Περιουσιακές σχέσεις των καταχωρισμένων συντρόφων

Λουξεµβούργο
Περιεχόμενο που παρέχεται από
European Judicial Network
Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο (για αστικές και εμπορικές υποθέσεις)

1 Υπάρχουν διαφορετικές μορφές σχέσεων «καταχωρισμένης συμβίωσης» στο εν λόγω κράτος μέλος; Εξηγήστε τις διαφορές μεταξύ των διαφόρων μορφών

Στο Λουξεμβούργο υπάρχει μόνο ένα σύστημα καταχωρισμένης συμβίωσης (régime de partenariat enregistré), το οποίο θεσπίστηκε με τον νόμο της 9ης Ιουλίου 2004 σχετικά με τα έννομα αποτελέσματα ορισμένων σχέσεων συμβίωσης (loi du 9 juillet 2004 relative aux effets légaux de certains partenariats) (στο εξής: νόμος). Στη συνέχεια, ο νόμος συμπληρώθηκε.

Ο εν λόγω νόμος ορίζει τη σχέση συμβίωσης ως συμβίωση μεταξύ δύο ατόμων διαφορετικού φύλου ή του ίδιου φύλου που ζουν μαζί ως ζευγάρι και έχουν υποβάλει δήλωση στο ληξιαρχείο (officier de l’état civil) του δήμου στον οποίο έχουν την κοινή κατοικία (domicile) ή οικία τους.

2 Υπάρχει στο εν λόγω κράτος μέλος προβλεπόμενο από τον νόμο σύστημα περιουσιακών σχέσεων των καταχωρισμένων συντρόφων; Τι προβλέπει; Σε ποιες μορφές σχέσης «καταχωρισμένης συμβίωσης» εφαρμόζεται;

Σύμφωνα με το άρθρο 10 του νόμου, η περιουσιακή αυτοτέλεια αποτελεί το σύνηθες σύστημα, σε περίπτωση που δεν υπάρχει ειδική συμφωνία. Ως εκ τούτου, καθένας από τους συντρόφους διατηρεί την (κινητή και ακίνητη) περιουσία που μπορεί να αποδείξει ότι του ανήκει, τις παροχές και τα εισοδήματα από την περιουσία του και τις απολαβές από την εργασία του. Τεκμήριο κοινής περιουσίας ισχύει για περιουσιακά στοιχεία για τα οποία κανένας από τους δύο συντρόφους δεν μπορεί να αποδείξει την κυριότητα.

Οι σύντροφοι μπορούν να παρεκκλίνουν από το σύστημα που προβλέπεται από τον νόμο προσδιορίζοντας τις περιουσιακές σχέσεις της σχέσης συμβίωσης σε συμφωνία που πρέπει να καταχωριστεί.

Επιπλέον, ο νόμος προβλέπει ένα κύριο σύστημα που εφαρμόζεται σε όλες τις σχέσεις συμβίωσης. Ως εκ τούτου, η παροχή αμοιβαίας υλικής συνδρομής (apport mutuel d’une aide matérielle) κατ’ αναλογία προς τα αντίστοιχα μέσα των συντρόφων είναι απαραίτητη. Επιπλέον κάθε σύντροφος εξακολουθεί να ευθύνεται αποκλειστικά για τα προσωπικά χρέη του που γεννήθηκαν πριν ή κατά τη διάρκεια της σχέσης συμβίωσης. Τέλος, οι σύντροφοι δεν μπορούν να διαθέτουν ατομικά τα δικαιώματα με τα οποία εξασφαλίζεται η κοινή οικία ούτε τα είδη επίπλωσης σε αυτήν.

Οι σύντροφοι απολαύουν της ίδιας κοινωνικής προστασίας με τους έγγαμους βάσει του νόμου, π.χ. δικαιούνται σύνταξη επιζώντος και επωφελούνται από τις ίδιες φορολογικές ελαφρύνσεις με τους έγγαμους, μεταξύ άλλων όσον αφορά τα τέλη καταχώρισης, τον φόρο κληρονομιάς και τους άμεσους φόρους.

Το σύστημα που προβλέπεται από τον νόμο εφαρμόζεται στη μία μορφή καταχωρισμένης συμβίωσης που είναι διαθέσιμη στο Λουξεμβούργο.

3 Πώς μπορούν οι καταχωρισμένοι σύντροφοι να ρυθμίσουν τις περιουσιακές σχέσεις τους; Ποιες είναι οι τυπικές προϋποθέσεις στην περίπτωση αυτή;

Οι σύντροφοι μπορούν να αποφασίσουν να μη συνάψουν οποιαδήποτε συμφωνία για το σύστημα περιουσιακών τους σχέσεων. Στην περίπτωση αυτή, θα ισχύει το σύστημα που προβλέπεται από τον νόμο για τη σχέση συμβίωσής τους. Εναλλακτικά, μπορούν να συνάψουν συμφωνία στην οποία θα προσδιορίζουν τις περιουσιακές έννομες συνέπειες της σχέσης συμβίωσής τους.

Η ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας πρέπει να δηλώνεται στο ληξιαρχείο κατά τη δήλωση της σχέσης συμβίωσης. Κατόπιν αιτήματος του ληξίαρχου, η συμφωνία διαβιβάζεται στη συνέχεια στην εισαγγελία (Parquet Général) εντός τριών εργάσιμων ημερών, όπου καταχωρίζεται και τηρείται στο ληξιαρχείο (Répertoire Civil). Η καταχώριση στο ληξιαρχείο καθιστά τη δήλωση της σχέσης συμβίωσης αντιτάξιμη έναντι τρίτων.

Οι σύντροφοι είναι ελεύθεροι να τροποποιήσουν ή να αλλάξουν το σύστημα περιουσιακών σχέσεών τους μέσω συμφωνίας τροποποίησης (convention modificative), η οποία υποβάλλεται στο ληξιαρχείο που παρέλαβε την αρχική πράξη. Κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση πρέπει να κοινοποιείται στην εισαγγελία με τις ίδιες διατυπώσεις.

4 Υπάρχουν περιορισμοί στην ελευθερία καθορισμού των περιουσιακών σχέσεων;

Η ελευθερία σύναψης καταχωρισμένης συμβίωσης υπόκειται σε περιορισμούς. Κάθε σχέση συμβίωσης υπόκειται σε ένα κύριο σύστημα που προβλέπεται από τον νόμο σχετικά με ορισμένες περιουσιακές έννομες συνέπειες από το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει παρέκκλιση με συμφωνία.

Ως εκ τούτου, οι σύντροφοι πρέπει να παρέχουν αμοιβαία υλική βοήθεια. Και οι δύο σύντροφοι πρέπει να συνεισφέρουν στις δαπάνες της σχέσης συμβίωσης κατ’ αναλογία προς τα αντίστοιχα μέσα που διαθέτουν. Οι σύντροφοι ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έναντι τρίτων για τα χρέη που γεννώνται για την κάλυψη των καθημερινών αναγκών του νοικοκυριού τους ή της κοινής οικίας, ακόμα και μετά τον τερματισμό της σχέσης συμβίωσης. Ωστόσο, η αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη (solidarité) δεν ισχύει για προδήλως υπερβολικές δαπάνες, λαμβανομένων υπόψη του τρόπου ζωής των συντρόφων, της χρησιμότητας ή μη της συναλλαγής και της καλής ή κακής πίστης του αντισυμβαλλόμενου τρίτου. Στην περίπτωση αγορών με πίστωση, η αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη ισχύει μόνον εάν και οι δύο σύντροφοι συναινούν στην αγορά.

Επιπλέον, όσον αφορά την κοινή οικία και την επίπλωσή της, οι σύντροφοι δεν μπορούν να τις διαθέσουν ατομικά. Ο σύντροφος που δεν έχει συναινέσει στη διάθεση μπορεί να ζητήσει την ακύρωσή της (annulation).

5 Ποιες είναι οι έννομες συνέπειες της λύσης ή της ακύρωσης της σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης στις περιουσιακές σχέσεις των καταχωρισμένων συντρόφων;

Η καταχωρισμένη συμβίωση τερματίζεται αυτοδικαίως σε περίπτωση γάμου ή θανάτου ενός από τους συντρόφους, με ισχύ από την ημερομηνία του γεγονότος.

Η καταχωρισμένη συμβίωση μπορεί επίσης να τερματιστεί με κοινή δήλωση (déclaration conjointe) ή μονομερή δήλωση (déclaration unilatéral).

Η λύση (dissolution) παράγει αποτελέσματα από την ημερομηνία καταχώρισής της, όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των συντρόφων. Είναι αντιτάξιμη έναντι τρίτων από τη στιγμή της καταχώρισής της στο ληξιαρχείο.

Η λύση της καταχωρισμένης συμβίωσης συνεπάγεται την εκκαθάριση (liquidation) των περιουσιακών σχέσεων. Εκτός αν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά με σύμβαση, κάθε σύντροφος ανακτά την προσωπική του περιουσία και η κοινή περιουσία μοιράζεται ισομερώς μεταξύ τους.

Ωστόσο, οι πρώην σύντροφοι μπορούν να συνεχίσουν να είναι συγκύριοι περιουσιακών στοιχείων (rester en indivision), εφόσον το επιθυμούν.

Η λύση της σχέσης συμβίωσης συνεπάγεται την παύση της αμοιβαίας υλικής συνδρομής, εκτός εάν συμφωνηθεί διαφορετικά από τους συντρόφους ή αποφασιστεί από το δικαστήριο.

Το οικογενειακό δικαστήριο μπορεί κατ’ εξαίρεση να επιδικάσει διατροφή σε έναν από τους συντρόφους ή να διατάξει επείγοντα και προσωρινά μέτρα (mesures urgentes et provisoires) που δικαιολογούνται από τον τερματισμό της καταχωρισμένης συμβίωσης.

Το δίκαιο του Λουξεμβούργου δεν αναγνωρίζει την ακύρωση σχέσεων καταχωρισμένης συμβίωσης.

6 Ποιες είναι οι συνέπειες του θανάτου ενός εκ των συντρόφων στις περιουσιακές σχέσεις των καταχωρισμένων συντρόφων;

Ο θάνατος ενός από τους συντρόφους έχει ως αποτέλεσμα τη λύση και την εκκαθάριση της σχέσης συμβίωσης.

Οι σύντροφοι δεν είναι νόμιμοι κληρονόμοι μεταξύ τους, εκτός εάν αναφέρονται σε διαθήκη που καταρτίζεται σύμφωνα με τους κοινούς κανόνες.

7 Ποια αρχή είναι αρμόδια να αποφαίνεται στις υποθέσεις που αφορούν τις περιουσιακές σχέσεις των καταχωρισμένων συντρόφων;

Το άρθρο 1007-1 του νέου κώδικα πολιτικής δικονομίας προβλέπει ότι το οικογενειακό δικαστήριο εκδικάζει αγωγές που αφορούν συνεισφορές στα έξοδα της σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης, πέραν της χορήγησης προσωρινών μέτρων σε περίπτωση τερματισμού της σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης.

Για όλα τα άλλα θέματα εφαρμόζεται το κοινό δίκαιο.

8 Ποιες είναι οι συνέπειες των περιουσιακών σχέσεων των καταχωρισμένων συντρόφων στις νομικές σχέσεις μεταξύ καταχωρισμένου συντρόφου και τρίτων;

Αμφότεροι οι εταίροι ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έναντι τρίτων, ακόμα και μετά τον τερματισμό της σχέσης συμβίωσης, για τα χρέη που δημιουργήθηκαν από αυτούς ή από έναν από αυτούς κατά τη διάρκεια της σχέσης συμβίωσης για την κάλυψη των καθημερινών αναγκών του νοικοκυριού τους και για τις δαπάνες που σχετίζονται με την κοινή οικία.

Ωστόσο, η αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη δεν ισχύει για προδήλως υπερβολικές δαπάνες, λαμβανομένων υπόψη του τρόπου ζωής των συντρόφων, της χρησιμότητας ή μη της συναλλαγής και της καλής ή κακής πίστης του αντισυμβαλλόμενου τρίτου. Επίσης, δεν εφαρμόζεται στις υποχρεώσεις που απορρέουν από αγορές με τμηματική καταβολή του τιμήματος, εκτός εάν συνάπτονται με τη συναίνεση αμφοτέρων των συντρόφων.

Με την επιφύλαξη των προαναφερόμενων κανόνων, κάθε σύντροφος εξακολουθεί να ευθύνεται αποκλειστικά για τα προσωπικά του χρέη που γεννήθηκαν πριν ή κατά τη διάρκεια της σχέσης συμβίωσης.

Επιπλέον, όσον αφορά την κοινή οικία και την επίπλωσή της, οι σύντροφοι δεν μπορούν να τα διαθέσουν ατομικά. Ο σύντροφος που δεν έχει συναινέσει στη διάθεση μπορεί να ζητήσει την ακύρωσή της.

9 Σύντομη περιγραφή της διαδικασίας εκκαθάρισης των περιουσιακών σχέσεων των καταχωρισμένων συντρόφων, συμπεριλαμβανομένων του καταμερισμού, της διανομής και της ρευστοποίησης της περιουσίας, στο εν λόγω κράτος μέλος

Με την επιφύλαξη του κοινού συστήματος περιουσιακών σχέσεων, κάθε σύντροφος ανακτά τα περιουσιακά του στοιχεία και τα προσωπικά του χρέη. Η κοινή περιουσία διανέμεται είτε με φιλικό διακανονισμό (à l’amiable) είτε από τα δικαστήρια, εάν τα μέρη δεν καταλήξουν σε συμφωνία.

Εφαρμόζονται οι κοινές διατάξεις για τη συγκυριότητα και τη διανομή (άρθρα 815 επ. του αστικού κώδικα).

Για όλες τις υποθέσεις που αφορούν τη συντήρηση της κοινής περιουσίας και την προνομιακή εκχώρηση, την εκποίηση της κοινής περιουσίας με πλειστηριασμό και τα έννομα αποτελέσματα της διανομής, γίνεται αναφορά στις διατάξεις για την «κληρονομική διαδοχή» (άρθρα 718 επ. του αστικού κώδικα).

10 Ποια είναι η διαδικασία και τα έγγραφα ή οι πληροφορίες που απαιτούνται κατά κανόνα για την καταχώριση ακίνητης περιουσίας;

Σε κάθε περίπτωση, κάθε πράξη εν ζωή (actes entre vifs), είτε χαριστική είτε έναντι ανταλλάγματος, με την οποία μεταβιβάζονται εμπράγματα δικαιώματα σε ακίνητη περιουσία (droits réels immobiliers) εκτός από προνομιακά δικαιώματα (privilèges) ή υποθήκες (hypothèques), θα μεταγράφεται στο υποθηκοφυλακείο (Bureau de la Conservation des Hypothèques) της δικαιοδοσίας στην οποία βρίσκεται το ακίνητο.

Εφαρμόζονται οι διατάξεις του τροποποιημένου νόμου της 25ης Σεπτεμβρίου 1905 σχετικά με τη μεταγραφή εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων (loi modifiée du 25 septembre 1905 sur la transcription des droits réels immobiliers).

Τελευταία επικαιροποίηση: 31/05/2024

Την έκδοση αυτής της σελίδας στην εθνική γλώσσα διαχειρίζεται ο αντίστοιχος αρμόδιος επαφής του ΕΔΔ. Οι μεταφράσεις έχουν γίνει από την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι τυχόν αλλαγές που επιφέρει η αρμόδια εθνική αρχή στο πρωτότυπο ενδέχεται να μην έχουν περιληφθεί ακόμα στις μεταφράσεις. Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο δεν αναλαμβάνουν καμία απολύτως ευθύνη όσον αφορά πληροφορίες ή δεδομένα που περιέχονται ή αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Βλ. την ανακοίνωση νομικού περιεχομένου για τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύουν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την παρούσα σελίδα.