1 Τι σημαίνει στην πράξη ο νομικός όρος «επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων»; Γιατί υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες για την «επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων»;
Επίδοση ή κοινοποίηση πράξης σημαίνει ουσιαστικά ότι μια πράξη αποστέλλεται ή παραδίδεται στο πρόσωπο που αναζητείται και ότι υπάρχει απόδειξη για το γεγονός ότι το εν λόγω πρόσωπο έλαβε την πράξη ή ότι έχουν ακολουθηθεί οι κανόνες της νομοθεσίας για τις επιδόσεις ή κοινοποιήσεις πράξεων (delgivningslagen). Ένας από τους λόγους για τους οποίους υπάρχουν κανόνες για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων είναι για να μπορούν τα δικαστήρια να βεβαιώνονται ότι μια πράξη φτάνει στον παραλήπτη της.
2 Ποιες πράξεις πρέπει να επιδίδονται ή να κοινοποιούνται επισήμως;
Επίδοση ή κοινοποίηση πράξης πρέπει να πραγματοποιείται αν προβλέπεται συγκεκριμένα ή αν, υπό το πρίσμα διάταξης περί γνωστοποιήσεων, προκύπτει ότι πρέπει να γίνει επίδοση ή κοινοποίηση της πράξης· ειδάλλως, πρέπει να πραγματοποιείται μόνο αν είναι αναγκαίο υπό το πρίσμα των περιστάσεων. Ένα παράδειγμα συγκεκριμένης πρόβλεψης στη νομοθεσία, βάσει της οποίας πρέπει να γίνεται επίδοση ή κοινοποίηση πράξης, είναι ότι τα εισαγωγικά δίκης δικόγραφα σε αστικές υποθέσεις πρέπει να επιδίδονται ή να κοινοποιούνται στον εναγόμενο.
3 Ποιος είναι υπεύθυνος για την επίδοση ή την κοινοποίηση πράξης;
Η πραγματοποίηση της επίδοσης ή κοινοποίησης πράξης διασφαλίζεται συνήθως από την αρχή / το δικαστήριο. Εντούτοις, η αρχή / το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει σε διάδικο ο οποίος το ζητά να διασφαλίσει ότι θα πραγματοποιηθεί η επίδοση ή κοινοποίηση (επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων από διάδικο). Προϋπόθεση για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων από διάδικο είναι να μην είναι απρόσφορη.
4 Εντοπισμός διευθύνσεων
4.1 Προσπαθεί η αρχή στην οποία απευθύνεται η αίτηση στο εν λόγω κράτος μέλος με δική της πρωτοβουλία να εντοπίσει τον παραλήπτη των πράξεων που πρέπει να επιδοθούν ή να κοινοποιηθούν, εάν η αναγραφόμενη διεύθυνση δεν είναι ορθή; Βλ. επίσης γνωστοποίηση βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων.
Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση αναζητά αυτεπάγγελτα τη νέα διεύθυνση του παραλήπτη της προς επίδοση ή κοινοποίηση πράξης, στην περίπτωση που ο τελευταίος έχει αποχωρήσει από τη διεύθυνση που αναγράφεται στην κλήτευση.
4.2 Έχουν οι αλλοδαπές δικαστικές αρχές και/ή οι διάδικοι πρόσβαση σε μητρώα ή υπηρεσίες σε αυτό το κράτος μέλος που επιτρέπουν τη διαπίστωση της τρέχουσας διεύθυνσης ενός προσώπου; Εάν ναι, ποια μητρώα ή υπηρεσίες υπάρχουν και ποια διαδικασία ακολουθείται; Ποιο είναι το ύψος των καταβλητέων τελών, εφόσον προβλέπονται;
Όταν η διεύθυνση ενός προσώπου στο οποίο πρέπει να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί δικαστική ή άλλη πράξη είναι άγνωστη, η μεν Σουηδική Φορολογική Αρχή βοηθά στον προσδιορισμό της διεύθυνσης φυσικών προσώπων, η δε Υπηρεσία Μητρώου Σουηδικών Εταιρειών στον προσδιορισμό της διεύθυνσης εταιρειών. Δεν υπάρχει καμία ιδιαίτερη, επίσημη διαδικασία για πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες.
Για να ζητήσετε πληροφορίες από τη Σουηδική Φορολογική Αρχή, μπορείτε να καλέσετε την αρχή στον αριθμό +46 (0)771-567567 ή να κάνετε κλικ στον σύνδεσμο Υποβολή ερώτησης ή απάντησης| , ο οποίος οδηγεί σε έντυπο όπου μπορείτε να συμπληρώσετε τα αιτήματά σας όσον αφορά διευθύνσεις. Μπορείτε επίσης να στείλετε την ερώτηση με απλό ταχυδρομείο στη Σουηδική Φορολογική Αρχή, 205 30 Malmö, Σουηδία. Εάν στείλετε το αίτημά σας με απλό ταχυδρομείο, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το έντυπο Β. Η λήψη πληροφοριών από το δημοτολόγιο είναι δωρεάν.
Για να ζητήσετε πληροφορίες από την Υπηρεσία Μητρώου Σουηδικών Εταιρειών, μπορείτε να καλέσετε την υπηρεσία στον αριθμό +46 771 670 670 ή να στείλετε το αίτημά σας μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στη διεύθυνση bolagsverket@bolagsverket.se. Μπορείτε επίσης να στείλετε το αίτημά σας με απλό ταχυδρομείο στην Υπηρεσία Μητρώου Σουηδικών Εταιρειών. 851 81 Sundsvall, Σουηδία. Εάν στείλετε το αίτημά σας με ηλεκτρονικό ή απλό ταχυδρομείο, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το έντυπο Β. Ενδέχεται να υπάρχουν τέλη.
4.3 Τι είδους συνδρομή για τον εντοπισμό διευθύνσεων από άλλα κράτη μέλη παρέχουν οι αρχές του εν λόγω κράτους μέλους βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 1 του κανονισμού για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων; Βλ. επίσης γνωστοποίηση βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 1 του κανονισμού για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων.
Βλ. 4.2.
5 Ποια είναι στην πράξη η συνήθης μέθοδος επίδοσης ή κοινοποίησης πράξης; Υπάρχουν εναλλακτικές μέθοδοι που μπορούν να χρησιμοποιηθούν (εκτός από την υποκατάστατη επίδοση ή κοινοποίηση που προβλέπεται κατωτέρω στο σημείο 7);
Ο πιο συνηθισμένος τρόπος για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων είναι η ταχυδρομική αποστολή τους στο πρόσωπο για το οποίο προορίζονται (συνήθης επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων). Την επιστολή συνοδεύει απόδειξη επίδοσης ή κοινοποίησης πράξης, την οποία ο παραλήπτης της πράξης καλείται να υπογράψει και να επιστρέψει.
Εναλλακτικά μέσα επίδοσης ή κοινοποίησης πράξεων (επιπρόσθετα της έμμεσης επίδοσης ή κοινοποίησης) είναι η τηλεφωνική επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων, η απλοποιημένη επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων και η επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων μέσω δικαστικού επιμελητή.
Η τηλεφωνική επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων σημαίνει ότι το περιεχόμενο της πράξης προς επίδοση ή κοινοποίηση διαβάζεται στο πρόσωπο για το οποίο προορίζεται η επίδοση ή κοινοποίηση μέσω τηλεφώνου και ότι στη συνέχεια αποστέλλεται στο εν λόγω πρόσωπο ταχυδρομικά. Δεν χρειάζεται απόδειξη παραλαβής όταν γίνεται τηλεφωνική επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων. Η πράξη θεωρείται ότι επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε όταν το περιεχόμενό της έχει διαβαστεί.
Κατά την απλοποιημένη επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων, η πράξη ταχυδρομείται στην τελευταία γνωστή διεύθυνση του παραλήπτη της και την επόμενη εργάσιμη ημέρα αποστέλλεται μήνυμα ελέγχου στην ίδια διεύθυνση στο οποίο δηλώνεται ότι έχει αποσταλεί η πράξη. Δεν χρειάζεται απόδειξη παραλαβής όταν γίνεται απλοποιημένη επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων. Η πράξη θεωρείται ότι επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε μετά την πάροδο δύο εβδομάδων από την αποστολή της, υπό την προϋπόθεση ότι έχει αποσταλεί μήνυμα ελέγχου με τον προβλεπόμενο τρόπο. Η απλοποιημένη επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο αν ο παραλήπτης της πράξης έχει ενημερωθεί ότι η απλοποιημένη επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην εν λόγω υπόθεση ή προσφυγή. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι, για παράδειγμα, ένας διάδικος σε υπόθεση χρειάζεται να λάβει επίδοση ή κοινοποίηση πράξης με απόδειξη παραλαβής μόνο μία φορά.
Ιδιαίτερη επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων σε νομικό πρόσωπο: Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί να γίνει επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων σε νομικά πρόσωπα με την αποστολή της πράξης στην καταχωρισμένη διεύθυνση της επιχείρησης και την αποστολή μηνύματος ελέγχου στην ίδια διεύθυνση την επόμενη εργάσιμη ημέρα. Η επίδοση ή κοινοποίηση της πράξης θεωρείται ότι έχει γίνει μετά την πάροδο δύο εβδομάδων από την αποστολή της, υπό την προϋπόθεση ότι έχει αποσταλεί μήνυμα ελέγχου με τον προβλεπόμενο τρόπο.
Επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων μέσω δικαστικού επιμελητή σημαίνει ότι μια πράξη επιδίδεται ή κοινοποιείται αυτοπροσώπως από πρόσωπο που είναι αρμόδιο να εκτελέσει την εν λόγω επίδοση ή κοινοποίηση πράξης, π.χ. δικαστικό επιμελητή ή εργαζόμενο στην αστυνομική αρχή (Polismyndigheten), στην εισαγγελική αρχή (Åklagarmyndigheten), στο δικαστήριο, στην Αρχή Εκτέλεσης της Σουηδίας (Kronofogdemyndigheten) ή σε αδειοδοτημένη επιχείρηση επίδοσης ή κοινοποίησης πράξεων.
6 Επιτρέπεται η ηλεκτρονική επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων (επίδοση ή κοινοποίηση δικαστικών ή εξωδίκων πράξεων με μέσα εξ αποστάσεως ηλεκτρονικής επικοινωνίας, όπως ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, ασφαλής εφαρμογή που βασίζεται στο διαδίκτυο, φαξ, SMS κλπ.) σε αστικές διαδικασίες; Εάν ναι, για ποιους τύπους διαδικασιών προβλέπεται η μέθοδος αυτή; Υπάρχουν περιορισμοί όσον αφορά τη διαθεσιμότητα/πρόσβαση σε αυτή τη μέθοδο επίδοσης ή κοινοποίησης πράξεων ανάλογα με το ποιος είναι ο παραλήπτης (επαγγελματίας του νομικού κλάδου, νομικό πρόσωπο, εταιρεία ή άλλος επιχειρηματικός φορέας κλπ.);
6.1 Ποιο είδος ηλεκτρονικής επίδοσης ή κοινοποίησης κατά την έννοια του άρθρου 19 παράγραφος 1 του κανονισμού για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων είναι διαθέσιμο στο εν λόγω κράτος μέλος όταν η επίδοση ή κοινοποίηση πρέπει να πραγματοποιηθεί απευθείας σε πρόσωπο το οποίο έχει γνωστή διεύθυνση επίδοσης ή κοινοποίησης σε άλλο κράτος μέλος;
Σε περίπτωση συνήθους επίδοσης ή κοινοποίησης πράξεων, η αρχή μπορεί να αποστέλλει πράξεις με ηλεκτρονικά μέσα σε πρόσωπο που έχει γνωστή διεύθυνση επίδοσης ή κοινοποίησης σε άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο β) του διατάγματος περί επίδοσης ή κοινοποίησης [βλ. τμήμα 6α του διατάγματος (2008:808), το οποίο περιέχει διατάξεις που συμπληρώνουν τον κανονισμό της ΕΕ για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων]. Επομένως, για να είναι δυνατή η ηλεκτρονική επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων, είναι αναγκαίο να μην είναι απρόσφορη βάσει των περιστάσεων της υπό κρίση υπόθεσης. Εάν, για οποιονδήποτε λόγο, η χρήση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου είναι απρόσφορη, θα πρέπει να επιλεγεί διαφορετική μέθοδος.
6.2 Έχει το εν λόγω κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2 του κανονισμού για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων, καθορίσει πρόσθετες προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα δέχεται την ηλεκτρονική επίδοση ή κοινοποίηση μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου όπως προβλέπεται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο β) του εν λόγω κανονισμού; Βλ. επίσης γνωστοποίηση βάσει του άρθρου 19 παράγραφος 2 του κανονισμού για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων.
Δεν έχουν επιβληθεί περαιτέρω όροι.
7 «Υποκατάστατη» επίδοση
7.1 Επιτρέπει η νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους άλλες μεθόδους επίδοσης ή κοινοποίησης σε περιπτώσεις στις οποίες δεν κατέστη δυνατή η επίδοση ή κοινοποίηση των πράξεων στον παραλήπτη (π.χ. κοινοποίηση στη διεύθυνση κατοικίας, στο γραφείο δικαστικού επιμελητή, μέσω ταχυδρομείου ή με ανάρτηση δημόσιας ανακοίνωσης);
Όταν δεν είναι εφικτή η προσωπική επίδοση ή κοινοποίηση πράξης στον παραλήπτη για τον οποίο αυτή προορίζεται, υπάρχουν οι ακόλουθοι τρόποι επίδοσης ή κοινοποίησης πράξεων.
Επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων μέσω δικαστικού επιμελητή με επίδοση ή κοινοποίηση σε υποκατάστατο παραλήπτη: Η πράξη αποστέλλεται σε διαφορετικό πρόσωπο από εκείνο για το οποίο προορίζεται η πράξη προς επίδοση ή κοινοποίηση. Για παράδειγμα, μπορεί να είναι ένα ενήλικο μέλος του νοικοκυριού στο οποίο ανήκει ο παραλήπτης για τον οποίο προορίζεται η πράξη προς επίδοση ή κοινοποίηση ή ο εργοδότης του παραλήπτη για τον οποίο προορίζεται η πράξη. Εντούτοις, ο υποκατάστατος παραλήπτης πρέπει πάντα να συγκατατεθεί στην παραλαβή της πράξης. Ειδοποίηση ότι πραγματοποιήθηκε η επίδοση ή κοινοποίηση, καθώς και το όνομα του προσώπου που παρέλαβε πράγματι την πράξη πρέπει να αποστέλλονται στη διεύθυνση του παραλήπτη για τον οποίο προορίζεται η πράξη προς επίδοση ή κοινοποίηση.
Επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων μέσω δικαστικού επιμελητή με θυροκόλληση: Η πράξη τοποθετείται στην κατοικία του παραλήπτη της επίδοσης ή κοινοποίησης, π.χ. στο γραμματοκιβώτιο ή σε κατάλληλο σημείο κοντά στην κατοικία, π.χ. στη θύρα.
Επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων μέσω δημοσίευσης: η αρχή / το δικαστήριο που αποφάσισε για την επίδοση ή κοινοποίηση τηρεί την πράξη και παρέχει πρόσβαση σε αυτήν και, παράλληλα, σχετική ειδοποίηση και το κύριο περιεχόμενο της πράξης δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα (Post- och Inrikes Tidningar), καθώς επίσης, κατά περίπτωση, και σε τοπική εφημερίδα. Ταυτόχρονα, αποστέλλεται η πράξη μέσω ταχυδρομείου στην τελευταία γνωστή διεύθυνση του παραλήπτη της.
7.2 Εάν χρησιμοποιούνται άλλες μέθοδοι, πότε θεωρείται ότι οι πράξεις έχουν επιδοθεί ή κοινοποιηθεί;
Στην περίπτωση της επίδοσης ή κοινοποίησης πράξης μέσω δικαστικού επιμελητή με επίδοση ή κοινοποίηση σε υποκατάστατο παραλήπτη, η επίδοση ή κοινοποίηση έχει πραγματοποιηθεί όταν η πράξη έχει παραδοθεί και έχει αποσταλεί ειδοποίηση στον παραλήπτη της επίδοσης ή κοινοποίησης.
Στην περίπτωση της επίδοσης ή κοινοποίησης πράξης μέσω δικαστικού επιμελητή με θυροκόλληση, η επίδοση ή κοινοποίηση έχει πραγματοποιηθεί όταν η πράξη έχει τοποθετηθεί σύμφωνα με όσα περιγράφονται παραπάνω στην ερώτηση 7.1.
Η επίδοση ή κοινοποίηση πράξης μέσω δημοσίευσης θεωρείται ότι έχει πραγματοποιηθεί μετά την πάροδο δύο εβδομάδων από την απόφαση για επίδοση ή κοινοποίηση της πράξης μέσω δημοσίευσης, εφόσον η δημοσίευση και τα λοιπά προβλεπόμενα μέτρα έχουν πραγματοποιηθεί έγκαιρα (εντός 10 ημερών).
7.3 Αν μια άλλη μέθοδος επίδοσης ή κοινοποίησης συνίσταται στην κατάθεση των πράξεων σε συγκεκριμένο τόπο (π.χ. σε ταχυδρομικό γραφείο) πώς ενημερώνεται ο παραλήπτης για την εν λόγω κατάθεση;
Αν μια πράξη είναι εκτενής ή αν για κάποιον άλλο λόγο είναι ακατάλληλη προς αποστολή ή τοποθέτηση σε κάποιο σημείο για τον παραλήπτη της επίδοσης ή κοινοποίησης, η αρχή μπορεί να αποφασίσει να καταστήσει προσβάσιμη την πράξη για ορισμένο χρονικό διάστημα στην έδρα της αρχής ή σε κάποιο άλλο μέρος, το οποίο αποφασίζεται από την αρχή. Ειδοποίηση σχετικά με το περιεχόμενο της απόφασης αποστέλλεται στον παραλήπτη.
7.4 Ποιες είναι οι συνέπειες, εάν ο παραλήπτης αρνείται να δεχθεί την επίδοση ή την κοινοποίηση των πράξεων; Οι πράξεις λογίζονται ως επιδοθείσες ή κοινοποιηθείσες, αν η άρνηση δεν ήταν νόμιμη;
Σε περίπτωση άρνησης του παραλήπτη της επίδοσης ή κοινοποίησης να παραλάβει πράξη που κοινοποιείται μέσω δικαστικού επιμελητή, η επίδοση ή κοινοποίηση θεωρείται ότι έχει πραγματοποιηθεί αν η πράξη αφεθεί επιτόπου.
8 Επίδοση ή κοινοποίηση ταχυδρομικώς από το εξωτερικό (άρθρο 18 του κανονισμού για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων)
8.1 Εάν η ταχυδρομική υπηρεσία παραδίδει πράξη που έχει αποσταλεί από το εξωτερικό σε παραλήπτη σε αυτό το κράτος μέλος, σε περίπτωση όπου απαιτείται απόδειξη παραλαβής (άρθρο 18 του κανονισμού για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων), παραδίδει η ταχυδρομική υπηρεσία την πράξη μόνο στον παραλήπτη αυτοπροσώπως ή μπορεί επίσης, σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες ταχυδρομικής παράδοσης, να παραδώσει την πράξη και σε άλλο πρόσωπο στην ίδια διεύθυνση;
Η επίδοση ή κοινοποίηση πράξης μέσω ταχυδρομείου γίνεται με συστημένη επιστολή. Το πρόσωπο που ορίζεται ως παραλήπτης της επίδοσης ή κοινοποίησης ή αντιπρόσωπός του μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση στην πράξη, αφού υπογράψει για την παραλαβή με την επίδειξη ταυτότητας, απευθυνόμενο σε ταχυδρομικό γραφείο, κέντρο ταχυδρομικών υπηρεσιών ή ταχυδρομικό διανομέα. Υπάρχει επίσης η δυνατότητα για το πρόσωπο που παραγγέλλει την ταχυδρομική επίδοση ή κοινοποίηση να ορίσει ότι θα γίνει αποδεκτή μόνο προσωπική παραλαβή.
8.2 Σύμφωνα με τους κανόνες ταχυδρομικής παράδοσης σε αυτό το κράτος μέλος, πώς μπορεί να πραγματοποιηθεί η επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων από το εξωτερικό, βάσει του άρθρου 18 του κανονισμού για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων, εάν ούτε ο παραλήπτης ούτε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο για την παραλαβή (εάν επιτρέπεται βάσει των εθνικών κανόνων ταχυδρομικής παράδοσης — βλ. παραπάνω) δεν βρίσκεται στη διεύθυνση όπου πρέπει να γίνει η παράδοση;
Αν δεν μπορέσει να γίνει η επίδοση ή κοινοποίηση πράξης με συστημένη επιστολή, δεν απομένει καμία άλλη δυνατότητα επίδοσης ή κοινοποίησης μέσω ταχυδρομείου. Αντ’ αυτής, μπορούν να εξεταστούν άλλα μέσα επίδοσης ή κοινοποίησης, π.χ. η επίδοση ή κοινοποίηση μέσω δικαστικού επιμελητή.
8.3 Προβλέπει το ταχυδρομικό κατάστημα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα για την παραλαβή των πράξεων πριν τις επιστρέψει στον αποστολέα ως ανεπίδοτες; Εάν ναι, πώς ενημερώνεται ο παραλήπτης ότι υπάρχει αλληλογραφία για αυτόν προς παραλαβή από το ταχυδρομικό κατάστημα;
Πράξη που αποστέλλεται με συστημένη επιστολή αναγγέλλεται στον παραλήπτη της επίδοσης ή κοινοποίησης με ειδοποίηση στη διεύθυνση κατοικίας του, γραπτό τηλεφωνικό μήνυμα ή μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Υπό κανονικές συνθήκες, η επιστολή παραμένει στο σημείο παράδοσης 14 ημέρες από την ημερομηνία άφιξής της.
9 Υπάρχει έγγραφη απόδειξη της επίδοσης ή κοινοποίησης της πράξης;
Κανονικά υπάρχει απόδειξη παραλαβής από το πρόσωπο στο οποίο έγινε η επίδοση ή κοινοποίηση πράξης, ή βεβαίωση που έχει συνταχθεί από την αρχή / το δικαστήριο ως απόδειξη ότι η πράξη έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί τηλεφωνικά, με επίδοση ή κοινοποίηση σε υποκατάστατο παραλήπτη ή θυροκόλληση.
10 Τι συμβαίνει αν για κάποιον λόγο ο παραλήπτης δεν παραλάβει την πράξη ή η επίδοση ή κοινοποίηση γίνει κατά παράβαση του νόμου (π.χ. η επίδοση ή η κοινοποίηση έγινε προς κάποιον τρίτο); Μπορεί η επίδοση ή η κοινοποίηση της πράξης να είναι παρά ταύτα έγκυρη (π.χ. μπορεί να θεραπευθεί παράβαση των διατάξεων του νόμου) ή πρέπει να επιχειρηθεί νέα επίδοση ή κοινοποίηση;
Στα σουηδικά δικαστήρια ισχύει η αρχή της ελεύθερης κατάθεσης και εκτίμησης αποδεικτικών στοιχείων. Αν μπορεί να αποδειχθεί ότι ένα πρόσωπο έχει λάβει γνώση μιας πράξης, είναι άνευ σημασίας αν η επίδοση ή κοινοποίηση έχει γίνει με τον προβλεπόμενο τρόπο. Το τυπικό ελάττωμα δεν συνεπάγεται, λοιπόν, ότι πρέπει να επαναληφθεί η επίδοση ή κοινοποίηση εκείνο που είναι αποφασιστικής σημασίας είναι αν η πράξη έχει φτάσει στον παραλήπτη της.
Από την άλλη, αν μπορεί να αποδειχθεί ότι το πρόσωπο στο οποίο έγινε η επίδοση ή κοινοποίηση της πράξης δεν έλαβε την πράξη ή αν οι κανόνες περί επίδοσης ή κοινοποίησης πράξεων δεν έχουν ακολουθηθεί, είναι δυνατή η προσβολή της σχετικής απόφασης μέσω των λεγόμενων έκτακτων ένδικων μέσων.
11 Εάν ο παραλήπτης αρνηθεί να παραλάβει πράξη με βάση τη γλώσσα σύνταξής της (άρθρο 12 του κανονισμού για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων) και το δικαστήριο ή η αρχή που έχει επιληφθεί της ένδικης διαδικασίας αποφανθεί ότι η άρνηση αυτή δεν ήταν δικαιολογημένη, υφίσταται ειδικό ένδικο μέσο για την προσβολή της εν λόγω απόφασης;
Όποιος θεωρεί ότι του επιδόθηκε ή του κοινοποιήθηκε πλημμελώς πράξη μπορεί, στο πλαίσιο της οριστικής απόφασης, να προσβάλει την απόφαση περί επίδοσης ή κοινοποίησης. Εάν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρίνει ότι η επίδοση ή κοινοποίηση πραγματοποιήθηκε πλημμελώς, η διαδικασία μπορεί να επαναληφθεί σε πρώτο βαθμό.
12 Πρέπει να πληρώσω για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξης και, αν ναι, πόσο; Υπάρχει διαφορά όταν η πράξη πρέπει να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και όταν η αίτηση επίδοσης ή κοινοποίησης προέρχεται από άλλο κράτος μέλος; Βλ. επίσης γνωστοποίηση βάσει του άρθρου 15 του κανονισμού για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων, σχετικά με την επίδοση ή κοινοποίηση πράξης από άλλο κράτος μέλος.
Όταν η επίδοση ή κοινοποίηση διενεργείται από αρχή, το κόστος για την επίδοση ή κοινοποίηση επιβαρύνει το κράτος. Αυτό σημαίνει π.χ. ότι ο ενάγων σε αστική διαδικασία δεν χρειάζεται να αποζημιώσει το δικαστήριο για τις δαπάνες που επωμίστηκε το δικαστήριο για να επιδώσει ή να κοινοποιήσει το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο στον εναγόμενο.
Αν ορισμένο πρόσωπο ή διάδικος θέλει να επιδώσει ή να κοινοποιήσει σε κάποιον πράξη, πρέπει να καταβάλει εξ ιδίων το κόστος της επίδοσης ή κοινοποίησης. Παραδείγματος χάριν, το κόστος της ανάθεσης καθηκόντων δικαστικού επιμελητή σε εργαζόμενο της αστυνομικής αρχής είναι 1 000 σουηδικές κορώνες.