους του οφειλέτη είτε εκ μέρους του αντισυμβαλλομένου του, κατά τον χρόνο της κήρυξης της πτώχευσης ή της έγκρισης της υπαγωγής σε καθεστώς εξυγίανσης ή διαγραφής χρεών, ισχύουν τα ακόλουθα:

– στις διαδικασίες πτώχευσης ή διαγραφής χρεών, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί είτε να προβεί στην εκτέλεση της σύμβασης αντί του οφειλέτη και να απαιτήσει την εκπλήρωση της παροχής του αντισυμβαλλομένου είτε να αρνηθεί την εκτέλεση της σύμβασης

– στις διαδικασίες εξυγίανσης, ο οφειλέτης που έχει τη διαχείριση της περιουσίας του διαθέτει ομοίως την εξουσία να προβεί στις ως άνω ενέργειες, υπό την επιφύλαξη της έγκρισης της επιτροπής των πιστωτών.

Στις διαδικασίες πτώχευσης ή διαγραφής χρεών, αν ο διαχειριστής αφερεγγυότητας δεν δηλώσει εντός 30 ημερών από την απόφαση περί κήρυξης της πτώχευσης ή έγκρισης της υπαγωγής στο καθεστώς διαγραφής χρεών ότι η σύμβαση θα εκτελεστεί, λογίζεται ότι έχει αρνηθεί την εκτέλεση της σύμβασης. Στις διαδικασίες εξυγίανσης, αν ο οφειλέτης που διατηρεί τη διαχείριση της περιουσίας του δεν δηλώσει ότι αρνείται την εκτέλεση της σύμβασης εντός 30 ημερών από την έγκριση της υπαγωγής σε καθεστώς εξυγίανσης, υποχρεούται να εκτελέσει την αμφοτεροβαρή σύμβαση.

Αντισυμβαλλόμενος που υποχρεούται να εκπληρώσει πρώτος την παροχή του δύναται να αρνηθεί την εκπλήρωση έως ότου πραγματοποιηθεί ή διασφαλιστεί η αμοιβαία εκπλήρωση, εκτός εάν η σύμβαση συνάφθηκε από τον αντισυμβαλλόμενο μετά τη δημοσίευση της απόφασης περί αφερεγγυότητας.

Εάν ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ή ο οφειλέτης που έχει τη διαχείριση της περιουσίας του αρνηθεί την εκτέλεση της σύμβασης, ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να αξιώσει αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη, αναγγέλλοντας τη σχετική αξίωσή του εντός 30 ημερών από την άρνηση της εκτέλεσης. Οι απαιτήσεις του αντισυμβαλλομένου που απορρέουν από την εξακολούθηση της σύμβασης μετά την κήρυξη σε πτώχευση συνιστούν απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας.

Ο αντισυμβαλλόμενος δεν μπορεί να απαιτήσει την αναστροφή μερικής εκπλήρωσης στην οποία προέβη πριν από την απόφαση περί αφερεγγυότητας επικαλούμενος ότι ο οφειλέτης δεν προέβη στην αντίστοιχη αντιπαροχή.

Συμβάσεις με δήλη ημέρα ή προθεσμία εκπλήρωσης

Εάν έχει συμφωνηθεί ότι ένα παραδοτέο αγαθό με αγοραία τιμή πρέπει να παραδοθεί σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο ή εντός συγκεκριμένης προθεσμίας και το χρονικό σημείο ή η λήξη της προθεσμίας εκπλήρωσης επέλθει μετά την κήρυξη σε πτώχευση, δεν μπορεί να απαιτηθεί η εκπλήρωση της σχετικής παροχής. Μπορεί να απαιτηθεί μόνο αποζημίωση για τη ζημία που προκλήθηκε λόγω της μη εκπλήρωσης της συμβατικής υποχρέωσης του οφειλέτη. Ως «ζημία» νοείται η διαφορά μεταξύ του συμφωνηθέντος τιμήματος και της αγοραίας τιμής κατά την ημερομηνία ισχύος της κήρυξης σε πτώχευση και στον τόπο που ορίζεται στη σύμβαση ως ο τόπος εκπλήρωσης της παροχής. Ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να αξιώσει αποζημίωση ως πτωχευτικός πιστωτής, αναγγέλλοντας τη σχετική απαίτησή του εντός 30 ημερών από την κήρυξη σε πτώχευση.

Δανειακές συμβάσεις

Σε περίπτωση που ο οφειλέτης έχει συνάψει δανειακή σύμβαση, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί, μετά την κήρυξη σε πτώχευση, να απαιτήσει την επιστροφή του δανείου πριν από τη λήξη της συμβατικής περιόδου δανεισμού.

Μίσθωση, υπομίσθωση

Οι συμβάσεις μίσθωσης και υπομίσθωσης ρυθμίζονται λεπτομερώς. Μετά την κήρυξη σε πτώχευση, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας δύναται, μεταξύ άλλων, να καταγγείλει εντός της νόμιμης ή συμβατικής προθεσμίας τις συμβάσεις μίσθωσης ή υπομίσθωσης που έχει συνάψει ο οφειλέτης, ακόμα και όταν πρόκειται για συμβάσεις ορισμένου χρόνου. H περίοδος προειδοποίησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Τα ως άνω ισχύουν με την επιφύλαξη των διατάξεων του τσεχικού αστικού κώδικα με τις οποίες ρυθμίζεται πότε και υπό ποιους όρους μπορεί ο εκμισθωτής να καταγγείλει τη σύμβαση μίσθωσης.

Σχέδια συμβάσεων του οφειλέτη που δεν έχουν ακόμη γίνει δεκτά από τον αντισυμβαλλόμενο κατά τον χρόνο κήρυξης της πτώχευσης

Η κήρυξη σε πτώχευση επιφέρει την απόσβεση των προτάσεων του οφειλέτη για τη σύναψη σύμβασης των οποίων η αποδοχή τελεί σε εκκρεμότητα καθώς και τυχόν σχεδίων σύμβασης που έχουν γίνει δεκτά από τον οφειλέτη αλλά δεν έχουν ακόμη συναφθεί, κατά το μέτρο που αφορούν την πτωχευτική περιουσία. Τα σχέδια σύμβασης τα οποία δεν έχουν ακόμη γίνει δεκτά από τον οφειλέτη κατά την κήρυξη της πτώχευσης μπορούν να γίνουν δεκτά μόνο από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας.

Επιφύλαξη κυριότητας

Εάν ο οφειλέτης έχει προβεί σε πώληση αγαθού με επιφύλαξη της κυριότητας και το έχει παραδώσει στον αγοραστή πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ο αγοραστής μπορεί είτε να επιστρέψει το αγαθό είτε να εμμείνει στην εκτέλεση της σύμβασης. Εάν, πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ο οφειλέτης προβεί σε αγορά και παραλαβή αγαθού με επιφύλαξη της κυριότητας, ο πωλητής δεν μπορεί να απαιτήσει την επιστροφή του αγαθού στην περίπτωση που ο διαχειριστής αφερεγγυότητας εκπληρώσει τις συμβατικές υποχρεώσεις αμελλητί κατόπιν σχετικής όχλησης του πωλητή.

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

Η έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας παράγει τα ακόλουθα αποτελέσματα:

  • αξιώσεις και λοιπά δικαιώματα που αφορούν την πτωχευτική περιουσία δεν μπορούν να προβληθούν με αγωγή εφόσον μπορούν να προβληθούν με αναγγελία
  • το δικαίωμα ικανοποίησης δυνάμει εμπράγματης ασφάλειας επί περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία μπορεί να ασκηθεί και να αποκτηθεί μόνο υπό τους όρους που προβλέπονται στον νόμο περί αφερεγγυότητας. Το ίδιο ισχύει ως προς τη σύσταση δικαστικού ή αναγκαστικού βάρους επί ακινήτου η αίτηση για το οποίο υποβλήθηκε μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας
  • μπορεί να διαταχθεί ή να κινηθεί διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης ή συντηρητικής κατάσχεσης επί περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στον οφειλέτη, καθώς και επί άλλων περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία, αλλά δεν μπορεί ωστόσο να εκτελεσθεί. Για τις απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας καθώς και τις ισοδύναμες με αυτές απαιτήσεις, εντούτοις, είναι δυνατή η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης ή η επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης επί περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία του οφειλέτη δυνάμει σχετικής απόφασης του πτωχευτικού δικαστηρίου και υπό τους όρους που θα θέτει η εν λόγω απόφαση
  • κατά την εκτέλεση απόφασης, δεν είναι δυνατή η άσκηση δικαιώματος συμφωνηθέντος μεταξύ του πιστωτή και του οφειλέτη κατάσχεσης στα χέρια τρίτου μισθών ή άλλων εισοδημάτων που αντιμετωπίζονται ως μισθοί.

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

Οι αποφάσεις περί αφερεγγυότητας επιφέρουν την αναστολή των δικαστικών και διαιτητικών διαδικασιών που αφορούν απαιτήσεις και λοιπά δικαιώματα που σχετίζονται με την πτωχευτική περιουσία και που πρέπει να αναγγελθούν στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή που θεωρούνται ως αναγγελθέντα στη διαδικασία αφερεγγυότητας ή που αφορούν απαιτήσεις που δεν υπάγονται στη διαδικασία αφερεγγυότητας. Πλην εάν ορίζεται διαφορετικά, δεν είναι δυνατή η συνέχιση των εν λόγω διαδικασιών για όσο χρονικό διάστημα τελεί σε ισχύ η απόφαση περί αφερεγγυότητας.

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

Αρχές που σχετίζονται με τη συμμετοχή των πιστωτών

Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας βασίζονται, μεταξύ άλλων, στις ακόλουθες αρχές ως προς τη συμμετοχή των πιστωτών:

  • οι διαδικασίες αφερεγγυότητας πρέπει να διεξάγονται κατά τρόπο ώστε κανένα από τα μέρη να μην θίγεται αδικαιολόγητα ή να μην ωφελείται αθέμιτα και ώστε να επιτυγχάνεται η μέγιστη δυνατή, ταχεία και οικονομική ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών
  • οι πιστωτές που εκ του νόμου υπάγονται στο ίδιο ουσιαστικά ή παρόμοιο καθεστώς έχουν όμοιες ευκαιρίες στη διαδικασία αφερεγγυότητας
  • πλην αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, δικαιώματα που απέκτησε καλόπιστα πιστωτής πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν μπορούν να περιοριστούν με απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου ή ως συνέπεια της διαδικασίας που εφαρμόζει ο διαχειριστής αφερεγγυότητας
  • οι πιστωτές υποχρεούνται να απέχουν από πράξεις που σκοπούν στην ικανοποίηση των απαιτήσεών τους εκτός του πλαισίου της διαδικασίας αφερεγγυότητας, με την εξαίρεση των περιπτώσεων που αυτό επιτρέπεται από τον νόμο.

Όργανα των πιστωτών

Τα όργανα των πιστωτών είναι τα εξής:

  • η συνέλευση των πιστωτών,
  • η επιτροπή των πιστωτών (ή ο εκπρόσωπος των πιστωτών).

Η συνέλευση των πιστωτών είναι αρμόδια για την εκλογή και καθαίρεση των μελών και αναπληρωτών μελών της επιτροπής πιστωτών (ή του εκπροσώπου των πιστωτών). Η συνέλευση των πιστωτών μπορεί να διατηρεί υπό την αρμοδιότητά της οτιδήποτε εμπίπτει στις αρμοδιότητες των οργάνων των πιστωτών. Εάν δεν διοριστεί επιτροπή πιστωτών ή εκπρόσωπος των πιστωτών, η συνέλευση των πιστωτών αναλαμβάνει τα καθήκοντα των ως άνω οργάνων, πλην αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά.

Εάν αναγγελθούν περισσότεροι από 50 πιστωτές, η συνέλευση των πιστωτών οφείλει να διορίσει επιτροπή πιστωτών. Αν δεν υπέχει την υποχρέωση αυτή, αρκεί να εκλέξει εκπρόσωπο των πιστωτών.

Η επιτροπή πιστωτών ασκεί τις εξουσίες των οργάνων των πιστωτών, με εξαίρεση τα ζητήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της συνέλευσης των πιστωτών ή που έχουν διατηρηθεί από τη συνέλευση των πιστωτών υπό τη δική της αρμοδιότητα. Ιδίως, η επιτροπή πιστωτών επιβλέπει τις ενέργειες του διαχειριστή αφερεγγυότητας και δύναται να υποβάλλει προτάσεις στο πτωχευτικό δικαστήριο σχετικά με τη διαδικασία αφερεγγυότητας. Η επιτροπή πιστωτών προστατεύει το κοινό συμφέρον των πιστωτών και, σε συνεργασία με τον διαχειριστή αφερεγγυότητας, συμβάλλει στην επίτευξη του σκοπού της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Οι διατάξεις σχετικά με την επιτροπή πιστωτών εφαρμόζονται αναλογικά και στην περίπτωση του εκπροσώπου των πιστωτών.

Κατηγορίες πιστωτών

Ο νόμος διακρίνει μεταξύ ενέγγυων και ανέγγυων πιστωτών.

Ενέγγυοι πιστωτές είναι οι πιστωτές των οποίων η απαίτηση διασφαλίζεται με περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία, με δικαίωμα εμπράγματης ασφάλειας, δικαίωμα επίσχεσης, περιορισμό μεταβίβασης, καταπιστευτική μεταβίβαση δικαιώματος, εγγυητική εκχώρηση απαίτησης ή παρόμοιο δικαίωμα που προβλέπεται από αλλοδαπό δίκαιο.

Οι ενέγγυοι πιστωτές είναι σε θέση να ασκούν σημαντική επιρροή καθ’ όλη την πορεία της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Σε περίπτωση που ο οφειλέτης αποτελεί επιχειρηματική οντότητα που μπορεί να τεθεί σε καθεστώς εξυγίανσης βάσει του νόμου περί αφερεγγυότητας, η λήψη απόφασης σχετικά με τη μέθοδο αντιμετώπισης της αφερεγγυότητας (πτώχευση ή εξυγίανση) απαιτεί τη θετική ψήφο τουλάχιστον του 50 % του συνόλου των ενέγγυων πιστωτών (καθώς επίσης και των ανέγγυων πιστωτών, αντίστοιχα) που παρίστανται στη συνέλευση των πιστωτών, ποσοστό που υπολογίζεται με βάση το ποσό των απαιτήσεών τους, εκτός εάν τουλάχιστον το 90 % των πιστωτών που παρίστανται, ποσοστό που επίσης υπολογίζεται με βάση το ποσό των απαιτήσεών τους, ψηφίσει υπέρ της σχετικής απόφασης. Ενέγγυος πιστωτής μπορεί επίσης να παρέχει δεσμευτικές οδηγίες στον κάτοχο του αγαθού σχετικά με τη διαχείριση του αγαθού που συνιστά την ασφάλεια, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω οδηγίες σκοπούν στην καλή διαχείριση του εν λόγω αγαθού. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας επίσης δεσμεύεται από τις οδηγίες των ενέγγυων πιστωτών ως προς τη μέθοδο ρευστοποίησης της ασφάλειας. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί να μην ακολουθήσει τις εν λόγω οδηγίες εάν κρίνει ότι το αγαθό που συνιστά την ασφάλεια μπορεί να ρευστοποιηθεί με ευνοϊκότερο τρόπο, στην περίπτωση δε αυτή ζητείται από το πτωχευτικό δικαστήριο να κρίνει τις εν λόγω οδηγίες στο πλαίσιο των εποπτικών καθηκόντων του. Η ρευστοποίηση πράγματος, δικαιώματος, απαίτησης ή άλλου περιουσιακού στοιχείου στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας επιφέρει την απάλειψη της ασφάλειας που καλύπτει την απαίτηση του ενέγγυου πιστωτή, ακόμη και εάν ο πιστωτής δεν είχε προβεί στην αναγγελία της απαίτησής του.

Οι απαιτήσεις των ενέγγυων πιστωτών ικανοποιούνται καταρχήν από ολόκληρο το προϊόν της ρευστοποίησης, αφού αφαιρεθεί η αμοιβή του διαχειριστή αφερεγγυότητας και τα έξοδα διαχείρισης και ρευστοποίησης, ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου σύστασης της ασφάλειας. Τυχόν τμήμα των απαιτήσεων των ενέγγυων πιστωτών που δεν ικανοποιείται δεν αποσβέννυνται στο πλαίσιο της πτώχευσης, αλλά ικανοποιείται κατ’ αναλογία με τις απαιτήσεις των ανέγγυων πιστωτών.

Όλοι οι υπόλοιποι πιστωτές καλούνται ανέγγυοι πιστωτές. Βρίσκονται σε λιγότερο ευνοϊκή θέση στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας και το προβλεπόμενο επίπεδο ικανοποίησης των σχετικών απαιτήσεών τους είναι συνήθως, βάσει των σχετικών στατιστικών στοιχείων, πολύ χαμηλότερο.

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί να χρησιμοποιεί τα περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας κατά τη διάρκεια διαδικασίας πτώχευσης. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας διαθέτει εξουσία διάθεσης των στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας, άσκησης των δικαιωμάτων και εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του οφειλέτη που συνδέονται με την πτωχευτική περιουσία. Ιδίως, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ασκεί τα εταιρικά δικαιώματα που ανήκουν σε εταιρικά μερίδια τα οποία περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία, λαμβάνει αποφάσεις επί ζητημάτων εμπορικού απορρήτου και λοιπών ζητημάτων εμπιστευτικότητας, ενεργεί ως εργοδότης έναντι των εργαζομένων του οφειλέτη και είναι υπεύθυνος για τη λειτουργία της επιχείρησης του οφειλέτη, καθώς και για την τήρηση των λογιστικών βιβλίων και τη φορολογική συμμόρφωσή της. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας είναι καταρχήν υπεύθυνος για τη ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας.

Στις διαδικασίες εξυγίανσης και διαγραφής χρεών, ο οφειλέτης συνεχίζει να διαθέτει τα εν λόγω δικαιώματα, η άσκησή τους ωστόσο υπόκειται σε σημαντικούς περιορισμούς.

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Οι απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας και οι ισοδύναμες με αυτές απαιτήσεις μπορεί να εξοφληθούν στο ακέραιο ανά πάσα στιγμή μετά την έκδοση της απόφασης περί αφερεγγυότητας.

Γίνεται η εξής διάκριση:

  • απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας που γεννώνται μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή μετά τη δήλωση αναστολής πληρωμών (ιδίως, για την επιστροφή δαπανών σε μετρητά και η αμοιβή του προσωρινού διαχειριστή, του εκκαθαριστή του οφειλέτη και των μελών της επιτροπής πιστωτών, καθώς και οι απαιτήσεις των πιστωτών που απορρέουν από χρηματοδότηση μέσω πιστώσεων),
  • απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας που γεννώνται μετά την έκδοση της απόφασης περί αφερεγγυότητας (ιδίως, οι δαπάνες σε μετρητά και η αμοιβή του διαχειριστή αφερεγγυότητας, τέλη, φόροι, εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, εισφορές που σχετίζονται με την κρατική πολιτική απασχόλησης, καθώς και εισφορές δημόσιας υγειονομικής ασφάλισης).
  • απαιτήσεις που ισοδυναμούν με απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας (ιδίως, οι εργατικές απαιτήσεις των υπαλλήλων του οφειλέτη, καθώς και απαιτήσεις πιστωτών από νόμιμη υποχρέωση διατροφής).

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

Αναγγελία των απαιτήσεων

Οι πιστωτές αναγγέλλουν τις απαιτήσεις τους ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου και με τη χρήση τυποποιημένου εντύπου, μπορούν δε να προβούν στην αναγγελία από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας μέχρι τη λήξη της προθεσμίας που τάσσει η απόφαση περί αφερεγγυότητας, η οποία είναι η ίδια για όλα τα είδη διαδικασίας: δύο μήνες. Απαιτήσεις που αναγγέλλονται μετά την πάροδο της εν λόγω προθεσμίας δεν λαμβάνονται υπόψη από το πτωχευτικό δικαστήριο και δεν ρυθμίζονται στη διαδικασία αφερεγγυότητας. Πρέπει επίσης να αναγγελθούν οι απαιτήσεις που έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής αναγνώρισης, καθώς και οι εκτελεστές απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των οποίων η ικανοποίηση επιδιώκεται μέσω διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης ή συντηρητικής κατάσχεσης. Πιστωτής που αναγγέλλει απαιτήσεις ή που θεωρείται αναγγελθείς πιστωτής μπορεί να ανακαλέσει την απαίτησή του ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Τα έγγραφα τα οποία τυχόν αναφέρονται στην αίτηση αναγγελίας πρέπει να επισυνάπτονται στην αίτηση. Η εκτελεστότητα της απαίτησης πρέπει να αποδεικνύεται μέσω δημόσιου εγγράφου.

Για τους σκοπούς του υπολογισμού της παραγραφής ή της αποσβεστικής προθεσμίας δικαιωμάτων, η αίτηση αναγγελίας απαίτησης παράγει τα ίδια αποτελέσματα με εκείνα της άσκησης αγωγής ή της με άλλον τρόπο διεκδίκησης δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου. Η προθεσμία αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου.

Ο πιστωτής είναι υπεύθυνος για την ακρίβεια των στοιχείων που περιέχονται στην αίτηση αναγγελίας απαίτησης. Το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, κατόπιν σχετικής πρότασης του διαχειριστή αφερεγγυότητας, να επιβάλει κυρώσεις σε περίπτωση υπερτίμησης του πραγματικού ποσού απαίτησης (σε ποσοστό άνω του 100%), διατάσσοντας την καταβολή υπέρ της πτωχευτικής περιουσίας ποσού το οποίο καθορίζεται λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων που σχετίζονται με την αναγγελία της απαίτησης και κατόπιν ελέγχου της ίδιας της απαίτησης, με ανώτατο όριο το ποσό κατά το οποίο η αναγγελθείσα απαίτηση υπερέβη την πραγματική βεβαιωθείσα αξία της.

Το δικαίωμα πιστωτή για ικανοποίηση της απαίτησής του από το προϊόν της ρευστοποίησης ασφάλειας δεν λαμβάνεται υπόψη εάν η απαίτηση αναγγελθεί σε εσφαλμένη σειρά κατάταξης ή εάν, κατά τον έλεγχό της, διαπιστωθεί ότι το επίπεδο κάλυψής της από την ασφάλεια είχε υπερεκτιμηθεί σε ποσοστό άνω του 100 %. Στην περίπτωση αυτή, το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί να επιβάλει κυρώσεις στον πιστωτή, διατάσσοντάς τον να καταβάλει ορισμένο (χρηματικό) ποσό υπέρ των ενέγγυων πιστωτών που ανήγγειλαν απαιτήσεις με ασφάλειες επί των ίδιων περιουσιακών στοιχείων. Το ποσό που πρέπει να καταβληθεί ορίζεται από το πτωχευτικό δικαστήριο, το οποίο λαμβάνει υπόψη του όλες τις περιστάσεις υπό τις οποίες ασκήθηκε και εξετάστηκε το δικαίωμα ικανοποίησης της απαίτησης από το προϊόν της ρευστοποίησης ασφάλειας, το δε εν λόγω ποσό μπορεί να ανέλθει έως το ποσό κατά το οποίο η αξία της ασφάλειας που δηλώθηκε στην αίτηση υπερέβαινε την πραγματική βεβαιωθείσα αξία της.

Επαλήθευση των αναγγελθεισών απαιτήσεων

Οι απαιτήσεις που αναγγέλλονται εξετάζονται αρχικά από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας, ο οποίος κυρίως προβαίνει στην αντιπαραβολή τους με τα συνοδευτικά έγγραφα και τους λογαριασμούς και αρχεία που τηρεί ο οφειλέτης σύμφωνα με τη σχετική ειδική νομοθεσία. Στη συνέχεια, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας καλεί τον οφειλέτη να υποβάλει παρατηρήσεις σχετικά με τις απαιτήσεις. Εφόσον συντρέχει περίπτωση, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας διενεργεί την απαραίτητη έρευνα όσον αφορά τις αναγγελθείσες απαιτήσεις, σε συνεργασία με τις αρχές, οι οποίες οφείλουν να παράσχουν τη συνεργασία τους.

Εάν αναγγελία απαίτησης είναι ελλιπής ή πλημμελής, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας καλεί τον οικείο πιστωτή να διορθώσει ή να συμπληρώσει την αναγγελία του εντός 15 ημερών (ή τάσσοντάς του μεγαλύτερη προθεσμία) και του παρέχει σχετικές οδηγίες. Αναγγελίες που δεν συμπληρώνονται ή δεν διορθώνονται δεόντως και εμπροθέσμως παραπέμπονται από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας στο πτωχευτικό δικαστήριο προκειμένου να αποφανθεί αυτό εάν η σχετική αναγγελία πρέπει να ληφθεί υπόψη ή όχι. Ο πιστωτής πρέπει να ενημερωθεί σχετικά.

Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας συντάσσει πίνακα με τις αναγγελθείσες απαιτήσεις. Οι ενέγγυοι πιστωτές καταχωρίζονται χωριστά. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας πρέπει να δηλώνει ρητά την τυχόν απόρριψη απαιτήσεων. Για όλους τους πιστωτές, πρέπει να αναφέρονται όλες οι πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την ταυτοποίησή τους, καθώς και για την αξιολόγηση της γενεσιουργού αιτίας, του ποσού και της κατάταξης των απαιτήσεών τους. Επιπλέον, για τους ενέγγυους πιστωτές, πρέπει να αναφέρεται η αιτία και η μορφή της ασφάλειάς τους.

Ο κατάλογος των αναγγελθεισών απαιτήσεων δημοσιεύεται από το πτωχευτικό δικαστήριο στο μητρώο αφερεγγυότητας πριν από τη συζήτηση για την επαλήθευση των απαιτήσεων. Το πτωχευτικό δικαστήριο δημοσιεύει επίσης στο μητρώο αφερεγγυότητας, χωρίς καθυστέρηση, κάθε μεταβολή που επέρχεται στον πίνακα των αναγγελθεισών απαιτήσεων.

Οι αναγγελθείσες απαιτήσεις στη συνέχεια επαληθεύονται σε συζήτηση επαλήθευσης που διατάσσεται από το πτωχευτικό δικαστήριο. Ο τόπος και η ημερομηνία της συζήτησης ορίζονται από το πτωχευτικό δικαστήριο στην απόφασή του περί αφερεγγυότητας. Οι πιστωτές δύνανται να μεταβάλουν το ποσό της αναγγελθείσας απαίτησής τους μέχρι και το πέρας της συζήτησης επαλήθευσης, εκτός εάν πρόκειται για ασφαλισμένη απαίτηση. Εντούτοις, δεν μπορούν να μεταβληθούν στο πλαίσιο αυτό ούτε η γενεσιουργός αιτία της αναγγελθείσας απαίτησης ούτε η σειρά κατάταξής της.

Αμφισβήτηση των απαιτήσεων

Το κύρος, το ύψος και η σειρά κατάταξης όλων των αναγγελθεισών απαιτήσεων μπορεί να αμφισβητηθούν από τα εξής πρόσωπα: α) τον διαχειριστή αφερεγγυότητας, β) τον οφειλέτη, ή γ) οποιονδήποτε αναγγελθέντα πιστωτή.

Η αμφισβήτηση απαίτησης πιστωτή από άλλο αναγγελθέντα πιστωτή πρέπει να περιέχει τα ίδια στοιχεία με αυτά που πρέπει να περιέχει αγωγή σύμφωνα με τον τσεχικό κώδικα πολιτικής δικονομίας, ενώ πρέπει να διευκρινίζεται με σαφήνεια εάν αμφισβητείται το κύρος, το ύψος ή η σειρά κατάταξης της σχετικής απαίτησης. Η αμφισβήτηση απαίτησης συντάσσεται βάσει τυποποιημένου εντύπου.

Ο νόμος περί αφερεγγυότητας αναγνωρίζει τις ακόλουθες μορφές αμφισβήτησης:

  • αμφισβήτηση του κύρους της απαίτησης, κατά την οποία προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η απαίτηση ουδέποτε γεννήθηκε ή ότι έχει επέλθει πλήρης απόσβεση ή παραγραφή της απαίτησης
  • αμφισβήτηση του ύψους της απαίτησης, κατά την οποία προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η υποχρέωση του οφειλέτη είναι χαμηλότερη σε αξία από το αναγγελθέν ποσό (το πρόσωπο που αμφισβητεί την απαίτηση πρέπει επίσης να δηλώσει το πραγματικό ύψος της απαίτησης)
  • αμφισβήτηση της σειράς κατάταξης της απαίτησης, κατά την οποία προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η απαίτηση έχει λιγότερο προνομιακή κατάταξη από εκείνη που αναφέρεται στην αναγγελθείσα απαίτηση ή αμφισβητείται το δικαίωμα ικανοποίησης της απαίτησης από την ασφάλεια (το πρόσωπο που αμφισβητεί τη σειρά κατάταξης της απαίτησης πρέπει επίσης να προσδιορίσει την ορθή σειρά κατάταξης με βάση την οποία θα πρέπει να ικανοποιηθεί η απαίτηση).

Σε περίπτωση αμφισβήτησης απαίτησης αναγγελθέντος πιστωτή από άλλον αναγγελθέντα πιστωτή, οι εν λόγω πιστωτές καθίστανται αντίδικοι παρεμπίπτουσας διαφοράς. Διαχειριστής αφερεγγυότητας που επιθυμεί να επικουρήσει διάδικο στο πλαίσιο παρεμπίπτουσας διαφοράς στην οποία δεν μετέχει έχει το δικαίωμα να παρέμβει.

Το πτωχευτικό δικαστήριο αποφαίνεται σχετικά με το κύρος, το ύψος και τη σειρά κατάταξης των αμφισβητούμενων απαιτήσεων.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Στο πλαίσιο διαδικασίας πτώχευσης, η πτωχευτική περιουσία ρευστοποιείται. Αυτό σημαίνει ότι το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία μετατρέπεται σε μετρητά προς τον σκοπό της σύμμετρης ικανοποίηση των πιστωτών. Υπεύθυνος για τη ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας είναι ο διαχειριστής αφερεγγυότητας. Το στάδιο αυτό μπορεί να διεξαχθεί μόνο αφότου καταστεί τελεσίδικη η απόφαση πτώχευσης και διεξαχθεί η πρώτη συνέλευση των πιστωτών. Εξαιρούνται από τη ρευστοποίηση τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία υπάρχει άμεσος κίνδυνος φθοράς ή αλλοίωσής τους, ενώ το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει εξαιρέσεις και για άλλους λόγους. Η ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας επιφέρει την απόσβεση όλων των αποτελεσμάτων τυχόν επισπευσθείσας αναγκαστικής εκτέλεσης ή τυχόν διαταχθείσας συντηρητικής κατάσχεσης και όλων των λοιπών ελαττωμάτων που συνδέονται με τη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων, πλην εάν ορίζεται διαφορετικά από τον νόμο.

Η πτωχευτική περιουσία μπορεί να ρευστοποιηθεί με τους εξής τρόπους:

  • με δημόσιο πλειστηριασμό,
  • με την πώληση κινητών και ακίνητων αγαθών βάσει των διατάξεων περί αναγκαστικής εκτέλεσης του τσεχικού κώδικα πολιτικής δικονομίας,
  • με την πώληση περιουσιακών στοιχείων εκτός του πλαισίου δημόσιου πλειστηριασμού,
  • με πλειστηριασμό από δικαστικό επιμελητή.

Εάν το προϊόν της ρευστοποίησης της πτωχευτικής περιουσίας δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του συνόλου των απαιτήσεων, καταβάλλονται αρχικά η αμοιβή του διαχειριστή αφερεγγυότητας και οι δαπάνες σε μετρητά και ακολουθούν οι απαιτήσεις των πιστωτών που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια της αναστολής πληρωμών, οι απαιτήσεις των πιστωτών που απορρέουν από χρηματοδότηση μέσω πιστώσεων, (κατ’ αναλογία) οι δαπάνες συντήρησης και διαχείρισης της πτωχευτικής περιουσίας και οι εργατικές απαιτήσεις των υπαλλήλων του οφειλέτη, οι απαιτήσεις πιστωτών για διατροφή και, τέλος, οι απαιτήσεις για αποζημίωση λόγω σωματικής βλάβης. Οι λοιπές απαιτήσεις ικανοποιούνται συμμέτρως.

Αφού καταστεί τελεσίδικη η απόφαση με την οποία εγκρίνεται η τελική έκθεση, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας υποβάλλει στο πτωχευτικό δικαστήριο σχέδιο απόφασης σχετικά με τη διανομή της πτωχευτικής περιουσίας, δηλώνοντας το ποσό που πρέπει να καταβληθεί για κάθε απαίτηση του αναθεωρημένου πίνακα αναγγελθεισών απαιτήσεων. Στη βάση αυτή, το πτωχευτικό δικαστήριο εκδίδει απόφαση σχετικά με τη διανομή της πτωχευτικής περιουσίας, στην οποία προσδιορίζει τα ποσά που πρέπει να καταβληθούν στους πιστωτές. Όλοι οι πιστωτές που συμπεριλαμβάνονται στον πίνακα διανομής ικανοποιούνται ανάλογα με το βεβαιωθέν ποσό της απαίτησής τους. Πριν από τη διανομή, ικανοποιούνται οι ανεξόφλητες απαιτήσεις που μπορούν να εξοφληθούν ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας πτώχευσης, και ειδικότερα:

  • οι απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας — δαπάνες σε μετρητά και αμοιβή του διαχειριστή αφερεγγυότητας, απαιτήσεις για δαπάνες που σχετίζονται με τη συντήρηση και τη διαχείριση της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη, φόροι, τέλη, εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, εισφορές που σχετίζονται με την κρατική πολιτική απασχόλησης, εισφορές δημόσιας υγειονομικής ασφάλισης κ.λπ.
  • οι ισοδύναμες με αυτές απαιτήσεις — εργατικές απαιτήσεις των υπαλλήλων του οφειλέτη, απαιτήσεις πιστωτών για αποζημίωση λόγω βλάβης στην υγεία, απαιτήσεις του Δημοσίου κ.λπ.
  • οι ασφαλισμένες απαιτήσεις.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

Περάτωση της διαδικασίας πτώχευσης

Μετά τη ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας υποβάλλει μια τελική έκθεση στο πτωχευτικό δικαστήριο. Στην τελική έκθεση πρέπει να περιγράφονται τα γενικά χαρακτηριστικά των ενεργειών στις οποίες προέβη ο διαχειριστής αφερεγγυότητας και να πραγματοποιείται ποσοτικός προσδιορισμός των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Η έκθεση πρέπει να προσδιορίζει το ποσό προς διανομή μεταξύ των πιστωτών και να κατονομάζει εν λόγω πιστωτές, αναφέροντας το ποσό που τους αναλογεί εκ του συνολικού ποσού. Μαζί με την τελική έκθεση, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας υποβάλλει στο πτωχευτικό δικαστήριο δήλωση της αμοιβής και των εξόδων του.

Το πτωχευτικό δικαστήριο ελέγχει την τελική έκθεση και το τιμολόγιο του διαχειριστή αφερεγγυότητας, και, κατόπιν ακρόασης του τελευταίου, διορθώνει τυχόν σφάλματα και παραλείψεις σε αυτά. Το πτωχευτικό δικαστήριο κοινοποιεί την αναθεωρημένη τελική έκθεση του διαχειριστή αφερεγγυότητας στα μέρη μέσω της δημοσίευσής της υπό τη μορφή δημόσιας ανακοίνωσης. Αφού καταστεί τελεσίδικη η απόφαση με την οποία εγκρίνεται η τελική έκθεση, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας υποβάλλει στο πτωχευτικό δικαστήριο σχέδιο απόφασης σχετικά με τη διανομή της πτωχευτικής περιουσίας, δηλώνοντας το ποσό που πρέπει να καταβληθεί για κάθε απαίτηση του αναθεωρημένου πίνακα αναγγελθεισών απαιτήσεων. Στη συνέχεια, το πτωχευτικό δικαστήριο εκδίδει απόφαση σχετικά με τη διανομή της περιουσίας, στην οποία προσδιορίζει τα ποσά που πρέπει να καταβληθούν στους πιστωτές. Όλοι οι πιστωτές που συμπεριλαμβάνονται στον πίνακα διανομής ικανοποιούνται ανάλογα με το βεβαιωθέν ποσό της απαίτησής τους. Στην απόφαση για τη διανομή, το πτωχευτικό δικαστήριο θέτει στον διαχειριστή αφερεγγυότητας προθεσμία για την πραγματοποίηση της διανομής, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση για τη διανομή αποκτά ισχύ δεδικασμένου.

Η διαδικασία πτώχευσης περατώνεται με την υποβολή της έκθεσης του διαχειριστή αφερεγγυότητας σχετικά με την εκτέλεση της απόφασης διανομής και την απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου περί περάτωσης της διαδικασίας. Το δικαστήριο αποφασίζει επίσης να περατώσει τη διαδικασία πτώχευσης σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος, π.χ. εάν διαπιστωθεί ότι τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη είναι προφανώς ανεπαρκή για την ικανοποίηση πιστωτών. Μόλις καταστεί τελεσίδικη η απόφαση περί περάτωσης της διαδικασίας πτώχευσης, η σχετική διαδικασία περατώνεται.

Περάτωση της διαδικασίας εξυγίανσης

Η διαδικασία εξυγίανσης περατώνεται με την απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου με την οποία βεβαιώνεται η ολοκλήρωση του σχεδίου εξυγίανσης ή σημαντικού μέρους αυτού. Η απόφαση αυτή δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα.

Η διαδικασία εξυγίανσης μπορεί ομοίως να περατωθεί με απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου για μετατροπή της διαδικασίας εξυγίανσης σε διαδικασία πτώχευσης, γεγονός που συμβαίνει στις οριζόμενες στον νόμο περιπτώσεις, ιδίως δε όταν προκύπτουν προβλήματα όσον αφορά την έγκριση του σχεδίου εξυγίανσης και τη συμμόρφωση με αυτό. Το πτωχευτικό δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει απόφαση για μετατροπή της διαδικασίας εξυγίανσης σε διαδικασία πτώχευσης εάν έχουν ήδη εφαρμοστεί οι σημαντικές πτυχές του σχεδίου εξυγίανσης. Απόφαση για τη μετατροπή διαδικασίας εξυγίανσης σε διαδικασία πτώχευσης μπορεί να προσβληθεί με έφεση από τον οφειλέτη, τον αιτούντα την εξυγίανση, τον διαχειριστή αφερεγγυότητας ή την επιτροπή πιστωτών. Εάν το πτωχευτικό δικαστήριο διατάξει τη μετατροπή της διαδικασίας εξυγίανσης σε διαδικασία πτώχευσης, επέρχονται τα αποτελέσματα που συνδέονται με την κήρυξη σε πτώχευση, εκτός εάν το πτωχευτικό δικαστήριο, με την απόφασή του για τη μετατροπή, ορίσει διαφορετικά.

Περάτωση της διαδικασίας διαγραφής χρεών

Η διαδικασία διαγραφής χρεών περατώνεται είτε με απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου με την οποία αναγνωρίζεται ότι επήλθε η διαγραφή χρεών είτε με απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου με την οποία αναγνωρίζεται ότι δεν επήλθε διαγραφή χρεών. Η απόφαση αυτή μπορεί να προσβληθεί από τον οφειλέτη, τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή τους πιστωτές. Αν το πτωχευτικό δικαστήριο εκδώσει απόφαση με την οποία αναγνωρίζεται ότι επήλθε η διαγραφή χρεών και ο οφειλέτης εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις του βάσει της εγκεκριμένης μεθόδου διαγραφής χρεών δεόντως και εγκαίρως, το πτωχευτικό δικαστήριο προσθέτει στην εν λόγω απόφασή του διάταξη με την οποία απαλλάσσει τον οφειλέτη από την καταβολή των χρεών που συμπεριλήφθηκαν στη διαδικασία διαγραφής χρεών στον βαθμό που δεν έχουν ακόμη εξοφληθεί. Η διάταξη αυτή δεν καλύπτει τις αξιώσεις που έχουν προκύψει μετά απόφαση περί αφερεγγυότητας.

Η διαδικασία διαγραφής χρεών μπορεί επίσης να περατωθεί με δικαστική απόφαση που διατάζει την ακύρωση διαγραφής χρεών που έχει εγκριθεί. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο αποφασίζει επίσης είτε να χειριστεί την αφερεγγυότητα του οφειλέτη μέσω διαδικασίας πτώχευσης είτε να παύσει τη διαδικασία αφερεγγυότητας, αν ο οφειλέτης είναι απολύτως αφερέγγυος. Εγκεκριμένη διαδικασία διαγραφής χρεών μπορεί να ακυρωθεί στις προβλεπόμενες από τον νόμο περιπτώσεις, ιδίως δε όταν ο οφειλέτης δεν συμμορφώνεται με τους όρους της διαγραφής χρεών.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Στις διαδικασίες πτώχευσης που αφορούν την περιουσία φυσικού προσώπου (ανά πάσα στιγμή μετά την περάτωση της διαδικασίας πτώχευσης) ή νομικού προσώπου (μέχρι τη λύση του, που επέρχεται με τη διαγραφή του από το οικείο δημόσιο μητρώο), μετά την περάτωση της διαδικασίας μπορεί να εκδοθεί απόφαση που να διατάσσει αναγκαστική εκτέλεση ή συντηρητική κατάσχεση σε σχέση με αναγνωρισμένη απαίτηση που δεν έχει αμφισβητηθεί από τον οφειλέτη και η οποία δεν έχει ικανοποιηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας πτώχευσης. Η υποβολή αίτησης για την έναρξη διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης απαιτεί μόνο την υποβολή εντύπου επαλήθευσης και έκθεσης σχετικά με την επαλήθευση της οικείας απαίτησης στη διαδικασία πτώχευσης. Το δικαίωμα αυτό παραγράφεται δέκα έτη μετά την περάτωση της διαδικασίας πτώχευσης, ενώ η προθεσμία παραγραφής αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία ισχύος της απόφασης που περατώνει τη διαδικασία.

Στις περιπτώσεις εξυγίανσης, αφότου το σχέδιο εξυγίανσης τεθεί σε ισχύ, μπορεί να διαταχθεί και να επισπευστεί αναγκαστική εκτέλεση ή συντηρητική κατάσχεση σε βάρος του οφειλέτη με σκοπό την ικανοποίηση απαίτησης που περιέχεται στο σχέδιο εξυγίανσης. Εντούτοις, σε περίπτωση αμφισβήτησης της απαίτησης, η αναγκαστική εκτέλεση ή η συντηρητική κατάσχεση είναι δυνατή μόνον αφότου καταστεί τελεσίδικη η απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου αναγνώρισης της απαίτησης, ενώ η απόφαση αυτή πρέπει να επισυναφθεί στην αίτηση.

Στη διαδικασία διαγραφής χρεών, με την ολοκλήρωση της διαγραφής χρεών και την απαλλαγή του οφειλέτη από τις υπολειπόμενες απαιτήσεις, δεν είναι πλέον δυνατή η επιδίωξη της ικανοποίησης των εν λόγω υπολειπόμενων απαιτήσεων μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης ή συντηρητικής κατάσχεσης. Δεν ασκεί επιρροή το εάν οι πιστωτές έχουν ικανοποιηθεί μόνο εν μέρει στο πλαίσιο της διαδικασίας διαγραφής χρεών ή εάν είχαν καν αναγγείλει την απαίτησή τους στη διαδικασία αφερεγγυότητας.

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Τα έξοδα, κυρίως η αμοιβή του διαχειριστή αφερεγγυότητας και οι δαπάνες σε μετρητά, θα πρέπει να καλυφθούν από την πτωχευτική περιουσία, ήτοι βαρύνουν τον οφειλέτη.

Καθώς η πτωχευτική περιουσία συχνά δεν επαρκεί για την κάλυψη των εξόδων, το πτωχευτικό δικαστήριο δύναται, προτού αποφανθεί επί αίτησης για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας, να διατάξει τον αιτούντα να προκαταβάλει μέρος των εξόδων της διαδικασίας αφερεγγυότητας, τάσσοντάς του σχετική προθεσμία, όταν αυτό είναι απαραίτητο για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας και οι αναγκαίοι πόροι δεν μπορούν να εξασφαλιστούν με άλλα μέσα. Τα ανωτέρω ισχύουν ακόμη και εάν προκύπτει με σαφήνεια ότι ο οφειλέτης δεν διαθέτει περιουσιακά στοιχεία. Ο νόμος ορίζει ανώτατο όριο του ποσού της εν λόγω προκαταβολής. Εάν η αίτηση για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας ασκείται από περισσότερους αιτούντες, αυτοί υποχρεούνται να καταβάλουν την προκαταβολή από κοινού και εις ολόκληρον.

Εάν η πτωχευτική περιουσία δεν επαρκεί για την κάλυψη των εξόδων, το εναπομένον ποσό καλύπτεται από την προκαταβολή για τα έξοδα της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ήτοι βαρύνει τον αιτούντα.

Εάν ούτε η προκαταβολή δεν επαρκεί για να καλύψει τα έξοδα, τα έξοδα καλύπτονται από το Δημόσιο, έως το ανώτατο ωστόσο όριο των 50 000 CZK για την αμοιβή του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας και των 50 000 CZK για τα έξοδα του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

Δικαιοπραξίες στις οποίες προβαίνει ο οφειλέτης για να μειώσει τις πιθανότητες ικανοποίησης πιστωτών ή για να ευνοήσει ορισμένους πιστωτές έναντι άλλων είναι ανενεργές. Τυχόν παραλείψεις του οφειλέτη στο ίδιο πλαίσιο λογίζονται επίσης ως δικαιοπραξίες. Υπάρχουν τρεις κατηγορίες ανενεργών δικαιοπραξιών: α) οι δικαιοπραξίες χωρίς επαρκή αντιπαροχή, β) οι προτιμησιακές δικαιοπραξίες που οδηγούν σε κατάσταση στην οποία ορισμένος πιστωτής λαμβάνει, σε βάρος άλλων πιστωτών, υψηλότερη ικανοποίηση από εκείνη την οποία διαφορετικά θα λάμβανε στο πλαίσιο της πτώχευσης, και γ) οι δικαιοπραξίες στις οποίες ο οφειλέτης περιορίζει με πρόθεση την ικανοποίηση απαίτησης πιστωτή, εφόσον η πρόθεσή του αυτή τελούσε σε γνώση του αντισυμβαλλομένου του ή, ενόψει του συνόλου των περιστάσεων, θα έπρεπε να τελεί σε γνώση του αντισυμβαλλομένου του.

Πλην αν προβλέπεται διαφορετικά από τον νόμο περί αφερεγγυότητας, το ανενεργό δικαιοπραξίας του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένων των δικαιοπραξιών που χαρακτηρίζονται ανενεργές από τον νόμο περί αφερεγγυότητας και τις οποίες ο οφειλέτης εκτέλεσε μετά την επέλευση των έννομων αποτελεσμάτων που επιφέρει η έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, κηρύσσεται με απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου επί αγωγής του διαχειριστή αφερεγγυότητας με την οποία προσβάλλεται η σχετική δικαιοπραξία του οφειλέτη (αγωγή πτωχευτικής ανάκλησης). Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί να ασκήσει αγωγή πτωχευτικής ανάκλησης εντός ενός έτους από την έναρξη ισχύος των αποτελεσμάτων της απόφασης περί αφερεγγυότητας. Εάν η αγωγή δεν ασκηθεί εντός της εν λόγω προθεσμίας, το δικαίωμα άσκησης αγωγής πτωχευτικής ανάκλησης αποσβένεται. Η αντιπαροχή του οφειλέτη στο πλαίσιο ανενεργού δικαιοπραξίας περιέρχεται στην πτωχευτική περιουσία μόλις καταστεί τελεσίδικη η απόφαση πτωχευτικής ανάκλησης.

Το ανενεργό μιας δικαιοπραξίας δεν θίγει τη δυνατότητα εφαρμογής της. Ωστόσο, στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, η αντιπαροχή του οφειλέτη στο πλαίσιο ανενεργών δικαιοπραξιών περιέρχεται στην πτωχευτική περιουσία. Εάν η αρχική αντιπαροχή του οφειλέτη στο πλαίσιο ανίσχυρης δικαιοπραξίας δεν μπορεί να μεταβιβαστεί στην πτωχευτική περιουσία, πρέπει να παρασχεθεί αντίστοιχη αποζημίωση.

Το πτωχευτικό δικαστήριο δεν δεσμεύεται από απόφαση άλλου δικαστηρίου ή πόρισμα άλλης αρχής που αποφαίνεται, στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας, ότι δικαιοπραξία που αφορά τα στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού του οφειλέτη είναι άκυρη, ή από οποιοδήποτε ανάλογο πόρισμα, ανεξαρτήτως του πώς έχει προκύψει. Στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας, μόνο το πτωχευτικό δικαστήριο δύναται να εξετάσει την τυχόν ακυρότητα τέτοιας δικαιοπραξίας. Εάν με την τελεσίδικη απόφαση κριθεί ακολούθως ότι η δικαιοπραξία αναφορικά με στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού του οφειλέτη είναι άκυρη, το οικονομικό όφελος που αποκτήθηκε υπό τη μορφή της αντιπαροχής πρέπει να μεταβιβαστεί και πάλι στην πτωχευτική περιουσία.

Εάν δικαιοπραξία αναφορικά με στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού του οφειλέτη κριθεί άκυρη με δικαστική απόφαση που κατέστη τελεσίδικη πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, η εν λόγω δικαιοπραξία την οποία αφορά η δικαστική απόφαση λογίζεται ως άκυρη και στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Ειδικοί κανόνες για ορισμένες κατηγορίες απαιτήσεων

Ειδικοί κανόνες εφαρμόζονται στις ακόλουθες κατηγορίες απαιτήσεων:

  • απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας που γεννώνται μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή μετά τη δήλωση αναστολής πληρωμών,
  • απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας που γεννώνται μετά την έκδοση της απόφασης περί αφερεγγυότητας,
  • απαιτήσεις που ισοδυναμούν με απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας,
  • απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης,
  • απαιτήσεις των μετόχων ή εταίρων του οφειλέτη που απορρέουν από τη συμμετοχή τους στην εταιρεία ή τον συνεταιρισμό,
  • απαιτήσεις που αποκλείονται πλήρως από την ικανοποίηση στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας.
Τελευταία επικαιροποίηση: 22/05/2023

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.