Αφερεγγυότητα/πτώχευση

Φινλανδία
Περιεχόμενο που παρέχεται από
European Judicial Network
Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο (για αστικές και εμπορικές υποθέσεις)

Διαδικασίες αφερεγγυότητας στη Φινλανδία

Αφερεγγυότητα σημαίνει ότι ένας οφειλέτης αδυνατεί να πληρώσει τις οφειλές του σε μη προσωρινή βάση, όταν καθίστανται απαιτητές. Εν προκειμένω, η διαδικασία αφερεγγυότητας ισχύει ταυτόχρονα για το σύνολο των οφειλών του οφειλέτη.

Υπάρχουν τρία διαφορετικά είδη διαδικασιών αφερεγγυότητας στη Φινλανδία: πτώχευση, αναδιάρθρωση της επιχείρησης και διακανονισμός οφειλών ιδιωτών. Οι πτωχεύσεις διέπονται από τις διατάξεις του πτωχευτικού νόμου (Konkurssilaki αριθ. 120/2004) που τέθηκε σε ισχύ την 1η Σεπτεμβρίου 2004. Ο νόμος περί αναδιάρθρωσης επιχειρήσεων (Laki yrityksen saneerauksesta αριθ. 47/1993) και ο νόμος περί διακανονισμού οφειλών ιδιωτών (Laki yksityishenkilön velkajärjestelystä αριθ. 57/1993) τέθηκαν σε ισχύ στις 8 Φεβρουαρίου 1993.

Η πτώχευση είναι διαδικασία εκκαθάρισης που στοχεύει στη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και τη διανομή των εσόδων στους πιστωτές. Η αναδιάρθρωση επιχειρήσεων και ο διακανονισμός οφειλών ιδιωτών αποτελούν μέτρα εξυγίανσης που δίνουν στους οφειλέτες τη δυνατότητα να ξεπεράσουν τις οικονομικές τους δυσχέρειες.

Ο οφειλέτης μπορεί επίσης να συνάψει συμφωνία με τους πιστωτές του για την καταβολή των οφειλών και να προβεί σε άλλες διευθετήσεις εκτός των επίσημων διαδικασιών αφερεγγυότητας. Ωστόσο, οι συμφωνίες που συνάπτονται εκουσίως δεν διέπονται από συγκεκριμένες νομικές διατάξεις και συνεπώς δεν θα συζητηθούν περαιτέρω εδώ.

Ακολουθεί η περιγραφή των κύριων χαρακτηριστικών των προαναφερόμενων διαδικασιών αφερεγγυότητας.

1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;

Πτώχευση

Το πεδίο εφαρμογής της πτώχευσης είναι γενικό, με την έννοια ότι σε πτώχευση μπορούν να κηρυχθούν φυσικά και νομικά πρόσωπα. Ένα νομικό πρόσωπο μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση, ακόμη και αν έχει διαγραφεί από το σχετικό μητρώο ή έχει λυθεί. Η περιουσία του θανόντος ή η πτωχευτική περιουσία μπορεί επίσης να κηρυχθεί σε πτώχευση.

Αναδιάρθρωση

Κάθε επιχείρηση που ασκεί οικονομική δραστηριότητα μπορεί να υπαχθεί σε διαδικασία αναδιάρθρωσης, όπως μια εταιρεία, ένας ελεύθερος επαγγελματίας ή ένας αυτοαπασχολούμενος.

Ωστόσο, ορισμένες επιχειρήσεις, όπως τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι ασφαλιστικοί φορείς που υπόκεινται σε ειδικές ρυθμίσεις και ελέγχους, εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας αναδιάρθρωσης.

Διακανονισμός οφειλών

Διακανονισμός οφειλών μπορεί να γίνει μόνο για φυσικά πρόσωπα. Οι οφειλές φυσικού προσώπου με ιδιωτική επιχείρηση ή φυσικού προσώπου που ασκεί δραστηριότητα σε ομόρρυθμη εταιρεία ή ως ομόρρυθμος εταίρος σε ετερόρρυθμη εταιρεία μπορούν επίσης να διακανονιστούν υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;

Η γενική προϋπόθεση για την κίνηση και των τριών ειδών διαδικασιών αφερεγγυότητας είναι ο οφειλέτης να καταστεί αφερέγγυος. Αφερεγγυότητα σημαίνει ότι ένας οφειλέτης αδυνατεί να πληρώσει τις οφειλές του σε μη προσωρινή βάση, όταν καθίστανται απαιτητές.

Μπορεί επίσης να κινηθεί διαδικασία αναδιάρθρωσης όταν ο οφειλέτης αντιμετωπίζει κίνδυνο αφερεγγυότητας.

Πτώχευση

Αίτηση κήρυξης σε πτώχευση μπορεί να υποβάλει είτε ο οφειλέτης είτε ο πιστωτής. Η γενική προϋπόθεση για την κήρυξη της πτώχευσης είναι η αφερεγγυότητα του οφειλέτη. Ο πτωχευτικός νόμος προβλέπει ορισμένα χαρακτηριστικά αφερεγγυότητας προκειμένου να καταστεί ευκολότερη η εξακρίβωση της αφερεγγυότητας ενός προσώπου κάθε οφειλέτης που έχει τα εν λόγω χαρακτηριστικά θεωρείται αφερέγγυος, εκτός αν αποδεικνύεται το αντίθετο.

Ένας οφειλέτης θεωρείται αφερέγγυος εφόσον:

  1. ο οφειλέτης δηλώνει ότι είναι αφερέγγυος και δεν υπάρχουν ειδικοί λόγοι για να μη γίνει δεκτή η δήλωση αυτή
  2. ο οφειλέτης έχει παύσει τις πληρωμές
  3. έχει διαπιστωθεί, στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης κατά τη διάρκεια των έξι μηνών που προηγούνται της υποβολής της αιτήσεως για κήρυξη σε πτώχευση, ότι ο οφειλέτης δεν είναι σε θέση να εξοφλήσει πλήρως την απαίτηση ή
  4. ο οφειλέτης που έχει ή είχε την υποχρέωση να τηρεί λογιστικά βιβλία κατά το έτος που προηγείται της υποβολής της αιτήσεως για κήρυξη σε πτώχευση δεν έχει εξοφλήσει την εκκαθαρισμένη και απαιτητή απαίτηση του πιστωτή εντός μίας εβδομάδας από τη λήψη όχλησης.

Ένας πιστωτής μπορεί να υποβάλει αίτηση πτώχευσης αν η απαίτησή του έναντι του οφειλέτη βασίζεται σε δικαστική απόφαση ή άλλους λόγους εκτέλεσης, δέσμευση υπογεγραμμένη από τον οφειλέτη που δεν αμφισβητείται προδήλως δικαιολογημένα από τον οφειλέτη ή είναι κατά τα άλλα εκκαθαρισμένη. Το ποσό που διεκδικείται δεν είναι απαραίτητο να είναι ληξιπρόθεσμο. Υπάρχουν περιορισμοί στην αίτηση πτώχευσης για ασήμαντες απαιτήσεις και σε περιπτώσεις που ο πιστωτής διαθέτει εξασφαλισμένη διά προνομίου απαίτηση.

Η πτώχευση κινείται με την κήρυξη της πτώχευσης του οφειλέτη από το δικαστήριο. Ταυτόχρονα, το δικαστήριο διορίζει σύνδικο πτώχευσης. Κατά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, ο οφειλέτης χάνει την εξουσία του επί των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας.

Είναι καθήκον του συνδίκου να ενημερώσει τους πιστωτές για την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας. Κάθε αλλοδαπός πιστωτής, με την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) 2015/848 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας, πρέπει να ενημερωθεί σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στον κανονισμό.

Σημείωση της κίνησης πτωχευτικής διαδικασίας γίνεται επίσης, για παράδειγμα, στο μητρώο πτωχεύσεων και ανασυγκρότησης, το εμπορικό μητρώο, το υποθηκοφυλακείο, το νηολόγιο πλοίων, το νηολόγιο πλοίων υπό κατασκευή, το μητρώο αεροσκαφών, το μητρώο βαρών επιχειρήσεων, το μητρώο στοιχείων οχημάτων και οδηγών και το μητρώο λογιστικών εγγραφών.

Η απόφαση του περιφερειακού δικαστηρίου (käräjäoikeus) που κηρύσσει την πτώχευση ή απορρίπτει την αίτηση πτώχευσης μπορεί να προσβληθεί με έφεση σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο.

Αναδιάρθρωση

Αίτηση για την κίνηση διαδικασίας αναδιάρθρωσης μπορεί να κατατεθεί από τον οφειλέτη ή από πιστωτή. Η διαδικασία αναδιάρθρωσης που κινείται από πιστωτή δεν προϋποθέτει τη συναίνεση του οφειλέτη. Οι περισσότερες αιτήσεις κατατίθενται από τον οφειλέτη.

Διαδικασία αναδιάρθρωσης μπορεί να κινηθεί αν ο οφειλέτης είναι αφερέγγυος και δεν υπάρχουν νομικά κωλύματα για την κίνηση της διαδικασίας. Κώλυμα υφίσταται, για παράδειγμα, όταν πιθανολογείται ότι το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης δεν θα αποκαταστήσει την αφερεγγυότητα ή ότι τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν είναι επαρκή για την κάλυψη του κόστους της διαδικασίας αναδιάρθρωσης. Διαδικασία αναδιάρθρωσης μπορεί να κινηθεί επίσης όταν ο οφειλέτης αντιμετωπίζει κίνδυνο αφερεγγυότητας. Διαδικασία αναδιάρθρωσης με βάση επικείμενη αφερεγγυότητα μπορεί να κινηθεί με αίτηση πιστωτή μόνον εφόσον η απαίτηση αφορά σημαντικό οικονομικό συμφέρον. Επιπλέον, η διαδικασία αναδιάρθρωσης μπορεί να κινηθεί από τουλάχιστον δύο πιστωτές των οποίων οι συνολικές απαιτήσεις αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το ένα πέμπτο των γνωστών οφειλών του οφειλέτη, και που καταθέτουν κοινή αίτηση με τον οφειλέτη ή δηλώνουν ότι υποστηρίζουν την αίτηση του οφειλέτη.

Οι έννομες συνέπειες της κίνησης της διαδικασίας αναδιάρθρωσης παράγουν αυτόματα αποτελέσματα από την ημερομηνία της απόφασης για κίνηση της διαδικασίας. Μετά την κατάθεση της αίτησης, το δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αιτήματος του αιτούντος ή του οφειλέτη, να απαγορεύσει την εξόφληση των οφειλών ή την εξασφάλισή τους, να απαγορεύσει την είσπραξη οφειλών ή την κατάσχεση ή άλλα μέτρα εκτέλεσης που παράγουν αποτελέσματα πριν από την έναρξη της διαδικασίας.

Είναι καθήκον του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας να ενημερώσει τους πιστωτές για την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας. Η έναρξη της διαδικασίας αναδιάρθρωσης κοινοποιείται επίσης σε ορισμένες αρχές και σχετική καταχώριση πραγματοποιείται μεταξύ άλλων στο μητρώο πτωχεύσεων και αναδιοργανώσεων, το εμπορικό μητρώο και το υποθηκοφυλακείο.

Η απόφαση του περιφερειακού δικαστηρίου που κηρύσσει την έναρξη της διαδικασίας αναδιάρθρωσης ή απορρίπτει την αίτηση κίνησης διαδικασίας αναδιάρθρωσης μπορεί να προσβληθεί με έφεση σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο.

Διακανονισμός οφειλών

Οι υποθέσεις διακανονισμού οφειλών αρχίζουν να εκκρεμούν κατόπιν αίτησης του οφειλέτη. Η κίνηση διαδικασίας διακανονισμού οφειλών απαιτεί ο οφειλέτης να είναι αφερέγγυος και να μην μπορεί ευλόγως να βελτιώσει την ικανότητα πληρωμής του ούτως ώστε να εξοφλήσει τις οφειλές του. Ο κύριος λόγος της αφερεγγυότητας πρέπει να είναι η ουσιώδης υποβάθμιση της ικανότητας του οφειλέτη να πληρώσει, λόγω μεταβολής των περιστάσεων που κατά κύριο λόγο δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του οφειλέτη, όπως ασθένεια. Οι οφειλές μπορούν επίσης να διακανονιστούν αν υπάρχει βάσιμος λόγος προς τούτο ενόψει του ποσού των οφειλών και των λοιπών υποχρεώσεων του οφειλέτη ως προς την ικανότητά του να τις εξοφλήσει. Κατά την αξιολόγηση της ικανότητας του οφειλέτη να πληρώσει, λαμβάνονται υπόψη, π.χ. τα περιουσιακά στοιχεία, το εισόδημα και οι δυνατότητες απόκτησης εισοδήματος του οφειλέτη.

Δεν πρέπει να υφίσταται νόμιμο κώλυμα όσον αφορά τη διαδικασία διακανονισμού των οφειλών (π.χ. οφειλή που γεννάται λόγω παράβασης ή απερίσκεπτης και ανεύθυνης ανάληψης χρέους). Ωστόσο, αν συντρέχει βάσιμος λόγος, μπορεί να διαταχθεί διακανονισμός οφειλών παρά την ύπαρξη γενικού κωλύματος. Σε αυτές τις περιπτώσεις, πρέπει να δίνεται προσοχή ιδίως στα μέτρα που λαμβάνονται από τον οφειλέτη για την εξόφληση των οφειλών του, το χρονικό διάστημα για το οποίο τα αιτούμενα ποσά είναι ληξιπρόθεσμα και σε άλλες περιστάσεις του οφειλέτη, καθώς και τη σημασία του διακανονισμού της οφειλής σε ό,τι αφορά τόσο τον οφειλέτη όσο και τους πιστωτές.

Διακανονισμός οφειλών δεν μπορεί να διαταχθεί αν ο οφειλέτης δεν διαθέτει πόρους για λόγο που θεωρείται προσωρινός ή αν ο οφειλέτης για τον λόγο αυτό μπορεί να καλύψει μόνον ένα μικρό μέρος των οφειλών του με τους πόρους που διαθέτει.

Οι έννομες συνέπειες της κίνησης της διαδικασίας διακανονισμού οφειλών παράγουν αυτόματα αποτελέσματα από την ημερομηνία της απόφασης για κίνηση της διαδικασίας. Μετά την κατάθεση της αίτησης, το δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αιτήματος του οφειλέτη, να απαγορεύσει προσωρινά την αποπληρωμή οφειλών και την εξασφάλισή τους ή την είσπραξη οφειλών ή την κατάσχεση και άλλα μέτρα εκτέλεσης που παράγουν αποτελέσματα πριν από την έναρξη της διαδικασίας.

3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Πτώχευση

Τα περιουσιακά στοιχεία που διαθέτει ο οφειλέτης κατά την έναρξη της πτώχευσης και τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία ο οφειλέτης αποκτά πριν από την ολοκλήρωση της πτώχευσης απαρτίζουν την πτωχευτική περιουσία. Τα έσοδα από τα περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία που δεν μπορούν να ανακτηθούν στην πτωχευτική περιουσία σύμφωνα με τον νόμο περί ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων στην πτωχευτική περιουσία (Laki takaisinsaannista konkurssipesään αριθ. 758/1991) ή με άλλη βάση αποτελούν επίσης περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας.

Κατά κανόνα, τα ακατάσχετα περιουσιακά στοιχεία δεν ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία. Επιπλέον, τα αποκτηθέντα περιουσιακά στοιχεία ή τα έσοδα ενός φυσικού προσώπου μετά την έναρξη της πτώχευσης δεν ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία.

Αναδιάρθρωση

Κατά τη διαδικασία αναδιάρθρωσης, καταρτίζεται πρόγραμμα αναδιάρθρωσης για τον οφειλέτη. Το σχέδιο πρέπει να περιλαμβάνει, για παράδειγμα, την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη, δηλαδή τα περιουσιακά στοιχεία, τις υποχρεώσεις και άλλες δεσμεύσεις του. Το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης πρέπει να καταρτίζεται με βάση το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη κατά τον χρόνο της διαδικασίας. Η ανάκτηση είναι επίσης δυνατή: μια συναλλαγή που θα μπορούσε να αναστραφεί και να ανακτηθούν περιουσιακά στοιχεία στην πτωχευτική περιουσία μπορεί ομοίως να αναστραφεί κατά τη διαδικασία αναδιάρθρωσης για τους ίδιους λόγους όπως και στην περίπτωση της πτώχευσης.

Αν και σε εξαιρετικές περιστάσεις είναι δυνατόν να τροποποιηθεί το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης μετά την έγκρισή του, τα ποσά των πληρωμών που πρέπει να γίνουν σε κάθε πιστωτή δεν μπορούν πλέον να αυξηθούν με τροποποίηση του προγράμματος. Ωστόσο, τα περιουσιακά στοιχεία που μεταβιβάζονται στον οφειλέτη μετά την έγκριση του προγράμματος αναδιάρθρωσης μπορούν να αποτελέσουν λόγο ώστε οι πιστωτές να ζητήσουν συμπληρωματικές πληρωμές από τον οφειλέτη. Μπορεί να δοθεί στον οφειλέτη εντολή να πραγματοποιήσει συμπληρωματικές πληρωμές που προσδιορίζονται στο πρόγραμμα, αν η κατάσταση των οικονομικών του οφειλέτη θεωρηθεί καλύτερη σε σύγκριση με τον χρόνο που καταρτίστηκε το πρόγραμμα. Αίτημα καταβολής συμπληρωματικών πληρωμών μπορεί να κατατεθεί εφόσον συντρέχουν λόγοι υποβολής αιτήματος για τέτοιες πληρωμές. Το αίτημα πρέπει να κατατεθεί στο δικαστήριο το αργότερο εντός ενός έτους μετά την υποβολή της τελικής έκθεσης στο δικαστήριο.

Διακανονισμός οφειλών

Στον διακανονισμό οφειλών, ο οφειλέτης επιβεβαιώνει χρονοδιάγραμμα πληρωμών που αντιστοιχεί στην ικανότητα του οφειλέτη να πληρώσει. Κατά την αξιολόγηση της ικανότητας του οφειλέτη να προβεί σε πληρωμές, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη παράγοντες όπως το προϊόν της εκκαθάρισης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, τα εισοδήματα του οφειλέτη και η δυνατότητα απόκτησης εισοδημάτων του οφειλέτη, τα αναγκαία έξοδα διαβίωσης και η υποχρέωση διατροφής. Στον διακανονισμό οφειλών, για την κάλυψη των οφειλών χρησιμοποιείται το σύνολο των εισοδημάτων του οφειλέτη που υπερβαίνει τα αναγκαία έξοδα διαβιώσεως και την υποχρέωση διατροφής του, καθώς και τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία που δεν αποτελούν είδη πρώτης ανάγκης. Στα περιουσιακά στοιχεία που θεωρούνται είδη πρώτης ανάγκης περιλαμβάνεται η ιδιόκτητη κατοικία του οφειλέτη, η οικοσκευή, στο εύλογο μέτρο, και τα προσωπικά αντικείμενα και εργαλεία εργασίας του οφειλέτη, στο μέτρο του εύλογα αναγκαίου. Τα περιουσιακά στοιχεία που θεωρούνται είδη πρώτης ανάγκης του οφειλέτη μπορούν να ρευστοποιηθούν μόνον στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τον νόμο.

Επιπλέον, το χρονοδιάγραμμα πληρωμών μπορεί να υποχρεώνει τον οφειλέτη να προβεί σε συμπληρωματικές πληρωμές λόγω πρόσθετου εισοδήματος ή περιουσιακών στοιχείων που αυτός λαμβάνει κατά τη διάρκεια του χρονοδιαγράμματος πληρωμής. Ο οφειλέτης οφείλει να πληρώνει στους πιστωτές ένα μέρος τυχόν δωρεών και άλλων εφάπαξ πληρωμών που λαμβάνει κατά τη διάρκεια του χρονοδιαγράμματος πληρωμής. Όταν το εισόδημα του οφειλέτη υπερβαίνει το εισόδημα που έχει προσδιοριστεί για το χρονοδιάγραμμα πληρωμών, ο οφειλέτης μπορεί να διαταχθεί να καταβάλει ένα μέρος των πρόσθετων εσόδων του στους πιστωτές.

4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;

Πτώχευση

Η πτώχευση κηρύσσεται από το δικαστήριο. Το δικαστήριο ορίζει επίσης τον σύνδικο πτωχεύσεως. Ένα πρόσωπο μπορεί να διοριστεί ως σύνδικος, εφόσον συναινεί στον διορισμό, έχει την ικανότητα, τις δεξιότητες και την εμπειρία που απαιτούνται για τη θέση, και είναι κατά τα άλλα κατάλληλο για αυτή. Ο σύνδικος δεν πρέπει να έχει σχέση με τον οφειλέτη ή τον πιστωτή που θα μπορούσε να διακυβεύσει την ανεξαρτησία του συνδίκου σε σχέση με τον οφειλέτη ή την αμεροληψία του έναντι των πιστωτών, ή την ικανότητά του να ασκήσει τα καθήκοντά του με τον κατάλληλο τρόπο. Δεν μπορεί να διοριστεί νομικό πρόσωπο ως σύνδικος.

Ο σύνδικος έχει κεντρικό ρόλο στη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων στην πτώχευση. Τα καθήκοντα του συνδίκου περιλαμβάνουν την εκπροσώπηση της πτωχευτικής περιουσίας, τη μέριμνα για την τρέχουσα διαχείριση της περιουσίας, τη σύνταξη απογραφής της περιουσίας και περιγραφή του οφειλέτη, τη λήψη της αναγγελίας απαιτήσεων, την κατάρτιση του προσωρινού και του οριστικού καταλόγου εκταμιεύσεων. Ο σύνδικος μεριμνά επίσης για τη διαχείριση και την πώληση των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στην περιουσία και την εκταμίευση των κεφαλαίων.

Κατά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, ο οφειλέτης χάνει την εξουσία του επί των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας. Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να συνεργάζεται προκειμένου να περατωθεί η πτωχευτική διαδικασία. Ο οφειλέτης οφείλει να παρέχει στον σύνδικο τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την κατάρτιση απογραφής της πτωχευτικής περιουσίας, και να βεβαιώσει την εν λόγω απογραφή. Ο οφειλέτης έχει το δικαίωμα να λαμβάνει πληροφορίες σχετικά με την πτωχευτική περιουσία, να παρίσταται στις συνελεύσεις των πιστωτών, και να εκφράζει απόψεις σχετικά με θέματα υπό κρίση.

Αναδιάρθρωση

Με την έναρξη της διαδικασίας για την αναδιάρθρωση επιχείρησης, το δικαστήριο διορίζει διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι ενήλικος, γνωστός για την εντιμότητά του, δεν έχει πτωχεύσει και έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα. Πρέπει επίσης να έχει την ικανότητα, τις δεξιότητες και την εμπειρία που απαιτούνται για τη θέση. Ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν έχει σχέση με τον οφειλέτη ή με οποιονδήποτε από τους πιστωτές που μπορεί να υπονομεύσει την ανεξαρτησία του από τον οφειλέτη ή την αμεροληψία του έναντι των πιστωτών. Νομικό πρόσωπο δεν μπορεί να διοριστεί διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι υπεύθυνος για την υλοποίηση του σκοπού της διαδικασίας αναδιάρθρωσης και για την προστασία των συμφερόντων των πιστωτών. Ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας καταρτίζει έκθεση με τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις του οφειλέτη και πρόταση προγράμματος αναδιάρθρωσης (δικαίωμα υποβολής πρότασης για το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης έχουν επίσης και άλλοι διάδικοι, όπως ο οφειλέτης). Ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας εποπτεύει επίσης τις δραστηριότητες του οφειλέτη.

Το δικαστήριο μπορεί να ορίσει επιτροπή πιστωτών για να εκπροσωπεί τους πιστωτές και να ενεργεί ως συμβουλευτικό όργανο για τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Δεν ορίζεται επιτροπή εφόσον αυτό κριθεί περιττό λόγω του μικρού αριθμού πιστωτών ή για άλλο λόγο.

Ο οφειλέτης διατηρεί την εξουσία του επί των περιουσιακών του στοιχείων και των δραστηριοτήτων του, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από τον νόμο. Ωστόσο, μετά την έναρξη της διαδικασίας, ο οφειλέτης δεν μπορεί να αναλάβει, για παράδειγμα, νέα οφειλή χωρίς τη συναίνεση του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, εκτός αν η οφειλή συναρτάται με τις συνήθεις δραστηριότητες του οφειλέτη και το ύψος και οι όροι της είναι συνήθεις. Κατόπιν αιτήματος του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή πιστωτή, η εξουσία του οφειλέτη μπορεί να περιορισθεί και με άλλους τρόπους, αν υπάρχει κίνδυνος ο οφειλέτης να ενεργήσει κατά τρόπο που θα μπορούσε να βλάψει ή να θέσει σε κίνδυνο τα συμφέροντα του πιστωτή. Ο οφειλέτης υποχρεούται να συνεργάζεται και να παρέχει πληροφορίες στο δικαστήριο, τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας και την επιτροπή των πιστωτών.

Κατά κανόνα, ο οφειλέτης μπορεί να συνεχίσει να ασκεί το δικαίωμα προσφυγής σε εκκρεμείς ή επικείμενες διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου, εκτός αν ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας αποφασίσει να αναλάβει αυτός την άσκηση του δικαιώματος προσφυγής του οφειλέτη.

Διακανονισμός οφειλών

Το δικαστήριο μπορεί να διορίσει διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας για τον διακανονισμό των οφειλών, εφόσον αυτό κριθεί αναγκαίο για τη διευκρίνιση της χρηματοοικονομικής κατάστασης του οφειλέτη, την εκκαθάριση των περιουσιακών του στοιχείων ή την πραγματοποίηση του διακανονισμού των οφειλών. Ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας πρέπει να είναι ενήλικος, γνωστός για την εντιμότητά του, πρόθυμος να αποδεχθεί τον διορισμό, να μην έχει πτωχεύσει και να έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα. Πρέπει επίσης να έχει την ικανότητα, τις δεξιότητες και την εμπειρία που απαιτούνται για τη θέση. Ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν έχει σχέση με τον οφειλέτη ή με οποιονδήποτε από τους πιστωτές που μπορεί να υπονομεύσει την ανεξαρτησία του από τον οφειλέτη ή την αμεροληψία του έναντι των πιστωτών. Νομικό πρόσωπο δεν μπορεί να διοριστεί διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Στα καθήκοντα του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, εφόσον υπάρχει, περιλαμβάνεται η σύνταξη σχεδίου χρονοδιαγράμματος πληρωμών και η εκτέλεση άλλων καθηκόντων που του επιβάλλονται από το δικαστήριο. Κατά την κατάρτιση του σχεδίου χρονοδιαγράμματος πληρωμών, ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας πρέπει να διαπραγματευτεί με τον οφειλέτη και τους πιστωτές και τους παρέχει τις αναγκαίες πληροφορίες για τον διακανονισμό των οφειλών, ενώ τους παρέχει και τη δυνατότητα να υποβάλουν δήλωση σχετικά με την αίτηση και το σχέδιο χρονοδιαγράμματος πληρωμών. Στον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας μπορεί να ανατεθεί επίσης η εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, καθώς και η διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης στους πιστωτές. Εάν δεν διοριστεί διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ο οφειλέτης είναι υπεύθυνος για τη σύνταξη σχεδίου χρονοδιαγράμματος πληρωμών. Η έναρξη της διαδικασίας του διακανονισμού οφειλών διατάσσεται από το δικαστήριο. Το δικαστήριο είναι αρμόδιο και για την επικύρωση του χρονοδιαγράμματος πληρωμών.

Ο οφειλέτης διατηρεί την κυριότητα και την κατοχή των περιουσιακών του στοιχείων. Ωστόσο, όλα τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη που δεν θεωρούνται είδη πρώτης ανάγκης χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των οφειλών του. Ο οφειλέτης οφείλει να παράσχει στο δικαστήριο, τους πιστωτές και, εφόσον έχει οριστεί, στον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, όλες τις απαραίτητες πληροφορίες όσον αφορά ζητήματα σχετικά με τον διακανονισμό των οφειλών. Ο οφειλέτης έχει επίσης καθήκον συνεργασίας για την προσήκουσα υλοποίηση του διακανονισμού οφειλών.

5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;

Πτώχευση

Με την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων, ο πιστωτής έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει απαίτηση στην πτωχευτική περιουσία για τον συμψηφισμό οφειλής του προς τον οφειλέτη κατά την έναρξη της πτώχευσης, ακόμη και αν δεν έχει καταστεί ακόμη απαιτητή η οφειλή προς τον οφειλέτη ή η απαίτηση. Το δικαίωμα συμψηφισμού δεν έχει ισχύ σε απαιτήσεις που δεν παρέχουν στον πιστωτή δικαίωμα πληρωμής από την πτωχευτική περιουσία, ούτε σε απαιτήσεις υποδεέστερες των άλλων απαιτήσεων. Ο πιστωτής έχει την υποχρέωση να παρέχει πληροφορίες σχετικά με απαίτηση που χρησιμοποιείται για συμψηφισμό.

Αναδιάρθρωση

Παρά την απαγόρευση της είσπραξης οφειλών, ο πιστωτής έχει το δικαίωμα να συμψηφίσει απαίτηση με οφειλή έναντι του οφειλέτη κατά την έναρξη της διαδικασίας υπό τους ίδιους όρους που ισχύουν στη διαδικασίας πτώχευσης. Η ανακοίνωση του συμψηφισμού πρέπει επίσης να επιδοθεί στον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Το δικαίωμα συμψηφισμού δεν εφαρμόζεται επί συμψηφισμού από πιστωτικό ίδρυμα έναντι κεφαλαίων που έχει καταθέσει ο οφειλέτης στο εν λόγω ίδρυμα, όταν τίθεται σε ισχύ η απαγόρευση της είσπραξης ή μεταγενέστερα, ή έναντι κεφαλαίων που βρίσκονται στο πιστωτικό ίδρυμα κατά τον χρόνο μεταφοράς στον λογαριασμό του οφειλέτη, όταν ο λογαριασμός μπορεί να χρησιμοποιείται για πληρωμές.

Διακανονισμός οφειλών

Μετά την έναρξη του διακανονισμού οφειλών, δεν μπορούν να εφαρμοστούν μέτρα σε βάρος του οφειλέτη για την είσπραξη οφειλής η πληρωμή της οποίας έχει ανασταλεί ή για την εξασφάλιση της πληρωμής της οφειλής. Η αναστολή είσπραξης περιλαμβάνει επίσης τον συμψηφισμό μεταξύ των απαιτήσεων του οφειλέτη και των υποχρεώσεών του προς τον πιστωτή. Ωστόσο, η αναστολή δεν ισχύει για τον συμψηφισμό φόρων.

6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;

Κατά κανόνα, οι συμβάσεις που δεν αφορούν απαιτήσεις που υπόκεινται στη διαδικασία αφερεγγυότητας παραμένουν έγκυρες και αμετάβλητες σε όλα τα είδη διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Πτώχευση

Εάν, κατά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, ο οφειλέτης δεν έχει εκτελέσει σύμβαση στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος, το έτερο συμβαλλόμενο μέρος πρέπει να ζητήσει δήλωση του κατά πόσο η πτωχευτική περιουσία θα χρησιμοποιηθεί για την εκτέλεση της σύμβασης. Εάν δηλωθεί ότι η περιουσία θα χρησιμοποιηθεί για την εκτέλεση της σύμβασης, και παρασχεθεί κατάλληλη εγγύηση για την εκτέλεση της σύμβασης, η σύμβαση δεν μπορεί να καταγγελθεί. Ωστόσο, το έτερο συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση αν η σύμβαση είναι προσωπικού χαρακτήρα ή αν υπάρχει άλλος ειδικός λόγος για τον οποίο δεν μπορεί να απαιτηθεί το έτερο μέρος να συνεχίσει να συνδέεται συμβατικά με την πτωχευτική περιουσία.

Εάν κηρυχθεί σε πτώχευση ο εργοδότης, η σύμβαση απασχόλησης μπορεί να καταγγελθεί από οποιονδήποτε συμβαλλόμενο ανεξάρτητα από τη διάρκειά της. Η προθεσμία ειδοποίησης είναι 14 ημέρες ανεξάρτητα από την προθεσμία που θα ίσχυε κανονικά. Οι οφειλόμενες αμοιβές για την περίοδο της πτώχευσης καταβάλλονται από την πτωχευτική περιουσία.

Η πτωχευτική περιουσία επίσης βαρύνεται με την καταβολή των μισθωμάτων από εμπορικές μισθώσεις για οποιαδήποτε περίοδο κατά την οποία κάνει χρήση των εγκαταστάσεων αυτής, ακόμη κι αν δεν έχει αναλάβει την ευθύνη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση μίσθωσης. Εάν η πτωχευτική περιουσία δεν έχει ανακοινώσει εντός προθεσμίας τουλάχιστον ενός μήνα που ορίζεται από τον εκμισθωτή, ότι θα αναλάβει την ευθύνη για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση μίσθωσης μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, ο εκμισθωτής έχει το δικαίωμα να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση μίσθωσης.

Εάν, στο πλαίσιο σύμβασης εκχώρησης κινητών, λήξει όρος που αφορά την παρακράτηση κυριότητας ή την ανάκτηση κατοχής κατά την καταβολή του τιμήματος αγοράς, η πτωχευτική περιουσία έχει το δικαίωμα να συμβληθεί στη σύμβαση ενημερώνοντας σχετικά τον πωλητή και καταβάλλοντας το ανεξόφλητο αγοραστικό τίμημα, συν κάθε ληξιπρόθεσμο τόκο, σύμφωνα με τους αρχικούς όρους. Η ειδοποίηση πρέπει να παρασχεθεί και το τίμημα να καταβληθεί σε εύλογο χρονικό διάστημα αφότου ο πωλητής ζήτησε την επιστροφή των περιουσιακών στοιχείων.

Μια μεμονωμένη συναλλαγή μπορεί να ακυρωθεί για κάποιον εκ των λόγων είσπραξης που αναφέρονται στον νόμο περί ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων στην πτωχευτική περιουσία.

Αναδιάρθρωση

Η έναρξη της διαδικασίας αναδιάρθρωσης δεν έχει καμία επίπτωση στις υφιστάμενες δεσμεύσεις του οφειλέτη, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά από τον νόμο.

Η σύμβαση μίσθωσης ή σύμβαση πίστωσης-μίσθωσης όπου ο οφειλέτης είναι ο μισθωτής μπορεί να καταγγελθεί από τον οφειλέτη και να λήξει δύο μήνες μετά την επίδοση της καταγγελίας, κατά παρέκκλιση των όρων της σύμβασης όσον αφορά τη διάρκεια αυτής ή την επίδοση ειδοποίησης.

Πρόσωπο που, πριν από την έναρξη της διαδικασίας, έχει δεσμευτεί για συμβατική παροχή προς τον οφειλέτη, αλλά δεν έχει ολοκληρώσει την εκτέλεσή της κατά τον χρόνο έναρξης της διαδικασίας, δικαιούται αντάλλαγμα για την εκτέλεση, εφόσον αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί σύνηθες μέρος των δραστηριοτήτων του οφειλέτη. Εάν το ζήτημα αφορά άλλο τύπο συμβάσεως που συνήφθη πριν από την έναρξη της διαδικασίας και αν ο οφειλέτης κατά τον χρόνο έναρξης της διαδικασίας δεν έχει τηρήσει τις υποχρεώσεις πληρωμής του δυνάμει της σύμβασης, ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, εφόσον το ζητήσει το έτερο μέρος, θα δηλώσει κατά πόσο ο οφειλέτης θα τηρήσει τις υποχρεώσεις του εκ της σύμβασης. Εάν η απάντηση είναι αρνητική ή αν δεν δοθεί εντός ευλόγου διαστήματος, το άλλο μέρος έχει το δικαίωμα να ακυρώσει τη συμφωνία.

Συμφωνία βάσει της οποίας ο οφειλέτης θα προέβαινε σε πληρωμή βάσει ή σε σχέση με αναδιάρθρωση οφειλής είναι άκυρη, εκτός αν η υποχρέωση για την καταβολή του ποσού βασίζεται στο εγκεκριμένο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης.

Εάν ο εργοδότης υπόκειται σε διαδικασία αναδιάρθρωσης, ο εργοδότης δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας, ανεξάρτητα από τη διάρκειά της, με ειδοποίηση δύο μηνών υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

Συναλλαγή που θα μπορούσε να ακυρωθεί αν είχε κατατεθεί αίτηση πτώχευσης αντί αίτησης για αναδιάρθρωση είναι δυνατόν να ακυρωθεί κατόπιν αιτήματος του πιστωτή κατά τη διαδικασία αναδιάρθρωσης για τους λόγους που προβλέπονται στον νόμο περί ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων στην πτωχευτική περιουσία.

Διακανονισμός οφειλών

Ο οφειλέτης δικαιούται να καταγγείλει μίσθωση ή άλλη συμφωνία στην οποία είναι μισθωτής ή καταναλωτική σύμβαση ή σύμβαση χρονομίσθωσης, με ειδοποίηση προ δύο μηνών.

Ο οφειλέτης οφείλει να παραιτηθεί από περιουσιακά στοιχεία τα οποία αποκτήθηκαν στη βάση προγράμματος μερικής πληρωμής ή χρηματοδοτικής μίσθωσης και δεν συγκαταλέγονται στα είδη πρώτης ανάγκης.

Οποιαδήποτε συμφωνία με την οποία ο οφειλέτης καλείται να προβεί σε πληρωμή βάσει ή σε συνάρτηση με τον διακανονισμό οφειλών είναι άκυρη, εκτός αν η υποχρέωση πληρωμής βασίζεται στο εγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα πληρωμών ή τον νόμο.

Πρόσωπο που, πριν από την έναρξη της διαδικασίας, έχει δεσμευτεί για συμβατική παροχή προς τον οφειλέτη, αλλά δεν έχει ολοκληρώσει την εκτέλεσή της κατά τον χρόνο έναρξης της διαδικασίας, δικαιούται αντάλλαγμα για την εκτέλεση, εφόσον αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί σύνηθες μέρος των δραστηριοτήτων του οφειλέτη.

Συναλλαγή που θα μπορούσε να ακυρωθεί αν είχε κατατεθεί αίτηση πτώχευσης αντί αίτησης για διακανονισμό οφειλών είναι δυνατόν να ακυρωθεί κατόπιν αιτήματος του πιστωτή κατά τη διαδικασία διακανονισμού των οφειλών για τους λόγους που προβλέπονται στον νόμο περί ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων στην πτωχευτική περιουσία.

7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);

Πτώχευση

Μετά την έναρξη της πτώχευσης, δεν μπορεί να ασκηθεί προσφυγή κατά της πτωχευτικής περιουσίας με σκοπό την εξασφάλιση λόγου εκτέλεσης σχετικά με απαίτηση στην πτωχευτική περιουσία, και δεν εφαρμόζονται μέτρα εκτέλεσης επί της πτωχευτικής περιουσίας με σκοπό την ικανοποίηση απαίτησης στην πτωχευτική περιουσία. Ωστόσο, πιστωτής με εξασφαλισμένη απαίτηση μπορεί να ασκήσει προσφυγή για την είσπραξη της εξασφαλισμένης απαίτησης.

Αναδιάρθρωση

Κατά κανόνα, μετά την έναρξη της διαδικασίας αναδιάρθρωσης, ο οφειλέτης υπόκειται σε απαγόρευση πληρωμών και οι πιστωτές σε απαγόρευση είσπραξης οφειλών. Δεν μπορούν να ληφθούν μέτρα κατά του οφειλέτη για την είσπραξη οφειλής υπό αναδιάρθρωση ή για την εξασφάλιση της πληρωμής της. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο πιστωτής που έχει εξασφαλισμένη απαίτηση μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να του χορηγήσει άδεια να αξιοποιήσει την εξασφάλιση αυτή για την εξόφληση της οφειλής. Αυτό μπορεί να συμβεί π.χ. όταν είναι σαφές ότι, λόγω της αναδιάρθρωσης, δεν είναι απαραίτητο η περιουσία που τηρείται ως εγγύηση να παραμείνει στην κατοχή του οφειλέτη.

Κατά κανόνα, μετά την έναρξη της διαδικασίας, τα ασφαλιστικά μέτρα που βασίζονται σε επίσημες αποφάσεις δεν μπορούν να στραφούν κατά του οφειλέτη.

Διακανονισμός οφειλών

Όπως και στις διαδικασίες αναδιάρθρωσης, στις διαδικασίες διακανονισμού οφειλών, ο πιστωτής υπόκειται σε αναστολή είσπραξης οφειλών. Όταν μια απαίτηση εμπίπτει στο πεδίο της αναστολής πληρωμών, κανένα μέτρο δεν μπορεί να στραφεί κατά του οφειλέτη για την είσπραξη οφειλής που υπόκειται σε πληρωμή ή προς εξασφάλιση της πληρωμής της. Επιπλέον, οι κυρώσεις για την καθυστέρηση της πληρωμής δεν εφαρμόζονται στον οφειλέτη. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο πιστωτής που έχει εξασφαλισμένη απαίτηση μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να του χορηγήσει άδεια να αξιοποιήσει την εξασφάλιση αυτή για την εξόφληση της οφειλής. Αυτό μπορεί να συμβεί, για παράδειγμα, αν τα περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται ως εξασφάλιση δεν θεωρούνται είδη πρώτης ανάγκης του οφειλέτη ή αν ο οφειλέτης δεν χρειάζεται τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία για να ασκήσει τη δραστηριότητά του.

Ο πιστωτής μπορεί να ασκήσει προσφυγή ή να κινήσει άλλη διαδικασία προκειμένου να διατηρήσει το δικαίωμα εκτέλεσης ή να αποκτήσει βάση για εκτέλεση. Κατά κανόνα, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί απαγορεύσεων σχετικά με την έναρξη διαδικασίας διακανονισμού οφειλών, ο πιστωτής μπορεί επίσης να ζητήσει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων και την επιβολή των εν λόγω μέτρων.

8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;

Πτώχευση

Κατά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, ο οφειλέτης παραχωρεί την εξουσία του επί των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας στον σύνδικο. Κατά συνέπεια, η πτωχευτική περιουσία μπορεί να αποκτήσει την ιδιότητα του διαδίκου σε ζητήματα σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία: η πτωχευτική περιουσία πρέπει να έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει τις δικαστικές διαδικασίες που εκκρεμούν μεταξύ του οφειλέτη και τρίτων σε σχέση με περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία. Σε περίπτωση που η πτωχευτική περιουσία δεν αξιοποιήσει την εν λόγω δυνατότητα, ο οφειλέτης μπορεί να συνεχίσει τη διαδικασία.

Ομοίως, η πτωχευτική περιουσία πρέπει να έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει δικαστική διαδικασία που αφορά εκκρεμή απαίτηση στην πτωχευτική περιουσία κατά του οφειλέτη. Αν η πτωχευτική περιουσία δεν απαντήσει στην προσφυγή, και ο οφειλέτης δεν είναι διατεθειμένος να συνεχίσει τη διαδικασία, ο προσφεύγων μπορεί να ζητήσει την έκδοση απόφασης επί της υπόθεσης.

Αναδιάρθρωση

Ο οφειλέτης μπορεί να συνεχίσει να ασκεί το δικαίωμα προσφυγής σε εκκρεμείς διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου ή σε άλλες αντίστοιχες διαδικασίες στις οποίες είναι διάδικος, εκτός αν ο σύνδικος αποφασίσει να αναλάβει αυτός την άσκηση του δικαιώματος προσφυγής του οφειλέτη. Η ίδια διάταξη εφαρμόζεται και σε διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου ή άλλες διαδικασίες που θα καταστούν εκκρεμείς μετά την έναρξη της διαδικασίας αναδιάρθρωσης.

Ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας έχει το δικαίωμα να ασκεί αιτήσεις και να κινήσει διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου ή άλλες αντίστοιχες διαδικασίες για λογαριασμό του οφειλέτη, καθώς και να ασκεί το δικαίωμα προσφυγής του οφειλέτη στο πλαίσιο της διαδικασίας. Επιπλέον, ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας μπορεί να λαμβάνει κοινοποιήσεις για λογαριασμό του οφειλέτη.

Διακανονισμός οφειλών

Έναρξη του διακανονισμού οφειλών δεν θίγει εκκρεμείς διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου, ή το δικαίωμα προσφυγής του οφειλέτη στο πλαίσιο της διαδικασίας.

9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;

Πτώχευση

Ο πιστωτής μπορεί να υποβάλει αίτηση για την κήρυξη πτώχευσης.

Στην πτωχευτική διαδικασία, οι πιστωτές έχουν τον σημαντικότερο ρόλο. Οι πιστωτές μπορούν να ρυθμίζουν ζητήματα που αφορούν την πτωχευτική περιουσία στον βαθμό που αυτά δεν ρυθμίζονται από τον νόμο ή από τον σύνδικο. Επιπλέον, οι πιστωτές μπορούν να ρυθμίζουν ζητήματα που αφορούν την τρέχουσα διαχείριση της περιουσίας ή να αναθέτουν μέρος των εξουσιών τους στον σύνδικο. Η εξουσία των πιστωτών ξεκινάει με την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας και παύει με τη λήξη της πτωχευτικής διαδικασίας.

Το δικαίωμα άσκησης των εξουσιών των πιστωτών ανήκει στους πιστωτές που διατηρούν απαίτηση στην πτωχευτική περιουσία έναντι του οφειλέτη και έχουν αναγγείλει την εν λόγω απαίτηση. Μετά την ημερομηνία αναγγελίας, το δικαίωμα ανήκει αποκλειστικά στους πιστωτές που έχουν αναγγείλει την απαίτησή τους ή των οποίων η απαίτηση μπορεί με άλλον τρόπο να ενταχθεί στον κατάλογο εκταμιεύσεων, καθώς και σε πιστωτές με εξασφαλισμένη απαίτηση που έχουν προσκομίσει δικαιολογητικά στοιχεία της απαίτησής τους.

Το σημαντικότερο όργανο λήψης αποφάσεων είναι η συνέλευση των πιστωτών, ωστόσο είναι δυνατή η εφαρμογή και άλλων διαδικασιών λήψης αποφάσεων. Οι πιστωτές μπορούν επίσης να συστήσουν επιτροπή πιστωτών προκειμένου να ενεργεί ως όργανο διαπραγματεύσεων και επαφής μεταξύ του συνδίκου και των πιστωτών. Η ισχύς του δικαιώματος ψήφου των πιστωτών καθορίζεται βάσει της τρέχουσας απαίτησής τους στο πλαίσιο της διαδικασίας πτώχευσης. Η απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών καθορίζεται από τη γνώμη που έχει τη στήριξη των πιστωτών των οποίων το σύνολο των ψήφων είναι μεγαλύτερο από το ήμισυ όλων των πιστωτών που συμμετέχουν στην ψηφοφορία. Σε εναλλακτικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων, η καταμέτρηση των ψήφων πραγματοποιείται βάσει της ισχύος του δικαιώματος ψήφου των πιστωτών που διατυπώνουν τη θέση τους.

Αναδιάρθρωση

Ο πιστωτής μπορεί να υποβάλει αίτηση για κίνηση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης.

Μια επιτροπή πιστωτών μπορεί να ορισθεί ως κοινός εκπρόσωπος των πιστωτών. Η επιτροπή εκπροσωπεί όλες τις ομάδες πιστωτών και στα καθήκοντά της περιλαμβάνεται η παροχή βοήθειας στον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και η παρακολούθηση των δραστηριοτήτων του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας για λογαριασμό των πιστωτών. Οι αποφάσεις της επιτροπής λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία.

Κατά την κατάρτιση του σχεδίου προγράμματος αναδιάρθρωσης, ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας πρέπει να διαπραγματευτεί με την επιτροπή των πιστωτών και, αν είναι απαραίτητο, με μεμονωμένους πιστωτές. Επιπλέον, οι πιστωτές ή ομάδες πιστωτών των οποίων οι απαιτήσεις υπερβαίνουν τα όρια που προβλέπονται από τον νόμο έχουν δικαίωμα να προτείνουν σχέδιο προγράμματος αναδιάρθρωσης. Μετά την κατάρτισή του, το σχέδιο προγράμματος αναδιάρθρωσης υποβάλλεται προς έγκριση στους πιστωτές. Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν εμπόδια για την έγκριση του προγράμματος, το πρόγραμμα μπορεί να εγκριθεί με έγκριση όλων των πιστωτών, έγκριση της πλειοψηφίας των ομάδων πιστωτών, και, υπό ορισμένες συνθήκες, ακόμη και χωρίς την έγκριση της πλειοψηφίας όλων των ομάδων πιστωτών.

Διακανονισμός οφειλών

Ο πιστωτής δεν μπορεί να υποβάλει αίτηση για διακανονισμό οφειλών ιδιώτη. Ωστόσο, κατά κανόνα, πριν προβεί σε διακανονισμό οφειλών, ο οφειλέτης πρέπει να καθορίσει κατά πόσον υπάρχει δυνατότητα διαπραγμάτευσης συμβιβασμού με τους πιστωτές. Σύμφωνα με τις καθιερωμένες πρακτικές πίστωσης και είσπραξης οφειλών, ο πιστωτής πρέπει να συνεργάζεται για την επίτευξη συμβιβασμού.

Οι πιστωτές πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν δήλωση σχετικά με την αίτηση διακανονισμού οφειλών και το σχέδιο χρονοδιαγράμματος πληρωμών. Όπου απαιτείται, οι πιστωτές πρέπει να παρέχουν λεπτομέρειες σχετικά με το αίτημά τους γραπτώς. Εγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα πληρωμών μπορεί να τροποποιηθεί με αίτηση του πιστωτή ή μπορεί να παύσει να ισχύει για ορισμένους λόγους.

10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;

Πτώχευση

Τα περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας διοικούνται με τη δέουσα επιμέλεια και ταχύτητα, σύμφωνα με την ορθή διοικητική πρακτική.

Ένα από τα καθήκοντα του συνδίκου είναι η πώληση των στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας. Η εκκαθάριση των στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας πρέπει να γίνεται με τον πλέον ευνοϊκό τρόπο για την περιουσία, έτσι ώστε το προϊόν της πώλησης να είναι το βέλτιστο δυνατό. Εξασφαλίσεις που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία μπορούν να πωληθούν μόνο σε περίπτωση που ο πιστωτής που προστατεύεται με την εξασφάλιση συναινεί σε αυτό ή εάν το δικαστήριο χορηγήσει άδεια προς τούτο.

Περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία δεν μπορούν να μεταβιβαστούν στον σύνδικο ή τους βοηθούς του συνδίκου ή σε πρόσωπα που συνδέονται με τον σύνδικο ή με βοηθό του.

Αναδιάρθρωση και διακανονισμός οφειλών

Τα δικαιώματα του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας περιορίζονται στο δικαίωμα πρόσβασης στις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Ο οφειλέτης διατηρεί την κυριότητα και το δικαίωμα κατοχής των περιουσιακών του στοιχείων και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν έχει δικαίωμα να κάνει χρήση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή να τα μεταβιβάσει.

Ωστόσο, για μια σειρά πράξεων μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων από τον οφειλέτη απαιτείται η προηγούμενη συναίνεση του διαχειριστή.

Διακανονισμός οφειλών

Στη διαδικασία του διακανονισμού οφειλών, ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας μπορεί να διαταχθεί να ρευστοποιήσει τα περιουσιακά στοιχεία, να εφαρμόσει συναφή μέτρα και ρυθμίσεις, καθώς και να διανείμει τα έσοδα στους δικαιούχους αυτών.

11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Πτώχευση

Ως απαίτηση στην πτωχευτική περιουσία νοείται η οφειλή του οφειλέτη και βασίζεται σε νομική βάση που έχει προκύψει πριν από την έναρξη της πτώχευσης. Επιπλέον, οι απαιτήσεις που καλύπτονται από εξασφάλιση και οι απαιτήσεις η βάση ή το ποσό των οποίων τελεί υπό όρο, αμφισβητείται ή είναι ασαφές κατά οιονδήποτε τρόπο θεωρούνται απαιτήσεις στην πτωχευτική περιουσία. Σε μια συνεχή σχέση οφειλής, το μέρος της οφειλής που προηγείται της έναρξης της πτώχευσης θεωρείται απαίτηση στην πτωχευτική περιουσία.

Στην Φινλανδία, οι πτωχευτικές περιουσίες έχουν το δικαίωμα να συνάπτουν αυτοτελώς συμφωνίες και επομένως έχουν χωριστά δικαιώματα και υποχρεώσεις. Απαιτήσεις που έχουν προκύψει μετά την έναρξη της πτώχευσης θεωρούνται διοικητικές δαπάνες, δηλαδή οφειλές της πτωχευτικής περιουσίας που εξοφλούνται εξολοκλήρου με χρήση των στοιχείων της περιουσίας. Η πτωχευτική περιουσία ευθύνεται για οφειλές που ανακύπτουν από την πτωχευτική διαδικασία ή σύμβαση ή δέσμευση που έχει αναληφθεί από την πτωχευτική περιουσία, καθώς και για οφειλές για τις οποίες ευθύνεται η πτωχευτική περιουσία σύμφωνα με τον νόμο. Κατά κανόνα οι εν λόγω οφειλές περιλαμβάνουν την αμοιβή του συνδίκου πτώχευσης, τις αμοιβές των εργαζόμενων και τα έξοδα μίσθωσης που απορρέουν από συμβάσεις εμπορικής μίσθωσης.

Αναδιάρθρωση

Αναδιάρθρωση οφειλών καλείται το σύνολο των οφειλών του οφειλέτη που έχουν προκύψει πριν από την υποβολή της αίτησης, συμπεριλαμβανομένων των εξασφαλισμένων οφειλών και των οφειλών των οποίων η βάση ή το ποσό τελεί υπό όρο ή αμφισβητείται ή δεν είναι βέβαιο με άλλον τρόπο. Οι εν λόγω οφειλές εξοφλούνται με τον τρόπο που προσδιορίζεται στο χρονοδιάγραμμα πληρωμών εγκεκριμένου προγράμματος αναδιάρθρωσης.

Οι οφειλές που προκύπτουν μετά την υποβολή της αίτησης εξοφλούνται όταν καθίστανται απαιτητές. Το ίδιο ισχύει και για τα τέλη, τα έξοδα και τις λοιπές λειτουργικές δαπάνες που βασίζονται σε συνεχιζόμενη συμβατική σχέση ή σε συνεχιζόμενη σύμβαση σχετικά με τη χρήση ή την κατοχή, στον βαθμό που αφορούν την περίοδο μετά την κατάθεση της αίτησης.

Διακανονισμός οφειλών

Ο διακανονισμός οφειλών καλύπτει όλες τις οφειλές του οφειλέτη που υπήρχαν πριν την έναρξη του διακανονισμού οφειλών. Αυτό περιλαμβάνει τις εξασφαλισμένες υποχρεώσεις και τις οφειλές που τελούν υπό όρους, αμφισβητούνται ή είναι κατά τα άλλα αόριστες ως προς το ποσό ή τη βάση τους, καθώς και τους τόκους των εν λόγω οφειλών που προκύπτουν μεταξύ της έναρξης του διακανονισμού οφειλών και της επιβεβαίωσης του χρονοδιαγράμματος πληρωμών, και την είσπραξη και εκτέλεση δαπανών για τις εν λόγω οφειλές, όταν αυτές είναι πληρωτέες από τον οφειλέτη.

Οι οφειλές που δεν εμπίπτουν στον διακανονισμό οφειλών εξοφλούνται όταν καθίστανται απαιτητές.

12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;

Πτώχευση

Για να δικαιούται την εκταμίευση ποσού, ο πιστωτής πρέπει να αναγγείλει την απαίτησή του γραπτώς (επιστολή αναγγελίας), παραδίδοντάς την στον σύνδικο το αργότερο την ημερομηνία αναγγελίας. Η επιστολή αναγγελίας πρέπει να αναφέρει, για παράδειγμα, το ποσό του κεφαλαίου της απαίτησης, τους δεδουλευμένους τόκους και τη βάση της απαίτησης και των τόκων. Η αναγγελία μπορεί επίσης να αναθεωρηθεί ή να συμπληρωθεί μετά την ημερομηνία της αναγγελίας. Η απαίτηση μπορεί επίσης να αναγγελθεί αναδρομικά εφόσον ο πιστωτής καταβάλει στην πτωχευτική περιουσία επιπλέον τέλη, εκτός αν υπάρχει βάσιμη δικαιολογία για την καθυστερημένη αναγγελία. Ο σύνδικος μπορεί να λάβει υπόψη απαίτηση στην πτωχευτική περιουσία στο σχέδιο καταλόγου εκταμίευσης χωρίς αναγγελία, εφόσον δεν αμφισβητείται η βάση και το ποσό της απαίτησης.

Ο σύνδικος πρέπει να επαληθεύσει τη νομιμότητα των απαιτήσεων που έχουν αναγγελθεί και την πιθανή τους κατάταξη σε σειρά προτεραιότητας. Οι απαιτήσεις που παρέχουν δικαίωμα σε εκταμίευση πρέπει να αναφερθούν στο σχέδιο καταλόγου εκταμίευσης. Ο σύνδικος, ο πιστωτής ή ο οφειλέτης μπορούν να αμφισβητήσουν απαίτηση στο σχέδιο καταλόγου εκταμίευσης, εκθέτοντας αναλυτικά στοιχεία και λόγους. Σε περίπτωση αμφισβήτησης της απαίτησης πιστωτή, ο σύνδικος πρέπει να δώσει στον πιστωτή τη δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή του επί της αμφισβήτησης και να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη της απαίτησής του. Απαίτηση που δεν αμφισβητήθηκε εγκαίρως, πρέπει να θεωρηθεί αποδεκτή.

Στη συνέχεια, ο σύνδικος πρέπει να συντάξει κατάλογο εκταμίευσης, λαμβανομένων υπόψη των αμφισβητήσεων και των δηλώσεων και να υποβάλει τον κατάλογο προς επικύρωση από το δικαστήριο. Το δικαστήριο αποφασίζει επί των αμφισβητήσεων και λοιπών ασυμφωνιών άμεσα ή στο πλαίσιο αστικής δίκης και τέλος επικυρώνει τον κατάλογο εκταμιεύσεων.

Αναδιάρθρωση

Ο οφειλέτης πρέπει να επισυνάψει στην αίτησή του για έναρξη διαδικασίας αναδιάρθρωσης δήλωση σχετικά με τους πιστωτές, τις οφειλές και τις εξασφαλίσεις τους. Όταν το δικαστήριο εκδίδει διαταγή για την έναρξη της διαδικασίας αναδιάρθρωσης, ορίζει ημερομηνία μέχρι την οποία οι πιστωτές πρέπει να δηλώσουν τις απαιτήσεις τους εγγράφως στον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, εφόσον οι εν λόγω απαιτήσεις διαφέρουν από εκείνες που ανέφερε ο οφειλέτης.

Όταν το σχέδιο προγράμματος αναδιάρθρωσης έχει παραδοθεί στο δικαστήριο, το δικαστήριο πρέπει να δώσει στα μέρη τη δυνατότητα να δηλώσουν γραπτώς στον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας τις ενστάσεις τους στις απαιτήσεις που αναφέρεται στο σχέδιο, καθώς και τη δυνατότητα να υποβάλουν γραπτή δήλωση σχετικά με το σχέδιο εντός ορισμένης προθεσμίας, ή καλεί τα μέρη σε ακρόαση στο δικαστήριο. Τόσο ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας όσο και ο οφειλέτης μπορούν να υποβάλουν αντιρρήσεις για λογαριασμό του οφειλέτη. Οι αντιρρήσεις εξετάζονται και λαμβάνεται απόφαση επί του ζητήματος παράλληλα με την εξέταση του σχεδίου, εφόσον αυτό είναι εφικτό, ειδάλλως λαμβάνεται απόφαση επί του ζητήματος σε χωριστή δικαστική διαδικασία. Μόλις το δικαστήριο λάβει την απόφασή του σχετικά με ασαφή αναδιάρθρωση οφειλής, μπορεί να δοθεί στο πρόσωπο που εκπόνησε το σχέδιο η δυνατότητα να διορθώσει, αναθεωρήσει ή συμπληρώσει το σχέδιο. Στη συνέχεια, οι πιστωτές ψηφίζουν σχετικά με το σχέδιο προγράμματος αναδιάρθρωσης.

Κατά κανόνα, οφειλή που δεν έχει δηλωθεί από τον οφειλέτη ή από πιστωτή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναδιάρθρωσης και που δεν περιήλθε διαφορετικά σε γνώση του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας πριν από την έγκριση του προγράμματος αναδιάρθρωσης, παύει να υφίσταται με την έγκριση του προγράμματος αναδιάρθρωσης.

Διακανονισμός οφειλών

Κατά την υποβολή αίτησης για διακανονισμό οφειλών, ο οφειλέτης πρέπει να προσκομίσει αναλυτικό κατάλογο των πιστωτών και των οφειλών. Κατά την έκδοση διαταγής για την έναρξη του διακανονισμού οφειλών, το δικαστήριο πρέπει να αποστείλει αντίγραφα της δικαστικής απόφασης, της αίτησης και του σχεδίου χρονοδιαγράμματος πληρωμών του οφειλέτη στους πιστωτές. Το δικαστήριο πρέπει επίσης να ορίσει προθεσμία για τις γραπτές κοινοποιήσεις των πιστωτών σχετικά με το ποσό των οφειλών που διακανονίζονται, εφόσον διαφέρουν από εκείνα που δηλώθηκαν από τον οφειλέτη, καθώς και προθεσμία για τις γραπτές δηλώσεις των πιστωτών σχετικά με την αίτηση και το σχέδιο χρονοδιαγράμματος πληρωμών του οφειλέτη και για την υποβολή τυχόν ενστάσεων ως προς τις οφειλές που περιλαμβάνονται στο σχέδιο.

Το δικαστήριο θα εξετάζει τις ενστάσεις που προβάλλονται σε σχέση με τη διαδικασία διακανονισμού οφειλών και θα τις επιλύει στο χρονοδιάγραμμα πληρωμών, εφόσον αυτό είναι δυνατό χωρίς την πρόκληση σημαντικής καθυστέρησης στη διαδικασία διακανονισμού των οφειλών. Σε αντίθετη περίπτωση, το δικαστήριο παραπέμπει το ζήτημα προς επίλυση στο πλαίσιο χωριστής προσφυγής ή άλλης διαδικασίας. Στη συνέχεια, το χρονοδιάγραμμα πληρωμών μπορεί να επιβεβαιωθεί, εφόσον χορηγηθεί στον οφειλέτη η δυνατότητα διακανονισμού των οφειλών του.

Το χρονοδιάγραμμα πληρωμών μπορεί να τροποποιηθεί με αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή εφόσον μετά την επικύρωση του χρονοδιαγράμματος πληρωμών γίνει γνωστό ότι υφίσταται οφειλή που μπορεί να διακανονιστεί η οποία δεν ήταν γνωστή κατά τον χρόνο επικύρωσης του χρονοδιαγράμματος πληρωμών.

Εάν μετά το πέρας του χρονοδιαγράμματος πληρωμών προκύψει πληρωμή που θα μπορούσε να διακανονιστεί και θα ήταν εφικτή η τροποποίηση του χρονοδιαγράμματος πληρωμών λόγω αυτής, ο οφειλέτης μπορεί να εξοφλήσει την οφειλή στο ποσό που θα είχε χορηγηθεί στον πιστωτή αν η οφειλή δεν είχε περιληφθεί στο χρονοδιάγραμμα πληρωμών.

13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;

Κατά κανόνα, σε όλα τα είδη διαδικασιών αφερεγγυότητας, οι απαιτήσεις θεωρούνται ισοδύναμες, δηλαδή κάθε δανειστής έχει ίσο δικαίωμα να λάβει πληρωμή από τα κεφάλαια που εκταμιεύονται κατ’ αναλογία προς την απαίτησή του. Οι εξαιρέσεις από αυτόν τον κανόνα αφορούν τις διατάξεις σχετικά με την προνομιακή ή μη κατάταξη των απαιτήσεων.

Πτώχευση

Οι εκταμιεύσεις προς τους πιστωτές της πτώχευσης καταβάλλονται σύμφωνα με τον επικυρωμένο κατάλογο εκταμίευσης. Διατάξεις σχετικά με την ιεράρχηση των απαιτήσεων σε πτωχευτική διαδικασία σε περιπτώσεις όπου τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν επαρκούν για την κάλυψη όλων των απαιτήσεων που προβλέπονται στον νόμο περί προτεραιότητας των απαιτήσεων (Laki velkojien maksunsaantijärjestyksestä αριθ. 1578/1992).

Απαιτήσεις που εξασφαλίζονται με ασφάλεια ή δικαίωμα διατήρησης είναι απαιτήσεις με προτεραιότητα, όπως και οι απαιτήσεις που προκύπτουν σε σχέση με την αναδιάρθρωση επιχείρησης, τη διατροφή που καταβάλλεται για τέκνο και τα επιχειρηματικά ενυπόθηκα δάνεια. Οι απαιτήσεις με μειωμένη προτεραιότητα έναντι άλλων απαιτήσεων, και η αμοιβαία κατάταξή τους, καθορίζονται από ξεχωριστές διατάξεις. Οι εν λόγω απαιτήσεις περιλαμβάνουν τους τόκους και τα πρόστιμα που συσσωρεύτηκαν για καθυστερημένη πληρωμή σχετικά με απαίτηση μειωμένης προτεραιότητας μετά την έναρξη της πτώχευσης και επιβαρύνσεις που βασίζονται στο δημόσιο δίκαιο πλην των προστίμων και των χρηματικών ποινών.

Αναδιάρθρωση

Οι πιστωτές που, εκτός της διαδικασίας αναδιάρθρωσης, θα είχαν ισοδύναμο δικαίωμα για την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους έχουν ισότιμο καθεστώς στον διακανονισμό οφειλών στο πλαίσιο του προγράμματος αναδιάρθρωσης. Μπορεί, ωστόσο, να προβλεφθεί στο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης ότι οι πιστωτές με μικρές απαιτήσεις θα πληρωθούν στο ακέραιο.

Στις οφειλές που εξασφαλίζονται διά προνομίου μπορούν να εφαρμοστούν μόνο περιορισμένα μέτρα διακανονισμού της οφειλής, καθώς το κεφάλαιο οφειλής που εξασφαλίζονται διά προνομίου δεν μπορεί να μειωθεί. Ο διακανονισμός οφειλής δεν επηρεάζει την ύπαρξη ή το περιεχόμενο του δικαιώματος εμπράγματης ασφάλειας του πιστωτή.

Στον διακανονισμό οφειλών, οι τόκοι και άλλες πιστωτικές δαπάνες που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναδιάρθρωσης για την αναδιάρθρωση οφειλών, πλην των οφειλών που εξασφαλίζονται διά προνομίου, θεωρούνται μειωμένης προτεραιότητας οφειλές.

Διακανονισμός οφειλών

Τα διαθέσιμα κεφάλαια του οφειλέτη και τα κεφάλαια που προέρχονται από την εκκαθάριση των περιουσιακών του στοιχείων πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των κοινών οφειλών ανάλογα με το ύψος τους. Όλα τα διαθέσιμα μέτρα διακανονισμού οφειλών μπορούν να εφαρμοστούν στην κοινή οφειλή, ωστόσο η υποχρέωση εξόφλησης οφειλών που εξασφαλίζονται διά προνομίου δεν μπορεί να αρθεί.

Ο διακανονισμός οφειλής δεν επηρεάζει την ύπαρξη ή το περιεχόμενο του δικαιώματος εμπράγματης ασφάλειας του πιστωτή.

Πρέπει να χρησιμοποιείται ο μηχανισμός που είναι λιγότερο επιζήμιος για τον πιστωτή και επαρκεί για την αποκατάσταση της οικονομικής κατάστασης του οφειλέτη. Οι τελευταίες υποχρεώσεις που εξοφλούνται από τα διαθέσιμα κεφάλαια και την εκκαθάριση των κεφαλαίων του οφειλέτη είναι οι οφειλές που θα είχαν μειωμένη προτεραιότητα αν ο οφειλέτης κηρυσσόταν σε πτώχευση και οι δεδουλευμένοι τόκοι της περιόδου μεταξύ της έναρξης του διακανονισμού οφειλών και της επιβεβαίωσης του χρονοδιαγράμματος πληρωμών.

14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);

Πτώχευση

Ο σύνδικος πτώχευσης καταρτίζει τον κατάλογο εκταμιεύσεων με τον τρόπο που περιγράφεται στην ενότητα 12. Κατά κανόνα, η πτωχευτική διαδικασία στο δικαστήριο περατώνεται με την επικύρωση του καταλόγου εκταμιεύσεων.

Ολόκληρη η πτωχευτική διαδικασία τερματίζεται από τη στιγμή που οι πιστωτές εγκρίνουν την τελική εκκαθάριση των λογαριασμών. Ο σύνδικος συντάσσει πράξη τελικής εκκαθάρισης των λογαριασμών αφού ρυθμιστεί η πτωχευτική περιουσία και εκκαθαριστούν τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία. Η πράξη τελικής εκκαθάρισης των λογαριασμών μπορεί να καταρτιστεί ακόμη και εάν μέρος της περιουσίας δεν έχει ρυθμιστεί, επειδή εξασφαλισμένα ή άλλα περιουσιακά στοιχεία μικρής αξίας δεν έχουν πωληθεί ή επειδή δεν είναι σαφής απαίτηση στην πτωχευτική περιουσία ή επουσιώδες μέρος των απαιτήσεων.

Πτωχευτικός συμβιβασμός για την περάτωση της πτώχευσης μπορεί να συναφθεί σε πτώχευση εφόσον υποστηρίζεται από τον οφειλέτη και την πλειονότητα των πιστωτών. Με την επικύρωση του συμβιβασμού, παύει να ισχύει ο διορισμός του συνδίκου και η εξουσία των πτωχευτικών πιστωτών.

Το δικαστήριο διατάσσει την περάτωση της πτώχευσης, αν τα κεφάλαια της πτωχευτικής περιουσίας δεν επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας ή η συνέχιση της πτώχευσης δεν θα ήταν σκόπιμη για άλλο λόγο. Ωστόσο, δεν μπορεί να εκδοθεί δικαστική απόφαση περάτωσης της πτώχευσης, αν η πτώχευση πρόκειται να συνεχιστεί υπό καθεστώς δημόσιας διαχείρισης. Λόγοι για τους οποίους πρέπει να συνεχιστεί η πτώχευση υπό καθεστώς δημόσιας διαχείρισης μπορεί να περιλαμβάνουν, π.χ. την ανάγκη ελέγχου του οφειλέτη. Η δημόσια διαχείριση τερματίζεται με την τελική εκκαθάριση των λογαριασμών.

Μπορεί να διαταχθεί η ακύρωση της πτώχευσης για βάσιμο λόγο, εντός οκτώ ημερών από την ημερομηνία της κήρυξης πτώχευσης. Στη συνέχεια η πτώχευση παύει να αναπτύσσει έννομα αποτελέσματα.

Η ευθύνη για τις οφειλές εξακολουθεί να υφίσταται και μετά την πτώχευση. Ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη του για τις οφειλές σε πτωχευτική διαδικασία που δεν εξοφλούνται στο ακέραιο κατά την εν λόγω διαδικασία.

Αναδιάρθρωση

Η δικαστική διαδικασία για αναδιάρθρωση λήγει με έγκριση του προγράμματος αναδιάρθρωσης. Η έγκριση του προγράμματος δίνει και πάλι στον οφειλέτη την ελευθερία δράσης του και αίρει τις έννομες συνέπειες που συνδέονται με την κίνηση της διαδικασίας, όπως η απαγόρευση της εξόφλησης και της είσπραξης οφειλών. Μετά την έγκριση του προγράμματος αναδιάρθρωσης, οι όροι των οφειλών υπό αναδιάρθρωση διέπονται από το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης και, κατά κανόνα, παύουν να έχουν ισχύ τυχόν άγνωστες οφειλές.

Το δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αιτήσεως του πιστωτή, να διατάξει τη λήξη ισχύος του προγράμματος αναδιάρθρωσης αν ο οφειλέτης έχει παραβιάσει το πρόγραμμα και η παράβαση δεν είναι ήσσονος σημασίας. Το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης θα παύσει επίσης να ισχύει σε περίπτωση που ο οφειλέτης κηρυχθεί σε πτώχευση πριν την ολοκλήρωση του προγράμματος. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να διατάξει την παύση ισχύος διακανονισμού οφειλής που περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης που αφορά συγκεκριμένο πιστωτή, π.χ. αν ο οφειλέτης έχει αμελήσει ουσιωδώς τις υποχρεώσεις του απέναντι στον πιστωτή στο πλαίσιο του προγράμματος. Μετά την παύση ισχύος, ο πιστωτής έχει τα ίδια δικαιώματα που είχε πριν από την έγκριση του προγράμματος αναδιάρθρωσης.

Στο τέλος του προγράμματος αναδιάρθρωσης, ο διαχειριστής ή, εφόσον δεν υφίσταται διαχειριστής, ο οφειλέτης παρουσιάζει τελική έκθεση σχετικά με την εκτέλεση του προγράμματος.

Διακανονισμός οφειλών

Η δικαστική διαδικασία σχετικά με τον διακανονισμό οφειλών λήγει με την επικύρωση του χρονοδιαγράμματος πληρωμών από το δικαστήριο. Μετά την επικύρωση του χρονοδιαγράμματος πληρωμών, οι όροι των οφειλών υπό διακανονισμό διέπονται από το χρονοδιάγραμμα πληρωμών. Οι υποχρεώσεις πληρωμής που προβλέπονται στο χρονοδιάγραμμα των πληρωμών είναι δεσμευτικές για τον οφειλέτη, μέχρι την εκπλήρωση όλων των καθορισμένων υποχρεώσεων. Ανεξάρτητα από τη λήξη του χρονοδιαγράμματος πληρωμών, οι υποχρεώσεις του οφειλέτη που καθορίζονται σε αυτό παραμένουν σε ισχύ εφόσον δεν έχουν εκπληρωθεί. Ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη του για την εξόφληση των οφειλών που παραμένουν σε εκκρεμότητα εφόσον δεν εκπληρωθούν όλες οι υποχρεώσεις που καθορίζονται στο χρονοδιάγραμμα πληρωμών.

Το χρονοδιάγραμμα πληρωμών θα λήξει σε περίπτωση που ο οφειλέτης κηρυχθεί σε πτώχευση πριν την ολοκλήρωση του χρονοδιαγράμματος. Κατόπιν αιτήματος του οφειλέτη ή πιστωτή, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την παύση ισχύος του χρονοδιαγράμματος πληρωμών, αν ο οφειλέτης έχει παραμελήσει τις υποχρεώσεις του, όπως αυτές ορίζονται από τον νόμο. Μετά την παύση ισχύος, ο πιστωτής διατηρεί τα ίδια δικαιώματα που είχε πριν από τον διακανονισμό οφειλών.

15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Πτώχευση

Η περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας δεν απαλλάσσει τον οφειλέτη από την ευθύνη για τις οφειλές του. Ο οφειλέτης δηλαδή εξακολουθεί να είναι υπόχρεος για τις οφειλές της πτωχευτικής διαδικασίας που δεν εξοφλούνται εξολοκλήρου κατά τη διάρκεια της πτώχευσης.

Αναδιάρθρωση

Οι πιστωτές έχουν το δικαίωμα είσπραξης πληρωμής για τις απαιτήσεις τους που εξειδικεύονται στο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης, και η αναδιάρθρωση δεν ολοκληρώνεται πριν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του προγράμματος. Μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, οι πιστωτές δεν έχουν πλέον το δικαίωμα να λαμβάνουν πληρωμές.

Μπορεί επίσης να διαταχθεί η παύση ισχύος του προγράμματος αναδιάρθρωσης, όπως περιγράφεται στην ενότητα 14. Αυτό σημαίνει ότι το πρόγραμμα παύει να ισχύει και οι πιστωτές έχουν το ίδιο δικαίωμα πληρωμής των οφειλών υπό αναδιάρθρωση με αυτό που θα είχαν αν δεν είχε εγκριθεί το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης. Η παύση ισχύος του σχεδίου δεν έχει αντίκτυπο στην εγκυρότητα των συναλλαγών που ήδη συνήφθησαν στη βάση αυτού.

Διακανονισμός οφειλών

Οι όροι των οφειλών υπό διακανονισμό διέπονται από το χρονοδιάγραμμα πληρωμών. Για το χρονοδιάγραμμα πληρωμών πρέπει να καθοριστεί ορισμένη διάρκεια. Ο οφειλέτης απαλλάσσεται πλήρως από τις εκκρεμείς υποχρεώσεις που δεν περιλαμβάνονται στο χρονοδιάγραμμα πληρωμών.

Ανεξάρτητα από τη λήξη του χρονοδιαγράμματος πληρωμών, οι υποχρεώσεις του οφειλέτη που καθορίζονται σε αυτό παραμένουν σε ισχύ μέχρι την εκπλήρωσή τους. Μετά την ολοκλήρωση του χρονοδιαγράμματος πληρωμών, οι πιστωτές δεν έχουν πλέον το δικαίωμα να λαμβάνουν πληρωμές.

16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

Πτώχευση

Τα έξοδα της διαδικασίας πτώχευσης αποτελούνται από τα δικαστικά τέλη που επιβάλλονται επί της διαδικασίας, την αμοιβή του συνδίκου και τις τυχόν άλλες δαπάνες που προκύπτουν από τον έλεγχο και τη διαχείριση της περιουσίας.

Τα έξοδα της διαδικασίας πτώχευσης καλύπτονται από τα κεφάλαια της πτωχευτικής περιουσίας. Εάν τα κεφάλαια της πτωχευτικής περιουσίας δεν επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων, η ευθύνη για τα έξοδα μπορεί να αναληφθεί από πιστωτή προκειμένου να αποφευχθεί η αναστολή της πτωχευτικής διαδικασίας.

Το δικαστήριο μπορεί επίσης να αποφασίσει ότι η πτώχευση θα συνεχιστεί υπό καθεστώς δημόσιας διαχείρισης, αν το μέτρο αυτό θεωρηθεί δικαιολογημένο, π.χ. λόγω της ανεπάρκειας των πόρων της πτωχευτικής περιουσίας. Στην περίπτωση αυτή, παύει να ισχύει ο διορισμός του συνδίκου και η εξουσία των πτωχευτικών πιστωτών. Τα έξοδα της πτωχευτικής διαδικασίας που απορρέουν από τη δημόσια διαχείριση καταβάλλονται από κρατικούς πόρους εφόσον τα κεφάλαια της πτωχευτικής περιουσίας δεν επαρκούν για την κάλυψη των εν λόγω εξόδων.

Αναδιάρθρωση

Τα έξοδα της διαδικασίας, όπως η αμοιβή του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, καταβάλλονται από τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη. Υπεύθυνο για τα έξοδα μπορεί να είναι άλλο ενδιαφερόμενο μέρος, καθώς ένα από τα προβλήματα που μπορεί να εμποδίσουν την κίνηση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης είναι η ανεπάρκεια των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη για την κάλυψη των εξόδων της. Ωστόσο, σπάνια αναλαμβάνει τρίτος ευθύνη για τα έξοδα.

Οι πιστωτές ευθύνονται για την αποζημίωση των εξόδων της επιτροπής πιστωτών, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης.

Όποιος προτίθεται να ασκήσει το δικαίωμα υποβολής σχεδίου προγράμματος αναδιάρθρωσης πρέπει να εκπονήσει το προσχέδιο με δικά του έξοδα και δαπάνες.

Διακανονισμός οφειλών

Τα έξοδα της διαδικασίας αποτελούνται από εύλογη αμοιβή για τις υπηρεσίες του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας και αποζημίωση για τις δαπάνες του. Κατά κανόνα, ο οφειλέτης πρέπει να καλύπτει την αμοιβή και τα έξοδα του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας σε ποσό που να μην υπερβαίνει τους διαθέσιμους πόρους του οφειλέτη κατά τη διάρκεια τεσσάρων μηνών μετά την επικύρωση του χρονοδιαγράμματος πληρωμών ή του τροποποιημένου χρονοδιαγράμματος πληρωμών. Το μέρος της αμοιβής και των δαπανών που δεν καλύπτεται από τον οφειλέτη καταβάλλεται από κρατικούς πόρους. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης για διακανονισμό οφειλών, το σύνολο της αμοιβής και των δαπανών καταβάλλεται από κρατικούς πόρους.

17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;

Οι διατάξεις περί είσπραξης οφειλών εφαρμόζονται σε όλα τα είδη διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων που πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στον νόμο πριν από την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, μπορεί να ακυρωθεί με υποβολή αγωγής για είσπραξη ή αγωγής που αφορά τίτλο ή αγωγής προσβολής κύρους. Σε όλα τα είδη διαδικασίας αφερεγγυότητας εφαρμόζονται στη διαδικασία είσπραξης οι διατάξεις του νόμου περί ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων στην πτωχευτική περιουσία. Πρέπει να υφίστανται λόγοι είσπραξης.

Οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη λόγου είσπραξης, και επομένως για την αναστροφή της συναλλαγής, είναι οι εξής:

  • η συναλλαγή χρησιμοποιήθηκε με σκοπό το αθέμιτο όφελος πιστωτή σε βάρος των άλλων πιστωτών, για τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων πέρα από τον έλεγχο των πιστωτών ή την αύξηση του συνολικού ποσού της οφειλής σε βάρος των πιστωτών
  • ο οφειλέτης ήταν αφερέγγυος κατά τον χρόνο της συναλλαγής ή η συναλλαγή συνέβαλε στην αφερεγγυότητα του οφειλέτη εάν η συναλλαγή αφορά δώρο, μια ακόμη προϋπόθεση είναι ότι ο οφειλέτης ήταν υπερχρεωμένος ή κατέστη υπερχρεωμένος λόγω της συναλλαγής
  • Το έτερο συμβαλλόμενο μέρος στη συναλλαγή γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι ο οφειλέτης είναι αφερέγγυος/υπερχρεωμένος ή τις επιπτώσεις της συναλλαγής στην οικονομική κατάσταση του οφειλέτη, καθώς και άλλους παράγοντες που καθιστούν τη συναλλαγή αθέμιτη.

Εάν το έτερο μέρος στη συναλλαγή ήταν στενός συγγενής του οφειλέτη, το εν λόγω πρόσωπο θεωρείται ότι είχε επίγνωση των παραγόντων που απαριθμούνται ανωτέρω, εκτός εάν μπορεί να αποδείξει ότι ενήργησε καλόπιστα. Εάν μια συναλλαγή πραγματοποιήθηκε πάνω από πέντε έτη πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, μπορεί να αναστραφεί μόνο εάν ένα από τα μέρη της συναλλαγής ήταν στενός συγγενής του οφειλέτη.

Οι αποπληρωμές οφειλών που πραγματοποιήθηκαν πάνω από τρεις μήνες πριν από την ημερομηνία της αίτησης για τη διαδικασία αφερεγγυότητας ακυρώνονται αν η αποπληρωμή δεν έγινε με τα συνήθη μέσα πληρωμής ή αν έγινε πρόωρα ή αν το ποσό αποπληρωμής θεωρείται σημαντικό λαμβανομένων υπόψη των κεφαλαίων της περιουσίας. Ωστόσο, η αποπληρωμή δεν αναστρέφεται αν θεωρείται συνήθης, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων. Πληρωμές που εισπράττονται με κατάσχεση αναστρέφονται επίσης, υπό τον όρο ότι η κατάσχεση έχει πραγματοποιηθεί τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από τη λήξη της προθεσμίας. Η εφαρμοστέα προθεσμία είναι μεγαλύτερη για τους στενούς συγγενείς του οφειλέτη. Η πληρωμή μπορεί να ακυρωθεί ακόμη κι αν ο πιστωτής ενήργησε καλόπιστα.

Η αναστροφή δωρεών, διανομής περιουσιακών στοιχείων, συμψηφισμών και εγγυήσεων διέπεται από χωριστές διατάξεις.

Τελευταία επικαιροποίηση: 15/02/2024

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.